Καρακάξα _ Κυπαρισσένιοι V

Μαίρη Β.
 

Καλά φασκιωμένη μέσα στη μαύρη φορεσιά της, γύριζε ανάμεσα στους τάφους. Είχε από ώρα ανάψει το καντήλι του μακαρίτη του άντρα της, αλλά γνωρίζοντας πολλούς από όσους αναπαύονταν πλέον στο κοιμητήριο του χωριού τους, της άρεσε να στέκεται πάνω από το ‘‘προσκεφάλι’’ τους ζωντανή και να διαβάζει τα ονόματα τους και γιατί όχι, να κρίνει για την αξιοσύνη τους τον καιρό που εκείνοι βάδιζαν πάνω στη γη και που αρκούνταν να πλαγιάζουν το βράδυ σε μαλακά στρώματα και καθαρά σεντόνια. Δεν ήταν λίγες οι φορές που σε κάποιους πήγαινε και νέα από τον πάνω κόσμο και από τους συγγενείς τους. Απέφευγε να τους αναφέρει για τις προκοπές των ζωντανών συγγενών τους, μόνο τις κακοτοπιές και τις δυστυχίες τους μετέφερε στους εκλιπόντες. «Η Τούλα χώρισε με τον άντρα της», «Λένε ότι η κόρη σου σε ντρόπιασε, την πιάσανε στο κρεβάτι να βατεύεται», «Πάλι άνεργος ο γιος σου, μπας και ήταν άξιος αυτός να πιάσει και να κρατήσει μια δουλειά;», «Την ξεπούλησε την περιουσία ο κανακάρης σου, την έφαγε όλη στα χαρτιά». Η Βαγγελιώ ήταν γυναίκα που διάνθιζε τις ειδήσεις με δικές της επινοήσεις. Για παράδειγμα ο γιος του μπάρμπα Πάνου πράγματι είχε πουλήσει μέρος από τα χωράφια, μιας και ο άνθρωπος έμενε στην πόλη και ήθελε να ρίξει χρήματα στην επιχείρησή του. Όσο για την καημένη την κόρη, εκείνη έπιασε τον άντρα της στο κρεβάτι με μια φιλενάδα τους κι αυτός ήταν ο λόγος του διαζυγίου. Έλα όμως που αν η Βαγγελιώ έλεγε ότι η κερατωμένη ήταν η κόρη του, θα ήταν σαν να τη δικαίωνε στον πατέρα της, -άλλωστε είναι τιμή για τον άντρα να πηγαίνει και με άλλες, για τη γυναίκα μόνο είναι ντροπή, κατά τη νοοτροπία της πάντα- Όμως για να μεγαλώσει την ντροπή και να κάνει τα κόκκαλα να τρέμουν μέσα στον τάφο, έπρεπε να αλλάξει κάπως την είδηση.

 

Η Βαγγελιώ δεν αποτελούσε και το πιο συμπαθητικό πρόσωπο στο χωριό τους, όποιος τύχαινε να περνάει στην ακτίνα εμβέλειας του βλέμματός της ένιωθε ότι το μάτι της τον σάρωνε σε τέτοιο βαθμό που τον έβγαζε ακτινογραφία. Άσε που δεν χρώσταγε καλή κουβέντα σε κανέναν. Ακόμα και όσοι προσπαθούσαν να αστειευτούν μαζί της, μη δίνοντας σημασία στο στόμα της, ερχόταν η ώρα που τους έβγαζε από τα ρούχα τους, με τις προσβολές της. Αν τύχαινε και συναντούσε καμία φοιτητριούλα που σπούδαζε μακριά από την οικογενειακή εστία, τη ρωτούσε με τον πιο άκομψο τρόπο αν είχε φίλο. Και για να μην υπάρξει καμία παρεξήγηση ως προς την έννοια του φίλου, το έκανε ξεκάθαρο, ρωτώντας την αν της έκανε τη δουλειά. Οι περισσότερες κοκκίνιζαν και θέλοντας να αποφύγουν τη γλώσσα της, έσκυβαν το κεφάλι και απομακρύνονταν με γοργό βήμα. Κάποιες άλλες απλά την αγριοκοίταζαν. Όμως η θεια δεν το έβαζε κάτω, λες και το είχε σκοπό να φέρνει σε δύσκολη θέση όποιον συναντούσε. Δεν το έκανε για τη δόξα να αναφερθεί το όνομά της σε κάποιο βιβλίο, και το έπαθλο που θα αποκτούσε ήταν η δυσχέρεια των συνανθρώπων της και δόξα ότι βρισκόταν στα χείλη όλου του χωριού, κι ας ήταν για αρνητικούς λόγους. Εκείνη το ευχαριστιόταν, γιατί από τη φύση της δεν την έλεγες και καλό άνθρωπο.         

 

«Απεταξάμην τη θεια Βαγγελιώ», λέγανε οι νεαρές και οι νεαροί στο χωριό τους και τους έπιαναν τα γέλια, αφού είχαν ξεκινήσει και την παρομοίαζαν με τον Βελζεβούλ. Κι αν δεν είναι ο ίδιος ο διάολος, σίγουρα είναι κόρη του. Αυτά λέγανε για εκείνη τα παλιόπαιδα της γειτόνισσάς της και σταδιακά μεταφέρθηκε στα στόματα όλου του χωριού. Όταν κάποιος το πρωτάκουγε ή έβαζε τα γέλια ή κουνούσε στοχαστικά το κεφάλι του λες και δεν ήταν ένα απλό αστείο, αλλά έβρισκε αλήθεια στα λόγια αυτά. Η κακιά κουβέντα εξαπλώνεται σαν φωτιά μέσα στο χωριό, και δεν ήταν λίγοι που όταν την αντίκριζαν έφτυναν τον κόρφο τους και έστριβαν βιαστικά σε όποιο σοκάκι ανοιγόταν στον δρόμο τους. Όμως δεν ήταν μόνο αυτό, το ξόρκι πέρασε και στις επόμενες γενιές. «Παλιόπαιδα», μουρμούριζε εκνευρισμένη και τύλιγε το κεφάλι της στο χωριάτικο μαντήλι, λες και ήθελε να κρύψει τα σημάδια από τη ‘‘λέπρα’’ που την είχαν κολλήσει. Μην μπορώντας να κάνει αλλιώς, με τον καιρό όχι απλά αποδέχτηκε το ξόρκι των συγχωριανών της, αλλά το έκανε και παράσημο. Μπορεί ο διάολος να ξορκίζεται με ξόρκια και σταυρούς, όμως εμένα δεν μπορούνε. Ούτε ο σταυρός με φοβίζει, ούτε οι ευχές του παπά. Δεν ήθελε και πολύ μέσα στη ματαιοδοξία της να πιστέψει ότι ήταν πιο ισχυρή και από τον δαίμονα, και λες και ήθελε να το επιβεβαιώσει γινόταν όλο και χειρότερο το φαρμάκι που έσταζαν τα χείλη της για τους συγχωριανούς της. Και τίποτα από αυτά δεν έκανε κρυφά, μα φανερά και μπρος στα μούτρα τους. Κι αν κάποιος έκανε ότι σήκωνε το χέρι του, εκείνη πρότασσε θαρραλέα το στήθος της, προκαλώντας τον. Τότε εκείνος κατέβαζε το χέρι του και γυρνώντας της την πλάτη έφευγε, αφού ήξερε ότι άκρη δε θα έβρισκε μαζί της, κι όσο κι αν κάποιοι θα του έδιναν δίκιο, πολλοί θα ισχυρίζονταν ότι δεν αξίζει να ασχοληθείς με τη Βαγγελιώ που είχε το ακαταλόγιστο ούτως ή άλλως και ότι δε θα έπρεπε να φτάσει στη χειροδικία.

 

Η Βαγγελιώ που την αφήσαμε τόση ώρα να γυρνάει ανάμεσα στους τάφους και να πληροφορεί τους νεκρούς για το ένα και το άλλο παράπτωμα των ζωντανών, αποφάσισε να επισκεφτεί και τη φιλενάδα της. Εκείνη βρισκόταν θαμμένη από την πίσω πλευρά της εκκλησίας, στο πλάι του άντρα της. Οι περισσότεροι τάφοι ήταν στους πρόποδες του βουνού και όσο πέρναγαν τα χρόνια και το χωριό άδειαζε από ζωντανούς, είτε επειδή κάποιοι πέθαιναν είτε επειδή κάποιοι το εγκατέλειπαν, οι απαιτήσεις αυξάνονταν και η έκταση του νεκροταφείου μεγάλωνε.

 

«Έβρεξε χθες φιληνάδα και το χώμα πότισε με βρόχινο νερό, θα έχει πολλή υγρασία εκεί κάτω, φαντάζομαι. Και στην ηλικία μας δεν κάνει καλό η υγρασία στα κόκκαλά μας», είπε και γέλασε μόνη με το αστείο της. «Το χωριό κοντεύει να ερημώσει από ζωντανούς και εδώ είστε ολόκληρη πολιτεία. Φυσικό βέβαια να είναι οι νεκροί πιότεροι από τους ζωντανούς, μετά από τόσους αιώνες που βρίσκεται ο άνθρωπος πάνω στη γη, αλλά και πάλι είναι στενάχωρο που η δική σας παρέα όλο και μεγαλώνει, ενώ η δική μας όλο και μικραίνει».

Σιώπησε και κοίταξε τον ουρανό. Όμως η πυκνή βλάστηση γύρω της δεν της επέτρεπε να δει παρά μόνο ένα μικρό γαλανό κομματάκι.

«Πως τα περνάς με τον κύρη σου; Σου γκρινιάζει και εδώ που έρχομαι και σου μιλάω; Ποτέ του δε με χώνεψε ο κακορίζικος, αυτός έβαζε λόγια και στα παιδιά σου και με θεωρούσαν Βελζεβούλ. Και μη νομίζεις, το ξέρω πως είχε αφήσει παραγγελιά να μη μου επιτραπεί να παραβρεθώ στην κηδεία του, αλλά για εσένα, ευτυχώς μέτρησε περισσότερο η ντροπή και το τι θα πει ο κόσμος και δε μου το είπες, στάθηκα και εγώ περήφανη στο πάνω μέρος του τάφου του όταν τον κατέβαζαν στο χώμα και κοίταζα που τον παραχώνανε. Ένα χαμόγελο ικανοποίησης στόλισε το πρόσωπό μου, και δε σου κρύβω ότι μια στιγμή πέρασε από τη σκέψη μου να σκύψω και να φτύσω το φέρετρό του, όμως έπειτα είδα τον μικρό σας γιο να με κοιτάζει άγρια και κατάπια τη ροχάλα μου. Αν τολμούσα έτσι αψύς που είναι και που όλα τόσο σοβαρά τα παίρνει, να έκανα να φτύσω, δυο βήματα θα έκανε και θα με πέταγε στον τάφο με τον πατέρα του. Αγκαλιά θα έμπαινα με τον άντρα σου στον τάφο, και ποιος θα με υπερασπιζόταν. Μεγάλο αμάρτημα να μη σέβεσαι το νεκρό, αν και για τους ζωντανούς κανείς δε φαίνεται να νοιάζεται ιδιαίτερα. Γι’ αυτό και τους έπιανα στο στόμα μου χωρίς φόβο», είπε και αναστέναξε ανακουφισμένη.

«Βέβαια χάθηκε ευκαιρία για μεγάλο πανηγύρι στη κηδεία του ασυγχώρητου του άντρα σου. Μα τι του έκανα του χαμένου, ό,τι έλεγα για τους άλλους έλεγα και για την οικογένειά σας, χρειαζόταν να τα παίρνει κι αυτός τόσο σοβαρά;»          

«Μας θυμάμαι να βγαίνουμε τα απογεύματα έξω στις αυλές και να αρχίζουμε το κουτσομπολιό. Εγώ συνήθως τα ξεκινούσα, αλλά τα διανθίζατε και εσείς οι άλλες δυο που μοιραζόμασταν την αυλή. Όλο και είχατε να προσθέσετε κακεντρέχειες και οι υπόλοιπες, και όλο να μας πιάνουν τα γέλια. Είσαι τυχερή φιληνάδα που ήμασταν νέες εκείνο τον καιρό που τα διαζύγια δεν ήταν διαδεδομένα και ειδικά στην επαρχία. Αλλιώς με την αντιπάθεια που είχε ο άντρας σου στο κουτσομπολιό, υπήρχε περίπτωση να σε χωρίσει. Και έπειτα θα πιάναμε εσένα στο στόμα μας, όχι ότι δε σε είχαμε δηλαδή, όπως είχαμε όλοι όλους. Αλλά θα σε πιάναμε περισσότερο και εσένα και τον άντρα σου και τα παιδιά σας. Τα καμάρια σας, για τα οποία τόσο περηφανευόσασταν, άλλη δεν έκανε παιδί, μόνο η Μαριώ το Γιάννη. Δηλαδή τα δικά μας τα παιδιά τι είχαν; Δεν είχαν γονείς, είχαν φυτρώσει. Δεν ήταν καλά παιδιά εκείνα, όσο καλά είναι όλα τα παιδιά; Δεν είχαν μάνα να τα πλένει, να τα ταΐζει, να τα περιποιείται; Ή μπας και ήσασταν από τζάκι εσύ κι ο άντρας σου και δεν μας το λέγατε; Βέβαια αν κρατάγατε από μεγάλο σόι ο άντρας σου θα το κράταγε για τον εαυτό του, αλλά αποκλείεται να μη μας το έλεγες κι εσύ! Για κάτι τέτοια πέταγες τη σκούφια σου, φιληνάδα. Πάντως εδώ που τα λέμε, δεν είχα μόνο εγώ όνομα στο χωριό, είχατε βγάλει και εσείς μαζί μου. Η άλλη ήταν η ματιάστρο. Είχε ένα μάτι η ρουφιάνα πάντως. Έσπαγε πέτρα. Μέχρι το παιδί της μάτιασε στην κούνια η ρουφιάνα και κόντεψε να της πεθάνει, που γονιός δε ματιάζει το παιδί, όλοι έχουν να το λένε. Ε, η ρουφιάνα το κατάφερε και πήγε να σκάσει το άμοιρο λεχούδι. Όμως κι εσύ δεν πήγαινες πίσω, ήσουν μια φαρμακόγλωσσα. Α πα πα πα!» είπε και τίναξε τον κόρφο της. «Όμως ήξερες να κρατάς τα μπόσικα, δεν τα έλεγες ποτέ μπροστά, μπροστά μόνο μέλι έσταζε η γλώσσα σου και δεν προλάβαινε να γυρίσει από την άλλη πλευρά ο έρμος που είχες βάλει στο μάτι και τον στόλιζες πραγματικά. Η διαφορά μας φιληνάδα είναι ότι εγώ δεν έκρυβα το ποια ήμουν, ενώ εσύ απλά υποκρινόσουν. Κρυβόσουν πίσω από χαμόγελα και όμορφα λόγια ότι διέφερες πολύ από μένα. Θα μπορούσα να πω ότι ήταν αδικία, αλλά από την άλλη θα επισκιάζατε τη γνησιότητά μου, αν εσύ και η ματιάστρο δεν προσπαθούσατε να καλυφτείτε πίσω από τον δήθεν καθωσπρεπισμό σας. Τέλος πάντων περασμένα ξεχασμένα. Λέω να έρχομαι πιο συχνά, μέχρι να σώσει και εμένα ο χρόνος μου και να μετακομίσω μια και καλή στο κοιμητήριο, και να τα λέμε. Δηλαδή εγώ θα λέω και εσύ θα ακούς. Και θα το διασκεδάζω διπλά από όταν κάνω τις βίζιτές μου στους άλλους τάφους, μιας και θα σκέφτομαι τη δυσφορία του κακορίζικου του άντρας σου και θα γελάω με τη σκέψη ότι μπορεί να σε κρεβατομουρμουρώνει όταν εγώ θα φεύγω, μέσα στην υπόγεια χωμάτινη κοινή σας κλίνη.

«Εσύ φταις», θα σου λέει, «της έδωσες το δικαίωμα και δε μας αφήνει ούτε στον τάφο μας να ηρεμήσουμε. Λες κι εσείς οι υπόλοιπες ήσασταν καλύτερες. Ακόμα φέρνω την εικόνα μας στην αυλή να καθόμαστε στα σκαμνιά μας με τα κεντίδια και τα πλεκτά μας, με τις κλωστές ή το μαλλί μας. Πώς το είχε πει εκείνη η σουσουράδα η εγγόνα σου την άλλη φορά. Μοιάζαμε λέει με τις τρεις μοίρες. Η Κλωθώ, η Λάχεσις και η Άτροπος. Η μία γνέθει το νήμα της ζωής, η άλλη το ξετυλίγει και η τρίτη το κόβει».

«Τι λες μωρή;» της απάντησα, «εμείς έχουμε η κάθε μια το δικό της νήμα, και να το γνέσει και να το ξετυλίξει και να το κόψει».

«Ευτυχώς», μου απάντησε η φαρμακόγλωσσα, «του φτάνουν του κόσμου τα δεινά που αντιμετωπίζει, δε θα ήθελε πιότερα», είπε και μπήκε στο σπίτι σας, ενώ άκουσα από μέσα από το σπίτι γέλια.

«Καλά, έτσι σου μιλάει;» στράφηκα και σε ρώτησα.

«Παιδιά, δεν είναι να τα ξεσυνερίζεσαι».

«Όχι και παιδί η μουλάρα, φοιτήτρια είκοσι πέντε ετών».

«Είκοσι τριών», με διόρθωσες.

«Εμείς στην ηλικία της είχαμε παιδιά και μεγαλώναμε, τέτοια γράμματα της μαθαίνουν στο Πανεπιστήμιο, να το βράσω κι αυτό και τη μόρφωση που προσφέρει».

«Ε μωρέ, πως κάνεις έτσι κι εσύ», τη δικαιολόγησε και η ματιάστρο που την είχε καλή την εγγόνα σου. «Δε θα μιλάει για τη γιαγιά της».

«Αλλά για εμάς τις δυο;»

«Για τις δυο, για τη μία…» είπε εκείνη και βάλατε οι δυο σας τα γέλια. Σηκώθηκα θιγμένη και μάζεψα το κουβάρι μου, να πάω σπίτι μου.

«Πάντως για τρεις μίλησε, όχι για μία» και δεν έμεινα να ακούσω άλλα.

    

«Αχ φιληνάδα, εγώ φαινόμουν η κακιά, αλλά κι εσύ με την άλλη δεν πηγαίνατε πίσω. Καρακάξες ήσασταν. Φαινόσασταν όμορφες με τα μαύρα και πράσινα γυαλιστερά φτερά σας, αλλά όταν ανοίγατε το στόμα σας δεν ήταν κελάηδημα αλλά κρώξιμο, άγριο και κακόβουλο. Καιρός να φύγω τώρα, ο ήλιος έγειρε πολύ, μη με δει κανείς και με περάσει για φάντασμα», είπε και σηκώθηκε. Το μαντήλι της είχε πέσει στους ώμους της, το έλυσε για να το φτιάξει καλύτερα, όταν πάνω στο μάγουλό της έπεσε ένα υγρό δώρο από το δέντρο. Σήκωσε το κεφάλι της και είδε μια καρακάξα, να την κοιτάζει κι εκείνη με τα μικρά στρογγυλά μαύρα μάτια της. Με την πίσω πλευρά του χεριού σκούπισε το μάγουλό της από την κουτσουλιά που την είχε φιλοδωρήσει το πουλί. Κοίταξε με μίσος την καρακάξα, όμως εκείνη την αγνόησε, ήξερε ότι ο άνθρωπος κάτω από το δέντρο δεν είχε φτερά να τη φτάσει, κι αν έκανε ότι σκαρφαλώνει στο δέντρο, θα έβρισκε το χρόνο να πετάξει μακριά. Η Βαγγελιώ λύσσαξε από τον θυμό της, αλλά αναγνώριζε την αδυναμία της να τα βάλει με το πουλί, έτσι στράφηκε προς τον τάφο της φιλενάδας της και φασκέλωσε τον σταυρό και με τα δυο της χέρια, πριν πάρει τον δρόμο για να επιστρέψει στο σπίτι της.       

 

ΤΕΛΟΣ

 

 

Διαβάστε επίσης: