Και Τώρα; ...

Μια παρωδία της ελληνικής κοινωνίας προ οικονομικής κρίσης σε διασκευή της Ιώβης Εαρινή.

 

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

 

Ελλάδα προ κρίσης. Όταν οι έλληνες φουσκωμένοι από εθνική περηφάνια, κέρδιζαν το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα στο ποδόσφαιρο, έβγαιναν number one στη eurovision, απολάμβαναν τη δόξα του να έχουν οργανώσει τους ολυμπιακούς αγώνες, που ύστερα από 112 χρόνια επέστρεφαν στην πραγματική τους πατρίδα. Όταν οι έλληνες οραματίζονταν ένα μέλλον ίδιο ίσως και λαμπρότερο, ενώ οι υπόγειοι μηχανισμοί -εσωτερικού και εξωτερικού- κούρδιζαν το ρολόι και όριζαν την ημερομηνία που ένας ολόκληρος λαός θα ξύπναγε από το όνειρο που ζούσε με δανεικά λεφτά και θα ήταν υποχρεωμένος να ξοφλήσει τα σφάλματα του. Θα ερχόταν η ώρα λοιπόν να κάνει την αυτοκριτική του ή μήπως η λέξη αυτή δεν υπάρχει στο λεξιλόγιο του ελληνικού ταπεραμέντου; Υπάρχει όμως η λέξη φιλότιμο, κι ας ελπίσουμε και η έννοια της, που ίσως στο μέλλον αφυπνίσει.

Όμως σκοπός αυτής της ιστορίας δεν είναι να φτάσει ως το Καστελόριζο και την 23η Απριλίου του έτους 2010. Ας μας συγχωρέσει το όμορφο ακριτικό νησί που δε θα ενδιαφερθούμε για την τουριστική του ανάδειξη. Αντιθέτως θα παραμείνει στην Αθήνα, την εποχή της ευφορίας, όταν κάποιοι ζουν για την πάρτη τους, όταν άλλοι αγωνίζονται ενώ το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, συμβιβάζεται και επιβιώνει.

 

Γνωριμία με τους ήρωες:

 

ΣΑΒΒΑΣ

Στεκόταν σε ένα στενό και έβλεπε την πορεία να περνάει από τον κεντρικό δρόμο. Τελικά οι έλληνες ποτέ δεν ήταν ικανοποιημένοι, πάντα θα έβρισκαν ένα λόγο να βγουν στους δρόμους και να διαδηλώσουν. Μπορεί οι περισσότεροι να έμεναν στον καναπέ, υπνωτισμένοι από τα τηλεοπτικά προγράμματα όμως υπήρχαν κι αυτοί, λιγότεροι φυσικά σε ποσοστό, που δεν άφηναν ευκαιρία να βγουν στους δρόμους και να διαδηλώσουν για οποιοδήποτε λόγο σκαρφιζόταν το κεφάλι τους. Οι μισθοί ήταν λέει χαμηλοί. Όμως για ποιο λόγο έπρεπε ο κάθε επιχειρηματίας να μοιράζεται τα κέρδη του, στην τελική, εκείνος κόπιασε, εκείνοι τι έκαναν; Απλά πήγαιναν για οχτώ ώρες, δούλευαν, κουτσομπόλευαν, έκαναν φιλίες, κάποιες φορές ερωτεύονταν και μεταξύ τους και έτσι η ζωή πορευόταν. Οι φτωχοί δημιουργούσαν έμψυχα ανταλλακτικά και αναλώσιμα, όσα πιο πολλά τόσο πιο καλά για να διαλέγει τα καλύτερα από αυτά ο εργοδότης. Έφτυσε με σιχασιά στο δρόμο. Πότε θα καταλάβαιναν πια τη θέση τους; Η ζωή είναι σκληρή, δεν μπορούν να υπάρχουν μόνο αφεντικά. Γιατί αν όλοι γίνονταν αφεντικά τότε το όλο πράγμα θα έχανε την ουσία του και κανείς δε θα ήταν τίποτα.

Είδε περίεργες κινήσεις και κατάλαβε ότι είχε έρθει η ώρα να επέμβει, έβαλε βιαστικά τη μαύρη κουκούλα κρύβοντας το πρόσωπο του και εισχώρησε στο πλήθος της πορείας, εκείνοι δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν και να τον βγάλουν έξω από τον κλοιό τους όταν εκείνος πέταξε ένα μπουκάλι προς τους αστυνομικούς των ΜΑΤ. Αυτό ήταν ότι χρειαζόταν για να αρχίσουν την αντεπίθεση, τα γκλοπ υψώθηκαν και άρχισαν να πέφτουν με δύναμη στους πολίτες ενώ τα δακρυγόνα έκαναν κι εκείνα τη δουλειά τους. Βιαστικά έτρεξε σε έναν παράδρομο, γνώριζε καλά τους δρόμους του κέντρου, έφτασε εκεί που είχε παρκαρισμένο το αμάξι, αρκετά μακριά από τα επεισόδια. Κι αφού μπήκε έβγαλε την κουκούλα.

Του το είχαν πει χίλιες φορές του Σάββα, ότι μόλις απομακρυνόταν από τα επεισόδια έπρεπε να βγάζει την κουκούλα, περισσότερο τραβούσε την προσοχή με αυτή, όμως το ξέχναγε, άλλωστε δεν τον πείραζε και να τον πιάνανε, αφού θα τον αφήνανε. Άναψε τη μηχανή του αυτοκινήτου και ξεκίνησε να φύγει.      

 

ΜΑΡΙΑΝΘΗ

Στριφογύριζε στο κρεβάτι της κουρασμένη, όμως δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Και πως άλλωστε, έτσι όπως ροχάλιζε σαν γουρούνι ο σύζυγος της. Εκνευρισμένη ανασηκώθηκε και άναψε το πορτατίφ, σταύρωσε τα χέρια κάτω από το στήθος και έμεινε να κοιτάζει τον άντρα που κάποτε είχε ερωτευτεί. Πολλά βράδια είχε αναγκαστεί να πάει να κοιμηθεί στον καναπέ, όμως το επόμενο πρωί, ξύπναγε πιασμένη και κουρασμένη. Ένα έντονο ροχαλητό ξέφυγε από το σύζυγο της, εκείνη με μίσος άρπαξε το μαξιλάρι της και το πίεσε πάνω στο κεφάλι του, λόγω που είχε νύχτες να κοιμηθεί. 

 

ΟΛΥΜΠΙΑ

Στο πολιτικό της γραφείο είχε άλλη μια άτυπη συνάντηση με δημοσιογράφο. Ο νεαρός που καθόταν απέναντι της ήταν γύρω στα τριάντα. Την ώρα που συμφωνούσαν για τους όρους της συνεργασίας τους, τα βλέμματα τους φλέρταραν, κάτω από τον χαμηλό φωτισμό που είχε θεωρήσει η βουλευτής ότι ήταν αρκετός για τη συγκεκριμένη συνάντηση. Ήταν ερωτικό διεγερτικό η εξουσία για εκείνη, όσο χαμηλότερα στην ιεραρχία ο άντρα τόσο περισσότερο φτιαχνόταν η ίδια. Μόνο που οι άντρες δεν ανέχονται για πολύ να είναι υπό μιας γυναίκας. Έτσι τους έχει γαλουχήσει η κοινωνία. Βέβαια αυτό δεν την ενοχλούσε και πολύ, της άρεσε να αλλάζει συχνά ερωτικούς συντρόφους.

-Σας ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη που μου δείχνετε. Της είπε κοιτώντας την στα μάτια.

-Πάντα υποστηρίζω τους νέους ανθρώπους. Ελπίζω να με δικαιώσετε στην επιλογή μου.

-Θα κάνω τα αδύνατα δυνατά, κυρία βουλευτή, να είστε σίγουρη.

Ένα χαμόγελο ήταν η απάντηση της.

-Σας εύχομαι σύντομα με το δικό σας υπουργείο. Είναι μια ευχή που εκτιμούν  ιδιαίτερα οι πολιτικοί άνευ χαρτοφυλακίου και ο Αργύρης, νεαρός δημοσιογράφος δεν τσιγκουνευόταν ποτέ τις ευχές, άλλωστε δεν κόστιζαν και τίποτα. 

-Σε ευχαριστώ καλέ μου. Είπε και επισφράγισαν τη συμφωνία με μια δυνατή χειραψία.

 

ΘΕΚΛΑ

Κουρασμένη έβαλε το κλειδί για να μπει στο διαμέρισμα της. Ένιωθε ταλαιπωρημένη από όλο αυτό το τρέξιμο που είχε ρίξει για να ξεφύγει από την αστυνομία και να γλιτώσει το αυτόφωρο. Είχε κουραστεί να συμβαίνει το ίδιο πράγμα κάθε φορά. Να ξεκινάει μια ειρηνική πορεία με διάθεση να ακουστούν κάποια πράγματα και κάποιος θερμοκέφαλος να πετάει ένα νταμάρι ή μια μολότοφ και να τους διαλύουν πάντα οι σκατόμπατσοι. Μπήκε στο διαμέρισμα και αφού έσπρωξε την πόρτα να κλείσει, έγειρε και ακούμπησε επάνω της, πάτησε το διακόπτη του ρεύματος και έμεινε να κοιτάζει το μικρό δωμάτιο που έμενε. Ένα κρεβάτι, δίπλα του ένα γραφείο και πάνω σε αυτό μια οθόνη υπολογιστή. Στον απέναντι τοίχο από εκεί που βρισκόταν το γραφείο, υπήρχε ένα πίνακας ανακοινώσεων γεμάτος με φωτογραφίες πολιτικών. Ενώ το κασκόλ του ΆΡΗ ήταν κρεμασμένο πάνω από το κρεβάτι της. Στο πάτωμα υπήρχαν τρεις στοίβες με πανεπιστημιακά βιβλία το ένα πάνω στο άλλο. Παράτησε την τσάντα της στο πάτωμα και πλησίασε το γραφείο, τράβηξε την καρέκλα και κάθισε ενώ έβαλε τα πόδια της πάνω σε αυτό.

Πολλές φορές είχε πιάσει και εκείνη τον εαυτό της να αναρωτιέται γιατί πρέπει να είναι τόσο ειρηνικές αυτές οι διαδηλώσεις. Κανείς δεν ακούει τον ήρεμο άνθρωπο. Ενώ το αντίθετο στρατόπεδο, ήταν οπλισμένο με γκλοπ και δακρυγόνα. «Αυτά είναι, να τους πληρώνουμε για να μας δέρνουν και για να προστατεύουν τους πολιτικούς». Πήρε ένα βελάκι που ήταν μέσα στη μολυβοθήκη της και με μια απότομη κίνηση στριφογύρισε την καρέκλα της και πέταξε το βελάκι προς τον πίνακα. Εκείνο πήγε και καρφώθηκε στο μάτι της Ολυμπίας. Η Θέκλα σηκώθηκε και πλησίασε τη φωτογραφία. Έπρεπε σύντομα να την αντικαταστήσει. Σε λίγο δε θα φαινόταν τίποτα από το πρόσωπο της πολιτικού.  

 

ΑΡΤΕΜΙΣ-ΜΑΡΙΑ

Την αγαπούσε, ω σίγουρα την αγαπούσε, άλλωστε από έρωτα την είχε παντρευτεί. Όμως κάποιες φορές η συμβίωση ακόμα και δυο ερωτευμένων δεν είναι εύκολη υπόθεση, ειδικά όταν του έκανε σκηνή για τέτοιους λόγους. Χαλαρός καθόταν μπροστά στον υπολογιστή του και σκότωνε τον άπλετο ελεύθερο χρόνο που είχε μέχρι τη στιγμή που θα έπιανε και πάλι δουλειά την ερχόμενη άνοιξη. Όταν άκουσε τη φωνή της να τον καλεί στην τουαλέτα ουρλιάζοντας. Ο λόγος ότι δεν είχε σηκώσει το καπάκι όταν πήγε να κάνει την ανάγκη του. Τι κι αν της ζήτησε συγνώμη, τι κι αν της είπε να τον αφήσει να καθαρίσει τη λεκάνη, η απάντηση της ήταν ένα άγριο βλέμμα και έπειτα να βροντάει την πόρτα με δύναμη και να μπαίνει στο μπάνιο μουρμουρίζοντας. Ε λοιπόν τι έμενε στον Αρτέμη να κάνει, από το να επιστρέψει στον υπολογιστή και να συνεχίσει να ανιχνεύει νάρκες, σαν έμπειρος ναρκαλιευτής.   

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

 

Βγάζοντας από τις τσέπες του φιστίκι αράπικο, ο Σάββας στεκόταν όρθιος κάτω από το κτήριο που βρισκόταν το πολιτικό γραφείο της βουλευτή Τσώτση και χάζευε τον κόσμο που πηγαινοερχόταν. Κάποιες νεαρές που περνούσαν από μπροστά του, δε δίσταζαν να του ρίξουν και εκείνες με τη σειρά τους πονηρές ματιές και να του χαρίσουν χαμόγελα. Γνώριζε ότι ήταν ωραίος άντρας. Ψηλός, σωματώδης, μελαχρινός, αρρενωπός, όπως επίσης ήξερε ότι μέρος της γοητείας του το όφειλε στη στολή της ελληνικής αστυνομίας. Δεν ήξερε τι συνέβαινε με τα θηλυκά και έλκονταν από τις στολές, όμως καταλάβαινε ότι είχε μεγάλη δύναμη μια στολή, οι γυναίκες δεν πολυενδιαφέρονταν αν θα ήταν στρατηγού ή απλού αστυφύλακα, άλλωστε οι περισσότερες δεν μπορούσαν να τις ξεχωρίσουν καν, όμως φορώντας μια μπορούσαν να σου κάτσουν οποιαδήποτε στιγμή σε οποιοδήποτε μέρος και σε οποιαδήποτε στάση τους ζητούσες, όπως οι σκυλίτσες σε επιβλητικούς σκύλους, μόνο για τη χαρά του ζευγαρώματος.

Αυτές τις σκέψεις έκανε όταν η βουλευτής βγήκε από το κτήριο και του έριξε μια επιβλητική ματιά. Επιχειρώντας να καταπιεί βεβιασμένα τη μεγάλη ποσότητα ξυρού καρπού που είχε στο στόμα του, πνίγηκε. Ένα στραβό βλέμμα της τον ανάγκασε να κρύψει με τις παλάμες το στόμα του ενώ δάκρια είχαν αρχίσει να κυλάνε από τα μάτια του. Εκείνη μη δίνοντας σημασία κινήθηκε προς το αυτοκίνητο με τον πνιγμένο Σάββα να την ακολουθεί κατά πόδας για να της ανοίξει την πόρτα και ύστερα να πάρει θέση μπροστά από το τιμόνι του αυτοκινήτου.

 

 

Μπροστά από τη μισάνοιχτη πόρτα του διαμερίσματος ο Αρτέμης φώναξε στη γυναίκα του ότι θα έφευγε για να πάει να τακτοποιήσει κάποιες εξωτερικές δουλειές.

-Θα αργήσεις; Έφτασε η φωνή της Μαρίας να τον ρωτάει, μέσα από την κρεβατοκάμαρα τους.

-Θα περάσω από τον ΟΑΕΔ, για το εποχικό επίδομα, ύστερα θα περάσω να πληρώσω τηλέφωνο, νερό, ρεύμα, κινητά. Θα περάσω κι από το σούπερ μάρκετ να ψωνίσω. Ε μάλλον θα αργήσω!

-Εντάξει πήγαινε, και κοίτα μην αργήσεις!

Ο Αρτέμης αναστενάζοντας, κούνησε το κεφάλι του και βγήκε από το διαμέρισμα.

 

 

Είχε βραδιάσει όταν η Μαριάνθη επέστρεψε στο διαμέρισμα της από τη δουλειά. Μόλις ξεκλείδωσε και μπήκε, όλα φαίνονταν σκοτεινά και ήσυχα. Άναψε τα φώτα και παρατήρησε ότι κι όλα βρίσκονταν στη σωστή τους θέση. Καιρό είχε να δει τέτοια τάξη στο διαμέρισμα. Γέμισε ένα ποτήρι με κρασί και πήγε να καθίσει στον καναπέ. Ήπιε μια γουλιά από το κρασί της και έβγαλε από την τσάντα της, που είχε παρατήσει πάνω στον τριθέσιο, ένα φάκελο, ήξερε τι ήταν, τον είχε ανοίξει μόλις της τον παρέδωσε ο κούριερ στη δουλειά, όμως τώρα ήθελε να απολαύσει το κείμενο της αίτησης διαζυγίου που είχε συντάξει ο δικηγόρος του συζύγου της. Καμία αίσθηση δεν της έκανε, κανένα αίσθημα δεν της προκαλούσε το πεζό εκείνο κείμενο που είχε συντάξει ένας δικηγόρος. Σαν να μην την αφορούσε καν, τη στιγμή που της επέστρεφε την πολυπόθητη ελευθερία. Να μην έχει κανέναν κάφρο μέσα στο πόδια της, που προκαλούσε όλο εκείνο το χάος που έπρεπε η ίδια να συμμαζέψει όταν επέστρεφε κουρασμένη από τη δουλειά. Να μην την αφήνει να κοιμηθεί με το ροχαλητό του, να μην σηκώνει το χέρι του να κάνει το οτιδήποτε στο σπίτι. Να περιμένει τα πάντα από εκείνη. Καλά την εμφάνιση του δε θα την σχολίαζε καθόλου. Όταν τον είχε ερωτευτεί ήταν ένας λεπτεπίλεπτος άντρας, ευγενικός και όμορφος όμως με τα χρόνια είχε παχύνει πολύ σε βαθμό το πρόσωπο του να έχει πρηστεί από το πάχος. Στο σπίτι συμπεριφερόταν σαν να ζούσε ακόμα με τη μάνα του, που του έκανε όλα τα χατίρια και δε σεβόταν καθόλου τους κόπους της. «Αν δεν μπορείς να σκύψεις να μαζέψεις, τουλάχιστον κύριε μου μη λερώνεις». Ας πήγαινε να μείνει με τη μάνα του λοιπόν και να την αφήσει ήσυχη. Αφού ήπιε το κρασί της, άρχισε να βγάζει τα κοσμήματα και τα ρούχα της, αφού έμεινε με τα εσώρουχα, πήγε στην κουζίνα για να φτιάξει μια φρουτοσαλάτα. Τελειώνοντας με τις βραδινές ετοιμασίες, έριξε μια ματιά στην αίτηση που ήταν εγκαταλελειμμένη πάνω στο τραπεζάκι του καθιστικού και ευτυχισμένη πήγε να ξαπλώσει. Γέμισε την άδεια αγκαλιά της με το μαξιλάρι του, του οποίου και είχε αλλάξει φυσικά τη μαξιλαροθήκη μόλις εκείνος έφυγε μέσα στη νύχτα από το σπίτι, τρομαγμένος από τη συμπεριφορά της και εκτοξεύοντας της ένα σωρό βρισιές. Έσβησε το πορτατίφ και αποκοιμήθηκε.

 

 

Ήταν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι τους, η Μαρία διάβαζε ένα βιβλίο του Coelho, ενώ ο Αρτέμης ρέμβαζε με ανοιχτά τα μάτια και κοιτάζοντας τον τοίχο απέναντι τους. Έστρεψε το κεφάλι του προς τη σύζυγο του και την κοίταξε ενώ εκείνη συνεχίζοντας να διαβάζει δεν του έδωσε καμία σημασία. Στο επίμονο βλέμμα του εκείνη παρέμενε με στραμμένη την προσοχή στα «Έντεκα λεπτά». Ένα βιβλίο που θα μπορούσε άνετα να είναι λατινοαμερικάνικη σαπουνόπερα, αφού η υπόθεση αφορούσε μια όμορφη βραζιλιάνα που επιθυμώντας διακαώς να ζήσει τη μεγάλη ζωή, γίνεται πόρνη πολυτελείας όπου φυσικά όπως κι όλες οι σαπουνόπερες έχει καλό τέλος γνωρίζοντας τον έρωτα της ζωής της, περνώντας βέβαια πρώτα διάφορες περιπέτειες. Χωρίς να το πολυσκεφτεί ο Αρτέμης και αφού δεν έβλεπε να τραβάει αλλιώς την προσοχή της γυναίκας του, της πήρε το βιβλίο από τα χέρια και το ακούμπησε στο κομοδίνο.

-Μια σελίδα μου έμεινε για να τελειώσω το κεφάλαιο. Είπε στον Αρτέμη, όμως εκείνος μη δίνοντας σημασία στα λόγια της, πέρασε το πόδι του πάνω από τα δικά της και άρχισε να τη φιλάει στο λαιμό και στο πρόσωπο. Ας είναι, όμως βάλε προφυλακτικό. Συναίνεσε, γιατί όσο λιγότερο γκρίνιαζε, τόσο συντομότερα θα τελείωναν για να συνεχίσει να διαβάζει το βιβλίο της.

-Δεν παίρνεις αντισυλληπτικά; Τη ρώτησε λιγωμένα, συνεχίζοντας να τη χαϊδεύει.  

-Δεν τα παίρνω συνέχεια ξέρεις.

-Καλά δεν πειράζει, ήρθε η ώρα να κάνουμε παιδάκι.

-Και πως θα το ζήσουμε, με το επίδομα του ΟΑΕΔ;

Ο Αρτέμης ενοχλημένος από το σχόλιο της γυναίκας του, ανασηκώθηκε και την κοίταξε, ύστερα τραβήχτηκε και πήγε και ανακάθισε στο κρεβάτι από τη δική του πλευρά, ακουμπώντας την πλάτη του στο κεφαλάρι του κρεβατιού και σταυρώνοντας τα χέρια του κάτω από το στήθος.

-Μου έκοψες κάθε όρεξη! Σχολίασε πεισμωμένος.

-Σκεφτόμουν να κάνω αίτηση σε κάποιο σούπερ μάρκετ, ζητάνε συνέχεια πωλήτριες.

-Ναι, ευτυχώς υπάρχουν και τα σούπερ μάρκετ, πωλήτρια η δουλειά του μέλλοντος.

-Και τι θα κάνουμε, δεν βγαίνουμε αλλιώς.

-Κι όταν εγώ θα φεύγω για εφτά μήνες να δουλέψω, τι σόι ζευγάρι θα είμαστε;

-Δεν ξέρω πασά μου τι σόι ζευγάρι θα είμαστε, ξέρω όμως ότι δεν βγαίνουμε αλλιώς.

-Μη με λες πασά, σχολίασε πειραγμένος, δεν ανήκω στην κατηγορία των αντρών που κρατάνε τη γυναίκα τους κλεισμένη στο σπίτι, αλλά θέλω να σε έχω κοντά μου όταν θα είμαι στα διάφορα νησιά και θα δουλεύω, ή προτείνεις να είμαστε ζευγάρι μόνο πέντε μήνες τον χρόνο;

-Ξέρεις πόσο σε αγαπάω, του είπε ακουμπώντας το κεφάλι στον ώμο του, και ξέρεις αν θέλω να είμαι συνέχεια δίπλα σου και ειδικά στα νησιά. Να σε ελέγχω κι από τις όμορφες υπάρξεις που θα σε περιτριγυρίζουν,  αλλά δυστυχώς πρέπει να είμαστε πρακτικοί.

-Και είναι πρακτικό να είμαστε μαζί μόνο πέντε μήνες τον χρόνο; Οι πιο όμορφοι μήνες της ζωής μας είναι αυτοί που φεύγουμε από την Αθήνα, γιατί να τους παραχωρήσουμε για μια δουλειά σε σούπερ μάρκετ;

-Δεν καταλαβαίνεις ή κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις;

-Καλά θα το ξανασυζητήσουμε, σβήσε το φως να κοιμηθούμε τώρα.

-Α! Να τελειώσω το κεφάλαιο πρώτα! Είπε και ανασηκώθηκε για να πάρει το βιβλίο από το κομοδίνο.  

 

 

Είχε βαρεθεί να διαβάζει, είχε βαρεθεί να πετάει βελάκια, είχε βαρεθεί τα πάντα. Μην έχοντας τι άλλο να κάνει, άνοιξε τον υπολογιστή και άρχισε να παίζει ναρκαλιευτή, όταν χτύπησε η πόρτα της γκαρσονιέρας της. Μουτρωμένη σηκώθηκε και πήγε να ανοίξει. Απέναντι της στεκόταν ο Νίκος, χωρίς ένα φιλί ή μια λέξη, άφησε ανοιχτή την πόρτα για να περάσει, ενώ επέστρεψε στον υπολογιστή της. Ο Νίκος έκλεισε την πόρτα και στάθηκε αμήχανα στη μέση του δωματίου. 

-Καλώς τον! Σχολίασε ειρωνικά.

-Τι κάνει το κοριτσάκι μου;

-Δεν βλέπεις; Είπε συνεχίζοντας να παίζει το παιχνίδι στον υπολογιστή.

-Μια τόσο όμορφη νύχτα κι εσύ είσαι μόνη σου μέσα;

-Δεν έχω όρεξη για εξόδους.

-Έχω σχέδια και για μέσα.

-Ξέχασε τα, είμαι αδιάθετη.

-Γι αυτό έχεις νευράκια;

-Νευράκια έχω, επειδή με θυμάσαι μόνο όταν έχεις διάθεση για…

-Αχ μωρό μου… της είπε, πλησιάζοντας την και προσπαθώντας να την αγκαλιάσει παρά του ότι η ράχη της καρέκλας ανάμεσα τους, δεν τον διευκόλυνε. Η Θέκλα παραμένει αδιάφορη για τις προσπάθειες προσέγγισης, συνεχίζοντας το παιχνίδι της.   

-Αφού έχω διάβασμα, χρωστάω τόσα μαθήματα, κι όλα αυτά εξαιτίας σου, μου έχεις πάρει το μυαλό.

-Εγώ σου έχω πάρει το μυαλό ή φταίει ότι είναι ακατοίκητο αυτό; Λέει χτυπώντας ελαφρά το κεφάλι του με τα δάχτυλα της.

-Αμάν ρε Θέκλα, να μου πεις τον κύκλο σου να ξέρω να μην πατάω.

-Ξεκίνα να μετράς από σήμερα και στις 28 σταμάτα, Ε! μετά ξεκίνα να μετράς από την αρχή.

-Τόσο σταθερός είναι; Τη ρωτάει ενώ κάθεται στο κρεβάτι της. Δεν προλαβαίνει να απαντήσει όταν η πόρτα του δωματίου της ξαναχτυπάει. Αναστενάζοντας σηκώθηκε να πάει να ανοίξει.

-Θείε Αντώνη!  

-Τι κάνει το κοριτσάκι μου; Τη ρωτάει ενώ βγάζει από την τσέπη του μια τεράστια σοκολάτα αμυγδάλου. Έχεις παρέα βλέπω, ενοχλώ;

-Όχι θείε μου, πέρασε. Ο θείος μου ο Αντώνης, αδερφός του πατέρα μου, ο Νίκος, είναι φίλος.

Οι δυο άντρες αντάλλαξαν μια δυνατή χειραψία. Ενώ η Θέκλα επέστρεψε στο γραφείο της και ξετυλίγει τη σοκολάτα.

-Είστε συμφοιτητές;

- Περίπου, εγώ σπουδάζω ψυχολογία.

- Ωραία η ψυχολογία.

-Δεν του αρέσει και πολύ, χρωστάει τα μισά μαθήματα! Σχολίασε η Θέκλα προκαλώντας ένα αμήχανο χαμόγελο στο Νίκο. Με όλο της το ενδιαφέρον στραμμένο στη λαχταριστή σοκολάτα αναρωτιέται πως θα τη μοιράσει. «Η ζωή δεν είναι δίκαιη οπότε γιατί η μοιρασιά της σοκολάτας να είναι»! Έσπασε δυο κομμάτια με σκοπό να τα προσφέρει στο Νίκο, όμως πριν απλώσει το χέρι της να του τα δώσει το έχει μετανιώσει, με αποτέλεσμα να χωρίσει το διπλό κομμάτι σε δύο μονά για να προσφέρει το ένα στο αγόρι της και το άλλο στο θείο της. Ο Νίκος το πήρε ενώ ο θείος κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. Η Θέκλα χωρίς δεύτερη σκέψη γέμισε το στόμα της με το κομμάτι που αρνήθηκε ο θείος της, ενώ επέστρεψε στο γραφείο για να απολαύσει και την υπόλοιπη σοκολάτα, γιατί τι καλύτερο από τη γεύση της καστανής απόλαυσης!  

-Είσαι οργανωμένος σε κάποια νεολαία; Ρώτησε χωρίς προσχήματα ο Αντώνης το Νίκο.

- Του γκολφ. Απάντησε η Θέκλα με γεμάτο το στόμα σοκολάτα. 

-Πολιτική εννοείτε; Ρώτησε ο Νίκος αγνοώντας το σχόλιο της κοπέλα του. Ο Αντώνης κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Δεν ασχολούμαι ξέρετε με την πολιτική.

-Α! πολύ κακώς, αν δεν ασχοληθούν οι νέοι, το μέλλον του τόπου, με την πολιτική κατάσταση ποιος θα ασχοληθεί;

-Ξέρετε, οι ώριμοι αυτού του τόπου όπως τα έχουν κάνει, δε μας έχουν αφήσει διάθεση και χώρο να ασχοληθούμε. Η Θέκλα με γεμάτο το στόμα με σοκολάτα, τον κοίταξε ευχάριστα έκπληκτη. 

-Μα πρέπει μόνοι σας να το διεκδικήσετε, άλλωστε υπάρχουν και νέοι άνθρωποι πια, μέσα από μεγάλα κόμματα που προσπαθούν!

-Μιλάμε για κάποιους που υπηρέτησαν στον στρατό δίπλα στο σπίτι τους χάρη βύσματος;

Η Θέκλα δείχνει ιδιαίτερα ικανοποιημένη από τις απαντήσεις του Νίκου. Δεν περίμενε ότι είχε οποιαδήποτε άποψη, ή έστω την ελάχιστη ενημέρωση! 

-Τουλάχιστον είσαι ειλικρινής. Σχολίασε γελώντας κι ο Αντώνης.

-Ώστε από εσάς παραδειγματίζετε η Θέκλα και δεν έχει αφήσει πορεία για πορεία, διαδήλωση για διαδήλωση.

-Η αλήθεια είναι ότι το κορίτσι μου έχει προχωρήσει λίγο μακρύτερα από το πρέπον.

-Δεν το πιστεύω, απλώς αντιδρά όπως αρμόζει στους ανθρώπους της ηλικίας της που έχουν άποψη αλλά δεν ικανοποιούνται από το υπάρχον σύστημα.

-Δε θα διαφωνήσω.

-Αργότερα, κάτω από την σκεπή ενός κόμματος θα αλλάξει πιθανόν συμπεριφορά, θα γίνει πιο καθώς πρέπει όπως ισχυρίζεστε.

-Να σας θυμίσω ότι είμαι και εγώ μπροστά, δε μπορείτε να αναφέρεστε σε εμένα σαν να είμαι απούσα. Και Νίκο σε πληροφορώ ότι κάνεις λάθος. Δε με ενδιαφέρει να πολιτικοποιηθώ, ούτε καν να γίνω συνδικαλίστρια, απλώς διεκδικώ το αυτονόητο και αυτό που δικαιούμαι.

-Αυτό θα το δείξει ο χρόνος!!!

-Μην επιμένεις και κυρίως μην αμφισβητείς αυτά που λέω! Του είπε ελαφρώς ενοχλημένη.

 

 

Από το πρωί που την είχε πάρει από το σπίτι για να την πάει στο πολιτικό της γραφείο, ήξερε ότι μόλις τελείωνε με τις πολιτικές της υποχρεώσεις θα τον καλούσε στο γραφείο της για ένα ποτό, ήταν ο τρόπος που τον έτρωγε με το βλέμμα από το πίσω κάθισμα καθώς εκείνος οδηγούσε το AUDI. Τα μάτια της ήταν καρφωμένα στον εσωτερικό καθρέφτη να κοιτάζουν τα δικά του, και εκείνος με κάποια ανεπαίσθητα νοήματα της έδωσε να καταλάβει ότι ήταν σύμφωνος και δε θα είχε κανένα πρόβλημα να προσφέρει εξτρά υπηρεσίες στην εργοδότρια του. Άλλωστε ήταν κόμματος. Πλέον εκείνη βρισκόταν ξαπλωμένη πάνω στο ξύλινο και άδειο από αντικείμενα γραφείο της, ενώ στο κεφάλι φορούσε το καπέλο της στολής του. Στηριγμένος στα χέρια και στα γόνατα του, χωρίς το σακάκι και με μισοξεκούμπωτο το πουκάμισο, το οποίο δεν ήταν ζωσμένο μέσα από το παντελόνι, όπως απαιτούσε η υπηρεσία, περίμενε τις διαταγές της.   

- Θέλω να με τιμωρήσεις. Άκουσε να του ζητάει ναζιάρικα.

-Δεν ήσασταν καλό κορίτσι σήμερα;

-Να χαρείς Σάββα, μη μου μιλάς στον πληθυντικό. Σχολίασε αυταρχικά και ύστερα κάνοντας τη φωνή της πάλι ναζιάρικη. Χαλάς το παιχνίδι!

-Μα είστε…

-Είμαι μια ανυπεράσπιστη, ιδεολόγος διαδηλώτρια που έπεσε στα χέρια σου, μετά την καταστροφή του καινούργιου σου αμαξιού.

-Μα εσείς μου ζητάτε να κάνω κατάχρηση εξουσίας!

Εκνευρισμένη που εκείνος δεν καταλαβαίνει και έχει περισσότερη διάθεση για θεωρία από πράξη, ανέβασε την ένταση της φωνής της. 

-Μα γι’ αυτό έγινες αστυνομικός Σάββα, για να κάνεις κατάχρηση εξουσίας. Επιστρέφει όμως πάλι στο ρόλο της. Το κορμί μου ζητάει τη λυτρωτική σου τιμωρία.

-Αν είναι για το καλό του συνόλου να την κάνω την κατάχρηση. Είπε και έσκυψε να τη δαγκώσει στο λαιμό.

-Ε μη μου αφήσεις και σημάδια. Δεν πρέπει να αφήνεις σημάδια αν δε θες να βρεθείς υπόλογος στα Μ.Μ.Ε..

 

 

Ήταν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι της, ο θείος της είχε φύγει πριν από λίγη ώρα και η Θέκλα εξηγούσε στο Νίκο ότι ο θείος Αντώνης ήταν οργανωμένος στο ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα της χώρας.

-Αυτό το πράγμα λειτουργεί σαν να είναι πρωτάθλημα ποδοσφαίρου. Ποιος από τους δύο θα πάρει το τρόπαιο, μόνο που εδώ κερδίζει την εξουσία και είναι απείρως χειρότερο από το να πάρει το πρωτάθλημα ο Ολυμπιακός ή ο Παναθηναϊκός.

-Αυτό να το πεις στους φίλαθλους ψηφοφόρους!

-Και πόρτα πόρτα να πάω νομίζεις ότι θα με ακούσουν; Τι υπολογίζεις; Τον ρώτησε, βλέποντας τον να κοιτάει κάτι στο κινητό του και με τα δάχτυλα του να αρχίζει να μετράει.

-Είκοσι οχτώ! Μουρμούρισε χαμηλόφωνα. Τίποτα μωρό μου, τίποτα!

 

 

Το κέφι της Μαριάνθης ακόμα και στη δουλειά είχε αυξηθεί. Μπορεί εκείνη να ήταν έτοιμη να βγάλει διαζύγιο και ουσιαστικά να έχει χωρίσει με το σύζυγο της, αλλά έδινε την εντύπωση ότι μόλις είχε ερωτευτεί. Βέβαια η ελευθερία από μια κατάσταση που δεν πήγαινε άλλο, μπορεί να είναι μια μορφή έρωτα, άλλωστε είχε αρχίσει να βρίσκει ξανά τον εαυτό της. Τεντώθηκε προς τα πίσω για να ξεπιαστεί, τόση ώρα σκεβρωμένη πάνω από κάτι χαρτιά να καταγράφει ιδέες και να κάνει σχέδια. Ίσως να μην της έκανε κακό ένα διάλλειμα, σηκώθηκε από τη θέση της και πήγε στο διπλανό γραφείο για να κουτσομπολέψει λίγο με τη Λίζα. Χτύπησε την πόρτα αλλά κανείς δεν της απάντησε, κατέβασε το πόμολο και μπήκε στο γραφείο της συναδέλφου της. Κανείς, εκτός από έναν ζεστό αχνιστό καφέ και λίγα μπισκότα που ήταν ακουμπισμένα πάνω στο γραφείο. Συνειδητοποίησε ότι δεν είχε φάει τίποτα μέχρι εκείνη τη στιγμή παρά μόνο μια φρουτοσαλάτα το προηγούμενο βράδυ και καφέ, πολύ καφέ. Κοίταξε να δει αν πέρναγε κανείς από το διάδρομο και αφού βεβαιώθηκε πως όχι, με βιαστικά βήματα πλησίασε το γραφείο, πήρε δυο μπισκότα και έκρυψε την κλειστή της παλάμη που τα κρατούσε μέσα στη φαρδιά τσέπη της φούστας της. Ύστερα έκλεισε την πόρτα και βγήκε επιστρέφοντας στο δικό της γραφείο.

Μόλις κάθισε στην καρέκλα της έβγαλε τα μπισκότα από την τσέπη, έφαγε απολαυστικά και αργά το πρώτο. Είχε μόλις δαγκώσει το δεύτερο μπισκότο, όταν χτύπησε η πόρτα του γραφείο της, βιαστικά και ένοχα έχωσε ολόκληρο το μπισκότο στο στόμα της. Αν και δεν είχε δώσει άδεια να περάσει κανείς, και πως θα μπορούσε άλλωστε με το στόμα μπουκωμένο, η πόρτα άνοιξε και η αντιπαθητική συνάδελφος της η Μάρω, το ανερχόμενο αστέρι της διαφημιστικής εταιρείας που την πίστευε και την προωθούσε το μεγάλο αφεντικό, ένας Θεός ήξερε για ποιο λόγο, αν και μπορούσε να τον υποψιαστεί, έκανε την είσοδο της. Την κοίταξε με εκείνο το αυστηρό και ξιπασμένο ύφος.

-Μας ζητάει ο κύριος Νομικός στο γραφείο του!

Η Μαριάνθη μην έχοντας καταπιεί ακόμα το πειστήριο της ‘‘κλοπής’’ της, αρκέστηκε να κουνήσει καταφατικά το κεφάλι της. Η άλλη της έριξε ένα ακόμα αλαζονικό βλέμμα και βγήκε χωρίς να κλείσει την πόρτα.

-Σε στάβλο γεννήθηκες! Σχολίασε η Μαριάνθη χαμηλά μόλις κατάφερε να καταπιεί. Ύστερα ήπιε λίγο νερό, σηκώθηκε ίσιωσε τη φούστα της και ξεκίνησε για το γραφείο του εραστή της Μάρως.

 

 

Όταν είσαι επαγγελματίας σεφ, και η σύζυγος σου δεν έχει ιδιαίτερο ταλέντο στη μαγειρική, φυσικό είναι να αναλαμβάνεις να ετοιμάζεις εσύ το φαγητό. Όμως ο Αρτέμης δεν μπορούσε να έχει παράπονο, αφού μπορεί εκείνος να μαγείρευε αλλά η Μαρία διατηρούσε το σπίτι πεντακάθαρο. Από το δωμάτιο τους ακούστηκε κάτι να σπάει. Τώρα τελευταία βέβαια είχε αρχίσει να πιστεύει ότι η σύζυγος του προσπαθούσε να απαλλαγεί από κάποια μπιμπελό για να γλιτώσει να ξεσκονίζει τα τόσα μικροπράγματα που είχε γεμίσει το σπιτικό τους. Αδιαφορώντας για τη ζημιά, συνέχισε να ανακατεύει το φαγητό στην κατσαρόλα. Ώσπου η Μαρία έκανε την εμφάνιση της στην πόρτα της κουζίνας κρατώντας τα τρία κομμάτια ενός σπασμένου μπιμπελό.

-Παντοκολλητή μου, θα μου το κολλήσεις; Τον ρώτησε ναζιάρικα δείχνοντας του τα κομμάτια.

-Πάλι ζημιά έκανες ατακτούλα; Η Μαρία χαμογελώντας ανασήκωσε ελαφρά το δεξί της ώμο, θέλοντας να επισημάνει ότι ήταν ατύχημα. Ανακάτεψε εσύ τα μακαρόνια. Είπε και της έδωσε την κουτάλα. Και κοίτα μη λασπώσουν.  

Κάνοντας βόλτες μέσα στο διαμέρισμα άρχισε να ψάχνει για την κόλλα ανοίγοντας διάφορα συρτάρια.

-Αρχικά έχουμε κόλλα; Τη ρώτησε από το δωμάτιο τους. 

-Για δες στο συρτάρι του καθρέφτη.

Πραγματικό χάος επικρατούσε στο συρτάρι, γεμάτο με διάφορα χαρτιά, κυρίως πληρωμένους λογαριασμούς. Όπως ανασήκωσε διάφορα από αυτά ένας φάκελος γλίστρησε και έπεσε στο πάτωμα. Με περιέργεια τον μάζεψε από το πάτωμα και κοίταξε τον αποστολέα,  «ΟΛΥΜΠΙΑ ΤΣΩΤΣΗ, ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ ΘΗΒΑΣ, ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΠΥΡΣΟΥ», έβγαλε την κάρτα από το φάκελο για να αντικρύσει την εικόνα της Θεοτόκου που έχει στην αγκαλιά της τον μικρό Χριστό. Άνοιξε την κάρτα και διάβασε τυπωμένες ευχές.   

Σας ευχόμαστε καλά Χριστούγεννα και ένα δημιουργικό και ευτυχισμένο νέο έτος!

 

Στην εσωτερική δεξιά πλευρά της κάρτας υπήρχε η σφραγίδα της πολιτικού με τα στοιχεία επικοινωνίας και τη διεύθυνση του πολιτικού της γραφείου.

-Την βρήκες; Άκουσε τη γυναίκα του να του φωνάζει από την κουζίνα.

Κρατώντας την κόλλα στα χέρια του, έκανε την εμφάνιση τους στην κουζίνα.

-Ναι, απάντησε, αλλά πρώτα ας δούμε σε τι κατάσταση είναι τα μακαρόνια, το μπιμπελό μπορεί να περιμένει λίγο για την αποκατάσταση του. Η Μαρία του επέστρεψε την κουτάλα και πλησίασε το τραπέζι που βρισκόταν τα σπασμένα κομμάτια.

-Φοβάμαι ότι ποτέ ξανά δε θα είναι το ίδιο, σχολίασε με δραματική φωνή, κάνοντας τον Αρτέμη να χαμογελάσει.

 

 

Καθισμένες απέναντι αναμετριόνταν με τα βλέμματα. Το αφεντικό τους στεκόταν όρθιο πάνω από τα κεφάλια τους και κάτι κοίταζε σε κάποια χαρτιά. Το ίδιο πράγμα αναρωτιόνταν, τι μπορεί να τις ήθελε και τις δύο μαζί. Μόλις άφησε τα χαρτιά κάτω η Μάρω έσπευσε να ρωτήσει. «Λοιπόν;»

-Αν και θα σας φανεί παράξενο, έχω να σας αναθέσω την ίδια δουλειά.

-Δηλαδή; Ρώτησε ξανά μονολεκτικά η δεσποινίς Παπαδοπούλου.

-Κύριε Νομικέ ξέρετε πολύ καλά, ότι εγώ προτιμώ να δουλεύω μόνη μου. Μίλησε ενοχλημένη και η Μαριάνθη για να εισπράξει ένα ειρωνικό βλέμμα από τη Μάρω, το οποίο και της επέστρεψε.

-Δε σας ζητάω να δουλέψετε μαζί, αντιθέτως, θα δουλέψει η καθεμία μόνη της. Πάνω στο ίδιο θέμα, και η καλύτερη ιδέα θα γίνει η διαφήμιση, θα σκέφτεστε ότι είναι ανταγωνιστικό, αλλά ο καλός ανταγωνισμός είναι πάντα θεμιτός.

-Για ποιο λόγο να γίνει αυτό; Ρώτησε η Μάρω. Ώστε φοβόταν τον ανταγωνισμό μαζί της, σκέφτηκε ικανοποιημένη η Μαριάνθη.

-Διότι ο πελάτης δεν έχει χρόνο. Είστε οι δυο καλύτερες μου διαφημίστριες, δεν μπορεί κάτι καλό θα σκαρφιστεί το όμορφο μυαλουδάκι σας. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο πρέπει να κερδίσουμε τον πελάτη και μάλιστα σύντομα.

-Ποιο είναι το θέμα; Ρώτησε η Μαριάνθη έτοιμη να ριχτεί στο παιχνίδι του ανταγωνισμού.

-Τα μπισκότα ‘‘ΓΕΥΣΕΩΝ’’.

-Πόσο χρόνο έχουμε; Ήταν η επόμενη ερώτηση, παίρνοντας την απάντηση σηκώθηκε από τη θέση της, αφήνοντας το αφεντικό μόνο του με την ερωμένη του να του γκρινιάζει που δεν της είχε απόλυτη εμπιστοσύνη.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

 

Ήταν ένα καλλιτέχνης! Και ίσως πολύ σπουδαιότερος από τους συμβατικούς. Ζωγράφοι, συγγραφείς, μουσικοί και ηθοποιοί. «Ας γελάσω» σκέφτηκε και είπε δυνατά χα χα, συνεχίζοντας να ρίχνει πιπέρι στο φαγητό. Φυσικά και δεν μπορούσε να μην παραδεχτεί ότι ένα καλό βιβλίο, ένας ωραίος πίνακας, μια όμορφη μελωδία, ένα καλοπαιγμένο θεατρικό έργο δεν έτρεφαν την ψυχή, αλλά αν δεν τραφεί πρώτα το σώμα και αν δε μείνει ικανοποιημένο από αυτό που θα γευτεί, τότε το έργο όλων αυτών των καλλιτεχνών θα πήγαινε στο βρόντο. Άλλωστε ποιες είναι οι βασικές ανάγκες που εξαιτίας της έλλειψης τους οι άνθρωποι δε θα μπορούσαν να ζήσουν. Το φαγητό, το νερό και ο αέρας. Και η ξεκούραση, μην ξεχνάμε τον ύπνο. Ύστερα έρχονται όλα τα υπόλοιπα. Γιατί υπάρχουν άνθρωποι που ποτέ δεν έχουν διαβάσει ένα βιβλίο, δεν έχουν δει ένα θεατρικό έργο, όμως κανείς, πουθενά στον κόσμο δεν έχει καταφέρει να ζήσει χωρίς τροφή, πέρα από λίγες μέρες. Βέβαια κάποιοι θα βιαστούν να σχολιάσουν, ότι τέτοιου είδους άνθρωποι είναι άγριοι, όμως εκείνος δε θα συμφωνούσε. Η γιαγιά του στο χωριό δεν ήξερε να διαβάζει, όχι από επιλογή δική της φυσικά, αλλά επειδή δεν την είχαν στείλει στο σχολείο, περίεργες εποχές εκείνες οι δικές τους. Κι όμως ας μη γνώριζε γράμματα, ήταν ένας άνθρωπος γλυκός και τρυφερός. Ευχάριστος. Αφηρημένος και ως ένα βαθμό συγκινημένος με την ανάμνηση της γιαγιάς του, συνέχισε να ρίχνει πιπέρι στο φαγητό όταν άνοιξε η εξώπορτα του διαμερίσματος. Μπαίνοντας στην κουζίνα η σύζυγος του φταρνίστηκε πέντε συνεχόμενες φορές.   

-Ρε αγάπη μου, τα πέθανες στο πιπέρι.

-Σκέφτηκα ότι ήταν ευκαιρία μιας και έλειπες να φτιάξω τα γιουβαρλάκια όπως ακριβώς μου αρέσουν. Θέλησε να δικαιολογηθεί.

-Δε θα έλειπα για πάντα όμως, και ξέρεις ότι είμαι αλλεργική στην κατάχρηση του πιπεριού.

-Αλήθεια που ήσουν;

-Είχα πάει στο σούπερ μάρκετ.

-Κατόρθωμα να γυρίσεις από το βασίλειο των προϊόντων με άδεια χέρια!

-Δεν πήγα να ψωνίσω.

-Αλλά; Τη ρώτησε με ενδιαφέρον.

-Έκανα αίτηση για πωλήτρια.

-Δεν είπαμε ότι θα το ξανασυζητήσουμε; Σχολιάζει πιέζοντας τα χείλη του δυσαρεστημένος.

-Τι να συζητήσουμε ρε Αρτέμη, τα οικονομικά μας πάνε από το κακό στο χειρότερο.

-Ναι, και τώρα που θα πας να δουλέψεις ως ταμίας, θα προοδεύσουμε.

-Τι να κάνουμε, δεν μπορώ να βρω κάτι καλύτερο. Σχολίασε απογοητευμένη και η ίδια.

-Καλά, κάνε ό,τι καταλαβαίνεις.

-Μη μου θυμώνεις.

-Δε σου θυμώνω. Αλλά θα ήθελα να με ακούς κάπου κάπου.

-Πάντα σε ακούω.

-Ναι, και πάντα κάνεις του κεφαλιού σου!

-Γιατί αν έκανα του δικού σου, σε λίγο θα πεινάγαμε.

-Υπερβολές.

-Όλα ανεβαίνουν μέρα με τη μέρα, και μόνο το επίδομα από το ταμείο ανεργίας παραμένει σταθερό.

-Αυτό είναι αλήθεια, αλλά κάπως θα τα καταφέρναμε και εμείς.

-Πως, παίζοντας τζόκερ;

- Έχουμε και τις οικονομίες μας.

-Να τρώμε από τα έτοιμα! Πήγε να τον αγκαλιάσει όμως το κορμί του ήταν σφιγμένο. Καλά μη στενοχωριέσαι, δεν είναι σίγουρο ότι θα με προσλάβουνε.

-Που καταντήσαμε, να ζητάς δουλειά πωλήτριας και να μη στη δίνουν.

-Λοιπόν, τα βλέπεις και μόνος σου.

-Εντάξει, θα κάνουμε μια συμφωνία, θα δουλέψεις όσο δουλέψεις…

-… Κι όταν πιάσουμε την καλή θα παραιτηθώ. Θέλησε να τον πειράξει βλέποντας τον πιο διαλλακτικό από ότι ήταν πριν από πέντε λεπτά.

Παίρνοντας την στην αγκαλιά του και κοιτάζοντας την στα μάτια.

-Πολύ αισιόδοξη σε βρίσκω. Θέλω μόλις φύγω το καλοκαίρι για κάποιο νησί να με ακολουθήσεις, και θα σου βρω εγώ εκεί δουλειά ως σερβιτόρα… Θέλω να είμαστε σύζυγοι παντός καιρού και όχι εποχικοί. Λέει και της κλείνει το στόμα με ένα φιλί για να μην προλάβει να του απαντήσει.   

 

 

Κρατούσε την ευχετήρια κάρτα στα χέρια του, την οποία και είχε πάρει από το συρτάρι του καθρέφτη. Δεν είχε αποφασίσει τι έπρεπε να κάνει, αλλά γνώριζε καλά ότι αν η Μαρία έπιανε τελικά δουλειά στο σούπερ μάρκετ δε θα την άφηνε για να τον ακολουθήσει όταν εκείνος θα έφευγε για το νησί. Όσο κι αν δεν το παραδεχόταν είχαν ανάγκη επιπλέον χρήματα, ειδικά στην περίπτωση που αποφάσιζαν να κάνουν παιδί. Άσε που με τον έναν ή άλλο τρόπο ένα παιδί χρειάζεται μια σταθερότητα, δε θα ήταν εύκολο να μετακινούνται οικογενειακώς όσο ήταν μικρό κάθε λίγους μήνες, και έπειτα που θα μεγάλωνε λίγο θα είχε το σχολείο του. Από την άλλη του άρεσε η δουλειά του, μπορεί να κουραζόταν προσπαθώντας να έχει ικανοποιημένους γευστικά τους θαμώνες του πολυτελούς ξενοδοχείου, όμως ήταν τόσο όμορφα στο νησί. Όταν επέστρεφε στο δωμάτιο τους ξεχνούσε την κούραση, έκανε ένα μπάνιο και έπαιρνε τη Μαρία να κάνουν βόλτες στο νησί. Σχεδόν δε χρειαζόταν να κοιμάται το καλοκαίρι, λίγες ώρες και ήταν φρέσκος και ετοιμοπόλεμος. Κι όλα αυτά τα όφειλε στο καλό κλίμα και στη διάθεση των ανθρώπων που βρίσκονταν εκεί για διακοπές, έπειθε τον εαυτό του ότι και εκείνος για τον ίδιος λόγο ήταν στο ίδιο μέρος, με τη διαφορά ότι έκανε το χόμπι του και έπαιρνε χρήματα. Τι καλύτερο από το να κάνεις διακοπές και να πληρώνεσαι κι από πάνω. Αν έπιανε δουλειά στην Αθήνα όλα θα γίνονταν πιο γκρίζα, η δουλειά θα ήταν συμβατική και αμέσως θα γινόταν και η ζωή του το ίδιο. Όμως από την άλλη έπρεπε να σκεφτεί τι ήταν η Μαρία για εκείνον, ήθελε να είναι μαζί της συνέχεια. Αν έφευγε μακριά της το καλοκαίρι δε θα ήταν το ίδιο άχρωμη και η διαμονή του στο νησί, αφού θα είχε το μυαλό του σε εκείνη και πότε θα επέστρεφε κοντά της!

Έπρεπε τουλάχιστον να κάνει μια προσπάθεια. Δεν ήταν βέβαιος ότι θα του έκλειναν ραντεβού και πολύ περισσότερο ότι θα του έκαναν αυτή τη διευκόλυνση. Αποφασιστικά σήκωσε το ακουστικό και πάτησε τα πλήκτρα. Ένας αυτόματος τηλεφωνητής ύστερα από το δεύτερο χτύπημα τον ενημέρωσε ότι είχε τηλεφωνήσει στο πολιτικό γραφείο της κυρίας Τσώτση και ότι σύντομα θα μιλούσε με τη γραμματέα της. 

Αφηρημένος ο Αρτέμης ζυγίζοντας ξανά τα υπέρ και τα κατά του να πιάσει δουλειά στην Αθήνα, τον  αιφνιδίασε μια γυναικεία, ερωτική φωνή που θύμιζε περισσότερο τηλεφωνήτρια σε ροζ τηλέφωνο παρά γραμματέα.

-Πολιτικό γραφείο Ολυμπίας Τσώτση, λέγετε.

-Καλημέρα, θα ήθελα να κλείσω ένα προσωπικό ραντεβού με την κυρία Τσώτση, αν είναι εύκολο.

-Μήπως είσαστε δημοσιογράφος; Τον ρώτησε η γυναικεία φωνή, καχύποπτα ενώ ο Αρτέμης άκουσε από το βάθος τη φωνή ενός δημοσιογράφου από δελτίο ειδήσεων.

-Όχι, όχι, απλώς πολίτης, για μια εξυπηρέτηση θα την ήθελα.

-Μάλιστα! Λέει αφήνοντας φανερή τη δυσανασχέτηση της. Το όνομα σας;

-Αρτέμης Μπέρδος

-Αν και αυτή την περίοδο είναι κάπως δύσκολα τα πράγματα με το φορτωμένο πρόγραμμά της. Δώστε μου δυο λεπτά να δω.

-Φυσικά.

-Απ΄ ότι βλέπω στα ραντεβού της, έχει ελεύθερο το απόγευμα της στις 19 Νοεμβρίου, Παρασκευή, στις πέντε το απόγευμα. Εσείς μπορείτε;

-Θα μπορώ.

-Οπότε το κλείνουμε. Σημειώνω το όνομα σας.

-Ναι, σημειώστε το.

 

 

Είχε ξεσπάσει μεγάλο πολιτικό σκάνδαλο. Όλα τα κανάλια είχαν κόψει την κανονική ροή του προγράμματος τους και ασχολούνταν με αυτό το δημοσιογραφικό λαβράκι που είχε ψαρέψει ένας νεαρός δημοσιογράφος, από το πουθενά. Η Ολυμπία καθόταν αναπαυτικά στην καρέκλα του γραφείου της και πίνοντας το καφεδάκι της άκουγε προσεκτικά τους δημοσιογράφους.

-Αναφερόμαστε σε ένα σκάνδαλο που δεν έχει προηγούμενο στην ελληνική ιστορία, το να ανταλλάσσει απολυτήρια με αντάλλαγμα αδρής αμοιβής. Ενώ άλλες φορές, αν επρόκειτο για κάποιο κοριτσάκι, νοστιμούλικο και ναζιάρικο, είχε τη δυνατότητα να μην πληρώσει σε χρήμα αλλά σε είδος.

-Κατερίνα είναι σοβαρότατες αυτές οι κατηγορίες.

-Ναι, αλλά υπάρχουν τόσο μαρτυρίες όσο και βίντεο.

-Θα σε διακόψω για να δούμε δηλώσεις συνεργατών του.

Η Ολυμπία με ικανοποίηση είδε τον εαυτό της στην οθόνη να σχολιάζει όσο πιο ουδέτερα και αντικειμενικά γινόταν «Τα φαινόμενα καμιά φορά απατούν, ο χρόνος θα δείξει».

-Ο χρόνος θα κρύψει… ήταν το σχόλιο της Θέκλας που παρακολουθούσε και εκείνη τις ειδήσεις από στο σπίτι ενός συμφοιτητή της.

-Ρε γαμώτο τα έχουν ξεπουλήσει όλα πια.

-Εμένα μου λες!

 

 

Δεν ενδιαφέρονται όμως όλοι οι πολίτες εξίσου για τα πολιτικά θέματα που προκύπτουν και για τη διαφθορά των πολιτικών που τους κυβερνούν. Σαν να είναι το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο έχουν συμβιβαστεί με αυτό και τίποτα πλέον δεν τους κάνει εντύπωση. Ότι κι αν πέσει στην αντίληψη τους είναι απλά μια πληροφορία μέσα στις άπειρες που δεν φτάνουν ως αυτούς και που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα καλυφτούν και όλοι θα βγουν λάδι. Όσον αφορά τους πολίτες δεν μπορούν να κάνουν τίποτα εφόσον η δικαιοσύνη είναι το ίδιο διεφθαρμένη με την πολιτική, όσο για τα Μ.Μ.Ε. δεν υπάρχει ούτε λόγος να το συζητάμε. Όλοι μαζί συνεργάζονται υπέροχα αλληλοκαλύπτοντας τις βρωμιές τους και ζημιώνοντας το σύνολο που δεν κατάφερε να μπει στους διεφθαρμένους κύκλους τους, από τα ανώτατα κρατικά συμβούλια με τους παχυλούς μισθούς ως εκείνους που τους έδειξε εμπιστοσύνη ο κάθε ένας με τη ψήφο του. Οι πολίτες ‘‘διορίζουν’’ την εκάστοτε κυβέρνηση για να διορίσει εκείνη με τη σειρά της τους κολλητούς της σε ανώτερες θέσεις με αντίστοιχους πρωθυπουργικούς μισθούς και όταν σαν επαίτης πάει κάποιος να ζητήσει το δικαίωμα στην εργασία, αφού δεν έχουν επιτρέψει άλλο τρόπο να βρίσκονται δουλειές αλλά κυρίως μέσω των ίδιων –ακόμα και στον ιδιωτικό τομέα- να νιώθει και υποχρεωμένος, χαρίζοντας τους την ψήφο τη δική του και ολόκληρης της οικογένειας του.

Τα Μ.Μ.Ε. συνεχίζουν να παίζουν το ρόλο της αποχαύνωσης με εκπομπές μεγάλης τηλεθέασης, για το ποια σταρ πηδήχτηκε με ποιον, για το ποιος είναι αυτός ο αψηλός που γυροφέρνει την τάδε τύπισσα της σόου μπιζ και άλλα τόσα βραχύβια και ανούσια θέματα. Συνήθως μέσα σε αυτές τις εκπομπές υπάρχουν και κάποιοι τηλεψυχολόγοι. Αναφέρεται ένα θέμα και όποια πιστή τηλεθεατής θελήσει μπορεί να επικοινωνήσει μαζί τους για να τους αναφέρει την προσωπική της εμπειρία.

Βαριεστημένη με το να ακούει για το πολιτικό σκάνδαλο του υπουργού παιδείας η Μαρία ξαπλωμένη στον καναπέ της άρχισε να κάνει ζάπινγκ. Ο Αρτέμης ετοιμαζόταν να βγει και κάθε τρεις και λίγο τη ρώταγε αν είχε δει κάτι ή που είχε κρύψει κάτι άλλο; Η Μαρία με ιώβεια υπομονή του απαντούσε και συνέχιζε να ψάχνει να βρει κάτι άλλο στην τηλεόραση. Όταν έπεσε σε ένα πάνελ με μια γνωστή και αντιπαθητική μεν δημοσιογράφο, σύζυγο ενός άλλου που έκανε ψηλά νούμερα. 

-Και για όποιον άνοιξε τώρα το δέκτη της τηλεόρασης του, σήμερα το θέμα μας θα είναι οι ιδιαιτερότητες του συντρόφου μας στο κρεβάτι, πράγματα που εκείνος τα κάνει, και που εμάς μας ενοχλούν, μα που ντρεπόμαστε ή που φοβόμαστε να του πούμε να πάψει να τα κάνει, γιατί πιθανότατα σκεφτόμαστε ότι θα ενοχληθεί, ή ακόμα και για να αποφύγουμε  μια πιθανή απιστία. Από ότι με ενημερώνουν από το κοντρόλ, έχουμε την πρώτη μας τηλεφωνική γραμμή,

Σας ακούμε κυρία Ασπασία.

-Γεια σας.

-Γεια σας. Σας ακούμε.

-Εγώ μιλάω;

-Ναι, κυρία Ασπασία, εσείς.

-Γεια σας τι κάνετε, κυρία Καρούζου;

Η παρουσιάστρια κουνάει το κεφάλι της χαμογελαστή!

-Συγχαρητήρια και για την εκπομπή σας, είναι υπέροχη, και τόσο διαφορετική από τα άλλα προγράμματα της τηλεόρασης.

-Ευχαριστώ, ευχαριστώ. Λοιπόν;

-Τι να σας πω, έχω και εγώ ένα ανάλογο πρόβλημα σαν αυτά που  αναφέρατε πρωτύτερα.

-Σας ακούμε.

-Να, ο σύζυγός μου, με έχει ταράξει στις σφαλιάρες.

Αφού ακούγονται διάφορα επιφωνήματα έκπληξης από το πάνελ, το λόγο παίρνει η ψυχίατρος του πάνελ που η ιδιότητα της απαιτεί να είναι ψύχραιμη και να βάζει τα πράγματα στη θέση τους.

 -Σας δέρνει;

- Όχι ακριβώς. Να, μου τις βρέχει, στον ποπό, πώς να το πω να το καταλάβετε;

-Α! Καταλάβαμε, καταλάβαμε! Την καθησυχάζει η παρουσιάστρια γελώντας σαν μυξοπαρθένα.  

-Και σας ενοχλεί;

-Κοιτάξτε, δεν μπορώ να πω ότι με ενοχλεί ιδιαίτερα, αλλά να τσαντίζομαι κάποιες φορές όταν βάζει παραπάνω δύναμη.

-Του έχετε δώσει να το καταλάβει; Το λόγο είχε πάρει πάλι η ψυχίατρος.

-Ε! Όχι.  Ντρέπομαι. Γενικά προτιμώ να μη συζητώ θέματα του κρεβατιού μαζί του.

-Να ένα γεγονός! Προτιμάμε να υπομένουμε παρά να συζητάμε αυτά που μας ενοχλούν. Αλλά έτσι δεν μπορούμε να λυτρωθούμε.

-Θα σε διακόψω γλυκιά μου, αλλά πρέπει να περάσουμε σε ένα διαφημιστικό διάλειμμα. Λέει γλυκανάλατα η παρουσιάστρια.

-Φεύγω! Είπε ο Αρτέμης ενώ στεκόταν ήδη στην πόρτα.

-Θα αργήσεις;

-Δεν ξέρω.

-Καλά να προσέχεις.

Ο Αρτέμης ανοίγει την πόρτα, επιστρέφει, φιλάει τη Μαρία στο μάγουλο και φεύγει.

-Επιστρέψαμε εδώ, και περιμένουμε τα τηλεφωνήματα σας. Ακούγεται η φωνή της παρουσιάστριας μέσα από την τηλεόραση, η Μαρία κάθεται πιο αναπαυτικά στον καναπέ. Βλέπετε αυτόν τον αριθμό που εμφανίζεται στην οθόνη σας, περιμένουμε τα τηλέφωνα σας. Η Μαρία το σκέφτεται λιγάκι, ύστερα παίρνει το τηλέφωνο και πληκτρολογεί τον αριθμό της εκπομπής. 

 -Όπως έλεγα και πριν κάποιοι προτιμάνε να θυμώνουν με το σύντροφό τους, γεγονός αν μη τι άλλο υγιές, παρά να συζητάνε μαζί του το θέμα, λες και το σεξ, είναι απολύτως αντρική υπόθεση, και η γυναίκα το σκεύος που προσφέρει την απόλαυση. Λέει η ψυχολόγος.

-Θα σε διακόψω πάλι, αλλά έχουμε πολλές τηλεφωνικές γραμμές που θέλουν να καταγγείλουν το σύντροφό τους για κατάχρηση εξουσίας στο σεξ. Καλησπέρα.

-Καλησπέρα.

-Το όνομα σας;

-Μαργαρίτα.

-Είστε παντρεμένη;

-Ναι, πέντε χρόνια.

-Είναι ευτυχισμένος γάμος;

-Απόλυτα, υπάρχει αγάπη και συνεννόηση ανάμεσα μας.

-Ναι, αλλά παρά ταύτα πήρατε τηλέφωνο.

-Το ότι πήρα τηλέφωνο δε σημαίνει ότι δεν αγαπάω το σύζυγο μου ή ότι δεν έχω ευτυχισμένη ζωή δίπλα του. Σχολίασε ενοχλημένη η Μαρία.

-Θεωρείτε ότι το σεξ σε ένα γάμο δεν είναι σημαντικό;

-Φυσικά και είναι σημαντικό.

-Σας ικανοποιεί ο σύζυγός σας σεξουαλικά;

-Ναι με ικανοποιεί. Είναι τέλειος εραστής αν και δεν κρύβω ότι έχει ένα μικρό ελάττωμα.

-Επιτέλους βρήκαμε το ελάττωμα αυτού του τέλειου άντρα. Σχολίασε ειρωνικά η παρουσιάστρια.

-Αφού ξεκινάμε για τη συνεύρεση, αγνόησε το σχόλιο της παρουσιάστριας η Μαρία, κάποια στιγμή καταλήγει στα πόδια μου, και συγκεκριμένα στις πατούσες μου, όπου παραμένει για υπερβολική ώρα.

-Είναι πελματολάγνος;

-Ναι είναι. Το πρόβλημα ξεκινάει από τη στιγμή που επιμένει να ασχολείται με τις πατούσες μου. Με εκνευρίζει.

-Εσείς, τελειώνετε γρήγορα; Πήρε το λόγο η ψυχολόγος.

-Αναλόγως, τι εννοείτε γρήγορα;

-Εννοώ μήπως θεωρείτε ότι σπαταλάει πολύ χρόνο με τις πατούσες σας, οπότε μέχρι να ανέβει στο βασικό σημείο του σώματος σας, εσείς έχετε τελειώσει;

-Όχι, όχι, ευτυχώς δεν υπάρχει και τέτοιο πρόβλημα.

-Συγνώμη αλλά, δε σας διεγείρει εσάς όλη αυτή η ατμόσφαιρα που δημιουργεί, δεν σκέφτεστε ότι είναι σκλάβος σας, δε νιώθετε σαν βασίλισσα; Πήρε το λόγο πάλι η παρουσιάστρια.

- Με εκνευρίζει. Ακούγεται απόλυτη η Μαρία.

‘‘Πάω πάσο’’ υποδηλώνει με μια χειρονομία η ψυχολόγος του πάνελ.

 

 

Με ενέργεια είχε γεμίσει η Μαριάνθη απ’ όταν ο ενοχλητικός σύζυγος της είχε πάρει τα πράγματα του και είχε πάει να μείνει στη μητέρα του. Συνήθως όταν χωρίζει ένα ζευγάρι, ακόμα κι όταν ο έρωτας έχει περάσει, δεν μπορεί και τα δύο μέλη του παρά να νιώσουν και θλίψη, ανάμεσα στα άλλα συναισθήματα που θα τους κατακλίσουν, για την εποχή που έλαβε τέλος και που πλέον δε θα είναι όλα όπως ήταν πριν. Η Μαριάνθη όμως ένιωθε μόνο ανακούφιση, μπορεί σε κρίσεις ειλικρίνειας να αναγνώριζε ότι δεν ήταν και πολύ σωστή η αντίδραση της όταν πήγε να τον πνίξει με το μαξιλάρι της την ώρα που κοιμόταν και να την έλουζε κρύος ιδρώτας στη σκέψη και μόνο που εκείνος δεν κατάφερνε ως πιο χειροδύναμος να γλιτώσει από τα χέρια της. Αλλά και αυτό επειδή τώρα η ίδια θα ήταν κλεισμένη στη φυλακή αντί να κάθετε στο γραφείο της και να αραδιάζει ιδέες για τα μπισκότα «ΓΕΥΣΕΩΝ», τσιμπώντας κάθε λίγο και από ένα από το ανοιχτό πακέτο. Η κούπα με τον καφέ της ήταν άδεια, σηκώθηκε για να πάει να τη γεμίσει από την καφετιέρα που υπήρχε στο μικρό κουζινάκι. Ανοίγοντας την πόρτα του γραφείου της μια γεροδεμένη αντρική πλάτη της έκοβε την έξοδο. Χωρίς και η ίδια να ξέρει το λόγο, της ξέφυγε μια μικρή κραυγή τρόμου. Ο νεαρός άντρας που διάβαζε κάτι χαρτιά και στεκόταν έξω από την πόρτα της γύρισε ξαφνιασμένος και την κοίταξε. 

-Ω συγνώμη, σας τρόμαξα;

- Η αλήθεια είναι πως ναι, απάντησε κάνοντας ναζιάρικη τη φωνή της, αλλά αν μου γεμίσεις με καφέ την κούπα μου, θα σου το συγχωρέσω. Ο νεαρός κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και παίρνοντας την πήγε μέχρι την καφετιέρα και τη γέμισε με καφέ. Χωρίς να χάσει χρόνο η Μαριάνθη επέστρεψε στο γραφείο της και ψάρεψε ένα κραγιόν από το συρτάρι της έβαψε τα χείλη, έλυσε τα μαλλιά της και άνοιξε το ραδιόφωνο από το κοντρόλ, το ράδιο έπαιζε ένα ερωτικό τραγούδι του Πάριου. Ο άντρας μπήκε στο γραφείο της κρατώντας την κούπα γεμάτη με καφέ και προσφέροντας την.

-Ορίστε, ο καφές σας.

-Σε ευχαριστώ. Σε έκανα και καφετζή.

-Προς Θεού μια μικρή εξυπηρέτηση ανάμεσα σε συνάδελφους, δε χρειάζεται καν να την αναφέρουμε. Εγώ πρέπει να ζητήσω και πάλι συγνώμη.

-Δεν πειράζει. Είσαι καινούργιος στην εταιρεία;

-Ναι, μόλις στις αρχές της περασμένης εβδομάδας ήρθα.

-Θύμισε μου το όνομα σου.

-Κώστας!

-Και πως σου φαίνεται εδώ Κωστή;

-Καλά είναι!

-Δε σε ακούω ενθουσιασμένο.

-Όχι είμαι, έχει ενδιαφέρον το αντικείμενο.

-Είσαι διαφημιστής;

-Κάνω την πρακτική μου.

-Είσαι μικρούλης δηλαδή.

-Όχι και τόσο.

-Πάντως εδώ θα μάθεις πολλά.

-Και εγώ το πιστεύω, έχει καλό κόσμο, δεν φανταζόμουν έτσι μια τέτοια δουλειά με τόσο ανταγωνισμό, κι όμως εδώ είναι ζεστά και φιλικά, όλοι θέλουν να μου δείξουν. Φοβάμαι ότι θα μου κακοφανεί όταν θα τελειώσει η πρακτική μου και θα χρειαστεί να βρω αλλού δουλειά.

-Μπορεί και να μην χρειαστεί, αν είσαι πραγματικά καλός μπορεί να σε κρατήσουμε.

-Θα ήταν μια μεγάλη ευκαιρία για μένα.

-Και το ότι κάνεις πρακτική εδώ είναι ευκαιρία για σένα, πάντως εγώ είμαι διατεθειμένη να σε βοηθήσω. Αν χρειαστείς κάτι μπορείς να με ρωτήσεις.

-Δε θέλω να σας ενοχλώ. Εσείς ως επαγγελματίας θα έχετε πολλά να κάνετε…

-Μα δίπλα στους επαγγελματίες θα μάθεις, όχι στους ερασιτέχνες.

-Σας ευχαριστώ, το εκτιμώ πολύ.

-Σε παρακαλώ μόνο κόψε τον πληθυντικό. Για σένα θα είμαι η Μαριάνθη. Μπορεί να είμαι λίγο μεγαλύτερη σου, αλλά χρησιμοποιώντας πληθυντικό, νιώθω ότι έχουμε τεράστια διαφορά.

-Μα είσαι μεγαλύτερη μου; Τη ρώτησε χαμογελώντας.

-Παλιόπαιδο. Σχολιάζει πειραχτικά ανταποδίδοντας του το χαμόγελο.

 

 

Ένα ίσως από τα πιο ευνοημένα επαγγέλματα –φτωχών- στην Ελλάδα είναι αστυνομικός, και φυσικά δεν αναφέρομαι σε εκείνους που τα βάζουν με τους εγκληματίες και κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή η ζωή της, αλλά σε αυτούς που τους έχουν κάνει απόσπαση από το σώμα για να προστατεύσουν τους πολιτικούς. Οι αστυνομία αντί να προστατεύει τους πολίτες να μην πέφτουν θύματα ληστείας και γενικότερα θύματα κάνει περιπολίες εκεί που βρίσκεται ο εν λόγω πολιτικός. Κι ενώ η ύφεση βάθαινε λόγω της κρίσης και οι πολίτες χρειάζονταν μεγαλύτερη προστασία όλο και περισσότεροι αστυνομικοί αναλάμβαναν την προστασία των πολιτικών. Όμως ας επιστρέψουμε στο 2004 και έξω από το γραφείο της Ολυμπίας Τσώτση, όπου ο Σάββας με άλλους δύο συναδέλφους του, κάνουν την αγαπημένη αντρική συζήτηση. 

-Με πιέζει για γάμο η δικιά μου. Εκμυστηρεύτηκε τον πόνο του ο ένας αστυνομικός

-Και εσύ τι θα κάνεις; Τον ρώτησε ο φίλος του.

-Δεν ξέρω.

-Την αγαπάς;

-Δεν είναι τόσο απλό, η Ελενίτσα είναι ό,τι θα ήθελε να έχει ένας άντρας.

- Δηλαδή; Ρώτησε ο Σάββας γεμίζοντας το στόμα του με φιστίκια.

-Είναι καλή μαγείρισσα, καλή νοικοκυρά, δουλευταρού, τίμια.

Τίμια! Χλεύασε ο Σάββας. Σιγά μην υπάρχει γυναίκα τίμια, όλες τους είναι πουτάνες.

- Ε! Ε! παρεξηγήθηκε ο ερωτευμένος μεν αστυνομικός που δεν είχε όμως διάθεση για επίσημες δεσμεύσεις.

-Τι Ε! Ε ! Όλες οι γυναίκες είναι πουτάνες.

-Κι αν σου πω ότι ήμουν ο πρώτος της.

-Θα σου απαντήσω, ότι δε θα είσαι και ο τελευταίος της. Είπε γελώντας παρασύροντας και τον άλλο αστυνομικό.

-Τι κάθομαι και μιλάω με σένα! Σχολίασε ενοχλημένος ο ερωτευμένος.

-Αγόρι μου, μην το παίρνεις προσωπικά, είναι ο νόμος της γυναικείας φύσης, δεν είναι ότι το θέλουν κι οι ίδιες, γεννιούνται γι’ αυτό τον σκοπό. Γι’ αυτό και δεν τους κρατάμε και κακία, απλώς δεν τις εμπιστευόμαστε, δεν είδες τι έπαθε ο Αδάμ που άκουσε την Εύα, έχασε τον παράδεισο. Ο ήχος από το κινητό του διέκοψε τη συζήτηση, αφού ο Σάββας ζήτησε συγνώμη απομακρύνθηκε. Έλα γλυκούλα. Που να είμαι, στη δουλειά…. Όχι βρε εσένα να ξεχάσω, απλώς έχω μπλέξει, τι είναι αυτά που λες τώρα… μα τι είναι αυτά που λες, να αδιαφορώ εγώ για τη γυναίκα της ζωής μου. Φοβάσαι ότι έχω μπλέξει με καμία, μην ανησυχείς, δε θα σε απατήσω με καμιά άλλη. Ναι κοριτσάρα μου, ό,τι πεις, θα περάσω κι από το σπίτι…

-Σάββα, τελείωνε κατεβαίνει η ύαινα. Του προειδοποίησε όσο μπορούσε πιο διακριτικά ο συνάδελφος του.

-Μαμά επειδή είμαι στην υπηρεσία πρέπει να σε κλείσω. Σε φιλώ γλυκά στο μέτωπο.

 

 

Ένιωθε ξελογιασμένη από την παρουσία του νεαρού άντρα, ήταν σαν να είχε επιστρέψει στα χρόνια της εφηβείας της, όταν για πρώτη φορά ερωτεύτηκε στα δεκαέξι της και το σχολείο απέκτησε ένα νέο ενδιαφέρον, αφού ήταν ο τόπος συνάντησης με το αγόρι που την είχε κάνει να καρδιοχτυπήσει. Με την παρουσία του Κώστα στη δουλειά ακόμα κι αν δεν είχε τη δυνατότητα να τον βλέπει όλες τις ώρες, μόνο και μόνο που γυρνούσε μέσα στα γραφεία, που ανέπνεαν τον ίδιο αέρα ήταν κάτι που την ενθουσίαζε λες και είχε επιστρέψει στα δεκαέξι της χρόνια. Πάνω στην ώρα είχε διώξει από τη ζωή της τον ανεπρόκοπο που την έκανε ο έρωτας να τυφλωθεί μαζί του και να τον παντρευτεί. Κάθε πρωί μόλις έφτανε στη δουλειά ο Κώστας φρόντιζε να περνάει από το γραφείο της και να την καλημερίζει, ενώ συχνά έπαιρνε την κούπα της και τη γέμιζε με καφέ, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που της είχε ζητήσει βοήθεια. Μόλις άκουσε το διακριτικό χτύπημα στην πόρτα, η καρδιά της άρχισε να χτυπάει σαν τρελή. Μόλις που πρόλαβε και έλυσε τα μαλλιά της πριν η πόρτα ανοίξει και προς μεγάλη της απογοήτευση εμφανιστεί το πρόσωπο της Ελένης.

-Τι θες; Τη ρώτησε απότομα.

-Ήρθαν τα κορίτσια για την οντισιόν.

-Και εγώ τι να κάνω;

-Μα εσείς είσαστε υπεύθυνη για το διαφημιστικό.

-Πόσο καιρό είσαι εδώ κοριτσάκι μου;

-Δύο χρόνια.

-Δύο χρόνια, και πόσα χρόνια σου χρειάζονται για να κατανοήσεις ότι δεν επιβλέπω τις οντισιόν εγώ, αλλά ο Τάκης.

-Μα η κυρία Μάρω…

-Ποια;

- Η κυρία Μάρω.

- Ναι; Την προέτρεψε ειρωνικά να συνεχίσει.

- Μου είχατε πει την προηγούμενη φορά ότι όπως κι εκείνη έχει λόγο στην επιλογή του προσώπου που θα διαφημίσει το προϊόν, έτσι και εσείς θέλετε να είστε παρούσα όταν έρχονται για το δοκιμαστικό. Αποφάσισε να πει στο τέλος αν και κάπως διστακτικά.

-Άκου παιδί μου, πρέπει να μάθεις επιτέλους πότε μπορείς να διακόπτεις και πότε όχι. Μπορείς να πηγαίνεις τώρα.

- Θα πάτε; Γιατί τους είπα να σας περιμένουν.

-Από πότε μιλάς εκ μέρους μου;

-Συγνώμη.

-Να μην επαναληφθεί.

-Εντάξει. Συμφώνησε μην μπορώντας να κάνει κι αλλιώς κι έκλεισε την πόρτα.  

-Τι χαζή Θεέ μου.

Η Ελένη και εφόσον έχει κλείσει την πόρτα του γραφείου της Μαριάνθης έδωσε ένα χαρακτηρισμό στην προϊσταμένη της, τον οποίο θα σας μεταφέρω με όσο πιο ευγενικό τρόπο μπορώ «Ανέραστη». Και ύστερα απομακρύνθηκε για να πάει να ενημερώσει ότι δε θα συμμετείχε τελικά η Μαριάνθη στην οντισιόν.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

 

Είχε πιεί τον καφέ που του είχε παραγγείλει η γραμματέας, είχε ξεφυλλίσει ό,τι περιοδικό υπήρχε μπροστά του στο τραπεζάκι, είχε σηκωθεί και είχε πάει πάνω κάτω το δωμάτιο για να ξεμουδιάσει από τις ώρες που βρισκόταν καθισμένος πάνω στο δερμάτινο καναπέ και που πλέον είχε τα ίχνη από το κουρασμένο κορμί του. Είχε ακούσει τη βουλευτή μέσα από το γραφείο της να μιλάει και να γελάει στο τηλέφωνο κι ύστερα να αναστενάζει ικανοποιημένη προφανώς για κάτι που είχε καταφέρει. Ακόμα είχε κρυφακούσει, άθελα του φυσικά, την τηλεφωνική συνομιλία της γραμματέως με κάποιον στο τηλέφωνο που του έλεγε ότι δεν ήξερε τι ώρα θα ξεμπέρδευε και είχε ανταλλάξει μαζί της κάμποσα αμήχανα χαμόγελα. Έχοντας εξαντλήσει ότι ήταν επιτρεπτό να κάνει σε έναν ξένο χώρο, πλέον κοίταζε το ρολόι του κάθε λίγα δευτερόλεπτα. Κόντευαν να περάσουν τρεις ώρες που καθόταν στο χώρο υποδοχής και εκτός από μια φορά που η αυτού μεγαλειώτης είχε βγει για να πάει στο μπάνιο, και που δεν του είχε ρίξει ματιά, δεν την είχε δει άλλο. Αν δεν την άκουγε να συνομιλεί στο τηλέφωνο θα πίστευε ότι υπήρχε μια κρυφή έξοδος από την οποία είχε φύγει. Εκτός όμως από τον Αρτέμη και η γραμματέας είχε αρχίσει να φανερώνει ίχνη ανυπομονησίας, κοίταζε συχνά το ρολόι της ενώ όσες φορές είχε προσπαθήσει να επικοινωνήσει με τη βουλευτή εκείνη την προλάβαινε ζητώντας της κάτι άλλο, έτσι τα λεπτά κυλούσαν συμπληρώνοντας πλέον ώρες.    

Οι δείκτες του ρολογιού έδειχναν οχτώ όταν η πόρτα από το γραφείο άνοιξε και η βουλευτής σαν σταρ του σινεμά έκανε την εμφάνιση της. Φορούσε το παλτό της, ενώ από μέσα φαινόταν η εσάρπα. Το μακιγιάζ και το χτένισμα ήταν κάτι παραπάνω από επαγγελματικό ενώ στα χείλη είχε καρφωμένο το μόνιμο χαμόγελο με το οποίο έκανε τις εμφανίσεις της στην τηλεόραση όταν την καλούσαν σε πολιτικές εκπομπές.

-Ακόμα εδώ είσαι εσύ; Ρώτησε τη γραμματέα της, η βουλευτής έτοιμη να φύγει.

-Κυρία Τσώτση, σας περιμένει ο κύριος. Μίλησε η κοπέλα δείχνοντας τον Αρτέμη που καθόταν και περίμενε, χωρίς ίχνος δουλοπρέπειας, έστω κι αν αυτό αρμόζει η περίσταση όταν κάποιος βρίσκεται απέναντι σε αυτόν που έχει τα μέσα να του κάνει μια διευκόλυνση. Οι ώρες όμως που περίμενε δεν τον βοηθούσαν να πάρει την έκφραση που οι πολιτικοί λατρεύουν, αντιθέτως στην έκφραση του θα μπορούσε να διαβάσει κανείς την αδιαφορία για το ποια ήταν η κυρία που στεκόταν απέναντι του και κυρίως την ενόχληση.

-Τέτοια ώρα; Σχολίασε η Ολυμπία.

-Σας περιμένει δύο ώρες.

-Τρεις ώρες. Διόρθωσε ο Αρτέμης μην κρύβοντας την ενόχληση του.

-Έχει ραντεβού; Ρώτησε τη γραμματέα της ελπίζοντας να ακούσει όχι, οπότε να βγει λάδι από τη δύσκολη θέση.

-Φυσικά και έχω. Την πρόλαβε ο Αρτέμης

-Περάστε. Είπε και έκανε στην άκρη να μπει μέσα στο γραφείο της ο ενοχλημένος-ενοχλητικός άντρας. Νατάσσα μπορείς να πηγαίνεις εσύ, μη σε κρατάω άλλο.

 

Αφού μπήκαν στο γραφείο και έκλεισε την πόρτα, πήγε και πήρε τη θέση της πίσω από το γραφείο, προτρέποντας τον Αρτέμη να καθίσει. Όση ώρα έβγαζε το παλτό και την εσάρπα της, ακουμπώντας τα στην πλάτη της καρέκλας της, του ζήτησε  συγνώμη για τις τόσες ώρες αναμονή, κάτι στο οποίο ο Αρτέμης αποφάσισε με κόπο να μην κάνει κάποιο σχόλιο γιατί στην περίπτωση που έκανε θα έπρεπε να φύγει χωρίς να ζητήσει χάρη-ρουσφέτι.  

-Είμαστε λοιπόν συντοπίτες, κύριε; Προσπάθησε να τον κάνει να νιώσει οικεία και να του θυμίσει ότι υπήρχε κάτι που τους ένωνε.

-Μπέρδος! Απάντησε ξερά εκείνος.

-Είστε από κάποιο χωριό ή μέσα από την όμορφη και ιστορική Θήβα;

-Μέσα.

-Σας ακούω, πως θα μπορούσα να σας εξυπηρετήσω;

-Επειδή ήσασταν έτοιμη να φύγετε θα μπω αμέσως στο θέμα.

-Θα μου επιτρέψετε για μια ακόμη φορά να σας ζητήσω συγνώμη για την αμέλεια της γραμματέως μου… τα επίμονα καταφατικά κουνήματα του κυρίου Μπέρδου, την έκαναν να καταλάβει ότι δεν είχε όρεξη για ψιλή κουβέντα, μπορεί να ήταν έτσι από τη φύση του ή απλά εκνευρισμένος από τις ώρες που την περίμενε, το βέβαιο ήταν ότι δεν υπήρχε καμία διάθεση για οποιαδήποτε κουβέντα εκτός από αυτό που ήρθε να ζητήσει χωρίς προσχήματα. Και εν μέρει το προτιμούσε, η ώρα ήταν περασμένη για να ακούει τις γαλιφιές και τα κομπλιμέντα που της έκαναν με το κιλό οι ψηφοφόροι της για να κερδίσουν την εύνοια της, συνήθως μια θέση στο δημόσιο, ώστε εκείνη με τη σειρά της να εξασφαλίσει την ψήφο τους.  

-Είμαι σεφ, δουλεύω εποχιακός εφτά μήνες τον χρόνο, σε διάφορα νησιά. Τους υπόλοιπους πέντε είμαι στο ταμείο ανεργίας.

-Δε σας φτάνουν τα λεφτά από το ταμείο; Τον ρώτησε σχεδόν αφηρημένα η βουλευτής.

-Ξέρετε πόσο είναι το επίδομα; Τη ρώτησε και φάνηκε ο εκνευρισμός του να κλιμακώνεται.

-Είστε και παντρεμένος; Τον ρώτησε εντοπίζοντας με το βλέμμα της τη βέρα του. 

-Ναι είμαι.

-Η σύζυγός σας, δουλεύει;

-Όχι.

-Έχετε και παιδί;

-Όχι.

-Απ’ ότι καταλαβαίνω δεν είναι και πολύ καλή εποχή για τα οικονομικά σας, ένα παιδί θα ήταν ένα επιπλέον βάρος.

-Όσο θα είναι κυβέρνηση ο δημοκρατικός πυρσός, ποτέ δε θα είναι κατάλληλη στιγμή, και ένα παιδί πάντα θα είναι συνώνυμο του οικονομικού βάρους.

Αυτό έφτανε στα όρια της προσβολής, σκέφτηκε η Ολυμπία. Μεγάλο θράσος να φτάνει ως την πόρτα της για να τη διαφθείρει ζητώντας της να μεσολαβήσει να βρει δουλειά μόνιμη και σταθερή και την ίδια στιγμή να της λέει ότι το κόμμα που αντιπροσώπευε ήταν υπεύθυνο για τη θλιβερή οικονομική κατάσταση της οικογένειας του, αν δεν μπορείς κύριε μου να συντηρήσεις την οικογένεια σου, τότε μην κάνεις οικογένεια! Όμως χάρη στο ότι οι δημοσκοπήσεις δείχνανε ότι η αξιωματική αντιπολίτευση είχε σηκώσει κεφάλι και ότι πολύ πιθανόν στην επόμενη τετραετία το δικό της κόμμα θα ήταν στην αντιπολίτευση, δεν είχε περιθώρια να αφήνει ψηφαλάκια να πηγαίνουν χαμένα. Έπρεπε να τον εξυπηρετήσει. Αφού έριξε μια ματιά στα χαρτιά της για να αναδιαταχθεί και να επιστρέψει το παγωμένο χαμόγελο στα χείλη της, προσπαθώντας να αποβάλει την αυστηρή έκφραση από το πρόσωπο της για την προσβολή που μόλις είχε δεχτεί, τον ρώτησε.

-Μπέρδος ε; Πρέπει να είστε μεγάλο σόι κύριε Μπέρδο! Έριξε άδεια να πιάσει γεμάτα.

Εκείνος την κοίταξε με πιο παγωμένη έκφραση, στην πραγματικότητα είχε μόνο τους γονείς του, οι υπόλοιποι ήταν μακρινοί συγγενείς που δεν έδιναν δεκάρα τσακιστή για το αν ζούσε ή πέθαινε, όμως δεν ήταν κάτι που τον συνέφερε να αναφέρει. Κι αν πριν από κάποιες ώρες θεωρούσε ότι δεν τον πείραζε να συνεχίσει όπως είχε η επαγγελματική του καριέρα, ύστερα από τρεις ώρες αναμονής θεωρούσε ότι έπρεπε να πάρει τη θέση, στην τελική τη δικαιούταν μετά από τρεις ώρες αναμονής.  

-Πολύ μεγάλο!

-Λοιπόν, ακουστέ με, υπάρχει μια αλυσίδα ξενοδοχείων στην οποία έχει μετοχές και το ελληνικό κράτος. Μάλιστα ήδη εκεί εργάζονται πολλά δικά μας παιδία, και κάποιοι μάλιστα σε θέσεις στελεχών. Θα ενδιαφερόσασταν να μιλήσω για εσάς και να πιάσετε δουλειά σε ένα από τα ξενοδοχεία της αλυσίδας;

-Μα γι’ αυτό είμαι εδώ. Της απάντησε τόσο ντόμπρα που την έκανε να σαστίσει.

-Ωραία, μουρμούρισε και σήκωσε το ακουστικό. Έχει ξενοδοχεία στη Γλυφάδα, στη Βουλιαγμένη, και ένα στη Θήβα. Σχολίασε όσο ‘έψαχνε στις επαφές της το τηλέφωνο του αρμόδιου.

-Στην Αθήνα μένω. Απάντησε άμεσα ο Αρτέμης, γνωρίζοντας ήδη ότι το ενδεχόμενο να πάνε να ζήσουν στη Θήβα δε θα άρεσε καθόλου στη Μαρία που ήταν βέρα Αθηναία.

-Τι κάνεις Κώστα μου;… Η Τσώτση είμαι, ώστε γνωρίζετε τη φωνή μου κύριε Οικονομίδη! Σχολίασε με διάθεση για φλερτ ενώ ο Αρτέμης απέναντι της προσπαθούσε να μείνει ανέκφραστος. Ήθελα να σε ρωτήσω αν υπάρχει κάποια κενή θέση για σεφ στα ξενοδοχεία στην Αττική;… Είσαι σίγουρος ότι δεν υπάρχει τίποτα; Υπάρχει ένας πολύ δικός μου άνθρωπος και θέλω οπωσδήποτε να βολευτεί, δες τι μπορείς να κάνεις; Θεώρησε το ως προσωπική χάρη! Ωραία, θα στον στείλω αύριο το πρωί. Κλείνοντας το τηλέφωνο στράφηκε χαμογελαστή στον Αρτέμη που η έκφραση του είχε αρχίσει να γλυκαίνει. Λοιπόν αύριο το πρωί στις δέκα θα πάτε στο ξενοδοχείο «Ουράνιος» στη Βουλιαγμένης. Πήρε ένα χαρτάκι και σημείωσε τα στοιχεία του ξενοδοχείου, ύστερα το έδωσε στον Αρτέμη.  Θα ζητήσετε τον κύριο Οικονομίδη και θα του πείτε ότι πάτε εκ μέρους μου, αν και μου είπε ότι αυτή τη στιγμή δεν χρειάζεται άτομα, είμαι όμως σίγουρη ότι κάτι θα κάνει για να σας βολέψει.

-Ας το ελπίσουμε. Είπε και σηκώθηκε από τη θέση του δίνοντας της το χέρι του. Σας ευχαριστώ.

-Ικανοποιημένος;

-Θα δείξει! Απάντησε με ένα αινιγματικό χαμόγελο.

-Υποθέτω ότι είστε άνθρωπος των πράξεων και όχι των λόγων, σχολίασε θέλοντας να του κάνει φιλοφρόνηση, εκτιμώ ιδιαιτέρως αυτό το χαρακτηριστικό στους ανθρώπους.

 

 

Ώρες ώρες ένιωθε να την πνίγει η σχέση της με το Νίκο, ήταν πιο υπερπροστατευτικός και από την ίδια της τη μητέρα. Όλη την ώρα τη ρωτούσε που βρισκόταν και της έλεγε να προσέχει. Μεγάλο παιδί ήταν μπορούσε να φροντίζει τον εαυτό της. Είχαν περάσει μόλις δύο μέρες από την επέτειο του πολυτεχνείου και αυτός ακόμα ανησυχούσε μη γίνουν επεισόδια. Στην Ελλάδα όμως τιμούμε με επεισόδια μόνο τις επετείους, όταν θα έπρεπε να είναι αναμμένες φωτιές σε όλη τη χώρα απαιτώντας από τους άχρηστους πολιτικούς να δώσουν στο λαό τους αυτά που του αξίζουν και που προεκλογικά υπόσχονται και ξεχνούν αμέσως μόλις αναλάμβαναν την κυβέρνηση. Αυτή ήταν η άποψη της Θέκλας και γι’ αυτό είχε χαρακτηριστεί ως αναρχική από συμφοιτητές της. Κακομοίρηδες, σχολίαζε με τον εαυτό της, δεν είμαι εγώ αναρχική, εσείς είστε πρόβατα του κατεστημένου, άντε τραβάτε στη στάνη σας και αφήστε με εμένα να με φάει ο λύκος, και να είστε σίγουροι ότι στο τέλος εγώ θα τον φάω το λύκο. Κάτι ακόμα που της έκανε εντύπωση σε σχέση με το αγόρι της, ήταν πέρα του φυσιολογικού τυπικός με τις επετείους τους, μάλιστα την είχε μαλώσει που δε θυμήθηκε ότι μόλις εκείνη τη μέρα είχαν κλείσει έντεκα μήνες ζευγάρι. Αυτό ταίριαζε σε μαθητές του δημοτικού να μετράνε τους μήνες που παριστάνουν το ζευγάρι και όχι σε φοιτητές. Στις δεκαεννέα του Δεκέμβρη που θα έκλειναν χρόνο μαζί να το γιορτάσουν, αλλά κάθε μήνα; Υπερβολή!

-Σαν πολύ δεν άργησε να κατέβει η κυρία Τσώτση; Ρώτησε έναν από τους συναδέλφους του ο Σάββας.

Οι άλλοι ανασήκωσαν τους ώμους τους και συνέχισαν να μιλάνε για αθλητικά, όταν μια ουρανοκατέβατη πέτρα χτύπησε στο μέτωπο τον Σάββα που ζαλισμένος, έχασε την ισορροπία του και πισωπάτησε, προσπαθώντας να βρει τοίχο να στηριχτεί. Αίμα άρχισε να τρέχει από το κεφάλι του ενώ οι δυο άλλοι αστυνομικοί κρύφτηκαν μέσα στο κτήριο, τραβώντας και το συνάδελφο τους μαζί, μην μπορώντας να καταλάβουν από πού έβρεχε πέτρες. Την ώρα της ρίψης της πέτρας που χτύπησε το κεφάλι του ταλαίπωρου αστυνομικού από το χέρι της Θέκλας που μόλις είχε συνειδητοποιήσει ότι περνούσε κάτω από το γραφείο της πιο αντιπαθητικής βουλευτή, ο Αρτέμης έβγαινε ευχαριστημένος τρίβοντας τα χέρια του. Βλέποντας την ένοχη, θεώρησε ότι έπρεπε να μεσολαβήσει και να τιμωρήσει την αγενή που τα είχε βάλει με τον προσωπικό στρατό της γυναίκας που τον είχε ευεργετήσει, χαλάλι οι ώρες που περίμενε.

 

 

Το τρεχαλητό της Θέκλας δεν έδειχνε να την ευνοεί, η απόσταση ανάμεσα τους είχε μικρύνει, μα αθλητής ήταν το σκυλί που την είχε πάρει στο κατόπι. Έτρεχαν με όλη τους τη δύναμη μέσα στα στενά, εκείνη να σωθεί εξαιτίας της αυθόρμητης αντίδρασης της και εκείνος για να τιμωρήσει την ένοχη, παραδίνοντας την στην αστυνομία. Οι σειρήνες από ένα περιπολικό ακούστηκαν την ώρα που ο Αρτέμης γράπωνε τη Θέκλα από το μπουφάν. Εκείνη με μια γρήγορη και αιφνιδιαστική κίνηση πρόλαβε να του ρίξει ένα χαστούκι στο πρόσωπο.

-Άσε με ρε, πάρε τα χέρια σου από πάνω μου. Του φώναξε ενώ για λίγο κατάφερε να του ξεφύγει όμως με γρήγορα αντανακλαστικά ο Αρτέμης πρόλαβε και την άρπαξε από το μπράτσο.

-Γιατί πετάς πέτρες;

-Γιατί έτσι γουστάρω.

-Ώστε το παραδέχεσαι;

-Γιατί είσαι ηλίθιος ρε; Παράτα με, σου λέω. Πεσμένη στο πεζοδρόμιο προσπάθησε να τον κλωτσήσει.

-Ήρεμα.

-Ήρεμοι είναι οι νεκροί κι εγώ ζω ρε μπάσταρδε μπάτσε.

-Δεν είμαι μπάτσος.

-Ε! τότε είσαι μαλάκας!

Ο ήχος από τις σειρήνες δυνάμωνε καθώς το περιπολικό πλησίαζε και στο τέλος σταμάτησε δίπλα τους.

-Εδώ σας την έχω. Είπε περήφανα ο Αρτέμης.

Η Θέκλα που στο μεταξύ είχε σηκωθεί, τίναζε τα ρούχα της, γύρισε απότομα προς τον Αρτέμη και τον κοίταξε με έκπληξη.

-Δεν το περίμενα από σένα αυτό, να ισχυρίζεσαι ότι πέταξα εγώ την πέτρα που έφυγε από το δικό σου χέρι.

-Μπείτε κι οι δυο μέσα. Πρόσταξε ο αστυνομικός.

-Τι είναι αυτά που λες κορίτσι μου, τρελάθηκες εντελώς; Τη ρώτησε με το θυμό του να αρχίζει να κλιμακώνεται.

-Κορίτσι σου, ήμουν, γιατί από δω και στο εξής δε θέλω να σε ξέρω. Του φώναξε πραγματικά θυμωμένη που δεν της είχε επιτρέψει να ξεφύγει.

-Αφήστε τις κουβέντες και μπείτε μέσα.

-Μα την πιστεύετε; Ρώτησε τον αστυνομικό θυμωμένος με ολόκληρο το σύμπαν που του έπαιζε τέτοιο βρώμικο παιχνίδι.

-Την πιστεύουμε ή όχι, θα τα πούμε στο τμήμα.

-Μα εγώ ήμουν στο γραφείο της Κυρίας Τσώτση.

Η Θέκλα έχει μπει ήσυχα στο περιπολικό, ύστερα από τον καυγά, και χαμογελαστή παρακολουθούσε τη συνομιλία του αστυνομικό με τον βλάκα που την είχε κυνηγήσει.

-Δε θα στο ξαναπώ ΜΠΕΣ ΜΕ-ΣΑ!

-Αν μπλέκεσαι με τα πίτουρα… μουρμουρίζει εκείνος μπαίνοντας στο περιπολικό.

 

 

Καθισμένη σε μια καρέκλα στο γραφείο του διοικητή της αστυνομίας άκουγε μουτρωμένη το λόγο που έβγαζε ο αντιπαθητικός άντρας στον υπεύθυνο. Αν και ένιωθε περήφανη που είχε πετύχει έναν αστυνομικό η πέτρα της, ήταν ιδιαίτερα ενοχλημένη από τον αλτρουιστή ηλιθιότητας που είχε τρέξει στο κατόπι της και τώρα βρισκόταν στη ΓΑΔΑ. Δεν μπορούσε όμως από το να παινέψει τον εαυτό της, που είχε καταφέρει και είχε σύρει μαζί της τον βλάκα στην ασφάλεια ταλαιπωρώντας τον. «Να μάθει άλλη φορά να μην φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν».

-Δεν έχω καταλάβει για ποιο λόγο βρίσκομαι ενώπιον σας. Και με ποιο δικαίωμα με συλλάβανε τα μαντρόσκυλα σας.

-Θα σου κάνω μήνυση για εξύβριση. Του επιτέθηκε ο αστυνομικός ενώ το κορίτσι χαμογέλασε που επιτέλους ερχόταν στα λόγια της.

-Ηρεμίστε όλοι σας, εγώ κάνω κουμάντο εδώ. Θέλησε να επιβάλει την τάξη ο διοικητής. Καθίστε κύριε. Δώστε μου τις ταυτότητες σας και οι δύο. Η Θέκλα παριστάνοντας την υπάκουη και το θύμα της υπόθεσης ακούμπησε την ταυτότητα πάνω στο γραφείο. Αντιθέτως με τον Αρτέμη που όσο πέρναγε η ώρα εκνευριζόταν όλο και περισσότερο, βρίσκοντας τελικά την ταυτότητα του, την πέταξε νευριασμένος πάνω στο γραφείο για να εισπράξει ένα αυστηρό βλέμμα από το διοικητή. «Συνέχισε έτσι μόρτη μου, και η συμπεριφορά σου θα με δικαιώσει» σκέφτηκε η Θέκλα μην επιτρέποντας όμως να της ξεφύγει κάποιος μορφασμός.

-Από πού είσαι; Άκουσε το διοικητή να τη ρωτάει.

-Από τη Μυτιλήνη.

-Ο Αντώνης Γιαννέλης, είναι συγγενής σου;

Φυσικά ο θείος της, θα μπορούσε να λύσει αμέσως κάθε πρόβλημα, όμως με αυτό τον τρόπο θα αποδεικνυόταν γιαλαντζή επαναστάτρια. Αφού το σκέφτηκε λίγο κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. 

-Σίγουρα;

-Σίγουρα.

-Εσείς κύριε Μπέρδο; Έστρεψε την προσοχή του στον Αρτέμη που είχε καθίσει σε μια καρέκλα και κούναγε νευρικά το πόδι του.

-Παρακαλώ;

-Τι γυρεύατε στην Χαριλάου Τρικούπη τέτοια ώρα;

-Είχα προσωπικό ραντεβού με την Κυρία Τσώτση.

Στο άκουσμα της απάντησης του η Θέκλα δεν κατάφερε να συγκρατήσει έναν ειρωνικό μορφασμό.

-Μάλιστα. Σχολίασε ειρωνικά και ο διοικητής. Και εσείς οι δύο τι σχέση έχετε μεταξύ σας;

-Καμία απολύτως, την είδα να τρέχει και απλώς την κυνήγησα.

-Δεσποινίς μου; Θέλησε να το επιβεβαιώσει και από τη Θέκλα.

-Με άντρα που πήγα και έμπλεξα! Μόλις τον στριμώξανε ξαφνικά έγινα μια άγνωστη και επικίνδυνη, που με παίρνει στο κατόπι… αλλά αυτά να τα βλέπω εγώ και να μαθαίνω από τα λάθη μου, που πήγα κι έμπλεξα με παντρεμένο. Δυο φορές ανεύθυνο.

- Τι λες κοριτσάκι μου; Πετάχτηκε έξω φρενών ο Αρτέμης από την καρέκλα του έτοιμος να της επιτεθεί.

-Κάτσε κάτω.

-Μα ψεύδεται ασυστόλως. Σιωπηλή η Θέκλα τον κοιτάει με απαξίωση κουνώντας το κεφάλι της.

-Αυτά θα τα πεις το πρωί, στο πρόεδρο του δικαστηρίου, παρ’ τους στο κρατητήριο! Χωριστά από τους άλλους. Είπε χαμηλόφωνα.

 

 

Σαν καλή εργοδότρια που ενδιαφέρεται για αυτούς που εργάζονται δίπλα της η Ολυμπία αναγκάστηκε να πάει στο σταθμό πρώτων βοηθειών για να κάνουν ράμματα στο ανοιγμένο κεφάλι του Σάββα. Βγαίνοντας από το γραφείο της και βρίσκοντας τον να κάθετε στο πεζούλι κρατώντας το ματωμένο του κεφάλι και με τους άλλους δύο να της λένε ασυναρτησίες ότι ο ουρανός έβρεχε πέτρες όπως σε εκείνη την ταινία που είχαν δει που ο ουρανός έβρεχε βατράχια δεν είχε άλλη λύση από το να τον συνοδέψει μην έχοντας καμία εμπιστοσύνη σε εκείνους τους τύπους οι οποίοι θα μπερδεύανε και τους γιατρούς. Θα μπορούσε να καταλήξει στο χειρουργείο αν τους έδειχνε εμπιστοσύνη. Πολύ στραβά πάντως είχε πάει η μέρα της. Επιθυμούσε να γυρίσει στο σπίτι της, να πιει ένα ποτό, να απολαύσει ένα χαλαρωτικό αφρόλουτρο και να κοιμηθεί. Το ραντεβού για το μασάζ είχε ήδη αναγκαστεί να το μεταφέρει άλλη μέρα. Μια με το ρουσφέτι, τώρα με το Σάββα. Χαλάλι του, ήταν καλός εραστής και του άξιζε. Όμως σίγουρα έπρεπε να αλλάξει τη φρουρά της, ας κράταγε το Σάββα και ας έστελνε τους δυο βλάκες να προστατεύουν τους πολίτες, γιατί με δαύτους η ασφάλεια της ήταν αμφισβητήσιμη. Ακούς εκεί έβρεχε βατράχια και πέτρες, και φυσικά στο τέλος κατέληξαν ότι μάλλον ήταν ψιχάλα γιατί μετά από αυτή που χτύπησε τον Σάββα δεν έπεσε άλλη. Μόλις κατάφερε να μιλήσει με το Σάββα της είπε ότι κάποιος είχε κρυφτεί πίσω από ένα αμάξι και δεν έκρυψε την επιθυμία του να πιάσει το κωλόπαιδο και να του δείξει πόσα απίδια πιάνει ο λάκκος, προφανώς και θα εννοούσε ο σάκος, αλλά μπροστά στους άλλους δύο ο Σάββας ήταν τέρας μορφώσεως. Δεν είχε καταφέρει όμως να δει πολλά από τη ζαλάδα και το ξάφνιασμα, άκουσε μόνο ποδοβολητό και φωνές. Τουλάχιστον αυτός δεν έλεγε ασυναρτησίες όπως οι άλλοι δύο.  

 

 €

 

Ο διοικητής περίμενε να έρθει ο αστυνομικός που είχε αναλάβει να μιλήσει με την Τσώτση και με τον αστυνομικό που από το τηλέφωνο τον είχε ενημερώσει ότι είχε τραυματιστεί. Στο τηλέφωνο δεν κατάλαβε και καλά αλλά δυο μάρτυρες, δικά του παιδία από το σώμα, έλεγαν ότι έβρεχε πέτρες ή βατράχους, ο τραυματίας αν και χτυπημένος είχε πει ότι τον χτύπησε μια πέτρα αλλά δεν είχε δει ποιος του την είχε ρίξει.  

-Τι θα τους κάνουμε τελικά αυτούς τους δύο; Ρώτησε ο αστυνομικός που είχε συλλάβει τη Θέκλα και τον Αρτέμη.

-Αν και πολύ θα ήθελα να τον κλείσω μέσα τον τύπο, αν μία στο εκατομμύριο λέει αλήθεια, κι όντως έχει κάποια σχέση με τη βουλευτή θα βρούμε το μπελά μας που δεν τον πιστέψαμε… οπότε πρέπει να περιμένουμε μέχρι να γυρίσει ο συνάδελφος.

-Και μέχρι τότε;

-Ας τους να περιμένουν κάτω και να έχουν το φόβο του αυτόφωρου και αυτό μπορεί να τους γίνει μάθημα.

-Εσείς τελικά τι πιστεύετε;

-Ότι είναι περιπτωσάρες και οι δυο τους. Ειλικρινά δεν ξέρω ποιος λέει την αλήθεια. Μου φαίνεται όμως πιο λογικό ο τύπος να έριξε την πέτρα στα αστεία και να το έβαλε στα πόδια και μόλις τον στριμώξαμε να το έριξε στο κορίτσι για ποιο άλλο λόγο να αρχίσεις να κυνηγάς κάποιον;

-Μπορεί να σου έχει κλέψει το πορτοφόλι!

-Δεν αναφέρθηκε όμως κλοπή πορτοφολιού. Άσε που είναι παντρεμένος κι αν μάθει η γυναίκα του ότι ξενοπηδάει δε θα περάσει και πολύ καλά. 

-Οι γυναίκες βασανίζουν χειρότερα και από τους προστάτες της φυλακής.

-Τους προστάτες αν έχεις τους πληρώνεις. Τη γυναίκα δεν μπορείς να την πληρώσεις, είναι ζήτημα ηθικής, και ένας θεός ξέρει πως μετράνε την ηθική αυτές. Για την ώρα θα τον κρατήσουμε, χωρίς όμως να κινήσουμε τις διαδικασίες για το αυτόφωρο, αν μέχρι αύριο το πρωί πάρουμε τις πληροφορίες που χρειαζόμαστε, λειτουργούμε ανάλογα, ή τον πάμε δικαστικώς ή τον αφήνουμε ελεύθερο.

-Και την πιτσιρίκα που ήταν μαζί του;

-Για την πιτσιρίκα πρέπει να κάνω ένα άλλο τηλεφώνημα. Έχω την αίσθηση ότι έχει σχέση με τον Γιαννέλη. Θα πράξουμε και εδώ ανάλογα. 

-Πάντως είναι κρίμα τελικά να το πληρώσει το κοριτσάκι αν πέταξε αυτός την πέτρα.

-Δε νομίζω να έχει την ίδια γνώμη και η γυναίκα του αξιότιμου κυρίου Μπέρδου.

-Δεν είμαστε ερωτοδικείο όμως εδώ. Άλλωστε η μοιχεία δεν αποτελεί πλέον νομικό αδίκημα.

-Επί εποχής Ανδρέα Παπανδρέου. Σχολίασε με στόμφο ο διοικητής.

-Τον κάλυπτε τον… τα νώτα του ο Αντρίκος.

 

 

Είχε καθίσει στο μοναδικό ράντζο που υπήρχε μέσα στο μικρό δωματιάκι που τους είχαν βάλει μαζί. Για ποιο λόγο τους είχαν βάλει όμως μαζί; Για να βγάλουν τα μάτια τους; Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, αν οι αστυνομικοί είχαν πιστέψει στα λεγόμενα της ότι ήταν ζευγάρι. Αντιθέτως με εκείνη ο Αρτέμης πηγαινοερχόταν νευρικός μέσα στο μικρό κελί, πέντε βήματα κατάφερνε να κάνει μέχρι την κλειδωμένη πόρτα και άλλα πέντε πίσω ως το ράντζο για να της ρίξει άγριες ματιές.

-Είσαι ικανοποιημένη τώρα;

-Αυτό μάλλον πρέπει να το ρωτήσω εγώ. Είσαι ικανοποιημένος που εκτέλεσες χρέη μπάτσου και σε συνέλαβαν μαζί μου; Η Θέκλα δεν πτοήθηκε από την άγρια ματιά που της έριξε ο Αρτέμης και αποφάσισε να εξακολουθήσει τη συζήτηση, άλλωστε δεν είχε τίποτε άλλο να κάνει εκεί μέσα.

-Γνωρίζεις την Τσώτση;

-Την γνωρίζω; Σήμερα την είδα πρώτη φορά στη ζωή μου.

-Ώστε ρουσφετάκι.

-Ναι ρουσφετάκι. Έχεις κανένα πρόβλημα εσύ μικρή;

-Το μόνο πρόβλημα που έχω εγώ μεγάλε, είναι ότι βρίσκομαι εδώ μέσα μαζί σου, εξαιτίας σου.

-Παρομοίως.

Η Θέκλα έβγαλε από την εσωτερική τσέπη του μπουφάν της μια σοκολάτα.

-Θες; Ρώτησε από ευγένεια τον Αρτέμη.

-Δε μου αρέσουν τα γλυκά.

-Φαίνεται! Θα σταματήσεις να με αγριοκοιτάς όλη την ώρα, δεν μπορώ να πω στην αρχή είχε την πλάκα του αλλά τώρα έχει αρχίσει να γίνεται κουραστικό. Πάντως λυπάμαι που δεν έχω κανένα λεμόνι μαζί μου.

-Θα πεις κι άλλα αστειάκια;

-Είμαι επιρρεπής στη σοκολάτα και στα γλυκά. Εξομολογείται αδιαφορώντας για το σχόλιο του, ξετυλίγοντας τη σοκολάτα.

-Ξέρεις τι λένε για την σοκολάτα;

-Τι;  ρωτάει έχοντας γεμίσει το στόμα της με ένα κομμάτι.

-Δεν μπορεί να μην έχεις ακούσει;

-Τσου!

-Ότι είναι υποκατάστατο του σεξ.

-Πιστεύω πως συμβαίνει το αντίστροφο, ότι το σεξ είναι υποκατάστατο της σοκολάτας! Αν και εγώ τα ταιριάζω και τα δυο μια χαρά.

-Δηλαδή;

-Τον παρτενέρ μου πασαλειμμένο με σιρόπι σοκολάτας… Εσύ;

-Εγώ τι;

-Η φαντασίωση σου, που την έχεις πραγματοποιήσει ή όχι.

-Είναι ακατάλληλη για ανήλικα.

-Κατάλαβα!

-Τι κατάλαβες;

-Ότι δεν έχεις φαντασιώσεις.

-Φιρί φιρί το πας πιτσιρίκα.

Αδιάφορα η Θέκλα συνέχισε να τρώει τη σοκολάτα όταν ο Αρτέμης κάθισε δίπλα της.

-Δως μου ένα κομμάτι. Η Θέκλα έσπασε ένα κομμάτι και του το έδωσε, εκείνος το έβαλε στο στόμα του κι αφού το κατάπιε, της είπε. Να είμαι πασαλειμμένος με σιρόπι σοκολάτας. Η φαντασίωση σου συμπληρώνει τη δική μου. Δεν βρίσκεις;

-Είσαι πολύ άντρας τελικά, του λέει κοιτώντας τον ενοχλημένη για το σχόλιο του.

-Αρχικά τι σε ενοχλεί; Πέρασε στην αντεπίθεση εκείνος. Άλλωστε γι’ αυτό δεν απατάω τη γυναίκα μου μαζί σου, επειδή οι φαντασιώσεις σου συμπληρώνονται με τις δικές μου! Κοριτσάκι!

-Τον κακό σου τον καιρό.

-Να υποθέσω ότι είσαι από εκείνες που βλέπουν το άλλο φύλο σαν εχθρό κι αντίπαλο.

-Αν θες να ξέρεις, έχω πολλά αγόρια φίλους.

-Πες μου ότι πιστεύεις στην αγνή και αθώα φιλιά ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα;

-Φυσικά και πιστεύω.

-Και τα φιλαράκια σου το ίδιο;

-Για να είναι φίλοι μου.

-Ένα από τα δύο συμβαίνει, ή που είσαι πολύ αθώα, ή που είσαι από εκείνες που μαζεύουν φίλους- θαυμαστές γύρω τους για να έχουν μια αυλή για τις δύσκολες ώρες.

-Θυμώνω με τον εαυτό μου που μοιράστηκα τη σοκολάτα μου με ένα φαλλοκράτη ρουσφετάκια.

-Μάλλον το δεύτερο συμβαίνει.

-Βρε δεν πας στο διάολο.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

 

Όσο οι ώρες περνούσαν, τόσο πιο νευρικός γινόταν ο Αρτέμης, ο οποίος πηγαινοερχόταν νευρικά μέσα στο μικρό κελί που ήταν υποχρεωμένος να μοιράζεται με εκείνο το αγοροκόριτσο με το κοντοκουρεμένο κορακί μαλλί, το οποίο και είχε ανασηκωμένο με ζελέ. Της έριχνε και από καμιά υποτιμητική ματιά καθώς παρέμενε ξαπλωμένη νωχελικά και αδιάφορα πάνω στο ράντζο, λες και δε θα τους συνέβαινε τίποτα. Σίγουρα το κορίτσι είχε άγνοια κινδύνου, πρέπει να είχε πάρει πολύ ρομαντικά την κατάσταση τους. Όμως εκείνος σαν μεγαλύτερος και ωριμότερος ήξερε ότι θα μπορούσαν να βρεθούν απέναντι σε άσχημους μπελάδες.

Ξαπλωμένη ανάσκελα με τα χέρια πίσω από το κεφάλι για μαξιλάρι, η Θέκλα φαινόταν αφηρημένη, στην πραγματικότητα παρατηρούσε και την παραμικρή κίνηση αυτού του μυστήριου τύπου που την είχε δει προστάτης της Τσώτση, μπας και ήταν μυστικός.

-Χαμένη μέρα σήμερα! Σχολίασε Ο Αρτέμης, τραβώντας την προσοχή της Θέκλας. Και πάνω που μου χαμογέλασε η τύχη να βρίσκομαι κλεισμένος σε ένα μπουντρούμι.

-Θες να φωνάξω τον αστυνόμο και να σε απαλλάξω από τις ευθύνες σου; Τα λόγια της είχαν τόση ειλικρίνεια και ειπώθηκαν με τόση απλότητα που ο Αρτέμης που είχε αρχίσει να απελπίζεται την πλησίασε για να διαπιστώσει αν εννοούσε αυτό που έλεγε.

-Πως θα το κάνεις αυτό;

-Θα πω ότι είσαι αθώος κι ο άνθρωπος που διευκόλυνες το έργο τους εμποδίζοντας με να ξεφύγω.

-Και θα σε πιστέψουν; Τη ρώτησε αναζητώντας από κάπου να πιαστεί και να μην βρεθεί στον Κορυδαλλό να κάνει παρέα με κατάδικους.

-Γιατί να μη με πιστέψουν, άλλωστε εγώ μοιάζω για ταραξίας, ενώ εσύ όχι.

-Και θα το έκανες; Τη ρώτησε επιφυλακτικά με το φόβο να μην πιαστεί κορόιδο από το μυστήριο κορίτσι με το ανασηκωμένο μαλλί. Μην τολμώντας να αφεθεί ολοκληρωτικά να πιστέψει τα λόγια της. Η Θέκλα τον κοίταξε στα μάτια, έμεινε για λίγο σιωπηλή και στο τέλος του απάντησε.

-Τσου

-Μα είμαι αθώος. Είπε λες και απευθυνόταν στον πρόεδρο του δικαστηρίου.

-Ναι αλλά τυχαίνει, εγώ η ένοχη να είμαι εξαιτίας σου εδώ μέσα! Γιατί πρέπει να δείξω μεγαλοψυχία δηλαδή;

-Τι να σου πω;

-Να μη μου πεις τίποτα, όπως έστρωσες να κοιμηθείς. Και εδώ που τα λέμε δεν έστρωσες καθόλου καλά, δε σου έχει μάθει η μαμά σου ότι όποιος μπλέκεται με τα πίτουρα τον τρων οι κότες!  

 

 

Βγαίνοντας από το νοσοκομείο η Ολυμπία με το Σάββα, κατευθύνθηκαν προς το αυτοκίνητο της βουλευτή. Το τραύμα του αστυνομικού της προσωπικής φρουράς της ήταν επιφανειακό και χρειάστηκε μόλις δυο ράμματα, αν και ζήτησε από τη νοσοκόμα να του δώσει ένα παυσίπονο, όταν ο γιατρός τον ρώτησε αν ζαλιζόταν εκείνος απάντησε ότι είχε πονοκέφαλο, μάλλον από την ταλαιπωρία. Ο γιατρός τον συμβούλεψε ότι αν ένιωθε χειρότερα μέσα στη νύχτα, ζαλάδες, τάσεις για εμετό, έντονο πονοκέφαλο να επέστρεφε αμέσως στο νοσοκομείο, εκείνος συμφώνησε και έφυγε με τη συνοδεία της κυρίας Τσώτση που όλοι αναγνώρισαν στο νοσοκομείο και πολλοί πήγαν να της μιλήσουν και να τη συγχαρούν για το βουλευτικό της έργο, σφίγγοντας της το χέρι. Ενώ άκουσε να σχολιάζουν πόσο μεγαλόψυχη ήταν, θαυμάζοντας το γεγονός ότι συνόδεψε τον τραυματισμένο αστυνομικό, ποιος άλλος βουλευτής θα έκανε τέτοιο πράγμα που το μόνο που ξέρουν οι συνάδελφοι της είναι να τρέχουν από κανάλι σε κανάλι για να διαφημιστούν.

Μπαίνοντας στο αυτοκίνητο, έβγαλε από την τσάντα της ένα απολυμαντικό μαντηλάκι να καθαρίσει τα χέρια της από τις πολλές χειραψίες που είχε ανταλλάξει με τόσους ασθενείς. Ο Σάββας πήρε τη θέση του πίσω από το τιμόνι.

-Μπορείς ή μήπως θες να οδηγήσω εγώ;

-Μπορώ, της απάντησε. Να σας πάω σπίτι σας.

-Όχι!

-Τότε; Τη ρώτησε και την κοίταξε μέσα από τον καθρέφτη του αμαξιού.

-Στο δικό σου σπίτι, βλέπεις έχω ασθενή να φροντίσω. Εκείνος με ένα χαμόγελο κούνησε καταφατικά το κεφάλι του, και έβαλε μπρος στο αυτοκίνητο.      

 

 

Ξαπλωμένη στον καναπέ του σπιτιού της η Μαριάνθη έτρωγε μια φρουτοσαλάτα και έβλεπε στην τηλεόραση της την ταινία Καζαμπλάνκα, συγκινημένη και σκουπίζοντας τα δάκρυα της στην σκηνή που η Μπόργκμαν έμπαινε στο αεροπλάνο για να ακολουθήσει το σύζυγο της, αφήνοντας πίσω της τον Μπόγκαρτ.

-Αυτοί είναι άντρες! Σχολίασε αναστενάζοντας. Όχι σαν αυτούς που πάω και μπλέκω εγώ.

 

 

Μην έχοντας τι άλλο να κάνει μέσα στο κελί, που ήταν μαζί κλεισμένοι, ο Αρτέμης θέλησε να πιάσει κουβέντα με το κορίτσι. Κι ας ήταν ο λόγος που δεν απολάμβανε την οικογενειακή του θαλπωρή, άλλωστε αν το έβλεπε από τη δική της πλευρά, ο ίδιος είχε συμβάλει στο να μην απολαμβάνει κι εκείνη τη γαλήνη του σπιτιού της και ίσως μιας πιθανής σχέσης.   

-Απορώ με την ηρεμία σου πάντως.

-Μάθε να απολαμβάνεις τη στιγμή. Πόσες φορές θα σου δοθεί άλλωστε η ευκαιρία να βρεθείς κλεισμένος σε κελί.

-Ας μου λείπει το βύσσινο.

-Σε μια εποχή που όλοι έχουν λουφάξει στον καναπέ τους και αυτό που ζητάνε από τους πολικούς είναι η προσωπική τους τακτοποίηση, εσύ βρίσκεσαι κλεισμένος, επειδή δανείστηκες τις απόψεις μου… είσαι πολιτικός κρατούμενος, έχεις άποψη! Δεν είσαι ένας από το σωρό που ζητάει ρουσφέτι.

-Ακούς τι λες;

-Α ναι έχεις δίκιο, είναι άκυρο το παράδειγμα. Αλήθεια τι ρουσφέτι ζήτησες;

-Μονιμότητα. Αλλά εσύ γιατί πέταξες πέτρες; Για να πεις ότι έφερες την επανάσταση;

-Γιατί πέταξα την πέτρα, θες να μάθεις;

-Ναι. Νομίζω ότι αξίζω να το ξέρω αυτό.

-Γιατί υπάρχουν κάποιοι σαν και σένα και δεν πετάνε πέτρες, γι’ αυτό την πέταξα εγώ. Ικανοποιημένος;

-Ξέρεις τι λέω εγώ,  ότι έχετε βαρεθεί τη ζωή σας και προκαλείτε επαναστάσεις, σε μια εποχή που τα πράγματα δεν είναι τόσο άσχημα.

-Α ρε κακομοίρη, παρακαλάς για το αυτονόητο και κατά τα άλλα θεωρείς ότι δεν είναι και τόσο άσχημα τα πράγματα.

 

 

Ο Σάββας έμενε σε μια μονοκατοικία στο Μενίδι κάπως απομακρυσμένη από τα υπόλοιπα σπίτια του συνοικισμού. Απέξω έδινε την εντύπωση ενός σπιτιού που μόλις στεκόταν όρθιο, όμως μέσα ήταν ανακαινισμένο και φτιαγμένο για να καλύπτει τις ανάγκες ενός εργένη. Μπαίνοντας άνοιξε το φως και έκανε στην άκρη για να περάσει η βουλευτής. Η Ολυμπία πέρασε μπροστά από το Σάββα και λικνιζόμενη πήγε και κάθισε σε μια πολυθρόνα. Ο Σάββας έχοντας κολλημένο το βλέμμα του στους γοφούς της, μόλις εκείνη κάθισε, έσπρωξε την πόρτα και πέταξε τα κλειδιά του πάνω στο τραπεζάκι. Χωρίς να τη ρωτήσει πήγε πίσω από το μπαρ και έβαλε σε δυο ποτήρια βότκα, ύστερα την πλησίασε και της προσέφερε το ένα ποτήρι. Ήπιαν από μια γουλιά, με εκείνον να στέκεται όρθιος και να την κοιτάζει χωρίς να τον απασχολεί το θέμα ότι ήταν το αφεντικό του. Η Ολυμπία που έχει διάθεση για λάγνα παιχνίδια σηκώθηκε από την πολυθρόνα και στάθηκε όρθια απέναντι του, πίνοντας άλλη μια γουλιά βότκα.       

 -Κάθισε να δω την πληγή σου.

-Σιγά το πράγμα! Της είπε ανασηκώνοντας τους ώμους, αγνοώντας την πρωτύτερή του κατάσταση.

-Κάθισε είπα. Τον πρόσταξε, βλέποντάς τον Σάββα να μην ανταποκρίνεται στις οδηγίες της για το παιχνίδι που ετοίμαζε. Αφήνοντας έναν αναστεναγμό, ακούμπησε το ποτήρι πάνω στο τραπέζι του σαλονιού και κάθισε υπάκουα. Χωρίς να χάσει χρόνο η Ολυμπία κάθισε στα πόδια του και έχυσε λίγη από τη βότκα της πάνω στο καρούμπαλο του Σάββα, ύστερα έφερε τα χείλη της κοντά στο βρεγμένο σημείο και το φίλησε, όπως θα φύλαγε τα χείλη του. 

-Πες μου κάτι, πως θα φερόσουν σε αυτόν που σου πέταξε την πέτρα;

-Ανάλογα.

-Αν ήταν κορίτσι;

Ένα άγριο χαμόγελο που θα μπορούσε να πει κανείς ότι τον ασχήμυνε εμφανίστηκε στα χείλη του. Η Ολυμπία είχε τη διάθεση να πάει το παιχνίδι στα άκρα. 

-Αν σου είχα πετάξει εγώ την πέτρα; Αν είχα βάλει να σου πετάξουν πέτρα, και το μάθαινες, και βρισκόμουν στα χέρια σου χωρίς την πολιτική μου ασυλία, αν ήμουν απλώς μια φοιτήτρια και έπρεπε να με μάθεις το σωστό και το λάθος... ένα κτηνώδης ήχος βγήκε από τα σπλάχνα του, με το πόδι του απομάκρυνε το τραπεζάκι και αφού ακούμπησε, σχεδόν έριξε στο πάτωμα την Ολυμπία, έπεσε κι εκείνος από πάνω της, έχοντας την αίσθηση ότι τιμωρούσε ένα άτιμο κορίτσι που τον τραυμάτισε πετώντας πέτρες. 

 

 

Βαριεστημένος πήγε και κάθισε δίπλα της στο ράντζο, σε ένα μικρό ελεύθερο χώρο που έμενε κενός από το σώμα της Θέκλας. Εκείνη δεν κουνήθηκε από τη θέση της, παρά έμεινε να ρεμβάζει κοιτάζοντας το ταβάνι του κρατητηρίου. Ή που το κορίτσι ήταν παντελώς αναίσθητο ή που η ηρεμία του ήταν προσποιητή. Αναζητώντας τρόπο να περάσει το χρόνο του, προσπαθώντας να ξεχάσει λίγο το προσωπικό του δράμα, και μην έχοντας πολλές εναλλακτικές, στράφηκε και ρώτησε τη Θέκλα.

- Μα εσύ τι έχεις με την κυρία Τσώτση; Δεν καταλαβαίνω για… εκείνη σαν να την είχε ακουμπήσει ηλεκτροφόρο σύρμα, πετάχτηκε όρθια από το κρεβάτι και έβαλε τα χέρια της κοντά στα αυτιά της σαν να μην ήθελε να ακούσει.  

-ΜΜη, σχεδόν ούρλιαξε θεατρικά. Μη, μη λες αυτό το όνομα, δεν θέλω να ακούσω άχνα γι’ αυτή την την….

-Μα τι σου έκανε φαίνεται καθωσπρέπει κυρία, δεν μπορώ να καταλάβω…

Ο τύπος ή που ήταν ηλίθιος εντελώς ή τον παρίστανε με επιτυχία.

-Κεριά και λιβάνια, πάψε, πάψε. Δεν φτάνει που είσαι λούμπεν και αποκοιμισμένος από το κατεστημένο, ένα με το οδόστρωμα, θες να μου σπάσεις και τα νεύρα!

-Εγώ! Μα δεν έκανα τίποτα … θέλησε να υπερασπιστεί τον εαυτό του ο Αρτέμης, από τη δίχως λόγο επίθεση της.

-Εσύ βέβαια, που μου λες τις χαζομάρες αυτές για την…. ακατονόμαστη.

-Μα τι σου έχει κάνει επιτέλους ;

-Θες να μάθεις ;

-Και βέβαια, ας με λες, πως το είπες …λου, λου, λούντεμ;

-Όχι, Ντέμη! Κούνησε ειρωνικά το κεφάλι της.

-Αυτό ακριβώς, εγώ είμαι άνθρωπος με ανησυχίες και με ενδιαφέρουν τα προβλήματα των άλλων.

-Ναι, τα πιάσαμε τα λεφτά μας τώρα. Ας είναι πως θα περάσει η ώρα εδώ μέσα θα σου πω.

-Λοιπόν τι συνέβη με … Τέλος πάντων, ξέρεις πια. Είπε θέλοντας να αποφύγει το όνομα της.

-Δεν θυμάσαι όταν έκανε την πρόταση, παραμονή εξεταστικής, στο υπουργείο παιδείας για την εντοπιότητα; Μια πρόταση που όπως πάει σύντομα θα την οδηγήσει στη θέση του Υπουργού!

-Κάτι έχω ακούσει, αλλά εσένα τι σε πείραξε ;

-Θες να ακούσεις; Αν ναι πάψε κι άκου!

Ο Αρτέμης αρκέστηκε στο να κουνήσει καταφατικά το κεφάλι του.

-Την εποχή εκείνη η κυβέρνηση πρέσβευε την αποκέντρωση από τη μια και την ενίσχυση των τοπικών πανεπιστημίων που θα ήταν ο κινητήρας της περιφερειακής ανάπτυξης από την άλλη. Ήθελαν επιπλέον να μειώσουν το ποσοστό των εισακτέων. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή που ο υπουργός παιδείας ασχολούταν με τις μίζες από τον προβι­­βασμό μαθητών, και το υπουργεία για την περιφερειακή ανάπτυξη αναλώνο­νταν σε δεξιώσεις, η Ολυμπία, φτου κακά … έκανε την πρότασή της να ισχύει για την εισαγωγή των μαθητών στα πανεπιστήμια ως κριτήριο η εντοπιότητα. Ο πρωθυπου­ρ­γός ενθουσιάστηκε και υιοθέτησε την πρόταση σε μια περίοδο που η κυβέρνηση βάλτωνε. Η αντιπολίτευση αιφνιδιάστηκε και η Ολυμπία έγινε το κεντρικό πρόσωπο στα δελτία ειδήσεων και τις εφημερίδες. Στη συνέχεια όπως ξέρεις, η πρόταση αυτή παρά του ότι αποδείχθηκε αποτυχημένη της έδωσε μεγάλη δημοσιότητα.

-Καλά όλα αυτά εσένα όμως πως σε επηρέασαν ;

-Τελείωσα; Δεν τελείωσα, αλλά μ’ αφήνεις! Σκάσε και θα καταλάβεις.

-Α! για πρόσεξε λίγο πως μιλάς.

-Και συνεχίζω. Είπε χωρίς να δώσει σημασία στο ότι ο συνομιλητής της παρεξηγήθηκε. Η περίοδος που έγινε η πρόταση ήταν λίγο πριν τις εξετάσεις, η συζήτηση έγινε βιαστικά, το ίδιο και το νομοσχέδιο για να προλάβουν τις εξετάσεις που έρχονταν. Η προχειρότητα όμως και η ανωριμότητα της πρότασης έκανε το εξεταστικό σύστημα τυχερό παιχνίδι. Επιπλέον η εντοπιότητα δόθηκε στην πόλη που ήταν τα εκλογικά δικαιώματα του καθενός κι όχι στον τόπο που κατοικούσε. Το νομοσχέδιο ήρθε τόσο αργά που ήταν αδύνατο ο οποιοσδήποτε να προλάβει να αλλάξει τα χαρτιά του. Επίσης η εντοπιότητα δε δόθηκε σε ευρύτερες περιφέρειες αλλά στο νομό που είχε τα δικαιώματά του ο υποψήφιος. Για παράδειγμα αν ένας υποψήφιος ζούσε σε μια πόλη με 12 θέσεις και οι υποψήφιοι ήταν έξι εισάγονταν όλοι στο πανεπιστήμιο, ακόμα και με μηδέν, ενώ σε μια περιοχή που ήταν λίγες οι θέσεις και πολλοί οι υποψήφιοι οι έχοντες εντοπιότητα υπερτερούσαν ακόμα κι αν ήταν κούτσουρα, αφού στην εξίσωση που έδινε το τελικό αποτέλεσμα η εντοπιότητα ήταν 50% . Στην ιατρική για παράδειγμα δύο που έγραφαν 20 και ο ένας είχε την εντοπιότητα έφτανε 30 μόρια και ο άλλος 20, ήταν αδύνατο να τον ανταγωνιστεί. Ακόμα κι αν είχε γράψει 15 με την εντοπιότητα έφτανε 22, 5 και έπαιρνε τη θέση του αριστούχου. Τέλος  αν κάποιος είχε εντοπιότητα σε μια πόλη που δεν υπήρχε πανεπιστήμιο της αρεσκείας του ή καθόλου πανεπιστήμιο δεν μπορούσε να περάσει σε καμία σχολή, ούτε μπορούσες να περάσεις σε διπλανό νομό αφού τις θέσεις έπαιρναν οι ντόπιοι. Το μπέρδεμα και η εξίσωση ήταν τέτοια που δεν υπήρχε περίπτωση μετά τις εξετάσεις να αλλάξει τίποτα. Η Ολυμπία παρά του ότι αυτό πρότεινε και η ίδια πάνω κάτω, δήλωνε πως η ίδια δεν είχε προτείνει ακριβώς αυτό, και παρέπεμπε στο υπουργείο για τα τυχών λάθη και τις αβλεψίες έτσι έκαψε το συνάδελφό της που δεχόταν την επιπλέον κατακραυγή για την μείωση των εισακτέων κατά  1/4 και σε λίγο, όταν αποκαλύφθηκε το σκάνδαλο διαπομπεύθηκε. Θες να σου προβλέψω και το μέλλον; Αυτή θα πάρει με τυμπανοκρουσίες το υπουργείο με την υπόσχεση να διορθώσει το νόμο έκτρωμα. Ενώ εγώ που στον τόπο καταγωγής μου δεν υπήρχε σχολή έμεινα παρά τους καλούς βαθμούς μου εκτός την πρώτη χρονιά και σε λάθος σχολή τη δεύτερη, αφού οι διορθώσεις που έγιναν στην αρχή δεν ήταν οι αναμενόμενες. Κατάλαβες τώρα η να κάνω και κακά;

-Ναι, ναι πως κατάλαβα. Βιάστηκε να απαντήσει αφήνοντας ένα χασμουρητό.

-Τι κατάλαβες βρε χάνο, κοιμάσαι; Άντε στο διάολο από δω, δεν φταίει όμως κανείς άλλος εγώ που κάθομαι και ασχολούμαι με τύπους σαν κι εσένα. Τελικά χρειάζεσαι  και κακά.

-Τι κακά;

-Χέσιμο.

-Πάντα έτσι είσαι;

- Τσου ρε Λάκη.

 

 

Είχε πάρει το κινητό της και κοίταγε να δει αν είχε έρθει κάποιο μήνυμα. Τίποτα. Του είχε δώσει τον αριθμό του κινητού της από την περασμένη εβδομάδα και όμως δεν την είχε πάρει τηλέφωνο, ούτε της είχε στείλε μήνυμα. Κι ας την κοιτούσε όλο νόημα όταν του έδινε την κάρτα της. Ίσως να είχε σκοπό να την ψήσει, όμως είχε ήδη ψηθεί. Σχεδόν ένα χρόνο είχε να κάνει έρωτα με κάποιον. Ίσως πριν χωρίσει με τον άντρα της να είχαν συνευρεθεί γύρω στις τρεις φορές αλλά η πράξη θύμιζε σαν να κάλυπτε μια ανάγκη εκείνου του χοντρομπαλά έτσι όπως είχε καταντήσει ο άλλοτε αγαπημένος της, που στεκόταν στο πλάι του χρόνια νωρίτερα, με τόσο καμάρι στη φωτογραφία του γάμου τους. Μια ανάγκη όπως η αφόδευση. Άλλωστε οι φωνές που άφηνε κατά τη διάρκεια της πράξης και ιδιαίτερα στη φάση της εκσπερμάτωσης, θύμιζαν σαν να ανακουφιζόταν κάποιος δυσκοίλιος, που είχε μέρες να ενεργηθεί.        

Πήρε το τηλεκοντρόλ και άρχισε να αλλάζει κανάλια όταν έπεσε πάνω σε μια ταινία με το σύμβολο του σταυρού. Πάντα σιχαινόταν τα θρίλερ, όμως το φλογερό φιλί που έδινε στο στόμα ο πρωταγωνιστής στη γυναίκα και τα άγριο χούφτωμα του στο στήθος της, την έκαναν να παραμείνει στο κανάλι. Τα ρούχα που γρήγορα αποχωρίζονταν τα κορμιά, αφήνοντας τη σάρκα γυμνή σε ελεύθερη θέα δεν άφηναν περιθώρια για να αμφισβητήσει κάποιος το είδος της ταινίας που έβλεπε.

Το ένα ακροβατικό διαδεχόταν το άλλο, στην οθόνη της Μαριάνθης, κάνοντας την να παίρνει άλλες φορές εκφράσεις απορίας και άλλες επιδοκιμασίες, λίγο ακόμα και θα άρχιζε να χειροκροτεί τους καλλιτέχνες του έρωτα που επιδίδονταν με τόση επιτυχία και χάρη σε πράξεις ευχαρίστησης. Από την οθόνη της κι ενώ αναστέναζαν οι πρωταγωνιστές της σκηνής, σε βαθμό που αναγκάστηκε να χαμηλώσει την ένταση στην τηλεόραση, άρχισαν να περνάν τηλέφωνα για αναμμένες νοικοκυρές και δεκαοχτάχρονες. Βιαστικά έκλεισε την τηλεόραση και έτρεξε στο μπάνιο για να χωθεί κάτω από το ντους, γιατί σε αντίθεση με τις αναμμένες αθλήτριες της ιππασίας, εκείνη δεν είχε κανέναν να την σβήσει, καθώς το κινητό της παρέμενε πεισματικά σιωπηλό. 

 

 

Ανασηκώθηκε και έψαξε στις τσέπες του παντελονιού του για να βρει ένα τσιγάρο, αφού το άναψε ξάπλωσε πάλι στο πάτωμα, δίπλα στη βουλευτίνα. Τράβηξε μια ρουφηξιά από το τσιγάρο και το πρόσφερε στην Ολυμπία, εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της ενώ άφησε έναν αναστεναγμό ικανοποίησης. Ο Σάββας ευχαριστη­μέ­νος από την επιβράβευση της αφεντικίνας του χαμογέλασε χωρίς όμως να γυρίσει να την κοιτάξει.

-Τελικά θύμωσες πολύ με αυτή την πέτρα! Σχολίασε η Ολυμπία. Εκείνος σηκώθηκε και τίναξε την καύτρα από το τσιγάρο του σε ένα τασάκι που βρισκόταν πάνω στο τραπεζάκι που είχε σπρώξει λίγη ώρα νωρίτερα για να κάνει χώρο και να ξαπλώσει την αξιότιμη κυρία στο πάτωμα για να την πάρει άγρια μέσα στο φτωχικό του.  

-Άδικο είχα;

-Δεν είχες άδικο, αλλά κι εκείνος που στην έριξε ευλογημένος να είναι!

Αντιλαμβανόμενος το υπονοούμενο της, δε φάνηκε να ενοχλείτε από το σχόλιο της, αντιθέτως χαμογέλασε.

-Τι θα πεις στον άντρα σου;

-Σαν τι πρέπει να του πω δηλαδή;

-Τι εξήγηση θα του δώσεις για την καθυστέρησή σου;

-Λέω να μην του πω τίποτα. Είπε ύστερα από λίγες στιγμές που έμεινε σιωπηλή. Αντιθέτως σκέφτομαι να του γνωρίσω τη γραμματέα μου και να βγαίνουμε και οι τέσσερις μαζί σαν ζευγάρια.

-Είσαι τρελή. Είπε ο Σάββας γελώντας.

-Ο σύζυγός μου είναι άνθρωπος της παρέας, θα μπορούσατε να τα πάτε περίφημα.

-Ίσως, σε μιαν άλλη κοινωνία… είπε μα πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση του η Ολυμπία ανέβηκε από πάνω του, σφραγίζοντας του το στόμα με ένα φιλί.

-Ωχ, ασ’ τον αφήσουμε αυτόν εκεί που βρίσκεται… Τι λες για δεύτερο γύρο naughty boy;

  

 

Ο Αρτέμης προσπαθούσε να κερδίσει λίγο παραπάνω χώρο στο ράντζο που ήταν αναγκασμένος να μοιράζεται με τη Θέκλα, όμως εκείνη δε φαινόταν να δίνει σημασία στις αμήχανες κινήσεις του για να βολευτεί καλύτερα δίπλα της. Στο τέλος απηυδισμένος της ζήτησε να τραβηχτεί πιο πέρα για να κάτσει. Εκείνη σαν να την ενοχλούσε ένα κουνούπι, με ανθρώπινη μορφή τραβήχτηκε προς τον τοίχο, δίνοντας του όσο το δυνατόν περισσότερο χώρο.

-Εντάξει σύντροφε, βολεύτηκες;

-Τι να σου πω! της απάντησε μουτρωμένα. Είναι τόσο ασφυκτικά εδώ μέσα.

-Πράγματι. Συμφώνησε για πρώτη φορά μαζί του η Θέκλα, παραμένοντας με το βλέμμα της στο ταβάνι. Έμειναν για λίγο σιωπηλοί, σαν η συγκυρία που ζούσαν εκείνη τη στιγμή, τους έδεσε κι ας άνηκαν σε αντίθετα στρατόπεδα. Αν και για να είμαστε ακριβολόγοι ο Αρτέμης δεν άνηκε σε κανέναν απολύτως στρατόπεδο, ήταν ο τύπος που ο κόσμος να χανόταν εκείνος θα παρέμενε απαθής και αμέτοχος. Ούτε ο ίδιος ήξερε να εξηγήσει για ποιο λόγο εκείνη τη στιγμή που είδε τη Θέκλα να πετάει την πέτρα, έτρεξε ξοπίσω της.   

-Τι σκέφτεσαι; Τον ρώτησε η Θέκλα, σαν να νοιαζόταν πραγματικά.

-Ότι θα έχει αρχίσει να ανησυχεί η Μαρία.

-Η γυναίκα σου;

-Μμμ.

 

Το ρολόι του αυτοκινήτου της έδειχνε ότι ήταν τέσσερις η ώρα το πρωί. Είχε χάσει πολύ χρόνο με το ατύχημα και τις φροντίδες του Σάββα, αλλά άξιζε τον κόπο. Ο θυμός του για την πέτρα που είχε φάει στο δόξα πατρί, δεν έσβηνε με τίποτα, όμως όπως είχε σχολιάσει, αυτό ήταν το ζητούμενο. Παρκάροντας στο γκαράζ αναρωτήθηκε ποιο ήταν το πρόγραμμα της επόμενης ημέρας. Θα μπορούσε άραγε να καθυστερήσει ή να μην πάει στη Βουλή και στο πολιτικό της γραφείο; Το ιδανικό θα ήταν να κοιμηθεί ως αργά και ύστερα να πάει για μασάζ. Ήταν μια πολύ δύσκολη και αποδοτική μέρα η προηγούμενη και έπρεπε να γεμίσει τις μπαταρίες της.

Όμως μια καριέρα και κυρίως στην πολιτική, στους πρώτους των πρώτων μιας κοινωνίας όπως είναι αυτοί που ορίζουν τη μοίρα του λαού τους, δεν υπάρχουν ρεπό και αργίες. Αν θες να ανέβεις στην κορυφή της πυραμίδας πρέπει να αγρυπνάς και να είσαι έτοιμος κάθε λεπτό. Να μη δέχεσαι αιφνιδιασμούς και αν δεχτείς να βρεις τον τρόπο να τον αντιγυρίσεις υπέρ σου, να κατασκοπεύεις τους πολιτικούς σου αντιπάλους εσωκομματικούς και εξωκομματικούς, να σκορπάς κολακείες και την ίδια ώρα να μην έχεις φίλους και να μην εμπιστεύεσαι κανέναν. Αναστενάζοντας άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου της και μπήκε στο σπίτι, γνωρίζοντας ότι ούτε την επόμενη μέρα θα χουζούρευε λίγο περισσότερο στο κρεβάτι της.

 

 

Δεν είχε καταφέρει να επικοινωνήσει με τη βουλευτή Τσώτση. Στο τηλέφωνο του γραφείου της δεν απαντούσε κανείς ενώ μια κλήση που τόλμησε να κάνει στο τηλέφωνο του σπιτιού της, η υπηρεσία του είχε πει ότι δεν είχε επιστρέψει ακόμα. Οπότε αναγκαστικά ο άντρας θα περίμενε ως το πρωί για να κριθεί η μοίρα του. Θα περνούσε αυτόφωρο ή θα ελευθέρωναν το πουλάκι από το κελί του; Όσο για τη μικρή όπως σωστά είχε υποθέσει ήταν ανιψιά του φίλου του Γιαννέλη, μια προσωπική χάρη όπως αυτή σύντομα θα έπρεπε να του επιστραφεί και μάλιστα με τόκο. Δεν είναι λίγο να κάνεις τα στραβά μάτια σε κάποιον που έπρεπε να περάσει αυτόφωρο, και που επειδή τυχαίνει να είναι συγγενής γνωστού σου να την σκαπουλάρει. Αμ έτσι κορίτσι μου γίνομαι και εγώ επαναστάτης! Είχε καθυστερήσει να βρει το φίλο του όμως τελικά του απάντησε. Μην έχοντας διάθεση να πάει στο σπίτι του και να ακούσει για άλλη μια φορά την γκρίνια και το στόλισμα που θα του έκανε η γυναίκα του, ενώ εκείνος στωικά θα παρέμεινε σιωπηλός κάνοντας ότι την ακούει, προτίμησε να μείνει στο γραφείο του με δικαιολογία τη δουλειά και να καταπιαστεί με το μεγάλο του πάθος που δεν ήταν άλλο από το διάβασμα. Δε διάβαζε όμως καινούργια μυθιστορήματα. Όπως και αλλού έτσι και στη συγγραφή τα πράγματα είχαν τυποποιηθεί, οι εκδοτικοί κυκλοφορούσαν ό,τι πουλάει περισσότερο, και είχε λογική αυτό μιας και ήταν επιχειρήσεις, όμως εκείνος προτιμούσε να διαβάζει τους παλιούς κλασικούς, έλληνες και ξένους. Χέμινγουεϊ, Λόντον, αν και όσον αφορά τον δεύτερο επρόκειτο για αναρχικό στοιχείο, Ντοστογιέφσκι, Τολστόι. Κι από έλληνες, Καζαντζάκη, Καραγάτση, Ροΐδη, Βενέζη,  Εμπειρίκο. Από το συρτάρι του έβγαλε το Μέγα Ανατολικό και βούτηξε με μιας στην ανάγνωση, κι ας ήταν ένα βιβλίο που οι σελίδες του ήταν έτοιμες να φύγουν από την πολλή χρήση, κοινώς το πολύ διάβασμα.

Όταν η πόρτα του γραφείου χτύπησε εκείνος σχεδόν δεν την άκουσε, όταν άνοιξε και μπήκε ένας υφιστάμενος του, ο διοικητής πετάχτηκε όρθιος από την τρομάρα του, τόσο απορροφημένος ήταν από τις περιγραφές του βιβλίου. Ο νεαρός αστυνομικός που είχε υπηρεσία του ανέφερε ότι είχε έρθει ο Κύριος Γιαννέλης και ο διοικητής ζήτησε να τον περάσουν στο γραφείο του. Αφού τα είπανε λίγο, ο διοικητής κάλεσε το νεαρό αστυνομικό και του έδωσε την εντολή να πάει στο κρατητήριο να ελευθερώσει την κοπέλα.

 

 

Μην έχοντας άλλη επιλογή ο Αρτέμης με τη Θέκλα είχαν στριμωχτεί και οι δύο στο ράντζο. Η Θέκλα κοιμισμένη είχε ακουμπήσει το κεφάλι της στο στήθος του συγκρατούμενού της, εκείνος μισοκοιμισμένος με το ένα πόδι τεντωμένο πάνω στο ράντζο και το άλλο λυγισμένο να ακουμπάει στο πάτωμα, ένιωθε μια παράξενη ευχαρίστηση από το βάρος του κεφαλιού της κοπέλας πάνω στο στέρνο του. Όταν η πόρτα του κρατητηρίου άνοιξε ο Αρτέμης  αναπήδησε λες και τον έπιαναν στα πράσα να κάνει κάτι απαγορευμένο. Η Θέκλα ζαλισμένη από το σκούντημα που της προξένησε η απότομη κίνηση του Αρτέμη και από τον ύπνο, έξυσε το κεφάλι της και ανασηκώθηκε κοιτώντας προς την πόρτα.

-Κοπελιά, σήκω. Της είπε ο αστυνομικός. Είσαι ελεύθερη.

-Επιτέλους! Σχολίασε ο Αρτέμης και σηκώθηκε από το ράντζο με κατεύθυνση την πόρτα του κρατητηρίου.

-Για πού το έβαλες εσύ; Τον ρώτησε ο αστυνομικός, απλώνοντας το χέρι του για να τον εμποδίσει να βγει..

-Τι για που το έβαλα; Δεν είπες ότι είμαστε ελεύθεροι!

-Η κοπελιά είναι ελεύθερη όχι εσύ.

-Αυτό δε γίνεται. Εγώ είμαι ο αθώος.

Η Θέκλα ανασηκώθηκε στο κρεβάτι μα ζαλισμένη από τον ύπνο παρακολουθούσε τη στιχομυθία του αστυνομικού και του Αρτέμη. Μόλις αντιλήφθηκε ότι μπορούσε να φύγει, πήδηξε από το ράντζο και πλησιάζοντας τον Αρτέμη που δεν πίστευε ότι η υπεύθυνη για όλο αυτό το μπάχαλο στο οποίο είχε μπλεχτεί κι ο ίδιος εξαιτίας της ελευθερωνόταν ενώ εκείνος θα παρέμενε στο κρατητήριο, του άρπαξε το χέρι σε γροθιά και του είπε σφίγγοντας το.   

-Άντε σύντροφε, καλή διαμονή!

Μόλις ο αστυνομικός με τη Θέκλα έφυγαν κι η πόρτα κλείδωσε ο Αρτέμης επέστρεψε στο ράντζο και κάθισε παρατημένος.       

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

 

Καθισμένος απέναντι από τον παλιό του φίλο και πλέον όργανο της τάξης, ο Αντώνης Γιαννέλης αναρωτιόταν πόσο θα του στοίχιζε αυτή η μικρή εξυπηρέτηση που του έκανε. Το να παραβλέψει το αδίκημα της ανιψιάς του, ώστε να μην καταλήξει στο αυτόφωρο και έχουν περισσότερα μπλεξίματα, δεν ήταν και λίγο πράγμα. Προσπαθούσε να παριστάνει τον άνετο, συζητώντας μαζί του για τα παλιά και γελώντας ανέμελα. Ό,τι και να ζητούσε χαλάλι του, προκειμένου να γλιτώσει το τρελοκόριτσο της οικογένειας. Το πιο πιθανό να ήθελε να βολέψει κάποιον δικό του, τι κι αν ήταν στην αντιπολίτευση, από το πιο μεγάλο κόμμα ως το πιο μικρό που εκλεγόταν και έμπαινε στη βουλή, είχε τον τρόπο να κάνει χάρες σε προσφιλή  πρόσωπα. Η πόρτα του γραφείου χτύπησε και ο διοικητής και ‘‘στενός’’ φίλος, έδωσε την άδεια να περάσουν μέσα. Με μια ξινισμένη έκφραση η Θέκλα ήταν στραμμένη προς το νεαρό αστυνομικό τον οποίο ρωτούσε, αν θα την πήγαιναν για μεταμεσονύχτια ανάκριση και αν θα της κάνανε φάλαγγα για να ομολογήσει, ο νεαρός είχε πάρει μια έκφραση απηυδισμένη, που μαρτυρούσε ότι αν δεν ήταν άλλοι μπροστά, μπορεί και να της ανταπέδιδε τουλάχιστον την ειρωνεία.    

-Η ανιψιά σου είναι; Ρώτησε ο διοικητής τον Αντώνη, εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Ύστερα ο παλιόφιλος του θείου, στράφηκε προς τη νεαρή ταραξία και της απεύθυνε το λόγο. Γιατί δε μας το είπες όταν σε ρωτήσαμε; Με σταυρωμένα τα χέρια η Θέκλα τους κοίταζε, χωρίς να ανοίγει το στόμα της.

-Κάνει σιωπηλή διαμαρτυρία η δεσποινίς, την ειρωνεύτηκε ο νεαρός αστυνομικός. Μη δίνοντας σημασία στο σχόλιο του υφισταμένου του, ο διοικητής έδωσε την άδεια στον Αντώνη να την πάρει και να φύγει, φτάνοντας στην πόρτα, ενοχλημένος από την υπεροπτική στάση της μικρής που τα έκανε μούσκεμα και έτρεχε άλλος να μαζέψει τη ζημιά συμβούλεψε τη Θέκλα. 

-Και εσύ κορίτσι μου πρόσεχε που πετάς τις πέτρες. Θα σκοτώσεις κανέναν άνθρωπο και τότε δε θα είναι και τόσο εύκολα τα πράγματα.

-Άνθρωπο!… πριν προλάβει να συνεχίσει τη φράση της, ο Αντώνης την είχε σπρώξει βιαστικά έξω από το γραφείο του διοικητή και μίλησε στη θέση της.  

-Σε ευχαριστώ πολύ Κωστή. Και ό,τι χρειαστείς στη διάθεση σου! Εκείνος με σφιχτά χείλη, αναρωτώμενος αν είχε πράξει σωστά που δεν είχε ακολουθήσει στο απόλυτο το επαγγελματικό του χρέος, του χάρισε ένα ίχνος χαμόγελου.

Μένοντας μόνος με το διοικητή του, ο νεαρός αστυνομικός στράφηκε προς εκείνον με εμφανή απορία.

-Τι θες; Τον ρώτησε κοφτά εκείνος.

-Με τον άλλον τι θα κάνουμε;

-Έχουμε και τον άλλον! Τι να σου πω, θα περιμένουμε το πρωί να τηλεφωνήσω στο γραφείο της βουλευτή να τη ρωτήσουμε αν όντως τον γνωρίζει…

-Και αν δεν τον γνωρίζει.

-Θα του φορτώσουμε την πέτρα.

-Πιστεύετε ότι εκείνος την πέταξε…

-Αποκλείεται, τι πέτρα να πετάξει αυτός, τον κόβεις με τέτοια φάτσα να πετάει και πέτρες, η μικρή το έκανε, οργισμένο νιάτο.

-Και γιατί ειδοποιήσαμε τους δικούς της;

-Υποχρεώσεις καλέ μου.

-Ναι αλλά χτύπησε έναν δικό μας.

-Τον ξέρεις προσωπικά;

-Από όσο ξέρω, όχι.

-Ε, τότε δεν είναι δικός μας!!! Μπορείς να πηγαίνεις, ο νεαρός ενοχλημένος έκανε να φύγει, όμως η φωνή του ανωτέρου του τον σταμάτησε. Δεν κάναμε ποτέ καμιά σύλληψη, απλά μια τυχαία προσαγωγή μιας άτυχης κοπέλας. 

-Κατάλαβα. Είπε ο νεαρός, αλλά όσο κι αν ήθελε να ακουστεί ότι ακολουθούσε τη διαταγή του διοικητή του, δεν κατάφερε να μη φανεί η απαξίωση στον τόνο της φωνής του.

 

 

Από την ώρα που άνοιξε η πόρτα του κελιού και ο αστυνομικός είχε πάρει τη Θέκλα, μην επιστρέφοντας την ποτέ πίσω, ο Αρτέμης δεν μπόρεσε να καταφέρει άλλο να κοιμηθεί. Για έναν παράξενο λόγο, εκείνο το ενοχλητικό, αγενές πλάσμα τον ησύχαζε, όχι ότι θα ήθελε να κάνει παρέα μαζί της στον έξω κόσμο, αλλά ήταν καλύτερα από το να είναι μόνος του σε εκείνο το βρωμερό κελί, που ο ένας είχε καταλήξει εκεί μέσα εξαιτίας του άλλου. Πάντοτε του έλεγε η μαμά του, απ’ όταν ήταν μικρός να μην μπλέκει σε καυγάδες. Όπου έβλεπε ξύλο και κίνδυνο εκείνος να στρίβει την πλάτη του και να απομακρύνεται, και ο Αρτέμης υπάκουος από τη φύση του, αυτό έκανε. Πως του ήρθε το προηγούμενο βράδυ και ήθελε να αποδώσει δικαιοσύνη για το ανοιχτό κεφάλι ενός αστυνομικού, δεν ήξερε να το εξηγήσει! Μπορεί απλά να ήταν η μοίρα του και το ριζικό του, σκέφτηκε. Ίσως αυτό να ήταν που τον έσπρωξε να κυνηγήσει εκείνη τη θεοπάλαβη. Και έτσι τώρα έχανε την ευκαιρία να πιάσει δουλειά στο μεγάλο ξενοδοχείο, αφού αδιαμφισβήτητα θα έχανε και το ραντεβού και πως θα τολμούσε πλέον να πάει στην Τσώτση να της εξηγήσει τι συνέβη, όταν θεωρούταν ύποπτος για τον τραυματισμό του φύλακα της. Πως θα μπορούσε να της ζητήσει να μεσολαβήσει για ένα νέο ραντεβού με τον μετρ του ξενοδοχείου. Απλά τώρα της χρωστούσε τις ψήφους της οικογένειας του χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Μπέρδος – Τσώτση σημειώσατε 2.  Ίσως να έπρεπε να πάει σε άλλον βουλευτή που κατέβαινε στο νομό του, όταν η αντιπολίτευση γινόταν κυβέρνηση ίσως βολευόταν κάπου κι εκείνος. Αν και δεν τον ενοχλούσε να συνεχίσει να πηγαίνει στα νησιά και να δουλεύει σαν το μέρμηγκα του μύθου τα καλοκαίρια για να αποθηκεύει το χειμώνα. Ας όψεται όμως η Μαρία και οι ιδέες της για επαγγελματική αποκατάσταση. Εκείνος στα νησιά κι εκείνη στο σούπερ μάρκετ, και τι νόμιζε ότι θα μόναζε για εφτά μήνες! Τώρα θα περνούσε κι από δίκη, θα αμαυρωνόταν το ποινικό του μητρώο και δε θα μπορούσε να πιάσει δουλειά στο ξενοδοχείο που είχε μετοχές το ελληνικό κράτος. Αυτά σκεφτόταν και δεν ήξερε πως ξεκίνησε να σιγοτραγουδάει το τραγούδι του Απόστολου Καλδάρα «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι, το σκοτάδι είναι βαθύ κι όμως ένα παλικάρι δεν μπορεί να κοιμηθεί». Όταν άνοιξε την πόρτα ο αστυνομικός, εκείνος δε σηκώθηκε από τη θέση του, αλλά παρέμεινε ξαπλωμένος να μουρμουρίζει το σκοπό, μόνο μόλις άκουσε ότι ήταν ελεύθερος, ανασηκώθηκε και τον κοίταξε απορημένος. Χάρη στην ευγενική ψυχή του διοικητή, είχαν καταφέρει να έρθουν σε επαφή με την αξιότιμη κυρία Τσώτση, που τους είχε επιβεβαιώσει τα όσα είχε πει και ο ίδιος, οπότε είχε αποφύγει τα χειρότερα. Ο Αρτέμης σχολίασε ειρωνικά ότι θα είχε στις προσευχές του τον καλό και άξιο διοικητή, και έκανε τη μεγάλη έξοδο από το κελί, λες και επρόκειτο για έναν μεγάλο ήρωα της αντίστασης, κερδίζοντας ένα βλέμμα όλο απαξίωση από το νεαρό αστυνομικό και ένα σχόλιο, ότι το κελί τους εκείνο το βράδυ είχε φιλοξενήσει πολλούς ‘‘γενναίους’’.          

 

 

Δεν του έφτασε η νύχτα στο κρατητήριο, έπρεπε να αντιμετωπίσει και την κρίση ζήλειας της γυναίκας του, φτάνοντας στο σπίτι. Βλέποντας ότι είχε χρόνο και ότι ίσως προλάβαινε το ραντεβού με τον μετρ, ο Αρτέμης έκανε ότι μπορούσε για να φτάσει εγκαίρως στο σπίτι του, να κάνει ένα γρήγορο ντους, να αλλάξει ρούχα, να τυπώσει το βιογραφικό του και να φύγει αμέσως για το ξενοδοχείο, με λίγη τύχη μπορεί να μην έφτανε πολύ αργά, με πολύ τύχη, μπορεί να έφτανε και λίγα λεπτά νωρίτερα. Όμως ο τρόπος που τον υποδέχτηκε η εξαγριωμένη του σύζυγος του έτρωγε πολύτιμα λεπτά. Με το χέρι στη μέση και ακουμπισμένη πάνω στην κάσα μιας εσωτερικής πόρτας τον κοίταζε εξεταστικά προτού ξεκινήσει την επίθεση. Τελικά όπως όλα έδειχναν η τύχη δεν τον ευνοούσε, αφού η Μαρία δεν κοιμόταν και έπρεπε να περάσει εκ νέου από ανάκριση και μάλιστα πιο σκληρή από την πρώτη. Ο Αρτέμης γνωρίζοντας ότι ο χρόνος μετρούσε εναντίον του, προτίμησε να την αγνοήσει, δίνοντας της μηχανικές απαντήσεις μετά το σχόλιο  «Δεν κοιμάσαι» και να κάνει ότι χρειαζόταν για να φύγει όσο το δυνατόν συντομότερα από το σπίτι. Και ενώ άκουγε την γκρίνια της συζύγου, για το ότι έλειπε ολόκληρη τη νύχτα και είχε ανησυχήσει ότι μπορεί να είχε πάθει κάτι, εκείνος μπήκε στην κρεβατοκάμαρα τους και ανοίγοντας τις ντουλάπες έψαχνε για καθαρά ρούχα και εσώρουχα. Αφού τα άπλωσε στο κρεβάτι, άρχισε να γδύνεται, ενώ συνέχιζε να ακούει τον εξάψαλμο και τις υποψίες της γυναίκας του, ότι είχε γκόμενα και να τον ρωτάει με ποια πέρασε τη νύχτα του, αν και απαντούσε μηχανικά πρόλαβε και συγκράτησε την πληροφορία ότι είχε κοιμηθεί για κάποιες ώρες στο πλάι κάποιας Θέκλας, γιατί σίγουρα η φαντασία της θα οργίαζε και μετά το ραντεβού για δουλειά θα έπρεπε να τρέχει στους δικηγόρους να εξηγήσει την παρεξήγηση, κι αυτό με αβέβαιο αποτέλεσμα. Μιας και γλίτωσε το δικηγόρο από τα δεσμά της πολιτείας ας μην τον πλήρωνε για να τον απαλλάξει από τα δεσμά του γάμου, ειδικά από τη στιγμή που αγαπούσε τη γυναίκα του.

Ο ήχος από το ντους δεν κατάφερε να μειώσει την ένταση από τη γκρίνια της Μαρίας, αφού άνοιξε την κουρτίνα και συνέχισε να του μιλάει καθώς εκείνος έριχνε κρύο νερό στο σώμα του, έτοιμος να κάνει σαπουνάδα. Στο ντους, συνέχισε να αρνείται την ύπαρξη άλλης γυναίκας στη ζωή του ενώ βγαίνοντας και κατευθυνόμενος στο δωμάτιο, της είπε όσο πια απλά μπορούσε «Ηρέμησε αγάπη μου, δεν είναι αυτό που φαντάζεσαι». Η απάντηση της γυναίκας του ήταν άμεση και γεμάτη ειρωνεία  «Ναι καλά, θα σε δω στο κρεβάτι με άλλη και θα μου πεις δεν είναι αυτό που φαντάζεσαι»! Μόλις της ανακοίνωσε ότι είχε ραντεβού και ότι θα μιλούσαν αργότερα, εκείνη εξαγριώθηκε ακόμα περισσότερο, που κάποια λυσσάρα που είχε χαρεί τον άντρα της μόλις το προηγούμενο βράδυ, ήταν αχόρταγή και τον ήθελε και για πρωινό.

Ηττημένος από την επιμονή της, κοίταξε το ρολόι του και της εξήγησε εν τάχει τι είχε συμβεί το προηγούμενο βράδυ, με λίγα λόγια, την επίσκεψη του στο πολιτικό γραφείο της πολιτικού, τον τραυματισμό του αστυνομικού, και την κατά λάθος σύλληψη του. Ήταν τόσο τραβηγμένο αυτό που είχε συμβεί που η γυναίκα του, δεν μπορούσε από το να το πιστέψει. Αφού τον έβαλε πρώτα να ορκιστεί ότι της έλεγε την αλήθεια, τον φίλησε και του ευχήθηκε καλή τύχη στο ραντεβού του.  

 

 

Όσο κι αν προσπαθούσε να το κρύψει ο Σάββας, δεν μπορούσε να μη φανεί ο εκνευρισμός του, ύστερα από την κλήση που έλαβε από άγνωστο αριθμό, που του έδωσε την πληροφορία ότι η εγκληματίας που τον είχε βάλει σημάδι και που εξαιτίας της είχε κινδυνέψει να χάσει το μάτι του, είχε αφεθεί ελεύθερη. Σαν μαινόμενος ταύρος πηγαινοερχόταν πέρα δώθε στο πεζοδρόμιο και σκεφτόταν πως θα έπαιρνε εκδίκηση αν πετύχαινε στο δρόμο του τη Θέκλα Γιαννέλη, αυτό το όνομα του είχε δώσει ο νεαρός άντρας στο τηλέφωνο. Εκείνος να υπερασπίζεται με τη ζωή του την τιμή της αστυνομίας και οι ανώτεροι του, υποχρεωμένοι να φυλάσσουν τα νώτα των δικών τους πάνω από όλα, να αφήνουν ελεύθερη τη τρομοκράτισσα. Όμως δε θα ήταν δύσκολο τώρα που γνώριζε το όνομα της ενόχου να τη βρει και να επιβάλει την τιμωρία της, και σίγουρα με όσα είχε σκοπό να της κάνει δε θα έμενε καθόλου ικανοποιημένη, σε αντίθεση με την ικανοποίηση που ένοιωσε η Τσώτση όταν ξέσπαγε πάνω της την οργή του. Ένα χαμόγελο ευχαρίστησης εμφανίστηκε στα χείλη του, κάνοντας νοερά σαδιστικά σχέδια για την τιμωρία του αναρχικού και επικίνδυνου στοιχείου. Κι όταν θα τέλειωνε μαζί της ας την έβρισκαν εκείνοι που μεσολάβησαν και αποφυλακίστηκε χωρίς να περάσει έστω αυτόφωρο. Ίσως πάλι ήταν καλύτερο να της επιτρέψει να ζει με τις αναμνήσεις. Ένα είδος σωφρονισμού για να μην ξαναπιάσει πέτρα το χεράκι της.     

 

 

Στην πολιτική όπως και στον αθλητισμό πολλές φορές υπερισχύουν οι προκαταλήψεις. Μόλις η Ολυμπία Τσώτση έμαθε ότι ο πρωθυπουργός τελικά θα την έκανε υπουργό παιδείας, κάτι το οποίο επιθυμούσε διακαώς και για το οποίο προσευχόταν κάθε στιγμή της ημέρας, και ας μην ξεχνάμε ότι και η ίδια είχε βάλει το χέρι της μέσω του φιλόδοξου δημοσιογράφου να κάνει στην άκρη τον Πέτρο Κουτούγια, τον προηγούμενο υπουργό παιδείας, δίνοντας στοιχεία στον γοητευτικό δημοσιογράφο για σκάνδαλο στο οποίο είχε μπλεχτεί το όνομα του προσωπικού της μέντορα. Λόγω της ευτυχής συγκυρίας, θεώρησε ότι ο ακοινώνητος φουκαράς, ο οποίος αν και με περίσσιο θράσος της είχε εξηγήσει την κατάσταση του και της είχε ζητήσει το ρουσφέτι, ήταν το προσωπικό της γούρι, που από απλή βουλευτή την έκανε υπουργό. Βέβαια υπήρχε το ενδεχόμενο το γούρι να της το έχει φέρει εκείνος που είχε πετάξει πέτρα και είχε πετύχει το κεφάλι του Σάββα, όμως προτίμησε το ενδεχόμενο ότι υπεύθυνος ήταν ο ακοινώνητος με το περίεργο όνομα Αρτέμης Μπέρδος. Αυτός είχε μπερδευτεί στα πλοκάμια της αστυνομίας, περνώντας τη νύχτα του στο κρατητήριο και δια μαγείας το θέμα με το υπουργείο είχε ξεμπερδευτεί και επιτέλους ανέβαινε από το χαμηλότερο σκαλοπάτι της απλού βουλευτή, σε εκείνο της υπουργού.

Θέλοντας να γιορτάσει αυτή της τη νίκη, κάλεσε τη γραμματέα της και της ανακοίνωσε ότι θα έκανε μια γιορτή στον κήπο του σπιτιού της, φυσικά δεν ήθελε να χαρακτηρίσουν τη συμπεριφορά της αλαζονική, που γιόρταζε τόσο τρανταχτά το διορισμό της στο υπουργείο, οπότε θα ισχυριζόταν ότι έδινε τη γιορτή για τα γενέθλια της. Έχοντας ακουμπισμένο ένα μπλοκ στα πόδια της, η Νατάσσα έγραφε τη λίστα για τους καλεσμένους. Έμπιστη της Τσώτση, όταν εκείνη το παράκανε, η γραμματέας της έδινε συμβουλές. Δεν ήταν και πολύ καλή ιδέα να καλέσει τον Κουτούγια στη γιορτή της, μπορούσε να καταλάβει την ανάγκη της να δει τη φάτσα του, που του είχε φάει το υπουργείο όμως δεν έπρεπε να προκαλεί, άλλωστε ο Κουτούγιας για την ώρα ήταν το μαύρο πρόβατο, έτσι όπως ήταν μπλεγμένος στο σκάνδαλο. Αφού έβαλε τη γραμματέα της να γράψει τα ονόματα υπουργών και υφυπουργών μαζί με τις συντρόφους τους, φυσικά αδύνατο να λείπει ο πρωθυπουργός με τη γυναίκα του, ανέφερε ότι ήθελε να παραβρίσκεται και ο φουκαράς που είχε περάσει το βράδυ του στο κρατητήριο, εξαιτίας μιας παρεξήγησης. Η Νατάσσα αν και τη βοήθησε να θυμηθεί το όνομα του, δεν το έγραψε στη λίστα, μη θεωρώντας το καλή ιδέα. «Είναι ένα είδος φιλανθρωπίας, να του ξεπληρώσουμε την άσχημη νύχτα στο κρατητήριο, εν ολίγοις μια κινητή διαφήμιση» προσπάθησε να εξηγήσει η Ολυμπία στη γραμματέας της. «Μα θα είναι σαν να παραδέχεστε ότι κάνετε ρουσφέτια, όσο κι αν τα θέλει ο κόσμος για την πάρτη του, δεν είναι ωραίο να το διατυμπανίζουμε», αντέδρασε η Νατάσσα. Σε αυτό δεν είχε απόλυτα άδικο, άλλωστε ο τύπος φαινόταν αντικοινωνικός και ίσως έβρισκε κάποια δικαιολογία για να μην πάει στη γιορτή, έπρεπε να τον καλέσουν για δουλειά, έτσι σίγουρα θα πήγαινε. Παρκαδόρο; Μπουφετζή; Καθαριστή; Μα τι ασυναρτησίες ξεστόμιζαν, ο άνθρωπος ήταν σεφ, θα αναλάμβανε τον μπουφέ. Άλλωστε δεν μπορούσε να λείπει το γούρι της κυρίας Τσώτση από τη γιορτή. Πριν σηκωθεί η Νατάσσα από απέναντι της, η υπουργός πρόσθεσε και το όνομα της διαφημίστριας της, ήταν πολύ πετυχημένη η προεκλογική της καμπάνια.

 

 

Όταν η Μαριάνθη πληροφορήθηκε από τη φίλη της τη Νατάσσα ότι την Παρασκευή το βράδυ ήταν καλεσμένη στο σπίτι της Τσώτση για τα ‘‘γενέθλια’’ – διορισμό της, το διασκέδασε ιδιαίτερα ενώ δεν απέφυγε να κάνει μαζί με την πιστή της φίλη και γραμματέα της υπουργού διάφορα κακεντρεχή σχόλια για την ηλικία της βουλευτή και για τον πραγματικό λόγο του πάρτι.

-Θα υπάρχει τουλάχιστον ο σωστός αριθμός από τα κεράκια πάνω στην τούρτα;

-Τι να σου πω, δεν ξέρω. Δε θα το φροντίσω εγώ αυτό!!!

-Κακώς. Άντε πες μου τη διεύθυνση, να τη σημειώσω!

 

 

Η Θέκλα σταμάτησε σε ένα περίπτερο για να αγοράσει μια εφημερίδα με αγγελίες και την αγαπημένη της σοκολάτα, κάνοντας πιο δίπλα για να μαζέψει τα ρέστα της για να μην εμποδίζει τους άλλους πελάτες, έπεσε το βλέμμα της στο εξώφυλλο μιας εφημερίδας κουτσομπολιών.

 

ΧΛΙΔΑΤΟ ΠΑΡΤΙ ΣΤΗ ΒΙΛΑ ΤΗΣ ΚΗΦΙΣΙΑΣ

Πόσα ξόδεψε η υπουργός παιδείας;

Ποιο είναι το μενού;

Τι θα φορέσουν οι λαμπεροί καλεσμένοι;

Αποκλειστικά στη FREDITO.

«Τα σχόλια είναι περιττά», σκέφτηκε και γύρισε την πλάτη της να φύγει.

 

 

Στην αίθουσα συνεδριάσεων της διαφημιστικής η Μαριάνθη έπρεπε να αντιμετωπίσει την υπεροπτική στάση της Μάρως. Στο τραπέζι ήταν καθισμένοι ο πρόεδρος της εταιρείας, κάποια πρωτοκλασάτα στελέχη και οι δυο υπεύθυνοι του νέου προϊόντος των μπισκότων «Γεύσεων». Αφού ο πρόεδρος έκανε τις συστάσεις, είπε στους νέους πελάτες που είχαν επισκεφτεί την εταιρεία για να ακούσουν τις προτάσεις για τη διαφήμιση των μπισκότων, ότι οι δυο νεαρές κυρίες ήταν τα πιο δυνατά μυαλά με αστείρευτη φαντασία που είχε η διαφημιστική. Της Μαριάνθης δεν ξέφυγαν τα βλέμματα που έριχνε στη Μάρω ο πελάτης καθώς και τα χαμόγελα που του χάριζε εκείνη. Σοβαρή και πάνω από όλα επαγγελματίας, η οποία δε θα καταδεχόταν ποτέ να ξεπέσει σε τέτοιου είδους παιχνίδια για να προτιμήσει κάποιος τη δουλειά της, παρέμεινε ανέκφραστη αν και κατά βάθος στόλιζε με χίλια δυο κοσμητικά επίθετα τη συνάδερφο της.

-Μας είπατε ότι βιάζεστε να προβάλετε το προϊόν, οπότε αποφασίσαμε να μη χάσουμε χρόνο, έτσι βάλαμε τις καλύτερες μας διαφημίστριες να αφοσιωθούν στα μπισκότα ΓΕΥΣΕΩΝ που θα μας παρουσιάσουν τώρα τις προτάσεις τους. Έχοντας ήδη ακούσει τις ιδέες τους θέλω να σας πω, ότι ειλικρινά δε θα ξέρετε ποια από τις δυο να επιλέξετε. Ας ξεκινήσουμε από εσένα Μάρω, είπε και έκανε ένα νεύμα σε εκείνη να σηκωθεί από τη θέση της και να ξεκινήσει να παρουσιάζει την ιδέα της.

-Ένα αμάξι με νεόνυμφους φτάνει, κόσμος τους κοιτάει από το μπαλκόνι, και χειροκροτεί, η πεθερά ψάχνει το μέλι, για να δώσει στο ζευγάρι, αλλά αντιλαμβάνεται ότι μέλι δεν υπάρχει στο σπίτι. Κοιτάζει ταραγμένη δεξιά αριστερά. Σε μια θέση, αμέριμνο, κάθετε ένα κοριτσάκι και απολαμβάνει τα μπισκότα «ΓΕΥΣΕΩΝ», το ζευγάρι φτάνει στην πόρτα, η πεθερά αρπάζει το τελευταίο μπισκότο από τα χέρια της πιτσιρίκας, ταΐζει τον γαμπρό με το μισό, και τη νύφη με το υπόλοιπο. Ακούγεται το σλόγκαν της διαφήμισης:

«Μπισκότα ΓΕΥΣΕΩΝ, παρών σε όλες τις όμορφες στιγμές της ζωής σας.»

-Εντυπωσιακό. Επικρότησε ο άντρας πελάτης την ιδέα της Μάρως για να δεχτεί από εκείνη ένα χαμόγελο αλλά και ένα στραβό βλέμμα από τη συνεργάτη του.

-Ας μην προτρέχουμε κι ας ακούσουμε και την δεύτερη πρόταση. Σχολίασε η γυναίκα πελάτισσα, κόβοντας τη φόρα του συνοδού της και απαλλάσσοντας το πρόσωπο της Μάρως από το ενοχλητικό χαμόγελο.

-Μαριάνθη; Την προέτρεψε το αφεντικό της. Η Μαριάνθη καταλαβαίνοντας ότι την τελευταία λέξη την είχε η πελάτισσα και όχι ο σαλιάρης συνεργάτης της σηκώθηκε σεμνά από τη θέση της και παρουσίασε την ιδέα της.

-Πλάνο σε ένα άδειο γραφείο, πάνω του ένας αχνιστός καφές, και δίπλα μπισκότα ΓΕΥΣΕΩΝ. Η πόρτα του γραφείου χτυπάει, μια νεαρή γυναίκα μπαίνει μέσα, βλέπει τον καφέ και τα μπισκότα, πλησιάζει παίρνει ένα, και βγαίνει. Λίγο αργότερα, η νεαρή γυναίκα επιστρέφει, ελέγχει γύρω αν βρίσκεται κανείς στο χώρο, μόλις βεβαιώνεται ότι δεν υπάρχει κανείς, πλησιάζει βιαστικά το γραφείο, σχεδόν τρέχοντας. Παίρνει ένα ακόμα μπισκότο, μα με ανυπομονησία το τρώει επιτόπου, ο συνάδελφος μπαίνει, και αναφέρει απλώς το όνομα της «ΙΩΑΝΝΑ». Η Ιωάννα είναι μπουκωμένη, γυρισμένη πλάτη. Πέφτει η φωτογραφία με τη συσκευασία από τα μπισκότα. «Μπισκότα ΓΕΥΣΕΩΝ, σας προκαλούν αμαρτία»

-Βγαλμένο από την ίδια τη ζωή. Ειρωνεύτηκε χαμηλόφωνα η Μάρω.

-Μμμ, μ’ αρέσει.

-Και οι δύο ήταν καταπληκτικές. Σχολίασε ο άντρας πελάτης, αλλά νομίζω…

-Ότι η δεύτερη μας αντιπροσωπεύει περισσότερο. Πρόλαβε το συνεργάτη της. Έχει λιγότερη φασαρία, είναι απλή και άμεσα εύστοχη. Είναι αυτό που μας ταιριάζει.

-Μπορείτε να το συζητήσετε και να μας δώσετε αργότερα ή και αύριο την τελική σας απόφαση.

-Ίσως θα ήταν καλή ιδέα, είναι και οι δυο πολύ ενδιαφέρουσες…

-Δεν έχουμε να σκεφτούμε τίποτα. Άλλωστε όπως είπα η ιδέα με την Ιωάννα αντιπροσωπεύει περισσότερο το προϊόν μας.

-Όπως θέλετε λοιπόν. Συμφώνησε ο πρόεδρος, ενώ η Μαριάνθη κοίταξε τη συνάδερφο της και με ικανοποίηση αντιλήφθηκε ότι είχε χάσει το χαμόγελο της ενώ η μέρα της θα πήγαινε χάλια. 2 στα 2 σκέφτηκε εκείνη, από τη μια προτίμησαν τη δική της ιδέα και επιπλέον το βράδυ της Παρασκευής θα το περνούσε στη δεξίωση της Τσώτση. Όλα καλά! Και ότι είχε χαλάσει η μέρα της Μάρως τα έκανε να φαίνονται όλα καλύτερα.

 

 

Μόλις τελείωσε με την προετοιμασία των φαγητών αλλά και το στήσιμο τους, ο Αρτέμης δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Η δουλειά του φυσιολογικά είχε τελειώσει εκεί, όμως η γραμματέας της Τσώτση του είχε πει ότι μόλις τελείωνε θα έπρεπε να πάει σε ένα δωμάτιο να ετοιμαστεί για να είναι έτοιμος για την δεξίωση. Μάλλον είχε γίνει κάποιο λάθος, για ποιο λόγο θα μπορούσε ποτέ η Τσώτση να τον θέλει παρόν στη δεξίωση της, στην οποία θα μαζευόταν όλη η αφρόκρεμα της πολιτικής κυρίως αλλά και κάποιοι κοσμικοί, καλλιτέχνες, αθλητές και άνθρωποι των γραμμάτων και φυσικά οι πανταχού παρόντες δημοσιογράφοι. Εκείνος ήταν απλώς ένας ανώνυμος πολίτης που είχε το θράσος να ζητήσει μια μόνιμη δουλειά και επειδή δεν έβρισκε άλλον τρόπο, είχε καταφύγει στον παραδοσιακό τρόπο που ‘‘απαιτούσε’’ το ελληνικό κράτος από τη σύσταση του, ύστερα από την ανεξαρτησία του.

Νιώθοντας άβολα για την πρόταση και με την ανησυχία ότι είτε μπορεί να μην είχε καταλάβει καλά, είτε να είχε γίνει κάποιο λάθος, είχε παραμείνει με τη λευκή στολή του σεφ. Κρυμμένος σχεδόν πίσω από το τραπέζι μην αποφασίζοντας τι έπρεπε να κάνει μιας και αν δεν είχε καταλάβει λάθος, θα μπορούσε να εκλάβει την απουσία του η βουλευτής, ως αγένεια και αχαριστία. Από την άλλη ντρεπόταν να πάει να ρωτήσει με την ανησυχία μην τον περάσουν για περιορισμένης ευθύνης στο μυαλό, που θέλει κάτι να του το πουν δεύτερη φορά για να το καταλάβει και έτσι παρέμενε μετέωρος να μην ξέρει τι όφειλε να κάνει.

Ύστερα από λίγη ώρα, η βουλευτής παρουσιάστηκε στον κήπο, φορώντας ένα μάξι εξώπλατο φόρεμα και με το μαλλί κρεπαρισμένο όσο δεν πήγαινε. Μόλις είδε όλη την πλάτη της Τσώτση γυμνή, ο Αρτέμης ανατρίχιασε. Ήταν Νοέμβρης μήνας, πως μπορούσε να κυκλοφορεί με εξώπλατο χωρίς να κρυώνει, μπορεί να ήταν τυχερή και να μην είχε βρέξει, χαλώντας της τα σχέδια για δεξίωση στον κήπο, αλλά το κρύο ήταν έντονο. Να δεις που την επόμενη μέρα η κυρία βουλευτής θα ήταν κρεβατωμένη με πνευμονία, κάποια γνωστή του – άγνωστη, θα χαιρόταν πολύ με τα νέα, σκέφτηκε και χωρίς να το θέλει χαμογέλασε στην ανάμνηση της Θέκλας. Η Ολυμπία, πηγαινοερχόταν νευρική ενώ τρεις υπηρέτες, μαζί και η γραμματέας της την ακολουθούσαν από πίσω, καθώς περίμεναν να τους δώσει διαταγές. Μόλις είδε τον Αρτέμη να στέκεται και να την κοιτάζει σχεδόν πανικόβλητος, άλλαξε την αυταρχική έκφρασή της με ένα χαμόγελο και τον πλησίασε, απλώνοντας του το χέρι.

-Κύριε Μπέρδο, τι τιμή να είστε παρόν απόψε στη μικρή γιορτή που οργάνωσα για τα γενέθλια μου.

-Να τα εκατοστίσετε! Της είπε εκείνος, κρατώντας το χέρι της αμήχανα και κουνώντας το ελαφρά πάνω κάτω.

-Θέλω ειλικρινά να σας ζητήσω συγνώμη για την ταλαιπωρία που περάσατε τις προάλλες που ήρθατε στο γραφείο μου.

-Μα δεν φταίτε εσείς.

-Μπορεί να μη φταίμε, όμως εσείς ταλαιπωρηθήκατε άδικα. Όμως καταλαβαίνετε το όλο συμβάν προκάλεσε αναστάτωση, μόλις κατέβηκα και βρήκα τον φρουρό μου με αίματα στο κεφάλι το μόνο που σκέφτηκα ήταν να τον πάω σε κάποιο νοσοκομείο να δουν το τραύμα του, θα μπορούσε να έχει πάθει μεγάλη ζημιά. Οι ιπτάμενες πέτρες δεν είναι αστείο πράγμα. Αλλά και εσείς είσαστε αξιοθαύμαστος, με πόση αυταπάρνηση τρέξατε πίσω από τον υπεύθυνο για να τον πιάσετε και να τον παραδώσετε στα χέρια της δικαιοσύνης και εκείνοι οι ανόητοι τι έκαναν, σας συνέλαβαν και σας ταλαιπώρησαν άδικα.

-Αφού αποφύγαμε τα χειρότερα, δεν πειράζει, άλλωστε ήταν και αυτό μια εμπειρία.

-Μη μου πείτε ότι είσαστε συλλέκτης εμπειριών!

-Θέλοντας και μη.

-Υπέροχο. -Και τι συνέβη με τη νεαρή;

-Αποδείχτηκε ότι είχε γίνει λάθος.

-Δεν πιάσατε το σωστό άτομο;

-Ήταν σκοτάδι, η μικρή φοβήθηκε με τη φασαρία, έτρεξε για να αποφύγει το χαμό και έγινε το όλο μπλέξιμο.

-Καταλαβαίνω. Αν και κρίμα που τη γλίτωσε ο υπεύθυνος, θα έπρεπε να πάρει ένα μάθημα όποιος σηκώνει το χέρι του και πετάει πέτρες.

-Συμφωνώ μαζί σας.

-Πάντως ειλικρινά αν δε σας είχα βρει ήδη δουλειά, θα σας προσλάμβανα στην προσωπική μου φρουρά. Είστε πολύ τολμηρός.

-Προτιμώ να παραμείνω στη μαγειρική. Άλλωστε όπως ήδη σας είπα δεν έπιασα καν το σωστό άτομο, αντιθέτως ταλαιπώρησα άλλη μια αθώα κοπέλα εκτός από τον εαυτό μου.

-Ίσως έχετε δίκιο, άλλωστε… είπε κοιτώντας τα φαγητά στο τραπέζι, τα πάντα φαίνονται υπέροχα, ελπίζω να μη σας ταλαιπωρήσαμε πολύ με τις απαιτήσεις μας για την αποψινή γιορτή;

-Είμαι τόσο ερωτευμένος με τη δουλειά μου, που θα μπορούσα να φτιάξω δυο φορές άλλα τόσα.

-Κρίμα τότε που δε σας αναθέσαμε να φτιάξετε και τις τούρτες.

-Πολύ κρίμα, η ζαχαροπλαστική είναι το κρυφό πάθος μου.

-Πρέπει να είναι πολύ τυχερή η γυναίκα σας με τόσα ταλέντα.

-Θα πρέπει να ρωτήσουμε την ίδια.

-Φυσικά, είναι εδώ μαζί σας;

-Δε συνηθίζω να την παίρνω μαζί μου στη δουλειά.

-Μα δεν είστε εδώ μόνο για δουλειά, αλλά και για διασκέδαση. Δε σας είπε η γραμματέας μου ότι είστε καλεσμένος στη δεξίωση.

-Μου το ανέφερε όμως…

-Δεν υπάρχει όμως, είστε προσωπικός μου καλεσμένος, δε θέλετε να με προσβάλετε. Λοιπόν πηγαίνετε πάνω να αλλάξετε και μόλις έρθουν οι τούρτες μαζί με τους αργοπορημένους σερβιτόρους, θα σας βάλω να τις δοκιμάσετε για να μου πείτε τη γνώμη σας ως ειδικός.

-Φυσικά. Είπε εκείνος μην μπορώντας να αρνηθεί.

-Μισό λεπτό να φωνάξω την καμαριέρα, ή μάλλον καλύτερα τη Νατάσσα για να σας συνοδέψει. Αλήθεια στη δουλειά σας όλα καλά;

-Αν και έχω μόλις ελάχιστες μέρες, μπορώ να πω ότι είναι καλύτερα από καλά.

-Ελπίζω σύντομα να κάνετε και ένα παιδάκι, όπως αντιλήφθηκα από τη συζήτηση μας τις προάλλες και οι δυο σας το επιθυμείτε πολύ!

-Θα το φροντίσουμε.

-Και αν θέλετε νονά, εγώ εδώ. Νατάσσα, συνόδεψε τον μελλοντικό μου κουμπάρο στο δωμάτιο να αλλάξει και να βάλει ένα κοστούμι για τη δεξίωση.

-Φυσικά. Κύριε Μπέρδο;

-Ναι, ευχαριστώ.

 

 

Μένοντας μόνος του ο Αρτέμης δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Για πιο λόγο ολόκληρη υπουργός ασχολούταν μαζί του και είχε φροντίσει όχι μόνο να ετοιμάσει εκείνος το μενού των καλεσμένων για το οποίο καλοπληρώθηκε, αλλά να τον θέλει και στη γιορτή καθώς να έχει φροντίσει και για αυτά που θα φορούσε. Η κυρία Τσώτση τελικά ήταν πολύ ευγενική και απλή, «Α βρε κακομοίρη» ήρθε στο μυαλό του η φωνή της Θέκλας. Ίσως πάλι όλη αυτή η ευγένεια και η καλοσύνη να ήταν επίπλαστη. «Τώρα τα λες σωστά»! ήρθε αυτόματα η απάντηση με τη φωνή πάλι της μικρής φυλακισμένης.

Ύστερα αναρωτήθηκε για ποιο λόγο δεν ανέφερε στην Τσώτση ολόκληρη την αλήθεια για το βράδυ στο κρατητήριο. Πίστευε ότι είχε γίνει λάθος και γι’ αυτό έπειτα την είχαν αφήσει ελεύθερη; Φυσικά και όχι, την είχε δει καθαρά να πετάει την πέτρα στον αστυνομικό άλλωστε δεν του το αρνήθηκε ποτέ, αντιθέτως. Επιπλέον δεν έκρυψε την αντιπάθεια που είχε για την Τσώτση κυρίως, αλλά και για ό,τι εκείνη αντιπροσώπευε. Τελικά δεν είχαν άδικο όσοι έλεγαν ότι οι άγνωστοι ήταν γνωστοί της αστυνομίας, αλλιώς γιατί να την αφήσουν ελεύθερη και μάλιστα πριν από εκείνον που ήταν πράγματι αθώος. Ίσως γι’ αυτό δεν είχε πει την αλήθεια στην Τσώτση, αντιθέτως είχε ισχυριστεί ότι είχε κάνει λάθος, επειδή δεν ήθελε να μπλεχτεί περισσότερο στην όλη ιστορία και να βρει στο τέλος τον μπελά του. Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη και κοίταξε το είδωλο του, ντυμένο με κουστούμι ακριβής μάρκας.

-Αλήθεια; Γι’ αυτό δεν το είπες; Μεταξύ μας είμαστε Αρτέμη. Ας είσαι ειλικρινής. Προκάλεσε τον εαυτό του. Ένα χτύπημα στην πόρτα τον έκανε να αναπηδήσει.

-Όλα εντάξει; Τον ρώτησε η φωνή της Νατάσσας απ’ έξω.

-Ναι όλα καλά ευχαριστώ;

-Το κοστούμι σας κάνει.

-Ναι, είναι λες και το έχουν ράψει για μένα. Η πόρτα άνοιξε και η γραμματέας μπήκε μέσα για να δει με τα μάτια της ότι όλα ήταν εντάξει με τα ρούχα του παράταιρου καλεσμένου.

-Είναι αλήθεια ότι το μάτι της κυρίας Τσώτση κόβει. Είναι αυτό που λέμε σε βλέπει και σου παίρνει τα μέτρα για κοστούμι. Ο Αρτέμης χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι του. Τέλεια, μόλις είστε έτοιμος κατεβείτε στον κήπο, ίσως θέλετε να δώσετε οδηγίες στα γκαρσόνια για το πώς πρέπει να σερβιριστούν κάποια από τα πιάτα που ετοιμάσατε.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ

 

Ύστερα από την επιλογή της πρότασης της από τα μπισκότα «Γεύσεων» η Μαριάνθη ένιωθε συνέχεια σε υπερδιέγερση, τα βράδια σχεδόν δεν μπορούσε να κοιμηθεί, κι όμως το πρωί πήγαινε με κέφι στη δουλειά. Η ιδέα και μόνο ότι θα έβλεπε τα μούτρα της Μαίρης, της έφτιαχνε τη διάθεση. Δεν είναι και λίγο να σε προωθούν στην εταιρεία που εργάζεσαι, ποιος ξέρει με ποιο αντίτιμο –το κρεβάτι του προέδρου της εταιρείας-, να σου αναθέτουν τις πιο καλές δουλειές, αφήνοντας στους παλιότερους, με περισσότερη εμπειρία από εσένα, να αναλαμβάνουν δουλειές που είναι για πρωτάρηδες και άπειρους. Και όμως να, με το που δόθηκε η ευκαιρία στη Μαριάνθη απέδειξε την αξία της. Διπλή πρόταση στην εταιρεία, από διαφορετικούς συνεργάτες της διαφημιστικής, κάτι που ήταν ενάντια στην πολιτική της εταιρείας, η οποία απέφευγε τον ανταγωνισμό ανάμεσα στους εργαζομένους της, και να που προτιμήθηκε η δική της. Μα έτσι είναι κυρία Μαίρη μου. Πώς να το κάνουμε, καλές οι ιδέες τύπου Hollywood με υψηλά budget, όμως μια επιχείρηση έχει ως πρώτο σκοπό το κέρδος και ως δεύτερο την οικονομία, ή μπορεί και αντίστροφα. Αυτά πρέπει να τα λαμβάνεις υπόψιν σου, και όχι σαν να σου χάρισαν πιστωτική κάρτα με απεριόριστο όριο, για αγορές στις ακριβές μπουτίκ, ρούχων, παπουτσιών, ας περάσω κι από ένα κοσμηματοπωλείο κι από μια έκθεση αυτοκινήτου. Με νάζι πλησίασε έναν σερβιτόρο και τον ρώτησε αν υπήρχε bloody Mary. Εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και χάθηκε στο εσωτερικό του σπιτιού για να πάει να της βρει το ποτό που του ζήτησε. Μόλις επέστρεψε έχοντας πάνω στο δίσκο του το ποτήρι με το ποτό, εκείνη το πήρε χαρίζοντας του ένα ναζιάρικο χαμόγελο, ενώ εκείνος της έκανε μια υπόκλιση πριν φύγει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ενδιαφέρον περίπτωση αυτός ο σερβιτόρος, σκέφτηκε η Μαριάνθη με σκοπό να τον συναντήσει ξανά αργότερα και να του πιάσει κουβέντα αν οι υποχρεώσεις του, του το επέτρεπαν.

Όση ώρα όμως εκείνη αντάλλασε ματιές με το σερβιτόρο, κάποιος άλλος που την είχε προσέξει, δεν την έχανε από τα μάτια του. Ο σωματώδης τύπος την πλησίασε και στάθηκε μπροστά της, κλείνοντας της το δρόμο. Η Μαριάνθη που πάντα προτιμούσε τους πιο λεπτεπίλεπτους άντρες του έριξε ένα ενοχλημένο και υπεροπτικό βλέμμα από το θράσος του γορίλα της φρουρά που είχε τολμήσει να μπει μπροστά της, και έκανε να τον προσπεράσει.

-Μήπως γνωριζόμαστε από κάπου;

-Δε νομίζω. Απάντησε η Μαριάνθη, προσπαθώντας να κάνει μια δεύτερη προσπάθεια να τον προσπεράσει.

-Κι όμως, από κάπου σας ξέρω.

-Ίσως από τα όνειρα σου, αυτό δεν ετοιμαζόσουν να μου πεις; Τον ρώτησε κοιτώντας τον ειρωνικά.

-Όχι, ακριβώς.

-Καλά τότε, όταν το θυμηθείς ενημέρωσε με, μάλλον όχι, δε με νοιάζει!

-Το όνομα σας ποιο είναι;

-Της ασφάλειας είσαι;

-Μάλιστα.

-Αν δε σου πω, θα με πας στο τμήμα για αναγνώριση στοιχείων; Τον ειρωνεύτηκε.

-Αν προτιμάτε τέτοιου είδους παιχνίδια, μπορώ να κανονίσω να σας πάω μια βόλτα προς τα μέσα. Αλλά εγώ ζητάω να μάθω το μικρό σας όνομα. 

-Αν και δεν είμαι υποχρεωμένη να σου πω, Μαριάνθη.

-Μαριάνθη, ήξερα μια Μαριάνθη, από το σχολείο, ήταν συμμαθήτρια του αδερφού μου του Μίμη.

-Σε ποια περιοχή πήγατε σχολείο;

-Στην Καλλιθέα.

-Στην Καλλιθέα μεγάλωσες;

Ο γορίλας της ασφάλειας, κούνησε καταφατικά το κεφάλι του, πίνοντας μια γουλιά από το ποτό του.

-Μη μου πεις ότι είσαι ο Σάββας;

Εκείνος προτίμησε να αρκεστεί για άλλη μια φορά σε ένα κούνημα του κεφαλιού.

-Θεέ μου, είσαι ο αδερφός του Μίμη, σε θυμάμαι πιτσιρικά, που έκανες όλο αταξίες.

-Σωστά σε αναγνώρισα. Δεν ξεχνάω εύκολα πρόσωπα. Θα τρελαθεί ο αδερφός μου, άμα του πω ότι σε συνάντησα.

-Αλήθεια τι κάνει ο καλός μου; Αδυνάτισε καθόλου;

-Πω πω κακία!

-Συγνώμη, δεν το εννοούσα έτσι όπως ακούστηκε. Με μια διάθεση οικειότητας ο Σάββας τόλμησε να την ακουμπήσει στον ώμο φιλικά και να την κοιτάξει στα μάτια. Στο σημείο αυτό έπεφταν όλες τους.

-Ναι, αδυνάτισε.

-Και τι κάνει στη ζωή του;

-Σαχλαμάρες.

-Αυτό κι αν είναι κακία, Και ύστερα λες ότι εγώ…

-Έμπλεξε με κακές παρέες. Την είδε που περίμενε να συνεχίσει και συμπλήρωσε. Παντρεύτηκε με μια, έκαναν τέσσερα παιδιά, και όλοι μαζί έχουν μπλέξει με μια αίρεση.

-Τι είδους αίρεση;

-Μη ρωτάς, δεν έχω καταλάβει και πολλά. Όσο πρόσεχε η Μαριάνθη το μεγαλόσωμο άντρα, που τον γνώριζε από όταν ήταν παιδί, το οποίο δε συμπαθούσε καθόλου, αντιθέτως ένοιωθε πάντα τη διάθεση να το πιάσει στα χέρια της και να το κάνει τόπι στο ξύλο, ένιωθε ότι της προκαλούσε ενδιαφέρον και όχι αποστροφή, όπως λίγα λεπτά νωρίτερα που είχε σταθεί μπροστά της, προσπαθώντας να της κάνει ανάκριση. Με την κουβέντα άρχισε να ξεχνάει το σερβιτόρο, και θα μπορούσε να περάσει ολόκληρο το βράδυ συζητώντας μαζί του, αν δεν τους διέκοπτε το επίτιμο πρόσωπο, η εορτάζουσα, νέα υπουργός παιδείας, η οποία αφού αντάλλαξε λίγες φιλοφρονήσεις μαζί της, πήρε κατά μέρους τον Σάββα, και από ότι μπόρεσε να καταλάβει η Μαριάνθη, του έβαζε τις φωνές.

 

 

Αδιαμφισβήτητα η κυρία Τσώτση ζήλευε! Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε ο Σάββας, παρά τα όσα ισχυρίστηκε για την ασφάλεια τη δική της και τον καλεσμένων της που εκείνος τα άκουγε βερεσέ. Μόλις είδε μια άλλη, γοητευτική γυναίκα στο πλάι του, δε δίστασε να τον απομακρύνει από κοντά της με τον αγενέστερο τρόπο και να του κάνει παρατήρηση, υπογραμμίζοντας το γεγονός ότι δεν ήταν εκεί σαν καλεσμένος και ότι δεν πληρωνόταν για να χασομερά, αλλά για να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Φυσικά στο σχόλιο του, αν ζήλευε, εκείνη ήταν κάθετη πως όχι και μάλιστα δεν του έκρυψε τη διάθεση της να τον χαστουκίσει, αν δεν ήταν παρόν τόσος κόσμος, και δεν δημιουργούταν σκάνδαλο. Κάτι στο οποίο ο Σάββας ήταν βέβαιος ότι κυριολεκτούσε, έτσι όπως πέταγαν φωτιές τα μάτια της. Άλλο ένα σημάδι ότι η κυρία υπουργός ζήλευε. Και πως δε θα ζήλευε άλλωστε. Ενώ εκείνη του μιλούσε, ο Σάββας έριχνε ματιές στη Μαριάνθη που παρίστανε την αδιάφορη πίνοντας το ποτό της και κάνοντας βόλτες στον κήπο. Ήλπιζε να βρει την ευκαιρία αργότερα που η Τσώτση θα ήταν πιο απασχολημένη να της κλείσει ένα ραντεβού. Από μικρό παιδάκι του άρεσε η Μαριάνθη, όταν της έβγαζε τη γλώσσα και της τράβαγε τα μαλλιά, κάποιες φορές μάλιστα την είχε σπρώξει για να πέσει, όμως πάντα προλάβαινε και τη συγκρατούσε ο αδερφός του, ξεκινώντας μεταξύ τους ομηρικούς, αδερφικούς καυγάδες. Και να που συναντούσε ξανά ύστερα από τόσα χρόνια τον παιδικό του έρωτα. Ώρα λοιπόν να τον εκπληρώσει. Όμως έπρεπε να είναι ιδιαίτερα προσεχτικός με την κυρία υπουργό, δεν ήθελε να πέσει σε δυσμένεια, κι από αραλίκι έξω από τα γραφεία της στην Χαριλάου Τρικούπη να βρεθεί στην παραμεθόριο να φυλάει κοτέτσια και στάνες.

 

 

Το χάος που δημιουργήθηκε λίγα μόλις δευτερόλεπτα αργότερα κανείς δε θα μπορούσε να εξηγήσει πως συνέβη και πως ξεκίνησε ένας τουρτοπόλεμος άνευ προηγουμένου, λερώνοντας τα καλά κουστούμια και τις ακριβές τουαλέτες των επιφανέστερων πολιτών των Αθηνών και καλεσμένων της νέας υπουργού. Κάποιος αυτόπτης μάρτυρας είπε ότι όλα ξεκίνησαν όταν έφτασε το αργοπορημένο catering στο χώρο της δεξίωσης. Ένας από τους υπεύθυνους έδειχνε στους νεαρούς που κατέφτασαν που να ακουμπήσουν τα ορεκτικά αλλά και τις τούρτες στα τραπέζια. Ένα πλάσμα, μη αναγνωρίσιμου φύλου, με κοντά μαλλιά, καρφάκια, που κανείς ποτέ δεν κατάλαβε πως βρέθηκε εκεί μέσα, δίχως αφορμή και αιτία πήρε μια τούρτα από ένα τραπέζι, έτοιμο να την εκσφενδονίσει στον πρώτο άτυχο που θα βρισκόταν μπροστά του. Και ο άτυχος για δεύτερη φορά ήταν το ίδιο πρόσωπο που είχε περάσει τη νύχτα του στην στενή, λόγω μιας παρεξήγησης. Σαν ντόμινο το ένα έφερε το άλλο. Αφού ο τύπος, προσπάθησε να κάνει τον τερματοφύλακα για να προστατέψει κάποιον από το να γίνει ο στόχος της τούρτας, έσπρωξε την όμορφη γυναίκα, που λίγο νωρίτερα απασχολούσε τον αστυνομικό από τα καθήκοντα του, και που αν ήταν πιο αφοσιωμένος στο έργο του, ίσως είχε προλάβει όλον αυτό το χαμό. Σπρώχνοντας την όμορφη γυναίκα, εκείνης της χύθηκε πάνω στο καλό της φόρεμα το ποτό της αφήνοντας μια στάμπα, που αμφίβολο ήταν αν θα έβγαινε ποτέ. Ύστερα ο κάθε ένας το βρήκε σαν ευκαιρία να τουρτέψει κάποιον, παίρνοντας τούρτες και εκτοξεύοντας τες πάνω σε άτομα που μπορεί να άνηκαν στην ίδια παράταξη, αλλά με τα οποία είχαν εσωκομματικές διαφορές. Είναι πιο σύνηθες οι εσωκομματικές έχθρες από τις υπόλοιπες. Συγχυσμένος με την τούρτα που είχε φάει στα μούτρα καθώς και παρασυρμένος από την γενική διάθεση ο σεφ πήρε στα χέρια του μια τούρτα για να τη ρίξει πάνω στο ερμαφρόδιτο ον, όμως ζαλισμένος όπως ήταν τελικά η τούρτα βρήκε άλλον στόχο, την ίδια την κυρία Τσώτση, η οποία έβαλε τις φωνές, μην μπορώντας να επαναφέρει την τάξη στο ίδιο της το σπίτι.

 

 

 €

 

Είχε προκαλέσει ολόκληρο γλυκό χάος αν και δεν ήταν αυτός ο αρχικός σκοπός της Θέκλας, μια τούρτα ήθελε μόνο να ρίξει με στόχο την νέα υπουργό, αλλά για άλλη μια φορά βρέθηκε μπροστά της εκείνος ο μαλάκας ο Μπέρδος, που σαν το όνομα του μπερδευόταν παντού και της χαλούσε τα σχέδια. Με τη διαμεσολάβηση όμως εκείνου του ηλίθιου το πράγμα δεν είχε καθόλου γούστο, αν και τελικά τουρτεύτηκε και η ίδια η κυρία Τσώτση από τον ίδιο τον προστάτη της -βρε μπας και ήταν πράγματι στη μυστική αστυνομία;- δεν είχε κανένα νόημα αφού σύσσωμοι οι παρευρισκόμενοι ήταν λερωμένοι με τούρτα. Το θέμα όμως ήταν να φαίνεται μόνο η Τσώτση στο έκτακτο δελτίο λερωμένη και όχι ολόκληρη η κυβέρνηση, όχι ότι πείραζε προσωπικά τη Θέκλα, δεν είχε καμία συμπάθεια σε κανένα κόμμα που κατάφερνε και αναλάμβανε την κυβέρνηση, όλοι ίδιο γίνονταν μετά από μικρό  διάστημα διακυβέρνησης. Πάντως θα γίνονταν όλοι ρεζίλι, μαζί τους και η νέα υπουργός που με το που της ανατέθηκαν τα νέα της καθήκοντα οργάνωσε στη βίλα της πάρτι σε στιλ τρελό weekend στου Bernie.

Φτάνοντας στο πλούσιο σπίτι της υπουργού η Θέκλα για να δουλέψει, δεν είχε ιδέα σε ποιανού τη γιορτή θα πήγαινε να εργαστεί για λίγες ώρες, ώστε να βγάλει ένα χαρτζιλίκι. Όμως βλέποντας μπροστά της την Τσώτση με το ‘‘σκύλο’’ της να συνομιλούν, ένιωσε αυτό που έγραφε στο βιβλίο του ο πορτογάλος συγγραφέας, οκ, εντάξει τετριμμένο, γι’ αυτό μην κάνεις ότι δεν το ξέρεις. Αποφάσισε λοιπόν να αδράξει την ευκαιρία και να το εκμεταλλευτεί, δεν υπήρχε περίπτωση άλλης τέτοιας ευκαιρίας, άλλωστε δε θα έκανε και φόνο, μια τουρτίτσα θα έριχνε σε ένδειξη γλυκιάς διαμαρτυρίας, αλλά να πάλι μπροστά της ο βλάκας ο Μπέρδος, με σκοπό να μπερδευτεί στα πόδια της.

Μέσα στο χαλασμό και ενώ έκανε αυτές τις σκέψεις, η Θέκλα αποφάσισε ότι είχε έρθει η ώρα να εξαφανιστεί. Βέβαια αν και είχε ενστάσεις για τις διαστάσεις που είχε πάρει η μικρή της χειρονομία, δεν μπορούσε να μην απολαμβάνει και το αποτέλεσμα της. Αλλά εφόσον δεν ήθελε να μπλέξει και δεν επιθυμούσε να ακούσει για δεύτερη φορά μέσα σε λίγες μέρες κατσάδα από τους δικούς της, με την απειλή ότι θα πρέπει να επιστρέψει στο σπίτι της, εφόσον στην Αθήνα δεν σπούδαζε αλλά έβαζε τον εαυτό της σε μπελάδες, έπρεπε να την κάνει αμέσως από το σπίτι της υπουργού. Μάζεψε βιαστικά μια σχολική τσάντα που ήταν παρατημένη κάτω από ένα τραπέζι και που την έκρυβε το μακρύ τραπεζομάντηλο, και άρχισε να οπισθοχωρεί, όταν για κακή της τύχη έπεσε πάνω σε ένα εμπόδιο, γύρισε ξαφνιασμένη και κοίταξε πίσω της, περιμένοντας να δει τον Αρτέμη, όμως αντί για αυτόν είδε έναν πιο μεγαλόσωμο τύπο, με ράμματα πάνω από το μάτι, πριν προλάβει να αντιδράσει, εκείνος την έπιασε σφιχτά από το χέρι και την τράβηξε μαζί του στο εσωτερικό του σπιτιού. Μπαίνοντας μέσα κι ενώ η Θέκλα αντιστεκόταν, ο Σάββας τη σήκωσε όρθια, εκείνη έριχνε κλωτσιές στον αέρα, μην καταφέρνοντας όμως να ελευθερωθεί, ενώ οι βρισιές και οι απειλές που του εξαπόλυε δεν φαινόταν να τον συγκινούν.      

 

 

Μια πόρτα άνοιξε απότομα και η Θέκλα βρέθηκε σωριασμένη σαν τσουβάλι στο πάτωμα, πριν προλάβει να σηκωθεί, η πόρτα έκλεισε ενώ απέξω ακούστηκε το κλειδί να γυρνάει. Η Θέκλα στάθηκε όρθια και άρχισε με απλωμένα τα χέρια μπροστά της να ψάχνει το χώρο, όταν ακουμπώντας πάνω στους τοίχους έπιασε έναν διακόπτη. Το φώς έδιωξε το σκοτάδι και τα φαντάσματα έφυγαν μακριά. Αυτό που της έκανε περισσότερη εντύπωση μέσα στο δωμάτιο ήταν οι αστραφτεροί του τοίχοι. Τα έπιπλα ήταν πολυτελέστατα όμως δεν μπορούσε να κάνει και πολλά γι’ αυτά αφού δεν υπήρχε ένα τζάκι ή έστω ένα τσεκούρι στο δωμάτιο. Όμως οι λευκοί τοίχοι εύκολα αλλάζουν χρώμα, ενώ προσφέρονται ωραιότατα και για κάποιου είδους καλλιτεχνική αναβάθμιση. Άνοιξε τη σάκα της και έβγαλε ένα κόκκινο σπρέι, το κούνησε και ξεκίνησε τη δουλειά.

 

Προκειμένου να βρει λίγο χρόνο να ηρεμίσει και να αποφασίσει τι θα κάνει με την αιχμάλωτη του, αλλά και για να μη γίνει αισθητή η απουσία του, ο Σάββας επέστρεψε πίσω στον κήπο που κανονικά θα πραγματοποιούταν η δεξίωση, όπως ήταν απόλυτα φυσικό η αναστάτωση επικρατούσε. Μόλις τον είδε η υπουργός, είπε νευριασμένη το όνομα του, εκείνος την κοίταξε όπως ήταν πασαλειμμένη πατόκορφα με τούρτα αποφεύγοντας να κάνει οποιοδήποτε σχόλιο. Τελικά εκείνη εκνευρισμένη δεν είπε τίποτα, αντιθέτως μπήκε στο σπίτι για να πάει στο δωμάτιο της να αλλάξει. Η Μαριάνθη, πλησίασε το Σάββα, κρατώντας μια βρεγμένη πετσέτα προσπαθώντας να καθαρίσει κάπως το λεκέ στο φόρεμα της.

-Φοβάμαι ότι θα βρεις το μπελά σου.

-Μην ανησυχείς, δε θα πάθω τίποτα. Λερώθηκες και εσύ;

-Από ποτό, όχι από τούρτα! Συγκεκριμένα χύθηκε το αίμα της Μαίρης από το ποτήρι στο φόρεμα μου.

-Είχαμε και φόνο; Σχολίασε πειραχτικά.

-Το ομολογώ, ελπίζω να μη μου κάνεις κακό τώρα που σου εμπιστεύτηκα το μυστικό μου!

-Άσε με να το σκεφτώ, βλέπεις είμαι αστυνομικός και αυτή τη στιγμή σε υπηρεσία. Της είπε χαμογελώντας. Τη διάθεση του Σάββα έκοψε η παρουσία δυο τύπων που μπήκαν μέσα στο χώρο με κάμερα. Ποιοι στο διάολο είναι αυτοί πάλι; Με συγχωρείς δυο λεπτά! Ε εσύ, κατέβασε την κάμερα!

-Ωχ, ήρθαν οι τραμπούκοι της ασφάλειας! Σχολίασε ένας λεπτοκαμωμένος καμεραμάν.

-Ποιοι είστε εσείς;

-Άσε θα μιλήσω εγώ, είπε η γυναίκα δημοσιογράφος στον συνάδελφο της που κουβαλούσε την κάμερα. Είμαστε καλεσμένοι από την κυρία Τσώτση, δημοσιογράφοι για να τραβήξουμε πλάνα από τη δεξίωση για να προβληθούν στα δελτία ειδήσεων. Μα τι συνέβη;

-Ένα μικρό ατύχημα! Έκλεισες την κάμερα εσύ;

-Μα κλειστή την έχω. Διαβεβαίωσε ο καμεραμάν, ο οποίος είχε στραμμένη την κάμερα προς τα κάτω, για να μην προσέξει ο αδαής μπάτσος ότι το φωτάκι της κάμερας αναβόσβηνε στην ένδειξη της εγγραφής.

-Λοιπόν, θα περιμένετε να συμμαζευτεί ο χώρος και ύστερα θα ξεκινήσετε τη λήψη κανονικά. Σύμφωνοι;

-Σύμφωνοι.

-Καλά τι ατύχημα μας λέει αυτός; Εδώ μοιάζει βομβαρδισμένο τοπίο, με τούρτες.

-Ελπίζω να τα τράβηξες.

-Όλα, καρέ καρέ. Κρίμα που δεν προλάβαμε τον τουρτοπόλεμο.

-Κι αυτό καλό είναι… θα έχουμε να σχολιάζουμε για βδομάδες στην εκπομπή! Άσε που θα μπορούμε να κάνουμε μόνοι μας όσες εικασίες περνάνε από το κεφάλι μας.

 

 

Με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά από το στήθος της, την άκρη της γλώσσας της ανάμεσα στα χείλη, να τη δαγκώνει ελαφρά με τα δόντια της, η Θέκλα αξιολογούσε τη δουλειά της. Αν ήθελε να είναι ειλικρινής με τον εαυτό της δεν ήταν και τόσο καλλιτεχνική, αλλά λίγα συνθήματα ποτέ δεν έβλαψαν κανέναν, μάλιστα βοηθάνε κάποιους να βρούνε το δικό τους μότο στη ζωή. Στην πόρτα του δωματίου είχε γράψει «Το Life style από μηδενικό σε κάνει νούμερο». Ήταν ένας φόρος τιμής για τη δεξίωση στην οποία είχε παραβρεθεί. Τα δύο επόμενα συνθήματα ήταν αφιερωμένα στην αστυνομική αυθαιρεσία, θύμα της οποίας είχε πέσει και η ίδια, αφού την είχαν συλλάβει παράνομα, καταπατώντας τα ανθρώπινα δικαιώματα και την είχαν κλειδώσει σε ένα δωμάτιο παρά την επιθυμία της. «Ταγματασφαλίτες μπάτσοι ο φασισμός δε θα περάσει». Και φυσικά δε θα μπορούσε να λείπει το κλασσικό «Καλύτερα άνεργος παρά μπάτσος». Ύστερα αποφάσισε να ασχοληθεί με ταξικά θέματα, έχοντας για καμβά έναν ολόκληρο τοίχο και γράφοντας «Μην σκοτώνεις τα κουνούπια άλλοι σου πίνουν το αίμα». Θα μπορούσε κάποιος να το χαρακτηρίσει και ως μια οικολογική νότα. Πέρασε στα πιο ρομαντικά, εν μέρει προτρεπτικά προς κάποιου είδους ξεσηκωμό «Η δράση αντικαθιστά τα δάκρυα». Και έκλεισε με μια διάθεση χιούμορ για τους καλοπροαίρετους, αναίδειας για τους κακοπροαίρετους, γράφοντας με κόκκινο πάντα σπρέι. «Λευτεριά και ανεξαρτησία στον αυνανιζόμενο μπάτσο». Τέλος δεν μπορούσε να λείπει και το σχόλιο της για τον κοινοβουλευτισμό και τα αποτελέσματα του. «Ψηφοδέλτια σταύρωνα κι όλη τη νύχτα καύλωνα».

Άκουσε την πόρτα να ξεκλειδώνει και ο τραμπούκος από την ασφάλεια της Τσώτση έκανε την εμφάνιση του. Μόλις αντίκρισε τα γραμμένα συνθήματα στους μόλις πριν από λίγα λεπτά κατάλευκους τοίχους, την αγριάδα στο πρόσωπο του τη διαδέχτηκε η φρίκη. Η Θέκλα, αδιάφορη και ήρεμη σήκωσε την τσάντα της και αφού την πέρασε στον ώμο, ξεκίνησε προς την πόρτα, όμως ο αστυνομικός με μια απότομη κίνηση την έσπρωξε προς τα πίσω, αναγκάζοντας την να οπισθοχωρήσει και να της πέσει η τσάντα από τους ώμους, αν και δεν έβαλε ιδιαίτερη δύναμη, βλέποντας ότι είχε να κάνει με ένα άτομο που ζύγιζε τα μισά από τον ίδιο κιλά.

-Που νομίζεις ότι πας;

-Να βγω. Του απάντησε εκείνη ψύχραιμα.

-Νομίζεις ότι ξεχρέωσες τόσο εύκολα;

-Κι αν δεν έχω να πληρώσω! Τι θα με κάνεις;

-Μπορώ να σε εξαφανίσω από τον χάρτη.

-Σοβαρά; Για πες και άλλα ανέκδοτα μήπως και γελάσω με κανένα.

-Τα ξέρω κάτι κοριτσάκια σαν και σένα, φοράτε παντελόνια και νομίζετε ότι έχετε και αρχίδια. Της απάντησε με τον εκνευρισμό του να κλιμακώνεται.

-Αφού τα έχουν χάσει μερικοί σαν και σένα…

Με μια απότομη κίνηση την κόλλησε στον τοίχο, κρατώντας την από το λαιμό με το ένα χέρι. Όσο περνούσαν τα δευτερόλεπτα εκείνος έβαζε όλο και περισσότερο δύναμη στη λαβή του, αναγκάζοντας τη Θέκλα να πιάσει το χέρι του, προσπαθώντας να το απομακρύνει από το λαιμό της ενώ τα μάτια της είχαν γεμίσει δάκρια από την προσπάθεια να πάρει αέρα.  

-Όταν μιλάς σε μένα τις μαλακίες που λες στους φίλους σου, δε θα μου τις λες. Της είπε πριν την αφήσει, εκείνη ζαλισμένη έπεσε στο πάτωμα, αρχίζοντας να βήχει, ενώ εκείνος πήρε την τσάντα της και άρχισε να ψάχνει για την ταυτότητα της. Μόλις διάβασε το όνομα, ένα χαιρέκακο χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπο του. 

-Ώστε Γιαννέλη ε; Είπε ρίχνοντας της μια κλωτσιά στα πόδια. Θα τα ξαναπούμε σε λίγο, βλέπεις η πάρτη σου είναι χρεωμένη ως το λαιμό.

 

 

Το μόνο που άκουσε μέσα στη ζάλη της η Θέκλα, ήταν την πόρτα να κλειδώνει. Ας έκανε να καθυστερούσε, ο τύπος ήταν τρελός για δέσιμο και προφανώς να την είχε άσχημα μαζί του, δε θα του ήταν τίποτα να την εξαφανίσει και να μην βρει ποτέ κανείς το πτώμα της. Αν καθυστερούσε λίγο, ίσως ανακτούσε τις δυνάμεις της και μπορεί να έβρισκε ένα σχέδιο διαφυγής ή μπορεί απλά να τον αιφνιδίαζε αν έβρισκε κάτι που θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει για όπλο και ύστερα να το έβαζε στα πόδια. Μόλις ένα λεπτό αργότερα, όταν η Θέκλα άκουσε πάλι την πόρτα να ξεκλειδώνει, χωρίς να το θέλει άρχισε να θρηνεί, πλέον ήταν στο έλεος του, ό,τι χειρότερο θα μπορούσε να της συμβεί. Το μόνο που κατάφερε ήταν να ανασηκωθεί και να στηριχτεί στον τοίχο, ας την έβρισκε σε μια πιο αξιοπρεπή στάση από αυτή που την είχε αφήσει. Μόλις είδε ένα άλλο γνωστό πρόσωπο να μπαίνει αντί του βασανιστή της, αναρωτήθηκε πως στην ευχή ο Μπέρδος κατάφερνε να μπερδεύεται πάντα στις λιγότερο ευνοϊκές καταστάσεις για εκείνον, που μάλιστα της προκαλούσε η ίδια. Εκείνος παραξενεμένος κοίταξε γύρω του, τα γκράφιτι στους τοίχους, ύστερα γνωρίζοντας ότι δεν είχε πολύ χρόνο πήγε και γονάτισε δίπλα της.

-Θέκλα; Είσαι καλά;

-Έχω υπάρξει και καλύτερα. Είπε δίνοντας του το χέρι της για να τη βοηθήσει να σηκωθεί.

-Είδα τι συνέβη πριν από λίγο εδώ. Άντε πάμε, δεν έχουμε πολύ χρόνο. Αναγνωρίζοντας την αναποφασιστικότητα στο βλέμμα της, δίστασε και εκείνος να προχωρήσει. Δε μου έχεις εμπιστοσύνη;

-Θα έπρεπε;

-Καλά, κάνε ό,τι θες. Είπε εκείνος προσβεβλημένος και ξεκίνησε για την έξοδο. Μην έχοντας εναλλακτική η Θέκλα έσκυψε πήρε την τσάντα και τον ακολούθησε. Εκείνος κοίταξε έξω από την πόρτα και ύστερα έκανε νόημα στη Θέκλα να βγει πρώτη. Πριν βγει ο Αρτέμης έριξε μια τελευταία ματιά στους τοίχους, ύστερα έκλεισε την πόρτα και την κλείδωσε, αφήνοντας στην πόρτα το κλειδί όπως είχε κάνει ο Σάββας, λίγο νωρίτερα, βέβαιος ότι δε θα πείραζε κανείς τη λεία του.   

 

 

Η Θέκλα ακολουθούσε τον Αρτέμη, κοιτώντας γύρω της, έχοντας στο μυαλό της ότι αυτό μπορεί να ήταν μια καλοστημένη παγίδα για να βγει μόνη της από το δωμάτιο για να μη δει κανείς τον μπάτσο να τη σέρνει με τη βία και ανά πάσα στιγμή εκείνος θα έκανε την εμφάνιση του και θα την γράπωνε. Να δεις που αυτός ο Μπέρδος ήταν μυστικός της αστυνομίας, και συγκεκριμένα κάποιος που άνηκε στην προστασία της Τσώτση, δεν μπορεί να τον έβρισκε συνέχεια μπροστά της. Δυο φορές είχε πέσει στον δρόμο της πολιτικού και τις δύο, είχε βρεθεί στον δικό της ο κύριος Μπέρδος. 100% φυσική παρουσία; Ω, εκείνη δεν πίστευε σε συμπτώσεις, όμως ήλπιζε να παίζει το ρόλο του καλού –μυστικού- μπάτσου, και να τη βοηθούσε να δραπετεύσει από τις ορέξεις του σαδιστή συναδέρφου του. Όμως ας υποκρινόταν ότι τον πίστευε και ότι τον εμπιστευόταν.

-Αρτέμη! Έτσι όπως είσαι πασαλειμμένος με τη σαντιγί ξέρεις τι μου θυμίζεις; Εκείνος έκανε νόημα με το κεφάλι του μιας και η δικιά του καρδιά, ασυνήθιστη από τέτοιου είδους ηρωισμούς έπαιζε ταμπούρλο και προσπαθούσε να φυγαδεύσει την κρατούμενη όσο πιο αθόρυβα μπορούσε. Ζαχαρωτό! Του είπε εκείνη και έπνιξε ένα γελάκι. Ο Αρτέμης προτίμησε να μην απαντήσει, αφού δεν μπορούσε να καταλάβει από πού αντλούσε την όρεξη από τη στιγμή που κινδύνευαν και κυρίως ύστερα από αυτό που είχε ζήσει κλεισμένη στο δωμάτιο της έπαυλης, με έναν τύπο που δεν έκρυβε τις διαθέσεις του απέναντι της. Από πού θα με φυγαδεύσεις τώρα; Την άκουσε να τον ρωτάει.

-Πίσω έχει έναν τοίχο, είναι λίγο ψηλός αλλά θα τα καταφέρεις.

-Ψηλός; Είπε εκείνη και κοντοστάθηκε. Και δεν έχει φύλακες;

-Μετά την αναστάτωση που δημιούργησες είναι όλοι μπροστά. Έλα φτάσαμε.

-Είπες ότι είναι λίγο ψηλός. Είπε εκείνη με απόγνωση αντικρίζοντας τον τοίχο, δυόμιση μέτρα ύψους.

-Μα δεν είναι πολύ ψηλός.

-Πράγματι, δεν είναι κάστρο! Τον ειρωνεύτηκε εκείνη μη βρίσκοντας κουράγιο να σκαρφαλώσει.

-Θα σε βοηθήσω εγώ. Ανέβα στους ώμους μου, στηρίξου πάνω στον τοίχο, και ύστερα πήδα από την έξω πλευρά.

-Μια κουβέντα είναι;

-Έχεις υψοφοβία; Την ρώτησε εκείνος παραξενεμένος.

-Καμιά φοβία δεν έχω. Του απάντησε πειραγμένη.

-Ωραία λοιπόν πάτα στους ώμους μου, είπε καθώς κάθισε για να μπορέσει να πατήσει εκείνη επάνω του. Ύστερα από τρεις αποτυχημένες προσπάθειες, εκείνη κατάφερε να σταθεί όπως όπως πάνω στους ώμους του λούμπεν προλεταριάτου, όπως τον χαρακτήριζε, και στηριζόμενη στον τοίχο, ενώ εκείνος ανασηκώθηκε αργά κατάφερε να πηδήξει στην κορφή του τοιχίου. Από την κορφή και μην παίρνοντας απόφαση να πηδήξει από την άλλη πλευρά στο πεζοδρόμιο τον φώναξε, κάνοντας όλες τις γάτες να γυρίσουν προς την πλευρά της. Γιατί το κάνεις αυτό; Εκείνος κούνησε το κεφάλι του με απορία. Γιατί με βοηθάς; 

-Επειδή είμαι καλός άνθρωπος!

-Ναι, καλά.

-Επειδή την προηγούμενη φορά σε έβαλα σε μπελάδες. Ικανοποιημένη; Εκείνη κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. Και τώρα φύγε. Εκείνη έκανε τον σταυρό της και πήδηξε. Παραδόξως και μην μπορώντας να το πιστέψει ούτε η ίδια, στάθηκε όρθια και αμέσως με γοργό βήμα απομακρύνθηκε από το σπίτι.

Ο Αρτέμης ίσιωσε τα ρούχα του και έκανε να φύγει όταν πάτησε πάνω σε κάποιο σκληρό αντικείμενο, του οποίου η οθόνη πρασίνισε. Ένα κινητό.

 

 

Ο Σάββας επέστρεψε για να φοβίσει λίγο ακόμα εκείνο το αδίστακτο πλάσμα το οποίο τον είχε πετροβολήσει μόλις λίγα βράδια νωρίτερα στη βάρδια του. Ξεκλείδωσε την πόρτα και μπήκε στο δωμάτιο μα το κορίτσι και η τσάντα της έλειπαν. Θα ήταν κρυμμένη κάτω από κανένα κρεβάτι ή μέσα στη ντουλάπα, ωραιότατα είχε καταφέρει να την τρομοκρατήσει, κι ακόμα δεν είχε ξεκινήσει μαζί της. Πήγε στη ντουλάπα και άνοιξε απότομα την πόρτα. Δεν κρυβόταν εκεί μέσα, οπότε μάλλον κάτω από το κρεβάτι, έκανε ένα γύρο, και γονάτισε απότομα, μα ούτε εκεί βρισκόταν. Μα που στην ευχή ήταν τότε. Δεν υπήρχε άλλος χώρος που να προσφέρεται εκεί μέσα για κρυφτούλι, κοίταξε το παράθυρο και έτρεξε να δει μήπως τελικά είχε καταφέρει να το σκάσει. Ποιος τον βεβαίωνε ότι δεν είχε διαρρήξει την πόρτα του δωματίου και δεν είχε ξεφύγει, από τέτοια υποκείμενα όλα μπορούσε να τα περιμένει κανείς. Και σίγουρα την πρώτη φορά βρήκε την ευκαιρία να αφήσει τα ίχνη της μέσα σε αυτό, όμως μόλις τη φόβισε λίγο, την έκανε. Με μεγάλες δρασκελιές κατευθύνθηκε προς το παράθυρο όπου είδε μια ύποπτη φιγούρα να πηδάει από τη μάντρα. Σίγουρα εκείνη ήταν, έκανε να τρέξει να την προλάβει, όμως στην πόρτα εμφανίστηκε το μεγάλο αφεντικό, κλείνοντας του το δρόμο. Η Τσώτση έμεινε με ανοιχτό το στόμα να κοιτάζει τα συνθήματα στους τοίχους.

-Ψηφοδέλτια σταύρωνα κι όλη τη νύχτα καύλωνα; Διάβασε δυνατά.  Λευτεριά και ανεξαρτησία στον αυνανιζόμενο μπάτσο; Ποιος τα έγραψε αυτά;

-Το κορίτσι τα έγραψε. Απάντησε εκείνος απολογητικά.

-Ποιο κορίτσι;

-Που πέταξε την τούρτα.

-Και τι γύρευε εδώ μέσα το κορίτσι;

-Το είχα κλειδώσει μέχρι να …

-Δεν έχεις καθόλου μυαλό;

-Κυρία Τσώτση, θέλησε να υπερασπιστή τον εαυτό του.

-Θες να δημιουργηθεί σκάνδαλο, ότι πιάνονται παιδιά και φυλακίζονται στο σπίτι της υπουργού παιδείας;

-Πρώτον δεν είναι και τόσο παιδί. Και δεύτερον προκάλεσε…

-Μπροστά στην παράνομη φυλάκισή της τίποτα δεν προκάλεσε. Και που είναι τώρα;

-Το έσκασε. Όμως αν τρέξω θα την προλάβω, την είδα τώρα να πηδάει τη μάντρα.

-Βλάκα, βλάκα. Τίποτα δε θα κάνεις, από τη στιγμή που τη συνέλαβες και τη φυλάκισες παράνομα δε θα κάνεις τίποτα. Αλλιώς κινδυνεύω να με ξεφωνίσουν όλα τα Μ.Μ.Ε. και να χάσω και το υπουργείο εξαιτίας σου, ηλίθιε. Να εύχεσαι μόνο να μη πάρει δημοσιότητα το όλο θέμα, αυτό μόνο. Είπε και έκανε να φύγει όμως αμέσως κάτι θυμήθηκε και στράφηκε πάλι προς το μέρος του. Α! και που είσαι, αύριο το πρωί θα βάψεις το δωμάτιο.

-Μα αστυνομικός είμαι όχι μπογιατζής.

-Μάθε τέχνη και άστηνε κι άμα πεινάσεις πιάστηνε. Του είπε απειλητικά εκείνη πριν κλείσει την πόρτα πίσω της με θόρυβο και αφήσει το Σάββα να κοιτάζει το σύνθημα: Το Life style από μηδενικό σε κάνει νούμερο.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ

 

Ο Αρτέμης προχωρούσε αφηρημένος κοιτάζοντας ολοένα πίσω του, ενώ στην τσέπη του είχε το χαμένο κινητό. Το σωστό θα ήταν να το δώσει σε κάποιον υπεύθυνο ώστε να κοινοποιηθεί στους παρευρισκόμενους, όμως υπήρχε πιθανότητα να άνηκε στο ατίθασο κορίτσι και δεν ήθελε να τη βάλει σε μπελάδες, παραχωρώντας προσωπικά της δεδομένα σε αυτούς που αντιπαθούσε και που ο ίδιος είχε γίνει μάρτυρας ότι την απειλούσαν. Έτσι έμεινε με το ξένο κινητό στην τσέπη με την απόφαση την επόμενη μέρα να έβλεπε τι θα έκανε. Πλησιάζοντας μπροστά άκουσε την Τσώτση να μαλώνει τη γραμματέα της όταν εκείνη τόλμησε να τη ρωτήσει για ποιο λόγο δεν είχε αλλάξει ρούχα από τη στιγμή που είχε μπει στην έπαυλη.

-Ω,  Κυρία Τσώτση συγγνώμη που σας τουρτεψα, που σας έριξα την τούρτα διόρθωσε την έκφραση του, γνωρίζοντας ότι η λέξη τούρτεψα δεν άνηκε στο ελληνικό λεξιλόγιο, δεν προορίζονταν για εσάς, ήταν ατυ..

-Εντάξει, εντάξει φίλε μου μην απολογείσαι, εσύ προσπάθησες να με υπερασπι­στείς.  Είδα για πού πήγαινε η τούρτα και πόσο πάθος έδειξες ενάντια σε αυτό το σιχαμερό κοριτσόπουλο. Άλλωστε είσαι το γούρι μου, εν τη εμφανίσει σου όλα πήραν το δρόμο τους. Με τη φρουρά μου τα έχω που δεν με προστάτεψαν από την προβοκάτσια… σκατοκόριτσο, πρόσθεσε ψιθυριστά.

-Πράγματι, αν και φαίνεται καλό κορίτσι! Πρόσθεσε αφηρημένα.

-Τι;

-Εννοώ ότι θα μπορούσε να είναι ένα καλό παιδί, αλλά φαντάζομαι σε τι οικογένεια μεγάλωσε και τι αρχές της έδωσαν, αν είναι δυνατόν να επιτεθεί σε εσάς που είστε ένας άγγελος.

-Σε ευχαριστώ.

-Θύμισε μου όμως το μικρό σου όνομα. Του είπε με ύφος που μόνο μια βασίλισσα έχει για να απευθυνθεί σε υπήκοο της. 

-Αρτέμης.

-Αρτέμη, αυτό είναι το σημερινό πρόβλημα, η νεολαία και η παιδεία τους. Για το λόγο αυτό οραματίζομαι ένα νέο εθνικό σχέδιο για την παιδεία, που θα τιθασεύσει την οργή των νέων μας, θα τους δώσει τη σωστή παιδεία και θα βάλει τα πράγματα σε τάξη.

-Είμαι σίγουρος πως το σχέδιο σας θα πετύχει.

-Το εθνικό σχέδιο… και βέβαια θα πετύχει, όμως θα πρέπει να στελεχωθεί από ικανά στελέχη και θα πρέπει να το επιβλέπω η ίδια. Όμως σε βλέπω και εσένα γεμάτο γλυκά, πήγαινε μέσα και ζήτα να σου φέρουν ένα άλλο κουστούμι αν υπάρχει, μην γυρίσεις έτσι στο σπίτι σου

-Ωω, σας  ευχαριστώ πολύ, έχω τα δικά μου ρούχα, και μην στεναχωριέστε για αυτό που συνέβη σήμερα, είμαι βέβαιος πως στο μέλλον θα σας ευγνωμονούν όλοι οι νέοι της χώρας για την προσφορά σας…

-Και εγώ είμαι βέβαιη! Είπε και έφυγε αφήνοντας τον Αρτέμη μόνο του να σκέπτεται ότι ίσως η ‘‘κουμπαρούλα’’ χρειαζόταν πολλές τούρτες κατάμουτρα.

 

 

Σαν μαινόμενος ταύρος πηγαινοερχόταν μέσα στο δωμάτιο ο Σάββας. Δεν του έφτανε που είχε χάσει μέσα από τα χέρια του το άτομο που θα μπορούσε να τον έχει σκοτώσει πετώντας του πέτρες τις προάλλες, από πάνω τα είχε ακούσει και από την Τσώτση. Κι όχι μόνο είχε υπονοήσει ότι δεν κάνει καλά τη δουλειά του, του είχε αναθέσει να βάψει και τους τοίχους. Όταν όμως την είχε πάει στο σπίτι του, μια χαρά την είχε κάνει τότε τη ‘‘δουλειά’’ του και μια χαρά είχε ευχαριστηθεί το θυμό του για την υπεύθυνη του σπασμένου του κεφαλιού. Αχάριστες, πλούσιες σκρόφες. Ο Σάββας είχε όμως την υποψία ότι εκτός από την παράνομη, όπως χαρακτήρισε, κράτηση της αλήτισσας, εκτός από το επεισόδιο που είχε καταστρέψει τη φιέστα της, τους λερωμένους τοίχους και το κατεστραμμένο της ρούχο την είχε πειράξει το ότι τον είχε δει να μιλάει με μια άλλη γυναίκα. Ίσως να μην μπορούσε να την ενοχλήσει ως υφιστάμενος, από τη στιγμή που δεν ήταν προς το συμφέρον του να παραιτηθεί από τη φρουρά της, όμως ήταν βέβαιος ότι θα μπορούσε να την ενοχλήσει ως εραστής και ήξερε ακριβώς με ποιο τρόπο.

Ανακτώντας την ψυχραιμία του αλλά και την ικανοποίηση καθώς έβλεπε νοερά το πρόσωπο της Ολυμπίας να τον παρακολουθεί να φεύγει, κατέβηκε στον κήπο. Έριξε μια ματιά γύρω του να εντοπίσει την Τσώτση και ύστερα την παλιά συμμαθήτρια του αδερφού του. Από μπροστά του πέρασε ο Αρτέμης, τον οποίο ο Σάββας κοίταξε καχύποπτα. Αυτό το μούτρο άνηκε σε κακοποιό στοιχείο, παρά που είχε μαζεμένη όλη τη χαζομάρα επάνω του, «Να δεις που παριστάνει τον κακομοίρη για να καμουφλάρεται» είπε στον εαυτό του, όμως πλέον δεν τον ένοιαζε, ας ανατίναζε και ολόκληρη την έπαυλη μαζί με τους καλεσμένους, εκείνος είχε πάρει την απόφαση του και θα έφευγε αμέσως.

Πλησίασε τη Μαριάνθη που με μια πετσέτα πάλευε ακόμα να εξαφανίσει το λεκέ από το φόρεμα της και τη ρώτησε πως περνούσε στη δεξίωση. Εκείνη αρκέστηκε να του απαντήσει με ξινισμένο ύφος ότι περνούσε τέλεια και να του δείξει τη στάμπα από το Bloody Mary, που λίγη ώρα νωρίτερα είχε παραγγείλει με τόση ικανοποίηση. «Η φακλάνα με έχει καταραστεί», μουρμούρισε, αναγκάζοντας το Σάββα να τη ρωτήσει τι είχε πει. «Μη δίνεις σημασία», του απάντησε συνεχίζοντας να τρίβει με λύσσα το φόρεμα της. Μόλις ο Σάββας είδε την Ολυμπία να βγαίνει έξω στον κήπο, φορώντας ένα άλλο φόρεμα και να κατευθύνεται προς τους δημοσιογράφους, πρότεινε στη Μαριάνθη αν ήθελε να φύγουν. Εκείνη απορημένη πήρε το βλέμμα της από το λεκέ και τον κοίταξε στα μάτια, που να πήγαιναν, άσε που εκείνος δούλευε. Η απάντηση του ήταν ότι είχε ρεπό για το υπόλοιπο της βραδιά. Φυσικά δεν της ανέφερε ότι το ρεπό το είχε πάρει από τη σημαία. Καχύποπτη από τη φύση της η Μαριάνθη τον ρώτησε με ανησυχία αν τον είχε διώξει, εκείνος υπεροπτικά της απάντησε ότι δεν μπορεί να τον διώξει κανένας εκείνον και στο τέλος συμφώνησε να φύγει μαζί του. Εξυπακούεται ότι πρώτα θα περνούσαν από το σπίτι της για να αλλάξει φόρεμα και ο Σάββας της πρότεινε ότι μπορούσαν να μείνουν εκεί αν προτιμούσε, δείχνοντας φανερά τις διαθέσεις του. Η Μαριάνθη τον ψευτομάλωσε πριν αφήσει σε ένα τραπέζι την πετσέτα και τον ακολουθήσει προς την έξοδο. Περνώντας δίπλα από την Τσώτση που μιλούσε στη δημοσιογράφο, εξηγώντας της την κατάσταση, στην ουσία παραποιώντας τα γεγονότα, την κοίταξε για να δει αν πρόσεξε ότι έφευγε. Αν και η Τσώτση δεν έκανε καμιά κίνηση να τον σταματήσει, τα μάτια της πέταγαν φωτιές, όμως ο αντρικός του εγωισμός δεν του επέτρεπε να ανέχεται κάποια που ‘‘τακτοποιούσε’’ συχνά τον τελευταίο καιρό συχνά. Άλλωστε εκείνος ήταν ο άντρας και ακόμα και αν ήταν αφεντικό του, είχε απαίτηση να τον σέβεται και να μην του υποδεικνύει πως θα κάνει τη δουλειά του, ειδικά από τη στιγμή που είχε διακινδυνέψει η ζωή του εν ώρα υπηρεσίας και φύλαξης του προσωπικού της γραφείου. 

 

 

Επιστρέφοντας στο σπίτι ο Αρτέμης βρήκε τη Μαρία να κοιμάται, όσο όμως κι αν προσπάθησε να κάνει ησυχία για να μην την ξυπνήσει δεν τα κατάφερε. Εκείνη άνοιξε το μικρό φως πάνω στο κομοδίνο της, χασμουρήθηκε και ανασηκώθηκε. Αν και νυσταγμένη είχε μεγάλη διάθεση να μάθει πως ήταν στη δεξίωση, από τη φύση της ως γυναίκα τρελαινόταν να μαθαίνει λεπτομέρειες για γιορτές και κυρίως της υψηλής κοινωνίας. Όμως ο σύζυγός της, έκλεισε την κουβέντα με μια και μόνο φράση, η δεξίωση για τα γενέθλια της νέας υπουργού παιδείας ήταν γεμάτη απρόοπτα.

-Μη μου πεις ότι πλάκωσαν πάλι κουκουλοφόροι; Τον ρώτησε με την περιέργεια σε έξαψη η Μαρία.

-Οι κουκουλοφόροι αγάπη μου ήταν οι κουστουμαρισμένοι καλεσμένοι.

-Τι σημαίνει πάλι αυτό; Τον ρώτησε εκείνη μπερδεμένη.

-Τίποτα, κλείσε το φως να κοιμηθούμε. Είμαι κουρασμένος. Απάντησε θέλοντας να βάλει φρένο στη συζήτηση. Η πολλή παρέα με το ταραχοποιό στοιχείο, τη Θέκλα, είχε αρχίσει να τον επηρεάζει, να δεις που έχουν δίκιο όσοι λένε, δείξε μου το φίλο σου να σου πω ποιος είσαι!

-Καλά αλλά θα μου πεις το πρωί με λεπτομέρειες.

 

 

Δεν μπορούσε η Μαριάνθη να είναι βέβαιη αν ο άντρας που είχε πάρει τη θέση μπροστά από το τιμόνι του αυτοκινήτου της, και την είχα πείσει να κάτσει στη θέση του συνοδηγού, τη φλέρταρε η ξέσπαγε επάνω της όλο τον φαλλοκρατισμό του. Πάντως αν το έκανε, το έκανε χαριτωμένα ή ίσως το έβρισκε εκείνη χαριτωμένο γιατί της είχε τραβήξει την προσοχή ακόμα κι αν δεν ήταν ο τύπος της. Μόλις έφτασαν στο αυτοκίνητο εκείνος της ζήτησε να οδηγήσει ο ίδιος, όταν η Μαριάνθη τόλμησε να ρωτήσει αν άνηκε στην κατηγορία εκείνων που δεν είχαν εμπιστοσύνη στις γυναίκες οδηγούς εκείνος της απάντησε ότι άνηκε στην κατηγορία εκείνων που δεν είχαν εμπιστοσύνη στις γυναίκες σε τίποτα, απάντηση που σε καμία περίπτωση δε θα περίμενε.

Πριν βάλει μπροστά, της πρότεινε να πάνε στο σπίτι του, για να της δείξει τη συλλογή με τα γραμματόσημα. Τώρα που το σκεφτόταν ένιωθε πολύ αφελής που τον ρώτησε αν έκανε συλλογή με γραμματόσημα, για να δεχτεί την απάντηση ότι έκανε συλλογή με πολλά πράγματα.

-Όπως;

-Με ωραίες γυναίκες. Κοιτάζοντας τη για λίγα δευτερόλεπτα, πριν επιστρέψει το βλέμμα του στο δρόμο.

-Τις βαλσαμώνεις; Τον ρώτησε παριστάνοντας την αφελή, αφού γνώριζε ότι ο Σάββας ήταν ένας άντρας που δε θα καταδεχόταν δίπλα του μια γυναίκα αφέντρα. Με βεβαιότητα ήταν ο τύπος του ‘‘σατράπη’’, ένας τύπος τον οποίο συνήθως απέφευγε αλλά να που τώρα την εξίταρε να μιλάει μαζί του.

-Όχι ακριβώς, σχολίασε γελώντας.

-Φωτογραφίες τότε.

-Προτιμώ τις ζωντανές …

 

 

Η καλύτερη στιγμή για μια πιθανή σχέση, είναι η στιγμή της γνωριμίας. Όταν παίζεις με το ‘‘θύμα’’ σου όπως παίζει η γάτα με το ποντίκι. Όταν δημιουργείς προσδοκίες τις οποίες αμέσως ο ίδιος απορρίπτεις, ανοίγοντας το δρόμο για την καρδιά και κυρίως για το κρεβάτι ενός θηλυκού, το οποίο μετά από λίγα λόγια και κυρίως μικρά βήματα μπρος πίσω, η τύπισσα είναι έτοιμη να σου παραδοθεί ακόμα και πίσω από ένα θάμνο. Αυτό το παιχνίδι έπαιζε με τη Μαριάνθη, αν και του έκανε εντύπωση που πριν βάλει μπροστά το αυτοκίνητο και ενώ συζητούσαν για τις συλλογές του, μόλις την πλησίασε για να την κάνει να πιστέψει ότι θα τη φιλήσει, εκείνη δεν έκανε την ελάχιστη κίνηση προς το μέρος του. Ο Σάββας τραβήχτηκε απότομα προς τα πίσω και άναψε τη μηχανή του αυτοκινήτου, όμως με τη στάση της, έδωσε την εντύπωση ότι δεν ήταν εκείνος που αποφάσισε τελικά να μην προχωρήσει στο φιλί αλλά ότι ήταν εκείνη που τον ανάγκασε να μην το κάνει. Εκνευρισμένος κάπως που μετά την Ολυμπία και τις προσβολές της, η Μαριάνθη του το έπαιζε δύσκολη, ένιωθε ότι ήθελε να σταματήσει το αυτοκίνητο και να της ματώσει τα χείλη. Τελικά όμως αντί αυτού, πήγανε στο σπίτι του, όπου τώρα εκείνη καθισμένη, με τα πόδια γυμνά και μαζεμένα κοίταζε τη συλλογή με τα γραμματόσημα του πατέρα του.

-Νόμιζα ότι αστειευόσουνα όταν έλεγες ότι έχεις συλλογή με γραμματόσημα.

-Ποτέ δεν αστειεύομαι με μια ωραία κυρία. Της απάντησε προσπαθώντας να ανοίξει ένα μπουκάλι κρασί.

-Οπότε να υποθέσω ότι κάνεις συλλογή και με ωραίες γυναίκες;

-Φυσικά. Είπε την ώρα που κατάφερε και έβγαλε το φελλό από το μπουκάλι με το κρασί.

-Μα δεν τις βλέπω. Τον προκάλεσε για να ακούσει αυτό που επιθυμούσε.

-Μία τη φορά. Είπε κοιτώντας την. Για πες μου, τώρα εσύ… είπε ενώ ακούμπησε δυο ποτήρια με λευκό κρασί πάνω στο τραπεζάκι και κάθισε δίπλα της στον καναπέ.

-Δεν έχω καμία συλλογή. Εκτός από πετσετάκια που τα κληρονόμησα από τη γιαγιά και τη μαμά μου.

-Πλεκτά;

-Μόνο πλεκτά.

-Με τι ασχολείσαι;

-Δουλεύω σε μια διαφημιστική.

-Έχεις σπουδάσει μάρκετινγκ;

-Κοινωνιολογία στη Πάντειο, Ύστερα με δημόσιες σχέσεις και κάποιους γνωστούς που είχα, βρήκα δουλειά σε διαφημιστική.

 

-Σ΄ αρέσει η δουλειά σου; Τη ρώτησε περισσότερο όπως θα έκανε ανάκριση παρά όπως θα ρωτούσε μια γυναίκα που τον ενδιέφερε.  

-Καλά είναι. Βέβαια έδωσα πολλούς αγώνες για να φτάσω στη θέση που βρίσκομαι.

-Και στον προσωπικό τομέα;

-Χωρισμένη. Από πότε δουλεύεις για τη Τσώτση; Θέλησε να αλλάξει συζήτηση νιώθοντας για πρώτη φορά άβολα με το θέμα του διαζυγίου της.

-Εγώ κάνω τις ερωτήσεις;

-Υπάρχει νόμος;

-Φυσικά, συγκεκριμένα Άρθρο 3 παράγραφος 2 του νόμου 13330. Έλα αστειεύομαι.

-Εσύ είπες ότι ποτέ δεν αστειεύεσαι με μια κυρία.

-Είπα ότι ποτέ δεν αστειεύομαι με μια ωραία κυρία. Μην παίρνεις αυτά τα μούτρα φυσικά και σε πειράζω. Εδώ κι ένα χρόνο είμαι στην υπηρεσία της.

-Και πως είναι να είσαι προσωπικός φρουρός της κυρίας Τσώτση;

-Μμμμ, δεν ξέρω, δεν έχει και πολλή δράση, κάπου και που εμφανίζεται κάποιο πιτσιρίκι, πετάει κι από καμιά πέτρα ή καμιά τούρτα, επαναστάτρια του γλυκού νερού σαν να λέμε, κι αυτό είναι όλο.

-Ναι αλλά απόψε, με την επαναστάτρια του γλυκού νερού μου φάνηκε σαν να έγινες λίγο παραπάνω έξαλλος.

-Ήταν η περίσταση. Γενικά είμαι πολύ συγκρατημένος άνθρωπος και καθόλου βίαιος.

-Κι εγώ έτσι νομίζω.

-Δηλαδή;

-Ότι δεν είσαι βίαιος.

-Χαίρομαι! Συνήθως εξαιτίας του επαγγέλματός, σχηματίζουν λάθος εντύπωση για μένα.

-Οι περισσότεροι άνθρωποι τα βλέπουν όλα επιφανειακά.

-Αυτό ξαναπές το… Εσύ από πού γνωρίζεις τη βουλευτή;

-Την κυρία Υπουργό; Είπε, αφήνοντας φανερό ένα ίχνος ειρωνείας στη φωνή της. Είχα αναλάβει τη διαφημιστική της καμπάνια στα τοπικά κανάλια της Θήβας.

-Πρέπει να είσαι καλή στη δουλειά σου.

-Όχι που να το παινευτώ αλλά είμαι.

-Σίγουρα, για να καταφέρεις να βάλεις την Τσώτση στη βουλή.

-Δεν τη συμπαθείς και πολύ!

-Και γιατί πήρες διαζύγιο;

-Ασυμφωνία χαρακτήρων. Είσαι νέος ενθουσιάζεσαι, παντρεύεσαι, και νομίζεις ότι ο άλλος είναι ο ιδανικός για σένα, αλλά τελικά έχεις πέσει σε μοιραίο σφάλμα, και έρχεται το διαζύγιο.

-Παιδάκι;

-Ευτυχώς όχι, δε θα ήθελα να με ενώνει τίποτα με αυτόν τον άνθρωπο μετά το διαζύγιο.

-Πικραμένη;

-Αδιάφορη. Καμιά φορά είναι χειρότερη από την πίκρα. Εσύ φαντάζομαι δεν είσαι παντρεμένος, αλλιώς πότε θα προλάβαινες να κάνεις συλλογή από ωραίες γυναίκες.

-Μη νομίζεις κι εγώ τη μία, ωραία ψάχνω.

-Σου εύχομαι να τη βρεις λοιπόν.

-Νομίζω ότι είμαι στο σωστό δρόμο. Ήταν η απάντηση του ενώ την κοίταξε έντονα, χωρίς όμως να τολμήσει την παραμικρή κίνηση, έπρεπε να του πληρώσει με κάποιον τρόπο την απάθεια της, στην κίνηση του μέσα στο αυτοκίνητο.

 

 

Τα όνειρα που έκανε κατά τη διάρκεια της νύχτας δεν τον άφηναν να ξεκουραστεί, κάθε λίγα λεπτά πεταγόταν πάνω και έψαχνε να βρει που βρισκόταν. Όταν ένιωθε στο πλάι του τη Μαρία, ησύχαζε και προσπαθούσε να ξανακοιμηθεί αλλά να που μόλις έκλειναν τα βλέφαρα του πάλι εκείνο το ατίθασο κορίτσι εμφανιζόταν μπροστά του. Ήταν λέει στον κήπο της έπαυλης της Ολυμπίας που είχε γίνει η δεξίωση.

Εκείνος με μαύρο κοστούμι, ντυμένος στην τρίχα, χτενισμένος, ξυρισμένος, με μια λέξη τέλειος όταν από κάπου από το υπερπέραν ήρθε ουρανοκατέβατη μια τούρτα και έπεσε  επάνω του, κάνοντας τον χάλια. Μέσα από το πλήθος έκανε την εμφάνιση της η Θέκλα, φορώντας ένα μαύρο, μάξι φόρεμα, που άφηνε σε κοινή θέα την πλάτη της και κρατώντας ένα ποτήρι σαμπάνια. Με το αριστερό της χέρι, ακούμπησε τον αριστερό του ώμο, πλησίασε το πρόσωπο της κοντά στο αυτί του και έγλυψε τη σαντιγί από το μάγουλο του.

Και ήταν όλα τόσο ζωντανά που στο τέλος μην μπορώντας να κοιμηθεί άλλο, ξύπνησε τη Μαρία και έκαναν έρωτα.

 

 

Δεν της το έβγαζες από το μυαλό, ο τύπος ήταν με βεβαιότητα αστυνομικός και για κάποιο λόγο παρίστανε ότι ήταν μάγειρας. Όλο κοντά στην Ολυμπία Τσώτση τον έβρισκε, και ήταν βέβαιη ότι αν ο δρόμος της διασταυρωνόταν ξανά με τη νέα υπουργό, κάπου στο πλάι της θα έβλεπε και τον κύριο Μπέρδο, αν ήταν κιόλας αυτό το πραγματικό του όνομα. Για αρχή από πού κι ως που είχε τρέξει ξοπίσω της όταν έριξε πέτρα, σιγά μη διακινδύνευε ένας απλός ρουσφετάκιας, άοπλος, να πιάσει έναν ‘‘επικίνδυνο’’ τύπο που πετάει πέτρες. Η φυσιολογική συμπεριφορά θα ήταν να βρει κάπου να κρυφτεί για να μη τον πετύχει καμία αδέσποτη. Ύστερα όταν τους πήγαν στο κρατητήριο και ενώ εκείνη την είχε βγάλει έξω ο θείος της, χωρίς να του το ζητήσει, αλλά αυτό ήταν ένα άλλο θέμα, πως αυτός δεν πέρασε αυτόφωρο, φορτώνοντας του η αστυνομία την πέτρα που η ίδια είχε πετάξει στον αστυνομικό; Τόση ανωτερότητα πια οι μπάτσοι; Και άντε, αν σταματούσαν εκεί οι συμπτώσεις! Όμως να που βρίσκεται στη δεξίωση της υπουργού. Πράγμα αδιανόητο να καλείς κάποιον που σου ζήτησε ρουσφέτι και να τον περιφέρεις στη γιορτή σου και ο οποίος για άλλη μια φορά με αυτοθυσία μπήκε μπροστά και έφαγε εκείνος την τούρτα αντί για την Τσώτση. Για να μη σχολιάσει το γεγονός ότι την έβγαλε από τη φυλακή της και την οδήγησε σε ένα μέρος από το οποίο δε φυλασσόταν από την προσωπική φρουρά για να ξεφύγει. Α-δια-νο-η-το!!! Οι πολιτικοί δε φυλάσσονται απλά, δεν υπήρχε περίπτωση να μείνει ούτε χιλιοστό της προσωπικής τους κατοικίας αφύλαχτο και ειδικά από τη στιγμή που θα γινόταν συνάθροιση και όπου θα υπήρχαν μαζεμένοι πολλοί από το είδος τους. Οπότε είχε επιμεληθεί ο ίδιος για να λείπουν από εκείνο το σημείο οι φρουροί. Αλλά ακόμα και αν δεν υπήρχαν φρουροί σε εκείνο το σημείο, δεν μπορεί να μην υπήρχε κάμερα παρακολούθησης. Οπότε ο κύριος Μπέρδος και οι συνάδελφοι του τη θεωρούσαν ύποπτη, ίσως μέλος κάποιας τρομοκρατικής οργάνωσης και τώρα βρισκόταν υπό παρακολούθηση. Φυσικά, γιατί οι τρομοκράτες πετάνε προπαντός τούρτες στα θύματα τους. Βέβαια αν ήθελε να είναι ειλικρινής, όπως για την ίδια ήταν ύποπτο που ο Μπέρδος βρισκόταν πάντα κοντά στη Τσώτση, έτσι και σε εκείνον θα φαινόταν ύποπτο που βρέθηκε δυο φορές στο δρόμο της βουλευτή, μία να πετάει πέτρες και μια τούρτες. «Ό,τι όπλο έχει στη διάθεση του ο καθένας». Σκέφτηκε η Θέκλα και άνοιξε την τσάντα της να βγάλει το κινητό της.   

Ωραία αυτό της έλειπε, να έχει χάσει και το κινητό. Να πάρει, μέσα εκεί είχε όλες τις επαφές της, να είχε πέσει απλά κάπου ή να βρισκόταν στα αστυνομικά εργαστήρια όπου θα το περνούσαν σε εξονυχιστικό έλεγχο. Έβαλε το κεφάλι της ανάμεσα στα χέρια της προσπαθώντας να θυμηθεί μήπως το είχε ξεχάσει κάπου, όταν χτύπησε το κουδούνι του διαμερίσματος της, ώρα ήταν να είχε πάει η αστυνομία να τη συλλάβει. Σηκώθηκε αθόρυβα και πλησίασε στην πόρτα για να κοιτάξει από το ματάκι, μόλις είδε ότι ο Νίκος έστεκε απ’ έξω, ξεφύσησε ανακουφισμένη και άνοιξε.

Το φιλί που πήγε να της δώσει στα χείλη, έμεινε στον αέρα αφού η Θέκλα δεν του έδωσε καμία σημασία και πήγε να ξαναψάξει στην τσάντα της. Ο Νίκος άρχισε να μετράει με τα δάχτυλα αν είχαν περάσει οι 28 μέρες από την προηγούμενη φορά που του είχε πει ότι ήταν αδιάθετη, μέχρι που τον κάρφωσε με το βλέμμα της εκείνη και έχασε το μέτρημα.

-Τι μετράς;

-Τίποτα! Γιατί είσαι πάλι τόσο κακόκεφη; Τη ρώτησε ενοχλημένος από τη μόνιμη τον τελευταίο καιρό κατήφεια της.

-Δε βρίσκω το κινητό μου.

-Θα σου πάρω άλλο.

-Δε θέλω άλλο. Ο Νίκος έβγαλε από την τσέπη το κινητό του και αφού βρήκε το όνομα της στην ατζέντα του, πάτησε το πλήκτρο της κλήσης. Καλεί.

-Αχ, όχι…

-Τι έπαθες τώρα; Τη ρώτησε δυσαρεστημένος.

-Όταν θα σε συλλάβουν θα σου πω εγώ τι έπαθα, είπε μέσα από τα δόντια της.

-Γεια σας! Τον άκουσε να λέει.   

-Απάντησαν;

-Σουτ, δεν ακούω τι μου λένε. Καλημέρα, η φίλη μου έχασε το κινητό της και… Θέκλα! … την ξέρετε; Ρώτησε και κοίταξε καχύποπτα την κοπέλα του. Δεν καταλαβαίνω, τι εννοείτε ότι της έπεσε όταν σκαρφάλωνε μια μάντρα, ποιος είστε; Δεν πρόλαβε να πει περισσότερα γιατί του άρπαξε το τηλέφωνο η Θέκλα.

-Έλα Αρτέμη, η Θέκλα είμαι, είπε παριστάνοντας την αδιάφορη.

-Καλημέρα Θέκλα, μην ανησυχείς, εγώ έχω το κινητό σου. Έπεσε την ώρα που έκανες τα ακροβατικά σου, αλλά δεν έπαθε καμία ζημιά.

-Την ώρα που εσύ με ανάγκασες να κάνω ακροβατικά, σχολίασε χαμογελώντας όμως βλέποντας το ύφος του Νίκου, το χαμόγελο της έσβησε και προσποιήθηκε τη σοβαρή. Νομίζω ότι πρέπει να μου το επιστρέψεις!

-Φυσικά, μόνο που τώρα πρέπει να πάω στη δουλειά και θα ξεμπερδέψω αργά το βράδυ, οπότε τι λες για αύριο το μεσημέρι;

-Εντάξει, νομίζω ότι μπορώ να ζήσω μια μέρα χωρίς το κινητό μου. Συμφώνησε μαζί του και έκλεισε αφού πρώτα όρισαν τη συνάντηση τους.

-Πολύ σου έφτιαξε τη διάθεση το φιλαράκι που έχει το κινητό σου.

-Μου έφτιαξε τη διάθεση το γεγονός ότι δε χάθηκε οριστικά και αμετάκλητα.

-Και σε ποια ακροβατικά αναφερόταν;

-Σαχλαμάρες! Αλλά μήπως ζηλεύεις; Τον ρώτησε και τον πλησίασε για να τον φιλήσει.

-Λίγο.

-Γιατί δεν τον έχεις δει.

-Εννοείς ότι θα ζήλευα περισσότερο αν τον είχα δει!

-Καθόλου! Είπε, αναγκάζοντας τον να παραδοθεί στα φιλιά της, ενώ την ίδια ώρα διασκέδαζε με την ιδέα για το είδος των ερευνών που θα έκανε η αστυνομία σε όσους υπήρχαν στις επαφές της. Μαύρη μακριά λίστα μόνο που τι ατυχία, ήταν ακίνδυνη. Καμία απολύτως εξάρθρωση επικίνδυνης τρομοκρατικής οργάνωσης.

 

 

Έξω φρενών ήταν η Τσώτση όταν είπε στη γραμματέα της να καλέσει τον Σάββα Μπούτλα στο γραφείο της. Κάτι που αύξησε τον εκνευρισμό της, όταν εκείνος εμφανίστηκε μπροστά της, κι ενώ εκείνη του απορύθμιζε τα όσα είχε κάνει στη δεξίωση της με αποτέλεσμα να καταλήξει σε φιάσκο, εκείνος αδιάφορος και παριστάνοντας τον κουρασμένο πήγε και κάθισε στην πολυθρόνα απέναντι της, αντί να σταθεί σε στάση προσοχής και με τα μάτια χαμηλωμένα.

Ειλικρινά δεν ήξερε από πού έπρεπε να ξεκινήσει, από το γεγονός ότι φλέρταρε αντί να έχει το νου του, ώστε να αποφευχθεί ο τουρτοπόλεμος, τον οποίο είχε ξεκινήσει η πιτσιρίκα. Για το γεγονός ότι την είχε κρατήσει αιχμάλωτη σε δωμάτιο της έπαυλης, και τώρα η ίδια δεν μπορούσε να την τιμωρήσει έτσι όπως της άξιζε με το φόβο μη μιλήσει η μικρή και πάρει διάσταση το θέμα της παράνομης αιχμαλωσίας της, γιατί με βεβαιότητα θα μιλούσε και τα κανάλια της αντιπολίτευσης που πεθαίνουν για τέτοιες ιστορίες δεν είναι και λίγα. Και με αποκορύφωμα το ότι έφυγε από τη δεξίωση ενώ ήταν σε υπηρεσία, το τελευταίο και μόνο σφάλμα του θα ήταν ικανό να τον αφήσει άνεργο. Κι όμως εκείνος καθόταν αδιάφορος απέναντι της, με το ένα πόδι πάνω στο άλλο να την κοιτάζει έτοιμος να χασμουρηθεί. 

-Σου είπα να κάτσεις;

-Δε θυμάμαι κάτι τέτοιο.

-Και τότε γιατί έκατσες; Του έβαλε τις φωνές.

-Είμαι κουρασμένος.

-Έσκαβες; Τον ρώτησε ειρωνικά;

-Κάτι πολύ πιο διασκεδαστικό.

-Το τραβάς το σκοινί και εγώ δεν το έχω σε τίποτα να σε αναφέρω. Με μια απότομη κίνηση ο Σάββας πετάχτηκε όρθιος αναγκάζοντας την Ολυμπία να τραβηχτεί αντανακλαστικά προς τα πίσω. Εκείνος έκανε το γύρω του γραφείου και βρέθηκε από πίσω της, περνώντας τα χέρια του γύρω από τη μέση της και αρχίζοντας να τα ταξιδεύει στο κορμί της, το οποίο ανταποκρινόταν άμεσα σε κάθε αντρικό άγγιγμα.

-Δε θα το κάνεις όμως; Της ψιθύρισε στο αυτί!

-Είσαι τρελός! Είπε χωρίς όμως να προσπαθήσει να αποφύγει το άγγιγμα του. Μπορεί ανά πάσα στιγμή να μπει ο οποιοσδήποτε και να μας δει.

-Νόμιζα ότι ήξερες ότι είμαι τρελός! Ότι δεν αμφέβαλες γι’ αυτό!

-Ίσως να μην αμφέβαλα.

-Παραδέξου κι ότι ζήλεψες!

-Δεν… όμως το άγγιγμα του τη λίγωσε σε βαθμό που δεν κατάφερε να αρνηθεί να του δώσει την ικανοποίηση που περίμενε.

-Με τρέλανες όταν άρχισες τις παρατηρήσεις, στο παιχνίδι μας δεν έχει συμφωνηθεί κάτι τέτοιο. Εγώ παίζω με τους όρους του, εσύ όμως είσαι κακό κορίτσι και τους παραβαίνεις.

-Σε ποιους όρους αναφέρεσαι; Τον ρώτησε ψιθυριστά και φουντωμένη. 

-Σύντομα θα πάρεις το μάθημα σου, άλλωστε εγώ είμαι ο αστυνομικός που επιβάλει τους νόμους και εσύ απλά ένα άτακτο κοριτσάκι, που πρέπει να σε σωφρονίσω για το καλό της κοινωνίας. Της είπε δαγκώνοντας την ελαφρά στον ώμο πριν απομακρυνθεί. Ύστερα πήγε από την άλλη πλευρά του γραφείου και παίρνοντας υπηρεσιακό ύφος τη ρώτησε αν τον χρειαζόταν κάτι άλλο ή να επιστρέψει στη δουλειά του.

-Ναι, εμ, πρέπει να βάψεις το δωμάτιο που γέμισε η μικρή αναρχική με συνθήματα. Απάντησε προσπαθώντας να ηρεμίσει από τα παιχνίδια του.

-Όποτε θέλετε! Της απάντησε πονηρά.

-Την Τετάρτη, θα λείπει ο σύζυγός μου, δε θέλω να ενοχληθεί.

-Να σκανδαλιστεί! Τη διόρθωσε γέρνοντας ελαφρά μπροστά και μιλώντας ψιθυριστά. Ανυπομονώ να έρθει η Τετάρτη. Εκείνη κούνησε το κεφάλι της καταφατικά ότι συμφωνεί και ο Σάββας γύρισε την πλάτη του, παίρνοντας το ύφος του κατακτητή ενώ μέσα από τα δόντια του μουρμούρισε «Πουτάνες»!

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ

 

Πίσω από το τιμόνι ο Σάββας με τους υαλοκαθαριστήρες να διώχνουν την ψιχάλα που έπεφτε πάνω στο παρμπρίζ, οδηγούσε και σφύριζε ανέμελα. Ολόκληρο το βράδυ δεν είχε σταματήσει να βρέχει και οι λακκούβες στους δρόμους είχαν γεμίσει με νερά. Κάθε φορά που έβλεπε κάποιον πεζό να περπατάει στην άκρη, τσέκαρε να δει αν υπήρχε κάποια λακκούβα προσβάσιμη στη ρόδα του αυτοκινήτου για να πέσει μέσα και να κάνει μούσκεμα το διαβάτη. Τον ξετρέλαινε να βλέπει από τον καθρέφτη έναν σαστισμένο άνθρωπο να κοιτάζει τα βρεγμένα του ρούχα πριν αρχίσει τις βρισιές και τις χειρονομίες στο αυτοκίνητο που τον είχε κάνει παπί. Τη μισή ώρα που οδηγούσε είχε καταφέρει να πετύχει τρεις διαβάτες                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                        και είχε γελάσει με την καρδιά του, σαν μικρό παιδί. Ένας πιτσιρικάς με το μαλλί καρφάκι και βαριά ντυμένος προχωρούσε στο πεζοδρόμιο λίγα μέτρα μπροστά του, ο Σάββας ανασηκώθηκε για να δει αν υπήρχε λακκούβα και όταν ικανοποιημένος πρόσεξε ότι υπήρχε μία στη άκρη του δρόμου, δίπλα από το πεζοδρόμιο που προχωρούσε το υποψήφιο θύμα του, χαμογέλασε ικανοποιημένος και έπεσε μέσα, σκορπώντας νερό και λούζοντας κυριολεκτικά με βρώμικο βροχόνερο τον νέο. Γελώντας ικανοποιημένος και κοιτώντας από το καθρέφτη είδε τον πιτσιρικά να σκύβει να παίρνει κάτι από το δρόμο και να το εκσφενδονίζει εναντίον του, όταν ο γδούπος του αντικειμένου ακούστηκε πάνω στο πορτμπαγκάζ.

-Το πουστρόνι, είπε νευριασμένος και πάτησε απότομα φρένο για να σταματήσει το αυτοκίνητο και να βγει έξω να πλακώσει τον πιτσιρικά.                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                        

 

Τρομοκρατημένος από το σκηνικό που μόλις είχε παρακολουθήσει και βλέποντας την πόρτα του οδηγού να ανοίγει και να βγαίνει από μέσα ο τραμπούκος της Τσώτση, ο Αρτέμης μείωσε με γρήγορο βήμα την απόσταση που είχε από τη Θέκλα η οποία είχε κοκαλώσει στη θέση της αναγνωρίζοντας με ποιον τα είχε φέρει η τύχη να τα βάλει για άλλη μια φορά.Αρπάζοντας την από την κουκούλα του φούτερ, που κρεμόταν έξω από το μπουφάν της, την τράβηξε φωνάζοντας της να τρέξει ενώ εκείνος το έβαζε στα πόδια. Άκουσε το ποδοβολητό της Θέκλας από πίσω του ενώ συγχρόνως εκείνη επαναλάμβανε «Όχι ρε γαμώτο»! Έριξε μια ματιά πίσω του να δει τι έκανε ο Σάββας, ο οποίος είχε επιστρέψει στη θέση του οδηγού και έκανε απευθείας αναστροφή για να τους πάρει στο κατόπι. Μπαίνοντας μέσα στα στενά, μήπως και καταφέρουν να κάνουν τον κυνηγό τους να τους χάσει, κατέληξαν σε μια στοά, όπου σταμάτησαν εξουθενωμένοι από το τρέξιμο.

-Νομίζω ότι σπάσαμε παγκόσμιο ρεκόρ σήμερα, είπε η Θέκλα, που είχε στηρίξει τα χέρια της στα γόνατα της λαχανιασμένη.

-Εξήγησε μου κάτι, είπε κουρασμένος, τις πέτρες τις κουβαλάς μαζί σου στην τσάντα ή εμφανίζονται με μαγικό τρόπο στα χέρια σου όταν τις χρειάζεσαι.

-Κάπως έτσι, του απάντησε η Θέκλα χαμογελώντας.

-Πότε θα σταματήσεις να πετάς πέτρες, είσαι επικίνδυνη το ξέρεις;

-Κι εσύ πότε θα σταματήσεις να με δίνεις ή να με σώζεις;

-Λέω τώρα, είπε και έβγαλε το κινητό της από την τσέπη του. Πάρ’ το και καλή τύχη. Και χωρίς δεύτερη κουβέντα της γύρισε την πλάτη για να φύγει. Η Θέκλα ανασήκωσε το σώμα της και ακούμπησε πίσω σε ένα τοίχο για να στηριχτεί, παρακολουθώντας τον να φεύγει, όταν εκείνος έκανε στροφή και την πλησίασε. Η Θέκλα αναρωτήθηκε αν είχε σκοπό να την χτυπήσει ή να τη συλλάβει, έτσι όπως φάνηκε να παίρνει ακαριαία την απόφαση. Όταν την είχε πλησιάσει σε απόσταση αναπνοής έπιασε με τα δυο του χέρια το κεφάλι της και τη φίλησε στο στόμα, μόλις απομάκρυνε τα χείλη του από τα δικά της, εκείνη τον κοίταξε σαστισμένη.

-Εσύ δεν είσαι… δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την ερώτηση της, αφού εκείνος απομακρύνθηκε από κοντά της βιαστικά. 

 

 

Από όταν ξανά πήρε στα χέρια το κινητό της αυτό δεν είχε σταματήσει να χτυπάει. Στην πρώτη κλήση δεν πρόλαβε καν να απαντήσει, αφού της το έκλεισαν σχεδόν στα μούτρα, στη δεύτερη ήταν ο Νίκος που την είχε πάρει για να τη ρωτήσει αν είχε πάρει το κινητό της και πότε θα την έβλεπε, όπου τον ενημέρωσε ότι πήγαινε στο Πάντειο για να παρακολουθήσει το μάθημα. Μόλις έκλεισε το Νίκο εκείνο χτύπησε για άλλη μια φορά. Εκνευρισμένη με το Νίκο που δεν την άφηνε σε ησυχία απάντησε απότομα με την ερώτηση «τι είναι πάλι»; Όμως αντί του Νίκου τελικά ήταν ο Αρτέμης που είχε πάρει τηλέφωνο για να ζητήσει συγνώμη και να της εξηγήσει ότι ήταν κάτι που συνέβη αυθόρμητα. Εκείνη τον ειρωνεύτηκε ότι βολεμένος από δουλειά κι έχοντας ήδη μια σύζυγο ήθελε να συμπληρώσει την οικογενειακή του ευτυχία με μια ερωμένη. Ο Αρτέμης αρνήθηκε να παραδεχτεί ότι την έβλεπε σαν υποψήφια ερωμένη και επέμεινε στο ότι ήταν μια παρόρμηση, εκνευρίζοντας ακόμα περισσότερο τη Θέκλα, που δεν μπορούσε να μεταφράσει της δική της στάση και τα αισθήματα στο φιλί του. Στο επόμενο συγνώμη που της είπε, του απάντησε με το σοφό ρητό ότι απ’ όταν βγήκε το συγνώμη χάθηκε το φιλότιμο, αναγκάζοντας τον Αρτέμη να συμπεριφερθεί όπως ο κάθε παντρεμένος άντρας που πέφτει σε παράπτωμα με άλλη γυναίκα, λέγοντας της ότι δεν έπρεπε να δώσουν περισσότερη σημασία αφού απλά ένα φιλί ήταν. Η Θέκλα αναγκάστηκε να συμφωνήσει, δεν υπήρχε λόγος να δώσουν περισσότερη σημασία, άλλωστε δεν υπήρχε λόγος να ξανασυναντηθούν και έτσι έκλεισαν το τηλέφωνο αποχαιρετώντας ο ένας τον άλλον με ένα ξερό γεια. 

 

 

«Πως στην ευχή την έβρισκαν οι γκόμενες με τον κινηματογράφο»; Αυτό ο Σάββας δεν μπορούσε να το καταλάβει. Βγαίνεις με κάποιον, κι αντί να θες να πας για καφέ μαζί του, να μιλήσετε, να πείτε τα ενδιαφέροντα σας, αυτές θέλουν να κλείνονται σε μια σκοτεινή αίθουσα και να βλέπουνε ρομάντζα. Στη μισή ταινία είχε τα μάτια του κλειστά, αν ήταν ταινία δράσης τουλάχιστον θα τράβαγε και σε εκείνον το ενδιαφέρον, αλλά τώρα δυο τύποι που δεν μπορούν να είναι μαζί, ΣΑΧΛΑΜΑΡΕΣ, κι ακόμα περισσότερο όταν τελικά ξεπερνάν τα εμπόδια και καταλήγουν μαζί. Βέβαια το ότι δεν έπρεπε να μιλάει αλλά έμενε σχεδόν αθέατος στο σκοτάδι τον βοήθησε να ηρεμίσει κάπως από τη μεσημεριανή συνάντηση του με εκείνο το τσόγλανο που του είχε πετάξει πέτρα στο αμάξι. Έπρεπε να πει στην Τσώτση να μιλήσει με τον αρμόδιο υπουργείο και να μαζέψουν όλες τις αδέσποτες πέτρες από την πρωτεύουσα, στην ανάγκη ας πήγαινε ο μπόγιας. Άσε που έπρεπε να πληρώσει από την τσέπη του τη ζημιά στο πορτμπαγκάζ, δεν είχε αναφέρει τίποτα στην Τσώτση γιατί δεν ήθελε άλλους διαπληκτισμούς, αρκετούς είχε χορτάσει το βράδυ της δεξίωσης. Πάντως με τον τσόγλανο κάπου είχε ξανασυναντηθεί όσο για τον άλλο τύπο που τον άρπαξε, αν και δεν μπόρεσε να τον δει καλά, είχε την εντύπωση ότι ήταν ο σεφ της Τσώτση. Όμως τόση σύμπτωση πια; 

Βγαίνοντας από τον κινηματογράφο η Μαριάνθη άρχισε να τον ρωτάει πως του είχε φανεί η ταινία, κατά τη συνήθη στάση του ο Σάββας όταν δεν είχε τίποτα να πει, έστρεψε την ερώτηση επάνω της. Την άκουσε να σχολιάζει την ταινία και εκείνος δεν είχε να προσθέσει κάτι γιατί απλούστατα δεν είχε προσέξει τίποτα. Και μιας και δεν είχε διάθεση να ακούει για μια ταινία που είχε βαρεθεί μέχρι θανάτου να παρακολουθήσει, και που αν δε φοβόταν ότι θα τον πρόδιδε το ροχαλητό του θα έριχνε και δυο ώρες ύπνο, γύρισε το θέμα σε κάτι που τον ενδιέφερε περισσότερο.

-Τι σκέφτεσαι; Τον ρώτησε η Μαριάνθη ύστερα από λίγες στιγμές σιωπής.

-Ειλικρινά;

-Ναι.

-Ποιος τύπος άντρας σου αρέσει;

-Εσύ ποιος πιστεύεις;

-Είπαμε στο παιχνίδι μας εγώ κάνω τις ερωτήσεις!

-Και ποιος ορίζει τους κανόνες;

-Εγώ!

-Απόλυτα δημοκρατικό!

-Έτσι είμαι εγώ, δημοκράτης. Είπε με στόμφο.

-Μάλλον έχεις μπερδέψει την έννοια της δημοκρατίας, εκτός κι αν αναφέρεσαι στον χρυσό αιώνα του Περικλή, που δικαιώματα είχαν μόνο οι άντρες.

-Πράγματι, χρυσός αιώνας…

-Πως κι αποφάσισες να γίνεις μπάτσος;

-Για πρόσεχε τα λόγια σου λίγο κυρία μου. Ακούς εκεί μπάτσος.

-Συγνώμη. Βιάστηκε να ζητήσει η Μαριάνθη, δαγκώνοντας τα χείλη της.

-Τη δέχομαι. Λοιπόν, θα σου κάνω ένα μικρό σεμινάριο, και μάλιστα δωρεάν. Δεν είμαστε μπάτσοι είμαστε αστυνομικοί.

-Και πως αποφάσισες να γίνεις αστυνομικός;

-Γνωρίζεις ότι όλοι είμαστε εν δυνάμει εγκληματίες;

-Όχι δα. Υπάρχουν άνθρωποι, ανίκανοι να σκοτώσουν μυρμήγκι όχι άνθρωπο.

-Το μυρμήγκι δεν ενοχλεί, αλλά ένας άνθρωπος μπορεί να σε φτάσει στα όρια σου.

-Σε αυτό δεν έχεις άδικο, είπε σκεπτόμενη τη Μαίρη αλλά και το σύζυγο της. Και για αυτό έγινες αστυνομικός;

-Όχι. Μ’ αρέσει να προστατεύω τον ανυπεράσπιστο, απλά.

-Δεν είναι για θέματα εξουσίας, δηλαδή!

-Τι με πέρασες για κανέναν κομπλεξικό;

-Όχι, βέβαια.

-Και τώρα για πες μου.

-Τι;

-Ποιος τύπος άντρας μπορεί να σε ξελογιάσει;

-Εσένα ποιος τύπος γυναίκας μπορεί να σε πλανέψει;

-Άντε πάλι τα ίδια! Εγώ ρωτάω, κι εσύ απαντάς!

 

-Εγώ θα απαντήσω πρώτη, μα ύστερα θα απαντήσεις κι εσύ!

-Θα δούμε, πες τώρα.

Η Μαριάνθη το ζύγισε για λίγο και αποφάσισε να πει αυτό που ήθελε να ακούσει ο άντρας, άλλωστε δεν της ήταν αδιάφορος και με όλους αυτούς του αποτυχημένους που είχε μπλέξει, δεν είχε τίποτα να χάσει να δοκιμάσει με έναν διαφορετικό τύπο από το συνηθισμένο της.

-Ο δυναμικός, ο ανεξάρτητος. Ο άντρας που θεωρεί ότι ο κόσμος του ανήκει, ο άντρας που θεωρεί ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε για έναν μοναδικό λόγο, για να ζήσει ο ίδιος.

-Γι αυτό δεν είχε τύχη το αδερφάκι μου μαζί σου!

-Τι εννοείς με αυτό;

-Έλα τώρα μαζί μιλάμε, μην κάνεις ότι δεν ξέρεις; Ο Δημήτρης ήταν τρελός για σένα! Ήσουν ο μεγάλος του έρωτας, ο πρώτος, ο παντοτινός.

-Ειλικρινά δεν το είχα καταλάβει.

-Αν θέλω σε πιστεύω.

-Δεν μπορώ να κάνω κάτι γι’ αυτό. Του απάντησε ενοχλημένη που αμφισβητούσε τα λόγια της.

-Εδώ που τα λέμε δε σε αδικώ. Εσύ είσαι πλασμένη για άλλη πάστα άντρα, ο Δημήτρης ήταν πολύ υποτονικός, εσύ χρειάζεσαι δράση, κάποιον να σε κάνει να πιστεύεις ότι είσαι η βασίλισσα.

-Ξέρεις κανέναν να μου συστήσεις; Τον προκάλεσε αφού της άρεσαν όλα όσα της έλεγε. Εκείνος κοιτώντας μπροστά της απάντησε.

-Αν δεν τον βλέπεις μπροστά σου τι να συζητάμε; Ω ναι, ήταν βέβαιος ότι είχε βγει από άρλεκιν, από αυτά που λατρεύουν οι γυναίκες να διαβάζουν και που ψάχνουν στην πραγματική ζωή ανάλογους άντρες. Για την ώρα άνηκε σε αυτή τη κατηγορία και ήξερε πόσο γοητευτικός έμοιαζε στα μάτια της, με το να μην της λέει αυτό που ήθελε να ακούσει ξεκάθαρα, αλλά υπονοώντας το.

 

 

Μόλις μπήκε στο διαμέρισμα της η Μαριάνθη και κλείδωσε την πόρτα, ακούμπησε την πλάτη και το κεφάλι της πάνω στο δροσερό ξύλο. Τα λόγια του Σάββα της είχαν επαναφέρει μνήμες από το παρελθόν. Μπορεί να την είχε ενοχλήσει που είχε αμφισβητήσει τα λόγια της αλλά ήξερε για τα αισθήματα του Δημήτρη, δεν της το είχε κρύψει άλλωστε τότε που ήταν ένας ερωτευμένος έφηβος. Την είχε γεμίσει με ραβασάκια και ποιήματα που είχε γράψει για εκείνη, που μπορεί να μην τους είχε δώσει ιδιαίτερη σημασία αλλά τα είχε κρατήσει ως ένα αναμνηστικό από τα χρόνια της αθωότητας. Αν και η εφηβεία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί και τόσο αθώα, για να είμαστε ειλικρινείς, τουλάχιστον όχι για όλους τους νέους. 

Αφού έβγαλε τα ψηλοτάκουνα παπούτσια της πήγε ξυπόλητη μέχρι το δωμάτιο. Άνοιξε την ντουλάπα και έβγαλε από μέσα ένα κουτί με αναμνηστικά, το σκάλισε λίγο ώσπου βρήκε αυτό που ζητούσε, ένα μικρό, πολύχρωμο ημερολόγιο με κλειδαριά, έβγαλε μια φουρκέτα που την είχε στα μαλλιά της για να συγκρατεί κάπως τη φράντζα για να μην πέφτει στα μάτια της και ξεκλείδωσε την κλειδαριά. Μόλις άνοιξε το ημερολόγιο, από μέσα έφυγαν ένα σωρό μικρά χαρτάκια, ξεδίπλωσε το πρώτο που έπεσε στα γόνατα της και διάβασε.    

 

«Η κόμη σου θράκα καυτή

φλόγα δυνατή που με καίει

Η όψη σου μαγιά πυρωμένη

Λάβα πηχτή που με καίει.»

Δημήτρης + Μαριάνθη = L. F. E.

Ανέβασε τα πόδια της στο κρεβάτι και κρατώντας το ημερολόγιο στο στήθος, έκλεισε τα μάτια και αποκοιμήθηκε.

 

 

Φορώντας μια χακί κάπα παρόμοια με αυτές που φοράνε οι στρατιώτες του πεζικού, η Θέκλα γυρνούσε μέσα στο διαμέρισμα που νοίκιαζε και ακουμπούσε τα σώματα του καλοριφέρ για να διαπιστώσει αν ήταν ζεστά. «Μόνο παγάκια που δε φτύνουν» σκέφτηκε και αποφάσισε να πέσει όπως ήταν κάτω από τα βαριά της σκεπάσματα. Φορώντας γάντια στα χέρια, προσπαθούσε να γυρίσει σελίδα αλλά δεν τα κατάφερνε και πολύ καλά. Το κινητό της ακουμπισμένο πάνω στο γραφείο άρχισε να χτυπάει, κοίταξε το ρολόι της και είδε ότι κόντευε δώδεκα. Τεντώθηκε να πιάσει το κινητό και κοίταξε στην οθόνη του για να δει ποιος την καλούσε, όμως δεν εμφανιζόταν κανένα όνομα, παρά απλά ένας δεκαψήφιος αριθμός.

-Παρακαλώ; Ρώτησε με τη φωνή της γεμάτη απορία.

-Δεν το περίμενα ότι θα το σηκώσεις! Της είπε μια γνώριμη φωνή, χωρίς να της πει ποιος είναι.

 

-Δεν ήθελες να το σηκώσω;

-Μήπως ξέρω κι εγώ πια τι θέλω!!!

-Δε σε καταλαβαίνω.

-Είσαι καλά;

-Ας τα λέμε καλά!

-Τι έκανες;

-Διάβαζα για μια εργασία. Εσύ, πως τα πας με τη δουλειά;

-Μια χαρά!

-Πως είναι οι συνθήκες εργασίας;

-Εντάξει, καλές!

-Δεν ακούγεσαι ικανοποιημένος!

-Η αλήθεια είναι ότι προτιμούσα να δουλεύω τα καλοκαίρια στα διάφορα νησιά, συνδύαζα τις διακοπές με τη δουλειά και ήμουν ικανοποιημένος ενώ τώρα… το καλοκαίρι όταν με το καλό έρθει θα με βρει κλεισμένο σε μια κουζίνα ενός αθηναϊκού ξενοδοχείου.

-Καλά, εσύ ζήτησες ρουσφέτι για να είσαι δυσαρεστημένος;

-Δεν βγαίναμε με το ταμείο ανεργίας!

-Σωστά! Πάντως πρέπει να νιώθεις ευνοημένος, έκανες αυτό που αγαπούσες επάγγελμα σου, ξέρεις πόσος κόσμος άλλα ξέρει κι άλλα αναγκάζεται να κάνει, παιδιά από πανεπιστήμια αναγκάζονται να δουλεύουν αποθηκάριοι σε σούπερ μάρκετ.

-Ναι από αυτή την άποψη, αλλά μη νομίζεις ότι κι εγώ δεν έχω κάνει άλλες δουλειές, δεν έβγαλα την σχολή και έγινα αμέσως μάγειρας…

-Για να ακούσω τα παράπονα σου, παραπονιάρη… θέλησε να τον πειράξει.

-Έχω δουλέψει σε γραφείο τελετών. Της ξεφούρνισε απότομα.

-Θεέ μου, και υπάρχει γυναίκα που ξαπλώνει δίπλα σου κάθε βράδυ;

-Είναι πολύ φρικτό;

-Είναι ανατριχιαστικό! Αλήθεια πως και δεν έγινες ζαχαροπλάστης;

-Ξέρω να φτιάχνω γλυκά, αλλά το σιχαίνομαι να σου πω την αλήθεια, αν και δεν το παραδέχομαι συχνά, μάλιστα υποστηρίζω το αντίθετο. Να φανταστείς ότι σιχαίνομαι και να τρώω γλυκά!

-Εγώ πεθαίνω για τα γλυκά!

-Γι’ αυτό είσαι και τόσο γλυκιά.

-Να χαρείς μόνο μη λες κρυάδες, κρυώνω ούτως ή άλλως μην πάθω και κρυοπαγήματα.

-Δεν τα πας και πολύ καλά με τις φιλοφρονήσεις!

-Με τα κλισέ δεν τα πάω καλά. Πες μου όμως γιατί τόση απέχθεια με τη σοκολατίνα και τους υπόλοιπους συγγενείς της;

-Μέχρι τα οχτώ μου έτρωγα πολλά γλυκά. Σχεδόν τρεφόμουν από αυτά.

-Ώσπου έγινες ένα χοντρό παιδάκι που σε κορόιδευαν οι συμμαθητές σου και τότε μίσησες τη σοκολάτα και τις φιλενάδες της!

-Όχι, απλά αποφάσισαν οι γονείς μου να μου κάνουν πάρτι γενεθλίων, το πρώτο και το μοναδικό, ένα ξαδερφάκι μου με έσπρωξε και έπεσα πάνω στην τούρτα γενεθλίων μου. Από τότε…

-Πω πω παιδικό τραύμα! Τον ψευτοειρωνεύτηκε η Θέκλα.

-Που βρίσκεσαι τώρα; Άλλαξε απότομα θέμα εκείνος.

-Ξάπλωσα στο κρεβάτι.

-Το κρεβάτι σου είναι διπλό;

-Ημίδιπλο.

-Μόνη σου σε ημίδιπλο κρεβάτι;

-Κάνω ανήσυχο ύπνο.

-Είμαι σίγουρος! Αν και τότε που κοιμηθήκαμε μαζί…

-Πότε κοιμηθήκαμε μαζί; Τον ρώτησε τρομοκρατημένα εκείνη.

-Στο κρατητήριο εκείνο το βράδυ, δε θυμάσαι;

-Α! ναι. Τι;

-Ήσουν ήσυχη.

-Δεν ήμουν ήσυχη, ήμουν στριμωγμένη.

-Πως είσαι ντυμένη;

-Η αλήθεια είναι ανάλαφρη αλλά εν καιρώ πολέμου πρέπει να είμαστε σε ετοιμότητα. Του απάντησε ενώ τυλίχτηκε μέσα στην κάπα της.

-Δηλαδή;

-Η γυναίκα σου που είναι;

-Στο κρεβάτι, είπε ρίχνοντας μια ματιά προς τα δωμάτια.

-Και πως είναι ντυμένη;

-Με ένα σέξι νυχτικό, με φραουλίτσες.

-Τι στο διάολο στο νήπιο πάει! Μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της.

-Δε σε άκουσα.

-Είπα ότι αρχίζω να ζεσταίνομαι.

-Είσαι υπερβολικά ντυμένη αφαίρεσε κάτι! Θέλησε να την προκαλέσει.

-Πάω για ύπνο τώρα.

-Τώρα που ξεκινήσαμε;

-Καληνύχτα Αρτέμη.

-Καληνύχτα.

-Τι βλάκας Θεέ μου, μουρμούρισε χαμογελώντας, κοιτώντας το κινητό της.

 

 

Στράφηκε και κοίταξε προς τα μέσα, το φως στο δωμάτιο ήταν ακόμα αναμμένο, μα τι στην ευχή έκανε αυτή η γυναίκα και δεν έπεφτε να κοιμηθεί. Ή μήπως είχε κοιμηθεί και είχε ξεχάσει να σβήσει το πορτατίφ. Μην έχοντας άλλη επιλογή και με την ελπίδα η Μαρία να έχει αποκοιμηθεί έσυρε τα πόδια του ως το υπνοδωμάτιο αν και δεν είχε καμία διάθεση για ύπνο.

Παρά τις προσδοκίες του η Μαρία ήταν ξύπνια και αφοσιωμένη σε ένα ερωτικό μυθιστόρημα, μόλις μπήκε στο δωμάτιο, ίσα που κατέβασε το βιβλίο από τα μάτια της του έριξε μια ματιά και επέστρεψε στην ανάγνωση. Ο Αρτέμης ξάπλωσε στο πλάι της στο κρεβάτι και σκεπάστηκε. Αφού στριφογύρισε λίγο στο στρώμα τη ρώτησε πότε είχε σκοπό να σβήσει το φως.

-Σε λίγο, του απάντησε αφηρημένη. Και συνέχισε το διάβασμα. Εκείνος της γύρισε την πλάτη και έμεινε ακούνητος να κοιτάζει τον τοίχο και να αναρωτιέται το λόγο που είχε τολμήσει να φιλήσει τη Θέκλα στο στόμα λίγες ώρες νωρίτερα αλλά και έπειτα από αυτό να την πάρει τηλέφωνο. Κάτι τέτοιο δεν ήταν στο χαρακτήρα του, δεν ήταν τύπος που επιθυμούσε να κάνει διπλή ζωή, αντιθέτως προτιμούσε την ασφάλεια που του εξασφάλιζε η αγάπη και το ενδιαφέρον μιας και μόνο γυναίκας, δυο γυναίκες στη ζωή ενός άντρα, ένα μόνο μπορεί να σημαίνει, μπερδέματα. Μήπως η σχέση του με τη Μαρία είχε φτάσει σε τέλμα και έψαχνε να βρει διεξόδους, να ανεβάσει την αυτοπεποίθηση του με το ενδιαφέρον μιας κάποιας άλλης γυναίκας ή μήπως απλά όλη αυτή τη διάθεση για απιστία και ερωτικά μπλεξίματα του τη δημιουργούσε η Θέκλα, επιστρέφοντας τον στην εφηβεία του. Άκουσε τη Μαρία να κλείνει το βιβλίο της και να ξαπλώνει στο πλάι του, γυρνώντας προς την πλευρά του και αγκαλιάζοντας τον, ενώ με τα χείλη της άγγιξε το αυτί του.

-Τι λες για; … τον ρώτησε και πέρασε το πόδι της πάνω από το σώμα του.

-Για τι πράγμα;Δεν μπορώ, είμαι κουρασμένος!

-Μήπως περιμένεις και περίοδο; Τον ρώτησε θέλοντας να τον πειράξει.

-Έχω πονοκέφαλο.

-Δεν ξεκινάμε καλά. Είπε και ανασηκώθηκε για να γυρίσει στη θέση της. Νομίζω ότι πρέπει να μιλήσουμε.

-Τώρα πρέπει να γίνει κι αυτό;

-Απ’ όταν έπιασες δουλειά σε αυτό το ξενοδοχείο έχεις αλλάξει.

-Δεν έχω αλλάξει απλά θέλω λίγο χρόνο να προσαρμοστώ στα νέα δεδομένα της ζωής μας. 

-Όχι Αρτέμη είναι κάτι παραπάνω από απλή προσαρμογή, έχεις γίνει μελαγχολικός.

-Ιδέα σου, απλά είμαι κάπως κουρασμένος.

-Δε νομίζω ότι κουραζόσουν λιγότερο τα καλοκαίρια στα διάφορα ξενοδοχεία που δούλευες, που είχες τις διπλές και τριπλές απαιτήσεις από τους φραγκάτους πελάτες. Κι όμως ήταν λες κι όλη εκείνη η δουλειά σε φόρτιζε και επέστρεφες πάντα στο δωμάτιο μας ικανός να καταρρίψεις οποιαδήποτε προηγούμενη επίδοση…  Μήπως συμβαίνει τίποτε άλλο;

-Σαν τι άλλο δηλαδή; Τη ρώτησε ενώ στράφηκε προς τη μεριά της.

-Δεν ξέρω, εσύ θα μου πεις!

-Δε συμβαίνει τίποτε άλλο! Της είπε και της γύρισε πάλι την πλάτη.

-Σίγουρα;

-Είναι που θα έρθει το καλοκαίρι και εμείς θα κλειστούμε στην Αθήνα, αντί να βρεθούμε στα νησάκια μας με όλα τα ωραία μας!

-Από Μάρτη καλοκαίρι το έχω ακούσει, αλλά από Δεκέμβρη πρώτη φορά! Δεν έφτασαν ακόμα τα Χριστούγεννα και εσύ μιλάς για το Καλοκαίρι.

-Ναι γιατί το δικό μας καλοκαίρι ξεκινούσε από το Μάρτη, που φεύγαμε για τα νησιά! Και τώρα μέτρα μου εσύ έξυπνη πόσοι μήνες απομείνανε ως το Μάρτη.

-Ωραία, αφού δεν είσαι ικανοποιημένος παραιτήσου και το Μάρτη θα φύγουμε για τα νησιά σου.

-Ναι, για να αρχίσει να ψάχνεις εσύ δουλειά σε κανένα παλιό σούπερ μάρκετ, δε σφάξαμε!

-Δε θα πάω.

-Και μετά να με κατηγορείς ότι δε θέλω να κάνουμε οικογένεια, αφού τα λεφτά δε θα μας φτάνουν.

-Σκέφτεσαι να κάνουμε οικογένεια δηλαδή; Τον ρώτησε χαμογελαστή.

-Ναι. Αλλά όχι τώρα! Πρόσθεσε κοφτά.

-Γιατί όχι τώρα;

-Γιατί τώρα με φόρτωσες.

Νευριασμένη του γύρισε και η Μαρία την πλάτη ενώ έσβησε το πορτατίφ. Δεν ήξερε τι συνέβαινε στο σύζυγο της, ήταν μαζί σχεδόν από παιδιά και πάντα είχε να λέει ότι τον ήξερε καλύτερα από κάθε άλλον πάνω στον πλανήτη. Και να τώρα που συμπεριφερόταν σαν κακομαθημένο πεντάχρονο. Από μόνος του είχε αποφασίσει, χωρίς ούτε καν να τη ρωτήσει να πάει σε εκείνη την πολιτικό και να της ζητήσει να τον βολέψει σε κάποια δουλειά και τώρα ήταν θυμωμένος χειρότερα απ’ ότι θα ήταν ένα παιδί στη θέση του, επειδή είχε βολευτεί.

Εκείνος ήταν ικανοποιημένος να είναι κλεισμένος σε μια κουζίνα και να δημιουργεί, όμως δεν ήταν το ίδιο και για εκείνη που σεργιάνιζε από δωμάτιο σε δωμάτιο να αλλάζει σεντόνια και να μαζεύει τις ακαθαρσίες του κάθε ενός. Κι έπειτα τα λεφτά που βγάζανε με τη διάθεση για καλοπέραση τις ελεύθερες ώρες του, μιας και όπως ήταν το μότο της ζωής του, «Συνδυάζουμε τις διακοπές με τη δουλειά» σχεδόν τα τρώγανε αυθημερόν, και μετά επιστρέφοντας στην Αθήνα έπρεπε να δούνε πως θα τα βγάλουν πέρα με το επίδομα.

Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί παραπονιόταν τώρα, στην τελική βρήκε δουλειά αντίστοιχη με αυτή που του άρεσε να κάνει το καλοκαίρι, μάγειρας σε χλιδάτο ξενοδοχείο. Κι όταν θα ερχόταν το καλοκαίρι με το καλό, θα είχαν και εκείνοι την άδεια τους να πάνε ένα μικρό ταξιδάκι σαν τουρίστες και όχι σαν εργαζόμενοι, να θυμηθούν την πραγματική έννοια των διακοπών, που είχαν να απολαύσουν από τα παιδικά τους χρόνια.

Θα του άφηνε ένα χρονικό διάστημα αναπροσαρμογής, κι αν δεν συνερχόταν θα άρχιζε να ανησυχεί. Για την ώρα έπρεπε να την απασχολεί αν θα δεχόταν να την προσλάβουν στο σουπερμαρκετ μιας και ήταν παντρεμένη και στις δουλειές προτιμάνε κυρίως τις ελεύθερες. Ήθελε και η ίδια να συνεισφέρει στα έξοδα του σπιτιού, άλλωστε με το να μένει όλες τις ώρες στο σπίτι έχοντας αναλάβει το νοικοκυριό δεν είχε τόση αξία για τη ζωή της, αν είχαν ένα παιδί θα άξιζε να μένει πίσω για να ασχολείται με το μικρό της αγγελούδι, να το φυλάει, να το μαθαίνει καινούργια πράγματα, να είναι μια καλή μαμά για το μικρό της αστέρι, είπε και χάιδεψε την κοιλιά της. Βέβαια αν συνέχιζε με τόσο κακιά διάθεση ο καλός της, θα αργούσε πολύ να κάνει παιδί.  

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ

 

Ο Σάββας μπαίνοντας στο δωμάτιο, το οποίο ήταν γεμάτο συνθήματα από την πιτσιρίκα που εξαπόλυε στα τυφλά πέτρες και τούρτες και όποιον πάρει ο χάρος ένοιωσε τη διάθεση να κλωτσήσει τον κουβά με τη λευκή μπογιά που βρισκόταν καταμεσής στο πάτωμα και μάλιστα χωρίς το καπάκι του. Όμως γνώριζε ότι πολλά είχαν μαζευτεί εναντίον του και με το να λερώσει και το πάτωμα με μπογιές θα έφερνε την Τσώτση στα όρια της και υπήρχε κίνδυνος να τα περάσει κιόλας. Έτσι ο ίδιος θα βρισκόταν πέρα από τα σύνορα.

Όταν του είχε πει να πάει να βάψει το δωμάτιο την Τετάρτη που θα έλειπε ο σύζυγος, είχε υποθέσει ότι στην πραγματικότητα τον καλούσε για ένα ερωτικό παιχνίδι και ότι τελικά θα γλίτωνε την αγγαρεία να καθαρίσει τις βρωμιές της μικρής. Αλλά εφόσον ανοίγοντας του την πόρτα η υπηρέτρια τον οδήγησε αμέσως στο δωμάτιο με τις ασυναρτησίες, αντιλήφθηκε ότι τελικά δε θα γλίτωνε την εκπαίδευση μιας νέας τέχνης.

Κοίταξε το δωμάτιο και διάβασε κάποια από τα συνθήματα με αποτέλεσμα να του ανέβει το αίμα στο κεφάλι, σαν ο ίδιος να ήταν μετρητής δύναμης σε Λούνα Παρκ και ένας χειροδύναμος παίχτης αποφάσισε να κάνει επίδειξη της δύναμης του, χτυπώντας με το σφυρί και φτάνοντας ο δείκτης δύναμης με μιας στο κόκκινο.

Στο πάτωμα υπήρχαν δυο κουβάδες με λευκή μπογιά ενώ σε έναν τοίχο στηριζόταν μια βούρτσα πάνω σε κοντάρι. Άραγε να ήταν το γενικότερο σκηνικό ενός ερωτικού παιχνιδιού ή μήπως είχε σκοπό όντως να τον βάλει να βάψει, μάλλον θα ήταν για τα μάτια των υπηρετών της, σκέφτηκε και ξάπλωσε στο κρεβάτι για να την περιμένει. Γύρισε το κεφάλι του στο πλάι και είδε ακουμπισμένο πάνω στο κομοδίνο ένα βιβλίο ποίησης, το πήρε στα χέρια του και διάβασε το εξώφυλλο, ήταν ένα αντίτυπο της ποιητικής συλλογής «Ενός λεπτού μαζί», της Κικής Δημουλά. Μην έχοντας τι άλλο να κάνει άρχισε να ξεφυλλίζει το βιβλίο, ενώ δεν άργησε να απαγγέλει στίχους από ποιήματα.

Κλαίγοντας περιγράφει

πως ρήμαξαν το σπίτι της ληστές

της πήρανε χρυσαφικά  και βίασαν οι άθλιοι

γερόντισες αξίες

Δεν χαίρεται;

 

Εμένα έχει χρόνια να πατήσει

κλέφτης το πόδι του στο σπίτι

 

-Και μετά βγαίνουν οι φλώροι οι δημοσιογράφοι και μας κατηγορούν ότι δεν κάνουμε σωστά τη δουλειά μας! Σχολίασε ο Σάββας πριν συνεχίσει την ανάγνωση.

Ούτε για καφέ.

-Ναι, εσύ να τον τρατάρεις και καφέ, στα χέρια μου έπρεπε να πέσει να τον τρατάρω αυγά βραστά και φάλαγγα!

Εκείνη την ώρα μπήκε η Ολυμπία με φούρια στο δωμάτιο για να αντικρίσει το Σάββα, ξαπλωμένο στο διπλό κρεβάτι να διαβάζει το βιβλίο που είχε ξεχάσει εκεί όταν είχαν φέρει από το χρωματοπωλείο τους κουβάδες με το χρώμα.

-Μπα, μπα, μπα, μπα, από πότε διαβάζεις εσύ ποίηση;

-Εδώ το βρήκα!

-Μάλιστα, άρχισες κι από τα βαριά… θα μου διαβάσεις κάτι;

-Γιατί όχι, είπε και άρχισε την απαγγελία.

Μας κοίταξε καχύποπτα ο υπάλληλος/ φορώντας αμέσως χειροπέδες…

-Καλά το πας, για συνέχισε! Τον προέτρεψε.

Στις μεγάλες διαφορές μην του ξεφύγουν.

-Τελικά ίσως να μην χρειάζεται να το βάψουμε αυτό το δωμάτιο, δημιουργεί ατμόσφαιρα! Είπε κοιτώντας τα συνθήματα στους τοίχους.

-Άκου κι αυτό, τη διέκοψε ο Σάββας που είχε αρχίσει να τον συνεπαίρνει η ποίηση.

Μας κοίταξε στα γρήγορα εμένα/ και μια εκείνη σα να τη ρωτούσε/ αν με γνώριζε. Μα η φωτογραφία για να λάβει/ το ύπατο χρίσμα της αμετάβλητης

-Αλλά υπάρχει κι ο άντρας μου, πως θα του το δικαιολογήσω; Μονολόγησε η υπουργός.

Δίνει όρκο βαρύ να μη γνωρίζει μήτε τα πριν/ μήτε τα έπειτα της.

-Σάββα!

Γέμισε ο τόπος αποφλοίωση.

-Κύριε Μπούτλα, προσπάθησε να τον διακόψει ενώ στη φωνή της ήταν φανερός ο πόθος για το αρσενικό που δεν καταλάβαινε γρι από αυτά που διάβαζε, εκείνος συνέχισε συνεπαρμένος να απαγγέλει στίχους από το ποίημα.

 

Σκυμμένος στο καθήκον ο ανακριτής/ πήρε αργά αργά να ξεβιδώνει/ μια μια τις εσοχές της αμυδρότητας/ μην ήταν εκεί μέσα κρυμμένη η ομοιότης.

 

Η Ολυμπία δάγκωσε τα χείλη της.

Τρέμοντας εγώ μήπως χαθούνε τα βιδάκια/ ύψωσα φωνή αγανακτήσεως

 

Με αργά βήματα πηγαίνει και κλειδώνει την πόρτα ενώ αρχίζει να τον πλησιάζει απειλητικά καθώς εκείνος δεν έχει σηκώσει τα μάτια του από το βιβλίο.

 

Συντομεύετε κύριε μου συντομεύετε/ όσο αργείτε τόσο χειροτερεύει/ το δύσβατο έργο της αναγνώρισης.

 

Η Ολυμπία που τον είχε πλησιάσει αρκετά, του άρπαξε από τα χέρια το βιβλίο και επανέλαβε την τελευταία φράση.

 

Συντομεύετε κύριε μου συντομεύετε όσο αργείτε τόσο χειροτερεύει…

 

 

Περνώντας από την υποδοχή της διαφημιστικής η Μαριάνθη άκουσε ή μάλλον καλύτερα ένιωσε τα σχόλια που έκαναν οι υπάλληλοι πίσω από την πλάτη της, ύστερα από τη μεγαλόφωνη καλημέρα που τους χάρισε. Είχε πράγματι τόσο καλή διάθεση τις τελευταίες μέρες και ο λόγος είχε όνομα. Τώρα που τον είχε γνωρίσει ή μάλλον τον είχε ξαναγνωρίσει, μιας και ήταν ο μικρός αδερφός του παιδικού της φίλου, αν και ένιωθε ότι ως ένα βαθμό έπαιζε μαζί της όπως ο γάτος με το ποντίκι, άλλωστε τέτοια παιχνίδια τα επιτρέπει το στάδιο του φλερτ, ένιωθε ότι επέστρεφε ξανά στα νεανικά της χρόνια, όταν ανέμελη και με την πίστη ότι όλος ο κόσμος της άνηκε και ότι σύντομα θα τον κατακτούσε, ήταν ευγενική και ευχάριστη. Όμως αυτό δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση που το πέρασμα λίγων χρόνων μόνο σε κάνει να συνειδητοποιήσεις ότι ο κόσμος σε κάθε άλλον ανήκει παρά σε εσένα. Άραγε η παρουσία ενός άλλου ανθρώπου στη ζωή σου είναι ικανή να ρίξει τη μαγική χρυσόσκονη γύρω σου που κάνει τα πάντα αστραφτερά;

Έφτασε έξω από το γραφείο της και αντίκρισε τη Μαίρη που περνούσε για να πάει στο κουζινάκι. Χωρίς να πει λέξη, η Μαριάνθη ξίνισε τα μούτρα της και χωρίς κουβέντα άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο γραφείο της. Τελικά όσα κιλά χρυσόσκονης και να πέσουν γύρω σου, η αποσύνθεση βρωμάει και αυτό δεν είναι δυνατόν να καλυφτεί ούτε με χρυσόσκονη.

-Ας μη φτάσουμε και στην υπερβολή. Σχολίασε η Μαριάνθη στον εαυτό της ενώ έβγαζε το παλτό της και το κρέμαγε στον καλόγερο πίσω από την πόρτα της.

 

 

Ο πίνακας ανακοινώσεων στη μικρή γκαρσονιέρα που νοίκιαζε η Θέκλα ήταν γεμάτος με φωτογραφίες της νέας υπουργού οι οποίες ήταν κατατρυπημένες από τα βελάκια που εκτόξευε ανά διαστήματα εναντίον τους η νεαρή φοιτήτρια. Σε μια από τις φωτογραφίες η πολιτικός φιγουράριζε στον κήπο της έπαυλης της, λίγη ώρα προτού η Θέκλα μετατρέψει τη σοβαρή δεξίωση σε παιδικό πάρτι. Με βεβαιότητα ήταν από αυτές που θα είχε τραβήξει ο μισθωτός φωτογράφος της υπουργού και που η ίδια είχε προωθήσει στις εφημερίδες. Στην ίδια φωτογραφία αριστερά της πολιτικού, λίγο πιο πίσω ήταν και ο Αρτέμης, μόνο που εκείνον για να τον προφυλάξει όσο μπορούσε από τα βέλη της, είχε στήσει έτσι τη φωτογραφία στον πίνακα που να ακουμπάει πάνω στο ξύλινο πλαίσιο.Εκεί και να έπεφτε βελάκι το πιο πιθανό ήταν να πέσει κάτω χωρίς να μπορέσει να καρφωθεί στο πρόσωπο του λούμπεν προλεταριάτου, ο οποίος για κάποιον άγνωστο λόγο της ήταν συμπαθής, άλλωστε την είχε προφυλάξει δυο φορές όταν είχε κινδυνέψει σοβαρά από το γορίλα της Τσώτση. Να δεις που το ιδιαίτερο που του είχε κάνει εκείνο το βράδυ στο κρατητήριο θα είχε πιάσει τόπο. Δίπλα από το πρόσωπο της Τσώτση σε κάθε φωτογραφία υπήρχε γραμμένος με μαρκαδόρο ένας αριθμός, που ήταν οι πόντοι για το κάθε εύστοχο βελάκι, όπως τους είχε ορίσει από το μυαλό της η ίδια η Θέκλα. 

Όρθια κρατώντας βελάκια στα χέρια της, στεκόταν και προσπαθούσε να πετύχει τον πίνακα, δεδομένου των λίγων τετραγωνικών του δωματίου δεν ήταν και πολύ δύσκολο το έργο της. Καθισμένος στο κρεβάτι της ο Νίκος την παρατηρούσε. Όταν εκείνη πήγε να μαζέψει τα βελάκια σηκώθηκε και εκείνος από το κρεβάτι και πλησίασε τον πίνακα για να δει από κοντά τις φωτογραφίες. Έχοντας μαζέψει τα βελάκια επέστρεψε σε απόσταση βολής και προσπάθησε να στοχεύσει αλλά η παρουσία του Νίκου μπροστά από τον πίνακα της, την εμπόδιζε.

-Φύγε από κει μη σε πετύχω.

-Άμαχος πληθυσμός. Της είπε ο Νίκος σηκώνοντας τα χέρια.

-Ναι, άμαχε πληθυσμέ αλλά φύγε από το πεδίο της μάχης γιατί θα το φας το κεφάλι σου, κι ύστερα θα σου φταίει ο στρατός!

-Καλά, σουρωτήρι τις έχεις κάνει τις φωτογραφίες. Της είπε ενώ τραβήχτηκε λίγο στην άκρη για να μην εμποδίζει το κορίτσι του να κάνει το χόμπι του.

-Δεν πειράζει, βάζουνε τόσες φωτογραφίες της νέας υπουργού παιδείας οι εφημερίδες, που μπορώ να τις αντικαθιστώ κάθε μέρα! Πάνω από το γραφείο της πήρε ένα τετράδιο και πλησίασε τον πίνακα για να σημειώσει τους πόντους της, ο Νίκος κοίταζε τις φωτογραφίες της Τσώτση από τη δεξίωση που κοντά της βρίσκεται ο Αρτέμης.

-Και αυτός ποιος είναι;

-Ποιος; Είπε και έριξε μια ματιά εκεί που της έδειχνε.

-Αυτός εδώ στην άκρη;

-Δεν ξέρω.

-Και γιατί τον έχεις βάλει στόχο;

-Με την Τσώτση δεν είναι αγόρι μου;

Εκείνος κούνησε το κεφάλι του.

-Ε, τότε τι διευκρινήσεις ζητάς; Είναι με την Τσώτση τέλος, είναι άξιος της μοίρας του.

-Κι η μοίρα του είναι ο πίνακάς σου;

-Φυσικά, είπε και αφού πήρε την κατάλληλη απόσταση άρχισε να πετάει πάλι τα βελάκια της.

-Και γιατί δεν έχει βαθμολογία;

-Γιατί είναι bonus. Να σου πω ψυχολόγε, θα πουλάς για πολύ ώρα πνεύμα ακόμα;

-Μέχρι να αποφασίσεις να ασχοληθείς και μαζί μου λιγάκι!

-Αν είναι για λιγάκι! Του απάντησε αδιάφορα ενώ εκείνος πήγε από πίσω της και την αγκάλιασε, ακουμπώντας το πιγούνι του στον ώμο της.

-Δηλαδή μόνο για λιγάκι με έχεις εμένα;

-Όρεξη έχεις!

-Είμαι ένοχος, το ομολογώ έχω όρεξη.

-Δεν έχω εγώ όμως, έχω νεύρα τώρα!

-Και γιατί τόσα νεύρα μου λες να μάθω;

-Έτσι, χωρίς λόγο.

-Αν υπολόγισα σωστά σε δώδεκα μέρες περιμένεις να αδιαθετήσεις, οπότε γιατί τόσα νεύρα;

-Σωστά υπολόγισες, του είπε χαλαρά όταν ξαφνικά συνειδητοποίησε αυτό που μόλις της είπε. Νίκο μετράς τον κύκλο μου;

-Εσύ δε μου το πρότεινες; Της είπε ενώ απομακρύνθηκε από κοντά της και κοιτώντας αλλού.

 

 

Κρατώντας την από το χέρι περπατούσαν στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Θέλοντας να σπάσει τη σιωπή που τους είχε κατακλύσει για λίγα λεπτά και να την κερδίσει από τις σκέψεις της ο Σάββας προσπάθησε να θυμηθεί κάποια από τα στιχάκια που είχε διαβάσει στο βιβλίο με τα ποιήματα και είχε προσπαθήσει να τα αποστηθίσει. Όπως είχε αποδειχτεί, την Τσώτση την είχε φτιάξει πολύ η απαγγελία του και αφού μπορούσε να ρίξει μια αντρογυναίκα σε χαρακτήρα όπως ήταν η Τσώτση, άσχετο αν μετά αναγκάστηκε να βάψει τελικά τους τοίχους του δωματίου, θα γοήτευε ακόμα περισσότερο ένα θηλυκό όπως ήταν η Μαριάνθη. Μάλιστα είχε θυμηθεί τον αδερφό του να γράφει στιχάκια όταν ήταν παιδιά και ήξερε για ποια τα έγραφε. Αυτό βέβαια τον έκανε να διστάσει λίγο, μιας και ο αδερφό τους δεν είχε καταφέρει να κερδίσει την καρδιά της Μαριάνθης, βέβαια τέτοιο βούτυρο που ήταν πως θα μπορούσε να κερδίσει. Δεν είχε τίποτα να χάσει με το να δοκιμάσει, άλλωστε ο ίδιος θα απήγγειλε υψηλή ποίηση. 

-Πάρε τη νύχτα, είναι ωφέλιμη μονάχα για τα αστέρια!

-Τι εννοείς! Τον ρώτησε όμως ο ήχος από το κινητό της τους διέκοψε και εκείνη τραβώντας το χέρι της από το δικό του άρχισε να ψάχνει στην τσάντα για να το βρει. Απάντησε ανακουφισμένη όταν τελικά κατάφερε να το ψαρέψει από μια τσάντα που είχε το μέγεθος τσάντας ταξιδίου, όπως είχε καταλήξει ο Σάββας και που τον ανάγκασε να αναρωτηθεί γιατί οι γυναίκες όταν πρέπει να φύγουν λίγες ώρες από το σπίτι τους πρέπει να κουβαλήσουν ολόκληρη την προίκα μαζί τους, πράγματα κατά 90% αχρείαστα όπως του είχε εξομολογηθεί μια πρώην του, τι είδους ψύχωση ήταν αυτή. Έτσι εξηγούνταν γιατί και όταν έφευγαν για ταξίδι κουβαλούσαν μαζί τους ολόκληρη τη ντουλάπα τους, το σλόγκαν τους αδιαμφισβήτητα πρέπει να ήταν «Καλύτερα να το κουβαλήσεις άδικα από το να το χρειαστείς και να σου λείψει». Παρακαλώ, απάντησε στο τηλέφωνο, Έλα Κωστή μου, ναι σε ακούω πες μου… για το διαφημιστικό της μπύρας;… Καλό ακούγεται.

Με μια απρόβλεπτη κίνηση ο Σάββας πήρε από τα χέρια της Μαριάνθης το κινητό της και μίλησε στη θέση της, αφήνοντας την αποσβολωμένη.

-Κωστή, συγνώμη κιόλας που διακόπτω αλλά αυτή την στιγμή ενοχλείς, θα τα πείτε στο γραφείο αύριο το πρωί. Και χωρίς άλλη κουβέντα αφού το έκλεισε της το επέστρεψε. 

-Το έκλεισες; Τον ρώτησε ψάχνοντας να βρει κάτι να πει, αφού είχε απορήσει με τη συμπεριφορά του.

-Ναι!

-Και γιατί;

-Δεν υπάρχει γιατί. Είσαι μαζί μου και δε θα σε μοιράζομαι εγώ με κανένα Κωστή.

-Μα ήταν για δουλειά. Ο Κωστής είναι απλά ένας συνάδελφος.

-Είσαι μαζί μου τώρα και δε θα σε μοιράζομαι εγώ με καμία δουλειά. Την τράβηξε από το χέρι και την ακούμπησε επάνω του.

-Με ποιο απ’ όλα τα λερναία ονόματα/ να σε πρωτοφωνάξω./ Όποιο κι αν κόψω αποζητώντας σε/ φυτρώνει αμέσως άλλο.

-Κι όμως είσαι δροσερός… είπε ακουμπώντας το χέρι της στο μέτωπο του, εκείνος την άφησε να τραβηχτεί αλλά χωρίς να αφήσει το χέρι της προχώρησε αναγκάζοντας την να τον ακολουθήσει. Τελικά η ποίηση δεν ταίριαζε σε αυτό το κορίτσι κατέληξε και αποφάσισε να αλλάξει θέμα, επιστρέφοντας στα πιο πεζά.

-Να μην το ξεχάσω, μίλησα στη μητέρα μου για σένα.

-Και τι της είπες; Τον ρώτησε τρομοκρατημένη.

-Ότι γνώρισα ένα ενδιαφέρον πλάσμα!

-Κάτι μου λέει ότι δεν τελειώνει εδώ αυτό που έχεις να μου πεις.

-Θέλει να σε γνωρίσει!

-Δεν είναι λίγο νωρίς βρε μωρό μου;

-Έλα μωρέ, σιγά!

-Καλά θα δούμε.

-Δε θα δεχτώ όχι, θα κανονίσουμε μια μέρα να πάμε, οπωσδήποτε. Την Κυριακή το μεσημέρι για παράδειγμα.

-Αυτή την Κυριακή; Ρώτησε έτοιμη να πάθει κρίση πανικού.

-Α όλα κι όλα, είσαι καλεσμένη της μαμάς μου σε τραπέζι, θέλει να σε περιποιηθεί. Σε διαβεβαιώνω ότι είναι πολύ καλή μαγείρισσα.

-Δεν ξέρω, αγχώθηκα.

-Μην αγχώνεσαι βρε βλάκα, είναι πολύ γλυκό και ευγενικό πλάσμα η μαμά μου, είμαι σίγουρος ότι θα τα πάτε τέλεια οι δυο σας!

-Ας το ελπίσουμε! Σάββα, η μητέρα σου είναι η ίδια με τη μητέρα του Δημήτρη;

-Μα φυσικά, αφού είμαστε αδέρφια αγάπη μου.

-Ναι, έλεγα μήπως ήσασταν αδέρφια μόνο από πατέρα.

-Κι από πατέρα κι από μητέρα!Διευκρίνισε μην καταλαβαίνοντας την ταραχή της.

-Τέλεια! Είπε προσπαθώντας να κρύψει την απογοήτευση. Και με θυμάται;

-Δεν ξέρω, δεν ανέφερα ότι ήσουν φίλη του Δημήτρη.

-Τουλάχιστον έχεις ένστικτο. Μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της.

 

 

Ήξερε από την αρχή ότι η συνάντηση της με εκείνη την αυταρχική γυναίκα που είχε αναγκάσει το Δημήτρη να παντρευτεί την πρώτη που θα έπεφτε στο δρόμο του για να γλιτώσει από την καταπίεση της μάνα του δε θα πήγαινε καλά. Στη δουλειά έπαψε να είναι χαμογελαστή όπως ήταν τις τελευταίας μέρες, βέβαια αντί για μια μέγαιρα που έβαζε με το παραμικρό τις φωνές, τώρα ήταν σκεφτική ψάχνοντας μια δικαιολογία για να αποφύγει τη συνάντηση. Βέβαια έτσι όπως της το είχε ξεφουρνίσει ο καλός της δεν της είχε αφήσει και πολλά περιθώρια, ούτε καν να συνηθίσει την ιδέα, τι έμεναν άλλωστε μέχρι την Κυριακή που θα γινόταν το τραπέζι, ούτε τρεις μέρες. Είχε δίκιο που έλεγε μια φίλη της ότι όλες οι γυναίκες έπρεπε να ψάχνουν άντρες από τα ορφανοτροφεία για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο. Από τη μία την κολάκευε που μόλις δυο βδομάδες ο Σάββας ήθελε να τη γνωρίσει στη μητέρα του, τι κι αν ήδη γνωρίζονταν, αλλά από την άλλη πίστευε ότι είχε χρόνο γι’ αυτά, κι αν δεν πήγαινε καλά το πράγμα θα μπορούσε να το αποφύγει εντελώς. Σκέφτηκε να υποκριθεί την άρρωστη αλλά ήξερε ότι απλά θα έπαιρνε παράταση χρόνου, τελικά το Σάββατο το βράδυ κατέληξε ότι μια ψυχή που ήταν να βγει ας έβγαινε μια ώρα αρχύτερα να αναπαυθεί κι ο νεκρός εν ειρήνη μιας και κάτι της έλεγε ότι μετά από αυτή τη συνάντηση η σχέση τους θα ήταν νεκρή.

Κι έτσι να τώρα, Κυριακή μεσημέρι, να στέκεται στο πλάι του Σάββα μπροστά από την πόρτα της μητέρας του. Και λίγο πιο ύστερα να κάθεται σε μια πλευρά του τραπεζιού, να προσπαθεί να καταπιεί το κακοψημένο μουσακά και να έχει στο πλάι της πάλι το Σάββα ο οποίος έκανε όσο το δυνατόν περισσότερη φασαρία, λες και είχε επιστρέψει στην εφηβεία, αφού έσερνε την καρέκλα του στο πάτωμα κάθε λίγο μεγαλώνοντας της τον εκνευρισμό, ενώ το στομάχι του έκανε περιέργους ήχους έτσι όπως το είχε επιβαρύνει με το φαγητό της μαμάκας του, μάλιστα δυο τρεις φορές δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το ρέψιμο του. Ώρα ήταν να του ξεφύγει και τίποτε άλλο. Σκέφτηκε η Μαριάνθη και ανασήκωσε τα μάτια της για να αντικρίσει το εξεταστικό βλέμμα της μητέρας του Δημήτρη και του Σάββα. Στην προηγούμενη ζωή πρέπει να ήταν ιεροεξεταστής, κατέληξε κάνοντας ένα μορφασμό, με την ελπίδα να θυμίζει χαμόγελο.

-Και που είπαμε ότι εργάζεσαι κορίτσι μου; Τη ρώτησε θέλοντας να ανοίξει συζήτηση.

-Σε μια διαφημιστική εταιρεία.

-Παραμυθατζού σαν να λέμε! Είπε και ο τόνος της μαρτυρούσε ότι είχε σκοπό να την προσβάλει, συγκαλυμμένα,  παρά να αστειευτεί. Η Μαριάνθη αναγκάστηκε να απαντήσει με έναν ακόμα μορφασμό-χαμόγελο και να μην κάνει περαιτέρω σχόλια. Η φυσιογνωμία σου μου είναι γνώριμη.

-Ξέρεις μαμά, η Μαριάνθη ήταν συμμαθήτρια του Δημήτρη μας. Διευκόλυνε τη μνήμη της ο Σάββας με το στόμα μπουκωμένο από το φαγητό.

«Θα πνιγείς αγάπη μου» σκέφτηκε η Μαριάνθη, αλλά προτίμησε να μη μιλήσει.

- Έλα; Είχες έρθει στο σπίτι και με το Δημήτρη μου; Είπε εκείνη με ψεύτικη έκπληξη.

-Ίσως, δε θυμάμαι. Προσπάθησε να αποφύγει το θέμα η Μαριάνθη.

-Μπα, όχι θα σε θυμόμουν, ο Δημήτρης ερχόταν εδώ πάντα με ένα κορίτσι, με γυαλιά και σπυράκια… πολλά σπυράκια, το πρόσωπο της πρέπει να έχει σκαφτεί από τα τόσα πολλά σπυράκια!

Όταν άκουσε την περιγραφή του κοριτσιού που ήταν κάποτε δεν μπόρεσε να συγκρατήσει έναν ακόμη μορφασμό.

-Ενώ εσύ έχεις υπέροχο δέρμα. Πρόσθεσε μια ψεύτικη φιλοφρόνηση, που είχε περισσότερο σκοπό να ευχαριστήσει το Σάββα παρά την ίδια τη Μαριάνθη, άλλωστε όταν το έλεγε δεν παρέλειψε να ρίξει μια ματιά στο γιο της.

-Ευχαριστώ. Αναγκάστηκε να πει η Μαριάνθη για τον ίδιο λόγο.

-Συμμαθήτρια του Δημήτρη μας λοιπόν… δηλαδή δυο χρόνια μεγαλύτερη σου Σάββα μου! είπε κοιτάζοντας το πιάτο της και παίρνοντας μια μπουκιά με το πιρούνι βάζοντας την στο στόμα της.

-Δυο χρόνια και τρεις μήνες…παρά ένα δυο εικοσιτετράωρα.

Τελικά η μοίρα της την είχε καταδικάσει να ερωτεύεται ηλίθιους κατέληξε η Μαριάνθη νιώθοντας να εξαντλείται η υπομονή της. 

-Ξέρεις Μαριάνθη, Μαριάνθη δε σε είπαμε;

-Μάλιστα.

-Ξέρεις λοιπόν Μαριάνθη, ο Σάββας μου πάντα έμπλεκε με μεγαλύτερες, θα φταίει το οιδιπόδειο, πάντα με έψαχνε στις γυναίκες με τις οποίες έκανε δεσμό!

-Απορώ με το συσχετισμό που κάνετε κυρία Φρειδερίκη, εσείς μια τόσο έξυπνη γυναίκα, μόλις δυο χρόνια τον περνάω, όχι τριάντα.

-Άκου καλή μου για να μαθαίνεις. Δεν τον περνάω τριάντα χρόνια, ούτε καν είκοσι, εγώ παντρεύτηκα και έκανα παιδιά μι­κρή. Όχι σαν την επόμενη από μένα γενιά, που ανήκεις κι εσύ προφανώς και που έβαλε πάνω από την οικογένεια, την καριέρα και την προσωπική της καλοπέραση.

Strike, σκέφτηκε η Μαριάνθη μόλις άκουσε τον εκνευρισμό να πάλει τις φωνητικές χορδές της ‘‘κυρίας’’ Φρειδερίκης

-Υπέροχο το φαγητό σας κύρια Φρειδερίκη, είπε και σήκωσε το ποτήρι της κοιτώντας την ευθεία στα μάτια. Στην υγειά μας.

-Στην υγειά μας. Βιάστηκε να σηκώσει το ποτήρι του κι ο Σάββας ο οποίος δε φαινόταν να είχε χαμπαριάσει τίποτα από όσα είχαν συμβεί μόλις μπροστά του. Θα του ξεγλιστράνε οι κλέφτες αυτού μέσα από τα χέρια, σκέφτηκε η Μαριάνθη σαρκαστικά μα συνάμα ένιωθε και μια απέραντη τρυφερότητα για εκείνο το μεγαλόσωμο παιδί. Η Φρειδερίκη αν και δεν ευχήθηκε στην υγεία κανενός, αναγκάστηκε να σηκώσει και εκείνη το ποτήρι της κοιτώντας όμως άγρια τη Μαριάνθη.

 

 

Της φαινόταν ακατανόητο πως ο Σάββας δεν είχε αντιληφθεί τίποτα από την επιθετικότητα της μητέρας του εναντίον της. Σε όλη τη διαδρομή προς το σπίτι της, όπου είχε παραλάβει ο ίδιος το τιμόνι, λόγω των τετριμμένων του απόψεων περί οδηγών θηλυκού γένους, δεν έπαυε να εξυμνεί τη μητέρα του και να της λέει για το πόσο φιλόξενη ήταν και πόσο σίγουρος ήταν ότι την είχε συμπαθήσει . Η Μαριάνθη μιας και είχε μπλέξει μόνη την τον εαυτό της σε όλη αυτή την παρωδία, αποφάσισε να μην κάνει κανένα απολύτως σχόλιο στο Σάββα και έτσι υπέμεινε το θαυμασμό του για την αγία μητέρα πιέζοντας τα χείλη της για να φαίνεται ότι του χαμογελούσε και ότι επιδοκίμαζε τα σχόλια του. Άραγε αν ποτέ γινόταν μητέρα και αποκτούσε γιο θα γινόταν και εκείνη σαν τη Φρειδερίκη;

Ανέβηκαν στο διαμέρισμα με τη Μαριάνθη να ακούει στωικά τα σχόλια του νέου της συντρόφου, που σύντομα όπως πήγαινε το πράγμα θα είχε την κατάληξη του παλιού. 35 χρονών γαϊδούρι και ακόμα δεν είχε ξεπεράσει το οιδιπόδειο σύμπλεγμα, για φαντάσου να ισχύει η θεωρία που έγραφε εκείνο το γυναικείο περιοδικό, που ισχυρίζεται ότι ο άντρας βλέπει στις ερωμένες του κάτι από τη μητέρα του και πάντα εκείνες ψάχνει. Όχι, σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να δεχτεί, ούτε καν σαν ενδεχόμενο ότι είχε κοινά με τη Φρειδερίκη.

Μπαίνοντας μέσα η Μαριάνθη έβγαλε τις γόβες της και προσπαθούσε να απαλλαχτεί κι από το βάρος των σκουλαρικιών της. Ο Σάββας έμεινε για λίγο σιωπηλός και περιεργάστηκε το χώρο. «Κάτι θα σκέφτεται πάλι να πει για τη μητέρα του», μουρμούρισε η Μαριάνθη.

-Δε μου είπες όμως εσύ πως σου φάνηκε η μαμά μου;

 

-Εντάξει. Κατάφερε να πει με δυσκολία.

-Τι εντάξει; Επέμεινε εκείνος. Αυτό της έλειπε να την επέβαλε και σε προφορικό τεστ για το πώς της φαινόταν η μαμά του για να μπορούν να είναι μαζί.

-Τι θες να σου πω τώρα! Μια χαρά γυναίκα είναι! Και δυο τρομάρες, συμπλήρωσε νοερά. Εκείνος την πλησίασε και την αγκάλιασε. 

-Πως θα την περιέγραφες με τρεις λέξεις; Δεν της το έβγαζες από το μυαλό ότι περνούσε τεστ. 

Αυταρχική, Κομπλεξική, Φρικτή, Άρρωστη… σκέφτηκε νοερά.

-Με μια αν θες!

-Αν αρκεί!

-Μητέρα. Είπε με ψεύτικο δέος και απομακρύνθηκε από κοντά του. 

-Μ’ άρεσε αυτό.

Εκείνη στράφηκε προς το μέρος του και του χάρισε ένα χαμόγελο.

-Μια τόσο μικρή λέξη που κρύβει τόσα πολλά μέσα της. Κρύβει ενδιαφέρον, αγάπη, τρυφερότητα και ένα σωρό άλλα πράγματα! Άσε με να σε βοηθήσω με το φερμουάρ της είπε και την πλησίασε, φέρνοντας τα χείλη του στο στόμα της, πέρασε τα χέρια του γύρω από το σώμα της και της ξεκούμπωσε το φερμουάρ, ενώ την ανάγκασε να οπισθοχωρήσει προς την κρεβατοκάμαρά.

 

 

Όσο και να προσπαθούσε η Μαριάνθη να παραδοθεί στο πάθος του Σάββα, δεν τα κατάφερνε και πολύ καλά μιας και είχε στο μυαλό της τη μητέρα του. Βέβαια αυτό δε φάνηκε να το αντιλαμβάνεται ο Σάββας που οι ψεύτικοι αναστεναγμοί και οι υποκριτικές κραυγούλες ευχαρίστησης τον είχαν κάνει να πιστέψει ότι την είχε φτάσει στα ουράνια. Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, τον άκουσε να τη ρωτάει με τη φωνή γεμάτη πάθος

-Τι είσαι μωράκι μου;

-Τι είμαι; Τον ρώτησε εκείνη που δεν κατάλαβε τι ακριβώς τη ρωτούσε και που φοβήθηκε ότι θα της έλεγε πάλι για τη μάνα του.

-Πουτάνα! Αποφάνθηκε εκείνος με ακόμα περισσότερο πάθος στη φωνή.

Η απάντηση της Μαριάνθης της ήρθε αυτόματα στο στόμα, πριν προλάβει να τη συγκρατήσει. Ακουμπώντας τα χείλη της στο αυτί του, του είπε ψιθυριστά, λάγνα και όσο έπαιρνε ερωτικά.

-Πουτάνα είναι η μάνα σου!

Μετά από ελάχιστα δευτερόλεπτα που έμεινε σαστισμένος ο Σάββας ανασηκώθηκε από πάνω της, άναψε το πορτατίφ και κοιτάζοντας την ξαφνιασμένος τη ρώτησε.

-Τι;

-Τι; Τον ρώτησε και εκείνη ξαφνιασμένη.

-Σου έχει πει κάτι ο Δημήτρης εις βάρος της μητέρας;

-Τι να μου πει δηλαδή; Τον ρώτησε με απορία.

-Δεν ξέρω, οτιδήποτε!

-Όχι.

Εκείνος έμεινε να την κοιτάει εξεταστικά για λίγο, όμως στο τέλος αποφάσισε να σηκωθεί από το κρεβάτι και άρχισε να ντύνεται.

-Συγνώμη, Μαριάνθη, αλλά δεν είμαι σε θέση να συνεχίσω.

-Τι έπαθες;

Με το φερμουάρ του παντελονιού ξεκούμπωτο και προσπαθώντας να περάσει το κεφάλι του μέσα από τη λαιμόκοψη της μπλούζας, κατευθύνθηκε προς την πόρτα.

-Θα σε πάρω τηλέφωνο. Γεια.

-Σάββα, περίμενε έκανε να σηκωθεί από το κρεβάτι να τον προλάβει, όμως το μόνο που άκουσε ήταν η εξώπορτα να βροντάει.

-Να σε πάρει Φρειδερίκη Μπούτλα. Είπε και ξανακάθισε στο κρεβάτι. 

 

*Ενός λεπτού μαζί. Κική Δημουλά – Εκδόσεις Ίκαρος Τέταρτη Έκδοση 2002

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ

 

Η νέα υπουργός της κυβέρνησης καθόταν στο γραφείο της και κοίταζε το βιογραφικό του νεαρού που της είχαν στείλει από την αστυνομία. Σήκωσε το κεφάλι της και χαμογέλασε στον νεαρό. Δεν είχε ανδρωθεί ακόμα αλλά φαινόταν αρκετά ενδιαφέρον και κυρίως ήταν εμφανίσιμος.

-Και πόσο χρονών είπαμε ότι είσαι Φάνη;

-Είκοσι-τριών.

-Είκοσι-τριών! Και είσαι Αθηναίος;

-Όχι, Λάκωνας!

-Λάκωνας! Τα πολλά λόγια είναι φτώχια σαν να λέμε!

-Κάπως έτσι.

-Ξέρεις κάτι Φάνη; Μπορεί να είμαι πολιτικός και οι συνθήκες να με αναγκάζουν να μιλάω πολύ κάποιες φορές, αλλά κι εγώ προτιμώ τις πράξεις από τα λόγια! Ναι, ναι, σίγουρα προτιμώ τις πράξεις! Λοιπόν Φάνη, από σένα θα περιμένω μόνο πράξεις! Είπε και του πρόσφερε το χέρι της. Εκείνος σηκώθηκε όρθιος και της το έσφιξε.

-Να είσαστε σίγουρη, κυρία Τσώτση.

-Μπορείς να πηγαίνεις, του είπε χαμογελώντας. Βγαίνοντας σε παρακαλώ να κλείσεις την πόρτα. Με ένα καταφατικό κούνημα του κεφαλιού του αποχώρισε από το γραφείο της Τσώτση αφήνοντας τη μόνη.

-Μόνο που χρειάζεσαι εκπαίδευση! Ακατέργαστο πρώτο υλικό, ο τομέας μου! Είπε και χτύπησε τα χέρια της πριν καθίσει ενθουσιασμένη στην καρέκλα της.

 

 

Ξαπλωμένη στο κρεβάτι της η Θέκλα διάβαζε το βιβλίο των Χιλιανών Αρμάν Ματλάρ και Αριέλ Ντορφμάν «Ντόναλντ ο απατεώνας», το συγκεκριμένο βιβλίο  είχε κυκλοφορήσει το 1971 στη Χιλή, στα πλαίσια της εκπολιτιστικής εκστρατείας του τότε πρόεδρου, Αλιέντε που δολοφονήθηκε, μόλις ανέλαβε την εξουσία με πραξικόπημα ο Πινοσέτ. Ο δικτάτορας, φίλος –διορισμένος- των Αμερικανών δεν μπορούσε να ανεχτεί να κυκλοφορεί στη χώρα του ένα βιβλίο που κατηγορεί τον καπιταλισμό τόσο ανοιχτά. Εξηγώντας τον ιμπεριαλισμό με απλά λόγια και μάλιστα χρησιμοποιώντας τους αγαπημένους ήρωες των παιδιών, την οικογένεια Ντακ αλλά και τους υπόλοιπους ήρωες της Disney. Αποτέλεσμα να απαγορευτεί στη Χιλή και να πεταχτούν στη θάλασσα πέντε χιλιάδες αντίτυπα του βιβλίου. Φυσικά ο Πινοσέτ έριχνε κατά συρροή ανθρώπους στη θάλασσα για να πνιγούν, δε θα δίσταζε να τιμωρήσει ένα θρασύ βιβλίο. Παρά τη φρενίτιδα εναντίον του βιβλίου και γενικά εναντίον της Δημοκρατίας το βιβλίο των Αρμάν Ματλάρ και Αριέλ Ντορφμάν, κατάφερε να επιβιώσει και να ταξιδέψει στο εξωτερικό. Ύστερα από δύο χρόνια δικαστικών αγώνων κατάφερε να κυκλοφορήσει στην Αμερική στα 1977 ενώ μέχρι και το Μάρτιο του 1982, είχε εκδοθεί σε δεκατέσσερις ακόμα χώρες. Μπορεί τα φύλλα των πέντε χιλιάδων αντιτύπων που είχαν πνιγεί στη θάλασσα, να είχαν λιώσει, με εξαίρεση ίσως κάποια εξώφυλλα, η ψυχή του βιβλίου επιβίωσε και ταξίδεψε. Και ύστερα από αυτή τη μικρή ιστορική παρένθεση, ας επιστρέψουμε στην Αθήνα του 2004 και στους ήρωες μας.

Το κινητό της Θέκλας ήταν κι αυτό ‘‘ξαπλωμένο’’ στο πλάι της δίπλα σε ένα μαξιλάρι, όταν άρχισε να χτυπάει. Εκείνη κοίταξε την οθόνη και μόλις διάβασε το όνομα του Αρτέμη άρχισε να μονολογεί ειρωνικά.

Τηλεφωνείτε στον προσωπικό τηλεφωνητή της Θέκλας Γιαννέλη, για ψυχολογική υποστήριξη πατήστε 1, για ερωτικό παιχνίδι πατήστε 2, για επανάσταση πατήστε 3!

Ο ήχος από το Ringtown σταμάτησε και εκείνη παράτησε το τηλέφωνο δίπλα της, όταν εκείνο άρχισε να ξαναχτυπά.

-Παρακαλώ;

-Θέκλα είσαι καλά;

-Ναι.

-Γιατί δεν το σήκωνες;

-Δεν το πρόλαβα.

-Α!

-Σε ακούω.

-Τι;

-Είναι η όγδοη συνεδρία μας, ξέρεις, αυτή!

-Δηλαδή; … Με θεωρείς πελάτη σου;

-Αν εσύ με θεωρείς ψυχίατρό σου!

-Αν θυμάμαι καλά, δεν σπουδάζεις ψυχιατρική.

-Καλά θυμάσαι.

-Γιατί είσαι θυμωμένη;

-Μα δεν είμαι θυμωμένη. Του απάντησε αν και δεν κατάφερε να κρύψει το ειρωνικό της ύφος.

-Έκανα κάτι;

-Τίποτα απολύτως.

-Αν σε ενοχλώ, δε θα σε ξαναπάρω τηλέφωνο.

-Κάνε ό,τι καταλαβαίνεις.

-Συγνώμη για την ενόχληση. Γεια.

-Γεια.

Όμως κανείς από τους δυο τους δεν έκλεισε τη γραμμή, περιμένοντας να το κάνει ο άλλος πρώτα.

-Θέκλα;

-Ναι;

-Θέλω να σε δω.

-Πότε;

 

 

Πολλή φασαρία έκανε ο εραστής της τον τελευταίο καιρό. Μάλλον δεν αντιλαμβανόταν σε πόσο ευαίσθητη θέση ήταν τόσο ο ίδιος όσο και η δουλειά του, είχε χάρη που μέσα στα ελαττώματα του είχε ένα σημαντικό προτέρημα, αλλιώς θα είχε φροντίσει προ πολλού να απαλλαχθεί από τις υπηρεσίες του. Μόλις πριν από λίγη ώρα του είχε τηλεφωνήσει για να ανέβει στο γραφείο της και εκείνος αντί να έρθει διακριτικά και να ζητήσει από τη γραμματέα της να τη δει, βρίσκοντας μια οποιοδήποτε δικαιολογία, αγνόησε τη Νατάσσα και μπούκαρε στον ιδιωτικό επαγγελματικό της χώρο, με τη Νατάσσα να τον ακολουθεί κάθιδρη που δεν είχε καταφέρει να τον εμποδίσει. Από τη μία της φαινόταν αστείο να βλέπει ταραγμένη τη Νατάσσα αλλά από την άλλη θα μπορούσε να αποβεί και μοιραίο. Αν υποψιαζόταν κάτι η γραμματέας της, με την κουτσομπολίστικη διάθεση που έχουν φυσική ροπή όλες όσες κάνουν το επάγγελμα της και βάζουν στο στόμα τους τα αφεντικά τους, θα μπορούσε να κυκλοφορήσει η φήμη ότι έβγαζε τα μάτια της με τον άξεστο αστυνομικό της προσωπικής της φρουράς. Η Ολυμπία για να μη γίνουν χειρότερα τα πράγματα αποφάσισε να της πει ότι εκείνη του είχε δώσει εντολή να πάει απευθείας στο γραφείο της και της πρότεινε να κάνει διάλλειμα για να ξεκουραστεί. Θα έβρισκε τι δικαιολογία θα της έλεγε αργότερα το λόγο που  την έδιωξε, δε χρειαζόταν όμως να είναι απ’ έξω και να τους ακούει.

-Είσαι εντελώς τρελός, πως χιμάς έτσι; Μπορεί να ήταν ο οποιοσ­δή­πο­τε εδώ μέσα! Του είπε αφού άκουσε τη Νατάσσα να φεύγει από τον χώρο της υποδοχής. Ύστερα επέστρεψε στη θέση της και ρίχνοντας μια ματιά στα χαρτιά που ήταν ακουμπισμένα πάνω στο γραφείο σχολίασε. Από πού έχεις πάρει τόσο θράσος δεν καταλαβαίνω!

-Από αυτό. Της είπε δείχνοντας της το σήμα του.

-Κατάχρηση; Τον ρώτησε χωρίς να καταφέρει να κρύψει το λίγωμα στη φωνή της.

Ο Σάββας πήγε πίσω από το γραφείο της, και πιάνοντας την από την κοτσίδα την ανάγκασε να σηκωθεί από την καρέκλα της, με μια απότομη κίνηση της τράβηξε το κεφάλι προς τα πίσω και κρατώντας την από το πιγούνι της είπε σιγά στο αυτί.

-Κατάχρηση!

-Πρόσεξε πήγα κομμωτήριο σήμερα το πρωί. Τον προειδοποίησε πριν μαλακώσει πάλι τη φωνή της. Μπα, κύριε Σάββα, μας θυμηθήκατε;

Με μια κίνηση την ξάπλωσε πάνω στο γραφείο, και έγειρε από πάνω της.

-Δε σας ξεχάσαμε και ποτέ!

-Και η διαφημίστρια σας τι κάνει;

- Καλά είναι, σας στέλνει χαιρετίσματα. Είπε καθώς ξεκίνησε να της ξεκουμπώνει τα κουμπιά από το πουκάμισο του ταγέρ.

-Ω, είσαι τόσο ανήθικος.

-Δε με προτιμάτε έτσι;

-Πολύ.

Τα χείλη τους ενώθηκαν και άρχισαν να φιλιούνται με πάθος, όταν η Τσώτση έφερε το χέρι της στον καβάλο του και άρχισε να τον χαϊδεύει, όμως η ανταπόκριση του Σάββα ήταν από ελάχιστη ως καθόλου στο άγγιγμα της. Εκείνος απότομα τραβήχτηκε προς τα πίσω.

-Αδύνατον! Είπε και κούνησε το κεφάλι του.

-Τι συμβαίνει; Τον ρώτησε εκείνη ψυχρά. Ο Σάββας παρέμεινε σιωπηλός να την κοιτάζει περιμένοντας την ετυμηγορία της. Η Ολυμπία δεν ήταν από τις γυναίκες που καταδέχονταν να τις απορρίψεις και σίγουρα αυτό θα το είχε πάρει ως απόρριψη.  

-Μη μου πεις ότι πέθανε ο μικρός Σάββας; Τον ρώτησε ειρωνικά.

Νευριασμένος χτύπησε το χέρι του πάνω στο γραφείο της, ούτε εκείνος ήταν από τους άντρες που καταδεχόταν να αμφισβητούν τον ανδρισμό του. Η Ολυμπία τον έσπρωξε προς τα πίσω, γιατί μπορεί στο παιχνίδι να τον άφηνε να έχει το πάνω χέρι, αλλά στην πραγματική ζωή έπρεπε να γνωρίζει ότι εκείνη έκανε κουμάντο, και άρχισε να κουμπώνει τα κουμπιά από το πουκάμισο της.

-Βλέπω ότι δεν μπορείς να φέρεις εις πέρας καμιά από τις αποστολές που σου έχω αναθέσει!

Της επέστρεψε ένα ψυχρό βλέμμα, ανάλογο με το ύφος της φωνής της. 

-Σάββα, μια συμβουλή. Βρες σύντομα τι σου φταίει, γιατί αρχίζει να απειλείται η δουλειά σου!

-Δηλαδή; Τη ρώτησε με ειλικρινή απορία.

-Δηλαδή… μετά από τα όσα προκάλεσες στη δεξίωση, δεν ξέρω αν είσαι τόσο κατάλληλος φρουρός για την ασφάλεια μου.

-Μα δεν τα προκάλεσα εγώ… θέλησε να διαμαρτυρηθεί.

-Και τώρα μπορείτε να πηγαίνετε κύριε Μπούτλα, τον διέκοψε επιστρέφοντας πίσω από το γραφείο της. Δε σας χρειάζομαι άλλο! Για την ώρα τουλάχιστον, μου είσαστε άχρηστος!

 

 

Μετά κι από αυτό το σκηνικό με την εργοδότρια του –αν και δημόσιος λειτουργός- και την ξεκάθαρη απειλή της ότι θα τον έδιωχνε από το αραλίκι του να φυλάει το πολιτικό της γραφείο, να την πηγαινοφέρνει δεξιά αριστερά και να της ικανοποιεί τις ερωτικές της διεγέρσεις ο Σάββας δεν είχε καμία απολύτως διάθεση να ακούει τις συζητήσεις των συναδέλφων του. Προκειμένου να ξεχαστεί λιγάκι έψαξε στο κινητό του να βρει κάποιο σταθμό για να ακούσει μουσική, ούτως ή άλλως οι κουβέντες των αστυνομικών που κάθονταν και χάζευαν τον κόσμο να πηγαινοέρχεται στο πεζοδρόμιο ήταν τελείως ανούσιες. Βαθμολογούσαν με άριστα το 10, τις γκόμενες που περνούσαν από μπροστά τους και κολλούσαν «ευγενικά» παρατσούκλια στους άντρες και σε όσες δεν τους άρεσαν.

Η εισαγωγή ήταν πολύ χαρωπή και ο Σάββας είχε διάθεση να ακούσει ένα χαρούμενο τραγούδι: Στα βενετσιάνικα τα κάστρα τις βραδιές/σκούζουν και λένε πεινασμένες καλιακούδες/ πως των κολίγων κατακλέβουν τις σοδειές/ κόρακες μαύροι και καμπίσιες αλεπούδες

Αλεπούδες κόρακες των πασάδων κόλακες/ που με τούρκικους φετφάδες ξημερώσαν τσιφλικάδες   

-Μα τι είναι οι φετφάδες;

Κάλιο να πνίγει τη σοδιά μου ο Πηνειός/ κάλιο χαλάζια και βροχές να τη θερίζουν/ για να μη βλέπω να μ’ αρπάζουνε το βιος/ οι Τσιφλικάδες που τη γη δεν την ορίζουν.*

Στην πόρτα του κτηρίου έκανε την εμφάνιση της η υπουργός ή οποία αντάλλαξε ένα βλέμμα με τον νεαρό αστυνομικό, εκείνος της χαμογέλασε πονηρά πριν χαμηλώσει το βλέμμα. Η Ολυμπία παραμένοντας σοβαρή πλησίασε το Σάββα που της είχε γυρισμένη την πλάτη και άκουγε μουσική.

-Σάββα, Σάββα; Εκείνος γύρισε και την κοίταξε, πετώντας αντανακλαστικά το ένα ακουστικό από το αυτί. Μ’ ακούς παιδί μου;

-Μάλιστα κυρία Τσώτση.

Δηλαδή δεν ακούς μουσική τώρα;

-Όχι. Η Ολυμπία εκνευρισμένη έβγαλε το ακουστικό που ήταν ακόμα στο αυτί του Σάββα και το έβαλε στο αυτί της. Αφού του το επέστρεψε του πήρε το κινητό από το χέρι και κοίταξε τη συχνότητα του σταθμού. 902, αριστερά στα fm! Σάββα πρέπει να συνειδητοποιήσεις ότι δικοί μας φίλοι είναι οι αλεπούδες και οι κόρακες, αν θες να είσαι με τις καλιακούδες να σε στείλω κατά Περισσό μεριά να πάρεις και τον αέρα σου! Φάνη, θα με πας εσύ στο γραφείο του πρωθυπουργού.

-Μάλιστα κυρία Ολυμπία.

-Τσώτση παιδί μου, όχι Ολυμπία, του έκανε εκείνη παρατήρηση. Περικλείομαι από ηλιθίους! Είπε και έριξε μια τελευταία ματιά στο Σάββα. Με εσάς κύριε Μπούτλα θα τα πούμε ξανά αργότερα. Παρακολουθώντας παραξενεμένος την Ολυμπία να φεύγει με τον νεαρό συνάδερφο του στράφηκε και ρώτησε έναν άλλον. 

-Αυτός ο πιτσιρικάς ποιος είναι;

-Ποίος ο Φάνης, συνάδερφος. Καινούργιος, ξηγημένο παιδί.

-Τι μέσον έχει και είναι εδώ;

-Ξέρω ’γω, γιατί εμείς έχουμε μέσον; Τον ρώτησε με απορία.

-Σωστά. Μη σου φανεί όμως παράξενο αν εμείς βρεθούμε αλλού ξαφνικά.

-Τι εννοείς;

-Η κυρία Τσώτση, ψάχνει νέο αίμα.

-Έλα ρε, μη λες βλακείες τώρα, πως θα τα καταφέρει αυτό το παιδάκι να την προστατέψει. Μόλις που βγήκε από την σχολή.

-Αυτό είναι δικό τους θέμα. Να σε ρωτήσω κάτι άλλο, μήπως ξέρεις τι σημαίνει φετφάδες;

-Φετφάδες; Όχι, θα είναι ξένη λέξη.

-Σε ελληνικό τραγούδι την άκουσα.

-Θα είναι αρχαία ελληνική τότε.

 

 

Το επόμενο κιόλας πρωί ο Σάββας στεκόταν απέναντι από την Τσώτση, σε στάση προσοχής και με το πηλίκιο του κάτω από την αμασχάλη του. Από τη στιγμή που τον κάλεσε η Νατάσσα αντί της υπουργού, να ανέβει επάνω, εκείνος ήξερε τι τον περίμενε. Με βεβαιότητα η κυρία Τσώτση εφόσον είχε φροντίσει να βρει τον αντικαταστάτη του, τώρα θα απαλλασσόταν από τον ίδιο. Σε μια προσπάθεια να καθησυχάσει τους φόβους του είχε προσπαθήσει την προηγούμενη μέρα, να πείσει τον εαυτό του, ότι ο ρόλος του Φάνη στο γραφείο της, ήταν ως ένα μέσο να ασκήσει στον ίδιο πίεση προκειμένου να γίνει πιο προσεχτικός όσον αφορά την ασφάλεια, να μην την εκθέτει και κυρίως με τον ανταγωνισμό που θα ένιωθε θα ξυπνούσε ο κοιμισμένος ανδρισμός του. Όμως τώρα ήξερε τι θα άκουγε.

Και πράγματι, η αξιότιμη κυρία Τσώτση φόρεσε τη μάσκα της λύπης και τον ενημέρωσε ότι εφόσον δεν μπορούσε να απασχολεί τόσους πολλούς αστυνομικούς για την προσωπική της ασφάλεια έπρεπε κάποιος να επιστρέψει στην ενεργό δράση της αστυνομίας. Ο Σάββας με το θράσος που του είχαν επιτρέψει οι ιδιωτικές τους στιγμές και το ερωτικό ξεφάντωμα δεν άφησε ασχολίαστη την παρουσία του νεαρού Φάνη. Χωρίς να τα χάσει, άλλωστε αν ήταν να τα χάνει σε κάθε υπονοούμενο, ο σκληρός χώρος της πολιτικής δε θα τη σήκωνε, του εξήγησε όσο πιο πολιτισμένα γινόταν ότι τον τελευταίο καιρό έπεφτε από το ένα λάθος στο άλλο και ότι εξαιτίας του είχε κινδυνέψει να εκτεθεί, θυμίζοντας του την παράνομη κράτηση της νεαρής, σε ένα από τα δωμάτια της έπαυλης της. Τον διέκοψε όταν προσπάθησε να αντιδράσει με τη συνηθισμένη του δικαιολογία ότι ήταν μια ταραχοποιός και του ευχήθηκε ότι αφού θα γύριζε στην ενεργό δράση, και θα είχε την ευκαιρία να αναμετρηθεί ξανά με εγκληματίες στους δρόμους ίσως αν ήταν τυχερός να συναντούσε τη νεαρή που του είχε ανοίξει το κεφάλι. Άλλωστε ποιος ήξερε, μπορεί αργά ή γρήγορα να επέστρεφε και πάλι στο γραφείο της και στην προσωπική της φρουρά, ας θεωρούσε λοιπόν αυτή την περίοδο ως μια ευκαιρία μετεκπαίδευσης και σκληραγώγησης!  

Τα λόγια της όμως κάθε άλλο παρά καθησύχασαν το Σάββα, που πράγματι είχε γίνει μαλθακός τόσα χρόνια δουλεύοντας για εκείνη και μην έχοντας βρεθεί για πολύ καιρό αντιμέτωπος με τον κίνδυνο, της ζήτησε σαν προσωπική χάρη να μεσολαβήσει ώστε να τον στείλουν φύλακα κάπου αλλού με λιγότερο κίνδυνο, γι’ αυτό και απέρριψε την πρόταση της Τσώτση να σταλεί σε κάποια τράπεζα. Τράπεζα = Λεφτά = Κίνδυνος. Τελικά βρήκαν ως καταλληλότερο μέρος μια εφημερίδα. Άντε κανένα γκαζάκι να πέσει, τίποτα περισσότερο. Αφού συμφώνησαν, εκείνη του άπλωσε το χέρι, ο Σάββας ύστερα από λίγα δευτερόλεπτά δισταγμού αποφάσισε να δώσει και το δικό του. Άλλωστε εκείνος ήταν που ζητούσε χάρη. Κι έτσι βρέθηκε να κάθεται απέναντι από τον αρχισυντάκτη, -μιας και ο διευθυντής απουσίαζε- μιας φίλα προσκείμενης εφημερίδας προς την κυβέρνηση και να συζητάει μαζί του. Δεν ήταν ακριβώς συνέντευξη αλλά μια φιλική συζήτηση χάριν γνωριμίας. Ο αρχισυντάκτης γνωρίζοντας μέσω ποιας ο Σάββας πήγαινε να εργαστεί κοντά τους, στο ΝεοΦιλελεύθερο Τύπο, άρχισε να τον ρωτάει για το πώς έβλεπε εκείνος τα πράγματα.

-Τι λέει η Ολυμπία, θα δώσει τα φώτα της στο υπουργείο;

-Μωρέ θα του αλλάξει τα φώτα.

-Έχουμε χάσει λίγο έδαφος αλλά στις εκλογές η παράταξη θα σκίσει!

-Θα ξεσκίσει. Ο αρχισυντάκτης τον κοίταξε παραξενεμένος εξαιτίας των απαντήσεων που του έδινε, δε φαινόταν και ιδιαίτερα να συμπαθεί την κυρία Τσώτση. 

-Όσο για την Ολυμπία, με τις λαμπρές της ιδέες, είμαι σίγουρος ότι θα βγει πρώτη, θα ξεπεράσει και τον ίδιο τον πρωθυπουργό.

-Σίγουρα, η κυρία Τσώτση, έχει κάνει πολύ καλή δουλειά. Είπε να μαζευτεί λίγο ο Σάββας για να μη βρεθεί να κυνηγάει αναρχικούς στα Εξάρχεια.

-Λοιπόν όπως είπαμε, αφού έχεις και τις συστάσεις της Ολυμπίας, φαίνεσαι και καλό παιδί, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Είπε ο αρχισυντάκτης και σηκώθηκε από τη θέση του, αρχίζοντας να τακτοποιεί το γραφείο του. Ο Σάββας αρκέστηκε στο να κουνήσει το κεφάλι του θετικά. Πότε είπε η υπηρεσία σου ότι ξεκινάς μαζί μας;

-Θα είμαι διαθέσιμος από την Τρίτη.

-Εδώ η δουλειά είναι χαλαρή, πιο πολύ καμιά φάρσα για βόμβα, ή τίποτα πιτσιρίκια που το παίζουνε αναρχικοί, έρχονται από δω για να προκαλέσουν υλικές ζημιές.

-Έννοια σας και θα τα τακτοποιήσω εγώ.

-Ό,τι άλλο χρειαστείς ρωτάς τον security, και εγώ εδώ θα είμαι.

 

 

Αυτό το κορίτσι ήταν εντελώς αχαρακτήριστο. Σκέφτηκε ο Σάββας. Ό,τι και να έκανε κατέληγε να τα βάζει μαζί του. Ίσως δεν έπρεπε να συνεχίσει μαζί της, μόνο μπλεξίματα θα κέρδιζε, άλλωστε ήταν παντρεμένος και δεν ήθελε να πληγώσει τη Μαρία. Αλλά έλα μου που η Θέκλα τον τραβούσε όπως την πεταλούδα η φωτιά. Γι’ αυτό καίγεται, είπε στον εαυτό του και έφερε στο μυαλό του όλα όσα είχαν συμβεί εκείνη τη νύχτα. Αρχικά την περιμένει στο μπαρ για πάνω από μισή ώρα, στο τέλος κι αφού είχε πιει μονορούφι το ποτό του και μη θέλοντας να παραγγείλει κι άλλο πριν εκείνη έρθει άρχισε να τρώει τους ξηρούς καρπούς από το μπολάκι. Πρέπει να είχε φανεί εντελώς χαζός, μέσα στην αμηχανία να περιμένει κάποια που τον είχε στήσει και που μάλλον δε θα πήγαινε, όμως να που τελικά πήγε και πάλι καλά που δεν τον είχε βρει να τρώει τα νύχια του, αυτό θα ήταν πολύ πιο υποτιμητικό.

Όλα κυλούσαν ήσυχα και όμορφα, εκείνη γέλαγε με αυτά που της έλεγε. Υπήρχε η σπίθα ανάμεσα τους αλλά κανείς δεν τόλμησε να ξεπεράσει τα επιτρεπτά, άλλωστε υπήρχε και μια κόκκινη γραμμή με το όνομα Μαρία. Ήταν όμορφα να μιλάνε, έστω σαν φίλοι μεταξύ τους. Βγήκανε από το μαγαζί και ακόμα ηχούσε στα αυτιά του το γέλιο της. Όμως τα όμορφα πράγματα κρατάνε λίγο όπως και η νηνεμία της Θέκλας. Με το που είδε κάτι τύπους να τρέχουν μπροστά και κάποιοι άλλοι να τους κυνηγάνε, εκείνη και χωρίς να ξέρει τι έχει συμβεί, πήρε αμέσως θέση. Φυσικά ένας από αυτούς, του οποίου το τρέξιμο του θύμισε περισσότερο άλογο έτσι όπως σήκωνε ψηλά τα γόνατα, σήκωσε το χέρι και τη χαιρέτησε. Ο Αρτέμης απορημένος τη ρώτησε αν τον γνώριζε, όμως εκείνη ανασήκωσε τους ώμους και έκανε ένα μορφασμό που υποδήλωνε πως δεν τον γνώριζε. Ένα παραπάτημα του τύπου και εκείνοι που ήταν στο κατόπι του τον έφτασαν και άρχισαν να τον κάνουν τουλούμι στο ξύλο. Και φυσικά η Θέκλα δεν μπορούσε να μείνει έξω από μπλεξίματα.

- Αράπη θα σε κάνω από το ξύλο, να μάθεις να βρίζεις το σήμα της αστυνομίας. Του έλεγε ο ένας καθώς τον κλώτσαγε.

-Ρε μπάσταρδε, το σήμα έχει πάνω την ελληνική σημαία… κι εσύ τολμάς να βρίζεις. Κωλόπαιδο.

-Ε! δεν παίζει. Είπε η Θέκλα τσαντισμένη και πριν την προλάβει κατευθύνθηκε προς το κουβάρι των ατόμων που δέρνονταν. Καλώς τα μαγκάκια, δύο δέρνουν έναν;

-Φύγε κοριτσάκι μου, γιατί τώρα είμαστε δύο δύο, και θα τις φας κι εσύ.

-Τι μας λες ρε άντρα; Έπρεπε να μεσολαβήσει, το μόνο που μπορούσε να κάνει για να μην πάρουν και τον ίδιο τα σκάγια, ήταν να την αρπάξει από το μπράτσο και να προσπαθήσει να την απομακρύνει από το επεισόδιο, εκείνη τον έσπρωξε και ξέφυγε από το κράτημα του, όμως ο Αρτέμης που δεν του άρεσαν καθόλου οι καυγάδες την άρπαξε πάλι από το χέρι με σκοπό να την απομακρύνει. Τι το ήθελε, οι δυο νταήδες βάλανε τα γέλια, αρχίζοντας νε περιγελάνε τη Θέκλα. Βέβαια αυτό είχε δώσει το χρόνο στον ξυλοφορτωμένο να συρθεί και να τρέξει ξεφεύγοντας τους Όπως ήταν αναμενόμενο όλα τα νεύρα της τα ξέσπασε πάνω στον Αρτέμη.

-Άσε με. Εκείνος σταμάτησε να προχωράει, χωρίς όμως να της απελευθερώσει το χέρι. Άσε με, σου λέω. Είπε και τραβήχτηκε.

-Όχι δε σ’ αφήνω. Πάλι μπλεξίματα γυρεύεις! Πότε θα ηρεμίσεις, συνέχεια ψάχνεις για καυγά!

-Εγώ;

-Ξεχνάς; Να σου θυμίσω! Όλο με μια πέτρα στο χέρι είσαι. Πρώτα πετάς την πέτρα στον προσωπικό φρουρό της Τσώτση, ύστερα πάλι πετάς την πέτρα στο αυτοκίνητο του προσωπικού φρουρού της Τσώτση…

-Δεν φταίω εγώ που έχει βάλει στόχο τις πέτρες μου ο φρουρός της Τσώτση. Και στην τε­λική αυτή τη φορά έδωσες το δικαίωμα στους βλάκες να γελάνε μαζί μου, ηλίθιε.

-Καλύτερα να γελάνε, παρά να μας μπουζουριάσουν μέσα πάλι.

-Ε! ας έφευγες εσύ, δε σου είπα να με ακολουθήσεις στο τμήμα!

-Νομίζεις ότι θα σε άφηνα ανυπεράσπιστη μαζί τους.

-Δε σου ζήτησε κανείς να κάνεις τον ιππότη. Αλλά και πάλι τι λέω, δε με υπερασπίστηκες με γελοιοποίησες. Ρε μπας και είσαι μπάτσος και με δουλεύεις;

-Μπάτσος εγώ; Και γιατί να το κρύβω…

-Καληνύχτα Αρτέμη. Και τον εγκατέλειψε χωρίς άλλη κουβέντα.

 

 

Ήταν η πρώτη φορά από τη μέρα που είχε φύγει από το γραφείο της υπουργού που ο Σάββας είχε κέφι. Αφού έκανε ένα μπάνιο, ετοιμάστηκε για τη δουλειά. Στο τέλος φόρεσε το ρολόι του στο χέρι, βλέποντας πως είχε αργήσει, ξεκλείδωσε, έσβησε τα φώτα και βγήκε τραβώντας την πόρτα και κλειδώνοντας. Δεν είχε κάνει πέντε βήματα όταν τσεκάροντας την τσέπη του πέτσινου μπουφάν του κατάλαβε ότι είχε ξεχάσει να πάρει μαζί του αυτό που του είχε φέρει ο φίλος του το απόγευμα. Του είχε πει ότι έπρεπε να το τσεκάρει και θα έβρισκε πολύ ενδιαφέρον το υλικό, αυτά του τα λόγια και μόνο είχαν κάνει το Σάββα να ελπίζει. Αφού πήρε το DVD πάνω από το τραπεζάκι, το οποίο είχε κλωτσήσει την προηγούμενη φορά για να μπορέσει να κάνει χώρο να ξαπλώσει την ‘‘κυρία’’ Τσώτση στο πάτωμα, κατευθύνθηκε βιαστικά προς την πόρτα.

Βγαίνοντας από το σπίτι κοίταξε το DVD.

-Εδώ σας έχω κυρία Τσώτση, αν έχεις πέσει σε κάποιο λάθος ο μέγας Σάββας θα γυρίσει πάλι στη θέση του.

 

 

Αυτό που ο Σάββας απολάμβανε στην εφημερίδα ήταν ότι ο φύλακας είχε δικό του γραφείο με κάμερες. Δεν χρειαζόταν να στέκεται όλες τις ώρες στο δρόμο και να ψοφάει από το κρύο. Μπορούσε να κάνει κάποια βόλτα, γιατί καλές οι κάμερες αλλά προτιμότερη η φυσική παρουσία, αλλά δε χρειαζόταν να στέκεται όλη του τη βάρδια ορθοστασία εκτεθειμένος στο πολύ κρύο ή και στην αποπνικτική ζέστη. Ίσως ήταν καλύτερα τελικά εκεί από το να προστατεύει την κυρία Τσώτση, όμως η επιστροφή του ήταν θέμα γοήτρου.   

-Πάρε αυτό το DVD, και στείλ’ το, στην εταιρεία παραγωγής. Είπε ο υπεύθυνος έκδοσης.

-Τι ταινία είναι; Ρώτησε ο security που είχε βάρδια πριν το Σάββα.

-Ένα παιδικό, ο αστυνόμος Σαΐνης.

-Καμιά καλή ταινία πάθους πότε θα βάλουμε;

-Ταινίες πάθους να πας να ψάξεις στο βίντεο κλαμπ της γειτονιάς σου κι όχι στις έγκυρες εφημερίδες, με τόσων ετών παράδοση.

-Καλά αφεντικό, μια κουβέντα είπα.

-Και σβέλτα, πρέπει να είναι στο φύλλο της Κυριακής.

-Μάλιστα.

-Εταιρεία παραγωγής να σου πετύχει, να μην τολμάς να της στείλεις την ταινία μέσω διαδικτύου… είπε ο υπεύθυνος έκδοσης περισσότερο παραμιλώντας παρά απευθυνόμενος σε κάποιον. Ο Σάββας μπαίνοντας στο γραφείο χαιρέτησε το συνάδελφο του και έβγαλε το μπουφάν του.

-Πάνω στην ώρα ήρθες. Άκου Σάββα, θα έρθει κάποιος από την εταιρεία, παραγωγής, δώσ’ του αυτό το DVD. Είπε ρίχνοντας επιδεικτικά το DVD πάνω στο γραφείο και σηκώθηκε για να φορέσει το μπουφάν του, μιας και είχε λήξει η βάρδια του.  

-Έχει ειδοποιηθεί ή σαν την περασμένη φορά;

-Δεν έχεις να χάσεις τίποτα να πάρεις ένα τηλέφωνο στην εταιρεία για να τους το ξαναθυμίσεις.

-Έγινε. Απάντησε ο Σάββας προσπαθώντας να κρύψει την ανυπομονησία του να μείνει μόνος στο γραφείο για να παρακολουθήσει το DVD που του είχε δώσει ο φίλος του. Μόλις έμεινε μόνος στο γραφείο, έβγαλε από την τσέπη του μπουφάν του το DVD και το ακούμπησε πάνω σε μια εφημερίδα. Ύστερα πήγε ως την καφετιέρα να γεμίσει την κούπα του, η νύχτα προβλεπόταν μακριά και εκείνος ήθελε να έχει τα μάτια του δεκατέσσερα. Η πόρτα του γραφείου χτύπησε και ένας νεαρός ξεπρόβαλε. Ευτυχώς που ο courier είχε πάει να παραλάβει το DVD γιατί ο Σάββας το είχε ξεχάσει ήδη. Έπρεπε να είναι πιο προσεχτικός και επιμελής, δε χρειαζόταν να βρει και εδώ το μπελά του, άλλωστε σε λίγο καιρό θα επέστρεφε στο πολιτικό γραφείο της υπουργού, αλλά μέχρι τότε ας μην προκαλούσε την τύχη του. Αφού ο νεαρός πήρε το DVD από το γραφείο του φύλακα, καληνύχτισε και εξαφανίστηκε μέσα στη νύχτα. Ο Σάββας με τη ζεστή του κούπα γεμάτη με καφέ επέστρεψε στο γραφείο, μπροστά από τα μόνιτορ, κάθισε στη θέση του και τεντώθηκε. Έριξε μια ματιά στις οθόνες μπροστά του για να δει αν υπήρχε κάποια ύποπτη κίνηση στους χώρους της εφημερίδας αλλά και έξω από το κτήριο της, μιας και δεν είδε τίποτα, έστρεψε την προσοχή του στο DVD, το οποίο και δεν έβρισκε.

«Μα που στο διάβολο, πόδια έβγαλε, δεν το πιστεύω»… πάνω που άρχισε να απελπίζεται πρόσεξε το DVD που είχε γλιστρήσει και βρισκόταν στην άκρη του γραφείου. Το πήρε στα χέρια του και το κοίταξε: «Για να δούμε κυρία Ολυμπία, σας πιάσαμε επ’ αυτοφώρω;» είπε και το έβγαλε από τη θήκη του, τοποθετώντας το σε ένα DVD player που υπήρχε κι αυτό στο γραφείο του φύλακα ώστε σε περίπτωση που συμβεί κάτι στην εφημερίδα να ελέγχουν τις μαγνητοσκοπήσεις.

 

Πρόβλημα, πρόβλημα, Πες μου πως το λύνεις Αστυνόμος Σαΐνης

Πρόβλημα, πρόβλημα, Σχέδιο και αίσθημα ευθύνης Αστυνόμος Σαΐνης

 

-Δεν μπορώ να πω έχει χιούμορ ο φίλος μου! σχολίασε με το κέφι του να αυξάνεται. Μωρέ αν περιλαμβάνει αυτό που χρειάζομαι θα σε προάγω προσωπικά εγώ σε αστυνόμο Σαΐνι και θα σου δώσω και παράσημο. Τελειώνοντας το τραγούδι της παιδικής σειράς άρχισε να παίζει το σίριαλ.

-Εντάξει, καλά τα αστεία αλλά αρχίζεις να το παρακάνεις και μου τη δίνει στα νεύρα. Εκτός κι αν δω την Τσώτση σε κινούμενο σχέδιο. Τέλος δε θα ξανά εμπιστευτώ κανέναν, θα την κάνω μόνος μου τη δουλειά.     

 

*(Το τραγούδι έχει τον τίτλο «Αλεπούδες Κόρακες» Από τον δίσκο Θεσσαλικός κύκλος του Γιάννη Μαρκόπουλου, και το ερμηνεύει ο Λάκης Χαλκιάς).

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ

 

Στο διαμέρισμα της ως συνήθως έκανε κρύο, η Θέκλα έβγαλε το παλτό της και το ακούμπησε πάνω σε μια καρέκλα. Από τα νεύρα που είχε και που για άλλη μια φορά της τα είχε προκαλέσει εκείνος ο ηλίθιος, ο Αρτέμης, η Θέκλα ένιωθε ναι καίει ολόκληρη. Έκανε δυο φορές πέρα δώθε στα λίγα τετραγωνικά της γκαρσονιέρας που νοίκιαζε, με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά από το στήθος. Τι περίμενε κι εκείνη όμως από έναν τύπο σαν τον Αρτέμη, ήταν ολόκληρος ένα ελάττωμα. Στην περίπτωση που έλεγε την αλήθεια ήταν παντρεμένος και ζήταγε ρουσφέτια από πολιτικούς με αντάλλαγμα την ψήφο του. Στην άλλη περίπτωση ήταν μπάτσος που την είχε γεμίσει ψέματα. Όμως για ποιο λόγο να θέλει να την προστατέψει από μπελάδες, δε θα την άφηνε να πλακωθεί για να το προσθέσει κι αυτό έπειτα στο κατηγορητήριο εναντίον της. Βέβαια υποψιαζόταν ότι ένας καυγάς και μια βραδιά στο κρατητήριο θα του χάλαγαν τα σχέδια να βρει τους συνεργάτες της στην τρομοκρατική οργάνωση. «Αχ βρε κακομοίρη. Μη δείτε κάποιον να πετάει πέτρες τον βαφτίζετε αμέσως τρομοκράτη μιας και σας χαλάει για λίγο την ησυχία και την ψεύτικη ασφάλεια που νιώθετε»!

Έπιασε το σώμα του καλοριφέρ και κατέληξε ότι αν δεν ήθελε να αρρωστήσει έπρεπε να βάλει τη μικρή σόμπα στο ρεύμα. Τα φώτα έσβησαν και η Θέκλα που ένιωθε να πνίγεται στο σκοτάδι, φώναξε. Έκανε γρήγορα δυο βήματα και έφτασε στην πόρτα, την άνοιξε και έπεσε πάνω σε κάποιον που στεκόταν έξω από αυτή και προσπαθούσε να πάρει θάρρος για να της χτυπήσει. Η κραυγή που της έφυγε ήταν ακόμα πιο δυνατή, κάνοντας τον Αρτέμη που την είχε ακολουθήσει για να της ζητήσει συγνώμη, να κάνει προς στιγμή ένα βήμα πίσω τρομοκρατημένος. Ύστερα αποφασιστικά προχώρησε προς εκείνη και την κράτησε γερά από τα μπράτσα.

-Θέκλα, εγώ είμαι ο Αρτέμης, της είπε σε μια προσπάθεια να την καθησυχάσει.

-Με κόψω-χόλιασες. Του είπε, ξεφυσώντας όμως με ανακούφιση. Μια πόρτα από άλλο όροφο άνοιξε και κάποιος ρώτησε αν ήταν όλα καλά.

-Ναι, φώναξε η Θέκλα και η πόρτα ξανά έκλεισε. Εσύ πως βρέθηκες εδώ;

-Σε ακολούθησα, ήθελα να σου ζητήσω συγνώμη.

-Καλά. Από ηλεκτρολογικά ξέρεις; Τον ρώτησε ψάχνοντας να βρει στον τοίχο το κουμπάκι για να ανάψει το φως. Όμως μάταια!

-Όχι, αλλά θα κοιτάξω, αν θέλεις.

-Πέρνα. Του είπε και έκανε στην άκρη. Συγνώμη είναι λίγο ακατάστατα, αλλά δε σε περίμενα.

-Μπα, όλα μια χαρά τα βλέπω.

-Είναι γιατί δεν ανάψαμε ακόμα τα φώτα.

-Μπορεί! Που είναι ο πίνακας;

-Ποιος πίνακας;

-Με τις ασφάλειες; Είπε και άναψε ένα μικρό φακό που είχε μπρελόκ στα κλειδιά του, φωτίζοντας το πρόσωπο της και αναγκάζοντας την να κλείσει για λίγο τα μάτια της.

-Α! που να είναι αλήθεια;

 

 

Μην έχοντας τι άλλο να κάνει ο Σάββας, έμεινε να χαζεύει το διπλό επεισόδιο από τον αστυνόμο Σαΐνι. Τρώγοντας φιστίκια που τα κουβαλούσε πάντα μαζί του σε μια τσέπη του μπουφάν του, είχε ανεβάσει τα πόδια του πάνω στο γραφείο και χάζευε, γελώντας κάπου κάπου με τον αστυνομικό των γκάτζετ που αν δεν ήταν κρυφοί βοηθοί του η ανιψιά και ο έξυπνος σκύλος του δε θα την έβγαζε ποτέ καθαρή. Το τηλέφωνο του χτύπησε και εκείνος απάντησε χωρίς να μπει στον κόπο να κοιτάξει ποιος τον καλούσε.

-Παρακαλώ;

-Σάββα;

-Έλα μωρό μου!

-Σάββα η Μαριάνθη είμαι.

-Αυτό λέω κι εγώ, το μωρό μου.

-Και γιατί εξαφανίστηκες αφού είμαι το μωρό σου;

-Δεν εξαφανίστηκα απλώς επέστρεψα στην υπηρεσία…

-Εννοείς ότι έφυγες από την Τσώτση; Τον ρώτησε εκείνη ταραγμένη. Τι έγινε, σε έδιωξε;

-Όχι μωρέ που θα με έδιωχνε κι από πάνω! Εγώ ήθελα να φύγω, το θέμα είναι ότι έλειπε από τη ζωή μου η δράση, και τι δράση μπορούσα να έχω δίπλα στην Ολυμπία. Άντε κανέναν τουρτοπόλεμο στην καλύτερη των περιπτώσεων, ποιος τρομοκράτης της προκοπής, θα καθόταν να ασχοληθεί με την Τσώτση τώρα, μην τρελαθούμε. Πότε θα σε δω;

-Όποτε θέλεις; Ήθελα να συζητήσουμε και για τις προάλλες. Του είπε διστακτικά.

-Τι να πούμε για τις προάλλες; Έγινε κάτι γιατί εγώ δε θυμάμαι! Τέλος πάντων πρέπει να σε κλείσω, είμαι σε μυστική αποστολή, θα περάσω το πρωί, που θα τελειώσει η βάρδια μου.

-Θα σε περιμένω. Είπε και πήγε να κλείσει το τηλέφωνο ανακουφισμένη όταν άκουσε το Σάββα να λέει το όνομα της! Ναι;

-Μου έλειψες!

-Εμένα πιο πολύ! Καληνύχτα.

-Καληνύχτα.

-Σάββα. Τον πρόλαβε εκείνη πριν κλείσει.

-Τι είναι;

-Να προσέχεις!

-Θα προσέχω.

 

 

Κάθονταν στο πάτωμα, έχοντας αδειάσει ένα μπουκάλι κρασί υπό το φως των κεριών! Ο Αρτέμης δεν είχε βρει κάποια ασφάλεια πεσμένη και είχαν υποθέσει ότι πρόκειται για διακοπή ρεύματος. Έριξαν μάλιστα μια ματιά από τη μπαλκονόπορτα και είδαν ότι ολόκληρη η γειτονιά ήταν βυθισμένη στο σκοτάδι. Αμήχανοι, όχι επειδή τους είχε πειράξει το κρασί που πίνανε ξεροσφύρι, γελούσαν ανόητα ενώ μοιράζονταν ιστορίες από το παρελθόν τους.

-Μόλις αδειάσαμε ένα μπουκάλι. Παρατήρησε η Θέκλα, ο Αρτέμης πήρε το μπουκάλι από το χέρι της και έφερε το στόμιο κοντά στο μάτι του, όταν μια σταγόνα έπεσε στο πρόσωπο του.

-Μέχρι την τελευταία σταγόνα του! Είπε ξεκινώντας και οι δυο χαζά τα γέλια. Να σε αφήσω, να ξεκουραστείς κι εσύ. Είπε κάπως απρόθυμα, αφού σώπασαν και έπεσε σιωπή ανάμεσα τους.

-Όπως θες.

-Αν πάλι θες, περιμένω μέχρι να έρθει το ρεύμα, να μην είσαι μόνη σου και φοβάσαι!

-Δε φοβάμαι. Διαμαρτυρήθηκε εκείνη ενοχλημένη από το σχόλιο του.

-Ένα αστείο έκανα. Μην αρπάζεσαι. Είπε και σηκώθηκε από το πάτωμα. Να σου αφήσω το φακό;

-Όχι, δεν είναι ανάγκη, θα πέσω να κοιμηθώ μόλις φύγεις. Προχώρησαν μαζί μέχρι την πόρτα, με εκείνον να της έχει γυρισμένη την πλάτη. Ύστερα στράφηκε προς τη μεριά της.

-Να σε ρωτήσω κάτι;

-Αναλόγως!

-Εκτός από το σκοτάδι και τα ύψη, τι άλλο φοβάσαι;

-Σε πληροφορώ δε φοβάμαι ούτε το σκοτάδι, ούτε τα ύψη!

-Και τι φοβάσαι;

-Τίποτα! Είπε κάνοντας προσπάθεια να μην πάρει τα μάτια της από τα δικά του.

-Τίποτα;

-Τίποτα.

-Τυχερή είσαι, εγώ φοβάμαι!

-Αλήθεια; Τι;

-Εσένα. Είπε και έσκυψε να τη φιλήσει για να διαπιστώσει ότι και εκείνη ανταποκρινόταν με πάθος στο φιλί του, έχοντας φέρει τα χέρια της στο κεφάλι του, χαϊδεύοντας του τα μαλλιά. Μόλις άναψαν τα φώτα, αφού η βλάβη είχε αποκατασταθεί από τα κεντρικά της Δ.Ε.Η. η Θέκλα άπλωσε το χέρι της στο διακόπτη και έσβησε το φως, επιτρέποντας στον Αρτέμη να τη σηκώσει στα χέρια και να την πάει στο κρεβάτι.  

 

 

Η Θέκλα ήταν γυρισμένη μπρούμυτα ενώ ο Αρτέμης στηριγμένος στο χέρι του την κοίταζε έχοντας ξεχάσει ό,τι υπήρχε για εκείνον έξω από το δωμάτιο.

-Όταν ήμουν παιδί ήθελα να γίνω γλύπτης, έπαιζα συνέχεια με πολύχρωμες πλαστελίνες, στον πυλό δεν πρόλαβα να φτάσω… είπε και δεν ήξερε ούτε εκείνος γιατί εκμυστηρευόταν κάτι που τον έκανε να ντρέπεται.

-Γιατί όχι; Τον ρώτησε η Θέκλα χωρίς ν’ αλλάξει στάση στο κρεβάτι.

-Κατάπια ένα κομμάτι από την πλαστελίνη. Μαγευόμουν με αυτό το ζυμάρι, το τόσο εύπλαστο, μπορούσε να πάρει όποια μορφή ήθελα να του δώσω, αν και πάντα το πρωταρχικό σχέδιο που είχα στο μυαλό μου, ήταν καλύτερο από την απόδοσή του, ήθελα να το ζυμώνω, να το μυρίζω, να αντιληφθώ τη γεύση του, έτσι έκοψα ένα κομμάτι… το κατάπια από λάθος, εκείνη την στιγμή μπήκε η μητέρα και έτσι δεν ξανά ήρθαν στο σπίτι πλαστελίνες. Κι όμως λες κι αυτό το κομμάτι δεν το απέβαλε ποτέ ο οργανισμός μου, το κουβαλάω πάντα μέσα μου, εκείνο με σπρώχνει να δημιουργήσω, μα εγώ το αγνοώ.

Πάψε λοιπόν να το αγνοείς! Του είπε όσο πιο απλά μπορούσε.

-Τι όμορφα που θα ήταν να ήμουν γλύπτης, είπε με ονειροπόλο ύφος ο Αρτέμης. Όχι όμως με πλαστελίνες, με πυλό, με πέτρα, να φτιάξω το σώμα σου άγαλμα, έτσι όπως σε κράτησα στα χέρια μου, όλο το βράδυ. Έχω την αίσθηση ότι γνωρίζω τον κάθε πόντο από το κορμί σου, ότι αν γνώριζα τα μυστικά του πυλού, θα έφτιαχνα το ομορφότερο άγαλμα, που έχει φτιαχτεί εδώ και χρόνια σε αυτόν τον κόσμο, και με τέτοιο μοντέλο θα γινόμουν διάσημος γλύπτης, θα περνούσα στην ιστορία της τέχνης…

-Μπορείς να με φιλήσεις; Του είπε γλυκά πριν προσθέσει μελιστάλαχτα. Για να το βουλώσεις! Εκείνος την κοίταξε παραξενεμένος. Ίσως έτσι να αντιληφθείς ότι δεν είμαι κρύα σαν τον πυλό, μα ζεστή, ζωντανή. Η ομορφιά που εσύ βλέπεις δε θα μείνει αιώνια αλλά με το πέρασμα του χρόνου θα φθαρεί. Ακόμα κι αν με κάνεις άγαλμα, εγώ δε θα έχω καμία σχέση με αυτό, μετά από λίγο καιρό, όποτε μην σπαταλάς το χρόνο σου, και κράτα με στα χέρια σου όσο είμαι ακόμα ζεστή.

-Τόσος πρόλογος για ένα φιλί; Τη ρώτησε γελώντας.

 

 

Μπαίνοντας στο διαμέρισμα του ο Σάββας, άφησε την εφημερίδα «ΝεοΦιλελεύ­θε­ρος Τύπος» πάνω στο τραπεζάκι και πήγε στην κουζίνα να φτιάξει ένα καφέ. Δεν αγόραζε συνήθως εφημερίδες, όμως βλέποντας στο εξώφυλλο της εφημερίδας που είχε πάρει μετάθεση χάρη στην Ολυμπία, ότι είχε προσφορά DVD με δύο επεισόδια από τον αστυνόμο Σαΐνι, αποφάσισε να την πάρει. Χάρη άλλωστε στον ‘‘κινούμενο’’ συνάδελφο του είχε ξεχάσει την αποτυχία να πιάσει στα πράσα την υπουργό, δυο βράδια πριν. Βέβαια το ότι δεν την είχε πιάσει τώρα, δε σήμαινε ότι δε θα συνέβαινε με τον καιρό και έτσι όπως ήταν λυσσάρα η κυρία υπουργός ήταν βέβαιος ότι σύντομα θα επέστρεφε κάτω από το γραφείο της στη Χαριλάου Τρικούπη να χαζεύει τον κόσμο να πηγαινοέρχεται.

Επέστρεψε με μια κούπα ζεστό ελληνικό καφέ, άνοιξε τη ζελατίνα που είχε μέσα την εφημερίδα και τις προσφορές και έβγαλε το DVD. Το πήρε το έβαλε στο DVD player και κάθισε αναπαυτικά στον καναπέ του, παίρνοντας το τηλεκοντρόλ. Μόλις άνοιξε την τηλεόραση άρχισε να παίζει, μόνο που αυτό που προβαλλόταν μέσα από την οθόνη της τηλεόρασης τους δεν ήταν ο αστυνόμος Σαΐνις, αλλά η Ολυμπία που γυρισμένη μπρούμυτα στο γραφείο της, φορώντας το πηλίκιο του αρχιφύλακα κουνιόταν μπρος πίσω ανάλογα με την ώθηση που της έδινε ο νεαρός αντικαταστάτης του. Ο Σάββας σηκώθηκε από τον καναπέ μουρμουρίζοντας: «Μπορεί να μη σε έπιασα εγώ, αλλά σε έπιασε ο συνάδελφος Σαΐνις»!

 

 

Όμως όπως ήταν φυσικό δεν έγινε μόνο ο Σάββας μάρτυρας της ‘‘σύλληψης’’ της Τσώτση από ένα κινούμενο σχέδιο, που σαν ξωτικό αντάλλαξε το δικό του πρόγραμμα με μια άκρως αποκαλυπτική ταινία ρεαλιστικού κινηματογράφου, φέρνοντας το δώρο του Σάββα λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα. Ένα παιδάκι που το είχαν βάλει οι γονείς του μπροστά από την τηλεόραση για να δει το παιδικό πρόγραμμα αναρωτιόταν μόνο του, «Μα ποιος είναι ο αστυνόμος Σαΐνις»; Ένα άλλο έτρεξε πανικόβλητο στη μητέρα του και τραβώντας την από τη φούστα της φωνάζοντας :«Ο αστυνόμος Σαΐνι έχει την ομπρέλα του προς τα κάτω, όχι πάνω»!

Μια άλλη μητέρα παρασυρμένη από τα βογκητά στην τηλεόραση, μπήκε έξαλλη στο δωμάτιο του γιου της για να δει τι βλέπει.

-Παιδί μου, τι είναι αυτά που βλέπεις;

-Ο αστυνόμος Σαΐνις… είπε και πήρε το εξώφυλλο στο χέρι του, …σε νέες περιπέτειες! Μην έχοντας πως αλλιώς να αντιδράσει βάρεσε το χέρι του γιου της που κράταγε το εξώφυλλο.

Κάποιος άλλος γονιός που είχε σκοπό να καθίσει δίπλα στο παιδί του να διαβάσει την εφημερίδα του όσο εκείνο παρακολουθούσε παιδικά, μετά το πρώτο σοκ, έκρυψε βιαστικά με το χέρι του τα μάτια του παιδιού, ενώ προσπαθούσε με το άλλο χέρι να βρει το τηλεχειριστήριο να σβήσει την τηλεόραση.

-Έλα Αντρέα μου πήγαινε στο δωμάτιο σου. Ζητούσε ο πατέρας στο γιο του.

-Μα θέλω να δω τον αστυνόμο…

-Θα δούμε αύριο τον αστυνόμο Σαΐνι, θα σου πάρω και την κοκκινοσκουφίτσα, πήγαινε στο δωμάτιο σου τώρα!

-Μα μπαμπά… έκανε να διαμαρτυρηθεί το παιδί.

-Στο δωμάτιο σου είπα!

Ενώ πολλοί εκνευρισμένοι γονείς καλούσαν στα γραφεία της εφημερίδας και ζητούσαν έξω φρενών να μιλήσουν με τον διευθυντή της εφημερίδας, και όταν δε γινόταν δεχτό το αίτημα τους τα άκουγε όποιος άτυχος είχε τύχει να απαντήσει στο τηλεφώνημα. Με τα παιδάκια να ακούγονται στο βάθος να κλαίνε επειδή οι γονείς τους δεν τους επέτρεπαν να παρακολουθήσουν το αγαπημένο τους παιδικό.

-Καλά δεν ντρέπεστε καθόλου, να καμουφλάρετε τις τσόντες μέσα στα κινούμενα σχέδια, έκφυλοι, με αυτό τον τρόπο προωθείτε τα παιδιά στην πορνεία…

 

 

Πιο χαμένα από όλους τα είχαν ο διευθυντής με τον αρχισυντάκτη της εφημερίδας καθώς και ολόκληρη η ομάδα σύνταξης που συναντήθηκε Κυριακάτικα στην εφημερίδα να δει αν μπορούσε να σωθεί η κατάσταση.

-Τέτοιες πωλήσεις δεν ξανακάναμε ποτέ, αλλά τι να το κάνω, θα με γράψει στα μαύρα κατάστιχα το κόμμα, θα μου κόψει τον κώλο η ίδια η Τσώτση. Έλεγε ο αρχισυντάκτης τραβώντας τα μαλλιά του.

-Η Ολυμπία, είναι καμένο χαρτί, μην τη φοβάσαι πια. Είπε ψύχραιμα ο διευθυντής.

-Δε θα μας ξαναδώσουν επιχορήγηση.

-Δεν πειράζει θα πάμε με τους άλλους!

-Τόσα χρόνια ο «ΝεοΦιλελεύθερος Τύπος» έχει το αναγνωστικό του κοινό και ανήκει στην παράταξη.

-Καιρός ν’ αλλάξει! Τον παρηγορούσε ο διευθυντής έχοντας αρχίσει να φτιάχνει ένα σχέδιο στο μυαλό του για το πώς θα γύριζαν την κατάσταση υπέρ τους. Άλλωστε είτε ήταν με το ένα κόμμα που αναλάμβανε την κυβέρνηση είτε με το άλλο, μιας και η Ελλάδα βασανιζόταν σε όλη τη μεταπολίτευση από δικομματισμό, δεν άλλαζε και πολύ το πρόσημο μπροστά από την εξίσωση και πάντα θα είχε λάθος αποτέλεσμα. 

-Μα το χειρότερο  δεν ήταν η τσόντα αλλά … είπε κρύβοντας το πρόσωπο του μέσα στα χέρια του.

 

 

Ο Σάββας είχε πάρει κάτι μπισκοτάκια και τα βούταγε στο καϊμάκι του καφέ του απολαμβάνοντας την Ολυμπία να δίνει τα ρέστα της στο DVD. Μετά από το δεκαπεντάλεπτο πορνό που τον έκανε να σκεφτεί ότι ο ίδιος ήταν καλύτερος από το νεαρό τα πράγματα γινόταν ολοένα και χειρότερα για την αξιότιμη κυρία υπουργό.

Η Ολυμπία βρισκόταν με έναν άντρα στο γραφείο της, είχε σηκωθεί και του είχε σερβίρει ένα ποτήρι με ποτό.

-Αχόρταγη είσαι μωρή Κάργια. Δυο δυο απ’ όταν με έδιωξες. 

-Προτίμησα να βρεθούμε από κοντά, γιατί με τα τηλέφωνα… ποτέ δεν ξέρεις, μπορεί να παρακολουθούνται! Ακούστηκε η φωνή της μέσα από το ηχείο της τηλεόρασης.

-Ναι, κι εγώ το προτιμώ. Συμφώνησε ο άντρας μαζί της.

-Σκέφτηκα την πρόταση σου. Είπε ενώ πήρε θέση πίσω από το γραφείο της.

-Λοιπόν;

-Θα έχω δικούς μου στην επιτροπή για τα θέματα των πανελληνίων, και εσύ θα έχεις τα θέματα, το απόγευμα πριν από τις εξετάσεις, τι λες;

-Πως θα τα καταφέρεις;

-Έχουμε καιρό μπροστά μας, θα το τακτοποιήσω όσο καλύτερα μπορώ.

-Καλό ακούγεται! Κι εσύ τι θα κερδίσεις;

Η Ολυμπία πήρε ένα χαρτάκι από το γραφείο της και του το έδωσε.

-Αυτός είναι ο τραπεζικός μου λογαριασμός!

-Α! Την τσούλα. Είπε ο Σάββας.

-Και αυτό το ποσό να υποθέσω; Ρώτησε ο άντρας.

Σωστά υποθέτεις! Συμφώνησε η Ολυμπία.

-Είναι κάπως μεγάλο αλλά αξίζει τον κόπο!

-Φυσικά και αξίζει τον κόπο, σκέψου τι θα κερδίσεις από τη διαφήμιση της επιτυχίας που θα έχουν οι μαθητές σου στις εισαγωγικές!

-Σύμφωνοι λοιπόν. Είπε απλώνοντας της το χέρι του για να κλείσουν τη συμφωνία.

Το τηλέφωνο του Σάββα χτύπησε και αναγκάστηκε να πατήσει Pause  στο DVD, δεν ήθελε να χάσει καρέ από όσα θα συνέβαιναν παρακάτω.

-Έλα μωρό μου. Είπε ο Σάββας έχοντας διαβάσει το όνομα της Μαριάνθης στην οθόνη του κινητού.

-Είδα το DVD.

-Και εγώ αυτό βλέπω. Μπορεί να σου υποσχέθηκα ένα ενδιαφέρον κινούμενο σχέδιο, αλλά πιστεύω ότι αυτό τελικά ήταν καλύτερο.

-Ναι. Ήθελα να σε ρωτήσω, είπε και δίστασε πριν συνεχίσει, ήσουν κι εσύ εραστής της;

-Έλα βρε μωρό μου, ό,τι θες λες! Αν ήμουν εγώ εραστής της, θα την κάλυπτα, δε θα πήγαινε με όλους τους τρίτους.

-Σωστά! Συμφώνησε κάπως δύσπιστα.

-Η αλήθεια είναι ότι μου την ψιλοέπεφτε, αλλά γνωρίζεις το ήθος μου.

-Ναι,… το γνωρίζω. Είπε προσπαθώντας να δεχτεί ότι της έλεγε την αλήθεια.

-Δεν ήθελα να στο πω, αλλά αυτός ήταν ένας από τους λόγους, που αποχώρησα από το γραφείο της Τσώτση.

-Δηλαδή δε σε ενδιέφερε να κοιμηθείς μαζί της, ούτε σαν εμπειρία;

-Ούτε ως άνθρωπος μπορούσα να ανεχτώ να κοιμηθώ με το αφεντικό μου, αλλά κυρίως από την στιγμή που σε γνώρισα, δεν έβρισκα το λόγο!

-Πότε θα έρθεις από εδώ; Τον ρώτησε χαμογελώντας από αυτό που της είχε πει.

-Θα κάνω ένα μπάνιο, και θα σου ’ρθω, εκτός κι αν θέλεις να έρθω να κάνουμε μαζί το μπάνιο.

-Κάνε ένα στο σπίτι σου κι έλα για το δεύτερο εδώ.

-Μ’ αρέσει η ιδέα σου!

 

 

Δεν προλάβαινε να απαντάει στις κλήσεις η Ολυμπία εκείνο το πρωί, είχε αποφασίσει μια μέρα να κοιμηθεί λίγο παραπάνω και δεν την άφηναν σε ησυχία τα τηλέφωνα. Μόλις όμως είδε ότι την καλούσε και ο πρώην υπουργός παιδείας που η ίδια είχε φροντίσει να χάσει τη θέση του, δίνοντας σε ένα νεαρό δημοσιογράφο, εφημερίδας της αντιπολίτευσης, στοιχεία για κάποια σκάνδαλα δεν ήξερε πια τι να σκεφτεί, με βεβαιότητα κάτι συνέβαινε κι αυτό δεν πρέπει να ήταν καλό. Αφού αντάλλαξαν τις τυπικές αβρότητες και του είπε πόσο τους έλειπε στο υπουργείο καθώς και η πολύτιμη βοήθεια του. Συζήτησαν για το σχεδιασμό του πρωθυπουργού να τον συμπεριλάβει σε κάποιο υφυπουργείο στον επόμενο ανασχηματισμό. Πρώτη φορά άκουγε κάτι τέτοιο η Ολυμπία και της έκανε εντύπωση. Τελικά ο πρωθυπουργός στήριζε τους δικούς του. Πριν την κλίσει εκείνος της εξέφρασε το θαυμασμό του για τη φωτογένεια που είχε στο φακό. Ήταν ο τέταρτος που της το έλεγε εκείνη τη μέρα και η Ολυμπία είχε αρχίσει να αναρωτιέται μήπως είχε βγει κάποια φωτογραφία της σε περιοδικό που την έδειχνε ιδιαίτερα όμορφη.

Η πόρτα του καθιστικού άνοιξε και ο σύζυγος της εμφανίστηκε κρατώντας στα χέρια του ένα DVD. Χωρίς να περιμένει να κλείσει το τηλέφωνο, άλλωστε ήταν βέβαιος ότι ο συνομιλητής της την είχε πάρει επειδή είχε γνώση του υλικού του παιδικού προγράμματος, που κάθε άλλο από παιδικό μπορούσε να χαρακτηριστεί. Άνοιξε το DVD-player και την τηλεόραση, πάτησε το play, και το δωμάτιο γέμισε από βογκητά Η Ολυμπία παραξενεμένη γύρισε προς την τηλεόραση, όπου αναγνωρίζοντας τον εαυτό της έμεινε άναυδη.  

-Πέτρο, πρέπει να σε κλείσω. Είπε βιαστικά και κατέβασε το ακουστικό.

-Λύσε μου μια απορία, πήρες όλους τους προσωπικούς σου φρουρούς ή τουλάχιστον ήσουν επιλεκτική; Αύριο θα μιλήσω με τους δικηγόρους μου!

-Μην το παίζεις αθώος Μιλτιάδη, ό,τι έκανες έκανα, ο γάμος μας είχε σπάσει χρόνια τώρα. Είπε έχοντας κρατήσει το βλέμμα της πάνω στην οθόνη.

-Οι φιλοδοξίες σου τον διέλυσαν.

-Οι φιλοδοξίες μου, ποτέ δε με κατάλαβες.

-Άκουσε Ολυμπία, το ήξερα ότι με απατούσες, έμεινα δίπλα σου για την εικόνα σου! Αλλά τώρα που έγινε γνωστό πανελλαδικός ότι είμαι κερατάς, δεν μπορώ να υπερη­φα­νεύομαι κιόλας από πάνω. Το καλύτερο είναι και για τους δυο μας να χωρίσουμε.

-Κάνε ό,τι θες.

-Μπορείς να διαλέξεις αντικαταστάτη, έχεις αρκετές επιλογές άλλωστε απ’ ότι κατάλαβα. Είπε και ξεκίνησε να φύγει, φτάνοντας όμως στην πόρτα στράφηκε και την κοίταξε. Σε αφήνω να το απολαύσεις, παρακάτω έχει ακόμα πιο ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες, με θέματα ποικίλης ύλης! Η Ολυμπία τον κοίταξε απορημένη. Ύστερα πήρε το τηλεκοντρόλ στο χέρι της και άρχισε να τρέχει το DVD, φτάνοντας στο σημείο που συζητάει με το διευθυντή των φροντιστηρίων δυο πράγματα σκέφτηκε. Το πρώτο ήταν «Ωχ όχι»! και το δεύτερο «ΣΚΑΤΑ».

 

 

Απ’ όταν είχε φύγει ο Αρτέμης από το σπίτι της, τα χαράματα της προηγούμενης μέρας η Θέκλα δεν ήθελε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Πήγαινε μόνο μέχρι το μπάνιο και δυο φορές μέχρι το ψυγείο για να βρει κάτι για φαΐ, το οποίο το έπαιρνε και επέστρεφε στο κρεβάτι. Ότι θα την έριχναν άρρωστη στο κρεβάτι της τα αισθήματα της ποτέ δεν το είχε πιστέψει, ειδικά με ένα τύπο σαν εκείνον το μυστήριο μάγειρα, αν ήταν πράγματι μάγειρας. Όπως φαίνεται όμως τα ετερώνυμα έλκονται. Το κουδούνι της χτύπησε και εκείνη σηκώθηκε να πάει να ανοίξει, όποιος και να την είχε επισκεφτεί ήταν καλύτερος από τον εαυτό της με όλα του τα αντιφατικά αισθήματα. Μόλις άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος σύρθηκε πάλι ως το κρεβάτι και κουκουλώθηκε ως πάνω από το κεφάλι με το πάπλωμα. Ο κολλητός της από τη σχολή, ο Θάνος έσπρωξε την πόρτα και μπήκε στη γκαρσονιέρα. Στο ένα του χέρι κρατούσε ένα DVD και στο άλλο ένα σακουλάκι ποπκορν. Αφού έκλεισε την πόρτα, άφησε τα πράγματα του πάνω στο γραφείο της Θέκλας και έκανε να της τραβήξει το πάπλωμα από το κεφάλι, μα βρήκε αντίσταση.

-Καλά, ακόμα στο κρεβάτι είσαι; Έχει έρθει ο κόσμος άνω κάτω κι εσύ ακόμα χουζουρεύεις;

-Παράτα με ήσυχη.

-Είσαι καλά; Τη ρώτησε με ενδιαφέρον.

-Όχι.

-Είσαι άρρωστη δηλαδή;

-Ναι.

-Και γιατί το πήρες τόσο βαριά, εκ γενετής είσαι άρρωστη. Θέλησε να την πειράξει. Για το σχόλιο του εισέπραξε ένα ιπτάμενο μαξιλάρι, το οποίο το έβαλε και ακούμπησε το κεφάλι του, αφού ξάπλωσε πάνω από τα σκεπάσματα της φίλης του. Λοιπόν έφερα ένα DVD να δούμε!

-Δεν έχω διάθεση για ταινίες!

-Δεν είναι ταινία, παιδικό είναι, αστυνόμος Σαΐνις.

-Ήθελα να ’ξερα που βρίσκεις την όρεξη!

-Θα τη βρεις κι εσύ όταν δεις την πρωταγωνίστρια! Ένα θα σου πω, η φίλη σου η Τσώτση, σε σειρά σκανδάλων, ροζ, πορτοκαλί και τιρκουάζ, α, έχει και μπλε! Είπε και σηκώθηκε για να βάλει το DVD να παίξει στον υπολογιστή της Θέκλας.

-Ποιος χέστηκε για την Τσώτση τώρα! Σχολίασε η Θέκλα.

-Για μισό λεπτό, αρχίζω να ανησυχώ, εσύ πράγματι δεν είσαι καλά! Τι έπαθες, ποιος σε πείραξε;

-Εγώ με πείραξα! Είπε με πείσμα μικρού παιδιού.

-Δηλαδή τι σου έκανες;

-Γιατί ρε Θάνο, γιατί να ερωτεύομαι πάντα άντρες διαλογής; Εξέφρασε το παράπονο της.

-Διαλογής;

-Ναι, διαλογής, σαν τα προϊόντα που ξεμένουν το μεσημέρι στους πάγκους της λαϊκής!

 

-Το έλεγα εγώ, ήταν θέμα χρόνου να καταλάβεις ότι ο Νίκος δεν κάνει για σένα.

-Α! Εσύ στο Νίκο έχεις μείνει!

-Τι, πάει ο Νίκος; Τη ρώτησε χωρίς να μπορεί να κρύψει τον ενθουσιασμό του.

-Όχι ακριβώς. Απάντησε εκείνη δειλά.

-Θέκλα, με εκπλήσσεις, εσύ σε διπλό ταμπλό;

-Όχι μωρέ, απλώς ξέχασα να τον ενημερώσω ότι χωρίσαμε!

-Α! καλά τότε, για πες μου τώρα για τον Διαλογής!

-Τι να πω;

-Κοιμηθήκατε μαζί;

-Ναι, ανάθεμα με.

-Α κατάλαβα, ήταν κακός εραστής.

-Α, όχι δεν μπορώ να πω ότι ήταν κακός! Διαμαρτυρήθηκε εκείνη.

-Τότε;

-Κοίτα ή που είναι παντρεμένος! Ή που μου λέει ψέματα και είναι μπάτσος!

-Ειλικρινά δεν ξέρω τι είναι χειρότερο; Και, πως εσύ…

-Ήταν τόσο τέλεια! Σχολίασε ονειροπόλα η Θέκλα. Δεν έχω νιώσει ποτέ ξανά έτσι…

-Είναι που έχει καλή προϋπηρεσία ως παντρεμένος.

-Μη μου το χαλάς!

-Δε στο χαλάω εγώ, εσύ πρέπει να το χαλάσεις. Και αν θες να ακούσεις την άποψη μου, το ότι έμπλεκες πάντα με τους χείριστους δε σημαίνει ότι ο φιλαράκος μας είναι καλός εραστής. Ο μονόφθαλμος βασιλεύει στους τυφλούς.

-Δεν εννοώ μόνο σεξουαλικά έξυπνε, ήταν πιο ολοκληρωμένο γενικά…

-Α, γενικά, για κάνε Ααα! της είπε και άνοιξε το στόμα του για να της δείξει. Να δω τι ζημιά έχουν πάθει τα δόντια σου από τη λαμαρίνα. Το μόνο που εισέπραξε από τη Θέκλα ήταν ένα αγριεμένο βλέμμα. Εντάξει μια κουβέντα είπα, όμως ως φίλος σου, το μόνο που μπορώ να σε συμβουλέψω είναι να βγεις από το παραμύθι σου πριγκίπισσα μου, το βασιλόπουλο σου, τώρα που το φίλησες θα μεταμορφωθεί σε βάτραχο, και μάλιστα σύντομα.

-Πράσινος;

-Πράσινος, γλοιώδης και μεγάλος!… Ώστε έτσι, δεν προλαβαίνει το κρεβάτι σου να κρυώσει από τον έναν, μπαίνει άλλος κάτω από τα σκεπάσματα σου!… Ο Νίκος, ύστερα ο παντρεμένος ή μπάτσος, ή μπορεί να είναι και τα δύο τέλος πάντων… και τώρα εγώ!

-Εσύ δεν πιάνεσαι! Πρώτον είσαι πάνω από τα σκεπάσματα. 

-Και δεύτερον;

-Μα εσύ είσαι γκέι!

-Ποιος το είπε αυτό;

-Δηλαδή δεν είσαι; Τον ρώτησε με ψεύτικη έκπληξη.

-Όχι βέβαια, φυσικά και δεν είμαι.

-Και τι θες τότε, σάτυρε πάνω στο κρεβάτι μου; Είπε και με μια αιφνίδια σπρωξιά τον έριξε στο πάτωμα.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ

 

Δεν μπορούσε να καταλάβει πως είχε συμβεί αυτό, ποιος ήταν αυτός που είχε εισχωρήσει στα άδυτα του άβατου της και είχε βάλει κάμερα που κατέγραφε το τι έκανε τις ώρες που βρισκόταν εκεί. Πίστευε πάντα ότι θα ήταν πιο εύκολο στο σπίτι της να μπουν κρυφές κάμερες, θα μπορούσε να τις είχε βάλει ο ίδιος ο Μιλτιάδης, γι’ αυτό στο σπίτι πρόσεχε. Ήταν ελάχιστες οι φορές που είχε παρασυρθεί και μια ήταν όταν ο Μπούτλας της απήγγειλε ποίηση. Όμως στο γραφείο της, μόνο κάποιος που ήξερε, κάποιος που είχε υπάρξει εραστής της θα μπορούσε να την παρακολουθήσει εκεί. Εκτός κι αν το ερωτικό απόσπασμα δεν ήταν το ζητούμενο της ταινίας και της δημόσιας έκθεσης της αλλά η συνάντηση με το διευθυντή της αλυσίδας φροντιστηρίων, που ήταν και αυτό που είχε περισσότερο ζουμί ως πολιτικό συμβάν αφού γονείς και τελειόφοιτοι (και κυρίως αυτοί που δεν πήγαιναν στο συγκεκριμένο φροντιστήριο) ήταν πυρ και μανία με την κυρία υπουργό που είχε ξεπουλήσει το θεσμό των πανελληνίων και των πραγματικά άριστων ή αν προτιμούσε κάποιος των πιο καλοδιαβασμένων στην παπαγαλία.

Ο Φάνης είχε τεθεί από την ίδια σε ανεπίσημη διαθεσιμότητα, εφόσον ήταν ο ερωτικός της παρτενέρ στο DVD. Δεν ήθελε να πέσουν πάνω του οι δημοσιογράφοι σαν τα κοράκια, άλλωστε δεν της είχε φανεί και ξυράφι, εύκολα θα του αποσπούσαν πληροφορίες για την ερωτική τους περιπέτεια. Από τη μία υπήρχαν οι σοβαρές εφημερίδες που στέκονταν κυρίως στο σκάνδαλο των θεμάτων των πανελληνίων, αλλά υπήρχαν και οι κουτσομπολίστικες που ενδιαφέρονταν για τις ερωτικές περιπτύξεις της κυρίας υπουργού παιδείας! Άρχισε να ελέγχει αν υπήρχαν και άλλες κάμερες μέσα στο γραφείο, όμως δεν μπόρεσε να βρει κάτι. Φυσικά ο υπεύθυνος που είχε ελέγξει το χώρο, την είχε διαβεβαιώσει ότι υπήρχε μόνο μια κάμερα την οποία και είχαν αφαιρέσει. Ο Πέτρος πρέπει να της είχε στήσει τη δουλειά! Θα είχε βάλει κάποιον δικό του να γίνει πρόσωπο εμπιστοσύνης της, δεν μπορεί να μην την υποψιαζόταν όταν έχασε εκείνος το υπουργείο που έπειτα το ανέλαβε εκείνη. Την είχε πληρώσει με το ίδιο νόμισμα και το προηγούμενο πρωί της είχε τηλεφωνήσει για να το διασκεδάσει και να της πει εμμέσως ότι τώρα που απελευθέρωνε εκείνη μια υπουργική καρέκλα κάπου θα βολευόταν και ο ίδιος με δόξα και τιμή.

Πήγε στο γραφείο της και άνοιξε ένα συρτάρι, από μέσα έβγαλε ένα μικρό περίστροφο. Τσέκαρε να δει αν είχε σφαίρες, μόλις μία, ωραία θα έπαιζε ρώσικη ρουλέτα. Ακούμπησε το όπλο στο κρόταφο της, ύστερα στο πιγούνι της, σαν να δοκίμαζε σε ποια στάση θα ήθελε να τη βρουν. Αυτή τη στιγμή οι πιθανότητες ήταν μια προς πέντε. Πάτησε τη σκανδάλη προτού το καλοσκεφτεί. Τίποτα, ήταν ακόμα παρούσα στον μάταιο ετούτο κόσμο, πλησίασε τον καθρέφτη που βρισκόταν κρεμασμένος στον τοίχο πίσω από το mini bar, κρατώντας το όπλο στα χέρια της, έφτιαξε τα μαλλιά της και κατευθύνθηκε προς το παράθυρο. Σημάδεψε ένα διαβάτη, «Λες να είναι το τυχερό του»; αναρωτήθηκε και πάτησε τη σκανδάλη. Τίποτα. Επέστρεψε στο γραφείο της και άνοιξε την τηλεόραση, στην οθόνη της εμφανίστηκε ο πρωθυπουργός που έκανε μια δήλωση. Η Ολυμπία άπλωσε το χέρι της και σημάδεψε το μαύρο κουτί. Πάτησε τη σκανδάλη. Το είδωλο του πρωθυπουργού είχε εφτά ζωές.

 

 

Φορώντας ένα ζευγάρι ακουστικά ο Αρτέμης φάλτσαρε όσο δεν πήγαινε τον ύμνο του έρωτα της Whitney Houston “I Will always love you”! Η Μαρία που καθόταν στο πλευρό του ήθελε να γυρίσει χωρίς λόγο και να του βγάλει τα μάτια, δεν ήξερε τι της έφταιγε, δεν είχε καν ενδείξεις που να τη διαβεβαιώνουν ότι της τα φόραγε. αλλά το ένστικτο της βαρούσε συναγερμό. Κάτι συνέβαινε με τον Αρτέμη, ήταν σαν να είχε ντυθεί με έρωτα και γύρω του να έσκαγαν πυροτεχνήματα, όμως δεν ήταν εκείνη ο πυροτεχνουργός στην καρδιά του. Νευριασμένη του τράβηξε το ακουστικό από το αυτί και έπειτα γύρισε και κοίταξε την τηλεόραση. 

-Τι συμβαίνει; Τη ρώτησε.

-Με απατάς! Είμαι σίγουρη ότι με απατάς! Σχολίασε σαν να μονολογούσε.

-Εγώ; Ψέλλισε κοιτάζοντας την έκπληκτος χωρίς να μπορεί να αντιδράσει.

-Μη μου λες ψέματα Αρτέμη. Είπε και στράφηκε προς το μέρος του. Μόνο ένα θα σε ρωτήσω κι απάντησε μου αν θέλεις, αξίζει τουλάχιστον τον κόπο, γιατί συνήθως όταν ένας άντρας απατάει τη σύντροφο του, είναι πάντα άστοχος και την απατάει με κατώτερη της. Πες μου, είναι τουλά­χιστον πιο όμορφη, πιο γλυκιά, σε αγαπάει περισσότερο από μένα την ηλίθια, είναι έστω πιο καλή στο κρεβάτι…

-Μην το φτηναίνεις! Μουρμούρισε εκείνος αν και για καλή του τύχη εκείνη που είχε παρασυρθεί από το προσωπικό της δράμα θέλησε να πει το μονόλογο της χωρίς να δώσει σημασία στις απαντήσεις του.

-…με απατάς για λόγους αυτοπεποίθησης; Γιατί με απατάς;

-Μα δε σε απατάω. Είπε διστακτικά γνωρίζοντας πόσο κακός ήταν στα ψέματα.

-Δεν ξέρω αν μπορώ να σε πιστέψω, όσο κι αν το θέλω. Είπε τόσο δραματικά που θα τη θαύμαζαν ηθοποιοί με πολύχρονη πείρα στο σανίδι. Στο «Μα…» που ψέλλισε εκείνος δε δόθηκε καμία σημασία. Έχεις αλλάξει απ’ όταν έπιασες δουλειά σε αυτό το… σταμάτησε για να βρει μια ταιριαστή λέξη για το άχτι της, καταραμένο ξενοδοχείο.

-Δηλαδή;

-Είσαι πιο τρυφερός, πιο γλυκός, πιο όμορφος, πιο ερωτεύσιμος… Για ποιο λόγο μπορεί να έχεις μεταλλαχτεί…

-Τι να πω, μετά από τέτοιες ενδείξεις, με έχεις στριμώξει στον τοίχο, πρέπει να το παραδεχτώ.

-Έχεις πάψει να χαζεύεις με τις ώρες τηλεόραση, ακούς μουσική… κι όλο ερωτικά τραγούδια.

-Γι’ αυτό δε φταίω εγώ. Τα περισσότερα τραγούδια είναι ερωτικά. Εκτός κι αν το ρίξω στα εμβατήρια και στα επαναστατικά.

-Μη με ειρωνεύεσαι. Αλλά ξέρεις τι φοβάμαι, ότι αυτή που με απατάς είναι ένα χάλι και μισό, καμιά τετράπαχη, είπε φουσκώνοντας τα μάγουλα της και απλώνοντας τα χέρια μπροστά για να προσποιηθεί μια μεγάλη κοιλιά, με κυτταρίτιδα, στα χρόνια μεγαλύτερη σου, κι ο λόγος που σε ξελόγιασε η στολή της καμαριέρας

-Ώστε με καμαριέρα σε απατάω; Είπε εφησυχασμένος ο Αρτέμης.

-Ή μήπως νομίζεις ότι ξέχασα εκείνο το μασκέ πάρτι που είχα ντυθεί καμαριέρα και είχες χάσει τα λογικά σου… Κι αν δεν είναι καμαριέρα θα είναι μαγείρισσα.

-Με στολή μαγείρισσας! Είπε μονολογώντας σιγά.

-Κι αν δεν είναι μαγείρισσα θα είναι ρεσεψιονίστ,

-Με ταγεράκι και ψηλοτάκουνα, άψογα βαμμένη και συνέχεια χαμογελαστή, κυρίως στους πελάτες.

-Κι αν δεν είναι ρεσεψιονιστ…

-Θα είναι καθαρίστρια. Την πρόλαβε ο Αρτέμης

-Αρτέμη, αν με αγαπάς θα φύγεις από το ξενοδοχείο. Είπε αποφασιστικά.

- Τι; Αναφώνησε με έκπληξη.

-Πρέπει να φύγεις από το ξενοδοχείο αν δε θες να χωρίσουμε, να διαλύσουμε τη σχέση μας.

-Εσύ δεν είσαι εκείνη που ζητούσε μονιμότητα;

-Κι εσύ… τόσο καιρό ονειρευόσουν νησιά, τι σε έκανε να αλλάξεις γνώμη; Είπε εκείνη έτοιμη να βάλει τα κλάματα.

-Το ότι έχω λεφτά στην τσέπη μου;

-Είναι σημαντικότερα δηλαδή τα χρήματα από την σχέση μας, για σένα;

-Σχέση δίχως χρήματα δεν μπορεί να υπάρξει… είπε θυμωμένος.

-Θα περιμένω μια εβδομάδα, αν δεν παραιτηθείς θα σκεφτώ σοβαρά το διαζύγιο. Είπε και έφυγε από το πλάι του.

-Ακούς εκεί έχω μεταλλαχτεί… είπε εκείνος ξαναβάζοντας τα ακουστικά.

 

 

Ήταν καθισμένη στο γραφείο της, κρατώντας το περίστροφο στο χέρι της και κοιτάζοντας το. Τώρα οι πιθανότητες ήταν 1 προς τρεις. 33,3333%. Μήπως να προσπαθούσε ξανά, αναρωτήθηκε όταν άκουσε μια αντρική φωνή να λέει δυνατά το όνομα της και να τρέχει προς το μέρος της τρομοκρατημένος. Στράφηκε ψύχραιμα προς το μέρος του και τον κοίταξε. Ο πρώην εραστής της!

-Τι το θες το όπλο; Τη ρώτησε εκείνος επιτακτικά.

-Το όπλο! Αυτό; Για προστασία.

-Έχεις τόση αστυνομία να σε φυλάει.

-Δεν βλάπτει ένα παραπάνω μέτρο ασφαλείας. Πάντως μην ανησυχείς, άδειο είναι. Θα πιείτε κάτι κύριε Μπούτλα;

-Θα πιω. Είπε και έκανε να πάει προς το mini bar.

-Μην κάνετε τον κόπο κύριε Μπούτλα. Είμαι η οικοδέσποινα. Θα σας σερβίρω εγώ. Είπε και σηκώθηκε από τη θέση της, εγκαταλείποντας το όπλο πάνω στο γραφείο. Βότκα;

-Όπως πάντα. Ο Σάββας πήρε το όπλο και το περιεργάστηκε, χωρίς να τσεκάρει να δει αν είχε σφαίρες, από το βάρος υπολόγισε ότι ήταν άδειο. Δεν πιστεύω ότι είσαι από τους ανθρώπους που θα έδιναν τέλος στη ζωή τους… από τους αδύναμους. Μπορεί να λυγίσεις, αλλά θα κάνεις τα πάντα για να σταθείς στα πόδια σου, είσαι δυνατή εσύ, ικανή, ενώ εγώ…

-Τι εσύ; Τον ρώτησε μηχανικά.  

-Θα μπορούσα να πεθάνω για σένα.

-Ναι, ναι. Απάντησε αδιάφορα.

-Δε με πιστεύεις; Θες να σου κάνω μια αναπαράσταση; Είπε και ακούμπησε το όπλο στον κρόταφο του. Να έτσι.

 Η Ολυμπία άρχισε να γεμίζει το ποτήρι με παγάκια, χωρίς να δίνει σημασία στο λογύδριο του Σάββα και χωρίς να τον παρακολουθεί μέσα από τον καθρέφτη. 

-Και θα πατούσα τη σκανδάλη. Συνέχισε ο Σάββας, αναπαριστάνοντας συγχρόνως. 

Όταν ακούστηκε ο πυροβολισμός η Ολυμπία σήκωσε ξαφνιασμένη το κεφάλι και κοίταξε μέσα από τον καθρέφτη, τον Σάββα να πέφτει αιμόφυρτος στο πάτωμα. Πλησίασε το πτώμα και το ακούμπησε ελαφρά με το πόδι, τελικά ο θάνατος ήταν κάτι τόσο αληθινό και η Ολυμπία μόλις εκείνη τη στιγμή είχε συνέρθει.

-Η βλακεία σου με άφηνε πάντοτε άφωνη, όμως γι’ αυτή την τελευταία δε θα υπάρξουν ποτέ λόγια. 

 

 

Το πολιτικό γραφείο της Ολυμπίας ήταν γεμάτο με αστυνομικούς. Ο Φάνης είχε σπεύσει να πάει να τη βρει όταν τον ενημέρωσε τι είχε συμβεί. Πήραν λίγο χρόνο να συνεννοηθούν για το πόσα έπρεπε να πουν και πόσα έπρεπε να κρύψουν και ο Φάνης κάλεσε τους ανωτέρους τους. Η Ολυμπία καθόταν μόνη της σε μία γωνία, σκεφτική. Το κακό είχε τριτώσει, ίσως ο Θεός που τη φθονούσε πια να την άφηνε στην ησυχία της, όταν βέβαια ξεμπέρδευε από όλες αυτές τις περιπέτειες που είχαν συσσωρευτεί, αφού όπως όλα έδειχναν για το μόνο που δε θα λογοδοτούσε ήταν το ερωτικό σκάνδαλο. Ο Φάνης αφού μίλησε με τους ανωτέρους του πλησίασε την Ολυμπία.

-Πίστεψαν το σενάριο σου; Τον ρώτησε εκείνη χαμηλόφωνα.

-Αμάσητο το κατάπιαν. Εσύ είσαι καλά;

-Προσπαθώ να κρατήσω την ψυχραιμία μου.

-Το σημαντικότερο που πρέπει να κάνεις.

Η Ολυμπία έδειξε με το κεφάλι το πτώμα του Σάββα που σκεπαζόταν εκείνη την ώρα με ένα σεντόνι.

-Μια ζωή ηλίθιος ήτανε, αλλά γιατί να πληρώνω εγώ τις δικές του αμαρτίες!

Το κινητό του νεκρού άρχισε να χτυπάει παρατημένο σε μια καρέκλα, ένας νεαρός αστυνομικός που στεκόταν δίπλα στην καρέκλα, πήρε το κινητό στα χέρια του και απάντησε στην κλήση της Μαριάνθης.

-Παρακαλώ;

Η Μαριάνθη κρατώντας μια ξύλινη κουτάλα δοκίμασε στη μύτη λίγο από το φαΐ που μαγείρευε. 

-Σάββα, μωρό μου;

-Λυπάμαι πολύ κυρία μου, δεν είμαι ο Σάββας. Τη διέκοψε ο αστυνομικός. Εκείνη κοίταξε το κινητό της να δει ποιον είχε καλέσει.

-Λάθος πήρα; Μονολόγησε.

-Όχι εσείς σωστά πήρατε, εγώ δεν είμαι ο Σάββας; Είμαι ένας συνάδελφος του.

-Χάρηκα, μπορείς να μου δώσεις τώρα τον Σάββα;

-Όχι ότι δε θέλω αλλά δεν μπορώ. Είχε ένα ατυχηματάκι. Είπε κοιτώντας το καλυμμένο με το σεντόνι πτώμα. 

-Τι ατυχηματάκι; Είναι καλά; Ρώτησε η Μαριάνθη τρομαγμένη, αφήνοντας την κουτάλα.

-Δε θα το έλεγα.

-Έχει μεταφερθεί σε κάποιο νοσοκομείο;

-Όχι, δεν χρειάστηκε.

-Δε σας καταλαβαίνω, δεν έχετε πάει τραυματισμένο άνθρωπο στο νοσοκομείο.

-Μα η κατάσταση του δεν είναι για νοσοκομείο!

-Ε, τότε δώστε τον μου να του μιλήσω.

-Μα δεν καταλαβαίνεται τι σας λέω, δεν μπορείτε να του μιλήσετε.

-Θα με τρελάνεις άνθρωπέ μου, δώσε μου το Σάββα!

-Με ποιόν μιλάς; Ρώτησε ο διοικητής το νεαρό αστυνομικό.

-Με την χήρα του μακαρίτη.

-Την ενημέρωσες ότι ο άνθρωπος σκοτώθηκε!

-Προσπαθώ με τρόπο αλλά δεν το καταλαβαίνει.

-Δώσε μου το τηλέφωνο.

-Καλά ξεμπερδέματα. Μουρμούρισε ο αστυνομικός, δίνοντας το τηλέφωνο.

-Παρακαλώ; Παρακαλώ;

Η Μαριάνθη που είχε ακούσει τη συζήτηση, γονάτισε στο πάτωμα, κάνοντας προσπάθειες να αναπνεύσει, το τηλέφωνο γλίστρησε από τα χέρια της και εκείνη ξαπλωμένη στο πάτωμα μαζεύτηκε κουβάρι ενώ ένας εσωτερικός θρήνος σιγά σιγά άρχισε να εξωτερικεύεται για να καταλήξει σε κραυγή.

-Την ενημερώσατε; Ρώτησε το διοικητή του, όταν εκείνος έκλεισε το κινητό.

-Δεν χρειάστηκε, το έκανες εσύ. Είπε θυμωμένος, αφήνοντας στα χέρια του το κινητό.

 

 

Ο έρωτας είναι παράξενο πράγμα. Μπορεί να αγαπήσουμε τον πιο ακατάλληλο άνθρωπο, να φτάνουμε σε σημείο να το αντιλαμβανόμαστε και όμως να μην μπορούμε να πάρουμε αποστάσεις από εκείνον. Επιπλέον ο έρωτας δεν είναι αποκλειστικά γυναικείο συναίσθημα και δεν είναι πάντα οι γυναίκες θύματα στα ερωτικά μπλεξίματα. Ακόμα κι αν αναγνωρίζουμε ότι μας κάνει κακό να παραμένουνε πεισματικά δίπλα στο αντικείμενο του πόθου μας. Η Μαριάνθη δεν πήγε στην κηδεία του Σάββα, έμεινε κλεισμένη στο σπίτι να θρηνεί μόνη της, δεν είχε δύναμη να συρθεί ως εκεί ούτε να έρθει αντιμέτωπη με τη μητέρα του ή ακόμα και με τον παιδικό της φίλο και αδερφό του. Λίγες μέρες όμως μετά την κηδεία πήρε μια ανθοδέσμη και πήγε να την αφήσει στον τάφο του Σάββα. Τα μάτια της ήταν κόκκινα από το κλάμα και ενώ σε εμάς μπορεί να φανούν κάπως τα λόγια που είπε η Μαριάνθη στον τάφο του άντρα που είχε ερωτευτεί, δεν μπορούμε να μη δεχτούμε ότι αυτά αντικατόπτριζαν τα αισθήματα της, ας μη γίνουμε λοιπόν κριτές της, ας προσπαθήσουμε μόνο να την καταλάβουμε.  

-Ποτέ δε θα μάθεις το πόσο σε αγάπησα, όχι επειδή ντράπηκα να στο πω, αλλά επειδή δεν πρόλαβα, ήταν πολύ νωρίς για τέτοιου είδους εκμυστηρεύσεις, και εσύ έμεινες για λίγο στο πλάι μου. Είπε πριν ένας δυνατός λυγμός τη διακόψει.  

Όταν ήσουν δίπλα μου η καρδιά μου ράγιζε, ένιωθα ότι κινδύνευε να σπάσει, κι όταν έλειπες όλος ο κόσμος ήταν άχρωμος, άνοστος, άοσμος, βουβός.

Δεν καταλαβαίνω όμως. Δεν μπορώ να καταλάβω, τι γύρευες εσύ εκείνη τη νύχτα στο γραφείο της Τσώτση. Αφού είχες φύγει από την υπηρεσία της γιατί να διακινδυνέψεις και να σκοτωθείς, γιατί να σε χάσω; Δεν καταλαβαίνω τις αναλύσεις που κάνουν καθημερινά στα δελτία ειδήσεων για το θάνατο σου, δεν ξέρω τι προσπαθούν να πουν, που καταλήγουν, και στην τελική δε με νοιάζει, γιατί απλά ό,τι συμπέρασμα και να βγάλουν στις τηλεοράσεις, εγώ δε θα σε έχω ποτέ ξανά. … Και πρέπει να συνηθίσω να ζω μακριά σου, θέλω δε θέλω, κι αυτό θα κάνω Σάββα, γιατί απλά δεν έχω άλλη λύση.

Είπε και σηκώθηκε από το κρύο μάρμαρο του τάφου, όμως αμέσως σχεδόν ξανακάθισε και του είπε με θυμό, με άχτι τα τελευταία εξής λόγια.

Ένα θα σου πω, σε αγάπησα σε τέτοιο βαθμό που ως και τη μάνα σου θα ανεχόμουν. Στο τέλος σκούπισε τα μάτια της, στάθηκε για λίγο όρθια μπροστά από τον τάφο, έκανε ένα νεύμα προς χαιρετισμό με το κεφάλι, προχώρησε λίγα βήματα, μια στιγμή δισταγμού και ύστερα πήρε αποφασιστικά το δρόμο προς την έξοδο του κοιμητηρίου.  

 

 

Έφτασε πρώτη στο ραντεβού της, άλλωστε το είχε επιδιώξει, έπρεπε να πάρει λίγο ακόμα χρόνο και να σκεφτεί. Βέβαια δεν είχε και πολλά να σκεφτεί, τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα, ή έτσι έπρεπε να είναι. Μπορεί να μην είχε νιώσει ξανά έτσι, όμως αυτό δεν μπορούσε να οδηγήσει πουθενά, έπρεπε να σεβαστεί την ως τότε ζωή του στην περίπτωση φυσικά που της έλεγε την αλήθεια. Στην υπόθεση και μόνο ότι υποκρινόταν τον ερωτευμένο, η Θέκλα γινόταν έξω φρενών. Στην περίπτωση όμως που της είχε πει την αλήθεια... Αυτό έπρεπε να σκέφτεται και να ακολουθήσει τη συμβουλή του Θάνου που έβλεπε τα πράγματα αντικειμενικά. Και να το κάνει τώρα που ήταν νωρίς, πριν προλάβει να αναμειχθεί περισσότερο και αρχίσει να εξαρτάται συναισθηματικά από εκείνον. Έπρεπε να δώσει τέλος πριν ο πρίγκιπας της, αν και η ίδια ήταν κατά της βασιλείας και της μοναρχίας, όσο γι’ αυτό να λέγεται, μεταμορφωθεί σε βάτραχο. Τον είδε από μακριά που χαμογελαστός κατευθυνόταν προς εκείνη, σίγουρα δεν έμοιαζε με παραμυθένιο ήρωα πόσο μάλλον με πρίγκιπα. Βέβαια αν έκρινε από τις βασιλικές οικογένειες και οι πραγματικοί πρίγκιπες δεν ήταν και σταρ του σινεμά. Αντικειμενικά και μόνο κρίνοντας, ο αργεντινός επαναστάτης Ερνέστο Τσε Γκεβάρα υπερτερούσε σε εμφάνιση και ήθος από όλους εκείνους που τους περνούσε το στέμμα και ο τίτλος μέσω κληρονομιάς. Η εξουσία τους μπορεί βέβαια να είχε ξεπέσει στα περισσότερα μέρη και άλλοι να έκαναν κουμάντο, αλλά και πάλι εκείνοι έτρωγαν με χρυσά κουτάλια γιατί οι υπήκοοι τους ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν φόρους για να τους συντηρούν. Αν δεν ονομάζονταν κηφήνες πως θα μπορούσαν να ονομαστούν!

Ήταν καθισμένη σε ένα παγκάκι, φορούσε χοντρό μπουφάν και μποτάκια ενώ είχε αγκαλιάσει με τα χέρια το σώμα της, λες και μπορούσε με αυτόν τον τρόπο να προστατέψει τον εαυτό της από το κρύο. Έστρεψε το βλέμμα της στον ήλιο που έπεφτε. Ο Αρτέμης την πλησίασε και έσκυψε βιαστικά να της δώσει ένα φιλί στο μάγουλο. Φαινόταν χαρούμενος. Εκείνη υποδέχτηκε το φιλί του με ένα αμήχανο χαμόγελο.

-Ανακουφίστηκα όταν με πήρες τηλέφωνο. Το ότι δεν απαντούσες στις κλήσεις μου με έκανε να σκέφτομαι διάφορα.

-Ήθελα λίγο χρόνο να σκεφτώ.

-Τι να σκεφτείς;

-Τα όσα έγιναν μεταξύ μας, συνέβησαν όλα τόσο απότομα.

-Και που κατέληξες; Τη ρώτησε αφού πρώτα αναστέναξε, λες και από αυτό θα κρινόταν η ζωή του.

-Στο ότι ντρέπομαι για ό,τι έγινε εκείνο το βράδυ! Είδε την έκφραση που πήρε και τον λυπήθηκε, αλλά δεν μπορώ να πω ότι μετανιώνω, πρόσθεσε, είναι κάποια πράγματα που δε θέλουμε να τα κάνουμε αλλά τελικά συμβαίνουν από μόνα τους.

-Δε σε ήθελα για μια νύχτα ούτε για μια ώρα, σε θέλω για όλες τις νύχτες για όλες τις ώρες!!

-Δε γίνετε. Άλλωστε η θέση σου είναι δίπλα στη γυναίκα σου… Δε θέλω τον τρίτο ρόλο Αρτέμη, θέλω τον πρωταγωνιστικό και τον αποκλειστικό στη ζωή του άντρα που αγαπάω. Δε θέλω να είμαι παράνομη στην σχέση μας αλλά ούτε και να σε κλέψω από τη γυναίκα σου.

-Σε αγαπάω.

-Είναι πολύ νωρίς για να είσαι βέβαιος για κάτι τέτοιο αλλά όπως και να έχει οι συνθήκες δεν αλλάζουν.

-Μπορώ να χωρίσω. Είπε χωρίς να καταλάβει κι εκείνος πως το ξεστόμισε πάνω στην απελπισία του.

-Αν δεν ήμουν εγώ θα χώριζες; Τον ρώτησε εκείνη ήρεμα. Εκείνος προτίμησε να σκύψει το κεφάλι, δεν ήταν καλός στα ψέματα και αυτό το ήξεραν όλοι όσοι τον γνώριζαν. Δεν γουστάρω ρε γαμώτο να είμαι το κοριτσάκι που προσπαθεί με τα λόγια και τα λάγνα παιχνίδια του να χωρίσει έναν παντρεμένο. Δε μου ταιριάζει ο ρόλος, το καταλαβαίνεις; Ήταν όμορφο εκείνο το βράδυ, παραδέχτηκε  αναπολώντας, αν και πρέπει να παραδεχτώ ότι δε σου το είχα… να είσαι τόσο καλός εραστής.

- Δε μου το είχες; Τη ρώτησε εκείνος με έκπληξη.

-Αρτέμη, ήταν απλώς μια βραδιά, ακόμα κι αν χώριζες δεν ξέρουμε αν θα ταιριάζαμε, δεν υπήρξε ποτέ σχέση ανάμεσα μας, υπήρξαν μόνο κάποια επεισόδια.

-Δεν ξέρω πως το λένε. Θεό, μοίρα, πεπρωμένο, όμως μας ένωσε Θέκλα, δεν το βλέπεις; Εκείνη κουνούσε το κεφάλι της αρνητικά. 

-Δεν μπορεί να υπάρξει συνέχεια.

-Στο χέρι μας είναι!

-Μη διαλύεις ό,τι έχεις χτίσει για ένα λάθος.

-Δεν είσαι λάθος. Δεν μπορώ να σε δω σαν λάθος.

-Τώρα ίσως όχι, αργότερα όμως;

-Πρώτη φορά χτύπησε η καρδιά μου τόσο δυνατά για κάποια γυναίκα…

-Αρτέμη άστο να τελειώσει όπως ξεκίνησε, αν το συνεχίσουμε θα το καταστρέψουμε.

-Γιατί να υποφέρουμε άδικα, γιατί να μην το ζήσουμε;

Η Θέκλα σηκώθηκε από το παγκάκι, αν έμενε θα τους έπαιρνε το ξημέρωμα να διαφωνούν, στο τέλος μπορεί και να την έπειθε, όμως κι αυτό θα ήταν για λίγο. Στάθηκε απέναντι του όσο εκείνος εξέφραζε τις αντιρρήσεις του για το τέλος αυτού που είχαν, μιας και δεν ήταν τίποτε άλλο από μια βραδιά, δεν ήξερε πώς να το ονομάσει χωρίς να ακουστεί γελοίος αλλά σίγουρα ήθελε συνέχεια. Η Θέκλα ακούμπησε τα δάχτυλα της στα χείλη του για να τον κάνει να σωπάσει, ύστερα έσκυψε και φίλησε τα χείλη του κρατώντας πάντα ανάμεσα τους τα δάχτυλα της. Αποκαρδιωμένος ο Αρτέμης έμεινε να την παρατηρεί να απομακρύνεται. Τι θα έκανε, δεν μπορούσε να κάνει τίποτε περισσότερο από το να το δεχτεί, αφού δεν την είχε πείσει δεν θα επέμενε άλλο, ήταν ο τύπος του ανθρώπου που δεχόταν τα πάντα όπως έρχονταν. Οι άμυνες του και η διάθεση για επανάσταση κρατούσαν για λίγο.

 

 

Είχε μέρες να επιστρέψει στο πολιτικό της γραφείο, στην αρχή η αστυνομία το είχε κλίσει μέχρι να βεβαιωθεί ότι πράγματι ήταν αυτοκτονία ο θάνατος του Σάββα και όχι φόνος. Μόλις οι αρμόδιοι αποφάνθηκαν, βάσει και της ιατροδικαστικής εξέτασης ότι ο αστυνομικός είχε δώσει τέλος στη ζωή του, της επέτρεψαν να επιστρέψει. Βέβαια η αλήθεια ήταν ότι είχαν πέσει έξω οι υπεύθυνοι της έρευνας. Δεν οφειλόταν σε αυτοκτονία ο θάνατος του αλλά σε πράξη βλακείας. Η Ολυμπία έστειλε ένα συνεργείο καθαρισμού να απαλλάξει το χώρο από το αίμα και τώρα καθόταν στο γραφείο της και κοίταζε απέναντι της την άδεια καρέκλα. Μάλλον έπρεπε να ξενοικιάσει τον χώρο, όπως όλα έδειχναν δεν τον χρειαζόταν, σε λίγο θα γινόταν ανεπάγγελτη. Γιατί δεν είχαν προνοήσει να βάζουν και του υπουργούς σε ταμείο ανεργίας; Βέβαια συνηθισμένοι από τους μηνιαίους μισθούς που έφταναν τα χιλιάδες ευρώ τι ανάγκες θα μπορούσαν να τους καλύψουν τα 454€ που έδινε ο Ο.Α.Ε.Δ.*, ειδικά από τη στιγμή που είχαν συνηθίσει να ζουν πλουσιοπάροχα. Κι όσο να ναι ο μισθός του υπουργού είναι ανώτερος από εκείνον του βουλευτή. 

Και ενώ ρέμβαζε κάνοντας σκέψεις που ποτέ άλλοτε δεν την είχαν απασχολήσει, η πόρτα του γραφείου της άνοιξε απότομα και έκανε την εμφάνιση του η ‘‘αυτού μεγαλειότης’’ ο πρωθυπουργός αυτοπροσώπως. Έμεινε για λίγο όρθιος κοιτάζοντας την επίμονα. Η Ολυμπία έστρεψε το βλέμμα της απάνω του ατάραχη.

-Σας περίμενα, του είπε ήρεμα. Καθίστε.

Ο πρωθυπουργός πλησίασε στο γραφείο της και ξεκούμπωσε το σακάκι του πρωτού καθίσει.

 -Τι συμβαίνει με σένα, σε έχω καλέσει τόσες φορές στο γραφείο μου, όμως εσύ επιμένεις να με αγνοείς επιδειχτικά…

-Να σας αγνοώ;

-Μη με διακόπτετε κυρία Τσώτση, είσαστε έξυπνη γυναίκα. Γνωρίζουμε και οι δύο πολύ καλά γιατί σας κάλεσα στο γραφείο μου. Η Ολυμπία τον κοίταξε κατευθείαν στα μάτια.

-Ομολογώ ότι δεν περνάει κάτι συγκεκριμένο από το μυαλό μου.

-Δε σας πέρασε δηλαδή από το μυαλό ότι μπορεί να θέλω να σας ζητήσω να παραιτηθείτε από το λειτούργημα σας; Στη λέξη λειτούργημα η Ολυμπία δεν κατάφερε να συγκρατήσει ένα μικρό, ειρωνικό χαμόγελο!

-Να παραιτηθώ; Γιατί;

-Ρωτάτε γιατί; Μετά από το βίντεο που βγήκε στην εφημερίδα, τη συμφωνία κάτω από το τραπέζι με το διευθυντή των φροντιστηρίων; Μετά από το θάνατο του αστυνομικού μέσα στο ίδιο σας το γραφείο; Δίνετε τροφή στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης κυρία Τσώτση, να ασχολούνται συνέχεια μαζί σας, μόλις δύο μήνες μετά την ανάθεση του υπουργείου στα χέρια σας.

-Μάλιστα.

-Μόνο αυτό έχετε να πείτε;

-Τι άλλο;

-Αύριο το πρωί θα περιμένω να υποβάλλεται την παραίτηση σας. Είπε και σηκώθηκε από την καρέκλα, κούμπωσε το σακάκι του και ξεκίνησε να πάει στην πόρτα. Φτάνοντας στην έξοδο η φωνή της Ολυμπίας τον ανάγκασε να σταματήσει.  

-Δε νομίζω, μάλλον θα περιμένετε άδικα.

Ο πρωθυπουργός σαν να μην κατάλαβε τι του είπε, γύρισε αργά προς το μέρος της και την κοίταξε.

-Μου λέτε ότι δε θα παραιτηθείτε;

-Κάτι τέτοιο.

-Έχετε το θράσος;

-Εσείς έχετε το θράσος να μου ζητάτε να παραιτηθώ ενώ γνωρίζεται από πρώτο χέρι, ότι ούτε ένα από τα στελέχη της κυβέρνησης σας δεν το διακατέχει η διαφάνεια.

-Μα τι λέτε τώρα κυρία Τσώτση; Προσπάθησε μάταια να διαμαρτυρηθεί εκείνος.

-Έχω στοιχεία κύριε πρωθυπουργέ, πως νομίζετε άλλωστε ότι έσκασε το σκάνδαλο λίγους μήνες πριν για τον προκάτοχο μου στο υπουργείο; Ποιος νομίζετε ότι τα διέρρευσε; Οπότε, όπως καταλαβαίνετε, δε θα γίνω το εξιλαστήριο θύμα της κυβέρνησης σας! Αν είναι να πνιγώ εγώ, αδιαφορώ αν θα βυθιστεί και το πλοίο σας. Ακολούθησα τη γραμμή του κόμματός σας, τη διαφθορά, δεν έκανα τίποτα λιγότερο απ ό,τι και οι πολιτικοί των κυβερνήσεων αυτής της χώρας.

-Με εκβιάζετε κυρία Τσώτση;

-Δε θέλω να το δείτε σαν εκβιασμό κύριε πρωθυπουργέ. Του απάντησε ήρεμα.

-Και πώς να το δω τότε; Είπε έξω φρενών για να δεχτεί ως απάντηση ένα αδιάφορο ανασήκωμα των ώμων από τη γυναίκα που είχε απέναντι του. Ας είμαστε ψύχραιμοι. Είπε και επέστρεψε να καθίσει στην καρέκλα.

-Ψύχραιμη είμαι.

-Σε λίγους μήνες θα κάνω ανασχηματισμό. Η κυβέρνηση δε θα τραβήξει για πολύ σε αυτή την κατάσταση. Παραιτείσαι τώρα. Που είναι φρέσκα τα σκάνδαλα. Και βρίσκε­σαι σε άλλο υπουργείο μόλις γίνει ο ανασχηματισμός, νομίζω ότι είναι δίκαιο.

-Σε ποιο υπουργείο; Τον ρώτησε εκείνη αδιάφορα.

-Σε όποιο θες!

-Σε όποιο θέλω;

-Το είπαμε αυτό.

-Εγώ δε ζητάω υπουργείο.

-Αλλά; Τη ρώτησε εκείνος απορημένος.

-Τη θέση σας! Του είπε σαν να ζητούσε το πιο απλό πράγμα του κόσμου.

-Τη θέση μου; Την κυβέρνηση της χώρας εννοείτε; Τη ρώτησε ξαφνιασμένος.

-Θεωρώ ικανό τον εαυτό μου να κυβερνήσει την Ελλάδα!

-Εδώ που τα λέμε, τόσοι και τόσοι την έχουν κυβερνήσει, διεφθαρμένοι, αδίστακτοι, εσύ σε τι θα την βλάψεις περισσότερο; Άσε που έχεις και τα ανάλογα προσόντα;

-Αυτό θα το πάρω σαν φιλοφρόνηση. Είπε χαμογελώντας. Έμεινε για λίγο σκεφτικός ύστερα ξεφύσησε και κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.  

-Εντάξει λοιπόν Ολυμπία. Ούτως ή άλλως είχα σκοπό να παραιτηθώ, κουράστηκα να κυβερνάω έναν τόσο αχάριστο λαό. Θα έχεις την πλήρη υποστήριξή μου για να αναλάβεις τα ηνία του κόμματος και της χώρας. Είπε απλώνοντας της το χέρι. Δισταχτική έμεινε για λίγο να κοιτάζει το απλωμένος προς εκείνη χέρι, πολύ εύκολα της είχαν έρθει όλα. Τελικά άπλωσε και το δικό της για την επικύρωση της συμφωνίας, μην ξεχνώντας να προσθέσει μια τελευταία προειδοποίηση. 

-Ελπίζω μόνο να μην είναι ακόμη μια πολιτική υπόσχεση του πρωθυπουργού, ένα ακόμη ρουσφέτι μέσα στα τόσα.

-Δεν είσαι εσύ αυτή που πρέπει να φοβάσαι. Μου έκανες λιανά ότι έχεις στοιχεία εναντίον της κυβέρνησης. Οποιαδήποτε στιγμή μπορείς να μας τινάξεις στον αέρα.

-Απλώς, λυπάμαι γιατί θα στοιχίσει στην παράταξη αυτή η μαζική… ξεκίνησε να λέει πριν τη διακόψει ο πρωθυπουργός, βαριεστημένος να ακούει μια από τα ίδια για παρατάξεις και ιδεολογίες. 

-Εντάξει, κατάλαβα, δεν χρειάζεται να επαναλαμβάνεσαι! Σηκώθηκε και κούμπωσε το σακάκι του, ύστερα χαιρέτησε και έφυγε αφήνοντας την Ολυμπία μόνη της στο γραφείο, να κάθεται ξανά στη θέση της και να βάζει το κεφάλι της μέσα στα χέρια της προσπαθώντας να το συγκρατήσει. Έπρεπε να τακτοποιήσει κάποια πράγματα τώρα που θα παραιτούταν από τα πολιτικά της καθήκοντα μέχρι να γίνει πρωθυπουργός. Έπρεπε να αλλάξει πολιτικό γραφείο, να αλλάξει προσωπικό και να είναι προσεκτική μην παρεισφρήσει πάλι στο περιβάλλον της κάποιος φυτεμένος από πολιτικό της αντίπαλο. Έπρεπε να λαδώσει δημοσιογράφους, να βρει συμβούλους να φτιάξει το πολιτικό της προφίλ και να μιλήσει με τον Μιλτιάδη, δεν έπρεπε να τη χωρίσει, έπρεπε να βγουν από κοινού για να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα. Η Ολυμπία σήκωσε το κεφάλι της, ήταν έτοιμη να κατακτήσει τον κόσμο, ή τουλάχιστον τη χώρα!      

 

 

Ήταν ξαπλωμένη μόνη της στο διπλό, συζυγικό κρεβάτι. Στα πόδια της είχε ακουμπισμένο ένα ανοιχτό βιβλίο, το οποίο είχε από ώρα καταλάβει ότι δεν μπορούσε να το διαβάσει γιατί το μυαλό της έτρεχε αλλού. Στο χέρι της κρατούσε σφιχτά ένα χαρτομάντιλο για να σκουπίζει κάθε τόσο από ένα αδέσποτο δάκρυ που κυλούσε από τα μάτια της. Κοίταξε το ρολόι της, έπρεπε να είχε επιστρέψει από ώρες αφού είχε την πρωινή βάρδια στη δουλειά, μα να που είχε φτάσει το βράδυ κι εκείνος δεν είχε γυρίσει ακόμα. Θα ισχυριζόταν ότι είχε υπερωρίες, όμως τις ήξερε εκείνη τις υπερωρίες, σε κάποιο δωμάτιο του πολυτελούς ξενοδοχείου που εργαζόταν. Τέτοια εποχή εύκολα θα έβρισκαν άδεια δωμάτια. Μπορεί βέβαια και να μην επέστρεφε πίσω σε εκείνη, ίσως ήταν λάθος της που ξέσπασε, έτσι θα τον έχανε μια ώρα αρχύτερα, δεν ήταν καλός στα ψέματα και κάποια στιγμή θα αναγκαζόταν να το παραδεχτεί. Και τότε θα έφευγε και εκείνη δε θα μπορούσε να κάνει τίποτα για να τον κρατήσει. Κι ενώ όσο έμενε μαζί του μπορούσε να του συγχωρήσει κάποια συζυγική απιστία, αν έφευγε και ύστερα ζητούσε να επιστρέψει δε θα μπορούσε να τον δεχτεί, δε θα της το επέτρεπε σε καμία περίπτωση η αξιοπρέπεια της. Αν είχαν ένα παιδί βέβαια θα ήταν διαφορετικά τα πράγματα, όμως τώρα δεν υπήρχε κανένα παιδί, παρά μόνο εκείνο που νανούριζε στα όνειρα της.

Άκουσε την πόρτα του διαμερίσματος να ξεκλειδώνει. Με βιαστικές κινήσεις έκλεισε το βιβλίο, το ακούμπησε όπως όπως στο κομοδίνο και ξάπλωσε στο κρεβάτι, παριστάνοντας την κοιμισμένη. Ο Αρτέμης εμφανίστηκε στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Κοίταξε τη Μαρία δισταχτικά και αναλογίστηκε τα όσα του είχε πει η Θέκλα. Μπορεί να μην ήθελε να το παραδεχτεί αλλά ήξερε ότι είχε δίκιο, τώρα μπορεί να παρασυρόταν από τα αισθήματα του και να μην έβλεπε μπροστά του από τον ενθουσιασμό όμως η θέση του ήταν εδώ. Δίπλα σε αυτή τη γυναίκα που του είχε σταθεί και που την ήξερε από όταν ήταν παιδί. Έφερε στο μυαλό του όλο το αμήχανο φλερτ που της έκανε όταν ήταν έφηβοι. Εκείνη γελούσε και δεν τον απόπαιρνε. Και ύστερα είχαν ζήσει τόσα πολλά μαζί, μόλις ξέφτιζε αυτό που θα είχε με τη Θέκλα θα νοσταλγούσε και θα αποζητούσε ότι είχε με τη Μαρία, αλλά εκείνη θα ήταν μακριά, μπορεί να είχε βρει κάποιον άλλον άντρα που να την αγαπούσε και να τη φρόντιζε, στη σκέψη αυτή αναρίγησε. Η δική του Μαρία με κάποιον άλλον, πως θα το επέτρεπε αυτό; Έκανε μικρά βήματα και έφτασε στο κρεβάτι, ξάπλωσε πάνω από τα σκεπάσματα και πέρασε τα χέρια του γύρω από το σώμα της γυναίκας του. Ακούμπησε το κεφάλι του στον ώμο της και έμεινε μέσα στο σκοτάδι.

Η Μαρία για λίγο δίστασε, όμως ήξερε ότι ο Αρτέμης είχε επιστρέψει σε εκείνη. Αφού άφησε λίγες στιγμές να περάσουν, έφερε τα χέρια της και τα ακούμπησε πάνω από τα δικά του.

ΤΕΛΟΣ

 

Διαβάστε επίσης: