Ιστορίες Της Παραλίας

Της Σίας Στεφανοπούλου

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ:

Είμαι η Άννα, και αυτές είναι οι ιστορίες μου όπως τις έζησα το καλοκαίρι του 2017, σε ένα ελληνικό νησί –δεν έχει σημασία ποιο ήταν αυτό το νησί- γι’ αυτό και δε σας αναφέρω το όνομα του. Άλλωστε γνωρίζουμε πόσο όμορφες είναι οι ελληνικές ακτές σε ολόκληρη τη χώρα κι όχι μόνο στα νησιά μας. Στα παράλια της Ηπείρου, στη Χαλκιδική, στην Πελοπόννησο. Γι’ αυτό ίσως συνηθίζουν να χαρακτηρίζουν κάποιοι –ομοεθνείς- τη χώρα μας ως ένα από τα καλύτερα οικόπεδα, ‘‘πραγματικό φιλέτο γης’’! Αν και έχω σπουδάσει οικονομικά στο πανεπιστήμιο Αθηνών δεν μπορώ να δω την πατρίδα μου, ως οικόπεδο όπως δεν μπορώ να θεωρήσω και τους ανθρώπους –οπουδήποτε στον κόσμο- ως προϊόν προς πώληση, -και μάλιστα αναλώσιμο-. Είναι μια λέξη που συνηθίζετε συχνά, ακόμα και όταν πας για συνέντευξη για δουλειά, πρέπει να έχεις στο μυαλό σου, ότι είσαι προϊόν και συνάμα πωλητής του εαυτού σου, οπότε πρέπει να αυτό-προωθηθείς στο αφεντικό, να διαφημιστείς αν προτιμάτε, όσο καλύτερα μπορείς για να κερδίσεις τη δουλειά. Δυστυχώς -για εμένα- έχω μια πιο ρομαντική άποψη για τα πράγματα, για τη ζωή και την αξιοπρέπεια. Λοιπόν, δε βλέπω τον εαυτό μου ως προϊόν, ούτε τη χώρα μου ως οικόπεδο. Όμως στην Ελλάδα του 2017, στα εικοσιπέντε μόλις χρόνια της ζωής μου, δεν ξέρω πως μπορώ να τη δω, σίγουρα όχι ως έναν τόπο ευκαιριών, τουλάχιστον όχι για τους έλληνες. Έτσι σίγουρα τη βλέπουν οι μεγάλες πολυεθνικές που αγοράζουν σε τιμή ευκαιρίας ό,τι η εκάστοτε κυβέρνηση πουλήσει, για να της κάνει σκληρή κριτική η αντιπολίτευση, που φυσικά μόλις έρθει στα πράγματα θα κάνει ακριβώς τα ίδια.

Δυσάρεστες σκέψεις που έχουν περάσει από το μυαλό όλων όμως δεν ξέρω αν μπορεί να γίνει αλλιώς, όταν οι νέοι φεύγουν από τη χώρα και όσοι μένουν χαρακτηρίζονται ως «τεμπέληδες» επειδή δεν έχουν το σθένος να φύγουν ή επειδή απλά δεν γουστάρουν να φύγουν.

«Ώρες ώρες μου ’ρχεται να βγω στους δρόμους και να μπήξω τις φωνές… (…) Γιατί να φύγω…; Γιατί να πάω αλλού… εδώ είναι ο τόπος μου… Εδώ πρέπει να βρω δουλειά, ψωμί, σπίτι… εδώ τα θέλω… εδώ… εδώ!!!»      

Είναι απλά ένα απόσπασμα από το θεατρικό του Ιάκωβου Καμπανέλη, «Η αυλή των θαυμάτων». Ένα έργο του 1957, που είναι τόσο επίκαιρο το 2017.

Δε θα σας κουράσω άλλο, άλλωστε δεν έχω λόγο να το κάνω, όποιοι μπορούν να με καταλάβουν θα το κάνουν ούτως ή άλλως, όσοι πάλι δε θέλουν, δεν πρόκειται με τίποτα να τους πείσω και στην τελική δεν με νοιάζει κιόλας να πείσω κανέναν. Άλλωστε ποιος ξέρει που μπορεί να με βρει το 2018;

Οι ιστορίες της παραλίας γράφτηκαν το καλοκαίρι του 2017, όταν δούλεψα κάτω από τον καυτό ελληνικό ήλιο, σε ένα beach bar, -ας χρησιμοποιήσω το ξενικό του όνομα μιας και είναι πιο “trendy”- σερβίροντας ποτά στους λυόμενους για να μαζέψω κάποια χρήματα να βγάλω το χειμώνα τα προσωπικά μου έξοδα. Όχι ενοίκια και λογαριασμούς, κι αυτό το οφείλουμε στην άγια ελληνική οικογένεια, που φυσικά και θα σε κριτικάρει μα θα είναι και εκεί για να σε στηρίξει. Περνούσα με το δίσκο στο χέρι ανάμεσα τους για να αφήσω τα ποτά και ήταν σαν να διάβαζα μέσα στα μάτια τους, από τη στάση του σώματος τους, τις ιστορίες τους. Φυσικά θα σας διηγούμαι και μέρος της δικής μου ιστορίας, ποιος ξέρει να μου πει, ίσως τις ξένες να τις ένοιωσα καλύτερα από τη δική μου. Μπορεί να παρακολούθησα και την ιστορία της Άννας απλά ως παρατηρητής.  

Οι έντεκα ιστορίες είναι από τη δουλειά μου στο νησί. Η πρώτη μόνο, είναι από το 2010. Πριν την αποφοίτηση μου από το λύκειο, όταν σε κάποια άλλη παραλία με μια φωτιά να καίει στη μέση, μια ολόκληρη τάξη αποφοίτων, με δυο κιθάρες, ένα βιολί και με τις φωνές μας τραγουδήσαμε για μια τελευταία φορά όλοι μαζί, ανέμελα. Όταν το μόνο που μας απασχολούσε ήταν αν θα περνούσαμε στο πανεπιστήμιο, στη σχολή που θέλαμε –δεν είναι και λίγο πράγμα- και αν θα ξαναβλεπόμασταν!

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ – ΦΩΤΙΑ-

 

-2010- Λίγες μόλις εβδομάδες πριν το Καστελόριζο αποκτήσει παγκόσμια φήμη από τον τουριστικό πράκτορα-πρωθυπουργό της χώρας! 

 

Το επόμενο πρωί θα παίρναμε το αεροπλάνο για να επιστρέψουμε στην Αθήνα και στα διαβάσματα μας. Δε μας έμενε πολύς χρόνος για να δώσουμε εισαγωγικές εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο παρά ελάχιστες εβδομάδες και αυτές ήταν οι τελευταίες ανέμελες στιγμές που περνούσαμε όλοι μαζί, σαν συμμαθητές, σαν μια παρέα.

Στα μέσα του Μάρτη, το βράδυ ήταν κάπως ψυχρό. Φορώντας τα μπουφάν μας και παρά την εξάντληση του καθημερινού μας πενθήμερου προγράμματος στο νησί, το πρωί εκπαιδευτικές εκδρομές και το βράδυ clubbing, (ενώ όταν επιστρέφαμε στα δωμάτια μας, άρχιζαν οι καλοπροαίρετες –συνήθως- φάρσες μεταξύ μας. Τηλέφωνα, επισκέψεις από δωμάτιο σε δωμάτιο κ.λπ.) καταφέραμε να φτάσουμε ως την παραλία, σε απόσταση λίγα μόλις μέτρα από το ξενοδοχείο.

Στο κέντρο, ανάψαμε μια φωτιά και καθίσαμε τριγύρω, ήμασταν όμως τόσοι πολλοί –τρία τμήματα τελειοφοίτων του λυκείου, περίπου στα εξήντα πέντε άτομα, ίσως και παραπάνω- που στην πραγματικότητα δε νιώθαμε τη θέρμη της να μας αγγίζει. Η ακτίνα του κύκλου που είχαμε σχηματίσει ήταν αρκετά μεγάλη και απόμακρη από το κέντρο της που ήταν η φωτιά.  

Δυο παιδιά είχαν κουβαλήσει με τις αποσκευές τους και τις κιθάρες τους κι ένα ακόμα το βιολί του. Βλέποντας το βιολί είχα αστειευτεί στην επί έξι χρόνια διπλανή μου στο ίδιο θρανίο, ότι ευτυχώς που δεν είχε κουβαλήσει κάποιος το πιάνο ή το τσέλο του. Θεωρούσα ότι ήταν πολύ κλασσικό μουσικό όργανο το βιολί για να συνοδεύει κιθάρες σε εφηβική, σχολική εκδρομή. Όμως είχα κάνει τόσο λάθος. Κάθε φορά που το δοξάρι ακουμπούσε τις χορδές, για να συνοδέψει τη μουσική από τις κιθάρες, το άκουγα μαγεμένη, ενώ με κόπο συγκρατούσα τα δάκρια να μη θολώσουν τα μάτια μου και γίνω ο στόχος για τα πειράγματα των συμμαθητών μου.

Σαν γνήσιοι δεκαοχτάχρονοι έφηβοι, τιμήσαμε όλους τους κλασσικούς καλλιτέχνες που ορίζει το πρωτόκολλο μιας πενθήμερης εκδρομής. Αδερφούς Κατσιμίχα με τη Ρίτα τους, και το μια βραδιά στο λούκι. Πυξ Λαξ με τις παλιές αγάπες. Δυτικές συνοικίες με το καλοκαιρινά ραντεβού πάνω στο σώμα σου. Παπακωνσταντίνου, Σιδηρόπουλο και φυσικά το πιο διαχρονικό τραγούδι ever, τον ύμνο της κάθε πενταήμερης εκδρομής που σέβεται τον εαυτό της και έχει περάσει σαν σκυτάλη σε αγώνα δρόμου, από γενιά σε γενιά και από έτος σε έτος, το Λιωμένο παγωτό από τα Ξύλινα σπαθιά.

Επιτρέποντας να μας οδηγήσουν όσοι είχαν πραγματικά καλές φωνές για τραγούδι και μπορούσαν να πατάνε σωστά στις νότες, οι υπόλοιποι ακολουθούσαμε πιο χαμηλόφωνα, ενώ κάποιοι άλλοι απλά χτυπούσαν ρυθμικά το χέρι τους πάνω στο πόδι.

Απέναντι μου ακριβώς, καθόταν η πρώτη μου ερωτική πληγή έχοντας περασμένο το χέρι του, στους ώμους του κοριτσιού του, με τον ενοχλητικό, κτητικό τρόπο που αγκαλιάζουν οι άντρες αυτής της ηλικίας. Δυο χρόνια έπειτα από το πρώτο ερωτικό σκίρτημα, δεν έδινα δεκάρα για το πώς συμπεριφερόταν και ένιωθε ο Βασίλης. Μπορούσε να της πειράζει τα μαλλιά, να της δίνει πεταχτά φιλιά στα χείλη –ή όχι απλά πεταχτά- να τη χαϊδεύει τρυφερά, όμως εγώ πλέον δε νοιαζόμουν καθόλου. «Πέρασε και δεν άγγιξε, όπως θα συνήθιζε να λέει αργότερα η κολλητή μου για άντρες παντελώς αδιάφορους που πέρασαν από τις ζωές μας».

Η διπλανή μου με σκούντηξε με τον αγκώνα της. Γύρισα και την κοίταξα παραξενεμένη, εκείνη έσκυψε στο αυτί μου και ψιθύρισε.       

-Ο Λευτέρης σε κοιτάζει. Έκανα να τραβηχτώ από κοντά της παλεύοντας με τον εαυτό μου να μην κοιτάξω επιτόπου το Λευτέρη, όταν εκείνη με ξανατράβηξε προς το μέρος της. Δεν έχει ξεκολλήσει τα μάτια του από πάνω σου.

-Ωραία! Της ψιθύρισα απλά και μόνο για να πω κάτι και τραβήχτηκα. 

Ο Λευτέρης ήταν ο κολλητός φίλος του Βασίλη. Γνωρίζονταν από παιδιά και ήταν σχεδόν αχώριστοι. Εμφανισιακά δε θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να χαρακτηριστεί όμορφος νέος, σε αντίθεση με την άγρια και αρρενωπή ομορφιά του φίλου του, όμως ήταν αρκετά έξυπνος και από τους καλύτερους μαθητές. Η κόντρα που είχε με την Έλενα, την απουσιολόγο του τμήματος μας, μέσα στην τάξη αλλά και όπου αλλού τύχαινε να συναντιούνται, έκανε πολλούς από εμάς –αν όχι όλους- να πιστεύουμε στο στερεότυπο ότι πίσω από αυτή την άσβεστη και χρόνια αντιπάθεια, κρυβόταν ένας μεγάλος και ανείπωτος έρωτας. Έχοντας θεωρήσει ως ανυπόστατη την παρατήρηση της συμμαθήτριας μου, δεν έδωσα καμία σημασία στα λόγια της, παρά αφέθηκα να παρασυρθώ από τον ήχο του βιολιού και να κοιτάζω μελαγχολικά σχεδόν τη φωτιά, αναρωτώμενη αν το μέλλον μου θα ήταν τόσο λαμπρό όσο το επιθυμούσα και το έφερνα τα βράδια στο μυαλό μου. Κάποια στιγμή όμως που ανασήκωσα το βλέμμα μου από τη φωτιά και τυχαία έπεσε το βλέμμα μου επάνω στον Λευτέρη, τον είδα να τραβάει βιαστικά το δικό του μακριά μου. Έκανα ότι δεν έδωσα σημασία, σημειώνοντας νοερά στο μυαλό μου σε ανύποπτη στιγμή να τον τσεκάρω, κοίταξα αλλού. Άφησα λίγο την ώρα να κυλήσει και τον κοίταξα δήθεν τυχαία, και θα έβαζα το χέρι μου στη φωτιά που έκαιγε μπροστά μου, ότι με κοιτούσε και βιαστικά τράβηξε πάλι το βλέμμα του μακριά.

«Καλώς τον μου»! σκέφτηκα, όμως ήξερα ότι δεν υπήρχε περιθώριο για φλερτ. Επιστρέφοντας στη βάση μου, έπρεπε να κάνω μια γερή επανάληψη στα μαθήματα των πανελληνίων, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα θα έδινα και δεν έπρεπε τίποτα να με αποσπά από τον στόχο μου. Φυσικά το ίδιο ίσχυε και για έναν από τους καλύτερους μαθητές του σχολείου. Ήταν θέμα γοήτρου για εκείνον να περάσει με την πρώτη στην σχολή που επιθυμούσε, δεν μπορούσε να χάνει τον χρόνο του με το να ξαναδίνει εξετάσεις. Και ο έρωτας δε βοηθάει στην επίτευξη ενός τέτοιου στόχου που θέλει 100% τη συγκέντρωση σου αφιερωμένη σε αυτόν.

Επιπλέον ο νοερός έρωτας και το φλερτ που είχε προηγηθεί δύο χρόνια νωρίτερα με το Βασίλη δεν επέτρεπε και πολλά πολλά με το φίλο του. Δε θα γινόμασταν και εμείς άλλη μια παρέα σαπουνόπερας, που λες και δεν υπάρχουν άλλοι άνθρωποι στη γη, όλοι μπλέκουνε με όλους. Την ίδια γνώμη πρέπει να είχε και ο Βασίλης, αφού πρόσεξα ότι κάποια στιγμή έσπρωξε το Λευτέρη, αγριοκοιτάζοντας τον. Ώστε το είχε αντιληφθεί και εκείνος και δεν ήταν της φαντασίας μου, η οποία μπορεί να είχε επηρεαστεί από τα λόγια της Ντέπη. Όμως εκείνον τι τον ένοιαζε; Δεν κάθισα να χολοσκάσω και πολύ με αυτές τις σκέψεις, ούτε έριξα άλλη ματιά στο Λευτέρη, ήμουν βέβαιη ότι μετά την παρατήρηση του φίλου του, δε θα με κοίταζε ξανά, το πιο πιθανό να μην είχε προσέξει καν ότι το έκανε. Το μόνο που έπρεπε άλλωστε να με απασχολεί ήταν το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ όταν ήθελα να ξεκουράζομαι μπορούσα να σκέφτομαι τις διακοπές που θα έκανα για πρώτη φορά με τις φίλες μου, μετά τις εισαγωγικές στις Κυκλάδες χωρίς την επίβλεψη ενηλίκων. Εκεί θα είχαμε χρόνο και περισσότερη διάθεση να φλερτάρουμε με αγόρια –φυσικά αν είχαμε γράψει καλά στις εξετάσεις, αλλιώς κακοδιάθετες θα σκεφτόμασταν έναν ακόμα χειμώνα με διαβάσματα και φροντιστήρια-. Όχι ότι το πανεπιστήμιο δεν έχει διάβασμα αλλά είναι άλλη η αίγλη του να είναι κανείς φοιτητής.

Η βραδιά συνεχίστηκε με τραγούδια, μπύρες από χέρι σε χέρι και τσιγάρο από στόμα σε στόμα. Αγκαλιάσματα ανάμεσα σε φίλους που γνώριζαν ότι αργά ή γρήγορα δε θα ήταν μέρος της καθημερινότητας ο ένας του άλλου, και κάποιες φορές, χωρίς να είναι η επιθυμία μας ωστόσο, να παίρνουμε μάτι τα ζευγάρια να ανταλλάσουν παθιασμένα φιλιά. Ευτυχώς εκεί σταματούσαν ειδάλλως –ας μου επιτραπεί η φράση- αν ήταν πολύ ξαναμμένοι, αποχωρούσαν από τον κύκλο.  

-Δεν αντέχω άλλο, άκουσα την Ντέπη δίπλα μου να γκρινιάζει, είμαι χώμα, αν δεν πάω τώρα να ξαπλώσω θα μείνω σε αυτή την παραλία για όλη μου τη ζωή.

-Πήγαινε. Της είπα.

-Δε θα έρθεις;

-Σε λίγο.

-Μα εσύ πριν έρθουμε ήσουν κομμάτια.

-Ναι, αλλά πότε θα βρεθούμε ξανά όλοι μαζί;

-Αν δε φύγω αμέσως, πολύ φοβάμαι ότι εγώ δε θα μπορέσω να βρεθώ πουθενά.

-Μπορείς να πας ως το δωμάτιο; Τη ρώτησα έτσι κουρασμένη που την έβλεπα. Εκείνη κούνησε καταφατικά το κεφάλι της και ξεκίνησε. Γύρισα προς το μέρος της και την παρακολουθούσα που απομακρυνόταν σαν υπνοβάτης. Ύστερα στράφηκα ξανά προς τη φωτιά. Κάποιοι είχαν ήδη αποχωρήσει και ο κύκλος είχε αρχίσει να μικραίνει, ανάμεσα τους και ο Βασίλης με το κορίτσι του. Είχα στρέψει το βλέμμα μου και κοίταζα την σκοτεινή θάλασσα, ίσως έπρεπε να είχα επιστρέψει και εγώ στο δωμάτιο μας με τη Ντέπη, η κούραση είχε αρχίσει να κάθεται σαν δεύτερο σώμα πάνω στο κορμί μου. Όταν…

Ο Λευτέρης είχε σηκωθεί από τη θέση του και ήρθε να κάθισε δίπλα μου, μου πρόσφερε μια ανοιχτή μπύρα ενώ έβγαλε από τη μέσα τσέπη του μπουφάν του το πακέτο με τα τσιγάρα. Μόλις το άναψε, του έδωσα πίσω την μπύρα.

-Δε θα πιεις; Με ρώτησε με βραχνιασμένη φωνή.

-Α μπα!

-Δεν έχω ρίξει κάτι! Μου είπε αστειευόμενος.

-Είμαι πολύ κουρασμένη, μια γουλιά είναι αρκετή να με ρίξει για ύπνο ετούτη την στιγμή. Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά, έχοντας ανάμεσα στα χείλη το τσιγάρο και μισοκλείνοντας τα μάτια για να μην πηγαίνει ο καπνός και τον τυφλώνει. Ήταν σέξι ή εμένα μου φαινόταν.

-Πως πέρασες;

-Που;

-Στην πενθήμερη!

-Καλά ήταν! Εσύ;

-Καλά!

Σωπάσαμε, εγώ αναρωτιόμουν μήπως έπρεπε να επιστρέψω στο δωμάτιο, αλλά ο ύπνος είχε περάσει ανεπιστρεπτεί. Επιπλέον είχε αρχίσει να με τρώει το που το πήγαινε ο κολλητός του Μπίλη. Η μουσική είχε πάψει και πλέον είχαμε μείνει ελάχιστοι στην παραλία, ώσπου τι έκπληξη, μείναμε μόνο οι δυο μας συζητώντας για όνειρα και μελλοντικά σχέδια. Κοίταξα το ρολόι μου συνειδητοποιώντας ότι έκλεινα 22 ώρες ξύπνια και όμως ήταν τόσο ενδιαφέρουσα η συντροφιά του Λευτέρη, που πίστευα ότι μπορούσα να αντέξω και δυο εικοσιτετράωρα χωρίς να κοιμηθώ.

-Κοίτα! Μου είπε δείχνοντας μου προς την ανατολή. Ένας ολοστρόγγυλος ήλιος είχε αρχίσει να κάνει την εμφάνιση του. Χαμογέλασα.

-Όμορφα είναι, αν και έχει ψύχρα. Ένιωσα το χέρι του να τυλίγεται γύρω από τη μέση μου, γύρισα και τον κοίταξα ξαφνιασμένη, όταν ένιωσα τα χείλη του να κολλάνε πάνω στα δικά μου. Δεν ξέρω για ποιον λόγο ακριβώς αφέθηκα και ανταποκρίθηκα στο φιλί του, όμως ξαφνικά τραβήχτηκα πίσω.

-Πες πως δε συνέβη ποτέ. Του είπα και ανασηκώθηκα βιαστικά, βάζοντάς το σχεδόν στα πόδια για το δωμάτιο μου.

Από εκεί και πέρα δεν ανταλλάξαμε καμία κουβέντα, ούτε στο αεροπλάνο, στο οποίο εκείνος φαινόταν να κοιμάται, ούτε στο πούλμαν που μας περίμενε στο αεροδρόμιο για να επιστρέψουμε στο σχολείο, ούτε όμως και για το υπόλοιπο της σχολικής χρονιάς. Αν κάποιες φορές διασταυρωνόμασταν στο δρόμο, στους διαδρόμους του σχολείου ή στο προαύλιο, ίσα που κάναμε ένα νεύμα και απομακρυνόμουνα βιαστικά. Όμως δεν ήταν γραφτό να μη γίνει τίποτα με το Λευτέρη. Σε μια άλλη εκδρομή, φοιτητές και οι δύο του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, θα αφηνόμασταν να παρασυρθούμε από τη στιγμιαία διάθεση εκείνης της νύχτας, που για πάνω από δύο χρόνια δε μας επέτρεπε να την ξεχάσουμε. Όταν το επόμενο πρωί ξύπνησα στο πλάι του, ένιωσα σαν πρωταγωνίστρια σε σαπουνόπερα! Και ειλικρινά;… Δε με ένοιαξε καθόλου!

Όμως από τότε έχουν περάσει κι άλλα χρόνια. Και ο Λευτέρης δεν είναι παρά μόνο μια όμορφη ανάμνηση. Η ζωή συνεχίστηκε και οι συνθήκες μας υποχρέωσαν και τους δυο να προχωρήσουμε με τον τρόπο του ο καθένας. Είναι όμως φορές που αναρωτιέμαι, πως η καρδιά μου στα άγουρα χρόνια δε με είχε σπρώξει απευθείας στο Λευτέρη αλλά στο φίλο του. Έφταιξε ότι ερωτεύτηκα με τα μάτια την ομορφιά του Βασίλη ή η λανθασμένη γνώμη ότι ο Λευτέρης νοιαζόταν για την Έλενα έστω και σιωπηλά. Όταν κάποια φορά τον ρώτησα αν είχε τσιμπηθεί κάποτε μαζί της, η απάντηση του, ήταν ένα τρανταχτό και βραχνιασμένο γέλιο που στην αρχή με έκανε να κοκκινίσω και έπειτα με παρέσυρε.

Η νύχτα που περάσαμε στην παραλία όλοι οι συμμαθητές, έχει μείνει στην καρδιά μου. Πολλές φορές αναρωτιέμαι τι απέγιναν! Πως μπορεί να φέρθηκε σε εκείνους η ζωή! Ποιος βρίσκεται που; Μέσα στα χρόνια της οικονομικής κρίσης και της εθνική προσβολής που ζούμε αναρωτιέμαι πόσοι από εμάς τελικά πήραν το χαρτί του πανεπιστημίου ή εγκατέλειψαν την προσπάθεια, γιατί δεν τους ενδιέφερε ένα ακόμα κάδρο καρφωμένο στον τοίχο να τους θυμίζει τις νεανικές τους ψευδαισθήσεις. Πόσοι τα κατάφεραν και είναι ικανοποιημένοι, πόσοι έκαναν εκπτώσεις στα όνειρα τους, και κυρίως πόσοι έχουν φύγει για το εξωτερικό, όπως ο Λευτέρης και πόσοι πεισματικά παραμένουν στην χώρα τους γιατί δεν έχουν το σθένος να εγκαταλείψουν τα πάντα.

Εγώ πάντως –για την ώρα- μένω εδώ!

Ελλάδα!

Όμως όλο και πιο συχνά πλέον, πιάνω τον εαυτό μου να αναρωτιέται «Για πόσο»;

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ –ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ ΣΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ-

 

Το καλοκαίρι ήταν πάντοτε η αγαπημένη μου εποχή. Ο λόγος δεν ήταν μόνο ότι κλείνανε τα σχολεία, άλλωστε ήμουνα από εκείνα τα συμπαθητικά –θέλω να θεωρώ- σπασικλάκια που αγαπούσαν το σχολείο και τη μάθηση. Φτάνει να μην είχε σχέση με φυσική και χημεία. Μου άρεσε όμως που η μέρα ήταν μεγάλη, η ζέστη –ακόμα και ο καύσωνας ήταν προτιμότερος από το κρύο του χειμώνα- ο λαμπερός ήλιος. Χαιρόμουν να βλέπω τα χελιδόνια να επιστρέφουν από τις ζεστές χώρες της Αφρικής, αγαπούσα το παγωτό, τρελαινόμουν να κάνω μακροβούτια στη θάλασσα και βόλτες με το ποδήλατο στη γειτονιά. Και φυσικά τα ταξίδια. Και το καλοκαίρι δίνει περισσότερες ευκαιρίες γι’ αυτά από ότι ο δύστροπος χειμώνας.

Αυτά σκεφτόμουν ενώ κουβαλούσα το βαρύ δίσκο, με το χέρι τεντωμένο πάνω από το κεφάλι μου, γεμάτο με κοκτέιλ, αναψυκτικά, παγωτά και άλλα λαχταριστά και επιθυμητά εδέσματα. Σε κάθε βήμα που βούλιαζε το πόδι μου μέσα στη ρευστή άμμο, η οποία έμπαινε μέσα στα σπορτέξ παπούτσια μου, και γινόταν ιδιαίτερα ενοχλητική, έτσι όπως έσταζα ολόκληρη, όχι από το αλμυρό θαλασσινό νερό, αλλά από τον ιδρώτα μου, έπρεπε να ισορροπώ ώστε να μη βρεθώ φαρδιά πλατιά ξαπλωμένη πάνω σε κάποιον λουόμενο και τον λούσω με μπύρα ή ό,τι άλλο είχε πάνω ο δίσκος.

Είχαν περάσει τρία χρόνια από τη στιγμή που είχα αποφοιτήσει από το Οικονομικό Αθηνών. Τα όνειρα για μεταπτυχιακό είχαν κάνει φτερά, μιας και δεν ήθελα να επιβαρύνω τους δικούς μου με τα έξοδα που απαιτεί η μόρφωση και η επαγγελματική κατάρτιση στην Ελλάδα. Επιπλέον οι πενιχρές μου οικονομίες δεν μπορούσαν να με βοηθήσουν στο κάτι παραπάνω. Έπρεπε να είμαι ευγνώμων που είχα τελειώσει το πανεπιστήμιο, με ευνόησε και το γεγονός ότι είχα περάσει στην πόλη που ζούσαμε, γιατί τα οικονομικά του νοικοκυριού μας, μήνα με το μήνα μειωνόταν όπως και σε οποιοδήποτε άλλο σπίτι της χώρας μας, (εξαιρούνται φυσικά εκείνα των βουλευτών).

Δεν είναι ότι δεν προσπάθησα να βρω δουλειά όλα αυτά τα χρόνια που είχα πάρει το πτυχίο μου. Γνώριζα από τα πρώτα έτη των σπουδών μου, μιας και συνέπεσαν με τα δυσοίωνα έτη που βάλαμε πάνω από το κεφάλι μας, για άλλη μια φορά το Δ.Ν.Τ. να κουμαντάρει τα οικονομικά μας, μιας και οι πολιτικοί μας αποδείχτηκαν ολοκληρωτικά ανίκανοι (ή υπερβολικά ικανοί μέσα στη δουλοπρέπεια τους), ότι θα ήταν από δύσκολο ως ακατόρθωτο να εργαστώ πάνω στο αντικείμενο των σπουδών μου. Έστειλα παντού βιογραφικά και με κάλεσαν σε κάποιες συνεντεύξεις. Ικανοποιημένα έδειχναν τα αφεντικά από τις σπουδές μου, όμως έλειπε κάτι σημαντικό, δεν είχα επαγγελματική εμπειρία. Δεν ξέρω πως κατόρθωνα κάθε φορά να συγκρατηθώ και να μην ουρλιάξω μέσα στα μούτρα τους: «Πώς να αποκτήσω εμπειρία αν δε μου δώσει κάποιος την ευκαιρία να εργαστώ;» Αντί γι’ αυτό παρέμενα απέναντι τους να τους παρακολουθώ στωικά, μήπως και βλέποντας πόσο καλόβολο παιδί ήμουνα, μου έδινε κάποιος την ευκαιρία. Όμως τίποτα. Και όσο πέρναγε ο καιρός και ο λαός της Ελλάδας βυθιζόταν όλο και περισσότερο μέσα στην ύφεση, τα αφεντικά, δείχνοντας ολοένα και περισσότερη σαδιστική διάθεση ζητούσαν όλο και περισσότερα προσόντα, που στην ουσία δεν χρειάζονταν για τη θέση που πρόσφεραν. Μα αν μπορείς να έχεις κάποιον πτυχιούχο, που μιλάει πέντε με εφτά γλώσσες, κάτω των εικοσιπέντε ετών και με εικοσιπέντε χρόνια προϋπηρεσία, με δυο πτυχία πανεπιστημίου, ένα μεταπτυχιακό και διδακτορικό, να οδηγάει μηχανάκι και αυτοκίνητο, αν γίνεται την ίδια ώρα, γιατί να προσλάβεις έναν απλό νεαρό που οδηγάει μηχανάκι για να πηγαίνει τις πίτσες.

 Ξέρω τι σκέφτεστε κάποιοι, πως είναι δυνατόν να έπιανα δουλειά με τον τρόπο που σκέφτομαι, όμως πιστέψτε με, δεν εξωτερίκευσα ποτέ αυτές τις σκέψεις, απλά καθόμουν υπομονετικά και περίμενα να με πάρουν τηλέφωνο. Τελικά με πήραν κάποιοι και μοίρασα χαρτάκια σε πολυκατοικίες για 3€ την ώρα. Καλά για να πιείς έναν καφέ, και ύστερα τα γόνατα σου να πονάνε από τις σκάλες που ανεβοκατεβαίνεις οπότε τα 3€  θα σου μείνουν, γιατί που όρεξη για καφέ!

Το καλοκαίρι του 2017 και μην αντέχοντας να ανεβοκατεβαίνω άλλο σκάλες και να αφήνω χαρτάκια έξω από τις πόρτες, αποφάσισα να ζητήσω από μια φίλη που δούλευε κάθε καλοκαίρι σε νησί, για την τουριστική περίοδο, αν άκουγε κάτι για δουλειά να με ενημέρωνε και εγώ θα έσπευδα απευθείας να πάω να εργαστώ. Και έτσι βρέθηκα εδώ σε ένα beach bar, να παίρνω παραγγελίες και να κουβαλάω ένα βαρύ δίσκο γεμάτο με λιχουδιές για να σερβίρω. Σαν το μέρμηγκα του αισώπειου μύθου εργάζομαι σκληρά, βλέποντας τους τζίτζικες να απολαμβάνουν τις ομορφιές του ελληνικού καλοκαιριού. Δεν έχει σημασία σε ποια ελληνική γη βρίσκομαι, αν είμαι κάπου στα Επτάνησα, στις Κυκλάδες, στη Χαλκιδική, τις Σποράδες, το Σαρωνικό ή τα Δωδεκάνησα, όλοι γνωρίζουμε ότι έχουμε μια πεντάμορφη χώρα, την οποία δε μας αφήνουν να χαρούμε. Όμως ακόμα και έτσι, ακόμα κι αν ψήνομαι κάτω από τον ελληνικό ήλιο, αν έχω από την πρώτη μέρα στη δουλειά κοκκινίσει σαν αστακός, θα φροντίσω να περάσω καλά. Επιπλέον, μπορεί να πει κανείς, ότι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο αποκτώ επαγγελματική εμπειρία.

Το τζιν σορτσάκι και το λευκό μπλουζάκι με τη φίρμα του beach bar, κολλάνε από ώρα πάνω στο ιδρωμένο κορμί μου. Το μόνο που επιθυμώ είναι να κάνω ένα μπάνιο αν και ξέρω ότι μόλις τελειώσει η βάρδια μου δε θα έχω αντοχή παρά να συρθώ ως το κρεβάτι για να κοιμηθώ δεκαέξι σερί ώρες. Η θάλασσα απλώνεται μόλις λίγα εκατοστά μακριά μου και εγώ ούτε να την κοιτάξω δεν τολμώ γιατί νιώθω ότι είτε θα βάλω τα κλάματα, σε αυτό το σημείο πρέπει να παραδεχτώ ότι δεν είμαι καθόλου σκληραγωγημένη, είτε ότι θα πετάξω το δίσκο κάτω και θα τρέξω προς αυτή.

Κι ενώ κάνω αυτές τις δυσοίωνες σκέψεις, τον βλέπω απέναντι μου, να με πλησιάζει, με το χέρι να κρατάει ένα δίσκο πάνω από το κεφάλι. Αν και μου κόβεται η ανάσα, προσπαθώ να φανώ ψύχραιμη. Είναι ψηλός, αδύνατος, μαυρισμένος από τον ήλιο, ξανθός, με καστανά μάτια και χαμόγελο διαφήμισης οδοντόκρεμας. Όπως περνάει από δίπλα μου, τον ακούω κάτι να μου λέει, όμως μιας και κανείς από τους δυο μας δεν κόβει ταχύτητα δεν καταλαβαίνω τι.

Συνεχίζουμε λίγη ώρα με αυτόν το ρυθμό να παίρνουμε παραγγελίες και να τις πηγαίνουμε, αρκετά συχνά έχουν διασταυρωθεί οι πορείες μας όμως δεν έχω καταφέρει να τον ρωτήσω τι μου είχε πει νωρίτερα. Αναρωτιέμαι μήπως με είχε κοροϊδέψει –το bulling δεν γίνεται μόνο στα σχολεία- ή μου έχει πετάξει καμία εξυπνάδα αλλά greek καμάκι. Πάντως από περηφάνια και μόνο με έχει αναγκάσει να σταθώ στο ύψος μου, να μην πετάξω το δίσκο, να μην βάλω τα κλάματα σαν κακομαθημένο κοριτσάκια, και να συγκεντρωθώ στη δουλειά μου παλεύοντας να μην ρίξω το δίσκο ή ακόμα χειρότερα να μην πέσω εγώ η ίδια μαζί με το δίσκο.

Κάποια στιγμή καταφέραμε να βρεθούμε και οι δύο στο μπαρ δίνοντας τις παραγγελίες μας σε ένα από τα αφεντικά. Εκείνος έκανε λίγο προς τα πίσω το σώμα του και κοίταξε τα πόδια μου.

-Συμβαίνει κάτι; Τον ρώτησα για να του δείξω ότι δε σηκώνω αστεία με την πάρτη μου και ότι αν είχε σκοπό να σπάσει πλάκα μαζί μου, καλύτερα να μην το έκανε.

-Κοίταξα να δω αν άκουσες τη συμβουλή μου.

-Που είναι; Τον ρώτησα περιμένοντας να ακούσω μια μεγάλη κρυάδα.

-Τα σπορτέξ δε βοηθάνε στην παραλία, στην πραγματικότητα δε βοηθάνε ούτε καν οι σαγιονάρες. Καλύτερα να περπατάς ξυπόλυτη, σταθεροποιείσαι πιο εύκολα και η ζεστή άμμος είναι ευχάριστη. 

-Ω! είπα απλά και πριν προλάβω να τον ευχαριστήσω εκείνος είχε πάρει ήδη το δίσκο του για να μεταφέρει τις παραγγελίες.

Πήγα και εγώ μια ακόμα βόλτα φορώντας τα σπορτέξ, αλλά επιστρέφοντας και δίνοντας την παραγγελία, έσπευσα να βγάλω τα παπούτσια μου, ύστερα τα άφησα σε μια γωνιά και άρχισα να περπατάω ξυπόλυτη πάνω στη ζεστή άμμο.

Μόλις διασταυρώθηκαν οι πορείες μας, εκείνος μου κούνησε το κεφάλι, ένα νεύμα επιδοκιμασίας που είχα ακολουθήσει τη συμβουλή του, ενώ εγώ μειδίασα ελαφρώς. «Καλό καλοκαίρι Άννα», ευχήθηκα στον εαυτό μου ψιθυριστά, ενώ συγκρατήθηκα για να μην τον κοιτάξω. Αντιθέτως πρόσεξα ότι κάποιες τύπισσες με μικροσκοπικά μαγιό και ξαπλωμένες πάνω σε ξαπλώστρες, είχαν βγάλει τα γυαλιά τους και ακολουθούσαν με το βλέμμα τους το συνάδελφο μου, εστιάζοντας σε συγκεκριμένο μέρος του σώματος του. «Απαίσιες»! σκέφτηκα ενοχλημένη αλλά συνέχισα το δρόμο μου για να πάω να αφήσω το φυσικό χυμό και τη μπύρα σε ένα ζευγάρι, που αυτή διάβαζε το περιοδικό με τα κουτσομπολιά και εκείνος μια οικονομική εφημερίδα.                

 

Στο τέλος της βάρδιας σχεδόν σωριάστηκα σε μια καρέκλα του μπαρ, ένιωθα τόσο κουρασμένη. Ο νεαρός συνάδελφος ήταν γερμένος πάνω από το μπαρ συνομιλώντας με το αφεντικό μας, δίνοντας μου την ευκαιρία να ρίξω μια φευγαλέα ματιά στο σημείο που κοίταζαν συνέχεια κατά τη διάρκεια της βάρδιας μας οι δυο λουόμενες.    

-Τι να σε κεράσω; Ρώτησε το αφεντικό. Γύρισα και τον κοίταξα ξαφνιασμένη. Τι εννοούσε να με κεράσει. Θα κερνούσε όντως ή στο τέλος θα το κρατούσε από το μισθό.

-Θες μπύρα ή προτιμάς χυμό;

-Νερό, βρύσης! Απάντησα.

-Μην πίνεις νερό βρύσης, εδώ που βρισκόμαστε καλύτερα εμφιαλωμένο. Συμβούλεψε πάλι ο όμορφος.

-Άλλωστε νερό βρύσης δεν έχουμε, πρόσθεσε το αφεντικό μειδιώντας και κοιτώντας στα μάτια τον όμορφο.

-Τότε ένα χυμό. Είπα ντροπιασμένη. Το αφεντικό μου έδωσε το χυμό και πήγε να εξυπηρετήσει δυο γυναίκες που είχαν έρθει στο μπαρ.

-Δύσκολη η πρώτη μέρα στη δουλειά! Σχολίασε εκείνος.

-Είμαι ασυνήθιστη!

-Φαίνεται!

-Τόσο πολύ; Τον ρώτησα απογοητευμένη. Γύρισε και με κοίταξε χαρίζοντας μου ένα κατάλευκο χαμόγελο.

-Θα συνηθίσεις! Κανείς δε γεννήθηκε γι’ αυτό και δεν πιστεύω ότι και κανείς το ονειρεύτηκε.

-Μάλλον όχι.

-Ορέστης! Μου είπε και μου άπλωσε το χέρι.

-Άννα! Απάντησα και έδωσα το δικό μου για μια χλιαρή χειραψία.

-Πρώτη μέρα στο νησί;

Κοίταξα το ρολόι που φορούσα στο χέρι.

-Πριν από τρεις ώρες έκλεισα εικοσιτετράωρο. Εσύ; Δουλεύεις καιρό εδώ; Είδα ότι έχεις άνεση!

-Έχω δουλέψει τα δύο προηγούμενα καλοκαίρια, και είμαι ήδη εδώ ένα μήνα.

-Σου αρέσει;

-Δεν τρελαίνομαι, όμως δεν είναι και τόσο άσχημα. Έχει τα καλά του.

-Που είναι;

-Βλέπεις ωραίες γυναίκες με μαγιό.

-Δε νομίζω ότι θα με συγκινήσει η συγκεκριμένη προσέγγιση του θέματος.

-Θα πρόσεξες ότι δεν έρχονται μόνο γυναίκες. Εσύ θα δεις καλογυμνασμένους τύπους με μαγιό.

-Το λένε και αναβολικά! Σχολίασα εγώ με κακία.

-Δε μίλησα για φουσκωμένους. Τους οποίους μπορείς παρεμπίπτοντος να τους χρησιμοποιήσεις για σωσίβιο.

-Ξέρω κολύμπι! Σχολίασα αφηρημένη.

-Ήταν απλά ένα κρύο αστείο, έτσι για να δροσιστούμε. Είπε ανασηκώνοντας τους ώμους του.

-Πράγματι! Είπα χαμογελώντας.

Το κινητό του χτύπησε και εκείνος απάντησε με άνεση.

-Μόλις σχόλασα… μπα λέω να πάω να ξαπλώσω, είμαι μόλις με δυο ώρες ύπνο. Ναι, τρελή κραιπάλη, το βράδυ. Αχόρταγη … που να στα λέω, μου ήρθε και στην παραλία σήμερα με μια φίλη της.

Ένιωσα να γίνομαι ολόκληρη κόκκινη. Αναρωτήθηκα τι έπρεπε να κάνω. Αυτός, με άνεση μιλούσε μπροστά μου για την περιπέτεια που είχε με κάποια γυναίκα το προηγούμενο βράδυ. Εγώ έπρεπε να παραμείνω και αδιαφορώντας να ακούσω και τα υπόλοιπα που έλεγε κομπάζοντας ή έπρεπε να φανώ διακριτική και να φύγω. Μιας και ήμουν κουρασμένη αποφάσισα να επιστρέψω στο δωμάτιο μου και να πραγματοποιήσω το πλάνο που είχα από το πρωί που είχα ξυπνήσει για να πάω στη δουλειά. Ένας δεκαπεντάωρος ύπνος ήταν ό,τι μου χρειαζόταν.

Σηκώθηκα από τη θέση μου, αφήνοντας τον Ορέστη να δίνει λεπτομέρειες για το τι του είχε ζητήσει η γκόμενα στο κρεβάτι το προηγούμενο βράδυ. Προειδοποιώντας νοερά τον εαυτό μου αν ένιωθα την ανάγκη κατά την παραμονή μου στο νησί για σαρκική απόλαυση σε καμία περίπτωση να μην προτιμήσω τον Ορέστη. Αν δε θέλω τουλάχιστον, να μάθει ολόκληρο το νησί για τα γούστα μου. Φυσικά υπήρχε πάντα ο κίνδυνος να με θεωρήσουν ξενέρωτη, βάσει των όσων είχα ακούσει. Πλησίασα το αφεντικό που ετοίμαζε μια παραγγελία και έσκυψα πάνω από τη μπάρα.

-Τι είναι; Με ρώτησε.

-Τι χρωστάω για το χυμό. Με κοίταξε με απαξίωση.

-Ένας χυμός ή μια μπύρα που θα σε κερνάω κατά τη διάρκεια της βάρδιας σου συμπεριλαμβάνεται στο μισθό σου. Εξτρά, δε θα στα κρατάω!

-Ευχαριστώ, είπα στο τέλος μη βρίσκοντας τι άλλο να πω.

-Α! Άννα, γύρισα και τον κοίταξα, ο χυμός ή η μπύρα μόνο όταν είμαι εγώ στο μπαρ, όταν είναι ο Θανάσης να την αποφύγεις.

-Και αν είστε και οι δύο στο μπαρ; Τον ρώτησα αυθόρμητα μισό αστεία μισό σοβαρά.

-Θα βρίσκω τρόπο να κερνάω. Όμως διακριτικά, έτσι;

Κούνησα το κεφάλι καταφατικά και ξεκίνησα να φύγω.

-Καλή ξεκούραση, τον άκουσα να μου φωνάζει, με γυρισμένη την πλάτη και κρατώντας τα παπούτσια στο ένα χέρι, σήκωσα το άλλο προς χαιρετισμό του.    

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ -ΧΩΜΑΤΕΡΗ-

 

Αφού πέρασε η πρώτη εφιαλτική εβδομάδα στη δουλειά, άρχισα να συνηθίζω, ο δίσκος πλέον δε μου φαινόταν τόσο βαρύς, και κινούμουν με μεγαλύτερη άνεση ανάμεσα στις ξαπλώστρες και τα ημίγυμνα σώματα. Φυσικά δεν απέφευγα πάντα τα χτυπήματα και είχα αποκτήσει κάμποσες μελανιές στα πόδια και κυρίως στις γάμπες. Οι άλλοι αποκτούσαν φυσικό μαύρισμα από τον ήλιο ενώ εγώ τοπικό από τις μελανιές. Συγκεκριμένα ο Ορέστης είχε πάρει το χρώμα του μπρούτζου που παραδόξως του ταίριαζε. Όταν η βερμούδα του κατέβαινε λίγο πιο χαμηλά από εκεί που τον είχε μαυρίσει ο ήλιος  μπορούσε κάποιος να διαπιστώσει τη διαφορά. Με βεβαιότητα θα έφτανε το επόμενο καλοκαίρι και ο ξανθός Ορέστης θα είχε ακόμα μαύρισμα από το προηγούμενο. Εγώ πάλι τι μπορούσα να περιμένω! Έτσι όπως κοκκίνιζα από τον ήλιο, ο δείκτης του αντηλιακού μου ξεπερνούσε τους 50 βαθμούς προστασίας, αλλά και πάλι παραπονεμένη δεν μπορώ να πω ότι έμεινα.

Τις πρώτες νύχτες τις περνούσα στο δωμάτιο μου, συνήθως κοιμόμουν, άλλες μπορεί να διάβαζα και κάποιες έμπαινα και έμενα με τις ώρες στο facebook επικοινωνώντας με τους φίλους μου στην Αθήνα αλλά και με εκείνους που είχαν αποδημήσει στο εξωτερικό. Και φυσικά όταν πετύχαινα το Λευτέρη online αφήναμε κατά μέρους τη γραφή και συνδεόμασταν μέσω Skype. Αν και είχε φύγει από την Ελλάδα για να βρει δουλειά στο εξωτερικό, είχαμε διατηρήσει επαφή. Ίσως ήταν και ο μόνος από τους συμμαθητές μου που είχα κρατήσει επικοινωνία. Άλλωστε δεν ήταν απλώς συμμαθητής, υπήρξαμε συμφοιτητές και όχι μόνο…

Μπορούσαμε για ώρες να μιλάμε και να θυμόμαστε τα παλιά. Όπως το πώς αποφεύγαμε να κυκλοφορούμε στην περιοχή μας για να μη μας δει μαζί ο Βασίλης. «Μα τι στην ευχή τον ένοιαζε»; Θα σκεφτεί κανείς! Πιστεύω ότι δεν τον ένοιαζε αλλά έδινε στη σχέση μας την αίσθηση του παράνομου, κάνοντας την πιο πικάντικη…

.....

Είναι απίστευτο το ταλέντο που έχουμε οι έλληνες με το να σκορπάμε τα σκουπίδια μας παντού, είμαστε ικανοί να στολίσουμε δέντρα με σκουπίδια, να τα ακουμπήσουμε πάνω σε πεζούλια και θάμνους, ενώ ο κάδος έχει μόλις μισό μέτρο απόσταση από εμάς και τον οποίο θα παρακάμψουμε ακόμα κι αν περνάει ο δρόμος μας από μπροστά του. Θα αδιαφορήσουμε για το που θα κάνει την ανάγκη του το κατοικίδιο μας και επίσης με την ίδια άνεση θα πετάξουμε τη μπανανόφλουδα στο δρόμο, και φυσικά αν την πατήσει κάποιος και καταλήξει στο νοσοκομείο με σπασμένα μέλη, δεν ήταν δική μας η ευθύνη που προκαλέσαμε το ατύχημα αλλά εκείνου που δεν πρόσεξε και την ‘‘πάτησε’’.

Φυσικά στα σπίτια μας βασιλεύει η απόλυτη καθαριότητα, συνήθως, όλα είναι καθαρά και συμμαζεμένα, δεν ισχύει το ίδιο όμως και για την εικόνα των δημόσιων χώρων της πατρίδας μας. Δρόμοι, πάρκα, πλατείες, παιδικές χαρές. Ακόμα και εκεί κάποιες μαμάδες προτιμούν να πετάνε τα κυπελάκια από το γιαούρτι που τάισαν προ ολίγου το βλαστάρι τους στο χώμα παρά στον κάδο, παραδειγματίζοντας και το παιδί που θα πετάξει κάτω το περιτύλιγμα της σοκολάτας που θα φάει. Αυτά φυσικά έξω από το σπίτι. Εκεί έχουμε την απόλυτη ελευθερία να λερώνουμε, χωρίς να μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε ότι ακόμα και από αυτή τη μηδαμινής σημασίας πράξη, όπως θεωρούμε, δείχνουμε την παιδεία μας και το πόσο πολιτισμένοι είμαστε ουσιαστικά και όχι φαινομενικά. Μια χώρα γεμάτη με κάδους και εμείς προτιμάμε να πετάμε τα σκουπίδια παντού εκτός από εκεί που πρέπει.

Φυσικά οι παραλίες δεν μπορούν να αποτελούν εξαίρεση, αν και επειδή θέλουμε να είμαστε περήφανοι για την ομορφιά της ελληνικής θάλασσας, είναι και οι διαφημίσεις και φυσικά οι σημαίες που κερδίζουν κάποιες από τις παραλίες μας για το πόσο καθαρές είναι, αναγκάζουν τους περισσότερους να σέβονται έστω αυτές, αλλά όχι και όλους. Πλαστικές τσάντες γεμάτες με κεσεδάκια, παρατημένες στην αμμουδιά, λίγα μόλις βήματα από τον κάδο, πλαστικά μπουκάλια πεταμένα δεξιά και αριστερά, που μόλις ένα μικρό κύμα είναι αρκετό για να τα παρασύρει και να τα τραβήξει μέσα στη θάλασσα για να περάσουν χιλιάδες χρόνια μέχρι να λιώσουν εντελώς. Αλλά τι σημασία έχει αφού άλλα μπουκαλάκια θα έχουν πεταχτεί στη θάλασσα, και τόσο εσύ ο έξυπνος που το πέταξες όσο κι εγώ που θα το μάζευα, θα μπούμε και θα κολυμπήσουμε στην ίδια, φαινομενικά καθαρή, θάλασσα που όλα τα ξεπλένει εκτός από την γραψαρχιδίνη του έλληνα.

.....

Αρχές Ιούνη και τις Δευτέρες ο κόσμος ήταν λιγότερος στο νησί, οπότε έρχονταν και λιγότεροι στην παραλία. Θα μπορούσα να χαρακτηρίσω τη Δευτέρα ως την πιο χαλαρή μέρα στη δουλειά, αφού από τη Τρίτη κιόλας ο κόσμος ξεθάρρευε και ερχόταν να απολαύσει ένα μπάνιο στη θάλασσα, και όσο περνούσαν οι μέρες όλο και περισσότεροι έρχονταν με αποκορύφωμα την Παρασκευή και φυσικά το Σαββατοκύριακο.   

Ξαφνιάστηκα όταν είδα μια μεγάλη παρέα να καταφτάνει στην παραλία.

-Πιάνουμε δουλειά! Είπα δυνατά για να δω το Γρηγόρη και τον Ορέστη να γυρνάνε και να κοιτάνε προς τη μεγάλη συντροφιά.

-Ψόφια πράγματα. Σχολίασε ο Γρηγόρης.

-Μην περιμένεις όρθια για να σου κάνουν σινιάλο, μου πρότεινε και ο Ορέστης, όποιος είναι θα έρθει να σερβιριστεί από μόνος του.

-Τι είναι; Ρώτησα απορημένη, προσπαθώντας να διαβάσω τι έγραφε η μπλούζα τους.

-Οι καλοί Σαμαρείτες, είπε ο Ορέστης γελώντας, τσουγκρίζοντας το μπουκάλι με την μπύρα του με το ποτήρι του Γρηγόρη.

-Δηλαδή; Ρώτησα πηγαίνοντας το μυαλό μου σε θρησκευτική οργάνωση.

-Ομάδα καθαριότητας!

-Οικολόγοι! Απάντησε αδιάφορα ο Γρηγόρης, ήρθαν να μαζέψουν τυχόν σκουπίδια από την παραλία.

-Και γιατί μιλάτε γι’ αυτούς υποτιμητικά;

Γύρισαν και οι δύο και με κοίταξαν απορημένοι, αν και εκείνη τη στιγμή διάβασα ότι μάλλον είχαν την ίδια απορία με εμένα. Άλλο ένα κακό ελληνικής συμπεριφοράς είναι ότι όταν δούμε κάποιον να κάνει το καλό θα τον λοιδορήσουμε. Δε θα το αναγνωρίσουμε, θα προσπαθήσουμε να τον βγάλουμε βλάκα επειδή απλά και μόνο εμείς δε θα το κάναμε. Όμως με το να κοροϊδεύουμε αυτό που πρέπει να συμβεί, κάνει πιο διστακτικούς ανθρώπους που θα ήθελαν να συμμετέχουν.

-Και στην τελική, γύρισα και κοίταξα τον Γρηγόρη, διατηρούν την παραλία που δουλεύεις καθαρή και όσο και αν κάποιοι πετάνε σκουπίδια, όλοι προτιμάνε την καθαριότητα.

-Δε θα αφήναμε την παραλία να βρωμίσει! Θέλησε να διαμαρτυρηθεί εκείνος.

-Φυσικά και όχι, σχολίασα, επειδή δε σε συμφέρει όμως! … και έκανα λίγα βήματα μακρύτερα που ήταν πεταμένο ένα πώμα από πλαστικό μπουκάλι, έσκυψα το πήρα και επέστρεψα δείχνοντας το. Γιατί ακόμα και αυτό πρέπει να είναι πεταμένο κάτω;

-Ξέρω ξέρω, σπάνια πουλιά περνάνε τα καπάκια για πλαγκτόν, τα τρώνε και πεθαίνουν.

-Γιατί να εξαφανιστεί ένα είδος, ποιος ο λόγος που θεωρείται το ανθρώπινο είδος ως ανώτερο από τα υπόλοιπα και τα εξουσιάζει; Τα σκοτώνει επειδή βαριέται να κάνει πέντε βήματα ως τον κάδο κι άλλες φορές για να διασκεδάσει.

-Η παραλία κάδους έχει, μίλησε ο Ορέστης, δεν μπορούμε να παίρνουμε από το χέρι τον κάθε κάφρο και να τον πηγαίνουμε ως εκεί.

-Όχι, όλους δεν μπορούμε, αλλά αν δούμε κάποιον γιατί να μην του ζητήσουμε να πετάξει το σκουπίδι στον κάδο, αν ήσουν στο σπίτι σου και ερχόμουν επίσκεψη και πέταγα επίτηδες ένα χαρτί ή ένα μπουκάλι κάτω δε θα μου έλεγες να το μαζέψω;

-Φυσικά! απάντησε ενοχλημένος ο Ορέστης.

-Και η παραλία δεν είναι κατά κάποιο τρόπο σπίτι σου; Οι δρόμοι; Τα πάρκα; Μη με κοιτάτε έτσι! Ξέρω ότι δεν έχετε διάθεση για μαθήματα και αυτά που σας λέω, με κάνουν να φαίνομαι στα μάτια σας γραφική, σύντομα θα περιμένω να μάθω το παρατσούκλι που θα μου κωλύσετε, δεν μπορεί κάπου θα το πάρει το αυτί μου όταν θα το ψιθυρίζετε ο ένας στον άλλον.

Αν και κοιτάχτηκαν προτίμησαν να μη μου απαντήσουν, το μόνο που με παρηγορούσε ήταν η ελπίδα ότι το παρατσούκλι μου θα είχε σχέση με την καθαριότητα, και όσο και να ναι, μόνο και μόνο που θα έφερε τη λέξη καθαρός μέσα του, ήταν ένα είδος φόρου τιμής.

.....

Είχαν διασκορπιστεί στην παραλία κοιτάζοντας να βρουν πεταμένα άχρηστα αντικείμενα. Αν και λόγω ιδιωτικής πρωτοβουλίας, μιας και το beach bar που νοίκιαζε τις ξαπλώστρες και έφτιαχνε χυμούς και κοκτέιλ δεν μπορούσε να επιτρέψει ο χώρος που εκμεταλλευόταν να είναι βρώμικος, όλο και κάτι βρισκόταν πεταμένο στην άμμο. Ένας δυο μπήκανε και στη θάλασσα, όταν τους φάνηκε ότι κάτι επέπλεε. Ίσως απλά να ήταν και μια δικαιολογία να βουτήξουν στα καταγάλανα νερά της θάλασσας και να δροσιστούν από τον καύσωνα του Ιουνίου.

Δυο μεγάλοι βράχοι, δίπλα ο ένας στον άλλον χώριζαν την παραλία στη μέση. Τη μία πλευρά, την εκμεταλλευόταν το beach bar. Εκεί τα νερά φαινόταν πιο καθαρά. Όπως έφτανε το κύμα στην ακτή, φύκια και διάφορα θαλάσσια χόρτα ξεβράζονταν από την άλλη πλευρά των βράχων όπου όσοι την προτιμούσαν, δεν χρειάζονταν ξαπλώστρες και ποτά, αλλά μπορούσαν να βολευτούν με μια απλή ψάθα. Δυστυχώς εκείνη η πλευρά, λόγω έλλειψης επιτήρησης είχε περισσότερα πεταμένα μπουκαλάκια νερού, χαρτιών, πωμάτων και ό,τι τέλος πάντων ολοκληρώνει την εικόνα του ελληνικού «Δε με νοιάζει» και που παρασύρει κάποιες φορές και τους τουρίστες που έρχονται στη χώρα μας. Όμως ευτυχώς τα πράγματα δεν ήταν και τόσο άσχημα, όπως θα υπέθεταν οι άνθρωποι της οικολογικής ομάδας. Μέσα σε λίγη ώρα είχαν μαζέψει τα πεταμένα σκουπίδια, βάζοντας τα σε μεγάλες σακούλες σκουπιδιών, ξεχωρίζοντας μάλιστα τα ανακυκλώσιμα υλικά από τα μη. Οι σακούλες είχαν τοποθετηθεί στα πορτ μπαγκάζ κάποιων αυτοκινήτων για να μεταφερθούν σε κάδους εκτός της παραλίας. Ικανοποιημένοι από τη δουλειά τους, αποφάσισαν να απολαύσουν ένα μπάνιο στη θάλασσα, ένας όμως από αυτούς δεν τους ακολούθησε. Αντιθέτως ανέβηκε σε έναν από τους  βράχους και κοίταζε τη θάλασσα.

Κάποια στιγμή ο νέος άντρας χαμήλωσε το κεφάλι του, ανάμεσα στους δυο βράχους υπήρχε ένα μικρό άνοιγμα. Ίσα που υπήρχε χώρος για να καθίσει εκεί μέσα μαζεμένο ένα άτομο, κρυμμένο όμως από τα βλέμματα των γύρων του. Άλλωστε οι βράχοι φαινόταν αρκετά αιχμηροί, και αν πλησίαζε κάποιος από τη θάλασσα, θα μπορούσε να τραυματιστεί αν ένα κύμα τον έσπρωχνε απότομα προς την ακτή. 

Ανάμεσα όμως σε αυτό το μικρό άνοιγμα ένα πράσινο μπουκάλι από μπύρα γυάλιζε.

-Άλλο ένα σκουπίδι, σκέφτηκε, τι τυχερός που είμαι! Και με ένα σάλτο βρέθηκε στο μικρό άνοιγμα. Το μπουκάλι από την μπύρα ήταν το μισό σφηνωμένο μέσα στην άμμο, το καλοκαίρι δύσκολα θα μετακινούταν από τη θέση του, αλλά το χειμώνα με τα δυνατά κύματα που έσκαγαν πάνω στους βράχους και έσκαβαν την άμμο θα μπορούσαν να το ξεθάψουν και να το σπάσουν πάνω στα βράχια, παρασέρνοντας έπειτα τα γυαλιά του στη θάλασσα.

Με λίγη δύναμη κατάφερε να το βγάλει από την άμμο. Στον πάτο του μπουκαλιού κάτι γυάλιζε. Το γύρισε στο χέρι του και μια χρυσή αλυσίδα με καδένα έπεσε στην παλάμη του. Ήταν μια χρυσή ταυτότητα χεριού που πάνω της ανάγραφε ένα όνομα. «Μαρία» διάβασε και οι αναμνήσεις τον κατέκλισαν.

-Μαρία! Πριν αντικαταστήσει τις σκέψεις του με πιο πρακτικά θέματα παρέμεινε για λίγο να κοιτάει την αλυσίδα. Δε σκαρφάλωσε πάλι πάνω στους βράχους, αντιθέτως μπήκε στη θάλασσα, κρατώντας σφιχτά στο ένα του χέρι την αλυσίδα και στο άλλο το γυάλινο μπουκάλι. Περνώντας από την άλλη πλευρά των βράχων, βγήκε στην αμμουδιά που ήταν το beach bar «Θαλασσί»! έκανε λίγα δισταχτικά βήματα πλησιάζοντας το μπαρ.

-Παρακαλώ! Τον ρώτησα χαμογελαστή!

-Βρήκα σε ένα γυάλινο μπουκάλι αυτό! Είπε και μου έδειξε την αλυσίδα. Ξέρετε αν την έχει χάσει κάποιος;

-Δεν ξέρω, μισό λεπτό να ρωτήσω. Είπα πλησιάζοντας τον Γρηγόρη και τον Ορέστη για να τους ρωτήσω μήπως είχαν ακούσει κάτι μία από εκείνες τις μέρες ή και παλιότερα. Ύστερα από λίγο πλησίασα τον νεαρό άντρα και του είπα ότι δεν είχε ακούσει κανένας από τους συναδέλφους μου κάτι.

Γύρισε και κοίταξε το όνομα, ύστερα έστρεψε το βλέμμα του πάνω μου, όμως πρόσεξα ότι με τον αντίχειρα του, χάιδευε αφηρημένα την καδένα με το όνομα.

-Ίσως πρέπει να σας το αφήσω, ίσως μια από αυτές τις μέρες να σας το ζητήσει κάποιος. Αν το φορούσατε στο χέρι σας και το έβλεπε αυτός που πιθανόν να το έχασε να το αναγνώριζε.

-Εμένα με λένε Άννα. Σχολίασα μη βρίσκοντας κάτι άλλο να πω και μη θέλοντας να το πάρω. Εσείς δε γνωρίζετε κάποια Μαρία; Ρώτησα αμέσως.

-Ναι, γνώριζα κάποια και μάλιστα είχε μια, αν όχι ίδια, παρόμοια με αυτή ταυτότητα!

-Γιατί δεν την παίρνετε ένα τηλέφωνο να τη ρωτήσετε μήπως την έχασε. Τον ρώτησα πονηρά.

-Δε θα ακουστεί περίεργο; Με ρώτησε απορημένος.

-Δεν ξέρω, μπορεί… αλλά αν είναι ένα μήνυμα για εσάς από τη θάλασσα; Είδα τον Ορέστη όπως περνούσε να στρέφει απότομα το κεφάλι του προς το μέρος μου.

Χαμογέλασε συνεσταλμένα.

-Δεν ξέρω!

-Δεν έχετε να χάσετε κάτι! Άλλωστε έχετε το αποδεικτικό στοιχείο ότι όντως βρήκατε μια χρυσή αλυσιδίτσα με το όνομα της, γιατί δεν μπορεί άραγε να είναι η δική της;

-Λέτε;

Ανασήκωσα απλά τον ένα μου ώμο.

-Κι αν δεν την έχει χάσει. Κι αν σας ρωτήσει κάποιος για την αλυσίδα;

-Μπορείτε να μας αφήσετε το τηλέφωνο σας, κι αν κάποιος τη ζητήσει, θα σας ενημερώσουμε.

Έτσι και έγινε, ο άντρας μου άφησε το τηλέφωνο του, και έφυγε. Ολόκληρο το καλοκαίρι κανείς δεν αναζήτησε την αλυσίδα, όμως το ρομαντικό κομμάτι του εαυτού μου, μου λέει ότι η αλυσίδα βρήκε την κάτοχο της.

-Περίεργος τρόπος να πάρεις το τηλέφωνο κάποιου που σου γυάλισε, σχολίασε λίγο αργότερα ο Ορέστης, για να δεχτεί ένα ελαφρύ χτύπημα με το δίσκο μου στην πλάτη.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ –ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΑ-

 

Τα σαββατοκύριακα είναι συνήθως που τους βλέπεις να κάνουν εξορμήσεις στην παραλία. Ο μπαμπάς –ισχύει για όλους τους τύπους μπαμπάδων- περπατάει πίσω, κουβαλώντας όλα τα συμπράγκαλα που του έχει δώσει η κυρά του να μεταφέρει –συμβολίζοντας με αυτόν τον τρόπο ποιος φέρει το μεγαλύτερος βάρος από καταβολής του κόσμου, σε μια παραδοσιακή, ελληνική οικογένεια-. Έτσι βρίσκεται φορτωμένος, με ομπρέλα, θαλάσσιο στρώμα, ψυγειάκι με ροφήματα, μια τσάντα με τάπερ, σωσίβιο, ψάθες, πετσέτες θαλάσσης και ό,τι άλλο μπορεί να έχει θεωρήσει η σύζυγος ότι είναι απαραίτητο για την πλαζ. Είναι όπως και με το ταξίδι των διακοπών, το αυτοκίνητο είναι γεμάτο ως εκεί που δεν παίρνει, γιατί μπορεί κάτι να μην το χρειαστείς, αλλά καλύτερα να το έχεις μαζί σου σε περίπτωση που τελικά το χρειαστείς, ακόμα και όταν οι πιθανότητες είναι μηδαμινές. Μπροστά πηγαίνει η μητέρα καμαρωτή κρατώντας τα καμάρια της από το χέρι, τα οποία φοράνε τα μπρατσάκια τους.

Συνήθως κάθονται απόμερα από την πλαζ στην οποία υπάρχουν οι σεζ λονγκ. Απλώνουν την πετσέτα και τις ψάθες τους, ακουμπάνε τα πράγματα πάνω και μπαίνουν στη θάλασσα. Αν τα παιδιά είναι σχετικά μεγάλα ώστε να επιθυμούν να αποφεύγουν τους γονείς τους, εκείνοι δεν παύουν να τους το υπενθυμίζουν, φωνάζοντας  τους συνέχεια οδηγίες του τύπου «Μην πάτε πολύ μακριά, να πατάτε εκεί που βρίσκεστε, μην πάτε πιο μέσα», πείτε μου ότι δε σας θύμισα κάτι από τα νεανικά σας χρόνια; 

Μόλις βγούνε από τη θάλασσα, κάθονται κάτω από την ομπρέλα, ανοίγουν τα τάπερ και η μαμά αρχίζει να μοιράζει το φαγητό, συνήθως σαντουιτσάκια αλλά καμία φορά μπορεί να είναι και κεφτεδάκια. Ύστερα μαζεύουν τα πράγματα τους, -ΓΙΑΤΙ ΜΕ ΓΕΜΑΤΟ ΣΤΟΜΑΧΙ ΔΕΝ ΚΑΝΕΙ ΝΑ ΜΠΑΙΝΕΙΣ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ- και επιστρέφουν στο σπιτάκι τους, γιατί ο μπαμπάς συνήθως είναι κουρασμένος.

Στις οικογένειες δε δίνουμε και πολλή σημασία, δεν ανήκουν στους πελάτες μας! Σπάνια αγοράζει κάποιο μικρό, παγωτό από τα ψυγεία μας. Όμως για εμένα αποτελούν μια νοσταλγική εικόνα από τα δικά μου παιδικά χρόνια, όταν οι παραλίες δεν ήταν ένας χώρος για να στήσεις επιχείρηση αλλά ακριβώς αυτό που είχε δημιουργήσει η φύση.

.....

Τα παιδιά είχαν πια μεγαλώσει, η κόρη τους προτιμούσε να πηγαίνει στη θάλασσα με την παρέα της, όσο για το μικρό, για δυο ακόμα καλοκαίρια –το πολύ- θα τους συντρόφευε στις ‘‘εξόδους’’ τους. Ήταν φορές μάλιστα που προτιμούσε να μείνει στη γειτονιά και να κάνει ποδήλατο με τους φίλους του, από το να τους ακολουθήσει στην πλαζ.

Η γυναίκα του είχε ξαπλώσει στην πετσέτα δίπλα του, αλλά όχι πολύ κοντά του. Εκείνος γύρισε το κεφάλι του στο πλάι και την κοίταξε. Του φάνηκε σαν να ήταν μια άλλη ζωή, όταν τη γνώρισε και την ερωτεύτηκε. Παντρεύτηκαν και σύντομα απέκτησαν την κόρη τους. Ίσως πράγματι να ήταν η ζωή κάποιου άλλου, όταν αγάπησε και παντρεύτηκε τη γυναίκα δίπλα του. Ο ίδιος τουλάχιστον ένιωθε σαν ένας εντελώς διαφορετικός άντρας. Η καθημερινότητα είχε διαβρώσει το δεσμό τους και πιθανόν να έφταιγε εκείνος γι’ αυτό. Τις περισσότερες ώρες ήταν απασχολημένος με τη δουλειά, φυσικά εργαζόταν για να προσφέρει όσον το δυνατόν περισσότερα στους δικούς του. Κάποιες φορές είχε ποθήσει κάποιες άλλες γυναίκες, και μάλιστα δε δίστασε να την απατήσει με κάποιες από αυτές, αν και ήταν περισσότερο θέμα λαγνείας παρά έρωτα, αφού γρήγορα ξεφούσκωνε ο πόθος του για τις κατά καιρούς ερωμένες του. Και με τη σύζυγο του έσμιγε, όμως ήταν για να καλύψει μια ανάγκη όπως ήταν η τροφή ακόμα κι αν είχε κορεστεί από τη γεύση της.

Ξάπλωσε ανάσκελα και αναρωτήθηκε τι τους είχε συμβεί. Δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει πως ένας έρωτας τόσο δυνατός σαν το δικό τους, με το πέρασμα του χρόνου είχε σχεδόν εξανεμιστεί. Έστρεψε το κεφάλι του ξανά προς την πλευρά της, είχε πάψει από χρόνια να τον ρωτάει «τι σκεφτόταν», άλλωστε ποτέ δεν της απαντούσε, συνήθως ήταν πράγματα για τη δουλειά, τα οποία τα έβρισκε περιττό να τα μοιράζετε μαζί της, κουράζοντας την με κάτι που δε θα είχε σημασία για εκείνη.

Το σώμα της δεν ήταν τόσο σφιχτό όπως όταν ήταν κοριτσάκι, είχαν μεσολαβήσει και δυο εγκυμοσύνες και ο ερχομός δύο παιδιών μέσω του κορμιού της. Όχι ότι κι εκείνος είχε μείνει ίδιος, είχε αποκτήσει κοιλίτσα, την οποία την αποκαλούσε ως τη γοητεία του, τα μαλλιά του είχαν γκριζάρει.

Τη στιγμή που την κοίταζε η τιράντα του ολόσωμου κορμιού της, έσπασε από το βάρος του στήθους της, αποκαλύπτοντας μέρος της ποθητής της σάρκας. Τα μάγουλα της με μιας κοκκίνισαν όπως πάθαινε όταν ήταν νεαρό κορίτσι και της προκαλούσαν αμηχανία τα λόγια του. Ή όπως τότε, που κατάφερε να την ξεμοναχιάσει και να την κάνει δικιά του για πρώτη φορά. Έτρεμε μέσα στα χέρια του, ενώ εκείνος ήθελε να καθησυχάζει τον εαυτό του θεωρώντας ότι έτρεμε από πόθο, αν και ήξερε ότι ο λόγος ήταν η πρώτη φορά. Συνεσταλμένα ανασήκωσε το μαγιό της και τύλιξε την πετσέτα γύρω από το σώμα της.

Πως δεν το είχε καταλάβει τόσα χρόνια, πως είχε επιτρέψει στον εαυτό του να το ξεχάσει. Η γυναίκα που καθόταν δίπλα του ήταν το ίδιο κορίτσι που κάποτε είχε αγαπήσει. Το ίδιο ακριβώς. Μαζί είχαν μεγαλώσει και μαζί είχαν παλέψει για όσα είχαν αποκτήσει. Εκείνη προτιμούσε να τον αφήνει στην ησυχία του, όταν εκείνος της έκλεινε τις πόρτες, μόνο που κάποια στιγμή, είχε ξεχάσει να της ανοίξει πάλι. Τα συναισθήματα που είχε θάψει για πάνω από εφτά χρόνια μέσα του, άρχισαν να βγαίνουν στην επιφάνεια. Σαν ο αρχαίος έλληνας θεός, Έρωτας να είχε πετάξει από πάνω τους και να τον σημάδεψε με το δηλητηριώδη βέλος του, θυμίζοντας του τι σήμαινε πραγματικά εκείνη η γυναίκα όλα αυτά τα χρόνια για εκείνον.

Αναρωτήθηκε αν είχε επιτρέψει όλο τον καιρό που την είχε ξεχασμένη πλάι του, να ανοίξει την πόρτα της καρδιά και του κορμιού της σε κάποιον άλλον. Όσο κι αν ο ίδιος εθελοτυφλούσε η γυναίκα του παρέμενε όμορφη και απορούσε πως δεν το έβλεπε τόσα χρόνια. Ένιωσε μια σουβλιά ζήλειας στην καρδιά του, όταν σκέφτηκε ότι θα ήταν πολύ πιθανό. Οι γυναίκες έχουν ανάγκη από έρωτα και τόσα χρόνια εκείνος της τον αρνούταν, κανονικά θα έπρεπε να είχε μαραθεί αλλά αυτή αποκαλυπτόταν μπροστά του ολάνθιστη.    

 Αφού το έκανε εκείνος γιατί δε μπορούσε και η γυναίκα του άραγε; Τις ίδιες ανάγκες είχε, τι κι αν από αιώνες έχουν καπηλευτεί το δικαίωμα του ελεύθερου έρωτα οι άντρες. Οι γυναίκες –από ένα καταστατικό φτιαγμένο από τους άντρες που όμως οι γυναίκες είχαν δείξει μεγαλύτερο ζήλο να το στηρίξουν και να το ισχυροποιήσουν - ήταν υποχρεωμένες να είναι τίμιες, υπομονετικές και να σέβονται τις επιθυμίες του συζύγου κι όταν χρειαζόταν να κάνουν τα στραβά μάτια, γιατί η γυναίκα κρατάει το σπίτι όρθιο. Ακόμα και στις μέρες μας, πολλές φορές όταν ένα κορίτσι παντρεύεται αυτές τις οδηγίες της δίνει η γιαγιά της.  

Τι είδους λοιπόν γυναίκα να ήταν η σύζυγος του, από εκείνες που θα στεκόταν δίπλα στο σύζυγο τους και θα παράβλεπαν την κάθε του κακοκεφιά και απιστία, ή από τις άλλες, που θα αποζητούσαν να καλύψουν ό,τι εκείνος δεν τους πρόσφερε μέσω κάποιου άλλου; Δε θα μπορούσε να πιστέψει σε καμία περίπτωση ότι η δική του γυναίκα –όπως νόμιζε ότι την ήξερε τουλάχιστον- θα έψαχνε από μόνη της αντικαταστάτη του, όμως είναι πολλοί οι πειρασμοί για μια παντρεμένη γυναίκα, όπως και για έναν παντρεμένο άντρα.

-Θες να σου βάλω αντηλιακό; Τη ρώτησε ξαφνιάζοντας τη.

-Τι;

-Θες να σου βάλω αντηλιακό να μην καείς;

-Έχω βάλει από το σπίτι!

-Όμως έχεις μπει ήδη στη θάλασσα.

-Είναι αδιάβροχο, δεν υπάρχει πρόβλημα. Του απάντησε.

Να του έλεγε αλήθεια άραγε, ή να ήθελε να αποφύγει το άγγιγμα του; Να είχαν αποξενωθεί σε τέτοιο βαθμό άραγε;

-Θα ήθελες να σου κάνω μασάζ; Τη ρώτησε μόλις είδε να τρίβει τον αυχένα της!

-Που εδώ; Τον ρώτησε παραξενεμένη!

-Γιατί όχι εδώ;

-Έχει κόσμο!

-Πάμε σπίτι τότε!

-Θα ήθελα να μείνω λίγο ακόμα, αν δεν υπάρχει πρόβλημα. Είπε και κοίταξε αλλού.

«Μάλιστα», σκέφτηκε και πλέον ήταν βέβαιος ότι υπήρχε αντεραστής. Ή μάλλον ο ίδιος θα γινόταν αντεραστής αφού μετά από έναν βαθύ ύπνο εφτά ετών ήθελε να μπει ξανά στο παιχνίδι και να κερδίσει για δεύτερη φορά τη γυναίκα του. Στράφηκε και κοίταξε από την άλλη μεριά το γιο του που με τα ακουστικά στο αυτί, άκουγε δυνατά μουσική.

-Θα κουφαθεί αυτό το παιδί! Σχολίασε στη γυναίκα του.

-Του το έχω πει, αλλά δε με ακούει.

-Που να σε ακούσει με τα ακουστικά στα αυτιά.

-Όταν δε φοράει τα ακουστικά. Σχολίασε αφηρημένη.

«Τα πράγματα είναι σοβαρά»! κατέληξε μόνος του.

-Τι σκέφτεσαι;

-Τι φαγητό θα φτιάξω αύριο!

-Τι λες να πάμε να φάμε έξω;

-Ας πάμε, να γλιτώσω και το μαγείρεμα. Σχολίασε κουρασμένη.

-Τέλεια έκλεισε!

-Να πω και στη μικρή να μην κανονίσει τίποτα.

-Όχι, στα παιδιά θα δώσω χαρτζιλίκι να παραγγείλουνε.

-Τα πιάσαμε τα λεφτά μας. Η κόρη μας θα τα κάνει καλλυντικά και ο μικρός θα τα φάει σε παγωτά.

Να προσπαθούσε να του φορτώσει και τρίτους στη συντροφιά;

-Ας τα κάνουν ότι θέλουν!

-Και θα αφήσουμε τα παιδιά νηστικά;

-Πιστεύω να φτάνει ως εκεί το μυαλό τους ώστε να φτιάξουν ένα τοστ να φάνε.

-Α όχι, δεν τους έχω εμπιστοσύνη. Τουλάχιστον να τους φτιάξω κάτι να φάνε πριν φύγουμε.

-Άμα θες να κουραστείς έχει καλώς, πάντως έξω θα βγούμε οι δυο μας. Είπε και έκλεισε την κουβέντα όπως κάνει ο άντρας του σπιτιού.

   .....

Μια οικογένεια σηκώθηκε να φύγει, ο μπαμπάς για άλλη μια φορά φορτώθηκε με ολόκληρη την προίκα της οικογενείας για τη θάλασσα και η μαμά κρατώντας το παιδί με το ένα της χέρι και το καπέλο να μην της το πάρει ο αέρας με το άλλο, ξεκίνησαν να φύγουν. Ο Ορέστης ήρθε και στάθηκε δίπλα μου.

 -Ζηλευτή εικόνα! Τον άκουσα να σχολιάζει την οικογένεια.

-Δεν βρίσκεις; Τον ρώτησα σοβαρή.

-Ποιο ακριβώς πράγμα να ζηλέψω. Την κοιλιά και τη φαλάκρα του μπαμπά, τα παιδάκια που τσιρίζουν μόλις τα αγγίζει το νερό ή τη μαμά με το συνολικό χάλι;

-Αυτοί μπορεί να είναι ευτυχισμένοι! Σχολίασα θέλοντας να τους υπερασπιστώ.

-Μάλλον κουρασμένοι μου φαίνονται!

-Όχι περισσότερο από εμάς!

-Εμείς είμαστε νέοι! Σχολίασε ανασηκώνοντας τους ώμους του.

-Και τα παιδιά του ζευγαριού πιο νέα από εμάς. The new generation! Όταν εσύ λοιπόν θα είσαι σαν το μπαμπά τους, γιατί σημείωσε ότι την κοιλιά δεν του την έκανε η οικογένεια, μπορεί να σε βλέπουν όπως εσύ βλέπεις τον πατέρα τους. Αν όχι και χειρότερα. Σχολίασα γεμίζοντας το δίσκο μου με ποτά.

-Πως χειρότερα δηλαδή; Με ρώτησε παραξενεμένος βάζοντας τα χέρια του στη μέση.

-Σαν το τζόβενο που την πέφτει σε κοριτσάκια!

-Αν αυτά μου κάθονται τι θα φταίω εγώ;

-Και δε μου λες, για ποιο λόγο θεωρείς ότι η μαμά έχει το συνολικό χάλι; Εκείνος αρκέστηκε να χαμογελάσει με κακεντρέχεια, τελικά χωρίς να πάρω απάντηση του γύρισα την πλάτη και πήγα να σερβίρω.

.....

Για ένα ακόμα βράδυ, κλεισμένη στο δωμάτιο και αφού είχα ξεκουραστεί λίγες ώρες από την απογευματινή μου siesta, είχα συνδεθεί μέσω Skype με το Λευτέρη, συζητώντας τις ‘‘εμπειρίες’’ μου εκεί.

-Και πως είναι η ζωή στο νησί;

-Για να παραθερίζεις ωραία, για να εργάζεσαι μαρτύριο!

-Δεν την παλεύεις;

-Για να είμαι ακόμα εδώ την παλεύω, αυτό που δεν παλεύω είναι να μου δίνει ο πατέρας μου χαρτζιλίκι για να πάω για καφέ.

-Γιατί δε φεύγεις;

-Πριν από λίγο καιρό θα είχα να σου δώσω χίλιες απαντήσεις, τώρα δεν ξέρω κι εγώ τι να πω! Όμως ξέρεις κάτι, δεν είναι δίκαιο που μας αναγκάζουν να φύγουμε από την πατρίδα μας, από το σπίτι και την οικογένεια μας, από τους φίλους μας για να βρούμε δουλειά στο εξωτερικό. Έχω ακούσει πολλές φορές την ίδια καραμέλα από κάποιους ότι εμείς που δε φεύγουμε είμαστε τεμπέληδες που δε θέλουμε να βρούμε δουλειά, αλλά δεν είναι έτσι.

-Δεν είναι για όλους εύκολο να φύγουν. Σχολίασε λυπημένα και ο Λευτέρης.

-Εσύ θα γύρναγες Ελλάδα;

-Εννοείς αν είχα δουλειά;

-Ναι!

-Με χίλια! Δε θα το σκεφτόμουν, θα επέστρεφα την ίδια ώρα. Αλλά είναι πιο πιθανό να κερδίσω τον πρώτο αριθμό του λαχείου παρά να βρω μια καλοπληρωμένη δουλειά στο αντικείμενο μου με τα οικονομικά χάλια της Ελλάδος.

-Εμένα μου λες!

-Πάντως και με λιγότερα θα επέστρεφα, φτάνει να μπορούσα να ζήσω αξιοπρεπώς. Όμως μίλα μου για το νησί.  

-Μισό λεπτό, του είπα και σήκωσα στα χέρια μου το tablet φέρνοντας το μια γύρα μέσα στο δωμάτιο.

-Σε φυλακή είσαι ή σε νησί; Με ρώτησε παραξενεμένος.

-Είναι ό,τι έχω δει από το νησί, εκτός από την παραλία φυσικά που σερβίρω.

-Κλεισμένη μέσα σε μια τρύπα δωμάτιο έχεις μείνει;

-Επιστρέφω εξαντλημένη.

-Ά-ννα, με απογοητεύεις! Δε λέω να κάνεις εκδρομές αλλά μπορείς να βγεις μια βόλτα στα σοκάκια, ή να πιεις ένα ποτό!

-Και πως θα μιλούσα μαζί σου, αν είχα βγει.

-Α! μάλιστα, μόλις κατάλαβα! Δεν έχεις με ποιον να βγεις!

-Όχι ακριβώς!

-Κρύβεσαι από κανέναν τότε, κινδυνεύεις; Να πάρω το 100;

-Δεν έχω προλάβει να κάνω φιλίες.

-Και ούτε πρόκειται αν μένεις κλεισμένη μέσα σε αυτό το τετράγωνο, κακόγουστο δωμάτιο το οποίο δε φρόντισες ούτε να διακοσμήσεις με μια φωτογραφία μου.

Απλά ανασήκωσα τους ώμους.

-Μήπως θες να κάνουμε cyber sex?

-Είμαι σε ένα νησί γεμάτο ημίγυμνους άντρες και θα συμβιβαστώ με cyber sex?

-Τους οποίους και δεν πρόκειται να γνωρίσεις, μιας και κάθεσαι κλεισμένη στο δωμάτιο σου και μιλάς μαζί μου στο Skype.

-Ένα δίκιο το έχεις!

-Λοιπόν;

-Ας είναι.

-Μα γιατί κλείνεις το φως;

-Για να είναι πιο ρομαντικά.

-Άναψε τουλάχιστον ένα κερί, να βλέπω κάτι από το ‘‘νησί’’ σου!

-Πρόστυχε. Του είπα ενώ χασμουριόμουν. 

-Κατάλαβα, καληνύχτα Αννούλα μου!

-Καληνύχτα Λευτέρη! Όταν κλείσαμε το Skype, δεν παρέλειψα να προσθέσω και το «μου»!

 

 

Κεφάλαιο Πέμπτο –Το μυστικό της ‘‘νοστιμιάς’’-

 

Τη μεγαλύτερη φασαρία την κάνουν τα μεγάλα παιδιά, και όταν λέω μεγάλα, εννοώ τα πολύ μεγάλα παιδιά. Και δεν αναφέρομαι στις οικογένειες αλλά στα γκρουπ. Το πούλμαν που έχουν ναυλώσει να τους φέρει στην παραλία σταματάει, εκείνοι κατεβαίνουν και φωνάζοντας, ανταλλάσοντας υπονοούμενα και γελώντας καταφτάνουν στην ακτή. Τέτοια φασαρία ούτε οι μαθητές στις σχολικές εκδρομές δεν προκαλούν. Μερικές φορές θα μπορούσε να τους χαρακτηρίσει κάποιος και ως ορδή βαρβάρων. Υπερβολές φυσικά. Στην πραγματικότητα είναι άνθρωποι που δεν έχει εξαντληθεί η ζωτικότητα τους λόγω της ηλικίας, έτσι θέλοντας να αποδείξουν ότι το κέφι δεν είναι θέμα γενεθλίων, έρχονται και φέρνουν τον πανικό. Με τα υπονοούμενα τους κάνουν τους οικογενειάρχες να κοκκινίζουν ενώ οι καυγάδες τους είναι τις περισσότερες φορές για ψήλου πήδημα, και φυσικά τίποτα δε μένει αναπάντητο.  

-Ήρθαν τα παιδιά, άκουσα στο πλάι μου τον Ορέστη να σχολιάζει μειδιώντας, χαμηλόφωνα, πριν πάει να παραδώσει τα ποτά. Εγώ κούνησα σοβαρή το κεφάλι μου, και πήγα στο μπαρ να μου ετοιμάσει ο Γρηγόρης την παραγγελία. 

Ήταν κοντούλα και γενικά μικροκαμωμένη. Φαινόταν να έχει κλείσει τα ογδόντα και όλα πάνω της μαρτυρούσαν ότι είχε ευχαριστηθεί τον κάθε χρόνο που είχε περάσει από πάνω της. Τα βήματα της αν και μικρά ήταν γρήγορα και το κορμί της ευθυτενές. Μοίραζε ξεδιάντροπα βλέμματα δεξιά και αριστερά. Το χρώμα του κορμιού της ήταν σταρένιο και τα μαλλιά της βαμμένα μαύρα.

Αφού έφτασε στο σημείο που θεώρησε ότι ήταν κατάλληλο για να ξαπλώσει το κορμί της όταν θα έβγαινε από τη θάλασσα, άπλωσε την ψάθα της, από πάνω ακούμπησε διπλωμένη την πετσέτα της και στο πλάι άφησε την τσάντα της. Ένα λεπτό αργότερα, κομματάκι λαχανιασμένη την έφτασε και η φιλενάδα της, εκείνη ήταν πιο στρουμπουλή και δεν είχε το γρήγορο βάδισμα της Ευδοξίας.

-Τι τρέχεις μωρή λες και σου έχουν βάλει νέφτι στον κώλο; Τη ρώτησε προσπαθώντας να βρει η αναπνοή της τον κανονικό της ρυθμό.

-Δεν τρέχω, αλλά δεν πάω και σαν χελώνα. Αλλά αν μου μπουκώνεσαι με γλυκά και φουσκώνεις σαν μπαλόνι πως θα περπατήσεις γρήγορα!

-Και γιατί να τρέξω γρήγορα, με κυνηγάει κανείς; Της ανταπάντησε η άλλη, φορτωμένη με ένα σωρό πράγματα. Έλα να με βοηθήσεις να στερεώσουμε την ομπρέλα.

-Αν ήθελα σκιά έμενα και στο σπίτι μου.

-Θα μας βαρέσει ο ήλιος και θα πάθουμε κανένα εγκεφαλικό, ανήκουμε στις ευπαθείς ομάδες!

-Εσύ ανήκεις στις ευπαθείς ομάδες, που είσαι γριά. Της ανταπάντησε η άλλη.

-Γιατί μωρή κοκόνα μου; Εσύ τι είσαι, κοριτσόπουλο;

-Κοριτσόπουλο μπορεί να μην είμαι, αλλά είμαι γυναίκα όσο πρέπει ώριμη με τα ζουμιά μου να ξεχειλίζουν.

-Φυσικά, είπε ειρωνικά και ο άντρας που καθόταν πίσω από τη θέση της στο πούλμαν. Με τόσα ζουμιά όμως πρόσεξε μην γίνεις κοτόσουπα.

-Κοτόσουπα σε φυσικό τσουκάλι, γέλασε και η φίλη της, γιατί με τον ήλιο να την χτυπάει κατακέφαλα στην κούτρα της θα την τρέχουμε στις πρώτες βοήθειες.

Προτίμησε να μην απαντήσει στα σχόλια η Ευδοξία, ήξερε ότι όλες κι όλοι τη ζήλευαν στα ΚΑΠΗ. Μπορεί να μην ήταν νέα, αλλά το κορμί της ήταν σχετικά σφιχτό και η φυσική της κατάσταση πολύ καλύτερη από γυναίκες δέκα χρόνια νεώτερες της, εκεί μέσα. Κι αυτό γιατί πρόσεχε και τι θα έτρωγε και γυμναζόταν όσο της επέτρεπε φυσικά η ηλικία της. Δεν το παράκανε, δεν υπήρχε λόγος, και ήταν βέβαιη ότι θα ζούσε πολλά χρόνια ακόμα, να θαυμάζει άντρες σαν κι εκείνον το νεαρό με τα ξανθά μαλλιά και τα καφέ μάτια, με το μαυρισμένο σώμα λόγω του ήλιου που περνούσε και της χαμογελούσε, κρατώντας το δίσκο σερβιρίσματος. Δεν ήταν ανόητη να ελπίζει σε κάτι, άλλωστε δε θα το τολμούσε και η ίδια, είχε περάσει εκείνη η εποχή που χαιρόταν τον άντρα, τώρα πολλά έλεγε το στόμα της, επειδή δεν έκανε το σώμα της και έψαχνε τρόπο να ξεσπάσει. Άλλωστε το όμορφο αγόρι πρέπει να ήταν πιο νεαρός από τον εγγονό της, όμως να που η κατάσταση της, της επέτρεπε να τον κοιτάζει σαν ίση, χωρίς να έχει κάτι να ντρέπεται.

Μόλις ο νέος απομακρύνθηκε, δεν ήταν λόγια αυτά να τα πει μπροστά του, γύρισε στη φίλη της και είπε.

-Πάω να το αλατίσω! Τι μόνο οι νιές θα το έχουν νόστιμο;

Ο μπάρμπας από δίπλα που έπιασε το υπονοούμενο γύρισε και της απάντησε.

-Αυτά μωρή είναι του γάλακτος, το δικό σου είναι σαφρακιασμένο.

-Ενώ το δικό σου μήπως είναι αρυτίδωτο; Θέλησε να του επιστρέψει την προσβολή λόγω της ίδια ηλικίας!

-Το δικό μου όταν τεντώνεται είναι φράπα! Της απάντησε με στόμφο, κάνοντας μια κοπέλα που περνούσε από εκεί να κοντέψει να χάσει την ισορροπία της. 

-Μπα, τεντώνεται ακόμα;

-Φυσικά και τεντώνεται!

-Εσύ κι ο παππούς ο Ραγκαβέλας! Του απάντησε ειρωνικά εκείνη, συγκρίνοντας τον με τον ήρωα ενός αποκριάτικου, πρόστυχου τραγουδιού.

-Όπως τα λες!

-Να προσέχουμε στη λέσχη μη μας στριμώξεις καμία ώρα σε καμία γωνία!

-Μην ανησυχείς, κι όταν βλέπω κάτι σακαφιόρες σαν και του λόγου σου, ρυτιδιάζει πάλι!

-Θα θες φαίνεται του γάλακτος για να τεντωθεί!

-Φυσικά.

Η φίλη της καθισμένη στην πετσέτα, παρακολουθούσε τη συζήτηση και έχοντας βγάλει ένα τάπερ έτρωγε λουκουμάδες.

-Που να σου μαραθεί και να σου πέσει, και να μη σου ξανασηκωθεί. Σχολίασε χαμηλόφωνα η Ευδοξία, ενοχλημένη από τις προσβολές που της είχε εξαπολύσει ο Ραγκαβέλας. Σταμάτα μωρή και εσύ να τρως, δεν τρώνε πριν μπούνε στη θάλασσα, θες να βαρύνεις και να πνιγείς.

-Να βαρύνει! Σχολίασε ο άλλος. Είναι ήδη βαριά, θα σε δουν και θα σε περάσουν για φάλαινα. Θα έρθουν τα παιδιά και θα σε σέρνουν στη θάλασσα.      

-Α να σας πω, σταματήσατε το μεταξύ σας καυγά και πιάσατε εμένα τώρα! Είπε και έκλεισε εκνευρισμένη το τάπερ.  

.....

Θα ήταν λίγο πάνω από εβδομήντα ετών. Φορώντας ένα παντελόνι πάνω από το μαγιό του, το οποίο ήταν βρεγμένο από το νερό της θάλασσας, και από πάνω ένα πουκάμισο με τα περισσότερα κουμπιά, κουμπωμένα, ήρθε και κάθισε σε ένα σκαμπό στο μπαρ. Πρέπει να άνηκε στην παρέα των ηλικιωμένων, όμως εκείνος ήταν πιο σοβαρός. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως όμορφος άντρας, παρά τα χρόνια του, τα μαλλιά του ήταν λευκά, όπως και το μουστάκι και τα δυο ημερών γένια του. Είχε ευγενή χαρακτηριστικά.

Στάθηκα όρθια δίπλα του και περίμενα να μου γεμίσει το δίσκο ο Γρηγόρης, γύρισα και τον κοίταξα. Σοβαρός και απόμακρος όπως καθόταν δε φαινόταν να ταιριάζει με την υπόλοιπη συντροφιά. Έστρεψε το βλέμμα του προς τα πάνω μου και μου χαμογέλασε, του ανταπέδωσα και εγώ το χαμόγελο και μη βρίσκοντας τι άλλο να πω σχολίασα την παρέα του.

-Πολύ κεφάτοι οι φίλοι σας!

-Ναι, είπε κατσουφιάζοντας! Αν και δεν είναι φίλοι μου.

-Συγνώμη, είχα την εντύπωση ότι ήρθατε μαζί. Χίλια συγνώμη.

-Μη ζητάς συγνώμη κορίτσι μου. Πράγματι μαζί τους ήρθα, απλώς δεν είναι φίλοι μου.

-Α! είπα απλά.

-Χρησιμοποιούμε αυτή τη λέξη πολλές φορές  χωρίς να αντικατοπτρίζει την πραγματική της έννοια!

-Ναι, έχετε δίκιο.

-Σε καμία περίπτωση δεν αναφέρομαι σε εσάς! Λίγες φορές έχω περάσει από τα κέντρα ηλικιωμένων, έχω πληρώσει τη συνδρομή μου, αλλά δεν νομίζω ότι μου ταιριάζει. Σκέφτηκα να έρθω σε επαφή με συνομήλικους μου, καλά είναι τα παιδιά και τα εγγόνια, όμως δεν μπορώ να τους φορτώνομαι συνέχεια και ούτε να περνάω όλο το χρόνο μόνος. Πρόσεξα με την άκρη του ματιού μου, το Γρηγόρη να κάνει νόημα στον Ορέστη να πάρει το δίσκο μου και να πάει τις παραγγελίες, επιτρέποντας μου ένα μικρό διάλειμμα συζήτησης με το συμπαθητικό κύριο.

-Όταν ζούσε η γυναίκα μου ήταν αλλιώς. Βλέπαμε τα παιδιά και τα εγγόνια μας φυσικά, τα εξυπηρετούσαμε όταν μας χρειάζονταν αλλά κι όταν μέναμε μόνοι είχα έναν δικό μου άνθρωπο να μοιραστώ τις παραξενιές μου, αν θες. Ακόμα και οι καβγάδες μας μου έχουν λείψει, τις ώρες που δε μιλούσαμε κι όμως άκουγα τα βήματα της μέσα στο σπίτι. Ήξερα ότι δεν ήμουν μόνος. Μέσα σε λίγες μέρες όμως όλα άλλαξαν. Δεν ένιωθε καλά και πήγαμε να κάνει εξετάσεις. Ίσχυε το χειρότερο σενάριο που σχεδόν δε θέλαμε να σκεφτούμε, άρχισε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να σωθεί όμως είχε προχωρήσει πολύ η κατάσταση της. Στο τέλος έφυγε, την είδα να αλλάζει, να μην είναι πια εκείνη που είχα ζήσει μια ζωή μαζί της, μέχρι που αναγκάστηκα να ευχηθώ το θάνατο της, όχι για να μην παιδεύομαι εγώ, αλλά για να μην παιδεύεται εκείνη. Στο τέλος είχε γίνει σαν παιδάκι, χρειαζόταν τη βοήθεια μου ακόμα και για να πάει στο μπάνιο. Μα τι κάθομαι και σου λέω.

-Δε με πειράζει, του είπα ενώ κάθισα και εγώ πάνω σε ένα σκαμπό, έχοντας ρίξει πρώτα ένα ερευνητικό βλέμμα προς το Γρηγόρη, ο οποίος με ένα νεύμα, μου επέτρεψε να κάτσω.

-Τέλος πάντων. Τα δύσκολα ήρθαν μετά την κηδεία. Εκεί κατάλαβα το μέγεθος της απουσίας της. Για συντροφιά είχα την τηλεόραση, όχι ότι άκουγα τι ανοησίες έλεγε το μέσο αποβλάκωσης, απλά για να υπάρχει ήχος στο σπίτι. Το βράδυ όμως που ξάπλωνα μόνος στο κρεβάτι τα πράγματα ήταν τρεις φορές χειρότερα. Τα παιδιά δεν μπορώ να πω, έρχονταν συχνά στο σπίτι να με δουν, πήγαινα κι εγώ σε εκείνα. Όμως πόσο πια να είμαι μέσα στα πόδια τους. Δε μου αρέσει να είμαι βάρος. Κι αν τα παιδιά μου με βλέπουν σαν πατέρα τους, υπάρχει κι ο γαμπρός και η νύφη, θες δε θες, ενοχλείς. Όμως χίλιες φορές με την τηλεόραση για παρέα, να γυρνάω μόνος μου βόλτες στην πόλη, παρά να πηγαίνω σε μια λέσχη και να βλέπω και να ακούω πράγματα που πες το παραξενιά δεν ταιριάζουν στα γούστα μου και δεν τα θεωρώ της ηλικίας μας.

-Μήπως είστε λίγο αυστηρός μαζί τους;

-Μπορεί και να είμαι, αλλά βρε κορίτσι μου δεν ταιριάζω εκεί μέσα.

-Μπορώ να το καταλάβω αυτό. Είπα και κοίταξα τον Γρηγόρη, κάνοντας νόημα να μου δώσει το δίσκο μου.

-Σε ευχαριστώ που με άκουσες. Μου είπε χαρίζοντας μου ένα χαμόγελο.

-Σας ευχαριστώ που με εμπιστευτήκατε. Είπα και πήρα το δίσκο μου να πάω να μαζέψω παραγγελίες.

Πηγαίνοντας να φύγω, μια άλλη από το γκρουπ πλησίασε το μπαρ.

-Και εσύ καινούργιε εδώ είσαι; Τον ρώτησε ναζιάρικα.

-Όπως βλέπεις; Της απάντησε με κόπο εκείνος και κοίταξε αλλού.

-Θέλω ένα κουτάκι χυμό. Είπε στο Γρηγόρη, που καθόταν πίσω από το μπαρ.

-Τι χυμό; Τη ρώτησε εκείνος.

-Τι μου προτείνεις;

-Τον καλύτερο πάντα, απάντησε χαμογελαστός και της έδωσε έναν ανάμεικτο.

Η γυναίκα, αφού πλήρωσε πήρε το χυμό και επέστρεψε στη φίλη της, δίνοντας της τον.

-Τι είναι αυτό; Τη ρώτησε εκείνη.

-Χυμός!

-Μα σου είπα χυμό μήλο.

-Μα έχει και μήλο. 

-Μα καλά, που το έχεις το μυαλό σου, δε σου ζήτησα ανάμεικτο.

-Δεν πειράζει, πιες τον τώρα.

-Όταν είναι να κάνουμε κάτι να το κάνουμε σωστά.

-Ας πήγαινες να τον πάρεις μόνη σου, δεν είμαι το παιδί για τα θελήματα.

-Πιες τον εσύ τότε, στον κερνάω.

-Αυτό θα κάνω, είπε η γυναίκα εκνευρισμένη και τράβηξε με δύναμη το χάρτινο κουτάκι με το χυμό από τα χέρια της άλλης, λερώνοντας την.

-Κοίτα πως με έκανες, όχι, κοίτα μόνο.

-Εκεί είναι η θάλασσα. Πήγαινε να ξεπλυθείς. Της απάντησε δείχνοντας της τη θάλασσα για να δεχτεί ένα απαξιωτικό βλέμμα. 

.....

Ένα πιτσιρίκι ήρθε και πήρε ένα παγωτό πύραυλο από τα ψυγεία μας, περπατώντας στην αμμουδιά το ξετύλιγε πετώντας τα χαρτιά κάτω, ανυπόμονο να φτάσει στο περιεχόμενο. Ο Ορέστης έτρεξε και το πρόφτασε. Πήρε το χαρτί και δείχνοντας τα στο μικρό κάτι του είπε, εκείνο κούνησε καταφατικά το κεφάλι και αφού δέχτηκε ένα χάδι στα μαλλιά από το συνάδελφο μου συνέχισε το δρόμο του προς τους γονείς του, οι οποίοι κοίταζαν απειλητικά τον Ορέστη. Εκείνος με το χαρτί του παγωτού στο χέρι, γύρισε και το πέταξε σε έναν κάδο.

-Γιατί δεν το έβαλες να το πετάξει το ίδιο; τον ρώτησε ο Γρηγόρης.

-Το βλέμμα του πατέρα ήταν πολύ απειλητικό, δεν ήθελα να πιστέψει ότι με τη συμβουλή ατίμωνα το γιο του, απλά να καταλάβει το ίδιο το παιδί και να μην το ξανακάνει.

-Το παιδί μπορεί και να καταλάβει. Για τον πατέρα αμφιβάλω, φοβάμαι ότι αύριο θα μαζεύουμε σορούς δικών του σκουπιδιών.

-Ας καταλάβει το παιδί! Και χωρίς να με κοιτάξει πήρε το δίσκο και πήγε να σερβίρει. Ο Γρηγόρης στράφηκε και με κοίταξε.

-Το έμαθες το παρατσούκλι μας!

-Ποιο παρατσούκλι; Τον ρώτησα μπερδεμένη.

-Το δικό μας.

-Τσου!

-Ομάδα καθαρισμού! 

-Τουλάχιστον είμαστε ομάδα. Είπα και του έκλεισα το μάτι.

 

 

Κεφάλαιο Έκτο –Made in EU-

 

Μόλις μπει ο Ιούλιος δεν υπάρχει μέρα που η παραλία να μην είναι γεμάτη με κόσμο. Οι Δευτέρες δε διαφέρουν πλέον από τα Σαββατοκύριακα και εμείς τρέχουμε να προλάβουμε τις παραγγελίες, συνήθως οι λουόμενοι λόγω διακοπών έχουν καλή διάθεση και υπομονή, όμως δεν είναι όλοι έτσι.

-Ευχαριστώ. Μου είπε με τα σπαστά ελληνικά του, όταν του πήγα την παγωμένη μπύρα που είχε παραγγείλει και την μπαγκέτα του. Εγώ του χαμογέλασα ευγενικά, πήρα τα χρήματα και ξεκίνησα να φύγω, όταν η αγριεμένη φωνή ενός άλλου άντρα με πρόφτασε.

-Έχω παραγγείλει εδώ και ένα τέταρτο, που είναι ο χυμός μου; Τώρα πήγατε να μαζέψετε τα πορτοκάλια από τα δέντρα; Μου είπε, μάλλον καλύτερα μου γάβγισε, στα αγγλικά.

-Συγνώμη, ζήτησα και ξεκίνησα να πάω να του φέρω το χυμό, αν και δε θυμόμουν να μου έχει δώσει παραγγελία.

-Lazy, Greek people! Σχολίασε, κάνοντας με να κοκκινίσω ολόκληρη από οργή, τι μπορούσα όμως να κάνω; Ήταν πελάτης … και ο πελάτης έχει πάντα δίκιο;

Στην επιστροφή μου προς το μπαρ, διασταυρώθηκα με τον Ορέστη και τον ρώτησα αν του είχε δώσει κάποιος παραγγελία χυμό πορτοκάλι που δεν είχε προλάβει να του πάει.

-Όχι, ένα χυμό πορτοκάλι τον έχω πάει εδώ και ώρα. Σχολίασε και συνέχισε να πάει να παραδώσει την παραγγελία.

…..

-Ξέρετε, είπε ο ξανθός άντρας με την παγωμένη μπύρα στο χέρι, δεν μπορείτε να γενικεύετε με αυτόν τον τρόπο.

-Τι εννοείτε; Τον ρώτησε ο άλλος στριφνά!

-Ότι αυτές οι γενικεύσεις ολόκληρων λαών, ειδών, είναι κάπως τετριμμένες και ξεπερασμένες.

-Μήπως με αυτό προσπαθείτε να μου πείτε ότι είναι φασιστικές! Τον ρώτησε ο άλλος μειδιώντας ειρωνικά.

Ήπιε μια γερή γουλιά από την μπύρα του και αφού τον κοίταξε κατάματα, απάντησε αποφασιστικά.

-Ακριβώς αυτό θέλω να πω.

-Θα ξέρετε από πρώτο χέρι! Σχολίασε ειρωνικά στρέφοντας το βλέμμα του προς τα γαλαζοπράσινα νερά.      

-Τι εννοείται με αυτό πάλι;

-Είστε γερμανός αν δεν κάνω λάθος!

-Δεν κάνετε λάθος. Τον επιβεβαίωσε ο άλλος.

-Λόγω των εξωτερικών χαρακτηριστικών αναγνώρισα την εθνικότητα σας.

-Δεν αμφιβάλω. Σχολίασε σταθερά ο ευγενικός άντρας.

-Δε θα μπορούσαν να υπάρχουν και κάποια χαρακτηριστικά συμπεριφοράς που να ταυτοποιούν μια φυλή ας πούμε!

-Όπως για παράδειγμα το ότι οι έλληνες είναι τεμπέληδες!

-Αν δεν κάμω λάθος ο γερμανικός λαός ήταν αυτός που κώλυσε το παρατσούκλι πρώτος στις χώρες του νότου και κυρίως στου έλληνες;

…..

-Κι εσύ έπρεπε να του πεις ότι είναι μαλάκας! Σχολίασε ο Ορέστης όταν του είπα ότι μας αποκάλεσε τεμπέληδες.

-Δε θα μπορούσα. Είναι πελάτης. Και η λέξη μαλάκας είναι γνωστή διεθνώς!

-Θα του έλεγες ότι δεν εννοούσες εκείνον, κι αν εκείνος επέμενε. Θα του απαντούσες, «Αν αυτό πιστεύεται ότι είστε και επιμένετε, επιτρέψτε μου να το πιστέψω κι εγώ».

-Βρε Ορέστη! Του είπα και προτίμησα να πάρω το ποτήρι με τον φρεσκοστυμμένο χυμό και να τον πάω στον ξινό.

…..

-Εδώ κάνετε λάθος, δεν το έκανε ο γερμανικός λαός μα οι γερμανοί πολιτικοί!

-Κι ο λαός ακολούθησε! Δεν έχασε τα λόγια του ο άλλος.

-Οι λαοί έχουν το κακό ελάττωμα να παρασέρνονται.

-Και ο γερμανικός λαός ίσως λίγο παραπάνω; Δύο παγκόσμιοι πόλεμοι…

-Ναι, ξέρω, ξέρω, τον πρόλαβε ο άλλος έχοντας αρχίσει να χάνει την ψυχραιμία του.

-Όμως εσείς δεν είστε φαντάζομαι από αυτούς που παρασύρονται!

-Προσπαθώ να σκέφτομαι με το δικό μου μυαλό, χωρίς να βάζω τους ανθρώπους σε καλούπια επειδή οι πολιτικοί εξαπολύουν μέσω των Μ.Μ.Ε. χαρακτηρισμούς δεξιά και αριστερά. Στη Γερμανία ζούνε και εργάζονται πολλοί έλληνες και το κάνουν το ίδιο σκληρά με τους συμπατριώτες μου.

-Πάντως πρέπει να αναγνωρίσετε ότι λόγω της άθλιας οικονομικής κατάστασης που έχει η Ελλάδα, η Γερμανία έχει κερδίσει πολλά.

-Μόνο που αυτά που έχει κερδίσει τα γνωρίζουν ελάχιστοι. Τα κέρδη δεν φτάνουν ποτέ εκεί που πρέπει, αντιθέτως ο γερμανικός λαός νιώθει ότι κουβαλάει το ελληνικό χρέος ως οικονομικό βαρίδιο.

-Όποτε οι γερμανοί ρίχνουν σε δυσμένεια ένα λαό, αυτός αποκτά σοβαρά προβλήματα!

-Μπορεί, και να είναι έτσι.

-Αλλά εσείς προσπαθείτε να βγάλετε έξω τον εαυτό σας από όλο αυτό! Έχετε φίλους έλληνες, έρχεστε στην Ελλάδα διακοπές, μιλάτε λίγο τη γλώσσα… όμως αρκεί; Γιατί δεν κάνετε κάτι να ενημερώσετε τους συμπατριώτες σας για το πώς έχουν τα πράγματα.

-Παρεξηγήσατε αν πιστεύετε ότι είμαι ακτιβιστής. Δεν είναι δική μου ευθύνη να καθαρίσω το όνομα ενός λαού, μπορεί να παρασυρθώ σε κάποια προσωπική συζήτηση, όπως αυτή μαζί σας. Όμως δεν μπορώ να βελτιώσω εγώ την κατάσταση στην Ελλάδα ή οπουδήποτε αλλού, δεν είναι αυτός ο σκοπός μου. Άλλωστε αυτή την ευθύνη την έχουν πάνω από όλους οι έλληνες πολιτικοί που θα έπρεπε να διασφαλίσουν την ευημερία των πολιτών της χώρας τους.

-Δε θα περίμενα να ακούσω ποτέ κάτι τέτοιο, από το στόμα του σύγχρονου Καρλ Μάρξ.

Ο συμπαθητικός άντρας  έβαλε δυνατά τα γέλια.

-Είμαι προτεστάντης, είναι αδύνατο να πιστέψω στον κομμουνισμό. Κι αν μου επιτρέπετε, εσείς από πού είστε;

-Είμαι σκοτσέζος! Σχολίασε ο άλλος. γιατί χαμογελάτε;

-Γιατί σκέφτομαι ότι αν υπάρχει ένας λαός που τον ακολουθούν στερεότυπα είναι αυτός που ανήκετε! Είπε και έριξε μια πλάγια ματιά κάτω από την ξαπλώστρα του άντρα!

-Χμ, ναι!

…..

Είχε φτάσει επιτέλους το τέλος της βάρδιας μου. Με τον Ορέστη δεν είχαμε προλάβει να πούμε τίποτε άλλο, έτσι όπως τρέχαμε δεξιά αριστερά όλη την ώρα για να προλάβουμε να πάρουμε παραγγελίες. Δεν είχα προλάβει να κάτσω σε ένα σκαμπό στο μπαρ, όταν ήρθε και με τράβηξε από το χέρι. με έσυρε σχεδόν ως την άδεια ξαπλώστρα που κάποιες ώρες νωρίτερα καθόταν ο αντιπαθητικός, προσβλητικός άντρας.

-Εδώ καθόταν ο βλάκας που σε πρόσβαλε;

-Ολόκληρο έθνος πρόσβαλε. Σχολίασα εγώ πριν απαντήσω καταφατικά.

-Σκύψε να δεις!

-Τι να δω; Τον ρώτησα παραξενεμένη και σχεδόν ξάπλωσα μπρούμυτα στην αμμουδιά δίπλα από την ξαπλώστρα. Εκεί υπήρχαν παρατημένα δύο ποτήρια, τα έβγαλα από κάτω και σηκώθηκα όρθια.

-Τι να είχαν άραγε πριν αδειάσουν; Με ρώτησε ο Ορέστης.

-Χυμό πορτοκάλι είπα πλησιάζοντας πρώτα το ένα και ύστερα το άλλο κοντά στη μύτη μου.

-Πλήρωσε για το χυμό που του έφερες;

-Όχι! Είπε ο Γρηγόρης ότι είναι κερασμένο. Τον αλήτη! Είπα νευριασμένη!

-Ενοχλήθηκες που δεν έβγαλε κέρδος το μπαρ τώρα εσύ; Με ρώτησε έχοντας ένα στραβό χαμόγελο.

-Όχι το κέρδος του μπαρ, το ότι αυτός δεν πλήρωσε, είπα και ξεκίνησα θυμωμένη για το μπαρ, κρατώντας ένα ποτήρι στο κάθε χέρι. Τα ακούμπησα πάνω στο μπαρ και κάθισα σε ένα σκαμπό.

-Πες ότι ήπια χυμό σήμερα, είπα στο Γρηγόρη.

-Μη λες βλακείες, σχολίασε ο Ορέστης. Φέρτης μια μπύρα. Δεν φταις εσύ!

-Α όχι!

-Τι έγινε, ρώτησε ο Γρηγόρης και ο Ορέστης του εξήγησε χαμηλόφωνα για να μην πάρει πρέφα ο Θανάσης που έκανε δημόσιες σχέσεις λίγα μέτρα πιο πέρα. Το αφεντικό μου, κούνησε το κεφάλι του με αποδοκιμασία και μου έβαλε μια παγωμένη μπύρα μπροστά. Γύρισα και κοίταξα το Θανάση ο οποίος μας είχε γυρισμένη την πλάτη, ο συνέταιρος του μου χαμογέλασε συνωμοτικά, στο τέλος του κούνησα το κεφάλι αντί για ευχαριστώ και κατέβασα μια γουλιά από την παγωμένη μπύρα. Ο Ορέστης έπινε τη δική του ακουμπώντας τους αγγόνες του πάνω στο μπαρ, κοιτώντας με. Κάποια στιγμή σήκωσε το μπουκάλι προς τη μεριά μου.  

-Εις υγείαν! Του είπα και εγώ.

Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά.

-Δε θα έρθει αύριο… είπα κολλημένη στην προσβολή που μου είχε γίνει.

-Δε θα έρθει! Αλλιώς θα είχε φροντίσει να κρύψει καλύτερα το ένα ποτήρι.

-Πφφφ.

-Τέλος πάντων, τώρα έγινε, ξεπέρασε το. Δεν ήταν και μεγάλη ζημιά. Πες κάτι άλλο.

-Η μπύρα κάνει κοιλίτσα, είπα λίγο αργότερα το πρώτο που μου ήρθε στο μυαλό.

-Αξίζει τον κόπο. Μου απάντησε, κοιτώντας μπροστά. Διέκρινα όμως ότι χαμογελούσε. Ύστερα έστρεψε το πρόσωπο του προς τα εμένα, ακούμπησε το μάγουλο του στη σφιχτή του γροθιά και με κοίταξε.

-Τι; Τον ρώτησα αμήχανη από το βλέμμα του.

-Τίποτα!

-Α, καλά! Είπα για να πω κάτι και κοίταξα μακριά.

-Είσαι πάντα έτσι σοβαρή;

-Τι εννοείς ότι είμαι σοβαρή; Μόλις σου χαμογέλασα!

-Ναι, είναι κι αυτό!

-Είδες!;

Σταμάτησε για λίγο να μιλάει, κι εγώ θεώρησα ότι είχε έρθει η στιγμή να φύγω. Δεν είχα προλάβει να κατέβω από το σκαμπό και γύρισε προς το μέρος μου.

-Που πας όταν φεύγεις από εδώ;

-Στο δωμάτιο μου!

-Είσαι σε ένα ελληνικό νησί, καλοκαιράκι, και μου λες ότι πας και κλείνεσαι στο δωμάτιο σου;

-Λες να έχω διπλή ζωή εδώ που ήρθα; Τον ρώτησα σαστισμένη σε κάτι που μου φάνηκε σαν επίθεση.

-Κανονικά θα έπρεπε!

-Ίσως και να έχω τότε!

-Οπότε που πας;

-Δεν μπορώ να σου πω, είναι μυστικό!

-Που θα πάει θα το μάθω το μυστικό σου!

«Όταν το μάθεις πες το και σε εμένα» σκέφτηκα να απαντήσω, αλλά προτίμησα να μη μιλήσω. Αρκέστηκα απλά να καληνυχτίσω την ομήγυρη και να φύγω.

    …..

Πριν κοιμηθώ το μυαλό μου πηγαινοερχόταν σε δυο θέματα. Από τη μία η συμπεριφορά του τύπου στην παραλία και από την άλλη τα λόγια του Ορέστη για τη διπλή ζωή. Από τη μία αναρωτιόμουν αν θα είχα την ευκαιρία να κάνω του τουρίστα να μου το πληρώσει κι από την άλλη προσπαθούσα να αποκωδικοποιήσω τα λόγια του συναδέλφου μου. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήθελε να μου πει και κυρίως τον τόνο του, σαν να ήταν ενοχλημένος μαζί μου. Όμως δεν καταλάβαινα για ποιο λόγο θα μπορούσε να μου είναι θυμωμένος, φυσικά και δε θα ήταν ο λόγος το ότι έμενα μέσα στο δωμάτιο μου, τι θα μπορούσε εκείνον να τον νοιάζει. Ποτέ δεν μπορείς να καταλάβεις τους άντρες εδώ που τα λέμε. Και στην τελική τι σημασία είχε τι πίστευε, κατέληξα και αφού χτύπησα το μαξιλάρι μου ευχήθηκα να αποκοιμηθώ.

 

 

Κεφάλαιο έβδομο –τηλεφωνητής-

 

Τα ξαπλωμένα κορμιά ήταν γυαλιστερά και δροσισμένα από το νερό της θάλασσας, το δικό μου πάλι γυαλιστερό και μούσκεμα από τον ιδρώτα. Δεν είχα όμως το χρόνο να το σκεφτώ και να ενοχληθώ. Ήταν πολλές οι παραγγελίες και εγώ πηγαινοερχόμουν σαν την τρελή από το μπαρ στην παραλία με το δίσκο μου γεμάτο ποτήρια, τις μισές φορές με περιεχόμενο και τις υπόλοιπες χωρίς. Οι άνθρωποι της παραλίας και δεν αναφέρομαι σε αυτούς που εργάζονται αλλά στους υπόλοιπους που διασκεδάζουν είναι ένα περίεργο είδος πλασμάτων, με ελάχιστες εξαιρέσεις πρέπει να κρατάνε τον εαυτό τους απασχολημένο. Με ένα βιβλίο, με ένα περιοδικό ή μια εφημερίδα, κάποιοι παίζουν με τις ρακέτες. Και φυσικά όσοι έχουν το σύνδρομο «δημοσιότητας» με ανοιχτά τα κινητά και τα tablet να επικοινωνούν με το κοινό των ‘‘θαυμαστών’’ τους, ανεβάζοντας φωτογραφίες στο Facebook και στο Instagram για να βλέπουν οι υπόλοιποι πόσο καλά περνάνε!

Μια παρέα νεαρών αγοριών, μέχρι εικοσιπέντε ετών το πολύ, έκανε πολύ φασαρία. Ο τρόπος που προσφωνούσε ο ένας τον άλλον δεν ήταν και τόσο κολακευτικός και από το ύφος τους καταλάβαινες ότι κανείς δεν έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση για τα άτομα που αποτελούσαν τη συντροφιά του. Ο πιο νεαρός, αποφάσισε να πάει να βουτήξει στη θάλασσα, άφησε το κινητό του πάνω στην ξαπλώστρα μαζί με τα υπόλοιπα πράγματα του και βέβαιος ότι ήταν εκεί οι φίλοι του να τα προσέχουν έφυγε αμέριμνος για να δροσιστεί στα γαλανά νερά της θάλασσας.

Την ώρα που σέρβιρα τους καφέδες, άκουσα το χαρακτηριστικό ήχο του μηνύματος. Τα αλάνια κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και χαμογέλασαν.

Και εδώ ανοίγω παρένθεση. Σας έχει τύχει ποτέ να διαβάσετε ερωτικά μηνύματα που δεν είχαν ως παραλήπτη εσάς; Αν ναι τότε θα ξέρετε ότι αυτά τα μηνύματα στους τρίτους φαίνονται τουλάχιστον χαζά. Ό,τι γράφει ο ερωτευμένος πάνω στην καψούρα του θεωρείται από τους τρίτους ως σαχλό. Οι προσφωνήσεις μεταξύ ενός ζευγαριού κάνουν τους υπόλοιπους να ανασηκώσουν το φρύδι ή να χαμογελούν ειρωνικά.

-Φέρε το κινητό εδώ! Διέταξε αυτός που φαινόταν ότι έκανε κουμάντο στη συντροφιά. Ο διπλανός του έσκυψε και το πήρε από την ξαπλώστρα του απόντος.

-Μαρίνα! Διάβασε το όνομα στην οθόνη, μόλις το ξεκλείδωσε.

-Που ξέρεις τον κωδικό;

-Τον είδα που το πάταγε και τον συγκράτησα είπε γελώντας για το επίτευγμα του.

-Τι γράφει;

«Ζουζουνάκι μου, πόσο μου λείπεις!» διάβασε εκείνος. Κάτσε να απαντήσω.    

-Μήπως το χοντραίνεις είπε ένας άλλος, αν και ακούστηκε αδιάφορος.

-Σιγά, απλά διασκεδάζω.

«Με το κορίτσι του φίλου σου» απάντησα νοερά εγώ.

-Και εμένα κατσαριδούλα μου, μου λείπεις, αλλά είμαι απασχολημένος τώρα! Διάβασε δυνατά στους άλλους και πάτησε «Αποστολή».

-Την έχει δει κανείς; Ρώτησε τους άλλους πριν μπει στη συλλογή των φωτογραφιών του ξένου κινητού.

Η απάντηση ήρθε άμεσα.

«Με τι είσαι απασχολημένος, νόμιζα ότι είχες ρεπό σήμερα;»

«Έχω μωρό μου, γι’ αυτό και είμαι απασχολημένος, είμαι στην παραλία και κοιτάζω κάτι κωλαράκια που περνάνε μπροστά μου με μια λωρίδα στη χαράδρα τους.»

«Τώρα σοβαρά μου τα γράφεις αυτά;» ήρθε αμέσως το μήνυμα.

«Σοβαρά, είμαστε με τα παιδιά και βάζουμε βαθμούς στους πιο ωραίους κώλους και στα πιο ωραία μπαλκόνια της παραλίας.» Αποστολή.

«Καλά να περάσετε».

-Τι σήμαινε αυτό; Ρώτησε κάποιος από τους άλλους δύο, απογοητευμένος που δε θα υπήρχε συνέχεια.

-Κάτσε κι έχω τον τρόπο να την κάνω να στείλει κι άλλο. Είπε και άρχισε να πληκτρολογεί.

«Σκέφτομαι μάλιστα να τους δείξω και εκείνη τη φωτογραφία με την κωλάρα σου μήπως και πάρει το στέμμα». Αποστολή.

-Έχει τέτοια φωτογραφία; Ρώτησε με ενδιαφέρον εκείνος που πριν από λίγο είχε απογοητευτεί.

-Όχι, αλλά δεν το ξέρει, είπε ο άλλος κακαρίζοντας από τα γέλια.

Το τηλέφωνο άρχισε να χτυπάει.

-Ωχ, τώρα τι κάνουμε;

-Θα απαντήσω, είπε ψύχραιμος αυτός που έστελνε τα μηνύματα.

-Έλα μωρό, μόλις βγάλαμε τη φιναλίστ…

-Δεν έχεις τέτοια φωτογραφία μου, τον πρόλαβε η κοπέλα από την άλλη πλευρά του τηλεφώνου.

-Πως δεν έχω, από εκείνη τη φορά που είχες αποκοιμηθεί μετά το σεξ. Σε έβγαλα μερικές. Ε, δε γίνεται να μην τις μοιραστώ με τους φίλους μου, τόσα και τόσα περάσαμε μαζί.

-Μήπως έχεις σκοπό να μοιραστείς και εμένα;

-Ναι, αμέ. Αν γουστάρεις! 

-Λες ψέματα δεν έχεις τέτοια φωτογραφία.

-Μα σου είπα βρε μωρό μου, μάλιστα τράβηξα και κάποιες με απομονωμένα μέρη του σώματος σου. Ίσως γι’ αυτό η κωλάρα σου δεν πήρε την πρώτη θέση αλλά τη δεύτερη, δεν είχαν συνολική εικόνα.

-Έρχεται… έδωσε σύρμα ένας από τους άλλους δύο. Πριν προλάβει να πει τίποτε άλλο, έκλεισε το τηλέφωνο, και το έδωσε στο διπλανό του για να το ακουμπήσει πάνω στην ξαπλώστρα.

-Πως είναι το νερό; Τον ρώτησε αδιάφορα ο έξυπνος της παρέας.

-Καλά ρε μαλάκες, είπε στους υπόλοιπους της παρέας, αυτός μιλούσε στο κινητό του εσείς γιατί δεν ήρθατε να βουτήξετε;

-Κάναμε μπανιστήρι, του απάντησε με θράσος ένας άλλος και βάλανε όλοι τα γέλια.

-Σε τι; Ρώτησε παραξενεμένος ο νεαρός, όμως το κινητό του χτύπησε. Αφού κοίταξε την αναγνώριση απάντησε γλυκαίνοντας λίγο τη φωνή του, οι άλλοι αντάλλασσαν ματιές χωρίς να λένε τίποτα. Μια γυναικεία φωνή που ούρλιαζε ερχόταν από το smart phone. Μα τι σου συνέβη, γιατί μου φωνάζεις;

-Οι γυναίκες είναι τρελές! Είπε ένας κι έβαλαν όλοι μαζί τα γέλια.

-Ποιες φωτογραφίες, τι λες, πότε μιλήσαμε; Είπε και κοίταξε την παρέα του. Κλείσε θα σε πάρω σε λίγο.

-Τι σου είπε;

-Ότι είστε μαλάκες! Είπε ψάχνοντας τα μηνύματα στο κινητό του

-Φυσικά, δε θα της άρεσε η δεύτερη θέση στο Miss Summer Ass.

-Πως είναι δυνατόν να έπαιρνε την πρώτη θέση, όταν δεν τον είδαμε. Όλα κι όλα, και τη δεύτερη θέση που πήρε είναι επειδή ικανοποιεί το φίλο μας.

-Καλά είστε εντελώς μαλάκες, τι να πω! Είπε απογοητευμένος πληκτρολογώντας στο κινητό του. 

-Σου κάναμε χαλάστρα;

-Δεν πειράζει, χάρη σου κάναμε έτσι όπως φώναζε καμιά υστερική θα είναι!

-Έλα ρε, έχει πολλές πουτάνες αυτή η γη, κάποια θα βρεις να βολευτείς!

-Θα βολευτώ μην ανησυχείς και ξέρεις με ποια, με την πουτάνα τη μάνα σου, είπε και χωρίς άλλη κουβέντα πήρε τα πράγματα του και έφυγε.

-Τι είπε ο μαλάκας! σχολίασε, όμως παρέμεινε στη θέση του.

-Μήπως το χοντρύναμε; Αναρωτήθηκε ο ένας χωρίς όμως να φαίνεται και ιδιαίτερα προβληματισμένος.

-Τον έχει δέσει σε μια τρίχα … και τον σέρνει…

-Τι δεν κάνει αποτρίχωση, θάμνος η κατάσταση; Σχολίασε φαρσέρ και βάλανε όλοι μαζί τα γέλια. Όμως η διάθεση και των ίδιων είχε χαλάσει.

…..

-Έλα τώρα, σοβαρά, αυτά μου τα λες για να ζηλέψω… ήταν η φωνή του Λευτέρη που για άλλη μια βραδιά μιλούσαμε μέσω skype.

-Υπάρχει περίπτωση να ζηλέψεις, τόσα χιλιόμετρα μακριά που βρίσκεσαι;

-Φυσικά και υπάρχει. Εδώ κόντεψα να πλακώσω τον κολλητό μου που σε φλέρταρε στην πρώτη λυκείου.

-Για μισό, θες να μου πεις….

-Ότι αν δε μου τα λες για να ζηλέψω, τότε είσαι όντως τόσο χαζή χωρίς να το παριστάνεις! Ο τύπος σε γουστάρει.

-Δεν πήγαινε εκεί η ένσταση μου…

-Αλλά;

-Ήθελες στην πρώτη λυκείου να πλακώσεις το Βασίλη επειδή με φλέρταρε, είπες;

-Δε θυμάμαι ποτέ να ξεστόμισα κάτι τέτοιο.

-Ήσουν τσιμπημένος μαζί μου από την πρώτη λυκείου;

-Έχω κλήση, θα σε ξαναπάρω σε λίγο. Και ξέρεις κάτι, κάνεις Focus σε λάθος πράγματα.

-«Εστιάζω» στα ελληνικά.

-Μπορώ να στο πω και στα σουηδικά.

-Μα αυτό είναι μια αποκάλυψη για εμένα…

-Ποιο, ότι σε γουστάρει αυτός ο … Αγαμέμνονας!

-Ο γιος του Αγαμέμνονα! Αλλά όχι αυτό…. Το άλλο που μόλις είπες.

-Και επιμένω, εστιάζεις λάθος…

-Μα γιατί δε μου το είπες ποτέ;

-Τι σημασία είχε. Άλλωστε ούτε για εμένα ήταν ξεκάθαρο τότε. Εσύ ήσουν πολύ,,,

-Τι;

-Κλειστή, σχεδόν δε συμμετείχες πουθενά. Μόνο στο σχολείο σε έβλεπα στις ώρες του μαθήματος, ύστερα μόλις χτύπαγε το κουδούνι, εσύ εξαφανιζόσουν. Μα που στην ευχή πήγαινες;

-Σπίτι μου! Που να πήγαινα;

-Μα γιατί πήγαινες σπίτι σου;

-Μα τι να κάνω, να κυκλοφορώ στους δρόμους χωρίς λόγο; Το χειμώνα είχε κρύο και εγώ διάβασμα και το καλοκαίρι…

-…είχε καύσωνα…

-Είχαμε εξετάσεις!

-Γιατί δεν ερχόσουν κατασκήνωση;

-Τώρα σοβαρά; Είπα και ξίνισα τα μούτρα μου.

-Με εσένα η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά.

-Αυτά είναι, αφοπλίζω ακόμα και την επιστήμη.

-Πάντως τον λυπάμαι ειλικρινά τον τύπο!

-Ποιον τύπο;

-Αυτόν το γιο του Αγαμέμνονα.

-Και της Κλυταιμνήστρας;

-Άντε πες ότι είχες μια δικαιολογία όταν ήμασταν στο σχολείο. Ήσουνα μικρή, όμως έχουν περάσει σχεδόν δέκα χρόνια που αποφοιτήσαμε.

-Υπερβολικέ. Μόλις εφτά.

-Κάποια στιγμή θα καταλάβεις ότι εφτά χρόνια μπορεί να είναι μια ολόκληρη ζωή. Κι αν και ξέρω ότι θα το μετανιώσω γι’ αυτό που θα πω, όμως κλείσε το τάμπλετ, ετοιμάσου και βγες μια βόλτα έξω από το δωμάτιο, χάζεψε τα μαγαζιά με τα τουριστικά. Το παιδί είναι εκεί έξω και ξεροσταλιάζει να σε δει. Έχει λιώσει τα παπούτσια του και κοιτάει τριγύρω μήπως και σε ανταμώσει.

-Ώστε ήσουν… είπα χαμογελώντας, όμως δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω τη φράση μου, η φωνή του Λευτέρη ακούστηκε σοβαρή, σχεδόν σκληρή, τόσο που με αιφνιδίασε.

-Άκου με καλά, αν σε νοιάζει όντως το ότι ήμουνα τσιμπημένος μαζί σου από την πρώτη τάξη του λυκείου, τότε που δε καταλάβαινα γιατί με ενοχλούσαν οι φιλοφρονήσεις που σου έκανε ο φίλος μου, κι όχι εξαιτίας της ματαιοδοξίας σου, μάζεψε τα τώρα και έλα στη Σουηδία.

-Μα στη Σουηδία είναι χειμώνας δώδεκα μην…

-Σκασμός… αν σε νοιάζει αυτό εγώ είμαι εδώ, αν σε απασχολεί περισσότερο ο καιρός από εμένα, ντύσου, χτενίσου και βγες να κάνεις καμιά βόλτα να συναντήσεις το παλικάρι. Δεν περιμένω την απάντηση σου, καληνύχτα. Είπε την τελευταία του λέξη διακόπτοντας την επικοινωνία μας.

 

 

Κεφάλαιο όγδοο –Ακρογιαλιά-

 

Το μεγαλύτερο και καλύτερο μέρος της παραλίας ήταν καλυμμένο με ξαπλώστρες, μέχρι τουλάχιστον το σημείο όπου χώριζε την ακρογιαλιά στα δύο ένας τεράστιος, διπλός βράχος. Από την άλλη πλευρά δεν είχαμε ‘‘δικαιοδοσία’’. Αν κάποιος από τους ‘‘εκεί’’ λουόμενους ήθελε ένα αναψυκτικό ή μπύρα έπρεπε να έρθει μέχρι το μπαρ  να το πάρει μόνος του. Πολλές φορές έβλεπα το Θανάση να κοιτάζει με άχτι το μεγάλο βράχο, κι έβαζα στοίχημα με τον εαυτό μου ότι υπολόγιζε τα κέρδη του αν μπορούσε να εκμεταλλευτεί και εκείνη τη μεριά της παραλίας· φυσικά μεγαλύτερα ακόμα θα ήταν αν μπορούσε να είχε στη διάθεση του όλα τα παράλια του νησιού! Ο συνεργάτης του ο Γρηγόρης από την άλλη ήταν ικανοποιημένος με αυτά που είχε στη διάθεση του. Δε ζητούσε το κάτι παραπάνω και ήταν πολύ πιο ανοιχτοχέρης και φιλικός από το Θανάση. Άλλωστε ο Γρηγόρης κουραζόταν πολύ περισσότερο από το Θανάση, εκείνος με τη δικαιολογία των δημοσίων σχέσεων παρατούσε σχεδόν όλη την ώρα το μπαρ και έπιανε την κουβέντα, αντιθέτως ο Γρηγόρης ο οποίος κέρναγε από καμία μπύρα τους υπαλλήλους του, έλιωνε στη δουλειά όσο κι εμείς. Μπορεί να μην πηγαινοερχόταν πάνω κάτω μέσα στην κάψα του καλοκαιριού, αν το έκανε και αυτό πως θα ξεχώριζε ότι ήταν το αφεντικό, αλλά έμενε στο μπαρ και ήταν υπεύθυνος για όλες τις παραγγελίες τουλάχιστον δώδεκα ώρες καθημερινά.

-Μην τον βλέπεις που βαρυγκωμάει, σχολίαζε ο Ορέστης σε εμένα. Κατά βάθος γουστάρει. Έχει και τα τυχερά του το μπαρ. Δεν είναι σερβιτόρος.

-Πες μας τώρα και εσύ ότι δεν έχεις τα τυχερά σου!

-Τι εννοείς;

-Βλέπω πως σε κοιτάζουν οι τουρίστριες, σαν ξερολούκουμο!

-Και πάλι άλλη αίγλη έχει να είσαι μπάρμαν.    

-Σε αυτό δε θα διαφωνήσω. Όμως ύστερα από δώδεκα ώρες ορθοστασία δεν ξέρω τι όρεξη μπορεί να έχει κανείς για τυχερά.

Εκτός όμως από τη ‘‘ναυλωμένη’' παραλία που εκμεταλλεύονταν ο Θανάσης με το Γρηγόρη και δουλεύαμε πάνω από έξι άτομα ως σερβιτόροι, στα γύρω χωράφια είχε στηθεί μια πολλή επικερδής επιχείρηση. Για να φτάσει κανείς ως τη θάλασσα έπρεπε να κατέβει ένα δρομάκι αρκετών μέτρων. Τον Ιούλιο και τον Αύγουστο δεν υπήρχε περίπτωση να βρεις ούτε τετραγωνικό μέτρο ελεύθερο για να παρκάρεις το αυτοκίνητο, που ήταν απαραίτητο για πολλούς να φτάσουν ως εμάς, αφού η συγκεκριμένη παραλία ήταν η πιο τουριστική και δημοφιλής του νησιού, -και όχι άδικα αφού όταν έπεφτε ο ήλιος η θάλασσα και ο ουρανός, γέμιζαν με χρώματα- έφταναν ως εκεί τουρίστες αλλά και ντόπιοι από όλα τα μέρη του νησιού. Ό,τι κομμάτι γης είχε στην κατοχή του ο κάθε νησιώτης κοντά στην παραλία είχε μετατραπεί σε παρκινγκ και τα ευρώ έβγαιναν χωρίς ιδιαίτερο κόπο. Αφού όποιος έφτανε ως εκεί, δε θα έφευγε χωρίς να κάνει τουλάχιστον μια βουτιά στα γαλαζοπράσινα νερά.

-Ένα χωράφι μόνο να είχα εδώ, σχολίαζε μια κοπέλα που ήμασταν στην ίδια βάρδια και θα ζούσα ολόκληρο το χειμώνα άνετα.

-Νομίζω ότι υπερβάλεις!

-Πιστεύεις ότι δε βγάζουν περισσότερο από όσο θα βγάλουμε εμείς τους πέντε αυτούς μήνες που θα εργαστούμε σερβίροντας;

-Ίσως !

-Ίσως; Κι άρχιζε τους υπολογισμούς.

Αν είχα διάθεση να μπλέκομαι στα προσωπικά των άλλων και να ζευγαρώνω με το «Έτσι θέλω τους γνωστούς μου», χούι που έχουν αρκετές από τις δεσμευμένες φίλες μου, με βεβαιότητα τη συγκεκριμένη σερβιτόρα θα την προόριζα στο Θανάση. Θα περνούσαν το χρόνο τους δημιουργικά κάνοντας υπολογισμούς για το πώς θα γίνουν πλούσιοι.

…..

Είχα ξαπλώσει στο κρεβάτι και χάζευα στο Facebook. Ύστερα από το βράδυ που είχαμε κάνει εκείνη τη συζήτηση με το Λευτέρη δυσκολευόμουν να τον πετύχω online και αν κάποιες φορές συνέβαινε ήταν πάντοτε βιαστικός. Δεν ήξερα τι τον είχε πειράξει από αυτά που είχαμε συζητήσει. Το ότι είχε μαρτυρηθεί ότι ενδιαφερόταν από όταν ήμασταν στην πρώτη λυκείου ή ότι εγώ επέμενα; Μήπως είχε πάρει απλά το ενδιαφέρον μου σαν κοροϊδία. Με τις φίλες μου δεν είχα και πολύ διάθεση για συζητήσεις, το μυαλό τους περιστρέφονταν μόνο γύρω από ένα θέμα. Αποσυνδέθηκα απογοητευμένη και έκλεισα το tablet. Κοίταξα το ρολόι μου, συνειδητοποιώντας ότι δεν ήταν ώρα για μεσημεριανό ύπνο ειδάλλως θα έχανα το βραδινό. Ίσως είχε έρθει η ώρα να γνωρίσω το νησί σκέφτηκα, έπρεπε να πάψω το μοναχικό βίο, ή μάλλον θα τον συνέχιζα το μοναχικό βίο αφού δεν ήταν του χαρακτήρα μου οι σχέσεις της μιας βραδιά αλλά θα έπαυα να κρατάω αποκλεισμένο τον εαυτό μου σε ένα δωμάτιο με μόνη συντροφιά έναν ανεμιστήρα οροφής. Σηκώθηκα από το κρεβάτι, φόρεσα ένα τζιν σορτσάκι, τα σανδάλια μου, ένα μπλουζάκι, τίναξα τα μαλλιά μου κι αφού έβαλα λίγο κραγιόν στα χείλη μου, και κονσίλερ κάτω από τα μάτια βγήκα για μια τσάρκα στο νησί. Θα μπορούσα ύστερα να στείλω μήνυμα στο Λευτέρη περιγράφοντας του διάφορες ομορφιές του τόπου για να δει ότι είχα ‘‘ξεκουνηθεί’’. 

Περπατούσα σε μια ευθεία γεμάτη με τουριστικά μαγαζάκια. Χάζευα τις καρτ ποστάλ με ομορφιές του τόπου και μαγνητάκια για το ψυγείο made in china, ούτε μαγνητάκια δεν έχουμε κατορθώσει να φτιάξουμε σε αυτή τη χώρα και ύστερα αναρωτιόμαστε για την ανάπτυξη που δεν έρχεται. Συνέχισα να προχωράω όταν από ένα άνοιγμα πρόσεξα τη θάλασσα να απλώνεται λίγα μέτρα από εκεί που στεκόμουν. Έστριψα και προχώρησα προς τα εκεί. Προσπάθησα να προσανατολιστώ προς τα πού ήταν η παραλία που δούλευα όμως μάλλον είχα απομακρυνθεί αρκετά από εκεί. Η ακρογιάλια που βρισκόμουν τώρα σχεδόν ήταν ερημική. Υπήρχαν κάποια ζευγαράκια ή μικρές παρέες αλλά ήταν λίγες, ίσως έφταιγε φυσικά και η ώρα. Δεν είχε βραδιάσει ακόμα αλλά ο ήλιος ετοιμαζόταν να κάνει βουτιά στη θάλασσα. Τι να σου κάνει κι αυτός μετά από τόσες ώρες στολίδι στον ουρανό, χρειαζόταν να δροσιστεί.

Κάθισα στην άμμο και έμεινα να κοιτάζω τη θάλασσα. Το μυαλό μου ταξίδεψε προς τα πίσω. Σύγκρινα την παραλία που εργαζόμουν με αυτή την ερημική σχεδόν ακρογιαλιά. Σίγουρα στην άλλη θα υπήρχε ακόμα αρκετός κόσμος περιμένοντας να θαυμάσει το ηλιοβασίλεμα.

Έγειρα το σώμα μου προς τα πίσω, ακούμπησα στους αγκώνες μου και έδωσα εντολή στον εαυτό μου να μην τον απασχολήσει τίποτα για λίγες στιγμές. Πλάνα, σχέδια, αγωνίες για το μέλλον… παρέμεινα εκεί να θαυμάζω τη θάλασσα, με μόνη συντροφιά το δροσερό αεράκι που έπαιρνε τα μαλλιά από το πρόσωπο μου.

Σκέφτηκα τον εαυτό μου ξαπλωμένο κάτω από τον ήλιο, απολαμβάνοντας την τεμπελιά σαν τζίτζικας που ησυχάζει για μια στιγμή από το ατελείωτο τραγούδι του. Χωρίς να είναι απαραίτητο ένα περιοδικό, μια εφημερίδα ή ένα βιβλίο για να περάσω την ώρα μου στην παραλία, ασυνήθιστη από το να κάθομαι άπραγη ψάχνοντας τον τρόπο να κρατιέμαι απασχολημένη. Εγώ και ο ήλιος, με τα μάτια κλειστά αλλά γεμάτα με φως, το κορμί μου να στεγνώνει από το θαλασσινό νερό και εγώ να σκέφτομαι τα δικά μου. Έναν έρωτα που μπορεί να με πλήγωσε όμως πλέον αποτελεί μια όμορφη ανάμνηση ή να σκέφτομαι αυτόν που βρίσκεται στο δρόμο για την καρδιά μου. Και να είμαι νέα και γεμάτη όνειρα.  Να ακούω τα γέλια από τη διπλανή παρέα και να συμμετέχω νοερά και εγώ μαζί τους, γιατί απλά έτυχε να βρεθούμε μαζί την ίδια ώρα στην παραλία.

-Ώστε εδώ κρύβεσαι! Με επανέφερε η φωνή του Ορέστη.

Ανασηκώθηκα και του χαμογέλασα. Όμορφα είναι όταν είσαι μόνος σου, αλλά όμορφη είναι και η συντροφιά ενός φίλου.

-Γεια σου!

-Γεια!

-Πως με βρήκες; Τον ρώτησα για να πω κάτι.

-Σε είδα που πέρναγες από τα τουριστικά.

-Αυτό ήταν πριν από αρκετή ώρα. Σχολίασα.

-Ήμουν με μια παρέα, σε είδα που έστριψες και κατάλαβα ότι ερχόσουν στην παραλία. Μόλις σηκωθήκαν να φύγουν αποφάσισα να έρθω να δω αν είσαι ακόμα εδώ.

-Και με βρήκες. Είπα!

-Δεν έκανες μπάνιο;

-Δε φοράω το μαγιό μου.

-Νόμιζα ότι γι’ αυτό ήρθες.

Το ζευγαράκια που καθόταν λίγα μέτρα μακριά μας, είχε σηκωθεί και είχε αρχίσει να μαζεύει τα πράγματα του.

-Όχι, έκανα μια βόλτα στους δρόμους, ύστερα είδα τη θάλασσα και είπα να έρθω  να κάτσω λίγο.

-Η αλήθεια είναι ότι δε βλέπουμε καθόλου θάλασσα όταν δουλεύουμε. Με πείραξε.

-Δεν είναι το ίδιο. Πρώτον εκεί τρέχουμε, τη βλέπουμε με την άκρη του ματιού χωρίς να της δίνουμε σημασία, δεύτερον έχει τόση βαβούρα εκεί.

-Έχεις πάντα έτοιμη την απάντηση. Είπε χαμογελώντας και κοιτώντας μακριά.

-Ενοχλητικό ε; Είπα χαμογελώντας.

-Λιγάκι. Είναι σαν να θες να έχεις πάντα την τελευταία λέξη.

-Μάλλον κάποιος άλλος θέλει να έχει την τελευταία.

-Πάλι το κάνεις!

Αρκέστηκα να ανασηκώσω τους ώμους για να μην του πάρω τη δόξα της τελευταίας κουβέντας. Για κάποιο λόγο έχει σημασία για τους άντρες να έχουν εκείνη τον τελευταίο λόγο.

-Πόσα μπάνια έχεις κάνει; Άλλαξε θέμα συζήτησης.

-Ντρέπομαι να σου πω. Είπα, σμίγοντας τα χείλη μου.

-Πάρα πολλά ή πολύ λίγα; Ρώτησε.

-Κανένα!

-Κανένα; Είπε και με κοίταξε έκπληκτος στα μάτια.

-Αχα!

-Αυτά παθαίνεις όταν βιάζεσαι να φύγεις από την παραλία μόλις σχολάς.

-Εσύ έχεις κάνει πολλά;

-Ένα κάθε μέρα. Μόλις σχολάμε μένω μια δυο ώρες πίσω, κάνω μια βουτιά πρώτα, κάθομαι και τα λέω με τα παιδιά και ύστερα φεύγω.

-Εγώ φοβάμαι ότι αν με βλέπουνε εκεί θα με χώσουν  για δουλειά!

-Αν έχουν σκοπό να το κάνουν θα έρθει ο Θανάσης να σε πάρει κι από το δωμάτιο σου, μην έχεις αμφιβολία.

-Ναι αλλά αν έχουν εσένα μπροστά τους όλη την ώρα, θα έχω την πιθανότητα να τη γλιτώσω!

-Τώρα που το ξέρω, αν χρειαστεί ανάγκη θα έρθω εγώ να σε πάρω από το δωμάτιο σου. Είπε και γελάσαμε.

-Ωραίος συνάδελφος, να σε χαίρομαι. Τον πείραξα.

-Λοιπόν ας την αφήσουμε τη δουλειά! Ήρθε η ώρα να κάνεις το πρώτο σου μπάνιο. Δε διανοούμαι να επιστρέψεις στην Αθήνα από πέντε μήνες σε νησί και να μην έχεις μπει στη θάλασσα.

-Σου είπα δε φοράω το μαγιό μου.

-Κάνε με τα εσώρουχα.

-Το χρώμα τους δε μου επιτρέπει να μπω στη θάλασσα.

-Γιατί;

-Θα γίνει διάφανο.

-Εγώ θέλω να ξέρεις ότι δεν έχω κανένα πρόβλημα.

Πήρα ένα μικρό βοτσαλάκι και του το πέταξα.

-Εντάξει. Τότε μπορείς να φορέσεις την μπλούζα μου, είπε και βγάζοντας την μου την έδωσε. Χωρίς δεύτερη σκέψη έβγαλε παντελόνι και παπούτσια και μένοντας με το εσώρουχο, ξεκίνησε να πάει στη θάλασσα. Εγώ έμεινα κοιτάζοντας την μπλούζα μην ξέροντας τι έπρεπε να κάνω. Μέχρι που εκείνος στάθηκε και με κοίταξε.

-Μπας και δεν ξέρεις κολύμπι;

-Α! εσύ με προκαλείς του είπα. Και αποφασιστικά σηκώθηκα, αφαίρεσα το μπλουζάκι και το σορτσάκι μου και αφού φόρεσα την μπλούζα του, μπήκα και εγώ στο καταπράσινο νερό.

 

 

Κεφάλαιο ένατο –Δον Ζουάν-

 

Λένε ότι το νερό εξαγνίζει τις αμαρτίες, δεν ξέρω αν εξάγνισε τις δικές μου, με βεβαιότητα όμως με ανακούφισε από την έγνοια που μου είχε προκαλέσει η σιωπή του Λευτέρη. Μετά από αρκετή ώρα μέσα στη θάλασσα και ενώ ο ήλιος είχε χαθεί από τον ορίζοντα, ξεκίνησα να βγω στην παραλία. Δυο μόλις βήματα πίσω μου ακολουθούσε ο Ορέστης, όταν στραβοπάτησα και κινδύνεψα να πέσω, με μια γρήγορη κίνηση εκείνος με συγκράτησε στην αγκαλιά του. Με γύρισε αργά προς το μέρος του και με ρώτησε αν είμαι καλά.

-Δεν ξέρω. Απάντησα αμήχανη από τον τρόπο που με κοιτούσε. Με μιας με σήκωσε στα χέρια του και με έβγαλε έξω. Η μπλούζα του κολλούσε στο κορμί μου και εγώ ήθελα να κολλήσω με τον ίδιο τρόπο πάνω στο δικό του. Με ξάπλωσε απαλά στην αμμουδιά και έσκυψε να ψαχουλέψει τον αστράγαλο μου.

-Πονάς;

-Όχι ακριβώς. Μια μικρή ενόχληση. Απάντησα αναστενάζοντας.

-Τυχερή είσαι! Απάντησε κοιτώντας με και κάνοντας τη διαδρομή της γάμπας μου με τα ακροδάχτυλα του ως το γόνατο.

-Να σου δώσω τη μπλούζα σου! Είπα βιαστικά.

-Αν και θα ήθελα να σε δω να τη βγάζεις, δεν πειράζει κράτησε τη και μου τη δίνεις κάποια στιγμή στη δουλειά.  

Συμφώνησα με ένα κούνημα του κεφαλιού.

-Θες να μείνουμε λίγο ακόμα ή προτιμάς να φύγουμε;

…..

Το επόμενο πρωί που ξύπνησα προσπάθησα να αναγνωρίσω το δωμάτιο μου, αν και δε διέφερε πολύ από εκείνο που πέρναγα εγώ τις μέρες μου στο νησί, τα πάντα εκεί μέσα ήταν ακατάστατα. Μα που βρισκόμουν; Είδα τη μπλούζα του Ορέστη πεταμένη στο πάτωμα, λίγο πιο δίπλα το σορτάκι μου και ένα από τα σανδάλια μου. Αναρωτήθηκα που μπορεί να βρισκόταν το ζευγάρι του, ενώ πρόσεξα πως στο κεφαλάρι του κρεβατιού βρισκόταν κρεμασμένο το σουτιέν μου.

Και όλα επανήρθαν στη μνήμη μου.Ο Ορέστης να στέκεται από πάνω μου, προσφέροντας μου το χέρι του για να με βοηθήσει να σηκωθώ. Τη στιγμή που στεκόμουν πολύ κοντά του, νιώθοντας την ανάσα του να δροσίζει το πρόσωπο μου, το αγκάλιασμα του και το στιγμιαίο δισταγμό μου, πριν αφεθώ στην αγκαλιά και στο φιλί του. Και ύστερα το χάος και η ακαταστασία που προκαλέσαμε στο ήδη ακατάστατο δωμάτιο.

-Ξύπνησες; Τον άκουσα να με ρωτάει ενώ ακουμπούσε τα χείλη του στον ώμο μου!

-Ναι! Τι ώρα είναι;

-Έχουμε λίγη πριν πάμε στην παραλία. Είπε και με γύρισε ανάσκελα. Και φιλώντας με στο λαιμό, σχολίασε. Ελπίζω να πέρασες κι εσύ τόσο καλά όσο κι εγώ!  

Ένα χαμόγελο που περισσότερο έμοιαζε με γκριμάτσα μαρτύρησε στον Ορέστη το χάος που επικρατούσε μέσα μου.

-Τι; Δεν πέρασες καλά; Με ρώτησε κι ανασηκώθηκε!

-Όχι, όμορφα ήταν!

-Όμορφα;

-Τι θες να πω;

-Ότι δεν έχεις ξανανιώσει έτσι με κανέναν άλλον άντρα!

-Έχει τόση σημασία για εσένα να το πω αυτό;

-Υπάρχει άλλος; Μήπως είμαι ένα στιγμιαίο λάθος;

-Όχι κι όχι! Απλά δε θέλω να μάθουν στο μπαρ τι έγινε μεταξύ μας.

-Σίγουρα μόνο αυτό είναι;

-Ναι!

Ένα χαμόγελο ομόρφυνε περισσότερο το ήδη όμορφο πρόσωπο του!

-Μάλιστα είσαι από αυτές που τα κάνουν όλα στα κρυφά!

-Μπορείς να το πεις κι έτσι! Συμφώνησα.

-Εντάξει, αλλά αν είναι να μην πω τίποτα σκέφτομαι να το εκμεταλλευτώ!

-Τι εννοείς;

-Τι δίνεις για τη σιωπή μου; Και πριν προλάβω να απαντήσω με τράβηξε επάνω του.

-Εκβιαστή! Σχολίασα πριν αφεθώ να απολαύσω τα χάδια και τα φιλιά του. 

…..

Την ώρα που πήγε να με πληρώσει για την παραγγελία που τους πήγα, δίνοντας μου τα χρήματα δε δίστασε να χαϊδέψει το χέρι μου. Αφού πήρα τα λεφτά κόκκινη από αμηχανία, έριξα μια βιαστική ματιά στο κορίτσι του, το οποίο κι εκείνο ήταν κατακόκκινο, αλλά έβαζα στοίχημα ότι ήταν από θυμό. Με βιαστικά βήματα απομακρύνθηκα από κοντά τους, διότι σε τέτοιες περιπτώσεις  συνήθως την πληρώνει το τρίτο πρόσωπο, ακόμα κι όταν δεν είναι καν τρίτο.

Κάθε φορά που πέρναγα από κοντά τους, έριχνα διακριτικές ματιές προς το ζευγάρι. Πίσω από τα γυαλιά του μπορούσε κανείς εύκολα να καταλάβει ότι παρακολουθούσε τα θηλυκά που πηγαινοέρχονταν μπροστά από τα μάτια του. Το κορίτσι στο πλάι του φαινόταν λυπημένο και σκεφτικό.

…..

Δεν έπρεπε να της προκαλεί εντύπωση η συμπεριφορά του. Πολλές φορές άλλωστε είχε αναρωτηθεί  για ποιο λόγο θα έπρεπε να είναι σε εκείνη πιστός, όταν δεν ήταν σε καμία άλλη. Ξεγέλαγε τον εαυτό της όταν πίστευε ότι εκείνη θα έκανε τη διαφορά και θα τον κέρδιζε, ότι θα τον έκανε να την αγαπήσει και να μην ρίξει ποτέ το βλέμμα του πάνω σε άλλη. Ότι θα του γινόταν αναγκαία. Άλλωστε θα είχε αγαπήσει κι άλλη γυναίκα η οποία όμως δε στάθηκε ικανή να τον κρατήσει κοντά της ή απλά μπορεί να μην άντεξε και τον έδιωξε.

Θυμήθηκε όταν τη φλέρταρε, ήξερε ότι υπήρχε άλλη, τους είχε δει μαζί, όμως ένιωθε μια δυνατή έλξη για εκείνον. Κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί τον έφερνε στο μυαλό της, τον ήθελε σαν τρελή οπότε θα γινόταν δικός της. Στην επόμενη κουβέντα του, έδειξε πόσο διαθέσιμη ήταν, άρχισαν να βρίσκονται στο διαμέρισμα του, τις ώρες που και οι δύο ήταν εύκαιροι και που η σχέση του δε θα τον επισκεπτόταν. Ο έρωτας του, αν και αναφέροντας τη λέξη έρωτας αναφερόμαστε στη σαρκική, αποκλειστικά έννοια, ήταν ακόρεστος. Είχε πλούσια, φαντασία και εκείνη δεν του έλεγε σε τίποτα όχι, αντιθέτως απολάμβανε να την καθοδηγεί στο ερωτικό τους παιχνίδι. Και όταν επέστρεφε μόνη της στο δικό της σπίτι, είχε τις αναμνήσεις να της κάνουν συντροφιά στο άδειο της κρεβάτι.

Πρέπει να είχαν κάνει έρωτα σε όλα τα δωμάτια και μέρη του σπιτιού, μέχρι που ένα βράδυ την πήρε στο μπαλκόνι. Παρά το κρύο, δεν υπήρχε όμως κίνδυνος να τους δει κανείς.

Όμως οι καλοθελητές ήταν πολλοί. Κάποιοι στην πολυκατοικία πρόφτασαν στην κοπέλα του το ότι ο καλός της εμφανιζόταν συχνά παρέα με άλλη συντροφιά.  

-Θα λείψω για ταξίδι. Του είπε ενώ ετοιμαζόταν να ξαπλώσει στο πλάι του.

-Πάλι; Τη ρώτησε εκείνος, κατεβάζοντας τη τιράντα του νυχτικού της και περνώντας το χέρι του μέσα από αυτό για να χαϊδέψει τα στήθη της.

-Επαγγελματικές υποχρεώσεις.

-Και πότε θα φύγεις;

-Μεθαύριο!

-Και πότε θα επιστρέψεις;

-Έπειτα από τρεις μέρες!

-Και θα με αφήσεις τρεις μέρες χωρίς το κορμί σου, πως θα αντέξω στην απουσία σου!

-Έχεις τον τρόπο σου εσύ; Του είπε αδιάφορα.

-Τι εννοείς; Τη ρώτησε καχύποπτα. Εκείνη πήρε το χέρι του και φίλησε την παλάμη του.

-Τρεις μερούλες είναι μόνο μωρό μου. Μέχρι να φύγω θα έχω επιστρέψει.

-Ναι, αλλά πρώτα πρέπει να αναπληρώσουμε αυτά που θα χάσουμε αυτές τις τρεις μέρες. Είπε και την έσπρωξε στο κρεβάτι.

…..

Την είχε ξαπλώσει στο κρεβάτι, με το χέρι του περνούσε πάνω από τα σημεία που ήξερε ότι την έκαναν να ανταποκρίνεται πιο άμεσα. Όταν της το έκανε αυτό ήθελε να τον πνίξει, να την φέρνει εκεί που ήθελε χωρίς να προχωράει. Απλά την παρατηρούσε. Έβλεπε ότι και εκείνος ήταν έτοιμος όμως κάτι τον συγκρατούσε. Κάποιες φορές θεωρούσε το παιχνίδι πιο απολαυστικό από την ίδια την πράξη.

-Αν δεν κάνεις αυτό που πρέπει θα πάρω ένα μαχαίρι και θα σε σφάξω. Μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της, κάνοντας τον να γελάσει. Αφού σκόρπισε απαλά φιλιά στο γυμνό κορμί της, ξάπλωσε από πάνω της για να κάνει αυτό που του είχε ζητούσε και που ο ίδιος δε θα άντεχε για πολύ να το αποφεύγει.

Η πόρτα άνοιξε απότομα και η άλλη γυναίκα χίμηξε μέσα.  

-Σου είπα μωρό μου, μέχρι να φύγω θα έχω επιστρέψει, ήταν η πρώτη της φράση, πριν αρχίσει να λούζει και τους δύο με βρισιές. Εκείνος προσπαθούσε να την καθησυχάσει και να την πείσει ότι απλά παρασύρθηκε και ότι ήταν πρώτη φορά, ενώ με το κορμί του έμπαινε ασπίδα για να μην πειράξει το γυμνό κορίτσι που είχε τυλιχτεί με ένα σεντόνι. Τελικά μέσα σε κατηγορίες, παρακάλια και κλάματα η γυναίκα έφυγε. Εκείνος βγήκε στην πόρτα, μόλις όμως είδε τους γείτονες από τα άλλα διαμερίσματα να στέκονται μπροστά από την πόρτα τους και να κάνουν χάζι το επεισόδιο, την άφησε να φύγει και απλά βρόντηξε την πόρτα του δικού του διαμερίσματος με νεύρα, κι απειλώντας αόρατους θεούς και δαίμονες επέστρεψε στο δωμάτιο.

Εκείνη είχε καθίσει απλά σε μια άκρη του κρεβατιού, κρυμμένη με ένα σεντόνι. Σκεφτόταν όλα όσα είχαν συμβεί και παρά την αρχική ντροπή που είχε νιώσει όταν η άλλη είχε χιμήξει στο δωμάτιο, πλέον σκεφτόταν ότι της είχε έρθει κουτί η όλη φάση, αφού η άλλη ύστερα από αυτό δε θα τον εμπιστευόταν ξανά και δε θα γύριζε κοντά του. Όπως και συνέβη.

Όμως η ίδια είχε φανεί αφελής. Είχε πιστέψει ότι εκείνη θα τον κέρδιζε, ότι μαζί της δε θα είχε ανάγκη να κοιτάει άλλες. Με ενθουσιασμό πήρε τη θέση που είχε διεκδικήσει όμως κατάλαβε ότι το αγόρι της ήταν αγιάτρευτο. Βγαίνανε και δε δίσταζε να κοιτάξει άλλες, σχεδόν να φλερτάρει μπροστά στα μάτια της. Έλεγε ότι πήγαινε στην τουαλέτα και εκείνος μοίραζε χαρτάκια με το τηλέφωνο του σε όποια είχε τύχει να του γυαλίσει και δε συνοδευόταν.

Είχε αναρωτηθεί μήπως ήταν τρόπος αντίδρασης, μήπως με κάποιο τρόπο την εκδικούταν που είχε μπει στη μέση και τον είχε χωρίσει. Ποτέ δε τόλμησε να πάει στο σπίτι του αν δεν είχαν συμφωνήσει πρώτα να βρεθούνε. Υποψιαζόταν τι συνέβαινε, όμως δεν ήθελε να το επιβεβαιώσει. Έπαιζε το ρόλο της συντρόφου που είχε εμπιστοσύνη στα αισθήματα της σχέσης της, όμως πλέον ήξερε ότι απλά είχε πάρει το ρόλο της ανόητης και της καταδεχτικής, χωρίς να τον έχει στην ουσία ανάγκη. Ήξερε ότι ήταν όμορφη, το έβλεπε στα πρόσωπα των αντρών, δεν είχε ανάγκη να παραμένει σε αυτή τη σχέση, όμως το έκανε. Ίσως είχε έρθει η ώρα να δώσει ένα τέλος και να προχωρήσει.

…..

Όταν σηκώθηκε από την ξαπλώστρα δεν τον ρώτησε που πήγαινε, πλέον δεν ενδιαφερόταν να μάθει. Τον είδε να πλησιάζει προς το μπαράκι και να κάθεται. Του έδωσε λίγο χρόνο για να γυρίσει να την κοιτάξει δυο τρεις φορές ώστε να βεβαιωθεί ότι παρέμενε σταθερή στη θέση της. Ύστερα σηκώθηκε ήρεμα, άρχισε να ντύνεται κι αφού έψαξε τις τσέπες του, βρήκε τα κλειδιά του αυτοκινήτου και χωρίς φασαρία ξεκίνησε να πάει στο πάρκινγκ. Είχε έρθει η ώρα να απαλλαχτεί από το ρόλο του θύματος που η ίδια είχε βάλει τον εαυτό της. Θα πήγαινε στο ξενοδοχείο να πάρει τα πράγματα της και έπειτα αν είχε πλοίο ή θα έφευγε ή θα πήγαινε σε άλλο ξενοδοχείο.

…..

-Γεια. Με χαιρέτησε μόλις πήγα να δώσω στο Γρηγόρη τη νέα παραγγελία.

-Γεια. Είπα και εγώ αδιάφορα, περιμένοντας να ετοιμάσει τα ροφήματα το αφεντικό μου.

Έκανε ότι έσκυψε και μάζεψε κάτι.

-Σου έπεσε αυτό, μου είπε δίνοντας μου ένα χαρτάκι. Πήρα το χαρτάκι και το κοίταξα, ύστερα στράφηκα προς το μέρος του.

-Δεν έπρεπε να κάνετε τον κόπο να το μαζέψετε, ένα σκουπίδι ήταν απλά. Ο Γρηγόρης μου έφερε τον καλαθάκι για τα χαρτάκια των παγωτών και το πέταξα μέσα. Ύστερα πήρα το δίσκο και έφυγα.

Στα μισά της διαδρομής πέτυχα τον Ορέστη! Με σταμάτησε καθώς μπήκε εμπόδιο με το σώμα του μπροστά μου.

-Λοιπόν;

-Λοιπόν;

-Θα βρεθούμε απόψε μετά τη δουλειά;

-Νόμιζα ότι είσαι από εκείνους που δεν πηγαίνουν δεύτερη νύχτα με την ίδια γυναίκα.

-Έπεσες έξω. Αλλάζω νύχτα παρά νύχτα. Λοιπόν;

-Λοιπόν;

-Έχεις μια επιπλέον νύχτα να απολαύσεις το θείο κορμί μου, θα την εκμεταλλευτείς; 

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ –ΚΑΡΧΑΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑ-

 

Στο δωμάτιο μου πλέον πάταγα μόνο για να αλλάξω ρούχα, οι δυο βραδιές που θα είχα την ευκαιρία να ‘‘απολαμβάνω’’ τον Ορέστη είχαν πάρει παράταση! «Μόνο για σένα» μου είχε πει σε πειραχτικό τόνο και μου είχε τσιμπήσει την άκρη της μύτης. Τις ώρες που σερβίραμε στην παραλία, ήμασταν αρκετά τυπικοί μεταξύ μας, σε βαθμό κάποιοι συνάδερφοι να νομίζουν ότι είχαμε καυγαδίσει. Μόνο ο Γρηγόρης που ήταν πιο παρατηρητικός έριχνε ανά διαστήματα άδεια για να πιάσει γεμάτα. Κι ενώ ο Ορέστης τα αγνοούσε με υπεροψία, εγώ έπαιρνα βιαστικά το δίσκο μου και απομακρυνόμουν, νιώθοντας τα μάγουλα μου να φλογίζονται. Βέβαια υπήρχαν και οι στιγμές που αφαιρούμασταν και ανταλλάσαμε ματιές. Ο εραστής μου δεν καταλάβαινε την επιμονή μου να μη μάθουν τίποτε για εμάς, κι αν και με αποκαλούσε μεταξύ σοβαρού και αστείου  πουριτανή και σιγανό ποταμάκι, σεβόταν την επιθυμία μου και δεν αναφερόταν ανοιχτά στη σχέση μας!

Στο ίντερνετ πλέον δεν έμπαινα, σχεδόν είχα ξεχάσει το Λευτέρη και όσα είχαμε συζητήσει πριν εξαφανιστεί από το διαδίκτυο, επίσης με είχε πεισμώσει το γεγονός ότι με απέφευγε. Αν και σε εκείνη τη φάση ήμουν τόσο αφοσιωμένη στο παρόν μου με τον Ορέστη που η παρουσία του το ίδιο θα μου έκανε. Ο Αύγουστος είχε φτάσει στη μέση του και ήξερα ότι σε έξι περίπου εβδομάδες θα εγκαταλείπαμε την παραλία. Αν κι ο Ορέστης όπως κι εγώ κατοικούσε στην Αθήνα τα πράγματα μάλλον θα ήταν διαφορετικά στην πρωτεύουσα ανάμεσά μας. Δεν ήμουν βέβαιη ότι δεν υπήρχε κάτι άλλο στον τόπο διαμονής του. Και φυσικά δε θα τον ρωτούσα ποτέ, ήταν προτιμότερο να μην ξέρω, αλλιώς θα αναγκαζόμουν πιο γρήγορα από ότι στα τέλη της εποχικής εργασίας μας να βάλω ένα τέλος και να επιστρέψω στη μιζέρια του facebook.  

…..

Ξεκούμπωσε το πουκάμισο του, ενώ το τσιγάρο κρεμόταν στα χείλη του, έβγαλε το τζιν παντελόνι του και βούτηξε στη θάλασσα. Όση ώρα ήταν στο νερό, το σώμα του ήταν στραμμένο προς την παραλία. Θα έλεγε κανείς ότι έλεγχε μην του πάρουν τα πράγματα. Σε λιγότερο από δέκα λεπτά βγήκε. Εκεί που είχε ακουμπήσει τα λιγοστά υπάρχοντα του, υπήρχαν παραιτημένα τα πράγματα ενός ζευγαριού. Τους είχε δει ώρα πριν κάνει την εμφάνιση του στην παραλία και τώρα τους παρακολουθούσε που αγκαλιασμένοι μέσα στη θάλασσα αντάλλασαν παθιασμένα φιλιά. Ο έρωτας ήταν πάντοτε ο καλύτερος συνεργάτης του, του πρόσφερε υπηρεσίες χωρίς να ζητάει ανταλλάγματα. Κάθισε στην πετσέτα που είχε απλωμένη το ζευγάρι, άνοιξε την τσάντα θαλάσσης και βρήκε το τσαντάκι μέσης του άντρα. Με απόλυτη φυσικότητα, σαν να ήταν δικά του τα πράγματα, άρχισε να ψαχουλεύει. Χωρίς δισταγμό πήρε ό,τι λεφτά είχε μέσα, έναν αναπτήρα zip ενώ αναρωτήθηκε «Που πήγαινε ο τύπος με τέτοιο αναπτήρα;». Ένα γυναικείο βραχιολάκι, και φυσικά τα κινητά. Τους αφαίρεσε την μπαταρία, ρίχνοντας και από καμιά ματιά προς το ζευγάρι, κωδικό ασφαλείας δε γνώριζε και υπήρχε ο κίνδυνος να τον μαρτυρήσουν αν χτύπαγαν όση ώρα εκείνος συνέχιζε τη δουλειά του. Αφού τα έβαλε στην τσάντα θαλάσσης τη δική του, σηκώθηκε και μετακόμισε σε μια από τις ξαπλώστρες που υπήρχε πάνω της απλωμένη μια πετσέτα. Πήρε τον καφέ που υπήρχε ακουμπισμένος δίπλα και έπαιξε με το καλαμάκι, ανακατεύοντας τον. Ύστερα άρχισε πάλι να ψαχουλεύει τα ξένα πράγματα και να ξαφρίζει με απόλυτη ψυχραιμία και νηφαλιότητα ότι του γυάλιζε. Χρήματα, κοσμήματα αν ήταν τυχερός, κινητά, οπωσδήποτε ένα κοραλλί παρεό για να το χαρίσει στην Κάτια. Αν και το κορίτσι του δε γνώριζε για αυτό του το ταλέντο, είχε τα τυχερά της.

Πλησιάζοντας τον επόμενο στόχο του, αναρωτήθηκε αν κάποιο από τα κινητά είχε γυμνές φωτογραφίες ή και βίντεο από κάποιο κορίτσι. Συχνά έβρισκε τέτοια στα κινητά που έκλεβε και μάλιστα πέρναγε το ενδιαφέρον υλικό στον σκληρό δίσκο του πριν διαγράψει τα δεδομένα και παραδώσει τα κινητά στο γνωστό του, ο οποίο δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για το ρίσκο που έπαιρνε και τον έριχνε στη μοιρασιά, με τη δικαιολογία ότι και ο ίδιος είχε ρίσκο αν τον έπαιρναν είδηση να πουλάει κάποιο από τα κλεμμένα αντικείμενα. Όμως έτσι είναι όταν υπάρχουν μεσάζοντες, σου πίνουν το αίμα για να κερδίσουν οι ίδιοι τα περισσότερα.

Θυμήθηκε ένα πεντάλεπτο πορνό βιντεάκι που είχε βρει σε ένα κινητό, του άρεσε τόσο πολύ που είχε μπει στον πειρασμό να το ανεβάσει σε ένα από τα πολλά πορνό σάιτ για να το μοιραστεί και με άλλους. Τελικά επικράτησε η λογική ότι κάποια αλάνια από τη δίωξη ηλεκτρονικού εγκλήματος μπορεί να κατάφερναν να τον ανακαλύψουν και έτσι κράτησε το βίντεο για προσωπική χρήση.

Μιαν άλλη φορά είχε βρει σε ένα κινητό, φωτογραφίες πολλών παιδιών με τα μαγιό τους αλλά και κάποια άλλα γυμνά. Οι γονείς πιστεύοντας στην αγνότητα και την αθωότητα των μικρών πλασμάτων, αφήνουν τα παιδιά ακάλυπτα στις φαντασιακές ορέξεις του κάθε παιδεραστή. Δεν μπορούν ούτε να διανοηθούν ότι αυτή η αγνότητα προκαλεί κάποιους. Είχε θυμώσει πολύ τότε. Αν σιχαινόταν κάτι στη ζωή του ήταν η διαστροφή που είχαν κάποιοι με τα παιδιά. Είχε χαρεί που είχε κλέψει το κινητό του τύπου, ήταν μάλιστα και από εκείνα τα ακριβά που τα πληρώνεις για την ανάλυση που έχουν οι φωτογραφικές τους. Σκεφτόταν ότι αν ήξερε ποιος ήταν ο τύπος θα πήγαινε και θα τον έκανε τουλούμιαζε στο ξύλο, όταν του ήρθε μια άλλη έμπνευση, αν και από το συγκεκριμένο κινητό θα κέρδιζε πολλά, υπήρχε πιθανότητα να βρει κάποιος άκρη με τον άρρωστο ιδιοκτήτη. Αφού το καθάρισε σχολαστικά από τα δαχτυλικά αποτυπώματα, -είπαμε να πιάσουν τον σκατένιο, όχι να αποκαλυφτεί κι ο ίδιος- το έβαλε σε ένα φάκελο και το ταχυδρόμησε ανώνυμα στα κεντρικά της αστυνομίας. Πρέπει να προκάλεσε ένα χάος στην αστυνομία με το φόβο ότι κάποιος αναρχικός μπορεί να τους έστελνε δώρο έκπληξη, αλλά άκουσε λίγες μέρες μετά στις ειδήσεις ότι ύστερα από ανώνυμη αποστολή πακέτου με κινητό παιδόφιλου, η αστυνομία βρήκε τον τύπο που του άνηκε και ότι ήδη εκείνος βρισκόταν στον εισαγγελέα. Ένιωσε περήφανος που μέσω της παρανομίας του είχε συνεισφέρει στο να πιάσουν έναν τέτοιο ελεεινό τύπο. Η αλήθεια ήταν ότι δεν είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στην αστυνομία, αλλά να που το εγχείρημα του είχε πιάσει τελικά τόπο.

…..

Είχε ήδη ξαφρίσει χρήματα και πράγματα αξίας, από πέντε άτομα. Η τσάντα του ήταν γεμάτη καθώς κάποια από τα θύματα του ’βγαιναν από τη θάλασσα. Αν για κάποιο λόγο είχε αποφύγει τις κακοτοπιές όλον αυτό τον καιρό, ήταν ότι δεν έδειχνε απληστία και γνώριζε πάντα το πότε έπρεπε να φύγει. Ήρεμος σαν να μην τρέχει τίποτα, σηκώθηκε από τη θέση του και ξεκίνησε να φύγει. Πέρασε πίσω από το πρώτο ζευγαράκι και ούτε που έστρεψε το βλέμμα του προς το μέρος τους, αντιθέτως αμέριμνος συνέχισε την πορεία του.

-Μα που στην ευχή είναι ο αναπτήρας μου; Τον άκουσε να αναρωτιέται με τα χείλη σφιχτά όπως κρεμόταν το τσιγάρο στα χείλη του.

-Μήπως τον ξέχασες στο δωμάτιο;

-Λες;

-Ξέρω εγώ.

-Και μαζί με τον αναπτήρα πρέπει να ξέχασα και τα χρήματα. Αλλά πάλι είμαι βέβαιος ότι τον είχα μαζί με τα τσιγάρα.

-Δώσε μου λίγο την τσάντα, να βρω το κινητό μου.

-Αμ δε! Απάντησε νοερά ο άντρας που προχωρούσε από πίσω τους και κοίταγε αδιάφορα κάτω, αλλά προσπαθούσε να ακούει τα πάντα.

…..

Είχε μπει στο αμάξι του, τοποθέτησε την τσάντα με το ‘‘μεροκάματο’’ στη θέση του συνοδηγού και έβαλε μπρος. Ήταν εφτά ετών όταν για πρώτη φορά άπλωσε το χέρι. Ήταν στο σπίτι του ξάδερφου του, πολύ του άρεσε ένα από εκείνα τα γυαλιστερά αυτοκινητάκια με τα οποία έπαιζαν. Του το είχε ζητήσει παλιότερα όμως εκείνος δεν του το είχε δώσει, κι ας είχε τόσα πολλά. Σκέφτηκε ότι η μαμά του θα τον μάλωνε αν το μάθαινε, θα έκλαιγε και θα τον ρώταγε γιατί δεν της ζήτησε ένα ίδιο, αν και όταν το είχε κάνει, εκείνη του είχε πει ότι δεν το βρήκε στο παιχνιδάδικο που είχε πάει να το αγοράσει. Για να το λέει η μαμά έτσι θα είναι, η μαμάδες λένε πάντα και μόνο την αλήθεια, όμως όταν εκείνος πέρασε με ένα φίλο του από το κατάστημα των παιχνιδιών  είχε δει ένα παρόμοιο, ας του έπαιρνε εκείνο. Τελικά κάποια στιγμή που ήταν μόνος του, άπλωσε το χέρι και το πήρε. Το έβαλε στην τσέπη του και ακολούθησε βιαστικά τη μητέρα του που έφευγε.

Ο ξάδερφος του παραπονέθηκε ότι έχασε το αυτοκινητάκι του, όμως εκείνος ισχυρίστηκε ότι δεν ήξερε τίποτα. Φυσικά και δεν ήταν χαζός να το αφήσει σε κοινή θέα, ήξερε ότι η μητέρα του θα το αναγνώριζε με τη μία αν το έβρισκε, είχε γίνει μεγάλο θέμα εκείνο το παιχνίδι. Το έβγαζε όταν η μαμά έλειπε στη δουλειά, έπαιζε για λίγο και ύστερα το έκρυβε πάλι ανάμεσα στο στρώμα και στο κρεβάτι. Μια μέρα που γύρισε από το σχολείο βρήκε τη μαμά του στο δωμάτιο να ψάχνει, είχε ψάξει όλες τις πιθανές γωνιές που ένα παιδί μπορούσε να κρύψει ένα αντικείμενο. Το σημείο που το είχε κρυμμένο δεν ήταν και πολύ ασφαλές. Κάποια στιγμή η μητέρα του θα άλλαζε σεντόνια και θα το έβρισκε. Και πως θα το δικαιολογούσε τότε. «Έβαλε μπρος το αυτοκινητάκι και ήρθε μόνο του σε εμένα»! Μπα δεν ήταν και πολύ πειστικό, τέτοια ανοησία δε θα την έλεγε ούτε τρίχρονο. Έκανε μια σχισμή στο στρώμα και το έκρυψε εκεί.

Οι φίλοι του και οι συγγενείς του είχαν όμορφα πράγματα, εκείνος πάλι είχε λίγα και αυτά όχι και τόσο όμορφα. Ήταν άδικο αυτό που συνέβαινε, εκείνοι ντύνονταν καλά με καινούργια ρούχα, ενώ ο ίδιος φορούσε τα παλιά κάποιου μεγαλύτερου ξάδερφου που τα έδιναν διάφορες θείες στη μητέρα του, κάνοντας έτσι τη φιλανθρωπία τους και νιώθοντας πόσο καλές και ευλογημένες ήταν λόγω της καλοσύνης τους. Η μητέρα του δούλευε δέκα και δώδεκα ώρες την ημέρα και πάλι ο μισθός της ίσα που έφτανε για να καλύπτουν τις βασικές τους ανάγκες, λογαριασμούς, νοίκι και φαγητό. Αν της περίσσευε ποτέ κάτι, πήγαινε για εκείνον, συνήθως σε ρούχα και σχολικά είδη και ποτέ σε παιχνίδια. Τον πατέρα του δεν είχε προλάβει να τον γνωρίσει σχεδόν, ήταν μωρό στην κούνια όταν πέθανε ξαφνικά από καρδιά. Αυτό ήξερε στην αρχή, ύστερα έμαθε την αλήθεια, όμως το ίδιο του έκανε πια. Του είχε γίνει συνήθεια να απλώνει το χέρι και να παίρνει ό,τι του γυάλιζε. Από μικροαντικείμενα, χρήματα και ό,τι άλλο του είχε στερήσει η ζωή και το είχε δώσει απλόχερα στον διπλανό του. Στα δεκαπέντε όλοι ήξεραν ότι έκλεβε και προσπαθούσαν να τον αποφύγουν. Μεγαλύτερο επίτευγμα του όμως θεωρούσε όταν κατάφερε να κλέψει το κορίτσι του ξάδερφου του. Ήταν ένα όμορφο κορίτσι κι ο ξάδερφος του της φερόταν σαν να ήταν πραγματικός ευγενής. Ευγενικά της φερόταν και ο ίδιος, ήξερε τι φήμες κυκλοφορούσαν για εκείνον και δεν ήθελε να δώσει την εντύπωση του αλήτη. Το δυσάρεστο κλίμα που υπήρχε εναντίον του το έστρεψε με τη μαεστρία των επιχειρημάτων και των λέξεων υπέρ του. Ήταν σαν παράπονο, δεν ήθελε να της μιλήσει, αλλά έπρεπε με κάποιον να το μοιραστεί, η μητέρα του θα πληγωνόταν και έτσι δεν της μιλούσε γι’ αυτά, είχε ήδη πολλά στο μυαλό της. Εκείνη τον παρότρυνε, εκτός του ότι ήταν ιδιαίτερα περίεργη, φυσικό γυναικείο χαρακτηριστικό, τα θηλυκά ψοφάν για κάτι τέτοια. « Ήταν το εξιλαστήριο θύμα της παρέας, τον ανέχονταν στη συντροφιά τους όμως αν κάτι γινόταν εκείνον κοίταζαν όλοι καχύποπτα». Και ξαφνικά απέκτησε μια σύμμαχο να του παίρνει συνέχεια το μέρος.

Τρία χρόνια έμειναν μαζί, και προσπαθούσε να συγκρατείται γιατί δεν ήθελε να πέσει στα μάτια της. Και τα κατάφερε! Όμως ο εφηβικός έρωτας πέρασε και έτσι χώρισαν, «σαν φίλοι» του είχε ζητήσει εκείνη, εκείνος απλά την κοίταξε ειρωνικά και γυρίζοντας της την πλάτη έφυγε. Όμως δεν μπορούσε να μην αναγνωρίσει ότι χάρη σε εκείνη είχε γίνει δικηγόρος. Είχε αναπτύξει ιδιαίτερη δεινότητα στην τέχνη του λόγου. Όμως το ταλέντο είναι ταλέντο και η καλλιτεχνική κλίση, κλίση! Και εξάλλου λόγω της κρίσης το επάγγελμα είχε αναδουλειές.

…..

Η παραλία είχε γεμίσει με αγχωμένους ανθρώπους που ρωτούσαν δεξιά κι αριστερά αν είδαν κάποιον να κάθετε κοντά στα πράγματα τους. Κανείς δεν ήξερε να τους πει και ειλικρινά ένιωσα άσχημα που ενώ πηγαινοερχόμουν στην παραλία δεν είχα προσέξει κάτι. Όλο και περισσότεροι έρχονταν προς το μπαρ για να ρωτήσουν αν βρέθηκε κάποιο κινητό, όμως δεν ξέραμε τι να τους πούμε.

-Έπεσε καρχαρίας! Σχολίασε ο Ορέστης.

-Δηλαδή;

-Κάποιος ήρθε και έβγαλε μεροκάματο σήμερα.

-Μα στην παραλία;

-Παράξενο σου ακούγεται;

-Τι συμβαίνει; Ήρθε και ρώτησε ένας άντρας.

-Μας κλέψανε λεφτά, ένα βραχιόλι και έναν καλό αναπτήρα, και φυσικά τα κινητά. Είπε ένας αγανακτισμένος λουόμενος από αυτούς που είχαν ξαφρίσει. Σε όλους λίγο πολύ είχαν κλέψει τα ίδια. Μπορεί όχι κοσμήματα αλλά σίγουρα χρήματα και κινητά.

-Πρέπει κάτι να γίνει!

-Το μόνο που μπορείτε να κάνετε είναι να δηλώσετε αυτά που σας έκλεψαν στο αστυνομικό τμήμα. Είπε ο άντρας.

-Υπάρχει πιθανότητα… πήγε να ρωτήσει κάποιος!

-Τι να σας πω;

Κάποιοι θα πήγαιναν στην αστυνομία, κάποιοι άλλοι όμως δε φάνηκαν και τόσο πρόθυμοι, τους έφτανε η κλοπή, δε χρειαζόταν και την ταλαιπωρία της αστυνομίας.

-Τι να κάνουν και αυτοί. Πρέπει με κάποιο τρόπο να ζήσουν! Σχολίασε ο άντρας που είχε συστηθεί ως αστυνομικός και προσπάθησε να βάλει σε τάξη την ταραχή των ανθρώπων που τους είχαν κλέψει.

-Να βρουν καμιά δουλειά μήπως; Σχολίασε κάποια γυναίκα.

-Κρίση κυρία μου, κρίση!

Έκπληκτη στράφηκα και κοίταξα τον Ορέστη.

-Ξέρω, μου είπε εκείνος χαμηλόφωνα στο αυτί, μόλις σε προσανατόλισε επαγγελματικά.

…..

Με έναν πρόχειρο υπολογισμό του Γρηγόρη καταλήξαμε ότι αυτοί που είχαν κάνει τη δουλειά, είχαν βγάλει γύρω στα 700 ευρώ σε χρήμα, τα κινητά άξιζαν πάνω από δύο χιλιάδες ευρώ συνολικά, αν και περίπου τα μισά θα έβγαζαν, αλλά θα είχαν κι άλλα τυχερά αν υπολόγιζες, αναπτήρες και κάποια κοσμήματα.

-Διόλου άσχημα για μια μέρα!

-Καλά, τι θέλουν κι αυτοί στην παραλία τόσα χρήματα μαζί τους;

-Μπορεί να είχαν σκοπό να πάνε να φάνε κάπου εδώ κοντά μετά. Απάντησε ο Ορέστης σε εμένα. Δεν τρώνε όλοι στο δωμάτιο κρυμμένοι. Είπε κλείνοντας μου το μάτι, κάτι που παρατήρησε ο Γρηγόρης όμως δεν το σχολίασε.

-Έκλεψε κι από εμάς!

-Τι;

-Αναγκαστήκαμε να κεράσουμε καφέδες και ξαπλώστρες, δε θα μπορούσαν όσο και να θέλαμε να μας πληρώσουν.

-Ο Θανάσης το ξέρει;

-Όχι, αλλά τώρα που το λες θα του το πω. Θα γίνει φύλακας της παραλίας προκειμένου να μη χάσει σεντς.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ –ΣΕΡΒΙΡΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΓΡΙΟΓΑΤΑ-

 

Κάθε πρωί προσπαθούσα να ξυπνάω νωρίτερα από εκείνον, όχι ότι τα κατάφερνα πάντα! Με τα δάχτυλα τακτοποιούσα τα μαλλιά μου, καθάριζα τα μάτια μου και έτρωγα ένα σοκολατάκι. Είναι ένα έξυπνο μυστικό για να απαλλαγεί κανείς από την πρωινή και αναπόφευκτη κακοσμία του στόματος όταν δεν προλαβαίνει να πλύνει τα δόντια του και να έχει ωραία γεύση όταν ο εραστής ξυπνήσει και αποζητήσει τα φιλιά του. Καλό θα είναι να μην προσπαθήσετε με αυτόν  τον τρόπο να αποφύγετε τη στοματική υγιεινή, ειδάλλως σας βλέπω μια ώρα αρχύτερα στον οδοντίατρο. Ως λιχούδα, δεν είχε κάνει εντύπωση στον Ορέστη που κάθε τόσο γέμιζα τα συρτάρια του με σοκολατάκια, τα οποία εξαφανίζονταν αρκετά γρήγορα εξαιτίας και των δυο μας. Αυτό που δεν ήξερε ο καλοκαιρινός μου εραστής ήταν ότι στο δωμάτιο που φύλαγα τα πράγματα μου, μιας και σχεδόν είχα μετακομίσει στην κάμαρα του, δεν είχαν μπει ούτε μια φορά σοκολατάκια. Ήταν ένα επιπλέον έξοδο, το οποίο όμως αν εξαιρούσε κάποιος τις θερμίδες, τις οποίες όμως έκαιγα κάτω από τον ελληνικό, ζεστό ήλιο είχε μόνο θετικά. Άλλωστε είπαμε μου αρέσουν οι γλυκές λιχουδιές.

-Ξύπνησε και με βρήκε να μασάω ένα σοκολατάκι. Του χαμογέλασα με κλειστό στόμα, ενώ με τη γλώσσα μάζευα τυχόν κατάλοιπα σοκολάτας από τα δόντια.

Χασμουρήθηκε και τεντώθηκε.

-Σου έπεσε το ζάχαρο μωρό μου;

-Ίσως! Του απάντησα παιχνιδιάρικα.

-Μήπως πρέπει τώρα να κάψεις και τις θερμίδες; Ρώτησε κοιτώντας με πλάγια.

-Δεν πρόκειται να συμμαζέψω αυτό το χάος, είπα ανοίγοντας τα χέρια για να του δείξω το δωμάτιο, δε θα μπορώ να πάρω τα πόδια μου έπειτα στη δουλειά!

-Σκοπός μου είναι να μην μπορείς να πάρεις τα πόδια σου στη δουλειά αλλά όχι επειδή θα συμμαζέψεις το χάος. Είπε και τεντώθηκε πάνω από το σώμα μου για να ανοίξει το συρτάρι που ήταν φυλαγμένα τα σοκολατάκια μαζί με τα προφυλακτικά.

-Θα σου έδινα εγώ σοκολατάκι.

-Εγώ θέλω από τα άλλα, μου είπε πονηρά. Αυτά στο λεπτό φακελάκι.

-Εσύ δε θες σοκολατάκι τότε!

-Θέλω κάτι πιο γλυκό από σοκολατάκι! Είπε και με αγκάλιασε. Φυσικά για να καούν οι θερμίδες από ένα και μόνο σοκολατάκι, μπορεί να κάνει κανείς κι άλλα πράγματα, πιο ευχάριστα από το να περπατάει κάτω από τον ήλιο κουβαλώντας δίσκους.

.....

Το να κάνεις όμως πιο ευχάριστα πράγματα για να χάσεις θερμίδες, δε σημαίνει ότι θα αποφύγεις να πηγαινοέρχεσαι και κάτω από τον ήλιο, ειδικά όταν είναι για βιοποριστικούς λόγους και έχεις σκοπό να βγάλεις με αυτόν τον τρόπο το χειμώνα σου καλύπτοντας προσωπικές ανάγκες. Ξυπόλυτη, φορώντας ένα τζιν σορτσάκι, αποκαλύπτοντας τα μαυρισμένα μου πόδια και νιώθοντας κρυφά υπερήφανη που για πρώτη φορά είχα αποκτήσει τέτοιο χρώμα, φορώντας κι ένα καπέλο στο κεφάλι έχοντας μαζεμένα τα μαλλιά μου μέσα σε αυτό πηγαινοερχόμουν με καλή διάθεση από τις ξαπλώστρες στο μπαρ. Έριχνα και από καμιά ματιά στον Ορέστη, που όταν συναντούσε το βλέμμα μου έσπευδε να μου κλείσει το μάτι, να μου κάνει ένα νεύμα ή να μου χαμογελάσει.

Αυτά τουλάχιστον συνέβαιναν τις προηγούμενες μέρες αλλά όχι και αυτή. Ο Ορέστης φαινόταν δυσαρεστημένος και απέφευγε να με κοιτάξει. Προσπάθησα να διώξω από το μυαλό μου τον προβληματισμό, του τι στην ευχή του συνέβαινε και να μείνω ανεπηρέαστη, αλλά δεν ανήκω στην κατηγορία των ανθρώπων που το καταφέρνουν. Το πρωί είχαμε ξυπνήσει μια χαρά, μπήκαμε μαζί στο ντους, αλλιώς δεν προλαβαίναμε να καλύψουμε και το κεφάλαιο έρωτας και το κεφάλαιο της καθαριότητας και φύγαμε με δέκα λεπτά διαφορά για τη δουλειά. Τι μπορεί να είχε συμβεί μέσα σε αυτά τα δέκα λεπτά που είχαμε περάσει χωριστά. Ή μήπως τον είχε ενοχλήσει κάτι νωρίτερα στη συμπεριφορά μου και το συνειδητοποίησε όταν έμεινε μόνος του.

Επαναλάμβανα νοερά βήμα βήμα ό,τι είχα κάνει από το πρωί που είχα ξυπνήσει για να δω τι μπορεί να είχα κάνει λάθος. Μόλις τελείωνα τη νοερή αναπαράσταση ξεκινούσα από την αρχή, κάνοντας περισσότερο μηχανικά τη δουλειά μου, παρά ουσιαστικά. Είδα τον Ορέστη να πηγαίνει στο μπαρ, να λέει κάτι στον Γρηγόρη εκείνος να κουνάει καταφατικά το κεφάλι του και ο Ορέστης να παίρνει πάλι το δίσκο και να συνεχίζει τη δουλειά του, όμως τα όμορφα χαρακτηριστικά του ήταν σκληρά. Κάτι άλλο πρέπει να είχε συμβεί, δεν μπορεί να ευθυνόμουν εγώ, θέλησα να πιστέψω. Πλησίαζα στο μπαρ δήθεν αμέριμνη όταν είδα το Γρηγόρη που ετοίμαζε κάποια κοκτέιλ να μου κάνει νόημα με το χέρι.

-Μπορείς να πας αυτή την παραγγελία! Μου είπε βάζοντας πάνω στο δίσκο μου τρία γεμάτα ποτήρια.

-Φυσικά! Απάντησα, σε ποιον όμως.

Ο Γρηγόρης με προσανατόλισε δίνοντας μου τον αριθμό της ζώνης και της ξαπλώστρας που ήταν καθισμένοι αυτοί που είχαν παραγγείλει τα ποτά.

-Θα σε πείραζε να αναλάβεις το πόστο του Ορέστη σήμερα; Μου είπε πριν ξεκινήσω.

-Όχι, αλλά θα προλάβω…

-Μην ανησυχείς, τις δικές σου θα τις αναλάβει ο Ορέστης. Θα κάνετε μια ανταλλαγή ζώνης.

Η παραλία ήταν χωρισμένη σε ζώνες και αριθμούς καρεκλών ώστε να ξέρουμε που πάει η κάθε παραγγελία. Φυσικά αυτό ήταν κάτι που διευκόλυνε εμάς και δεν απασχολούσε σε καμία περίπτωση τους πελάτες. Ο Ορέστης είχε πάρει τις πιο απομακρυσμένες ζώνες και εγώ σαν πιο καινούργια τις πιο κοντινές στο μπαρ, με αυτό τον τρόπο θα συνήθιζα και δε θα έχανα τα αυγά και τα πασχάλια στην παραλία από τις πρώτες μου μέρες σε αυτή. Γι’ αυτό ‘‘ευθυνόταν’’ ο Γρηγόρης, ο οποίος έχοντας μεγαλύτερη κατανόηση και μην ξεχωρίζοντας τη θέση του από τη δική μας, εφόσον μάλιστα εργαζόταν το ίδιο σκληρά με εμάς, προτιμούσε να μας διευκολύνει. Αν ήταν στο χέρι του Θανάση πιστεύω ότι θα ήταν ικανός σαν σκληρό και αμείλικτο αφεντικό, της θεωρίας «Σε πληρώνω, είσαι σκλάβος μου για τις ώρες τις οποίες σε πληρώνω» θα μας έβαζε να σερβίρουμε ως και στο βυθό της θάλασσας.

-Σίγουρα δεν έχεις πρόβλημα; Με ξαναρώτησε, κρατώντας μου λίγο το δίσκο, πριν ξεκινήσω.

-Γιατί να έχω; Κοντεύει να βγει η σεζόν, νομίζω ότι τα πηγαίνω καλύτερα από ότι στις αρχές!

-Ωραία, έφυγες! Μου είπε και μου θύμισε προπονητή σε αγώνα βόλεϊ που κάνει αλλαγή εν μέσω του σετ. Ήμουνα βέβαιη πως αν δεν ήταν το μπαρ να τον εμποδίζει, μπορεί να μου έριχνε και ένα αθώο χτύπημα στον ποπό για να με ενθαρρύνει για το δύσκολο έργο μου. Ευτυχώς, υπήρχε το μπαρ.

Πέρασα δίπλα από τον Ορέστη που επέστρεφε με νέες παραγγελίες, του χαμογέλασα ενώ εκείνος κοίταζε με δυσάρεστη έκπληξη τα ποτήρια στο δίσκο μου. Ύστερα έτρεξε ξωπίσω μου, καλώντας το όνομα μου και σταματώντας με. Τον κοίταξα με έκπληξη μην μπορώντας να καταλάβω τι του συνέβαινε.

-Που τα πας αυτά; Με ρώτησε επιτακτικά. 

-Στη ζώνη σου, του απάντησα.

-Εσένα έβαλε στη θέση μου ο έξυπνος ο Γρηγόρης; Παρατήρησα τα χαρακτηριστικά του να σκληραίνουν.

-Εντάξει, μπορεί να μην είμαι παλιά όπως είσαι εσύ, αλλά αν δε με ματιάσει κάποιος για το πόσο καλά κουβαλάω το δίσκο, δε νομίζω να τα κάνω θάλασσα. Είπα θέλοντας να αστειευτώ.

Εκείνος ξεφύσησε.

-Θα προτιμούσα να τα πήγαινε κάποιος άλλος!

-Γιατί; Τι συμβαίνει με τη ζώνη σου, πες μου μόνο ότι δε γίνονται ανθρωποθυσίες.

-Ναι, θυσιάζουν αθώες παρθένες!

-Τότε ξέρεις πολύ καλά ότι δεν κινδυνεύω! Του είπα κλείνοντας το μάτι και κάνοντας τον να χαμογελάσει. Πήγε να κάνει μια κίνηση, σαν να ήθελε να με χαϊδέψει ή να μου βγάλει το καπέλο, αλλά αμέσως το μετάνιωσε και αφού αναστέναξε ξανά μου έκανε νόημα να πάω την παραγγελία. 

.....

Τρία κορίτσια είχαν απλώσει τα αψεγάδιαστα κορμιά τους πάνω στις ξαπλώστρες. Η μία ήταν κοκκινομάλλα, βαμμένη υποψιάζομαι, με λευκό κορμί και φακίδες σκορπισμένες στη λευκή σάρκα της. Η δεύτερη ήταν ξανθιά, με καστανά μάτια, με ύφος λες και είχε καταπιεί μόλις ξύδι και η τρίτη καστανή, με σταρένια σάρκα και πράσινα γατίσια μάτια. Μόλις τις είδα το πρώτο που σκέφτηκα ήταν ότι ο κάθε άντρας που θα δούλευε στην παραλία θα ήθελε να σερβίρει αυτά τα θηλυκά παρά το ξιπασμένο ύφος τους. Ακόμα κι ο Θανάσης θα ήταν ικανός να φορτωθεί το δίσκο και να έρθει ως εδώ για να χαζέψει τα κορμιά τους και να τους πιάσει κουβέντα ξιπάζοντας για το ότι το beachbarήταν δικό του. Κι ό,τι παράγγελναν θα ήταν κερασμένο από τον ίδιο. Όμως ο Ορέστης γιατί δεν ήθελε να τις σερβίρει, να ευθυνόταν σε εκείνες η χαλασμένη του διάθεση; Πρόσεξα ότι παρατημένα στην άμμο, δίπλα από τις ξαπλώστρες ήταν τρία άδεια ποτήρια. Αφού τους έδωσα τα ποτά τους και πληρώθηκα το ποσό έσκυψα να μαζέψω τα άδεια ποτήρια. Ξεκίνησα να φύγω όταν η φωνή της καστανής με σταμάτησε.

-Ο Ορέστης σχόλασε; Γύρισα και την κοίταξα κοκκινίζοντας.

-Δε νομίζω. Απάντησα εγώ, αφού έβηξα πρώτα να ξεβραχνιάσω.

-Εσύ είσαι καινούργια; Δε σε θυμάμαι πέρσι να ήσουν εδώ!

-Πάλιωσα πλέον, είμαι εδώ από τις αρχές του Μάη! Σχολίασα, προσπαθώντας να φανώ ευγενική. Έχετε ξαναέρθει; τη ρώτησα πριν προλάβω να σταματήσω τον εαυτό μου.

-Ναι, ήμουνα εδώ πέρσι, όπως κι εσύ δούλευα. Όμως ευτυχώς βρήκα δουλειά μέσα στο χειμώνα, οπότε αποφάσισα να έρθω διακοπές φέτος! Μου άρεσε πολύ εδώ πέρσι και ήθελα να απολαύσω το μέρος ως επισκέπτρια.

-Καταλαβαίνω. Θα κάτσετε πολύ; Τη ρώτησα πριν φύγω.

-Δεν έχω αποφασίσει ακόμα. Ήρθα για λίγες μέρες αλλά μπορεί και να μείνω. Άλλωστε ο Σεπτέμβρης πλησιάζει και δε θα είναι δύσκολο να βρούμε κατάλυμα.

-Σίγουρα.

-Άλλωστε έχω φίλους εδώ, μπορεί κάποιος να με φιλοξενήσει!

-Φυσικά. Συμφώνησα ξανά.

-Προσπαθώ να πείσω και τις φίλες μου να μείνουν.

-Δεν μπορεί να μας βολέψει όλες ο Ορέστης! Σχολίασε η κοκκινομάλλα. Άλλωστε δε θα το καταδεχόμουν. Έπιασα το υπονοούμενο στον τόνο της φωνής της και ύστερα έβαλαν και οι τρεις τα γέλια. Κούνησα το κεφάλι μου, προσποιούμενη τη χαμογελαστή και έφυγα.

.....

Τελικά η κουβέντα που είχε προηγηθεί με τα κορίτσια ήταν διαφωτιστική. Αυτό ήταν το πρόβλημα του Ορέστη.Στην ουσία εγώ ήμουν το πρόβλημά του, χωρίς όμως και να το έχω προξενήσει. Η επιστροφή κάποια παλιάς του κατάκτησης, τον είχε βρει όμως δυστυχώς για εκείνον ρεζερβέ και δεν ήξερε πώς να με στείλει εμένα στο δωματιάκι μου για να φιλοξενήσει την καλλονή. Άλλωστε θα είχαν πολλά να πούνε μετά από τόσο καιρό. Δεν υπήρχε θέμα, θα έφευγα εγώ, άλλωστε είχε περάσει προ πολλού το διήμερο που θα απολάμβανα το κορμί του, όπως με είχε πειράξει στην αρχή, έπειτα πέρασε και η εβδομάδα στην οποία αναρωτιόταν τι του συνέβαινε και συνέχιζε με την ίδια γυναίκα, ήταν τότε που τον είχα βαρέσει με το μαξιλάρι μου, προφανώς και το χτύπημα του είχε προκαλέσει κάποια βλάβη γιατί επέμενε να συνεχίζει μαζί μου. Όμως αυτές οι μέρες είχε έρθει η στιγμή που τελείωναν. Σχολώντας εκείνος θα πήγαινε να φάει με τον Γρηγόρη, τους είχα ακούσει που το κανόνιζαν μεταξύ τους, πολύ πιθανόν να ήθελε να συζητήσει μαζί του το πρόβλημα που είχε δημιουργηθεί, τώρα που είχε κάνει την επανεμφάνιση της η άλλη. Εγώ πήγα στο δωμάτιο του, με το δεύτερο κλειδί που είχα για να μπαίνω όταν εκείνος τύχαινε να κάνει τις βόλτες με τους φίλους του και αργούσε και αφού μάζεψα τα πράγματα μου, δυο τρία ρούχα, εσώρουχα, οδοντόβουρτσα, -αναγνωρίζω ότι το είχα παρακάνει, κανονική μετακόμιση εδώ που τα λέμε-  και φυσικά τα σοκολατάκια μου.

Επέστρεψα στο παρατημένο δωμάτιο μου και τακτοποίησα τα πράγματα στην βαλίτσα μου.Προτιμούσα να τα έχω εκεί από ότι στην ντουλάπα, για να μη ξεχάσω τίποτα με την αναχώρηση. Εκτός από δυο τρία φορέματα που τσαλάκωναν πολύ εύκολα.Έβαλα κάποια ρούχα για πλύσιμο και ανοίγοντας το τάμπλετ μου ξάπλωσα στο κρεβάτι. Δεν σέρφαρα πάνω  από πέντε λεπτά και κακοδιάθετη το έκλεισα.

Είχα αποκοιμηθεί, όταν με ξύπνησε χτύπημα στην πόρτα.  Σηκώθηκα ζαλισμένη και πήγα να ανοίξω. Ο Ορέστης μπήκε μέσα στο δωμάτιο.

-Τι κάνεις εδώ; Με ρώτησε. Εγώ χασμουρήθηκα δήθεν αδιάφορα, προσπαθώντας να αγνοήσω τους τρελούς γεμάτους ελπίδα χτύπους της καρδιάς μου.

-Κοιμόμουν! Έγινε κάτι;

-Γύρισα στο δωμάτιο και δε σε βρήκα.

-Ναι, είπα να έρθω εδώ απόψε.

-Για να μου λείψεις; Μου είπε χαδιάρικα.

-Δεν το είχα κατά νου. Είπα και πήγα να ξεφύγω από την αγκαλιά του, νιώθοντας ότι θα ξέσπαγα σε γοερά κλάματα εξαιτίας της έντασης που είχε συσσωρευτεί μέσα μου από τη στιγμή που άκουσα τη συζήτηση των τριών κοριτσιών. 

-Άννα, τι συμβαίνει;

-Τίποτα, είπα και κοίταξα πίσω από την πλάτη του, αποφεύγοντας το βλέμμα του.

-Κοίτα με στα μάτια! Σου είπανε κάτι εκείνες οι χαζές;

-Ποιές χαζές; Γιατί για την ώρα η μόνη χαζή ήμουν εγώ!

-Ήμουν σίγουρος! Τι σου είπαν;

-Ήσουν μαζί της;

-Για λίγους μήνες!

-Σήμερα, πριν… ήσουν μαζί της;

-Ήμουν με το Γρηγόρη!

-Τι είχατε να πείτε με το Γρηγόρη;

-Βλακείες!

-Δε με βοηθάει η απάντηση σου. Σχολίασα προσπαθώντας να ακουστώ ψύχραιμη.

-Όταν έστειλε εσένα στη θέση μου, δεν μπόρεσα να μην σχολιάσω ότι έκανε λάθος, εκείνος ήθελε να μάθει τι συμβαίνει. Είχα ανάγκη να μιλήσω.

-Τι να πεις ακριβώς; Ότι είσαι μαζί μου μεν αλλά πλέον δε θες να είσαι μαζί μου, γιατί γύρισε η αγριόγατα;

-Η ποιά; Δε θέλω να είμαι με την αγριόγατα. Μαζί σου θέλω να είμαι, δεν κρύβω ότι υπήρξαμε ζευγάρι όμως δεν κολλάγαμε. Όμως εκείνη δε θέλει να το καταλάβει. Αν και μάλλον ο εγωισμός της δε θέλει να το καταλάβει. Νομίζει ότι είμαι το παιχνίδι της και θα με κάνει ό,τι θέλει.

-Και εσύ από εγωισμό, τσινάς;

-Τσινάω; ! δεν είμαι γαϊδούρι για να τσινάω! Ή μάλλον ναι,  τσινάω γιατί είσαι εσύ στη μέση, και δε με νοιάζει καμία αγριόγατα. Προτιμώ να είμαι με τη γαϊδούρα που προτίμησε να με αφήσει μόνο μου να κοιμηθώ απόψε στον στάβλο μου.

-Και ήρθες να κάνεις και το δικό μου δωμάτιο στάβλο; Του είπα παραπονιάρικα.

-Εδώ που τα λέμε είναι πολύ καθαρό. Μάλλον λέω να μετακομίσω εδώ. Είπε και χωρίς δεύτερη κουβέντα με άφησε και ξάπλωσε στο κρεβάτι μου. Που έχεις κρυμμένα τα σοκολατάκια ;

-Όλα κι όλα δε θα μου φας και τα σοκολατάκια. Ξάπλωσα δίπλα του και γύρισα προς τη μεριά του.

-Αύριο θα επιστρέψεις στη ζώνη σου!

-Και εσύ;

-Στη δικιά μου!

-Προτιμώ να μείνω εγώ στη δική σου!

-Πες μου μόνο ότι ζηλεύεις!

-Μη χαίρεσαι!

-Δε χαίρομαι, απλά δεν έχεις να της ζηλέψεις τίποτα.

-Μπορούμε απόψε μόνο να κοιμηθούμε;

-Φυσικά μωρό μου, είπε και με φίλησε πριν κλείσει τα μάτια του και αφήνοντας με να τον χαζεύω μέχρι να μου ζητήσει να κλείσω το φως. 

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ – Η ΠΑΡΑΛΙΑ ΕΡΗΜΗ-

 

Η ιστορία του Ορέστη με την αγριόγατα δε διέφερε και πολύ από τις συνηθισμένες ερωτικές σχέσεις. Το προηγούμενο καλοκαίρι είχε εργαστεί κι εκείνη στην παραλία, όμορφο κορίτσι δεν άφησε αδιάφορο τον Καζανόβα. Όμως από πολύ νωρίς η κατάσταση δε φαινόταν να είναι και πολύ ευνοϊκή για τους δυο τους. Ο Ορέστης τη χαρακτήρισε ως παθολογικά ζηλιάρα. Στην αρχή είχε νιώσει να κολακεύεται, όμως λίγες μόλις εβδομάδες αφού είχαν ξεκίνησαν να βγαίνουν του έκανε σκηνές με το παραμικρό. Στο τέλος απηυδισμένος εκείνος ζήτησε να χωρίσουν… και χώρισαν. Δεν είχαν περάσει μόλις λίγες μέρες και εκείνη άρχισε να βλέπει το Θανάση.

-Και γιατί τώρα ρωτάει για σένα και δε ρωτάει για το Θανάση;

-Ποιος μπορεί να καταλάβει τις γυναίκες, είπε ο Ορέστης και ανασήκωσε τους ώμους του.

-Έλα μου ντε!Τον ειρωνεύτηκα αλλά εκείνος δεν έδωσε σημασία.

-Το θέμα είναι ότι ήρθε σήμερα στην παραλία και συμπεριφερόταν σαν να της ανήκω.

-Και ήταν αυτός λόγος να συγχυστείς τόσο πολύ;

-Α, δηλαδή εσύ αν ερχόταν ο πρώην σου, και συμπεριφερόταν σαν να του άνηκες δε θα σε ενοχλούσε. Εκείνη τη στιγμή έφερα στο μυαλό μου το Λευτέρη και αναρωτήθηκα αν θα ταίριαζε ανάλογη συμπεριφορά στο χαρακτήρα του.

-Δε νομίζω ότι θα το έκανε! Σχολίασα.

-Να όμως, που αυτή το κάνει! Όπως και να έχει αύριο θα της το ξεκόψω. Επιστρέφεις στη θέση σου κι εγώ στη δική μου.

-Δε με πειράζει πάντως… όμως ένα βλέμμα του ήταν αρκετό για να κόψω τη φράση μου στη μέση.

.....

Τελικά η αγριόγατα σάλπαρε μαζί με τις φίλες της. Ο Ορέστης της συμπεριφερόταν εντελώς τυπικά και δεν είχε καμία διάθεση να βολέψει με κανέναν τρόπο, ούτε την ίδια αλλά ούτε και καμία από τις φίλες της, που όλο κάρφωναν το βλέμμα τους επάνω του. Εγώ αναρωτιόμουν αν ήταν πράγματι τόσο εγκρατής και αδιάφορος για το φλερτ και τα ερωτικά βλέμματα που του έριχναν. Τελικά αποφάσισα προκειμένου να αποφύγω τις κακοτοπιές της προκατόχου μου, να πιστέψω αυτό που έβλεπα και να αποφύγω να κάνω σενάρια στο μυαλό μου, μιας και ο Ορέστης δε μου είχε δώσει δικαιώματα.

Άλλωστε υπήρχαν άλλα θέματα που με απασχολούσαν περισσότερο.Το καλοκαίρι έφτανε στο τέλος του, ένα μήνα αργότερα θα λάβαινε τέλος και η τουριστική περίοδος. Επιστρέφοντας και οι δύο στη βάση μας η ιστορία μας θα συνεχιζόταν ή θα λάβαινε και αυτή τέλος, μαζί με τα δροσερά ροφήματα;

.....

Η παραλία έρημη δίνει εντελώς διαφορετική εικόνα από ότι γεμάτη. Είναι σαν να είναι δυο διαφορετικοί τόποι. Οι ξαπλώστρες, οι ομπρέλες για τον ήλιο, η πρόχειρη κατασκευή του μπαρ, ψυγεία κ.ο.κ. είχαν μαζευτεί. Η φυσική μορφή του τόπου που του πρόσδιδε μια άγρια ομορφιά είχε επιστρέψει. Με τα πράγματα μου πακεταρισμένα και έτοιμα να πάρουν το ταξίδι της επιστροφής, έκανα μια τελευταία βόλτα στην παραλία που για πάνω από πέντε μήνες είχα εργαστεί κάτω από τον καυτό ήλιο.

Χάζευα το κυματάκι που έφτανε στην ακρογιαλιά και χτύπαγε πάνω στους βράχους που χώριζαν την παραλία στα δύο, και που κάποια μέρα, ένας ερωτευμένος άντρας βρήκε μια ταυτότητα χεριού με το όνομα της πρώην αγαπημένης του. Να της είχε τηλεφωνήσει άραγε ή να είχε δειλιάσει, όπως συνηθίζουν να κάνουν πολλοί από εμάς· αφήνοντας  αυτό που επιθυμούν πάνω από όλα να ξεγλιστρά από τα χέρια τους και να μετουσιώνεται σε άυλο, μόνο και μόνο επειδή δεν είχαν το σθένος να το διεκδικήσουν.

Τα γέλια από τους ηλικιωμένους έφτασαν στα αυτιά μου από τις προηγούμενες μέρες, όταν αντάλλασαν λόγια όλο υπονοούμενα. Νοερά είδα  το θλιμμένο αλλά καλοστεκούμενο άντρα να κάθεται στο μπαρ. Να μιλάει με συγκρατημένη νοσταλγία για τη ζωή του πριν χαθεί η γυναίκα του. Το ΠΡΙΝ και το ΜΕΤΑ. Πόσες φορές αυτό το ΠΡΙΝ θεωρείται καλύτερο, κάνοντας το παρόν να μοιάζει ζοφερό. Μας κατατρώει, δυναστεύοντας το μέλλον μας. Φυσικά και δεν είναι λίγο πράγμα να χάνεις ένα σύντροφο ζωής, όμως δε συμβαίνει αυτό αναγκαστικά μόνο με το θάνατο.

Γύρω μου περιστρέφονταν σε έναν παράλογο χορό, οι σκιές των προηγούμενων ημερών, πράγματα που είχα δει και είχα γίνει μάρτυρας αλλά και άλλα για τα οποία είχα μόνο ακούσει. Μια παρέα, χωρίς ξεκάθαρα χαρακτηριστικά, που λήστεψαν πράγματα αξίας από τους λουόμενους. Η απογοήτευση στη φωνή ενός κοριτσιού επειδή ο αγαπημένος της την επιδείκνυε στους φίλους του, δείχνοντας φωτογραφίες της που τράβηξε όταν εκείνη είχε αποκοιμηθεί στο πλάι του, γεμάτη εμπιστοσύνη για εκείνον. Τελικά μπορεί να ήταν πλάνη και να ευθυνόταν απλά η προστυχιά μιας παρέας αντρών, αλλά η λύπη της ήταν με βεβαιότητα αληθινή.

Και τόσοι άλλοι άνθρωποι, που πέρασαν από την παραλία εκείνο το καλοκαίρι, έχοντας ο καθένας τη δική του ιστορία την οποία εγώ δε θα μάθαινα. Όμως μπορούσα να φανταστώ, κοιτώντας τις γραμμές στα πρόσωπα τους, κι άλλες φορές θα έπεφτα μέσα κι άλλες πολύ έξω από την πραγματικότητα.

«Και με τη δική σου ιστορία τι θα γίνει Άννα;» έκανα στο τέλος την ερώτηση που προσπαθούσα να αποφύγω τόση ώρα. Θα περίμενε άλλους εφτά μήνες άνεργη μέχρι να έρθει πάλι το καλοκαίρι για να πιάσω δουλειά στην ίδια παραλία; 

.....

Κοίταξα το ρολόι μου, είχα χρόνο μπροστά μου μέχρι να επιβιβαστώ στο πλοίο που θα με πήγαινε πίσω στην οικογένεια μου. Ο ήλιος ‘‘έσβησε’’ και μια φωτιά ‘‘άναψε’’ μπροστά μου.Γύρω της κάθονταν οι συμμαθητές μου! Τι να είχαν απογίνει όλα εκείνα τα παιδιά; Πόσων η ζωή είχε βυθιστεί στην ύφεση που είχε σπρώξει έναν ολόκληρο λαό η οικονομική κρίση; Ποιοι διατηρούσαν τις ελπίδες και τα όνειρα τους; Πόσοι είχαν φύγει στο εξωτερικό κάνοντας κάτι που ανταποκρινόταν στον τίτλο σπουδών τους και πόσοι έριξαν τον πήχη χαμηλότερα από ότι άξιζαν, αναγκασμένοι να συμβιβαστούν με κάτι κατώτερο!

Είδα το Βασίλη να χαϊδολογά την κοπέλα του και το Λευτέρη στο πλάι του να πίνει από ένα κεσεδάκι μπύρα και να με καρφώνει με το βλέμμα του, με μάτια που λάμπουν από το φως της φωτιάς. Ύστερα από μήνες σιωπής είχαμε καταφέρει να επικοινωνήσουμε μέσω Skype.

-Χάθηκες! Ήταν η πρώτη του φράση.

-Ναι! Απάντησα απλά.

-Να υποθέσω ότι τη μισή μέρα δούλευες και την υπόλοιπη κοιμόσουν;

-Όχι, εξερευνούσα το νησί. Απάντησα ήρεμα.

-Βρήκες τίποτα ενδιαφέρον;

-Όλο και κάτι βρήκα! Του είπα με διάθεση να τον ενοχλήσω. Θεωρούσα αδικαιολόγητη την εξαφάνιση του από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, επειδή του είχα κάνει μια ερώτηση, την οποία εκείνος είχε θεωρήσει ματαιόδοξη. Προσθέτοντας και τη δική μου εικοσιτετράωρη απασχόληση, είτε στην παραλία σερβίροντας είτε αργότερα στο δωμάτιο με τον Ορέστη, (δεν είχαν λείψει και οι πιο απομακρυσμένες ολιγόωρες εκδρομές μας σε άλλα μέρη του νησιού, ανεβαίνοντας στο μηχανάκι του και κόβοντας βόλτες), είχαμε χαθεί εντελώς με το Λευτέρη.

-Χαίρομαι που βγήκες από το δωμάτιο σου. Μου είπε και χαμογέλασε λυπημένα.

-Αυτή δεν ήταν η συμβουλή σου;

-Αυτή ήταν; Αναρωτήθηκε ήρεμα. Πότε γυρίζεις στην Αθήνα; Άλλαξε αμέσως θέμα.

-Μεθαύριο.

-Έχεις σκεφτεί τι θα κάνεις;

-Ότι κάνω όλους τους χειμώνες, θα ψάξω για δουλειά και θα μιζεριάζω μην μπορώντας να βρω.  Εκεί;

-Εδώ τι;

-Εκεί, υπάρχει δουλειά;

-Ρωτάς επειδή σε ενδιαφέρει ή είναι η άσχετη πληροφορία της ημέρας;

-Καλή ερώτηση.

-Αν το αποφασίσεις πες μου και κάτι θα σου βρω.

-Δεν ακούγεται και πολύ αισιόδοξο! Σχολίασα.

-Δεν είναι, δεν είσαι άνθρωπος που θα απογαλακτιστεί εύκολα από την πατρίδα του και από την κουλτούρα που ήδη γνωρίζει. Οπότε δε θέλω να φανώ ιδιαίτερα αισιόδοξος για το ότι μπορεί να αποφάσισες να έρθεις να ζήσεις στη Σουηδία.

-Είναι που φοβάμαι ότι δε θα μπορώ να συναγωνιστώ τις σουηδέζες σε ομορφιά.

-Δε θα σου κάνω άλλα κομπλιμέντα Άννα, σχολίασε χαμογελώντας, πάντως αν το αποφασίσεις εδώ είμαι εγώ… για σένα!

.....

Ήρθε και κάθισε δίπλα μου στην παραλία.

-Ρεμβάζεις; με ρώτησε.

-Δε μου έμεινε και τίποτε άλλο.

-Μελαγχόλησε το κορίτσι μου, είπα και πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμους μου, τραβώντας με στην αγκαλιά του.

-Ορέστη τι θα κάνεις τώρα που θα επιστρέψει στην Αθήνα;

-Θα δω τους φίλους μου, την οικογένεια μου…

-Από δουλειά; Τον ρώτησα. Δεν είναι δυνατόν στα είκοσι οχτώ σου να περιμένεις το καλοκαίρι για να βγάλεις χρήματα να περάσεις τον υπόλοιπο χρόνο.

-Καλύτερα να το συζητήσουμε στην Αθήνα. Απάντησε κοιτώντας μπροστά.

-Γιατί να περιμένουμε να πάμε στην Αθήνα, τώρα είμαστε μόνοι μας, έχει ησυχία… αν έχεις σκεφτεί κάτι…

Άφησε έναν αναστεναγμό να βγει από μέσα του.

-Θα φύγω Άννα.

-Που θα πας; Τον ρώτησα λες και δεν μπορούσα να καταλάβω το νόημα από τις λέξεις του.

-Θα φύγω από την Ελλάδα, θα βρω δουλειά στο εξωτερικό, είναι ένας φίλος μου έξω… κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά προσπαθώντας να χωνέψω τα λόγια του.

-Και που λες να πας;

-Στη Νορβηγία!

-Στην Νορβηγία! Επανέλαβα και ένα νευρικό γέλιο ξέσπασε.

-Τι συμβαίνει;

-Τίποτα, σκέφτομαι το ενδεχόμενο να είμαστε ‘‘γείτονες’’…

-Σκέφτεσαι να έρθεις στη Νορβηγία; Με ρώτησε παραξενεμένος.

-Στη Σουηδία έχω άκρες, αλλά και πάλι κοντά θα είμαστε.

-Δε θα στο έλεγα σήμερα. Γιατί δε γνωριζόμαστε πολύ καιρό, αλλά αφού το έφερε η συζήτηση…

-Τι πράγμα;

-Ας δούμε πως θα πάνε τα πράγματα μεταξύ μας, και αν είναι έρχεσαι μαζί μου στη Νορβηγία.

Αρκέστηκα στο να κουνήσω καταφατικά το κεφάλι, ενώ νοερά του έδωσα την απάντηση ότι είχε άλλος προτεραιότητα. Ίσως και να μην ήταν άσχημη ιδέα τελικά, θα πήγαινα Σουηδία και αν με εκνεύριζε ο Λευτέρης θα πεταγόμουν στη Νορβηγία, στον Ορέστη. Ή μήπως έπρεπε να το κάνω ανάποδα. Ερωτική μετανάστης θα γινόμουν. Ότι δεν κατάφερε η οικονομική κρίση θα το κατάφερνε ο έρωτας. Ο έρωτας όμως για ποιον; Ήταν όλα τόσο ρευστά μέσα μου; Πάντα θεωρούσα ότι ήμουν ένα άτομο κατασταλαγμένο, ότι ήξερα τι ήθελα, όμως όταν ήρθαν όλα στην Ελλάδα άνω κάτω η οικονομική κρίση ήρθε και σε άλλους τομείς της ζωής. Κάνοντας μας διστακτικούς, να αμφιβάλλουμε για τις επιθυμίες μας. Ο Ορέστης ήταν το καινούργιο, το άφθαρτο και το αβέβαιο. Ο Λευτέρης συμβόλιζε τη βεβαιότητα, είχαμε μια ιστορία και μας είχε ενώσει ένας δυνατός έρωτας που δε φαινόταν να είχε τελειώσει, παρά την απόσταση και τα χρόνια που είχαμε ζήσει μακριά. Μπορεί βέβαια να ήταν απλά ένα είδους απωθημένο. Τι γύρευα όμως εγώ, τη βεβαιότητα και το λιμάνι ή ένα πάθος με όλα τα καλά και τα άσχημα που σε αναγκάζουν να υποστείς τα δυνατά αισθήματα;

Υπήρχε πάντοτε και το ενδεχόμενο να παραμείνω στην Ελλάδα, άλλωστε ο Λευτέρης δεν πίστευε ότι άνηκα στην κατηγορία που εύκολα μπορεί να απογαλακτιστεί από την πατρίδα του και από τα  όσα γνωρίζει. Από την άλλη βέβαια, τα όσα ήξερα στην Ελλάδα είχαν αλλάξει σε τέτοιο βαθμό και μάλιστα προς το χειρότερο που ήταν σαν να μην τα γνώριζα.

Οπότε το δεύτερο, μεγαλύτερο ερώτημα ήταν «Βουτήξτε στη θάλασσα και κολυμπήστε πριν το καράβι βουλιάξει εντελώς;»ή μείνετε και προσπαθήστε να σώσετε την κατάσταση, να χτίσετε από την αρχή ότι είχε φθαρθεί από τους ‘‘τερμίτες’’ που έχουν φάει την ξυλεία του πλοίου και έχουν καταδικάσει τόσους ανθρώπους σε βέβαιο πνιγμό. Κι αν παραμείνεις στο πλοίο θα σου επιτρέψουν να βοηθήσεις ή θα σε ρίξουν στο αμπάρι με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη, μετατρέποντας σε, σε αιχμάλωτο τους.

Πολλά τα ερωτήματα και οι απαντήσεις δε φαίνονται να είναι οι επιθυμητές.

Ίσως έπρεπε να φύγω τελικά αλλά δεν ήξερα αν θα το έκανα, και πάλι αν τελικά με πόνο ψυχής έφευγα, τι θα προτιμούσα Νορβηγία ή Σουηδία;

 

ΤΕΛΟΣ

 

Διαβάστε επίσης: