Η Ζωή Μου ως Γάτα

 

Μέρος Πρώτο: Γατίσια Ζωή!!!

Ξυπνώντας, στριφογύρισα δυο τρεις φορές πάνω στη ράχη μου! Δεν ήμουν βέβαιη ότι ήθελα να σηκωθώ οπότε περίμενα για λίγο με την πλάτη ακουμπισμένη στο μαξιλάρι και τα πόδια τεντωμένα στο ταβάνι. Αφού γύρισα στο πλάι, έμεινα για λίγο με τα μάτια στραμμένα στο πάτωμα, όπου ένας φωτεινός λεκές ξεχυνόταν από μια τρύπα του πατζουριού. Σηκώθηκα και αφού κατέβασα τα μπροστινά μου πόδια στο πάτωμα, παραμένοντας έτσι για λίγο, ώστε να τεντώσω τα οστά της πλάτης μου, πήδηξα και με τα πίσω στο παρκέ! Πλησίασα το φωτεινό σημείο και γρατσούνισα με τα νύχια μου το χαλί, όμως η κηλίδα πήδηξε πάνω από το πόδι μου. Απότομα πέρασα το άλλο μπροστινό μου πόδι πάνω από αυτό που είχε κοντοσταθεί η κηλίδα, όμως δεν ξέρω πως τα κατάφερε και μου ξεγλίστρησε σκαρφαλώνοντας πάνω κι από το άλλο μου πόδι! Το παιχνίδι είχε αρχίσει να γίνεται βαρετό, οπότε αποφάσισα να εγκαταλείψω τη φωτεινή κηλίδα στην ησυχία της και να πάω να κάνω την τουαλέτα μου!    

Αφού ανακάτεψα την άμμο κι επισκέφτηκα την κουζίνα για να πάρω το πρωινό μου, επέστρεψα στην πολυθρόνα και σκαρφάλωσα για να ασχοληθώ με την πρωινή μου υγιεινή. Άκουσα την πόρτα της κρεβατοκάμαρας να ανοίγει και περίμενα να εμφανιστεί ο φιλοξενούμενος, με το μαλλί όρθιο, ημίγυμνος και ξυπόλυτος. Ήταν τόσο αποκρουστικό το θέαμα που παρουσίαζε που προτιμούσα να τον βλέπω με το εναλλακτικό του τρίχωμα που οι άνθρωποι έχουν το συνήθειο να αποκαλούν «ρούχα»!  

Ο φιλοξενούμενος εμφανίστηκε στον χώρο μου, ξύνοντας την αφάνα που είχε επάνω από το μέτωπο του! Έσκυψε και ζούλιξε το κεφάλι μου, συνήθεια πολύ ενοχλητική από μέρους του. Με ένα μακρόσυρτο νιαούρισμα προσπάθησα να εκφράσω την ενόχληση μου, όμως εκείνος απάντησε «Καλημέρα και σε εσένα, γατούλα»! Τον αγνόησα και συνέχισα να πλένομαι! Με τους ανθρώπους δεν υπήρχε περίπτωση να βγάλω άκρη. Εξαφανίστηκε για λίγο στα μέσα δωμάτια από τα οποία επέστρεψε ντυμένος, φορώντας ένα ζευγάρι γυαλιά με χοντρό σκελετό και με τα μαλλιά του ανασηκωμένα. Το μόνο που είχε κάνει για να φροντίσει τον θάμνο που στεκόταν πάνω από το κεφάλι του, ήταν να περάσει τα δάχτυλα κάμποσες φορές από μέσα. Αφού άνοιξε τα στόρια, από το λάστιχο δίπλα στον τοίχο, κάθισε στον καναπέ απέναντι από την πολυθρόνα μου, άνοιξε ένα τεράστιο χαρτί κι αφού ρουφούσε ένα καφέ υγρό, που μεταξύ μας, μου θύμιζε τα κακά μου όταν έχω φάει χαλασμένη τροφή, αφοσιώθηκε στην αργόσχολη ενασχόληση του, που ο ίδιος και ο συγκάτοικος μου, το ονομάζουν ενημέρωση.

Ενημέρωση για τους ανθρώπους είναι το να σκοτώνουν την ώρα τους, είτε μπροστά από χαρτί, είτε μπροστά από μια οθόνη. Αλλά τη δεύτερη τη βρίσκω πιο του γούστου μου, αφού διάφορες άλλες γάτες έχουν καταφέρει και έχουν χωθεί εκεί μέσα, αποκτώντας διασημότητα στους κύκλους μας. –Υποθέτω-

Έμεινε κρυμμένος πίσω από το τετράγωνο χαρτί, απαλλάσσοντας με από τη θέα του άσχημου ανθρωπόμορφου προσώπου του. Από τη μέρα που του παραχώρησε ο άνθρωπος μου τα κλειδιά του διαμερίσματος για να μείνει μαζί μου, έχασα την ησυχία μου.

Για αρχή μου χαλούσε την αισθητική η φάτσα του, στην οποία έχει αποτυπωθεί όλη η ανθρώπινη χαζομάρα. Δεύτερον, θεωρώ ότι εξαιτίας του δεν έβλεπα πλέον τόσο συχνά τον άνθρωπο μου, ο οποίος ούτε λίγο, ούτε πολύ είχε απαλλαγεί καθώς φαινόταν από τη φροντίδα μου. Πράγμα εδώ που τα λέμε ιδιαίτερα δυσάρεστο αφού πλέον δε μου έδειχνε το αλλοτινό ενδιαφέρον, που έδειχνε όταν ήμουν γατάκι. Άραγε με το πέρασμα του χρόνου με θεωρούσε έναν μπελά, ένα βαρίδιο του οποίου είχε την ευθύνη. Λόγια που είχα ακούσει να επαναλαμβάνει φωνάζοντας και κλαίγοντας εκείνη η κοκκινότριχη μέσα από το τετράγωνο κουτί που είναι ακουμπισμένο δίπλα στην μπαλκονόπορτα και το λένε τηλεόραση. Κάποιο θέμα έχουν τα ανθρώπινα όντα με τα παραλληλόγραμμα, δεν βρίσκετε;      

Και καλά, μπορώ να καταλάβω πως χώρεσαν εκεί μέσα οι γάτες, αλλά οι άνθρωποι πως στην ευχή έχουν μπει εκεί μέσα. Δεν το καταλαβαίνω. Άραγε να υπάρχει τρόπος να χώσω και τον συγκάτοικο μου ώστε να με απαλλάξει από την παρουσία του. Επιπλέον έχω μια ακόμα απορία, τι στην ευχή κάνουν όσοι ζούνε εκεί μέσα, όταν αυτή είναι μαύρη; Πέφτουν και κοιμούνται;

Τρίτος λόγος που με ενοχλεί είναι το ότι με νευριάζει κάθε πρωί που επιμένει να πιάνει το κεφάλι μου και να το σπρώχνει προς τα κάτω ζουλώντας το. Δε σας κρύβω ότι κάποιες φορές προσπάθησα να το πιάσω ανάμεσα στα πόδια μου και μια φορά κατάφερα να τον γρατσουνίσω. Τι όμορφη μέρα! Εκείνος μουρμούρισε κάτι ακατάληπτο μέσα από τα δόντια του και απομακρύνθηκε.

Έπειτα με ενοχλούν οι διάφοροι που μπαινοβγαίνουν εδώ μέσα και μιλάνε μαζί του. Άνθρωποι που δεν έχω ξαναδεί. Οι περισσότεροι έρχονται για λίγο, κουβαλούν κάτι παραλληλόγραμμους φακέλους, του τους παραδίνουν και φεύγουν. Όμως έρχονται και άλλοι που κάθονται περισσότερη ώρα. Ρουφάνε και αυτοί από αυτό το σκατουλί υγρό μέσα από ένα καλαμάκι και κουβεντιάζουν αμέριμνοι, κάποιοι μάλιστα, άκου θράσος, προσπαθούν να πιάσουν φιλίες μαζί μου, εγώ όμως τους γυρνάω την πλάτη και απομακρύνομαι. Αυτό μου έλειπε, ένας άνθρωπος για να τον ανέχομαι είναι αρκετός. Δεύτερος θα ήταν υπέρβαση για τον ντελικάτο, αιλουροειδή σκελετό μου!

Όμως ίσως πρέπει να ξεκινήσω να σας διηγηθώ την ιστορία μου από την αρχή!

Η ζωή μιας γάτας σε ένα διαμέρισμα είναι πολύ μοναχική, μακριά από τους άλλους του δικού της είδους, να αναγκάζεται να κάνει παρέα μόνο με πολυάσχολους ανθρώπους που την περισσότερη ώρα είτε απουσιάζουν στις δουλειές τους, είτε ασχολούνται με τους φίλους τους, είτε βογκάνε ξαπλωμένοι στο κρεβάτι τους. Αλλά ακόμα κι αν είναι παρόντες έχουν να ασχοληθούν με τα δικά τους. Από την άλλη η ζωή στους δρόμους είναι πολύ επικίνδυνη! Όχι μόνο από τα αυτοκίνητα, ή από τα παιδιά που κλωτσάνε τα αδέσποτα, ή ακόμα τους σκύλους που μόλις δουν γάτες γρυλίζουν και έπειτα αρχίζουν το κυνηγητό αλλά και οι ίδιες οι γάτες πολλές φορές γίνονται επικίνδυνες για το ίδιο τους το είδος. Οι περιοχές είναι χωρισμένες σε συμμορίες γατών, κι αν τύχει και βρεις φαΐ και πλησιάσει άλλη πεινασμένη γάτα, εκεί θα πρέπει να παλέψεις όχι μόνο για το φαγητό, αλλά και για την τιμή και κυρίως για την ασφάλεια της ζωής σου. Ξέρετε πόσες γάτες έχουν χάσει το μάτι τους από χτύπημα άλλου γάτου; Οι κίνδυνοι είναι πολλοί στο δρόμο και εμείς ως συγγενείς του βασιλιά των ζώων πρέπει να αποδειχθούμε άξιοι της συγγένειας αυτής! Δε θα σχολιάσω καν αυτά τα βρωμερά ποντίκια που πολλές φορές είναι πιο μεγάλα σε μέγεθος από εμάς και κινδυνεύουμε να γίνουμε εμείς το φαγητό τους. Μα που οδεύει αυτός ο κόσμος αν όχι στο τέλος του, όταν οι ποντικοί κυνηγούν και σκοτώνουν τις γάτες! 

Και πάλι όμως δε σας λέω την ιστορία μου, αλλά σαν πολιτευόμενη γάτα, κάθομαι και σας μιλάω για τους κινδύνους που διατρέχουμε στις κοινωνίες που τόσα πολλά είδη συνυπάρχουν.

Εγώ, που λέτε, είμαι γατί ράτσας! Φαίνεται άλλωστε και από τη γούνα μου. Δεν είμαι καμιά από αυτές τις αδέσποτες του δρόμου! Οι συγγενείς μου είναι από σόι. Όταν η μάνα γάτα με έφερε στη ζωή μαζί με τα υπόλοιπα αδέρφια μου, άλλα τρία αν θυμάμαι καλά, η κυρία του σπιτιού και προσωπικός άνθρωπος της μάνας μου αποφάσισε να κρατήσει το ένα απ’ όλα και να χαρίσει σε άλλους τα υπόλοιπα τρία. Εγώ θα ήμουν από τα χαρισμένα. Έλα όμως που μετά από λίγο ο προσωπικός μου άνθρωπος αποφάσισε ότι δεν ήθελε σκοτούρες πάνω στο κεφάλι του, αρκετές είχε. Έτσι με έβαλε σε ένα κουτί και με άφησε στον δρόμο! Πως αφήνουν τα ορφανά, έτσι εγκατέλειψαν κι εμένα. Μικρό ακόμα, σχεδόν δεν μπορούσα να βγω από του κουτί που με είχε βάλει μέσα ο δικός μου απάνθρωπος άνθρωπος. Χοροπήδαγα μέσα στο κουτί, ώσπου κάποια στιγμή κατάφερα και το έφερα τούμπα, αλλά το κουτί, λόγω του ότι ήμουν μικρό ακόμα, με καπάκωσε και δεν μπορούσα να απαλλαχτώ από αυτό.

Έμεινα μέσα στο σκοτάδι να μην ξέρω πώς να αποδεσμευτώ. Πεινούσα πολύ, όμως από την άλλη το κουτί μου πρόσφερε κάποιου είδους ζεστασιά και ασφάλεια. Στάθηκα σε μια γωνία και μην έχοντας τι άλλο να κάνω κουλουριάστηκα και κοιμήθηκα. Πρέπει να πέρασαν κάποιες ώρες που κοιμόμουν, όταν με ξύπνησαν άγρια νιαουρίσματα. Αντί να νιώσω ασφάλεια που κάποιος του είδους μου ήταν εκεί κοντά και θα μπορούσε να με προστατέψει αφού πρώτα με απάλλασσε από την αιχμαλωσία του κουτιού, το ένστικτο μου με προειδοποιούσε ότι αυτός που νιαούριζε δε θα μπορούσε να είναι φίλος παρά εχθρός! Από μια μικρή τρύπα που υπήρχε στο κουτί, έβαλα το μάτι μου και άρχισα να κοιτάζω απ’ έξω. Και τότε είδα το πιο αποτρόπαιο θέαμα που θα μπορούσε ποτέ να παρακολουθήσει μάτι μικρού γατιού. Δυο γάτοι, δίχως ίχνος τρυφερότητα σαν αυτή που είχε η μάνα γάτα που μας κανάκευε και μας έγλυφε με τη γλώσσα της για να μας καθαρίσει όταν ήμασταν πολύ μικρά, είχαν μυριστεί μικρά γατάκια, πιο μικρά από εμένα και με τα νύχια τους τα έπνιγαν. Τρομαγμένη από το θέαμα, τραβήχτηκα χτυπώντας την πίσω πλευρά του κουτιού, το οποίο κουνήθηκε. Ο ήχος από ένα μεγάλο αυτοκίνητο πλησίασε με φόρα και τότε κάποιος με ξεσκέπασε τραβώντας το κουτί από πάνω μου. Έκλεισα τα μάτια μου μη θέλοντας να δω τη συνέχεια. Ήμουν πολύ μικρή για να πεθάνω, δεν ήξερα τίποτα από τη ζωή και καθώς φαινόταν ούτε και θα μάθαινα!

-Για δες εδώ! Είπε ένας μουστακαλής τύπος! Ένα γατάκι! Τι έκανες κάτω από το κουτί;

-Θα έπαιζε κρυφτό με τους φίλους του! Σχολίασε ένας  άλλος που ήταν μαζί του και έσπρωχνε τον κάδο προς το αμάξι. Κι άλλο τρομαχτικό θέαμα. Ο κάδος δια μαγείας σηκώθηκε ψηλά, άδειασε το περιεχόμενο του μέσα στο αυτοκίνητο και αφού κατέβηκε και πάτησε πάλι στο δρόμο με τη βοήθεια του άντρας επέστρεψε στη θέση του!

-Μα τι καλό που είναι! Σχολίασε ο μουστακαλής.

-Δεν μπορείς να περιθάλψεις όλα τα αδέσποτα, οπότε στάματα να τεμπελιάζεις και προχώρα, σε λίγο λήγει η βάρδια μας και έχουμε ακόμα να περάσουμε από τόσους δρόμους. Οι δυο τους ανέβηκαν στο αμάξι όρθιοι και φύγανε. Ενώ ο μουστακαλής καθώς απομακρυνόταν, καβάλα στο τεράστιο αμάξι, μου κούναγε το χέρι, δεν κατάλαβα τι είδους σινιάλο ήταν εκείνο, παρά μόνο,  καιρό αργότερα. Άλλωστε είχα σοβαρότερα πράγματα να με προβληματίζουν. Για άλλη μια φορά έμεινα μόνο, χειρότερα όμως από πριν μιας και είχα τον φόβο μη με ανακαλύψουν.

Περπατούσα μέσα στο σκοτάδι, ώσπου κουρασμένο από την πορεία με πήρε, σε μια γωνιά του δρόμου, ο ύπνος. Το πρωί που άνοιξα τα μάτια μου το πρώτο που αντίκρισα ήταν πόδια να πηγαινοέρχονται μπροστά μου. Το στομάχι μου έπαιζε τέτοιο ταμπούρλο που αναρωτιόμουν αν ακουγόταν ενοχλητικό μόνο στα δικά μου αυτιά ή και στων ανθρώπων. Οι άνθρωποι συνέχιζαν να πηγαινοέρχονται και μόνο κάτι παιδάκια γύρναγαν και με κοίταγαν ή με έδειχναν στις μαμάδες τους, τεντώνοντας το δάχτυλο. Ώσπου ένας νεαρός αφού με προσπέρασε, επέστρεψε και σκύβοντας έφερε το όμορφο πρόσωπο του κοντά στο δικό μου!

-Τι κάνεις εσύ στον δρόμο;

Του απάντησα απλά με ένα νιαουριτό για να του εκφράσω την πείνα μου και να μη με θεωρήσει ακατάδεχτη μιας και εκείνος μου μιλούσε. Αφού χάιδεψε για λίγο το κεφάλι μου απαλά, και όχι άγαρμπα όπως ο τύπος με το θάμνο, σηκώθηκε και έφυγε. Έπειτα επέστρεψε κρατώντας μια εφημερίδα και ένα μπουκάλι γάλα. Άνοιξε την πόρτα και αφού με πήρε στη χούφτα του ανεβήκαμε μαζί ως επάνω. Άλλη μια πόρτα ξεκλείδωσε και βρέθηκα στο σπίτι μου. Με ακούμπησε κάτω και πηγαίνοντας εκείνος μπροστά και εγώ ακολουθώντας τον μπήκαμε σε ένα άλλο δωμάτιο, που αφού ανοιγόκλεισε μια σειρά ντουλάπια βρήκε κάτι που έψαχνε, το ακούμπησε στο πάτωμα μπροστά μου και αφού το γέμισε με γάλα με προέτρεψε να πιώ.

Εκείνος χαμογέλασε με την όρεξη μου και έφυγε αφήνοντας με μόνη. Φυσικά μόλις τελείωσα, έψαξα να τον βρω. Καθόταν στην ίδια θέση που τώρα κάθεται ο αντιπαθητικός με τον θάμνο και διάβαζε την εφημερίδα του. Στάθηκα μπροστά του, πηγαίνοντας δεξιά αριστερά το κεφάλι μου σε μια προσπάθεια να δω το πρόσωπο του πίσω από το τετράγωνο χαρτί. Κάποια στιγμή εκείνος βαρέθηκε να τεμπελιάζει, άφησε στην άκρη την εφημερίδα και με κοίταξε.

-Μμμμ, είπε! Για να δούμε ήταν καλή ιδέα που σε περιμάζεψα ή θα καταλήξεις μπελάς;

-Νιάου!

-Ποιος όμως εγκαταλείπει μια γάτα Περσίας στους δρόμους! Είσαι καλή ράτσα!

-Νιάου!

-Υποθέτω πως συμφωνείς! Για να δούμε, θα υπάρξει κάποιος να σε θέλει!

-Νιάου! Εγώ, και με ένα πήδημα ανέβηκα στον καναπέ και έπειτα στα πόδια του. Εκείνος που κατάλαβε το αίτημα μου, χάιδεψε απαλά την πλάτη μου. Έξυπνος άνθρωπος, ω ναι, υπάρχουν και στο είδος τους κάποιοι, ίσως όχι πολλοί, αλλά αν είστε τυχερές θα βρείτε κάποιον.

-Ίσως πρέπει να σου δώσω ένα όνομα. Για να δούμε! Πέρσα, μμμ, δεν ακούγεται άσχημο, ή μήπως Ανατολή; Μιας και η καταγωγή της ράτσας σου μας έρχεται από τας ανατολάς! Είσαι ένα όμορφο γατάκι που είσαι λες και βγήκες από παραμύθι! Μήπως να σε πω Σερενάτα, όπως λέει και το τραγουδάκι; Μπα δεν είχε και πολύ καλή τύχη εκείνο το γατί, το παράτησε τελικά ο καλός της, άλλωστε και εμένα δε με λένε Παναγιώτη για να δικαιούμαι μια Σερενάτα! Ψιψινέλ; Ούτε! Το απέρριψε κι αυτό αμέσως. Δεν έχεις κόκκινο τρίχωμα και επιπλέον η Ψιψινέλ ήταν ύπουλη και εγώ δε θέλω να γίνω ο Δρακουμέλ. Θα σε έβγαζα Χαλιμά, αν ήξερα ότι ήσουν παραμυθατζού. Στράφηκα και τον κοίταξα, μιας και είχε τραβήξει το χέρι του από την πλάτη μου για να πιάσει το πιγούνι του, λες και θα βοηθούσε την περισυλλογή του αν στήριζε με κάποιο τρόπο το κεφάλι του! Βλέπω ότι δε συμφωνείς με το Χαλιμά, να δεις όμως πως λεγόταν η μικρή αδερφή της πριγκιποπούλας. Από Μι ξεκινούσε. Μι, μι ή μα, να πάρει δεν μπορώ να το θυμηθώ, είπε και σηκώνοντας με από τα πόδια του με ακούμπησε στον καναπέ και πλησίασε ένα τεράστιο τοίχο από τον οποίο έβγαλε ένα βιβλίο, το ξεφύλλισε στα γρήγορα και αφού βρήκε αυτό που έψαχνε είπε.

-Να το, Μεδινά τη λέγανε την αδερφή της. Επέστρεψε το βιβλίο στη θέση του, στον  μυστήριο τοίχο τον φτιαγμένο από βιβλία και γύρισε και αυτός στον καναπέ, με πήρε τρυφερά στα χέρια του και με έφερε κοντά στο πρόσωπο του. Τι λες σου αρέσει το όνομα Μεδινά;

-Νιάου. Είπα και τεντώθηκα κουρασμένη από τη φλυαρία του.

-Αυτό είναι. Είπε και με ακούμπησε ξανά πάνω στα πόδια του. Από εδώ και πέρα είσαι η δική μου Μεδινά που θα ακούς τα δικά μου παραμύθια. Πάντως με φώναζε δε με φώναζε Μεδινά εγώ περισσότερο απαντούσα στο Ψιψίνα! Αυτό το επαναλαμβανόμενο Ψι ψι ερεθίζει την ακοή μας και μας τραβάει την προσοχή! Έτσι σφραγίστηκε η σχέση μας με τον δικό μου άνθρωπο που είχε πολλά ονόματα, όπως «αγάπη μου», «φίλε», «μεγάλε», «ρε», «μαλάκα» και πόσα ακόμα! Εμένα αν με ρωτάτε το τελευταίο μου άρεσε περισσότερο! Αυτό το λάκα της κατάληξης προσθέτει μια αίγλη, δε βρίσκετε; Εκείνος λοιπόν με υπηρετούσε, φέρνοντας μου φαγητό, καθαρίζοντας μου την άμμο, χαρίζοντας μου τα χάδια του όταν τα επιθυμούσα!

 

 

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: - Η ΜΟΙΡΑ ΤΗΣ ‘‘ΣΕΡΕΝΑΤΑΣ’’ -

 

Κόσμος μπαινόβγαινε στο σπίτι μας και εγώ πάντα ήμουν η βασίλισσα εκεί μέσα. Ο μόνος μου καημός, ήταν που δεν ανταμωνόμουν με άλλες γάτες, αλλά καημός περαστικός όταν θυμόμουν τι είχαν κάνει εκείνοι οι γάτοι στα γατάκια, το μοναδικό βράδυ που έμεινα έξω δίχως προστασία. Έτσι κύλησε η σχέση μας για τρία χρόνια, όπου από γατί μετατράπηκα σε μια γάτα με φουντωτό και όμορφο σκούρο τρίχωμα. Και ένα βλέμμα γκρι και παγωμένο για όσους δεν καταδεχόμουν. Έτσι άλλωστε δεν πρέπει να φέρονται οι βασιλείς; Όμως η βασιλεία μου θα έληγε ή για να το θέσω πιο σωστά θα έχανα τον πρώτο υπήκοο του βασιλείου  μου, έπειτα από σχεδόν τρία χρόνια, όπου μπορεί να μην τον έλεγαν Παναγιώτη, όπως εκείνον στο τραγουδάκι που μου ανέφερε, κι εμένα να μη με καλούσε Σερενάτα, αλλά είχα παρόμοια τύχη με τη γατούλα του πονεμένου, υποθέτω, εκείνου άσματος. Φυσικά ούτε εκείνο το τηλεφώνημα έκανε ποτέ για να με ‘‘ξεφορτωθεί’’, όπως είχε πει, αν και αυτό το γνώριζα από τη στιγμή που αποφάσισε να μου δώσει όνομα! Στην ουσία σφράγιζε τη σχέση που θα χτίζαμε. Το χειρότερο όμως όλων δεν είναι ότι έχασα τον ‘‘Παναγιώτη’’ (ομολογώ ότι του το κόλλησα το παρατσούκλι από τη μέρα που με εγκατέλειψε) αλλά το ότι έφερε αντικαταστάτη-υπήκοο στη θέση του, με λίγα λόγια μου φόρτωσε τον θάμνο τον τελευταίο μήνα ως μόνιμο συγκάτοικο. Θα μπορούσε απλά να έρχεται ως σωστός υπήκοος μου, να μου βάζει φαγητό και να μου καθαρίζει την άμμο. Αλλά όλη την ώρα, μέσα στην καθημερινότητα να βλέπεις αυτό το όρθιο μαλλί και αυτήν την ανόητη φάτσα, πόσο να αντέξεις; Πφφφφ, άνθρωποι. Όχι μόνο δεν κρατάνε τις υποσχέσεις τους αλλά σου φορτώνουνε και κάποιον που δεν έχει το ίδιο ανώτερο γούστο και ευφυΐα με τους ίδιους, ώστε να μην βρεις τον άλλον καλύτερο τους.

Τέλος πάντων. Τώρα θα σας διηγηθώ το πώς έχασα τον δικό μου ‘‘Παναγιώτη’’ για μια τύπισσα του ανθρώπινου είδους με ποντικίσια αυτιά!

Καθόμουν στην αγκαλιά του και εκείνος χάιδευε τη ράχη μου. Γουργούριζα ικανοποιημένη από την τρυφερότητα που μου έδειχνε.

-Λοιπόν Μεδινά, μου είπε με κάπως σοβαρό ύφος, ήρθε η ώρα να σου γνωρίσω κάποιο πρόσωπο σημαντικό για εμένα!

Σημαντικός για εκείνον! Στράφηκα και τον κοίταξα με το ένα μάτι μισόκλειστο και το άλλο μισάνοιχτο. Να αναφερόταν σε άλλη γάτα; Δε θα ήμουν η μοναδική γάτα της καρδιάς του; Χωρίς να κάνω κάποιο σχόλιο με το μακρόσυρτο νιαουριτό μου, στράφηκα προς την άλλη πλευρά και άρχισα να κάνω υπολογισμούς. Όχι μαθηματικούς υπολογισμούς. Αναρωτήθηκα λοιπόν αν θα ήταν καλό να έχω και ένα ακόμα γατί στα πόδια μου! Από τη μία θα ήταν μια επαφή με κάποιον του δικού μου είδους. Θα μπορούσαμε να συνομιλούμε και να καταλαβαινόμαστε καλύτερα από ότι με ένιωθε ο άνθρωπος υπήκοος μου, που παρά του ότι ήταν έξυπνος, για τα ανθρώπινα δεδομένα που πολλά έχουν δει τα μάτια μου, ειδικά τον τελευταίο μήνα, όταν του μιλούσα άκουγε απλά ένα μονότονο νιάου και δεν μπορούσε να καταλάβει πάντα το νόημα των όσων του έλεγα. Η επόμενη σκέψη μου ήταν αν θα προτιμούσα μια θηλυκή γάτα ή έναν αρσενικό! Αν ήταν αρσενικός θα μπορούσαμε να συνάψουμε και σχέση, ήμουν μεγάλη γάτα πια, είχα και εγώ τις ανάγκες μου! Οπότε ναι, θα προτιμούσα γάτο, αντί για γάτα, κι αν ήταν απλά ένα γατάκι; Αναρωτήθηκα μήπως ο φιλόστοργος είχε μαζέψει και άλλο ορφανό από τους δρόμους ή είχε σκοπό να το κάνει! Για μια στιγμή με απασχόλησε το ερώτημα αν θα ήμουν καλή για μητέρα, έστω θετή και προσπάθησα να φέρω στη μνήμη μου τι έκανε η μητέρα μου για εμάς όταν ήμασταν μικρά.

Διάφορα έβαζα με το μυαλό μου το βράδυ, με αποτέλεσμα να γεμίζουν τα όνειρα μου με γάτες σε έναν κόσμο φτιαγμένο ιδανικά για το είδος μου! Μικρά γατάκια που παίζανε με κουβάρι μαλλί, αρσενικοί γάτοι που πήγαιναν βόλτα με τις κυρίες τους καθώς και κάποιοι άλλοι που κάνανε κόρτε σε νεαρές γάτες. Και φυσικά γεύματα με φρέσκα ψάρια και άλλες λιχουδιές!

Σε καμιά περίπτωση όμως, όπως είχαν φουσκώσει τα μυαλά μου με άλλα αιλουροειδή, δεν περίμενα να αντικρίσω αυτό που αντίκρισα όταν άνοιξε εκείνο το μεσημέρι η πόρτα και μπήκε μέσα ο Μίλτος!

Εκείνη την ώρα ήμουν ξαπλωμένη στη ράχη μου και τέντωνα τα πόδια μου στον αέρα, προσπαθώντας να πιάσω φανταστικές πεταλούδες. Είναι ένα είδος αερογατικής γυμναστικής που κάνω συχνά, ώστε να διατηρούμε σε φόρμα και να υπερισχύσω σε ανάγκη κυνηγιού. Ποτέ δεν ξέρεις πότε ένα έντομο ή ένα ποντίκι θα εμφανιστεί στο κατώφλι σου. Ή ακόμα καλύτερα ένα ιπτάμενο δώρο που θα έρθει από τον ουρανό!

Ακούγοντας την πόρτα να ανοίγει και καταλαβαίνοντας ότι ήταν ο υπήκοος μου αποφάσισα να συνεχίσω τις ασκήσεις μου και να μην τρέξω στο στενό χώρο για να τον υποδεχτώ. Άλλωστε μου ήρθε και μια δεύτερη μυρωδιά ανθρώπινου σώματος και δεν είχα καμία απολύτως διάθεση για επισκέψεις, εκείνη την ώρα.

Το πρώτο πράγμα που άκουσα ήταν το φτέρνισμα. Έπειτα δεύτερο και τρίτο.

-Πες μου σε παρακαλώ ότι δεν υπάρχει γάτα στο διαμέρισμα! Άκουσα μια γυναικεία φωνή να ρωτάει.

«Χα», σκέφτηκα «Ήρθαν τα άγρια να διώξουν τα ήμερα»! ποια ήταν αυτή που είχε τέτοιο θράσος, που δεν ήθελε ούτε να υποψιαστεί την παρουσία μου μέσα στο βασίλειο μου! Άφησα τις φανταστικές αιωρούμενες πεταλούδες, να πετάξουν ελεύθερες και γυρίζοντας στο πλευρό, σηκώθηκα στα πόδια μου και έκανα την εμφάνιση μου στο Χωλ, απέναντι από την πόρτα.

-Είναι η Μεδινά! Μουρμούρισε ο Μίλτος κάπως συνεσταλμένα.

-Το κατοικίδιο σου;

-Αχά! Σου έχω μιλήσει γι αυτή!

-Νόμιζα ότι ήταν σκύλος ή ακόμα καλύτερα κάποιο χαμστεράκι!

«Κατοικίδιο», για όσους δε γνωρίζετε τη λέξη είναι οι βασιλιάδες σε ένα σπίτι! Μπορεί να μην είναι αναγκαστικά γάτες, αν και εμείς είμαστε οι πραγματικά βασιλείς, μπορεί να είναι σκύλοι ή κι άλλα ζώα! Αλλά χαμστεράκια. Η τύπισσα ήταν για κλουβί με κινούμενες ρόδες, ποντικομαμή σκέτη και τώρα που φέρνω τα χαρακτηριστικά της στη μνήμη μου, με εκείνη τη μυτούλα και τα αυτάκια που προσπαθούσαν να κρυφτούν πίσω από τα ίσια ξεθωριασμένα μαλλιά της, έμοιαζε και η ίδια με ποντίκι.

-Ή ίσως ένα φίδι ή ένας κροκόδειλος θα ήταν προτιμότερος…

«Εντάξει καταλάβαμε, είναι εμφανέστατο ότι δε συμπαθείς τις γάτες».

-Ποτέ δεν ανέφερες ότι το κατοικίδιο ήταν γάτα.

«Αλλά να ξέρεις ούτε και εμείς σε συμπαθούμε»!

-Γάτα είναι, είπε και με κοίταξε ενοχικά ο Μίλτος που δεν άρεσα στην ποντικίνα που μου είχε κουβαλήσει και μάλιστα χωρίς την άδεια μου. Θες να φύγουμε;

Ένα φτέρνισμα ήταν η απάντηση της.  

-Όχι, θα ήθελα πολύ να δω το χώρο σου, όμως σε παρακαλώ, περιόρισε σε ένα χώρο το ζωντανό γιατί αν μας ακολουθεί δε θα σταματήσουν τα μάτια μου να τρέχουν.

-Έλα Μεδινά, πάμε να σου βάλω να φας!

«Πάλι»; Αναρωτήθηκα όμως σηκώνοντας το κεφάλι ψηλά και την ουρά όρθια σαν να επρόκειτο για κεραία πέρασα από μπροστά της περήφανα, ακολουθώντας τον Μίλτο στην κουζίνα. Αφού μου γέμισε το πιάτο με φαΐ, μου έφερε και δυο παιχνίδια μου στην κουζίνα (μια ελαστική μπάλα που έκανε θορύβους μόλις την πάταγα και ένα ψεύτικο ποντίκι), έκλεισε την πόρτα και έφυγε ο άπιστος για να ακολουθήσει την ποντικίνα του σε ανθρώπινο μέγεθος! 

Βέβαια το φτέρνισμα της, παρά τον περιορισμό που με έκανε να νιώθω σαν βασίλισσα που μου είχαν κλέψει τον θρόνο, δεν σταμάτησε στιγμή. Ήταν τόσο απολαυστικό να ακούω το «Αψού» που έβγαινε από τα χείλη της, που μόλις έφαγα άφησα τα παιχνίδια και πλησίασα την πόρτα για να την ακούω καλύτερα.

Έπειτα από αυτό άρχισα να αναγνωρίζω τα σημάδια κάθε φορά που ήταν να έρθει. Ο Μίλτος σκούπιζε, σφουγγάριζε και ξεσκόνιζε με τέτοια προσήλωση που δεν πρέπει να έμενε πουθενά κόκκος σκόνης και φυσικά εγώ πάντα μα πάντα ήμουν περιορισμένη άλλες φορές στην αυλή που έβλεπε στον φωταγωγό, άλλες στην αποθήκη να κυνηγάω μαμούνια και άλλες στην κουζίνα.

Ήμουν μια έκπτωτη βασίλισσα πλέον. Η βασιλεία μου περιοριζόταν στις ώρες που εκείνη δεν ήταν εκεί. Όμως ως γνήσια γαλαζοαίματη δεν μπορούσα να αφήσω μια οποιαδήποτε χωρίς να τιμωρηθεί, ακόμα κι αν ήταν η τελευταία μου πράξη, πριν βρεθώ στους πέντε δρόμους να ψάχνω για κούτες και λίγη ζεστασιά. Γνώριζα ότι στην ηλικία που ήμουνα, κανένας δε θα με περιμάζευε σε ένα νέο σπιτικό να ορίσω τους κανόνες μου και να γίνω εκ νέου βασίλισσα. Μα την εκδίκηση μου την πήρα. Μια μέρα που ήμουν περιορισμένη στην αυλή με την πόρτα σχεδόν κλειστή αλλά όχι σφραγισμένη κι ενώ ο Μίλτος ξεσκόνιζε και καθάριζε, με μια σπρωξιά με το πλάι του σώματος μου, κατάφερα να δημιουργήσω ένα άνοιγμα και να μπω στο διαμέρισμα. Αφού έψαξα να βρω τον υπήκοο μου, χωρίς να γίνω αντιληπτή, πήγα στο δωμάτιο του που ήταν και το μέρος που τους είχα δει να καταλήγουν πιο συχνά. Ανέβηκα στο κρεβάτι και χώθηκα κάτω από τα παπλώματα και τα σεντόνια. Ξάπλωσα στο όμορφο και ζεστό στρώμα και αναρωτήθηκα γιατί δεν είχα και εγώ ένα τέτοιο. Έπειτα πήγα και κουλουριάστηκα πάνω στο μαξιλάρι που είχε τη μυρωδιά του Μίλτου ενώ δεν ξέχασα να κάνω μια επίσκεψη και στο άλλο μαξιλάρι. Σκέφτηκα να αφήσω τα κακά μου πάνω του, όμως σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσε να θεωρηθεί αριστοκρατική συμπεριφορά. Όταν ο ήχος από την ηλεκτρική έπαψε να μου ζαλίζει το κεφάλι, κατέβηκα βιαστικά από το κρεβάτι και έτρεξα και πάλι στην πίσω αυλή.

Έπειτα από λίγα λεπτά έκανε την εμφάνιση του κι ο Μίλτος. Με βρήκε ξαπλωμένη να χαζεύω γύρω μου «το τίποτα το ενδιαφέρον». Χαμήλωσε το σώμα του και χαϊδεύοντας μου τη ράχη μου είπε.

-Συγνώμη Μεδινά, αλλά πρέπει να φροντίσω για την υγεία της Νάνση. Αν δεν ήταν αλλεργική θα τα πηγαίνατε εξαιρετικά.

-Νιαου, απάντησα και γύρισα να κοιτάξω προς τον φωταγωγό. Εκείνος μπήκε στο διαμέρισμα, έκλεισε την πόρτα και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο. 

Πρέπει να πήγαν πολύ άσχημα τα πράγματα εκείνη τη μέρα για την ποντικίνα Νάνση, αφού μετά από εκείνη την επίσκεψη δεν ξαναεμφανίστηκε σπίτι μας. Αν και εκείνη τη βραδιά την πέρασα σχεδόν εξολοκλήρου στο πίσω μπαλκόνι επέστρεψα μεγαλοπρεπώς στο εσωτερικό του διαμερίσματος το επόμενο πρωί που μου άνοιξε την πόρτα ένας κουρασμένος Μίλτος και από τότε είχα τη χαρά να μην την ξαναδώ. Βασίλισσα στο βασίλειο μου, δε με ενοχλούσε κανείς αν και σύντομα αντιλήφθηκα ότι έβλεπα όλο και πιο σπάνια τον Μίλτο. Τι να κάνουμε όμως δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα. Και από το να αισθάνομαι συχνά την παρουσία της στο σπίτι μας, προτιμούσα να βλέπω πιο αραιά τον υπήκοο μου. Φτάνει βέβαια να με τάιζε και να φρόντιζε και τις υπόλοιπες υποχρεώσεις του απέναντι μου. Κι αυτά τα έκανε, αν και κάπου είχαμε χάσει τη σταθερότητα της ώρας του φαγητού κάτι που είχε ενοχλήσει το βασιλικό μου στομάχι!

Τότε βέβαια δεν περίμενα ότι ο Μίλτος θα ερχόταν η μέρα να εξαφανιστεί εντελώς και να αντικατασταθεί από αυτόν με τον όρθιο θάμνο πάνω στο κεφάλι! Όμως να που έγινε και αυτό. Στην αρχή ο Μίλτος έλειπε όλο και πιο συχνά τα απογεύματα και τα βράδια. Έπειτα μια μέρα πήρε τη βαλίτσα του και έφυγε. Όμως επέστρεφε κάθε πρωί για να εργαστεί. Κάποια στιγμή περνούσε απλά για να με ταΐζει και για να παίρνει κάποια πράγματα του, κυρίως φακέλους που έρχονταν με το ταχυδρομείο. Κι έπειτα μια μέρα παρουσιάστηκε με τον όρθιο θάμνο, τους ακολούθησα και τον είδα να του δείχνει σε ποιο ντουλάπι ήταν οι τροφές μου καθώς τον πήγε και στο μπάνιο που ήταν η άμμος μου! Για ένα διάστημα ο δεύτερος υπήκοος μου και όχι τόσο αγαπητός ερχόταν δυο φορές τη μέρα, έπαιρνε την αλληλογραφία και με τάιζε ενώ δεν ξεχνούσε ποτέ να αρπάξει το κεφάλι μου και να μου το σπρώξει προς τα κάτω, ώσπου μια μέρα κουβαλήθηκε με τη δική του βαλίτσα και χωρίς την άδεια μου, αποφάσισε να συγκατοικήσει μαζί μου. Και το σπίτι γέμισε με μυρωδιά από καπνό κι επισκέπτες που πηγαινοέρχονται.

Είχε δεν είχε περάσει μία εβδομάδα συγκατοίκησης με τον Θά(μ)νο όταν ένα απόγευμα χτύπησε το κουδούνι. Εκείνος είχε πατικώσει το μαλλί του ώστε να μην προσπαθεί να φτάσει στο Θεό, ο οποίος με βεβαιότητα θα του το έκοβε με μια απότομη κίνηση σαμουράι (αυτά τα γνωρίζω από την τηλεόραση, αν και παραλληλόγραμμο πολύ χρήσιμο εργαλείο). Ευτυχώς φορούσε ρούχα και δεν περπατούσε ξυπόλυτος με τις άθλιες πατούσες να με χαιρετάνε κάθε φορά που ανασηκωνόταν εναλλάξ για να κάνουν τα βήματα. Πήγε και άνοιξε, ήταν μια κοπέλα η οποία κρατούσε ένα κουτί στα χέρια της. Δεν πρόλαβε να καθίσει το κορίτσι απέναντι μου και να αναμετρηθούμε λίγο με το βλέμμα, και το κουδούνι ξαναχτύπησε, ο Θάμνος πήγε και ξανάνοιξε την πόρτα, για να έρθει ένας κύριος, ο οποίος δε μου έδωσε καμία σημασία, έδωσε όμως στο κορίτσι με το οποίο έσπευσε να πιάσει συζήτηση. Είχαν περάσει μόλις λίγα λεπτά και το κουδούνι ξαναχτύπησε. Και αυτό επαναλήφτηκε τόσες φορές, που το μικρό μας μπαλκόνι, το καθιστικό, η τραπεζαρία-βιβλιοθήκη-γραφείο εργασίας είχε γεμίσει με ανθρώπους καθώς επίσης και η αίθουσα του θρόνου, που βρισκόταν η προσωπική μου πολυθρόνα και απέναντι ο διθέσιος που καθόταν ο υπήκοος μου πρώτα και έπειτα ο Θάμνος και διάβαζαν την εφημερίδα τους. Τόσες φορές που χτύπησε το κουδούνι, αναρωτήθηκα μιας και ήταν γιορτή μήπως θα ερχόταν και ο ‘‘Παναγιώτης’’ όμως ‘‘Παναγιώτης’’ πουθενά. Αναγκάστηκα να ρίξω τα βασιλικά μου μούτρα και να αρχίσω να τον αναζητώ στους καλεσμένους. Απογοητευμένη τελικά επέστρεψα στην πολυθρόνα μου και κάθισα απέναντι από το κορίτσι που είχε φτάσει πρώτο και μια νεαρή φιλενάδα της οι οποίες κελαηδούσαν σαν πουλάκια γευστικά τον Αύγουστο! Σκαρφάλωσα στη ράχη της καρέκλας και άρχισα να τις παρατηρώ. 

 

 

Μέρος Τρίτο – Γυναικείοι προβληματισμοί-

 

-Και για πες μου τα νέα σου!

-Τι να σου πω όπως τα ξέρεις! Είπε και ήπιε από το ποτό της.

-Τι όπως τα ξέρω, στο facebook είδα φωτογραφίες με εσένα κι ένα ωραίο, άγνωστο τυπάκι!

-Καλό είναι!

-Καλό είναι; Δε φαίνεται να εκτιμάς αυτό που έχεις!

-Το εκτιμάω, πως δεν το εκτιμάω, όμως μόνο συγκεκριμένες ώρες.

-Να υποθέσω…

-Σωστά υποθέτεις!

-Και είναι αυτό λίγο… έχουν χαθεί οι άντρες αγάπη μου που κάνουνε σωστή δουλειά!

-Αυτό ξαναπές του.

-Και δε νιώθεις ευνοημένη που τον έχεις;

-Νιώθω, όμως όταν ανοίγει το στόμα του και αρχίζει όλες αυτές τις αντρικές θεωρίες παύω να νιώθω ευνοημένη!

-Τι θεωρίες!

-Τι να σου λέω τώρα! Μπερδεμένα πράγματα, έχω πάψει κι εγώ να δίνω σημασία, κουνάω απλά καταφατικά το κεφάλι μου και σκέφτομαι τα δικά μου.

-Και όταν λες δικά σου, σε τι αναφέρεσαι;

-Που πάω και τους βρίσκω, σε αυτό αναφέρομαι.

-Στον πρώην σου δηλαδή;

-Στον πρώην μου, στον νυν μου και στον μελλοντικό!

-Πω πω απαισιοδοξία!

-Μα είναι φορές που αναρωτιέμαι, μπορεί ο νυν μου να είναι πιο βλάκας από τον πρώην μου;

-Δεν ξέρω, μπορεί;

-Να που μπορεί!

-Και τι σκέφτεσαι να κάνεις, να επιστρέψεις στον πρώην σου;

-Αν το σκεφτούμε μαθηματικά, θα έπρεπε να επιστρέψω στον πρώτο πρώην μου, αφού ήταν ο λιγότερο βλάκας από όσους ακολούθησαν.

-Ναι, έχει μια μαθηματική ακρίβεια αυτό που λες, όμως αν το σκεφτούμε αλλιώς ίσως να μην είναι και πολύ καλή ιδέα.

-Γιατί όχι; Είπε και ήπιε μια μεγάλη γουλιά από το ποτό της.

-Γιατί αν η βλακεία στους άντρες αυξάνεται σε συνάρτηση με την ηλικία τους. Εννοώ ποιος μας λέει ότι όσο μεγαλώνουν δε γίνονται όλο και πιο βλαμμένοι;

-Οπότε θα έχουμε μια πιθανότητα μόνο με νεαρούς να ευτυχίσουμε;

-Μέχρι να μεγαλώσουν κι αυτοί με τη σειρά τους.

-Δεν πιστεύω να αναφέρεσαι σε παιδιά.

-Μόνο σε ενήλικα παιδιά. Μη μας κλείσουν και μέσα, αλλά στην ουσία αυτό που θέλω να πω είναι ότι μεγαλώνοντας μπορεί να νομίζουν ότι έχουν γίνει πιο ώριμοι και γνώστες οπότε κατ’ ουσία γοητευτικοί ενώ στην ουσία μπουρδολογούν. Τότε και ο πρώτος πρώην σου… πόσο ετών ήταν;

-Γύρω στα 17.

-Τότε και αυτός έπειτα από 20 χρόνια.

-Τι είκοσι βρε βλαμμένη, δεν έχω κλείσει τα τριάντα ακόμα.

-Ωραία σε δέκα, μέχρι του παρόντος και σε άλλα δέκα μέχρι του μέλλοντος. Ικανοποιημένη;

-Μμμ!

-Θα έχει καταλήξει σαν τον νυν σου που τότε θα είναι πρώην σου και πιθανόν να τον νοσταλγείς!

-Λες;

-Γι’ αυτό απόλαυσε τον όσο τον έχεις και μην του δίνεις παραπάνω αξία και σημασία από όση χρειάζεται, χρησιμοποίησε τον σαν έναν κούκλο του σεξ, πιο προηγμένο από αυτούς που κυκλοφορούσαν μια δεκαετία πριν.

-Δεν έχεις άδικο, πρέπει όμως να βρω το κουμπί που σβήνει τις λειτουργίες!  

-Γύρνα πλευρό και κοιμήσου. Πάντως θεωρώ ότι κανείς δεν μπορεί να καταρρίψει το ρεκόρ βλακείας δικού μου πρώην!

-Πριν συνεχίσεις να σε ρωτήσω κάτι;

-Ό,τι θες!

-Η γάτα μας κοιτάξει περίεργα ή εμένα μου φαίνεται!

Στράφηκαν και οι δύο και με κοίταξαν λες και έβλεπαν το πιο παράξενο ζώο του ζωικού βασιλείου!  

-Σαν να έχεις δίκιο!

-Λες να μας επιτεθεί;

-Εννοείς ότι μας κοιτάζει αγριεμένη;

-Σαν να μου φαίνεται!

-Δεν νομίζω να έχουμε να φοβηθούμε κάτι, δεν είναι και σκύλος να μας δαγκώσει.

-Μπορεί να μη μας δαγκώσει αλλά αν μας καταφέρει καμία γρατσουνιά.

-Να την έχουν εμβολιασμένη τουλάχιστον;

-Εμβολιασμένη μη εμβολιασμένη δε θα ήθελα να μου αφήσει σημάδια.

-Και έτσι όπως καθόμαστε θα πετύχει πρόσωπο. Αλλά δεν μπορεί κατοικίδιο είναι, θα έχει συνηθίσει τους ανθρώπους.

-Τους ανθρώπους που ξέρει, όχι ανθρώπους που δεν έχει ξαναδεί.

-Άντε, ας πάμε έξω καλύτερα, θα νιώθουμε πιο ασφαλείς.

Κι έτσι έμεινα μόνη μου χωρίς γυναικείο κους κους, να αναρωτιέμαι αν αυτά που ισχύουν για τους αρσενικούς ανθρώπους, ισχύουν και για τους αρσενικούς γάτους.

Μένοντας χωρίς την παρουσία των θηλυκών ανθρώπων, απλώθηκα πάνω στο κάθισμα μου, όταν έφτασε μια μυρωδιά ως τα ρουθούνια μου από ζωντανό κυνήγι. Ανασηκώθηκα και κατέβηκα από τον καναπέ περνώντας στον διπλανό χώρο όπου κάθονταν, στέκονταν, λικνίζονταν και γενικά υπήρχαν πολλοί καλεσμένοι. Στριμώχτηκα ανάμεσα στους υπηκόους μου που με την ανεπιθύμητη παρουσία τους στο βασίλειο μου, μου χάλαγαν την ησυχία και έφτασα ως τη βάση του γραφείου. Πάνω στο γραφείο βρισκόταν κάτι που ήταν σκεπασμένο με πανί και θύμιζε στο σχήμα μικρή καμπάνα. Ένας αρμονικός και ευχάριστος ήχος έφτασε ως τα αυτιά μου. Με ένα πήδημα σκαρφάλωσα στην καρέκλα και με ένα ακόμα επάνω στο γραφείο. Έβγαλα τα νύχια μου και με μικρό κόπο τράβηξα το πανί για να δω από κάτω ένα κατακίτρινο και νοστιμότατο πουλάκι να με κοιτάει με τρομαγμένο βλέμμα. Είχαν σκεφτεί και εμένα, αν ήξερα ποιος είχε φέρει το κλουβί με το καναρίνι ως το βασίλειο μου, αυτή την ευγενική τροφή, θα τον έκανα αμέσως ιππότη μου. Όμως πως θα το έβγαζα από εκεί μέσα, έλεγξα γύρω γύρω το κλουβί ώσπου βρήκα ένα συρματάκι να προεξέχει. Με τη δεξιά, μπροστινή πατούσα μου προσπάθησα να το σπρώξω προς τα πάνω και σχεδόν τα είχα καταφέρει, όταν φώναξε κάποιος πανικόβλητος «Το Καναρίνι» και όρμησαν όλοι προς τα εμάς και την τροφή μου. Εκείνη την ώρα σκέφτηκα ότι μάλλον θέλανε να με εξυπηρετήσουν, λανθασμένο συμπέρασμα. Όπως πρόστρεξαν προς τα εμάς, εγώ τρομαγμένη με ένα σάλτο βρέθηκα στο πάτωμα, είναι απρόβλεπτοι οι άνθρωποι, αλλά και το κλουβί βρέθηκε στο πάτωμα με ανοιχτή την πόρτα. Το καναρίνι ζαλισμένο κατάφερε να βγει από το κλουβί του και να πηδήξει πάνω στο γραφείο. Μια δρασκελιά μακριά βρισκόμουν, όταν οι ανόητοι υπήκοοι μου άρχισαν να φωνάζουν να κλείσουν την πόρτα, και κάποιος προσπάθησε να πιάσει το καναρίνι που πήγε και σκαρφάλωσε στην κορυφή του τοίχου που ήταν φτιαγμένος με βιβλία. Κυνήγαγαν οι άνθρωποι το κίτρινο πουλί, κυνήγαγα και εγώ από πίσω, κάποιος τόλμησε να μου πατήσει και την ουρά αλλά δεν το έβαλα κάτω. Τελικά μετά από πολλή ώρα κατάφεραν να ηρεμίσουν το πουλί που φτερούγιζε ελεύθερο σε ολόκληρο το σπίτι και να το κλείσουν στο κλουβί. Μάλιστα μια κοπέλα, πήρε το κλουβί και κουνώντας μου το δάχτυλο, μου είπε κάτι σαν «Κράτα την όρεξη σου, έχουμε γλάρο»! Νιάου, της είπα και με την ουρά όρθια σαν κεραία της γύρισα την πλάτη και έφυγα εκνευρισμένη, υπολογίζοντας για πόσο καιρό θα έτρωγα τον γλάρο και που τον είχανε κρυμμένο. Περιττό να σας πω ότι γλάρος δεν εμφανίστηκε ποτέ στο σπίτι.  

Με το καναρίνι συγκάτοικο, ό Θάμνος με έκλεινε στην κουζίνα όταν ήταν να καθαρίσει το κλουβί από τις ακαθαρσίες του νέου του φίλου. Μα γιατί δε μου το έδινε να τον βγάλω από τον κόπο μια και καλή!

Κάπως έτσι άδοξα τελείωσε το πάρτι εκείνο το βράδυ με εμένα να συμβιβάζομαι με τις τυποποιημένες τροφές από το σούπερ μάρκετ! Από εκείνη τη γιορτή και έπειτα άρχισα να ζω μια μοναχική ζωή με μόνιμη την παρουσία του Θάμνου, το κελάηδημα του καναρινιού έξω στο μπαλκόνι και αραιές και σύντομες επισκέψεις ανθρώπων που έφερναν τους φακέλους τους και τους άφηναν στο Θάμνο!

Τώρα και με το δίκιο σας θα αναρωτιέστε τι περιείχαν εκείνοι οι φάκελοι! Μουτζουρωμένα χαρτιά με κάτι ακατάληπτα σημάδια που μόνο οι άνθρωποι μπορούν να καταλάβουν!

Ο Θάμνος καθόταν στον καναπέ και έκανε διάφορες ερωτήσεις σαν να ήταν κανένας ειδήμων σε αυτούς που του έφερναν τα χαρτιά. Αλλά τις ερωτήσεις τις έκανε απλά για να φαίνεται σχετικός.

-Πείτε μας λίγα λόγια για την ιστορία του βιβλίου σας;

-ή πάλι-

-Κάπως μεγάλο δεν είναι; Δε θα έπρεπε να γράφετε τόσο μεγάλα κείμενα, ξέρετε πόσο στοιχίζει το χαρτί και το μελάνι εν μέσω οικονομικής κρίσης;

-κάποιες άλλες φορές-

-Και τι όνειρα έχετε για το συγγραφικό σας μέλλον αν τελικά εκδοθεί το έργο σας; Θα σας άρεσε να μεταφραστεί και σε ξένες γλώσσες;

-ή ίσως-

-Το κάνετε ως χόμπι ή θέλετε να ζήσετε από τη συγγραφή; Όλοι επιθυμούμε να κάνουμε το χόμπι μας δουλειά μας αλλά πόσοι τυχεροί το καταφέρνουν;

-…-

-Χοντρό βιβλίο να θεωρήσω ότι είστε φλύαρος; Δε θα έπρεπε να αναγκάζετε τον εαυτό σας να γράφει τόσες πολλές σελίδες, αυτές τις πολυτέλειες τις έχουν μόνο οι φτασμένοι συγγραφείς. Εσείς γιατί να χάνετε το χρόνο σας; … Όχι δε λέω ότι δε θα εκδοθεί με σιγουριά, πρέπει πρώτα να το διαβάσουμε!

-…-

-Μην ανησυχείτε θα επικοινωνήσουμε εμείς μαζί σας, αν μας ενδιαφέρει η υπόθεση και ο τρόπος γραφής σας και θα σας πούμε το ποσό που θα πρέπει να μας καταθέσετε για να προχωρήσουμε στην έκδοση.

-Μα συγνώμη, κύριε…

-Θάνος (ξέχασε το μ)

-Μα με συγχωρείτε κύριε Θάνο αλλά με κάποιον άλλον κύριο που μίλησα στο τηλέφωνο, ξεκαθάρισε ότι δεν ανήκετε στους εκδοτικούς που τα παίρνουν από τους συγγραφείς για να εκδώσουν τα βιβλία.

-Μα δεν τα παίρνουμε. Απάντησε κοκκινίζοντας, απλά δεν μπορεί να τυπωθεί και τσάμπα. Κάποιος πρέπει να κάνει την επιμέλεια, δεν μπορεί να κάνει τη δουλειά χωρίς να πληρωθεί!

-Και για τι ποσό μιλάμε;

-Βάσει του όγκου, γύρω στα 1500 ευρώ!

-Ψιλοπράγματα, πείτε το έτσι!

-Κοιτάξτε, γράφουν πολλοί και δεν μπορεί να απορροφηθεί όλος αυτός ο όγκος από το αναγνωστικό κοινό της χώρας μας που εδώ που τα λέμε δεν το λες και ιδιαίτερα διαβαστερό.

-Και είπατε εσείς να κάνετε επιχείρηση να τα μαζέψετε από τους πολλούς που γράφουν!

-Μην πάει ανεκμετάλλευτος τόσος κόπος! Ε! τι ακριβώς εννοείτε;

-Τίποτα. Καλή σας συνέχεια.

-Το κείμενο;

-Δε θα το αφήσω.

-Όπως θέλετε… είπε και ανασήκωσε τους ώμους.

-Γεια σου γατούλα. Είπε σε εμένα η παλαβή συγγραφέας αλλά δεν καταδέχτηκα να της απαντήσω μιας και λίγη ώρα νωρίτερα μιλούσε σοβαρά με τον Θάμνο. Μόλις έκλεισε η πόρτα ο υπήκοος μου, νούμερο 2, ανασήκωσε ξανά τους ώμους του.

-Ούτως η άλλως φάνηκε ιδιαίτερα αρνητική με την ιδέα να πληρώσει, οπότε αδιάβαστο θα το αφήναμε! Μου εκμυστηρευτικέ, σίγουρος ότι το μυστικό του θα έμενε μεταξύ μας.    

 

 

Μέρος Τέταρτο – Και ‘ζησαν αυτοί καλά και εγώ καλύτερα!!!-

 

Έχω νέα, από όλων των ειδών, και κυρίως καλά! Τα καλά νέα λοιπόν είναι ότι γύρισε ο υπήκοος μου! Αλλά υπάρχουν κι άλλα καλά νέα, κι αυτά είναι ότι ο Θάμνος πήρε το πουλί του και έφυγε. Όσο για τα κακά νέα είναι ότι ο υπήκοος μου δεν είναι ο εαυτός του. Είναι κάπως λυπημένος και μελαγχολικός.  

Ήταν χθες το πρωί, εγώ ήμουν ξαπλωμένη στην πολυθρόνα και παραφύλαγα τον φωτεινό λεκέ, με τα μάτια μισόκλειστα παριστάνοντας την κοιμισμένη. Είχα προσπαθήσει και άλλες μέρες να τον πιάσω και να τον κάνω μπάλα ανάμεσα στα μπροστινά μου πόδια, αλλά αυτός κατάφερνε πάντα και μου ξέφευγε, πηδώντας πάντα από πάνω από τα πόδια μου. Όταν άκουσα την πόρτα να ανοίγει. Με μιας κάθε ενδιαφέρον για τον φωτεινό λεκέ χάθηκε, πήδηξα από τον καναπέ και εμφανίστηκα μπροστά από τον Μίλτο, που στεκόταν κουρασμένος μπροστά από την πόρτα, με τη βαλίτσα του, ακουμπισμένη στο πλάι του.

-Μεδινά. Είπε και έσκυψε για να μου χαρίσει τα χάδια του, τα οποία ομολογώ ότι μου είχαν λείψει! Με πήρε στην αγκαλιά του και πήγε και κάθισε στον καναπέ. Μέσα στο ημίφως που έμπαινε από το παντζούρι, έμεινε να χαζεύει το χώρο, ενώ εγώ καθόμουν νωχελικά στα πόδια του και απολάμβανα το χέρι του που πηγαινοερχόταν πάνω στην πλάτη μου! Είχε περάσει αρκετή ώρα που είχαμε μείνει σε αυτή την στάση, όταν ο Θάμνος αποφάσισε να βγει από το δωμάτιο.

-Μίλτο, είπε ξαφνιασμένος!

-Γεια σου Θάνο! (αυτό το (μ) γιατί επιμένουν να το αγνοούν).

-Όλα καλά φίλε; Σε περίμενα μεθαύριο! Μάλλον περίμενε πάω να πλυθώ και να μας φτιάξω από έναν καφέ και θα έρθω να μου τα πεις.

Έπειτα από δέκα λεπτά εμφανίστηκε κρατώντας δυο ποτήρια γεμάτα αφρό και αφού έδωσε το ένα στον υπήκοο μου, κάθισε δίπλα μας. Νερό από το ποτήρι έσταξε στη γούνα μου, κι ενοχλημένη αποφάσισα να κατέβω από την αγκαλιά του και να ασχοληθώ με τον φωτεινό λεκέ. Όμως ο Θάμνος άνοιξε την μπαλκονόπορτα, ανέβασε και τα στόρια κι ο λεκές μάλλον βρήκε διέξοδο και το έσκασε. Τελικά κατέληξα κουλουριασμένη κοντά στα πόδια του Μίλτου.

-Τι κάνει η Νάνση;

-Δεν υπάρχει Νάνση!  

-Τι εννοείς δεν υπάρχει Νάνση;

(Τι δεν καταλαβαίνει, θα την έφαγε καμία γάτα) θέλησα να του απαντήσω.

-Ασυμφωνία χαρακτήρων.

(Ασυμφωνία ειδών θα έλεγα εγώ, άνθρωπος εσύ, ποντίκι εκείνη, γενετικά δεν ταιριάζετε)

-Γι’ αυτό αυτά τα μούτρα;

-Είμαι κουρασμένος, απλά!

-Θες να πας μέσα να ξαπλώσεις;

-Προτιμώ να δουλέψω λίγο, θα ξαπλώσω αργότερα.

Η μέρα πέρασε σιωπηλά, οι δυο άντρες το έριξαν στη δουλειά και εγώ στην τεμπελιά. Άλλωστε αυτό δεν κάνει ένας σωστός γαλαζοαίματος, βάζει τους άλλους να δουλεύουν κι εκείνος ρεμβάζει, απολαμβάνοντας τις δάφνες του! Το απόγευμα ο Μίλτος εμφανίστηκε κρατώντας τη βαλίτσα του και το κλουβί με το καναρίνι!

-Καιρός να επιστρέψω και εγώ στο σπίτι μου! Είπε και αφήνοντας το κλουβί κάτω, ήρθε και με έπιασε από το κεφάλι, ζουλώντας το προς τα κάτω!

-Θα μου λείψεις γατούλα!

-Νιάου! γρύλισα εκνευρισμένη! Ύστερα έδωσε το χέρι του στο Μίλτο και του είπε ότι θα μιλούσαν στο τηλέφωνο. Κι όλα επιστρέψανε στο φυσιολογικό τους.

Φυσικά δε μας έλειψαν οι επισκέψεις του Θάμνου. Μια μέρα έκανε την εμφάνιση του με δυο άλλους τύπους που κουβαλούσαν ένα τεράστιο παραλληλόγραμμο από γυαλί.

-Βάλτε το μπροστά από το γραφείο!

-Τι είναι αυτό; Τον ρώτησε ο Μίλτος.

-Ένα ενυδρείο!

-Και τι κάνει εδώ;

-Προσθέτει αίγλη! Το χτύπησα σε έναν πλειστηριασμό! Κάποιος φουκαράς που είχε τεχνική εταιρεία και χρωστάει σε ό,τι κινείται το είχε, τελικά του βγάλανε τα υπάρχοντα στο σφυρί για να πληρώσει κάποιες από τις οφειλές του! Απ’ ότι άκουσα με τόσα που χρωστάει ούτε πανί να σκεπάσει τον κώλο του δε θα πρέπει να έχει.

-Αν δε λυπόμουν τους ανθρώπους που το κουβάλησαν ως εδώ θα σε έβαζα να το πάρεις πίσω.

-Μα εγώ το πήρα για τον εκδοτικό μας, και μιας και τα γραφεία είναι το σπίτι σου είπα να το φέρω εδώ!

-Δεν είναι λίγο προκλητικό σε ένα σπίτι που μένει μια γάτα να φέρνεις τη μια μέρα καναρίνια και την άλλη ψάρια; Ώρα είναι να της φέρουμε και κανένα ποντίκι!

-Ξέρεις ότι σιχαίνομαι τα τρωκτικά! Τι λες θα το κρατήσουμε; Μα κοίτα τι ωραίο που είναι και τα ψάρια δε χρειάζονται τόση περιποίηση. 

Είχαμε και άλλες επισκέψεις του Θάμνου, όπως το να μας φέρει ψάρια για να κολυμπάνε στο μέχρι τότε άδειο ενυδρείο.    

-Εγώ θα προτιμούσα καμία τσιπούρα για το τηγάνι, τι λες κι εσύ Μεδινά;

-Νιάου!

-Νομίζω ότι συμφωνεί.

Με το Μίλτο να κάθετε τόσες ώρες στο γραφείο του και να δουλεύει αποφάσισα και εγώ να αφήσω τη ζωή της βασίλισσας και να αποκτήσω περιπετειώδεις εμπειρίες, όπως αυτές που ζούνε οι κεραμιδόγατοι. Άλλωστε μια ζωή την έχουμε (εμείς ως γάτες έχουμε εφτά αλλά και πάλι συμπυκνώνονται σε μία). Βγήκα στο μπροστινό μπαλκόνι και αναρωτήθηκα τι θα μπορούσα να κάνω για να αποκτήσει λίγο ενδιαφέρον η μέρα. Αφού πήδηξα στο πεζούλι, βγήκα έξω από τα κάγκελα και σαν ακροβάτης προχώρησα πάνω σε ένα όχι και τόσο στενό πεζούλι. Με προσεχτικά βήματα άγγιξα τον γυάλινο τοίχο που διαχώριζε τα διαμερίσματα και έφτασα στο διπλανό μπαλκόνι. Το αξιοσημείωτο είναι, ότι μόλις πέρασε το κεφάλι μου το διαχωριστικό, ένα σμήνος από περιστέρια πέταξε και πήγε και προσγειώθηκε στην πολυκατοικία απέναντι. Να ήταν άραγε ένα κρυφό περιστερο-δρόμιο αυτό εδώ το παράξενο μέρος;

Έσκυψα το σώμα μου και πέρασα κάτω από τα κάγκελα για να μπω στην αυλή. Ήταν ένα μέρος που συνωστίζονταν πολλά αντικείμενα. Μάλλον θα έτρωγα χρόνο να εξερευνήσω τι συνέβαινε στη γειτονική αυλή με τους τόσους θησαυρούς, άλλωστε οι άνθρωποι έχουν μια μανία να μαζεύουν λογιών άχρηστα αντικείμενα, ποιος μπορεί να τους καταλάβει, λίγο πολύ το ίδιο συνέβαινε και στο δικό μας σπίτι! Τελευταίο μας απόκτημα το τεράστιο ενυδρείο με τους νέους συγκατοίκους μας, που αν με ρωτάτε το πιο κατάλληλο μέρος για εκείνα θα ήταν το τηγάνι μας. Παλούκια και ξύλα από κατεστραμμένα έπιπλα έπιαναν το μεγαλύτερο μέρος της αυλής. Έπειτα ήταν μια τέντα, σκισμένη και στηριγμένη σε κάποια από αυτά τα ξύλα, δημιουργώντας μια μικρή σκηνή. Ένα τετράγωνο κουτί φτιαγμένο από κομμάτια σίτας, γεμάτο μέσα με άλλα πράγματα. Και σκοινιά, πολλά σκοινιά σέρνονταν στο πάτωμα σαν φίδια, ανάμεσα στις βρωμιές των πουλιών που κατοικούσαν στην αυλή. Με λίγα λόγια ένα σωρό ακαθαρσίες που θα έπρεπε να καταπιεί εκείνο το τεράστιο αμάξι, με το οποίο είχα κάνει γνωριμία τη μοναδική νύχτα που αναγκάστηκα να μείνω στους δρόμους!

Εμείς οι γάτες ντρεπόμαστε να αφήνουμε σε κοινή θέα τις ακαθαρσίες μας. Μόλις κάνουμε την ανάγκη μας, αρχίζουμε να σκάβουμε και να ρίχνουμε χώμα για να τις κρύψουμε. Δεν είναι όμως όλα τα είδη τόσο αριστοκρατικά. Οι σκύλοι τα κάνουνε όπου βρούνε και δεν ενδιαφέρονται καθόλου ούτε για την υγιεινή μα κυρίως για την αξιοπρέπεια τους, τα πουλιά πετάνε και την ίδια ώρα αφήνουν ελεύθερο τον εαυτό τους να ξαλαφρώσει, όσο για τους ανθρώπους, μέχρι πριν από λίγο καιρό πίστευα ότι δεν είχαν αντίστοιχες ανάγκες, αλλά βλέποντας αυτό το χάλι στην αυλή δεν ήθελα να υποθέσω τι μπορεί να συνέβαινε πίσω από την κλειστή πόρτα.

Επέστρεψα λοιπόν στο πεζούλι, πέρασα το σώμα μου έξω από τα κάγκελα και συνέχισα τον περίπατο μου προς τα δεξιά! Δίπλα τα πράγματα ήταν πολύ πιο καθαρά, τίποτα το περιττό δεν υπήρχε εκεί, αυτό σκέφτηκα αλλά δεν πρόλαβα να χαρώ, ούτε καν να περάσω το σώμα μου κάτω από τα κάγκελα όταν άκουσα ένα γάβγισμα. Πριν περάσω στο τελευταίο μπαλκόνι στάθηκα και κοίταξα το περιττό, που μου γάβγιζε. Ένα μικρόσωμο σκυλί που θύμιζε διασταύρωση σκύλου με ποντικιού μου έδειχνε ανάστατο τα δόντια του. Το αγνόησα και πέρασα δίπλα, μια μικρή παραδεισένια αυλή, γεμάτη με γλάστρες. Πήδηξα μέσα και άρχισα να κοιτάω δεξιά αριστερά, αδιαφορώντας για το σκυλί που συνέχιζε να γρυλίζει πίσω από το διαχωριστικό. Εδώ ήταν όμορφα και υπήρχε ένα άρωμα που έφτανε μέχρι και σε εμένα κάποια βράδια που φύσαγε λίγο και είχαμε αφήσει ανοιχτή την πόρτα, μόνο που εδώ ήταν πιο έντονο. Ένα μικρό ζωύφιο πέταξε και ήρθε στη μύτη μου κάνοντας με να φτερνιστώ. Οι κουρτίνες κουνήθηκαν από την ανοιχτή πόρτα και μια κοπέλα έκανε την εμφάνιση της. Βιάστηκα να τρέξω να κρυφτώ πίσω από μια γλάστρα όμως η ουρά μου με πρόδωσε. Εκείνη με πλησίασε και καθησυχαστικά χαμήλωσε το σώμα της ώστε να φτάσει στο ύψος μου!

-Πως βρέθηκες εσύ εδώ, από πού μου ήρθες;

-Νιάου! Έκανα προσπαθώντας να της εξηγήσω. Εκείνη με χάιδεψε κάτω από το λαιμό και αφού μου είπε να περιμένω, πέρασε πάλι ανάμεσα από τις κουρτίνες και επέστρεψε λίγο αργότερα με ένα μπολ γάλα και ένα μπισκότο. Ήταν ένα από τα πιο ωραία μου γεύματα! Καθώς έτρωγα έριχνα και από καμιά ματιά στο κορίτσι που είχε καθίσει σε ένα σκαμπό και με κοίταζε χαμογελώντας να απολαμβάνω το φαΐ μου. Δεν ξέρετε καμιά φορά, μπορεί να έκανε την καλή και να με παγίδευε. Μόλις τελείωσα την πλησίασα και τρίφτηκα στα γυμνά της πόδια. Εκείνη μου μιλούσε και με ρώταγε από πού είχα κάνει την εμφάνιση μου, εγώ προσπαθούσα να της εξηγήσω στη γλώσσα μου αλλά εκείνη δεν καταλάβαινε. Δεν ξέρω αν ήταν χαζή, όμως με βεβαιότητα δε μιλούσε ψιψνίστικα, γλώσσα που ο Μίλτος μπορεί να μην τη μιλάει φαρσί αλλά κάτι σκαμπάζει, ίσως τα βιβλία που διάβαζε νυχθημερόν να είχαν κάποιες πληροφορίες για τη γλώσσα μας. Σχεδόν είχε νυχτώσει, κι εγώ καθόμουν με τη νέα μου φίλη, όταν άκουσα τον Μίλτο να με φωνάζει. Δεν ήταν το Μεδινά που μου τράβηξε την προσοχή, άλλωστε δεν πολυσυμπαθούσα το όνομα μου, αλλά η φωνή του. Τον αγαπούσα τον υπήκοο μου και δεν ήθελα να τον αφήσω να νομίζει ότι τον είχα εγκαταλείψει. Να χάσει δυο θηλυκά μέσα σε τόσο λίγο χρόνο … μεγάλη αποτυχία! Αφού γύρισα την πλάτη μου στην κοπέλα ανέβηκα στο πεζούλι, έσκυψα το σώμα μου κάτω από τα κάγκελα και επέστρεψα στον Μίλτο.

-Από εκεί ήρθες λοιπόν. Είπε το κορίτσι σκύβοντας να μαζέψει το άδειο πλέον μπολ.

Ο Μίλτος τριγυρνούσε εδώ κι εκεί σαν χαμένος, εγώ που δεν ήθελα να καταλάβει ότι έκανα βόλτες στους γείτονες και μάλιστα ακάλεστη, στάθηκα στο κέντρο του σαλονιού και τον περίμενα. Μόλις με είδε τον ένιωσα να ανακουφίζεται.

-Μα που ήσουν ψιψίνα μου; Έφαγα το σπίτι για να σε βρω, σήκωσα το κεφάλι μου και κοίταξα ολόγυρα! Το σπίτι μου φαινόταν ακριβώς όπως το είχα αφήσει! Εκτός κι αν εννοούσε κανένα σπίτι από ζάχαρη. Που είχες κρυφτεί ατιμούλα;

-Νιάου! Είπα για να πω κάτι.

Από το επόμενο απόγευμα πήγαινα καθημερινά επίσκεψη στη νέα μου φίλη για να κάνουμε παρέα. Η αλήθεια είναι ότι δεν την έβρισκα πάντα ή δεν την έβρισκα πάντα μόνη! Αλλά όσες φορές ήταν εκεί με περίμενε με ένα μπολ γάλα και ένα μπισκότο με κομματάκια σοκολάτας. Η ρουτίνα ήταν κάθε απόγευμα η ίδια. Ανέβαινα στο πεζούλι, έσκυβα να περάσω το σώμα μου κάτω από τα κάγκελα και προχωρούσα. Μόλις έκανα την εμφάνιση μου στο διπλανό μπαλκόνι, τα περιστέρα ανάστατα πετούσαν και έφευγαν. Χωρίς να μπω στο βασίλειο της βρωμιάς προχωρούσα στο επόμενο διαχωριστικό που ήταν η κατοικία του τρωκτικού-σκύλου! Αδιαφορούσα για τα γαβγίσματα του και έμπαινα ξανά στην νέα επικράτεια μου! Στην επιστροφή που ακολουθούσα αναγκαστικά την ίδια διαδρομή ο σκύλος ήταν συνήθως μέσα, οπότε δε με ενοχλούσε, όσο για τα περιστέρια ποιος νοιαζόταν για το αν θα έμεναν ή θα έφευγαν. Πάντα φρόντιζα να επιστρέψω πριν με πάρει είδηση ο Μίλτος, πάντως!

Όμως υπήρξε μια φορά που το εγχείρημα μου να πάω την καθιερωμένη μου επίσκεψη δεν ήταν ευτυχές! Με είχε τρομάξει το πέταγμα των περιστεριών με αποτέλεσμα να κινδυνέψω να πέσω κάτω, και πιστέψτε με από τόσο ύψος θα διακινδύνευα να ξοδέψω όλες μου τις ζωές με τη μία και να είμαι και χρεωμένη! Οπότε μόλις πέρασα το διαχωριστικό αποφάσισα να προχωρήσω από την εσωτερική πλευρά των κάγκελων, όπου ο σκύλος, που δεν του άρεσαν τα σούρτα φέρτα μια γάτας στην περιοχή του, και το είχε θεωρήσει καθαρή πρόκληση, μου την είχε φυλαγμένη και μου επιτέθηκε, πρόλαβα και έτρεξα γρήγορα για να περάσω στην επικράτεια μου, δηλαδή στον διαμέρισμα της φίλης μου, όμως και πάλι έφτασα ματωμένη από το δάγκωμα του σκύλου. Εκείνη που κατάλαβε από τα γαβγίσματα τι είχε συμβεί, είχε έρθει τρομοκρατημένη και με περίμενε στην αυλή προσπαθώντας να δει από το διαχωριστικό. Μόλις μπήκα στην αυλή της με σήκωσε στην αγκαλιά της, όπου αφέθηκα και κλαψούρισα για το χτύπημα κάτω από τη ζώνη που μου είχε κάνει ο κόπρος! Με χάιδεψε και μου είπε λόγια παρηγορητικά.

-Πρέπει να σε δει γιατρός!

-Αχ όχι γιατρός, κάθε φορά που πάω εκεί με τρυπάει με βελόνες- σκέφτηκα και έκανε ένα μακρόσυρτο νιαουριτό που ακούστηκε σαν αλύχτισμα λύκου μεσάνυχτα με πανσέληνο. Αυτό το μη διακριτικό μου παράπονο είχε ως αποτέλεσμα να ξεκινήσει πάλι το γάβγισμα ο σκύλος από δίπλα, αλλά να ανησυχήσει και τον Μίλτο που με είχε ακούσει, ώστε να βγει στο μπαλκόνι και να λέει το όνομα μου μαζί με συνεχόμενα ψιτ ψιτ ψιψίνα μου.

-Νομίζω ότι το αφεντικό σου ανησυχεί!

-Νιάου. (όχι αφεντικό, υπήκοος παρακαλώ)!

-Ίσως πρέπει να σε πάω σε εκείνον! Κρατώντας με στην αγκαλιά, μπήκε στο σπίτι και βγαίνοντας από την πόρτα της πήγε και στάθηκε μπροστά από μια άλλη και χτύπησε το κουδούνι. Άκουσα τη φωνή του Μίλτου να φωνάζει ανήσυχα το όνομα Μεδινά, μόλις ακούστηκε ο ήχος από το κουδούνι, σταμάτησε και η πόρτα άνοιξε και τι παράξενο ο Μίλτος στεκόταν μπροστά μας! Προφανώς ήταν η δική μας πόρτα, που είχα τόσο καιρό να την δω απ’ έξω που δεν την αναγνώρισα από τις υπόλοιπες όμοιες!

Ο υπήκοος μου μας κοίταξε παράξενα!

-Να υποθέσω ότι η γάτα είναι δικιά σου;

-Ναι δικιά μου είναι… αλλά… εκείνη την ώρα είδε την πληγή μου που αιμορραγούσε. Τι της συνέβη;

-Ξέρεις έχει κάποιες εβδομάδες που έρχεται και με επισκέπτεται.

-Από πού;

-Από το περβάζι του μπαλκονιού. Σήμερα όμως την πρόλαβε ο σκύλος της γειτόνισσας και της κατάφερε μια δαγκωνιά. Συγνώμη, ίσως θα έπρεπε να σε είχα ενημερώσει!

Έχοντας τα χαμένα από τις πληροφορίες ή ίσως από το αίμα, μουρμούρισε ότι έπρεπε να με πάει στον κτηνίατρο και αρπάζοντας τα κλειδιά του τράβηξε την πόρτα να κλείσει!

-Θα μπορούσα να έρθω μαζί σου!

-Ναι ευχαριστώ. Είπε και ξεκινήσαμε όλοι μαζί για τον βασιλικό γιατρό που ονομάζεται κτηνίατρος!

Ο γιατρός μου τους καθησύχασε ότι τα πράγματα δεν ήταν τόσο άσχημα, όσο έδειχναν. Το δάγκωμα στην πραγματικότητα ήταν γδάρσιμο, μιας και ο σκύλος είχε σχεδόν αστοχήσει, μου καθάρισε την πληγή αλλά μου πάτησε και μια ένεση για καλό και για κακό! Ταλαιπωρημένη περίμενα υπομονετικά να τελειώσει το μαρτύριο μου και να επιστρέψουμε στο σπίτι να φάω το μπισκότο με το γάλα μου και να πέσω για ύπνο!

Στο αμάξι είχα αναπαυτεί στην αγκαλιά της υπηκόου μου νούμερο 3 και τους άκουγα να κουβεντιάζουν!

-Ώστε σε εσένα ήταν το τετραπέρατο γατί όσο εγώ το έψαχνα στο σπίτι κάτω από τα έπιπλα;

-Ναι ερχόταν και μου έκανε παρέα!

-Με τι τη φιλοδώρησες, γιατί το γατί μου όσο γλυκό και αν φαίνεται θέλει τη δωροδοκία του!

-Με μπισκότα σοκολάτας και γάλα!

-Ομολογώ και εγώ θα ερχόμουν στη θέση της!

-Όποτε θες! Έχω αρκετά μπισκότα και γάλα! Γύρισε και την κοίταξε για να της χαμογελάσει, ενώ χάιδεψε το κεφάλι μου!

Αυτή ήταν λοιπόν η μεγάλη περιπέτεια μου! Ο Μίλτος έφραξε το πέρασμα για να μη μου μπαίνουν ιδέες και περάσω ξανά στα διπλανά διαμερίσματα! Κάποιες φορές με παίρνει ο ίδιος και με πάει στη φίλη μου που τώρα μάλλον είναι και δική του, αφού πολλά βράδια έρχεται και μένει μαζί μας! Εγώ κουρνιάζω πότε στην αγκαλιά του Μίλτου και πότε στη δική της και περνάμε ήσυχα βασιλικά βράδια! Για μένα δηλαδή βασιλικά, άλλωστε εκείνοι είναι απλά υπήκοοι μου. Και όπως και να το πεις και για εκείνους τύχη είναι!

Καλό σας βράδυ!

ΤΕΛΟΣ

 

Διαβάστε επίσης: