Η ΤΕΧΝΗ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΑΔΑ!
Ένα χρονογράφημα της Σίας Στεφανοπούλου!
Συχνά έχω την αίσθηση ότι το όνειρο του μέσου έλληνα είναι να γίνει καλλιτέχνης. Τραγουδιστής, ηθοποιός, εικαστικός ή συγγραφέας! Άραγε η αγάπη μας για την τέχνη και ένα κάποιο ταλέντο μας σπρώχνει προς αυτές ή η αποφυγή μιας ρουτινιάρικης ζωής; Θέλοντας ίσως να αποφύγουμε να πηγαίνουμε σε ένα γραφείο ή στο εργοστάσιο, οπότε η τέχνη είναι ένα μέσο διεξόδου το οποίο κρύβει γοητεία την οποία δεν έχει μια βιοποριστική εργασία; Ο κάθε ένας ας απαντήσει μόνος του και την απάντηση θα τη δώσει στον εαυτό του, ώστε να είναι όσο το δυνατόν πιο ειλικρινής, όχι ότι είμαστε και πάντα ειλικρινείς με τον εαυτό μας εδώ που τα λέμε! Όσοι έχουν τηλεόραση στο σπίτι, σχεδόν όλοι δηλαδή, βλέπουν τι γίνεται με τα talent show χρόνια τώρα και ειδικά με εκείνα που προωθούν τραγουδιστές. Τη φετινή σεζόν (2019-2020) έχουν προβληθεί ως τώρα τρία, αν δε με γελά η μνήμη μου (δε θα αναφερθώ στο GNTM, μιλάμε για τέχνη τώρα) και πράγματι έχουμε ακούσει σε ορισμένες περιπτώσεις εξαιρετικές φωνές, όμως αυτό αρκεί για να καταφέρει κάποιος να αναδειχτεί; Επίσης μπορεί σε αυτά τα show να ανακυκλώνονται οι ίδιοι παίχτες, δεν έχω τόσο καλή μνήμη αλλά κυρίως δεν αποτελώ σταθερό θεατή τους, αλλά πιθανόν να συμβαίνει! Ένα δεύτερο ερώτημα που θα πρέπει να κάνουν οι ίδιοι οι παίχτες είναι πόσο δίνουν πράγματι ευκαιρίες αυτά τα παιχνίδια! Πας και σε ακούνε, όντως, έχεις τα πέντε λεπτά δημοσιότητας και μόλις αυτά λήξουν θα πρέπει να παραδώσεις τη σκυτάλη στον επόμενο επίδοξο τραγουδιστή. Έτσι συμβαίνει ούτως ή άλλως στις οντισιόν και στο χέρι ή στο ταλέντο σου είναι να ξεχωρίσεις, όμως πόσο αναλώσιμοι είναι οι ταλαντούχοι αυτοί άνθρωποι που περνάνε τη φάση της οντισιόν, φαίνεται από το πόσο γρήγορα τους ξοδεύουν και τον τρόπο που τους ‘‘πετάνε’’ εκτός show κι τόσο μαζικά όταν θα ξεκινήσει η κανονική και ζωντανή ροή των εκπομπών.
Τώρα ας στρέψουμε την προσοχή μας στους ηθοποιούς, αναρίθμητες οι σχολές υποκριτικής στη χώρα. Με πρώτες στην πυραμίδα και απολύτως δικαιολογημένα την Κρατική Σχολή Εθνικού Θεάτρου και τη Σχολή του Θεάτρου Τέχνης, έπειτα υπάρχουν σχολές που ο σπουδαστής – ηθοποιός παίρνει την πιστοποίηση από το υπουργείο πολιτισμού, τα θεατρικά εργαστήρια και τα σεμινάρια. Τα σεμινάρια παρακολουθούνται κυρίως από τους ηθοποιούς που έχουν ολοκληρώσει τον εκπαιδευτικό τους κύκλο σε κάποια σχολή ή εργαστήρι. Κάνουν δουλειά σε αυτά; Σε κάποια ναι, σε κάποια όχι. Ο καθείς που θεωρεί και χαρακτηρίζει τον εαυτό του ηθοποιό, -άλλωστε στην Ελλάδα είμαστε αυτό που δηλώνουμε- μπορεί να οργανώσει ένα σεμινάριο, σκοπός του μια χρηματική ‘‘αρπαχτή’’ και οι νεαροί ηθοποιοί εισρέουν, κυρίως για δημόσιες σχέσεις και δε βαριέσαι για να το προσθέσουν στο βιογραφικό τους. Αναρίθμητες οι σχολές, αναρίθμητες και οι παραστάσεις. Αλλά δυστυχώς το κοινό είναι μικρό και το ελληνικό με μια τάση προς τα γνωστά ονόματα. Και πως αποκτάς όνομα στην Ελλάδα, με έναν φτωχό σε εισιτήρια ελληνικό κινηματογράφο, εκτός από την τηλεόραση που κι εκεί έχουν δει πολλά τα μάτια μας! Αξιόλογες τηλεοπτικές σειρές, με καλό σενάριο, σκηνοθεσία και ηθοποιούς υπάρχουν, αλλά για μια φορά ακόμα υπερέχει η μετριότητα. Κακογραμμένα σενάρια που οι ανούσιοι διάλογοι τους επαναλαμβάνονται, όπως συνέβαινε στην «Τόλμη και γοητεία», με άθλιους ‘‘ηθοποιούς’‘ οι οποίοι έχουν παρεισφρήσει στην υποκριτική ένας Θεός ξέρει από πού (reality – modeling κ.ο.κ.) που δεν είναι ικανοί αρκετές φορές να αρθρώσουν λόγο, πασχίζοντας να μιλήσουν και να τονίσουν σωστά τις φράσεις που καλούνται να πουν, πασχίζοντας και εμείς για να τους καταλάβουμε! Κι όμως οι υπεύθυνοι ξέρουν τι ζητάει το κοινό, μιας και μέτρια ή ακόμα και άθλια έργα έρχονται συχνά πρώτα στις προτιμήσεις του κοινού.
Ας έρθουμε στα εικαστικά. Όλοι μας θαυμάζουμε την Ακρόπολη, επιθυμούμε και όχι άδικα να επιστρέψουν στην Αθήνα τα μάρμαρα του Παρθενώνα από την Αγγλία, μιλάμε με ενθουσιασμό για τα έργα του Φειδία και του Πραξιτέλη. Τι συμβαίνει όμως με τους νεοέλληνες εικαστικούς. Τα ονόματα και το έργο πόσων από αυτών γνωρίζουμε; Το κοινό τους αποτελείται από πόσα άτομα και πόσο μορφωμένα είναι αυτά; Κι αν μέσα σε μία σεζόν ανεβαίνουν εκατοντάδες παραστάσεις στην πρωτεύουσα μόνο, πόσες εκθέσεις ζωγραφικής ή γλυπτικής γίνονται ελλήνων καλλιτεχνών; Πόσο η χώρα, πολιτεία και κοινό προωθεί τους συνεχιστές του Φειδία, ώστε να κοπιάζουν και να νιώθουν ότι οι κόποι τους θα βρουν εύφορο έδαφος; Αν κρίνω από τον δικό μου κύκλο, του μικροαστού που συναναστρέφομαι με καλλιτέχνες, ειλικρινά είναι απογοητευτικό το ποσοστό που πηγαίνει σε εικαστικές εκθέσεις. Βέβαια υπάρχουν και χειρότερα, όταν παρακολουθούμε δεισιδαιμονίες, φυτεμένες μέσα μας δεν ξέρω από πού, και αναφέρομαι στην περίπτωση που γκρέμισαν το άγαλμα PHYLAX, του φτερωτού ‘‘δαίμονα’’ όπως το χαρακτήρισαν όσοι συνέβαλαν στην πτώση του, χαρακτηρίζοντας το ως σατανά, στο Παλαιό Φάληρο προ δύο ετών του Κωστή Γεωργίου. Γιατί οι έλληνες αντί να προχωράμε προς τα μπροστά, πηγαίνουμε σε κάποια θέματα ολοταχώς πίσω; Η Ελλάδα, λόγω της τουρκοκρατίας απέφυγε τα δεινά των ιερών εξετάσεων και του σκοταδισμού (και πριν βιαστούν κάποιοι να με επικρίνουν, το αναφέρω απλά ως γεγονός και όχι ότι πρέπει να χρωστάμε χάρη στους Οθωμανούς), κι όμως βλέπουμε στη σύγχρονη Ελλάδα συμπεριφορές που αντιστοιχούν και φέρνουν μνήμες από εκείνη την εποχή, με το παράδειγμα που μόλις ανέφερα παραπάνω. Κάνοντας αρχή με την καταστροφή έργων, δεν απέχουμε πολύ από το να βρούμε τον καλλιτέχνη και να τον ρίξουμε στην πυρά ή να τον πετροβολήσουμε, επειδή παρεξηγήσαμε τη δουλειά του, χωρίς να του επιτρέψουμε καν να εξηγήσει, και φυσικά ευθύνεται η δική μας παντελής απουσία μόρφωσης και επιχείρηση σκέψης. Αυτά και για τα εικαστικά!
Αφού σας εξήγησα πως αντιλαμβάνομαι εγώ το θέμα της τέχνης στην Ελλάδα, όσον αφορά τη μουσική, την υποκριτική και τα εικαστικά ας προχωρήσω και στο βιβλίο. Δε θα σχολιάσω καν το γεγονός ότι ενώ η Ελλάδα έχει πάρει δυο Νόμπελ Λογοτεχνίας, το πρώτο το 1963, για την ποίηση του Σεφέρη και το δεύτερο το 1979 για την ποίηση του Ελύτη, οι νέοι ποιητές δε βρίσκουν στέγη να εκδώσουν τα ποιήματα τους. Οι περισσότεροι υποχρεούνται να πληρώσουν και ως ένα σημείο είναι λογικό (όχι βέβαια και δίκαιο) αφού και οι εκδοτικοί είναι επιχειρήσεις με βασικό σκοπό το κέρδος. Το κοινό δε διαβάζει ποίηση, και όσοι διαβάζουν προτιμούν είτε τους καταξιωμένους και δημοφιλείς, είτε τους παλαιότερους. Η συγγραφή είναι ίσως η πιο εύκολη τέχνη από πλευράς δημιουργίας, χρειάζεσαι χρόνο, ιδέα και έναν υπολογιστή αλλά και με χαρτί και στυλό την κάνεις τη δουλειά σου. Η δυσκολία ξεκινάει αν αποφασίσεις ότι θέλεις να εκδόσεις το έργο σου. Για μια ακόμα φορά σκοντάφτει στο μικρό αναγνωστικό κοινό. Πολλοί οι συγγραφείς, πολλά και τα βιβλία που μεταφράζονται και έρχονται από το εξωτερικό. Όχι ότι δεν κυκλοφορούν και πρωτοεμφανιζόμενοι, αλλά κυρίως εκδίδονται βιβλία συγγραφέων αναγνωρισμένων από το κοινό, που έχουν αποκτήσει όνομα (σε καμία περίπτωση αδίκως) και έχουν τους προσφιλείς σε εκείνους αναγνώστες. Ανάλογα με τους αναγνώστες αντίστοιχος και ο αριθμός βιβλίων που θα κυκλοφορήσει από τον εκδοτικό. Βέβαια για άλλη μια φορά, άνθρωποι της τηλεόρασης, αποφασίζουν να εκδώσουν παραμύθια ή μυθιστορήματα που γίνονται αμέσως δεκτά από τους εκδότες. Ο πιο σίγουρος δρόμος να κυκλοφορήσει το βιβλίο σου και να βρει εκδοτική στέγη είναι να περάσεις από reality. Και πείτε μου εσείς, φταίει ο τηλε-συγγραφέας, ο εκδοτικός ή το κοινό; Νομίζω ότι την απάντηση την ξέρουμε όλοι , όχι ότι και οι τηλε-περσόνες δεν έχουν πάντα τι να πουν, αλλά συνήθως δεν έχουν!
Φυσικά υπάρχουν και οι αυτοεκδόσεις. Πληρώνεις και βλέπεις το βιβλίο σου τυπωμένο. Τώρα αν θα το δεις και σε βιβλιοπωλεία αυτό είναι άλλο θέμα, μιας και το όνομα και η προώθηση από τον εκδοτικό παίζει μεγάλο ρόλο. Από τις αυτοεκδόσεις κάποιες φορές και εφόσον το βιβλίο έχει πάει εμπορικά καλά, αντλούν και οι μεγάλοι εκδοτικοί, νέους συγγραφείς για να εμπλουτίσουν τις εκδοτικές τους λίστες!
Όμως από αυτούς τους εκδοτικούς (αυτοέκδοσης) υπάρχουν κι περιπτώσεις σκληρής ‘‘εκμετάλλευσης’’ για τους συγγραφείς. Και θα αναφέρω συγκεκριμένο παράδειγμα, χωρίς να αποκαλύψω το όνομα του εκδοτικού οίκου. Πριν από δύο χρόνια ζητήθηκε σε συγγραφέα, το ποσό των 2200€ για να εκδοθούν 600 αντίτυπα του βιβλίου. Η συμφωνία θα έκλεινε εφόσον ο συγγραφέας πλήρωνε το ποσό αυτό και θα έπαιρνε πίσω ένα ποσοστό 10% από τα κέρδη, η εναλλακτική που του δινόταν ήταν να πληρώσει 1700€ για τον ίδιο αριθμό αντιτύπων υπό τον όρο να παραιτηθεί από τα κέρδη του βιβλίου. Η συμφωνία δεν έκλεισε και ο συγγραφέας απευθύνθηκε σε άλλο εκδοτικό οίκο. Το βιβλίο εγκρίθηκε από την επιτροπή αναγνωστών και η νέα συμφωνία είχε ως εξής: 2200€ για 1000 αντίτυπα του ίδιου βιβλίου, (400 αντίτυπα δηλαδή παραπάνω από ότι πρότεινε ο πρώτος) και είτε θα προωθούνταν μέσω του εκδοτικού, είτε μπορούσε να αναλάβει από μόνος του ο συγγραφέας να διανείμει τα βιβλία. Εν ολίγοις όλος ο τζίρος θα ερχόταν στα χέρια του συγγραφέα, εκτός ίσως από ένα μικρό ποσό αν επέτρεπε στον εκδοτικό να αναλάβει τη διανομή τους και την προώθηση. Ο πρώτος εκδοτικός που ανέφερα, των αυτοεκδόσεων εκμεταλλευόταν 1. Την εργασία του συγγραφέα, 2. Τα οικονομικά του συγγραφέα και την επιθυμία του να δει το έργο του τυπωμένο 3. Τα κέρδη του βιβλίου και 4. Τα λιγότερα αντίτυπα που θα κυκλοφορούσε. Με λίγα λόγια, έπαιρνε ζεστό χρήμα 2200€ του έμεναν χρήματα από αυτά και με λίγα περισσότερα από τα μισά θα κυκλοφορούσε μόνο 600 αντίτυπα στο όνομα των εκδόσεων όπου τα κέρδη θα ήταν δικά του στο μεγαλύτερο μέρος. Αλλά ακόμα και στη δεύτερη περίπτωση των 1700 € δεν πλήρωνε τίποτα από την τσέπη του, απλά θα είχε λιγότερο κέρδος, χωρίς καμία ζημιά, το οποίο ευελπιστούσε ότι θα κάλυπτε από το συνολικό τζίρο του βιβλίου.
Ο κόσμος της τέχνης είναι τελικά σκληρός για τους καλλιτέχνες, που συνήθως αποτελούν τον εργάτη και τον χορηγό της δουλειάς τους. Όμως το παράδοξο ξεκινάει από το γεγονός ότι ενώ πάρα πολλοί επιθυμούμε να ασχοληθούμε με κάποια μορφή τέχνης, νιώθοντας δημιουργικοί, προτιμούμε από το να δούμε μια παράσταση, να πάμε σε μια συναυλία, ή σε μια έκθεση ζωγραφικής ή έστω να διαβάσουμε ένα βιβλίο επιλέγουμε να ανοίξουμε την τηλεόραση και να δούμε reality.
Σία Στεφανοπούλου
Διαβάστε επίσης: