Η Νύφη

της Μαίρης Β.

 

Στηριζόταν στο κάγκελο του καταστρώματος και κοίταζε προς το λιμάνι του Πειραιά. Οι γλάροι έκαναν το παιχνίδι τους ανάμεσα στα κατάρτια ενώ η γη της πατρίδας της όλο και απομακρυνόταν, σε λίγο θα έμενε μόνο ανάμνηση στο μυαλό της Φιλιώς. Στριμωγμένη ανάμεσα σε πολλούς άλλους επιβάτες του «ΠΑΤΡΙΣ» αρνούταν να απομακρυνθεί από το κατάστρωμα μέχρι να σβηστεί εντελώς από τα μάτια της η στεριά, ακόμα κι όταν από αυτή φαινόταν μια μικρή κουκίδα στο βάθος του ορίζοντα η Φιλιώ παρέμεινε να κοιτάζει και να σκέφτεται. Ένας Θεός ήξερε αν θα επέστρεφε ποτέ πίσω, κι αν αυτό συνέβαινε θα ήταν απλά ως επισκέπτρια, έχοντας χτίσει μια ζωή μακριά από την Ελλάδα, σε άλλη ήπειρο, σε άλλο ημισφαίριο. Σκέφτηκε πόσα άφηνε πίσω της, τη μητέρα, τα αδέρφια, το χωριό, το σπιτικό τους, τη γειτονιά, τις βόλτες και τα κουτσομπολιά με τις φιλενάδες της, τα αγόρια με τα κακόγουστα και χοντροκομμένα αστεία τους που όμως στην ίδια άρεσαν. Σκορπούσε εύκολα χαμόγελα με αποτέλεσμα να την κατακρίνουν οι άλλες κοπέλες όμως η Φιλιώ δεν ήταν από εκείνες που έκαναν τα γλυκά ξινά, ένα χαμόγελο δε στοιχίζει τίποτα και ήξερε εκείνη πώς να βάζει έναν άντρα στη θέση του. Μπορεί να λέγανε μεταξύ τους και πίσω από την πλάτη της οι άλλες ότι θα βρισκόταν με την κοιλιά στο στόμα και ούτε που θα είχε καταλάβει πως είχε συμβεί. Όμως η ίδια γνώριζε πως φούσκωνε η κοιλιά, είχε ξεχωρίσει ένα βράδυ μέσα στα σκοτάδια τις σιλουέτες των γονιών της και τις άγριες αγκαλιές τους, και έπειτα από λίγο η κοιλιά της μητέρας της άρχισε να φουσκώνει για να γεννηθεί η Ρηνούλα. Ήξερε λοιπόν ότι ένα χαμόγελο, μια κουβέντα και ένα φιλί δεν αρκούν, για να γεννηθεί ένα μωρό θέλει πολλά περισσότερα.

Δεν έπρεπε λοιπόν να την απασχολεί και πολύ το γεγονός ότι άφηνε πίσω της τις φιλενάδες της με αυτά που λέγανε για εκείνη, όπως δεν έπρεπε να την ανησυχεί και η φτώχεια που άφηνε πίσω στην Ψωροκώσταινα. Το στριμωξίδι στο σπίτι τους, που καλά το καλοκαίρι, που μπορούσαν να βγαίνουν στην αυλή, το χειμώνα όμως δεν μπορούσες να κάνεις πάνω από δύο βήματα και να μην πέσεις πάνω σε κάποιον άλλον. Αυτά άφηνε πίσω της λοιπόν και δεν έπρεπε να της κακοφαίνεται που έφευγε ακόμα κι αν δεν ήταν να επιστρέψει ποτέ, τώρα το τι θα έβρισκε στην Αυστραλία… άνοιξε το τσαντάκι της και έβγαλε από μέσα μια φωτογραφία ενός άντρα. Ήταν τραβηγμένη από φωτογράφο, πίσω υπήρχε ζωγραφισμένο ένα τοπίο με δάση και καταρράκτες, μπροστά στεκόταν ο άντρας όλο πόζα. Είχα ανασηκωμένο το πιγούνι του, το κεφάλι του στραμμένο προς τα δεξιά, ενώ με τα μάτια προσπαθούσε να κοιτάξει το φακό. Ήταν σαν να είχε πάθει νευροκαβαλίκεμα σε αυτή τη στάση. Πίσω από τη φωτογραφία έγραφε «Στην αρραβωνιαστικιά μου» κι από κάτω «Απρίλιος 1963».

Και να που τρεις μήνες αργότερα, της είχε στείλει τα χρήματα για να βγάλει εισιτήριο με το ευλογημένο «ΠΑΤΡΙΣ» για να πάει να τον συναντήσει στην Αυστραλία, να παντρευτούν και να πιάσει δουλειά στο εστιατόριο ενός συγγενή του που δούλευε και ο ίδιος. Είχε υποσχεθεί στους δικούς της ότι θα έκανε οικονομία ώστε να στέλνει και σε εκείνους λίγα χρήματα, κι αν κατάφερνε αργότερα θα έπαιρνε και κάποιο από τα αδέρφια της να δουλέψει στην Αυστραλία και να κάνει την τύχη του.

Τελικά οι έλληνες του εξωτερικού στήριζαν την άποψη «Παπούτσι από τον τόπο σου κι ας ειν' και μπαλωμένο» αν και ήταν βέβαιη ότι προτιμούσαν κορίτσι από τον τόπο τους για να είναι μαζεμένο, να κοιτάζει χαμηλά κι όσο για το μπάλωμα ήξεραν ότι στην πατρίδα τα κορίτσια φύλαγαν την παρθενιά τους λες και η τιμή τους κρυβόταν ανάμεσα στα πόδια τους. Επιπλέον προτερήματα ότι ήταν καλές νοικοκυρές, καλές μαγείρισσες, σιγά μην ξέρανε οι ξένες να φτιάχνουν τα φαγητά που τους έφτιαχναν και οι μανάδες τους και ότι θα γίνονταν και καλές μανάδες εκτός από σύζυγοι.

Γύρω της απλωνόταν μόνο θάλασσα, κάποιοι είχαν παραμείνει στο κατάστρωμα όπως και η ίδια, μόνο που εκείνοι έπιαναν γνωριμία και κουβέντα μεταξύ τους. Πρόσεξε και δυο νεαρούς που την κοίταζαν, με βεβαιότητα ήταν από εκείνους που έκαναν κολλητήρι, τι τύχη μπορεί να έχουν τέτοιοι τύποι οπουδήποτε, μάλιστα είχε νιώσει κάποιον να τρίβεται πάνω της, πριν σαλπάρουν, όταν είχε καταφέρει να φτάσει ως την κουπαστή για να κοιτάξει προς το λιμάνι και να κουνήσει το μαντήλι της σε μια πατρίδα που την έφτυνε σαν αποπαίδι. Δεν είχε αντιδράσει στο κολλητήρι και μάλλον ο τύπος θεώρησε ότι της άρεσε, παράξενο που η ανοχή είναι συνώνυμο της ευχαρίστησης. Έριξε ένα απαξιωτικό βλέμμα στους δυο νέους για να τους δώσει να καταλάβουν ότι δεν ήταν του γούστου της και προχώρησε να δει πως έμοιαζε το πλοίο.

Στον πρώτο όροφο, προσβάσιμο για τους επιβάτες του πλοίου ήταν το εστιατόριο, βρισκόταν δίπλα από την κουζίνα που ετοιμαζόταν τα φαγητά. Ήταν ακόμα νωρίς για φαγητό, από το επόμενο πρωινό θα συμπεριλαμβανόταν και το πρωινό στα γεύματα όμως μιας και είχαν μπαρκάρει στις 10:00 π.μ. το πρωινό για εκείνη τη μέρα είχε ματαιωθεί. Η Φιλιώ έχοντας φάει μόνο ένα κουλούρι με σουσάμι πριν ανέβει στο καράβι και φτάνοντας ως εκείνη οι μυρωδιές από την κουζίνα κι από το μεσημεριανό που είχε αρχίσει να ετοιμάζεται, με το ζόρι συγκρατήθηκε για να μην περάσει την πόρτα των μαγειρείων.

Ανέβηκε στον πάνω όροφο και άρχισε να τριγυρνάει ανάμεσα στα εμπορικά μαγαζιά, επίσης υπήρχε ένα σαλόνι και ένας κινηματογράφος. Βγήκε στο κατάστρωμα όπου υπήρχε μια πισίνα και κάποιοι από τους επιβάτες είχαν πάρει θέση στις καρέκλες έξω από αυτή και λιάζονταν. Ο νεαρός που την κοίταζε λίγο νωρίτερα την πλησίασε και με χαμόγελο γόη τη χαιρέτησε.

-Γεια σου!

-Αντίο! Του απάντησε και κάνοντας αναστροφή ανέβηκε στον τρίτο όροφο όπου υπήρχε η καμπίνα της. Ένας χώρος πολύ μικρός που περιλάμβανε το στενό κρεβάτι και ένα μικρό χώρο για να είναι ακουμπισμένες οι αποσκευές. Αν έκανε πάνω από δυο βήματα θα έβρισκε σε κρεβάτι, σε τοίχο, ή στην πόρτα της καμπίνας, όμως όλος ο χώρος αυτός, ακόμα κι αν ήταν τοσοδούλης άνηκε μόνο σε εκείνη έστω για σαράντα μέρες. Ξάπλωσε στο κρεβάτι, χασμουρήθηκε, τεντώθηκε και αποκοιμήθηκε.  

 

–—

 

Το πλοίο θα μπορούσε να θυμίζει έναν σύγχρονο πύργο της Βαβέλ με τόσες διαφορετικές γλώσσες που ακούγονταν στο εστιατόριο, στο σαλόνι, στην πισίνα. Η Φιλιώ το πρώτο μεσημέρι πήγε και κάθισε μόνη της σε ένα τραπέζι αποζητώντας την ησυχία και τη μοναξιά όμως σύντομα πήγαν κάποιοι νεαροί και κάθισαν μαζί της λόγω έλλειψης ελεύθερων τραπεζιών. Τίποτα δεν καταλάβαινε από αυτά που έλεγε η παρέα των Γιουγκοσλάβων, κάποιες φορές της χάριζαν κάποιο χαμόγελο, εκείνη κούναγε το κεφάλι της και επέστρεφε το βλέμμα της στο πιάτο, άλλωστε ύστερα από το λιτό πρωινό της, μόνο το φαγητό την απασχολούσε για την ώρα. Το ίδιο βράδυ κι ενώ κατευθυνόταν προς ένα άδειο τραπέζι, μια γυναίκα στην ηλικία των 35 τη ρώτησε.

-Είστε ελληνίδα;

-Ναι, απάντησε η Φιλιώ.

-Γιατί δεν έρχεστε να καθίσετε μαζί με εμένα και το σύζυγο μου; Αποζητώντας και η Φιλιώ λίγη συντροφιά από συμπατριώτες της δέχτηκε την πρόσκληση και κάθισε στο τραπέζι τους. Η Ιωάννα με το Δημήτρη αν και χρόνια ζευγάρι ήταν νιόπαντροι, συνέχεια προσπαθούσαν να μαζέψουν χρήματα για να κάνουν το γάμο τους, όμως η αρρώστια της μητέρας της, η ανεργία και ένα σωρό άλλες ατυχίες δεν τους επέτρεπαν να παντρευτούν.

«Η ζωή στην Ελλάδα είναι μεροδούλι, μεροφάι» σχολίασε η Γιάννα «άσε που ορισμένες φορές δεν είχες ούτε καν φαγητό για την ίδια μέρα. Το σκεφτήκαμε από εδώ, το φέραμε από εκεί κι αποφασίσαμε να φύγουμε για την Αυστραλία που έχει ο Δημήτρης συγγενείς. Ό,τι οικονομίες είχαμε και δεν είχαμε δανειστήκαμε κιόλας και βγάλαμε εισιτήρια, και να ’μαστε».

-Ελπίζω τα πράγματα να πάνε όπως επιθυμείτε στην Αυστραλία!

-Ευχαριστούμε κορίτσι μου, κι εσύ με μια καλή τύχη. Εσύ για δουλειά πηγαίνεις στην Αυστραλία;

-Για να παντρευτώ!

-Τον ξέρεις τον γαμπρό;

-Όχι, μόνο φωτογραφία του έχω δει.

-Πολλά κορίτσια φεύγουν από την πατρίδα γι’ αυτόν το σκοπό. Σχολίασε η Γιάννα.

-Έχουμε γεμίσει την υφήλιο με ελληνίδες νύφες. Παρατήρησε και ο Δημήτρης.

-Έτσι είναι, όπου υπάρχουν έλληνες ανύπαντροι θέλουν για γυναίκα τους ελληνίδα. Να τις γνωρίζουν, να μιλάνε την ίδια γλώσσα, να μπορούν να συνεννοηθούν. Με τις ξένες τι να πουν, ούτε την ίδια γλώσσα μιλάνε, ούτε τα ίδια έθιμα έχουν. Σχολίασε και η Γιάννα. Και δε μου λες, τη ρώτησε η συνταξιδιώτισσά της, στη φωτογραφία που σου έστειλε, είναι όμορφος;

-Καλός είναι! Απάντησε και έβγαλε τη φωτογραφία του από την τσάντα της για να τους τον δείξει. Το ζευγάρι αντάλλαξε ένα βλέμμα και με κόπο συγκράτησε το γέλιο του από την πόζα που είχε ο μέλλοντας γαμπρός.

-Ωραίος είναι, έχει ανάστημα. Είπε η Γιάννα για να μην την κακοκαρδίσει.

-Και ύφος, πρόσθεσε ο Δημήτρης για να δεχτεί μια κλωτσιά κάτω από το τραπέζι.

    

–—

 

Βγήκε στο κατάστρωμα για να πάρει λίγο αέρα, είχε αντιληφθεί στα σχόλια του ζευγαριού την ειρωνεία, κι όσο κι αν συμφωνούσε μαζί τους δεν της άρεσε που κορόιδευαν τον αρραβωνιαστικό της, ήταν σαν να κορόιδευαν την ίδια ή ακόμα χειρότερα σαν να την λυπόνταν.

Όταν της είχαν δείξει τη φωτογραφία του, δεν της είχε γεμίσει το μάτι, όμως είχε δει την ελπίδα και την προσμονή στα μάτια της μητέρας της, όσο και να ’ταν το να παντρευόταν η Φιλιώ θα ήταν ένα στόμα λιγότερο, κι αν μάλιστα καλοπαντρευόταν, έστω κι αν πήγαινε μακριά τους, θα μπορούσε κάπου κάπου να τους βοηθάει. Γι’ αυτό το λόγο και για να γλιτώσει και η ίδια την ανέχεια, μιας και της παρουσίαζαν το Λυκούργο σαν κιμπάρη και ανοιχτοχέρη και ότι θα έκανε καλή ζωή στο πλάι του, χωρίς να της λείψει τίποτα, είπε το ναι.

Ακούμπησε στην κουπαστή και κοίταξε την κατάμαυρη θάλασσα, ούτε η ίδια κατάλαβε πως ξέφυγε από τα βάθη της ψυχής της εκείνος ο αναστεναγμός. Μια μικρή φωτίτσα τινάχτηκε από δίπλα της και άρχισε το ταξίδι της προς τη θάλασσα, το βλέμμα της Φιλιώς ακολούθησε το αποτσίγαρο όσο είχε τη δυνατότητα να παρακολουθεί την πορεία του. Γύρισε και κοίταξε στο πλάι της, ένας νέος άντρας γύρω στα 25  στηριζόταν στην κουπαστή και κοίταζε τα μαύρα νερά.

-Βαριά η ξενιτιά της είπε!       

Η Φιλιώ προτίμησε να μην απαντήσει στον συμπατριώτη της.

-Βαριά αλλά όχι και ασήκωτη. Συνέχισε τη φράση του. Και σίγουρα όχι πιο βαριά από το θάνατο. Είπε και την κοίταξε. Όμως δεν έχεις όρεξη για κουβέντες, οπότε θα παραμείνω σιωπηλός.

Η Φιλιώ σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε ένα ωκεανό γεμάτο με αστέρια. Στο τέλος πήρε την απόφαση να μιλήσει.

-Έχεις ξαναξενιτευτεί;

-Ναι, έχω κάνει περιοδεία στην Ευρώπη, σχολίασε ο άντρας.

-Και τώρα;

-Πάω σε άλλη ήπειρο.

-Πως είναι να ζεις σε ξένον τόπο;

-Στην αρχή παράξενα, λίγο λίγο όμως συνηθίζεις. Ειδικά αν έχει ανθρώπους δικούς σου εκεί που πας.

-Και με τη γλώσσα πως τα καταφέρνεις;

-Αν δεν ξέρεις γρι στα ξενικά, με νοήματα.

-Τι γλώσσα μιλάνε στο Σύδνεϋ της Αυστραλίας;

-Εγγλέζικα, ξέρεις καμιά λέξη στα εγγλέζικα;

-Όχι, δεν ξέρω τίποτα.

-Έχεις ανθρώπους εκεί να σε περιμένουν;

-Ναι.

-Ε, τότε δεν έχεις να ανησυχείς για τίποτα, θα τα μάθεις όλα σιγά σιγά.

-Μάλλον.

-Πως σε λένε; Αν θες μου λες.

-Φιλιώ.

-Φιλιώ εγώ είμαι ο Κωστής.

-Γιατί πας στην Αυστραλία Κωστή;

-Για δουλειά! Και εσύ;

-Για να παντρευτώ.   

-Η ώρα η καλή!

-Ευχαριστώ. Έπεσε για λίγο σιωπή.

-Σκεφτόμουν κάτι Φιλιώ.

-Τι πράγμα;

-Ξέρω λίγα εγγλέζικα, αν θες μπορώ να σου μάθω λίγα πράγματα, ίσα ίσα για να μπορείς να συνεννοείσαι στην αρχή, μέχρι να μάθεις τη γλώσσα.

-Γιατί να το κάνεις αυτό, δε με ξέρεις.

-Έτσι λες;

-Με ξέρεις; Τον ρώτησε απορημένη.  

-Από εθνική αλληλεγγύη θα σε βοηθούσα. Είσαι ελληνίδα όπως είμαι κι εγώ έλληνας. Πας σε μια ξένη χώρα οπότε είσαι φτωχαδάκι, όπως είμαι κι εγώ, οπότε μπορεί να μην ξέρω εσένα την ίδια, αλλά ξέρω ανθρώπους σαν κι εσένα. Λοιπόν τι λες, σε ενδιαφέρει να μάθεις πέντε λέξεις στα εγγλέζικα;

-Και που θες να κάνουμε τα μαθήματα; Δεν πιστεύω στην καμπίνα σου;

-Δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα. Δεν είμαι από εκείνους που εκμεταλλεύονται τα κορίτσια, εκτός φυσικά κι αν θέλουν τα ίδια να τα εκμεταλλευτούν.

-Τι εννοείς; Τον ρώτησε καχύποπτα.  

-Ότι δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα. Είμαι τίμιος. Και μην ανησυχείς για το που θα κάνουμε τα μαθήματα, κάπου θα βρεθεί μια γωνίτσα για εμάς σε αυτή την πλωτή πολιτεία.

-Πλωτή πολιτεία; Ρώτησε η Φιλιώ απορημένη.

-Ναι είναι ο τίτλος από ένα βιβλίο του Ιουλίου Βερν. Λοιπόν, σύμφωνοι; Είπε και της άπλωσε το χέρι, εκείνη αμφιταλαντεύτηκε για λίγο, όμως στο τέλος το έδωσε.

-Σύμφωνοι. Του είπε, σφίγγοντας το χέρι του. 

–—

 

Το επόμενο πρωί έδωσαν ραντεβού στο κατάστρωμα που βρίσκονταν οι καμπίνες και ξεκίνησαν τα μαθήματα των εγγλέζικων. Στο πρώτο μάθημα αρκέστηκαν στο να τη μάθει να συστήνεται και να κλείνει το ρήμα To Be, ύστερα παρασύρθηκαν και ξεκίνησαν να μιλάνε στα ελληνικά για τα δικά τους, μίλησαν για τη ζωή τους στην Ελλάδα και τις προσδοκίες που είχαν από την Αυστραλία. Οι μέρες περνούσαν και ο Κωστής δεν ήξερε τι άλλο μπορούσε να της μάθει, άλλωστε και ο ίδιος δεν ήξερε πολλά πράγματα στην ξένη αυτή γλώσσα. Αφού έμαθε ότι ο μέλλοντας σύζυγος της ‘‘μαθήτριας’’ του δούλευε σε εστιατόριο και ότι και εκείνη προοριζόταν να πιάσει δουλειά μαζί του, μόλις αποβιβαζόταν στο λιμάνι του Σύδνεϋ, άρχισε να συμβουλεύεται το ελληνοαγγλικό λεξικό που κουβαλούσε στις αποσκευές του και τις μάθαινε λέξεις που θα της ήταν χρήσιμες εκεί, όπως το αλάτι, το πιπέρι, οι χαρτοπετσέτες, το λάδι, τα μαχαιροπίρουνα, το τασάκι, όπως επίσης και τις ονομασίες διάφορων φαγητών. Κάτι ακόμα που την έμαθε ήταν να ζητάει οδηγίες για το πώς θα πάει κάπου, να ψωνίζει και ονομασίες από μέρη και κτήρια που θα μπορούσαν να της φανούν χρήσιμα.

-Τα παίρνεις πολύ εύκολα, σε λίγο θα ξεπεράσεις το δάσκαλο σου. Της έλεγε και την σκουντούσε με τον αγγόνα του στο μπράτσο ενώ άλλες φορές έπεφτε πάνω της ελαφρά με το πλευρό του, αποζητώντας τη σωματική επαφή. Χειρονομίες που όσοι τους έβλεπαν εύκολα τις παρεξηγούσαν για τον ανθρώπινο λόγο ότι αποζητούσαν και δημιουργούσαν κουτσομπολιά για να περνάνε τις βαρετές ώρες τους πάνω στο καράβι.

Οι πρώτοι επικριτές τους ήταν ο Δημήτρης με τη Γιάννα, άλλωστε ήταν εκείνοι που γνώριζαν ότι η Φιλιώ πήγαινε στην Αυστραλία για να παντρευτεί. «Δε φέρετε σωστά», σχολίαζε ο Δημήτρης «δίνει δικαιώματα και θα την παλιοχαρακτηρίσουν». Κι άλλοτε νιώθοντας αντρική αλληλεγγύη για τον αρραβωνιαστικό που την περίμενε, «Χαμένα τα λεφτά του, του πήγαν του φουκαρά, καλύτερα να τα έπαιζε στο μπαρμπούτι».

Τις περισσότερες ώρες που η Φιλιώ δε βρισκόταν απομονωμένη στην καμπίνα της, τις περνούσε με το Γιάννη, μην κάνοντας κάτι κακό και απολαμβάνοντας την παρέα του νεαρού δασκάλου της δεν πρόσεχε τις ματιές που τους ρίχνανε οι συμπατριώτες τους. Κόβανε βόλτες πάνω στο καράβι από το εστιατόριο ως σχεδόν στη γέφυρα του καπετάνιου και κουβέντιαζαν άλλες φορές σε σπαστά αγγλικά για να δοκιμάσουν στην πράξη τα αγγλικά της, κι άλλες μιλώντας στη μητρική τους.

Εκείνη τη μέρα δεν μπορούσαν να βρουν ησυχία πουθενά στο πλοίο, οπουδήποτε κάτι θα τους αποσπούσε την προσοχή, τελικά ο Κωστής ρώτησε τη Φιλιώ αν ήθελε να πάνε να συνεχίσουν το μάθημα τους στην καμπίνα του, εκείνη κούνησε καταφατικά το κεφάλι της και τον ακολούθησε. Στην αρχή έριξαν την προσοχή τους στο μάθημα, όταν ο Κωστής έσκυψε προς την πλευρά της και μύρισε το λαιμό της.

-Μυρίζεις θάλασσα, είπε και χαμογέλασε.

-Στη μέση του ωκεανού, τι άλλο θα μπορούσα να μυρίζω! Είπε και γέλασε αμήχανα η Φιλιώ.

-Κολύμπησες; Τη ρώτησε παριστάνοντας ότι έψαχνε μια λέξη στο βιβλίο του.

-Έκανα ντους, δεν ξέρω κολύμπι, γι’ αυτό μυρίζω θάλασσα!

-Όταν φτάσουμε στην Αυστραλία να δούμε πως θα βγάλουμε όλο αυτό το αλάτι που έχει ποτίσει το κορμί μας, από τα ντους που κάναμε εδώ πάνω; 

-Μ’ αρέσει η μυρωδιά της θάλασσας, είπε και χαμογέλασε ντροπαλά.

-Και εμένα μου αρέσει, σχολίασε ο Κωστής, όπως μυρίζει η θάλασσα απάνω στο κορμί σου. Κοιτάχτηκαν στα μάτια και χωρίς να το σκεφτούνε ο ένας βούτηξε πάνω στον άλλον κι αντάλλαξαν παθιασμένα φιλιά στο στόμα και σφιχτά αγκαλιάσματα. Ποτέ δεν κατάλαβε η Φιλιώ, πως ανέκτησε τον αυτοέλεγχο της και κατάφερε να τραβηχτεί μακριά του.

-Κωστή όχι, δεν κάνει.

-Συγνώμη, της είπε και σηκώθηκε όρθιος ώστε να απομακρυνθεί, όσο επέτρεπε ο στενός χώρος, μακριά της.

-Με δοκίμαζες; Τον ρώτησε δειλά.

-Τι σημαίνει αυτό;

-Μου είχες πει ότι δεν εκμεταλλεύεσαι κορίτσια εκτός κι αν θέλουν τα ίδια να τα εκμεταλλευτείς. Πίστεψες;…

-Όχι, όχι, ποτέ δεν είχα τέτοια γνώμη για σένα. Με συγχωρείς διπλά που σε έκανα να παρεξηγήσεις τις προθέσεις μου.

-Αν πήγαινα απλά να εργαστώ στην Αυστραλία, αν δεν πήγαινα να παντρευτώ, αν δε μου είχε στείλει τα λεφτά ο αρραβωνιαστικός μου…

-Αν ήταν όλα αλλιώς δε θα σε άφηνα να τον παντρευτείς. Θα δούλευα και θα σου έδινα εγώ τα χρήματα για το εισιτήριο για να του τα επιστρέψεις, όσο καιρό κι αν χρειαζόταν να μαζέψω τα χίλια δολάρια.

-Όμως τα πράγματα είναι όπως είναι, κι εγώ έδωσα το λόγο μου και δεν μπορώ να τον πάρω πίσω, γιατί αυτό θα πλήξει την οικογένεια μου στην Ελλάδα.

-Φυσικά! Συμφώνησε βγαίνοντας από τις δικές του σκέψεις.

-Κωστή, θεωρώ ότι θα είναι φρόνιμο να μη συνεχίσουμε τα μαθήματα. Δεν ευνοεί κανέναν μας να συναντιόμαστε, θα μπαίνουμε στον πειρασμό και θα βασανιζόμαστε. Καταλαβαίνεις;

-Καταλαβαίνω, είπε και πήρε τα χέρια της μέσα στα δικά του και φέρνοντας τα στα χείλη του, ακούμπησε πάνω τους από ένα φιλί. Καταλαβαίνω πολύ καλά, λυπάμαι που πρέπει να απομακρυνθούμε, που θα σε αποχωριστώ πριν φτάσει το ταξίδι μας στο τέρμα του, αλά αντιλαμβάνομαι τη θέση σου και τη σέβομαι.

-Γεια σου Κωστή, είπε και σηκώθηκε χωρίς να τραβήξει αμέσως τα χέρια της από τα δικά του.

-Γεια σου Φιλιώ, καλή τύχη!  

 

 

ΜΕΡΟΣ ΙΙ

 

Το «Πατρίς» άραζε στο λιμάνι του Σύδνεϋ πέντε μέρες μετά την απομάκρυνση της Φιλιώς από τον Κωστή. Αν τύχαινε και συναντιόνταν σε κάποιον κοινόχρηστο χώρο του πλοίου, αντάλλασαν από ένα νεύμα και απομακρύνονταν βιαστικά. Ο Κωστής περνούσε τις περισσότερες ώρες του καθισμένος στην πισίνα διαβάζοντας ένα βιβλίο, ενώ η Φιλιώ γυρνώντας από εδώ κι από εκεί χαζεύοντας, πολλές ώρες τις περνούσε στην καμπίνα της κάνοντας επανάληψη στις πενιχρές γνώσεις που της είχε μεταλαμπαδεύσει στα αγγλικά χτίζοντας στα όνειρα της μια διαφορετική ζωή.

Η Φιλιώ πήρε τα πράγματα της, έριξε μια ματιά στην τοσοδούλα καμπίνα της που την είχε γεμίσει με όνειρα και σκέψεις, και βγήκε στο διάδρομο για να κατέβει από το πλοίο. Έξω στο λιμάνι είχε πολύ κόσμο, αυτοί που έβγαιναν, έσμιγαν με τους ντόπιους πλέον ελληνοαυστραλούς. Λίγα μέτρα μακριά της βρισκόταν ο Κωστής πλαισιωμένος από δυο γυναίκες και έναν άντρα, πέφτοντας το βλέμμα της πάνω του, το τράβηξε βιαστικά μακριά. Απομακρύνθηκε ψάχνοντας να βρει τον αρραβωνιαστικό της, που είχε στείλει γράμμα πριν εκείνη μπαρκάρει ότι θα την περιμένει στο λιμάνι. Προχωρώντας είδε την Ιωάννα να στέκεται μόνη της, της έκανε νόημα με το κεφάλι, όμως εκείνη έστρεψε το κεφάλι της αλλού. Λίγο παρεκεί βρισκόταν ο άντρας της φωτογραφίας με «το ανάστημα και το ύφος», όπως τον είχαν χαρακτηρίσει οι δήθεν φίλοι της, που πλέον δεν την καταδέχονταν, ήταν μαζί με έναν άλλον που του μιλούσε και ο Λυκούργος τον άκουγε προσεχτικά να του λέει «Την είδα με τα μάτια μου φίλε που έβγαινε από την καμπίνα του, τώρα η απόφαση είναι δική σου». Τα βλέμματα τους διασταυρώθηκαν, ο άντρας την κοίταξε ψυχρά και γυρνώντας της την πλάτη έφυγε εγκαταλείποντας την. Η Γιάννα πέρασε από δίπλα της κρατώντας δυο βαλίτσες, έφτασε στο πλάι του άντρα που είχε πιάσει κουβέντα με τον Λυκούργο και που τώρα η Φιλιώ τον αναγνώριζε ως τον Δημήτρη, η Γιάννα του έδωσε τη μία βαλίτσα και προχώρησαν μαζί προς την έξοδο του λιμανιού.

Μέσα στην απέραντη κακία και προκατάληψη εκείνοι οι δύο ίσως να της είχαν κάνει καλό. Κάνοντας στροφή 180 μοίρες άρχισε να πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα, προσπαθώντας να πλησιάσει το σημείο που είχε δει για τελευταία φορά τον Κωστή. Εκείνος κρατώντας την βαλίτσα του προχωρούσε και συζητούσε με τη συντροφιά του.

-Κωστή; Τον φώναξε η Φιλιώ, τον είδε να ζητάει συγνώμη και να κατευθύνεται προς το μέρος της, το ύφος του ήταν κάπως ανήσυχο.

-Τι σου συμβαίνει;

-Χάλασε ο αρραβώνας μου.

-Γιατί το λες αυτό; Τη ρώτησε ρίχνοντας ματιές πάνω από την πλάτη του.

-Με παράτησε και έφυγε.

-Γιατί;

-Δεν ξέρω, δε με νοιάζει, είμαι ελεύθερη, πες μου μόνο ότι ισχύει η πρόταση σου; Μπορούμε να δουλέψουμε μαζί, να μαζέψω τα χρήματα και να του τα επιστρέψω.

-Λυπάμαι Φιλιώ, αλλά δε γίνεται αυτό.

-Αν δεν υπάρχει δουλειά για μένα εκεί που θα δουλέψεις εσύ, δεν πειράζει. Ολόκληρη Αυστραλία κάπου θα βρεθεί κάτι και για μένα. Δε θα σε επιβαρύνω.

-Φιλιώ δε γίνεται!

-Γιατί όχι, εσύ είπες…

-Δεν ήρθα μόνο για να δουλέψω στην Αυστραλία Φιλιώ.

-Αλλά;

-Αλλά και για το λόγο που ήρθες εσύ. Βλέποντας ότι δεν καταλάβαινε τι προσπαθούσε να της πει, συνέχισε χαμηλόφωνα. Τα λεφτά για το εισιτήριο μου τα έστειλε η αρραβωνιαστικιά μου, που τώρα με περιμένει μαζί με τους δικούς της.

-Γιατί μου το έκρυψες; Ψέλλισε ζαλισμένη.

-Λυπάμαι. Είπε και γυρίζοντας της την πλάτη, ρίχνοντας της μια τελευταία ματιά, πήγε στην αρραβωνιαστικιά του, εγκαταλείποντας την μόνη.     

                       

–—

 

Είχε μείνει μετέωρη ανάμεσα στον κόσμο που πηγαινοερχόταν και την έσπρωχνε στο διάβα του. Μόλις συνειδητοποιούσε το μέγεθος της δυσμένειας που είχε βρεθεί. Βρισκόταν χιλιάδες μίλια μακριά από την πατρίδα της, χωρίς προστάτη, τροφή και στέγη. Ήταν σε χειρότερη κατάσταση απ’ όταν έφυγε από την Ελλάδα κι όλα αυτά επειδή εμπιστεύτηκε όσο ήταν στο πλοίο τους λάθους ανθρώπους, ο ένας με σκοπό να εκμεταλλευτεί την αφέλεια της προσφέρθηκε να της μάθει τη γλώσσα και εκείνη η ανόητη είχε νιώσει πράγματα για εκείνον… και οι άλλοι δύο σαν να αποτελούσαν την αστυνομία της ηθικής, πήγαν και την κάρφωσαν στον άνθρωπο που την περίμενε για να την παντρευτεί. Και η ίδια πιο ηλίθια ακόμα, προς στιγμή  θεώρησε ότι της είχαν χαρίσει την ελευθερία της και ότι όσο δύσκολα κι αν ήταν τα πράγματα σε πρώτη φάση θα κατάφερναν να τα βγάλουν πέρα με τον Κωστή, τον έξυπνο, τον γοητευτικό, τον πολυμήχανο…

Κοίταξε προς το καράβι, της έλειπαν περίπου χίλια δολάρια για να μπορέσει να επιστρέψει πίσω στην πατρίδα, φτωχή και ‘‘ατιμασμένη’’, ίσως όχι στην πραγματικότητα αλλά όπως λέει κι ο σοφός λαός «Κάλιο να σου βγει το μάτι, παρά το όνομα». Αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε να μπει στο «Πατρίς» ως λαθρεπιβάτισσα, όμως είχε ακούσει ότι όποιον έπιαναν στο πλοίο χωρίς εισιτήριο, τον ρίχνανε καταμεσής του ωκεανού για να τον φάνε τα ψάρια, δεν ήξερε αν ισχύει κάτι τέτοιο ή το λέγανε προκειμένου να αποτρέπουν όποιον είχε την πρόθεση.

Ακούμπησε κάτω τη βαλίτσα της που για ώρα την κρατούσε σφιχτά από τη χειρολαβή, κάθισε πάνω και άνοιξε το τσαντάκι της, έβγαλε τη φωτογραφία του πρώην αρραβωνιαστικού της και έμεινε να τον κοιτάζει. Ε, λοιπόν η Φιλιώ ήταν αποφασισμένη να μην πάει χαμένη. Ακόμα κι αν βρισκόταν σε μια ξένη χώρα που δεν γνώριζε κανέναν και όπου οι λίγοι συμπατριώτες με τους οποίους είχε έρθει σε επαφή, της είχαν φερθεί πρόστυχα, εκείνη είχε σκοπό να τα καταφέρει. Έβγαλε έναν φάκελο από γράμμα του Λυκούργου, στον οποίο αναγραφόταν η διεύθυνση του σπιτιού του. Η απόφαση είχε παρθεί, δεν είχε σκοπό ούτε να τον καλοπιάσει, ούτε να δείξει δουλοπρέπεια, θα διεκδικούσε αυτό που της άξιζε.        

 

–—

   

Του είχαν υποσχεθεί μια κοπέλα όμορφη και τίμια, γι’ αυτό το λόγο είχε σκορπίσει τις οικονομίες ενός ολόκληρου χρόνου και το αποτέλεσμα ήταν ότι και γυναίκα δεν είχε και τα χρήματα του τα είχε πετάξει. Όμως όχι, αν εκείνη παρά την προσδοκία ότι θα παντρευόταν εκεί που θα πήγαινε, δεν του ήταν πιστή και είχε πιάσει παρτίδες με άντρες από όλες τις φυλές, απ’ ότι του είχε πει εκείνος ο άντρας, αν προχωρούσε μαζί της σε γάμο, πολύ σύντομα θα γινόταν ο περίγελος ολόκληρης της ελληνικής κοινότητα του Σύδνεϋ και ολόκληρης της Αυστραλίας. Αυτά σκεφτόταν όταν κάποιος χτύπησε την πόρτα του. Αυτό του έλειπε τώρα, οι βίζιτες για να γνωρίσουν τη νύφη, όμως έλα που νύφη δεν είχε να παρουσιάσει. Κοίταξε τις λαμπάδες του γάμου που ήταν ακουμπισμένες στον τοίχο και ένιωσε ότι τον περιγελούσαν. Η πόρτα του χτύπησε ξανά πιο επίμονα, βαριεστημένα σηκώθηκε και πήγε να την ανοίξει, ώστε να βρεθεί μπροστά από τη Φιλιώ.

-Τι κάνεις εσύ εδώ; Τη ρώτησε κοκκινίζοντας από οργή.

-Εσύ με κάλεσες, το ξέχασες; Τον ρώτησε με περίσσιο θράσος.

-Νόμιζες ότι δε θα μάθαινα τα καμώματα σου πάνω στο πλοίο. Αγαπάει ο Θεός τον κλέφτη, αγαπάει και τον νοικοκύρη όμως. Η συμφωνία μας ακυρώνεται!

-Δε με ενδιαφέρει τι σου είπανε, όμως ξέρω ότι γάμος χωρίς εμπιστοσύνη δεν μπορεί να γίνει.

-Στα λόγια μου έρχεσαι… της είπε έχοντας της γυρισμένη την πλάτη.

-Όμως έχεις κάποιο χρέος απέναντι μου.

-Χρέος; Είπε και γύρισε προς την πλευρά της για να την κοιτάξει.

-Είμαι μακριά από το σπίτι και την οικογένεια μου, δεν ξέρω κανέναν εδώ, δεν μπορείς να με αφήσεις να γυρνάω στους δρόμους.

-Και τι θες;

-Να γυρίσω πίσω στην Ελλάδα.     

-Αρκετά ξόδεψα για σένα. Αιματηρές οικονομίες ενός ολόκληρου χρόνου. Δε θα πληρώσω για να σε στείλω πίσω. Όλα κι όλα.

-Δε σου ζητάω να πληρώσεις το ταξίδι της επιστροφής μου. Επιπλέον γνωρίζω τα χρέη μου και δεν τα παραβλέπω, σου ζητάω όμως να μη μου στερήσεις τη δουλειά.

-Στο εστιατόριο;

-Στο εστιατόριο ή όπου αλλού, θα κάνω οικονομίες, θα σου ξεπληρώσω πρώτα τα χίλια δολάρια που ξόδεψες για το εισιτήριο μου και ύστερα θα μαζέψω χρήματα για να επιστρέψω στην Ελλάδα.

-Κι όλα αυτά τα έξοδα; Είπε και της έδειξε τις λαμπάδες που στηρίζοντας στον τοίχο, για να σκεφτεί τα όσα είχε ξοδέψει για το γάμο τους.

-Αυτά μπορεί να σου χρειαστούν, την επόμενη φορά ίσως είσαι πιο τυχερός, βάσει του πως θεωρείς εσύ φυσικά την τύχη. Λοιπόν;

-Άσε με να το σκεφτώ.

-Σκέψου το, είπε και κάθισε σε μια καρέκλα.

-Εδώ θα μείνεις;

-Δεν έχω πουθενά αλλού να πάω.

-Και οι φίλοι που γνώρισες στο καράβι; Τη ρώτησε ειρωνικά.

-Δεν έχω σκοπό να λογοφέρω μαζί σου, ούτε και να προσπαθήσω να σε πείσω για το αντίθετο από αυτό που σου είπανε. Σου ζητάω μόνο να μη μου στερήσεις τη δουλειά.

-Και πως θα δικαιολογήσουμε το γεγονός ότι δε θα γίνει γάμος; Τη ρώτησε θέλοντας να διαφυλάξει την αξιοπρέπεια του.

 

–—

 

Από το επόμενο κιόλας πρωινό η Φιλιώ έπιασε δουλειά στο εστιατόριο. Το βράδυ ο Λυκούργος της είχε στρώσει να κοιμηθεί σε ένα ράντζο. Είχε σκοπό να της παραχωρήσει το κρεβάτι του μέχρι να παντρευτούν, όπου θα κοιμόνταν μετά το γάμο μαζί, όμως μετά από όσα είχαν φτάσει στα αυτιά του και ότι της πέταξε τα ρούχα για να στρώσει το ράντζο, του φάνηκε μεγάλη καλοσύνη από μέρους του, σε βαθμό μάλιστα χαζομάρας. Η Φιλιώ από πλευράς της θεώρησε την καλοσύνη του Λυκούργου ως μαλάκωμα, όμως σε καμία περίπτωση δεν σκέφτηκε να την εκμεταλλευτεί όπως θα έκανε κάποια άλλη στη θέση της, από τη φύση της πιο πονηρή, ώστε με κάθε τρόπο να καταφέρει να γίνει τελικά ο γάμος και να μη μείνει εκτεθειμένη. Άλλωστε η Φιλιώ, ενοχλημένη από τη συνολική συμπεριφορά απέναντι της, δεν ενδιαφερόταν πλέον να εγκατασταθεί μόνιμα στην Αυστραλία, κι αν για την ώρα είχε πάρει αυτή την απόφαση, ήταν για λόγους ανάγκης.

Την επόμενη μέρα στο ελληνοαυστραλέζικο εστιατόριο, και χωρίς να δώσουν ιδιαίτερες εξηγήσεις στους συναδέλφους του Λυκούργου, όλοι θεώρησαν ότι η Φιλιώ θα γινόταν γυναίκα του και τον σκουντούσαν με τον ώμο για να του δώσουν να καταλάβει πόσο τυχερός ήτανε, εκείνος σκυθρωπός κουνούσε το κεφάλι του χωρίς να λέει τίποτα. Έχοντας πάρει το μάθημα της πάνω στο πλοίο και μην έχοντας εμπιστοσύνη πλέον σε κανέναν η Φιλιώ ήταν ιδιαίτερα σοβαρή χωρίς να δίνει το παραμικρό δικαίωμα. Εύκολα κέρδισε το θαυμασμό όλων, έτσι έξυπνη, σβέλτη και καπάτσα που ήταν στη δουλειά της. Με τα λίγα αγγλικά που της είχε μάθει ο Κωστής και μελετώντας συνέχεια στις ελεύθερες ώρες της, γρήγορα βγήκε από την κουζίνα στο εστιατόριο, δουλειά πιο κουραστική και απαιτητική, όμως κέρδιζε φιλοδωρήματα. Με τους πρώτους κιόλας μισθούς, βρήκε ένα καμαράκι και μετακόμισε από το σπίτι του Λυκούργου για να μην τον ενοχλεί περισσότερο. Εκείνος δέχτηκε την απόφαση της κρύβοντας την απογοήτευση του, αφού ήταν εκείνος που τη θαύμαζε περισσότερο απ’ όλους και ένιωθε περήφανος για τα καλά λόγια που άκουγε για εκείνη, ενώ είχε αρχίσει να αμφισβητεί τα όσα του είχε πει εκείνος ο τύπος έξω από το καράβι και είχε αρχίσει να μετανιώνει που είχε ματαιώσει το γάμο τους.

Στο χρόνο πάνω και μην έχοντας τολμήσει ποτέ να κάνει κάποια νύξη για αυτές του τι σκέψεις στη Φιλιώ, την Τριανταφυλλιά, τη γεμάτη αγκάθια όπως τη λέγανε στη δουλειά, οι συνάδελφοι τους που σε κάθε φιλοφρόνηση που της κάνανε εκείνη τους κοίταζε σοβαρή και ανέκφραστη. Πήγε στο σπίτι του και του έδωσε ένα φάκελο γεμάτο χρήματα.

-Τα χίλια δολάρια που ξόδεψες για το εισιτήριο μου και κάτι παραπάνω για τα έξοδα του πρώτου καιρό που με φιλοξένησες. Μέτρησε τα, εκείνος αμήχανα τα ζύγισε μέσα στα χέρια του μην ξέροντας τι έπρεπε να της απαντήσει.

-Δεν ήταν ανάγκη. Της είπε στο τέλος.

-Ήταν, σου είπα ότι δεν παραβλέπω τα χρέη μου, ήταν το ελάχιστο που μπορούσα να κάνω, άλλωστε δε φέρεις καμία ευθύνη απέναντι μου.

-Έχεις όμως τόσα έξοδα, από τη στιγμή που μετακόμισες.

-Μην ανησυχείς, τα χρέη είναι χρέη και δε μου αρέσει να χρωστάω.

-Γιατί δεν τα κρατάς να τακτοποιηθείς κάπου καλύτερα και μου τα δίνεις αργότερα.

-Δεν χρειάζομαι να τακτοποιηθώ κάπου καλύτερα, άλλωστε έχω σκοπό να επιστρέψω στην Ελλάδα.

-Πότε;

-Μόλις μαζέψω τα χρήματα.

-Μα γιατί δε μένεις…

-Γιατί δε θέλω να μείνω.

 

 –—

 

Αυτό που προβλημάτιζε τη Φιλιώ ήταν όταν έπρεπε να γράψει γράμμα στη μητέρα και στους δικούς της. Εκείνη τη ρωτούσε συνέχεια για το Λυκούργο και η Φιλιώ απέφευγε να της απαντήσει. Δεν ήξερε άλλωστε πως μπορούσε να δικαιολογήσει το γεγονός ότι δεν είχε παντρευτεί, εφόσον αυτός ήταν ο πρωταρχικός σκοπός του ταξιδιού της στη μακρινή ήπειρο. Τελικά σε ένα της γράμμα και ύστερα από πολύ σκέψη, έγραψε ότι ο γάμος με το Λυκούργο δεν έγινε αλλά εργάζονταν στο ίδιο εστιατόριο. Το επόμενο γράμμα της μητέρας ήταν γεμάτο κατάρες για το Λυκούργο που την εξέθεσε και δεν την πήρε, πράγμα που δεν άρεσε καθόλου στη Φιλιώ αφού αναγνώριζε ότι χωρίς τη βοήθεια του τα πράγματα για εκείνη στην Αυστραλία θα ήταν κάτι παραπάνω από σκούρα, πάραυτα απέφυγε να σχολιάσει κάτι για να μη διαιωνιστεί το θέμα. Περνώντας ένας ακόμη χρόνος και με πενήντα δολάρια βδομαδιάτικο η Φιλιώ κατάφερε να μαζέψει τα χρήματα για το εισιτήριο της επιστροφής, όμως δεν ήθελε να γυρίσει στην Ελλάδα όπως είχε φύγει, χωρίς τίποτα. Αφού δεν είχε παντρευτεί ας επέστρεφε πίσω με οικονομίες, θα έφτιαχνε στην Ελλάδα ένα μαγαζάκι και θα είχε δική της δουλειά ώστε να μην έχει ανάγκη κανέναν. Αυτό ήταν το νέο της σχέδιο και ρίχτηκε σε αυτό με περίσσιο ζήλο και κάνοντας ακόμα πιο αιματηρές οικονομίες. Στο μεταξύ ο ένας της αδερφός, επιθυμούσε να πάει στην Αυστραλία να βρει εκεί την τύχη του και η Φιλιώ έπρεπε να του εξασφαλίσει δουλειά και τα χρήματα για το εισιτήριο, κάτι που την πήγε πίσω στα σχέδια της κάτι μήνες. Όμως έφτασε η ώρα, εφτά χρόνια περίπου μετά την άφιξη της στο λιμάνι Pirmon του Σύδνεϋ, όπου θα έπαιρνε το πλοίο της επιστροφής. Εφτά χρόνια δεν έκανε τίποτε άλλο από το να δουλεύει, προσωπική ζωή δεν είχε και δεν την ενδιέφερε να αποκτήσει στην Αυστραλία αφού δεν ήθελε να υπάρχει τίποτα που να την κρατήσει πίσω.

-Να πας να κάνεις τι στην Ελλάδα; Τη ρώταγε ο αδελφός της, πάνε χρόνια που έφυγες και δε θυμάσαι μου φαίνεται πως είναι εκεί τα πράγματα. Και μην ξεχνάς ότι υπάρχει δικτατορία. Και όλοι τους φαίνονται ύποπτοι.

-Η δικτατορία τη δουλειά της και εγώ τη δική μου. Του απάνταγε και προετοιμαζόταν. 

Είχανε περάσει εφτά χρόνια χωρίς η Φιλιώ να έχει αναφέρει ποτέ ξανά ότι θα φύγει από την Αυστραλία κι ο Λυκούργος είχε πείσει τον εαυτό του ότι θα παρέμενε τελικά. Μαθαίνοντας το από τον αδερφό της το Λευτέρη, ένιωσε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του. Ο λόγος που δεν είχε επιχειρήσει να παντρευτεί εκείνα τα εφτά χρόνια, δεν ήταν ότι δεν είχε εμπιστοσύνη στην τύχη του, αλλά ότι είχε αποκτήσει αισθήματα για την άγριο – Τριανταφυλλιά. Πολλές φορές αυτά τα επτά χρόνια είχε αναρωτηθεί πως θα ήταν η ζωή τους αν δεν είχε βρεθεί εκείνος ο άντρας να τον ‘‘ενημερώσει για το καλό του’’. Το πιο πιθανό θα ήταν τώρα να είχαν παιδί έξι χρονών. Μαθαίνοντας από το Λευτέρη, με τον οποίο είχαν γίνει φίλοι, παρά του ότι ο νεαρός στην αρχή του έδειχνε την αντιπάθεια του επειδή δεν είχε παντρευτεί την αδερφή του, αποφάσισε να μιλήσει στη Φιλιώ πριν τη χάσει για πάντα.

 

-Παντρέψου με της είπε στο τέλος κάπως απότομα, βλέποντας πως δεν μπορούσε να της αλλάξει με κανέναν άλλο τρόπο τα μυαλά.

-Τι λες Λυκούργο, από πού σου ήρθε πάλι αυτό;

-Γιατί όχι;

-Κάποτε με απέρριψες.

-Δε σε γνώριζα τότε, ήταν εύκολο να πιστέψω έναν κακοπροαίρετο.

-Και τώρα πιστεύεις ότι με ξέρεις;

-Ναι, έτσι πιστεύω, της απάντησε αποφασιστικά.

-Όχι. Του απάντησε ήρεμα.

-Κάντο για σένα. Αν γυρίσεις πίσω στην Ελλάδα, ανύπαντρη ενώ έφυγες λογοδοσμένη, θα σκεφτούν διάφορα άσχημα πράγματα για σένα. Δε θα είναι ούτε εκεί εύκολο για σένα να αποκατασταθείς.

-Ποιος σου είπε ότι γυρεύω να αποκατασταθώ; Λυκούργο, σε ευχαριστώ πολύ για την πρόταση σου, όμως δε με ενδιαφέρει. Όταν ήρθα με σκοπό να σε παντρευτώ, λόγω της ηλίθιας προκατάληψης που υπάρχει στην Ελλάδα για το ότι οι γυναίκες πρέπει να παντρεύονται, εσύ αποφάσισες να μην το κάνεις, και δε σε κατηγορώ και εγώ στη θέση σου μπορεί να πίστευα τις φήμες. Όμως αυτό που κατάλαβα είναι ότι όλοι οι έλληνες, σε όποια γωνιά του κόσμου κι αν έχουν καταλήξει σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο κι εγώ είμαι ικανή να τα καταφέρω μόνη μου χωρίς να έχω κανέναν πάνω από το κεφάλι μου να με εξουσιάζει. Αν στην πατρίδα θέλουν να σκεφτούν πρόστυχα για εμένα δε θα τους εμποδίσω ούτε θα μπω στον κόπο να τους αλλάξω γνώμη, άλλωστε ξέρω ότι ο κόσμος ζητάει μόνο το κακό σου. Αν πάντως κάποτε γνωρίσω κάποιον και ενδιαφερθεί για μένα περισσότερο απ’ ότι για την κατάσταση μου ή τις φήμες που θα με περιτριγυρίζουν ίσως και να παντρευτώ, αν όχι τότε θα είναι το τυχερό μου και θα το δεχτώ χωρίς γκρίνιες. Άλλωστε μια γυναίκα έχει δική της οντότητα και δεν μπορεί να επισκιάζεται για πάντα από κάποιο σύζυγο.                                 

 

–—

 

Τον Ιούλιο του 1970 η Φιλιώ σάλπαρε από το λιμάνι Pirmon του Σύδνεϋ για να επιστρέψει πίσω στην Ελλάδα, έχοντας την ίδια αγωνία που είχε εφτά χρόνια νωρίτερα όταν έφευγε από τον Πειραιά για να φτάσει στην Αυστραλία και να παντρευτεί. Δεν ήξερε ούτε εκεί τι θα έβρισκε, και φυσικά ο αέρας ανελευθερίας λόγω της δικτατορίας, μαρτυρούσε ότι και εκεί τα πράγματα θα ήταν δύσκολα, όμως ήταν αποφασισμένη να τα καταφέρει και για μια ακόμη φορά να μη χαθεί.

 

ΤΕΛΟΣ

 

Διαβάστε επίσης: