Η νίκη επί του θανάτου ήττα της ζωής

 

Η αναγγελία της νίκης επί του θανάτου έκανε το γύρο του κόσμου σε ελάχιστα δευτερόλεπτα. Το θαύμα, που όλη η ανθρωπότητα ανέμενε χιλιετίες ολόκληρες, τώρα ήταν επιτέλους πραγματικότητα. Βέβαια, οι χριστιανοί, οι μουσουλμάνοι και οι οπαδοί των άλλων θρησκειών και των πολυποίκιλων αιρέσεων κάπως αλλιώς το περίμεναν, αλλά την ώρα του θριάμβου κανείς δεν είχε μυαλό για τέτοιου είδους προβληματισμούς. Τις επόμενες ημέρες, ασφαλώς, το εκλογίκευσαν τοποθετώντας τον δικό τους Παντοδύναμο στο δεσπόζοντα ρόλο του επιφωτιστή  των επιστημόνων που έκαναν τη δουλειά. Και αυτό, όμως, δεν κράτησε για πολύ. Με την πάροδο του χρόνου άρχισε ο καθένας να αισθάνεται ένας μικρός θεός, αυτάρκης μέσα στη θεία φύση της αθανασίας του, και ο Θεός που μέχρι πρότινος όριζε την ύπαρξή του και έδινε σκοπό στην έμβια διαδρομή του δεν του φάνταζε πια ούτε ως ο Μεγάλος Τιμωρός ούτε ως ο Μέγας Σπλαχνικός. Είναι αμφίβολο αν το έβλεπε καν σαν Θεό.

Είναι εντυπωσιακό - αξίζει πραγματικά να σταθεί σ’ αυτό κανείς – το εύρος στην ποικιλία των αντιδράσεων των εκατομμυρίων ανθρώπων όλων των εθνών και όλων των γλωσσών τη στιγμή της ανακοίνωσης της πιο χαρμόσυνης είδησης που ακούστηκε ποτέ σ’ ετούτον εδώ τον πλανήτη, η οποία βέβαια από καιρό ψιθυριζόταν, αλλά κανείς δεν είχε πιστέψει ότι αποτελούσε κάτι περισσότερο από μια ακόμη ανυπόστατη φήμη, από αυτές που φουσκώνουν με απατηλές ελπίδες τα μυαλά και κάνουν αργά ή γρήγορα τις ψυχές να πνίγονται στα πελάγη της απογοήτευσης.

Άλλους τους βρήκε πρωί, αλλού ήταν μεσημέρι και σ’ άλλα μέρη είχε νυχτώσει, παντού όμως οι περισσότεροι παράτησαν ό, τι και αν έκαναν και ξεχύθηκαν στους δρόμους, για να ενώσουν τη δική τους χαρά με τον ενθουσιασμό των συνανθρώπων τους, γνωστών και αγνώστων, καθώς συναισθάνθηκαν αυτόματα πως μαζί τους θα πορεύονταν εις τους αιώνες των αιώνων. Ήταν η τυχερή, η προνομιούχος γενιά των αθανάτων και ολόκληρος ο πλανήτης μετατρεπόταν αίφνης για εκείνους σε Όλυμπο, όπου αμέριμνοι θα γεύονταν από τούδε και στο εξής το νέκταρ και την αμβροσία, χωρίς τα δεινά της επιβίωσης να βαραίνουν στις πλάτες τους και τη θηλιά του χρόνου να σφίγγει το λαιμό τους. Αγκαλιάζονταν και φιλιόνταν χωρίς αναστολές σαν και εκείνες που συνόδευαν τη θνητότητά τους και κυμαίνονταν από την απλή υποχονδρίαση μέχρι τον ατόφιο φόβο της ακούσιας πρόσληψης κάποιου μεταδοτικού νοσήματος. Οι δε ηθικοί φραγμοί σαν να αναλήφθηκαν μεμιάς εις τους ουρανούς, αφήνοντας τους δεσμώτες τους στη γυμνή τους φυσικότητα, έτσι όπως τους είχαν πρωτοσυναντήσει μερικές χιλιάδες χρόνια πριν, στις απαρχές αυτού που ονομάστηκε ανθρώπινος πολιτισμός.

Υπήρξαν και οι άνθρωποι, βέβαια -και ήταν πολλοί -, που προτίμησαν εκείνο το οριακό σημείο του περάσματος από το τώρα στο πάντα να το ζήσουν κατά μόνας. Σαν να ήθελαν να καταστρώσουν απερίσπαστοι ένα σχέδιο βίωσης της αιωνιότητας. Αρκετοί εξ αυτών ετούτη τη ρέμβη με θέα το χωροχρονικό απλανές την απόλαυσαν φουμάροντας, χωρίς τύψεις και φόβο πλέον, την αγαπημένη τους μάρκα τσιγάρου ή πούρου συνοδεία ακριβού κατά προτίμηση ποτού. Γιατί τι νόημα είχε πια το όποιο κόστος μπροστά στην απεραντοσύνη του είναι; Ανήκοντας κατά κανόνα στην κατηγορία αυτών που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε συμβατικά «σκεπτικιστές», της πάστας δηλαδή των ανθρώπων που αντιμετωπίζουν τα πάντα άμα τη εμφανίσει τους με σοβαρότητα, που δεν επιτρέπουν στον εαυτό τους ελαφρότητες, που στο ενδεχόμενο βάρος μιας κατάστασης προσθέτουν κατά κανόνα και εκείνο της δικής τους στιβαρότητας, προσπαθούσαν να συνειδητοποιήσουν τι σήμαινε για τις ζωές τους αυτή η ανέλπιστη διάτρηση του φοβερού φράγματος του χρόνου. Η ευφορία τους έπαιζε πινγκ πονγκ με την αμφιβολία σε έναν φρενήρη, εφάμιλλο Κινέζων πρωταθλητών, ρυθμό, όπου συνεχώς κέρδιζε η ευφορία ξεδιπλώνοντας όλη της τη δεξιότητα και εξαναγκάζοντας την αμφιβολία σε ρόλο παθητικού αποδέκτη της ήττας.

Κάποιοι, αρκετοί, επέλεξαν να γιορτάσουν το μέγα γεγονός παρέα με το μοναδικό τους ταίρι, εκτιμώντας πως μια σπονδή στον έρωτα ήταν ο καλύτερος τρόπος να δοξάσουν τις δυνάμεις - επιστημονικές ή άλλες, αδιάφορο, που συντέλεσαν στο να δοθεί κυριολεκτική υπόσταση σε αυτό που περιπαθώς υποσχόταν ο ένας στον άλλο, ότι δηλαδή θα είναι για πάντα μαζί. Στις πλείστες αυτών των περιπτώσεων τα ζευγάρια, ετεροφυλόφιλα και ομοφυλόφιλα, απορροφήθηκαν τόσο από τον οραματισμό του «για πάντα μαζί» που ξέχασαν να κάνουν έρωτα ή τον ανέβαλαν για έναν πιο εύθετο χρόνο από τον άπλετο που είχαν μπροστά τους.

Κι όμως, όσο παράδοξο και αν ακούγεται, δεν έλειψαν και οι πεισιθάνατοι, οι τύποι που στο άκουσμα της οριστικής συντριβής του θανάτου μελαγχόλησαν. Δεν χρειάστηκαν παρά λίγες ώρες, για να επιλέξουν ρητά και ανεπίστρεπτα. Περισσότερος χρόνος απαιτήθηκε για να διαλέξουν τον τρόπο, παρά για να πάρουν την ίδια την απόφαση. Είδαν το διάβημά τους σαν έναν ύμνο στην ανθρώπινη βούληση, σαν μια πράξη έσχατης ελευθερίας. Είτε βούτηξαν από ταράτσα ψηλού κτιρίου, είτε έχωσαν στη σάρκα τους αιχμηρή λεπίδα, είτε μόλυναν τον οργανισμό τους με κάποιο εγνωσμένης αποτελεσματικότητας δηλητήριο, είτε δια των όπλων τίναξαν θεαματικά τα μυαλά τους στον αέρα, διατήρησαν μέχρι τέλους τη βεβαιότητα ότι στην οριακή κοσμική διαπάλη νικητής δεν ήταν ούτε η ζωή ούτε ο θάνατος, αλλά η αδάμαστη προσωπικότητά τους και η απεριόριστη δίψα της για αυτονομία.

 

Τρία χρόνια μετά, η Ανεξάρτητη Αρχή Ελέγχου Ιδιωτικών Συνομιλιών καταγράφει την ακόλουθη συνομιλία ενός τυχαία επιλεγμένου ζευγαριού:

«Τι θα έλεγες να φάμε κάτι σήμερα;»

«Αν είναι να μαγειρέψεις, θα γευόμουν ευχαρίστως ένα φιλέτο γαλοπούλας με ρύζι στον ατμό και εκείνη τη μοναδική σου σως πορτοκάλι με καραμελωμένο κρεμμύδι. Για ορεκτικό θα προτιμούσα…»

«Ώπα … ώπα … δεν θα μαγειρέψω. Μην κουράζεσαι…»

«Μα έχουμε τόσες μέρες να φάμε …»

«Ε και; Μία ακόμη …»

«Πεθύμησα την εποχή που τρώγαμε, για να επιβιώσουμε …»

«Πφφφ … τώρα ζούμε για να τρώμε όποτε μας κάνει κέφι. Έχει αρχίσει να με κουράζει, ξέρεις, η νοσταλγία σου και αυτός ο αθεράπευτος ρομαντισμός σου. Σε λίγο θα μου πεις ότι σου ‘χει λείψει και ο θάνατος. Αγριεύομαι και που το σκέφτομαι. Να βλέπεις τους δικούς σου ανθρώπους να φεύγουν, χωρίς να μπορείς να κάνεις τίποτα για να το αποτρέψεις. Απορώ πώς τόσα δισεκατομμύρια ψυχές για χιλιάδες χρόνια άντεξαν αυτή την οδύνη;»

«Ώρες ώρες έχω την αίσθηση πως η οδύνη που μου προκαλεί η σκέψη ότι από κάποιους ανθρώπους δεν θα απαλλαχτώ ποτέ είναι απείρως εντονότερη…»

«Ελπίζω να μην εννοείς τη μητέρα μου, γιατί δεν έχω καμία διάθεση για έναν ακόμη καυγά …»

«Αυτό μου έλειπε να καυγαδίσω για τη μητέρα σου! Γενικά μιλώ …»

«Να φάμε έξω εννοούσα. Σε ένα ωραίο εστιατόριο ή σε κάποιο παραθαλάσσιο ταβερνάκι …»

«Όσες φορές το δοκιμάσαμε τελευταία, απογοητευτήκαμε οικτρά…»

«Τι θα έλεγες τότε να πάμε μία βόλτα;»

«Βόλτα;»

«Ναι, βόλτα...»

«Έχεις ιδέα τι γίνεται έξω;»

«Το ξέρω, αλλά δεν με νοιάζει.»

«Νοιάζει όμως εμένα. Και μόνο η μπόχα από τα απλωμένα παντού σκουπίδια και αυτή η ρυπαρή γλίτσα στους δρόμους ή η οσμή ούρων και κοπράνων στα πάρκα - να τα πει ο Θεός … τι φράση κι αυτή! - με αναγουλιάζουν. Δεν αλλάζω τον ιονιστή μας και την ατμόσφαιρα που μας χαρίζει με καμία βόλτα. Προτιμώ να τη φανταστώ.»

«Μα έχω ανάγκη να βγω από εδώ μέσα. Βαρέθηκα!»

«Προτείνω να δούμε καμιά ταινία…»

«Ωραία, πάμε σ’ έναν κινηματογράφο να τη δούμε…»

«Κινηματογράφο; Δεν τα ‘μαθες; Ο τελευταίος έκλεισε πριν από δύο μήνες.»

«Γαμώ το! Πάμε θέατρο τότε…»

«Όσοι το τόλμησαν το μετάνιωσαν …»

«Γιατί;»

«Γιατί οι μόνες παραστάσεις που ανεβαίνουν πια είναι από κάτι ατάλαντους άπορους, που το κράτος χρηματοδοτεί δήθεν για να τονώσει την πνευματική μας ζωή. Κανένας πραγματικά ταλαντούχος θεατρίνος δεν ασχολείται πλέον με το θέατρο. Σαν να έχασε τον ήχο του το χειροκρότημα.»

«Έχεις δίκιο. Την ίδια αίσθηση μου αφήνουν και τα βιβλία. Τα παλιά μού φαίνονται θλιβερά, γιατί πίσω από κάθε φράση και μέσα σε κάθε τους ιδέα υπάρχει θάνατος, ενώ τα λιγοστά καινούρια είναι … πώς να το πω … σαν να μην έχουν ψυχή.»

«Μήπως και στις ταινίες το ίδιο δεν συμβαίνει; Άρα, συμφωνούμε. Μένουμε μέσα.»

«Αυτό κατάλαβες;»

«Αν δεν απατώμαι, εξαντλήθηκαν οι προτάσεις σου …»

«Ξέρω πολύ καλά τι θα ήταν αυτό που θα μου έδινε χαρά …»

«Μια τεράστια σοκολάτα;»

«Ένα παιδί…»

«Το ξέρεις, αγάπη μου, πως τώρα είναι πλέον αργά …»

«Δεν προλάβαμε … και ξέρεις ποιος ευθύνεται γι’ αυτό!»

«Πάλι τα ίδια; Πώς ήθελες να μαντέψω εγώ ότι θα απαγορευτεί δια παντός η τεκνοποίηση;»

«Όπως το προέβλεψαν τόσα άλλα ζευγάρια που πρόλαβαν …»

«Ε και; Σιγά το κατόρθωμα! Λες και το παιδί τους θα αποκτήσει ποτέ παιδιά! Εμείς τουλάχιστον θα ζούμε για πάντα χωρίς καμία απολύτως ευθύνη!»

«Ξέρεις κάτι; Κοιτώντας σε συνειδητοποιώ ότι η ανεμελιά μας μοιάζει πολύ με τον πάλαι ποτέ θάνατο …». –

 

 

                                                                           Βαγγέλης Κάλιοσης

 

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

 

    Ο Βαγγέλης Κάλιοσης είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Γεννήθηκε στη Γερμανία το Μάρτη του 1968, μεγάλωσε στην Πρέβεζα και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Ιστορία στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο και έκανε μεταπτυχιακό με θέμα την Εκπαιδευτική Ηγεσία και Διοίκηση στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας. Εργάζεται ως φιλόλογος στη δημόσια δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Έχει χρηματίσει διευθυντής των Δημόσιων Ινστιτούτων Επαγγελματικής Κατάρτισης των Φυλακών Κορυδαλλού και των Αχαρνών, του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας Μεγάρων και πλέον διευθύνει το Σ.Δ.Ε. Αγίων Αναργύρων

    Η ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία ξεκινάει με την πρωτόλεια ποιητική συλλογή «Ακροβασίες», που δημοσιεύτηκε από τις Εκδόσεις Έψιλον το 1991. Το 1997 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Καστανιώτης η συλλογή διηγημάτων του «Όμηρος Εταίρας». Ακολούθησε το 2006 από τον ίδιο οίκο το μυθιστόρημά του «Και τώρα τι θα γίνουμε χωρίς τρομοκράτες», το οποίο απέσπασε πολύ θετικές κριτικές. Το 2011 εκδόθηκε το πολιτικό του δοκίμιο «Η Κρίση του Κοινοβουλευτισμού και το Αίτημα της Άμεσης Δημοκρατίας» από τις Εκδόσεις Χρ. Δαρδανός. Η ποιητική του σύνθεση «Συνάντηση με τον Γιάννη Ρίτσο υπό τη Σονάτα του Σεληνόφωτος» είναι αναρτημένη από το Μάρτιο του 2015 στην Επίσημη Ιστοσελίδα για τον μεγάλο ποιητή, ενώ το 2020 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Όστρια και τιμήθηκε με το Α΄ βραβείο ποίησης του Λογοτεχνικού Συλλόγου «Λίνος». Το Φεβρουάριο του 2019 δημοσιεύτηκε το μυθιστόρημά του «Το Τσιπάκι της Γνώσης» από τις εκδόσεις Κάκτος, το οποίο το 2021 κυκλοφόρησε μεταφρασμένο στα αγγλικά από την Ontime Books σε όλο τον αγγλόφωνο κόσμο υπό τον τίτλο «The Chip of Knowledge». Στο «Τσιπάκι της Γνώσης» απονεμήθηκε στο πλαίσιο του 1ου Fantasy Festival το Hellenic Fantasy Award “The Everlies” 2ου καλύτερου βιβλίου επιστημονικής φαντασίας έτους 2019  Έλληνα συγγραφέα.

    Έχει συγγράψει επίσης πολλά σχολικά βοηθήματα πάνω στα διδακτικά αντικείμενα της Ιστορίας και της Φιλοσοφίας, τα οποία έχουν κυκλοφορήσει από τις Εκδόσεις Χρ. Δαρδανός και Πατάκης. Το 2009 πραγματοποίησε την προσαρμογή στην ελληνική έκδοση του βιβλίου «Εγχειρίδιο Γενικής Παιδείας» των Jean-Francois Braunstein & Bernard Phan για λογαριασμό των Εκδόσεων Πατάκης, ενώ το 2012 πήρε μέρος στη συγγραφή λημμάτων του μεγάλου «Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσας» των ίδιων Εκδόσεων.

 

 

Διαβάστε επίσης: