Η ΔΑΣΚΑΛΑ ΜΑΣ

 
Μια Νουβέλα του Επαμεινώνδα Βανδώρου
 

Την δεκαετία του εξήντα μια δασκάλα φτάνει στο ορεινό χωρίο, για να αντικαταστήσει τον δάσκαλο που έχει μετατεθεί. Τα παιδιά αθώα ή μη, αναμένουν τη νέα τους δασκάλα με ανυπομονησία. Η Βιργινία με την άφιξή της θα μπει στη διαδικασία να διορθώσει τα κακώς κείμενα, που πιστεύει ότι υπάρχουν, ερχόμενη σε αντίθεση με την άλλη δασκάλα, την αγαπητή των παιδιών κυρία Ελένη. Η νεοαφιχθείσα θα μείνει ανεξίτηλα χαραγμένη στη μνήμη των μαθητών για πάντα.  

Πρωταγωνιστές, στη νέα νουβέλα του Επαμεινώνδα Βανδώρου, που προδημοσιεύεται στο ArtScript, οι μικροί  μαθητές, ο ανυπότακτος Νικόλας, με τον συνονόματο ξάδελφό του,  η Φωτεινή, μια καλή κι ευαίσθητη μαθήτρια, ο Γρηγόρης, ο νταής του σχολείου και η αδύναμη στοn χαρακτήρα Αννούλα. Γύρω από τον κύκλο των παιδιών οι ενήλικες συμπληρώνουν το παζλ της νουβέλας και σκιαγραφούν τις συνθήκες ζωής του χωριού. Μια ιστορία για μια Ελλάδα που χάθηκε, όμως οι νοοτροπίες της εμφανίζονται ως σήμερα.

 

 

ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ

 

Η Φωτεινή κατευθυνόταν προς το σπίτι της, δίχως να κοιτάζει πίσω, ήδη έφτασε στο κόκκινο λιθάρι, έναν μεγάλο κοκκινωπό βράχο, που θύμιζε γλυπτό και το οποίο είχε δημιουργήσει η φύση. Άλλοτε καθότανε και το χάζευε, προσπαθώντας να καταλάβει τι παριστάνει, λες και επρόκειτο για μοντέρνα τέχνη, εκείνη τη μέρα όμως το προσπέρασε και έστριψε στο μονοπάτι, που θα την οδηγούσε στο σπίτι της. Πίσω της άκουσε ποδοβολητό, ήταν ο συμμαθητής της ο Νικόλας, που πλησίαζε με χοροπηδητά βήματα και κουνώντας τη σάκα του πέρα δώθε.  Φτάνοντάς την τη χαιρέτησε και συνέχισε για λίγο τον γρήγορο βηματισμό του, ώσπου σταμάτησε και την περίμενε. Εκτός από συμμαθητές ήταν και γειτονόπουλα, έμεναν στον ίδιο συνοικισμό και είχαν την ίδια διαδρομή προς, κι από το σχολείο.

Καθώς την περίμενε του έπεσε η σάκα του κάτω και χύθηκαν από αυτήν τα βιβλία και τα μολύβια στο χώμα.

«Δεν σου αρέσει και πολύ το σχολείο», σχολίασε η κοπέλα.

«Όχι, δε μου αρέσει!»

«Για αυτό έλειπες χτες; Ο κυρ Ανέστης όλο ρωτούσε, αν ξέρουμε που είσαι;»

«Προτίμησα να κάτσω να φυλάξω τα πράματα, με τον πατέρα μου:»

«Και δε σε μάλωσε;»

«Και σαν με μάλωσε; Εγώ πήγα μαζί με τα κατσίκια σε ψηλά βράχια και δε με έφτανε να με βαρέσει».

Αφού μάζεψε τα πράγματα από το χώμα, και τα τίναξε κακήν κακώς, προχώρησαν προς τα σπίτια τους ο ένας δίπλα στον άλλον. Εκείνος βέβαια κουνούσε ακόμη τα χέρια του πέρα δώθε, αλλά δεν αύξανε τον βηματισμό του.  Ώστε να βρίσκονται πλάι πλάι.

«Εσένα σου αρέσει το σχολειό. Είσαι καλή», βρήκε κάτι να πει ο Νικόλας.

«Μ’ αρέσει, θα θελα να γίνω δασκάλα».

«Και θα γίνεις γιατί τα παίρνεις τα γράμματα, αλλά εγώ όσο και να προσπαθήσω δε γίνεται να τα βάλω στο μυαλό μου. Δάσκαλος δεν πρόκειται να γίνω, με τα πράματα και τα χωράφια του πατέρα μου θα πορευτώ, οπότε χαμένος κόπος. Κι ύστερα…»

«Κι ύστερα;…»

«Είναι κι ο κυρ Ανέστης, δε με χωνεύει, όλη την ώρα κοιτώ πως θα γλιτώσω από τη βέργα του».

«Αυτό είναι αλήθεια, αλλά η γυναίκα του η κυρία Ελένη έχει χρυσή καρδιά, χάδι είναι ακόμα κι οι βιτσιές που δίνει».

«Σε αυτό έχεις δίκιο, αλλά δεν ξέρω αν το κάνει από καλοσύνη ή επειδή δεν έχει δύναμη».

«Η κυρία Ελένη είναι χρυσός άνθρωπος, κι αν δεν ήταν ο κυρ Ανέστης να την επιβλέπει, καμία τιμωρία δεν θα επέβαλε, αλλά αυτός είναι ανώτερος».

«Γιατί είναι ανώτερος;»

«Πρώτον έχει τις μεγαλύτερες τάξεις και δεύτερον είναι άντρας».

«Βλακείες… εγώ νομίζω η κυρία Ελένη είναι καλύτερη δασκάλα».

«Κι εγώ», είπε κοφτά και γέλασαν και οι δυο.

«Φωτεινή, πότε παντρεύτηκε ο δάσκαλος την κυρία Ελένη;»

«Δεν ξέρω, αντρόγυνο ήρθαν στο σχολειό».

«Και σαν πόσα χρόνια μπορεί να μείνουν σε έναν τόπο;»

«Δεν ξέρω, μπορεί και όσα θέλουν φαντάζομαι».

«Ωραία, βλέπω να κάνω καθημερινό σκασιαρχείο, κι ήλπιζα να φύγει κάποτε, να πάει στον διάβολο ο αχαΐρευτος, να πάρω κι εγώ απολυτήριο».

«Πόσες χρονιές έχεις μείνει;»

«Μία, αλλά όπως πάω φέτος, βλέπω θα με ξεπεράσεις».

«Άμα προσπαθήσεις;»

«Είναι που μπλέκεται συνεχώς κι ο δάσκαλος».

«Όταν είχαν έρθει, αποφάσισαν η δασκάλα να κάνει τις μικρές τάξεις ως την Τρίτη και τις άλλες τρεις αυτός, αλλά τα αποτελέσματα μάλλον τα βγάζουνε μαζί».

Τα δυο παιδιά με την κουβέντα είχαν φτάσει έξω από το σπίτι της Φωτεινής, κι από κει και πέρα ο Νικόλας, χρειαζόταν άλλα τριακόσια μέτρα παράλληλα με το ρέμα για να φτάσει στο δικό του σπίτι.

«Καλή ξεκούραση Φωτεινή!»

«Θα τα πούμε αύριο, να έρθεις στο σχολείο Νικόλα!»

«Καλά, θα τα πούμε στο σχολείο», είπε βαριεστημένα.

 

ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

 

Το φως έμπαινε από το παράθυρο και έλουζε το θρανίο της Φωτεινής, που ακουμπώντας στο ένα της χέρι, άκουγε την παράδοση. Μπροστά της καθόταν η Αννούλα, που πάντα ήταν η καλύτερη μαθήτρια, και ποτέ δεν της πήρε άλλη τη θέση. Καθώς άκουγε τη διδασκαλία των μαθηματικών, κοίταζε προς την πόρτα να δει αν θα ερχόταν ο Νικόλας στο μάθημα, έστω και καθυστερημένος, μα εκείνος δεν είχε αποφασίσει να πάει στο σχολείο. Είχε σηκωθεί νωρίς, μάζεψε τη σάκα του, έφαγε το ρυζόγαλο, που ετοίμασε η μάνα του και ξεκίνησε για το σχολείο. Τουλάχιστον πήρε τον δρόμο, για να τον δει ο πατέρας του. Η Φωτεινή ήδη είχε ξεκινήσει. Ο μικρός μαθητής προχώρησε κακόκεφα ως το κόκκινο λιθάρι, κι άραξε εκεί κάμποση ώρα, βάζοντάς το σημάδι με πέτρες, που υπήρχαν άφθονες στον χωματόδρομο. Αφού πέρασε εκεί αρκετή ώρα, ξεκίνησε προς το σχολείο, μην τυχών και τον πετύχει κάνας καλοθελητής και ενημερώσει τον πατέρα του. Πλησιάζοντας όμως, έστριψε στον παράδρομο, που οδηγούσε στο ποτάμι. Κι εκεί ασχολήθηκε με τα βατράχια, τα καβούρια και τα ψάρια που κυκλοφορούσαν σε αυτό. Τι χάλι κι αυτό με τα γράμματα, ας τον αφήναν στην ησυχία του, τι να τα κάνει αυτός τα μαθηματικά και τα κείμενα και τα θρησκευτικά; Ένα κι ένα ήξερε πόσο κάνει, χριστιανός ήταν ούτως η άλλος, κι ιστορίες του έλεγε η γιαγιά του ένα σωρό και καλύτερες από αυτές της δασκάλας. Ιστορίες με μούτες, με πνεύματα και με κακούς ανθρώπους που ζούσαν στο χωριό τους πριν από τον ίδιο. Το μόνο που τον στεναχωρούσε, ότι υποσχέθηκε στην Φωτεινή πως θα πήγαινε στο σχολείο και θα συναντιόνταν εκεί. Επίσης έχασε και την παρέα του συνονόματου ξαδέλφου του, που είχε μείνει δυο χρονιές, κουμπούρας κι εκείνος, αλλά επιμελής με τις παρουσίες.

Ας ήταν για την ώρα προείχε να παίξει με τα καβουράκια στο ποτάμι, τα έπιανε προσεκτικά, ώστε να μην τον τσιμπήσουν με τις δαγκάνες τους και τα τοποθετούσε σε θέση μάχης. Βάζοντας κλαράκια στις δαγκάνες τους, για να δει ποιο θα τα συντρίψει. Αφού έμεινε όλη τη μέρα στην ακροποταμιά, συμπέρανε πως πέρασε καλύτερα από το να είχε πάει στο μάθημα. Βέβαια άλλος ήταν ο φόβος του και δεν κόταγε να περάσει από εκεί. Αυτό που είχε συμβεί στην ολοκαίνουργια κούρσα του δασκάλου του. Τελειώνοντας τη Δευτέρα και προβιβασμένος στην Τρίτη έκανε σαματά, πανηγυρίζοντας για το κατόρθωμά του. Τότε μπήκε μέσα μαινόμενος ο δάσκαλος και τον έπιασε από το αυτί, βγάζοντάς τον από την αίθουσα.

«Δεν είμαστε στη ζούγκλα κουμπούρα, ούτε είμαστε γαϊδούρια να φωνάζουμε έτσι!»

«Πανηγυρίζει επειδή πέρασε την τάξη», προσπάθησε να τον δικαιολογήσει ο ξάδελφός του.

«Σιγά το κατόρθωμα, του χρόνου θα μείνει», διαβεβαίωσε τους συμμαθητές του και με μια σπρωξιά, έβγαλε τον μαθητή από το σχολείο στο προαύλιο, διατάζοντάς τον να μείνει εκεί σιωπηλός, ειδάλλως θα τον έχωνε σε κανέναν στάβλο. Η Αννούλα χαμογέλασε, η Φωτεινή δάγκωσε τα χείλη της. Ο έτερος Νικόλας, κοιτούσε απορημένος, κάποιοι δεν ασχολήθηκαν και κάποιοι βάλθηκαν να τον πειράξουν. Δεν ήταν που τον πέταξε από το σχολείο, αλλά εκείνα τα λόγια του δασκάλου, τον πλήγωσαν βαθιά και τον έκαναν να νιώσει ντροπή μπροστά σε όλη την τάξη, λόγια που δεν άξιζε, αφού είχε προβιβασθεί και δεν έβλαψε κανέναν. Τον είπε κουμπούρα, τον είπε και γάιδαρο μέσες άκρες, και μείωσε την επιτυχία του. Μόνο τον Γρηγόρη, επαινούσε εκείνος, τον γιο του καφετζή και δυο φορές προέδρου του χωριού, που του ’δινε καλούδια τζάμπα. Κι αυτός για να βγάλει το χρέος φόρτωνε με βαθμούς τον Γρηγόρη και τον επαινούσε, λες κι εκείνος καφετζής δε θα γινόταν ή λες πως ήταν λιγότερο σκανδαλιάρης από τον ίδιο! Αλλά τι τα θέλεις ακόμα και στο σχολείο γεννιόταν η αδικία. Όμως ο Νικόλας δεν ήταν φτιαγμένος να την ανέχεται, όχι στο χωριό του, όχι στον δικό του μαχαλά.

Το καλοκαίρι έφτασε, κι ο δάσκαλος, που έφυγε να παραθερίσει έναν μήνα με τη σύζυγό του, επέστρεψε στο σχολείο με το καινούργιο του Opel Kadett, των περίπου 1000 κυβικών. Καμάρωνε ο δάσκαλος σαν γύφτικο σκεπάρνι για το απόκτημά του. Άλλος στο χωριό κούρσα δεν είχε, παρά ένα σαράβαλο ο καφετζής, που είχε πάρει μεταχειρισμένο και μια δούλευε μια χάλαγε, και συνήθως ήταν παρκαρισμένο στην αποθήκη του σπιτιού του. Ούτε ο γιατρός είχε κούρσα, παρά πήγαινε με ένα μουλάρι τις επισκέψεις του εντός του χωριού ή με τα ποδάρια.

Ο δάσκαλος, το πάρκαρε μπροστά στο καφενείο να το δούνε όλοι οι παρευρισκόμενοι. Το νέο διαδόθηκε παντού. «Ο δάσκαλος πήρε κούρσα!» Στη συνέχεια το πάρκαρε στην αυλή του σχολείο, από όλες τις μεριές, για να το δούνε όσοι πιο πολλοί μπορούσαν. Έπειτα έπιανε την κουβέντα με τους μαθητές του για το νέο του απόκτημα, και σε κάποιους έκανε και επίδειξη στην αυλή του σχολείου. Ο Νικόλας ούτε που καταδεχόταν να ασχοληθεί με τη νέα μηχανή. Αυτός είχε τα πράματα, τα άλογα του πατρός του, τα σκυλιά του, αυτά είχαν νόημα για εκείνον. Ο ξάδελφός του πάλι, έκατσε να μάθει για την κούρσα όσα κόμπαζε ο δάσκαλος.

Εφόσον ξεκίνησαν τα σχολεία, οι μαθητές και οι μαθήτριες ρωτούσαν τους δασκάλους για το αυτοκίνητο, κι αν έχουν πάει πολλές βόλτες με αυτό. Μια μέρα ο δάσκαλος θέλοντας να κάνει το κομμάτι του, είπε σε μερικά πιτσιρίκα να του πλύνουν το αμάξι, μεταξύ αυτών ο Γρηγόρης και οι φίλοι του, ο ξάδελφος του Νικόλα, κι ο Θανάσης. Αφού θα ρίχνανε νερό, έπειτα θα το σκούπιζαν με τα πανιά που τους έδωσε ο ίδιος. Καθώς τα παιδιά πλένανε το αυτοκίνητο όμως, και μην έχοντας πρωτύτερη εμπειρία, το όχημα πλημύρισε, αφού τα παράθυρά του ήταν ελαφρός ανοιχτά. Για αυτό φρόντισε ο Νικόλας, που βρήκε την ευκαιρία να κατεβάσει το ένα παράθυρο λίγο και το άλλο ολοκληρωτικά. Καθώς είχε αντηλιά τα παιδιά νόμισαν ότι το παράθυρο ήταν κλειστό, όταν ξαφνικά είδαν από τις πόρτες να τρέχει ποτάμι το νερό. Ο Νικόλας στην ακροποταμιά καθισμένος ξεκαρδίστηκε. «Καλά να πάθει ο αφιλότιμος!»

Ποιος είδε όμως τον δάσκαλο και δεν τον φοβήθηκε. Τα έβαλε με Θεούς και δαίμονες, άρχισε να κλωτσάει τα πιτσιρίκια, να τα χαστουκίζει. Τα καημένα όπου φύγει φύγει. Όλοι είχαν να λένε για το πάθημα του δασκάλου, που από εκεί που κόμπαζε έγινε ο περίγελος του χωριού, κι όλοι συζήταγαν για μέρες το πάθημα του. Και για χρόνια μεταξύ τους οι μαθητές διηγούταν το γεγονός.

Ο δάσκαλος όμως, σαν άλλος αυτοκράτωρ έβγαλε φιρμάνι πως όλοι οι μαθητές θα έτρωγαν τριάντα βουρδουλιές στο χέρι, ενώ οι συμμετέχοντες στο πλύσιμο, τιμωρήθηκαν και με κουτσό μιας ώρας, στις γωνίες της αίθουσας. Όλοι δέχτηκαν την τιμωρία, ο Νικόλας όμως του είπε, «Αφού εγώ δεν σου έπλυνα το αμάξι, δε θα με χτυπήσεις!» Ο δάσκαλος προσπάθησε να τον πιάσει, αλλά ο Νικόλας ή που δεν ερχόταν στο σχολείο ή που πήδαγε από παράθυρα και πεζούλια για να γλιτώσει το ξύλο. Μάλιστα για να τιμωρήσει τον δάσκαλο, του έκλεψε τα κλειδιά και έβαλε στη θέση του οδηγού, ένα ψάρι ποταμίσιο που έπιασε, και μέχρι να το πάρει χαμπάρι εκείνος, βρώμισε όλο το αμάξι.

Στη δημοσιά, πριν ακόμα φτάσει στο κόκκινο λιθάρι, η Φωτεινή συνάντησε τον Νικόλα που την περίμενε κάτω από ένα ελάτι.

«Δεν ήρθες πάλι».

«Το ’χα να ’ρθω, μα τον Άη Νικόλα. Ξεκίνησα… Αλλά είναι κι αυτός ο δάσκαλος».

«Ας μην του ’κανες κι εσύ τέτοιο χουνέρι».

«Τι εννοείς;» είπε κατακόκκινος, σαν το λιθάρι που πλησίασαν.

«Πως όταν άνοιγες τα παράθυρα του αυτοκινήτου σε είδα».

«Με είδες;»

«Ναι!»

«Και γιατί δεν είπες τίποτα;»

«Γιατί δεν ήταν δική μου δουλειά… και γιατί διασκέδασα κι εγώ με το πάθημα του δασκάλου».

Τα δυο παιδιά άρχισαν να γελάνε κι ένα συναίσθημα αλληλεγγύης γεννήθηκε μεταξύ τους. Αυτό των συνωμοτών, που έχουν ένα κοινό μυστικό, το οποίο δε θα προδώσουν με τίποτα στον κόσμο. Ο ξάδελφος του Νικόλα πάλι, που ανεχότανε τα πάντα είχε δεχθεί την τιμωρία χωρίς να αντισταθεί, του φαινότανε δίκαιη, αφού έτσι ήταν η ζωή, ο Ανέστης ήταν ο δάσκαλος, κι επιπλέον για να τα χτυπήσει κάτι θα ήξερε. Δεν ξεκόλλαγε μάλιστα από δίπλα του και του έκανε χάρες, αλλά και πάλι εκείνος τον είχε για χαμάλη.

«Και που θα πάει αυτό βρε Νικόλα; Δε θα ξανάρθεις εσύ στο σχολείο;»

«Τι να σου πω; Δεν ξέρω. Και να έρθω τώρα πλησιάζει ο χειμώνας, θα αρχίσουν τα κρύα, με κλειστά παραθύρια πως θα ξεφεύγω από τον δάσκαλο και με το άχτι που μου έχει, οι βιτσιές του θα ’ναι δυνατές».

«Αν του ζητήσεις συγγνώμη;»

«Δε συμβιβάζεται αυτός, κι έπειτα εγώ δε ζητώ συγγνώμη».

«Ξέρεις ο πατέρας μου έφερε ένα φορτίο ξύλα για να ζεσταθεί το σχολείο τον χειμώνα».

«Κι ο δικός μου πήγε να μαζέψει, μα θαρρώ όσα ξύλα και να φέρουν, θα χρειαστεί να κόψουν κι άλλα μες στο καταχείμωνο».

Με τούτα και μ’ εκείνα έφτασαν στο σημείο, που οι δρόμοι τους χώριζαν. Ο Νικόλας προχώρησε και κοίταζε κάπου κάπου πίσω. Η Φωτεινή έστεκε και τον αγνάντευε. Την ικανοποιούσε που το γειτονοπαίδι της ήταν περήφανο, σαν τον πατέρα του. Τον ακολούθησε με τα μάτια, ώσπου πέρασε το ρέμα και χάθηκε από τα μάτια της, καθώς της σήκωσε το χέρι να την χαιρετήσει. Το ίδιο έκανε κι εκείνη και προχώρησε προς το σπίτι της.

 

ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ

 

Ο Νικόλας ήταν ακουμπισμένος στον τοίχο, όπως πάντα στο τελευταίο θρανίο και κρεμόταν από τα χείλη της δασκάλας τους. Πέμπτες και Παρασκευές συνήθως δεν έλειπε. Ακόμα κι ας ερχόταν ο κόσμος ανάποδα. Είχανε Ιστορία, άκουγε για τους ήρωες του, τον Καραϊσκάκη, τον Κολοκοτρώνη, τον Μπότσαρη, τον καπετάνιο τον Μιαούλη, τον Αθανάσιο Διάκο, που σούβλισαν σαν το αρνί, τον Ανδρούτσο. Τι άντρες ήταν αυτοί! Ορεσίβιοι, σαν και τον ίδιο. Να ’τανε να ζούσε τότες, θα ήτανε κι αυτός ήρωας και θα τους γνώριζε όλους, με το σπαθί του θα έπαιρνε τις ζωές των τούρκων μια μια. Αλαμάνα, Δερβενάκια, μάχες επί μαχών, καταστροφή των Ψαρών, ήξερε από δυσκολίες αυτός κι οι δικοί του. Ο πατέρας του πολέμησε το σαράντα. Ο πάππους του είχε φτάσει στη Μικρασία, Ίσως κάποιος προγονός του να ήταν λεβέντης στο πλευρό του Καραϊσκάκη ή του γέρου του Μωρία. Όταν άκουγε την εξιστόρηση από τα χείλη της δασκάλας του, έπαιρνε κι ο ίδιος μέρος στις μάχες. Γινόταν κομμάτι της ιστορίας. Ζούσε την κάθε στιγμή με τους ήρωες και τις καλές και τις κακές, πόσο έκλαψε για τον άδικο χαμό του Καραϊσκάκη, πόσο στεναχωρήθηκε για τον Ανδρούτσο. Δίπλα στους καπεταναίους ήταν αυτός με τη σπάθα του, κι έπαιρνε κεφάλια και χάριζε ελευθερία. Ένιωθε πως όλα αυτά που μάθαινε ήταν μια κοσμογονία. Οι ήρωες ήταν οι αρχαίοι Θεοί, άτρωτοι, παντοδύναμοι, που πήραν τα λάβαρα και χάρισαν τη λευτεριά. Διάβαζε και μόνος του στο βιβλίο τις ιστορίες τους, ξανά και ξανά με τη λάμπα πετρελαίου, κάτω από τα δέντρα με το φως του ήλιου. Μόνο για την Ιστορία ήταν ικανός να παρατήσει και τα χωράφια και τα πράματα. Και στο μάθημα αυτό ήταν ο καλύτερος μαθητής. Αν και ο Γρηγόρης, η Αννούλα, αλλά και η Φωτεινή είχαν καλύτερους βαθμούς από τον ίδιο. Ένεκα το σύστημα! Για τη Φωτεινή δεν τον ένοιαζε ήταν φίλη του, αισθανόταν όμως πως ο Γρηγόρης και η Αννούλα δεν το άξιζαν, εκείνος έπαιρνε τον βαθμό από τα πεσκέσια, η Αννούλα λόγω των άλλων μαθημάτων. Δεν τον πολυενδιέφερε όμως. Γιατί αυτός δεν μάθαινε την Ιστορία για τον βαθμό, αλλά για εκείνους τους μυστακοφόρους, φουστανελάδες που ’καναν ελεύθερο τον τόπο του.

Μάλιστα μια φορά που ήρθε ο επιθεωρητής κι έκανε ερωτήσεις για την ιστορία, όταν οι άλλοι σιώπησαν τον λόγο πήρε αυτός, και για το Μανιάκι που δε γνώριζαν οι άλλοι και για το Χάνι της Γραβιάς, αλλά και για την μάχη της Αλαμάνας. Κι ο επιθεωρητής, όπως και η δασκάλα του τον συγχάρηκαν, ενώ οι συμμαθητές του τον κοίταζαν αποσβολωμένοι. Αντίθετα ο δάσκαλος πήρε τον επιθεωρητή να του δείξει τη διπλανή αίθουσα, και να του γνωρίσει τον Γρηγόρη που στεκόταν δίπλα του.

Απορροφημένος ο Νικόλας από τη διήγηση της δασκάλας τους, βρισκόταν μαζί με τους οπλαρχηγούς σε ψηλές ραχούλες με το γιαταγάνι του, μαχόταν κατά των εχθρών, όταν ξαφνικά στην αίθουσα μπήκε ο δάσκαλος και κατευθύνθηκε προς το θρανίο του με βιαστικό βήμα, για να τον συλλάβει και να του επιβάλει την τιμωρία του, έχοντας στο χέρι του μια βίτσα. Σίγουρα ο μαθητής δε θα καταλάβαινε απορροφημένος πότε έφτασε ο δάσκαλος σε αυτόν, αλλά η διακοπή της διήγησης τον έκανε να αντιληφθεί πως κάτι συμβαίνει, βλέποντας τον εχθρό του σε απόσταση αναπνοής, πετάχτηκε από τη θέση του, πάτησε στο κάθισμα του διπλανού θρανίου και με έναν σάλτο βρέθηκε στο θρανίο δίπλα στα παράθυρα, πριν το χέρι του δασκάλου προλάβει να τον αρπάξει, με κίνδυνο να τον ρίξει κάτω, κι από κει πήδηξε έξω χτυπώντας το χέρι του στο κλειστό παραθυρόφυλλο, που άρχισε να τραντάζεται και να ανοιγοκλείνει για κάποιο διάστημα.

«Ανέστη!» είπε η δασκάλα με επικριτικό ύφος,

Τα παιδιά από την πλευρά τους είχαν σαστίσει με το όλο σκηνικό, ενώ ο Νικόλας που βρέθηκε έξω από το σχολείο, κρατούσε το χτυπημένο του μπράτσο, που έκρουσε στο παράθυρο. Είχε από καιρό σκεφτεί αυτήν την εναλλακτική σε περίπτωση που ο δάσκαλος τον στρίμωχνε, και ήρθε η ώρα να την εφαρμόσει.

Ο Ανέστης πλησίασε στο παραθύρι και κοίταξε έξω, βλέποντας τον Νικόλα να κρατάει το μπράτσο του.

«Χτύπησες;»

Ο Νικόλας τον κοίταξε στα μάτια και κούνησε το κεφάλι του αρνητικά, αφήνοντας το πονεμένο του μπράτσο.

«Καλά να πάθεις!» του είπε με κάποια δόση ειρωνείας και σαδισμού ο Ανέστης, κάνοντας τον Νικόλα να τον μουντζώσει και να του πει, «Να πας στο διάβολο κι ακόμα παραπέρα!»

«Εγώ δεν θα πάω πουθενά, εδώ θα μείνω κι εσύ απολυτήριο δε βλέπεις».

«Σκασίλα μου», απάντησε το μικρό παιδί ανασηκώνοντας τους ώμους του, και στρέφοντας την πλάτη του στο σχολείο πήρε τον δρόμο της επιστροφής διαολοστέλνοντας και βρίζοντας τον δάσκαλό του. Όταν απομακρύνθηκε έπιασε και πάλι το μπράτσο του, που σε αυτό υπήρχε ένας γλυκός πόνος από την κρούση του με το παράθυρο. Μπορεί να είχε αποφύγει το ξύλο, αλλά ποιος ξέρει τι θα σχολίαζαν οι συμμαθητές του, «να πάνε στο διάβολο κι αυτοί», αυτό που τον στεναχωρούσε περισσότερο ήταν που δεν άκουσε τη συνέχεια της ιστορίας.

Πίσω στο σχολείο, ο Ανέστης μόλις έστρεψε το βλέμμα του προς την αίθουσα, είδε τη γυναίκα του στην πλάτη του, να τον κοιτάει επικριτικά, που άφησε μια μαθήτρια υπεύθυνη της τάξης, και βγήκε με τον σύζυγό της στον διάδρομο. «Ανέστη δε νομίζεις πως τράβηξε αρκετά;… Αν τραυματιζόταν σοβαρά το παιδί τι θα κάναμε; Σε παρακαλώ να το σταματήσεις εδώ!» Ο δάσκαλος απολογούταν, ότι ο Νικόλας είχε υπερβεί τα εσκαμμένα και έπρεπε να τιμωρηθεί, ενώ η δασκάλα συνέχιζε να τον επιπλήττει και να του ζητά να δώσει τόπο στην οργή και θα τον τιμωρούσε η ίδια με κάποιον τρόπο. Παρόλα αυτά τίποτα δε λύθηκε εκείνη τη μέρα.

 

ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

 

Είχε περάσει λίγος καιρός, με μια άτυπη ανακωχή ανάμεσα στα δυο μέρη. Ο Νικόλας κατόπιν συνεννόησης με τη δασκάλα του, επέστρεψε στο σχολείο, όχι από την αρχή, μάλιστα τον έβαλε να κάθεται σε θρανίο δίπλα στο παράθυρο, όπως του είπε για να πηδήξει έξω από αυτό σε περίπτωση που ο σύζυγός της τον κυνηγούσε, και του γέλασε. Επίσης του ζήτησε να γράψει 100 φορές ‘‘Δε θα είμαι άτακτος μαθητής και θα σέβομαι τους δασκάλους μου’’. Με βαριά καρδιά ο Νικόλας το έκανε και έδειξε το τετράδιο στη δασκάλα του.

Με την αλλαγή θρανίου βρέθηκε ένα μόλις πίσω από τη Φωτεινή, πολλές φορές τον δάνειζε μολύβια και ξύστρες που ξεχνούσε να πάρει μαζί του. Εκείνος όταν επέστρεψε στα μαθήματα, τη σκούντησε στην πλάτη για να της ζητήσει συγγνώμη, που στο δικό  της θρανίο πάτησε για να δώσει τον τελικό σάλτο πριν προσγειωθεί στο προαύλιο, ανακατώνοντας τα πράγματά της και πετώντας τα κάτω. Η Φωτεινή στεναχωρήθηκε μόνο γιατί της τσαλάκωσε το τετράδιο, αλλά δεν του είπε τίποτα. Είχαν πάει μαζί με τον πατέρα της στο περίπτερο του κυρ Ηλία και το αγόρασαν. Όχι με χρήματα, αλλά με ανταλλαγή, δίνοντας στον περιπτερά ένα αυγό ημέρας.

«Δεν πειράζει», του απάντησε εκείνη, «αφού την γλίτωσες από τον Ανέστη», και γέλασε.

«Τι είπαν τα παιδιά;»

«Σάστισαν, άλλοι έλεγαν μετά καλά έκανες, άλλοι ότι άμα σε πιάσει ο δάσκαλος θα σε λιανίσει. Μη φοβάσαι όμως, νομίζω πως η δασκάλα τον μάλωσε».

«Και νομίζεις πως την ακούει; Άσε που του χρόνου που θα πέσω στα χέρια του, δεν θα τη γλιτώσω, αν περάσω δηλαδή».

«Ξέρεις, θέλω να σου πω και κάτι άλλο».

«Για τον ξάδελφό μου τον Νίκο;»

«Όχι, θα στο πω άμα γυρίζουμε. Τι έκανε ο Νίκος;»

«Μου είπε πως πρέπει να σέβομαι τον δάσκαλο και δεν έπρεπε να πηδήξω από το παράθυρο».

«Και να κάτσεις να σε δείρει;»

Ο Νικόλας κούνησε το κεφάλι του. «Μαζί κάνουμε σκανδαλιές, αλλά αυτός είν’ ντιπ χαζός, κάθεται και τις τρώει, ακόμα κι αν δε φταίει».

«Είναι καλό παιδί», τον δικαιολόγησε η Φωτεινή.

«Χαζό δε λες;» της ανταπάντησε, κι εκείνη έβαλε τα γέλια, που συγκράτησε όταν μπήκε η δασκάλα στην αίθουσα.

Στον δρόμο της επιστροφής η Φωτεινή τον ενημέρωσε για ένα συμβάν, που έτυχε να ακούσει καθώς περνούσε έξω από το γραφείο των δασκάλων. Ο Γρηγόρης, μαζί με δυο φίλους του, που τον ακολουθούσαν, πήγε στο γραφείο του δασκάλου και προσφέρθηκε να πιάσουν οι ίδιοι τον Νικόλα και να τον παραδώσουν στον κύριο Ανέστη. «Α, το ζαγάρι!» είπε ο Νικόλας, που και τον Γρηγόρη θα μπορούσε να φέρει βόλτα μόνο του και τους δυο κολαούζους χώρια του, αλλά και τους τρεις μαζί δύσκολα θα κατάφερνε να τους ξεφύγει. Έπρεπε να είναι προσεκτικός, να μην βρίσκεται μόνος μαζί τους, και να αποφεύγει την παρέα τους.

«Κι ο δάσκαλος τι τους απάντησε;»

«Άκουσα που τους ευχαρίστησε, αλλά μετά εγώ φοβήθηκα κι έφυγα βιαστικά».

Τελικά ο Γρηγόρης και τα κολαούζα του, ποτέ δε θα επιχειρούσαν κάτι ενάντια στον Νικόλα, όμως η πληροφορία που έλαβε θα τον έκανε να μισήσει ακόμα περισσότερο τον δάσκαλο, τον έβλεπε σαν τον Αλή Πασά, σαν τον Εφιάλτη, σαν τον Κιουταχή. Ο δάσκαλος δεν ήταν άξιος εμπιστοσύνης, δόλιος και αναξιόπιστος ήταν, κι ο Γρηγόρης κι οι φίλοι του προδότες. Όμως δεν ήξερε πως ο δάσκαλος, ποτέ δε δέχθηκε την συμφωνία μαζί τους, η Φωτεινή έφυγε βιαστικά από τον φόβο της και δεν άκουσε την απάντησή του.

«Σας ευχαριστώ πολύ, ξέρεις Γρηγόρη εκτιμώ τους μαθητές που σέβονται τους δασκάλους τους… αλλά δε χρειάζομαι τη βοήθειά σας. Και θα πρέπει να ξέρετε πως τις διαφορές ένας εκπαιδευτικός με έναν μαθητή του τις λύνει μόνος του, δίχως τη μεσολάβηση τρίτων. Αυτό που ήρθατε να μου πείτε με προσβάλει, κι απορώ πως το σκεφτήκατε. Εσάς δεν σας πέφτει κανένας λόγος στην τιμωρία του συμμαθητή σας, κι από όσο ξέρω δεν σας έκανε τίποτα. Οπότε…» είπε κι έπιασε τη βίτσα στα χέρια του.

Μπορεί να ήταν αυστηρός, ακόμα και χαιρέκακος ο δάσκαλος, μπορεί να έκανε σαν παιδί και να του άρεσε σαδιστικά να τιμωρεί τους μαθητές του, όπως έμαθε κι ο ίδιος από τους δασκάλους του, αλλά έλυνε μόνος του τα θέματα με τους μαθητές και δεν του άρεσαν τέτοιου είδους εκδουλεύσεις. Ένιωθε πως μείωναν και τον ίδιο.

Όταν μαθητής και δάσκαλος αντάμωναν στο προαύλιο ή στους διαδρόμους κοιτάζονταν με μίσος, μάλιστα θα μπορούσε κανείς να πει πως ο Νικόλας προκαλούσε τον δάσκαλο με το βλέμμα του, κι όταν εκείνος το έστρεφε αλλού του έβγαζε γλώσσα, κάνοντας την Φωτεινή να τον μαλώνει, από φόβο μην τον καταλάβει ο κυρ Ανέστης, κι αρχίσουν πάλι τα ίδια. Το κακό δε θα αργούσε να γίνει, καθώς ο μαθητής τον κοιτούσε έτσι, ο Ανέστης μια μέρα του είπε «Τι λες Νικόλα, θα τελειώσεις την τάξη εφέτος η πάλι στην ίδια θα μείνεις; Εγώ θα έλεγα καλύτερα να τα παρατήσεις και να φύγεις».

«Εσύ δάσκαλε, τι θα κάνεις θα φύγεις επιτέλους από το σχολείο να πας στον διάβολο;»

«Όχι, όσο είσαι εσύ στο σχολείο, εγώ δεν πρόκειται να φύγω, αν κάνεις τρία χρόνια, τρία χρόνια θα κάτσω στο χωριό σας, αν κάνεις δέκα, δέκα θα κάτσω κι εγώ, αν κάτσεις είκοσι…»

«Αν κάτσεις είκοσι», του απάντησε ο Νικόλας, «θα σε χώσουμε στο νεκροταφείο, γιατί είσαι και γέροντας και πόσο λες να ζήσεις; Οπότε θα πας στον διάβολο μια και καλή».

Ο δάσκαλος που δεν ήταν και τόσο μεγάλος δα, αλλά ο Νικόλας τον έβλεπε σαν παιδί μεγαλύτερο από την ηλικία του, παραλίγο να γελάσει κι ο ίδιος από την πρόταση του μικρού, αλλά του απάντησε μόνο, «Άμα πέσεις στα χέρια μου θα στείλω εσένα στον διάολο, παλιόπαιδο».

Ένα άλλο σημαντικό γεγονός, μεταξύ των δύο ‘‘εχθρών’’, θα λάμβανε χώρα στις αρχές τις άνοιξης. Ήταν Κυριακή, η μέρα ηλιόλουστη και ζεστή. Η δασκάλα είχε κατεβεί στην πόλη να συναντήσει μια φίλη της, κάποια παιδιά βρίσκονταν στο προαύλιο και παίζανε, ενώ ο δάσκαλος είχε ανεβεί στη ταράτσα να ρυθμίσει τα φουγάρα της σόμπας, και να ελέγξει ένα κάγκελο. Σκάλα δεν υπήρχε σταθερή κι αναγκάστηκε να πάρει την σιδερένια, ψηλή σκάλα για να φτάσει στην ταράτσα. Αφού ανέβηκε σε αυτήν κοίταξε για τυχών φθορές από τον πάγο, κι έπειτα έλυσε το σύρμα που κρατούσε το μπουρί της ξυλόσομπας, που έπρεπε να καθαριστεί. Τα παιδιά αδειάσανε την αυλή, μόνο ένα έμεινε και καραδοκούσε, ο Νικόλας, που δεν μπορούσε να ξεπεράσει την ατιμία που έκανε ο δάσκαλος, όπως πίστευε. Σιγά σιγά τράβηξε την μεγάλη σκάλα και την έβαλε κάτω. Ο δάσκαλος απορροφημένος δεν πήρε χαμπάρι, ώσπου χρειάστηκε να κατέβει για να πάρει μια πένσα, τότε είδε τη σκάλα κάτω και τον Νικόλα να γελάει.

«Νικόλα, βάλε τη σκάλα στη θέση της, αλλιώς θα φας της χρονιάς σου».

Ο Νικόλας συνέχισε  να γελάει.

«Θα σε πάρε ο διάολος, βάλε τη σκάλα στη θέση της».

Ο Νικόλας την πήρε και προχώρησε.

«Που την πας;»

«Στη θέση της στην αποθήκη».

«Γύρνα πίσω διάολε, μη σε σκοτώσω».

«Κατέβα πρώτα!»

«Γύρνα πίσω ηλίθιο!»

Ο δάσκαλος με τα νεύρα του έκανε όλο και χειρότερη την κατάσταση. Στην αρχή ο Νικόλας σκόπευε να την αφήσει εκεί, κάποιος θα περνούσε και θα του ζητούσε ο δάσκαλος να τη βάλει στη θέση της. Στη συνέχεια με τις απειλές αποφάσισε να την επιστρέψει στην αποθήκη, ακούγοντας όμως και τη λέξη ‘‘ηλίθιο’’, γύρισε το κεφάλι του προς τον δάσκαλο, ύστερα προσπέρασε την αποθήκη και την πέταξε σε μια πλαγιά, που η σκάλα πιάστηκε λίγα μέτρα πιο κάτω, στα έλατα. Ο δάσκαλος εκείνη τη μέρα, έμελε να μείνει στην ταράτσα ως το βράδυ. Κανείς δεν πέρασε από το σχολείο, η δασκάλα γύρισε αργά. Όλη μέρα ήταν στο λιοπύρι και το βράδυ που δρόσισε αρκετά ο καιρός, και η θερμοκρασία έπεσε έμεινε με το πουκάμισο μες στο κρύο. Φώναξε μερικές φορές για βοήθεια, σε κάποια σπίτια που βρίσκονταν σχετικά κοντά, αλλά δεν ακούστηκε, έπειτα από την ντροπή του προσπάθησε να κατέβει μόνος του. Να πηδήξει ήταν πολύ ψηλά, σχεδόν τέσσερα μέτρα, ίσως έσπαγε κάνα ποδάρι. Να πιαστεί από κάποιο δέντρο, απείχαν αρκετά κι ήταν κι αυτό επικίνδυνο, σκοινί δεν είχε να δεθεί, έμεινε λοιπόν στην ταράτσα σαν σε τιμωρία από τον μαθητή του και σκεφτόταν χίλιους τρόπους να τον τιμωρήσει όταν κατέβαινε.

Η δασκάλα ήρθε αργά, όταν της φώναξε πήγε να φέρει τη σκάλα από την αποθήκη, όμως δεν βρισκόταν εκεί. Πήρε έναν φακό κι έψαξε τριγύρω ώσπου την ανακάλυψε. Της είπε ο δάσκαλος να φωνάξει τον κυρ Θύμιο, που κατοικούσε σε κοντινή απόσταση από το σχολείο και κάποιες φορές τον βοηθούσε με τα μερεμέτια. Όταν ήρθε ο Θύμιος, κατέβηκε προσεχτικά, έδεσε τη σκάλα και την τράβηξε πάνω. Είχε κι ο ίδιος σκάλα, αλλά όχι τόσο ψηλή, αφού η συγκεκριμένη ήταν ειδική κατασκευή για την ταράτσα του σχολείου. Στο μέλλον θα μαθευόταν κι αυτό το πάθημα του δασκάλου. Όχι, από τον Θύμιο, αλλά από τον Νικόλα.

Τα πράγματα πλέον ήταν οριακά, ούτε η δασκάλα μπορούσε να βοηθήσει τον μαθητή της πια. Είχαν περάσει τρεις βδομάδες κι ο Νικόλας δεν τολμούσε να επιστρέψει στο σχολείο. Του μετέφερε και η Φωτεινή τα όσα άκουγε από τον δάσκαλο, «Αν πατήσει το ποδάρι του στο σχολείο μου θα του το κόψω». Δεν υπήρχε επιστροφή, το σχολειό ήταν απαγορευμένη ζώνη για τον Νικόλα, μέχρι που ο πατέρας του ανακάλυψε το σκασιαρχείο του. «Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε κι ο γιος του δεν μπορούσε να πει ψέματα, αφού θα μάθαινε ο πατέρας του την αλήθεια. Όταν ο Νικόλας του εξομολογήθηκε τι έκανε του έδωσε μια δυνατή σφαλιάρα, ενώ κι ο ίδιος γελούσε κάτω από τα μουστάκια του. Την επόμενη κιόλας μέρα βρέθηκε στο σχολείο. Έπιασε τον δάσκαλο, κι αφού του ζήτησε συγγνώμη, έπειτα του ζήτησε τον λόγο τι συμβαίνει με το γιο του και δεν θέλει να πάει στο σχολειό, κι όταν ο δάσκαλος πήγε να εξηγήσει, του ζήτησε εκ νέου τον λόγο γιατί δεν τον κάλεσε στο σχολείο ή δεν πήγε στο σπίτι του, να τον ενημερώσει για τα τεκταινόμενα. Ο δάσκαλος ξεροκατάπιε, γιατί ήξερε πως ο Χρήστος είχε δίκιο.

«Λοιπόν;»

«Τι λοιπόν; Ο Νικόλας έρχεται όποτε του καπνίσει, κάνει σκανδαλιές. Νόμιζα πως τα γνωρίζατε».

«Από πού; Άκου δάσκαλε, εγώ είμαι φτωχός και λίγα γράμματα ξέρω, δουλεύω ολημερίς να ζήσω τη φαμίλια μου, δεν ασχολούμαι με κουτσομπολιά. Μπορεί να μην έρχομαι στο σχολείο, αλλά αν με καλούσες θα ερχόμουν αμέσως. Κι όταν ήρθα να φέρω τα ξύλα για τη θέρμανση δεν με έπιασες να μου πεις το και το. Γιατί καθώς κατάλαβα αυτή η ιστορία τραβάει χρόνια. Κοίτα ο Νικόλας είναι καλό παιδί και φιλότιμο, κι ύστερης λάθεψες κι εσύ που δε μου μίλησες. Οπότε θα σου πρότεινα να δεχθείς τον μαθητή σου πίσω».

«Έχει δίκιο ο Χρήστος, Ο Νικόλας είναι φιλότιμος και περήφανος, του αξίζει μια ευκαιρία», είπε και η δασκάλα.

«Του έχουμε δώσει πολλές, ύστερα νομίζεις Χρήστο, πως θα περάσει την τάξη; Ας το αφήσουμε για του χρόνου».

«Θα τον βοηθήσουμε κι εμείς Ανέστη, υπάρχει χρόνος».

«Ακούς υπάρχει χρόνος, κι ύστερα δάσκαλε πώς να το κάνουμε; Λάθεψες κι εσύ».

«Κι η τιμωρία του, αν δεν τιμωρηθεί θα γίνει θρασίμι!»

«Άκου δάσκαλε, ήδη τον τιμώρησα εγώ και θα του δώσω κι άλλες βουρδουλιές, πιότερες από σένα. Χώρια που όλο το καλοκαίρι δε θα ξεμυτίσει από τις δουλειές, δε χρειάζεται άλλη τιμωρία. Να του πω να γυρίσει και να μη σε φοβάται;»

«Καλά Χρήστο, πες του να επιστρέψει».

Έτσι λύθηκε το ζήτημα, ο Νικόλας επέστρεψε στο σχολείο και άκουγε τις αγαπημένες του ιστορίες για τους ήρωες του εικοσιένα, ενώ στα υπόλοιπα μαθήματα βαριόταν. Σε λίγες μέρες από την επιστροφή του, ένα γεγονός σημάδεψε την χώρα, η χούντα των συνταγματαρχών άρπαξε την εξουσία και επιβλήθηκε στρατιωτικός νόμος, αρκετοί κομμουνιστές και προοδευτικοί βρέθηκαν στα ξερονήσια, οι πολιτικοί βγήκαν από το παιχνίδι, και οι υποσχέσεις για θεραπεία και ένα καλύτερο μέλλον ξεστομίζονταν από ανθρώπους δίχως σχέδιο και δίχως αξία, πλην του αισθήματος μεγαλείου που τους καταλάμβανε και δημιουργούταν με τα όπλα.

Το φτωχό χωριό, λίγο επηρέαζε η νέα κατάσταση, οι περισσότεροι φτωχοί, δούλευαν νυχθημερόν στα χωράφια, κι αυτό θα εξακολουθούσαν να κάνουν. Οι περισσότεροι είχαν μάθει να παίρνουν τη ζωή όπως έρθει, παλιά ο βασιλιάς, μετά η δεξιά, κάποτε ανταρτοομάδες που περνούσαν από εκεί, τώρα η χούντα. Ο κοινοτάρχης ήταν εθνικόφρων, οπότε διώξεις δεν υπέστη. Τις αρχές, παππά, αστυνομικό, καφετζή και δάσκαλο, προοδευτικές δεν τις έλεγες, μάλιστα ο παππάς με τον καφετζή χουντόφερναν κιόλας, οπότε όλα έμειναν ως είχαν εκείνη την πρώτη σεζόν από τον Απρίλη έως τον Σεπτέμβρη.

 

ΣΚΗΝΗ ΠΕΜΠΤΗ

 

Κόντευε ο Σεπτέμβρης, τα σχολεία θα άνοιγαν και πάλι, ο Νικόλας με την νέα κατάσταση και τη βοήθεια της κυρίας Ελένης, πέρασε την τάξη. Εκείνη τη μέρα όλα τα παιδιά ήταν συγκεντρωμένα στο προαύλιο, ο δάσκαλος έφευγε από το σχολείο τους. Το νέο καθεστώς είχε διώξει κάποιους δασκάλους, θέσεις έμειναν κενές κι ο Ανέστης αναγκάστηκε να μετακινηθεί σε ένα σχολείο άλλης επαρχίας. Αρχικά η σύζυγός του θα έμενε στο χωριό μέχρι να φτάσει η αντικαταστάτριά της, αφού άλλος δάσκαλος δεν είχε βρεθεί ακόμη και το σχολείο δεν μπορούσε να μείνει δίχως εκπαιδευτικό.

Ο δάσκαλος βρισκόταν ήδη στο αυτοκίνητό του, ακριβώς απ’ έξω η σύζυγός του, που από όταν παντρευτήκανε ποτέ δεν έμειναν χώρια, και γύρω από το αυτοκίνητο πλήθος μαθητών να παρακολουθεί τα δρώμενα. Ο δάσκαλος έβαλε ταχύτητα, πάτησε ελαφριά το γκάζι, αφήνοντας τον συμπλέκτη, κόρναρε για να φύγουν τα παιδιά από μπροστά, κάτι που αυτά προσέλαβαν σαν χαιρετισμό και σήκωσαν όλα μαζί τα χέρια να τον ανταποδώσουν, ενώ τα περισσότερα ακολούθησαν και λίγο το αυτοκίνητο. Η σύζυγός του έμεινε στήλη άλατος να κοιτάει το αυτοκίνητο, που απομακρυνόταν και χανόταν από το οπτικό της πεδίο.

«Πάει στα τσακίδια», σχολίασε ο Νικόλας, που είδε το όνειρό του να πραγματοποιείται.

«Τον πήρε ο διάβολος», σχολίασε η Φωτεινή.

«Όχι, τον πήρε η χούντα», είπε ο Νικόλας και ξεκαρδίστηκαν και τα δύο.

Συνέχισαν πλάι πλάι στον δρόμο της επιστροφής, μιλώντας λίγο για το νέο καθεστώς, που οι περισσότεροι έλεγαν επανάσταση, αλλά ο Νικόλας του άρεσε να τη λέει με το όνομα, που την προσφώνησε ένας ξενομερίτης. Όχι, δε μιλούσαν πολιτικά, αλλά για την αλλαγή που έφερε στο σχολείο τους.

«Εγώ λυπάμαι την κυρία Ελένη, είδες πως είχε μείνει μαρμαρωμένη:»

«Ε, άντρας της είναι».

«Θα φύγει κι αυτή λένε μόλις έρθει νέα δασκάλα!»

«Ποιος ξέρει; Μπορεί και να την αφήσουν εδώ. Να δεις αυτή η χούντα κάτι ξέρει. Τον πήρε να τον πάει αλλού τον δάσκαλο γιατί εδώ δεν έκανε, απαλλαχτήκαμε», είπε ο Νικόλας.

«Μακάρι να μας την αφήσουν, είναι πολύ καλή!»

«Να δεις που θα την αφήσουν».

Στον δρόμο συνάντησαν και τον ξάδελφο του Νικόλα, ο οποίος σκούπιζε τα μάτια του.

«Τι έπαθες εσύ; Ποιος σε πείραξε;»

«Τίποτα μωρέ, όλα καλά».

«Τι καλά, εσύ φαίνεται να πλάνταξες. Τι μας λέει αυτός ρε Φωτεινή;»

«Ε, να έφυγε ο δάσκαλος…»

«Και για αυτό κλαις; Εσένα έδερνε περισσότερο απ’ τον καθένα και σε άφησε και τόσες φορές, εσύ να γιορτάζεις πρέπει».

«Ε, ήταν δάσκαλός μας», αποκρίθηκε το παιδί.

«Θα ’ρθει άλλος, κι εκείνος δάσκαλός μας θα είναι», είπε ο Νικόλας που η χαρά ότι έφυγε ο δάσκαλος δεν τον άφηνε να σκεφτεί τίποτε άλλο.

Τα παιδιά συνέχισαν τον δρόμο τους και επέστρεψαν στα σπίτια τους, ενώ πίσω στο σχολείο η κυρία Ελένη καθόταν μονάχη της και ταχτοποιούσε τους φακέλους των μαθητών, κάνοντας την γραφική δουλειά και την αρχειοθέτηση, που περνούσε πάντα από την επίβλεψη του συζύγου της έως τότε. Τώρα ήταν αναγκασμένη να την κάνει μόνη της. Από την μία χαιρόταν που θα παρέμενε, αν και δεν ήξερε για πόσο με τους μαθητές της. Είχε συνηθίσει αυτόν τον τόπο, ακόμα και τις σκανδαλιές των μαθητών της. Από την άλλη η απουσία του συζύγου της, της δημιουργούσε μια κάποια ανησυχία.

Μια μέρα πριν ανοίξουν τα σχολεία για να υποδεχθούν τους μαθητές, έφτασε και η αντικαταστάτρια του Ανέστη. Καθώς κατέβηκε στη δημοσιά, έτρεξαν από το καφενείο να την προϋπαντήσουν, ο πρόεδρος και ο καφετζής του χωριού, εκ πρώτης όψεως ήταν μια όμορφη γυναίκα, σχετικά νέα, με αέρα διαφορετικό από του χωριού και ντύσιμο σεμνό, όμως το βλέμμα της είχε κάτι αυστηρό, που σε κρατούσε σε απόσταση.  Ο πρόεδρος της συστήθηκε κι έπειτα την κάλεσαν στο καφενείο να την κεράσουν έναν καφέ.

«Ευχαριστώ! Τα μαθήματα αρχίζουν σε λίγες μέρες και θέλω να προετοιμαστώ».

«Έναν καφέ να πιείτε, να γνωρίσετε και τη σύζυγό μου και τον γιο μου τον Γρηγόρη», επέμεινε ο καφετζής.

«Άλλη φορά είπαμε, τώρα θέλω να με οδηγήσετε στο σχολείο», τους είπε κόβοντας κάθε άλλη συζήτηση.

Ο πρόεδρος ανασήκωσε τους ώμους του και πήρε τη μια της βαλίτσα, ενώ ο καφετζής κάλεσε τον γιο του να κάνει τον χαμάλη και να κουβαλήσει τα υπόλοιπα μπαγκάζια της. Το δωμάτιο της όπως την ενημέρωσαν ήταν δίπλα στο σχολείο. Καθώς κατηφόριζαν προς το σχολείο, καμία κουβέντα δεν αντάλλαξαν οι τρεις τους, παρά μόνο ο πρόεδρος έστειλε τον Γρηγόρη να αφήσει τις αποσκευές στο σπίτι, που θα έμενε η δασκάλα και οι δυο τους προχώρησαν προς το δημοτικό. Εκεί συναντήθηκαν για πρώτη φορά οι δυο δασκάλες, χαιρετήθηκαν θερμά κι έπειτα αφού έμειναν μόνες, η Βιργινία, αυτό ήταν το όνομα της νέας δασκάλας, σχολίασε για το πόσο μίζερο φαινόταν το χωριό. Η ίδια είχε θητεύσει σε μεγάλες πόλεις, αλλά και σε κάποιες κωμοπόλεις πρωτύτερα.

«Μην το βλέπετε έτσι, είναι η πρώτη εικόνα», προσπάθησε να την καθησυχάσει η Ελένη.

«Που είναι και η πιο σωστή συνήθως».

«Κι εγώ όταν πρωτοήρθα δεν ήξερα τι θα αντιμετωπίσω. Όμως οι άνθρωποι εδώ είναι ζεστοί και τα παιδιά φιλότιμα, μπορεί να μην  το έχουν τα περισσότερα πολύ με τα γράμματα, βλέπεις τα πιο πολλά ασχολούνται και με αγροτικές δουλειές βοηθώντας τους γονείς τους. Αλλά θα τα αγαπήσεις».

«Αν δεν το ’χουν να ασχοληθούν σοβαρά με το σχολείο καλύτερα να μην έρχονται καθόλου, να μην κάνουν κακό και στα άλλα. Θεέ μου ένα σχολείο γεμάτο στουρνάρια! Κι από φρονιμάδα; Ελπίζω να τους έχετε επιβληθεί».

«Σαν παιδιά κάνουν κι αυτά τις σκανδαλιές τους», είπε η Ελένη θέλοντας να ηρεμήσει τη δασκάλα, που την είδε πολύ απαιτητική και με άγριες διαθέσεις. «Κάποτε θα κάνουν και καμιά σκανδαλιά, αλλά με τη συζήτηση και το χάδι καταλαβαίνουν το λάθος τους, κι όλα βαίνουν καλώς».

«Α, εγώ διαφωνώ, όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος».

Αυτή τη ράβδο έμελε να αντικρίσουν οι μαθητές της, την επομένη όταν θα έμπαιναν στην αίθουσα.

 

ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ

 

Η Βιργινία επιβλητική, αποφάσισε να διδάσκει στις τρεις μεγαλύτερες τάξεις, ενώ η παλιά δασκάλα θα συνέχιζε να υποδέχεται τα μικρά, όπως συνέβαινε και με τον σύζυγό της. Αυτό θα την  παρηγορούσε στη συνέχεια, μιας και σκεφτόταν πως μπορούσε να τα προστατέψει.

Η Βιργινία από την άλλη μεριά, μπήκε στην τάξη και συστήθηκε. Τους εξήγησε πως από αυτούς ανέμενε σεβασμό, μελέτη και πειθαρχία και ξεκίνησε το μάθημα. Οι μαθητές περισσότερο μη γνωρίζοντας τη δασκάλα εκείνη την πρώτη μέρα ήταν παραδείγματα προς μίμηση, φρόνιμοι και αμίλητοι σχεδόν, από τη σαστιμάρα που είχαν από την γνωριμία τους. Ενώ όλα παρατήρησαν έναν μασίφ ξύλινο χάρακα, δύο επί δύο εκατοστά που είχε αφήσει πάνω στο θρανίο και ενίοτε χρησιμοποιούσε για να χαράσσει ίσες γραμμές στον πίνακα ή έπαιζε με τα δάχτυλά της την ώρα της παράδοσης. Εκείνη την πρώτη μέρα όλα κύλισαν ρολόι και για τη δασκάλα και για τους μαθητές. Όταν τα δυο παιδιά έφυγαν από το σχολείο σχολίασαν τη νέα τους δασκάλα.

«Όμορφη είναι η κυρία Βιργινία».

«Καλή είναι», είπε βαριεστημένα ο Νικόλας.

«Τι, δε σου αρέσει;»

«Ωραία είναι, αλλά κάπως ψυχρή. Δεν έχει τη ζεστασιά της κυρίας Ελένης».

«Σε αυτό έχεις δίκιο, αλλά είναι αρχή ακόμη, η κυρία Ελένη μας ήξερε, ετούτη εδώ πρώτη φορά μας συναντά».

«Ξέρω ’γω! Κι ούτε παραδείγματα να καταλάβουμε, όπως η κυρία Ελένη».

«Εσύ θα μας πεις πως προτιμούσες τον δάσκαλο».

«Πα πα πα πα πα!» είπε κι έφτυσε τον κόρφο του. «Μια χαρά είναι η καινούργια μας δασκάλα».

Την επόμενη μέρα σχεδόν όλοι οι μαθητές ήταν στις θέσεις τους. Η δασκάλα ξεκίνησε το μάθημα και έκανε κάποιες ερωτήσεις για να εξακριβώσει το επίπεδο των μαθητών. Όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ο Θανάσης, καλημέρισε και κατευθύνθηκε προς το θρανίο του.

«Επ, επ που πας εσύ;» τον ρώτησε.

«Ε, στη θέση μου», απάντησε μένοντας ακούνητος από την αυστηρή φωνή της δασκάλας.

«Έλα εδώ σε παρακαλώ. Γιατί καθυστέρησες;»

«Με έστειλε ο πατέρας μου, να ανοίξω τα πρόβατα πριν φύγω».

«Και γιατί δεν ήρθε αυτός στο μάθημα;» τον ρώτησε, δίχως ο Θανάσης να μπορεί να καταλάβει την ειρωνεία της. «Λοιπόν, όπως θα ξέρεις από τα θρησκευτικά, όταν κάποιος κάνει κάτι κακό τιμωρείται, έτσι θα τιμωρηθείς και εσύ. Άνοιξε το χέρι σου!»

Ο μαθητής άνοιξε το χέρι του, περιμένοντας κάποια βιτσιά, όπως αυτές του δασκάλου. Η Βιργινία όμως τοποθέτησε το χέρι του παιδιού στην έδρα και άρχισε να το χτυπάει με τον μασίφ χάρακα. Τα δέκα χτυπήματα που εντείνοντας κάθε φορά, σχεδόν τσάκισαν τα κόκαλα του Θανάση, που δεν μπορούσε να κλείσει το χέρι του.

«Τώρα μπορείς να πας στη θέση σου. Οι νόμοι υπάρχουν για να εφαρμόζονται. Κάθε καθυστέρηση τιμωρείται με 10 χαρακιές. Προς γνώση και συμμόρφωση».

Η τάξη είχε παγώσει και το μάθημα συνεχίστηκε δίχως ανάσες από τους μαθητές, που κοιτάζονταν τρομοκρατημένοι μεταξύ τους. Στο διάλειμμα μάλιστα η δασκάλα σχολίασε στην Ελένη, πως τους είχε πολύ λάσκα τα λουριά και τα παιδιά ήταν κακομαθημένα.

«Μα τι σου κάνανε;»

«Άργησαν στο μάθημα με γελοίες δικαιολογίες», και της εξήγησε τι συνέβη, χωρίς να πει για την τιμωρία που θεωρούσε αυτονόητη. Για να την κατευνάσει η παλιά δασκάλα της εξήγησε πως τα παιδιά είχαν πολλές δουλειές, ζούσαν σε ένα φτωχό χωριό και βοηθούσαν τους γονείς τους.

«Εγώ ένα ξέρω, τους άφησες λάσκα τα λουριά και ’γιναν αυθάδεις. Άμα δεν μπορούν να ασχοληθούν με το σχολείο ας μην έρχονται. Όταν δεν υπάρχει αυστηρότητα, χάνεται η πειθαρχία, για αυτό κατάντησε έτσι η χώρα. Από την ελαφρότητα».

Την επόμενη μέρα σειρά είχαν οι κακοί μαθητές. Η Βιργινία θεωρούσε πως αν χτυπούσε τα παιδιά, από φόβο και μόνο θα αναγκάζονταν να διαβάσουν περισσότερο οπότε θα βελτιώνονταν. Έτσι ο Γρηγόρης που έκανε λάθος στα μαθηματικά, κι ο Αργύρης που μπέρδεψε τα της ιστορίας, έφαγαν τις χαρακιές τους και επιπλέον έκατσαν στις δυο γωνίες της τάξεις με σηκωμένο το πόδι, για μία ώρα. Εξευτελισμό ένιωθε ο Γρηγόρης που ήταν το καμάρι του προηγούμενου δασκάλου, ενώ του Αργύρη δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του, από τον πόνο του χάρακα.

Βέβαια κι άλλες σωματικές τιμωρίες ήρθαν τις επόμενες μέρες, χαστούκια, σπρωξίματα, ακόμα και κλωτσιές. Η δασκάλα έβρισκε διασκεδαστική τη σαδιστική της διαπαιδαγώγηση πέραν από  αποτελεσματική. Η κυρία Ελένη, που παρατούσε τη δική της τάξη, για να επισκεφτεί τη συνάδελφό της και με τις νουθεσίες της προσπαθούσε να τη συμμαζέψει, κάπως συγκρατούσε τα πράγματα, όσο μπορούσε να συγκρατήσει κάποιος έναν ταύρο, που του δείχνεις κόκκινο πανί. Κάποια στιγμή μάλιστα απελπίστηκε τόσο, που αναγκάστηκε και έγραψε στον σύζυγό της για τα τεκταινόμενα, κι ότι σκεφτόταν να γράψει στο υπουργείο, για την κακοποίηση που υφίστατο τα παιδιά. Κακοποίηση που ξεπερνούσε κάθε προηγούμενο της νοοτροπίας του ξύλου, που ούτως ή άλλος υπήρχε εκείνη την εποχή ως μέσο διαπαιδαγώγησης.

Ο δάσκαλος διαβάζοντας το γράμμα της συζύγου του, αλλά έχοντας και καιρό να την δει, σύντομα την επισκέφτηκε για ένα τριήμερο, ώστε να συζητήσουνε το θέμα, αφού πρώτα τη συμβούλεψε να μην κάνει τίποτα μέχρι να συναντηθούν. Ο Νίκος ενημέρωσε τα υπόλοιπα παιδιά πως ο δάσκαλος επέστρεψε. Κι όλα αναθάρρησαν πως μπορεί να φύγει η Βιργινία και να μείνει αυτός. Όπως γίνεται πάντα κάποιος το είπε σαν ευχή, ο επόμενος σαν πιθανότητα και ο τρίτος σαν δεδομένο. Αναταραχή επικράτησε εκείνη τη μέρα στο μάθημα. Μέχρι και ο Νικόλας μέσα του ένιωθε ανακούφιση με την ιδέα να επιστρέψει ο δάσκαλος, που ήξερε τι είχε να αντιμετωπίσει, κι ας μην το παραδεχόταν. Μέχρι τότε είχε σταθεί τυχερός, αλλά μια μιζέρια τον κατέκλυζε πλέον όταν πήγαινε στο σχολείο. Ένα μαύρο αίσθημα. Ακόμα και οι ήρωες του ’21 βρίσκονταν σε ένα ομιχλώδες τοπίο, διωκόμενοι από τα ασκέρια της Πύλης.

Ο δάσκαλος αποθάρρυνε τη σύζυγό του από το να κάνει οποιαδήποτε ενέργεια. Ο ίδιος δεν ήταν αριστερός, αλλά φοβόταν. «Ποιος ξέρει αν δεν έχει άκρες στο υπουργείο και βρούμε κάναν μπελά;» της είπε και τη συμβούλεψε απλά να είναι προσεχτική με τη δασκάλα και να προσπαθήσει όσο βρισκόταν ακόμη εκεί να βοηθήσει τα παιδιά ορμηνεύοντας την, αλλά προτρέποντας και τους μαθητές να φρονιμέψουν. Κι όταν ερχόταν νέος δάσκαλος ας αναλάμβανε εκείνος τη σωτηρία τους.

«Μα Ανέστη λες να ’χει γνωριμίες και να τη έστελναν εδώ;»

«Μπορεί να τη στείλανε επί τούτου. Κι έπειτα μην ξεχνάς πως η καταγωγή της είναι από κοντινό νομό. Ίσως τη φέρανε εδώ γιατί δεν υπήρχε θέση στον δικό της και τη μετακινήσουν αργότερα. Το θέμα μας είναι να μπορέσεις να μετακινηθείς κι εσύ και να έρθεις αν όχι στο σχολείο μου, στην ίδια πόλη. Ήδη έπεισα τον διευθυντή και θα ενεργήσει κι αυτός προς το υπουργείο. Αυτός είναι ο κύριος στόχος μας».

«Και τα παιδιά;»

«Τα παιδιά έχουν και γονείς, ας φροντίσουν αυτοί για εκείνα. Κι έπειτα πιστεύω πως είσαι υπερβολική. Δασκάλα είναι λες να θέλει να τα σκοτώσει;»

«Δεν καταλαβαίνεις, κτήνος είναι. Δεν είσαι εδώ για να δεις», του απάντησε και γύρισε κοιτάζοντας προς το σχολείο. Δεν μπορούσε να περιμένει βοήθεια από εκείνον, ήξερε πως είχε δίκιο ότι με το να γράψει εκείνη την περίοδο στο υπουργείο ίσως απλά επιβάρυνε τη θέση της, κι επιπλέον γνώριζε πως το σωστό ήταν να ζει με τον άντρα της, απλά ήλπιζε να καθυστερήσει για ολόκληρη εκείνη τη χρονιά η μετάθεση.

Ο δάσκαλος έφυγε και η Ελένη έμεινε πίσω να επιτηρεί την συνάδελφό της, που δεν την ένοιαζε ό,τι κι αν της έλεγαν. Σειρά στην τιμωρία είχε η Αννούλα, που όλο προσέγγιζε τη δασκάλα της για να την πάρει με καλό μάτι. Η Βιργινία όμως δεν έπαιρνε κανέναν με καλό μάτι, στις λάθος ερωτήσεις της μικρής την υποτιμούσε και μια φορά, που έκανε ένα λάθος στην άσκηση όταν τη σήκωσε στον πίνακα, την έπιασε από τον ώμο και την έσπρωξε προς τη θέση της λέγοντάς της, «Κάτσε κάτω σαχλοκούδουνο». Η Αννούλα έβαλε τα κλάματα, μην αντέχοντας την προσβολή, όταν η Βιργινία τη ρώτησε τι συμβαίνει έκλαιγε με αναφιλητά, κι έτσι η δασκάλα πήγε από πάνω της με τον χάρακα, και της ζήτησε να απλώσει το χέρι, πράγμα που έκανε. Όμως ασυνήθιστη τόσα χρόνια στο ξύλο, αφού σαν τυπική και καλή μαθήτρια ποτέ δεν την έδειρε δάσκαλος, τα μαλακά της χεράκια δεν άντεξαν και η δασκάλα συνέχισε τις υπόλοιπες ξυλιές να τις ρίχνει στην πλάτη και τους ώμους της κοπέλας, που γύρισε ερείπιο στο σπίτι της.

Το περίεργο ήταν πως οι γονείς δεν πήγαιναν στο σχολείο να ζητήσουν τον λόγο. Οι φτωχοί, αμόρφωτοι και κακόμοιροι άνθρωποι που έστελναν τα παιδιά τους στο σχολείο, ένιωθαν πως ο δάσκαλος είναι κάτι ανώτερο από αυτούς, μορφωμένος, καλλιεργημένος άνθρωπος, ένας μικρός Θεός και ό,τι έκανε το έκανε γιατί γνώριζε, και για το καλό των παιδιών. Σάμπως κι οι ίδιοι δεν μακέλευαν τα λιανοπαίδια τους; Βέβαια στην περίπτωση της Αννούλας το ξύλο ήταν πολύ, ώσπου η κοπέλα αρρώστησε, αλλά και πάλι ο πατέρα της ντράπηκε να πάει να ρωτήσει τι συνέβη. Αφού πίστεψε πως η κόρη του έκανε κάτι πολύ κακό και δεν ήθελε να μάθει. Δεν έβαζε με το νου του πως η νέα δασκάλα ήταν κακός άνθρωπος και μισούσε τους μαθητές της.

Όμως η Βιργινία δε σταμάτησε εκεί. Όταν σε κάποια υπόθεση εμπλέκονταν δύο άτομα, έκανε το εξής. Έβαζε τον έναν μαθητή να χτυπήσει τον άλλον. Όπως τον Δεκέμβρη, που ο Θανάσης με τον Γρηγόρη έριξαν το μπουρί της σόμπας, παλεύοντας μέσα στην τάξη. Η δασκάλα τους κάλεσε στην έδρα. Τους μάλωσε κι έπειτα είπε στον Θανάση να χτυπήσει είκοσι φορές τον Γρηγόρη. Εκείνος δίστασε, αλλά η δασκάλα του είπε πως θα χτυπήσει η ίδια εκείνον, ενώ του έσκασε και μια σφαλιάρα που του γύρισε το κεφάλι. Ο Θανάσης κοίταζε στα μάτια τον Γρηγόρη, υπό το φόβο τι θα πάθαινε μετά τις χαρακιές που θα του έριχνε. Τελικά άρχισε να τον χτυπάει. Όσο πιο μαλακά γινόταν, αλλά το βάρος του χάρακα και πάλι πόναγε τον συμμαθητή του. Η δασκάλα του φώναζε πιο δυνατά. Κι ο μαθητής φοβούμενος και υπό την πίεση της στιγμής ενέτεινε την προσπάθεια, μάλιστα ο χάρακας χτυπούσε υπό γωνία τον Γρηγόρη ματώνοντας την παλάμη του. Ενώ όλοι νόμιζαν πως η τιμωρία έλαβε τέλος. Η δασκάλα έδωσε τον χάρακα στον Γρηγόρη, του οποίου έλαμψαν τα μάτια, και ζήτησε του Θανάση να τεντώσει το χέρι πάνω στο γραφείο. Ο Γρηγόρης δεν ήθελε διάτες χτύπησε τόσο πολύ τον συμμαθητή του, που έκλαιγε και δεν ένιωθε πια το χέρι του, μάλιστα από τα χτυπήματά του, ακόμη και σήμερα ο Θανάσης, έχει πρόβλημα στον καρπό και δυσκολεύεται με το άρμεγμα ή δουλειές όπως να βιδώσει μια βίδα.

Αυτές οι τιμωρίες έστρεψαν τον ένα μαθητή ενάντια στον άλλον, μάλιστα οι πιο αδύναμοι μαθητές, δεν ήταν λίγες οι φορές που κατέδιδαν άλλους συμμαθητές τους, κι ο Γρηγόρης βέβαια, βρήκε την ευκαιρία να γίνει ο βασικός πληροφοριοδότης ή ρουφιάνος της δασκάλας, με αντάλλαγμα καλύτερη μεταχείριση. Όχι βέβαια πως η δασκάλα θα έχανε την ευκαιρία να τον δείρει κι αυτόν. Πλησιάζοντας τα Χριστούγεννα, η τάξη ήταν όλο και πιο άδεια. Οι μαθητές υπό τον φόβο της τιμωρίας έκαναν σκασιαρχείο και δεν πατούσαν στην αίθουσα. Η κυρία Ελένη από την πλευρά της δεν μπόρεσε να κάνει και πολλά για τα παιδιά, παρά μόνο να επεμβαίνει μεμονωμένα σε τιμωρίες στο προαύλιο, και να τα παρηγορεί όταν πρόστρεχαν σε εκείνη. Ήταν πολύ αδύναμη να τα βάλει με τη μοχθηρή Βιργινία.

 

ΣΚΗΝΗ ΕΒΔΟΜΗ

 

Όσοι μαθητές πήγαιναν στο σχολείο, το έκαναν με αρνητική διάθεση. Ακόμα και η Φωτεινή που ξεκινούσε με χαρά επί τρία χρόνια για αυτό, αφού ξέφευγε από τις δουλειές του σπιτιού και τη μονοτονία, ενώ της άρεσε να μαθαίνει νέα πράγματα, πλέον πήγαινε με έναν κόμπο στο στομάχι, που διαρκούσε καθ’ όλη την ώρα που βρισκόταν σε αυτό. Από την άλλη οι προσδοκίες τους να επιστρέψει ο δάσκαλος όλο και ξεθωριάζανε. Τελικά λίγες μέρες μετά τα Χριστούγεννα ήρθε και η μετάθεση της παλιάς τους δασκάλας, και μάλιστα χωρίς να βρεθεί αντικαταστάτης. Δεν ήξερε αν έπρεπε να φύγει, αφήνοντας και τις μικρές τάξεις να πέσουν στα χέρια της Βιργινίας, όμως τι θα μπορούσε να κάνει, να παραιτηθεί; Θα έχανε τη θέση της. Να μη δεχτεί τη μετάθεση θα έχανε τον άνδρα της. Στις γιορτές ανέβηκε με το αυτοκίνητο ο δάσκαλος, φόρτωσε τα πράγματά της κι έφυγαν από το χωριό. Στον αποχαιρετισμό της παρευρίσκονταν λίγοι μαθητές. Η Φωτεινή που την αγκάλιασε και έκλεγε. «Μην κάνεις έτσι θα έρχομαι να σας βλέπω», έλεγε εκείνη που λύγισε από την αγάπη των παιδιών. Ο Νικόλας καθόταν απόμακρα. Θεωρώντας ότι η δασκάλα τους τους πούλησε κι αυτή, αφήνοντάς τους πίσω με το θηρίο.

«Πάει έφυγε!»

«Να πάει στο καλό. Κι εδώ που ήταν;»

«Ήταν καλή Νικόλα», είπε με παράπονο η Φωτεινή.

«Ήταν αλλά μας παράτησε», απάντησε κατσούφικα.

Μετά τις εορτές και την έλευση του νέου έτους η Βιργινία ανέλαβε και τις έξι τάξεις, κάποια μαθήματα τα έκανε κοινά και κάποια σε χωριστές ώρες, βάζοντας ασκήσεις στο ένα γκρουπ και διδάσκοντας στο άλλο. Τότε ήταν που ο Νικόλας ζήτησε ένα μολύβι από την Φωτεινή, κι εκείνη γύρισε να ακούσει τι της έλεγε.

«Τι γίνετε εκεί;» ρώτησε η Βιργινία που σήκωσε και τα δυο παιδιά στον πίνακα. Το τι θα συνέβαινε ήταν γνωστό. Έβλεπε τη φιλία των παιδιών, που δεν ενέκρινε με κύρια αιτία, ότι ήταν διαφορετικού φύλλου και μπορεί να κατέληγε, «Θού Κύριε φυλακήν τώ στόματί μου!» Οπότε έδωσε τον χάρακα στον Νικόλα και του ζήτησε να χτυπήσει τη φίλη του. Εκείνος τον κρατούσε στα χέρια του, βάζοντας χιλιάδες σκέψεις στο μυαλό του. Ο Γρηγόρης από πλευράς του παρακολουθούσε με αγωνία και λαχτάρα τη διαδικασία. Ο Νικόλας ήταν ο μόνος που δεν είχε τιμωρηθεί ακόμη, κι είχε έρθει η ώρα του. Κι η Φωτεινή καλά να πάθει που του χάριζε τη φιλία της.

«Κυρία, η Φωτεινή δε φταίει!»

«Δεν σε ρώτησα».

«Εγώ της μίλησα, και την ενόχλησα. Άρα εγώ πρέπει να φάω το ξύλο» και άπλωσε το χέρι του.

«Τι ανωτερότητα!» είπε ειρωνικά. «Εσύ τι λες Φωτεινή;»

Η Φωτεινή που την είχε κυριεύσει ο φόβος δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει, ψέλλισε απλά ένα, «Δεν ξέρω».

«Ακόμα κι έτσι να είναι την τιμωρώ γιατί δεν μου είπε πως την ενοχλείς. Χτύπα την!»

«Είναι άδικο».

«Χτύπα την σου λέω!»

Ο Νικόλας νευριασμένος πέταξε τον χάρακα στο πάτωμα.

«Τι κάνεις εκεί παιδάριο; Αυθαδιάζεις σε εμένα; σε εμένα;» του είπε και τον έπιασε από το αυτί, και του το γύριζε. «Θα σου κόψω τα αυτιά και θα τα δώσω στον πατέρα σου να τα κάνει πατσά».

Ο Νικόλας, έδωσε μια κλωτσιά στο καλάμι της δασκάλας του, που έχασε την ισορροπία της κι έπεσε, αναγκάστηκε να πιαστεί από την έδρα και του άφησε το αυτί. Ο μαθητής βγήκε έξω τρέχοντας, λέγοντάς της να πάει στο διάβολο. Τελικά η Φωτεινή γλίτωσε το ξύλο εκείνη τη μέρα, αφού τη δασκάλα πονούσε η μέση, αλλά περισσότερο η περηφάνια της είχε τσαλαπατηθεί, και με το τελευταίο συμβάν ξέχασε το προηγούμενο. Έσπρωξε την Φωτεινή στο θρανίο της και ξεκίνησε να διαβάζει μηχανικά από το βιβλίο, ενώ μέσα της έβραζε και αισθανόταν ταπεινωμένη στα μάτια των υπολοίπων μαθητών της.

Άλλος ένας που έβραζε ήταν ο Γρηγόρης. Ο Νικόλας για μια ακόμα φορά την είχε γλιτώσει και μάλιστα έσωσε και την Φωτεινή, ενώ ο ίδιος ο νταής της τάξης τις είχε φάει αρκετές φορές. Τότε ήταν που έπιασε τον πατέρα του και του είπε πως η διαγωγή του συμμαθητή του είναι κάκιστη. Έβαλε και σάλτσες, πως δήθεν τάχα, πολλές φορές τον προσβάλει. Ο καφετζής γνώριζε πόσο μπουνταλάς ήταν ο γιος του.

«Και τι θες να κάνουμε να παραστήσω τον δάσκαλο; Θα τον τακτοποιήσει η δασκάλα σου που ρίχνει μπερντάκια περιποιημένα».

Ο Γρηγόρης όμως είχε μηχανευτεί άλλο, στο καφενείο μπαινόβγαιναν εκτός του αστυνόμου και κάνα δυο καραβανάδες, καθώς και κάποιοι χουντικοί που μιλούσαν συνέχεια για την επανάσταση. Κι είχε πάρει το αυτί του πως κυνηγούσαν κάποιους τύπους, κόκκινους, κομμουνιστές ή κάπως έτσι.

«Γιατί να μην πούμε πως ο Χρήστος είναι κόκκινος;»

Ο πατέρας του, τον κοίταξε σαστισμένα κι έπειτα έβαλε τα γέλια.

«Εσύ θα ξεπεράσεις κι εμένα γιε μου!»

«Μα γιατί πατέρα; Μπορεί να την πάρουν όλη την οικογένεια από δω», είπε με αφέλεια το παιδί, που δεν κατείχε καλά τα πράγματα έξω από το χωριό του και χάλευε την τιμωρία του συμμαθητή του.

«Βρε, αχαΐρευτε! Ο Χρήστος και η οικογένειά του είναι πιο δεξιοί από εμάς. Πιο πιθανό είναι να βρεθώ εγώ στην εξορία παρά εκείνος. Και πάψε να λες βλακείες».

Ο καφετζής στην προσπάθειά του να κάνει εκδούλευση στο νέο καθεστώς έδινε μερικές φορές κι από καμιά πληροφορία, συνήθως για ξενομερίτες όμως, που περνούσαν από εκεί. Στο χωριό δεν υπήρχαν ανατρεπτικά στοιχεία, κι έπειτα δεν ήθελε να βγάλει κακή φήμη με τους συγχωριανούς του. Του αρκούσε που τους έκλεβε στο ζύγι, και τον πατέρα του Νικόλα που ήτανε φιλήσυχος άνθρωπος ακόμα περισσότερο. Δε χρειαζόταν ούτε να τον χάσει από πελάτη, ούτε να τον καταδώσει με κίνδυνο να αποδειχθεί πάραυτα το ψέμα του. Αφού όλοι γνώριζαν πόσο φανατισμένος ήταν με τη Δεξιά ο πατέρας του Νικόλα, και για να μην ξαναβγούν οι ανατρεπτικοί του κέντρου, προτιμούσε την χούντα.

Η δασκάλα με το υπεροπτικό ύφος έβλεπε όλα τα παιδιά του χωριού υποδεέστερα, και μόνο που πήγαιναν στο σχολείο ήταν αρκετό, δε χρειαζόταν καν να προκαλούν. Άλλωστε που μπορούσαν να φτάσουν αυτά τα παιδιά! Οι γονείς πάλι εκείνη την εποχή δε συνηθιζόταν να τρέχουν ολημερίς στο σχολείο για να ρωτούν για την προκοπή των τέκνων τους. Έτσι η δασκάλα έβρισκε την ευκαιρία να τα χτυπάει και να τα κακοποιεί. Από τη νέα χρονιά μέχρι και το Πάσχα το ξύλο έπεφτε βροχή. Τι ο Γρηγόρης; Τι ο Θανάσης; Τι ο Νίκος; Η Φωτεινή, η Αννούλα, ο Χρήστος, η Ελένη, η Παρασκευούλα, όλοι τους έτρωγαν χαστούκια, χαρακιές, κλωτσίδια, υπέστησαν τράβηγμα μαλλιών, αυτιών, τιμωρίες ορθοστασίας, εξευτελισμούς. Ακόμα κι ο Νικόλας δεν κατάφερε να αποφύγει το ξύλο, άμα τη επιστροφή του στο σχολείο. Μόνο που σε αυτόν έδινε μόνο σφαλιάρες, αφού τον φοβόταν πια από το περιστατικό με τη Φωτεινή κι εφόσον άλλη μια φορά την είχε σπρώξει όταν πήγε να του πιάσει το αυτί. Με την σφαλιάρα ήταν σίγουρη πως μπορούσε να τη δώσει αστραπιαία, χωρίς να προλάβει να αντιδράσει το θύμα της, αλλά και η ίδια μπορούσε να προφυλαχτεί.

Η τάξη είχε ηρεμήσει, ο τρόμος κυριαρχούσε από άκρη σε άκρη και η πληρότητα με το ζόρι έφτανε στη μέση, αφού οι περισσότεροι μαθητές έκαναν κοπάνες. Από την άλλη και το επίπεδο έπεσε, πέρα των κακών βαθμών που έβαζε η ίδια, ήταν ολοφάνερο ότι κι αντικειμενικά οι μαθητές είχαν μειωμένη απόδοση, αφού από τον φόβο τους δεν παρακολουθούσαν το μάθημα, κι έπειτα σπίτι ακόμα και η Αννούλα είχε αρχίσει να έχει δυσκολίες όταν μελετούσε. Όχι μόνο τα παιδιά των μεγαλύτερων τάξεων, αλλά και τα μικρότερα είχαν προβλήματα με την Βιργινία, αφού δεν τα διαχώριζε στις τιμωρίες και τις ταπεινώσεις.

Τόσος ήταν ο φόβος που επικρατούσε στην τάξη, που ο Βαγγέλης, ένας μαθητής της Τετάρτης  κατουρήθηκε πάνω του. Είχε ζητήσει τρεις φορές να βγει έξω και η δασκάλα όχι απλά δεν του το επέτρεψε, αλλά την τρίτη φορά τον έβαλε τιμωρία στο ένα πόδι. Ύστερα από λίγη ώρα το φτωχό παιδί, ευαίσθητο κι ευγενικό από τη φύση του, που τόσην ώρα σφιγγόταν για να κρατηθεί, δεν άντεξε άλλο κι αντί να βγει έξω δίχως άδεια υπό τον φόβο της δασκάλας, άφησε να του φύγουν τα κάτουρα που έτρεχαν στα πόδια του και στη συνέχεια κατέληγαν στο πάτωμα. Όταν ένας μαθητής φώναξε νερά. Η δασκάλα κοίταξε να δει από πού βγαίνουν και κατευθύνθηκε προς τα τελευταία θρανία, εκεί η Ελένη, που από το περιστατικό του συμμαθητή της φοβήθηκε να ζητήσει άδεια και η ίδια, κατουρήθηκε κι αυτή, λερώνοντας το θρανίο και την ίδια. Όταν η Βιργινία την ανακάλυψε, ενώ η κοπέλα έκλαιγε σιγανά, και τα δάκρυά της έσταζαν στο θρανίο, αφού ντρεπόταν να πει πως κατουρήθηκε και περίμενε ανήμπορη τη μοίρα της, ελπίζοντας να χτυπήσει το κουδούνι και να τρέξει για το σπίτι της.

«Καλά  κατουρλού είσαι; Φύγε να μη σε βλέπω στα μάτια μου», της είπε και την έπιασε από το μαλλί σέρνοντάς την στην πόρτα, τότε πάτησε κάτι άλλα υγρά, που κοιτάζοντας είδε πως προέρχονταν από τον τιμωρημένο μαθητή, και είχαν ενωθεί με τα κάτουρα της Ελένης.

«Τι έκανες εκεί;» άρχισε να τον μαλώνει. «Αποχωρητήριο μου κάνατε την τάξη βρωμόπαιδα, αλλά θα τιμωρηθείτε για αυτό. Βγες γρήγορα έξω κατουρλή! Κατουρλήδες, που θέλετε και γράμματα!  Τα παιδιά ’φύγαν ντροπιασμένα και δίχως να κοιταχτούν μεταξύ τους, ενώ η δασκάλα ούτε καν σκέφτηκε τον λόγο που έλαβε χώρα το συμβάν, αλλά σχολίαζε πόσο κακομαθημένα ήταν τα παιδιά, ενώ κάποιοι συμμαθητές κορόιδευαν τα θύματα, ως ‘‘κατουρλήδες’’. Μαζί τους ασφαλώς κι ο Γρηγόρης. Φεύγοντας η Φωτεινή πήρε τα πράγματα των παιδιών για να τα επιστρέψει, ενώ η δασκάλα έβαλε την Αννούλα και τον Γρηγόρη να καθαρίσουν τα ούρα των συμμαθητών της. Ο Γρηγόρης αντέδρασε, αλλά δεν απαλλάχτηκε. Βέβαια κατά κύριο λόγο κουβαλούσε νερά και υλικά, ενώ η Αννούλα ήταν αυτή που σκούπιζε, μάζευε με πανιά τα υγρά και σφουγγάριζε το πάτωμα. Έχοντας τη δασκάλα της να της λέει, «Πιο καλά, βρωμιάρα είσαι; Στο σπίτι η μάνα σου δε σε βάζει να σκουπίζεις;»

Βέβαια κι ο Γρηγόρης ήταν αρκετό ότι συμμετείχε στον καθαρισμό για να του πέσουν τα μούτρα.

Στον δρόμο του γυρισμού η Φωτεινή έδωσε τα βιβλία του Βαγγέλη στον Νικόλα να του τα επιστρέψει, η ίδια θα πήγαινε της Ελένης.

«Την κακιασμένη», σχολίασε η Φωτεινή.

«Αυτή είναι χειρότερη κι από τον δάσκαλο».

«Σου λέω πάντως δεν ξαναπίνω νερό, να θέλω να κάνω την ανάγκη μου και να την κάνω πάνω μου, πολύ ντροπιαστικό».

«Κατουρήθηκαν από το φόβο τους τα παιδιά, κάτι θα πρέπει να κάνουμε με αυτή τη δασκάλα».

«Σαν τι;»

«Δεν ξέρω».

«Εσύ τι θα έκανες αν δε σε άφηνε να βγεις;»

«Θα έφευγα μόνος μου ή όχι; Όχι, θα πήγαινα πίσω από τα θρανία να κάνω την ανάγκη να της βρωμίσει η τάξη, αλλά να μην τα κάνω και πάνω μου», είπε ο Νικόλας και τα δυο παιδιά λύθηκαν στα γέλια πριν χωρίσουν. Η Ελένη δεν επέστρεψε ποτέ στο σχολείο, εκείνο το κατούρημα τη σταμάτησε από αυτό. Ο Βαγγέλης δειλά ξαναγύρισε ανεχόμενος τις παρατηρήσεις της δασκάλας του και την καζούρα κάποιων συμμαθητών του. Ο μόνος που τα έπαιρνε όλα όπως έρθουν, θεωρώντας πως έτσι έχουν τα πράγματα και πρέπει να σεβόμαστε τη δασκάλα μας, και να την υπακούμε ήταν ο Νίκος, ο οποίος ουκ ολίγες φορές έφαγε ξύλο από αυτήν η οποία τον αποκαλούσε και χαζό.

«Τι λες βρε βλάκα;» του είπε ο Νικόλας, «που θα κάτσω να κατουρηθώ για δαύτη, κατουρήσου εσύ».

«Μα αυτό λέω, έπρεπε να κρατηθούν τα παιδιά και δεν έπρεπε να κατουρηθούν πάνω τους, μπροστά στη δασκάλα».

«Άντε βρε χαμένε, αυτήν έπρεπε να κατουρήσουν, που σ’ έχει κάνει κουδούνι στο ξύλο και δεν ξέρεις τι λες».

 

ΣΚΗΝΗ ΟΓΔΟΗ

 

Λίγο πριν το κλείσιμο των σχολίων, καθώς η πλάση είχε ανθίσει και τα πουλιά συναγωνίζονταν με τις μελωδίες τους, ποιο έχει την καλύτερη φωνή. Τα παιδιά ήλπιζαν πως θα έρθει και για αυτά το καλοκαίρι, μιας και μακριά από τη δασκάλα τους θα γλίτωναν το ανελέητο ξύλο που τους έδινε. Θα ασχολούνταν βέβαια εξολοκλήρου τα αγόρια με τις γεωργικές εργασίες βοηθώντας τους γονείς τους και τα κορίτσια με τους αργαλειούς και τα οικοκυρικά, αλλά είχαν συνηθίσει πια και πολλές φορές τις έπαιρναν για παιχνίδι, σκεφτόμενα τη μέρα που θα γίνονταν αυτά οι νοικοκύρηδες της φαμίλιας, αφού θα παντρεύονταν και θα κουμάνταραν αυτά την περιουσία. Όπως και να είχε πάντως θα ήταν καλύτερα από ότι ήταν στο σχολείο με το τέρας την Βιργινία.

Η μέρα είχε πολλή ζέστη, η δασκάλα καθόταν στην έδρα και διάβαζε αποσπάσματα από τα νέα ελληνικά. Όλη την ώρα σκούπιζε τον ιδρώτα της. Όταν η Άννα την ρώτησε αν είναι καλά, της απάντησε απότομα, να ενδιαφέρεται μόνο για το μάθημα. Δε δόθηκε συνέχεια στο περιστατικό. Η Άννα που από πρώτη μαθήτρια και η εκλεκτή των δασκάλων τα προηγούμενα χρόνια ένιωθε την ανάγκη να γίνει η εκλεκτή και της Βιργινίας, αισθανόταν άσχημα, που πλέον ήταν ένα με τον σωρό και η δασκάλα της δεν την ξεχώριζε. Από την άλλη η βιαιότητα που έβγαζε απέναντί της, όπως και σε όλους την έκανε να νιώθει αδύναμη και άχρηστη. Είχε θυματοποιηθεί. Ήθελε τον καλό λόγο της δασκάλας της, μιας και στο σπίτι της δεν τον έπαιρνε εύκολα, παρά μόνο για τα μαθήματα και τους καλούς βαθμούς, που πλέον είχαν κοπεί. Αυτό την έκανε να προσπαθεί ακόμα πιο πολύ να δείξει τη συμπάθεια της στη δασκάλα της, ρωτώντας την πως είναι, προσπαθώντας να δείχνει επιμελής και πειθήνια, δίχως να την προκαλεί. Κι ακόμα να της κάνει πολλά θελήματα, όταν αυτά δε σχετιζότανε με κάποια βαριά δουλεία. Μάλιστα δεν έλειψαν και οι φορές που κάρφωσε κάποιους συμμαθητές της για αταξίες τους, θεωρώντας ότι αυτό θα εκτιμηθεί δεόντως από τη δασκάλα.

Μια μέρα η δασκάλα, είχε ξεχάσει τις κιμωλίες στην αίθουσα των δασκάλων, ζήτησε από την Αννούλα να πεταχτεί και να τις φέρει. Πράγμα που εκείνη έκανε, όμως καθώς πήρε τις κιμωλίες οι οποίες βρίσκονταν πάνω στο γραφείο, διέκρινε το συρτάρι με τους ελέγχους ανοιχτό, φαίνεται πως η δασκάλα είχε αρχίσει να περνάει τους βαθμούς, κατευθύνθηκε προς αυτό, το άνοιξε και κοίταξε δύο τρείς που βρισκόταν πάνω πάνω. Δυστυχώς ο δικός της έλεγχος ήταν στους πιο κάτω, προσπάθησε να τραβήξει τους ελέγχους έξω, από την αγωνία της να μάθει αν  ήταν η πρώτη μαθήτρια. Όταν άκουσε τη φωνή της δασκάλας της να την καλεί και αντιλήφθηκε πως είχε χάσει αρκετό χρόνο από τον υπέρμετρο ζήλο της να μάθει αν θα ήταν και την επόμενη χρονιά η πρώτη της τάξης, αφού μόνο η Φωτεινή κι ο Γιάννης θα μπορούσαν να τη συναγωνιστούν και θα έπρεπε να δει και τους δικούς τους ελέγχους. Επιστρέφοντας στην τάξη, έδωσε τις κιμωλίες στη δασκάλα, που αναρωτήθηκε αν η Αννούλα είναι ηλίθια.

«Μα εγώ;»

«Εσύ πήγαινε στο θρανίο σου ανόητη, που μια δουλειά σωστή δεν μπορείς να κάνεις. Ηλίθια!» της είπε και την έσπρωξε, κατά την προσφιλή της συνήθεια.

Η κοπέλα επέστρεψε στη θέση της το δίχως άλλο, κι έσκυψε το κεφάλι της καταλαβαίνοντας πως η δασκάλα της δε θα την εκτιμούσε αν δεν κατέβαλε περισσότερη προσπάθεια. Όμως από την άλλη την έτρωγε και η αγωνία να μάθει τι βαθμούς της είχε βάλει και παρά που η μέρα της αποφοίτησης έφτανε, κι όλοι θα μάθαιναν τους βαθμούς τους, εκείνη αποφάσισε να μάθει λίγο νωρίτερα τα αποτελέσματα. Μπορεί οι καρτέλες να μην ήταν έτοιμες, αλλά γνώριζε πως η δασκάλα διατηρούσε ένα μπλοκάκι που έγραφε σε αυτό τους βαθμούς των μαθητών.

Δυο μέρες αργότερα και σε ένα διάλειμμα, αφού είχε παρατηρήσει πως τους ανοιξιάτικους μήνες η δασκάλα προτιμούσε να τους περνάει στην αυλή ελέγχοντας τη συμπεριφορά των μαθητών, κι επιβάλλοντάς τους τιμωρίες, τρύπωσε κρυφά στο γραφεί κι άρχισε να ψάχνει για το μπλοκάκι. Δεν το είπε σε κανέναν άλλον, άλλωστε ντρεπόταν, γνωρίζοντας και η ίδια πως δεν ήταν πολύ σωστό αυτό που έκανε. Κοίταξε στο συρτάρι, που δεν υπήρχαν πλέον ούτε οι καρτέλες, στη συνέχεια κοίταξε στη ραφιέρα που υπήρχε στο γραφείο, αλλά τζίφος κι εκεί, άρχισε να απογοητεύεται. Στη συνέχεια κοίταξε με τρόπο από το παράθυρο και είδε τη δασκάλα στο προαύλιο, ανακουφισμένη συνέχισε την προσπάθεια στον φωριαμό, ο οποίος για κακή της τύχη ήταν κλειδωμένος. Άρχισε να ψάχνει για το κλειδί, αλλά μάταια. Εγκατέλειψε την προσπάθεια κι αποφάσισε να φύγει, όταν είδε κρεμασμένη την τσάντα της δασκάλας στην καρέκλα, επέστρεψε πίσω έβαλε το χέρι της μέσα κι έπιασε την ατζέντα. Η χαρά της ήταν μεγάλη, την ξεφύλλισε γρήγορα και έπεσε στο όνομά της. Οι βαθμοί δεν ήταν καλοί, αλλά υποφερτοί για βαθμούς που έβαζε η κυρία Βιργινία. Τώρα έπρεπε να ψάξει για της Φωτεινής, κι έπειτα του Γιάννη, τότε άνοιξε η πόρτα και πρόβαλε μέσα η δασκάλα, που ήθελε να διορθώσει μερικά τετράδια. Βλέποντας την Αννούλα στην τσάντα της με την ατζέντα στο χέρι, όρμησε πάνω της και την πήρε.

«Τι κάνεις εκεί βρωμοκόριτσο, ε;»

«Συγγνώμη κυρία Βιργινία, εγώ…»

«Ώστε είσαι μια μικρή κλέφτρα έ, τι έψαχνες; Το πορτοφόλι μου, τα χρυσαφικά μου ανάγωγη;»

«Όχι, εγώ…»

«Τώρα θα σου δείξω εγώ μικρή κλέφτρα, θα καλέσω την αστυνομία».

«Μη κυρία Βιργινία, εγώ εσάς ήθελα».

«Κι έψαχνες την τσάντα μου;» τη ρώτησε και της έδωσε μια σπρωξιά, που την χτύπησε στον τοίχο. Στη συνέχεια άρχισε να την κρατάει από το χέρι και να της δίνει σφαλιάρες.

Η Αννούλα έχοντας πάψει να καταβάλει κάθε ίχνος προσπάθειας να υπερασπιστεί τον εαυτό της δεχόταν το ξύλο, δίχως να μπορεί να βρει δικαιολογία τι έψαχνε στο γραφείο». Η δασκάλα έπιασε τον χάρακα και βάραγε με όλο της το μένος στα χέρια και στα πόδια. «Θα σου δείξω εγώ», έλεγε, ενώ οι κραυγές και τα βογγητά της Αννούλας, που τώρα της τραβούσε με περίσσια δύναμη τα μαλλιά της, συγκέντρωσαν τους συμμαθητές της έξω από το γραφείο, που ακουγόταν ένα βογγητό.

«Τι ήθελες μικρή κλέφτρα, χρήματα;» τη ρωτούσε και της έδωσε να φάει ένα πενηντάδραχμο, ενώ την σκαμπίλιζε. «Γιατί τρύπωσες εδώ μέσα ποντίκι;» Οι συμμαθητές της είχαν ήδη ανοίξει την πόρτα και παρακολουθούσαν τον ξυλοδαρμό της μικρής που έκλαιγε και τσίριζε, αίματα έτρεχαν από τις μύτες της και κάποια στιγμή προσπάθησε να φύγει. Όμως η δασκάλα την άρπαξε από το αριστερό χέρι και της κατάφερε μερικά χτυπήματα ακόμα, ενώ στη συνέχεια την άφησε με αποτέλεσμα να πέσει στον τοίχο και να σωριαστεί στο πάτωμα, η κοπέλα ούρλιαζε πλέον από τον πόνο. Η δασκάλα διέταξε τη Φωτεινή να την πάνε σπίτι της, πράγμα που έκανε η κοπέλα με τη βοήθεια του Νικόλα. Ο πατέρας της κάλεσε τον γιατρό που τους ενημέρωσε πως πρόκειται για σπάσιμο, κι αναγκάστηκαν να φύγουν για το νοσοκομείο στην πόλη.

Η δασκάλα μένοντας μόνη της μάζεψε την ατζέντα από το πάτωμα και αντιλήφθηκε πως η μικρή αυτήν έψαχνε. Τότε κοίταξε σε αυτήν και διόρθωσε τους βαθμούς που είχε βάλει στην Αννούλα προς τα κάτω. Αντιλήφθηκε πως είχε ξεφύγει σε κάθε περίπτωση και ανέμενε αντιδράσεις από την οικογένεια της μικρής, όταν μάλιστα έμαθε την επόμενη μέρα πως η μικρή κοπέλα είχε σπάσει το χέρι της σκεφτόταν πως έπρεπε να αντιδράσει. Θα την κατηγορούσε για κλεψιά!

Πράγματι, ο πατέρας της Αννούλας επισκέφθηκε τη δασκάλα και μάλιστα την έβρισε.

«Ποιος σου είπε πως έχεις το δικαίωμα να σκοτώσεις τα παιδιά».

«Ένα ατύχημα ήταν», είπε με θράσος.

«Η κοπέλα έσπασε το χέρι της και ήταν χτυπημένη παντού».

«Ακούστε κύριε, αν είχατε φροντίσει να δώσετε παιδεία στο παιδί σας…»

«Αυτό νόμιζα ότι ήταν δουλειά δική σας, που για αυτό σας πληρώνει η κυβέρνηση».

«Μάλιστα! Μα άμα δε βοηθήσει και η οικογένεια, τι να κάνω κι εγώ; Ξέρετε με πόσα αγρίμια έχω να τα βάλω; Η κόρη σας μπήκε στο γραφείο μου, με σκοπό να κλέψει. Τη βρήκα να έχει ανοίξει το πορτοφόλι μου, κι έχοντας πάρει χρήματα από μέσα. Ξέρετε πόσο σκέφτηκα να την καταγγείλω, αλλά μετά είπα μικρό παιδί είναι. Μπορεί να την τιμώρησα κάπως αυστηρά, αλλά όσον αφορά το χέρι της σίγουρα έγινε όταν πήγε να ξεφύγει και έπεσε κάτω. Πως είναι η μικρή μας Άννα;»

Ο πατέρας της που του έπεσαν τα μούτρα στο άκουσμα ότι η κόρη του ήταν κλέφτρα, κι ότι χρώσταγε και χάρη στην δασκάλα, απάντησε  μονολεκτικά, «Καλύτερα».

«Ελάτε να καθίσουμε», του είπε η δασκάλα. «Η Αννούλα, είναι από τις πιο καλές και δε σας κρύβω η αγαπημένη μου μαθήτρια, όπως και να έχει όμως κάτι πρέπει να κάνουμε για το χούι που απέκτησε, εγώ θα μιλήσω σε όλα τα παιδιά για το πόσο κακό είναι να κλέβεις τα αντικείμενα του άλλου, αλλά σας θέλω συμπαραστάτη. Θέλω κι εσείς να την μαλώσετε».

Ο πατέρας που για λίγη ώρα είχε πέσει σε λήθαργο από τα λόγια της δασκάλας, πετάχτηκε όρθιος και της είπε, «Δεν ξέρω τι έκανε. Αλλά σίγουρα είναι η πρώτη και η τελευταία φορά που αγγίζεται έστω και μια τρίχα της, αν μάθω διαφορετικά, αλίμονο σας, ό,τι και να κάνει. Ό,τι και να συμβεί θα ενημερώσετε εμένα ώστε να την τιμωρήσω. Όσο για το άλλο θα της μιλήσω σήμερα κιόλας».

Ξεπροβοδίζοντάς τον του είπε γλυκομίλητα, «Μην ανησυχείτε, πιστεύω πως δε θα χρειαστεί ποτέ ξανά να τιμωρήσω την Αννούλα, και με τη βοήθεια σας ασφαλώς. Είναι καλό κορίτσι κατά βάθος και ίσως παρασύρθηκε. Καλή σας μέρα!»

Ο πατέρας της γυρίζοντας σπίτι μάλωσε την κόρη του, κι αν δεν ήταν κλινήρης, σίγουρα δε θα γλίτωνε το ξύλο, αλλά τη λυπήθηκε έτσι που ήταν. Η δασκάλα επέστρεψε στο γραφείο της τρίβοντας τα χέρια της, μπορεί να μην μπορούσε να ξαναδείρει την Αννούλα, αλλά για την ώρα φτηνά την είχε γλιτώσει, κι επιπλέον υπήρχαν τόσα παιδιά στο σχολείο για να χτυπήσει.

Συνέχεια είχαν οι βαθμοί, η δασκάλα έκοψε σχεδόν ολόκληρη την τάξη, ο Νικόλας έμεινε στην Τετάρτη. Αυτή που πέρασε ήταν η Φωτεινή και η Αννούλα ασφαλώς, και ελάχιστα ακόμα παιδιά. Όμως η τιμωρία της Αννούλας δεν τέλειωσε εκεί, η δασκάλα της της μείωσε τη βαθμολογία κι έτσι ήταν τέταρτη πια στην τάξη, με πρώτη την Φωτεινή. Οι μόνοι που επωφελήθηκαν ήταν οι μαθητές της τελευταίας τάξης που είχαν μείνει αρκετές χρονιές, η δασκάλα τους πέρασε όλους να τους ξεφορτωθεί. Τους θεωρούσε πρόβλημα, γιατί έχοντας ακούσει τόσες φορές το μάθημα ήταν πια αδιάφοροι, κι επιπλέον στην ηλικία που είχαν φτάσει πλέον, φοβόταν πως ίσως κάποια φορά που θα τους τιμωρούσε θα στρέφονταν εναντίον της. Οπότε, καλύτερα να μην τους είχε μέσα στα ποδάρια της.

 

ΣΚΗΝΗ ΕΝΑΤΗ

 

Το καλοκαίρι είχε περάσει, τα σχολεία θα άνοιγαν τις πύλες τους και πάλι. Ο πρόεδρος είχε προσπαθήσει να φέρει και δεύτερο δάσκαλο στο σχολείο, αλλά τα πράγματα είχαν περιπλεχθεί με την εγκυμοσύνη της υποψήφιας δασκάλας και έτσι ως τα Χριστούγεννα τον πληροφορήσανε πως το σχολείο θα παρέμενε μονοθέσιο εξ’ ανάγκης. Η Βιργινία θα ήταν η απόλυτη άρχουσα ως τις γιορτές.

Τα δυο γειτονόπουλα πήγαιναν στο σχολείο.

«Είχα την καλύτερη βαθμολογία».

«Αφού είσαι καλή, εγώ έμεινα πάλι. Με πέρασες, και με τη Βιργινία δε βλέπω να τελειώνω ποτέ».

«Με τη Βιργινία κανείς δεν ξέρει αν θα τελειώσει. Δε βλέπεις τι έκανε στην Αννούλα;»

«Πως είναι αυτή; Θα έρθει στο σχολείο;»

«Την επισκέφθηκα δυο φορές. Χάλια είναι η κακομοίρα. Ούτε που ξέρω».

«Ξύλο θέλει η δασκάλα μας, ένα γερό χέρι ξύλο», είπε οργισμένος ο Νικόλας.

«Για την ώρα το δίνει αυτή!»

Στην αίθουσα ήταν όλοι στη θέση τους, πρώτη και καλύτερη η Αννούλα που την έφερε ο πατέρας της και καθόταν στο θρανίο της. Τα παιδιά συνομιλούσαν μεταξύ τους, ώσπου στην αίθουσα μπήκε η δασκάλα.

«Καλώς ήρθατε και πάλι στο σχολείο μας, άλλη μια χρονιά θα την περάσουμε μαζί».

Ένας αναστεναγμός ακούστηκε από όλα τα παιδιά.

Στη συνέχεια η δασκάλα, και πριν αρχίσει το μάθημα στράφηκε προς την Αννούλα. «Πως είσαι Αννούλα μετά το ατύχημα που είχες;»

«Καλά», απάντησε εκείνη.

Η δασκάλα πήγε να αρχίσει το μάθημα, μα διέκοψε πάλι και στράφηκε εκ νέου προς το μέρος της μαθήτριάς της. «Αννούλα  νομίζω πως έκανε λάθος στη θέση. Η πρώτη θέση ανήκει στη Φωτεινή. Φωτεινή αλλάξτε σε παρακαλώ θέσεις… Βλέπεις καλή μου Αννούλα δεν είσαι η πιο καλή της τάξης».

Η δασκάλα μπορεί να υποσχέθηκε στον πατέρα της Αννούλας πως δε θα την ξαναχτυπήσει την κόρη του, αλλά βρήκε άλλον τρόπο να ξεσπά πάνω της, χωρίς να ζημιωθεί η ίδια ή να καταπατήσει τον λόγο της, χλευάζοντας και ταπεινώνοντας την Αννούλα. Τι τους έκανε κατήχηση για την κλεψιά και κατέληγε συνέχεια, «…έτσι Αννούλα;» τι την έλεγε χαζή, καημένη, απροσάρμοστη. Τι όταν έκανε λάθη την ξεφτίλιζε, με αποτέλεσμα να γίνει τόσο φοβισμένη και άβουλη, που όλο και αυξάνονταν τα λάθη της. Ως εκ τούτου την πήρε ο κατήφορος, κι ας μην ξαναχτύπησε ποτέ ξανά η δασκάλα το σώμα της Αννούλας, παρά την ψυχή της, εν αντιθέσει με τα υπόλοιπα παιδιά που ρήμαζε στο ξύλο με κάθε αφορμή. Και ήρθε πάλι η ώρα του Νικόλα, κυνηγιόταν με τον ξάδελφό του, κι εκείνος απρόσεκτος μπουκάροντας στην αίθουσα, καθώς χτύπησε το κουδούνι, ακούμπησε πάνω στη δασκάλα, που βρήκε άλλη μια αφορμή να βγάλει τον κακό της χαρακτήρα. Οι δυο μαθητές πήγαν στα θρανία τους, αλλά εκείνη ωρυόταν και ούρλιαζε κατευθύνθηκε προς τον Νίκο και τον χτύπησε με τον μασίφ χάρακα στον ώμο κάνοντάς τον να ουρλιάξει κι ύστερα τον χτύπησε και στην πλάτη. Μετά πέταξε το κουδούνι στον Νικόλα, που έσκυψε και πήρε στο πρόσωπο τον Θανάση, που έβγαζε αίμα από το κεφάλι, ούτε που νοιάστηκε η δασκάλα, ο δαίμονας είχε μπει πάλι μέσα της. Λες και είχε βγει και ποτέ βέβαια! Η κατάσταση άρχισε και πάλι να εκτροχιάζεται. «Έλατε εδώ!» φώναξε στους δυο μαθητές και ξαδέλφους, θέλοντας να τους τιμωρήσει.

«Δε νομίζω», της απάντησε ειρωνικά ο Νικόλας, που την είδε φουρκισμένη να έρχεται προς το μέρος του με τον χάρακα σηκωμένο σαν γιαταγάνι. Ο Ομέρ Βρυώνης του επιτιθόταν, τότε κι αυτός σηκώθηκε, πέταξε σαν βόλι  ένα βιβλίο προς το μέρος της, έτρεξε, πάτησε στη δεύτερη σειρά θρανίων, ξανά όπως την προηγούμενη φορά στο θρανίο της Φωτεινής, που τώρα ήταν της Αννούλας και έπεσε με ορμή πάνω στο κλειστό παράθυρο, συμπαρασύροντάς το μαζί με τα τζάμια και τα ελαφριά ξύλα που το κράταγαν ενωμένο και βρέθηκε στο προαύλιο. Οι συμμαθητές του έμειναν με ανοιχτό το στόμα. Το ένα παραθύρι είχε ξεκολλήσει εντελώς, από το δεύτερο κάποια ξύλα που είχαν μείνει στη θέση τους ανοιγόκλειναν πέρα δώθε στους ξεχαρβαλωμένους μεντεσέδες. Κινδύνευσε να τραυματιστεί σοβαρά, αλλά ξέφυγε από την τύραννο. Μόνο μια δυο γρατσουνιές κι ένα κόψιμο στο μπράτσο, που έσταζε λίγο αίμα. Είχε ορμήσει στους εχθρούς με τόλμη, τους είχε ξεφύγει με μόνο ελάχιστες ξιφιές να τον αγγίξουν, τώρα έπρεπε να φύγει για τα βουνά με τους κλέφτες. Η δασκάλα έφτασε στο παραθύρι και κοίταξε έξω σοκαρισμένη και η ίδια βλέποντας τον Νικόλα να φεύγει και να τη διαολοστέλνει. Το σχολείο είχε τελειώσει για αυτόν!

Πίσω στην αίθουσα η δασκάλα ζήτησε από τον Θανάση να πάει να ρίξει λίγο νερό στα μούτρα του, κι αφού σήκωσε το κουδούνι, ζήτησε στον Νίκο να σηκωθεί στην έδρα, που τον χτύπησε με αμέτρητες χαρακιές, κάνοντάς τον να τρέχουν δάκρυα από τα μάτια του.

Τις επόμενες βδομάδες το ξύλο συνεχίστηκε αμείωτο από τη δασκάλα, που περισσότερη ώρα χτυπούσε τα παιδιά, παρά τα δίδασκε. Αν και για αυτήν και το ξύλο μια μορφή διδασκαλίας ήτανε. Μόνο την Άννα δεν χτυπούσε, αυτήν φρόντιζε να την υποτιμάει και να της τονίζει συνέχεια πως δεν είναι πια η καλύτερη μαθήτρια της τάξης, και θέλει προσπάθεια για να τα καταφέρει. Δεν ξεχνούσε να της επισημάνει επίσης πως δεν τα χρειαζότανε τα γράμματα αυτή, γιατί νοικοκυρά θα γινότανε. Με αυτά και με αυτά τα παιδιά ξεντραχτωμένα από το ξύλο, συζητούσαν για τις κακουχίες που περνούσαν στα χέρια της.

«Μας έχει λιανίσει», είπε ο Θανάσης.

«Γαμώ το κέρατό της της πουτάνας» πρόσθεσε ο Γρηγόρης.

«Δεν αντέχω άλλο ξύλο», συμπλήρωσε και η Φωτεινή.

«Πράγματι είναι πολύ αυστηρή», είπε ο Νίκος.

«Τι αυστηρή βρε χαϊβάνι», του απευθύνθηκε ο Γιάννης, «αυτή μας έχει σκοτώσει, την καημένη την Αννούλα την έστειλε στο νοσοκομείο».

Όλα τα παιδιά μικρότερα και μεγαλύτερα, συμφώνησαν για την κακία που έτρεφε η δασκάλα εναντίον τους. Ό,τι έχθρα και να είχαν, ό,τι διαφορά και να υπήρχε μεταξύ τους, όλα ενώθηκαν γύρω από την αντιπάθειά τους για τη μισητή πλέον δασκάλα και κάποιος πέταξε την ιδέα να αντιδράσουν. «Και τι να κάνουμε;» ήταν η επόμενη φράση. Ο καθένας έλεγε τις ιδέες του, ο καθένας μιλούσε με ενθουσιασμό για το χουνέρι που έπρεπε να κάνουνε στη δασκάλα τους. Τελικά κατέληξαν στο εξής, πως έπρεπε να την πληρώσουν με το ίδιο νόμισμα, οφθαλμός αντί οφθαλμού.

«Άλλωστε όπου δεν πίπτει λόγος πίπτει ράβδος», όπως έλεγε και η δασκάλα, είπε ο Θανάσης και όλοι γέλασαν. Εκείνη την ώρα πέρασε από το σχολείο και ο Νικόλας, ο οποίος ήρθε να συναντήσει τον ξάδελφό του και να γυρίσουνε μαζί, μιας και είχανε να πάνε για κυνήγι με σφεντόνες και παγίδες.

«Γιατί γελάτε εσείς;»

«Σκεφτόμαστε τι θα κάνουμε στη δασκάλα», απάντησε η Φωτεινή.

«Και σαν τι δηλαδή μπορείτε να της κάνετε;»

Τότε ο Γρηγόρης πήρε θάρρος κι εξήγησε τι είχανε σκεφτεί. Ο κάθε μαθητής πρόσθετε κι από κάτι. Πλέον βρίσκονταν έξω από το προαύλιο και σχολίαζαν πως πρέπει να γίνει, μόνο η Αννούλα ήταν μαζεμένη και άκουγε τους συμμαθητές της δίχως να μιλάει, μα σκεφτόταν πως θα ήταν δίκαιο ένα μάθημα, μετά τα όσα είχε τραβήξει στα χέρια της. Τα μεγαλύτερα παιδιά, που είχαν μείνει αρκετές φορές, ήθελαν ακόμα πιο πολύ να την δείρουν, αφού ήταν κι αυτά που ντρεπόταν περισσότερο, κοτζάμ γάιδαροι να τα δέρνει μια γυναίκα, ακόμα κι αν ήτανε δασκάλα.

«Πρέπει να είστε προσεκτικοί όμως, και να την αιφνιδιάσετε», σχολίασε ο Νικόλας.

«Μην ανησυχείς θα κανονιστούν όλα».

 «Και να πάρετε όλοι μέρος… Δηλαδή, εκτός από εμένα».

«Γιατί όχι;» τον ρώτησε ο Γρηγόρης. «Έλα κι εσύ».

«Εγώ δεν έρχομαι πια στο σχολείο, αν και πολύ ευχαρίστως θα συμμετείχα».

«Μόλις την αρχίσουμε στις φάπες, μπες κι εσύ μέσα να της ρίξεις καμία».

«Δεν έχεις άδικο θα έρθω να δω το ξύλο που τρώει να το ευχαριστηθώ, κι αν τυχών μου έρθει η όρεξη της ρίχνω και εγώ καμία».

«Πάντως δεν είναι σωστό», ακούστηκε από την ομάδα η φωνή του Νίκου.

«Και να μας χτυπάει δίχως λόγω είναι σωστό;»

«Όχι, αλλά είναι η δασκάλα μας και οφείλουμε να την υπακούμε».

«Άκου Νίκο, αν δε θες μη συμμετέχεις, κάτσε να βλέπεις, αλλά λες χαζομάρες, τι οφείλουμε, να μας σκοτώσει; Κι άλλωστε σωστό μπορεί να μην είναι αλλά είναι δίκαιο», είπε ο Θανάσης

Ο Νίκος έτριψε για λίγο το κεφάλι του και είπε, «Καλά, ξέρετε πως δε λείπω από τις σκανταλιές, αλλά δεν ξέρω αν είναι σωστό. Μπορεί και ναι», κατέληξε επηρεασμένος από τους συμμαθητές του.

Όλα είχαν κανονιστεί την επόμενη κιόλας βδομάδα, την Δευτέρα, την πρώτη ώρα θα τολμούσαν να χτυπήσουν τη δασκάλα. Το σύνθημα θα το έδινε ο Γρηγόρης. Θα ρωτούσε τι μάθημα είχανε κι έπειτα θα εφορμούσαν οι μαθητές των πρώτων θρανίων πάνω της, κι ακολούθως όλη η τάξη, χτυπώντας την. Βέβαια τα παιδιά δεν είχαν προβλέψει που θα σταμάταγε η όλη επίθεση ή αν τυχών τραυματιζόταν μοιραία η δασκάλα τι θα κάνανε. Γιατί τόσοι μαθητές να χτυπάνε μια ενήλικη, όπως και να το κάνεις θα την καθιστούσε αδύναμη να αντιδράσει. Αλλά το μόνο που τους οδηγούσε εκείνη τη στιγμή ήταν το μίσος τους και η οργή τους εναντίον της.

Ο Νικόλας είχε πάρει θέση στο τελευταίο παραθύρι έξω από το σχολείο να δει την τιμωρία της, δε σκόπευε να μπει μέσα, αρκούσαν οι υπόλοιποι. Ο Γρηγόρης ανυπομονούσε να δώσει το παράγγελμα για την επίθεση. Οι μαθητές των πρώτων θρανίων είχαν αρχίσει να έχουν αμφιβολίες και ένας κόμπος να δημιουργείται μέσα τους, μα δεν μπορούσαν να δειλιάσουν την τελευταία στιγμή. Φοβόνταν για τα αντίποινα και τις διαστάσεις που θα έπαιρνε το θέμα, επίσης φοβόνταν μήπως δεν τα καταφέρουν. Απόλυτη ησυχία υπήρχε στην τάξη, όλοι είχαν λάβει τις θέσεις τους και περίμεναν τη στιγμή που έπρεπε να παίξουν το ρόλο τους. Μάλιστα εκείνη τη μέρα πολλοί μαθητές που δεν πάταγαν στο σχολείο εμφανίστηκαν. Με σκοπό να λάβουν μέρος στον προπηλακισμό. Η δασκάλα αργούσε να εμφανιστεί, παρατείνοντας την αγωνία τους. Τι στο διάβολο συνέβαινε; Να είχε έρθει κάνας επιθεωρητής και να τους χάλαγε τα σχέδια; Η Αννούλα σκυμμένη πάνω στο θρανίο της έτρεμε από τον φόβο.

Τελικά εμφανίστηκε η κυρία Βιργινία, με τον χάρακα στα χέρια της.

«Μπα μπα μπα, απαρτία βλέπω σήμερα!» τα ειρωνεύτηκε.

«Ξέρετε άργησα λίγο να έρθω γιατί μιλούσα με την χωροφυλακή, ναι ναι πουλάκια μου, για ένα πολύ σοβαρό θέμα». Ο Γρηγόρης περίμενε να ακούσει τι θα πει η δασκάλα και καθυστερούσε να δώσει το παράγγελμα. Ο Νικόλας αναρωτιόταν γιατί δεν επιτίθενται οι συμμαθητές του, μιας και δεν άκουγε τι λέγανε.

«Λοιπόν θα θέλετε να μάθετε γιατί θα είναι εδώ η χωροφυλακή σε λίγο; Για να πιάσει τους μικρούς ταραξίες, που σκόπευαν να με λιντσάρουν».

Τα πόδια των παιδιών κόπηκε, «Τώρα θα δείτε τι εστί βερίκοκο», τους είπε και σήκωσε τον χάρακα και που σε πονεί και που σε σφάζει, άρχισε με τους εν δυνάμει ταραξίες της πρώτης σειράς, και συνέχισε. Χτυπούσε με όλη της τη δύναμη, σε πλάτες, χέρια, κεφάλια, λαιμούς. Τα παιδιά που μέχρι πριν λίγο σκόπευαν να επιτεθούν, έγιναν αμυνόμενα, καλύπτοντας απλά το κεφάλι τους με τα χέρια. Ήταν που αντί να την αιφνιδιάσουν, τους αιφνιδίασε, ήταν η προδοσία, ήταν και η απειλή της χωροφυλακής που σε λίγο θα ερχόταν και ποιος ξέρει που θα κατέληγαν. Όταν έφτασε πάνω απ’ την Αννούλα, σήκωσε τον χάρακα, αλλά τον κατέβασε στο θρανίο της, στάθηκε για λίγο κι έπειτα της έδωσε μια σφαλιάρα, που την κόλλησε στον τοίχο, της τραβούσε με μένος τα μαλλιά, ενώ χτυπούσε τη διπλανή της. Τα παιδιά έφαγαν τόσο ξύλο, μένοντας ακούνητα στο θρανίο τους, όσο δεν έφαγαν όλα τα χρόνια που πήγαιναν σχολείο. Εφόσον τελείωσε με την τιμωρία της, επέστρεψε κουρασμένη στον πίνακα, σκούπισε τον ιδρώτα από την υπερπροσπάθεια που είχε καταβάλει και έκατσε να πάρει μια ανάσα. Μετά είπε, «Λοιπόν μέχρι να έρθει η χωροφυλακή, ας κάνουμε μάθημα».

Τα παιδιά έκλαιγαν γοερά και δεν τολμούσαν να κουνηθούν, ακούγοντας τη δασκάλα να παραδίδει. Ο Νικόλας είχε ήδη φύγει, κλωτσούσε πέτρες και ξύλα νευριασμένος στον δρόμο και δεν κατάλαβε τι είχε συμβεί. Καλά δεν την έδειραν, μα γιατί δεν πήδαγαν από παράθυρα ή δεν έτρεχαν στην πόρτα να ξεφύγουν, το ξυλοκόπημα αυτό είχε περάσει κάθε προηγούμενο, ίσως όμως επενέβαιναν οι γονείς τους και της έδιναν ένα μάθημα.

Όμως κανένα δεν μίλησε για το συμβάν, όσο κι αν τα χτυπήματα ήταν εμφανή ο καθένας έλεγε μια διαφορετική δικαιολογία, άλλος τσακώθηκε με συμμαθητή του, άλλος έπεσε σε μια πλαγιά, επιδημία καυγάδων και ατυχημάτων είχε συμβεί εκείνη την μέρα. Η δασκάλα τελειώνοντας το μάθημα, ενημέρωσε τα παιδιά πως λόγω της μεγάλης της καρδιάς θα τους έδινε μια δεύτερη ευκαιρία. Θα έκαναν μια συμφωνία μεταξύ τους, ούτε αυτή θα έλεγε για την επίθεση που σχεδιάζανε εναντίον της στην χωροφυλακή, ούτε αυτά θα λέγανε για την τιμωρία τους. Όλοι το αποδέχτηκαν σιωπηρά.

Όμως υπήρχε κάτι ακόμα μεταξύ των μαθητών, ένας προδότης. Σχεδόν όλοι στράφηκαν ενάντια στον Νίκο, που ήτανε διστακτικός απ’ την αρχή. Μάλιστα ο Γρηγόρης με τον Θανάση του έριξαν και μερικές ψιλές. Σχεδόν όλοι τον κατηγορούσαν κι εκείνος έλεγε πως είναι αθώος, ως κι ο ξάδελφός του, του είπε πως έπρεπε να ντρέπεται που πρόδωσε τους συμμαθητές του.

«Λες να το έκανα εγώ; Εγώ έφαγα το περισσότερο ξύλο από τη δασκάλα εκείνη την μέρα».

«Μπορεί να στις έβρεξε για να μη σε καταλάβουν».

«Ναι, άμα ήταν έτσι!» σχολίαζε μισοκλαίγοντας, μόνο στην θύμηση του ξύλου.

Με τον καιρό ξεχάστηκε η προδοσία, που ο Νίκος αρνούταν ως το τέλος. Σε αυτό βοήθησε και η Φωτεινή. «Ο Νίκος είναι μπουνταλάς», τους είπε. «Σιγά μην είχε το θάρρος να μιλήσει στη δασκάλα, εφόσον τον πείσαμε ήθελε κι αυτός να τη δείρει, έπειτα έφαγε κι αυτός πολύ ξύλο». Όμως όλα αυτά σε λίγο καιρό δε θα είχαν σημασία. Η δασκάλα τα είχε προειδοποιήσει εκείνη τη μέρα πως εκτός των άλλων θα τα άφηνε όλα στην ίδια τάξη, η απειλή της δεν πραγματοποιήθηκε. Ο πρόεδρος με τις συνεχείς οχλήσεις του, κατάφερε να έρθει ο νέος δάσκαλος μετά τα Χριστούγεννα, που χειρότερος της Βιργινίας δε θα μπορούσε να είναι σε καμία περίπτωση. Τα παιδιά αναθάρρησαν,  αλλά όσο θα υπήρχε και η Βιργινία μαζί τους δε θα ησύχαζαν ποτέ.

Φρόντισε όμως η τύχη, λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα και κάνοντας έναν μικρό περίπατο, όπως συνήθιζε κοντά στο σπίτι της, στις λάκκες με τα πλατάνια, γλίστρησε κι έπεσε σε μια απότομη πλαγιά. Έμεινε εκεί για ώρες μέχρι να την εντοπίσουν, να την απεγκλωβίσουν και να την πάνε στο νοσοκομείο. Η δασκάλα έσπασε το πόδι της και χρειάστηκαν μήνες για την αποκατάσταση. Το σχολείο για μια ακόμα χρονιά έμεινε μονοθέσιο, αλλά με τον καινούργιο δάσκαλο. Τα παιδία βρήκαν την ηρεμία τους, επέστρεψαν κι άλλα στο σχολείο, μαζί και ο Νικόλας και κουτσά στραβά σχεδόν όλα το τελείωσαν. Η Βιργινία μετά το ατύχημα και την αποκατάσταση, ζήτησε μετάθεση και δεν ξαναγύρισε ποτέ στο ορεινό χωριό.

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 

Χρόνια μετά, η Φωτεινή συναντήθηκε εκ νέου με τον Νικόλα, όταν η πρώτη επέστρεψε στο σχολείο του χωριού τους. Τα δυο τότε παιδιά και ενήλικες στη συνέχεια είχαν πολλά να πούνε. Πρώτα από όλα ο Νικόλας της εκμυστηρεύτηκε πως σωθήκαν από τη δασκάλα. Η διαδρομή που έκανε ήταν γνωστή, ο ίδιος την είχε παρακολουθήσει για πολλές μέρες. Είχε μπει ο χειμώνας, είχε συννεφιά όταν βγήκε να περπατήσει, οπότε η ορατότητα μικρή. Ο Νικόλας είχε δέσει μια τριχιά σε ένα δέντρο και την κρατούσε από την άλλη άκρη. Σκόπευε να ρίξει τη δασκάλα στο έδαφος και μετά θα τη χτυπούσε με κλωτσιές. Όμως στάθηκε τυχερός, καθώς η Βιργινία περνούσε, τράβηξε την τριχιά, που είχε καμουφλαρισμένη μέσα στα φύλλα στο έδαφος, η δασκάλα έχασε τον βηματισμό της, κουτρουβαλιάστηκε κι έπεσε στον γκρεμό, και θα έφτανε στη ρεματιά, αν δεν την συγκρατούσαν τα δέντρα. Η Φωτεινή έβαλε το χέρι στο στόμα της, και μετά ξεκαρδίστηκαν και οι δυο.

«Τώρα αν κατάλαβε πως έπεσε από παγίδα και πως ήμουν εγώ από πίσω ή κάποιος άλλος μαθητής της, δεν το ξέρω. Το θέμα είναι πως απαλλαχτήκαμε».

«Πρέπει να σου πω κι εγώ ένα μυστικό».

«Τι;»

«Εκείνη τη μέρα, τη Βιργινία δεν την ενημέρωσε ο Νίκος».

«Θα μπορούσε».

«Θα μπορούσε, αλλά δεν το έκανε, η Αννούλα ήταν αυτή που πήγε στο γραφείο της δασκάλας και μαρτύρησε την επιχείρηση».

«Η Αννούλα;»

Η Φωτεινή κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. Η Αννούλα, έχοντας εκπέσει των πρωτείων και νιώθοντας πως δεν είχε την αγάπη της δασκάλας της, όπως συνέβαινε μέχρι τότε, ένιωθε άσχημα. Δεν το είχε ξεπεράσει. Δεν την ένοιαζε το ξύλο, το σπάσιμο του χεριού, οι ταπεινώσεις. Καιγόταν για να έχει την αγάπη της δασκάλας της, της κάθε δασκάλας. Ακόμα κι αν αυτή ήταν η Βιργινία. Ήθελε την αναγνώρισή της. Ήθελε να είναι ξεχωριστή. Στο σπίτι τους τρεις κοπέλες ήταν, κι ο πατέρας ήθελε τον διάδοχο. Δεν τους έδινε καμία σημασία και κυρίως σε αυτήν που ήταν η μικρότερη και η τελευταία του ελπίδα για αγόρι. Προσπάθησαν στη συνέχεια, αλλά μάταια. Με τη γυναίκα του δεν τα πήγαινε καλά, που δεν του χάρισε τον γιο. Η μάνα της ήταν αδιάφορη πια, κι ο πατέρας της αισθανόταν πως δεν είχε σκοπό στη ζωή του, μιας και δεν είχε διάδοχο. Λες κι ήταν και κάνας βασιλιάς. Οπότε η Αννούλα αγκιστρώθηκε στην αγάπη των δασκάλων. Ήταν η καλύτερη μαθήτρια μέχρι τον ερχομό της Βιργινίας, πιστεύοντας πως με αυτό θα κέρδιζε την προσοχή του πατέρα της, που της έλεγε «μπράβο» και σχολίαζε πως η κόρη του ήταν η πρώτη μαθήτρια, αλλά από την άλλη σκεφτόταν «Κι αν είναι, θηλυκό δεν είναι; Άχρηστα της είναι τα γράμματα». Οπότε η Αννούλα, την Παρασκευή κιόλας, μπήκε στο γραφείο που η δασκάλα της είχε σπάσει το χέρι και της ομολόγησε πως τα παιδιά σκόπευαν να τη δείρουν.

«Και πως το έμαθες;» ρώτησε ο Νικόλας.

Μία από τις επόμενες μέρες η Αννούλα πήγε στο γραφείο και ρώτησε γιατί την χτύπησε η δασκάλα, κι εκείνη της απάντησε αδιάφορα, «Για να μην σε καταλάβουν οι συμμαθητές σου, πως είσαι προδότρα. Ξέρεις τι έπαθε ο Ιούδας».

«Κι εμείς κατηγορούσαμε τον Νίκο».

«Όλοι παραδέχτηκαν πως δεν είναι αυτός, αλλά πάντα υπήρχε η καχυποψία».

«Και γιατί δεν είπες τότε την αλήθεια;»

«Για την Αννούλα. Είχε ξυλοκοπηθεί, ήταν μίζερη, φοβισμένη. Αν και όλο το σχολείο ήταν εναντίον της, ποιος ξέρει πως θα αισθανόταν. Απ’ την άλλη ο Νίκος δεν ενδιαφερόταν πολύ, ξεχνούσε γρήγορα, για αυτό απλά προσπάθησα να πείσω τους συμμαθητές μας ότι ήταν αθώος».

«Α, ρε Φωτεινή, πάντα με καλή ψυχή. Σου άξιζαν όσα καλά ήρθαν στη ζωή σου, κι εγώ είμαι περήφανος που ήσουν φίλη μου».

«Κι εγώ Νικόλα, που σε είχα φίλο μου».

«Να προσέχεις τον γιό μου, μπορεί να είναι πιο ευφυής από εμένα».

«Αρκεί να μη μου στήνει παγίδες!» απάντησε και γέλασαν ξανά.

Αρκετοί μαθητές του σχολείου, παντρεύτηκαν κι έγιναν αγρότες σαν τους γονείς τους, πήγαιναν στα καφενεία και θυμόνταν τις παλιές ιστορίες, κάποιοι άλλοι πάλι ήρθαν ως φτηνό εργατικό προσωπικό στην Αθήνα. Τα περισσότερα κορίτσια απλώς παντρεύτηκαν. Ενώ πάνω από τα μισά εγκατέλειψαν το χωριό, για την πόλη που βρήκαν σύζυγο, ενώ άλλα έγιναν εργάτριες. Από εκείνη τη γενιά υπήρξε κακοποίηση και ενδοοικογενειακή βία σε αρκετές οικογένειες. Ενώ οι περισσότεροι έβγαζαν μια ένταση  και τιμωρούσαν με ξύλο τα παιδιά τους. Κανείς δεν ξέρει πόσο επηρέασε η κακοποίηση της δασκάλας τη συμπεριφορά τους.

Η Ελένη είχε επέστρεψε στο χωριό να δει τους μαθητές της, είχε κάνει κι ένα παιδάκι, που είχε μαζί της, αρκετοί μαθητές είχαν μαζευτεί γύρω της να τη δουν. Ο Νικόλας έμεινε μακριά. Θεωρούσε πως κάπως αργά είχε επιστρέψει, και δεν έκανε τίποτα για να τα προστατέψει και τώρα ερχόταν να τους μοστράρει το δικό της παιδί. «Θα ήθελε να τραβήξει τα ίδια κι εκείνο!» Τη συνάντησε  όμως σε μια άλλη επίσκεψή της στο καφενείο και δώσανε τα χέρια. Μόνο με τη Φωτεινή κρατάει τηλεφωνικές σχέσεις, κι έχει δεκαετίες να επισκεφτεί το χωριό πια. Ο σύζυγός της δεν ήρθε ποτέ ξανά πίσω εκτός της πρώτης επίσκεψης για να την πάρει.

Η Βιργινία, πέθανε στα εξήντα της. Συνέχισε σε σχολεία της πρωτεύουσας, στη συνέχεια μπήκε στο υπουργείο και σταμάτησε να διδάσκει, ενώ δεν έκανε ποτέ οικογένεια. Η Αννούλα, που είχε πολλά όνειρα, όπως να γίνει δασκάλα, την πάντρεψε ο πατέρας της στα δεκαοκτώ της, με έναν άντρα που είχε τα διπλά της χρόνια. Ήταν καλός άνθρωπος και πέρασε καλά δίπλα του, όμως πάντα αποζητούσε την αγάπη και ένιωθε λειψή, ενώ το ότι δεν έγινε δασκάλα έμεινε ένα ακόμα καρφί στην καρδιά της. Έζησε για πάντα στο χωριό. Είχε ξεχάσει εντελώς τα σχολικά χρόνια και δε μιλούσε για αυτά.

Ο Γρηγόρης τελειώνοντας το δημοτικό, ανέλαβε το καφενείο. Για χρόνια με τον πατέρα του, που του έλεγε «Έχεις στρωμένη δουλειά εσύ». Όμως όταν το ανέλαβε μόνος του την δεκαετία του ενενήντα, ήδη η μπακαλική είχε εκλείψει ως έσοδο, αφού πλέον όλοι είχανε Ι.Χ. και έφερναν τα καλούδια από την πόλη. Καμιά μπίρα, καμιά πορτοκαλάδα μπλε και κάναν πελτέ πουλούσε στους ξεχασιάρηδες και γκοφρέτες στα λιανοπαίδια. Ενώ μετά κι από μια ακόμα δεκαετία η αστυφιλία του μείωσε την πελατεία και περιμένει τα καλοκαίρια, και ιδίως τον Αύγουστο να κάνει τζίρο.

Ο Θανάσης έγινε αγρότης, όπως ήταν αναμενόμενο, όμως εκείνο το χτύπημα στο χέρι από τη δασκάλα δεν τον αφήνει να την ξεχάσει. Τον δυσκολεύει στις δουλειές και κατσαβίδι με το χέρι αυτό δεν μπορεί να πιάσει.

Ο Νίκος πήγε να βρει τη μοίρα του στην Αθήνα, στην αρχή δούλεψε σαν οικοδόμος, έκανε ακριβώς ό,τι του έλεγε το αφεντικό του, που το κοίταζε με θαυμασμό, κι όταν κανένας του έλεγε πως τους δίνει λίγα λεφτά λογομαχούσε μαζί του και τον έβαζε στη θέση του, ζητώντας σεβασμό. Σε απεργίες δε συμμετείχε και επέπληττε τους συναδέλφους που δαγκώνουν το χέρι που τους ταΐζει. Ποτέ δεν είπε «όχι», ίσως να μη γνώριζε καν τη λέξη. Ο εργολάβος που έκανε και άλλες δουλειές, τον είδε τόσο πειθήνιο και τον πήρε για μπράβο. Αυτό του ταίριαζε καλύτερα, έκανε ό,τι του ανέθεταν, δίχως να ρωτάει και κυρίως να αναρωτιέται. Ό,τι του έλεγε ήταν θέσφατο και το εκτελούσε το δίχως άλλο. Τα καλοκαίρια έρχεται στο χωριό δυο εβδομάδες τον δεκαπενταύγουστο. Αυτές τους δίνει το αφεντικό. Παρκάρει το αυτοκίνητο στο καφενείο, κερνάει τους θαμώνες. Ύστερα πάει στο πατρικό του, που το ’χει αφήσει να μισοπέσει, παρά τα χρήματα που βγάζει, και το χρησιμοποιεί μόνο για υπνωτήριο, ενώ ξημεροβραδιάζεται στον καφενέ. Με τον Νικόλα δεν έχουν πολλές σχέσεις πια, όχι πως δεν μιλάνε.

Η Φωτεινή σταθερή, καλόψυχη και χωρίς να εγκαταλείψει τους στόχους της, συνέχισε τις σπουδές της και έγινε δασκάλα. Διορίστηκε σε διάφορες περιοχές και αποφάσισε να μετατεθεί τρία χρόνια στο χωρίο της, με τα λίγα πλέον παιδιά, μεταξύ αυτών και του Νικόλα, τιμής ένεκεν των μαθητικών της χρόνων. Όμως ύστερα μετατέθηκε στην Αθήνα, που σκόπευε με τον σύζυγό της να μεγαλώσουν την οικογένεια τους. Κράτησε επαφές με την πρώτη δασκάλα της και πάντα τηλεφωνεί στις γιορτές στον Νικόλα.

Ο Νικόλας τελείωσε το δημοτικό, αφού με τη φυγή της Βιργινίας επέστρεψε, κι άκουγε από τον δάσκαλο τις ιστορίες των ηρώων του εικοσιένα εκστασιασμένος. Δεν έμεινε άλλη χρονιά. Όταν τελείωσε ασχολήθηκε σε ένα διπλανό χωριό με την ξυλουργική, αλλά τελικά ανέλαβε τα οικογενειακά κτήματα στο χωριό του, και κάπου κάπου έκανε και κάνα μερεμέτι σε κάνα σπίτι που χτιζότανε ή σε κάνα έπιπλο κι έβγαζε ένα έξτρα εισόδημα. Παντρεύτηκε μια συγχωριανή του, κι όταν η Φωτεινή επέστρεψε στο χωριό σαν δασκάλα της εμπιστεύτηκε τον γιο του. Νοικοκύρης, ασχολείται με τη δουλειά του και δεν ενοχλεί τον κόσμο. Ακόμα και σήμερα όταν βρίσκει χρόνο διαβάζει κάνα βιβλίο ιστορίας, κυρίως με μάχες και ιστορίες για τον Καραϊσκάκη, τον Ανδρούτσου, τον Κολοκοτρώνη, και χάνεται στις εξιστορήσεις των σελίδων, αφήνοντας κάπου έναν μικρό χώρο και για τον ίδιο, και συλλογίζεται καμιά φορά τι ρόλο θα έπαιζε αν ζούσε τότε, ενώ δεν ξεχνάει ποτέ που διαπέρασε το παράθυρο να ξεφύγει απ’ τον Κιουταχή Βιργινία. Όταν έρχεται η Φωτεινή στο χωρίο, γνωρίζοντας τη μανία του για την ιστορία, του φέρνει κι από κανένα καινούργιο βιβλίο.

Αυτή ήταν η ιστορία της δασκάλας μας, που κατά συνέπεια ήταν και η ιστορία των μαθητών της. Πόσο τους επηρέασε και προς ποια κατεύθυνση δεν ξέρω να σας πω. Έγινε παράδειγμα προς αποφυγή ή προς μίμηση. Πάντως σίγουρα δεν τους ωφέλησε στην πρόοδό τους. Ο καθένας έχει καλές και κακές στιγμές να θυμάται από τα σχολικά χρόνια και από τους δασκάλους του, ο καθένας κρατάει διαφορετικά πράγματα. Όσον αφορά εμάς μόνο κακές στιγμές κρατήσαμε από αυτήν, κι όλοι θυμόμαστε το ατελείωτο ξύλο και τη μέρα που μας χτύπησε ομαδικά.

 

ΤΕΛΟΣ

 

 

Διαβάστε επίσης: