Gymnopediè No.1

της Ανδρεάνας Σαπρίκη
 

 

Πάλι το ίδιο όνειρο. Πάει καιρός τώρα. Πόσες φορές άραγε; Πέντε, δέκα, τι σημασία έχει; Έχει τρυπώσει στη ζωή μου σαν απρόσκλητος επισκέπτης. Έχει εισβάλλει στον χώρο μου μέσα από πόρτες κλειστές, χωρίς να αφήσει το παραμικρό ίχνος. Ούτε γυαλιά σπασμένα, ούτε κλειδαριές παραβιασμένες. Χωρίς αποτυπώματα. Έπιασα τον σφυγμό μου που χόρευε σαν τρελός και προσπάθησα να αναπνεύσω. Κάθιδρη. Κάθισα στην άκρη του κρεβατιού και έφερα στο μυαλό μου το κορίτσι. Μου έμοιαζε αυτό το κορίτσι ή μήπως ήταν ιδέα μου; Με οδήγησε πάλι σε αυτή την πόρτα. Μου έκανε νόημα να την ανοίξω. Κάθε φορά, όμως που άγγιζα το πόμολο το χέρι μου πάγωνε.

Κοίταξα το ρολόι, έπρεπε να φύγω. Ντύθηκα βιαστικά, δεν ήταν ώρα τώρα να τα βάλω με τον εαυτό μου. Η απογευματινή σιέστα είχε κάνει ήδη τη ζημιά της.

Άλλο ένα απόβραδο παγιδευμένη. Γύρω μου άνθρωποι θυμωμένοι, γροθιές σφιγμένες, βρισιές, κόρνες παρατεταμένες. Ξεσπάσματα οργής, μία κάποια διέξοδος από τις καθωσπρέπει ζωές μας. Πάνω στο τιμόνι μπορείς να τσαλακωθείς, έχεις την ευκαιρία να ξεσπάσεις στον διπλανό οδηγό. Ο διπλανός οδηγός θα πληρώσει την αδυναμία σου να επιβληθείς. Την αδυναμία σου να είσαι αυτός που θες.

Άνοιξα με δύναμη την πόρτα και όρμησα στο καμαρίνι μου. Ευτυχώς είχα φτάσει έγκαιρα, δεν θα άντεχα πάλι εκείνο το βλέμμα. Έριξα μια τελευταία ματιά στο είδωλό μου και διόρθωσα το μακιγιάζ μου. Ψιλόλιγνη σιλουέτα, κόκκινο φόρεμα, κυματιστά καστανά μαλλιά.

Οι μουσικοί ήταν στις θέσεις τους. Το μαγαζί είχε αρχίσει να γεμίζει. Προχώρησα προς το πιάνο. Πόσες φορές είχα κάνει αυτή τη διαδρομή; Πόσες φορές είχα ονειρευτεί μια άλλη διαδρομή; Σε μια μεγάλη σκηνή! Πόσο θα ήθελα να μην ξαναπατήσω το πόδι μου εδώ μέσα, να μην αντικρίσω ξανά την ειρωνεία στο βλέμμα αυτού του αρπακτικού.

Πήρα μια βαθιά αναπνοή. Ήμουν το μέρος ενός σόου, δεν έπρεπε να το ξεχνώ ποτέ αυτό. Και το σόου έπρεπε να ξεκινήσει. Το συνηθισμένο ρεπερτόριο. Τα χέρια μου γλιστρούσαν μηχανικά πάνω στα πλήκτρα. Μια ρεπλίκα του εαυτού μου, αυτό ήμουν. Συναισθήματα, χαμόγελα, όλα ψεύτικα. Πιστά αντίγραφα ενός ευτυχισμένου ανθρώπου.

Εκείνος με πλησίασε, χωρίς να το καταλάβω. Κομψός με ευγενικό πρόσωπο. Θα μπορούσες να τον πεις κι όμορφο. Μου έδωσε ένα σημείωμα. Παρατήρησα τα δάχτυλά του. Κάτι μου θύμιζαν. Τι, όμως; Χαμογέλασε και γύρισε στο τραπέζι του. Τον ακολούθησα με το βλέμμα μου. Καθόταν μόνος.

Συνέχισα το πρόγραμμα και στο πρώτο διάλειμμα άνοιξα το σημείωμα. Πάγωσα. Όχι, δεν μπορούσα να παίξω αυτό το κομμάτι. Τα δάχτυλά μου σφίχτηκαν. Χωρίς δεύτερη σκέψη πήγα στο τραπέζι του.

«Λυπάμαι κύριε! Δεν μπορώ να παίξω αυτό το κομμάτι! Δεν ταιριάζει με το στυλ του μαγαζιού!»

Πριν προλάβω να πάρω μια απάντηση, εμφανίστηκε το αφεντικό μου. Σαν αίλουρος, ήρθε για να με αρπάξει. Με πίεσε να παίξω το κομμάτι. Ο θαμώνας προσπάθησε να μη με φέρει σε δύσκολη θέση. Το αφεντικό, όμως, επέμεινε. Ήξερε πώς να γίνεται πειστικός. Επέστρεψα στο πιάνο και για μια στιγμή προσπάθησα να καταλάβω τι με μπλόκαρε. Γιατί είπα όχι;

Άρχισα να παίζω και στην αρχή όλα φαίνονταν εντάξει. Σιγά σιγά, όμως, όσο προχωρούσε η μελωδία άρχισα να μουδιάζω. Στην αρχή το κεφάλι μου, ύστερα τα χέρια μου! Όσο κι αν προσπαθούσα να συνεχίσω, τα δάχτυλά μου δεν υπάκουαν. Στην αρχή άκαμπτα, σκληρά, μετά ακίνητα. Οι θαμώνες έκπληκτοι κοιτάζονταν μεταξύ τους με απορία. Μάζεψα τις τελευταίες μου δυνάμεις και το έβαλα στα πόδια, γκρεμίζοντας πίσω μου το σκαμπό.

Έφτασα με κομμένη την ανάσα στο καμαρίνι και κάθισα μπροστά στον καθρέφτη. Με χέρια που έτρεμαν σκούπισα το μουσκεμένο από τα δάκρυα πρόσωπο. Απέναντί μου έβλεπα μια ξένη, σαν κάποιος να μου  φόρεσε μια μάσκα. Με σπασμωδικές κινήσεις άνοιξα την τσάντα μου κι άρχισα να την ψαχουλεύω με μανία. Την αναποδογύρισα στο πάτωμα, αυτό που έψαχνα δεν ήταν εκεί.

Ανασήκωσα τα μανίκια μου. Ψηλάφισα τις ουλές στην αρχή με τα δάχτυλά μου κι ύστερα τις ακούμπησα απαλά με τα χείλη μου. Τις αγαπούσα τις ουλές μου. Αποτύπωναν στιγμές. Στιγμές που λαχταρούσα να νιώσω πόνο. Στιγμές που ήλπιζα αυτός ο πόνος ο οξύς, ο επιφανειακός, να με απαλλάξει από εκείνον τον άλλον πόνο, τον αβάσταχτο. Τον χωρίς έλεος.

Μα όσο κι αν προσπαθούσα, δεν τα κατάφερνα. Κι όσο δεν τα κατάφερνα, πάσχιζα ακόμα περισσότερο. Είχα γεμίσει το σώμα μου με οριζόντιες και κάθετες τομές. Άλλες πιο έντονες, άλλες λιγότερο. Ο πόνος δεν είναι μετρήσιμος. Και ποτέ ίδιος. Η μητέρα μου φρόντιζε να καλύπτει το σώμα μου με τα κατάλληλα ρούχα. Δεν ήθελε να ξέρει κανένας τι συνέβαινε. Δεν επέτρεπε να υπάρχουν σπίτι αιχμηρά αντικείμενα.

Το αναμενόμενο χτύπημα στην πόρτα. Πρόσωπο κόκκινο από οργή, γροθιές σφιγμένες. Του κατέστρεψα τη βραδιά, είπε. Να μαζέψω τα μπογαλάκια μου και να μην ξαναπατήσω στο μαγαζί του, είπε.

Περπατούσα στην πολυσύχναστη λεωφόρο κι ένιωθα ένα ελαφρύ αεράκι να μου χαϊδεύει το πρόσωπο. Ελεύθερη. Ένα αυτοκίνητο με πλησίασε.

«Να σε πάω κάπου;»

Με έκπληξη αντίκρισα το γνώριμο πλέον πρόσωπο.

«Με ακολουθήσατε;» είπα, μη μπορώντας να κρύψω την δυσαρέσκειά μου. Ποτέ δεν μου άρεσε το αναπάντεχο. Για μένα οι εκπλήξεις έκρυβαν μια δόση εκλεπτυσμένης βίας.

«Συγγνώμη, δεν είχα σκοπό να σε... σας φέρω σε δύσκολη θέση. Αισθάνομαι άσχημα που ήμουν η αιτία να χάσετε τη δουλειά σας».

Αυτή η ειλικρινής δήλωσή του με έφερε σε δύσκολη θέση. Αισθάνθηκα άβολα, έπρεπε να επανορθώσω.

«Χάρη μου κάνατε!» είπα χωρίς δεύτερη σκέψη.

Αργότερα στο κρεβάτι μου δεν είχα ύπνο. Δεν μπορούσα να διαχειριστώ την έκβαση αυτής της απρόσμενης συνάντησης. Μαξίμ!  Καλλιτεχνικός διευθυντής στην Όπερα της πόλης! Μήπως τελικά οι εκπλήξεις δεν είναι και τόσο κακές; Του άρεσα. Ήθελε να με δοκιμάσει. Έπρεπε να βάλω τα δυνατά μου.

Ξύπνησα κάθιδρη. Αυτό το κορίτσι πάλι. Μου έγνεψε να την ακολουθήσω. Υπάκουσα. Προχωρούσαμε στον ίδιο δαιδαλώδη διάδρομο. Εκείνη ανάλαφρη σαν ξωτικό σε αντίθεση με εμένα που έσερνα βαριά τα βήματά μου. Δεν μπορώ να προσδιορίσω πόση ώρα περιπλανηθήκαμε. Κάποια στιγμή το κορίτσι με οδήγησε στην ίδια πόρτα. Μου έκανε νεύμα να την ανοίξω. Αυτή τη φορά γύρισα το πόμολο και την μισάνοιξα. Τελευταία στιγμή, όμως, το μετάνιωσα. Με ορμή την έκλεισα ξανά. Δίπλα μου το κορίτσι έκλαιγε.

«Πρέπει να δεις!» είπε ανάμεσα στα αναφιλητά της.

Ήμουν πολύ αναστατωμένη. Τις προηγούμενες φορές πάσχιζα να ανοίξω αυτή την πόρτα. Και πάντα το χέρι μου πάγωνε. Πρώτη φορά είχα την ευκαιρία να δω τι υπήρχε εκεί μέσα. Γιατί έκανα πίσω;

Με πλησίασε με ένα ζεστό χαμόγελο.

«Συγχαρητήρια Βικτόρια, μας άφησες όλους άφωνους!» είπε ο Μαξίμ.

Είχα μείνει κι εγώ άφωνη. Μια νέα ζωή ξεκινούσε για μένα. Θα άφηνα πίσω το παρελθόν και θα προχωρούσα επιτέλους. Χωρίς ενοχές. Χωρίς τη σκιά που με ακολουθούσε σε κάθε μου βήμα. Που ματαίωνε τα όνειρά μου. Τη σκιά της μητέρας μου.

Εκείνη η μέρα εξακολουθεί να έχει ζωηρά χρώματα. Δεν ξεθωριάζει με τίποτα. Τη θυμάμαι να ανοίγει την πόρτα.

«Δώσε μου τον χαρτοκόπτη Βικτόρια!» ούρλιαξε κι εγώ αναπήδησα τρομαγμένη. Μπήκε μέσα στο δωμάτιο έξαλλη και όρμησε προς το μέρος μου. Με έναν ελιγμό της ξέφυγα και έτρεξα στον διάδρομο. Με ακολούθησε. Άρχισα να κατεβαίνω τη σκάλα και με άρπαξε. Παλέψαμε. Η αστυνομία είπε ότι ήταν ατύχημα. Κανένας δεν θα κατηγορούσε ένα μικρό κορίτσι. Πόσο λάθος είχαν κάνει! Εγώ την έσπρωξα.

Μεγάλωσα με αυτό το μυστικό. Νύχτες γεμάτες άγχος, κρίσεις πανικού, σώμα που έτρεμε. Μάταια όλοι πάσχιζαν να με καθησυχάσουν ότι δεν έφταιγα. Ατέλειωτες συνεδρίες με ειδικούς, ταξίδια, δώρα, ο πατέρας μου είχε παρατήσει τη δουλειά για να είναι κοντά μου. Η περιουσία του παππού του έδινε την πολυτέλεια. Ο παππούς είχε πεθάνει έξι μήνες μετά τον θάνατο της μητέρας μου. Γλίστρησε στο μπάνιο κι χτύπησε στο κεφάλι. Ακαριαίος θάνατος.

Κανείς, ποτέ, δεν μπόρεσε να ανακαλύψει την αιτία των αυτοτραυματισμών. Αν και μετά το θάνατο της μητέρας μου κατά περίεργο τρόπο τους περιόρισα. Τώρα που το σκέφτομαι, νομίζω ήθελα να προστατέψω τον πατέρα μου. Τον λυπόμουν.

Αγαπούσε τόσο πολύ τη μητέρα μου που ανεχόταν τη δεσποτική συμπεριφορά του παππού μου. Η μόνη του διέξοδος ήταν τα ταξίδια του στο εξωτερικό. Απουσίαζε μήνες κι όταν επέστρεφε περνούσα τις ωραιότερες στιγμές της ζωής μου. Κι ύστερα πάλι κενό. Με άφηνε μόνη μαζί τους.

Πάνε κάποια χρόνια από όταν έφυγε. Καρδιακή ανακοπή. Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς συνέβη. Ο χρόνος για μένα δεν ήταν ποτέ απόλυτος. Οι άνθρωποι έχουν κάνει το λάθος και τον έχουν φυλακίσει σε μια εικοσιτετράωρη ρουτίνα. Και μαζί με τον χρόνο έχουν φυλακίσει και τον εαυτό τους.

Οι επόμενοι μήνες ήταν σαν ένα όνειρο! Επιτέλους βάδιζα πάνω στη διαδρομή που πάντα ήθελα. Κονσέρτα, περιοδείες, υποκλίσεις, παρατεταμένα χειροκροτήματα. Ο Μαξίμ ήταν ο μάγος που άλλαξε τη ζωή μου.

Κι ύστερα ήρθε ο έρωτας. Ήταν εκείνα τα μαγικά δάχτυλα που μια μέρα γλίστρησαν από τα πλήκτρα και ταξίδεψαν στο γυμνό μου σώμα. Ποτέ άλλοτε δεν είχα νιώσει έτσι. Εμπλεκόμουν πάντα σε ιστορίες σύντομες, αδιέξοδες από την αρχή, χωρίς καμία ουσία.

Εκείνη τη μέρα γύρισα πιο νωρίς από ένα ταξίδι. Λαχταρούσα να βρεθώ στην αγκαλιά του και ανέβηκα χωρίς ανάσα τη σκάλα. Καθώς πλησίαζα στο στούντιο η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Πάλι αυτή η μελωδία! Επώδυνη. Με χέρια που έτρεμαν άνοιξα την πόρτα. Ο Μαξίμ στα πλήκτρα και δίπλα του ένα κοριτσάκι με καστανά μακριά μαλλιά. Κι ύστερα σκοτάδι.

Ψίθυροι αντηχούσαν στα αυτιά μου. Ψίθυροι από κάπου μακριά. Προσπάθησα να σηκωθώ με δυσκολία. Βρέθηκα ξανά στον δαιδαλώδη διάδρομο. Μόνη αυτή τη φορά. Ακολούθησα τη γνώριμη διαδρομή και έφτασα στην πόρτα. Σαν υπνωτισμένη την άνοιξα και μπήκα μέσα.

Ο παππούς μου στο πιάνο και δίπλα του ένα κορίτσι. Πάλι η ίδια  μελωδία. Gymnopèdie No.1. Βασανιστικά αντηχούσε στα αυτιά μου. Εκείνος χάιδευε το πόδι του κοριτσιού. Σε λίγο τα δάχτυλα τρύπωσαν κάτω από το φόρεμά του. Άκουσα το κορίτσι να φωνάζει: «Παππού τι κάνεις; Με πονάς!» Φωνή γνώριμη. Πλησίασα. Ξαφνικά το κορίτσι γύρισε και με κοίταξε. Πάγωσα. Το κορίτσι ήμουν εγώ. Την επόμενη στιγμή οι φιγούρες χάθηκαν.

Μπροστά μου μια καινούρια πόρτα. Την άνοιξα και είδα τη μητέρα μου. Μας κρυφοκοίταζε κι έκλαιγε. Την επόμενη στιγμή είδα τον παππού να μπαίνει στο δωμάτιο. Εκείνη συνέχιζε να κλαίει, τον απειλούσε ότι θα τα πει όλα. Ο παππούς τη χτύπησε με μανία στο πρόσωπο.

Άλλη μια πόρτα. Ακούγονταν φωνές, εγώ και η μητέρα μου στην άκρη της σκάλας. Προσπαθούσε να μου πάρει τον χαρτοκόπτη. Πάνω στην πάλη γλιστρήσαμε και οι δύο. Σκοτάδι ξανά. Όταν ξύπνησα είδα τον παππού να την κοιτά. Εκείνη ίσα που ανέπνεε. Άρχισα να ουρλιάζω.

«Βοήθεια!»

Εκείνος ήταν εκεί και γελούσε. Γελούσε τόσο δυνατά, που άρχισε να ραγίζει το πρόσωπό του. Άρχισε να σπάει, ώσπου στο τέλος έγινε χίλια κομμάτια και σκόρπισε στο πάτωμα.

«Βικτόρια;» ένα απαλό χέρι χάιδευε το πρόσωπό μου. Άνοιξα τα μάτια και τους είδα. Ο Μαξίμ με την μικρή του κόρη. Είχα ξεχάσει ότι θα ερχόταν για λίγες μέρες. Τίποτα δεν είχε σημασία πια. Ένα μικρό γεγονός ξύπνησε μέσα μου την αλήθεια που χρόνια δεν ήθελα να δω. Δεν είχα σπρώξει εγώ τη μητέρα μου. Ήταν ατύχημα. Ο παππούς την είχε αφήσει αβοήθητη. Στη δική του περίπτωση υπήρξε δικαιοσύνη. Πήρε το θάνατο που του άξιζε.

Γύρισα και κοίταξα τον Μαξίμ. Μου άπλωσε το χέρι. Ίδια δάχτυλα, διαφορετικοί άνθρωποι. Χαμογέλασα. Ακούμπησα το κεφάλι μου στον ώμο του και με οδήγησε στο υπνοδωμάτιο.

«Ξεκουράσου», ήταν το μόνο που είπε. Έτσι ήταν ο Μαξίμ. Δεν ρωτούσε πολλά. Είχε το χάρισμα να ακούει. Μου αρέσουν οι άνθρωποι που ακούνε. Λίγο πριν κλείσω τα μάτια μου, χαμογέλασα ανακουφισμένη. Πόσο λάθος είχα κάνει! Η μητέρα μου με αγαπούσε.

 

ΤΕΛΟΣ

 

Η Ανδρεάνα Σαπρίκη γεννήθηκε στην Άρτα και είναι πτυχιούχος Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού. Εργάζεται ως yoga instructor και παράλληλα ασχολείται  με τη συγγραφή. Είναι μέλος της Ένωσης Σεναριογράφων Ελλάδος. Έχει βραβευτεί δύο φορές στο London Greek Film Festival με το καλύτερο βραβείο σεναρίου μικρού μήκους. Το 2011 για την ταινία "Sleepwalker", όπου συμμετείχε στο σενάριο και το 2013 με το βραβείο καλύτερου σεναρίου για την ταινία "The promise". To 2016 κυκλοφορεί το πρώτο της μυθιστόρημα sci-fi  (Oι τρόφιμοι).

Είναι από τους βασικούς σεναριογράφους της σειράς ντοκιμαντέρ “Από το Μικρό στο Μεγάλο”, που προβλήθηκε στο κανάλι της Βουλής (Παραγωγή  ΕΣΕ). Αρχές Νοέμβρη του 2022 συμμετέχει στην Εορταστική Έκδοση της Ένωσης Σεναριογράφων Ελλάδος «Πέραν του Σεναρίου». Επίσης τον Νοέμβριο του 2022 βραβεύεται με το καλύτερο σενάριο για ταινία μικρού μήκους «Dorothy», το οποίο συνυπογράφει με τον Ηλία Φλωράκη στο 1ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Επιδαύρου, ενώ τον Δεκέμβριο του 2022 το έργο «Dorothy», αποσπά το βραβείο καλύτερου σεναρίου για ταινία μικρού μήκους στο London Greek Film Festival.

Στην ιστοσελίδα του (Artscript) έχουν δημοσιευτεί τα διηγήματά της «Οι Αγνοούμενοι», «Αpheresis», «Lovebird», «Άφιξις». Το «Gymnopèdie No.1» είναι το πιο πρόσφατο διήγημά της.

 

Διαβάστε επίσης: