ΓΕΝΕΣΙΣ

του Ιωάννη Λαδάκη

 
 

Ο Ιωάννης Λαδάκης γεννήθηκε το 1992 στην Πτολεμαΐδα. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών του ΑΠΘ το καλοκαίρι του 2017. Η ενασχόλησή του με τη συγγραφή ήρθε σαν φυσικό αποτέλεσμα των αναζητήσεων και προβληματισμών, που άντλησε από τη μελέτη μεγάλων κληροδοτημένων ιδεών κλασικών και σύγχρονων συγγραφέων. Ασχολείται καθημερινά με τη συγγραφή και έχει ήδη να επιδείξει ένα αξιόλογο σύνολο ανέκδοτων κειμένων, τα οποία καλύπτουν σχεδόν όλα τα είδη της λογοτεχνίας (ποίηση, μυθιστόρημα, διήγημα, δοκίμιο, νουβέλα).

Έχει ήδη εκδώσει (2015) τη βραβευμένη από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών νουβέλα του «Τα ίχνη της καταχνιάς», που σε μικρό χρονικό διάστημα απέσπασε ενθαρρυντικές κριτικές. Το 2019 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα του «Η Απομόνωση» από τις εκδόσεις Πηγή.

 

 

Πατώντας πάνω στην εικόνα με τον τίτλο και το όνομα του συγγραφέα, θα έχετε την ευκαιρία να ακούσετε ένα απόσπασμα από το δίηγημα του Ιωάννη Λαδάκη "Γένεσις"  

 

Πρώτη μέρα

 

Στην αρχή ήταν το χάος. Όχι το χάος, το τίποτα. Ούτε καν το τίποτα, εγώ. Η πόλη με ξυπνούσε όπως κάθε μέρα με τα βουητά της. Ο ουράνιος θόλος, πονετικός, δεν άνοιξε τους πόρους των ματιών του, δεν έχυσε όλο το νερό του σύμπαντος στα φραγμένα τσιμέντα, τουλάχιστον όχι ακόμα, μιας και η μέρα ξύπνησε συννεφιασμένη. Φωνές από την λαϊκή του μπροστινού δρόμου, λίγος κόσμος όμως. Οι τσέπες τους είχαν σειστεί συθέμελα, σαν να τους είχε πάρει κάποιος και να τους έχει αναποδογυρίσει για να πέσει και το τελευταίο κέρμα. Όχι οι δικές μου. Πόσο τους λυπόμουν που τους έβλεπα όλους αυτούς τους κατσούφηδες που περπατούν σέρνοντας σαν σκιά τη μιζέρια τους! Δεν χαιρόμουν, όχι! Ποτέ δεν χαιρόμουν με την ανημποριά του άλλου, μήτε με την δυστυχία του. Η πλάκα είναι ότι συχνά στέκονται και με κοιτούν με τόση συμπόνια, λες και κοιτούν κρεμασμένο γουρούνι σε βιτρίνα κρεοπωλείου, γδαρμένο και νεκρό, συλλογιζόμενοι πόσο κρίμα που χάθηκε η ζωή του καημένου του ζωντανού, ενώ στην τσάντα τους έχουν ήδη κρύψει πέντε κιλά χοιρινού κρέατος. Τελικά, ποιος λυπάται ποιον; Φαίνεται πως ο καθένας θαρρεί τον εαυτό του φως της γης κι όλους τους άλλους χαμένους δρόμους στα σκοτάδια, άλλους επικίνδυνους κι άλλους απλά αφελείς ή ανόητους. Τι χαριτωμένο πράγμα που είναι ο έρωτας με τον εαυτό!

Έριξα λίγο νερό στο μούτρο μου. Έπιασα τα αχαμνά μου να δω ως τι ξύπνησα σήμερα. Δεν κατάλαβα. Ας είναι, μου αρκεί που έπιασα τον μορφασμό απογοήτευσης του τάδε περαστικού. Ευτυχώς ποτέ δεν ερωτεύτηκα τον εαυτό μου. Όχι ότι είμαι άσχημος. Αν και δεν ξέρω πραγματικά τι είμαι. Είμαι; Καλημέρα, τι κάνετε; Ευχαριστώ για το τσιγάρο! Η αλήθεια είναι ότι δεν καπνίζω, αλλά μια χειρονομία είναι πάντα μια χειρονομία. Όσο για το καλημέρα… ψαλμωδία, αν σκεφτεί κανείς ότι έχει να μου μιλήσει άνθρωπος μέρες ολόκληρες! Λάθος, εγώ δεν τους μιλάω, γιατί να επιτρέψω αυτήν την ήττα του εγωισμού μου;

Τι έλεγα; Α ναι… λοιπόν, στην αρχή ήμουν εγώ. Ένας άνθρωπος ανάμεσα σε άλλους ανθρώπους που γελούν, παίζουν, ερωτεύονται, πονούν, πεθαίνουν. Νομίζω ότι έχουν περάσει μερικές εβδομάδες από τότε που πέθανα. Δεν είμαι σίγουρος ότι έχω φύγει ακόμα. Είμαι φάντασμα; Είμαι αόρατος; Είμαι ακόμα άνθρωπος; Δεν ξέρω αν πρέπει να σας λύσω άμεσα την απορία. Τα χρόνια που πέρασαν ήταν δύσκολα, αλλά ακόμα πιο δύσκολα είναι αυτά που ανατέλλουν. Περίεργο. Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε έναν κόσμο που όλα έμοιαζαν αισιόδοξα ή λιγότερο απαισιόδοξα, τουλάχιστον για ένα γενικευμένο σημείο του ορίζοντα. Η αρχή μου ήταν τυπική. Ανοιχτά μάτια, κλάμα, φως, φως, φως. Κάποιοι άνθρωποι αντέχουν το σκοτάδι, κάποιοι κλαίνε για περισσότερο φως μέχρι την τελευταία τους στιγμή, εγώ απλώς παραπονιέμαι γιατί δεν διατηρώ τον ειρμό μου, γιατί δεν μπορώ να διατηρήσω τον ειρμό μου; Το πρώτο πράγμα που κατάλαβα για τη ζωή είναι ότι πρέπει να βρεις έναν ρόλο. Κάποιοι ρόλοι είναι πρωταγωνιστικοί κι ως τέτοιοι είναι περιζήτητοι. Άλλοι ρόλοι είναι τριτοδεύτεροι κι ως τέτοιοι λιγότερο θελκτικοί. Υπάρχουν άπειροι ρόλοι για κομπάρσους που βρίσκονται στα αζήτητα. Αυτοί οι ρόλοι είναι κάτι σαν τιμωρία για όσους δεν καταφέρνουν να αναρριχηθούν σε ένα υπόρρητο ανταγωνιστικό σύστημα, για όσους δεν μπόρεσαν να κοροϊδέψουν ή να παράξουν κάτι.

Έφτιαξα γύρω μου τα σκηνικά, τους ανθρώπους, τα πάντα προκειμένου να είμαι εγώ πρωταγωνιστής. Δεν δεχόμουν τίποτα λιγότερο απ’ αυτό. Αλλά και ποιος δέχεται; Δεν είναι μήπως ο εαυτός το κέντρο του κόσμου; Εκτός πια κι αν το έχει φθείρει τόσο πολύ κάποια ιδεοληπτική εμμονή. Κατά τα άλλα, είμαστε το μόνο που μπορούμε να κατανοήσουμε από την ύπαρξη. Και πάλι, όχι πλήρως. Ως πρωταγωνιστής ήμουν απαίσιος, γιατί υποβάθμιζα τον εαυτό μου αποδεχόμενος τη μετριότητα που συναντούσα. Κάποια μέρα τινάχτηκα από το τίποτα του εαυτού μου και εκσφενδονίστηκα ως τον ουρανό. Θαρρείς καρφώθηκα σε μια πλαγιά από αστέρια, μάζεψα λίγη από τη γύρη τους και την πασπάλισα από κει πάνω σε όλες τις οντότητες του κόσμου μου. Πλέον, τα όνειρα μου θα ήταν χρυσά κι όλα τα όντα μέσα τους θα ήταν εξίσου πρωταγωνιστές, ισχυροί, αυτόνομοι, συνυπάρχοντες.

Αλίμονο, η πραγματικότητα μου επιτίθονταν συχνά. Οι άνθρωποι γύρω μου συνήθισαν να τους μοιράζουν σε ομάδες ανάλογα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, κάποιες λιγότερο και κάποιες περισσότερο προνομιούχες. Ήταν και κάποιες που λειτουργούσαν ως αντιπαράδειγμα: πρόσεχε, καλό μου παιδάκι, γιατί πάντα μπορεί να καταλήξεις σε αυτή την κατάσταση. Ποια κατάσταση; Ο θάνατος είναι η πλέον απευκταία ‘άλλη’ κατάσταση, το απόλυτο σκοτάδι, αυτό από το οποίο θαρρείς και λυτρώθηκα όταν άνοιξα τα μάτια πριν 30 χρόνια σχεδόν. Δεν αρκεί αυτό. Πρόκειται για μια φυσική κατάσταση, είναι η τελική λύση. Πριν απ’ αυτήν, για να συνετιστούν τα παλιόπαιδα τ’ ατίθασα, το φως της αρχής πρέπει να αποκαλύψει πραγματικές επίγειες κολάσεις, ό,τι χειρότερο μπορεί να βάλει ο ανθρώπινος νους, και πρέπει οι πρωταγωνιστές – θύτες και θύματα – να είναι άνθρωποι καθημερινοί, απλοί, συνηθισμένοι, που δεν ζητούν τίποτα παραπάνω από μια δουλίτσα, μερικές εμμονές, ίσως κάποιον σύντροφο ή τέλος πάντων ό,τι δίνει νόημα στη ζωή του καθενός.

Έτσι, σε αντιδιαστολή με τον κόσμο μου που μύριζε ακόμα φρέσκο βερνίκι, με τα λουλούδια να αντανακλούν όλα τα χρώματα της ίριδας και τον ουρανό να αποκαλύπτει στα μικρά μου μάτια τα πέρατα του κόσμου κι άλλο τόσο (καθώς πέρας δεν υπάρχει), ο άνθρωπος φρόντιζε πάντα να έχει μια απάντηση και μάλιστα συνήθως με ιστορική γραμμή να την ακολουθεί σαν βασανισμένο γέρικο σκυλί στα τελευταία του. Για κάθε θησαυρό γεμάτο γάργαρες μελωδίες ανταπαντούσε ήχους από σφαίρες, βόμβες, τα ουρλιαχτά ανθρώπων που ψάχνουν μάταια καταφύγιο, τα ουρλιαχτά ανθρώπων που δεν τους δέχεται κανείς. Για κάθε καρποφόρο δέντρο που έσταζε τα ζουμιά του να ποτίσει το καταπράσινο χορτάρι υπήρχε μόλυνση, καταστροφή της φύσης, αντικατάσταση της με κεραίες και μπετόν. Για κάθε κουβέντα με άτομα ερωτευμένα με την ίδια την ύπαρξη, άρα και με τους συντρόφους τους, υπήρχε ένας ψεύτικος λόγος που αντηχούσε σε όλη την κοινωνία με μόνο σκοπό την ικανοποίηση του συμφέροντος.

Μα ποιος μπορεί να αφαιρέσει από ένα νεαρό μυαλό την όρεξη να αναπλάσει τη δημιουργία του ούτως ώστε να τη θωρακίσει απέναντι στη φθορά της σύγκρουσης; Ας είναι φυσική η φθορά τουλάχιστον, ας υποκύπτει στο πέρασμα του χρόνου, όπως και το κορμί μου, έλεγα μέσα μου και έπειθα τον κόσμο να αλλάζει δυναμικά, κάθε μέρα γινόταν διαφορετικός, δεν ταίριαζε ποτέ μ’ όσα έβλεπα κι αυτό τον διατηρούσε φρέσκο και νόστιμο, όπως τα κηπευτικά που έκοβε κάθε τόσο ο πατέρας μου από την αυλή μας. Η ισορροπία ανάμεσα στην ομορφιά και την ασχήμια, το ταλέντο και την μετριότητα, τη συντροφικότητα και την αδιαφορία, επιτυγχάνονταν. Τουλάχιστον για όσα χρόνια κράτησε η πρώτη φάση της δημιουργίας.

Δηλαδή την πρώτη μέρα.

 

Δεύτερη μέρα

 

Μην νομίζετε ότι άλλαξε κάτι σημαντικά. Μόνο που σήμερα βρέχει και κάνει κρύο. Επίσης δεν έχει λαϊκή, κάτι που κρατά τους ανθρώπους μακριά μου, καλύτερα ίσως, περνάμε δύσκολες μέρες απ’ ό,τι μαθαίνω, κάτι για έναν ιό ή κάτι τέτοιο, εμένα προσωπικά δεν με ενημέρωσαν ποτέ, κάποιες φορές βλέπω κάτι περίεργους με μπλε στολές να με κοιτούν κι έπειτα να συνεχίζουν παρακάτω, αλλά αυτό, ίσως περιμένουν να τους αδειάσω τη γωνιά. Αυτό ίσως αργήσει. Ναι, πιστεύω ότι θα αργήσει.

Όπως παιχνίδιζα με το φως που έφτανε κοντά μου, νερωμένο, από ένα διπλανό κατάστημα, θυμήθηκα τα πρώτα μου βήματα στον υδάτινο ουρανό και στις αιθέριες θάλασσες. Σας ακούγεται παράξενο; Μάλλον περιμένατε από μένα κάτι πιο συγκεκριμένο, ρεαλιστικό ή, εν πάση περιπτώσει, κάτι αρκούντως πειστικό ώστε να μεταπηδήσετε σε έναν νέο κόσμο, παράλληλο, για να διαφύγετε από τον δικό σας. Λοιπόν, θα έπρεπε να είστε χαρούμενοι που είμαι τόσο λίγο συγκεκριμένος και σας αφήνω το περιθώριο να δημιουργήσετε, για να σας θυμίσω τη χαρά της διαδικασίας. Ας επιστρέψω, όμως, στο παιχνίδισμα με το φως, που ξυπνάει με τη σειρά του ένα εσωτερικό φως, όχι ηθικολογικό ή θεολογικό, απλά φως, ένα φως – ιδέα, ένα φως – σκέψη, ένα φως – ζωντάνια. Τα πρώτα μου πλατσουρίσματα στον υδάτινο ουρανό έγιναν αμέσως μόλις τον δημιούργησα. Μία απέραντη παραλία, ραντισμένη με γέλια, παιδικές φωνές και τη μορφή δύο γονέων που τους αρκούν μερικά άτσαλα παιδικά βήματα στην άμμο για να χαμογελάσουν και να σβήσουν την κατήφεια του περιβάλλοντος, ο φλοίσβος που κουβαλούσε στη ράχη του τα σύννεφα, σταγόνες μελιού που ξέφευγαν πότε πότε αέρινες από τον κυματισμό και δροσάτα, γυμνά κορμιά αποκαθαρμένα από τη νόθα επίκτητη σεξουαλικότητα των φαντασιώσεων. Το γέλιο των ανθρώπων, εκείνο που γεννιέται μέσα από τις πιο ειλικρινείς τους ζυμώσεις, ήταν καρφιτσωμένο στο κέντρο του ουρανού, ως ήλιος ή ως ένα άλλο, παράλληλο ουράνιο σώμα που τριγυρνά στην γειτονιά της πλάσης μου. Τα βλέμματα τους έγιναν τα αστέρια μου, την ώρα που ο υδάτινος ουρανός κουραζόταν και πήγαινε παραπατώντας από τη νύστα να ξαπλώσει. Κάθε τόσο, άπλωνα το χέρι και μάζευα μερικά, διαμάντια που έκρυβα στο μαξιλάρι μου, μην τα δει η πραγματικότητα κι έρθει να αποτιμήσει την αξία τους, διαλύοντας τα.

Η βροχή έχει κοπάσει, το κρύο επιμένει κι εγώ, κουλουριασμένος, σφίγγοντας το φθαρμένο μου παλτό, ετοιμάζομαι να περάσω από τον υδάτινο ουρανό στον αιθέριο ωκεανό, μα μια φωνή σταμάτησε το πέρασμα μου, χαμηλή στην αρχή, ίσα που την άκουγα, έπειτα λίγο πιο δυνατή, μέχρι που τελικά κατάλαβα ότι ρωτούσε αν με ενοχλεί.

«Και γιατί να ενοχλείς;»

Γιατί συνήθως οι άνθρωποι ενοχλούνται.

«Με τι;»

Με την παρουσία ξένων.

«Και ποιος είναι ξένος;»

«Μα αυτός που δεν είναι ο εαυτός σου» μου απάντησε και τότε κατάλαβα ότι μου μιλούσε ένα από τα ξεχασμένα χαμόγελα της παραλίας καθισμένο δίπλα μου, κοιτώντας με υπομονετικά και με αρκετή δόση άξαφνης στοργής, που σύντομα υπολόγιζα να χαθεί. Η στοργικότητα απέναντι στους ξένους συνήθως αποσβένει μετά από λίγο, σε κουράζουν, ειδικά αν δεν βρίσκεις τίποτα ενδιαφέρον σ’ αυτούς, τίποτα που να μπορεί να κερδίσει ο εγωισμός σου.

«Άραγε τι γένος είναι η φωνή σου;»

Άραγε τι γένος να είναι η δική μου; Δεν μου απάντησε, παρά συνέχισε να χαμογελά, έπειτα από λίγο σταμάτησε, τα βλέμμα μελαγχόλησε, αλλά γιατί, τότε κατάλαβα ότι με κάποιον μαγικό τρόπο συντονιζόταν με τις αλλαγές ενός μικρού κομματιού ουρανού όπου φώλιαζα το βλέμμα μου σήμερα, που είναι μια μέρα δύσκολη για μυρωδάτους ουρανούς. Μετά από λίγα λεπτά, το χαμόγελο μου έπιασε το χέρι σαν να ήταν τριαντάφυλλο κι έκανε να βγάλει τα αγκάθια, μα τότε του είπα ότι τα αγκάθια είναι δικά μου, μέρος του κορμιού μου, και τα αγαπώ όσο αγαπώ κάθε πιθαμή αυτής της ασθενικής μου πατρίδας. Τότε φίλησε τα πέταλα του και το άφησε απαλά να γείρει στο έδαφος, όπου και ξανάγινε χέρι, ανθρώπινο άκρο, μπορεί και μηχανικό άκρο, απ’ αυτά που συνηθίζουν να παράγουν το μέλλον.

Ο ουρανός συνέχιζε να θρέφει τη συννεφιά του, ο άνεμος ήταν δυνατός, διαπερνούσε το κρανίο μου και πάγωνε τις σκέψεις μου. Θυμήθηκα την παρουσία του χαμόγελου, το ρώτησα τι κάνει στη γειτονιά μου, με την στενή έννοια του όρου, την γειτονιά της δικής μου παρουσίας (ή και απουσίας).

«Ήρθα απλά να σου κρατήσω συντροφιά»

«Και το κάνεις συχνά αυτό για τους ανθρώπους;»

«Μ’ αρέσει να μην βλέπω ανθρώπους μόνους, με θλίβει»

«Δεν είμαι μόνος, έχω τον κόσμο μου»

Το χαμόγελο κοίταξε τριγύρω, αυτό που έβλεπε δεν ήταν παρά ένα ρημαγμένο πάρκο, εγκαταλελειμμένο στο κέντρο της γειτονιάς, με την πολεοδομική έννοια του όρου, χωρίς ανθρώπους να συχνάζουν, παρά πολύ σπάνια, κι αυτό κυρίως επειδή φοβούνται.

«Δεν είναι αυτός ο δικός μου κόσμος» του είπα. «Πες μου αν μπορείς, με βλέπεις ή είμαι αερικό, ένα ολόγραμμα, κάτι που παραπαίει σαν μια ζαλισμένη ονείρωξη;»

«Σε αντιλαμβάνομαι ως παρουσία, δεν έχω κάτι άλλο να πω»

Άρα υπάρχω, σκέφτηκα και πήρα κουράγιο. Γιατί αφού υπάρχω εγώ, υπάρχει και ο κόσμος μου, το φως, ο υδάτινος ουρανός, οι δημιουργίες μου και οι αποκαλύψεις τους, τα σύμβολα και οι σημασίες που με ορίζουν. Τότε γιατί…

«… εγώ δεν καταφέρνω να συλλάβω την παρουσία μου;»

Γιατί ίσως έχω βυθιστεί στους αιθέριους ωκεανούς, στους οποίους τα σύννεφα είναι τα καραβάκια που με οδηγούν στις καταγάλανες όχθες και στους κρυφούς κολπίσκους όπου μπορώ να κολυμπήσω συντροφιά με νύμφες και σειρήνες, με αγγέλους και δαίμονες. Ναι, αυτό θα είναι, νιώθω ήδη εξιλεωμένος, βαφτισμένος στο άγιο υγρό που φρόντισα τότε, τη δεύτερη μέρα, να δημιουργήσω για κάτι τέτοιες στιγμές που νιώθω τις αμαρτίες να βαραίνουν τη ψυχή μου και να την ξεριζώνουν από το κορμί μου. Όμως, εφόσον αμαρτία δεν υπάρχει, αν δεν καταφέρεσαι ενάντια στην ελευθερία του άλλου και στην ακεραιότητα του, τότε μάλλον αυτό που αισθάνομαι μονίμως είναι ένας συμβολικός σταυρός που φορτώθηκα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου και τον σέρνω μέχρι την κορυφή του λόφου για να σταυρώσω ή να σταυρωθώ.

Γύρισα να ευχαριστήσω το χαμόγελο, μα είχε φύγει. Ξέπλυνε την ανάσα του στα καθαγιασμένα νερά της πλάσης μου και, αφήνοντας μου ένα τοιχογραφημένο σ’ αγαπώ, με εγκατέλειψε. Μπα, δεν μου αρέσει αυτή η λέξη. Θα πω απλά ότι με αποχαιρέτησε με ένα αέρινο χάδι.

Το βράδυ ήρθε γρήγορα, η γη γυρίζει κι εγώ μένω σταθερός στο σημείο που έχω καταλάβει, είναι κι αυτό ένας ρόλος, μια υπόκριση, ένα κάτι που δεν μπορώ να συλλάβω, κι όμως υπάρχει σύστοιχο με μένα. Τουλάχιστον, σήμερα επιβεβαίωσε κάποιος την παρουσία μου. Κι αυτός ίσως ήμουν πάλι εγώ, που ετοιμαζόμουν να κλείσω τα φώτα στον μοναχικό ακόμα κόσμο μου.

 

Τρίτη μέρα

 

Στ’ αυτί μου έφτασαν τραγουδιστά οι γλώσσες όλου του κόσμου, όλων των όντων, έσμιξαν σε μια εσωτερική αναπαράσταση του κόσμου προ – Βαβέλ, όπου όλοι μπορούσαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους, να συνυπάρξουν, να λύνουν τα προβλήματα τους δίχως την παρέμβαση ισχύος ή εξουσίας, και τότε, σαν να μου φάνηκε ψέμα αυτό ή ουτοπία, η χούφτα μου μάζεψε τους ήχους μακριά από το αυτί μου, σαν να ήταν βουητό από ενοχλητικό ζουζούνι, μα δεν ήταν τίποτα άλλο από μια ευσεβή επιθυμία που καρφωνόταν σαν βέλος στη φτέρνα της πραγματικότητας.

Άλλη μια μέρα που δεν συναντά κανείς ανθρώπους, πέρα από όμοιους μου, ναι, καθρεφτισμούς μου που μάλλον δεν είχα παρατηρήσει στο παρελθόν, τώρα το πάρκο μοιάζει κατάφυτο με μικρούς εαυτούς μου, τιποτένιους, αλλά πυκνούς, πολύ πυκνούς για να τους αγνοήσεις. Θεώρησα ότι πρόκειται για ακόμα μια παρενέργεια του μοχθηρού μου εθισμού και τραβήχτηκα πίσω στην πλάση μου, όπου δεν άντεξα και έβαλα μέσα ανθρώπους κατ’ εικόνα και ομοίωση με την πραγματικότητα. Κι αν η αρχική μου πρόθεση ήταν να τους κάνω όλους πρωταγωνιστές του ονείρου μου, αυτό απέτυχε, κυρίως γιατί μόνος πρωταγωνιστής του εαυτού είναι ο εαυτός και όλοι οι άλλοι είναι συνδηλώσεις του. Κατά τα άλλα, το εγχείρημα μου έμοιαζε να δουλεύει, τουλάχιστον στην αρχή. Οι άνθρωποι μιλούσαν, περπατούσαν, έτρωγαν, έπιναν, φιλούσαν, όργωναν τη γη, πότε πότε δούλευαν ο ένας για τον άλλον, χαμογελούσαν, κι ο κόσμος πλαισιώθηκε από φωνές, παρεξηγήσεις, πάθη, εντάσεις, γλέντια, ζωές. Μία ζωή επιπλέον αρκεί για να σβήσει κανείς τη μοναχικότητα του, έστω και για λίγο.

Ο έρωτας δεν άργησε να ανθίσει στον κόσμο μου, όπως ανθίζουν τα πάντα σε φρεσκοποτισμένο, γόνιμο έδαφος. Μα δεν υπήρχε αντίκρισμα. Γιατί, περίεργο πράγμα, ότι συνέβαινε στον κόσμο μου ελάχιστη επίδραση είχε στην πραγματική μου ψυχολογία, ενώ το αντίθετο συνέβαινε κατά την επαφή μου με την πραγματικότητα. Η εύθραυστη μου διάθεση είναι μάλλον και ο λόγος που δεν γνωρίζω σήμερα που βρίσκομαι, όπως και χθες και προχθές και μάλλον μια ζωή. Τρυπωμένος στην κλειδαρότρυπα της κοινωνίας, νιώθω σαν μια ενσάρκωση κίτρινης φυλλάδας που προσπαθεί να αποκαλύψει περιττότητες. Ό,τι αποκαλύπτω, όμως, το κρατώ για μένα, λάφυρο για να διανθίσω ή για λουστράρω έναν πάλαι ποτέ ένδοξο κόσμο. Θα σας πω ένα μυστικό: ποτέ δεν έχει αποκαλυφθεί μια περιττότητα, μια ιστορία της διπλανής πόρτας, ένα κουτσομπολιό ξεχαρβαλωμένου γαμησιού. Όσα μου αποκαλύπτονται είναι θεμελιώδους σημασίας για την επιβίωση του κόσμου μου.

Οι παράλληλοι εαυτοί μου ρίζωσαν για τα καλά στο πάρκο μου, σαν δέντρα. Μόνο που τώρα παρατηρώ την ποικιλομορφία τους: άλλος είναι ψηλός, άλλος κοντός, άλλος μελαχρινός και ούτω καθ’ εξής. Στο τέλος της ημέρας θα έχουμε συστήσει μια μικρή κοινωνία.

«Περάστε κόσμε, μόλις ανοίξαμε, ελάτε να γνωρίσετε το απίστευτο θαύμα του σύγχρονου πολιτισμού, μια αυτόφυτη κοινωνία γεννημένη από τους περιττούς σπόρους των κρίσεων που έχουμε γνωρίσει. Πλησιάστε, μην φοβάστε, η μικρή αυτή κοινωνία αποτελείται από ανθρώπους σαν εσάς, με καλά και τα κακά τους, ευδιάθετους και κακοδιάθετους, πραγματικά είδωλα σας στον καθρέφτη της ζωής! Ελάτε, κυρία μου ή δεσποινίς, με συγχωρείτε, αν και αυτός ο διαχωρισμός είναι παρωχημένος, άλλης εποχής, καλώς ξεπεράστηκε. Ελάτε, αγγίξτε το στέρνο αυτού του ανθρώπου! Νιώθετε μήπως τον χτύπο της καρδιάς του; Μην σας ξεγελάει η ασθενική του ταχύτητα, ζει, αναπνέει, επιθυμεί, ίσως να επιθυμεί κι εσάς αυτή τη στιγμή, νομίζει μάλιστα ότι είναι μοναδικός, όπως όλοι μας! (Γέλια ακούγονται από παντού, τα οποία χάνονται σε κάποιον απόμακρο χώρο, αποθηκεύονται σε αρχεία ήχου) Κοιτάξτε το βλέμμα του, σας γδύνει, σας τοποθετεί σε έναν απομονωμένο χώρο, εσάς κι εκείνον και… ποιος ξέρει τι άλλο φαντάζεται, έτσι; (Κι άλλα γέλια χλευαστικά, ενώ εγώ στρέφω τριγύρω το βλέμμα, δεν είναι κανείς, μόνο τα αντίτυπα του εαυτού μου να σκορπίζονται σαν διαφημιστικά φυλλάδια στον αέρα) Κι εσείς, κύριε μου, πείτε μου, τι έχετε να χάσετε αν επενδύσετε λίγα μόνο χρήματα στην αγορά ενός από τους ιθαγενείς της μικρής μας κοινωνίας; Σε λίγο καιρό θα σας τα φέρει διπλά και τρίδιπλα, αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν φιλοδοξίες, ούτε ξέρουν τι θα πει εξουσία, μπορεί κανείς να τους εκμεταλλευτεί με όποιον τρόπο θέλει! Μην απορείτε, δεν έχουν καν ονόματα, μπορείτε να τους δώσετε ένα συμβολικό όνομα, Αζόρ για παράδειγμα, αν δεν προσβληθεί φυσικά το σκυλάκι σας»

«Σκάσε επιτέλους να κοιμηθούμε, μας πήρες τ’ αυτιά με τις φωνές σου! Θα φωνάξω την αστυνομία, σε προειδοποιώ! Αρκετά σε έχουμε ανεχτεί στη γειτονιά μας!»

Μετά τη φωνή που ακούστηκε από ένα μπαλκόνι στον τέταρτο μάλλον όροφο μιας από τις πολυκατοικίες που περιστοιχίζει το πάρκο, όλα χάθηκαν. Εκτός από τα αντίτυπα του εαυτού μου, που βολεύτηκαν στις σκοτεινές γωνιές της νύχτας. Άρχισα να πιστεύω ότι το μυαλό μου καταρρέει, γύρισα στον κόσμο μου, μόνο για διαπιστώσω έντρομος ότι η πραγματικότητα είχε αρχίσει να διεισδύει για τα καλά και να διαστρεβλώνει την ομορφιά του. Στην αρχή τίποτα δεν είχε αλλάξει, μέχρι που είδα μαστίγια στα χέρια κάποιων ανθρώπων, αλυσίδες στα χέρια, στα πόδια, στο λαιμό άλλων, το όργωμα της γης δεν ήταν πια αναγκαστικό για την επιβίωση, αλλά καταναγκαστικό για την ισχυροποίηση μιας αόρατης εξουσίας. Ένιωσα έναν κρίκο να πιέζει το λαιμό μου, μα τι κάθομαι και σκέφτομαι, δικός μου είναι ο κόσμος, όποτε θέλω σπάω τα δεσμά, όποτε θέλω τον καταστρέφω και, μαζί με τα ανεκπλήρωτα είδωλα του, μεταφέρομαι σε άλλο σύμπαν.

Αλλά μήπως…

Μήπως ο κόσμος που φτιάχνει ο καθένας μέσα του κάποια στιγμή, κάποια αόριστη, ύπουλη στιγμή, καταφέρνει και παίρνει τα ηνία, χωρίς να καθίσταται δυνατή η αποκατάσταση των πραγμάτων, σέρνοντας έπειτα για μια ζωή τον εαυτό ως σκλάβο ή κατοικίδιο του; Μήπως αυτός ο κόσμος, μέσω της διαρκούς τριβής του με την πραγματικότητα, διαμορφώνει τόσο ισχυρές εννοιολογικές και παραστατικές δυσμορφίες που στο τέλος καταλύουν κάθε ενέργεια για δημιουργία μιας ελάχιστης όμορφης πράξης;

Και τι θα πει ομορφιά στο κάτω κάτω;

Με την ώρα ο κρίκος γίνεται και πιο ανεκτός, λίγο ακόμα και θα καταντήσει ευχάριστη αυτή η δέσμευση, γιατί όχι, ας δεσμευτούμε και σε κάτι, αφού αποδεσμευτήκαμε από την κοινωνία μας, ή μήπως δεν είναι έτσι, μήπως οι δικοί μας κρίκοι είναι οι κερκόπορτες που ψάχνει η κοινωνία και εμμέσως δημιουργεί για να διεισδύει πιο εύκολα και να διαστρέφει κατά βούληση τα απωθημένα και τις αρνήσεις μας;

Όταν έκλεισα τα μάτια, η γη είχε ολοκληρωθεί. Φρέσκο χώμα τρύπησε τα ρουθούνια μου, φωνές ανθρώπων που μαλώνουν τάραξαν σαν ήχοι νευρικών τυμπάνων τα αυτιά μου, η διαμοίραση του άπειρου κόσμου εκτυλισσόταν μπροστά μου. Με δεμένα χέρια και κλειστά μάτια, οδηγούμουν στη θυσία μου για τον κατευνασμό των βίαιων θεών του νέου κόσμου. Σχεδόν παραδέχτηκα ότι δεν γίνεται διαφορετικά, αλλά την τελευταία στιγμή τράβηξα από τα μάτια μου το μαντήλι και υποχρέωσα τους ιθαγενείς σε υποταγή στον πραγματικό τους αφέντη, τον δημιουργό αυτού του κόσμου, τον εαυτό.

Η εξουσία και η εμμονή της γεννήθηκε κατά την τρίτη μέρα.

 

Τέταρτη μέρα

 

Δεν είναι να απορεί κανείς που την επόμενη μέρα, στην πρώτη ακτίνα του ήλιου, σηκώθηκα με πρωτόγνωρη ενέργεια, έχοντας αποδεχτεί πια τον πρωταγωνιστικό μου ρόλο, έστρωσα τα μανίκια και τις κλειδώσεις των ρούχων μου (ή τα γρανάζια του σώματος μου) και χειρονομούσα στον αέρα σαν να δίνω εντολές, που απευθύνονταν όλες σε μένα.

«Συγχαρητήρια για τον καινούριο σας ρόλο»

«Πώς αισθάνεστε γι’ αυτήν την ευκαιρία;»

«Ακούστηκε ότι βρήκατε και κάτι άλλο πέρα από τον ρόλο σας, ισχύει;»

«Τι έχετε να πείτε για τα αντίτυπα σας;»

«Τελικά ποιος είστε;»

Τελικά ποιος είμαι;

Μερικά φλας άστραψαν, τυφλώθηκα, εν τέλει βρέθηκα ξανά μόνος, παρόλο που το πάρκο ήταν ολότελα διαφορετικό, δηλαδή πιο περιποιημένο, σαν να είχε υποστεί τις φροντίδες ενός καλού συνεργείου που δούλευε όλη τη νύχτα. Μετά από λίγες ώρες, θα κυκλοφορούσα ξανά ανάμεσα στους ανθρώπους, που μου φαίνονταν πολύ διαφορετικοί κι αυτοί, καθώς ήταν υποχρεωμένοι να κυκλοφορούν με μάσκες, σαν να βρισκόμαστε εν μέσω χημικού πολέμου, με κοιτούσαν μάλιστα καχύποπτοι, τι ζητάει εδώ αυτός ο ξεμάσκωτος, γιατί δεν τον έχουν μαζέψει ακόμα; Μέχρι που αποφάσισα να μπω σε ένα μαγαζί, δεν ξέρω τι, νομίζω όλοι πουλάνε τα πάντα ή ό,τι μπορούν να πουλήσουν.

«Μήπως θα μπορούσατε να μου πουλήσετε μια μάσκα;» ρώτησα τον υπάλληλο που λαγοκοιμόταν.

«Ναι, φυσικά» μου απάντησε μιλώντας αργά, κοιμισμένα. «Τι μέγεθος; Από τι θέλετε να σας προστατεύει;»

Από τι άραγε θέλω να προστατέψω τον κόσμο μου, αναρωτήθηκα. Στην αρχή (κατ’ αρχήν) θα ήθελα να τον προστατέψω από την πραγματικότητα. Τι ορίζεται ως τέτοια όμως;

«Από την επικυριαρχία της πραγματικότητας» αναφώνησα περήφανος που το βρήκα.

«Ααα» αποκρίθηκε βαριεστημένα, «δεν έχουμε, μήπως θα προτιμούσατε κάτι σε ιό, σε ήχο, σε μυρωδιές;»

Όλα αυτά σε απομονώνουν από τους άλλους, σκέφτηκα. Κι εφόσον δεν έρχεσαι σε άμεση επαφή με τους άλλους, τους ελέγχεις ή διασφαλίζεις ότι δεν θα μπορέσουν να επιτάξουν τον κόσμο σου. Ναι;

«Μια μάσκα που με προστατεύει απ’ όλα»

Μου τη δίνει.

«Ευχαριστώ» είπα και έκανα να φύγω, μα ο υπάλληλος, που είχε βρει ξαφνικά τη χαμένη του ενέργεια, με άρπαξε σφιχτά από το μπράτσο.

«Που πάτε, τα λεφτά μου!»

Έβαλα ασυναίσθητα το χέρι στη τσέπη, βρήκα ένα πάκο, του το πέταξα κι έφυγα στη στιγμή. Ίσως να του έδωσα περισσότερα. Δεν πειράζει, αξίζει για την υπηρεσία που προσφέρει στην κοινωνία αυτό το μαγαζί! Απ’ έξω κείτονταν ένας ζητιάνος, μια οικογένεια ζητιάνων, μια γενιά ζητιάνων ή προσφύγων. Έβαλα το χέρι στη τσέπη. Βρήκα ακόμα ένα πάκο και δυο τρία κέρματα. Τους πέταξα το ένα κι έβαλα πλώρη για τη άμορφη μάζα του ανθρώπινου ωκεανού.

Μπορείτε τώρα να διανοηθείτε, φίλοι μου, ότι ο φτωχός, τιποτένιος εαυτός μου ένιωσε ξαναγεννημένος, μέρος ενός κάποιου πράγματος, τη στιγμή που το πρόσωπο μου φόρεσε νέο δέρμα, αυτό της μάσκας; Όλα απέκτησαν νόημα, ήμουν ευθυγραμμισμένος, ένα διάνυσμα που πορεύεται παράλληλα με τα άπειρα άλλα διανύσματα του χώρου. Ξαναβρέθηκε στον ανθρώπινο ωκεανό, όλοι περπατούν ασυνάρτητα, εδώ κι εκεί, τάχα πώς έχουν κάποιον προορισμό, το ίδιο κι εγώ, πότε πότε μάλιστα ένα μειδίαμα σχηματίζεται στο στόμα μου σαν φαντάζομαι τον υπέρτατο προγραμματιστή που έχει ρυθμίσει τις κινήσεις και τις συγκρούσεις μας για να διασκεδάζει. Αυτόματα, όμως, έκλεψε το μειδίαμα από το στόμα μου, σαν μου γέννησε τη σκέψη ότι δεν είμαι ελεύθερος, αυτόνομος, ότι δεν έχω βούληση, ότι κινούμαι συναρτήσει τρισεκατομμυρίων αιτιών που δεν μπορώ να εντοπίσω. Η μάσκα γέμισε με την καυτή μου ανάσα, πνίγηκα, αλλά δεν θα μπορούσα ποτέ να την βγάλω και να με τοποθετήσω αυτομάτως στα έκνομα περιθώρια της πόλης μου. Τουλάχιστον ακόμα διατηρούσα την εξουσία του εαυτού μου, προστατευμένος από τα χιλιάδες αντίτυπα μου.

Τι με κάνει αυθεντικό;

Η πόλη σείστηκε.

Οι άνθρωποι πανικοβλήθηκαν παρατηρώντας τα πελώρια κτήρια να τρέμουν σαν πύργοι από τραπουλόχαρτα που είναι έτοιμοι να καταρρεύσουν. Η κοινή ζωή πέρασε σαν κινηματογραφική ταινία μικρού μήκους μπροστά από τα μάτια μας. Τι το κοινό έχει; Το φορτίο καταπίεσης που έπεφτε πάνω στους ανθρώπους, πότε ασυναίσθητο πότε ασήκωτο κι εξοργιστικό.

Κάτι αρχίζω να θυμάμαι.

Χώρος φαντασίας και όντων έπαψε να διαχωρίζεται, έσμιξαν σε έναν συγκρουσιακό χορό που με τοποθετούσε στο κέντρο του, προοικονομώντας την κατάρρευση μου. Οι πανικόβλητοι κρύφτηκαν στον πανικό τους, πίσω από ξεχαρβαλωμένα πανό, σε αστικά χαρακώματα, στη λήθη τους. Έτσι, εντελώς αναπάντεχα, έμεινα πάλι μόνος, πίσω από τη μάσκα μου που με τοποθετούσε σε σκηνικό χημικού πολέμου, ελεύθερο ή δεσμευμένο ν’ αδράξω την ευκαιρία και να δημιουργήσω, όμως τι να δημιουργήσω σ’ αυτήν την στιγμή της απόλυτης μοναξιάς, τώρα που ξεγυμνώθηκα από τα αντίτυπα που είχα συνηθίσει; Τρόμαξα όσο ποτέ. Λίγες στιγμές αργότερα, άνοιξαν οι βρύσες του κόσμου, έτρεξε άφθονο υλικό – τι υλικό; Δεν έχει σημασία πουλιόταν ακριβά –, η αγορά κινούνταν και πάλι, οι πραγματευτάδες φώναζαν την πραμάτεια τους, η πλάση ανακάλυψε την πιο αποδοτική επιχείρηση, την ανταγωνιστική ψευδαίσθηση. Απέναντι στην πλάνη στάθηκα, πέταξα τη μάσκα και χάθηκε μεμιάς, λες και η μάσκα πράγματι αποτελούσε είσοδο σε έναν διαφορετικό κόσμο. Ο κόσμος έμοιαζε φρέσκος, αλλά ήξερα τι ήταν αυτό που χτυπούσε τόσο άσχημα τα ρουθούνια μου: η θεοποιημένη σκουριά.

Δεν αντιπαρέρχεσαι την μοναξιά του εαυτού, παρά αν είσαι έτοιμος να τον αναγεννήσεις ως θεό, βαφτίζοντας τον στην άδικη εξουσία, κληροδοτώντας του όλα τα δικαιώματα της υπαρξιακής εμμονής.

Αποχωρίστηκα τον θεό μου αρχίζοντας να τον λατρεύω σε είδωλα την Τέταρτη μέρα.

 

Πέμπτη μέρα

 

Κάπως έτσι, η καθημερινή μετριότητα άρχισε να γίνεται πιο υποφερτή. Με καλούσε κοντά της, με νανούριζε με – σαχλά συνήθως – παραμύθια της που μου φαίνονταν τόσο όμορφα, μάλλον γιατί είχα αποποιηθεί την κριτική αισθητική μου, μου έδειχνε εκείνο, μου έδειχνε το άλλο, κι όλα τα βάφτιζε, όλα τα ονομάτιζε, όλα τα κανονικοποιούσε. Όταν κάτι με τάραζε, για παράδειγμα μια ληστεία, ένας πεταμένος από την κοινωνία άνθρωπος, μια στιγμή ειλικρινούς ανθρωπιάς και αλληλεγγύης (και αυτό σε ταράζει, σε συγκλονίζει, αναρωτιέσαι αν υπάρχει στον σκουριασμένο σου κόσμο), ή ένα στιγμιότυπο ολωσδιόλου απογυμνωμένο από ποιότητες, όπως το μάντρωμα ανθρώπων σε θεαματικούς ζωολογικούς κήπους, πάντα η καθημερινότητα με καθησύχαζε.

«Δεν είναι τίποτα, θα δεις, όλα θα επιστρέψουν στην κανονική ροή τους»

Και τι είναι κανονικό;

«Οτιδήποτε εμφανίζεται και αγκαλιάζεται από την κοινωνία μας»

Είναι κανονική λοιπόν η αδικία, η ασχήμια, η ανισότητα, ο πόλεμος, η πείνα, η χυδαιότητα;

«Δεν χρειάζεται να σου απαντήσω, αφού τα βλέπεις στο μπουφέ μου, είναι κανονικά, και τα έχεις δεχτεί προ πολλού, άλλωστε δεν σε αφορούν άμεσα, μην ανησυχείς»

Με προστατεύεις, άγια καθημερινότητα!

«Αυτό οφείλω να κάνω»

Τι όμορφη που είναι η κοινωνία μας!

Μα τα φιλιά της δεν ήταν πάντα αρκετά, οι ωκεανοί μέσα μου ανταριάζονταν κάθε που φούσκωνε το φεγγάρι, κι συνήθισα να παίρνω σταλαγματιές από το αστικό αίμα και να βάφω τις τρύπες του. Σ’ αυτές βαθιά χωμένες βρήκα παλιές ιστορίες, που είχε πετάξει η ανθρωπότητα πολύ πριν από μένα και κατάλαβα ότι αυτές με κάλεσαν να τις ξαναβρώ, να μοιραστούν τα όσα έχουν καταγράψει, να λυτρωθούν αναστημένες από τον κόσμο της λήθης. Όλες οι ιστορίες ήταν ιστορίες έρωτα και αδικίας, καμιά φορά και χαρακτηριστικής ατυχίας. Η τύχη παραμένει το μελανοδοχείο της ιστορίας.

Η συντροφιά της καθημερινότητας με έχασε, αλλά είχε κερδίσει το στοίχημα, με είχε αδρανοποιήσει πλήρως. Έπρεπε, αγαπητοί μου φίλοι, να συρθώ στα πόδια της σαν ξέσπασε ο μεγάλος πόλεμος, η κρίση, για να μπορέσω να φάω μια μπουκιά ψωμί και να στυλωθώ στα πόδια μου, μόνο για συνεχίσω τον αγώνα της επιβίωσης συντροφιά με ένα σωρό ανθρώπους. Νησίδες αλληλεγγύης, αλλά και πολύ μίσος, απέχθεια, φόβος, αγωνία. Το χρέος του να ζεις έγινε άλλη μια φορά αβάσταχτο, θυμίζοντας παλαιότερες εποχές που δεν είχα ζήσει, αλλά είχα ελπίδα μέσα μου, είχα τον θεό μου να λατρεύω, έπειτα και κάποια από τα ονόματα της καθημερινότητας, κι αυτά ανοιγμένα σε σκέψεις, ιδέες ή δεν ξέρω κι εγώ τι. Η καθημερινότητα είχε μετατραπεί από σύντροφος και προστάτης σε νταβατζή, τοκογλύφο, τύραννο.

«Τι θες στα λημέρια μου;»

Μα εδώ γεννήθηκα αφέντη μου.

«Κι εγώ τι φταίω;»

Δεν σε κατηγορώ αφέντη μου, μα, αν μπορείς, βοήθησε με να ζήσω κι εγώ δούλος σου παντοτινός θα είμαι.

«Δεν είμαι σίγουρος αν μπορώ να σε βοηθήσω»

Σε εκλιπαρώ αφέντη μου, όλα τα καλά του κόσμου να έχεις, άνθρωπος είμαι κι εγώ, δεν αξίζω τάχα μια ευκαιρία;

«Οι ευκαιρίες είναι θέμα ζήτησης»

Δεν τα ξέρω εγώ αυτά αφέντη μου, να ζήσω θέλω.

«Καλώς, θα σε απαλλάξω από τα χρέη σου, αλλά θα είσαι για πάντα δικός μου»

Σ’ ευχαριστώ αφέντη μου!

Το πρώτο μου γεύμα ήταν πλιγούρι. Το δεύτερο μου γεύμα επίσης. Το τρίτο, το τέταρτο, το πέμπτο. Τα χρέη μου αυξάνονταν, οι ώρες εργασίας αδιάκοπες, η αγορά ευκαιριών σε κρίση, αν και πάντα διατηρούσα για ένα ακόμα ξύπνιο μέρος του εαυτού μου την υποψία ότι η αγορά ευκαιριών ποτέ δεν είναι σε κρίση για αφανείς εξουσίες. Όσο προχωρούσε ο καιρός, τόσο περισσότερο έσκυβα, πιο χαμηλά, να φιλήσω τα βρώμικα πόδια του αφέντη μου, κυρίως από φόβο μην βρεθώ πάλι πίσω, στην απόλυτη απελπισία της ανέχειας.

Μια βραδιά από τις πιο μελωδικές, ο θεός εμφανίστηκε, για πρώτη φορά, μπροστά μου. Κατάπληκτος προσπαθούσα να διακρίνω μέσα από τη λάμψη που εξέπεμπε κάποια μορφή, να μπορέσω να την πλάσω, να την κάνω δική μου. Μα πόσο ανόητος είμαι, αίφνης θυμήθηκα ότι κάθε μορφή δική μου είναι, πόσο μάλλον όταν μιλάμε για ψευδαισθήσεις. Έτσι ο θεός απέκτησε μορφή, απέκτησε πρόσωπο, στόμα, μύτη, μάτια, απέκτησε και φωνή για να μπορεί να μου απευθύνει το λόγο, όπως και τον πρόσταξα να κάνει.

«Και τι θες να σου πω;» μου είπε περιμένοντας από μένα να αποφασίσω για τα παρηγορητικά του λόγια.

Πες μου ότι υπάρχεις.

Σώπασε κι εξαφανίστηκε από μπροστά μου. Σκότωσα το θεό μία μόλις μέρα μετά τη δημιουργία του, κι αυτό γιατί η καθημερινότητα, με όλες τις εξουσίες και την ισχύ που της είχα χαρίσει με τη σιωπή μου, υψώθηκε σκληρή σαν ερεθισμένος φαλλός επικαλύπτοντας στη σκιά της κάθε άλλο πλάσμα του φαντασιακού. Οι μέρες του κοινωνικού κυνισμού δεν χωρούν φαντάσματα, μήτε δημιουργίες, όχι τουλάχιστον απ’ αυτές που δεν πουλιούνται εύκολα στα ράφια των πολυκαταστημάτων.

Κοίταξα στο πέτο μου κι είχα καρφιτσωμένη μια τιμή.

Μα δεν μπορώ να διακρίνω πόσο κοστίζω.

ó

 

Οι αφέντες μου σηκώθηκαν από το πλουσιοπάροχο τραπέζι με τις χρυσές και ασημένιες τροφές και κάτι παράξενα αγάλματα στα οποία θυσίαζαν μέρος του γεύματος τους. Στάθηκαν όλοι πάνω από το κεφάλι μου. Τα πρόσωπα τους, στεγνά από ζωή, μόνο μάτια, στράφηκαν προς το μέρος μου. Δεν μπορούσα να ξέρω το πλήθος τους. Μου είπαν να σηκώσω το χαμηλωμένο κεφάλι. Το έκανα. Με ρώτησαν αν είμαι ευχαριστημένος. Σώπασα. Με πληροφόρησαν ότι μπορούν να με βγάλουν από το σημερινό τέλμα. Χαμογέλασα με αφέλεια. Συνέχισαν ότι θα έπρεπε να αλλάξω πόστο. Αδιαφόρησα.

«Είσαι ένα νέο άτομο, εμφανίσιμο, με κατεσταλμένη ενέργεια που μπορεί πάντα να αναμοχλευθεί και να ανέλθει στην επιφάνεια με τον τρόπο που θέλουμε. Είσαι ό,τι πρέπει για βιτρίνα»

Συνέχισα να χαμογελάω.

Ένα χέρι άρπαξε με βία το καρτελάκι με την τιμή μου και το ξερίζωσε, δημιουργώντας μου ένα έντονο πόνο καψίματος, σαν να μου είχε ξεριζώσει ένα ολόκληρο κομμάτι δέρματος. Έσκυψα από τον πόνο, ζαλίστηκα, όμως δεν είχα περιθώριο να φανώ λιπόψυχος, σηκώθηκα, τους κοίταξα ξανά στα κενά τους πρόσωπα, έμεινα σιωπηλός, με ένα χαμόγελο καρφιτσωμένο μόνιμα, σαν αυτό το δακρυσμένο των παλιάτσων.

Τα πρόσωπα με κάλεσαν στο τραπέζι τους. Γεύτηκα τους ζωμούς των νικητών στην κοινωνική μάχη. Έπειτα με καλλώπισαν, μου έφεραν ειδικά συνεργεία να διώξουν από πάνω μου τη βρώμα, μου πέρασαν αντισκωριακό προτού με βάψουν με νέα χρώματα. Ήμουν καινούριος. Έβαλαν μπροστά μου έναν καθρέφτη. Δεν ήμουν εγώ. Το πρόσωπο μου είχε μια μόνιμη αυταρέσκεια, το βλέμμα μου άστραφτε κενοδοξία, το χαμόγελο μου ήταν ακόμα πιο ανειλικρινές από αυτό των παλιάτσων, ήταν μια ρεκλάμα, μια διαφημιστική μακέτα. Στο σώμα μου τσουλούσαν όλες οι ερωτικές επιθυμίες του κόσμου, σαν να ήταν χώρος ολοκλήρωσης, ταύτισης ή απώθησης τους. Τα χέρια μου ήταν περιποιημένα, ντυμένα με ξέχωρα ρούχα. Πλέον το δέρμα μου δεν είχε καρτελάκι με τιμή, δεν άξιζα τίποτα. Αντίθετα, αυτά που με φορούσαν στο εσωτερικό τους είχαν όλα την αξία τους αποτυπωμένη στο ίδιο το υλικό τους. Αλήθεια, πόσο κόστιζα συγκριτικά μ’ αυτά; Η απορία μου δεν άργησε να ξεδιαλυθεί, καθώς σύντομα τα αέρινα βήματα μου με έφεραν μπροστά σε ένα χαμηλωμένο κεφάλι που μάζευε τα ψίχουλα από το πάτωμα. Το καρτελάκι του είχε σβησμένη τιμή. Δεν πτοήθηκα, όμως. Απαθανάτισα σε μια φωτογραφία την μοναδικότητα της στιγμής, δίνοντας λίγα λεπτά δημοσιότητας σε έναν άνθρωπο πεταμένο, και συνέχισα να ρέω πάνω στα αέρινα μου βήματα, προσέχοντας που πατάω, καθώς λογοδοτούσα συνεχώς για την εικόνα μου και την αρτιότητα της.

Η πέμπτη μέρα ήταν η πρώτη μέρα που στερήθηκα τη δημιουργία μου. Η νέα επινόηση του εαυτού μου ανήκε σε άλλους. Το ίδιο και τα πνευματικά δικαιώματα της ύπαρξης μου.

 

Έκτη μέρα

 

Ξέχασα τους άπειρους τρόπους που είχε εφεύρει η αυτόνομη πια καθημερινότητα στο να βασανίζει τους ανθρώπους μου. Έρμαια, θύματα και θύτες, ψάρευαν ευκαιρίες με το κιλό σε μολυσμένους ωκεανούς. Αιωρούμενος πάνω από τη χαβούζα, περιπλανήθηκα στα ερείπια του νέου κόσμου, φορώντας όμως φίλτρα άρνησης ή τύφλωσης. Τα νέα μάτια μου ταίριαζαν, φώτιζαν την αδιαφορία μου και το λαμπερό μου χαμόγελο. Η στάση ανακοίνωσε την έλευση της.

«Πλατεία Νίκης»

Είναι μια πλατεία που κάποτε συνέρρεαν ελπιδοφόρα πλήθη και αντιμετώπιζαν τη σκληρή γρόνθο της εξουσίας. Σήμερα έχουν στηθεί κιόσκια για φωτογραφίες και πίσω από αυτά στρώνουν την πραμάτεια τους άστεγοι, ευχαριστώντας το θεό τους που ακόμα αναπνέουν και που ακόμα ο άνθρωπος συνεχίζει να τους απογοητεύει. Η μόνιμη απογοήτευση μπορεί να σημάνει κι αυτή ηδονικά ερεθίσματα. Ρουφώντας ένα πικρό υγρό που κουβαλούν όλοι σε πλαστικά ποτηράκια, συνέχισα για τα βουλευτικά ανάκτορα αναθυμούμενος τα χρόνια της δημοκρατίας.

Τώρα κάτι αρχίζω να θυμάμαι.

Η γη σείστηκε για δεύτερη φορά, βγήκαν από τα Τάρταρα παλιά τέρατα ντυμένα στα καγκελωτά τους, φώναξαν στον κόσμο, φώναξαν λέει για τον κόσμο, μίσησαν, χτύπησαν, λογομάχησαν, παραβίασαν, επιτέθηκαν. Η πενία φύσηξε στις χούφτες της, ο χειμώνας ήταν δύσκολος, ειδικά αν σε έχουν βάλει στο στόχαστρο οικονομικοί κολοσσοί. Μα, λες, εμένα; Ποιος και τι είμαι εγώ; Είσαι μάλλον ένας ακόμα χαμένος μέσα σε ένα πλήθος χαμένων. Η πενία τύλιξε το τρυπημένο της σάλι στους ώμους των παιδιών της. Εκείνη πάγωνε στα πόδια της πολιτείας, ενώ η τελευταία έμοιαζε ανήμπορη να της τείνει το χέρι, πολύ απόμακρη πια από τα προβλήματα που της είχε δημιουργήσει. Η πενία φώναξε να βγάλει από τα στήθη της τον μαύρο καημό και η φωνή της έμοιαζε περισσότερο με ψαλμωδία παρά με κατάρα. Ο κόσμος μαζεύτηκε γύρω της αναγνωρίζοντας σ’ αυτήν κοινές εικόνες ή καταβολές ή τουλάχιστον τη κοινή μοίρα των υποταγμένων λαών. Η πενία μάζεψε τα παιδιά τριγύρω της κι όλοι μαζί τραγούδησαν να ξορκίσουν το κακό.

Τώρα αρχίζω να θυμάμαι πιο καθαρά.

Το σώμα μου τρυπήθηκε από λόγχες και αδέσποτες σφαίρες. Τα ρούχα μου διαλύονταν με αργό ρυθμό στη βροχή σαν κρύσταλλοι ζάχαρης. Τα φίλτρα του νου έσπασαν και τα θραύσματα καρφώθηκαν στην πλαστή μου εικόνα, ώρα που τραβούσα το μαχαίρι να της κόψω τη ζωή τρυφερά, σαν να κόβω τον ανθό ενός γαρύφαλλου. Ήταν η ώρα που τα δεσμά μου με την καθημερινότητα τραυματίστηκαν ανεπανόρθωτα. Ήταν η ώρα που συνειδητοποιούσα το χαμό του κόσμου μου μέσα στη δίνη της αλήθειας, μέσα στη δίνη της άδικης συνύπαρξης. Προτίμησα να απλώσω το χέρι στον διπλανό μου, όχι για να τον πληγώσω, μα για να τον βοηθήσω να σηκωθεί και να περπατήσει δίπλα μου, πάνω από τα πτώματα, τις χαμένες σφαίρες, τις αντιπαλότητες, την ανισότητα κι όλα αυτά, ώστε να δούμε μαζί τη δύση του παλιού και την ανατολή του καινούριου, που θα μυρίζει χώμα δροσάτο, μύρο και ζωή.

Τώρα αρχίζω να καταλαβαίνω τι σημαίνει πλάση.

Ο άνθρωπος κοιτά γύρω του καχύποπτος, αμφιβάλλει για τις καλές προθέσεις του κινήματος που ριζώνει στο τσιμεντένιο γκρι της πόλης. Αν είχε δίπλα του έναν χωρικό, θα τον αντιμετώπιζε πιο καλόπιστα, ίσως επειδή εντοπίζει στην απλότητα των τρόπων του μια υγιή γνησιότητα. Όχι όμως. Ακόμα ποτισμένος με τα πρότυπα του Ταρτούφου, προσπαθεί να παίξει ένα παιχνίδι εξουσίας με βασικό πιόνι τον εαυτό του. Ο άνθρωπος, αν δεν πετάξει από πάνω του τους πορφυρούς μανδύες, τους πνιγμένους στο αίμα, είναι καταδικασμένος να κρεμαστεί στα στριφώματα τους.

Τώρα αρχίζει η πλάση να αναπλάθεται, πάνω από την αδράνεια, πάνω από τους ουρανούς, ακολουθώντας τις γραμμές που χαράζει ένα αόρατο χέρι, όχι πια αόριστο, μα υπερανθρώπινο, όχι πια μαγικό, μα πραγματικό, όχι πια καταπιεστικό, μα απελευθερωτικό. Τώρα η πλάση…

 

ó

Έριξα λίγο νερό στα μούτρα μου. Έπιασα τα αχαμνά μου να δω ως τι ξύπνησα σήμερα. Δεν κατάλαβα. Τα απορημένα μούτρα των περαστικών δεν μου τράβηξαν την προσοχή. Έπιασα στη πλάτη μου δύο οστικές προεξοχές, απομεινάρια από τις φτερούγες μου. Ξάπλωσα ανάσκελα στη μέση του δρόμου. Τα αυτοκίνητα τσίριζαν, οι οδηγοί τους κόρναραν, αλλά πώς να με αναστήσουν από αυτόν τον βρωμερό λήθαργο; Τα αστέρια ψηλά εξιστορούσαν την προηγούμενη μου ζωή, εκείνη τη γεμάτη λούσα, ανέσεις, αδιαφορία, εκείνη που ξαφνικά έπαψε να μοιάζει με στερεοτυπικές πριγκίπισσες άλλων εποχών και ταυτίστηκε με την εικόνα των ρημαγμένων από τη πτώση κουφαριών σε κάποιον Καιάδα. Ό,τι απέμεινε από τη πλάση μου είναι μια ελπίδα για ανάπλαση, για αδερφοποίηση, για συνύπαρξη.

Αφέντη, συγχώρα με που σ’ ενοχλώ, χίλια καλά να έχεις… μήπως σου περισσεύει τίποτα για να θραφώ κι εγώ;

 

Έβδομη μέρα

 

Στην αρχή ήταν το χάος. Ούτε καν το χάος, το τίποτα. Ούτε καν το τίποτα, εγώ. Η τυπικότητα ανέτειλε πάνω από το κεφάλι μου. Θα έχει ξημερώσει, τα κοκόρια θα έπιασαν δουλειά σε κάποιο μακρινό χωριό, εργαζόμενοι κι εργάτες θα πλένουν τα μούτρα τους νυσταγμένοι, προσπαθώντας να καθαρίσουν το οπτικό τους πεδίο από τις τσίμπλες. Αργότερα, ο καθένας θα αναθεματίζει την καθημερινότητα του, μη βλέποντας τρόπο να αλλάξει το πέπλο της καταπίεσης που σταδιακά εγκαταστάθηκε με την προοπτική της μονιμότητας.

Άραγε εγώ, ο μικρός μου εαυτός, ο άγνωστος, αυτός που περπατά ανάμεσα σας, άραγε να μου έχει μείνει κάτι από την παλιά μου ικανότητα να πλάθω και να αναπλάθω, σήμερα που νομίζω ότι μου έχουν στερήσει το όνειρο και όλες τις δημιουργικές συνδηλώσεις του; Άραγε υπάρχει η πιθανότητα να φυτρώσουν ξανά φτερούγες, έστω κι αν είναι να πληγωθούν, να ματώσουν για τους καταγάλανους ουρανούς που θέλουν να διεκδικήσουν; Άραγε ο κάθε μικρός εαυτός θα μπορέσει κάποια στιγμή να δει τον εαυτό του ως απειροστό κομματάκι ενός κοινωνικού ολοκληρώματος του οποίου η λύση μπορεί να βρεθεί μόνο αν σταθεί κάθε κομμάτι δίπλα δίπλα στο άλλο;

«Ανάθεμα τη μοίρα και τη ζωή» άκουσα να λένε τα ριζωμένα στο πάρκο αντίτυπα μου, απαγγέλοντας τον μονόλογο απωθημένων σκέψεων μου.

Όμως, ποια μοίρα;

Ποια ζωή;

Πάμε ξανά.

Στην αρχή ήταν το χάος. Κι από το χάος ξεπήδησε το φως του εαυτού. Μα μόνο του το φως αυτό δεν είναι παρά μια τελεία στο άπειρο σύμπαν, μια μηδαμινότητα που αλυχτά για συντροφιά ικανή να σβήνει την ματαιότητα της μοναχικής ύπαρξης. Το φως του εαυτού διασπάστηκε κι εμφανίστηκαν τα άπειρα διπλότυπα του, τα οποία σταδιακά απέκτησαν δική τους υφή, χροιά, απόχρωση, ή μάλλον σταδιακά ανεξαρτοποιήθηκαν από τις εμμονικές επιθέσεις του εαυτού και τις εξουσιαστικές του τάσεις. Τώρα, απλά στοιχεία σε έναν χώρο αλληλεπίδρασης, κινούνται και συγκρούονται κι έχουν μερική μόνο επίγνωση της ύπαρξης και της συνύπαρξης, μα τουλάχιστον η ελπίδα της αυτόνομης μοίρας, της ισχυρής, της ανθρώπινης, ανατέλλει κάθε τόσο σαν μακρινό αστέρι και δείχνει τον τόπο της ουτοπίας, υποδεικνύει μια δυνητική ανάδυση της. Μία ελπίδα επινόησης.

Ο μικρός μου εαυτός, ο ταπεινός σας αφηγητής, λίγο ενδιαφέρεται για την κατάσταση στην οποία εκδικητικά και βίαια τον έφερε ο κόσμος μας. Στην πραγματικότητα του τοποθετείται σε κείνο το αστέρι. Κι όταν φωνάζει μέσα στον ύπνο του, δεν είναι από τους εφιάλτες της περασμένης (κλεμμένης) ζωής. Είναι η αρχή του κηρύγματος του νέου κόσμου. Μία κραυγή.

 

 

Διαβάστε επίσης: