Φυλλαράκι

Φιλιώς Λυκούργου

 

Κι εγώ δεν ξέρω για ποιο λόγο γράφω αυτό το ερωτικό ημερολόγιο, και μάλιστα τόσα χρόνια έπειτα από όσα συνέβησαν! Προφανώς χρειάζεται να βάλω σε μια σειρά τις σκέψεις και τα αισθήματα μου, κι εφόσον και αν το καταφέρω να καταλήξω σε ένα συμπέρασμα που θα με οδηγήσει σε μια επιλογή σωστή ή και λάθος. Είναι φορές που προσπαθώ να ξεκαθαρίσω στον εαυτό μου ότι δεν υπάρχει επιλογή που πρέπει να γίνει, αλλά είναι στιγμές σαν κι αυτή που νιώθω ότι ψεύδομαι, κι ό,τι χειρότερο μπορείς να κάνεις είναι να  λες ψέματα στον εαυτό σου. Στους άλλους μπορεί να χρειαστεί να πεις και κάποιο ψέμα, μπορεί να σε αναγκάσουν οι συνθήκες ή η διάθεση σου, όμως στον εαυτό σου πρέπει να αποφεύγεις να το κάνεις, γιατί δε θα σε οδηγήσουν πουθενά. Άλλωστε ο εαυτός, όπως συνηθίζουμε να ονομάζομαι τη συνείδηση μας, είναι μια μικρή θεότητα που κρύβεται μέσα μας και γνωρίζει πάντοτε την αλήθεια, τη δική μας αλήθεια. Οπότε παίρνω μολύβι και χαρτί και προσπαθώ να ξεκαθαρίσω σκέψεις, συμπεράσματα και αισθήματα ξεκινώντας από την αφετηρία, από τη μέρα που τον γνώρισα.

Αν πέσει σε κάποιον αυτό το ημερολόγιο, θα του πρότεινα να μην το διαβάσει, εκτός από το ότι είναι ένα κείμενο εντελώς προσωπικό δε θα βρει τίποτα το ενδιαφέρον σε μια ιστορία, ίσως τόσο κοινή με πολλές άλλες!

 

ΣΤΑΔΙΟ ΠΡΩΤΟ : ΜΑΖΙ ΣΟΥ!

                                                   ----- ΦΑΣΗ ΠΡΩΤΗ -ΓΝΩΡΙΜΙΑ-

 Ήταν ένα πρωινό του Γενάρη, μήνας εξεταστικής, μπήκα καθυστερημένη στην αμφιθεατρική αίθουσα της σχολής που ήταν γεμάτη από φοιτητές. Έριξα μια ματιά μήπως και καταφέρω και εντοπίσω τη φίλη μου, αλλά το αγριεμένο ύφος του καθηγητή με ανάγκασε να κάτσω στην πρώτη κενή θέση που βρήκα και που ήταν στις πίσω σειρές της αίθουσας. Πέρασα την τσάντα πάνω από το κεφάλι μου και σιχτιρίζοντας την τύχη μου, την ακούμπησα δίπλα μου. Έπρεπε να κοιτάξω αυτό το θέμα που είχα με το χρόνο. Με την ασυνέπεια μου μόνο εγώ έβγαινα χαμένη. Η συμφωνία ήταν ξεκάθαρη, θα διάβαζα εγώ το ένα μάθημα και θα αντέγραφε η Χαρούλα, και με τη σειρά της εκείνη θα με άφηνε να αντιγράψω στο άλλο. Τώρα στο ένα μάθημα είχα εγγυημένο ένα ωραιότατο κουλούρι, αφού δεν είχα σκοπό να γράψω ούτε το όνομα μου πάνω στην κόλα, δεν θα ξεφτιλιζόμουνα εντελώς, με το να δηλώσω παρούσα και εντελώς αδιάβαστη. Κοίταξα απελπισμένα δίπλα μου, ένας πρωτοετής έγραφε με μανία, θα μπορούσα άραγε να ‘‘κλέψω’’ καμία σειρά, κάποιες λίγες φράσεις που με σάλτσες να κατάφερνα να πιάσω τη βάση και να πέρναγα όπως όπως το μάθημα; Αν όχι, ήμουνα υποχρεωμένη στην επόμενη εξεταστική να διαβάσω για να περάσω αυτόν τον τόμο μόνη μου. Ανασήκωσα τον κορμό μου και έκανα να κοιτάξω από την κόλα του τύπου που καθόταν δίπλα μου. Εκείνος στράφηκε απότομα προς το μέρος μου παίρνοντας μια παραξενεμένη φάτσα, αλλά κατέληξε να με κοιτάζει με μισό μάτι και σουφρωμένα χείλη. Τι πρόβλημα είχε αυτό; Βλαμμένο ήταν; Αναρωτήθηκα. «Α να χαθείς βλάκα», σκέφτηκα και γύρισα περήφανα μπροστά μου. Γύρισε και εκείνος στην κόλα του, όμως σαν να μην έφτανε αυτό, σαν να ήταν μαθητής του δημοτικού, έβαλε προστατευτικά το χέρι του για να κρύψει από μένα την κόλα του. «Α, είναι εντελώς ηλίθιος!» Κατέληξα, να δεις που σε λίγο θα χτίσει και πύργο ‘‘απόρθητο’’ με τα βιβλία του για να μην του κλέψουμε καμία οξεία. Είχε περάσει μισή ώρα περίπου, κανονικά έπρεπε να είχα εγκαταλείψει ντροπιασμένη την αίθουσα έχοντας αποδεχτεί την ήττα μου, μα δεν τολμούσα να σηκωθώ από τη θέση μου παραδίδοντας λευκή κόλα, δεν ήθελα να με σταμπάρει ο καθηγητής και για το επόμενο εξάμηνο. Είχε και τη φήμη του αυστηρού, θα περίμενα να συμπληρωθεί ο χρόνος της εξέτασης και όταν οι εναπομείναντες θα δίνανε την κόλλα τους εγώ θα την έκανα, με την ελπίδα να μη με προσέξει! Με το κεφάλι σαν να είχε πάθει αγκύλωση, κοιτούσα ευθεία μπροστά μου, δε θα καταδεχόμουνα να κοιτάξω ξανά αριστερά, να νομίζει το βλαμμένο ότι προσπαθώ να αντιγράψω. Έριχνα και από καμιά ματιά στην κόλα μου, όμως δεν είχα καμία θεία επιφοίτηση διαβάζοντας ξανά και ξανά τα θέματα. «Δεν υπάρχει από μηχανής Θεός για μένα σήμερα», κατέληξα μη γνωρίζοντας ότι καθόταν στο πλάι μου! Και ενώ κοίταγα με απάθεια το χαρτί μου, ξαφνικά είδα μια κόλα να πλησιάζει τη δική μου από τα αριστερά. «Από μηχανής Θεός;» στράφηκα και κοίταξα δίπλα μου και είδα το χαζό να μου κάνει νόημα, για μια στιγμή σκέφτηκα να το παίξω περήφανη και να τον αγνοήσω ή σκέψη όμως ότι θα έπρεπε να διαβάζω το επόμενο εξάμηνο και αυτό το μάθημα μου κόστιζε, και για να λέμε την αλήθεια μου κόστισε την υπερηφάνεια μου, που την άφησα κατά μέρος και άρχισα να αντιγράφω με μαεστρία τα όσα είχε γράψει ο παλαβός στο χαρτί του.

Μετά από ένα τέταρτο αντιγραφής, και ενώ το χαζό δίπλα μου χασμουριόταν, θεώρησε καλό να ακουμπήσει το κεφάλι του πάνω στο θρανίο. Μα τι έκανε τέλος πάντων, ήθελε να μας κάψει; Ευτυχώς υπήρχαν πολλές σειρές με φοιτητές μπροστά μας οπότε κρυβόμασταν από την έδρα, που ο καθηγητής συνομιλούσε με τη βοηθό του, μια νεαρή με πλούσιο στήθος. «Ώρα είναι να αρχίσει να ροχαλίζει», δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω τη σκέψη μου και άκουσα έναν ρόγχο. Μια δυνατή κλωτσιά όμως τον επανέφερε στην πραγματικότητα, με αυστηρό ύφος του έκανα νόημα να σταματήσει τις σαχλαμάρες, όπου να ήταν τελείωνα και θα ήταν ελεύθερος. Μου κούνησε κουρασμένα το κεφάλι του. Μόλις τελείωσα του παρέδωσα την κόλα και σηκώθηκα χαρούμενη να παραδώσω τη δική μου στην έδρα. Βγαίνοντας πέρασα από τη θέση μας χωρίς να του ρίξω ούτε ματιά, βγήκα στο προαύλιο και έφυγα αμέσως για το σπίτι χωρίς να περιμένω. Ξενυχτισμένη όπως ήμουνα, χρειαζόμουνα και εγώ ξεκούραση.  

Τα αποτελέσματα των μαθημάτων είχαν βγει και εγώ προς μεγάλη μου ανακούφιση αλλά και ικανοποίηση των γονιών μου, είχα περάσει όλα τα μαθήματα. Το θερινό εξάμηνο είχε ξεκινήσει, και εγώ βρισκόμουν ήδη με το μυαλό στις διακοπές του καλοκαιριού. Με βιβλία και σημειώσεις φορτωμένη, περνούσα από τους διαδρόμους του πανεπιστημίου ενώ οραματιζόμουν αμμουδιές, αγκαλιές, θάλασσα και αλμυρά φιλιά! Ώσπου ξαφνικά το όραμα ισοπεδώθηκε σαν κάστρο από άμμο, με τα βιβλία και τις σημειώσεις σκορπισμένες στο έδαφος. Τόσο αφηρημένη πια που δεν είχα δει το εμπόδιο που είχε ορθωθεί μπροστά μου;

Γονάτισα να μαζέψω τα πράγματα μου ρίχνοντας μια βιαστική ματιά στον τοίχο, όμως δεν ήταν τοίχος, αλλά άνθρωπος.

-Συγνώμη, απολογήθηκα σχεδόν πρόσχαρα, ήμουνα αφηρημένη δε σε πρόσεξα. Κι ο ‘‘τοίχος’’ έσκυψε δίπλα μου κι άρχισε να με βοηθάει να μαζέψω τα πεσμένα μου πράγματα. Εσένα σε ξέρω, είπα κοιτάζοντας τον πιο προσεχτικά.

-Αλήθεια; Με ρώτησε ειρωνικά. 

-Φυσικά, είσαι το παιδί που με άφησε να αντιγράψω! Σε ευχαριστώ. Του είπα όσο πιο απλά μπορούσα και σηκώθηκα κρατώντας τα πράγματα μου. Σηκώθηκε και εκείνος και πρόσθεσε στην στοίβα και τα υπόλοιπα.

-Ναι, φυσικά, είσαι η καθυστερημένη.

-Τι εννοείς; Τον ρώτησα πριν ξεκινήσω τον καυγά.

-Ότι είχες έρθει καθυστερημένα στο μάθημα που δίναμε.

-Α, αυτό! Δέσποινα. Λυπάμαι που δεν μπορώ να σου δώσω το χέρι. Είπα δείχνοντας του τα βιβλία και τα τετράδια που μόλις με είχε βοηθήσει να σηκώσω από κάτω

-Χρήστος. Χάρηκα.

-Κι εγώ. Λοιπόν πρέπει να φύγω, ευχαριστώ που με βοήθησες και τις δύο φορές και συγνώμη που έπεσα πάνω σου. Τα λέμε. Είπα και χωρίς να περιμένω απάντηση τον άφησα και έφυγα να πάω να συναντήσω την παρέα μου. Για χρόνια δεν είχα ιδέα τι εικόνα έδινα σε εκείνους που δε με ήξεραν, όχι ότι με ενδιέφερε ιδιαίτερα! Αρκετά χρόνια αργότερα μόνο, έμαθα από τον Χρήστο πόσο ξεμυαλισμένη, αλλόκοτη και εξωπραγματική φαινόμουνα και όχι μόνο στους άγνωστους αλλά στην πραγματικότητα και στους δικούς μου ανθρώπους. 

Εκείνο το ακαδημαϊκό έτος δεν ξαναμιλήσαμε με τον Χρήστο, κάποιες φορές όταν συναντούσα το βλέμμα του, σήκωνα το χέρι μου για να τον χαιρετήσω και εκείνος μου ανταπέδιδε τον χαιρετισμό με ένα νεύμα του κεφαλιού.

Ξαναμιλήσαμε ένα χρόνο περίπου μετά το συμβάν της σύγκρουσης, ήταν στις φοιτητικές εκλογές της σχολής μας! Καθόμουν έξω από την αίθουσα που ήταν στημένη η κάλπη και σκεφτόμουν αν έπρεπε ή όχι να ψηφίσω. Δυστυχώς οι νεολαίες είναι μικρογραφίες των κομμάτων που αντιπροσωπεύουν, τα άτομα που έχουν στρατολογηθεί λειτουργούν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Από το πώς ντύνονται αλλά κυρίως από το πώς συμπεριφέρονται, μπορείς να καταλάβεις σε ποιον πολιτικό χώρο ανήκουν! Μπορεί φυσικά κάποιος να μπερδευτεί ανάμεσα στις δυο μεγάλες δυνάμεις, των οποίων οι υποψήφιοι δεν είναι απλοί φοιτητές που χαίρονται την ηλικία τους και την ανεμελιά της φοιτητικής ζωής, αλλά πολιτικάντηδες «πρώτης» κλάσεως έτοιμοι να βουτήξουν στα βαθιά της πολιτικής ζωής, με σπουδαία οράματα για τη ζωή που τους περιμένει μέσα και έξω από τη βουλή. Πάνω στα έδρανα και μέσα στις βίλες και στα ακριβά αμάξια που θα αποκτήσουν από τους «κόπους» της  «αθώας» πολιτικής τους καριέρας.

«Αφού ήρθες, ας ψηφίσεις…» είπα στον εαυτό μου και σηκώθηκα από το πεζούλι, στάθηκα στην ουρά και περίμενα να πάρω τα ψηφοδέλτια. Με τα χέρια σταυρωμένα περίμενα να φτάσει η σειρά μου, ξάφνου γύρισε ο μπροστινός μου με κοίταξε από πάνω ως κάτω και πήρε μια φάτσα θυμωμένη. Μια στιγμή, αυτή την ‘‘ηλίθια’’ φάτσα κάπου την ήξερα. Φυσικά! Ο ‘‘ηλίθιος’’ που μου είχε επιτρέψει να τον αντιγράψω. Αφού μου το είχε επιτρέψει δεν υπήρχε λόγος να τον αποκαλώ ηλίθιο. Μετά από τη στιγμιαία διάθεση να του μαυρίσω το μάτι, που η υπενθύμιση της καλής του πράξης, με συγκράτησε, του χάρισα ένα πλατύ χαμόγελο και τον ρώτησα τι κάνει, επιπλέον σκέφτηκα να τον ρωτήσω αν είχε πάρει τα φάρμακα για την ψυχική του διαταραχή, αλλά αποφάσισα χάρη ευγενείας να είμαι πιο διακριτική. Εκείνος αφού γέλασε, δεν κατάλαβα για ποιον ακριβώς λόγο, μου απάντησε ότι είναι καλά και με ρώτησε με τη σειρά του πως ήμουν.

Αν και ήταν η δεύτερη φορά που μιλούσαμε ένιωθα οικειότητα μαζί του. Μάλιστα τον ρώτησα τι είχε σκοπό να ψηφίσει.

-Δεν έχω αποφασίσει ακόμα ποιο κόμμα κάνει τα καλύτερα πάρτι στη σχολή μας! Είπε κάνοντας με να γελάσω. Πες μου ότι δεν είναι ένας πολύ βασικός λόγος για να προτιμήσεις κάποιον; Εσύ μήπως έχεις καταλήξει; Είπε μειδιώντας.

-Όχι, δυστυχώς όχι, αν και έχω προβληματιστεί και εγώ πάνω σε αυτό το θέμα. Ένας φοιτητής νεολαίας που είχε ακούσει τα γέλια και τη συζήτηση μας, μας αγριοκοίταξε και μας επέπληξε.

-Κάποιος μόλις έχασε δυο ψήφους, είπε αρκετά δυνατά ο Χρήστος κάνοντας με να ξαναβάλω τα γέλια.

-Μπορείτε να κάνετε ησυχία; Είπε ενοχλημένος ο πολιτικάντης φοιτητής!  

-Γιατί ρε φίλε να κάνουμε ησυχία, μάθημα έχουμε ή εξεταστική; Αγρίεψε ο Χρήστος κι εγώ εντελώς αυθόρμητα έκανα να τον συγκρατήσω. Μέσα στα χέρια μου ένιωσα το μπράτσο του πέτρα. Γυμνάζονταν; Και δεν του φαινόταν! Στο άγγιγμα μου στράφηκε και με κοίταξε με ένα βαθύ, απορημένο βλέμμα.

-Έτοιμος για καυγά. Του είπα για να βγω από την αμηχανία της κίνησης μου, ελευθερώνοντας του το μπράτσο.

-Συγνώμη. Μουρμούρισε σχεδόν μέσα από τα χείλη του. Μείναμε αμίλητοι μέχρι να φτάσει η σειρά μας να μπούμε στο παραβάν και να ψηφίσουμε. Όχι φυσικά επειδή δώσαμε σημασία στα λόγια του μπούλη της συγκεκριμένης πολιτικής παράταξης, απλά επειδή υπήρξε ηλεκτρισμός ανάμεσα μας μετά το άγγιγμα μου. Ποτέ ως τότε δε μου είχε συμβεί κάτι τέτοιο, άντρες πολύ ωραιότεροι του, που υπήρξα ερωτευμένη μαζί τους, παράφορα, όπως είχα πιστέψει κάποτε και δε με είχαν συνεπάρει στο ελάχιστο. Και ξάφνου με ένα αγόρι, μικρότερο μου, κατά ένα έτος, εμφανισιακά μέτριο προς το αδιάφορο κι όμως με ένα άγγιγμα τυχαίο, ήταν λες και είχε μεταφερθεί ολόκληρος μέσα μου. 

Αφού έριξα την ψήφο μου στην κάλπη, σε μια νεολαία κόμματος που ούτε ήξερα ότι υπήρχε, βγήκα στον προαύλιο χώρο. Διακριτικά κοίταξα γύρω μου μήπως και τον έβρισκα μα δεν τον είδα πουθενά. «Καλύτερα έτσι», σκέφτηκα και έφυγα βιαστικά για το σπίτι μου. Τις επόμενες μέρες που πήγαινα στη σχολή, ήλπιζα ότι θα τον συναντούσα αν και υποκρινόμουν ότι είχα ξεχάσει το θέμα και ότι δεν είχε συμβεί τίποτα. –Και ουσιαστικά δεν είχε συμβεί- Το είχα ρίξει στο διάβασμα και στις βόλτες με φίλες και το τότε αγόρι μου, ένα φοιτητή ένα χρόνο μεγαλύτερο από εμένα. Δεν είχα μιλήσει σε κανέναν για το συμβάν. Και τι να πω άλλωστε; Πως εξηγείς αντικειμενικά ένα συναίσθημα; Σε όποια και να το έλεγα θα βιαζόταν να καταλήξει ότι ήμουν ερωτευμένη με εκείνον τον μυστήριο τύπο. Κι όμως ήμουνα σίγουρη ότι εδώ δεν πρόκειται για έρωτα, μα για εκατό τις εκατό καθαρή φιλία. Τα βράδια μόνο όταν ξάπλωνα αναρωτιόμουνα αν είχε νιώσει και εκείνος το ίδιο ή μήπως ήταν απλά η ιδέα μου; Αν είχε νιώσει κάτι, γιατί εξαφανίστηκε αφού ψήφισε και δεν έμεινε να με περιμένει; «Μα ακριβώς γι αυτό», μου φώναζε ο εαυτός μου, «ένιωσε αμήχανα»! Μετά από λίγο βέβαια άλλαζε πάλι γνώμη ο εαυτός μου, ή ίσως πάλι υπήρχαν δύο φωνές μέσα μου που διαφωνούσαν και ήθελαν να επιβάλουν τη δική τους γνώμη ως σωστή.

Τον ξαναείδα αφού είχε περάσει το Πάσχα και πλησίαζε η θερινή εξεταστική. Ήταν απόγευμα, μόλις είχα φύγει από τη σχολή για να επιστρέψω σπίτι μου, προσπερνώντας μία στάση λεωφορείου πρόσεξα ότι ένα ζευγάρι αντάλλασε παθιασμένα φιλιά. Συνήθως όταν πετυχαίνω ερωτευμένους, προσπαθώ να είμαι διακριτική, το συγκεκριμένο όμως αγκάλιασμα είχε κάτι τόσο έντονο που μου τράβηξε την προσοχή, και πάνω στο χώρισμα πρόσεξα ότι ο εραστής ήταν ο Χρήστος. Σκύβοντας το πρόσωπο μου ώστε να μη με προσέξει, επιτάχυνα το βήμα μου κι έφυγα. Το βράδυ που ξάπλωσα στο κρεβάτι μου, επανήρθε στη μνήμη μου το έντονο αγκάλιασμα του Χρήστου με εκείνο το κορίτσι, το σκεφτόμουν και προσπαθούσα να ανιχνεύσω τι εντύπωση μου είχε κάνει. Ρώταγα και ξαναρώταγα τον εαυτό μου αν είχε νιώσει κάποιου είδους ζήλια μικρή ή μεγάλη, αλλά όχι, δεν υπήρχε κανένα τέτοιου είδους συναίσθημα.

Στο τέλος αποφάνθηκα ότι όλα είναι καλά, μου έδωσα δίκιο για το αρχικό συμπέρασμα ότι όλος εκείνος ο ηλεκτρισμός δεν οφειλόταν σε ερωτικό σκίρτημα και κοιμήθηκα ήσυχα. Και η ακαδημαϊκή χρονιά έδωσε τη θέση της στην εξεταστική. Μα το καλοκαίρι είχε μπει και η διάθεση για το διάβασμα ήταν μειωμένη, αντιθέτως η όρεξη για συναυλίες και άλλου είδους μουσικά event αυξημένη. Σε μια συναυλία ροκ ήταν που συναντηθήκαμε και ξαναμιλήσαμε. Εγώ είχα πάει με το αγόρι μου και έναν φίλο του, περιμέναμε να έρθει και μια συμφοιτήτρια μου, όμως εκείνη καθυστερούσε. Οι πρώτες νότες από τις κιθάρες είχαν αρχίσει να ακούγονται. Αντιλαμβανόμενη την ανυπομονησία τους, τους παρότρυνα να μπουν μέσα, θα περίμενα μόνη τη φίλη μου και όταν θα ερχόταν θα πηγαίναμε να τους συναντήσουμε. Αφού τους διαβεβαίωσα ότι δε με πείραζε τους έδιωξα και έμεινα μόνη.

Κι ενώ περίμενα να δω τη φίλη μου, εμφανίστηκε ένα άλλο σε εμένα οικείο πρόσωπο. Δεν ξέρω για ποιο λόγο, πιθανόν επειδή βαριόμουνα περιμένοντας μόνη μου τη Νατάσσα δέκα ολόκληρα λεπτά, φώναξα το όνομα του. Ο Χρήστος στράφηκε προς τη μεριά μου, τον είδα να λέει κάτι στο φίλο του και ύστερα με πλησίασε.

-Τι κάνεις; Του είπα και τον φίλησα στο μάγουλο. Μα τι στην ευχή μου συμβαίνει αναρωτήθηκα το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο.

-Καλά. Κι εσύ;

-Καλά. Στα πιο παράξενα μέρη συναντιόμαστε. Θέλησα να κάνω μια διαπίστωση.

-Πράγματι, όπου μαζεύει φοιτητόκοσμο και εμείς οι δύο μέσα. Είπε και χαμογέλασε.

-Τελικά ίσως να μην είναι και τόσο παράξενα. Παραδέχτηκα ως άστοχη την παρατήρηση μου. Λοιπόν, να μη σε καθυστερώ, είπα θέλοντας να τον διώξω, φοβισμένη μην πω άλλη βλακεία.

-Τα λέμε μέσα. Είπε και μου χαμογέλασε.

-Ναι.

Πέντε λεπτά ύστερα από την εμφάνιση του Χρήστου, έφτασε και η Νατάσσα. Σταθήκαμε για λίγο έξω από το χώρο που γινόταν η συναυλία, για να με ρωτήσει πως μου φαινόταν και μπήκαμε μέσα. Πηγαίνοντας να βρούμε το αγόρι μου, το βλέμμα μου συνάντησε εκείνο του Χρήστου, του χαμογέλασα όμως βιάστηκα να τραβήξω το βλέμμα μου μακριά. Φτάνοντας στο αγόρι μου, του έσκασα ένα βιαστικό φιλί στο μάγουλο και εκείνος πέρασε το χέρι του γύρω από το λαιμό μου. Πόσο άβολα ένιωθα όταν με έπιανε έτσι, έκανα μια δυο κινήσεις να βολευτώ στο άγαρμπο αγκάλιασμα του και έμεινα εκεί. Όσο κι αν το βλέμμα μου μαγνητιζόταν προς την κατεύθυνση που βρισκόταν ο Χρήστος, δεν τόλμησα να κοιτάξω άλλο προς τα εκεί. Κι όταν κάποια στιγμή το έκανα εκείνος πλέον έλειπε.

-Δεν έλεγε και πολλά η συναυλία. Εσένα πως σου φάνηκε; Ήταν η πρώτη του φράση όταν με συνάντησε στη σχολή τη Δευτέρα.

-Τι να σου πω, δεν σκαμπάζω και πολλά από ροκ.

-Όχι; Και τι είδους μουσική ακούς; Σουξεδάκια της εποχής;

-Ούτε. Μου αρέσει το ρεμπέτικο.

-Πες μου ότι συχνάζεις σε τεκέδες με ναργιλέδες;

-Κάπως έτσι.

-Είσαι παράξενο πλάσμα. Όχι ότι δεν το είχα καταλάβει.

-Ώστε το είχες καταλάβει;

-Το είχα φανταστεί. Και στη ροκ συναυλία σε κουβάλησε ο φίλος σου;

-Όχι ακριβώς, απλά η φίλη μου ήθελε να γνωρίσει έναν τύπο και πήγα για χάρη της.

-Ώστε πήγες να κάνεις προξενιό!

-Περίπου. Πάντως ο φίλος μου, που θεωρείται ότι είναι γνώστης της ροκ θεώρησε ότι ήταν μια καλή συναυλία.

-Εμείς δεν αντέξαμε πάνω από μισή ώρα.

-Α! φύγατε;

-Ώστε δεν έγινε αισθητή η απουσία μου; Τον κοίταξα και του χαμογέλασα. Από μακριά είδα ένα κορίτσι να μας πλησιάζει. Φυσικά δεν ήταν άλλο από το κορίτσι της στάσης. Ήρθε να ‘‘σημαδέψει’’ την περιοχή της και να κάνει κατανοητό ότι το αγόρι αυτό της ανήκει. Χάρισμα σου σκέφτηκα από μέσα μου, ο δικός μου είναι τρεις φορές πιο όμορφος από τον Χρήστο. Είναι ψηλός, ενώ ο Χρήστος με το ζόρι χαρακτηρίζεται μετρίου αναστήματος, έχει μπλε μάτια και μαύρα μαλλιά, ενώ το αγόρι σου είναι καστανό, ο δικός μου έχει χαμόγελο λες και βγήκε από διαφήμιση οδοντόκρεμας, ενώ ο δικός σου προτιμάει να χαμογελάει με κλειστά τα χείλη. Ο δικός μου είναι αδύνατος με γυμνασμένο κορμί, ενώ ο δικός σου μόνο ως γυμνασμένος δεν μπορεί να χαρακτηριστεί, άσε που έχει και τα κιλάκια του. Αυτά ήταν όσα σκεφτόμουνα, την ώρα που απομακρυνόμουνα πικαρισμένη από κοντά τους και εκείνη δεχόταν τα φιλιά και την αγκαλιά του. Κι όχι, σε καμία περίπτωση δεν ήθελα να βρίσκομαι εγώ στη θέση της.

Να όμως που ερχόταν και το δικό μου αγόρι, όμως δεν ήταν μόνο του, περπατούσε πλάι πλάι με μια κοπέλα, που δεν ήταν άλλη από τη φίλη μου τη Νατάσσα. Φαίνονταν να απολαμβάνουν την παρέα ο ένας του άλλου. Μα καλά αυτή το Σάββατο που είχε έρθει στη συναυλία δεν ήταν για να γνωρίσει τον φίλο του δικού μου ή μήπως απλά ήθελε να περάσει το χρόνο της με τον δικό μου; «Πάψε Δέσποινα!» Μάλωσα τον εαυτό μου «Μην είσαι καχύποπτη, την ξέρεις τόσα χρόνια τη Νατάσσα και ο Μιχάλης, σου είναι τόσο αφοσιωμένος!» Τους πλησίασα χαμογελαστή, και όπως περίμενα το αγόρι μου, με άρπαξε από τη μέση και μου έδωσε ένα παθιασμένο φιλί στο στόμα. Είδα τη Νατάσσα να χαμογελάει κάπως αμήχανα όταν χωριστήκαμε από το φιλί, και αφού μας χαιρέτησε, απομακρύνθηκε. «Όντως ο Μιχάλης είναι αφοσιωμένος σε μένα, αλλά πρέπει να έχω το νου μου σε αυτή τη σιγανοπαπαδιά» τσέκαρα στο μυαλό μου.             

Ο Χρήστος δε με προβλημάτισε άλλο εκείνον τον καιρό, κοιμόμουνα ευτυχισμένη τον ύπνο του δικαίου και ετοιμαζόμουνα για ένα υπέροχο καλοκαίρι με νησιά, αγκαλιές και χάδια, αφού πρώτα πέρναγε η εξεταστική περίοδος. Όμως κατά τα μέσα της εξεταστικής ο Μιχάλης απέρριψε όλα τα σχέδια μου για κοινές διακοπές, αραδιάζοντας μου ένα σωρό δικαιολογίες. Στην επιμονή μου μάλιστα, μου είπε ότι τον πιέζω και ότι θα προτιμούσε να επικεντρωθεί στην εξεταστική του και στο πτυχίο του, που ήθελε να το πάρει χωρίς καθυστέρηση. Όλη του αυτή η συμπεριφορά με έβαλε σε υποψίες, και μην έχοντας πλέον μυαλό να διαβάσω, κοβόμουν στο ένα μάθημα πίσω από το άλλο.

Τον Ιούλιο αποφάσισε ότι δεν ήθελε πλέον να είμαστε μαζί και ότι πολύ είχε τραβήξει αυτό το αστείο. Μα πόσο χαζή ήμουνα, πως εγώ πίστευα ότι όλα πήγαιναν καλά, ενώ αυτός έβλεπε τη σχέση μας σαν κακόγουστο αστείο; Φυσικά δεν είχα βλέψεις, ούτε περίμενα ότι ο Μιχάλης ήταν εκείνος ο ένας που θα μπορούσα να ζήσω ολόκληρη τη ζωή μου πλάι του, όμως εδώ έφτανε στο άλλο άκρο! Δεν υποστήριζε τουλάχιστον ότι όσα περάσαμε ήταν όμορφα αλλά είχαν τελειώσει, αντιθέτως υποστήριζε μέσα στα μούτρα μου ότι ήμουνα μια ηλίθια, που ονειροβατούσε όταν εκείνος πνιγόταν. Παρά ταύτα είχε περάσει δυο χρόνια μαζί με μια χαζή. Προσπαθούσα να σκεφτώ αν είχα κάνει κάτι που μπορεί να τον είχε πειράξει και να τον είχε κάνει επιθετικό απέναντι μου, όμως δεν έβρισκα τίποτα. Την εξήγηση μου την έδωσε ο ίδιος χρόνια αργότερα! Ήμουν ισχυρίστηκε τόσο άψογη –υπερβολές, το ξέρω- που δεν έβρισκε τίποτα στραβό πάνω μου να πιαστεί. Ήξερε ότι ήταν λάθος να με αφήσει όμως ήταν πιτσιρικάς και είχε βαρεθεί, επιπλέον είχε κουνήσει και την ουρίτσα της η φιλενάδα μου η αντροχωρίστρα. Το «Συγνώμη» του ήρθε τόσα χρόνια αργότερα, που πλέον δεν είχε καμία σημασία για μένα, ο τρόπος που με χώρισε δεν άφηνε περιθώρια ούτε για δεύτερες ευκαιρίες ούτε καν για μια φιλική σχέση! Φυσικά μου άνοιξε τα μάτια ώστε να μην είμαι τόσο καλοπροαίρετη και φιλική με όποια μου πούλαγε φιλία!     

Μετά από έναν τέτοιον χωρισμό, ήταν αναμενόμενο να περάσω ένα καλοκαίρι χάλια. Πιο συγκεκριμένα ήμουν κλεισμένη στο δωμάτιο μου και έκλαιγα ή έκανα όνειρα εκδίκησης. Το δεύτερο ως ένα βαθμό ήταν πιο λυτρωτικό! Ειδικά τις στιγμές που εγώ κυκλοφορούσα, νοερά πάντα, με τον πιο γόη πρωταγωνιστή της τηλεόρασης και εκείνος έσκαγε από τη ζήλεια του. Ή όταν τον φανταζόμουν να έρχεται γονατιστός και να μου ζητάει συγνώμη, φυσικά όλα αυτά τα σενάρια δεν είχαν καμιά σχέση με την πραγματικότητα. Στην εξεταστική του Σεπτεμβρίου ούτε που μπήκα στον κόπο να εμφανιστώ. Στο πανεπιστήμιο πλέον πήγαινα μόνο για να παρακολουθήσω κάποιο μάθημα, δεν είχα κουβέντες με τους συμφοιτητές μου, είχα αποκοπεί και απομονωθεί απ’ όλους.

Η χειμερινή εξεταστική είχε ξεκινήσει και εγώ χρωστούσα ήδη δέκα μαθήματα, τα τέσσερα κληρονομιά από το χάλι του Μιχάλη. Δύο από το εξάμηνο του καλοκαιριού και άλλα δύο από την περίοδο που εγώ πίστευα ότι όλα πήγαιναν καλά. Αφού συνήρθα από την ήττα του χωρισμού μας, αποφάσισα ότι καλό θα ήταν να στρωθώ στο διάβασμα και να ξεμπερδεύω με τα μαθήματα και την σχολή. Δεν ήθελα να είμαι για πάντα φοιτήτρια, ήθελα να ξεμπερδεύω, να βρω μια δουλειά και να μην με ταΐζουν άλλο οι γονείς μου. Αποφασισμένη να πάρω το πτυχίο μου στην ώρα του. Άφησα κατά μέρος τα φλερτ και τους έρωτες, τι στην ευχή δε με είχαν πάρει τα χρόνια και κυνηγούσα καθηγητές για εργασίες και σημειώσεις. Το Χρήστο δεν τον είχα συναντήσει κατά την διάρκεια όλου το χειμερινού εξαμήνου, και ήταν  φυσικό αφού πήγαινα μόνο στα μαθήματα μου και έφευγα αμέσως μετά το τέλος της παράδοσης χωρίς καθυστερήσεις.

Ήταν απόγευμα και έπρεπε να δώσω ένα από τα δύο μαθήματα που χρωστούσα από το προηγούμενο χειμερινό εξάμηνο. Όπως πάντα μπήκα καθυστερημένη και έκατσα όπου βρήκα ελεύθερη θέση. Αδιάφορα κοίταξα δίπλα μου. Ο Χρήστος έχοντας στηρίξει το κεφάλι του στο χέρι του με κοίταζε. Ύστερα μου πρότεινε την κόλα του, του χαμογέλασα και γύρισα στη δική μου. Καλοδιαβασμένη αυτή τη φορά, δεν χρειαζόμουν τη βοήθεια του, μόλις τελείωσα τον κοίταξα και με νόημα τον ρώτησα πως τα πήγαινε, εκείνος μου έδωσε να καταλάβω ότι τα πήγαινε μέτρια, αν και είχα σκοπό να φύγω αποφάσισα να μείνω και να τον αφήσω να δει από την κόλα μου. Μόλις τελείωσε, παραδώσαμε μαζί τα γραπτά μας και βγήκαμε από την αίθουσα εξετάσεων.

-Ευχαριστώ.

-Παρακαλώ. Σου το χρωστούσα, τώρα είμαστε πάτσι.

-Μη λες βλακείες, δε μου χρωστούσες τίποτα.

-Ωραία, τότε μου χρωστάς εσύ. Είπα και γέλασα.

-Τι θα κάνεις τώρα;

-Λέω να πάω σπίτι.

-Δε θες να πάμε για ένα καφέ; Γνωριζόμαστε τόσο καιρό και δεν έχουμε πιει ένα καφέ μαζί, σαν συμφοιτητές! Για μια στιγμή σκέφτηκα να του αρνηθώ, αλλά μετά από τόσο καιρό κλεισμένη στο σπίτι αποφάσισα να πω το ναι. Αλλά του εξήγησα ότι δε θα μέναμε για πολύ. Κάτι όμως που δεν κράτησα, αφού μείναμε οι δυο μας στην καφετέρια από τις έξι που τελειώσαμε με το μάθημα ως τις δέκα περίπου.

Επέστρεψα στο σπίτι μου με κάποιου είδους ενθουσιασμό, όχι ερωτικό, κάθε άλλο! Όμως η παρέα μαζί του με είχε αναζωογονήσει. Ήταν ευχάριστη έκπληξη που μπορούσα να μιλήσω μαζί του για διάφορα θέματα. Είχε χιούμορ, και μπορούσες να διαφωνήσεις μαζί του χωρίς να χρειαστεί να μαλώσεις. Ήταν υπέροχο να νιώθω με κάποιον τόσο άνετα, μετά από τόσους μήνες που είχα κλειστεί στο σπίτι και δεν ήθελα να βλέπω άνθρωπο. Δεν είχα εμπιστοσύνη σε κανέναν, να όμως που υπήρχε κάποιος που έκανε τη διαφορά. Μακάρι να μπορούσε να κρατήσει η φιλία μας για πάντα, σκέφτηκα το βράδυ πριν αποκοιμηθώ στο μονό μου κρεβάτι.

Το επόμενο εξάμηνο κάναμε συχνά παρέα, πάντα όμως κρατούσαμε και οι δυο μας τους τύπους και τις αποστάσεις. Δε μας ενδιέφεραν τα λόγια των υπόλοιπων συμφοιτητών μας για τη στενή παρέα που κάναμε, εμείς ξέραμε ότι ήμασταν απλά δυο φιλαράκια που δεν υπήρχε λόγος να υποτροπιάσουμε μιας και δεν θέλαμε να χαλάσουμε την αγνότητα στη φιλία που υπήρχε ανάμεσα μας. Και ναι, προς πείσμα όλων μπορούσαμε να αποδείξουμε ότι μπορεί να υπάρξει φιλία ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα, χωρίς να υποβόσκει έρωτας. Το εξάμηνο τελείωσε, εγώ είχα περάσει όλα μου τα μαθήματα και ήρθε η ώρα της ορκωμοσίας και του πτυχίου. Μέσα στους παρευρισκόμενους βρισκόταν και ο Χρήστος, δε μου πήρε κάποιο δώρο, ούτε ήρθε με λουλούδια, αλλά με τα χέρια στις τσέπες, δεν ήμουν άλλωστε το κορίτσι του, όμως ήταν εκεί. Αν πήγα εγώ στη δική του ορκωμοσία; Δε νομίζω ότι έχει πάρει ακόμα το πτυχίο του. Οι πρόβες με την μπάντα του, για την οποία έμαθα καιρό αργότερα, του έτρωγαν πολύ χρόνο και ενέργεια.

Με συνομιλίες στα chat, στα κινητά και βόλτες περάσαμε παρέα ενάμιση χρόνο. Ύστερα βρήκα δουλειά, φυσικά εντελώς άσχετη με το αντικείμενο μου, αλλά αυτές είναι λεπτομέρειες, και έτσι χαθήκαμε. Ανταλλάσαμε από κάποιο μήνυμα στο κινητό αλλά και αυτά με τον καιρό αραιώσαν, στο τέλος αρκεστήκαμε να ευχόμαστε στις γιορτές και στα γενέθλια. Δεν ήξερα που βρισκόταν, δεν τον αναζητούσα, πιθανόν ούτε κι εκείνος εμένα, μπερδεμένοι μέσα στις υποχρεώσεις της καθημερινότητας αποφασίσαμε ότι δεν ήταν απαραίτητος ο ένας στη ζωή του άλλου! Άλλωστε πόσοι και πόσοι φίλοι δεν έχουν χαθεί με τον ίδιο τρόπο, ζώντας ο καθένας από εμάς στο μεγαλείο της εγωκεντρικής καθημερινότητας του.

Είναι λυπηρό να σκέφτεσαι πόσα πράγματα έχεις ζήσει με κάποιους ανθρώπους, πόσα έχετε μοιραστεί, πόσο σημαντικός μπορεί να υπήρξε ο άλλος στη ζωή σου και όμως έρχεται η ώρα που όλα αυτά αποτελούν ένα ξεχασμένο παρελθόν που ίσως στο θυμίσει κάποια παλιά φωτογραφία τραβηγμένη σε ανέμελες στιγμές. Έτσι και εγώ με τον Χρήστο είχαμε αφήσει πίσω μας ο ένας τον άλλον και προχωρούσαμε μπροστά. Όμως στην πραγματικότητα απλά είχαμε αφήσει πίσω μας την πρώτη φάση της γνωριμίας και της σχέσης μας. Η πραγματική ιστορία μας θα ξεκινούσε λίγα χρόνια αργότερα. Θα ήταν μια παράξενη και απότομη για εμένα επανασύνδεση, που θα επιφύλασσε εκπλήξεις, αγωνίες, θλίψη, ενθουσιασμό και που θα αποδείκνυε περίτρανα ότι είχα χάσει το στοίχημα που είχα βάλει. Γιατί αυτό που προσπάθησα να αποφύγω παρέμενε κρυμμένο κάτω από σωρούς κιτρινισμένων φύλλων, που είναι οι αναμνήσεις, έτοιμο να ξεσπάσει και να μας παρασύρει.

 

 

-.- -.-.- -.-

 

 

Κουράστηκα με το πρώτο μέρος της διήγησης, ξεχνούσα κομμάτια καθώς έγραφα και αναγκαζόμουν να βάζω αστερίσκους και να τα προσθέτω παρακάτω από τη σωστή ροή, όταν τα θυμόμουν. Ειλικρινά δεν ξέρω αν θα μπορέσει να με βοηθήσει αυτό το ταξίδι στο παρελθόν, αλλά θεωρώ ότι πρέπει να συνεχίσω την προσπάθεια, είναι πολύ νωρίς για να τα παρατήσω. Πάντως είναι όμορφες αναμνήσεις, με την επικάλυψη της νοσταλγίας που νιώθω. Βέβαια τα άσχημα ήρθαν αργότερα. Δεν έχω φτάσει στις κακές στιγμές ακόμα, αν και δε θα μπορέσω να το αποφύγω, εκτός κι αν εγκαταλείψω τελικά την προσπάθεια. Για την ώρα λέω να μπω στη δεύτερη φάση! Όλοι έχουν να λένε πόσο λυτρωτική είναι η διαδικασία της γραφής όσων κρύβεις μέσα σου! Ας συνεχίσω λοιπόν κι ας δούμε που θα με πάει.

Δεν ανησυχώ πλέον ότι κάποιος θα μπει στον κόπο να διαβάσει το γραπτό μου, μόλις δει τόσους αστερίσκους και μουτζούρες θα παρατήσει κάθε προσπάθεια.

 

ΣΤΑΔΙΟ ΠΡΩΤΟ : ΜΑΖΙ ΣΟΥ!  ----- ΦΑΣΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

-----ΜΙΑ ΠΕΡΙΕΡΓΗ ΣΧΕΣΗ ΠΟΛΛΩΝ ΔΙΑΣΤΑΣΕΩΝ-

Επιστρέφοντας μια μέρα από τη δουλειά συνάντησα τυχαία έναν συμφοιτητή και φίλο του Χρήστου. Τον είχα γνωρίσει την εποχή που κάναμε παρέα. Τον ρώτησα αν έβλεπε κανέναν από την σχολή και άρχισε να μου αραδιάζει τα νέα με όλες τις λεπτομέρειες από κάθε γνωστό αλλά και άγνωστο που είχε περάσει από την γεωπονική. Αν και ήμουν κουρασμένη και ήθελα επειγόντως να επιστρέψω σπίτι μου, καθόμουν εκεί στη μέση του δρόμου και άκουγα για όλους τους πιθανούς συναδέλφους μου. Δεν ξέρω κι εγώ τι περίμενα να ακούσω και δεν έβρισκα μια δικαιολογία να φύγω. Το γεγονός είναι, ότι παρέμεινα και έτσι ενημερώθηκα ότι εκείνες τις μέρες είχε παρουσιαστεί στον στρατό ο Χρήστος. Στην ανάμνηση του χαμογέλασα και έκανα σημείωση στο μυαλό μου να επικοινωνήσω μαζί του μόλις βρω χρόνο. Και το επόμενο απόγευμα του έστειλα ένα απλό μήνυμα με την ευχή «ΚΑΛΗ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΘΥΤΕΙΑ», Το λες τυπικό και σχεδόν αδιάφορο! Αντί όμως για ένα επίσης τυπικό, ευχαριστήριο μήνυμα έλαβα το εξής:

«Η μαμά πατρίδα αποφάσισε να κάνει ένα ακόμα από τα τέκνα της ΆΝΤΡΑ, προσπάθησα να την πείσω ότι δεν είναι ανάγκη και ότι θα έβρισκα από μόνος μου το δρόμο μου, αλλά στάθηκε αδύνατο!»

Μέσα σε πέντε λεπτά του έστειλα την απάντηση.

«Δηλαδή όταν θα απολυθείς θα ξεχειλίζεις από τεστοστερόνη;»

και έπειτα από δύο έλαβα την δική του:

«Ήδη ξεχειλίζω και απορώ πως δεν το είχες καταλάβει; Ή μήπως γι’ αυτό χάθηκες;»

 Το χόντραινε το παιχνίδι ο φαντάρος, αλλά τι πείραζε ήταν μακριά οπότε ακίνδυνος, ας του έδινα λοιπόν κι εγώ τροφή να έχει να ασχολείται στην σκοπιά ή στην αγγαρεία.

«Δεν χάθηκα, ξέρεις πολύ καλά που βρίσκομαι. Θα μετράω τις μέρες μέχρι να απολυθείς και μέχρι τότε θα κοιμάμαι ήσυχη που θα ξέρω ότι ένα καθαρόαιμο αρσενικό φυλάει τα σύνορα!»

Μετά από δέκα λεπτά ξαναχτύπησε το κινητό μου.

«Δεν χρειάζεται να περιμένουμε τόσο, την άλλη Παρασκευή ορκίζομαι και έχω ολιγοήμερη άδεια, θα φροντίσω όμως να σου αφιερώσω λίγο από τον χρόνο μου. Δεν είμαι ακόμα στα σύνορα οπότε δεν πρέπει να κοιμάσαι από τώρα ήσυχη».

Και είναι γεγονός ότι λίγο καιρό μετά έχασα πράγματι τον ύπνο μου, εξαιτίας του. Όμως τότε όλα αυτά τα ανόητα μηνύματα μου φαίνονταν απλά παιδιαρίσματα και αθώα αστεία μεταξύ δυο παλιών φίλων. Ούτε που μου περνούσε από το μυαλό ότι η στέρηση του σε γυναίκα μπορεί να τον είχε φτάσει σε βαθμό να φλερτάρει μια φίλη του και πολύ περισσότερο να εννοεί όσα έγραφε. Απλά βρήκε μια δικαιολογία να βρεθούμε και να ανταλλάξουμε τα νέα μας μετά από τόσο καιρό, και γιατί όχι, σε τι θα έβλαπτε μια αθώα συνάντηση με έναν παλιό συμφοιτητή μου. Οπότε του απάντησα.

 «Έγινε, μόλις πάρεις την άδεια επικοινώνησε, φιλιά, καληνύχτα!»

Και δεν ασχολήθηκα για λίγες μέρες με τον νεοσύλλεκτο, παρά με τη δουλειά, το σπίτι και το νέο μου αμόρε, ένα μελαχρινό άντρα βγαλμένο από τα ρομάντζα. «Τι κρίμα» σκέφτηκα ειρωνικά κάποια στιγμή «αν έχει τίποτε στο μυαλό του το αγόρι με τα χακί, πάλι πιασμένη θα με βρει». Μόνο που τότε δε γνώριζα ότι ήταν λάθος που είχα κουνήσει κόκκινο πανί του ταύρου, και ότι αφού είχε βάλει στο μυαλό του κάτι, θα γινόταν ο κόσμος να χαλούσε.         

Οι μέρες είχαν περάσει και εγώ είχα ξεχάσει τα μηνύματα που είχα ανταλλάξει μια εβδομάδα νωρίτερα με το φαντάρο. Ο Δάνης μετά από μια παθιασμένη ολονυκτία στο σπίτι μου, είχε φύγει για το δικό του, αφήνοντας με μόνη μου να στενοχωριέμαι που άλλο ένα σαββατοκύριακο έφτανε στο τέλος του. Στην πραγματικότητα στενοχωριόμουν που την επόμενη μέρα θα έπρεπε να δω τη φάτσα της προϊσταμένης μου, αλλά έτσι είναι η ζωή, σκληρή. Επέστρεψα στο κρεβάτι μου, σκεπάστηκα με τις κουβέρτες και άνοιξα την τηλεόραση γυρίζοντας με το τηλεχειριστήριο όλα τα κανάλια μη βρίσκοντας τίποτα αξιόλογο να δω. Ο ήχος του κινητού μου με ειδοποίησε ότι είχα μήνυμα. Στο μυαλό μου ήρθε αμέσως ο Δάνης. Θα  μου είχε στείλει πάλι κανένα από εκείνα τα πικάντικα μηνύματα του, σκέφτηκα και χαμογέλασα. Ανυπόμονα πήρα το κινητό στα χέρια μου να διαβάσω το μήνυμα αλλά προς μεγάλη μου έκπληξη ήταν άλλος ο αποστολέας του.

«Ελπίζω να κρατάς τις υποσχέσεις σου, σε μία ώρα θα σε περιμένω στην πλατεία στο Γκάζι να πιούμε τον καφέ μας και να ανταλλάξουμε τα νέα μας».

Ουπς, τον είχα ξεχάσει αυτόν! Κοίταξα το ρολόι μου, η ώρα πλησίαζε οχτώ, μα καλά είναι σοβαρός, τέτοια ώρα τέτοια λόγια σκέφτηκα! Τελευταία στιγμή που το θυμήθηκε μπορούσα εύκολα να του αρνηθώ βρίσκοντας μια οποιαδήποτε δικαιολογία. Πάτησα το πλήκτρο της απάντησης, ενώ συνέχισα να αλλάζω κανάλια με το άλλο χέρι, καθώς έψαχνα τι να του γράψω. Όμως η τηλεόραση, όπως 9/10 συμβαίνει, επέμενε να μην έχει τίποτε αξιόλογο ώστε να με κρατήσει σπίτι. Στο τέλος έκλεισα την τηλεόραση παρατημένη, και αποφάσισα να συναντηθώ με το Χρήστο. Από το να μιζεριάζω σπίτι με TV καλύτερα να έβγαινα έξω να ξεχάσω και τη φάτσα της αντροχωρίστρας προϊσταμένης μου. Έστειλα ένα απλό «ΟΚ» στον Χρήστο και σηκώθηκα να ετοιμαστώ. Φόρεσα ότι πιο ζεστό βρήκα στην ντουλάπα μου, ξέμπλεξα το μαλλί μου που μου το είχε μπερδέψει πολύ το αγόρι μου στην χθεσινοβραδινή μας πάλη, και από βάψιμο λίγα πράγματα, ελάχιστο ρουζ, μάσκαρα και λίγο κραγιόν. Ανανέωσα το άρωμα μου, ποτέ δεν ξεχνάω να βάλω άρωμα όταν είναι να βγω από το σπίτι, ακόμα και αν είναι απλά να πάω ως το περίπτερο, και ξεκίνησα για το σημείο του ραντεβού μας. Πλησιάζοντας τον είδα να κάθεται σε ένα παγκάκι και να τρίβει τα χέρια του, τι καλά που εγώ είχα βάλει γάντια. Μια ιδέα πέρασε από το μυαλό μου καθώς τον είδα να με περιμένει. «Έχει γούστο να πήρε στα σοβαρά τα όσα του είχα γράψει στα μηνύματα και να μου ριχτεί». Ήλπιζα  να μην το έκανε γιατί θα τελείωνε άδοξα η έξοδο μας. Άλλωστε είχα σχέση με έναν υπέροχο τύπο! Δε θα θυσίαζα ποτέ τον Δάνη για κάποιον σαν τον Χρήστο. «Έχε το νου σου!» προειδοποίησα τον εαυτό μου και κατευθύνθηκα προς το παλιό μου φιλαράκι από τη σχολή.

Μόλις με πρόσεξε σηκώθηκε αμέσως από το παγκάκι και με πλησίασε, δίνοντας μου απλά ένα χλιαρό φιλί στο μάγουλο. Όλα καλά μέχρι εδώ, σκέφτηκα και χαλάρωσα. Δεν πρόλαβα να τον ρωτήσω πολλά, είχε φάει τόσο κρύο μιας και είχε φτάσει πολύ ώρα νωρίτερα από μένα, που με πήρε αμέσως και χωθήκαμε στην πρώτη καφετέρια που βρέθηκε μπροστά μας. Εκείνη την ώρα άδειασε ένα τραπεζάκι και σπεύσαμε να καθίσουμε μη μας το προλάβουν. «Άγια ζέστη» σκέφτηκα ως κρυουλιάρα, μα δεν έβγαλα αμέσως το παλτό μου, ούτε κι ο Χρήστος το δικό του. Δεν τους έχουν σκληραγωγήσει καθόλου στο στρατό σκέφτηκα μα αποφάσισα να μην κάνω κάποιο σχόλιο. Αφού δώσαμε την παραγγελία στο κορίτσι πού ήρθε με τους καταλόγους, στράφηκε από την απέναντι πλευρά του τραπεζιού που είχε προτιμήσει να καθίσει αντί για τη θέση δίπλα μου, και με ρώτησε.

-Που χάθηκες τόσα χρόνια;

-Αν μπλεχτείς στα δίχτυα της δουλειάς και της καθημερινότητας ξεχνάς την προηγούμενη ζωή σου.

-Δεν κάνουν έτσι οι φίλοι, εκτός κι αν δε με θεωρούσες φίλο…

-Γυρεύεις φιλοφρονήσεις Χρήστο; Του είπα με διάθεση να αστειευτώ.

-Όχι. Είπε και αλλάξαμε θέμα. Είχαν περάσει δύο ώρες και πόσα είχαμε ακόμα να πούμε. Ανταλλάξαμε τα νέα μας κι ύστερα αρχίσαμε να θυμόμαστε τα παλιά. Κυρίως αστείες στιγμές, όπως τότε που μου είχε επιτρέψει να αντιγράψω. Έπρεπε να δεις τη φάτσα σου. Σχολίασε γελώντας.

-Μάλλον έπρεπε να είχες δει εσύ τη δική σου! Όταν πήρες εκείνο το ύφος, «Μην τολμήσεις να αντιγράψεις». Για μισή ώρα σε έβριζα από μέσα μου!

-Α ναι, και τι έλεγες;

-Βλάκα σε ανέβαζα, ηλίθιο σε κατέβαζα! Και άλλα πολλά που δεν μπορώ να στα μεταφέρω αυτή την στιγμή γιατί θα φάμε πρόστιμο από το ραδιοτηλεοπτικό.

-Ώστε έτσι! Δεν φταίει κανείς άλλος, εγώ φταίω που σου έδωσα την κόλα μου να αντιγράψεις! Και ύστερα έφυγες χωρίς να πεις ούτε ένα ευχαριστώ.

-Αυτό δεν το θυμάμαι.

-Έτσι είστε εσείς οι γυναίκες, θυμάστε μόνο ότι σας συμφέρει.

-Κι εσείς τα αγοράκια το ίδιο κάνετε;

-Δεν είμαι αγοράκι, ξεχνάς ότι είμαι στο στρατό! Είπε κομπάζοντας κάνοντας με να γελάσω.

-Σωστά. Αλλά μιας και δεν ήθελες να με βοηθήσεις γιατί τελικά μου έδωσες την κόλα σου;

-Αστειεύεσαι βέβαια! Από μένα έχει αντιγράψει κόσμος και κοσμάκης στην σχολή! Απλά σου έκανα πλάκα και εσύ με τη μια ψάρωσες.

-Καλά παιδάκι μου πως κάνεις πλάκα σε άτομα που δε σε ξέρουν;

-Στους πάντες. Άλλωστε έχει πιο πολλή πλάκα όταν ο άλλος δε σε ξέρει.

-Είσαι χαζό, πάει και τελείωσε. Κατέληξα.

-Πρόσεξε τα λόγια σου κυρία μου.

-Γιατί τι θα μου κάνεις; Τον προκάλεσα δήθεν αδιάφορα.

-Έχε χάρη που είμαι φαντάρος και δεν μπορώ να πειράξω πολίτη γιατί θα περάσω στρατοδικείο.

-Αλλιώς τι; Συνέχισα.

-Αλλιώς ένα χέρι ξύλο το είχες στο τσεπάκι. Αλλά που θα πάει θα απολυθώ. Θα περάσουν κι έξι μήνες και τότε θα δεις.

-Ας γελάσω! Χα χα.

-Γελάει καλύτερα αυτός που γελάει τελευταίος! Η ώρα κόντευε δώδεκα και στην καφετέρια είχαμε μείνει δυο παρέες.

-Δεν πάμε;

-Να πληρώσω.

-Δικά μου. Εσύ είσαι φαντάρος, όταν απολυθείς με το καλό, περάσουν κι οι έξι μήνες, βγαίνουμε και κερνάς εσύ.

-Μιλάς για τότε που θα φας το ξύλο!

-Ναι, θέλω να σε δω τότε που δε θα σου έχει δεμένα τα χέρια ο στρατός. Τότε τι θα κάνεις.

-Πολλά! Είπε και χαμογέλασε πονηρά. Μα δεν τον πήρα στα σοβαρά. Η ώρα ήταν περασμένη, το πρωί είχα να ξυπνήσω νωρίς, κι όμως όλο και καθυστερούσα να τον αποχαιρετήσω και να επιστρέψω σπίτι μου. Όλο και κάτι είχαμε να θυμηθούμε, κάναμε βόλτες και γελούσαμε, κάποια στιγμή κουρασμένη από το περπάτημα, πήγα και κάθισα σε ένα παγκάκι και ο Χρήστος με ακολούθησε.

-Πότε φεύγεις;

-Με διώχνεις;

-Για το στρατό, ξεμυαλισμένο! Είπα και γέλασα.

-Μεθαύριο αναχωρώ. Είχε περάσει μισή ώρα περίπου που ήμασταν καθισμένοι στο παγκάκι, εγώ μιλούσα κοιτώντας μπροστά μου, όταν κάποια στιγμή ένιωσα τα χείλη του να ακουμπάνε στο λαιμό μου. Χωρίς να τραβηχτώ τον ρώτησα μόνο.

-Τι κάνεις;

-Μμμ ωραία είναι! Είπε και συνέχισε.

-Χρήστο. Είπα και γύρισα και τον κοίταξα, το πρόσωπο μου βρέθηκε μια αναπνοή μακριά από το δικό του. Δεν μπορώ να πω τι σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή, εκείνος μια φορά δεν κουνήθηκε, πιθανόν περίμενε από μένα να κάνω την κίνηση που ήθελε, εγώ αντί γι’ αυτό, ξεροκατάπια γύρισα μπροστά μου και έβηξα. Μετά από ελάχιστα δευτερόλεπτα τον ένιωσα να τραβιέται και να σηκώνεται.

-Άντε χαζό μου, πάμε, κρύωσες. Είπε και μου έδωσε το χέρι του για να με τραβήξει από το παγκάκι. Φτάσαμε ως το σπίτι μου, δεν μπορούσε τέτοια ώρα φυσικά να αφήσει ένα κορίτσι να κυκλοφορεί μόνο του μέσα στη νύχτα. Στη διαδρομή με κόπο κατάφερα να κερδίσω τις ισορροπίες που είχαμε χάσει τη στιγμή που με φίλησε, μα έχοντας καλή θέληση και οι δύο καταφέραμε να τη βρούμε. Μπροστά από την είσοδο της πολυκατοικίας κοντοστάθηκα για λίγο, μην ξέροντας τι να κάνω, τελικά του έδωσα ένα φιλί στο μάγουλο. Μα πριν προλάβω να τραβηχτώ από κοντά του εκείνος με έκλεισε στην αγκαλιά του και με έσφιξε μέσα στα χέρια του. Και να που για άλλη μια φορά ένιωσα τη δύναμη των χεριών του, όπως εκείνη τη μέρα στις φοιτητικές εκλογές. Χαμογέλασα με την ανάμνηση, του έδωσα ένα ακόμα πεταχτό φιλί στο μάγουλο και έφυγα βιαστικά για την είσοδο, αφήνοντας τον μόνο του πίσω να με κοιτάει.

Μπήκα στο διαμέρισμα μου σαν χαμένη, όταν είδα όμως την ώρα και ότι είχαν απομείνει μόλις πέντε ώρες ύπνου μέχρι να σηκωθώ για τη δουλειά, άφησα τα ερωτηματικά, γδύθηκα και έπεσα κάτω από τα σκεπάσματα μου. Παρά τη ζέστη που μου πρόσφερε το πάπλωμα ο ύπνος δεν ερχόταν. Στο μυαλό μου επαναλαμβα­νόταν καρέ καρέ η έξοδό μας.  «Το καημένο το παιδί είχε παρεξηγήσει, ελπίζω να κατάλαβε ότι δεν υπάρχει περίπτωση εμείς οι δύο να … άλλωστε υπάρχει και ο Δάνης». Αλήθεια αυτός πως και δεν είχε επικοινωνήσει; Ασχολήθηκα λίγο με το αγόρι μου μα η σκέψη μου σύντομα επέστρεψε και πάλι στον Χρήστο. «Μάλλον ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπα. Μα φυσικά, σιγά μην είχε σκοπό να με ξανασυναντήσει μετά από την χυλόπιτα.» Αηδίες, σιγά τώρα, μεταξύ μας! Έφταιγα κι εγώ, δεν του είχα κάνει φανερή την ύπαρξη του Δάνη! Αλήθεια γιατί δεν το είχα κάνει; Δεν θα τον είχε φέρει η κουβέντα! Παράξενο πάντως, δεν είχα αναφέρει ούτε μια φορά τον άντρα που πέρναγα ολόκληρες νύχτες μαζί του, συνήθως όταν γουστάρεις κάποιον δεν περιμένεις να τον φέρει η κουβέντα, τον φέρνεις εσύ σε αυτήν. Από την άλλη τι θα έκανα; Θα διαφήμιζα την σχέση μου; Αυτά είναι προσωπικά! Αν με είχε ρωτήσει ο Χρήστος θα του το είχα πει, αλλά δε ρώτησε τίποτα. Και στην τελική τι ήθελε; Εκείνος ήταν στο στρατό, τι είχε στο μυαλό του, ξεπέτα με μια φίλη του; Αν το έχει τόσο ανάγκη να πάει σε επαγγελματία. Δε θα κάνω και ψυχικό τώρα στο Χρηστάκη. Με παρόμοιες σκέψεις με βρήκε το πρωί να στριφογυρίζω στο κρεβάτι μου. Το ξυπνητήρι χτύπησε και εγώ σύρθηκα ως το μπάνιο να ετοιμαστώ για να πάω στη δουλειά. Όσο για το οχτάωρο που ακολούθησε στο χώρο εργασίας μου, έτσι όπως ήμουν μισοκοιμισμένη δεν έδινα και πολλή σημασία στη μουρμούρα της προϊσταμένης μου. Μα γιατί δεν εμφανιζόταν αυτό το αφεντικό τέλος πάντων, να την πάρει για καμιά ξεπέτα στο γραφείο του, να κοιμηθώ και εγώ πάνω στο δικό μου!        

Τρείς μέρες μετά το περιστατικό όλα είχαν ξεχαστεί και συνέχιζα κανονικά τη ζωή μου πλάι στον Δάνη. Όπως υπέθετα ο Χρήστος είχε επιστρέψει στο στρατό και θα έκανα καιρό να τον δω ή το πιο πιθανόν δε θα τον ξανάβλεπα, παρά μόνο τυχαία κάποια στιγμή μετά από χρόνια στο δρόμο. Κι όμως υπολόγιζα χωρίς τον ξενοδόχο.

Η άνοιξη είχε έρθει να μας απαλλάξει από το κρύο και τα βαριά ρούχα. Το καλοκαίρι πλησίαζε και εγώ αδιόρθωτη είχα ήδη ξεκινήσει να κάνω σχέδια για τις θερινές μου διακοπές που θα ήταν κάπου ανάμεσα σε Ιούλιο και Αύγουστο. Φυσικά είχα και εναλλακτικό σχέδιο σε περίπτωση που ο καλός μου ήθελε να μου την κάνει. Μια φορά την είχα πατήσει, και είχα δώσει υπόσχεση στον εαυτό μου να μην ξαναφήσω καλοκαίρι να πάει χαμένο. Αν και ο Δάνης φαινόταν ιδανικός ήταν ακόμα Μάρτης και δεν μπορούσα να ξέρω αν θα είμαστε μαζί όλο αυτό το χρονικό διάστημα που θα μεσολαβούσε ως την άδεια. Ήμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου και χάζευα οδηγούς ιδανικών προορισμών, όταν το κινητό μου με ειδοποίησε ότι είχα λάβει μήνυμα. Και φυσικά δε θα ήταν ο Δάνης, που εκείνη τη στιγμή έκανε μπάνιο στην μπανιέρα μου, αλλά ένας φίλος από τα παλιά. Εν συντομία μου έγραφε ότι είχε άδεια από τον στρατό και θα βρισκόταν στην Αθήνα για δέκα περίπου μέρες κι αν ήθελα θα χαιρόταν πολύ να συναντηθούμε για έναν καφέ! «Έχει θράσος.» σκέφτηκα και άφησα το κινητό δίπλα μου. Γύρισα το βλέμμα μου στον τουριστικό οδηγό, όμως το μυαλό μου είχε επιστρέψει στο φιλί που είχα πάρει εκείνο το βράδυ από τα χείλη του. Ο Δάνης μου φώναζε από το μπάνιο μα εγώ δεν τον άκουγα, είχα στο μυαλό μου το μήνυμα του Χρήστου. Δεν μπορεί, θα είχε καταλάβει ότι δεν πρόκειται να γίνει κάτι μεταξύ μας, δε θα τολμούσε να κάνει πάλι παρόμοια κίνηση, μάλλον θα ήθελε να συναντηθούμε φιλικά, ή ίσως να μου εξηγήσει. Άλλωστε στο χέρι μου ήταν να επανορθώσω και να του μιλήσω για το Δάνη. «Σιγά», μουρμούρισα πειραγμένη, «μην του δώσω και εξηγήσεις».

-Παραμιλάς αγάπη μου; Άκουσα το Δάνη να με ρωτάει κοιτώντας με από την πόρτα του δωματίου με την πετσέτα δεμένη στη μέση του.

-Όχι, διάβαζα χαμηλόφωνα.

-Γιατί κοιτάζεις τους οδηγούς, θα πας πουθενά το Πάσχα;

Να μου χαλάσει κι άλλο το κέφι ήθελε αυτός τώρα!

-Δεν αξίζει τον κόπο να φύγω για τέσσερις μέρες. Τις δύο θα τις έτρωγα στο πέρα δώθε.

-Σωστά είπε και στάθηκε από πάνω μου. Όταν το βράδυ έφυγε από το σπίτι ο Δάνης, αμφιταλαντεύτηκα λίγο ακόμα μα τελικά έστειλα μήνυμα στον Χρήστο. Του έγραφα ότι θα χαιρόμουνα πολύ να τον δω, αλλά θα έπρεπε να με ενημερώσει μια δυο μέρες νωρίτερα, γιατί το πρόγραμμα στη δουλειά ήταν πολύ βαρύ αυτή την περίοδο! Έλαβα μετά από μισή ώρα ένα σκέτο «ΟΚ, έγινε!» και η επικοινωνία σταμάτησε για εκείνη τη νύχτα. Το ίδιο και την επόμενη μέρα, και τη μεθεπόμενη. Κάθε μέρα περίμενα το μήνυμα του που δεν ερχόταν. Δεν ήξερα και εγώ τι ανυπομονησία ήταν αυτή που με είχε πιάσει! «Λες να έφευγε χωρίς να συναντηθούμε;» αναρωτιόμουνα και μελαγχολούσα. «Μπα, όχι, εκείνος πρότεινε να βγούμε γιατί να το αναβάλλει;» Τελικά Πέμπτη βράδυ έλαβα μήνυμα του, που με ρώταγε αν μπορούσα να βρεθούμε απόγευμα Παρασκευής; Περίμενα τρία τέταρτα πρώτα και ύστερα του έστειλα το μέρος και την ώρα που θα βρισκόμασταν.

Το ίδιο βράδυ επιδίωξα να δω το Δάνη οπότε να έχω ελεύθερη την επομένη για τον Χρήστο. Η Παρασκευή είχε φτάσει και εγώ άρχισα να αναρωτιέμαι αν είχα κάνει το σωστό με το να συμφωνήσω να τον δω. Ένα μέρος του εαυτού μου φώναζε ότι είμαι υπερβολική και ότι δεν έγινε τίποτα και ότι προκαλώ μεγάλο κακό για ένα δυο φιλάκια και αυτά στο λαιμό. Επιπλέον αν είχε κάτι στο μυαλό του, αυτή τη φορά δε θα ξαφνιαζόμουν και έτσι θα τον έβαζα στη θέση του. Με αυτές τις σκέψεις ετοιμάστηκα και ξεκίνησα για το ραντεβού, μα αυτή τη φορά, αν και έφτασα στην ώρα μου τον περίμενα και μάλιστα δέκα ολόκληρα λεπτά. Κάθισα σε ένα πεζούλι ενώ από μέσα μου έβραζα από θυμό. Ακούς εκεί να με στήνει, το γαϊδούρι. Και να  ’τος, εμφανίστηκε με όλη του την αυτοπεποίθηση! Αλήθεια από πού αντλούσε όλη αυτή την αυτοπεποίθηση, ένα αγοράκι ήταν, συμπαθητικό, ίσως να το έλεγες και ασχημούτσικο. Μόλις με πλησίασε έβγαλα τα ακουστικά από τα αυτιά και του χαμογέλασα. Δεν έκανε κίνηση να με φιλήσει οπότε προσπεράσαμε τα φιλιά. «Οκ, είπα στον εαυτό μου δήθεν ικανοποιημένη, αφού δε με φίλησε ούτε στο μάγουλο, είμαι ασφαλής!»

Προχωρήσαμε ανταλλάσοντας τα νέα μας ώσπου φτάσαμε σε μια καφετέρια. Προτιμήσαμε να κάτσουμε έξω, από το να κλειστούμε μέσα, ο καιρός ήταν τόσο όμορφος. Παραγγείλαμε μια μπύρα για εκείνον και έναν καφέ για μένα και συνεχίσαμε τη φιλική μας κουβεντούλα. Οι ιστορίες του ήταν όλες από τον στρατό φυσικά! Εγώ δεν έλεγα σχεδόν τίποτα, απλά απολάμβανα το να ακούω την μπάσα αντρική φωνή του, μόλις είχα βρει ένα συν πάνω του. Ναι, αλλά η φωνή δεν φτάνει για να ερωτευτείς κάποιον. Αν και κάποιες φορές η φωνή μπορεί να καταστρέψει τα πάντα, μόλις ο άλλος ανοίξει το στόμα του. Καθόμασταν απέναντι όμως να που σηκώνεται και έρχεται και κάθετε δίπλα μου. Στο μυαλό μου άρχισαν να χτυπάνε συναγερμοί! «Μα τι ήθελε τέλος πάντων να κάνω, να σηκωθώ και να πάω να κάτσω από την άλλη; Να νομίσει ότι τον φοβάμαι! Όχι δε θα του δώσω αυτή τη χαρά, και μην ανησυχείς, ας κάνει καμιά κίνηση και θα τον τακτοποιήσω όπως του αξίζει!» Ήταν πολύ διασκεδαστικές οι μικρές κινήσεις που έκανε κάθε φορά, ήταν σαν να μου έδινε χρόνο να αντιδράσω. Όμως εγώ πήγαινα συνέχεια πάσο. Κάποια στιγμή μου χάιδεψε το πόδι δήθεν τυχαία, μου έκανε κομπλιμέντα για το πόσο όμορφη ήμουνα, τέλος πέρασε το χέρι του γύρω μου. Είχε έρθει η ώρα να δράσω, για την τιμή των όπλων και της σχέσης μου.

-Ξέρεις, είμαι με ένα παιδί.

-Αλήθεια; Με ρώτησε με ενδιαφέρον, κοιτώντας με στα μάτια χωρίς πάραυτα να τραβήξει το χέρι του από τους ώμους μου.

-Λόγω τιμής. Είπα χαριτολογώντας και γύρισα και τον κοίταξα. Μα αυτός είχε πλησιάσει πολύ, σε απόσταση αναπνοής περίμενε κοιτάζοντας με! Τι θα κάναμε, θα αφήναμε ξανά τη στιγμή να πάει χαμένη; Μια φορά εγώ δεν υπήρχε περίπτωση να κάνω πρώτη κίνηση. Πήρε μια βαθιά αναπνοή και φοβήθηκα ότι θα τραβηχτεί, και πράγματι αμφιταλαντεύτηκε για λίγο, όμως τελικά μου έδωσε αυτό που περίμενα και για το οποίο τελικά, πλέον το παραδέχομαι, είχα πάει στο ραντεβού. Δεν τραβήχτηκα, αντίθετα κόλλησα το σώμα μου πάνω στο δικό του, όσο μας επέτρεπαν οι θέσεις μας πάντα, και πέρασα το χέρι μου μέσα στα μαλλιά του. Όσο ένιωθε ότι ανταποκρινόμουν τόσο περισσότερο πάθος έβαζε στο φιλί του. Ώσπου ξαφνικά ξύπνησα και τραβήχτηκα.

-Νομίζω ότι… τόλμησα να πω.

-Σουτ. Μου είπε και ακούμπησε το χέρι του στα χείλη μου. Και σώπασα, συνεχίσαμε για λίγο την κουβέντα μας, όμως σε ανύποπτες στιγμές μου έσκαγε και από κάποιο πεταχτό φιλί στα χείλη. Και εγώ όλο ανέβαλλα την απόφαση μου ότι είχε έρθει η ώρα να τον βάλω στη θέση του. Ανταλλάξαμε κι άλλα παθιασμένα φιλιά τα όποια και απολάμβανα! Σύντομα μάλιστα μου είχαν γίνει ανάγκη, με πείραζε που μιλούσε και δε με φίλαγε, από μέσα μου ευχόμουν να σταματήσει τη λογοδιάρροια και να με πιάσει στα φιλιά. Όμως η ώρα ήταν περασμένη και ο Χρήστος είχε κανονίσει να δει κι άλλο κόσμο. Ήλπιζα στον άλλο κόσμο να μη συμπεριλαμβανόταν και κάποια άλλη γυναίκα, σκέφτηκα με ζήλεια, μα δεν τόλμησα να εκφράσω δυνατά την απορία μου! Άλλωστε δεν είχα κανένα δικαίωμα. Στην πραγματικότητα δεν είχα δικαίωμα ούτε στα φιλιά του και όμως τα είχα δεχτεί με ευχαρίστηση. Αυτή τη φορά δε με άφησε να πληρώσω, σηκωθήκαμε από την καφετέρια, εγώ προσπάθησα να κρύψω το γεγονός ότι με είχε πειράξει που με άφηνε για να συναντήσει άλλους φίλους ή φίλες και ξεκινήσαμε για το σταθμό. Πέρασε το χέρι του γύρω από τη μέση μου και με έσφιξε πάνω του. Χαμογέλασα χλιαρά μα δεν έκανα σχόλια. Φτάσαμε στο σταθμό του τρένου, αλλά προς μεγάλη μου απογοήτευση με φίλησε στο μάγουλο και έφυγε. Δεν το πίστευα, με αποχαιρέτησε με ένα στεγνό φιλί στο μάγουλο. Τόση ώρα τι στην ευχή γινόταν! Επέστρεψα σπίτι νευριασμένη. Προσπάθησα να σβήσω από το νου μου ό,τι είχε συμβεί, να ηρεμήσω και να επιστρέψω στο πάθος που ως τότε νόμιζα ότι είχα για τον Δάνη. Φυσικά οι τύψεις μου ήταν απλά επιφανειακές, όμως έκανα τα πάντα για να εξιλεωθώ για το φέρσιμό μου. Εκείνος από την πλευρά του, χωρίς να ξέρει τι είχε συμβεί, απολάμβανε όλων των ειδών τις περιποιήσεις μου. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι δεν θα ξανά υπέκυπτα στον Χρήστο και στην ανάγκη δε θα τον ξαναέβλεπα. Είναι που είχα πιστέψει ότι αφού πήρε αυτό που ήθελε δε θα ξαναεμφανιζόταν, ίσως πάλι να επέστρεφε ώστε να πάρει το κάτι παραπάνω. Όμως τέλος τα ανώριμα φερσίματα, ήμουνα με το Δάνη, ήταν τόσο χαρισματικός, δεν του άξιζε να τον απατάω.                         

Μέσα στη ρουτίνα της καθημερινότητας κατάφερα για άλλη μια φορά να τον ξεχάσω. Ιούλιος και εγώ ετοίμαζα βαλίτσες για να πάμε σε κάποιο νησάκι των Κυκλάδων με τον Δάνη, όταν χτύπησε το κινητό μου και είχα μήνυμα από το αγόρι με τα χακί. «Έχασες, έχω πολλές δουλειές για να σου αφιερώσω χρόνο», σκέφτηκα και πέταξα το κινητό στο στρώμα. Μέχρι το βράδυ δεν είχα απαντήσει, στο μυαλό μου είχαν επιστρέψει οι μνήμες από τα φιλιά του και το σώμα μου ταραζόταν. Θέλησα να παρασύρω το Δάνη στο κρεβάτι, όμως το μόνο που κατάφερα ήταν να κλείνω τα μάτια και να σκέφτομαι τον άλλον. Τι τρέλα ήταν αυτή! Τόσο καιρό που ήταν στο στρατό η σκέψη μου δεν είχε ξεστρατίσει στιγμή  και τώρα που ήξερα ότι ήταν στην Πρωτεύουσα, δεν μπορούσα να απαλλαχτώ από τη μορφή του. Έπρεπε να τον συναντήσω και να βάλω τα πράγματα στη θέση τους, σε λίγο θα απολυόταν και εγώ δε θα μπορούσα να συγκεντρωθώ στη ζωή και στην σχέση μου!

Αυτή τη φορά πήγα αποφασισμένη να του ξεκαθαρίσω ότι δε θα γίνω το παιχνιδάκι του αποκλειστικά και μόνο επειδή έτσι του κάπνισε. Μόλις τον είδα να με περιμένει χαμογελαστός αγρίεψα ακόμα περισσότερο! Χωρίς να τον φιλήσω ούτε καν στο μάγουλο, χωρίς να του δώσω το χέρι, του έκανα νόημα να με ακολουθήσει. Καθόλου ευγενικό αν σκεφτεί κανείς ότι είχα να τον δω τρεις ολόκληρους μήνες. Στράφηκα και τον κοίταξα, το χαμόγελο είχε σβηστεί από τα χείλη του, κοιτούσε απορημένος και ήταν σκεφτικός, ενώ κλωτσούσε κάποια πεσμένα φύλλα που βρισκόταν στο δρόμο του. Καιρός ήταν να καταλάβει ότι δεν ήμουν το σκυλάκι του. Ότι δε θα τον ακολουθούσα κάθε φορά που θα μου σφύριζε κι ότι δε θα σηκωνόμουνα στα πίσω πόδια να του κάνω χαρούλες! Αν ήθελες τέτοιες να πήγαινε αλλού να τις βρει. Στο μυαλό μου ήρθαν οι στίχοι από ένα λαϊκό άσμα, «Πίκρανες το φαντάρο». Όχι ακόμα, απάντησα στη σκέψη μου. Εντάξει δε χρειαζόταν να έχω το ύφος «Προσοχή Δαγκώνει», στην τελική του είχα αφήσει περιθώρια και μάλιστα πολλά να κάνει αυτά που έκανε την προηγούμενη φορά. Μπορούσα πολιτισμένα και απλά να του εξηγήσω ότι δεν γινόταν να βρισκόμαστε και να ανταλλάσουμε φλογισμένα φιλιά στην πλάκα. Καταλάβαινα τη στέρηση του τόσο καιρό μέσα στο στρατόπεδο αλλά ως εκεί. Κάτσαμε στην καφετέρια, του χαμογέλασα και προσπάθησα να χαλαρώσω, ο καημένος δεν είχε τολμήσει να κάτσει δίπλα μου, αντίθετα πήρε θέση απέναντι μου.

-Τα νέα σου; Τον ρώτησα.

-Έγινε κάτι; Γιατί είσαι τόσο στην τσίτα; Μην βρίσκοντας τι άλλο να του πω άρχισα να του αραδιάζω ένα σωρό για την προϊσταμένη μου στη δουλειά, πως είχε ανέβει «ιεραρχικά» λόγω των ιδιωτικών υπηρεσιών που πρόσφερε σε ένα από τα αφεντικά κ.λ.π. κ.λπ. Μα γιατί είχε κάτσει απέναντι, τον ήθελα δίπλα μου. Καταράστηκα την τύχη μου! Τελικά έτσι όπως το πήγαινα αργά ή γρήγορα θα γινόμουν σίγουρα η σκυλίτσα του. «Αφού αυτό θες, αυτό σου αξίζει!» σκέφτηκα για τον εαυτό μου. Κρίμα είχα ξεσπάσει όλη την οργή μου, πάνω στην αντιπάθεια που είχα για την προϊσταμένη μου, οπότε δεν είχα άλλη για να βάλω στη θέση του τον Χρήστο. Όμως και ο Χρήστος δε φαινόταν να έχει ιδιαίτερη διάθεση για αγκαλιές και φιλιά αυτή τη φορά. Έμεινε στη θέση του και απλά μιλούσαμε, του είπα ότι έφευγα διακοπές και με ρώτησε αν πήγαινα κάπου μόνη ή με φίλους. Εδώ σε θέλω. Τελικά του είπα ότι θα πήγαινα Πάρο με το αγόρι μου, για μια βδομάδα. Δεν έκανε κανένα σχόλιο. Τώρα που το είχα πει κι αυτό ένιωσα για μια στιγμή ανακούφιση. Πλέον δε θα ξανά τολμούσε να με φιλήσει, σκέφτηκα με μια κρυφή απογοήτευση.

Συνεχίσαμε την κουβέντα μας περί ανέμων και υδάτων, όταν ξαφνικά με ρώτησε:

-Τον αγαπάς;

-Ποιόν;

-Το φίλο σου.

-Είναι νωρίς για τόσο μεγάλα λόγια. Υπάρχει πάθος.

-Πολύ;

-Αρκετό.

-Τόσο που πρέπει να ζηλέψω;

-Τί να ζηλέψεις;

-Την τύχη του! Χαμογέλασα χωρίς να ξέρω τι έπρεπε να απαντήσω, και να που επιτέλους σηκώνετε και έρχεται να καθίσει δίπλα μου! Αμάν πια με αυτό το παιχνίδι του με τις καρέκλες. Δεν τόλμησα να γυρίσω να τον κοιτάξω, από τη μία χαιρόμουνα για αυτό που πήγαινε να ξαναγίνει και από την άλλη κατηγορούσα τον εαυτό μου που δεν είχε δύναμη να βάλει φρένο σε αυτή την απερισκεψία. Ήμασταν σε δημόσιο χώρο και μάλιστα πολυσύχναστο, θα μπορούσε να περάσει οποιοσδήποτε γνωστός μου. Τι γνώμη θα σχημάτιζε για μένα; Άλλωστε η σχέση μου με το Δάνη δεν ήταν κρυφή. Πέρασε τα δάχτυλα του μέσα από τα μαλλιά μου και τα χάιδεψε. Ύστερα έσκυψε στο αυτί μου και μουρμούρισε σιγά.

-Τα φιλιά σας έχουν το πάθος που είχαν τα δικά μας την προηγούμενη φορά;

-Μην το κάνεις αυτό!

-Δε μου απάντησες. Γύρισα απότομα και του απάντησα με ένα φιλί, σαν εκείνο της προηγούμενης φοράς. Το σώμα μου κολλημένο πάνω στο δικό του, ένιωθε τους γοργούς ρυθμούς της καρδιά τους. Ύστερα τραβήχτηκα, εκείνος είχε μείνει με τα μάτια ακόμα κλειστά, σαν κοριτσάκι που πήρε το πρώτο του φιλί.

-Πρέπει να φύγω. Του είπα και σηκώθηκα. Καλή συνέχεια στη θητεία σου. Δε μου απάντησε, το αρχικό ξάφνιασμα αντικατέστησε ένα συγκρατημένο χαμόγελο.

Αναμφίβολα αυτή ήταν η τελευταία φορά που βρισκόμασταν. Πλέον το είχα πάρει απόφαση, και αυτή τη φορά ήταν τελεσίδικο.    

 

 

-.- -.- -.- -.- -.-

 

 

Προσπαθώ να κρατώ σε μια σωστή ροή τη διήγηση των γεγονότων, όμως στο μυαλό μου περιπλέκονται τα παλιά με τα νέα, τα όμορφα με τα άσχημα, τα σφάλματα με τα σωστά, κάνοντας με να δυσκολεύομαι. Δεν είναι ένα κείμενο που θα μετρήσει για τη λογοτεχνική του αξία, δεν έχω σκοπό να το δώσω προς ανάγνωση, απλά προσπαθώ μέσω της γραφής να δώσω τη λύτρωση στον εαυτό μου. Όλα τα γεγονότα, όλες τις σκέψεις, όλα τα συμπεράσματα που τριβελίζουν αναμεμειγμένα μέσα στο κεφάλι μου. Αυτό προσπαθώ να αποφύγω, γι’ αυτό θέλω να τα βάλω σε μια σειρά μέσω της γραφής, να ταξινομήσω τα πάντα και να πάψω να φτιάχνω πλαστές εικόνες. Να ωραιοποιώ εκείνον και να παίρνω το σφάλμα πάνω μου κι άλλες φορές να ωραιοποιώ εμένα και να ρίχνω όλο το σφάλμα επάνω του. Φταίγαμε και οι δύο, δεν πιστεύω ότι σε όλες τις περιπτώσεις για έναν χωρισμό ευθύνονται και οι δύο πλευρές, αλλά στη δική μας περίπτωση έχουμε ευθύνες και οι δύο. Προσπαθώ να δω αντικειμενικά τα γεγονότα αλλά από τη στιγμή που ξεκίνησα την ιστορία σε πρώτο πρόσωπο έχω κάνει ήδη το πρώτο σφάλμα, θα ήταν προτιμότερο να το είχα ξεκινήσει σε τρίτο, ίσως έτσι θα μπορούσα να αντιληφθώ την ιστορία αντικειμενικά, ίσως πάλι δε θα έκανε καμία διαφορά.

 

ΣΤΑΔΙΟ ΠΡΩΤΟ : ΜΑΖΙ ΣΟΥ!  ----- ΦΑΣΗ ΤΡΙΤΗ

-----ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΕΙΡΑΜΑ-----

α’ μέρος

Οι διακοπές μου με τον Δάνη πέρασαν ευχάριστα. Εξαιτίας όμως του Χρήστου και των όσων με είχε παρασύρει το ‘‘στιγμιαίο’’ πάθος μου για κείνον να κάνω, δεν μπορούσαν να μην έχουν τις συνέπειες τους πάνω σε μένα και στο σύντροφο μου. Όσο και να ήθελα να αφεθώ παρέμενα συγκρατημένη. Επιπλέον συχνά επισκεπτόταν τη σκέψη μου ο άλλος. Και τότε ξεκίναγε η σύγκριση ανάμεσα στο τέλειο πλάσμα που είχα δίπλα μου και στο μέτριο που είχε κατακτήσει όλες τις επιθυμίες μου. Φυσικά, συνειδητά τουλάχιστον, τη μάχη την κέρδιζε πάντα ο Δάνης, τι να το κάνεις όμως που μόλις τελείωνα με τα υπέρ του ενός και τα κατά του άλλου, το μυαλό μου έτρεχε στα σύνορα! Όταν ξύπναγα τη νύχτα αναρωτιόμουν μήπως εκείνη την ώρα ‘‘το φιλαράκι μου’’ φύλαγε σκοπιά σε κάποιο φυλάκιο, ή μήπως να ήταν θαλαμοφύλακας; Ίσως πάλι να κοιμόταν κουρασμένος από τον ημερήσιο κάματο. Κι αφού σκεφτόμουν αυτά θύμωνα με τον εαυτό μου! Ύστερα χωνόμουν στην αγκαλιά του κοιμισμένου αγοριού μου ενώ άλλες φορές τον ξύπναγα με φιλιά ώστε να αναλάβει δράση μήπως και ξεχαστώ από τις επιδόσεις του πρωταθλητή μου. Με τόση διάθεση για ερωτικά παιχνίδια, ο Δάνης δεν κατάλαβε ότι κάπου στο μυαλό μου κυκλοφορούσε αντεραστής του. Αντίθετα θεωρούσε ότι είμαι φωτιά και λάβρα εξαιτίας του, ενώ ανταποκρινόταν πάντα με περίσσιο ενθουσιασμό και προθυμία στα καθήκοντα του. Και τώρα πλέον μπορώ να παραδεχτώ ότι ήταν φορές που αναρωτιόμουν πώς να έκανε έρωτα ο Χρήστος. Θυμωμένη απεδίωχνα αυτή την σκέψη από το μυαλό μου, μα πλέον ήταν αργά, ο Χρήστος, μου είχε γίνει έμμονη ιδέα.

Το να μείνω μακριά του δεν είχε πιάσει τόπο, οπότε μια λύση έμενε ώστε να καταφέρω να τελειώνω μαζί του μια και καλή! Ποια; Μα η πιο εμφανής! Να του δοθώ! Και με την σκέψη αυτή επέστρεψε η γαλήνη. Σταμάτησα σιγά σιγά να σκέφτομαι το Χρήστο και αφιερώθηκα στο να περνάω καλά με το Δάνη. Το μόνο που με προβλημάτιζε ήταν τι θα έκανα με τούτον εδώ; Δεν ανήκω στον τύπο γυναίκας που διατηρεί παράλληλες σχέσεις, ούτε που απατάει τον σύντροφο της. Αντίθετα είμαι πιστή στους συντρόφους μου, θέλω να στέκονται τίμια απέναντι μου, οπότε απαιτώ το ίδιο και από τον εαυτό μου. Οπότε τι; Θα χώριζα με το Δάνη για μια σαχλαμάρα; «Ώχου, κάθε τι στην ώρα του!» Ας έπαιρνε πρώτα άδεια ο άλλος, ας επικοινωνούσε και ύστερα έβλεπα τι θα έκανα. Το θετικό ήταν ότι από τη στιγμή που αποφάσισα να περάσω μια νύχτα ή δυο ώρες με τον παράνομο έρωτα μου, τον είχα βάλει στην άκρη και τον είχα σχεδόν ξεχάσει! Αποτέλεσμα της απόφασης αυτής να ξαναγίνω δοτική με τον Δάνη, όχι μόνο στο κρεβάτι, αλλά και σε άλλους τομείς της κοινής μας ζωής.        

Το φθινόπωρο είχε μπει γλυκά εκείνη την χρονιά στην πρωτεύουσα. Ο Δάνης είχε σχεδόν μετακομίσει σπίτι μου και όλα κυλούσαν υπέροχα, επιφανειακά τουλά­χι­στον. Όμως σύντομα άλλαξε αυτό, δεν ξέρω αν έφταιγε κάτι στη συμπε­ρι­φο­ρά μου που τον έκανε να αμφιβάλει. Ήμουν ξαπλωμένη στον καναπέ και διάβαζα ένα βιβλίο, όταν εκείνος ήρθε και κάθισε κοντά μου. Κατέβασα το βιβλίο και του χαμογέλασα, αμέσως όμως το ξανασήκωσα και συνέχισα το διάβασμα. Όμως ο Δάνης είχε άλλους σκοπούς. Μου πήρε το βιβλίο ήρεμα από τα χέρια, το έκλεισε και το ακούμπησε πάνω στο τραπεζάκι που βρισκόταν μπροστά από τον καναπέ.

-Πρέπει να μιλήσουμε. «Να κι ο πρόλογος», σκέφτηκα.

-Σε ακούω.

-Δεν ξέρω πώς να το πω.

-Απλά.

-Νιώθω ότι κάτι λείπει από την σχέση μας.

-Όπως;

-Δεν ξέρω! Τον κοίταξα και απλά περίμενα να τελειώσει αυτά που είχε να πει, να μαζέψει τα πράγματα του και να φύγει από το σπίτι μου και μάλιστα με τις ευχές μου. Τόσο αναίσθητη είχα καταντήσει; Με αυτόν τον άνθρωπο ήμασταν μαζί για περίπου ένα χρόνο. Δεν μπορεί να μη μετρούσε καθόλου για μένα. Κι ο Δάνης συνέχισε. Πάει πολύς καιρός τώρα, μπορεί και πριν από το καλοκαίρι, που νιώθω ότι έχεις αλλάξει. Είσαι σχεδόν αδιάφορη. Αρχικά σκέφτηκα ότι θα φταίει η δουλειά και η σκύλα, το αφεντικό σου.

-Προϊσταμένη. Διόρθωσα, όχι δε θα της έδινα κι άλλη προαγωγή της παλιό…, μην το πω.

-Τέλος πάντων. Το πράγμα συνέχισε και στις διακοπές, δε λέω ότι δεν ήσουν παθιασμένη, αλλά δεν ξέρω με τι ακριβώς ήσουν παθιασμένη.

-Τι εννοείς;

-Εννοώ ότι δεν ήμουν εγώ το αντικείμενο του πόθου σου, πιθανόν να ήσουν με την κατάσταση που ζούσαμε, να είσαι ερωτευμένη με τον ίδιο τον έρωτα.

-Και είναι κακό αυτό;

-Αυτό που λέω εγώ είναι ότι δε μου αρκεί. Και έπειτα επιστρέψαμε στην Αθήνα, σχεδόν μετακόμισα σπίτι σου να ’ρθουμε πιο κοντά. Αλλά πάλι νιώθω ότι υπάρχουν κενά στη σχέση αυτή. Δεν ήξερα τι να πω, ήμουν έκπληκτη από την ορθότητα της αντίληψης του. Και εγώ που νόμιζα ότι ήταν στον κόσμο του όλον αυτόν τον καιρό. Είχε ένστικτο πάντως για άντρας! Μήπως ήταν γκέι; Οποιοσδήποτε άλλος θα βολευόταν από την κατάσταση αυτή, από την στιγμή που θα υπήρχε σεξ στη σχέση. Δεν μπορούσα να παραδεχτώ σε εκείνον ότι όσα έλεγε ήταν σωστά, ούτε όμως είχα τη δύναμη να του τα αρνηθώ. Ανασήκωσα τους ώμους και είπα απλά!

-Δεν ξέρω τι να πω! Η επόμενη σκέψη ήταν να πάρω το βιβλίο και να συνεχίσω το διάβασμα, όμως θα ήταν αγένεια.

-Πιστεύω ότι πρέπει να φύγω. Δε λέω αναγκαστικά ότι αυτό σημαίνει το τέλος μας! Μπορεί να ξαναβρεθούμε, αργότερα, σε μια φάση πιο ώριμη και για τους δυο μας. Όμως για την ώρα καλύτερα να το αφήσουμε εδώ.

-Τι να σου πω, αν αυτό θες.

-Δεν είναι τι θέλω… είπε και μου χάιδεψε το μάγουλο, πάω να μαζέψω τα πράγματα μου.

-Να σε βοηθήσω. Είπα και σηκώθηκα από τον καναπέ θέλοντας να φανώ ευγενική.

-Τόση πρεμούρα να με διώξεις μια ώρα αρχύτερα;   

-Μη λες βλακείες.

Στεκόμασταν αμίλητοι μπροστά από την κλειστή ακόμα πόρτα του διαμερίσματός μου. Δεν είχαν μείνει και πολλά να πούμε, όταν ξαφνικά θυμήθηκα ότι κάπου μέσα στην ντουλάπα μου υπήρχε μια δική του μπλούζα.

-Μισό λεπτό. Είπα και πήγα και του την έφερα. Το πουλόβερ σου.

-Επίτηδες το άφησα, είπε μειδιώντας, να έχω μια δικαιολογία να ξαναπεράσω. Το έβαλε κάτω από το μπράτσο του και ξεκλείδωσε την πόρτα, μου έριξε μια τελευταία ματιά και έφυγε. Όταν έμεινα μόνη το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν να πάω να συνεχίσω το βιβλίο μου, και να τελειώσω το κεφάλαιο που η συζήτηση και το συμμάζεμα των προσωπικών αντικειμένων του Δάνη είχαν αφήσει στη μέση. Όσο διάβαζα όμως ένιωθα ένα περίεργο συναίσθημα που δεν ήξερα πως να το μεταφράσω. Αρχικά ένιωθα ανακούφιση που ο Δάνης μου είχε αφήσει το δρόμο ανοιχτό για μια περιπέτεια με το Χρήστο, όμως ξαφνικά άρχισα να ανησυχώ. Κι αν και σε αυτή την περίπτωση ίσχυε ο νόμος του Μέρφυ, αν τώρα που ήμουν ελεύθερη ο Χρήστος δεν επικοινωνούσε ποτέ ξανά μαζί μου; Και την ερωτικά κολασμένη βραδιά που ονειρευόμουνα να περάσω μαζί του δε θα περνούσα, και το Δάνη που τόσο ξεχωριστά ταλέντα είχε, είχα αφήσει σαν τη χαζή να φύγει.

«Βλακεία, έπρεπε πρώτα να κατοχυρώσω το ενδιαφέρον του Χρήστου και έπειτα να αφήσω τον άλλον να φύγει. Θα ήταν προς όφελος μου να είχα ισχυριστεί ότι βιαζόταν να βγάλει συμπεράσματα, και αν επικοινωνούσε το αγόρι με τα χακί, να πω στον Δάνη ότι τελικά ίσως και να είχε δίκιο».

Είναι φορές ομολογώ που ο ίδιος μου ο εαυτός με εξοργίζει! Αυτό ήταν τόσο έξω από μένα, ήμουν πάντα τόσο αντίθετη με την άποψη: «Φεύγω από μια σχέση όταν βρω μια καινούργια», κι όμως να που έπεφτα στην παγίδα να σκέφτομαι με τον ίδιο τρόπο. Τέλος πάντων, προσπάθησα να εφησυχάσω τον εαυτό μου, μιας και δεν μπορούσα να στήσω άγριο καυγά μαζί του, αν δεν επικοινωνήσει ο Χρήστος, αργά ή γρήγορα κάποιος άλλος θα βρισκόταν. Άλλωστε για να μπορέσει να χωθεί έτσι εύκολα ανάμεσα στη σχέση αυτή, ένας φανταστικός εραστής, μόνο με δυο τρεις φορές που βρεθήκαμε και λίγα φιλιά που ανταλλάξαμε, πάει να πει ότι η σχέση μου με τον Δάνη δε θα είχε μέλλον, και πάλι μακριά που φτάσαμε. Όμως η ανησυχία για το αν θα επικοινωνούσε ο «φανταστικός» εραστής συνέχισε για αρκετές μέρες να με βασανίζει, όσο κι αν προσπαθούσα να μην το σκέφτομαι.

Ωσότου ένα απόγευμα έλαβα μήνυμα του, επιτέλους:

«Έχω ολιγοήμερη άδεια, θα ήθελα να βρεθούμε για έναν καφέ, σου υπόσχομαι ότι θα είμαι φρόνιμος».

«Αφού το υπόσχεσαι!» του απάντησα, ενώ δεν ξέχασα να βάλω και μια λυπημένη φατσούλα στο τέλος του κειμένου, για να του εκφράσω την απογοήτευση μου για τη φρονιμάδα που μου υποσχόταν προκαταβολικά. 

«Όσο μου το επιτρέψεις!»

Το ραντεβού ορίστηκε για την επομένη το απόγευμα. Την ώρα που πήγαινα να τον συναντήσω έδινα ένα σωρό συμβουλές στον εαυτό μου. Μην είσαι άγρια, όμως ούτε και υπερβολικά διαχυτική. Κάν’ τον να σε οδηγήσει εκεί που θέλεις, μια ώρα αρχύτερα, από μόνος του είναι πολύ αναβλητικός. Άσ’ τον να πιστεύει ότι εκείνος σε παρέσυρε. Ετοιμαζόμουν για σκληρό παιχνίδι και ομολογουμένως, δεν ήμουν σίγουρη ότι μπορούσα να το παίξω, όμως αφέθηκα να εμπιστευτώ τη γυναικεία μου φύση. Ας ελπίσουμε ότι θα έχει μαζί του προφυλακτικά και αρκετά λεφτά για το ξενοδοχείο. Κανόνας, η γυναίκα δεν πληρώνει ποτέ ξενοδοχείο για τέτοιο σκοπό. Εκτός κι αν πάει με ζιγκολό. Οπότε περιλαμβάνεται στο πακέτο. Ήταν ένα από τα αποφθέγματα μιας συναδέλφου, της Χριστίνας.

Είχα φτάσει δέκα λεπτά νωρίτερα από την ώρα που είχαμε ορίσει το ραντεβού. Δε μου άρεσε η ιδέα να με βρει να τον περιμένω. Έριξα μια ματιά τριγύρω να δω μήπως ερχόταν. «Clear», μουρμούρισα όπως κάνουν στα αμερικάνικα αστυνομικά έργα και χώθηκα μέσα στα στενά ώστε να σκοτώσω ένα τέταρτο από τον χρόνο μου. Περπατούσα αφηρημένη, δίνοντας μου επιπλέον συμβουλές, όταν το κινητό μου χτύπησε. «Έρχεσαι;» είχαν περάσει είκοσι λεπτά, και δεν ήξερα που βρισκόμουν. «Ναι, σε πέντε λεπτά είμαι εκεί». Απάντησα και πήρα τον δρόμο της επιστροφής.

Εμφανίστηκα ύστερα από ένα δεκάλεπτο, χαμογελαστή και φαινομενικά ήσυχη. Το καημένο, ήταν καθισμένο σε ένα πεζούλι και κοίταζε γύρω του, μήπως με δει. Μόλις επιτέλους εμφανίστηκα στο οπτικό του πεδίο, έκανε ένα μορφασμό και σηκώθηκε. «Ωχ, θα τα ακούσω για την καθυστέρηση», σκέφτηκα και βιάστηκα να απολογηθώ.

-Συγνώμη.

-Δεν πειράζει είπε και με τράβηξε στην αγκαλιά του.

Καλά ξεκινούσαμε, και τι ωραία που μύριζε.

-Που πάμε; Τι στην ευχή γίνεται, διαβάζει τις σκέψεις μου.

-Δεν ξέρω, που θες; Είπα έχοντας τα χαμένα.

Για αρχή πήγαμε σε μια καφετέρια. Εκεί πολύ σύντομα έμαθε ότι πια ήμουν ελεύθερη, μιας και αμέσως αφού καθίσαμε με ρώτησε πως και το αγόρι μου επέτρεπε να κυκλοφορώ μόνη μου τόσο όμορφη που είμαι! Και αφού άκουσε αυτό που επιθυμούσε, τα χείλη του άρχισαν να ταξιδεύουν στο λαιμό και ύστερα στα χείλη μου. Χωρίς να με πολυνοιάζουν τα σχόλια που μπορούσαν να γίνονται από τα διπλανά τραπέζια, από ενοχλημένους θαμώνες των καφετεριών, απολάμβανα τα φιλιά και τα χάδια που πρόσφερε χωρίς ανάπαυλα. Ας ελπίζαμε ότι δε θα αρκούταν μόνο σε αυτά και ότι τα υπόλοιπα θα γίνονταν μέσα σε τέσσερις τοίχους.

Και ενώ εμείς είχαμε ξεχάσει καφέδες και ποτά, ακούσαμε από το διπλανό τραπέζι, μια κοπέλα να λέει «Έλεος πια, υπάρχουν και ξενοδοχεία!» σαν να ξύπνησα από όμορφο όνειρο τραβήχτηκα ντροπιασμένη, ο Χρήστος χαμογέλασε και ήπιε λίγο από τον καφέ του. Ύστερα πλησίασε και μου ψιθύρισε στο αυτί.

-Θα ήθελες;

-Τι πράγμα; Είπα σαστισμένη.

-Να πάμε κάπου μόνοι μας, χωρίς αδιάκριτα βλέμματα και κακεντρεχή σχόλια.

-Δεν ξέρω.

-Δεν υπάρχει δεν ξέρω, υπάρχει θες ή δε θες!

-Ίσως, αργότερα. Είπα και άφησα το παράθυρο που χρειαζόμασταν ανοικτό. Με την υπόσχεση μου ηρέμησε και μπορέσαμε να μιλήσουμε ανταλλάσοντας τα νέα μας, και κάποιες φορές κάποια πονηρά, άσχετα σχόλια. Ο Χρήστος μου διηγήθηκε πολλές ιστορίες από τον στρατό. Ποτέ δεν κατάλαβα για ποιο λόγο οι άντρες λατρεύουν να θυμούνται ιστορίες από τη στρατιωτική τους θητεία, που όταν υπηρετούν, μετράνε αντίστροφα τις μέρες για να απολυθούν.

Η ώρα κόντευε δώδεκα και ο Χρήστος φαινόταν έτοιμος να εκραγεί. Υπέροχα, είχε φτάσει στο σημείο που τον ήθελα.

-Πάμε; Με ρώτησε.

-Ναι.

Σηκωθήκαμε και αρχίσαμε να κατηφορίζουμε με εκείνον ανυπόμονα να προσπαθεί να επαναφέρει το θέμα της «απομόνωσης». Τα λόγια δεν το βοηθούσανε και έτσι αποφάσισε να βάλει μπροστά τις πράξεις. Σε ανύποπτη στιγμή με άρπαξε και άρχισε να με φιλάει άγρια στο στόμα, φιλί στο οποίο ανταποκρίθηκα με υπερβολικό ζήλο. Τα χείλη του απομακρύνθηκαν από το στόμα και χαϊδεύοντας τα μάγουλα μου έφτασαν στο αυτί. «Λοιπόν;» μου μουρμούρισε τόσο λάγνα που ακόμα κι αν δεν είχα σκοπό να προχωρήσω μαζί του εκείνο το βράδυ, δε θα μπορούσα να του αρνηθώ. «Θα με ακολουθούσες σε ένα φτηνό ξενοδοχείο;»

-Πόσο φτηνό; τον ρώτησα περίεργη.  

-Αρκετά ώστε να ακουγόμαστε στο διπλανό δωμάτιο. Ομολογουμένως το έκανε όλο και καλύτερο!

-Κλειδαριές θα έχει; Γέλασε στην ερώτηση μου.

-Μην ανησυχείς, θα αγοράσω λουκέτο. Τραβήχτηκα πίσω ώστε να μπορώ να τον κοιτάξω.

-Αν είναι έτσι, τότε πάμε. Μου έσκασε ένα πεταχτό φιλί στα χείλη και πιάνοντας το χέρι μου ξεκινήσαμε. Ξέρεις κανένα;

-Δεν χρειάστηκε. Θα αναρωτιέστε γιατί δεν πήγαμε σπίτι μου, αφού έμενα μόνη, να μην πρέπει να πληρώνει και ο φαντάρος από το χαρτζιλίκι του δωμάτιο. Όμως αυτό ήταν δική μου αρχή, ποτέ την πρώτη φορά τόσο εξυπηρετική με τον επίδοξο εραστή μου. Αν άξιζε τον κόπο, ίσως να περνούσε το κατώφλι του δωματίου μου αργότερα. 

-Ξέρεις εσύ κάποιο;

-Φυσικά και όχι. Είπα θέλοντας να παραστήσω το ‘‘καλό κορίτσι’’.

Τελικά καταλήξαμε σε ένα, που θυμήθηκε εκείνος, δε θέλησα να ρωτήσω λεπτομέρειες, δε μου χρειαζόταν. Μπήκαμε στο ξενοδοχείο. Στη ρεσεψιόν ήταν ένας τύπος με μουστάκι, έριξε μια ματιά πρώτα σε μένα, φάνηκε ότι με ενέκρινε, ύστερα έριξε μια ματιά στο καβαλιέρο μου, έκανε ένα μορφασμό, -πολύ εκφραστικός για άνθρωπος σε ρεσεψιόν- και ρώτησε πόσο θα χρειαζόμασταν το δωμάτιο, δυο ώρες, ξεπέτα δηλαδή, ή ολόκληρη νύχτα; Ο Χρήστος γύρισε και με κοίταξε, ανασήκωσα τους ώμους δήθεν αδιάφορα. Με ανακούφιση τον άκουσα να κλείνει το δωμάτιο για ολόκληρη τη νύχτα. 

Μπήκαμε στο δωμάτιο. Τα σεντόνια φαίνονταν καθαρά. Δεν πρόλαβα να βγάλω το παλτό μου όταν ένιωσα βίαια το Χρήστο να με αρπάζει από πίσω και να με φιλάει άγρια στον λαιμό. Αναζητώντας τα χείλη μου γύρισε το κεφάλι. Έπρεπε να τον ηρεμήσω ειδάλλως θα βρισκόμουν με σπασμένο αυχένα εξαιτίας του πάθους του. Εγώ νεκρή, η βραδιά χαλασμένη κι εκείνος θα κατέληγε να περάσει στρατοδικείο. Είναι παράξενο πως λειτουργεί ο ανθρώπινος εγκέφαλος, ή έστω ο δικός μου εγκέφαλος. Αντί να σκέφτομαι το χειρότερο που θα συνέβαινε σε μένα, συνυπολόγιζα και το δικό του κακό, καθώς λυπόμουν και για την κατεστραμμένη βραδιά.    

-Ηρέμισε. Του ψιθύρισα και γύρισα ώστε να είμαστε αντικριστά. Σαν να συνειδητοποίησε μόλις με ποια βρισκόταν, χαλάρωσε την πίεση και έπαψε να είναι τόσο βίαιος. Ωστόσο δεν έπαψε να είναι και βιαστικός, πότε βρεθήκαμε γυμνοί και ξαπλωμένοι στο κρεβάτι δεν κατάλαβα, ούτε πολλά από την πρώτη μας συνεύρεση μπορώ να πω ότι κατάλαβα. Ο Χρήστος ξάπλωσε στην κοιλιά μου λαχανιασμένος. Εγώ προτίμησα να μη μιλήσω. Όλες μου οι ελπίδες για μια υπέροχη σεξουαλική περιπέτεια μαζί του είχαν πάει στράφι. Είχα αφήσει το Δάνη να μου φύγει μέσα από τα χέρια γι αυτό; «Ποτέ δεν είναι αργά!» με παρηγόρησε ο εαυτός μου, άλλωστε ο Δάνης άφησε ανοιχτούς δρόμους, στο χέρι μου ήταν. Μόνο μη με ρωτούσε τούτος εδώ πως μου φάνηκε, θα του έδινα κλωτσιά. Καλά έμαθες να φιλάς, στα υπόλοιπα κόβεσαι. Και όμως άνοιξε το στόμα του και είπε.

-Συγνώμη μωρό μου! Μόλις που μου έριξε μια ματιά και ύστερα άρχισε να με φιλάει στην κοιλιά. Τα χείλη του ταξίδευαν σε όλη τη γεωγραφία του κορμιού μου και εγώ άρχισα να θυσιάζω δέκα σαν το Δάνη για χάρη του Χρήστου. Ήταν ένα περίεργο αμάλγαμα, ήταν πρόστυχα, αισθησιακά και κατά κάποιο τρόπο ρομαντικά τα όσα έκανε. Δε θα μπω σε περισσότερες λεπτομέρειες, το θέμα είναι ότι μέχρι το πρωί με μικρά διαλλείματα ξεκούρασης και κουβέντας, επαναλαμβάναμε την ερωτική πράξη. Ακόμα και κάποια στιγμή που αποκοιμήθηκα κουρασμένη μέσα στην αγκαλιά του, ο ‘‘αλήτης μου’’ με ξύπνησε ύστερα από δέκα λεπτά για να συνε­χί­σουμε. Προφανώς ήθελε να μπει στο Γκίνες! Ευτυχώς ερχόταν σαββατο­κύ­ρια­κο, σίγουρα θα κοιμόμουν και τις δύο μέρες για να ανακτήσω δυνάμεις και να βγάλω άλλη μια κουραστική βδομάδα στη δουλειά. Παρά την κούραση πρέπει να παρα­δεχτώ ότι πέρασα υπέροχα μαζί του, ίσως καλύτερα από ότι είχα στο μυαλό μου.

Το πρωί κατεβήκαμε, πλήρωσε τον μυστήριο τύπο με το μουστάκι και φύγαμε. Στον δρόμο με κρατούσε από το χέρι. Εκείνος κλασσικό αρσενικό, περπατούσε στητός αφού είχε μείνει κάτι παραπάνω από ικανοποιημένος με τις επιδόσεις του. Εγώ από την άλλη, ταλαιπωρημένο, εργαζόμενο θηλυκό, παραπατούσα και χασμουριόμουν σε όλο το δρόμο που διανύσαμε μαζί. Στο τέλος με έβαλε σε ένα ταξί, αφού είδε ότι δεν θα μπορούσα να διανύσω πολύ δρόμο ακόμα, όμως πρώτα μου έδωσε ένα φιλί στα χείλη και μου υποσχέθηκε ότι θα συναντιόμασταν σύντομα. Στη διαδρομή με το ταξί δεν είχα μυαλό να σκεφτώ πολλά, είχα προ πολλού κλείσει εικοσιτέσσερις ώρες ξύπνια, με ένα δεκάλεπτο διάλειμμα ύπνου. Ανυπομονούσα να φτάσω σπίτι, ενώ άρχισα να αναθεωρώ την αρχή μου σε ότι αφορούσε τις πρώτες φορές να μην μπαίνει εραστής στο διαμέρισμα μου. Αν είχαμε πάει σπίτι μου εξαρχής, τώρα δε θα περνούσα την επιπλέον ταλαιπωρία να είμαι στο ταξί, αντιθέτως θα ήμουνα στο κρεβάτι μου και θα ονειρευόμουνα ήδη, ή θα έκανα έρωτα με το Χρήστο που δεν έλεγε να κουραστεί και να σταματήσει. Είχε σκληραγωγηθεί πολύ στον στρατό. Το ταξί είχε σταματήσει, όμως εγώ υπνωτισμένη σχεδόν, δεν το είχα καταλάβει.

-Φτάσαμε, άκουσα τον ταξιτζή. Με κόπο έβγαλα λεφτά από την τσάντα μου και τον πλήρωσα, με κόπο βγήκα έξω από το κίτρινο αυτοκίνητο και έφτασα ως την εξώπορτα της πολυκατοικίας. Με κόπο περίμενα το ασανσέρ. Μπαίνοντας στο διαμέρισμα μου, έκλεισα μόνο το σύρτη, που μυαλό για κλειδιά, σύρθηκα ως το δωμάτιο, γδύθηκα μένοντας μόνο με το εσώρουχο, και χώθηκα κάτω από το πάπλωμα, ώστε να βυθιστώ σε έναΝ ύπνο δίχως όνειρα.  

 

 

ΣΤΑΔΙΟ ΠΡΩΤΟ : ΜΑΖΙ ΣΟΥ!  ----- ΦΑΣΗ ΤΡΙΤΗ

-----ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΕΙΡΑΜΑ-----

β’ μέρος

 

Όταν ξύπνησα έξω είχε σκοτεινιάσει. Ένιωθα όλο μου το κορμί πιασμένο. Κοίταξα το ρολόι και συνειδητοποίησα ότι είχα κοιμηθεί πάνω από δώδεκα ώρες χωρίς διακοπή. Το στομάχι μου απαιτούσε να ασχοληθώ λίγο και μαζί του. Είχα φροντίσει ως τότε να ικανοποιήσω πολλά μέλη του σώματος μου αλλά αυτό το είχα παραμελήσει. Σηκώθηκα από το κρεβάτι, ντύθηκα μιας και έξω από τα σκεπάσματα έκανε κρύο και κατευθύνθηκα προς την κουζίνα. Άνοιξα τα ντουλάπια και περίλυπη αντιλήφθηκα την σκληρή πραγματικότητα, ήταν όλα σχεδόν άδεια, είχα αφήσει την ευκαιρία να πάω να ψωνίσω και η επομένη ήταν Κυριακή. Τη Δευτέρα μετά τη δουλειά οπωσδήποτε έπρεπε να πάω για ψώνια. Μέχρι τότε τι θα έκανα όμως; Τι άλλο, κλασσική ελληνική λύση, ντελίβερι! Τα μακαρόνια που υπήρχαν τα άφησα για να χορτάσω την πείνα μου την επόμενη μέρα.

Αφού χάζεψα λίγη τηλεόραση και διάβασα λίγες σελίδες από ένα μυθιστόρημα, ξάπλωσα να ξανακοιμηθώ, και ήταν τόση η κούραση μου από την προηγούμενη νύχτα που μέσα σε λίγη ώρα είχα καταφέρει να ξαναβυθιστώ σε ύπνο, μόνο που αυτή τη φορά είχε και όνειρα.

Τη Δευτέρα επιστρέφοντας από τη δουλειά έλαβα μήνυμα, φυσικά από το Χρήστο. Μου έγραφε ότι ήταν έξω από την πύλη και ότι σε λίγο θα έμπαινε στο στρατόπεδο, όμως σε λιγότερο από μήνα θα ήταν πολίτης και θα ήθελε να ανανεώσουμε το ραντεβού μας και να επαναλάβουμε την όμορφη βραδιά που περάσαμε μαζί. Το σεξ το εξασφάλισα σκέφτηκα, καιρός να εξασφαλίσω και το φαί! Πριν μπω όμως στο σούπερ μάρκετ του έστειλα ένα μήνυμα, «καλή συνέχεια θητείας» και τέλος. Μην παίρνουν και τα μυαλά του αέρα.

Η μέρα της απόλυσης του από τον στρατό είχε φτάσει, άραγε πόσο καιρό θα άφηνε πρώτα να περάσει για να με πάρει τηλέφωνο, το μήνυμα που του είχα στείλει δεν ήταν και πολύ ενθαρρυντικό. Έτσι άφησε δύο εβδομάδες και κάτι μέρες για να στείλει μήνυμα. Στην αρχή τα κλασσικά. Βγήκαμε για ποτάκι, ανταλλάξαμε λίγα φιλιά και ύστερα βρεθήκαμε σπίτι μου. Όλα κι όλα, μετά την εξάντληση εκείνης της πρώτης βραδιάς δεν είχα σκοπό να περάσω τα ίδια, να σέρνομαι για να φτάσω ως το κατάλυμα μου. Προς μεγάλη ικανοποίηση και των δύο η βραδιά επαναλήφτηκε με μεγάλη επιτυχία, μόνο που αυτή τη φορά κάναμε μεγαλύτερα διαλλείματα.

Δεν είναι της παρούσης να μετρήσω το πόσες φορές βρεθήκαμε με αυτόν τον τρόπο, το θέμα είναι ότι βρισκόμασταν αποκλειστικά και μόνο γι’ αυτό το λόγο. Χωρίς να το έχουμε συζητήσει, όποτε ήθελε με έπαιρνε τηλέφωνο και με ρωτούσε αν μπορούσε να έρθει σπίτι μου, αντίστοιχα κι εγώ όταν ήθελα να βρεθώ μαζί του, του τηλεφωνούσα και τον καλούσα. Είχε περάσει μια ολόκληρη σεζόν έτσι όταν μια ζεστή βραδιά του Ιουνίου, στην πρόσκληση μου έλαβα ως απάντηση ένα μήνυμα που έγραφε τα εξής «Είμαι έξω με κάτι φίλους από τον στρατό, θα προσπαθήσω να τους ξεπετάξω, και θα έρθω ύστερα».

Το μήνυμα του ήταν απολύτως λογικό για το είδος της σχέσης που είχαμε αποκτή­σει. Όμως με έβαλε με μιας σε σκέψεις. Κατά πρώτον ήταν όντως με φίλους ή σαλιά­ριζε δεξιά και αριστερά με καμιά, αλλά δεν ήθελε να χάσει και τα προνόμια που του είχα παραχωρήσει οπότε την αποκαλούσε ‘‘φίλους’’. Δεύτερον, ξεπέταγε τους φίλους του, όπως πολύ πιθανόν να ξεπέταγε και εμένα, και το χειρότερο έτσι όπως τα είχα καταφέρει δεν μπορούσα ούτε να του πω τίποτα, ούτε να του ζητήσω τα ρέστα και να του γκρινιάξω. Αυτές οι σκέψεις ήταν λογικό να με οδηγήσουν σε άλλες, τόσα χρόνια είχα συνηθίσει να είμαι σε μια ολοκληρωτική σχέση και ξαφνικά χωρίς να το έχω καταλάβει βρισκόμουν σε μια ελεύθερη. Ήταν πράγματι αυτό που ήθελα; Αυτό που μου άξιζε; Κι αν όχι τι μπορούσα να ζητήσω περισσότερο από το Χρήστο έτσι κακομαθημένο που τον είχα κάνει; Τι μπορούσα να περιμένω και να ελπίζω;

Από αυτούς τους συλλογισμούς με ξύπνησε ο ήχος του κουδουνιού της εξώπορτας της πολυκατοικίας. Χωρίς να το σκεφτώ του άνοιξα, όμως αμέσως το μετάνιωσα. Τώρα δε θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι έλειπα, άσε που θα σκεφτόταν ικανο­ποι­η­μέ­νος ότι είχα μείνει μέσα για να τον περιμένω. Το κουδούνι του διαμερίσματος μου ήχησε παιχνιδιάρικα με μικρές διακοπές και εγώ άνοιξα την πόρτα προσπαθώντας να χαμογελάσω. Κλασσικός άντρας ο Χρήστος δεν αντιλήφθηκε τον κόπο που κατέβαλα για αυτό το χαμόγελο, με κόλλησε πάνω του και είπε «Σε σκεφτόμουνα όλη την ώρα από την στιγμή που μου έστειλες το μήνυμα». Με άλλη ήταν, διαβεβαίωσα τον εαυτό μου αυθαίρετα. «Τώρα θα κάνει ότι κάνει τέλος πάντων μαζί μου, και θα σκέφτεται την άλλη», αυτά συλλογιζόμουν ενώ με σήκωνε στα χέρια του να με πάει στο κρεβάτι. Όσο και να προσπαθούσα να συγκεντρωθώ στα όσα έκανε, εγκεφαλικά ήμουνα απούσα. Οπότε και το σώμα ακολουθούσε την απάθεια του μυαλού, σε βαθμό που ο Χρήστος σταμάτησε, ανασηκώθηκε, και με ρώτησε τι μου συμβαίνει κι αφού δεν ήθελα να κάνουμε σεξ γιατί του έστειλα μήνυμα και δεν τον άφηνα να μείνει με τα παιδιά. Σίγουρα με γκόμενα ήταν, ξανασκέφτηκα. Τόση πρεμούρα πια για τους φίλους από το στρατό, δεν νομίζω. Τι να του πω όμως που δεν είχα δικαίωμα να βάλω τις φωνές και τα κλάματα και να τον κατηγορήσω ότι υπάρχει άλλη. Θα με ρωτούσε από πότε είχαμε συμφωνήσει αποκλειστικότητες και θα με κατηγορούσε και για τρελή. Άσε που μπορεί να νόμιζε ότι ήθελα να τον τυλίξω. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί όλοι οι άντρες θεωρούνε τους εαυτούς τους κελεπούρια, ακόμα και όταν δεν έχουν περιουσία, και ότι άλλο απαιτεί η λέξη κελεπούρι. Μάλλον θα φταίει το γεγονός ότι τους μεγαλώνουν λάθος γυναίκες. Οι μανάδες που βλέπουν τους γιούς τους σαν κελεπούρια που δε θα έχουν ταίρι που να τους αξίζει σε αυτόν το πλανήτη, ούτε και σε κανέναν άλλο φυσικά, οπότε αυτή η εντύπωση περνάει και στους γιούς.

-Συγνώμη, δεν έχω όρεξη.

-Αν θυμάμαι καλά, εσύ ζήτησες να έρθω!

-Συγνώμη.

-Μεσολάβησε κάτι ωσότου να έρθω;

-Απλά είμαι κουρασμένη.

-Μήπως το μωρό μου δεν άντεχε να με περιμένει και έκανε παιχνίδι μόνο του; Είπε με ένα πονηρό χαμόγελο.

-Όχι.

-Πες ναι κι ας είναι ψέμα! Επικράτησε μια μικρή σιγή μιας και κανείς δεν είχε τι να πει και ύστερα με ξαναρώτησε.

-Θες να φύγω;

-Όχι.

-Θες να μείνω;

Ανασήκωσα τους ώμους. Και η αλήθεια ήταν ότι δεν ήξερα τι ήταν καλύτερο, να φύγει ή να μείνει! Και αν έφευγε θα επέστρεφε όταν του το ξανά ζητούσα ή όχι; Άσε που υπήρχε ο κίνδυνος να συναντηθεί με την άλλη!

-Κι αν μείνω τι θα κάνουμε; Ερώτηση παγίδα. Έρωτα πάντως δεν έπαιζε να κάνουμε οπότε ας ήμουνα ειλικρινής, δεν έλεγε να ξαναπροσπαθήσουμε και εγώ να έχω το μυαλό μου αλλού.

-Αν κοιμηθούμε; Είπα με παιδική αφέλεια και με την ελπίδα να με βρει χαριτωμένη και να μη μου θυμώσει.

-Έστω. Είπε ξεφυσώντας, άντε κλείσε το φως. Εκείνος ξάπλωσε και μου γύρισε την πλάτη, εγώ έκλεισα το φως και γύρισα την πλάτη στη γυρισμένη του πλάτη. Δεν είχαν περάσει λίγα λεπτά όταν τον ένιωσα να σαλεύει, να φέρνει το σώμα του κοντά στο δικό μου και να με παίρνει αγκαλιά. Και ύστερα όνειρα… Το πρωί ξύπνησα από τα φιλιά του. Το αρσενικό ζητούσε να αποζημιωθεί από το θηλυκό για τη νύχτα χωρίς ερωτική επαφή που είχε προηγηθεί. Μιας και είχα απολαύσει τον ύπνο και έχοντας καλύτερη διάθεση ανταποκρίθηκα στα ερωτικά του παιχνίδια. Και αφού το ευχαρι­στηθήκαμε και οι δύο, ανακουφισμένοι που είχαμε επιστρέψει στα καθιερω­μέ­να μας, πήγαμε στην κουζίνα για να πάρουμε πρωινό. Δεν είχαμε τελειώ­σει τον καφέ μας όταν ο Χρήστος αποφάσισε ότι ήθελε εμένα για πρωινό. Πρώτη φορά σε άλλο μέρος εκτός από το κρεβάτι.

Το απόγευμα όταν έφυγε από το σπίτι μου, η μελαγχολία και οι αμφιβολίες σιγά σιγά επέστρεψαν! Δεν μπορούσε να συνεχιστεί άλλο αυτή η κατάσταση. Δεν οδηγούσε πουθενά. Ωραία περάσαμε όσο ήταν! Μου βγήκε και το απωθημένο να κοιμηθώ μαζί του, όμως εγώ λειτουργούσα σαν να ήμουνα σε κανονική σχέση ενώ στην πραγματικότητα υπήρχε απλά συνουσία. Να μιλήσω μαζί του ώστε να το διορθώσουμε ήταν αργά, οπότε έπρεπε να έχω τις κεραίες μου ανοιχτές και να μην αφήνω ευκαιρίες να πηγαίνουνε χαμένες. Φυσικά μέχρι τότε δεν υπήρχε λόγος να στερηθώ των υπηρεσιών του Χρήστου. Αμφιταλαντεύτηκα πάνω σε αυτό το θέμα, κυρίως μήπως η όλη κατάσταση με μπέρδευε, αλλά τελικά κατέληξα ότι αν ήταν να βρεθεί κάτι καλό θα το καταλάβαινα. Και το καλό φάνηκε με καθυστέρηση τριών μηνών. Σε ποιο χώρο; Που αλλού, στη δουλειά. Νέος συνάδελφος, ευπαρουσίαστος, με πολλά προσόντα, και πολλά υποσχόμενος γενικά. Σε όλο το θηλυκό προσωπικό τρέχανε τα σάλια κάθε φορά που περνούσε. Εγώ προσπαθούσα να φαίνομαι σοβαρή και να μη δίνω δικαιώματα ούτε σε εκείνον ούτε σε κανέναν άλλον να πιστεύει ότι ξεροσταλιάζω για τον καινούργιο. Πάνω από όλα η περηφάνια μου. Συνηθισμένος ο Κώστας από το ενδιαφέρον, η δική μου φαινομενική αδιαφορία τον χτύπησε στο φιλότιμο, οπότε προσπάθησε να με προσεγγίσει. Και να τα εσωτερικά email, να με ρωτάει για το ένα και το άλλο, να ζητάει τη βοήθεια μου δήθεν. Κάποια στιγμή ζήτησε και τον αριθμό του κινητού μου και τότε άρχισαν τα μηνύματα, και πολλές φορές σε περασμένη ώρα.

Ένα παρόμοιο μήνυμα έσκασε κάποιο βραδάκι που ‘‘παίζαμε’’ με τον Χρήστο. Το ‘‘παιχνίδι’’ σταμάτησε απότομα και ο Χρήστος πριν προλάβω να αντιδράσω είχε πάρει στα χέρια του το κινητό μου, και είχε μπει στα μηνύματα. (Να τι παθαίνει κάποιος όταν δεν το κλειδώνει με κωδικό). Δυνατά άρχισε να μου διαβάζει το περιεχόμενο του μηνύματος.

 «Υπέροχη βραδιά απόψε, είναι για βόλτα, τι λες πάμε να κεράσω ένα ποτάκι;»

-Τι να του απαντήσω; Θα πάμε; Κερνάει ο Κώστας.

-Τώρα έχω δουλειά, είπα και ανασηκώθηκα να τον φιλήσω στο λαιμό.

-Μη στενοχωριέσαι, αν θες την αφήνουμε για άλλη μέρα, και αν προτιμάς μπορείς να την συνεχίσεις με άλλον παρτενέρ.

-Ώχου, τι έπαθες τώρα;

-Αστειεύεσαι βέβαια, είμαστε εδώ μαζί και σου έρχονται μηνύματα από άλλον!

-Δεν ήξερε ότι είμαστε εδώ μαζί. Αλλιώς δε θα έστελνε. Είπα με θράσος παριστάνοντας την αδιάφορη για την στάση του.

-Ώστε γυρνάς δεξιά και αριστερά και το παίζεις ελεύθερη!   

-Παρακαλώ;

-Είμαστε μαζί κοριτσάκι μου ή δεν είμαστε; Η ώρα της αλήθειας είχε φτάσει, έπρεπε αμέσως να αποφασίσω τι ήθελα και να το διεκδικήσω ή να το αφήσω να φύγει, με την ελπίδα του ερχομού κάποιου Κώστα.

-Δεν ξέρω, είμαστε;

-Τι εννοείς δεν ξέρεις;

-Ότι δεν ξέρω ρε Χρήστο, συναντιόμαστε αποκλειστικά και μόνο για ένα λόγο.

-Τι μου λες τώρα;

-Ότι δεν ξέρω τι είδους σχέση έχουμε, μιλάμε μόνο για να κανονίσουμε να βρεθούμε, όταν φεύγεις από δω δεν ξέρω τι κάνεις! Με ποιους είσαι! Πως είσαι! Αν έχεις κάποιο πρόβλημα δε θα το συζητήσεις μαζί μου, όπως ούτε κι εγώ μαζί σου. Κάθε φορά που βρισκόμαστε είμαστε κλεισμένοι σε τέσσερις τοίχους κάνοντας αποκλει­στικά μια δραστηριότητα. Αυτό δεν είναι σχέση! Αν θέλουμε κάτι περισσό­τερο από αυτό πρέπει να ξέρεις ότι αυτή την στιγμή βρισκόμαστε σε λάθος δρόμο.

-Έχεις δίκιο, συγνώμη.

-Συγνώμη για ποιο;

-Για την υστερία με το μήνυμα.

-Δεν πειράζει. Το θέμα είναι άλλο! Γύρισε και με κοίταξε. Τι θες να έχουμε;

-Εσύ, τι θα ήθελες; Στις ημέρες μας οι άντρες είναι κάτι παραπάνω από δειλοί. Φοβούνται την απόρριψη, ακόμα κι αν έχουν χειροπιαστά δείγματα από το κορίτσι που τους ενδιαφέρει. Αν δεν κάνει εκείνη το πρώτο βήμα, ή μάλλον αν δεν ξεκαθαρίσει εκείνη τι θέλει, δεν πρόκειται από μόνοι τους να πάρουνε πρωτοβουλία. Το μόνο που ξέρουν να κάνουν είναι να κοιτάνε, να λένε αστειάκια και να κάνουν πειράγματα, κάτι περισσότερο; Προς Θεού, ΟΧΙ.  

-Τι να σου πω! Ξέρω κι εγώ έτσι όπως μπερδευτήκαμε! Πάντως για να πω την αλήθεια, εκείνη τη βραδιά που έμεινες και κοιμηθήκαμε μαζί, αν και ο λόγος σου ήταν για να κάνουμε το πρωί έρωτα, πρόσθεσα αυστηρά για να ξανά γλυκάνω πάλι, μου άρεσε που ξύπνησα δίπλα σου.

-Δηλαδή θα ήθελες να δοκιμάσουμε;

-Γιατί όχι;

-Τότε είμαι μέσα. Και ύστερα πρόσθεσε σηκώνοντας την παλάμη του. «Κόλλα το», το βλέμμα μου ήταν αρκετά αυστηρό για να κατεβάσει το υψωμένο του χέρι και να ανασηκώσει τους ώμους του. «Καλά μην το κολλάς! Θα με φιλήσεις τουλάχιστον;»

-Ναι, αυτό μπορώ να το κάνω. Και αφού ανταλλάξαμε κάμποσα φιλιά.

-Στον Κώστα δε θα απαντήσεις;

-Άσ’ τον τον  Κώστα τώρα.

-Μπα, για να πας τη Δευτέρα στη δουλειά και να του πεις μια οποιαδήποτε δικαιολογία;

-Δε μου έχεις εμπιστοσύνη;

-Πρέπει;

-Χρήστο. Αν ήθελα τον Κώστα δε θα είχα κάνει αυτή τη συζήτηση μαζί σου.

-Τη συζήτηση νόμιζα ότι την έκανες επειδή ήθελες εμένα.

-Ακριβώς, στα λόγια μου έρχεσαι.

-Αυτό όμως δεν αποκλείει ότι δε θες και τον Κώστα!

 

 

-.- -.-.- -.-

 

 

Διαβάζοντας τα όσα έχω γράψει, νιώθω σαν να είχα μια ανάλαφρη διάθεση όταν τα κατέγραφα στο χαρτί. Προφανώς θα ευθύνεται το γεγονός ότι με παρασέρνουν τα γεγονότα, τα όσα έζησα και αισθάνθηκα. Παίρνω δύναμη από αυτά που συνέβησαν αν και υπήρξαν στιγμές που έγινα τόσο δυστυχισμένη όμως ομολογώ ότι δε μετανιώνω που αφέθηκα σε εκείνον. Ήταν δυνατό, ήταν έντονο όσο σκληρά κι αν κατέληξε. Ό,τι του έδωσε αυτά τα χαρακτηριστικά ήμουν εγώ η ίδια γιατί εγώ ένοιωσα όλα αυτά και ακόμα παραπάνω. Αναρωτιέμαι πως θα ήταν η ζωή μου εκείνη την περίοδο αν δεν είχα συναντήσει τον παλιό συμφοιτητή του, αν δε με είχε ενημερώσει ότι εκείνος είχε πάει στρατό, αν δεν του είχα στείλει μήνυμα και στο φινάλε αν δεν είχα ενδώσει στις προκλήσεις του. Μπορεί να μην ξέρω αλλά νιώθω ότι θα ήταν ένα διάστημα κενό στον χρόνο. Λοιπόν δε μετανιώνω για τη σχέση μας, για τα λάθη μας. Κι αν οι επιλογές μας, μας χαρακτηρίζουν δε με ενοχλεί να χαρακτηριστώ από οποιοδήποτε επίθετο. (Ρομαντική, συναισθηματική, ηλίθια, ερωτευμένη κ.ο.κ.)    

 

ΣΤΑΔΙΟ ΠΡΩΤΟ : ΜΑΖΙ ΣΟΥ!  ----- ΦΑΣΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

-----ΑΡΧΗ ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ-----

 

Επιτέλους τα πράγματα είχαν μπει σε μια σειρά, γεγονός που για την ώρα ήταν αρκετό να με κάνει να νιώθω ευτυχισμένη. Αν και τη Δευτέρα που επέστρεψα στη δουλειά, μόλις συνάντησα τον Κώστα ένιωσα κάπως αμήχανη. Τον καημενούλη, του είχα δώσει θάρρος να ελπίζει ότι μπορούσαμε να είμαστε κάτι περισσότερο από συνάδελφοι και φίλοι και τώρα τον άδειαζα για το Χρήστο. Και ήταν τόσο γλυκός και όμορφος, ενώ ο Χρήστος δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κάτι περισσότερο από συμπαθητικός. «Κάλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει». Αν και τελικά δεν άξιζε τα διπλά από τον Χρήστο ο Κωστής, κάτι που θα αποδεικνυόταν αργότερα. Κατά τη διάρκεια του οχταώρου κοιτάξαμε και οι δύο τη δουλειά μας, στο σχόλασμα όμως, καθώς έτυχε να φύγουμε μαζί, κάποια στιγμή που ήμασταν μόνοι μας στο ασανσέρ προσπάθησε να ανοίξει το θέμα.

-Πως πέρασες το Σάββατο; Είχε ένα τόνο ειρωνείας η φωνή του άραγε ή απλά απορίας!

«Αχ το Σάββατο!» σκέφτηκα σαν ξεμυαλισμένη έφηβη. Πριν προλάβω να απαντήσω «Υπέροχα», σκούντηξα νοερά τον εαυτό μου και είπα απλά:

-Ήσυχα!

-Μόνη;

-Όχι.

-Πως αλλιώς; Είπε πειραγμένος. Ελπίζω να μην ενόχλησα με το μήνυμα που έστειλα.

-Όχι μην ανησυχείς! Τον καθησύχασα χωρίς να προσθέσω πόσο ευγνώμον του ήμουνα. Αν δεν είχε στείλει το μήνυμα ακόμα θα ήμασταν στα ίδια με τον άλλον. Ο χρόνος θα έδειχνε ότι ο Χρήστος με είχε γλίτωσει πιθανόν από έναν καταστροφικό έρωτα. Ο Κώστας ήταν ο τύπος του άντρα που οι γυναίκες ερωτεύο­νται εύκολα, και συνήθως αυτοί οι τύποι ανήκουν στην κατηγορία του Καζανόβα. Μόλις κατάλαβε ότι εγώ δεν ήμουν διαθέσιμη, δεν έκατσε και πολύ να σκάσει, ευτυχώς βέβαια γιατί δε με πολιόρκησε σε βαθμό  να με βάλει σε πειρασμό να διαλύσω αυτό που είχα με τον Χρήστο. Οπότε αφού εγώ ήμουν αλλού και μάλλον δεν ήμουν πρόθυμη να το θυσιάσω για χάρη του, έριξε τα δίχτυα του κι αυτός αλλού. Έλα όμως που οι σχέσεις του ήταν της μιας νύχτας, και το κοριτσάκι άρχισε να έρχεται με κοκκινισμένα μάτια στη δουλειά. Ύστερα έκανε το λάθος να την πέσει στην προϊσταμένη μου, αλλά δεν ήξερε που έμπλεκε. Όταν εκείνος πήγαινε, εκείνη είχε ήδη επιστρέψει και επιπλέον είχε γευματίσει. Πλέον είχε κατοχυρώσει τα δικαιώ­ματα της στην εταιρεία και δεν μπορούσε να την κουνήσει κανείς. Όταν ο παππούς, ένας από τους μετόχους της ανώνυ­μης που εργαζόμασταν και ο εραστής που την είχε εδραιώσει, είχε απομακρυνθεί από τη δουλειά, εκείνη είχε ολόκληρο το γήπεδο δικό της να κάνει παιχνίδι. Πότε βρέθηκε παντρεμένος ο Κωστάκης με την Αδριανή ούτε που το κατάλαβε. Ενώ κακές γλώσσες λέγανε, ότι το αφεντικό μας, δεν παραιτήθηκε ποτέ ολοκληρωτικά από τα δικαιώματα του και ο θάνατος τον βρήκε στην αγκαλιά της καλής του, η οποία πρόλαβε να φύγει από το ξενοδο­χεί­ο χωρίς να τη μυριστεί κανείς. Όπως και να το κάνεις, τέτοιου είδους σπορ που απαι­τούν τόση προσπά­θει­α, οι μεγάλες ηλικίες πρέπει να τα ασκούν με ρέγουλα. Και ύστερα από αυτή την παρένθεση για το μέλλον του επίδοξου εραστή μου, ας επιστρέψουμε στον άντρα της ζωής μου.

Στην αρχή η σχέση μας συνεχίστηκε όπως ακριβώς ήταν ως τότε. Στο κρεβάτι του δωματίου μου. Όμως η ιδέα ότι ήταν δικός μου αποκλειστικά και μόνο με έκανε ευτυχισμένη. Έπαψα να ανησυχώ για φανταστικές ερωμένες, επιπλέον όταν ερχόταν σπίτι μου το βράδυ έμενε και κοιμόμασταν αγκαλιά και αν δεν ήμασταν πολύ κουρασμένοι όλο και κάποια συζήτηση ανοίγαμε, όχι ότι δεν το κάναμε και πριν, αλλά ως τότε ο χρόνος μας ήταν περιορισμένος. Και φυσικά αρχίσαμε να μιλάμε στο τηλέφωνο με τις ώρες, και να ανταλλάσουμε μηνύματα. Έτσι η σχέση μας απέκτησε την επικοινωνία που τόσο καιρό της έλειπε.

Και φυσικά κάποια στιγμή ξεκινήσαμε να κάνουμε κοινές εξόδους, και ήταν όλα τόσο υπέροχα. Να κάνω παρέα μαζί του, να με κρατάει από το χέρι, να με σφίγγει πάνω του. Πρώτη φορά που ένας άντρας μου γεννούσε όλα αυτά τα αισθήματα. Ξαφνικά όλος ο ρομαντισμός που έκρυβα καλά μέσα μου είχε εξωτερικευτεί και κόντευε να με στραγγαλίσει. Φυσικά μπροστά του δεν τολμούσα να έχω τέτοιου είδους εκρήξεις, απολάμβανα ό,τι μου πρόσφερε χωρίς να δείχνω υπερβολικά τον ενθουσιασμό μου, φοβόμουνα τι εντύπωση θα του δημιουργούσε όλο αυτό.

Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα στο κρεβάτι μου, δεν ήξερα που ταξίδευε, μου αρκούσε να γυρίζω στο πλευρό και να τον κοιτάζω, και να μένουμε εκεί, ακίνητοι και σιωπηλοί, να νιώθουμε ο ένας την ύπαρξη του άλλου στο πλευρό του. Να ήταν άραγε αυτός ο ένας της ζωής μου που θα έκανε τη διαφορά;

-Τι σκέφτεσαι; Τόλμησα να τον ρωτήσω και τον είδα να χαμογελάει.

-Ένα αλλόκοτο πλάσμα.

Ανασηκώθηκα και στηρίχτηκα στο χέρι μου.

-Ποιο αλλόκοτο πλάσμα;

-Μη ζηλεύεις. Εσένα εννοώ.

-Εγώ δεν είμαι αλλόκοτη. Είπα αμυντικά.

-Αυτή την εικόνα δίνεις όμως.

-Σαχλαμάρες. Είπα ξανά ξαπλώνοντας στο μαξιλάρι μου.

-Την πρώτη φορά που σε πρόσεξα ήταν τότε που μπήκες καθυστερημένη στην εξεταστική. Ήσουν σε τέτοια σύγχυση, φαινόσουν σαν να βρισκόσουν σε λάθος μέρος την πιο ακατάλληλη ώρα. Σαν ένα μικρό ξωτικό που το έσκασε από τα μαγικά του δάση και βρέθηκε στον πολιτισμένο κόσμο των ανθρώπων και δεν ήξερε που έπρεπε να στραφεί για να γυρίσει πίσω.

-Η αλήθεια είναι ότι για μια στιγμή σκέφτηκα να φύγω, όμως ήταν πια αργά.

-Και ύστερα η καλή σου νεράιδα που προστατεύει όλα τα ξωτικά και τα πλάσματα των παραμυθιών, σε έριξε δίπλα μου.

-Τι τύχη! Ειρωνεύτηκα.

-Κάνω πως δεν το άκουσα. Είπε και επέστρεψε στην αναπόληση. Με πονηριά προσπάθησες να αντιγράψεις, Θεέ μου…

-Αυτό πρέπει να το πω εγώ, για εκείνο το απαίσιο, μοχθηρό βλέμμα που μου έριξες!

-Ήθελα να βάλω τα γέλια με εκείνο που μου επέστρεψες, όταν είδες ότι δε θα περνούσε το δικό σου! Σε άφησα όμως τελικά να αντιγράψεις!

-Αυτό σου έλειπε!

-Τι εννοείς; Ότι ήμουνα υποχρεωμένος να σε αφήσω να αντιγράψεις από τα γραπτά μου; Γιατί; Επειδή ήσουνα μεγαλύτερη ή για τα όμορφα σου μάτια;

-Για το δεύτερο φυσικά. Μαγεύτηκες από την ομορφιά του ξωτικού και μου παρέδωσες την κόλα σου, για αρχή!

-Ούτε την κόλα μου ούτε τίποτα άλλο. Που σηκώθηκες και έφυγες χωρίς να πεις ούτε ένα ευχαριστώ, αχάριστη.

-Παρακαλώ;

-Μην παρακαλάς! Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο συγχύστηκα που έφυγες χωρίς ούτε ένα νεύμα! Που δε περίμενες έξω να πεις έστω ένα «ευχαριστώ». Και τις μέρες που ακολούθησαν να μη δίνεις ούτε σημασία. Σε θεωρούσα κακομαθημένη, μου ερχόταν…

-Κι όλα αυτά επειδή δεν είπα «ευχαριστώ»;

-Φυσικά!

-Κι επιμένεις ότι εγώ είμαι η αλλόκοτη;      

-Μου ερχόταν να σταθώ μπροστά σου και να στα ψάλω ένα χεράκι. Ένα σύντομο flashback έλαμψε στο μυαλό μου.

-Για μια στιγμή, τότε που έπεσα πάνω σου με ένα σωρό βιβλία και σκορπιστήκαν όλα στο πάτωμα δεν ήταν από λάθος μου…

-Ε;

-Ώστε έτσι Χρηστάκο, μήπως μου έβαλες και τρικλοποδιά;

-Εντάξει μην είσαι υπερβολική, απλά αυθόρμητα, εντελώς, σου έκλεισα τον δρόμο! Φαντάστηκα ότι θα με πρόσεχες και ότι δε θα έπεφτες πάνω μου. Και ήθελα να δω…

-Αν θα σου πω το «ευχαριστώ» που σου χρωστούσα…

-Περίπου! Θεωρούσα ότι ήσουν απόλυτα κακομαθημένη, και ότι πίστευες ότι όλοι σου χρωστούσανε οπότε δεν είχα να περιμένω και πολλά από σένα…

-Οπότε μπήκες μπροστά μου για να με τιμωρήσεις που ήμουν αγνώμον…

-Να σε τιμωρήσω… υπερβολές!!!

-Και τι άλλαξε, ύστερα…

-Όταν είδα τα βιβλία πεσμένα…

-Σκέφτηκες «Αμαρτία τόση γνώση σκορπισμένη στο πάτωμα!»

-Αυτό πρωτίστως, η αλήθεια είναι ότι περίμενα να ακούσω κάτι τύπου «Που πας, βρε ηλίθιε, δεν βλέπεις μπροστά σου;» και τα σχετικά. Αλλά ξαφνικά ενώ μάζευες από το πάτωμα την σκορπισμένη γνώση άκουσα από τα χείλη σου, την πιο δύσκολη λέξη! «Συγνώμη» και τότε σκέφτηκα «Ωραίο τυπάκι φαίνεται, το παρεξήγησα!» Και σε βοήθησα να μαζέψεις βιβλία και σημειώσεις.

-Αν ήξερα ότι το είχες κάνει επίτηδες θα σε πετροβολούσα με τη γνώση.

-Το προσπερνώ…

-Ότι δε σε συμφέρει το προσπερνάς!

-Μετά με θυμήθηκες, μου είπες και το ευχαριστώ που μου χρωστούσες…

-Τηλέφωνο ψυχίατρου σου χρωστούσα… Πάντως για να σου είχα καρφωθεί τόσο στο μυαλό, πρέπει να σε είχα γοητεύσει! Σιγά μη για ένα ευχαριστώ, είχες φάει τόσο κώλυμα! Εκτός κι αν ήσουν κομπλεξικός!

-Μπορεί, μου είπε και άρχισε να με φιλάει στο λαιμό.

-Άσε τις μαλαγανιές τώρα, θα τιμωρηθείς!

-Για τότε;

-Φυσικά, αφού και εγώ ετεροχρονισμένα τιμωρήθηκα για την αγνωμοσύνη μου, κι όχι τη μέρα που αντέγραψα! Άσε που από τη σύγκρουση με πόναγε μια βδομάδα το χέρι.

-Σιγά μη σου άφησα και μώλωπες.

-Τώρα που το λες, μου άφησες! Και βρίσκοντας ευκαιρία ρώτησα. Τότε στις φοιτητικές εκλογές, θυμάσαι που μας έβαλε ένας τύπος τις φωνές επειδή κοροϊδεύαμε τις νεολαίες.

-Τον βλάκα, που τον θυμήθηκες;

-Θυμάσαι που πήγες να αρπαχτείς μαζί του;

-Που με άρπαξες από το μπράτσο λες!

-Ναι.

-Ε ναι! Τι;

-Τι εννοείς τι;

-Αν του την έστησα και τον έδειρα ετεροχρονισμένα; Όχι, φαίνεται δε θα με είχε γοητεύσει όσο εσύ!

-Άντε ρε βλάκα!

-Τι ζητάς να μάθεις;

-Να, αν όταν σε άγγιξα ένιωσες να ηλεκτρίστηκες;

-Να ηλεκτρίστηκα ε; Είπε και με τράβηξε πάνω του, σαν αυτό που νιώθω όταν σε φιλάω;

-Είσαι τιμωρημένος μωρό μου!

-Ε, μα άσε με πια να θυμηθώ!

-Στάματα, απαιτώ μια απάντηση.

-Αν ένιωσα ηλεκτρισμό; Μπα όχι!

-Όχι; Καληνύχτα.

-Κάτσε να το συζητήσουμε.

-Κατοχυρώθηκε η πρώτη σου απάντηση, είπα και του γύρισα την πλάτη.

-Κατεργάρα, θες να κοιμηθείς, είπε και με πλησίασε για να με πάρει αγκαλιά. Πάντως όταν έπεσες επάνω μου με τα βιβλία…, τι ωραία στιγμή! Πόσο αλλόκοσμη και γλυκιά φαινόσουν! Πάντα μου έδινες την εντύπωση ότι είσαι στον κόσμο σου, ακόμα και τώρα που είμαστε μαζί κάποιες φορές μου δίνεις την εντύπωση ότι είσαι στο δικό σου σύμπαν, αλλά δε με ενοχλεί! Φτάνει να μου αφήνεις λίγο χώρο να μπαίνω και εγώ σε αυτό το μαγικό σύμπαν. Και μιας και ανέφερες τον ηλεκτρισμό, πολλές φορές αγγίζω αντικείμενα και νιώθω να με διαπερνάει ηλεκτρισμός. Όταν με έπιασες εσύ από το μπράτσο για να με συγκρατήσεις και να μη τσακωθώ με τον βλάκα, που δε θα ερχόμασταν και στα χέρια πια, υπερβολική. Ένιωσα κάτι, αλλά καμία σχέση με ηλεκτρισμό, ένιωσα οικειότητα και ίσως ένα ρίγος να διαπερνάει το κορμί μου. Και ύστερα όταν σε είδα στη συναυλία, τι χαρά που μου μίλησες και τι άθλια μου φάνηκε η μουσική του συγκροτήματος όταν ύστερα σε έβλεπα με το φίλο σου. Και μετέπειτα που μου έστειλες τα πρώτα μηνύματα όταν πήγα φαντάρος, και τι γλυκό που ήταν το πρώτο φιλί μας και πόσο αμήχανο, αλλά και τα μετέπειτα όταν σου έκλεβα και από κανένα, γλυκά μα πιο σταθερά, αποφασισμένα… Όνειρα γλυκά μωρό μου. Μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο και έσβησε το φως. Έκανα την κοιμισμένη, δεν είχα τι να του απαντήσω μετά από μια τέτοια εξομολόγηση, σαν να μην μπορούσα να διαχειριστώ τα αισθήματα του, μα ούτε και τα δικά μου, που πλέον μπορώ να αναγνωρίσω ότι ήταν τα ίδια. 

Ο καιρός κυλούσε και ο Χρήστος σχεδόν είχε εγκατασταθεί στο σπίτι μου, όμως δεν είχε μετακομίσει κανονικά και ο λόγος ήταν ο εγωισμός του! Παραδέχομαι ότι αν το είχε κάνει θα είχε χάσει ένα μέρος από την εκτίμηση μου, μιας και δεν εργαζόταν, οπότε δε θα μπορούσε να προσφέρει οικονομική ενίσχυση στη συγκατοίκηση μας. Πείτε με πρακτική, αλλά αυτά μετράνε, κι αν όχι στις αρχές, αργά ή γρήγορα θα μετρήσουν και θα δημιουργήσουν άσχημη εντύπωση. Συχνά έφερνε φαί να φάμε, τίποτα το υγιεινό, σουβλάκια και πίτσες. Όμως μιας και δεν είχε μόνιμη εργασία αφού αφιέρωνε όλο του τον χρόνο στο συγκρότημα και στην κιθάρα του, δε θα είχε τη δυνατότητα να πληρώνει λογαριασμούς, κοινόχρηστα και ενοίκιο. Οπότε προτι­μού­σε να μένει με τους γονείς του, να κερνάει τους καφέδες εφόσον και αν βγαίναμε έξω, και να μένει μαζί μου κάποιες φορές από το απόγευμα ως το επόμενο πρωί που σηκωνόμουν για δουλειά. Τουλάχιστον είχε περηφάνια και αυτό μετρούσε σε μένα.

Μέρα με τη μέρα εγώ δενόμουν όλο και περισσότερο μαζί του. Δεν ήθελα ούτε να σκεφτώ το ενδεχόμενο ότι ίσως ερχόταν κάποια στιγμή που θα χωρίζαμε, ή ότι πιθανόν να ερωτευόμουν εγώ η ίδια κάποιον άλλον! Με το Χρήστο είχα κλείσει σαν γυναίκα και αν ακόμα εκείνος έπαιρνε την απόφαση να χωρίσουμε, χωρίς υστερίες και καυγάδες θα δεχόμουν την απόφαση του και έπειτα θα κλεινόμουν σε μοναστήρι. Ούτε να φανταστώ δεν μπορούσα να απλώνει το χέρι του πάνω στο κορμί μου άλλος. Αυτή ήταν η απόφαση μου και αν κάτι πήγαινε στραβά θα την τηρούσα ως το τέλος, έτσι πίστευα τότε. Φυσικά δεν υπήρχε λόγος αυτές τις κρυφές και τόσο προσωπικές μου σκέψεις να τις αποκαλύψω στον Χρήστο, ήξερα ότι δεν έπρεπε να του ανεβάσω τον εγωισμό στα ουράνια και να με θεωρεί κτήμα του, άσχετο αν πλέον ήμουν αφιερωμένη αποκλειστικά στη δική του λατρεία. 

Ήταν ένα βράδυ, όταν επιστρέφαμε από το Κεραμικό από μια συναυλία κλειστού χώρου που έδινε το γκρουπάκι ενός φίλου του. Βρισκόμασταν στο μετρό και μου σχο­λίαζε τα της συναυλίας, όχι και με πολύ κολακευτικά λόγια, εγώ προσπαθούσα να δικαιολογήσω κάπως τα παιδιά, φέρνοντας του αντιρρήσεις, αλλά όχι έντονα. Όσοι έχουμε χρησιμοποιήσει αυτό το μέσο μεταφοράς γνωρίζουμε ότι ο θόρυβος στο μετρό, κατά της διάρκεια που είσαι μέσα στο συρμό, είναι πολύ έντονος, με αποτέλεσμα πολλές φορές να αδυνατώ να ακούσω τι μου έλεγε. Οπότε κοιτούσα τα χείλη του ώστε να διαβάσω αυτά που ήθελε να μου πει. Κάποια στιγμή όμως αδιαφόρησα για όσα μου έλεγε, βυθίστηκα στις σκέψεις μου και το βλέμμα μου άρχισε να κάνει βόλτες στο πρόσωπο του, και να σκέφτομαι ένα και μοναδικό πράγμα, μια λέξη: «Σ’ αγαπώ». Το επαναλάμβανα συνέχεια στον εαυτό μου, μα δεν επέτρεπα να το ξεστομίσω. Ο Χρήστος που είχε αρχίσει να αντιλαμβάνεται ότι είχα πάψει να δίνω σημασία σε αυτά που μου έλεγε, σταμάτησε να μου μιλάει και άρχισε να με κοιτάει παραξενεμένος, χωρίς όμως να με ρωτάει τι συμβαίνει. Ο συρμός έφτασε στην στάση που είχαμε σκοπό να κατέβουμε, οπότε επανήρθα και προσπά­θησα να σβήσω τις προηγούμενες σκέψεις μου, γιατί με την τρέλα που με είχε πιάσει ήμουν ικανή να του το μαρτυρήσω. Ο Χρήστος έβαλε το χέρι του προ­στα­­τευτικά γύρω από τη μέση μου, σαν να ήμουν άρρωστη, και μήπως δεν είχα προ­σβληθεί από αυτή τη γλυκιά αρρώστια, που τόσο ευπρόσδεκτη είναι όταν έρχεται!

Περπατούσαμε στον δρόμο και δεν τολμούσα να ανοίξω το στόμα μου, φοβόμουν ότι θα του ξεστόμιζα το  «Σ’ αγαπώ». Μα ούτε κι ο Χρήστος μιλούσε, κάποια στιγμή σταμάτησε το βήμα του αναγκάζοντας και εμένα να σταματήσω. Το πρόσωπο μου ήταν χαμηλωμένο όταν το χέρι του άγγιξε απαλά το πηγούνι μου και το σήκωσε ώστε να τον κοιτάξω. Δε με ρώτησε τι είχα, απλά με φίλησε απαλά στα χείλη, ένα φιλί που όσο περνούσαν τα δευτερόλεπτα γινόταν όλο και πιο βαθύ, όλο και πιο παθιασμένο. Τραβήχτηκε με κοίταξε και περνώντας το χέρι του ξανά γύρω από τη μέση μου, μου έδωσε ώθηση να προχωρήσω στο πλάι του. Κάθε τόσο έσκυβε στο αυτί μου και μου μιλούσε: «Έτσι όπως σε έχω αγκαλιασμένη, θα αναρωτιέται κανείς τι μου βρίσκεις και είσαι μαζί μου!»

-Δε με νοιάζει τι σκέφτονται, ο κόσμος είναι γεμάτος αταίριαστα ζευγάρια.

-Με παρηγορεί που το λες εσύ αυτό… είπε και γέλασε.

-Δεν το εννοούσα ακριβώς έτσι.

-Δεν πειράζει. Όμως πες μου, τι μου βρίσκεις Δέσποινα, γιατί είσαι μαζί μου;

-Κάτι θα σου βρίσκω! Απάντησα επιμένοντας να κρατάω το λόγο βαθιά μέσα μου, γνωστό μόνο σε μένα. Κι εσύ τι μου βρίσκεις;

-Θα αστειεύεσαι, έχεις κοιταχτεί ποτέ στο καθρέφτη;

-Κάθε πρωί. (Μεσημέρι και βράδυ πρόσθεσα νοερά).

-Και δεν βλέπεις το είδωλο σου, να καταλάβεις τι σου βρίσκω;

Ανασήκωσα τους ώμους μην έχοντας τι να αποκριθώ.

-Όταν καταλάβεις τι σου βρίσκω ίσως σε χάσω!

-Λες βλακείες. Του είπα και σταμάτησα. Συγκρατώντας τον από το χέρι, τον άρπαξα, κόλλησα το σώμα μου πάνω στο δικό του, έδεσα τα χέρια μου γύρω του και άρχισα να τον φιλώ παντού στο πρόσωπο. Εκείνος τραβήχτηκε και ύστερα βρίσκοντας τον στόχο του μου έδωσε ένα ακόμα δυνατό φιλί στα χείλη.

Ανεβήκαμε στο διαμέρισμα και φυσικά κάναμε έρωτα, πιο ολοκληρωμένη και παθιασμένη δε θυμάμαι να είχε γίνει η πράξη, ούτε με άλλον παρτενέρ, ούτε με τον ίδιο τον Χρήστο, μα ούτε και πιο σιωπηλή! Κανείς δεν τόλμησε να πει λέξη στον άλλον, ούτε ερωτική μα ούτε και πρόστυχη που απαιτεί κάποιες φορές η διαδικασία. Μόλις τελειώσαμε ο Χρήστος σηκώθηκε να πάει στο μπάνιο, εγώ βούτηξα το κεφάλι μου μέσα στο μαξιλάρι μου και άρχισα να το δαγκώνω για να μη του φωνάξω αυτό που σκεφτόμουν όση ώρα κάναμε έρωτα, ενώ δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια μου. Δεν ήξερα τι ένιωθα, ευτυχισμένη, δυστυχισμένη ή και τα δύο! Ήμουν όμηρος των συναισθημάτων μου μα δεν ήθελα να απελευθερωθώ. Για ένα πράγμα ήμουν σίγουρη, ότι σε περίπτωση που του έλεγα τι νιώθω θα τον έδιωχνα, θα τον έκανα να τρέξει μακριά μου, γι’ αυτό δαγκωνόμουν και κατάπινα τα συναισθήματα μου. Όταν ο Χρήστος επέστρεψε εγώ έκανα την κοιμισμένη, ξάπλωσε δίπλα μου και με ρώτησε αν είχα αποκοιμηθεί. Μην παίρνοντας απάντηση δεν επέμεινε άλλο, έσβησε το φως και κοιμήθηκε. Κουρασμένη και εγώ από την τόση ένταση που είχα επιβάλει στον εαυτό μου λόγω των συναισθημάτων μου αποκοιμήθηκα. Και τα όνειρα μου εκείνη τη νύχτα άλλες φορές ήταν όμορφα μα συχνά εναλλάσσονταν με εφιάλτες που είχαν να κάνουν με το Χρήστο, ή πέθαινε ή βρισκόταν αγκαλιά με άλλες γυναίκες και με κορόιδευαν. Ευτυχώς ήρθε το πρωί να με σώσει από τους εφιάλτες, αν και ολόκληρη την επόμενη μέρα ένιωθα κουρασμένη.   

Η ζωή κυλούσε γλυκά μαζί του, κανένα πρόβλημα του έξω κόσμου δε με απασχο­λούσε, φτάνει να είχα κοντά μου το αγόρι μου και όλα έμοιαζαν υπέροχα, ακόμα και η δουλειά που ήταν ένα μέρος βασανιστηρίων, με τέτοια προϊσταμένη, είχε γίνει υποφερτή. Ήταν και ένας τρόπος άλλωστε να ξεπληρώνω το χρέος μου στη ζηλιά­ρα μοίρα, δεν είχα το δικαίωμα να πηγαίνουν όλα καλά στη ζωή μου. Και εγώ η ίδια που άλλες φορές θα γκρίνιαζα αν κάποιος μου πρότεινε να βγούμε μεσο­βδό­μαδα, λόγω έλλειψης ύπνου, ήμουν πλέον ικανή να πάω στη δουλειά μου χωρίς να έχω κλείσει μάτι ολόκληρη τη νύχτα, ενώ μέσω όρο τις καθημερινές κοιμόμουν γύρω στις πέντε ώρες. Ακόμα και πρόβα του συγκροτήματος είχα παρακολουθήσει. Αν και δεν ξανατόλμησα να πάω, γιατί ο ζηλιάρης παραλίγο να τσακωθεί με τον τραγουδιστή του συγκροτήματος, επειδή ήταν υπερβολικά ευγενικός μαζί μου.

-Είναι γαϊδούρι με όλους με εσένα γιατί την είδε αλλιώς;

-Δηλαδή θα προτιμούσες να είναι αγενής και μαζί μου;

-Δεν είπα αυτό, αν ήταν αγενής πάλι θα είχε να κάνει μαζί μου, αλλά όχι και τόσο διαχυτικός πια. Αν του λείπει γκόμενα ας διαλέξει μια από τις γκρούπι του.

-Έχεις και εσύ;

-Τι;

-Γκρούπι!

-Όλο κάτι έχω και εγώ. Είπε και κούνησε το κεφάλι του σε στυλ ερωτύλου.

-Και κινδυνεύω;

-Αν είσαι καλό και υπάκουο κορίτσι δε νομίζω ότι υπάρχει λόγος να φοβάσαι τίποτα και καμία!

-Και αν δεν είμαι;

-Αν δεν είσαι, προκαλείς την τύχη σου, δεν φταίω … ένας τοίχος βρέθηκε δίπλα μας. Δεν τον άφησα να συνεχίσει, δεν μπορούσα να ακούω για άλλες, τον έσπρωξα και τον κόλλησα απάνω στον τοίχο του σχολείου, βουλώνοντας το στόμα του με το δικό μου. Πολύ αποτελεσματικός τρόπος για να κάνεις κάποιον να σωπάσει. Φτάνει βέβαια αυτός ο κάποιος να σου αρέσει, αλλιώς μην το επιχειρήσεις. Ύστερα ακούμπησα το κεφάλι μου στον ώμο του, ενώ εκείνος με χάιδευε στην πλάτη.

-Πάμε! Μουρμούρισα και τον τράβηξα από το χέρι.

-Και που λες αυτές οι γκρούπι δεν μπορείς να φανταστείς πόσο πρόθυμες είναι…

-Ώστε έτσι;

-Τι μόνο αυτό; Δεν θα μου κλείσεις το στόμα με φιλιά;

-Δεν χρειάζεται να με τυραννάς για να σε φιλώ, μπορώ να το κάνω με μεγάλη προθυμία.

-Ώστε σε τυραννώ όταν σου μιλώ για άλλες;

-Ίσως, ποιος ξέρει!

-Α μου τα αλλάζεις! Λέω σήμερα να πάω σπίτι μου.

-Αποκλείεται…

-Τι σημαίνει αυτό πάλι;

-Ότι τώρα που μου μίλησες για τα ξιπασμένα κοριτσάκια που τρέχουν τα σάλια τους κάθε φορά που σε βλέπουν και που είναι τόσο πρόθυμα για να σε ευχαριστήσουν, θα σου περάσω χειροπέδες και θα σε κουβαλώ παντού και πάντα μαζί μου.

-Δε σε είχα για τόσο ζηλιάρα!

-Και δεν έχεις δει τίποτα ακόμα.

-Ξέρεις κάτι, σου πάει!

-Όταν θα έχεις για κοινό μόνο καραφλά κοριτσάκια, ίσως να αλλάξεις γνώμη.

-Θα μαλλιοτραβηχτείς για πάρτη μου;

-Για πάρτη μου!

-Καλά, πρόσεξε μόνο μη χάσεις και εσύ τα μαλλιά σου! Όσο για τις άλλες δε με νοιάζει. Εμένα η μουσική μου απευθύνεται σε ανθρώπους με ένα επίπεδο και όχι σε Barbie, απλά κάθε πετυχημένο συγκρότημα έχει και τις μπίμποου του.

-Κάθε τι;

-Μην το κάνεις θέμα, αφού έχουμε κι από αυτές τότε είμαστε στο σωστό δρόμο, αυτό είναι το σίγουρο. Έχεις μαγειρέψει;

-Όχι.

-Να πάρουμε κανένα σουβλάκι πριν πάμε σπίτι.

-Έχει θερμίδες.

-Θα στις κάψω. Αλλά αύριο θα πάω σπίτι μου, να με δουν οι γονείς μου, σε λίγο θα με δηλώσουν για εξαφανισμένο.

-Καλά θα δούμε.

-Τι σημαίνει αυτό;

-Ότι θα σε κλειδώσω σπίτι και θα πάρω τα κλειδιά, είπα ναζιάρικα και του έδωσα ένα πεταχτό φιλί στα χείλη.

-Έχει αρχίσει να γίνεται τρομακτικό!

-Μην ανησυχείς θα φέρω πίτσες γυρίζοντας από τη δουλειά.

-Αν είναι έτσι… χαζό μου!  

Όταν βγαίνεις με μουσικό πρέπει πρώτον να αγαπάς αυτό που κάνει και δεύτερον να τον ακολουθείς σε ό,τι συναυλίες έχει σκοπό να πάει! Πολλοί οι πειρασμοί σε αυτά τα μέρη, μην κάνεις το λάθος να αποφασίσεις μια μέρα να ξεκουραστείς, μπορεί να σου δοθεί απότομα η ευκαιρία για συχνή ξεκούραση. Φυσικά δε σημαίνει ότι πρέπει να τον πνίγεις και να τον καταπιέζεις, πρέπει να βρίσκεσαι δίπλα του διακριτικά και να μελετάς το περιβάλλον χωρίς όμως να κάνεις ενοχλητι­κά αισθητή την παρουσία σου. Το μήνυμα που πρέπει να του περάσεις, σιωπηλά,  είναι το εξής: «Είμαι δίπλα σου και σε στηρίζω σε ότι κάνεις, δε με πειράζει να μιλάς με φίλες και θαυμάστριες αλλά μην κάνεις το λάθος να με θεωρήσεις χαζή ώστε να πιστέψεις ότι μπορείς να παίξεις με κάποια μπροστά στα μάτια μου. Και μην αψηφήσεις ποτέ το γυναικείο ένστικτο».

Όμως για να λέω και την πάσα αλήθεια ο Χρήστος ποτέ δε μου έδωσε το δικαίωμα να τον υποψιαστώ για άλλη γυναίκα. Όπου πήγαινε με ήθελε μαζί του, και φυσικά τον ακολουθούσα, όχι για να τον ελέγχω, απλά γιατί ήθελα να βρίσκομαι όλη την ώρα μαζί του. Και παρά το γεγονός ότι είχαν περάσει τρεισήμισι χρόνια από την έναρξη της ιστορίας μας, με εκείνο το πρώτο φιλί που τόλμησε να μου δώσει, το πάθος αντί να σβήνει φούντωνε. Ίσως ευθυνόταν και οι στιγμές απουσίας που είχαμε το πρώτο διάστημα εξαιτίας του στρατιωτικού και στη δεύτερη φάση λόγω της μπερδεμένης σχέσης μας.

Ήμασταν σε μια συναυλία ροκ μουσικής, όμως προς μεγάλη μου ικανοποίηση δεν υπήρχε πολλή φασαρία με όλα εκείνα τα έντονα στοιχεία που απαιτεί η ροκ. Αντίθετα υπήρχε η φωνή του τραγουδιστή με τη συνοδεία μιας απλής, παραδοσια­κής κιθάρας. Καθόμασταν σε ένα τραπεζάκι οι δυο μας, πίναμε το ποτό μας και απολαμβάναμε τη συναυλία, δεν είχε αφήσει στιγμή το χέρι μου. Κάποια στιγμή τραγουδούσε μια πρωτοεμφανιζόμενη νεαρή κοπέλα, ήταν μια ερωτική μπαλάντα, οι στίχοι μαγικοί, η μελωδία μιλούσε απευθείας στην καρδιά, στο ρεφρέν ανέφερε το μαγικό όνομα του έρωτα, όταν ένιωσα ένα στιγμιαίο σφίξιμο στο χέρι μου. Να ήταν στη φαντασία μου ή να μου το είχε σφίξει ασυνείδητα ο Χρήστος; Γύρισα και τον κοίταξα, δειλά έστρεψε το κεφάλι του προς το μέρος μου, ανταλλάξαμε ένα βλέμμα μα δεν είπαμε τίποτα, δεν χρειάζονταν λόγια, άλλωστε τα έλεγε όλα τόσο όμορφα η ερμηνεύτρια.

Κάθομαι και σκέφτομαι τα περασμένα και είναι φορές που αναρωτιέμαι αν τα έζησα αλήθεια όλα αυτά ή απλά τα ονειρεύτηκα, ή μήπως τα φαντάστηκα κάποια στιγμή που έβλεπα κάποια ταινία με την ελπίδα να με ερωτευτεί και έμενα κάποιος άντρας με την ίδια ένταση που ερωτεύονται τις ηρωίδες των βιβλίων και των ταινιών. Μέχρι που φτάσαμε μαζί και που χάσαμε τον δρόμο μας; Όλα φαίνονταν ιδανικά, η αλήθεια όμως είναι ότι δεν υπήρχαν πολλές προοπτικές για το μέλλον μας, βουτηγμένη όμως μέσα στον ρομαντισμό και στον έρωτα μου, έκανα ότι δεν το καταλάβαινα και θεωρούσα ότι αρκούσε μόνο η αγάπη μας. Και έτσι θα ήταν αν δεν αποφάσιζε να το διαλύσει με μισόλογα, χωρίς να μου εξηγήσει το λόγο παρά με γενικότητες για τη ζωή του μουσικού.

-Εσύ τι έχεις να πεις για όλα αυτά;

-Τι να πω; Αν εσύ θες να χωρίσουμε δεν μπορώ να κάνω κάτι να σου αλλάξω τη γνώμη. Μπορώ;

-Φυσικά όχι.

-Τότε τι το συζητάμε;

 

 

-.-.-.-.-.-

 

 

Διαβάζω ξανά και ξανά αυτά που έχω γράψει. Μα το χειρότερο είναι ότι τα σκέφτομαι όλη την ώρα! Έφτασα κάπως απότομα στο σημείο που αρχίζει η απογοήτευση και ο πόνος χωρίς πολλές προειδοποιήσεις και αναφορές στο τι άλλαξε σταδιακά, μπορεί επειδή δεν άλλαξε τίποτα, ή μπορεί εγώ να μην το κατάλαβα επειδή δεν ήθελα. Ακόμα με βασανίζει το ερώτημα «Μέχρι που φτάσαμε μαζί και που χάσαμε το δρόμο μας;» Δεν ξέρω, θα βρω την απάντηση; Αν και πλέον, εφόσον μου έχει πει την αλήθεια έχω τις απαντήσεις που ζητάω, από μέρους του. Κάποια στιγμή στην τέταρτη φάση αναφέρω ότι ένας συνάδελφος από τη δουλειά θα μπορούσε να με έχει παρασύρει, όμως είναι ψέμα, το έγραψα απλά επειδή ήθελα να μη νιώθω ανίσχυρη, να πιστέψω ότι δεν ήταν εκείνος το Α και το Ω μου για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Κι όμως ήταν! Δε θα είχα παρασυρθεί από κανέναν! Τον ήθελα δικό μου πραγματικά, μετρούσε για εμένα, δεν ήταν ένα ρούχο που είδα σε μια βιτρίνα, μια όμορφη τσάντα, που μόλις την απέκτησα την ξέχασα. Σημειώνω λάθος σε αυτό το ψεύτικο στοιχείο και θα προσπαθήσω να μην παραπλανήσω άλλο τον εαυτό μου με πλαστές εντυπώσεις απλά και μόνο για να τον ξεγελάσω, δεν είναι αυτός ο σκοπός μου άλλωστε!

 

ΣΤΑΔΙΟ ΠΡΩΤΟ : ΜΑΖΙ ΣΟΥ!  ----- ΦΑΣΗ ΠΕΜΠΤΗ

-----ΣΗΜΕΙΟ ΜΗΔΕΝ (0)-----

 

Ήταν η πιο δύσκολη περίοδο της ως τότε ζωής μου. Όλα είχαν μείνει στάσιμα, τίποτα δεν πήγαινε μπροστά μα ούτε επέστρεφε πίσω. Τις ώρες που ήμουν στη δουλειά ήμουν αφοσιωμένη στα καθήκοντα μου, όμως η απουσία του τα βράδια ήταν ανυπόφορη. Η γειτονιά ήταν γεμάτη από την εικόνα του, το σπίτι μου κι η πόλη ολόκληρη, όπου έστρεφα το κεφάλι μου είχα τις αναμνήσεις του. Τα βράδια αναρωτιόμουν αν ήταν μόνος ή με κάποια άλλη, αν με σκέφτεται, αν έχει μετανιώσει; Δεν είχα τις απαντήσεις. Για ένα όμως ήμουν σίγουρη, ότι δεν υπήρχε περίπτωση να τον αγαπήσει άλλη όσο τον αγάπησα εγώ. Και ήταν η μόνη μου ικανοποίηση όταν σκεφτόμουν ότι είχε κάνει το λάθος της ζωής του με το να με παρατήσει. Ποια άλλη θα τον στήριζε όσο εγώ, ποια θα τον σκεφτόταν, ποια θα τον ανεχόταν ακόμα ακόμα! Είχα ανεβάσει τον πήχη, του πρόσφερα όσα χρειαζόταν διατηρώντας τον χαρακτήρα μου. Σε λίγο θα επέστρεφε γονατιστός και θα μου ζητούσε συγνώμη, και εγώ τι θα έκανα;

Το επικρατέστερο όνειρο, στο μυαλό μιας πληγωμένης γυναίκας, είναι να επιστρέφει μετανιωμένος ο άντρας που αγάπησε, και να τη θέλει πίσω! Αλλά  εκείνη να έχει ήδη γεμίσει το κενό του με την παρουσία ενός άλλου άντρα! Όμως ακόμα και εκεί εγώ υστερούσα. Ήμουν τόσο ερωτευμένη με τον Χρήστο, που ακόμα και αν έκανα μια νέα αρχή, ήμουν ικανή να την προδώσω και να επιστρέψω σε εκείνον. Και φυσικά μετά θα ζούσα με την ανησυχία ότι κάποια στιγμή θα με ξαναπαρατήσει. Γιατί άνθρωπος που σε πρόδωσε και σε πλήγωσε μια φορά, να είσαι σίγουρος ότι θα το ξανακάνει. Η συνταγή ήταν δοκιμα­σμέ­νη και αποτυχημένη, όσες φορές έδωσα δεύτερη ευκαιρία σε σχέση αλλά και σε φιλία, το μετάνιωσα μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα.

Και ενώ φαινόμουν ζωντανή κατά τη διάρκεια της εργασίας μου, τις υπόλοιπες ώρες ένιωθα να αργοσβήνω. Βυθιζόμουν σε θλίψη, πνιγόμουν στα δάκρια, χάζευα φωτογραφίες μας, διάβαζα παλιά του μηνύματα. Και όλα αυτά σίγουρα δε βοηθούν. Μα δεν είχα καταφέρει ακόμα να φτάσω στο σημείο εκείνο του θυμού που απλώς καταστρέφει τα πάντα στο πέρασμα του. Και πως μπορούσα άλλωστε; Ήταν μέρος της ζωής μου και μάλιστα το πιο ευτυχισμένο! Προφανώς τώρα πλήρωνα τους τόκους της τότε δανεικής ευτυχίας μου. Αυτό που με έριχνε σε θλίψη ήταν οι όμορφες αναμνήσεις, γιατί ήξερα ότι είχαν τελειώσει και ότι δε θα υπήρχαν άλλες, ποτέ ξανά, όχι με τον ίδιο άνθρωπο.  

Είχαν περάσει σαράντα μέρες από τον χωρισμό μας όταν έλαβα μήνυμα του. Με καχυποψία το διάβασα, ήταν τυπικό και φιλικό. «Τι κάνεις, πως περνάς;» μου έγραφε. «Έλα εδώ να δεις!» σκέφτηκα να του απαντήσω, μα συγκρατήθηκα. Αρκετή ικανοποίηση του είχα δώσει όταν χωρίσαμε, αφού δεν κατάφερα να συγκρατήσω τα δάκρια μου ως το τέλος. Συγκράτησα τον ενθουσιασμό που ήταν έτοιμος να ξεχει­λί­σει, καθώς και την ελπίδα που έκρυβα πάντα μέσα μου ότι θα επιστρέψει, «Μην πέφτεις στην παγίδα», προειδοποίησα τον εαυτό μου! «Επιβεβαίωση ζητάει, καραδοκεί στη γωνία να δει αν και τι θα του απαντήσεις»! 

«Ήσυχα, σπίτι με φίλους, πίνουμε κρασάκι και τα λέμε, εσύ;»

«Μια χαρά! Λίγο πολύ όπως τα ξέρεις. Με το γκρουπ, πρόβες και όλο και κάποια εμφάνιση. Καλά να περνάς, φιλάκια».

Τουλάχιστον είχα γλιτώσει τον εγωισμό μου. Και για πρώτη φορά ξάπλωσα στο κρεβάτι μετά από σαράντα μέρες και δεν έβαλα τα κλάματα, αντιθέτως προσπαθούσα να αποκωδικοποιήσω το μήνυμα του. Απορία πρώτη: Για ποιο λόγο το είχε στείλει; Ήθελε να κρατήσει επαφή μαζί μου απλά, πολιτισμένα και φιλικά ή σκεπτόταν την επιστροφή. Προσδοκία: Να του έχω χαλάσει τη διάθεση, να περίμενε ένα δακρύβρεχτο μήνυμα για το πόσο τον ήθελα πίσω, αλλά αντί αυτού εγώ να βρίσκομαι με φίλους και πιθανόν με τον αντικαταστάτη του. Απορία δεύτερη: Μήπως όλες αυτές τις σαράντα ημέρες περίμενε μάταια να επικοινωνήσω εγώ μαζί του και αποφάσισε να κάνει εκείνος το πρώτο βήμα; Ίσως να ανησυχούσε ότι είχα αυτοκτονήσει και να ήθελε να βεβαιωθεί ότι είμαι καλά ή να ήλπιζε ότι είχα κάνει μια απόπειρα τουλάχιστον, έστω αποτυχημένη. Άραγε άξιζαν τα δάκρυα που είχα ρίξει για κείνον, άσχετο εντελώς θέμα! Απορία τρίτη: τώρα που είχα απαντήσει στο πρώτο διερευνητικό του μήνυμα θα ξανάστελνε ή είχε απογοητευτεί, που δεν είχα ξεσκίσει τις φλέβες μου για πάρτη του και αντιθέτως ζούσα τη ζωή μου. Αυτό θα το μαθαίναμε με τον χρόνο, και πέρασα στην Τέταρτη απορία: Τι είχε σκοπό να κάνει; Μήπως θα ερχόταν κάποια μέρα να μου χτυπήσει την πόρτα ή μήπως θα επιδίωκε μια συνάντηση; Και ύστερα τι; Με είχε πάρει το ξημέρωμα να βάζω ερωτήματα στον εαυτό μου που δεν μπορούσα να δώσω απάντηση, τελικά αποφάσισα να κοιμηθώ μιας και το πρωινό ξύπνημα με περίμενε. Ένα ήταν το σίγουρο ότι το μήνυμα του με είχε χαλαρώσει και βυθίστηκα στον ολιγόωρο ύπνο μου, πριν προλάβω να θέσω το τελευταίο ερώτημα που ήταν και το μόνο που θα μπορούσα να απαντήσω. Εγώ τι θα έκανα σε περίπτωση που ζητούσε επανασύνδεση, ή μήπως δεν μπορούσα να απαντήσω ούτε σε αυτό το ερώτημα; 

Κατά κάποιο τρόπο το μήνυμα του στάθηκε λυτρωτικό για μένα! Μου έδωσε ώθηση. Είχα αρχίσει να ελπίζω στην επανασύνδεση και η ζωή μου γινόταν πιο υποφερτή. Βγήκα επιτέλους από το σπίτι μου και άρχισα να βλέπω πάλι τους φίλους μου. Ο Χρήστος μετά από το πρώτο μήνυμα ξεθάρρεψε και άρχισε να μου στέλνει πιο συχνά, «Όπου να ’ναι θα προτείνει να βρεθούμε για καφέ» σκέφτηκα και πράγματι το επόμενο μήνυμα που μου έστειλε, έκλεινε με την φράση: «Να βρεθούμε και από κοντά για έναν καφέ αν θες». Και φυσικά αν δώσεις στον νηστικό ψωμί ξεχνάει την περηφάνια του και το τρώει.

Όταν ξύπνησα εκείνη την Κυριακή στις εννέα, και έχοντας νιώσει ακόμα και μέσα στον ύπνο μου την ανυπομονησία να τον δω, αποφάσισα να αλλάξω τους δείχτες του ρολογιού και να δείχνουν ένα τέταρτο πίσω, (8:45). Αν και τελικά με κόπο επέβαλλα στον εαυτό μου ως σωστή την ορισμένη από μένα ώρα, κατάφερα να φτάσω με δέκα λεπτά καθυστέρηση στο ορισμένο ραντεβού. Από μακριά τον είδα να κοιτάζει ανυπόμονα γύρω του, άραγε να είχε ανησυχήσει ότι μπορεί και να μην πήγαινα; Κι εγώ να είχα κάνει καλά που τελικά είχα πάει; Όταν με είδε να τον πλησιάζω χαμογέλασε ανακουφισμένος και σηκώθηκε από το πεζούλι για να με υποδεχτεί. Χωρίς προλόγους άνοιξε την αγκαλιά του και αντί για το ψυχρό φιλί στο μάγουλο που περίμενα, με έσφιξε μέσα στα μπράτσα του. Αναπόλησα τη στιγμή, που χρόνια πριν, τον είχα συγκρατήσει από το μπράτσο, κίνηση για την οποία εκείνος με είχε χαρακτηρίσει υπερβολική!

-Έχεις αδυνατήσει!

-Υγιεινή διατροφή, του απάντησα αυτόματα, μην κοιτάς που μαζί σου έτρωγα όλα τα ανθυγιεινά.

-Ναι, αλλά ήταν γευστικά. Είπε θέλοντας να δώσει άλλο νόημα!

-Και βλαβερά. Πρόσθεσα, κάπως απότομα. Όσο για το βάρος που είχα χάσει, ο λόγος ήταν ότι πλέον έτρωγα λίγο και μάλιστα με κόπο.

Πήγαμε σε μια καφετέρια, και σαν τον παλιό καλό καιρό καθίσαμε και οι δύο στο στενό καναπεδάκι. Στην αρχή υπήρξε αμηχανία ανάμεσα μας. Με το πέρασμα της ώρας αποκτήσαμε τη φιλική οικειότητα που μας έφερε κοντά, αρχίσαμε να μιλάμε και να ανταλλάσουμε αστεία μεταξύ μας. Όλα κυλούσαν όμορφα και πολιτισμένα, και όμως ήταν στιγμές που ένιωθα ότι θέλω να τον αρπάξω και να τον φιλήσω. Ο εγωισμός μου ευτυχώς κατάφερε να με συγκρατήσει όλες αυτές τις στιγμές αδυναμίας. Η ιδέα του να με έχει απέναντί του και να μην βρίσκει το δικαίωμα να με φιλήσει, να με αγγίξει και να με εκθέσει, ήταν αρκετά ικανοποιητική καθώς και επίπονη.

Είχαμε μείνει αρκετές ώρες μαζί. Φεύγοντας από την καφετέρια προσφέρθηκε να με συνοδέψει σπίτι μου και αποφάσισα να δεχτώ, παρατείνοντας λίγο το μαρτύριο και των δυο μας. Να είμαστε τόσο κοντά και να μην έχουμε το δικαίωμα να κάνουμε αυτό που και οι δύο θέλαμε τόσο πολύ. Όσον αφορά τις μπούρδες τύπου πολιτι­σμέ­νοι και φίλοι ας τα έλεγε αλλού. Χρειάζεται πολύς χρόνος για να περάσεις από το ερωτικό στάδιο στο φιλικό και να βρεθούν οι σωστές ισορροπίες για δυο πρώην εραστές. Φτάσαμε κάτω από το σπίτι μου, και ενώ στην αρχή δίναμε και οι δύο την εντύπωση ότι είμαστε άνετοι και χαλαροί, ξαφνικά άρχισε να υπάρχει ένταση ανάμεσα μας. Με φίλησε στο μάγουλο, φιλί που του ανταπέδωσα, το παρατεταμένο όμως βλέμμα που ανταλλάξαμε ύστερα ήταν αρκετό να μας βάλει σε πειρασμό. Δεν κατάλαβα πότε βρεθήκαμε να είμαστε αγκαλιασμένοι και να φιλιόμαστε, πότε ξεκλείδωσα την πό­ρτα του διαμερίσματος ενώ εκείνος με φιλούσε στο πίσω μέρος του λαιμού, πότε ξα­­πλώ­σαμε στο κρεβάτι και κάναμε έρωτα επανειλημμένα.

Και ενώ εγώ θεωρούσα αυθαίρετα ότι θα έμενε μαζί μου το βράδυ, εκείνος σηκώθηκε και άρχισε να ντύνεται.

-Που πας; Ξεστόμισα χωρίς να το σκεφτώ.

-Σπίτι μου.

-Α! Σπίτι σου. Θα μου αφήσεις και χρήματα στο κομοδίνο;

-Τα χρειάζεσαι;

-Μια και θα φύγεις μην καθυστερείς, έχω πρωινό ξύπνημα.

Έφτασε ως την πόρτα, επέστρεψε με φίλησε πεταχτά στο μάγουλο και μου υποσχέθηκε ότι θα τα πούμε σύντομα.

Ήταν μια παράξενη φάση η συγκεκριμένη. Όταν είχε ξεκινήσει όλο αυτό, πριν από χρόνια, είχε μια λογική όμως πλέον ήταν παράλογο. Τι επιδιώξεις είχα; Τι περίμενα; Γιατί το δεχόμουν; Μπορούσα να συμβιβαστώ με το λίγο του όταν κάποτε μου άνηκε ολοκληρωτικά; -όσο ολοκληρωτικά μπορεί να σου ανήκει ποτέ κάποιος άλλος άνθρωπος- Όπως και να είχε το δεχόμουν, και για την ώρα το προτιμούσα από το τίποτα. Πλέον δεν ήμουν λυπημένη, όμως δεν ήμουν και ευτυχισμένη. Εξαπατούσα τον εαυτό μου ότι κάποια στιγμή θα γύριζε μια και καλή, όμως γιατί να το κάνει; Και εγώ που ήμουν πάντα τόσο απόλυτη, ότι όταν κάτι τελειώνει πρέπει να τελειώνει ολοκληρωτικά, συντηρούσα μια συνθήκη που δε με άφηνε να προχωρήσω. Γιατί όσο και να είχαμε επιστρέψει σε προηγούμενη φάση της σχέσης μας, σε εκείνη της ελεύθερης σχέσης, εγώ ήμουν μονογαμική, οπότε δεν μπορούσε να υπάρχει κάτι άλλο στη ζωή μου πέρα από κείνον. Και ενώ για τον Χρήστο ήμουν απλά ένα κρεβάτι, ο Χρήστος παρέμενε για μένα τα πάντα.

Η λογική μου είχε πέσει σε νάρκη, ή μάλλον υπολόγιζε το λάθος με μαθηματική ακρίβεια. Όμως η καρδιά έκανε κουμάντο και δε λογάριαζε τίποτα. Αν με ήθελε για το λίγο θα του πρόσφερα το λίγο μου, και εκείνος έχανε αφού μπορούσε και δεν είχε το πολύ μου. Τα συναισθήματα τόσο βαθιά ριζωμένα μέσα μου δεν μου επέτρεπαν να αντιληφθώ ότι η μεγάλη χαμένη της όλης υπόθεσης ήμουν εγώ,  αφού έχανα κάθε ευκαιρία για κάτι πιο ολοκληρωμένο. Και έτσι όπως οι σκλάβοι ελπίζουν ότι κάποια μέρα θα γίνει η επανάσταση και θα απελευθερωθούν, κι όμως παραμένουν σκλάβοι ως το τέλος της ζωής τους, έτσι και το μυαλό προσδοκούσε σε μια διαμαρτυρία όμως αντί αυτού παρέμενε δέσμια στις επιθυμίες του Χρήστου.

Δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω ότι κατά κάποιο τρόπο ήμουνα μια κακοποιημένη συναισθηματικά γυναίκα, και πλέον δεν μπορώ να καταλάβω από πού αντλούσα όλη αυτή την ανασφάλεια που ωφελούσε τον Χρήστο. Το θέμα ήταν ότι συνεχίζαμε όπως είχαμε ξεκινήσει κάποια χρόνια πριν και όμως αυτή τη φορά δεν ήταν επιλογή μου.

Πάντως παρά το γεγονός ότι εθελοτυφλούσα, ήταν φορές που ο εγωισμός μου επαναστατούσε. Και παρά το λίγο που συναντιόμασταν πλέον μέσα στο μήνα, είχαμε πολλούς καυγάδες. Συχνά αναγκαζόταν να φεύγει από το σπίτι αλλά ύστερα επέστρεφε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, και εγώ από την πλευρά μου τον δεχόμουνα για να επαναλάβουμε μια πράξη χωρίς ουσία, αφού είχα πάψει να  νιώθω κάποια ευχαρίστηση! 

Ήμασταν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι, εγώ για άλλη μια φορά τα έβαζα με τον εαυτό μου για χίλιους δυο λόγους, ενώ εκείνος ανακουφισμένος χάζευε το ταβάνι του δωματίου μου.

-Ωραίο κορμάκι δεν μπορώ να πω. Στράφηκα και τον κοίταξα παραξενεμένη, σε ποια αναφερόταν! Όμως είναι φορές που αντί να καλεί με τα κάλλη του, διώχνει με την ψύχρα του. Δεν πίστευα ποτέ ότι θα άκουγα κάτι τέτοιο από τα χείλη του. Ήταν σαν να βρισκόμασταν για πρώτη φορά, σαν να μην είχαμε υπάρξει ζευγάρι για τόσο καιρό, τι προσπαθούσε να μου πει με αυτά τα πικρόχολα σχόλια του; Γιατί ήθελε να με προκαλέσει; Ήταν ελεύθερος να φύγει οποιαδήποτε στιγμή, δε θα του ζητούσα εξηγήσεις. Γιατί ήθελε να προσθέσει πόντους στην ανασφάλεια μου;

-Ακόμα εδώ είσαι εσύ; Τον ρώτησα δήθεν ξαφνιασμένη.

-Δε με ακούς;

-Είπες κάτι ουσιαστικό που θα έπρεπε να το είχα ακούσει; Του απάντησα στο ίδιο ύφος.

-Είπα ότι είσαι ψυχρή στο κρεβάτι.

-Θα ευθύνεται ο παρτενέρ. Τέλος πάντων, μπορείς να φύγεις;

-Με διώχνεις; Πάντα μου έδινες την εντύπωση ότι ήθελες να μένω.

-Κάποια προνόμια χάνονται με τον καιρό.

-Όπως θες, έχω τουλάχιστον το προνόμιο να επιστρέψω; Με ρώτησε ειρωνικά.

-Ίσως.

-Πάρε με τηλέφωνο αν είναι. Δεν χρειάστηκε να του τηλεφωνήσω, επέστρεψε μόνος του και εγώ μπλεγμένη στην παλιά και στη νέα εκδοχή της σχέσης μας, τον δέχτηκα για μια ακόμα φορά. Και κάθε φορά γινόταν και πιο αγενής. Δεν υπήρχε κάτι άλλο να σκεφτώ από το αυτονόητο, πλήρωνα τα σπασμένα αλληνής. Κάποια τον ταλαιπωρούσε, έπαιζε μαζί του, και εκείνος επέστρεφε σε μένα, πρώτον γιατί δεν είχε που αλλού να πάει και δεύτερον για να ξεσπάσει τα νεύρα του. «Για αυτό δεν είναι οι φίλοι άλλωστε;»

Άδειασε το κρεβάτι μου για να πάει στην κουζίνα να φτιάξει να φάμε. Συχνά έδινε την εντύπωση ότι είχε επιστρέψει για τα καλά, όμως εγώ δεν επαναπαυόμουν στις προσωρινές μου δάφνες. Ήμουν σίγουρη ότι αργά ή γρήγορα θα επιστρέφαμε στις άσχημες μέρες μας που είχαν καταστρέψει τα πάντα. Σηκώθηκα και έψαξα τις τσέπες του μπουφάν να βρω το τηλέφωνο του. Όσο εκείνος μαγείρευε εγώ έψαχνα το κινητό του. Πρώτα τα μηνύματα. Τίποτα ούτε στα εξερχόμενα, ούτε στα εισερχόμενα. Μηνύματα μόνο από φίλους σταλμένα και αυτά από καιρό, ούτε δικά μου όμως υπήρχαν. Ύστερα μπήκα στις κλήσεις, δικές μου, από το σπίτι του, από τα άτομα της μπάντας του και από κάποια Όλγα. Όσο καιρό βγαίναμε δε θυμόμουν κάποια με αυτό το όνομα. Στοιχημάτιζα ότι ήξερα όλους τους φίλους του οπότε προφανώς ήταν καινούργια γνωριμία. Μπήκα στις φωτογραφίες, δικές μου δεν υπήρχαν πια, εγώ ακόμα δεν είχα βρει τη δύναμη να σβήσω τις δικές του! Παράβλεψα την πίκρα μου και συνέχισα να ψάχνω, οι περισσότερες ήταν από χώρους συναυλιών και σε πολλές από αυτές υπήρχε ένα κορίτσι με κοντοκουρεμένο μαύρο μαλλί. Στις φωτογραφίες έδινε την εντύπωση ότι δεν είχε αντιληφθεί ότι τη φωτογράφιζαν, εκτός από μια που κοίταζε πλάγια το φακό.

Ο Χρήστος στεκόταν στην πόρτα και με κοίταζε.

-Μπορείς να μου εξηγήσεις τι κάνεις; Με ρώτησε.

-Πέφτω χαμηλά. Του απάντησα ψύχραιμα και τον κοίταξα απευθείας στα μάτια για την τελική μας αναμέτρηση. Εδώ έπρεπε να δείξω πυγμή, εδώ θα φαινόταν αν είχα τη δύναμη να σωθώ, να προσπεράσω το παρελθόν που με κρατούσε δέσμια και να προχωρήσω.

-Βρήκες τίποτα να αξίζει τουλάχιστον;

-Πως τη λένε;

-Θα μου κάνεις σκηνή;

-Δεν υπάρχει λόγος! Το όνομα της απλά ρώτησα, αλλά αν δε θες μην το λες. Τουλάχιστον πλέον ξέρω ποια σκέφτεσαι όταν ξαπλώνεις πλάι μου.

-Κι εσύ; Σκεφτόσουν πάντα και μόνο εμένα;

-Η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση! Σχολίασα και εκείνος με ένα βήμα με έφτασε και μου άρπαξε το κινητό από το χέρι, πριν αρχίσει να ντύνεται.

-Δε νομίζω ότι πρέπει να αμυνθώ. Άλλωστε τόσο καιρό το παιχνιδάκι σου παίζω.

-Με έχεις καταντήσει κούκλα για να ξεσπάς τις ορμές σου επειδή δεν έχεις τη λεγάμενη και τώρα τολμάς να μου λες ότι παίζεις και το παιχνιδάκι μου;

-Από τη στιγμή που επέστρεψα δεν είσαι η ίδια!

-Και ποιος φταίει γι’ αυτό;

-Εγώ φταίω;

-Αφαίρεσε το ερωτηματικό και θα έχεις την απάντηση. Αν τη θες γιατί δεν προσπαθείς να είσαι μαζί της; Τον ρώτησα.

-Με ποια;

-Με την, ‘‘πως τη λένε τέλος πάντων’’…

-Γιατί είναι στην κοσμάρα της. Φώναξε θυμωμένος.

-Θα ταιριάζετε, κι εσύ στην κοσμάρα σου είσαι! Είπα ήρεμα.

-Δεν πιστεύω ότι μου δίνεις συμβουλές για το τι θα κάνω με άλλη γυναίκα!

-Για να μη με ταλαιπωρείς άδικα!

-Μην ανησυχείς, δε θα σε ξανά ταλαιπωρήσω. Είσαι ελεύθερη να κάνεις ό,τι θες με όποιον θες.

-Κάποιον θα βρω κι εγώ, τι στην ευχή, αλλά εσύ που την έχεις έτοιμη και παιδεύεσαι!

-Ό,τι θες λες!

-Χρήστο, δεν υπάρχει λόγος να το αρνείσαι. Είσαι ερωτευμένος με άλλη, δεν έγινε και κάτι, δεν είμαστε ούτε οι πρώτοι, ούτε οι τελευταίοι.

-Πολύ πολιτισμένη μου το παίζεις!

-Θα προτιμούσες να πέσω στα πόδια σου και να κλαίω, να φωνάζω και να θέλω να μείνεις εδώ με το ζόρι; Σε τι θα έβγαζε αυτό; Θα σου τόνωνε τον εγωισμό δε λέω, αλλά εγώ θα ήμουν μια νευρασθενής που στην ουσία δε θα έκλαιγα για σένα αλλά για μένα.

-Σταμάτα να κάνεις ψυχανάλυση, γεωπονική σπουδάσαμε όχι ψυχολογία. Καληνύχτα. 

Σηκώθηκα από το κρεβάτι, πήρα θέση στα πόδια του, έδεσα τα χέρια μου γύρω τους και έστρεψα το κεφάλι μου προς εκείνον, με ένα δάκρυ να είναι έτοιμο να κυλήσει από τα μάτια μου.

-Σε παρακαλώ Χρήστο, μη φεύγεις! Θα πεθάνω αν φύγεις! Θα αυτοκτονήσω! Γιατί δε με πιστεύεις; Έχω πέσει τόσο χαμηλά για σένα κι όμως μπορώ να πέσω και πιο κάτω. Θα κάνω ό,τι μου πεις μόνο μη με αφήνεις μόνη!

Τον είδα για μια στιγμή να τα χάνει, και να μην ξέρει τι να κάνει.

-Καλά το πάω ή να το πάρω από την αρχή; Τον ρώτησα για να τον νευριάσω.

-Τι να σου πω κορίτσι μου; Τέτοιο ταλέντο! Χαραμίζεσαι! Με άρπαξε από το μπράτσο και με σήκωσε από το πάτωμα για να με πετάξει πάνω στο κρεβάτι, όμως ήταν τόσο νευριασμένος που το σφίξιμο του μου άφησε σημάδι. Καληνύχτα! Μουρμούρισε.

-Τα λέμε. Έφυγε και όλα έγιναν σκοτάδι. Αναζήτησα μέσα μου τα αισθήματα μου. Τα δάκρυα που πριν από λίγο ήταν μια performance στα μάτια μου, ξεκίνησαν να κυλούν αβίαστα στο πρόσωπο μου. Άντε πάλι από την αρχή! Όμως ήταν στιγμές που μέσα στην τόση θλίψη, θυμόμουν την παράσταση και με έπιαναν τα γέλια. Η ψυχραιμία που υπέδειξα σε εκείνη την τελευταία μάχη με έκανε να νιώθω περηφά­νια μα και απελπισία, ήξερα ότι τώρα δε θα είχε το κουράγιο να επιστρέψει. Θα ένιωθε ηττημένος! Τουλάχιστον είχα καταφέρει να τον κάνω να νιώσει λίγη από τη δική μου απογοήτευση! Πως είχαμε καταφέρει να καταντήσουμε έτσι τη σχέση μας; Η αναδρομή στα περασμένα ήταν γλυκόπικρη, αν δεν είχα καθυστερήσει σε εκείνο το μάθημα στην εξεταστική, το πιο πιθανόν τώρα να μην ήξερα ότι υπήρχε. Με την επιμονή του γίναμε φίλοι, ύστερα όπως συμβαίνει συχνά, χαθήκαμε. Όμως κάποιος παράξενος τύπος ήθελε να μας δοκιμάσει μαζί και έτσι μόλις εκείνος πήγε φαντά­ρος έπεσα πάνω στο φίλο του και όλα συνεχίστηκαν μέσω ενός μηνύματος. Και να που είχαμε φτάσει, για άλλη μια φορά στο σημείο μηδέν. Και πλέον δε θα μπο­ρού­σα­με να είμαστε ούτε φίλοι. Καλύτερα! Μόνο να πληγώνουμε μπορούσαμε ο ένας τον άλλον. Αν και ομολογώ ότι ήλπιζα ότι αυτή η Όλγα ή όπως αλλιώς μπορεί να τη λέγανε, να τον κάνει να υποφέρει, να τον κάνει να με θυμάται και να με αναπολεί. Αλλά προς Θεού να μη γυρίσει πίσω επειδή κοντά μου ένιωθε ασφαλής, αν ήταν να επιστρέψει να το έκανε επειδή είχε αισθήματα. Τι ανόητη, ακόμα είχα ελπί­δες ότι μπορεί κάποτε να γυρίσει; Κουρασμένη από τις τόσες συγκινήσεις, ξά­πλω­σα στο μαξιλάρι που πριν κάποιες ώρες ακουμπούσε το κεφάλι του και αποκοιμήθηκα με τη δική του μυρωδιά να τον θυμίζει και στις υπόλοιπες αισθήσεις μου. 

Το επόμενο πρωί όταν ξύπνησα έφερα και ξανάφερα στο μυαλό μου την τελευταία μας κουβέντα. Τα συναισθήματα ανάμικτα, όμως πέρα από αυτό το κομμάτι κάτι δε μου κόλλαγε στην όλη συζήτηση. Μήπως είχα κάνει κάπου λάθος, μήπως δεν υπήρχε άλλη, μήπως ήταν απλά μια διαολεμένη σύμπτωση όλες αυτές οι φωτογραφίες στο κινητό του; Όταν θες να πιστέψεις, μπορείς να βρεις την οποιαδήποτε αφορμή, όμως το ίδιο δε συμβαίνει και στην αντίθετη περίπτωση. Ο άπιστος όσες αποδείξεις και να έχει ζητάει και επιμένει για επιπλέον. Αναρωτιόμουν τι έπρεπε να κάνω, τι μπορούσα να κάνω. Αν τον έπαιρνα τηλέφωνο και του έλεγα να βρεθούμε για να συζητήσουμε ήσυχα και πολιτισμένα θα είχε κάποιο αποτέλεσμα; Μπα, το πιο πιθανό να μην έρθει ποτέ, οι άντρες όταν ακούνε για συζητήσεις τρέχουν μακριά. Αν τον καλούσα απλώς, σαν φίλη; Ήμουν έτοιμη να στήσω παγίδα στον εαυτό μου και να πέσω μέσα, και όλα αυτά για χάρη του άντρα που πρώτα με χώρισε και ύστερα επέστρεψε σε μια σχέση χωρίς όρους ώστε να παίρνει την επιβεβαίωση που χρειαζόταν και παράλληλα να με προσβάλει, αποκαλώντας με ψυχρή. Αν τον καλούσα τώρα, τα πράγματα θα γίνονταν ακόμα χειρότερα για μένα, θα επέστρεφε σαν νικητής και ύστερα θα έπρεπε να αποδεχτώ την απόλυτη ήττα μου.

Θα σκέφτεται κανείς ότι οι σχέσεις δεν πρέπει να είναι ένα παιχνίδι που έχει ηττημένους και νικητές. Και στην αρχή ούτε η δική μας είχε. Όμως από τη στιγμή που κατά κάποιο τρόπο επέστρεψε και ύστερα, τα πράγματα για μένα γίνονταν όλο και πιο δυσμενή. Έπρεπε να κρατήσω χαρακτήρα, αν δεν έχεις υπερηφάνεια κανείς δε σε σέβεται. Στην τελική αν είχα κάνει κάποιο λάθος στους υπολογισμούς μου για την άλλη γυναίκα, σύντομα θα επέστρεφε μόνος του πίσω. Ναι όμως, του είχα πληγώσει τον εγωισμό, «Ανάθεμα με, τι την ήθελα την τελευταία παράσταση!» Τι με είχε σπρώξει να πέσω στα πόδια του! Πάντως κι εκείνος δεν είχε καθόλου αίσθηση του χιούμορ. Έτσι σαν την τρελή έφασκα και αντέφασκα όλη την ώρα. Μία έφταιγα που το είχα παρατραβήξει χωρίς να χρειάζεται, μία έδινα συγχαρητήρια στον εαυτό μου για την ψυχραιμία μου και θεωρούσα ότι του άξιζαν τα όσα του είχα πει. Μία θωρούσα ότι όλα θα μπορούσαν να είναι μια παρεξήγηση και το επόμενο λεπτό έβλεπα με τη φαντασία μου το Χρήστο αγκαλιά με το κορίτσι των φωτογραφιών. Φως φανάρι, δεν μπορούσα να είχα κάνει τόσο λάθος, δεν ήταν μόνο οι φωτογραφίες ή η κλήση από την άγνωστη σε μένα Όλγα. Ήταν η γενικότερη συμπεριφορά του, ήταν απότομος, προσβλητικός, καμία σχέση με τον άνθρωπο που ήμασταν μαζί για τόσο καιρό. Είχα γνωρίσει την καλή πλευρά του, όμως δυστυχώς γνώρισα και την άσχημη. Παραδόξως οι καλές στιγμές ήταν που με κάνανε να βαλαντώνω μέσα στο κλάμα και να επιθυμώ να επιστρέψει πίσω. Ήθελα να σβήσουμε όλα τα άσχημα και να επιστρέψουμε στην ημέρα πριν μου αναγγείλει τον χωρισμό μας. Όσο τετριμμένο και κλισέ και αν ακούγεται, ευχόμουνα να ήταν ένα άσχημο όνειρο ο χωρισμός μας, το επόμενο λεπτό να ξύπναγα και να τον έβρισκα δίπλα μου. Όμως δυστυχώς όνειρα ήταν τα άλλα, ότι δήθεν ήμασταν μαζί και όλα ήταν όπως πρώτα.

Οι μέρες περνούσαν και εγώ παρέμενα στην ίδια αποχαύνωση, το τηλέφωνο όταν χτυπούσε δεν ήταν από κείνον, αλλά από συγγενείς και φίλους. Παρά την απογοή­τευση μου προσπαθούσα να ακούγομαι φυσιολογική. Δεν ήθελα να μου κουβαληθούν διάφοροι στο σπίτι και να με βρουν στην άθλια κατάσταση που βρισκόμουν. Έδινα λοιπόν σε όλους την εντύπωση ότι όλα είναι μια χαρά, τη λύπη στη φωνή μου τη δικαιολογούσα ως κούραση και έτσι τους ξεγέλαγα. Όταν έκλεινα το τηλέφωνο επέστρεφα στη σκληρή πραγματικότητα της μόνιμης απουσίας του. Με περισσότερο κόπο από ότι στον πρώτο χωρισμό μας επέστρεφα καθημερινά στην εργασία μου. Όμως δεν είχα τρόπο να πληρώνω τους λογαριασμούς και τις υπόλοιπες ανάγκες μου, αν δεν έπαιρνα τον μισθό μου.  Το μόνο που ήθελα ήταν να βρίσκομαι στο άθλιο σκοτεινό μου διαμέρισμα, το παραμελημένο, να φοράω ό,τι πιο πρόχειρο υπήρχε στην ντουλάπα και να σέρνομαι. Τα πιάτα είχαν μαζευτεί σωρός στο νεροχύτη, χαρτομάντιλα παρατημένα παντού μέσα στο σπίτι. Και εγώ σε μια απραξία, τίποτα δεν κινούταν στον χρόνο και στο χώρο. Είχα παραμελήσει τον εαυτό μου και όλα αυτά γιατί ήθελα να τιμωρηθώ. Εγώ έφταιγα που είχε φύγει, εγώ τον είχα διώξει με τις ανοησίες μου εκείνη τη βραδιά.

«Κι αν επιστρέψει;» αναρωτιόμουν κάποιες φορές, κι αμέσως μου έδινα τη δυσάρεστη απάντηση. «Δε θα επιστρέψει, τώρα έφυγε για πάντα, και εγώ για να μάθω νέα του θα πρέπει να επικοινωνήσω με φίλους του. Όχι, δε θα πέσω πια και τόσο χαμηλά! Άσε που το πιο πιθανό είναι να βρίσκεται μαζί με αυτήν την Όλγα και να της προσφέρει τον καλό του εαυτό. Τον κακό τον εξάντλησε σε μένα!»

Κι όμως παρά την τόση απογοήτευση μου, ένα κομμάτι του εαυτού μου ήταν σίγουρο ότι σύντομα θα επέστρεφε και αυτή τη φορά για τα καλά! Κάπου μέσα μου ήταν σαν να ήξερα ότι το άλλο του μισό ήμουν εγώ, και ότι εκείνος ήταν το δικό μου. Παρά τους εγωισμούς μας, τους τσακωμούς και τις τόσες κακές πλέον στιγμές, δεν υπήρχε άλλος άντρας για μένα κατάλληλος, όχι απλά στη χώρα, μα ούτε σε ολόκληρο τον πλανήτη, φυσικά το ίδιο ίσχυε και για εκείνον. Θα περνούσε ένα διάστημα μακριά μου, θα αντιλαμβανόταν ότι είχε κάνει λάθος και θα επέστρεφε γονατιστός παρακαλώντας με να γυρίσω κοντά του. Αν με έβρισκε όμως σε αυτά τα χάλια αποκλείεται να με ήθελε. Θα μου γύρναγε την πλάτη και τρέχοντας θα πήγαινε να βρει την κοντοκουρεμένη. Ας έμενε μια μέρα ακόμα με την άλλη, ή μάλλον μόνος του, ώστε να προλάβω να καθαρίσω το σπίτι και να επιστρέψω στον παλιό καλό εαυτό μου. Τι είναι άλλωστε μια μέρα μπροστά σε μια ολόκληρη ζωή που θα είχαμε μπροστά μας για να την περάσουμε μαζί και να γίνουμε ευτυχισμένοι. «Μήπως είχα αρχίσει να τα χάνω;» Μπορεί η απελπισία του έρωτα άραγε να οδηγήσει στην τρέλα;

 

 

 

-.-.-.-.-.-

 

 

Σκέφτομαι τις συμβουλές που δίνουμε στα αγαπημένα μας πρόσωπα όταν υποφέρουν. Πάντα τους λέμε να κάνουνε υπομονή, ότι θα περάσουν οι άσχημες μέρες, ότι πρέπει να βάλουν τα δυνατά τους και να σταθούν στα πόδια τους. Και είναι αλήθεια, ο χρόνος θα περάσει και εκείνοι θα νιώσουν καλύτερα, λίγο ή πολύ. Όμως την ίδια ώρα τα λόγια μας ακούγονται ψέματα στα αυτιά τους. Όσο και να έχουμε περάσει από τους ίδιους δρόμους της θλίψης δεν μπορούμε να νιώσουμε εκείνη την ώρα τον πόνο τους απόλυτα, ίσως είναι ένα είδος αυτοπροστασίας, γιατί ο εαυτός μας να θέλει να επιστρέψει στις δικές του μέρες μιζέριας άλλωστε; Σφίγγουμε τα χείλη, τους χτυπάμε φιλικά στην πλάτη, τους χαϊδεύουμε το χέρι, τους προσφέρουμε χαρτομάντιλα για να σκουπίσουν τα δάκρια τους και τους ακούμε. Κουνάμε το κεφάλι μας με κατανόηση και σκεφτόμαστε είτε με ανακούφιση ότι δεν είμαστε μόνο εμείς που τα παίρνουμε όλα τόσο βαριά, είτε ότι είναι υπερβολικοί και δίνουν έμφαση σε κάτι τόσο ανούσιο. Είναι καλό πάντως να έχεις κάποιον κοντά σου να του μιλήσεις για αυτές τις κακές στιγμές! Μα κυρίως αυτός ο κάποιος να μη σε διακόπτει, γιατί την ώρα που μοιράζεσαι τα γεγονότα που σου προκαλούν τον πόνο, στην ουσία επαναλαμβάνεις μεγαλόφωνα στον εαυτό σου αυτά που χρειάζεσαι να πεις ώστε να εξωτερικεύσεις τον πόνο σου και αυτό είναι το πιο σημαντικό για να ξεσπάσεις!   

 

ΣΤΑΔΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ : ΜΟΝΗ ΜΟΥ!  ----- ΦΑΣΗ ΠΡΩΤΗ

-----ΑΠΕΞΑΡΤΗΣΗΣ-----

 

Το επόμενο πρωί ξύπνησα από τον ήχο του κουδουνιού. Ζαλισμένη δεν αναρωτήθηκα, ούτε ενδιαφέρθηκα για το ποιος θα μπορούσε να χτυπάει τόσο επίμονα το κουδούνι. Το μόνο που ήθελα ήταν να σταματήσω τον έντονο ήχο, που ήταν σαν να ηχούσε απευθείας μέσα στο πονεμένο μου κεφάλι. Άνοιξα τον πόρτα και βρέθηκα απέναντι από το χαρούμενο πρόσωπο της ξαδέρφης μου.

-Έκπληξη!

-Εσύ είσαι; Είπα και επέστρεψα στο κρεβάτι μου αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή για να μπει μέσα.

-Μάλλον δυσάρεστη έκπληξη. Δέσποινα είσαι καλά;

-Έχω πονοκέφαλο.

-Πόσους μήνες;

-Πολλούς!

-Θες να φύγω;

Όχι, δεν ήθελα. Με την Αγγελική είχαμε μεγαλώσει μαζί, αν και ήταν τρία χρόνια μικρότερη μου. Από τη στιγμή που είχε μπει στην εφηβεία και ύστερα μοιραζόμασταν πλέον όλα τα μυστικά μας, νωρίτερα μου φαινόταν πολύ μικρή για να κάνω παρέα μαζί της. Επιπλέον όσο καιρό ήμουνα σε σχέση με το Χρήστο, είχα απομονωθεί από τον κύκλο μου, και τώρα με έπνιγε η ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον. Να του πω όσα είχαν συμβεί, όσα ένιωθα. Η μόνη που θα μπορούσε να με καταλάβει χωρίς να με κρίνει και ίσως να είχε κάτι να με συμβουλέψει ήταν εκεί, κοντά μου. Δεν απάντησα, απλά άρχισα να κλαίω. Εκείνη περίμενε δίπλα μου, μέσα στο σκοτάδι, χωρίς να μιλάει. Περίμενε υπομονετικά να σταματήσω τα κλάματα και να της μιλήσω. Και της τα είπα όλα, ξεκίνησα από τα πρώτα μηνύματα και κατέληξα στον τελευταίο καυγά μας! Μα δεν έμεινα μόνο στα γεγονότα, μίλησα και για όσα ένιωθα και για όσα πίστευα ότι μπορεί να συμβούν από εδώ και στο εξής.

Όση ώρα μιλούσα, σχεδόν δεν την έβλεπα. Ξαναζούσα την σχέση μου με τον Χρήστο. Τις όμορφες μα και τις άσχημε στιγμές, και μόνο όταν τελείωσα με όσα είχα μέσα μου κατάλαβα ότι υπήρχε κάποιος απέναντι μου, που ήταν έτοιμος να βγάλει ετυμηγορία και να ‘‘αποφασίσει’’ χωρίς φόβο και πάθος αν θα μπορούσαμε κάποτε να είμαστε ξανά μαζί.

-Με στενοχωρεί που κλαις και στενοχωριέσαι για έναν άντρα που δεν αξίζει όσα του πρόσφερες. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι δε σε καταλαβαίνω. Επίσης με ενοχλεί το σύνδρομο ενοχής που νιώθεις τιμωρώντας τον εαυτό σου! Έχεις το σπίτι σου σε αυτή την κατάσταση, μα και τον εαυτό σου παραμελημένο. Όμως για να πω την αλήθεια, αυτό που με ανησυχεί περισσότερο είναι ότι μέσα σου έχεις ελπίδες ότι θα επιστρέψει, ίσως όχι σήμερα μα κάποια στιγμή. Αυτό σε πάει πίσω, δε θα σε αφήσει να προχωρήσεις, συνέχεια θα του δίνεις νέες ευκαιρίες! Μα αξίζει τόσος πόνος και κόπος για να γυρίσει κάποτε κοντά σου; Είναι πρόσφατο και τα αισθήματα νωπά. Όμως όσο είναι μακριά σου, η απόσταση τον ομορφαίνει, δεν τον έχεις κοντά για να βλέπεις τα ελαττώματα του, και το μυαλό σου παίζει παιχνίδια δείχνοντας σου μόνο τα καλά του στοιχεία. Σκέψου μόνο τις τελευταίες φορές που ήσασταν μαζί, δε σε ικανοποιούσε αυτό που σου έδινε, γιατί ήξερες ότι είχε και άλλα που τα κράταγε φυλαγμένα για κάποια άλλη. Επαναστάτησε ο εγωισμός σου και κατάφερες να τον χτυπήσεις εκεί που πονάει και να τον διώξεις. Έδιωξες όμως μόνο το σώμα του, η ιδέα του είναι κοντά σου περισσότερο από πριν, και ο λόγος είναι ότι το μυαλό σου τον ταιριάζει περισσότερο στο πρότυπο του άντρα που θες. Αντί όμως να βρίσκεσαι εδώ και να σπαταλιέσαι με το φανταστικό ομοίωμα του άντρα που σε άφησε πριν τον διώξεις, μήπως ήρθε η ώρα να βγεις εκεί έξω και να βρεις έναν πραγματικό άντρα να ζήσεις μαζί του ό,τι άφησε στη μέση ο άλλος;

-Δεν έχω δύναμη, δεν μπορώ ούτε να διανοηθώ ότι θα βρεθώ με κάποιον άλλον άντρα αντί για εκείνον!

-Μήπως σκέφτεσαι και σαν λύση το μοναστήρι; Με ρώτησε αφήνοντας να ακουστεί το ίχνος ειρωνείας που έκρυβαν τα λόγια της.    

-Να σου πω…

-Κάν’ του αυτή τη χάρη, δεν ξέρεις πόσο ευτυχισμένος θα γίνει! Πόσο θα του θρέψεις τον εγωισμό! Εκείνος έξω να γυρνάει με τη μία και με την άλλη και εσύ να μαραζώνεις σε μια μονή για χάρη του. Δεν μπορείς να αλλάξεις με τη μία τα αισθή­ματα σου, όμως ένα βήμα τη φορά. Για αρχή αυτό το δωμάτιο και ολόκληρο το σπίτι πρέπει να πάρουν φρέσκο αέρα. Είπε και άρχισε να ανοίγει μπαλκονό­πο­ρτες και παραθύρια. Ύστερα πρέπει να μπουν σε μια τάξη τα πράγματα μέσα στο σπίτι και κάπως έτσι θα μπουν και οι σκέψεις σε μια σειρά μέσα στο μυαλό σου. Και τρί­τον, λες ότι τα πάντα στον θυμίζουν, ξεκίνα τις αλλαγές. Αν στον θυμίζει το δωμά­τιο και το σπίτι, μετακόμισε τα έπιπλα, βάψε τους τοίχους, στην ανάγκη άλλαξε δωμάτιο.

-Και με τη γειτονιά τι θα κάνω;

-Θα πάρω τηλέφωνο το δήμο για δεντροφύτευση, θα γκρεμίσουμε και κάποια κτήρια στην ανάγκη.          

-Και με την πόλη;

-Μία είναι η συμβουλή! Φτιάξε νέες αναμνήσεις, με άλλους ανθρώπους, και δεν εννοώ αναγκαστικά με έναν νέο έρωτα. Απλούς φίλους, ή ακόμα καλύτερα απλούς γνωστούς, να περνάς καλά! Και να δεις που όλα θα μπουν στο δρόμο τους, και όπως λέει και ο σοφός λαός, τρώγοντας έρχεται η όρεξη! Κάποιος θα βρεθεί και θα σβήσει τις αναμνήσεις του Χρήστου.

Ολόκληρη την υπόλοιπη εβδομάδα αποφάσισα να βάλω σε τάξη το σπίτι, μόλις επέστρεφα από τη δουλειά ξεκινούσα τη φασίνα. Μετά από αρκετές εβδομάδες αδράνειας ξεσπούσα με την καθαριότητα. Όλα είχαν επιστρέψει καθαρά στην αρχι­κή τους θέση. Και τώρα αλλαγές, σκέφτηκα με ικανοποίηση. Άρχισα να μετακομίζω τα έπιπλα δεξιά αριστερά, ενώ το φάντασμα της απουσίας του Χρήστου με περιγελούσε. Καθόταν πάνω στο κάθε έπιπλο που του άλλαζα θέση και του πρόσθετε βάρος. «Και τι θα καταφέρεις, είμαι πολύ βαθιά ριζωμένος μέσα σου, όπου και να τα τοποθετήσεις δε θα πάψεις να έχεις αναμνήσεις από αυτά που κάναμε μαζί στο κάθε έπιπλο. Και κυρίως στο κρεβάτι!»

Είχα αρχίσει να αναρωτιέμαι μήπως κόντευα να τα χάσω. Πως ήταν δυνατόν να τον βλέπω παντού να μου λέει αυτά που μου έλεγε. Για άλλη μια φορά ο ηττοπαθής εαυτός μου σαμπόταρε τις προσπάθειες μου, και αυτή τη φορά είχε θωρακιστεί με την πιο αγαπημένη και πιο επικίνδυνη μορφή. Θυμωμένη με μένα, πήρα ένα κουτί και τοποθέτησα μέσα σε αυτό φωτογραφίες, εισιτήρια από συναυλίες, δώρα και άλλα ενθύμια από τον Χρήστο και ξεκίνησα να πάω στον κάδο. Τα άφησα δίπλα στην ανακύκλωση και ξεκίνησα να φύγω, δεν είχα κάνει πέντε βήματα και σταμάτησα. Δεν μπορούσα να τα αφήσω εκεί, στα σκουπίδια! Δεν μπορούσα να πετάξω ένα από τα ομορφότερα κομμάτια της ζωής μου. Και στην τελική δεν μέτραγε μόνο εκείνος στη σχέση μας. Αναστέναξα να πάρω κουράγιο και επέστρε­ψα να πάρω το κουτί, ανέβηκα στο διαμέρισμα μου αναρωτώμενη αν είχα βγει χαμένη από αυτή τη μάχη και μήπως ήταν άκαρπη η κάθε προσπάθεια. Άνοιξα το κουτί και πάνω από τα υπόλοιπα πράγματα βρήκα μια φωτογραφία, δική του να γελάει, «Κατάλαβες, γελάει και μέσα στα μούτρα μου τώρα!» σκέφτηκα ενοχλημένη. Ανέβηκα στο πατάρι για να τον εγκαταλείψω εκεί μαζί με τα υπόλοιπα άχρηστα πράγματα.

Κουρασμένη από τις βόλτες που είχα φέρει τα έπιπλα έπεσα να κοιμηθώ, ενώ στο καθαρό μου σπίτι επικρατούσε το απόλυτο χάος. Το επόμενο πρωί ξύπνησα καθυστερημένα, μετά από τόση ταλαιπωρία που είχα περάσει. Σηκώθηκα να ετοι­μα­στώ και όπως ήμουν βιαστική και το κάθε έπιπλο βρισκόταν σε λάθος θέση έπε­φτα δεξιά αριστερά, σαν συγκρουόμενο σε Λούνα Παρκ. Ωραία τα είχα καταφέρει είχα γεμίσει μελανιές τα πόδια μου. Και τι στενοχωριόμουν, μήπως θα τα έβλεπε κανείς. Στη δουλειά συνήθως φορούσα παντελόνι οπότε κανένα πρόβλημα. Μα κι εγώ πως στην ευχή είχα καταφέρει να βρω δουλειά από τη μια άκρη της πόλης στην άλλη, από το Περιστέρι στη Νέα Ιωνία. Μακάρι να δούλευα πιο κοντά στο σπίτι μου. Όμως ήταν κάπως δύσκολο να αλλάξω δουλειά γι’ αυτό το λόγο. Μήπως αν μετακόμιζα στα αλήθεια από το να κάνω βλακείες και να μεταφέρω τα έπιπλα δεξιά αριστερά. Σημείωσα την ιδέα στα εξερχόμενα του κινητού μου για να την επε­ξε­ργα­στώ αργότερα. Το μυαλό μου πια δεν συγκρατούσε παρά τα απολύτως απαραίτητα.  

Με την πρώτη ευκαιρία επανέφερα την ιδέα της μετακόμισης προς σκέψη και ‘‘συζήτηση’’. Αντί να παιδεύομαι με ένα σπίτι που ήταν γεμάτο από εκείνον, και μια γειτονία που όπου και αν στρεφόμουν μας έβλεπα μαζί και ευτυχισμένους, θα μπο­ρού­σα απλά να φύγω και να πάω κάπου που δεν υπήρχε καμία ανάμνηση του. Πως όμως θα αποχωριζόμουν τη γειτονιά και το σπίτι στο οποίο ζούσα από τα φοιτητικά μου χρόνια! Αλλαγή δεν ήθελα; Καιρός να απογαλακτιστώ από την πρώτη μου νιότη, να μεγαλώσω. Ίσως να λειτουργούσε σαν σοκ όλο αυτό και να συνερχό­μουν. Επιπλέον όσο περνούν τα χρόνια αλλάζουν και οι ανάγκες των ανθρώπων. Ήταν και­ρός να μη ζω πια σαν φοιτήτρια απλά και μόνο επειδή με βόλευε. Είχε έρθει η ώρα να ζήσω σαν μια γυναίκα της ηλικίας μου. Και τέλος οι κλάψες, ήμουν υγιής, στην καλύτερη ηλικία μου και αρκετά εμφανίσιμη, ας συμπεριφερόμουν ανάλογα! Επι­πλέο­ν θα άλλαζα target group ερωτικών συντρόφων! Τέλος τα παιδάκια, από δω και στο εξής. Θα δεχό­μουν να ασχοληθώ μόνο με άντρες, άνθρωποι με ‘‘παρεκκλίνουσα’’ συμπεριφορά, απορρίπτονται.

«Ώπα κοπελιά! Ένα ένα, πήρες φόρα και δεν ξέρεις τι σκέφτεσαι! Σπίτι και περιοχή είπαμε να αλλάξουμε, όχι να βρούμε αντικαταστάτη! Άλλωστε η εμπειρία έχει απο­δεί­ξει ότι όποιος βιάζετε σκοντάφτει. Ηρέμισε, ένα βήμα τη φορά! Δεν είσαι έτοιμη για νέους έρωτες, μην πέφτεις στην παγίδα της οποιασδήποτε σχέσης. Μόλις συνειδητοποίησες ότι χώρισες, και μάλιστα από μια σχέση που είχε διάρκεια, πάθος και τόση τρέλα που ακόμα σε κρατάει καλά δεσμευμένη. Δε σου φταίει ο άμαχος πληθυσμός για να την πληρώσει. Ψάξε και βρες ένα σπίτι που θα σου αρέσει, μετακόμισε, πάρε τον χρόνο σου ώστε να αφομοιώσεις όλες αυτές τις αλλαγές που ήρθαν στη ζωή σου το τελευταίο διάστημα και αν είναι να έρθει θε να ’ρθει, αλλιώς θα προσπεράσει. Άλλωστε για την ώρα θα είσαι αρκετά απασχολημένη, πρώτα με την ανεύρεση σπιτιού και ύστερα με μετακόμιση και προσαρμογή. Δεν χρειάζεται να βάλεις και αυτό το βάσανο στο κεφάλι σου, έναν άντρα που μπορεί να σου βγει ακόμα πιο βλάκας!»

Κι αφού συμβούλεψα τον εαυτό μου σαν να ήταν κάποιος άλλος άνθρωπος και όχι εγώ η ίδια, πήρα εφημερίδα και άρχισα να ψάχνω εναγωνίως νέο σπίτι μακριά από την περιοχή που είχα ζήσει τα δέκα πιο όμορφα χρόνια της ζωής μου. Το σπίτι βρέθηκε. Δεν ήταν πολύ μεγάλο, δεν υπήρχε λόγος άλλωστε. Ούτε χρήματα είχα να ξοδεύω, ούτε υπερβολικά πράγματα ώστε να χρειάζομαι μεγάλους χώρους, μα κυρίως καμία διάθεση να περνάω όλη μου την ώρα καθαρίζοντας το. Με το που έκλεισα το σπίτι μετακόμισα. Δεν μπορούσα να πληρώνω δύο ενοίκια. Ευτυχώς που εκείνον τον καιρό που είχα πάρει την απόφαση να αλλάξω σπίτι, έληγε και το συμβόλαιο του ενοικιαστήριου. Στην αρχή στοίβαξα όλα τα έπιπλα στη μία πλευρά του διαμερίσματος, ενώ καθάριζα και έβαφα τους τοίχους του υπόλοιπου. Αναγκα­ζό­μουν να κοιμάμαι σε μια αποθήκη όπως είχε καταντήσει το σαλόνι, με όλα αυτά τα τυλιγμένα έπιπλα. Μόλις τελείωσα μετέφερα τα πράγματα μου στην κρεβατοκά­μα­ρα, μένοντας λιγότερα πράγματα να μετακομίζουν δεξιά αριστερά και έχοντας περισσότερο ελεύθερο χώρο για μετακινήσεις. Ήταν τόσος ο ζήλος μου, που σε λιγότερο από τρεις εβδομάδες, και παρά του ότι πήγαινα κανονικά στη δουλειά μου καθημερινά, όλα είχαν μπει στη θέση τους. Και εγώ ήμουν έτοιμη να αρχίσω μια νέα ζωή, σε μια περιοχή που δεν είχε να μου θυμίζει σε τίποτα τον Χρήστο, και το καλύτερο χωρίς να χρειάζεται δεντροφύτευση, ούτε γκρέμισμα κτηρίων.

Και όπως είχε προβλέψει η ξαδέρφη μου, αυτή η αλλαγή με είχε αναζωογονήσει! Αφού τελείωσα με την τακτοποίηση άρχισα να κάνω βόλτες. Ήθελα να γνωρίσω την περιοχή, και παρά το γεγονός ότι μου έλειπε πολύ η πρώτη μου γειτονιά, συνάμα έβρισκα όμορφη την καινούργια. Μπορούσα να ζήσω εδώ, δεν υπήρχε αμφιβολία. Όμως παρ’ όλη αυτή την ανανέωση και την εμφανή καλυτέ­ρευ­ση στη διάθεση μου, δεν μπορώ να κρύψω ότι η σκέψη μου επέστρεφε συχνά σε εκείνον που ήταν η αφορμή για όλες αυτές τις αλλαγές. Όσο και να πάλευα να τον διώχνω, εκείνος επέστρεφε πεισματικά. Ήταν φορές που τα μάτια μου γέμιζαν δάκρια στη θύμηση του. Έκανα τις δουλειές στο σπίτι και αναρωτιόμουν τι μπορεί να έκανε ο Χρήστος. Για τις μόνες ώρες που ήμουν ήσυχη ήταν από τις πέντε το πρωί ως τις δύο το μεσημέρι, αφού αυτές συνήθως κοιμόταν. Ένα σωρό ερωτηματικά με καίγανε. Να είχε σμίξει με την άλλη; Να με σκεφτόταν καθόλου; Να του έλειπα ή να ήταν απλά ευτυχισμένος στη νέα του σχέση; Παρά τις απορίες μου κατάφερα να κρατήσω χαρακτήρα, δεν του έστειλα ούτε μήνυμα, ούτε σήκωσα το ακουστικό για να τον πάρω τηλέφωνο, έστω με απόκρυψη. Δε θα παιδιάριζα, άλλωστε δεν είχε νόημα, να ακούσω τη φωνή του, γιατί; Μόνο αναμνήσεις και πόνο για την απουσία του θα μπορούσε να μου προσφέρει αυτή η πράξη απελπισίας. Άσε που πιθανόν να καταλάβαινε ότι ήμουν εγώ, και να γινόμουν και ρεζίλι. Είχα αποφασίσει να φύγω μακριά του, ας υποστήριζα την απόφαση μου ως το τέλος. Καλό θα ήταν να άλλαζα και αριθμό τηλεφώνου, αλλά πάλι αν με έπαιρνε εκείνος τηλέφωνο, ας μην σκεφτόταν ότι άλλαξα αριθμό και ζωή εξαιτίας του. Τι ψέμα, είχα μετακομίσει για να καταφέρω να μείνω μακριά του και θα με ενδιέφερε τι θα σκεφτόταν αν του απαντούσε μια άλλη γυναικεία φωνή, ενημερώνοντας τον ότι: «ο αριθμός του τηλεφώνου που καλείτε δεν αντιστοιχεί σε συνδρομητή»! Η αλήθεια ήταν ότι απλά ήλπιζα να με καλέσει κάποια στιγμή και να τα ξαναβρούμε. Με αυτά τα μυαλά σίγουρα θα άλλαζα πολλές γειτονιές και σπίτια ακόμα. Εντάξει λοιπόν, μό­λις ένιωθα καλύτερα θα άλλαζα και αριθμό, αλλά όπως είπαμε, ένα βήμα τη φορά.

Κάποιος καταφέρνει να κάνει ολόκληρη μετακόμιση σε άλλη περιοχή και δεν μπορεί να κάνει κάτι τόσο μικρό και σχεδόν αδιάφορο, όπως το να αλλάξει αριθμό. Όμως δεν ήθελα να κόψω με μιας όλες τις πιθανές γέφυρες επικοινωνίας. Δεν ήμουν ακόμα βέβαιη συναισθηματικά ότι μπορούσα να απορρίψω κάθε πιθανότητα επαφής. Αν το έκανα, ύστερα σίγουρα θα αναρωτιόμουν μήπως με έπαιρνε και δε με έβρισκε. Και τότε, πολύ πιθανόν, με την ελπίδα και μόνο, να έκανα το λάθος να επικοινωνήσω εγώ μαζί του. Οπότε καλύτερα να διατηρούσα τον ίδιο αριθμό ώστε να είμαι βέβαιη ότι εκείνος δεν είχε κάνει καμία απόπειρα να επικοινωνήσει. Για την ώρα, ο αριθμός του κινητού μου παρέμενε.

Συνέχιζα τη μοναχική ζωή μου, γιατί αυτό είχα ανάγκη. Όμως κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι στην ουσία δεν είχα αλλάξει τίποτα πέρα από τα σκηνικά. Η πίκρα και η απογοήτευση είχαν παραμείνει. Μπορεί να μην έκλαιγα με την συχνότητα τουλάχιστον που το έκανα τον πρώτο καιρό, όμως είχα κλειστεί στον εαυτό μου. Οι μόνοι άνθρωποι που είχα επαφή ήταν οι συνάδερφοι μου στη δουλειά, και αυτοί επειδή δεν είχα άλλη επιλογή. Και φυσικά οι γονείς μου με τους οποίους μιλούσα στο τηλέφωνο και αυτό ήταν όλο. Η διάθεση ότι θα κάνω πράγμα­τα και ότι μια καινούργια ζωή ξεκινούσε για μένα ήταν απλά εικονική. Το πρωί που ξυπνούσα είχα ήδη στο μυαλό μου φτιαγμένο το πρόγραμμα το οποίο έπρεπε να διεκπεραιώσω μέσα στο εικοσιτετράωρο και από αυτό δεν ξέφευγα ούτε στο ελάχιστο. Το πρόγραμμα συνήθως περιλάμβανε δουλειά, οικιακά, και έκλεινε με κάποια ταινία ή βιβλίο. Δυστυχώς ποτέ δεν μπορούσα να πάω μόνη μου κάπου για να διασκεδάσω, να πάω να δω κάποια ταινία στον κινηματογράφο, ή κάποια παράσταση στο θέατρο, ή να πιω μόνη μου σε κάποιο μπαρ ένα ποτό, αν δεν είχα παρέα. Έτσι προτιμούσα να παραμένω στην ασφάλεια του σπιτιού μου με την παρέα ενός βιβλίου ή της τηλεόρασης.

Ένα βήμα τη φορά, μόνο που για αρχή είχα κάνει μισό βήμα και όχι ολόκληρο. Κάθε αρχή και δύσκολη, όμως δεν έπρεπε να παραμένω μετέωρη, δεν ήταν ασφαλές. Μπορεί να έπεφτα, οπότε καλό θα ήταν να ολοκληρώσω αυτό το πρώτο βήμα. «Να πάρω κάποια φίλη να πάμε για καφέ». Να μια καλή, απλή, εφαρμόσιμη ιδέα, πήρα στα χέρια μου το κινητό και άρχισα να ψάχνω στις επαφές μου. «Δεν μπορεί», αναφώνησα μόλις συνειδητοποίησα ότι δεν είχα φίλες, απλά γνωστές, τις οποίες η παρουσία του Χρήστου είχε αντικαταστήσει και δεν είχα ενδιαφερθεί και πολύ να μάθω τα νέα τους, όμως ούτε και εκείνες είχαν ενδιαφερθεί για τα δικά μου. Άραγε ήμουν αξιολύπητη; Δεν ασχολήθηκα πολύ με την απάντηση, και όταν είχα φίλες, εκεί­νες μου καταφέρνανε πισώπλατες μαχαιριές, δε θα γίνω γραφική επαναλαμβά­νο­ντας την ιστορία του Μιχάλη και της Νατάσσας, που πίσω από την πλάτη μου είχαν γίνεις ζευγάρι και με είχαν παραμερίσει, αδιαφορώντας για τον πόνο που θα μου προκαλούσαν. Δεν χρειαζόταν να στενοχωριέμαι. Μέχρι χτες δεν τις είχα σκεφτεί ούτε είχα νιώσει την απουσία τους, όσο για εξόδους μπορείς να βγεις και με απλούς γνωστούς και όχι με φίλους εγκάρδιους. Έκανα μια βόλτα ακόμα τα ονόματα στις επαφές του κινητού μου, για να αντιληφθώ ότι αυτό το κινητό ήταν γεμάτο με άχρηστα τηλέφωνα. Μετά από πολλή σκέψη και αναζήτηση αποφάσισα να τηλεφωνήσω στην Ελευθερία. «Άντε καλή μου επιτυχία!» ευχήθηκα στον απελπισμένο μου εαυτό και την κάλεσα!

Αφού μιλήσαμε για αρκετή ώρα, καταλήξαμε ότι θα ήταν πολύ ωραία αν βρισκόμασταν και από κοντά, μα αυτή τη φορά δεν το αφήσαμε γενικό και αόριστο. Το Σάββατο που πλησίαζε θα βρισκόμασταν οπωσδήποτε. Και έτσι έγινε, πέρασα τρεις απελπιστικές ώρες να συζητάω μαζί της. Η Ελευθερία ανήκει στον τύπο της γυναίκας: «Πρέπει να βρεις οπωσδήποτε άντρα για να μη μείνεις στο ράφι, να μην έχουν να λένε ξαδέρφες και θείτσες». Και αφού εκείνη είχε αποκατασταθεί και πλέον ζούσε την υπέροχη συντροφική ζωή με τον άντρα  ‘‘των ονείρων της’’ έπρεπε να αποδείξει και στις υπόλοιπες, όσες είχαμε μείνει ελεύθερες, ότι το καλύτερο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να περάσουμε στεφάνι, το συντομότερο δυνατό γιατί τα χρόνια περνούν και δε θα μείνουμε για πάντα νέες και όμορφες. Και κάπως έτσι ξεκίνησε το μαρτύριο μου.

-Κάποιος άντρας στη ζωή σου; Δεν πιστεύω να κλαις ακόμα για το Μιχάλη; «Αν πιείς το φαρμάκι σου ο άντρας σου θα μείνει χήρος», σκέφτηκα.

-Δεν κλαίω για κανέναν. Σχολίασα αμυντικά. Πριν από λίγο καιρό χώρισα και για την ώρα απολαμβάνω την ελευθερία μου. Μια έκφραση λύπης απλώθηκε στο πρόσωπο της. 

-Να ρωτήσω γιατί χώρισες;

-Απλά δεν ήταν γραφτό μας.

-Εσύ ήθελες να χωρίσετε;

-Στην πραγματικότητα και οι δυο μας, είχαμε κουραστεί. Πλέον δεν ήταν έρωτας, κι όπως πολλά παντρεμένα ζευγάρια (φρόντισα να το τονίσω αυτό το παντρεμένα) ήμασταν μαζί περισσότερο από συνήθεια παρά από πάθος και έρωτα, αν καταλαβαίνεις τι θέλω να πω!

-Φυσικά και καταλαβαίνω τι θες να πεις! Εγώ κι ο Μάκης μου, δόξα το Θεό ακόμα είμαστε ερωτευμένοι ο ένας με τον άλλον, νιώθω ότι ο έρωτας και το πάθος μας είναι μια πηγή που δεν πρόκειται ποτέ να εξαντληθεί. Έσκυψα και της έπιασα το χέρι.

-Σου το εύχομαι, από τα βάθη της καρδιάς μου. Είπα προσποιητά.

-Να είσαι σίγουρη ότι τουλάχιστον αυτή σου η ευχή θα πραγματοποιηθεί! Τα πολύ ωραίο λόγια μαρτυρούσαν ότι σίγουρα υπήρχαν πράγματα που την προβλημάτιζαν μέσα στο γάμο της και ίσως να μην ήταν όλα τόσο ρόδινα όσο ήθελε να τα παρουσιάζει. Και αυτός που είχες σχέση τι επαγγελόταν; Γύρισε στα δικά μου.

-Μουσικός.

- Και από τη δουλειά του έβγαζε χρήματα;

-Δεν πνιγόταν και στο χρήμα, αλλά τα έξοδα του τα έβγαζε!

-Τι να σου πω γλυκιά μου! Ευτυχώς που χωρίσατε. (Την καρδιά μου να ρωτήσεις!) Αυτοί οι άντρες δεν είναι για γάμο, είναι επιπόλαιοι! (Ήξερε άραγε για ποιόν της μιλούσα;) Επιπλέον δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Είναι σαν το τζίτζικα του μύθου, ζουν για το παρόν, δεν τους ενδιαφέρει τίποτε άλλο από την καλοπέραση τους. Πως θα έκανες οικογένεια με έναν άντρα που δεν είχε σταθερή δουλειά, εισόδημα, κάποια περιουσία να προστατέψει την οικογένεια του! (Κάποια από αυτά τα είχα σκεφτεί κι εγώ, όχι ακριβώς έτσι, και αυτό που με έβαζε κυρίως σε σκέψεις ήταν το γεγονός ότι δεν είχε σταθερά έσοδα από κάποια δουλειά. Όμως όλα αυτά από το στόμα της Ελευθερίας ακούγονταν πρόστυχα, και εγώ αν και αδικημένη ένιωθα ξαφνικά σαν μια υπολογίστρια που εγκατέλειψα τον καλό μου επειδή δεν είχε περιουσία). Λυπάμαι που θα το πω, αλλά πιστεύω ότι είσαι ανώριμη, (αυτό μου έλειπε) και ίσως ως ένα βαθμό ανόητη (δε θα τα πάμε καλά) στο θέμα με τους άντρες είσαι συναισθηματική και σε κάνει εύκολο θύμα.

-Γιατί το λες αυτό Ελευθερία; Επειδή όταν γνωρίζω κάποιον άνθρωπο που θα τον βρω ενδιαφέρον δεν του ζητάω το εκκαθαριστικό;

-Δεν χρειάζεται να ζητήσεις κάτι τέτοιο, θα φανείς ωμή! Όμως με τον καιρό είναι εύκολο να μάθεις κάποια πράγματα για κείνον.

-Την περιουσιακή του κατάσταση εννοείς;

-Γιατί όχι; Και αυτό μέσα στη ζωή είναι.

-Και τι θα αλλάξει αν τη μάθω;

-Αναλόγως τι θα μάθεις; Είχα αρχίσει να φορτώνω, όμως η Ελευθερία ήταν πεπεισμένη ότι έπρεπε να κάνει την καλή πράξη της ημέρας, οπότε θα μου άνοιγε τα μάτια ήθελα δεν ήθελα. Κάθισα υπομονετικά και την άκουγα, σε λίγο το μαρτύριο ήταν γραφτό να τελειώσει, οπότε όσο κρατούσε ας το διασκέδαζα.

-Για πες! Την παρότρυνα.   

-Αρχικά θεωρώ ότι δεν πρέπει να έχεις εμπιστοσύνη στην κρίση σου. Να τα μας, είχα απαλλαχτεί από την κηδεμονία των γονιών μου πάνω από δέκα χρόνια και ξαφνικά η Ελευθερία από το πουθενά ήθελε να την αναλάβει. Εκείνη άρχισε να μου αποκαλύπτει τα μυστικά ενός πετυχημένου συζύγου ενώ εγώ κάνοντας ότι την άκουγα, κουνούσα το κεφάλι μου καταφατικά, και κάπου και που έλεγα και από κανένα: «Δίκιο έχεις!» ενώ την ίδια στιγμή μέσα μου τραγουδούσα στίχους από τα τραγούδια του συγκροτήματος του Χρήστου. Έτσι σαν αντίδραση, σαν ένα ακόμα δείγμα της ανωριμότητας μου και του πείσματος που έχει ένα παιδί να παραμείνει αυτό που είναι και να μην μπει σε καλούπια. Αυτό ήμουνα γιατί αυτό γούσταρα να είμαι, και αφού τα λάθη ήταν δικά μου και όχι σωστά κάποιου άλλου, μπορούσα να τα γλεντάω και να είμαι χαρούμενη απλά επειδή τα είχα ζήσει. Τι θα ήμουν άλλωστε χωρίς τη σχέση μου με τον Χρήστο, τι άλλο από μια ακόμα Ελευθερία. Θα είχα συμβιβαστεί κάπου και θα προσπαθούσα να πείσω τους άλλους μα και τον εαυτό μου ότι είχα κάνει το σωστό αλλά μέσα μου θα ήμουν γεμάτη ανασφάλειες. Οι χαρές και οι πόνοι που είχα ζήσει μέσα στην σχέση μου με είχαν ολοκληρώσει και μου είχαν δείξει το δρόμο. Δεν είχε σημασία αν ήταν λάθος δρόμος, ήταν ο δικός μου και μου έφτανε. Δε μετάνιωνα για όσα είχα ζήσει με τον Χρήστο, ήταν δικά μου, και δεν μπορούσε να έρχεται ο οποιοσδήποτε να μου τα ακυρώνει. Παρά ταύτα φάνηκα ψύχραιμη και περίμενα να τελειώσει το κήρυγμα η ‘‘καλή μου φίλη’’ που ήθελε αποκλειστικά και μόνο το καλό μου. Άλλωστε για να μιλάει τόση ώρα κάπου θα είχε να καταλήξει.      

-Το βρήκα. Τελείωσε, θα γίνουμε κουμπάρες.

-Θα σου βαφτίσω το παιδί;

-Ποιο παιδί; Δε με παρακολουθείς; Τα παιδιά μου είναι βαφτισμένα και για την ώρα δεν έχω σκοπό να κάνω άλλα.

-Τότε;

-Να ο Μάκης έχει ένα σωρό ελεύθερους φίλους,

-Τέτοια κελεπούρια και μείνανε στο ράφι;

-Θα κανονίσω να κάνω μια εστίαση και θα σας καλέσω. Είπε χωρίς να σχολιάσει την απορία μου. Θα έχεις να διαλέγεις!

-Νυφοπάζαρο θα το κάνεις το σπίτι;

-Γιατί όχι; Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα! Είπε με ενθουσιασμό που δεν καταλάβαινα από πού τον αντλούσε. Προφανώς η διάθεση των προξενιών είναι μικρόβιο σε κάποιους ανθρώπους!

-Πριν κανονίσεις τίποτα επικοινώνησε μαζί μου. Εννοείται ότι μέχρι να ετοίμαζε εκείνη τη γιορτή στο σπίτι της εγώ θα ήμουν ήδη ‘‘παντρεμένη’’ με ρώσο εφοπλιστή και αν είχα κέφια θα τον έβαζα να μου αγοράσει και νησί.

Επέστρεψα στο σπίτι με πονοκέφαλο και εξαγριωμένη. Αν είναι έτσι η κοσμική ζωή εγώ θα μόναζα σπίτι μου. Δεν υπήρχε περίπτωση να ξαναβγώ μαζί της, τέτοιες συναναστροφές με είχαν κάνει να μη με ενδιαφέρει άνθρωπος έξω από τον Χρήστο. Κρίμα που με είχε προδώσει. Όμως είχα πει ότι θα σταμάταγα τις κλάψες για αυτόν τον μπατίρη μουσικό που δεν είχε τίποτα άλλο να μου προσφέρει εκτός από νότες. Άνοιξα ένα μπουκάλι μπύρα και κάθισα στο μπαλκόνι μου να την απολαύσω, η άνοιξη είχε μπει για τα καλά. Η σκέψη μου επέστρεψε στην Ελευθερία, σκέφτηκα πόσο ενθουσιασμό θα είχε για το σουαρέ – προξενιό που θα προετοίμαζε. Πόσο καιρό θα της έπαιρνε άραγε να τα ετοιμάσει όλα; Θα περίμενα υπομονετικά να δω, αν και έβαζα στοίχημα ότι σε λιγότερο από δύο βδομάδες θα είχα κάλεσμα για το σπίτι της. «Με αυτό το πλευρό να κοιμάται». Εκτός κι αν ήμουν τυχερή και όλα αυτά που μου αράδιαζε ήταν λόγια του αέρα και γλίτωνα. Μα τι το σκεφτόμουν, ας καλούσε άλλες νύφες για τους επίδοξους γαμπρούς. Σιγά μην στο τέλος παίζαμε και την εργένισσα με τους 25 καβαλιέρους, ή ήταν παραπάνω; Σίγουρα πριν τους κουβαλήσει θα έκανε και έρευνα. Τι θα άκουγε ο καημένος ο Μάκης απόψε στο συζυγικό κρεβάτι; Και φυσικά όλοι θα ήταν ο αφρός, κανένας μπατίρης φουκαράς, μεροδούλι, μεροφάι. Αν ήμουν τυχερή θα πέρναγα μια βραδιά με στελέχη. Τέλος οι άφραγκοι καλλιτέχνες, εβίβα στους λεφτάδες επιχειρηματίες. Κρίμα που θα της χάλαγα τη συνταγή, γιατί εγώ σε αυτό το σουαρέ ήμουν αποφασισμένη να μην πάω. Ξέρω ότι κάποιοι θα σκέφτονται ότι εγώ θα έχανα, όμως το ένιωθα ότι δεν ήταν γραφτό μου να παραβρεθώ. Ο δρόμος που είχα διαλέξει, εκείνος ο ίσως λάθος δρόμος, είχε πινακίδα που έδειχνε «Παρακάτω», και όχι «Αδιέξοδο». 

Μετά από αυτή μου την κοινωνική αποτυχία κατέληξα ότι καλύτερη παρέα ήταν οι τοίχοι του σπιτιού μου, από διάφορες φίλες που θέλανε να επιβάλουν τη γνώμη τους. Συνέχιζα ήσυχα να ζω την μονότονη καθημερινότητα μου, να πηγαίνω από το σπίτι στη δουλειά ύστερα πίσω στο σπίτι, και σαν μια καλή νοικοκυρά να το έχω μόνιμα σε τάξη. Και κάπου εκεί, εντελώς ξαφνικά ανακάλυψα ένα ταλέντο που δεν ήξερα ότι είχα, τη μαγειρική. Κρίμα που δεν είχα κοντά μου τον καλό μου, έτσι όπως ήταν καλοφαγάς σίγουρα θα εκτιμούσε τη δεξιότητα μου. Μήπως αν τον καλούσα μια μέρα να του κάνω το τραπέζι, αφού ο έρωτας περνάει από το στομάχι ίσως να τον ξανακέρδιζα! Συνέχιζα να ανακατεύω το φαί με την σκέψη του, και έτσι ό,τι υλικά είχα αγοράσει πήγαν στα σκουπίδια, αφού κατάφερα να χαλάσω το φαγητό. Αναμφισβήτητα αυτός ο άντρας είχε γεννηθεί για να μου καταστρέφει ό,τι έφτιαχνα, από το πιο σπουδαίο ως το πιο απλό. Πλήρωνα ακόμα το αμάρτημα ότι έκλεψα μια φορά σε μάθημα του πανεπιστημίου για να το περάσω, για πόσο ακόμα άραγε;  

 

 

-.- -.-.- -.-

 

 

Ήταν μια περίοδος που ό,τι και να μου συνέβαινε δεν τα έβαζα με τη μοίρα ή με τον Θεό, αλλά με εκείνον. Όμως κατά κάποιο τρόπο εκείνος δεν είχε γίνει η μοίρα και ο Θεός μου; Μόνο που από πανταχού παρόν είχε καταλήξει απόν, και παρόν μόνο μέσα στο μυαλό μου και νοερά στο κρεβάτι μου κάθε βράδυ που ξάπλωνα και ένιωθα τα χέρια του να τυλίγουν το κορμί μου πριν κοιμηθώ. Αναρωτιέμαι αν πέρα από τον κακό τρόπο που είχε η Ελευθερία να παρουσιάσει το θέμα ενός οικονομημένου συντρόφου, έφταιγε και το ότι επέμενα να σαμποτάρω τον εαυτό μου. Γιατί μπορεί η καρδιά και η ψυχή να ήταν αφιερωμένα σε εκείνον όμως το σώμα μου είχε αρχίσει να επαναστατεί και να θέλει να ζήσει ό,τι του στερούσα, γιατί μπορεί η ψυχή να μη γερνάει και να είναι αθάνατη, καθώς λένε, αλλά το κορμί δεν είναι τόσο τυχερό! Όμως η πρώτη μου επιλογή ήταν τοίχος και οι συνέπειες της παραλίγο καταστροφικές. Και τώρα που το σκέφτομαι καταλήγω ότι έγινε μόνο και μόνο για να σαμποτάρω τον εαυτό μου για άλλη μια φορά!

 

 ΣΤΑΔΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ : ΜΟΝΗ ΜΟΥ!  ----- ΦΑΣΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

-----Λάθη, λάθη κι άλλα λάθη-----

 

Μετά το κάψιμο του φαγητού, δεν είχα διάθεση να μαγειρέψω, και ως παραδοσιακή νέα ελληνίδα αποφάσισα να πάρω φαγητό απέξω. Απέναντι από το σπίτι υπήρχε ένα σουβλατζίδικο, δεν βρήκα διαφημιστικό για να δώσω την παραγγε­λία ώστε να μου το φέρουνε, κι από όσα μαγαζιά είχα διαφημιστικά ήταν μακριά και εγώ πεινούσα, οπότε έκανα τον κόπο να πάω να το πάρω μόνη μου. Άλλαξα ρούχα, έλυσα τα μαλλιά μου και κατέβηκα. Πήγα στο ταμείο, έδωσα την παραγγελία, πήρα την απόδειξη και κατευθύνθηκα προς τον υπάλληλο που έφτιαχνε τα σουβλάκια για να του πω τι ήθελα να περιλαμβάνει το σουβλάκι μου.

Κι ενώ στην ψησταριά ψήνονταν οι πίτες και τα καλαμάκια, δίπλα μου ήρθε και στάθηκε ένας άντρας για να δώσει τη δική του παραγγελία. Βυθισμένη στη μελαγχολία που με έτρωγε όλον αυτό τον καιρό εξαιτίας της απουσίας και της προδοσίας του Χρήστου, δεν έδωσα σημασία, μέχρι τη στιγμή που άκουσα τη φωνή του να δίνει την παραγγελία. Ήταν βαθιά και ζεστή. Στράφηκα και τον κοίταξα, μελαχρινός, ψηλός, γεροδεμένος, με μαύρα μάτια και καστανά μαλλιά. Επιτέλους μια ευχάριστη θέα για τα μάτια μου, με κοίταξε και εκείνος, και σχεδόν αμέσως σαν να ντραπήκαμε για το βλέμμα που είχαμε ανταλλάξει γυρίσαμε μπροστά μας και παραμείναμε να κοιτάμε τον γύρο που έφερνε βόλτες.

Ο υπάλληλος μου ετοίμασε το πακέτο και ξεκίνησα για το σπίτι. Δεν τόλμησα να του ρίξω άλλη ματιά, ενώ κρυφά μέσα μου ευχόμουν να με κοιτάει εκείνος καθώς απομακρυνόμουν. Μπήκα στο διαμέρισμα μου και ενώ έτρωγα λαίμαργα, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ίσως τελικά σε αυτή την χώρα να υπήρχαν κι άλλοι άντρες εκτός από τον Χρήστο. Όμως αυτό δεν αρκούσε να με κάνει να ξεσκαλώσω το μυαλό μου από εκείνον. Κάτι μέσα μου επέμενε ότι ήταν ο ένας, και ότι δε θα υπήρχε άλλος να με γοητεύει, να με εκνευρίζει και να μπορεί να κυριαρχήσει πάνω μου στο βαθμό που το είχε καταφέρει εκείνος. Τι να το κάνεις όμως, αφού εγώ δεν είχα κατορθώσει να του αποδείξω ότι ήμουν η μία στη ζωή του, η αναντικατάστατη! Όμως ήμουν βέβαιη, άγνωστο πως, ότι ο χρόνος θα με δικαίωνε, μόνο που δε θα ήμουνα μπροστά ώστε να πανηγυρίσω τη νίκη μου!

Κι ενώ είχα αποφασίσει να μονάσω στο ιδιωτικό μου μοναστήρι, στο διαμέρισμα μου, ήταν φορές που παρασερνόμουν από σειρήνες! Ήταν μια Παρασκευή που μια συνάδελφος με κάλεσε να πιούμε ένα ποτό στο μαγαζί ενός φίλου της.

-Τι μαγαζί; Ρώτησα.

-Μπαράκι. Έλα θα σου αρέσει! Με διαβεβαίωσε.

Δεν ήταν κακιά ιδέα να βγω λίγο από το διαμέρισμα. Να δω και κανέναν άνθρωπο να ανταλλάξουμε μια δυο κουβέντες, να πούμε και κανένα κουτσομπολιό για τους συναδέλφους και τα αφεντικά μας. Λίγη μουσική, χαμηλά φώτα. Πήρα τη διεύθυνση και συμφωνήσαμε να βρεθούμε εκεί «Κατά τις δέκα;»

-Δέκα είναι νωρίς, δε θα πιάσουμε και δουλειά με τους σερβιτόρους! Έντεκα καλύτερα. Ανασήκωσα τους ώμους για να δείξω ότι ήμουν εντάξει με την ώρα. Επέστρεψα στο σπίτι, έφαγα, κοιμήθηκα ώστε να είμαι φρέσκια για το βράδυ και όταν έφτασε η ώρα σηκώθηκα να ετοιμαστώ. Ήταν μια ωραία ευκαιρία να ‘‘συμφωνήσω’’ με το φύλο μου. Μετά το χωρισμό μου με τον Χρήστο είχα υιοθετήσει κατά κάποιο τρόπο ατημέλητο στυλ. Όμως είναι κάποιες φορές που θες να νιώσεις γυναίκα, όχι κατά ανάγκη με σκοπό να βρεις σύντροφο ή παρτενέρ, απλά θες να κάνεις ό,τι είναι δυνατόν για να δείξεις την ομορφιά σου. Να φλερτάρεις αν προκύψει, και να ανεβάσεις την αυτοπεποίθηση σου. Σίγουρα θα ήταν κάτι που θα με συμβούλευε και η Αγγελική. Κόντευε χρόνος που είχα χωρίσει με το Χρήστο, ένα βήμα τη φορά λοιπόν, μόνο που τα δικά μου βήματα καθυστερούσαν να γίνουν. Αν και σε σχέση με το πόσο έντονα ήταν ακόμα τα συναισθήματα μου για εκείνο το παράξενο πλάσμα που με είχε αφήσει να αντιγράψω από την κόλα του στην πρώτη μας συνάντηση, ήμουν ικανοποιημένη με τα όσα είχα καταφέρει! Αν και κάποιος τρίτος δε θα αντιλαμβανόταν ιδιαίτερα αυτή μου την πρόοδο!  

Έφτασα στο μπαράκι του «φίλου» στην ώρα μου για να συνειδητοποιήσω με μεγάλη μου απογοήτευση ότι το μπαράκι ήταν ένα κλαμπ με τέρμα τη μουσική και λουλουδοπόλεμο. Σίγουρα το επόμενο πρωί θα βούιζαν τα αυτιά μου και μαζί με αυτά και το κεφάλι μου. Η συνάδελφος εμφανίστηκε δυο λεπτά αργότερα και με παρέσυρε μαζί της στο κλαμπ. Ήταν αργά να το αποφύγω, κοίταζα γύρω μου και προσπαθούσα να χαμογελάω. Πως είχα ξεσυνηθίσει! Το πολύ πολύ να πήγαινα σε καμία συναυλία. Θυμήθηκα το κορίτσι της φωτογραφίας στο κινητό του και σαν να καρφώθηκε ένα μαχαίρι στην καρδιά μου. Με κόπο συγκράτησα τα δάκρια μου και ήπια μια γερή γουλιά από το ποτό που είχα παραγγείλει. Πόσο μόνη ένιωθα εδώ, μέσα σε τόσο κόσμο. Γιατί δεν ερχόταν να με σώσει; Να με διεκδικήσει από όλους αυτούς που μου ’ριχναν λουλούδια και προσπαθούσαν να μου πιάσουν την κου­βέ­ντα. Τέλος, έπρεπε να το πάρω απόφαση, για μένα αφού δεν υπήρχε εκείνος, δε θα υπήρχε άλλος. Ήμουν καταδικασμένη να μείνω μόνη μου μέχρι το τέλος. Να ζω με τις αναμνήσεις του, να πέφτω στο κρεβάτι και να σκέφτομαι ότι τα χέρια του με τυλίγουν για να ξυπνήσω το πρωί και να καταλάβω ότι απλά ήταν στη σκέψη μου.

-Λοιπόν; Με ρώτησε η συνάδελφος. Υπάρχει κάποιος στη ζωή σου;

-Χώρισα πρόσφατα. Απάντησα, ελπίζοντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα απέφευγα υποψήφια προξενιά. Δεν μπορεί, θα σεβόταν το πρόσφατο πένθος μου και δε θα με πίεζε να μιλήσω σε κάποιον από αυτούς που έψαχναν γυναίκα για εκείνο το βράδυ.

-Είσαι στενοχωρημένη ε;

-Η δύναμη της συνήθειας. Απάντησα. Ύψωσε το ποτήρι της και έκανε πρόποση στα καλύτερα που θα έρχονταν σύντομα αλλά και στη μνήμη του μακαρίτη. Σκέφτηκα ότι ήταν πολύ μακάβριο να ονομάζω το Χρήστο μακαρίτη, ενώ απογοητεύτηκα στην ιδέα ότι μπορεί εκείνος να μου είχε κάνει ήδη τα εξάμηνα και να ετοιμαζόταν για το χρόνο. Και ενώ εμένα μου ευχόταν τα καλύτερα, εκείνος ήδη να τα ζούσε στην αγκαλιά του κοριτσιού με τα κοντοκουρεμένα μαλλιά.

-Ξέρεις κάτι φιλενάδα, μου φώναξε μέσα στο αυτί η συνάδελφος για να την ακούσω. Τη φωτιά μόνο με τη φωτιά μπορείς να τη νικήσεις! Ετούτη εδώ σίγουρα θα μπερδεύει τους εμπρηστές με τους πυροσβέστες!

Ένα γαρύφαλλο βρήκε στόχο το μάτι μου, κάνοντας τη να γελάσει. Αν και δεν το βρήκα καθόλου αστείο προσποιήθηκα ότι χαμογέλασα ενώ έτριψα το μάτι μου. Ένας νεαρός μας πλησίασε για να ζητήσει συγνώμη για την απροσεξία του, συστήθηκε και προσφέρθηκε να μας κεράσει τον επόμενο γύρο, όμως έμεινε και αυτός μαζί μας για να πιάσει κουβέντα. Εγώ προσπαθούσα να ανταποκριθώ στη συζήτηση ενώ το μάτι μου δάκρυζε εξαιτίας του άνθους. Εκτός από πονοκέφαλο και δυο αυτιά που βούιζαν, άλλο ένα μέρος του σώματος μου είχε πέσει θύμα της «φτηνής» ελληνικής διασκέδασης. Κάποια στιγμή και ενώ εκείνος επέστρεψε στην παρέα του, η συνάδελφος έσκυψε και μου φώναξε ότι σίγουρα με είχε βάλει στόχο και με αυτό το τέχνασμα βρήκε ευκαιρία να έρθει να μου μιλήσει. Εγώ έτοιμη να βάλω τα κλάματα, όχι ότι θα με παρεξηγούσε κανένας, το ένα μάτι μου ήδη έσταζε, ξέσπασα σε ένα νευρικό γέλιο.

-Πρέπει να ενημερώνετε τον κόσμο αν είναι έτσι, θα αφήσει καμία κοπέλα τυφλή ο τύπος από την επιθυμία του να την γνωρίσει!

-Πες το ψέματα. Πάμε στο μπάνιο να δούμε πω είναι, μήπως πρέπει να του ρίξεις νερό. Θα χάλαγε το μακιγιάζ με το νερό αλλά ήταν το τελευταίο που με απασχολούσε. Στο σταθερό φως, το μάτι μου άρχισε να συνέρχεται χωρίς να χρειαστεί να ρίξω νερό. Εκείνη την στιγμή όμως αντιλαμβανόμουν την επίκαιρη ζημιά που θα είχε η ακοή μου το επόμενο πρωί. Όλο γκρίνια ήμουνα, είναι γεγονός, όμως επειδή δεν ήθελα να δυσανασχετήσω τη συνάδελφο μου, δεν εξωτερίκευα όλα αυτά προς τα έξω, ούτε καν με μορφασμούς. Ήταν πολύ ευγενικό εκ μέρους της να με καλέσει και επιπλέον ήταν ένα από τα άτομα που εκτιμούσα στη δουλειά, δεν ήταν ανταγωνιστική, ήταν πάντα χαμογελαστή και πάντα με μια καλή κουβέντα.

Βγήκαμε από τις τουαλέτες για να αντικρίσουμε μια παρέα με άντρες να σπάνε πιάτα ο ένας στο κεφάλι του άλλου. Αυτό μου έλειπε, μετά το λουλούδι να μου έρθει και κανένα πιάτο. Αυτό δεν ήταν μαγαζί, αυτό ήταν εμπόλεμη ζώνη!

-Μήπως να φεύγαμε;

-Ας κάτσουμε λίγο ακόμα. Τώρα αρχίζει το κέφι. Είπε και με κράτησε από το χέρι. Κατάλαβα, αν άρχιζε τώρα το κέφι και με αυτόν τον τρόπο, σε λίγο θα τιναζόμασταν στον αέρα. Δεν μπορούσε, από κάτω θα υπήρχε αποθήκη που θα ετοίμαζαν τα βαρελότα. Αν γινόταν αυτό, τουλάχιστον θα πέρναγε όλη αυτή η απογοήτευση μέσα στην οποία ζούσα τον τελευταίο καιρό εξαιτίας του. Μετάνιωσα με μιας για τη σκέψη μου, το μόνο που δε μου είχε περάσει από το μυαλό ήταν αυτό. Όσο ηττοπαθής και να ήμουνα, όσο απογοητευμένη, κάποια στιγμή θα έβρισκα το κουράγιο και θα έδινα ώθηση στον εαυτό μου να προχωρήσει. Ίσως ποτέ άλλοτε να μην είχα νιώσει έτσι για κανέναν, ίσως να ήταν γραφτό μου να μείνω μόνη, όμως η ζωή δεν είναι μόνο έρωτας, είναι ένα σωρό όμορφα πράγματα. Και βέβαια μέσα σε αυτή δεν μπορείς να αποφύγεις και τα άσχημα. Διάφοροι ήρθαν να μου πιάσουν την κουβέντα, τους απαντούσα μονολεκτικά και προσπαθούσα να τους αποφύγω. Η συνάδελφος μου έκανε νοήματα ότι δεν έπρεπε να διώχνω τον κόσμο που με πλησίαζε.

-Για σένα το λέω. Κλωτσάς ευκαιρίες! Μπορεί κάποιος από αυτούς να είναι ο άντρας της ζωή σου. Δεν υπάρχει αυτό το πράγμα, σκέφτηκα, όμως δεν ήθελα να της χαλάσω το ρομαντισμό, εξωτερικεύοντας την προσωπική μου απογοήτευση.

Γύρω στις τέσσερις επέστρεψα στο σπίτι. Ένιωσα ευγνώμον που υπήρχε αυτό το ήσυχο μέρος, ένα καταφύγιο για μένα. Τα αυτιά μου συνέχιζαν να βουίζουν όμως με το πέρασμα των ωρών και αυτό θα με εγκατέλειπε. Ξεμακιγιαρίστηκα, γδύθηκα και έπεσα στη νοερή αγκαλιά του. Και μέσα στο βουητό των αυτιών μου τον άκουσα να με ρωτάει για πρώτη φορά: «Για πόσο καιρό έχεις σκοπό να με κουβαλάς στο στρώμα σου κάθε βράδυ, να με έχεις εδώ να σε περιμένω από τις φτηνές εξόδους σου; Κανονικά θα έπρεπε να έρθεις να με βρεις; Όμως δε θα το κάνεις, είσαι πολύ εγωίστρια, φοβάσαι όχι την απόρριψη, απλά ότι δε θα έχεις δικαίωμα πια να ελπίζεις ότι σε αγαπάω και ότι κάποτε θα μετανιώσω που σε άφησα. Φοβάσαι ότι το κορίτσι με τα κοντοκουρεμένα μαλλιά με κάνει ευτυχισμένο». Σκέφτηκα να τον ρωτήσω πως και είναι με ένα κορίτσι με κοντά μαλλιά, απ’ ότι θυμόμουν δε του άρεσαν τα κοντά μαλλιά, του άρεσαν τα μακριά και τα σγουρά. Και επιπλέον αν του άρεσαν τόσο πολύ, θα μπορούσα να είχα κόψει τα δικά μου. 

«Δε θα ήταν δίκαιο για σένα να σε κάνω να μοιάζεις με μια άλλη. Ξέρεις τι χρειάζεσαι γλυκιά μου να επανέρθεις, και αυτή τη φορά στο λέω σαν φίλος και όχι σαν πρώην εραστής σου. Χρειάζεσαι σεξ, έτσι για να θυμηθείς τι χάνεις. Και να φανταστείς ότι ο λόγος που ξεκίνησε η σχέση μας, ήταν οι σεξουαλικές φαντασιώσεις σου μαζί μου. Και τι κατάφερες, να χάσεις έναν καλό εραστή και σύντροφο σαν τον Δάνη και να έχεις να κάνεις σεξ ένα χρόνο. Αυτό το γενετήσιο υπέροχο ένστικτο που σε κάνει να ενθουσιάζεσαι με τη ζωή!» Αυτά μου έλεγε η συνείδηση μου, από μια ανάγκη αυτοσυντήρησης με τη μορφή του, και έτσι εξαφανίστηκε από δίπλα μου, και για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό κοιμήθηκα… μόνη μου.

Ευτυχώς ήταν Σάββατο και μπορούσα να μείνω στο κρεβάτι μου ως αργά. Τα αυτιά μου συνέχισαν να βουίζουν κατά τη διάρκεια όλης της ημέρας ενώ αποφάσισα να αφήσω κατά μέρος την κοινωνική ζωή και να μείνω οχυρωμένη πίσω από τα βιβλία μου. Εκεί που υπάρχουν άντρες έτοιμοι να δώσουν τη ζωή τους για μια γυναίκα. Να δείξουν πόσο ευάλωτοι είναι χωρίς να ντραπούν. Που δεν χρειάζεται να τα κάνουν όλα οι γυναίκες εξαιτίας του ότι οι άντρες έχουν γίνει τόσο κακομαθημένοι και αν δεν τους κάνεις εσύ την οποιαδήποτε πρόταση, εκείνοι παραμένουν στο φλερτ! (Κότες). Διάβασα το ερωτικό μυθιστόρημα που είχα αγοράσει μονορούφι, μόλις το έκλεισα άφησα έναν αναστεναγμό να μου ξεφύγει και αναρωτήθηκα τι είχα καταλάβει από όλη αυτή την ιστορία. Όχι το ηθικό δίδαγμα, δεν έχουν όλα τα βιβλία ηθικό δίδαγμα, μερικά είναι απλές ιστορίες. Κι όπως οι σαπουνόπερες μαθαίνουν τις γυναίκες να πιστεύουν ότι κάπου εκεί έξω υπάρχει ο ιππότης τους. «Αηδίες, παραμύθια της Χαλιμάς» σηκώθηκα και ετοιμάστηκα να κάνω μια βόλτα στη γειτονιά και να πάρω λίγο αέρα.

Περπατούσα αφηρημένη και σκεφτόμουν ότι μια γυναίκα είχε περισσότερες πιθανότητες να κερδίσει τον πρώτο αριθμό του λαχείου, παρά να βρει τον σωστό άντρα. Σκέφτηκα τα χρόνια που είχαν περάσει και αυτά που θα περνούσαν και ένιωσα μεγαλύτερη τη μοναξιά μου. Πλέον δεν είχα κανέναν ίχνος ελπίδας ότι τα πράγματα θα άλλαζαν προς το καλύτερο, μόνο προς το χειρότερο. Μήπως αν έπαιρνα ένα σκυλάκι; Για παρέα, να έχω την έγνοια κάποιου, ή μήπως γάτο, είναι πιο ανεξάρτητα ζώα και όταν δε θα έχω όρεξη για φροντίδες, ο γάτος μπορεί να ανταπεξέλθει μόνος του. Επιπλέον θα του έδινα το όνομα του, θα το φώναζα Χρήστο. Το καημένο το ζωντανό θα έτρωγε πολλές κλωτσιές από τα πόδια μου. Μπα όχι, πάντα αγαπούσα τα ανυπεράσπιστα πλάσματα, δε το διανοούμουν ότι θα χτύπαγα επίτηδες οποιοδήποτε ζωάκι, το οποίο δεν ανήκει στο είδος των ανθρώπων. Φτάνοντας στο τετράγωνο μου, την ώρα που έστριβα αντίκρισα στο απέναντι πεζοδρόμιο να βγαίνει από μια πολυκατοικία ο γοητευτικός τύπος με τις κακές διατροφικές συνήθειες. (Σκέφτηκε το κορίτσι που προσέχει τη διατροφή του)! Ώστε εδώ έμενε; Όμως η παρουσία του δε μου κίνησε ιδιαίτερα το ενδιαφέρον, είχα πάρει τις αποφάσεις μου. Θα ζούσα μέσα στο γκρι μου, που στην πραγματικότητα το είχα συνηθίσει. Μπήκα στην πολυκατοικία μου χωρίς να του στείλω επιπλέον βλέμμα. Φυσικά ότι μέναμε τόσο κοντά μου επέτρεπε να τον βλέπω συχνά. Ανταλλάσαμε και από καμία ματιά όμως ποτέ τίποτα περισσότερο. Εγώ κρατούσα την ερωτική μου αποχή με θρησκευτική ευλάβεια. Γιατί να μπλέκω σε περιπέτειες, αφού το μέλλον μου σε αυτόν τον τομέα ήταν προδιαγραμμένο.

Και ήρθε ένα βράδυ που τελικά άφησα στην άκρη την σεξουαλική μου αποχή! Ούτε που κατάλαβα πως έγινε και βρέθηκα στο κρεβάτι με τον πιο λάθος άντρα. Την ώρα που με έπαιρνε στην αγκαλιά του και με στρίμωχνε στους τοίχους του δωματίου, σηκώνοντας μου τη φούστα, αφαιρώντας μου τα εσώρουχα, ξεκουμπώνοντας το φερμουάρ από το παντελόνι του, το μυαλό μου βαρούσε συναγερμό να σταματήσω και να μην προχωρήσω μαζί του. Θα ήταν μια καταστροφή. Όμως ο πόθος μου και η λαχτάρα για ερωτική επαφή, για ζωή και αύξηση της αυτοπεποίθησης μου ήταν σε τέτοιο βαθμό που δεν ήμουν ικανή να ακούσω τις σειρήνες του πολέμου που ηχούσαν μέσα στο κεφάλι μου. Τη  φωνή που με προειδοποιούσε: «Υπογράφεις τη ‘‘θανατική σου καταδίκη’’, γίνεσαι φτηνή και πρόστυχη. Αν το μάθει η άλλη δε θα σε αφήσει σε χλωρό κλαρί, θα αναγκαστείς να φύγεις όχι μόνο από την πόλη αλλά από την χώρα, με τον πόλεμο που θα σου κηρύξει εκείνη, η εχθρός της κάθε γυναίκας». Όμως όταν σε συνεπαίρνει το ένστικτο όλα τα υπόλοιπα έρχονται δεύτερα. Και έτσι με μια καθυστέρηση αρκετών ετών, χάρη στον Χρήστο, έγινε αυτό που ήταν προγραμματισμένο. Μια νύχτα με τον Κώστα, μόνο που τώρα ο Κώστας είχε τίτλο ιδιοκτησίας, που άνηκε στην Ανδριάνα.

Μόλις τελειώσαμε την πράξη μείναμε για λίγο αμίλητοι, οι ανάσες μας στην αρχή ήταν γρήγορες, μα με το πέρασμα της ώρας ησύχασαν.

-Το ήξερα από την αρχή ότι θα είσαι σκέτο ηφαίστειο. Ήταν η ώρα που συνει­δη­το­ποί­ησα επακριβώς το μέγεθος του λάθους μου. Τι έγινε ο πρώην σου, κάη­κε από τη λάβα σου; Σηκώθηκα από το κρεβάτι και άρχισα να ντύνομαι. Που πας;

-Σπίτι μου.

-Δε θες να…

-Να το επαναλάβουμε; Είπα κοιτώντας τον. Εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Δεν χρειάζεται!

-Όπως θες! Πάντως δε χρειάζεται να το μάθει κανείς.

-Να μάθει τι; Έγινε κάτι;

-Καλό κορίτσι. Είπε θριαμβευτικά.

Παρά το γεγονός ότι είχα κάνει μέγα σφάλμα με το να κοιμηθώ μαζί του, δεν μπορώ να πω ότι ένιωθα ενοχές. Αντιθέτως μου φαινόταν πολύ αστείο που της είχε φορέσει το κέρατο μαζί μου. Φυσικά δε θα ήμουν η μόνη. Πόσο ταίριαζαν τελικά ο ένας στον άλλον. Σκέφτηκα ότι αυτός ο άντρας δεν μπορεί να ήταν ερωτευμένος μαζί της, επιπλέον δεν μπορεί να μην γνώριζε για τις φήμες που κυκλοφορούσαν για τη γυναίκα του με τον μεγαλομέτοχο. Ήταν φτιαγμένοι από την ίδια πάστα. Εκμε­ταλλευ­όταν τη θέση ισχύος που είχε η σύζυγος του για να ανέλθει επαγγελματικά. Κι η Ανδριάνα δεν μπορεί να μην το καταλάβαινε, είχε πράξει ακριβώς με τον ίδιο τρόπο όσο ήταν ερωμένη του παππού. Να εθελοτυφλούσε; Μήπως τον ήθελε απλά για βιτρίνα, για να μπορεί να κάνει τη ζωή της με τον παππού; Θα ήταν τρελή πάντως να έχει τέτοιον άντρα στο κρεβάτι της και εκείνη να επιμένει με τον μαθουσάλα. Ή μπορεί πάλι να ήταν τόσο ερωτευμένη που δεν μπορού­σε να αντιδράσει και έκανε ότι δεν βλέπει τις απιστίες του. Ποιος ενδιαφε­ρό­ταν να ασχοληθεί με τα οικογενειακά τους. Εγώ μόλις είχα μάθει τι είχα χάσει εξαιτίας του Χρήστου, (έναν συμφεροντολόγο, Καζανόβα που δεν άφηνε θηλυκή γάτα στο πέρασμα του). Είχα αναζωογονηθεί μετά από αρκετό καιρό, και επιπλέον είχα επιβεβαιωθεί σαν γυναίκα. Όσο για τα υπόλοιπα, ας τα έλυνε το ζευγάρι μόνο του ή με τη βοήθεια ειδικού. Πάντως για καλό και για κακό έπρεπε να αποφεύγω τον Κώστα, δεν μπορούσα να είμαι σίγουρη ότι δε θα έκανε κάποιο σχόλιο ή δε θα άφηνε κάποιο υπονοούμενο στο χώρο εργασίας.             

Έπρεπε όμως να του το παραδεχτώ, ότι είχε εξαιρετικό ένστικτο. Χωρίς να δώσω δικαιώματα, με κάλεσε απλά για ένα καφέ, σαν φίλοι και κυρίως συνάδελφοι και χτύπησε φλέβα! Ούτε που είχα καταλάβει πως παρασύρθηκα σε εκείνο το ακριβό ξενοδοχείο μαζί του. Σε φτηνά με τον Χρήστο, σε ακριβά με τον Κώστα. Τι παράξενο, προτιμούσα τον άφραγκο μουσικό μου από τον φραγκάτο ζιγκολό και στέλεχος της εταιρείας που εργαζόμουν. (Εδώ πρόκειται περί ηλιθίας, θα σκέφτεστε, και ίσως να έχετε δίκιο, μόνο που δεν είχα σκοπό να γίνω ένα είδος πόρνης πολυτελείας και να συνεχίσω οποιαδήποτε σχέση μαζί του. Η πρώτη φορά μπορεί να θεωρηθεί λάθος, όμως η δεύτερη θα ήταν ασυγχώρητη). Έπρεπε να κοιτάξω και το θέμα που είχα με τα αδέσποτα φιλιά, με αυτόν τον τρόπο με είχε ρίξει ο Χρήστος στην πρώτη εκείνη συνάντηση μας και με τον ίδιο τρόπο με είχε παρασύρει τώρα κι ο Κώστας. Τι έβλεπαν πάνω μου οι άντρες που εγώ δεν το αντιλαμβανόμουν; Ποιο σημείο του σώματος μου τους προκαλούσε να με φιλήσουν χωρίς να τους δώσω, συνειδητά τουλάχιστον, το δικαίωμα;

Την επόμενη μέρα από το συμβάν, στη δουλειά ήμουν απόλυτα αφοσιωμένη στις υποχρεώσεις μου. Ολόκληρη η βδομάδα κύλησε ομαλά. Κάποιες φορές που συναντήθηκα στους διαδρόμους με τον Κώστα απλά τον καλημέρισα. Ούτε χαζά κοριτσίστικα γελάκια, ούτε βλέμματα γεμάτα υπονοούμενα και υποσχέσεις, ούτε απέστρεφα το βλέμμα μου. Του φερόμουν όπως πάντα, το ίδιο και στην Ανδριάνα. Δεν ένιωσα κανένα ίχνος ντροπής, ενόχλησης ή τύψης, μα ούτε και θριάμβου. Όμως η όλη συμπεριφορά μου είχε αντίθετα αποτελέσματα για τον Κώστα. Ένιωθε να του έχω πληγώσει τον εγωισμό. Κι ενώ την πρώτη φορά έκανε απόπειρα να με ρίξει (με μεγάλη επιτυχία) στο κρεβάτι από εγωισμό (μου τη φύλαγε την χυλόπιτα που του είχα ρίξει χρόνια πριν) τώρα ήθελε να το επαναλάβει για να επιβεβαιωθεί! Όταν με συναντούσε είτε μόνη μου είτε με κάποια άλλη συνάδελφο, μας χάριζε γοητευτικά χαμόγελα. Προσπαθούσε να μου πιάσει την κουβέντα, ενώ επισκεπτόταν το γραφείο μου με κάθε μικρή ή μεγάλη αφορμή. Δεν ήμουν καμία πρωτάρα και κυρίως δεν ήμουν ηλίθια να θεωρήσω ότι είχε αποκτήσει αισθήματα για μένα. Η συμπεριφορά του είχε αρχίσει να γίνεται ενοχλητική και τώρα πια φοβόμουν και στην σκέψη ότι μπορεί να τον συναντούσα κάπου. Όπως πήγαινε θα μας κρέμαγαν κουδούνια. Υπήρχαν δύο λύσεις, ή να το παίξω αθώα παιδούλα και να τον αφήνω να εκτίθεται, χωρίς να δίνω σημασία στις αηδίες του, όλοι θα πίστευαν ότι εκείνος ήθελε να με ρίξει, ενώ εγώ δεν ανταποκρινόμουν ή να αρχίσω να ψάχνω για άλλη δουλειά. Άλλωστε αργά ή γρήγορα θα έφταναν στα αφτιά της προϊσταμένης προσωπικού ότι ο καλός της με καλοκοίταζε και αυτό δε θα της άρεσε καθόλου. Δε θα είχε καμία σημασία αν εγώ δεν του έδινα δικαιώματα, με την προοπτική και μόνο να συμβαίνει αυτό, να αναμιγνύεται το όνομα της και του συζύγου της σε ένα «τρίγωνο» θα ζητούσε από κάποιον να με παρασύρει στο σκοτεινό δάσος και αφού μου πάρει την καρδιά να της την παραδώσει.  

Καιρός να μαζεύω τα μπογαλάκια μου και να την κάνω. Μα που θα έβρισκα άλλη δουλειά; Μετά από τόσα χρόνια σε αυτό το χώρο είχα κατοχυρώσει κάποια δικαι­ώ­ματα, θα έπρεπε να παλέψω από την αρχή αν έφευγα. Από την άλλη αυτή η δουλειά δεν ήταν ποτέ το όνειρο μου, πάντα εκνευριζόμουν με το αντικείμενο της εργασίας μου μα κυρίως εκνευριζόμουν με τους συναδέλφους μου. Δε βαριέσαι όλες οι δουλειές ίδιες είναι, αν δεν τα έχεις οικονομημένα να ζεις τη ζωή σου ή να είσαι το αφεντικό και να δουλεύουν οι άλλοι για σένα, βράστα. Και που θα πήγαινα; Η κρίση είχε σκεπάσει τη χώρα σαν ένα κακό σύννεφο που δεν έλεγε να φύγει, και πώς να φύγει άλλωστε; Το κακό έπρεπε να ξεριζωθεί από τη ρίζα μα εμείς συνεχί­ζα­με τις χιλιοδοκιμασμένες συνταγές που μας επιβάλλονταν ένας Θεός ξέρει από  που!

Όσο αμήχανα και να ένιωθα δεν ήταν ώρα να φύγω από τη δουλειά, μου άρεσε δε μου άρεσε! Εκτός κι αν είχα σκοπό να επιστρέψω πίσω στο νησί και να μην έχω με τι να ασχοληθώ. Μετά όμως από τόσα χρόνια είχα συνηθίσει να είμαι ανεξάρτητη, δεν μπορούσα να παραιτηθώ. Ό,τι είχε συμβεί με τον Κώστα για μένα ήταν σαν να μην είχε γίνει, αν αυτός τώρα είχε θέματα ας κοίταζε να τα λύσει. Θα έμενα και στην ανάγκη θα έδινα μάχη, ίσως να έδινε και κάποιο ενδιαφέρον στην αδιάφορη πλέον ζωή μου. Κάθε πρωί οπλιζόμουν με κουράγιο, είχα από καιρό εγκαταλείψει το ατη­μέ­λητο στυλ που είχα υιοθετήσει εξαιτίας του χωρισμού και της θλίψης μου. Σαν να ήθελα να τους προκαλώ γινόμουν όσο πιο θηλυκή μπορούσα κι επέτρεπε ο χώρος που εργαζόμουν, και εμφανιζόμουν στη δουλειά.

Ο Κώστας, ένας άντρας που δεν είχε συνηθίσει να ακούει «όχι», είχε πάθει εμμονή με την όλη κατάσταση (και όχι με μένα την ίδια). Ευτυχώς στο γραφείο μου υπήρχαν άλλοι δυο συνάδελφοι, έτσι δεν είχε την άνεση για πολλά. Μετά το τέλος του οχτάωρου το κινητό μου χτυπούσε, δεν είχα αλλάξει τον αριθμό με την ελπίδα ότι κάποτε θα επικοινωνούσε ο Χρήστος, όμως πια δεν πήγαινε άλλο. Ο Κώστας είχε γίνει ενοχλητικός. Όσο για το αντικείμενο του έρωτα μου, που παρέμενε σταθερά ο ίδιος άνθρωπος εδώ και χρόνια δεν έλεγε να επικοινωνήσει. Κάθε ελπίδα είχε σβη­στεί αφού δεν είχε κάνει ούτε τον κόπο να στείλει έστω ένα τυπικό μήνυμα στη γιορτή μου. Από την άλλη βέβαια μπορούσα να κρατήσω τον αριθμό ως ενοχοποιητικό στοι­χείο αν τα πράγματα γίνονταν ακόμα πιο σκούρα, σε αυτό φαίνονταν οι αναπάντητες κλήσεις του. Ο Κώστας αρχικά πόνταρε ότι τον έπαιζα και ότι κάποια στιγμή θα του παραδινόμουν, με αυτή την ιδέα κάποια στιγμή σταμάτησε να με ενοχλεί με την ελπίδα να κάνω εγώ κίνηση προς εκείνον. Η κίνηση που περίμενε δεν έγινε ποτέ και έτσι ύστερα από μια μικρή ανάπαυλα έγινε ακόμα πιο επίμονος και προκλητικός.

Δύο λύσεις μένανε, ή μιλούσα στην Ανδριάνα ή απειλούσα απευθείας τον ίδιο. Πάντως δεν είχα σκοπό να φύγω αν δε με έδιωχναν, και αφού η εταιρεία δεν είχε περάσει στα χέρια τους μπορούσα να ελπίζω στο μη χειρότερο σενάριο.

Ως τότε για να τον αποφεύγω, όταν σχολάγαμε εγκατέλειπα πάντα πρώτη το γραφείο, όμως αυτό έπρεπε να αλλάξει, έπρεπε να παραμείνω και να ξεκαθαρίσω δυο πραγματάκια μαζί του. Όλη την εβδομάδα οπλιζόμουν με θάρρος, δεν ήταν εύκολο να αντιμετωπίσω τον μιας βραδιάς εραστή μου. Είχα κάνει λάθος με το να κοιμηθώ μαζί του. Το ήξερα από την στιγμή που έπεφτα στο σφάλμα, όμως δεν ήμουν υποχρεωμένη επειδή συνέβη μια φορά να το ξανακάνω μόνο και μόνο για να θρέψω τον εγωισμό του και να κρατήσω τη θέση μου. Είχα συνείδηση της πράξης μου όταν συνέβη. Σαν ενήλικο κορίτσι είχα αφήσει να συμβεί για τους δικούς μου ανόητους λόγους και δε θα αποποιηθώ της ευθύνης, όμως δεν ήμουν ούτε φτηνή για να το συνεχίζω ούτε και ανόητη ώστε να ελπίζω σε κάτι περισσότερο. Αν ήμουν κάποια σαν την Ανδριάνα φυσικά θα είχα αδράξει την ευκαιρία και θα είχα εκμεταλλευτεί την κατάσταση για να ανέλθω επαγγελματικά, όμως δεν ήμουν. Ίσως δεν υπάρχουν δικαιολογίες μα ούτε και χρειάζεται να δικαιολογούμαι περαιτέρω.

Είχα φτιάξει στο μυαλό μου όλο το διάλογο, είχα απάντηση για κάθε ερώτηση παγίδα. Έμεινα στο γραφείο, διευθετώντας υποχρεώσεις που θα μπορούσαν να γίνουν και τη Δευτέρα, έκανα δουλειά και περίμενα. Και νάτος, που εμφανίζεται στην πόρτα του γραφείου μου με τον αέρα του κατακτητή.

-Έχεις πολλή δουλειά; Με ρωτάει.

-Όχι, σε δέκα λεπτά τελειώνω. Απαντάω χωρίς να τον κοιτάξω.

-Έχεις φάει;

-Ναι.

-Καλοπερνάτε στο τμήμα φαίνεται. Κάθεται στο διπλανό γραφείο. Συνεχίζω να προσποιούμε ότι δουλεύω χωρίς να του δίνω σημασία. Θα είναι πολύ επείγον αυτό που κάνεις για να ξέμεινες τελευταία; Επιμένω να μην απαντάω. Γιατί δεν απαντούσες στις κλήσεις μου;

-Μετά το σχόλασμα προτιμώ να κάνω άλλα πράγματα και να μην ασχολούμαι με θέματα της δουλειάς. Λάθος απάντηση για άτομο ανώτερο στην ιεραρχία από σένα.

-Μπορεί να μη σε ήθελα για δουλειά. Δεν μπορείς να με αποφεύγεις για πάντα. Παραμένει πιστός στον σκοπό του.

-Δε σας αποφεύγω.

-Βάζεις και τον πληθυντικό ανάμεσα μας τώρα;

-Ο πληθυντικός είναι το τελευταίο.

-Κοντεύεις να με τρελάνεις το ξέρεις;

-Δεν είναι ο σκοπός μου.

-Αλλά; Τι θες για να ξαναπεράσουμε λίγες όμορφες στιγμές μαζί;

-Αυτό ακούγεται σαν ανήθικη πρόταση!

-Και από πότε σοκάρεσαι από τέτοιου είδους προτάσεις; Το πράγμα εκτροχιάζονταν, αλλιώς τα είχα κανονίσει και αλλιώς πήγαιναν να βγουν. Φυσικά δεν είχα γοητευτεί και δεν ήθελα να επαναλάβω ό,τι είχε συμβεί μεταξύ μας, αλλά ξαφνικά είχα δειλιάσει. Η κατά μέτωπο αντιμετώπιση δεν ήταν καλή ιδέα, καλύτερα που τόσο καιρό τον απέφευγα, κάποια στιγμή θα είχε αποτελέσματα. Όμως δεν υπήρχε επιστροφή, αφού είχα μείνει έπρεπε να το κάνω κι ό,τι έβρεχε ας κατέβαζε.

-Είστε προϊστάμενος τμήματος και είμαι απλή υπάλληλος, αυτό που κάνετε είναι σεξουαλική παρενόχληση.

-Θα με πας στα δικαστήρια; Με ρώτησε ειρωνικά.

-Δεν ωφελεί κανέναν από τους δυο μας αυτή η δύσκολη κατάσταση. Πρέπει να πάρετε απόφαση ότι από μένα δεν έχετε να κερδίσετε τίποτε από αυτά που έχετε στο μυαλό σας.

-Έλα τώρα μη μου το παίζεις αθώα, την πρώτη φορά δε σε είδα να έχεις κανένα πρόβλημα.

-Δεν ξέρω για τι πράγμα μιλάς. Καλύτερα το θέμα να μείνει εδώ, η όλη κατάσταση είναι πολύ ενοχλητική και για τους δυο μας.

-Εγώ πάλι τη βρίσκω πολύ χαριτωμένη. Έτσι όπως σε βλέπω να κοκκινίζεις! Και κάθε φορά που φέρνω στο μυαλό μου τη συνάντηση μας, ήταν απλά υπέροχα, είπε και έσκυψε να μυρίσει τα μαλλιά μου!

-Σταμάτα. Έχεις να χάσεις περισσότερα από ότι εγώ αν συνεχίσεις, ή νομίζεις ότι η χορηγός σου θα συνεχίζει να σε ευνοεί αν μάθει ότι με ενοχλείς.

-Τώρα σοβαρά θες να διακόψουμε;

-Διακόπτουμε κάτι που έχει ξεκινήσει, και εμείς δεν έχουμε κάτι. Εγώ τελείωσα με τη δουλειά μου. Είπα και έκλεισα τον υπολογιστή, πήρα τα πράγματα μου και σηκώθηκα να φύγω.

-Κάνεις λάθος κοριτσάκι, τον άκουσα να λέει χαμηλόφωνα φτάνοντας στην πόρτα. Δε γύρισα να τον κοιτάξω, απλά το έβαλα στα πόδια, δεν μπορούσα να τον αντιμετωπίσω, αργά ή γρήγορα θα αναγκαζόμουν να φύγω από τη δουλειά. Πλέον ήμουν σίγουρη. 

 

 

-.- -.-.- -.-

 

 

Νιώθω ότι στέρεψα, τι άλλο να πω, ποιο άλλο συναίσθημα να αναπτύξω; Είναι αλήθεια ότι με τον καιρό ο έντονος πόνος φεύγει, εκτός κι αν επιμένεις να παραμένεις δέσμιος σε αυτόν. Νέοι άνθρωποι θα εμφανιστούν στη ζωή σου και θα σου τραβήξουν την προσοχή. Ακόμα και αρνητικές συνθήκες κάποιες φορές θα σταθούν εκεί όχι μόνο για να σε δοκιμάσουν αλλά και για να σε αναγκάσουν να παλέψεις, και έτσι θα γίνουν ακόμα και αυτά τα άσχημα σύμμαχοί της ζωής, που θα σε βγάλουν από το τέλμα! Όσο δυνατά κι αν ένιωσες την απώλεια, ακόμα και αν διατηρηθεί μέσα σου, με τον καιρό θα ξεθωριάσει. Ως ποιο βαθμό; Αυτό εξαρτάται από εσένα! Όμως είναι κοινό μυστικό ότι πάντα θα βρούμε τον λόγο να χαμογελάσουμε ξανά, να σηκωθούμε από τα πατώματα και να δώσουμε τις μάχες μας. Γιατί αν δεν το κάνουμε τότε δεν υπάρχει λόγος να συνεχίζουμε. Είμαστε γνώστες αυτής της αλήθειας, και δεν αναφέρομαι μόνο σε ένα χαμένο έρωτα, σε μια χαμένη φιλία, αναφέρομαι σε πράγματα πιο σοβαρά όπως όταν χάνεις έναν άνθρωπο που αγαπάς και ξέρεις ότι δε θα τον ξανασυναντήσεις παρά μόνο στα όνειρα σου, όχι επειδή δε θέλετε αλλά επειδή δεν είναι πλέον δυνατόν. Όμως θα κάνεις υπομονή, θα υποφέρεις, σιωπηλά ή φανερά γιατί ξέρεις ότι η πληγή και να μην κλείσει, ακόμα κι αν αφήσει σημάδι, κάποια στιγμή θα σταματήσει να αιμορραγεί!  

 

 ΣΤΑΔΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ : ΜΟΝΗ ΜΟΥ;  ----- ΦΑΣΗ  ΤΡΙΤΗ

-----Νέο βήμα προς τη λήθη!-----

 

Πέρασα ένα βασανιστικό Σαββατοκύριακο! Δεν ήξερα τι έπρεπε να περιμένω από τη Δευτέρα στη δουλειά. Ήλπιζα μόνο ότι του είχα ξεκαθαρίσει ότι δεν μπορούσε να περιμένει τίποτα περισσότερο από μένα σε ερωτικό επίπεδο από αυτό που ήδη είχε λάβει. Φυσικά τα πράγματα γίνονταν χειρότερα μιας και είχα ενδώσει την πρώτη φορά. Τα έβαζα με τον εαυτό μου που είχε τολμήσει να το ευχαριστηθεί, όμως ποτέ δεν περίμενα ότι θα έπαιρνε τέτοια τροπή το όλο θέμα. Αν και κατά κάποιο τρόπο θεωρούμουν θύμα σεξουαλικής παρενόχλησης, εγώ δεν μπορούσα να δω έτσι τον εαυτό μου. Ντρεπόμουν να συζητήσω την κατάσταση με οποιονδήποτε, αν δεν τολμούσα να πω ολόκληρη την αλήθεια, καλύτερα να μην έλεγα σε κανέναν τίποτα. Βασανιζόμουν μόνη μου. Με ό,τι και να προσπαθούσα να καταπιαστώ για να ξεχαστώ δεν είχε αποτέλεσμα. Τουλάχιστον για την ώρα δεν ήταν το κέντρο της προσοχής μου ο αόρατος έρωτας μου.

Αυτό το παιδί με οδηγούσε στην καταστροφή, ακόμα και η φανταστική συμβουλή που μου είχε δώσει, είχε αποδειχτεί ολέθρια! «Δεν φταίω εγώ, η πρόταση μου ήταν να κάνεις σεξ, όχι όμως με τον άντρα της προϊσταμένης σου! Και για να λέμε την αλήθεια, μάλλον σου είχε μείνει απωθημένο επειδή τότε που πήγε να γίνει φάση, σου τη χάλασα! Πόσες φορές τον φαντασιώθηκες όταν ήσουν μαζί μου; Δεν μπορεί να ήταν τυχαία η επιλογή σου;» Είχε αρχίσει να με εκνευρίζει το γεγονός ότι η συνείδηση μου έπαιρνε τη μορφή του στα όνειρα μου για να με κατηγορήσει για ‘‘παραβατική’’ συμπεριφορά.

Τη Δευτέρα που πήγα στη δουλειά, όλα φαίνονταν ανησυχητικά ήρεμα. Από στιγμή σε στιγμή κάποιος θα έμπαινε στο γραφείο μου για να μου ανακοινώσει ότι απολύομαι. Όμως πέρασαν οι μέρες και δεν είχε γίνει τίποτα. Μήπως το είχε καταλάβει; Έπρεπε να είμαι σε ετοιμότητα, ήταν πολύ εκδικητικός για να με αφήσει απλά στην ησυχία μου. Θα περίμενε το πρώτο ‘‘στραβοπάτημα’’ μου. Έτσι έγινα υπόδειγμα υπαλλήλου, όχι ότι δεν ήμουν ήδη. Η εκδίκηση του ως ανωτέρου ήταν να μου προσθέτει δουλειά που ήμουν υποχρεωμένη να κάνω, χωρίς παράπονα, όμως κι αυτό δεν κράτησε για μεγάλο διάστημα. Σύντομα έριξε άλλο θύμα, μια νεαρή που είχε βλέψεις για ψηλά και έτσι «για να μάθω» άρχισε να δείχνει την προτίμηση του σε κείνη!

-Νύχτα θα φύγει. Σχολίασε μια συνάδελφος. Μόλις την πάρει είδηση η Ανδριάνα θα ψάχνει τρύπα να κρυφτεί. Εσένα πάντως για την ώρα σε άφησε ήσυχη.

-Τι εννοείς; Τη ρώτησα μουδιασμένη και περίμενα το καρφί.

-Μην το παίζεις χαζή, σε είχε άχτι. Όλοι το είχαμε καταλάβει. Στην αρχή προσπαθούσε να σε κρατήσει πίσω στη δουλειά. Μήπως εκείνη την Παρασκευή σου υποσχέθηκε bonus, για κάποιες επιπλέον υπηρεσίες;

-Μη λες βλακείες! Είπα μόνο, προσπαθώντας να αποφύγω οποιοδήποτε άλλο σχόλιο.

-Κοίτα, δεν χρειάζεται να το παραδεχτείς. Παίζεται η δουλειά σου και δεν είναι εποχή για τέτοιου είδους εκμυστηρεύσεις. Όμως και εμείς χαζές δεν είμαστε. Αφού είδε ότι δεν ήσουν πρόθυμη, με ή χωρίς πρόταση, να του κάνεις τα γούστα, σου άλλαξε τα φώτα με το να σου φορτώνει δουλειά και δεν ήταν λίγες οι φορές που εμμέσως σε πρόσβαλε. Πάντως μπράβο σου που άντεξες όλη αυτή την πίεση, άλλη στη θέση σου θα είχε παραιτηθεί.

Δεν έκανα κάποιο άλλο σχόλιο σε αυτά που έλεγαν οι συνάδελφοι μου. Άραγε πίστευαν απλώς ότι ήμουνα έντιμη και δεν είχα ενδώσει ή σκέφτονταν και άλλα που δεν τα λέγανε! Προσπάθησα να χαλαρώσω, έχοντας πάντα το νου μου να μην μπλέξω ποτέ ξανά σε τέτοια ιστορία. Ερωτικές σχέσεις με συναδέλφους τέλος, ούτε καν ίδιας ιεραρχίας με τη δική μου. Πλέον ήμουν αρκετά ανακουφισμένη που το ενδιαφέρον του Κώστα είχε στραφεί αλλού, έχοντας την ελπίδα να μην είναι ένα τέχνασμα για να με κερδίσει και ύστερα από τη μη ανταπόκριση μου να μη σκυλιάσει ακόμα περισσότερο.

Στο μεταξύ συχνά πυκνά τύχαινε να συναντηθώ με τον ωραία γείτονα με τις ‘‘σωστές διατροφικές συνήθειες’’. Ανταλλάσαμε και από κανένα βλέμμα όμως αυτό ήταν όλο, μόνο ματιές! Ούτε κουβέντα, ούτε ένα χαμόγελο, ούτε ένα γεια. Επιστρέ­φο­ντας μια μέρα από τη δουλειά, έπαιζα με τα κλειδιά μου, έχοντας τα για μπεγλέρι, την ώρα που έστριβα στη γωνία έπεσα πάνω σε ένα εμπόδιο. Τα κλειδιά έπεσαν από τα χέρια μου, μα πριν προλάβω να σκύψω, το «εμπόδιο» με είχε προλάβει και τώρα κρατούσε τα κλειδιά μου στα χέρια του!

-Α! Μου ξεφεύγει ένα επιφώνημα έκπληξης όταν αντιλήφθηκα ότι το εμπόδιο ήταν ο γείτονας μου.

-Δικά σου! Μου λέει και μου τα δίνει.

-Ευχαριστώ και συγνώμη. Με ένα συγνώμη είχα κερδίσει το Χρήστο χρόνια πριν, θα ήμουν το ίδιο τυχερή και αυτή τη φορά; Φυσικά θα αφήσω ασχολίαστο το γεγονός ότι έπεφτα πάντα πάνω σε ενδιαφέροντες για τα γούστα μου άντρες. Σαν τις στάμνες της θείας από το Σικάγο είχαν καταντήσει αυτές οι συγκρούσεις μου! 

-Παρακαλώ. Το λάθος ήταν δικό μου.

-Δε νομίζω, τυχαίνει να είμαι πολύ αφηρημένη! Είπα ανασύροντας τις κριτικές του Χρήστου από την μνήμη μου.

-Θα έχεις πολλά που θα σε απασχολούν!

-Ίσως. Είπα και χαμογέλασα ενώ ένιωσα τα μάγουλα μου να κοκκινίζουν.  

-Στέλιος! Είπε και μου έδωσε το χέρι του.

-Δέσποινα. Και του έδωσα το δικό μου.

-Χάρηκα. Λοιπόν Δέσποινα να μη σε κρατάω άλλο.

-Ναι. Μουρμούρισα η ηλίθια.

-Ελπίζω να σε ξανασυναντήσω. Γεια σου. Είπε και έφυγε προς την πλευρά του δρόμου από την οποία μόλις είχα έρθει. Αχ, πια τυχερή να τον περίμενε! Σκέφτηκα και αποσύρθηκα στο διαμέρισμα μου.

Πλέον κάθε φορά που επέστρεφα σπίτι τον πετύχαινα να φεύγει. Πάντα με σταματούσε για να με χαιρετήσει, να με ρωτήσει πως είχα περάσει τη μέρα μου και ύστερα έφευγε. «Τι σύμπτωση όμως να συναντιόμαστε πάντα την ώρα που γύριζα, κανείς θα σκεφτόταν ότι του την έχω στημένη». Αφού όμως έτσι ήταν τα ωράρια μας, δεν ήταν και πολύ παράξενο να συναντιόμαστε. Είχε περάσει ένα μήνας που χαιρε­τιόμασταν στην αλλαγή της βάρδιας και ανταλλάσαμε φιλικά χαμόγελα. Ένα απόγευμα που επέστρεφα ζαλισμένη από τον όγκο της δουλειάς και τις εκκρε­μό­τη­τες που έπρεπε να διευθετήσω την επόμενη μέρα, για δεύτερη φορά έπεσα πάνω του. Ένας μορφασμός πόνου ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο μου, ήταν σαν να είχα πέσει επάνω σε ένα βράχο. Η πολλή γυμναστική μπορεί να βλάψει τους γύρω σου, ειδικά όταν πρόκειται για απρόσεχτους.

-Σε χτύπησα; Με ρώτησε ανήσυχος.

-Όχι…

-Συγνώμη.

Τον κοίταξα και του χαμογέλασα. Τι ζητάει συγνώμη αναρωτήθηκα, εγώ έπεσα πάνω του. Αυθόρμητα μου ήρθε να του χαϊδέψω το μάγουλο, μα κατάφερα να συγκρατήσω την επιθυμία μου.

-Δεν πειράζει, κατάφερα να του πω τελικά. Να μη σε καθυστερώ, θα είσαι πολύ βιαστικός.

-Δέσποινα; Στράφηκα και τον είδα να μου χαμογελάει. Θες κάποια στιγμή να βγούμε να πιούμε έναν καφέ, μαζί;

-Ναι, θα το ήθελα. Απάντησα χωρίς δεύτερη σκέψη.

-Πότε θα είσαι ελεύθερη; (Εκτός από τις ώρες που δουλεύω, όλες τις υπόλοιπες, σκέφτηκα μα δεν το είπα.) Για μένα; Πρόσθεσε λίγο αμήχανα. (Ακόμα και τις ώρες της εργασίας θα είμαι ελεύθερη για σένα, πρόσθεσα κρυφά στον εαυτό μου).

-Εσύ πότε μπορείς; Του επέστρεψα την ερώτηση.

-Το Σάββατο αυτό είμαι ελεύθερος, μετά τις εφτά.

-Ωραία, το Σάββατο μετά τις εφτά θα φροντίσω να είμαι κι εγώ.

Η επόμενη μέρα, παρά τα χάλια που είχε εξαιτίας της δουλειάς, πέρασε αρκετά γρήγορα με την προσμονή και μόνο ότι την επόμενη θα πήγαινα για καφέ με έναν ωραίο άντρα. Για άλλη μια φορά άρχισα να επαναλαμβάνω τις ίδιες συμβουλές στον εαυτό μου. Το ότι μου είχε προτείνει να βγούμε δε σήμαινε τίποτα απολύτως. Μπορεί απλά να με συμπαθούσε, ή να είχε νιώσει ενοχές που είχε πέσει επάνω μου, μερικοί είναι περίεργοι τύποι και θέλουν να «πληρώσουν» την απροσεξία τους. Όπως και να είχε ήταν μια καλή ευκαιρία να βγω από το καβούκι μου, και ίσως να δημιουργούσα έναν νέο κύκλο ανθρώπων. Η αλήθεια ήταν ότι δεν ήξερα και πολλά για εκείνον, μόνο το όνομα του και το που έμενε. Ούτε τι δουλειά έκανε, ούτε όταν έφευγε που πήγαινε, όμως το ίδιο δεν ίσχυε και για κείνον όσον αφορούσε εμένα! Λοιπόν ήταν μια ευκαιρία να μάθουμε πέντε πράγματα παραπάνω ο ένας για τον άλλον. 

Την επόμενη μέρα ξύπνησα αρκετά αργά, όμως όσο αργά και να ήταν πάντα υπήρχαν ώρες μπροστά μου για να ετοιμαστώ. Στην αρχή προσπάθησα να μην το σκέφτομαι, μένοντας απασχολημένη με τις δουλειές του σπιτιού και τη μαγειρική. Μετά μπήκα στο μπάνιο απολαμβάνοντας ένα βασιλικό αφρόλουτρο, έφτιαξα τα μαλλιά μου, με τον τρόπο που άρεσε του Χρήστου, όλο μπουκλάκια. Έμεινα αρκετή ώρα μπροστά από τη ντουλάπα μου για να δω τι έπρεπε να φορέσω. Ήταν και η πιο δύσκολη απόφαση, από τη μία ήθελα να κάνω εντύπωση, από την άλλη προτιμούσα να φανώ απλή. Δεν επιθυμούσα να του μπει κάποια ιδέα στο μυαλό, ότι είχα διάφορες προσδοκίες για εκείνον ή ακόμα χειρότερα ότι ήθελα να με εκμεταλλευτεί. Με είχε εκμεταλλευτεί για τα καλά ο Κώστας, δεν άντεχα άλλου τέτοιου είδους εκμετάλλευση. Μέναμε και στην ίδια γειτονιά, δε θα ήταν ωραίο να περνάω στο δρόμο και εκείνος κρυμμένος πίσω από τις κουρτίνες να με δείχνει στους φίλους του ως το νέο του απόκτημα. Τελικά κατέληξα σε ένα παντελόνι εφαρμοστό και σε μια μαύρη μπλούζα με βαθύ ντεκολτέ. Τώρα η αλήθεια ήταν ότι δεν είχε και πολλά να αποκαλύψει το ντεκολτέ. Τέλος βάφτηκα. Η ώρα ήταν έξι και μισή και εγώ ήμουν ήδη έτοιμη, μόνο το άρωμα έλειπε, ας το έβαζα και αυτό γιατί ήμουν ικανή να το ξεχάσω. Άνοιξα την τηλεόραση και χάζευα, αφού ήμουν σίγουρη ότι δε θα είχα μυαλό να αφοσιωθώ σε κάποιο βιβλίο.

Η ώρα ήταν εφτά και πέντε και εγώ καθόμουν σε αναμμένα κάρβουνα. Και τέταρτο ο ήχος του κουδουνιού ήρθε να με λυτρώσει. «Κατεβαίνω» είπα στο θυροτηλέφωνο αφού πρώτα τσέκαρα αν ήταν εκείνος, και τον άφησα να περιμένει ένα πεντάλεπτο ακόμα στο δρόμο. Να μάθει να μη με στήνει! Φόρεσα το παλτό μου, κοιτάχτηκα στον καθρέφτη, πρόσθεσα κραγιόν και λίγο άρωμα ακόμα και κατέβηκα για να μην τον βρω να με περιμένει. Κοίταξα δεξιά αριστερά, και τότε άκουσα μια κόρνα να ηχεί από το απέναντι πεζοδρόμιο.

Διέσχισα τον δρόμο και μπήκα στο αυτοκίνητο. Δεν περίμενα φυσικά να βγει από το αμάξι για να μου ανοίξει την πόρτα. Και μάλιστα με τόσο κρύο. Μόλις μπήκα έσκυψε και με φίλησε στο μάγουλο, ξαφνιάζοντας με πρέπει να ομολογήσω, πίστευα ότι σε αυτή την έξοδο όλα θα ήταν πιο τυπικά! Για άλλη μια φορά επανέλαβα στον εαυτό μου ότι δεν σήμαινε και κάτι αυτό το φιλί. Όλα τα σύγχρονα αγόρια συνηθίζουν να φιλάνε τις φίλες ή τις συνοδούς τους στο μάγουλο. Δεν ξέρω για ποιο λόγο ήμουν τόσο επιφυλακτική, από τη μία όλα μέσα μου φώναζαν και επιθυμούσαν να είναι αυτός που θα με έκανε να ξεχάσω τον άφραγκο μουσικό, αλλά από την άλλη έμενα δύσπιστη και προσπαθούσα να μην ενθουσιάζομαι. Τόσο κακό μου είχε κάνει η σχέση μου με τον Χρήστο, μήπως ήλπιζα ακόμα ότι θα γυρίσει ή απλά είχα ωριμάσει; Όποιος ξέρει ας απαντήσει!  

-Έχεις να προτείνεις κάπου να πάμε;

Μετά από έναν μικρό δισταγμό, μιας και τα μέρη που ήξερα και θα ήθελα να επισκεφτώ ήταν όλα στα δυτικά προάστια, αποφάσισα να το αφήσω επάνω του. 

-Πάμε όπου θες, δεν έχω πρόβλημα!

-Όπου θέλω; Με ρώτησε κοιτάζοντας με και χαμογελώντας μου. Να ανησυχήσω; Μήπως ήταν κανένας ανώμαλος serial killer. Αυτό μου έλειπε! Μετά τη σεξουαλική παρενόχληση να μου τύχει κι αυτό. Έβαλε μπρος και ξεκίνησε. Εγώ δε μιλούσα ενώ έψαχνα τρόπους διαφυγής αν έβλεπα ότι τα πράγματα σκούραιναν. Είναι να μη σου τύχει, αν σου τύχει δεν έχεις και πολλούς τρόπους διαφυγής. Εκτός κι αν είσαι πρωταγωνιστής και μόνο πρωταγωνιστής ταινίας και μάλιστα με sequels, γλιτώνεις.   

-Γιατί είσαι τόσο σιωπηλή; Δεν πιστεύω να νιώθεις άβολα;

-Όχι! (απλά αναρωτιέμαι πόσα κόκκαλα θα σπάσω αν αποφασίσω να πηδήξω από το αυτοκίνητο εν κινήσει). Δε νιώνω άβολα.    

-Σου αρέσει η μουσική ή θες να αλλάξω σταθμό;

-Μια χαρά είναι. Ύστερα από είκοσι λεπτά φτάσαμε στον προορισμό μας. Με είχε πάει στο Κεφαλάρι. Τουλάχιστον εδώ είχε πολύ κόσμο, δεν υπήρχε περίπτωση να με σκοτώσει μέσα σε τόσο λαό, και μάλιστα αριστοκρατία (χα χα). Οπότε είχα πάρει παράταση μέχρι να φύγουμε. Μήπως να έπαιρνα ταξί για την επιστροφή; Κάτσαμε σε ένα τραπέζι και παραγγείλαμε, εκείνος ένα καφέ, (έβλεπε πως θα πήγαινε το πράγμα με την παρέα που είχε επιλέξει για κείνο το βράδυ και είπε να πάρει κάτι να τον τονώνει), ενώ εγώ πάλι παρήγγειλα ένα γλυκό. Είχε απίστευτες λιχουδιές το μαγαζί που είχε διαλέξει, επιπλέον το είδα σαν το τελευταίο γεύμα του μελλοθάνατου. Ωχ, τι έκανα μαζί του αν είχα τέτοιες σκέψεις, ας ελπίσουμε ότι η ζάχαρη στο αίμα μου θα με έκανε να φαίνομαι πιο αισιόδοξη!

Στην αρχή η συζήτηση μας περιορίστηκε στα γενικά, με τι ασχολούμαστε, πως μας αρέσει να περνάμε τις ελεύθερες ώρες μας, πότε είχαμε μετακομίσει στη γειτονιά, τόποι καταγωγής και λοιπά. Ύστερα συνεχίσαμε με γενικά κουτσομπολιά, ποιος από τους γείτονες μας ήταν παράξενος και κυρίως ποια στηνόταν στο μπαλκόνι για να βλέπει ποιος μπαινοβγαίνει στο σπίτι ποιού! Μέσα σε μια τέτοια ευχάριστη και χιουμοριστική διάθεση πέρασαν οι ώρες και τώρα έβαζε μπρος τη μηχανή του αυτοκινήτου για να επιστρέψουμε σπίτια μας.  

-Έχουμε και τέτοια; Ρώτησα. Ευτυχώς που μου το είπες γιατί δεν είχα πάρει είδηση!

-Κάθε φορά που ακούει αμάξι να παρκάρει ή να ξεκινάει, βγαίνει στο μπαλκόνι της, ανεξαρτήτου καιρού.

-Τότε θα είδε και εμάς.

-Πιθανόν. Σε πειράζει;

-Δε μου αρέσει να με κουτσομπολεύουν και κυρίως χωρίς λόγο.

-Θες να τους δώσουμε ένα λόγο;

-Τι εννοείς;

Άναψε το alarm και άρχισε να ψάχνει να παρκάρει κάπου το αυτοκίνητο. «Μέχρι τελευταίον ασπασμό», σκέφτηκα «η ζωή εδώ τελειώνει, σβήνει το καντήλι μου» και άλλα τέτοια χαριτωμένα! Ειλικρινά δεν ξέρω για ποιο λόγο πίστευα ότι ο γοητευτικός αυτός άντρας έπρεπε να είναι ένας εν ψυχρώ δολοφόνος και μάλιστα ψυχοπαθής. Συμβαίνει συχνά στα έργα ο ανώμαλος να είναι εξαιρετικά ελκυστικός αλλά τόση τύχη, κι αυτός πάνω μου να πέσει! Κάποια στιγμή ανέβασε το μισό αυτοκίνητο πάνω στο πεζοδρόμιο, και τράβηξε το χειρόφρενο. Στράφηκε και με κοίταξε στα μάτια και μιας και εγώ επέμενα να κοιτάζω σαν χαμένη – ηλίθια μπροστά μου εκείνος έσκυψε και μου έδωσε ένα πεταχτό φιλί λίγο στο μάγουλο και λίγο στα χείλη. Τραβήχτηκε για να δει τι εντύπωση μου είχε κάνει το εγχείρημα του και αφού γύρισα το πρόσωπο μου προς τη μεριά του προσφέρθηκε να μου δώσει ένα ακόμα φιλί στο στόμα, αυτή τη φορά πιο παθιασμένο και με περισσότερη διάρκεια, και φυσικά ανταποκρίθηκα. Μόνο και μόνο που ήμουν ζωντανή ήμουν ευτυχισμένη!

Ο Χρήστος ήταν πια παρελθόν (;)

Στη συνέχεια της διαδρομής δε μιλήσαμε πολύ. Εγώ ήμουν βυθισμένη στις σκέψεις μου. Αυτός ο άντρας μου άρεσε, όμως δεν ήξερα πως έπρεπε να διαχειριστώ την όλη κατάσταση. Επιπλέον δεν ήξερα πολλά πράγματα για κείνον, σχεδόν τίποτα (είδαμε και τον Χρήστο που τον ήξερες, και τον Μιχάλη, πως σου την κατάφεραν στο τέλος. Σχολίασε ένα κομμάτι του εαυτού μου που ήθελε να δώσει ευκαιρία σε αυτόν τον ψηλό, μελαχρινό, άντρα). Επιπλέον τι ήθελε εκείνος από μένα, μπορεί να ήθελε μόνο μια περιστασιακή σχέση, ή μόνο αυτό το φιλί, δε μου εγγυότανε κάποιος ότι ήθελε σχέση ή ότι δεν υπήρχε άλλη!

-Συγνώμη. Μου είπε στο τέλος.

-Για ποιο πράγμα;

-Βιάστηκα, εσύ ίσως να θες περισσότερο χρόνο! Μπορεί να χρειάζεσαι να εμπιστευτείς κάποιον. Όσο και να αρέσει ο ένας στον άλλον, φυσικά στην περίπτωση που σου αρέσω όσο εσύ σε εμένα, δε θα νιώθεις άνετα από τη μια στιγμή στην άλλη να αρχίσεις να βγαίνεις μαζί μου! Άλλωστε η αλήθεια είναι ότι μόλις σήμερα αρχίσαμε να γνωριζόμαστε. Και δε ρώτησα καν αν υπάρχει κάποιος στη ζωή σου! Βασική ερώτηση που κανείς από τους δυο μας δεν είχε μπει στον κόπο να την κάνει στον άλλον.

-Δεν υπάρχει κάποιος. Και ναι χρειάζομαι χρόνο, αυτό δε σημαίνει όμως ότι δεν μπορούμε να βγαίνουμε παράλληλα, έτσι θα γνωριστούμε, όμως …

-Όμως;

-Ένα βήμα τη φορά! Είπα καθώς θυμήθηκα τα λόγια της ξαδέρφης μου όταν προσπαθούσε να με βοηθήσει να ξεκολλήσω από την απελπισία που με είχε σπρώξει ο Χρήστος. Δε θέλω να το παίξω θύμα και ότι έχω πληγωθεί. Έχω πληγωθεί και έχω πληγώσει, κι ίσως στο ίδιο περίπου ποσοστό…

-Οπότε αφού το καντράν δείχνει ισοπαλία, είναι καιρός να βρεις κάποιον να μη σε πληγώσει και να μην τον πληγώσεις. (Από ποιο βιβλίο είχε ξεπηδήσει ετούτος εδώ ο ιππότης της ασφάλτου! Μπλοφάρει, άρχισε να χτυπάει συναγερμός μέσα στο κεφάλι μου).

-Ας μην προτρέχουμε! Ένα βήμα τη φορά!

-Σύμφωνοι. Να σε αφήσω μπροστά από το σπίτι σου, με τον κίνδυνο να μας δει μαζί η γειτόνισσα ή προτιμάς να περπατήσεις κάνα δυο στενά;

-Δεν περίμενα ποτέ να μου κάνεις τέτοια πρόταση. Χαμογέλασε ενώ μπήκε να παρκάρει στην πιλοτή της πολυκατοικίας του. Βγήκαμε από το αυτοκίνητο γελώντας, πήρε το χέρι μου μέσα στο δικό του και με συνόδεψε ως την είσοδο της πολυκατοικίας μου.

-Σε αφήνω τώρα να ξεκουραστείς. Και αφού μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο και ένα στο χέρι που κρατούσε, έφυγε για το σπίτι του. Σαν δεκαπεντάχρονο έμεινα να τον χαζεύω να απομακρύνεται. Κι εκείνος όμως γύρισε δυο τρεις φορές και μου χαμογέλασε. Φτάνοντας στο σπίτι του μου έκανε νόημα να μπω στο δικό μου και έμεινε εκεί μέχρι να κλείσω την πόρτα πίσω μου.

Το επόμενο πρωί που ξύπνησα ξαναέφερα στη μνήμη μου τα γεγονότα της προηγούμενης νύχτας. Ώστε δεν ήταν απλά ένα όμορφο όνειρο! Μπορούσα να ελπίζω ότι είχα καταφέρει να βγω από τον εφιάλτη της απουσίας του Χρήστου; Αποφάσισα να μην ενθουσιάζομαι υπερβολικά και να περιμένω το χρόνο να αποφασίσει. Ακόμα και αν ήταν ειλικρινής ο Στέλιος και του άρεσα δεν ξέραμε αν ταιριάζαμε, ήμασταν δυο άγνωστοι που μόλις είχαμε γνωριστεί. Θα πετύχαινε το πείραμα άραγε; Γιατί περί πειράματος επρόκειτο.

Ο Στέλιος φάνηκε πολύ υπομονετικός και γλυκός μαζί μου, στην αρχή πίστευα ότι υποκρινόταν μέχρι να με ρίξει. Μόλις πίστευε ότι έδεσε τον γάιδαρο του, στην προκειμένη περίπτωση τη «γαϊδούρα» του και με θεωρούσε σιγουράκι, τα πράγματα θα άλλαζαν ριζικά. Ήθελα να αφεθώ σε εκείνον και όμως κάτι μέσα μου δεν το επέτρεπε.     

Παρά τους ενδοιασμούς μου όλα πήγαιναν ρολόι με τη νέα μου σχέση. Που θα πήγαινε, κάποια στιγμή θα ξεκουρδιζόταν ή θα τελείωνε η μπαταρία του. Όμως ούτε χρειάστηκε κούρδισμα, ούτε αλλαγή μπαταρίας. Ο Στέλιος έδειχνε το ενδιαφέρον του χωρίς να γίνεται φορτικός. Ήταν πάντα εκεί όταν τον χρειαζόμουν, για τον πιο σοβαρό ή αστείο λόγο. Βλεπόμασταν καθημερινά, έστω και για λίγο, (το σπίτι έπρεπε πάντα να είναι στην εντέλεια, αφού οποιαδήποτε στιγμή μπορούσε να μου χτυπήσει το κουδούνι, μη με πει και ανοικοκύρευτη). Τα βράδια συνήθως τρώγαμε μαζί, ενώ είχε αρχίσει να αφήνει το σπίτι του για να ζεσταίνει το στρώμα μου και εμένα.

Είχα βρει τον τέλειο άντρα ή μήπως ήταν πολύ καλός για να είναι αληθινός! Κάποια στιγμή έπρεπε να απαλλαχτώ από όλους αυτούς τους ενδοιασμούς που με κρατούσαν σε συναισθηματική απόσταση από κείνον. Ό,τι ήταν να γίνει θα γινόταν, αν συνέχιζα όμως με αυτά τα μυαλά στο τέλος θα τα κατέστρεφα όλα μόνη μου, και που αλλού θα υπήρχε ένας τέτοιος άντρας για μένα. Όμορφος, έξυπνος, ανεξάρτητος, τρυφερός, καλός εραστής και άσσος στο μασάζ. Αυτό το τελευταίο τον εξύψωνε πολύ στα μάτια μου. «Που θα πάει, θα τα βρω τα ελαττώματα σου!» σκεφτόμουν και προσπαθούσα να βρω όλο και κάποιο ψεγάδι πάνω του, (αλλά αυτός μέχρι και στην τουαλέτα πρόσεχε να μη λερώσει το καπάκι). Μήπως τελικά η τελειότητα είναι ένα ελάττωμα από μόνη της, αφού δημιουργεί στον άλλον ανασφάλειες και βλέπει τα δικά του ελαττώματα τεράστια.

Σκεφτόμουν αν θα ερχόταν ποτέ εκείνη η μέρα για να του πω την χαρακτηριστική ατάκα: «Πρέπει να χωρίσουμε, είσαι πάρα πολύ καλό παιδί, είσαι τέλειος, δεν μπορώ να ανεχτώ πια τόση τελειότητα!» Μπα, σιγά μην τον χώριζα, θα με προλάβαινε. Αλλά ακόμα και αυτό να μη γινόταν, μου είχε ακουστεί σαν χρησμός εκείνο που είχε πει για την ισοπαλία στο καντράν. Αν τον χώριζα και τον έκανα να δυστυχήσει, μετά ίσως και εγώ να γινόμουν δυστυχισμένη εξαιτίας κάποιου άλλου. Όχι, θα έμενα μαζί του μέχρι να με βαρεθεί. Ήμουν σε πλήρη σύγχυση και σε καμία περίπτωση δεν ευθυνόταν ο Στέλιος γι’ αυτό. Τότε ποιος; Ποιος άλλος από τον ενοχικό εαυτό μου! Κανονικά έπρεπε να είμαι απόλυτα ευτυχισμένη και εγώ μου έβαζα γρίφους γιατί απλά φοβόμουν ότι όλο αυτό το καλό θα μου γύριζε σε μεγάλο κακό. Ήμουν νέα, υγιής, είχα μια δουλειά που μπορεί να μην ήταν το καλύτερο μου και αυτό που ονειρευόμουν να κάνω στη ζωή, όμως είχα ένα εισόδημα και ήμουν ανεξάρτητη, και είχα και έναν άνθρωπο στο πλευρό μου που έδειχνε να ενδιαφέρεται για μένα, όσο κανείς άλλος πριν από αυτόν! Για να μη μιλήσω για τα τόσα άλλα του χαρίσματα σε όλα τα επίπεδα.

Η ζωή δίπλα στον Στέλιο, παρά τους ενδοιασμούς μου, άρχισε να κυλάει ομαλά και όμορφα. Η καλύτερη στιγμή της ημέρας ήταν όταν ξύπναγα το πρωί μέσα στην αγκαλιά του, ειδικά όταν ήταν Σαββατοκύριακο ή αργία, και μπορούσα να χουζουρέψω. Το μόνιμο αστείο μας, σε βαθμό να έχουμε γίνει γραφικοί, και όμως δεν το βαριόμασταν, ήταν όταν σχολιάζαμε την κουτσομπόλα γειτόνισσα. «Ήταν κρυμμένη πίσω από εκείνον τον τεράστιο φοίνικα που έχει στην αυλή της και μας κοίταζε!» «Εγώ είδα την κουρτίνα της να κουνιέται.» «Μου χτύπησε το κουδούνι σήμερα για να με ρωτήσει κάτι για τα κοινόχρηστα, λες να ήταν ένα τέχνασμα για να μου βάλει κοριό;» «Δεν πιστεύω να την άφησες μόνη της μέσα στο δωμάτιο;» και ύστερα σηκωνόταν και έκανε ότι έψαχνε στο δωμάτιο για κρυμμένο κοριό.

-Πάντως αν άφησε κοριό πρέπει να με αποκαταστήσεις, δε θέλω να λένε ότι με εκμεταλλεύεσαι και τα συναφή. 

Χαμογέλασα και του γύρισα την πλάτη. «Ώστε προσπαθούσε να με ψαρέψει, να δει αν σκέφτομαι γάμο και επισημότητες, αρκετά την είχα πατήσει με το Χρήστο και τις βλακείες του! Δε θα ξανασυμμετείχα σε τέτοιου είδους συζητήσεις, αν ήθελε ας έκανε με τον εαυτό του τέτοιες κουβέντες».

Μια μέρα μου έδωσε το κλειδί από το διαμέρισμα του, «Μην τυχόν το χρειαστείς». Να ήθελε άραγε να πάω να του καθαρίσω, αναρωτήθηκα και χαμογέλασα σαν τη χαζή!

-Τι μου το δίνεις αυτό; Τι να κάνω στο σπίτι σου αν δεν είσαι εσύ εκεί;

-Να ψάξεις με την ησυχία σου!

-Τι πράγμα να ψάξω;

-Δεν ξέρω, τι ψάχνετε συνήθως οι γυναίκες;

-Υπονοείς κάτι;

-Τίποτα αγάπη μου, απλά θέλησα να σου αστειευτώ.

-Κακό το αστείο σου! Είπα προσβεβλημένη, πως του είχε έρθει στο μυαλό ότι θα έψαχνα τα πράγματα του! Τη μόνη φορά που το είχα κάνει αυτό ήταν το βράδυ που χωρίσαμε οριστικά, με το κινητό του Χρήστου.

-Έχεις δίκιο, συγνώμη.

Μήπως ήξερε το Χρήστο, μου καρφώθηκε νέα τρελή ιδέα! Μπα, από πού; Δεν είχαν καμία σχέση, ούτε τα ενδιαφέροντα τους, ούτε τα επαγγέλματα τους, ούτε καν οι ηλικίες τους, όχι ότι τους χώριζε χάσμα γενεών. Αλλά και πάλι δεν μπορούσα να φανταστώ ποτέ κάποιον σαν τον Στέλιο να κάνει παρέα με κάποιον σαν τον Χρήστο, ο ένας ήταν τόσο ώριμος και ο άλλος τόσο παιδάκι σε θέματα συμπεριφοράς. Βέβαια ήταν και οι δύο άντρες που είχα μπλέξει μαζί τους, αλλά γενικά το γούστο μου δεν είχε ποτέ και ιδιαίτερη συνοχή. Το μόνο που υπήρχε μεταξύ τους κοινό, ήμουν ΕΓΩ. Ένα κακόγουστο αστείο θα ήταν, άλλωστε και του Χρήστου δεν του είχα κάνει ποτέ έλεγχο, μόνο την τελευταία φορά είχα ψάξει το κινητό του για να μας βοηθήσω να ελευθερωθούμε. Ασχέτως τις μετέπειτα συνέπειες!

-Γιατί σκοτείνιασες; Συγνώμη αν σε πείραξε το αστείο μου, ξέχασε το, μια βλακεία είπα έτσι, χωρίς λόγο! Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά. Απλά με ξάφνιασε η ερώτηση σου για το τι να κάνεις το κλειδί από το διαμέρισμα μου!

-Μήπως θες να πάω να καθαρίσω; Ρώτησα περισσότερο για να πάρει μια απάντηση η συνομωσιολόγος που έκρυβα μέσα μου!

-Τώρα λες εσύ βλακείες, είπε και μου τράβηξε το κλειδί από το χέρι. Γιατί σκέφτεσαι πάντα τόσο πρακτικά, μπορείς να μου πεις; Απλά ήθελα να έχεις το κλειδί από το σπίτι μου, και όποτε ήθελες να έρθεις χωρίς να χρειάζεται να χτυπάς κουδούνια! Μπορεί να είμαι στο μπάνιο και να μη σε ακούσω, γιατί να μην χαρώ την επίσκεψη σου ή ακόμα καλύτερα την απόλαυση να κάνουμε μπάνιο μαζί. Του άρπαξα το κλειδί από τα χέρια και για να διασκεδάσω τις εντυπώσεις του χαμογέλασα πονηρά.

-Πρώτον, άναψε το θερμοσίφωνα. Και δεύτερον, να ξέρεις ότι το κλειδί μπορεί να γίνει φονικό όπλο για κάποιον που ξέρει!

-Θα με σκοτώσεις με το κλειδί του σπιτιού μου; Με ρώτησε.

-Αν σε βρω με άλλη, ίσως! Και μετά θα δεις τι θα έχει να λέει η γειτόνισσα στις φίλες της για χρόνια, πόσες εκδοχές θα δώσει στην ιστορία. Με τράβηξε στην αγκαλιά του και μου χαμογέλασε.

-Πρέπει να ομολογήσω ότι δε σε είχα για ζηλιάρα.

-Έχεις να μάθεις πολλά ακόμα μικρέ!  Είπα πριν τον αφήσω να με φιλήσει.

-Μικρό είναι το μάτι σου! Πάμε για μπάνιο τώρα!

-Αν θυμάμαι καλά δεν άναψες το θερμοσίφωνα, πως ζεστάθηκε κιόλας το νερό;

-Άμα λέω εγώ ότι είσαι παραπάνω από όσο πρέπει πρακτική!

 

 

-.- -.-.- -.-

 

 

Τα πάντα είναι στο μυαλό! Το μυαλό το οποίο είναι το κέντρο λειτουργίας του ανθρώπινου σώματος, είναι κι αυτό που διατηρεί τις μνήμες ζωντανές και αποφασίζει αν θα αποκτήσει εμμονές προχωρήσει παρακάτω! Μπορεί να δει τις επιλογές και να αξιολογήσει τις ευκαιρίες ώστε να τις εκμεταλλευτεί ή να τις απορρίψει. Πολλά και πολλοί μπορούν να φανούν σαν ευκαιρίες, ειδικά όταν είσαι απελπισμένος από έρωτα και το μόνο που αποζητάς είναι το ενδιαφέρον κάποιου που θα σου δώσει το χέρι και θα σε βγάλει από την άβυσσο. Όμως δεν είμαι βέβαιη κατά πόσο αυτό το κάτι ή ο κάποιος είναι δυνατόν να ανταποκριθεί στις προσδοκίες σου! Καλύτερα να πάρεις χρόνο για τον εαυτό σου, όσο χρειάζεται, και να κάνεις μια επιλογή που σου ταιριάζει, από το να εκμεταλλεύεσαι τους άλλους μαζί και τον εαυτό σου. Νομίζω ότι ο χρόνος εκτός από γιατρός μπορεί να είναι και αυτός που θα σε επιβραβεύσει. Βλέπετε είναι και το κάρμα, αν μέσα στην προσπάθεια σου να σωθείς πνίξεις κάποιον άλλον, μπορεί αργά ή γρήγορα να βρεθείς και εσύ πνιγμένος. Όμως τι θα συμβεί όταν όντας σωσμένος, εμφανιστεί ο αέναος πόθος σου! Θα παραμείνεις στα ρηχά ή θα τολμήσεις να ριχτείς πάλι στα βαθιά; Ακόμα και όταν γνωρίζεις ότι το τίμημα της τόλμης θα είναι η άβυσσος;

 

ΣΤΑΔΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ : ΜΟΝΗ ΜΟΥ;  ----- ΦΑΣΗ  ΤΕΤΑΡΤΗ

----- Της υποτροπής -----

 

Παρά τους αρχικούς μου ενδοιασμούς η σχέση μου με τον Στέλιο προχωρούσε. Από τον έρωτα του αντλούσα αυτοπεποίθηση και κάποιου είδους εσωτερική λάμψη. Κάτι που τράβηξε την προσοχή πολύ κόσμου! Οι συνάδελφοι με ρωτούσαν τι έκανα και είχα ανανεωθεί, άντε να τους εξηγήσεις τώρα, απλά χαμογελούσα και προσπαθούσα να μη δίνω σημασία. Αδιάφορος δεν έμεινε και ο Κώστας, ο οποίος θέλησε να βγάλει κάποιο όφελος από την καλή μου διάθεση μα αυτή τη φορά πόνταρε λάθος. Φυσικά η Ανδριάνα που πλέον ήταν ενήμερη για τις απιστίες του, τον είχε σε στενή επιτήρηση οπότε δεν μπορούσε να μου κάνει κόλαση την εργάσιμη μέρα, όπως το είχε καταφέρει με μεγάλη επιτυχία λίγους μήνες νωρίτερα!

Στο μπρελόκ μου είχε προστεθεί και το κλειδί από το σπίτι του Στέλιου. Φυσικά του είχα παραχωρήσει με τη σειρά μου και τα δικά μου κλειδιά, αν και όχι αμέσως, παρά μόνο όταν ένιωσα σίγουρη ότι ήθελα να το κάνω. Τις ελεύθερες ώρες μας τις περνούσαμε μαζί, είτε κλεισμένοι στο διαμέρισμα μου, είτε με την παρέα του που περιλάμβανε και αρκετά θηλυκά. Δεν ήταν δύσκολο να αντιληφθώ ότι αποτελούσε τον κρυφό πόθο πολλών γυναικών, τον οποίο κάτι μου έλεγε ότι τον είχε εκμεταλλευτεί. Αντιλαμβανόμουν τα όλο ζήλεια βλέμματα τους και ένιωθα άβολα, ενώ κάποιες φορές έπεφτα σε μελαγχολία! Ίσως κάποτε να ανήκω και εγώ σε αυτή την κατηγορία, να είμαι η παρατημένη και να κοιτάζω την επόμενη με μίσος. Ελπίζω αν χωρίσουμε να εξαφανιστεί από τη γειτονιά, δεν μπορώ άλλες μετακομίσεις, ούτε να τρέμω μην τον συναντήσω τυχαία, άσε που δεν υπήρχε περίπτωση να γίνω μία ακόμα στο χαρέμι του, παριστάνοντας τη φίλη του! Δεν είχα καταφέρει να διατηρήσω τη φιλία μου με το Χρήστο, που στην τελική κάναμε παρέα χρόνια πριν μπλέξουμε ερωτικά! Τι να έκανε άραγε ο Χρήστος, να είχε βρει την ευτυχία με το κοντοκουρεμένο κορίτσι της φωτογραφίας, την ευτυχία που μου είχε στερήσει; Δεν υπήρχε λόγος να τον σκέφτομαι πια, επανέφερα σε τάξη τον εαυτό μου, αν και συχνά το μυαλό μου ταξίδευε σε εκείνον, κάνοντας διάφορες υποθέσεις για το πως θα ήμασταν αν δεν τα είχε διακόψει όλα τόσο απότομα και άδικα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που όταν κοιμόμουνα είχα την εντύπωση ότι βρισκόμουν στη δική του αγκαλιά και όχι στου Στέλιου, αν και όταν ξύπναγα στην πραγματικότητα προτιμούσα αυτή την ‘‘αλλαγή’’ του παρτενέρ. Ο Στέλιος ήταν ένας άντρας που ενέπνεε σιγουριά, αντιθέτως ο Χρήστος δεν ενέπνεε κανενός είδους ασφάλεια!

-Οι φίλοι σου; Με ρώτησε μια μέρα ο Στέλιος.

-Τι;   

-Δεν έχω γνωρίσει κανέναν!

-Το γεγονός να μην έχω φίλους το έχεις σκεφτεί; Ρώτησα χαλαρά.

-Η αλήθεια είναι ότι αρχικά δίνεις την εντύπωση του κλειστού χαρακτήρα όμως όταν σε γνωρίσει κάποιος καλύτερα, είσαι κοινωνική, αστεία! Τι έχει συμβεί και έχεις απομονωθεί;

-Δεν έχω απομονωθεί! Απλά με την καθημερινότητα χάνεις κάποιους ανθρώπους που σε μικρότερη ηλικία είχες την ευκαιρία να τους συναντάς πιο συχνά.

-Μόνο αυτό; Δεν υπάρχουν άτομα που εμπιστεύεσαι;

-Μια ξαδέρφη μου, την αγαπώ και τη ξεχωρίζω, μα μένει στο νησί οπότε δεν μπορούμε να βλεπόμαστε τόσο συχνά όσο βλέπεις εσύ τη δική σου παρέα!

-Και άλλοι άνθρωποι; Φίλοι από το πανεπιστήμιο, συνάδελφοι από τη δουλειά;

-Συνάδελφοι; Δεν είναι αρκετό το ότι περνάω 40 ώρες την εβδομάδα μαζί τους; Δε μου αρέσει να σκέφτομαι τη δουλειά και τις ελεύθερες ώρες μου!

-Από το πανεπιστήμιο;

-Τι ζητάς να μάθεις;

-Το παρελθόν σου…

-Αύριο θα περάσω από την αστυνομία να σου φέρω μια βεβαίωση για το μητρώο μου.

-Καλά αφού δε θες να το συζητήσεις! Το κινητό μου χτύπησε, μη δίνοντας μου την ευκαιρία να απαντήσω στις απορίες του Στέλιου. Κοίταξα την αναγνώριση στο κινητό και … ούτε παραγγελία να την είχα. Μετά από πολύ καιρό, πάνω που είχα σκεφτεί ότι με είχε ξεχάσει, εμφανιζόταν η Ελευθερία. Αν δεν είχε ανοίξει αυτό το θέμα ο Στέλιος πιθανόν να μην απαντούσα, αλλά βρήκα ευκαιρία να του αποδείξω ότι δεν είμαι ακοινώνητη, ούτε κάποια εγκληματίας που κρυβόταν από το παρελθόν της!

-Να μια φίλη από το παρελθόν, του είπα θριαμβευτικά κουνώντας το κινητό μου. Έλα Ελευθερία μου, τι κάνεις; Είπα με ζέση στη φωνή.

-Μια χαρά κούκλα μου, εσύ;

-Πολύ καλά!

-Δε θέλω να πιστέψεις ότι σε ξέχασα, απλά προσπαθούσα να βρω τον ιδανικό άντρα για σένα;

-Το πήρες πολύ σοβαρά βλέπω…

-Φυσικά, δε θα σου έδινα γουρούνι στο σακί, που λες υπάρχει κάποια περίπτωση εξαιρετική. Είναι βέβαια αρκετά μεγαλύτερος!

-Σαν να λέμε;

-Πενήντα δύο… μη στέκεσαι όμως σε λεπτομέρειες…

-Προς Θεού, θα μπορώ να βρω και νεότερο εραστή. Σχολίασα και με την άκρη του ματιού παρακολουθούσα τον –επί του παρόντος- σύντροφο μου.

Και με το σχόλιο μου χτύπησα διάνα, αφού ο Στέλιος γύρισε και με κοίταξε στα μάτια και μου έκανε νόημα για να καταλάβει τι συζητούσα με αυτή τη φίλη. Απομάκρυνα το ακουστικό να μη με ακούσει η Ελευθερία και του ψιθύρισα «Προξενιό». Κάθισε δίπλα μου και κώλυσε το αυτί του στο τηλέφωνο.

-Τι να σου πω. Δε νομίζω να σου χρειαστεί εραστής. Μην τον απορρίπτεις πάντως πριν τον συναντήσεις, κι αν δε σου αρέσει… κοιτάω για κάτι άλλο.   

-Γλυκιά μου Ελευθερία σε ευχαριστώ για τον κόπο που μπήκες, αλλά δεν θα τον συναντήσω τον κύριο αυτόν. Και ο λόγος δεν είναι η ηλικία, αλλά είμαι με κάποιον.

«Καιρός ήταν». Τον άκουσα να μουρμουρίζει.

-Φαντάζομαι να μην έπεσες πάλι σε κανέναν ξεβράκωτο καλλιτέχνη που κοιτάει πως θα σε εκμεταλλευτεί; Την άκουσα να μου λέει ξινισμένα!

-Όχι μην ανησυχείς, άκουσα τις συμβουλές σου, αυτή τη φορά γνώρισα γιό εφοπλιστή!

-Αλήθεια; Για πες, για πες…

-Κοίτα, αυτά δεν τα λέμε, όταν έρθει η ώρα θα λάβεις απευθείας την πρόσκληση του γάμου μου.

-Τόσο σοβαρό λοιπόν;

-Ναι. Και τώρα ετοίμαζα τα πράγματα μου γιατί θα πάμε ταξιδάκι στο Παρίσι, στην πόλη του φωτός και των ερωτευμένων.

-Α! Πολύ ωραία, είπε κάπως δύσπιστα.

-Θα τα πούμε μόλις επιστρέψω.

-Φυσικά και με περισσότερες λεπτομέρειες ελπίζω.

-Μην ανησυχείς, θα τα μάθεις όλα.

-Καλό ταξίδι, καλά να περάσεις!

-Ευχαριστώ. Έκλεισα το τηλέφωνο και κοίταξα τον Στέλιο.

-Τέτοιες φίλες είχες; Λογικό να τις αποφεύγεις! Σχολίασε. 

-Φίλη τώρα, εντάξει δεν ήταν όλες σαν αυτή, απλά τυχαίνουν.

-Και ο ξεβράκωτος καλλιτέχνης;

-Αηδίες, στον πρώην μου αναφέρεται, τον οποίον δεν γνώρισε και ποτέ αλλά και μόνο που άκουσε ότι ήταν αφιερωμένος στη μουσική έφαγε απόρριψη.

-Θα μου μιλήσεις γι αυτόν;

-Όχι.

-Γιατί όχι;

-Δε θεωρώ ότι υπάρχει λόγος να σου μιλήσω για κάποιον άνθρωπο που έχει φύγει από τη ζωή μου.

-Ούτε γιατί χωρίσατε;

-Χωρίσαμε γιατί έπρεπε να ήσουν εσύ ο επόμενος.

-Και ο μόνιμος.

-Αυτό θα δείξει….

-Δε φαίνεσαι από τα άτομα που πιστεύουν στο πεπρωμένο.

-Σε κάποια πράγματα πιστεύω ότι μπορεί να υπάρχει πεπρωμένο, όχι όμως σε όλα.

-Και γιατί δεν είπες ότι είμαι υδραυλικός και είπες ότι είμαι γιος εφοπλιστή.

-Δεν κατάλαβες αγάπη μου ότι δε μιλούσα για σένα.

Έκανε ένα μορφασμό απογοήτευσης αναγκάζοντας με να του χαϊδέψω το πρόσωπο.

-Είναι ένα άτομο που του αρέσουν τα εύκολα συμπεράσματα! Αν της έλεγα την αλήθεια, θα άρχιζε το κήρυγμα και θα ισχυριζόταν ότι και αυτή τη φορά έπεσα στην παγίδα μιας φαντασίωσης! Επιπλέον όταν ο συνομιλητής είναι ξιπασμένος, αξίζει τον κόπο να λες φανταστικές ιστορίες. Είναι από τα άτομα που δεν αξίζουν να ξέρουν την αλήθεια για τη ζωή μου, άσε που αν δεν το τερμάτιζα με τον εφοπλιστή,  θα επέμενε να συναντήσω τον κύριο που τόσο κόπο έκανε να βρει για μένα.

-Ίσως να έχεις δίκιο. Λοιπόν, πότε πετάμε για Παρίσι;

-Ορίστε;

-Ποια λέξη δεν κατάλαβες;

-Το Παρίσι!

-Πόλη της Γαλλίας, φημισμένη για τις ομορφιές και τα μουσεία της… έχει και έναν πύργο, νομίζω Άιφελ. Μπορώ και εγώ να προσφέρω απολαύσεις στο κορίτσι μου, κι ας μην είμαι εφοπλιστής, τουλάχιστον ένα ταξίδι στο Παρίσι μπορώ!

-Είμαι σίγουρη ότι μπορείς να προσφέρεις πολλά περισσότερα, του είπα και τον αγκάλιασα. Δεν υπήρχε περίπτωση, θα ξύπναγα κάποια μέρα και θα καταλάβαινα ότι όλα αυτά ήταν απλά ένα όμορφο όνειρο, στο οποίο με είχε σπρώξει η απελπισία μου για την απουσία του Χρήστου, ήταν ένας φανταστικός τρόπος να τον εκδικηθώ. Προσπαθώντας να βγω από αυτές τις μαύρες σκέψεις πρόσθεσα. Τέτοια κάνεις και λες και τις ξετρελάνεις όλες!

-Ποιες όλες; Εγώ για σένα μιλάω.

Όταν όμως όλα πάνε υπέροχα, έρχεται η στιγμή να δοκιμαστείς αν αξίζεις όλη αυτή την ευτυχία, και πάντα ο πειρασμός είναι μεγάλος. Ήταν ένα βράδυ, ο Στέλιος ήταν στο μπάνιο και εγώ ετοίμαζα κάτι να φάμε, όταν το κινητό μου με ειδοποίησε ότι είχα μήνυμα. «Κάνε να μην είναι από την δουλειά», σκέφτηκα έχοντας σηκώσει το κεφάλι στο ταβάνι, σε μια αόρατη μοίρα, και εδώ ισχύει το: «πρόσεχε τι εύχεσαι». «Χρήστος»! Διάβασα και μπήκα στα εισερχόμενα με αυξημένη απορία. Αλλού θα ήθελε να το στείλει, προειδοποίησα τον εαυτό μου.

«Τι κάνεις; Που βρίσκεσαι; Έμαθα ότι μετακόμισες!»

Εκείνη τη στιγμή βγήκε από το μπάνιο ο Στέλιος, οπότε εγκατέλειψα το κινητό για να βάλω να φάμε. Έχοντας το μισό μυαλό στο μήνυμα, προσπαθούσα πάραυτα να συμμετέχω σε ό,τι μου έλεγε ο καλός μου, ακόμα και αν αυτό αφορούσε τα αθλητικά, που ποσώς με ενδιέφεραν. Όταν  ξαπλώσαμε στο κρεβάτι και εκείνος για πρώτη φορά μου γύρισε την πλάτη, αναρωτήθηκα λυπημένη: «Άρχισε κιόλας η ρουτίνα; Με το Χρήστο…»

«Με το Χρήστο γίνανε όλα απότομα», πρόλαβα τον εαυτό μου ώστε να μην του δώσω συγχωροχάρτι, εξαιτίας του γραπτού μηνύματος και του χρόνου που είχαμε περάσει χώρια! Και με αυτή τη σκέψη, το μυαλό μου γύρισε στα παλιά, ενώ για άλλη μια φορά άρχισε να αναρωτιέμαι τι μπορεί να ήθελε. «Αυτός ποτέ δεν επέστρεψε για καλό!» Προειδοποίησα τον εαυτό μου. «Ίσως να του έλειψα σαν φίλη, κάναμε καλή παρέα τότε στο Πανεπιστήμιο. Πως όμως δυο άνθρωποι που υπήρξαν τόσο φλογεροί εραστές μπορεί να επιστρέψουν στη φιλία σαν να μην έχει μεσολαβήσει τίποτα; Όταν χωρίσαμε υπέφερα εξαιτίας του, πως μπορώ να σταθώ απέναντι του χωρίς να νιώσω μειωμένη, είμαι τόσο πολιτισμένη για να το κάνω; Και αν θελήσει να με παρασύρει θα καταφέρω να του αντισταθώ, είναι αρκετή η ύπαρξη του Στέλιου να μου βάλει φρένο ή θα είναι κάτι ανάμεσα σε εκείνον και εμένα και δε θα θεωρηθεί απιστία. Δες, ακόμα δεν του απάντησα στο μήνυμα και έχω προχωρήσει ήδη τόσο πολύ. Ένα μήνυμα, ίσως τυπικό, είναι ικανό να μου τινάξει για άλλη μια φορά τη ζωή στον αέρα και να με καταντήσει κουρέλι;»

Γύρισα και κοίταξα τον Στέλιο που κοιμόταν στο πλάι μου αμέριμνος. «Από την άλλη ο Στέλιος για πόσο καιρό ακόμα θα είναι κοντά μου, πως ξέρω ότι δεν έχει και αυτός πληγές από το παρελθόν, πρόσφατο ή μακρινό και αν του κάνει κάποια νόημα εκείνος δε θα τρέξει κοντά της!» Ήταν σωστό αυτό που έκανα, να βάζω στη θέση μου το Στέλιο, γιατί; Για να μη νιώσω τόσο ένοχη όταν θα συναντούσα το Χρήστο και υπέκυπτα αν κάτι εκείνος μου ζητούσε.

«Και δε μου λες κυρία μου, που ήταν τόσο καιρό ο αγαπημένος σου; Όταν εσύ αναγκαζόσουν να αλλάξεις τρόπο ζωής μόνο και μόνο για να τον ξεχάσεις και να μπορέσεις να ελευθερωθείς από τα δεσμά του; Με το κοντοκουρεμένο κοριτσάκι του και καλοπερνούσε! Τώρα θα τον σούταρε εκείνη, και πολύ καλά θα του έκανε, και κοιτάει να δει αν μπορεί να επιστρέψει; Μισό, μισό λεπτό βιαζόμαστε, δεν ξέρουμε καν γιατί έστειλε μήνυμα. Τώρα έστειλε μήνυμα! Στην γιορτή δεν μπορούσε να πληκτρολογήσει με το ξερό του ένα Χρόνια Πολλά, και αν το έκανε θα ήταν αρκετό για μένα; Ε, όσο να είναι, από το τίποτα!»

Πήρα το κινητό και ξανακοίταξα το μήνυμα, «Τι κάνεις; Που βρίσκεσαι; Έμαθα ότι μετακόμισες!» Μήπως απλά θέλει να μου ευχηθεί που μετακόμισα; Καλορίζικα και τα τοιαύτα; Μάλλον ήθελε να ξέρει που βρίσκομαι, ήθελε να δει αν μπορεί να με έχει στην σφαίρα επιρροής του. Ώρα είναι να μου στείλει και κανένα πακέτο, να εμφανιστώ στην τηλεόραση, να με δει και η μαμά μου με το μπαμπά μου στο νησί, και οι λοιποί συγγενείς. Και εκείνος βαθιά μετανιωμένος για τον χωρισμό μας να μου ζητάει συγνώμη γονατιστός. Και καλά αν με δουν οι γονείς μου, στο Στέλιο πως θα το εξηγήσω;

Όλο βλακείες σκεφτόμουν! Όμως είχα βρει μια δικαιολογία να του απαντήσω στο μήνυμα, να τον προλάβω να μη μου στείλει πακέτο και γίνουμε ρεζίλι πανελλα­δι­κώς. Αν και ήμουν σίγουρη ότι δεν ήταν από τους ανθρώπους που θα έφταναν σε τόσο ακραίες δράσεις. Ήταν πολύ εγωιστής για να το κάνει. Αλλά αν το έκανε όταν η παρουσιάστρια με ρωτούσε αν περιμένω από κανέναν πακέτο εγώ τι θα έλεγα, δεν έπρεπε να καρφωθώ. Θα υπέθετα ότι περιμένω πακέτο από κάποιον παιδικό φίλο από το νησί, και αν επέμενε θα έλεγα από κάποιο συγγενή ίσως, ύστερα θα κατέληγα στη φίλη μου που μου πήρε το αγόρι στο πανεπιστήμιο, να την ξεμπροστιάσω και εκείνη την … (λογοκρισία)! Αλλά αυτόν έτσι για να του πληγώσω τον εγωισμό δε θα τον ανέφερα ακόμα και όταν άνοιγα το πακέτο και έβρισκα κάτι χαρακτηριστικό κρυμμένο μέσα. Και θα κέρδιζα και τα πέντε λεπτά δημοσιότητας που μου αντιστοιχούσαν!

Ο Στέλιος γύρισε πλευρό και με τράβηξε στην αγκαλιά του. Πως είχε καταφέρει να με ταράξει τόσο ο άφραγκος μουσικός, που δεν έπιανε μια μπροστά του; Όσο ήμουνα με το Χρήστο, απολάμβανε τα οφέλη της σχέσης μας ενώ εγώ ανησυχούσα μην τον χάσω, ενώ θα έπρεπε να γίνεται το αντίθετο, αλλά έτσι συμβαίνει όταν αγαπάς και δίνεσαι στον βαθμό που είχα δοθεί σε κείνον. Και τότε που ήμουν αθώα, και δε περνούσαν δεύτερες σκέψεις από το μυαλό μου για άλλον άντρα βασανιζόμουν, ενώ εκείνος ονειρευόταν ήσυχος στο πλάι μου  κοντοκουρεμένα κορίτσια, αλλά ακόμα και τώρα που μου περνούσαν δεύτερες σκέψεις σε σχέση με τον πρώην μου, με την προοπτική και μόνο αυτή βασανιζόμουν, ενώ ο Στέλιος χαλαρός απολάμβανε την ξεκούραση του. Τουλάχιστον είχα συνείδηση, τι να μου κάνει όμως η συνείδηση αν τελικά έπεφτα στην αμαρτία. Το θέμα μου φυσικά δεν ήταν θρησκευτικό, όμως αν έμπλεκα με το Χρήστο αργά ή γρήγορα θα έπρεπε να χωρίσω με το Στέλιο, και φυσικά να μετακομίσω ξανά. Ούτε η μετακόμιση ήταν τόσο μεγάλο πρόβλημα. Όμως πόση εμπιστοσύνη θα μπορούσα να έχω στο Χρήστο; Πως θα ήμουν σίγουρη ότι δε θα ξαναέκανε τα ίδια, όταν θα με θεωρούσε δεδομένη; Και αν ξαναχωρίζαμε πως θα μπορούσα να βρω πάλι έναν άντρα σαν το Στέλιο. Μια φορά είχα χάσει το Δάνη για χάρη του, τώρα θα έκανα πάλι το ίδιο λάθος; Θα ήμουν άξια της μοίρας μου! Πολλά τα ερωτηματικά και καμία απάντηση. Αν και η απόφαση είχε ήδη παρθεί, δε θα ήταν σωστό να του στείλω τέτοια ώρα μήνυμα, ενώ το αγόρι μου κοιμόταν στο πλευρό μου. Την επόμενη μετά τη δουλειά με το καλό. Άσε τον να τσουρουφλιστεί και λιγουλάκι.

Οι ώρες στη δουλειά σέρνονταν, κι εγώ για πρώτη φορά ήμουνα αφηρημένη μετά από πολύ καιρό. Ευτυχώς εκείνη η μέρα δεν ήταν πολύ απαιτητική από υποχρεώ­σεις, οπότε δεν αντιλήφθηκε κανείς την «απουσία μου». Η ώρα πήγε τέσσερις, και η προσωπική ζωή ξεκινούσε. Έφυγα για να επιστρέφω στο σπίτι με τα πόδια ενώ  σκεφτόμουνα τι θα απαντούσα στο μήνυμα του Χρήστου. Να ήμουν cool ή ψυχρή και τυπική, μήπως να τον έβριζα;

«Καλά είμαι, όπως τα ξέρεις. Πράγματι μετακόμισα, ήταν καιρός για ανανέωση και ενηλικίωση»! Το διάβασα και το ξαναδιάβασα, έπεσα και σε μια λακκούβα με νερά έτσι όπως ήμουν αφηρημένη και τελικά πάτησα αποστολή. Έδωσα συγχαρητήρια στον εαυτό μου για τα κρυμμένα μηνύματα. Χωρίς να είμαι εχθρική, δεν ήμουνα και ιδιαίτερα φιλική, και τώρα να δούμε αν θα είχε τα άντερα, για να μην εκφραστώ στα ελληνικά, να απαντήσει.

«Καλορίζικο! Δε θα με καλέσεις για καφέ, να σου ευχηθώ και από κοντά;» Ήρθε η απάντηση του στο λεφτό. Σιγά μην σου κάνω και το τραπέζι. Αυτό πια λέγεται θράσος. Σκέφτηκα και άρχισα να προβληματίζομαι για την απάντηση που θα του έστελνα. Πέθαινα να τον δω, μα όχι να έρθει και στο σπίτι μου. Δεν ήθελα να ξέρει την ύπαρξη του Στέλιου, μα ούτε κι ο Στέλιος την ύπαρξη τη δική του, ούτε φυσικά που μένω, και μην ξεχνάμε και τη γειτόνισσα που κρυβόταν πίσω από τον φίκο. Ωχ, μπελάς ήταν αυτός ο άνθρωπος, μάλλον μπελάς ήταν τα αισθήματα μου για κείνον, που καθώς φαινόταν ήταν ακόμα ζωντανά.               

«Δε θα σε καλέσω σπίτι μου. Αλλά επειδή μου έχει λείψει πολύ η παλιά μου γειτονιά, ευχαρίστως θα δεχόμουν να με κεράσεις εκεί έναν καφέ!»

«Δεκτό, έκλεισε, μόνο πες μου που και πότε!»

«Αύριο το απόγευμα, στις εφτά, στο καφέ ‘‘Σεληνόφως’’»

«Ωραία, να θυμηθούμε και τα παλιά! Φιλιά μάτια μου.»

Ώστε θα θυμόμασταν τα παλιά, καλά το είχα υποψιαστεί. Δεν ήταν μια απλή συνά­ντη­ση μεταξύ δυο παλιών φίλων. Τι έπρεπε να κάνω, μήπως πιο συνετό θα ήταν να το ακυρώσω ή να μην πάω και να τον αφήσω να με περιμένει. Ή ακόμα καλύτερα να πάω και να δω τι μούτρα θα έκανε αν του μιλούσα για το Στέλιο. Δεν πρέπει να είχε απαλλαγεί από την κτητικότατα του, ασχέτως αν ήταν εκείνος που με είχε χωρίσει.   

Το θέμα μου όμως, δε θα έπρεπε να είναι ο Χρήστος, αλλά ο Στέλιος. Ήταν υπέροχος, ο άντρας που θα ονειρευόμουν να έχω στο πλάι μου αν νωρίτερα δεν είχε εμφανιστεί ο Χρήστος. Βέβαια τώρα τελευταία είχε αρχίσει έμμεσα να με αμφισβητεί και να με πιέζει να μάθει για το παρελθόν και τους φίλους που δεν είχα, μια ‘‘εμμονή’’ του που είχε αρχίσει να με ενοχλεί! Εύκολο να το λέω εγώ αυτό, που ήξερα τα πάντα για εκείνον. Αυτός ο άντρας είχε αποδειχτεί ανοιχτό βιβλίο, αν και ήμουν σίγουρη ότι θα είχε και εκείνος τις αδυναμίες του και μυστικά που κρατούσε μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές είχα αναρωτηθεί μήπως ήταν πολύ καλός για να είναι αληθινός. Κλισέ, αλλά προβληματίζει κάθε ατελές άτομο. Και αυτή η υπεροχή του στα μάτια μου με έκανε να φαίνομαι στον εαυτό μου λίγη. Φοβόμουν να δεχτώ την πλη­ρό­τητα και την ευτυχία στη ζωή μου. Ωραίο ήταν όσο κράτησε, αλλά μόνο ως ένα ευχάριστο διάλλειμα και όχι για αυτό που λένε τα εφηβικά στιχάκια: «Για πάντα»;

Με αυτές τις σκέψεις σίγουρα θα κατέληγα με το Χρήστο. Να αυτοτιμωρούμαι καθημερινά με τις αμφιβολίες που θα είχα για την αφοσίωση του. Παρά τις ενστάσεις που είχε ένα κομμάτι της συνείδησης μου, που θυμόταν με λεπτομέρειες τι είχε συμβεί με το μεγάλο μου έρωτα, και που ήταν τρελά ερωτευμένο με το Στέλιο, γνώριζα πολύ καλά ότι τελικά θα εμφανιζόμουν στο ραντεβού με το Χρήστο. Ίσως ήταν μια καλή ευκαιρία να ξεκαθαριστούν κάποια πράγματα, να ζυγίσω τα συναισθήματα μου. Με τον Στέλιο ήταν όλα τόσο ομαλά, έπρεπε να δοκιμαστώ, αφού πίστευα ότι ο Χρήστος με κρατούσε κολλημένη στο παρελθόν. Να είμαι σίγουρη ότι μπορώ να προχωρήσω μπροστά χωρίς εκείνον. Ό,τι βήματα είχα κάνει μέχρι στιγμής ήταν από ανάγκη και από φιλότιμο, επειδή ήξερα ότι δεν μπορούσα να τον έχω κοντά μου! Όμως τώρα ίσως, αν μου δινόταν η ευκαιρία να είμαι δίπλα του αν το ήθελα, και εγώ την απέρριπτα, θα ήμουν βέβαιη ότι δεν τον είχα ανάγκη για να τα καταφέρω;

«Από δικαιολογίες ένα σωρό», ειρωνεύτηκα τον εαυτό μου. Επέστρεψα σπίτι με την σκέψη του και άρχισα να ετοιμάζω φαί για έναν άλλον άντρα. Δεν ήταν δίκαιο αυτό, κατέληξα. Η επόμενη θα ήταν η μέρα του, θα κρινόταν αν μπορούσα να επιστρέψω κοντά του και αν θα προσπαθούσα να γίνω μαζί του ευτυχισμένη. Οπότε προτιμότερο θα ήταν σήμερα να τον σβήσω από το μυαλό μου, σαν να μην υπάρχει, σαν να μην υπήρξε ποτέ, και να περνούσα μια υπέροχη μέρα με το Στέλιο, ίσως να ήταν και η τελευταία μας. Άκουσα τα κλειδιά του στην πόρτα και με υποκρινόμενη χαρά πήγα να τον υποδεχτώ παίρνοντας τον στην αγκαλιά μου και φιλώντας τον παθιασμένα στο στόμα.

-Είμαι λερωμένος! Προσπάθησε να με αποφύγει.

-Δεν πειράζει, θα κάνουμε μπάνιο, έχω αναμμένο το θερμοσίφωνο.

-Αν είναι έτσι, είπε και με σήκωσε στην αγκαλιά του. Αφού σταματήσαμε για να πάρουμε μια ανάσα του είπα ότι του ετοίμαζα το αγαπημένο του φαγητό.

-Μωρό μου έχουμε επέτειο και δεν το θυμάμαι;

-Δεν χρειάζεται να έχουμε επέτειο για να περνάμε καλά!

-Ωραίο αυτό που είπες! Πότε θα κάνουμε μπάνιο;

-Μετά το φαί.

-Μα μωρό μου είμαι βρώμικος.

-Δεν πειράζει, πήγαινε να πλύνεις τα χέρια σου και έλα να σερβίρω, γιατί εγώ πεινάω πολύ.

Τελειώσαμε το φαί μας και μπήκαμε στο μπάνιο, οι σκέψεις και οι αναμνήσεις του Χρήστου εξατμίζονταν από το μυαλό μου όπως το ζεστό νερό! Ο Στέλιος αποδείχτηκε για άλλη μια φορά πολύ φλογερός εραστής και δικαίωσε όσες γυναίκες έχουν φαντασιώσεις με τους υδραυλικούς, αν και η ιδιότητα του μαζί μου δεν ήταν τόσο η επαγγελματική όσο του συντρόφου και εραστή. Μήπως έπρεπε να παίξουμε κανένα παιχνιδάκι ότι και καλά τον καλώ να μου φτιάξει τα υδραυλικά και γίνεται ο χαμός. «Να τι θα χάσεις αν τον χωρίσεις», σκέφτηκα μήπως και ενίσχυα την αμφίβολη επικράτηση του. Άσε που τα χέρια του πιάνουν, όλο και κάποιο μερεμέτι θα έφτιαχνε στο σπίτι, ενώ με τον άλλον θα χαλάγαμε ένα σκασμό χρήματα, που δε θα είχαμε. Οι σκέψεις μου ήταν κάπως πιο πρακτικές από ότι θα επέτρεπε ο ίδιος ο έρωτας. Όμως δε μου άφησα περιθώρια να το πολύ αναλύσω, απλώς απολάμβανα. Και κυρίως το μασάζ που μου έκανε ύστερα από το μπάνιο. Ξεπιάστηκε όλο το κορμί μου, σε επαγγελματία μασέρ να πήγαινα να με χαλαρώσει για την επόμενη μέρα και τη συνάντηση που είχε προγραμματιστεί, δε θα είχε τέτοια αποτελέσματα. Και μετά από μια καταπληκτική μέρα και ακόμα πιο υπέροχη νύχτα έφτασε η επόμενη. Ύστερα από ένα ακόμα δύσκολο οχτάωρο στη δουλειά επέστρεψα στο σπίτι και αφού μαγείρεψα άρχισα τις ετοιμασίες για τη συνάντηση με το Χρήστο. Πόσος καιρός είχε περάσει, περίπου δεκαέξι μήνες και όμως φαινόταν πολύ περισσότερος! Η πόρτα ξεκλείδωσε και μπήκε ο Στέλιος.

-Μωρό μου;

-Στο μπάνιο. Του φώναξα.

-Μπορείς να βγεις λίγο. Βγήκα κρατώντας τη μάσκαρα.

-Τόσο πολύ βιάζεσαι; Τι είναι αυτό; Τον ρώτησα όταν είδα τα λουλούδια.

-Υπέροχα κόκκινα τριαντάφυλλα για σένα!

-Ευχαριστώ. Γιορτάζουμε κάτι; Τον ρώτησα σαστισμένη!

-Χρειάζεται να γιορτάζουμε για να πάρω λουλούδια στο κορίτσι μου; Χαμογέλασα αμήχανα. Σκουραίνουν τα πράγματα, σκέφτηκα. Για πού ετοιμάζεσαι;

-Θα πάω για καφέ με μια φίλη.

-Φίλη, με ποια φίλη; Δεν πιστεύω να σκοπεύεις να βγεις με την Ελευθερία, και να πας να συναντήσεις κρυφά εκείνον το βλάκα που σου προξενεύει;

-Μη λες βλακείες. Θα πάω να δω μια φίλη μου στο Περιστέρι.

-Και πως τη λένε αυτή τη φίλη σου;

-Χριστίνα. Έχει συναισθηματικά με τον πρώην της και θέλει να μιλήσουμε.

-Οπότε δεν χωράει στην παρέα άντρας;

-Καλύτερα όχι, θα σκεφτεί ότι της κάνω φιγούρα! Ενώ έχει τον πόνο της και θέλει να μιλήσει εγώ να εμφανιστώ με έναν παίδαρο!

-Πάντως η αντρική ματιά πάνω στο θέμα, μιας και πρόκειται για άντρα, ίσως να βοηθούσε περισσότερο!

-Θα σε πάρουμε τηλέφωνο αν χρειαστεί. Τον πείραξα!   

-Δεν πιστεύω να μου λες ψέματα.

-Τι εννοείς, είπα γελώντας σαν τη χαζή και κοκκινίζοντας.

-Να! Επειδή επέμενα στο θέμα με τους φίλους σου, δεν πιστεύω να ένιωσες μειονεκτικά και μου λες ότι θα πας να δεις φίλη που δεν υπάρχει!

-Μη λες βλακείες, και πάψε να με αμφισβητείς πια! Δεν θα ξεβολευόμουν για να πιστέψεις κάτι τέτοιο. Επειδή εσύ είσαι κοινωνικός και έχεις χίλιους δυο φίλους και άλλες τόσες φίλες! Έχω καεί αρκετές φορές και δε με απασχολούν και πολύ τέτοιου είδους, επιφανειακές παρουσίες! Και σιγά μη νοικιάσω και καμία να το παίξει φίλη μου για να μην έχεις να λες.

-Συγνώμη μωρό μου.

-Πάω να ετοιμαστώ. Είπα θυμωμένη και κλείστηκα στο μπάνιο. Εκεί που τα γύρναγε όλα υπέρ του, τους έδινε μια και τα διέλυε. Πως δεν το είχα υπολογίσει όλο αυτό τον καιρό αυτό το πράγμα στα ελαττώματα του! Να με αμφισβητεί σε ηλίθια θέματα. Τι μανία να επιδεικνύει το πόσο αγαπητός ήταν στους φίλους του, ενώ εγώ η φτωχιά δεν είχα κανέναν. Πόσο κομπλεξικός μπορεί να ήταν; Γιατί για ποιον άλλο λόγο να επιδεικνύει σε τέτοιο βαθμό τις κοινωνικές του σχέσεις και να τις συγκρίνει με τις ανύπαρκτες δικές μου;

Όταν βγήκα από το μπάνιο τον βρήκα να κάθεται σε μια καρέκλα και να με περιμένει!

-Συγνώμη. Μου είπε και σηκώθηκε αμέσως από τη θέση του.  

-Εντάξει! Απάντησα ψυχρά. Πρέπει να φύγω τώρα, θα αργήσω.

-Έτσι; Δε θα με φιλήσεις;

-Αν και δε σου αξίζει… Του είπα και του έδωσα ένα πεταχτό φιλί στα χείλη.

-Να σε περιμένω να γυρίσεις;

-Όχι, καλύτερα να βγεις με κάποιον από τους πολλούς φίλους σου, εσύ βλέπεις έχεις και επιλογές!

-Μη με κάνεις να νιώθω άσχημα.

-Ενώ εσύ μπορείς να με κάνεις να νιώθω ηλίθια! Του είπα και προσπάθησα να συγκρατήσω τα δάκρια που ήταν έτοιμα να ξεσπάσουν μετά από την τριήμερη ένταση. Όχι δε θα κλάψω, δε θα μουτζουρωθώ με μολύβια και μάσκαρες, δεν είχα την πολυτέλεια του χρόνου, μπροστά μου είχα σχεδόν ολόκληρο ταξίδι!

-Ζήτησα συγνώμη.

-Θα το συζητήσουμε μετά. Γεια.

-Τότε θα σε περιμένω.

-Κάνε ό,τι θες, γεια!

-Καλά να περάσεις!

 

 

-.- -.-.- -.-

 

 

Η ζωή, μου μοιάζει με ένα ψηλό δέντρο. Εμείς είμαστε ο κορμός, τα όσα ζούμε είναι τα κλαδιά και οι άνθρωποι που γνωρίζουμε είναι τα φύλλα. Αν το δέντρο είναι φυλλοβόλο, κάθε φορά που θα έρχεται ο χειμώνας, ο κορμός με τα κλαδιά θα απογυμνώνονται από φύλλα, ενώ εκείνα ξερά και κιτρινισμένα θα παρασέρνονται από τους ισχυρούς αέρηδες. Αν το δέντρο είναι αειθαλές, θα υπάρξουν φύλα που θα πέσουν στο δρόμο, και θα παρασυρθούν από τον αέρα, θα γίνουν σκόνη κάτω από τα παπούτσια των διαβατών που θα πατήσουν απρόσεχτα και αδιάφορα επάνω τους, μα θα υπάρξουν και φύλλα που θα παραμείνουν στα κλαδιά! Όλοι συμβολίζουμε το δέντρο στη ζωή μας, τα κλαδιά είναι οι δρόμοι που θα πάρουμε, όσο μακριά και αν φτάσουμε δε θα πρέπει να απομακρυνθούμε από τον κορμό που είναι ο ίδιος μας ο εαυτός. Και φυσικά υπάρχουν τα φύλλα. Τα πράσινα φύλλα που θα μείνουν στη θέση τους και θα είναι οι φίλοι, τα ‘‘αδέρφια’’ και οι συγγενείς που θα σταθούν στο πλάι μας. Όσο για τα κίτρινα φύλλα που θα πέσουν στον δρόμο, θα είναι αυτά που δε θα θέλουν και δε θα αξίζουν να μείνουν πάνω στο κορμό μας, θα είναι οι επιφανειακές σχέσεις που αποκτήσαμε με επιφανειακούς ανθρώπους! Θα είναι σάπια μέλη που αρρωσταίνουν το κορμί. Στην αλληγορία του δέντρου της ζωής, το πράσινο φύλλο, που στέκεται στον κορμό μπορεί να είναι μακριά, αλλά σημασία δεν έχει η φυσική παρουσία του, αλλά η ουσιαστική. Όπως και το κίτρινο φύλλο θα προσφέρει μόνο την αδιάφορη παρουσία του. Ας τινάξουμε αυτά τα κίτρινα φύλλα από τον κορμό μας, ήδη γνωρίζουμε ποια είναι!

 

ΣΤΑΔΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ : ΜΟΝΗ ΜΟΥ;  ----- ΦΑΣΗ  ΠΕΜΠΤΗ

----- Βουτιά στα βαθιά-----

 

Βγήκα στον δρόμο πυρ και μανία με όλο τον αντρικό πληθυσμό! Πόσο κομπλεξικοί είναι οι άντρες πια; Να θέλουν να νιώθουν ανώτεροι έστω και στο παραμικρό από μια γυναίκα, από τη δική τους γυναίκα. Θεώρησε ότι είχε βρει το αδύναμο σημείο μου και ήθελε να μου το χτυπήσει, κατευθυνόμουν προς το Περιστέρι, βγάζοντας αφρούς. Όταν ήρθε μια σκέψη να με συνεφέρει. Μήπως απλώς χάριζα εύκολους πόντους στο Χρήστο αυτή την στιγμή, κατηγορώντας και θεωρώντας κομπλεξικό τον Στέλιο;

Το καλύτερο θα ήταν να χαλαρώσω, ας μην εμφανιζόμουν στο ραντεβού με τον πρώην μου, εκνευρισμένη! Αν με ρωτούσε πως θα δικαιολογούσα τα νεύρα μου, όχι ότι του όφειλα οποιαδήποτε εξήγηση, αλλά δε θα ήθελα να βγάζει συμπεράσματα! Η μνήμη μου έτρεξε στην Αγγελική και στις συμβουλές που μου είχε δώσει. Ως ένα βαθμό τα είχα καταφέρει, ίσως πάλι να είχα βιαστεί ‘‘να ξεχάσω’’ μπαίνοντας σε μια άλλη σχέση, βέβαια δεν το λες βιασύνη όταν έχεις μείνει σχεδόν ένα χρόνο μόνος σου.

Έφτασα στην καφετέρια ακριβώς στην ώρα μου, με το μυαλό μου να βρίσκεται εντελώς αλλού. Ούτε που ήξερα που βρισκόμουν, ούτε τι πήγαινα να κάνω. Άνοιξα την πόρτα και χωρίς να κοιτάξω αν είχε φτάσει ήδη ο Χρήστος, διάλεξα ένα τραπέζι δίπλα στην τζαμαρία και κάθισα. Πολλές οι αναμνήσεις μου από την περιοχή, από τα ανέμελα χρόνια που ήμουν φοιτήτρια. Και ύστερα δουλειά και έρωτες, όπως ο Δάνης. Το ότι είχα προδώσει εκείνον μάλλον πλήρωνα τώρα, ήταν τόσο ξεχωριστός, όμως είχε μπει στη μέση ο Χρήστος και τα είχε κάνει όλα σαν τα μούτρα του, δηλαδή «σκατά»! Όμως δεν το μετάνιωνα. Προφανώς δεν ήταν κάτι δυνατό αυτό που είχα με το Δάνη, αλλιώς δε θα μπορούσε να χωθεί έτσι εύκολα ο Χρήστος στη μέση. Και δεν είχαμε περάσει καθόλου άσχημα όσο ήμασταν μαζί, μέχρι που μπήκε στη μέση η πως την ‘λεγαν, Όλγα, προφανώς. Ούτε το δικό μας στάθηκε τόσο δυνατό για να μας χωρίσει έτσι εύκολα κάποια άλλη!

Το γκαρσόνι έφερε ένα ποτήρι νερό, βγάζοντας με από τις σκέψεις μου. Του έδωσα παραγγελία και περίμενα. Τι ακριβώς; Δεν ήξερα! Πριν φέρει τη ζεστή σοκολάτα το γκαρσόνι, ένα ποτήρι αχνιστός Νες τοποθετήθηκε στο τραπέζι απέναντι μου. Στράφηκα να κοιτάξω το γκαρσόνι για να το ευχαριστήσω, εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τη διαφορά ανάμεσα σε αυτό που είχα ζητήσει και αυτό που είχε έρθει και τότε τον είδα, με το ίδιο παιχνιδιάρικο και πειραχτικό βλέμμα. Έμεινε όρθιος και με ρώτησε.

-Δε θα με χαιρετήσεις; Αναρωτήθηκα τι θα ήταν προτιμότερο, να του δώσω το χέρι, να του πω γεια ή να σηκωθώ, εκείνος περίμενε. Τελικά κατέληξα ότι αφού είχα κάνει τόσο δρόμο για να το συναντήσω ας σηκωνόμουν έστω όρθια για να του δώσω το χέρι. Πριν προλάβω, με έβαλε στην αγκαλιά του και με έσφιξε. Και ένιωσα τόσο άνετα εκεί μέσα, σαν να ήταν μια φωλιά φτιαγμένη για μένα. Μετά αναρωτήθηκα ότι ίσως πλέον τα χέρια του έκλειναν κάποια άλλη μέσα τους, οπότε τραβήχτηκα. Κάθισε βιαστικά απέναντι μου και αμήχανα άρχισε να ανακατεύει τον Νες.

-Έχεις ώρα που ήρθες;

-Πέντε λεπτά!

-Δε σε πρόσεξα όταν μπήκες, κοίταζα τον κατάλογο.

-Για να παραγγείλεις Νες ζητάς κατάλογο;

-Αναρωτήθηκα μήπως υπήρχε κάτι που θα μπορούσε να μου αλλάξει γνώμη και να το προτιμήσω.

-Αλλά προτίμησες να μείνεις πιστός στον καφέ σου.

-Ακριβώς! Υπήρχε και κάτι που έμενε πιστός, σκέφτηκα με ειρωνική διάθεση. Τα νέα σου! Με ρώτησε.

-Όπως τα ξέρεις. Του απάντησα.

-Τι όπως τα ξέρω, εσύ μετακόμισες.

-Πράγματι.

-Σε είχα τόσο συνδεδεμένη με την περιοχή εδώ, που δεν ξαναήρθα όταν έμαθα ότι έφυγες. Και τώρα που μένεις;

-Είναι μυστικό. Του απάντησα.

-Υπήρχε κάποιος λόγος που έφυγες;

-Απλά ήθελα να κάνω μια καλή αλλαγή.

-Δυνατή αλλαγή.

-Έτσι είμαι εγώ των μεγάλων αποφάσεων! Εσύ πως το έμαθες ότι μετακόμισα;

-Επισκέφτηκα το παλιό σου σπίτι, είδα ότι στο κουδούνι είχε αντικατασταθεί το όνομα σου. Εκείνη την ώρα έτυχε να βγει ο γείτονας από το διπλανό διαμέρισμα, τον ρώτησα, έτσι το έμαθα!

-Ήρθες επίσκεψη χωρίς να ειδοποιήσεις πρώτα;

-Από πότε χρειάζεται να ειδοποιώ για να έρθω να σε δω.

-Από τότε που χωρίσαμε. Η Όλγα καλά;

-Η Όλγα, είπε και χαμογέλασε. Μη μου πεις ότι ζηλεύεις;

-Θα σου άρεσε να το ακούσεις! Η κουβέντα άρχισε να παίρνει τροπή που δεν την επιθυμούσα. Δεν είχα έρθει με σκοπό να μαλώσω μαζί του, ίσως μόνο να ξεκαθαρίσω κάποια πράγματα ανάμεσα μας, και όμως αν συνέχιζα έτσι δε θα αποφευγόταν ο καυγάς.

-Ομολογώ ότι θα με κολάκευε. Προσπάθησα να πάρω τα ηνία της κουβέντας. Εκείνος με είχε καλέσει άλλωστε, αν είχε σκοπό να πει κάτι ας το έλεγε. Δεν ήμουν εκεί ούτε για να τον κολακεύω ούτε για να του ανεβάσω την αυτοπεποίθηση. Το μυαλό μου έτρεξε στον Στέλιο που με περίμενε σπίτι για να μιλήσουμε.

-Με το συγκρότημα;

-Μια χαρά. Κάνουμε και από κάποια εμφάνιση. Δεν ξαναήρθες να μας ακούσεις σε κάποιο live!

Ήταν βλάκας! Πίστευε ότι θα σερνόμουν στα πόδια του, ενώ με είχε παρατήσει για κάποια άλλη; Πως θα μπορούσα να παρακολουθήσω συναυλία που μετά τα σόλο με την κιθάρα του, θα κατέβαινε από την σκηνή, θα έπαιρνε αγκαλιά και θα έδινε στην κοντοκουρεμένη κοπέλα τα φιλιά που είχε κλέψει από μένα;

-Περίμενα ότι θα μέναμε φίλοι. Τουλάχιστον.

-Τουλάχιστον; Τον ρώτησα ειρωνικά. Μα με προκαλούσε, πως μπορούσα να μείνω αδιάφορη στις ανοησίες που μου έλεγε!

-Είχαμε περάσει πολλά μαζί, και εσύ σαν να άνοιξε η γη και να σε κατάπιε. Δεν μπορούσα να σε βρω πουθενά, δεν ήξερα καν αν είχες εγκαταλείψει τα πάντα εξαιτίας μου. Είχε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, ασχέτως αν έπεφτε μέσα. Δεν έκανα κάποιο μορφασμό για να του το επιβεβαιώσω ή να του το αρνηθώ. Δεν ήξερα αν ήθελες να επικοινωνήσω μαζί σου, συνέχισε, αναρωτιόμουν αν έπρεπε να σε πάρω τηλέφωνο ή όχι, μα έμαθα ότι μετακόμισες και δεν τόλμησα.

-Και τώρα τι άλλαξε;

-Απλά κουράστηκα με τις αμφιβολίες, να έχω μια ζωή την απορία τι έγινε και αν… τέλος πάντων…

-Δεν έγινε κάτι, του απάντησα ψυχρά, απλά χωρίσαμε, και εδώ είναι Ελλάδα, δεν είμαστε και τόσο πολιτισμένοι για να είμαστε φίλοι και να συμπεριφερόμαστε σαν να μην τρέχει τίποτα όταν χωρίζουμε, είναι ξένο στο DNA μας.

-Μιλάς σαν να είσαι πικραμένη, και όμως εγώ είμαι το θύμα στην ιστορία μας. Προς στιγμή πίστεψα ότι τα αυτιά μου με γελάγανε, δε σχολίασα αυτό που είπε απλά περίμενα να συνεχίσει, να δω που ήθελε να καταλήξει. Όσο ήμασταν μαζί ένιωθα σαν παραγκωνισμένος, ένιωθα σαν να ήθελες κάτι να μου πεις που τελικά δεν τόλμαγες να ξεστομίσεις… (Το σ’ αγαπώ, ήταν αυτό που κατάπινα και δεν τολμούσα να ομολογήσω). Ένιωθα ότι έχανες τον καιρό σου μαζί μου και ότι το ήξερες αυτό. Ύστερα εμφανίστηκε η Πένυ και όχι η Όλγα, με κολάκευε δε λέω, τσιμπήθηκα μαζί της αλλά και πάλι δεν πίστευα ότι μπορούσε να σε αντικαταστήσει μέσα μου. Ότι αυτό που είχαμε μπορούσε να επαναληφθεί με κάποια άλλη! Γύρισα πίσω σε σένα, και ήσουν τόσο ψυχρή, μου δινόσουν αλλά ήταν σαν να το έκανες από συνήθεια. Ήσουν αδιάφορη, και ακόμα χειρότερα σαν να σου τόνωνα τον εγωισμό, εγώ το παιδαρέλι που είχα φύγει από το πλάι σου και όμως γύρισα πίσω τρέχοντας, γιατί απλά δεν μπορούσα να ζήσω μακριά σου. Η ερωτική πράξη γινόταν από μέρος σου σαν εκδίκηση, με τόση ψύχρα. Προσπάθησα να σου μιλήσω, ήμουν θυμωμένος και εσύ απλά αποφάσισες να με διώξεις από το σπίτι σου γιατί ήθελες να ξεκουραστείς, επειδή σε περίμενε μια δύσκολη μέρα στη δουλειά. Και έφυγα, κι ενώ ήξερα ότι δεν έπρεπε να γυρίσω, γύρισα. Και εσύ τι έκανες;

-Τι έκανα; Τον ρώτησα υπνωτισμένη από όσα μου έλεγε! Τα εννοούσε ή είχε αναπλάσει την ιστορία για να με μπερδέψει και να καθαρίσει τα χέρια του από το αίμα της σχέσης μας;

-Έψαξες το κινητό μου για να βρεις αποδείξεις εναντίον μου, για να βρεις πάτημα να με διώξεις! Ποτέ δε παραδέχτηκα ότι αυτά που είπες ίσχυαν στο βαθμό που ήθελες να το πιστέψεις. Και ύστερα με έδιωξες και ακόμα χειρότερο με ειρωνεύτηκες πέφτοντας στα πόδια μου, ζητώντας μου να μείνω κοντά σου. Για μια στιγμή ήλπισα ότι το εννοούσες, ότι δεν ήμουν κάτι που είχε περάσει και είχε φύγει, αλλά ότι ήμουν το ίδιο σημαντικός για σένα όσο ήσουν εσύ για μένα. Και όμως με περιγέλασες και έφυγα από το σπίτι σου τόσο θυμωμένος, παίρνοντας χίλιους όρκους να μη γυρίσω ποτέ πίσω πια σε σένα. Και όμως δυο μήνες άντεξα μακριά σου, ύστερα επέστρεψα και βρήκα ένα σπίτι άδειο. Και τότε σκέφτηκα ότι για να αφήνεις ένα σπίτι που ήταν γεμάτο αναμνήσεις από εμάς, μάλλον δε σήμαινα και πολλά για σένα.

Ένας κόμπος έκλεισε το λαρύγγι μου, μην επιτρέποντας μου να βγάλω λέξη. Τόσες παρεξηγήσεις ή μήπως απλά, με κορόιδευε; Ίσως να μην ήταν γραφτό μας να είμαστε μαζί! Κι όμως να που είχαμε την ευκαιρία να ξανασμίξουμε, στο χέρι μας ήταν. Ας μη γελιόμουν, τίποτα δε θα ήταν πια το ίδιο. Τα μάτια μου ήταν στεγνά, δεν ξέρω από ποιο μυστήριο λόγο. Μέσα μου έκαιγα ολόκληρη και όμως αντιλαμβανόμουν ότι στο πρόσωπο μου ήταν ζωγραφισμένη τουλάχιστον η απάθεια. Το κενό, σκέφτηκα, ήταν η πρώτη μου αντίδραση όταν άκουγα κάποιο σημαντικό και συνήθως πικρό νέο, αν και αυτό δεν ήταν ακριβώς πικρό νέο. Με δικαίωνε, όπως επίσης και το ένστικτο μου όταν πίστευα ότι θα γύριζε. Να που γύρισε και εγώ έλειπα! Η Αγγελική μέσα στην αγάπη της, στην προσπάθεια της να με σώσει όταν με βρήκε μέσα στην εξαθλίωση μου έδωσε συμβουλή να φύγω από το σημείο που ήμουν τρωτή και που όποτε ήθελε θα με έβρισκε. Χωρίζοντας μας έτσι για πάντα. Μα γιατί για πάντα; Αναρωτήθηκα. Το ότι είμαστε καθισμένοι ο ένας απέναντι στον άλλον αυτή τη στιγμή, το ότι δίνουμε εξηγήσεις, μας δίνει ελπίδες, αν το θέλουμε μπορούμε να γίνουμε ακριβώς όπως πριν. Άθελα μου κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά, σαν απάντηση στην εσωτερική μου φωνή.

-Τι; Με ρώτησε ο Χρήστος. Ήπια μια γερή γουλιά από τη ζεστή σοκολάτα που άχνιζε μπροστά μου, με την ελπίδα να ανοίξει ο λαιμός μου και να καταφέρω να μιλήσω.

-Και το κορίτσι; Όλγα, Πένυ, πως τη λέγανε…

-Έπεσε θύμα του έρωτα μου για σένα, και μάλιστα δυο φορές. Προσπαθώντας να κόψω κάθε δεσμό μαζί σου άρχισα να την φλερτάρω και να της δίνω θάρρος. Για λίγο καιρό γίναμε και ζευγάρι, προσπαθούσα να ξεχαστώ, με τα χάδια, τις φροντίδες, τον θαυμασμό της και ήταν φορές που νόμιζα ότι τα κατάφερνα. Ήθελα να νιώσω ανεξάρτητος (από τους γονείς του άραγε να είχε ανεξαρτητοποιηθεί ή συνέχιζαν να τον φιλοξενούν), να πιστέψω ότι μπορώ να ζήσω χώρια σου. Πιάστηκα από πάνω της για να καταλάβω απλά ότι εσύ είσαι η μία για μένα.

-Γιατί μου τα λες αυτά; Γιατί ρίχνεις τον εγωισμό σου; Έφυγες επειδή πίστευες ότι δε νοιαζόμουν, τι σε κάνει να επιστρέφεις με ένα τέτοιο φορτίο εξομολογήσεων.

-Θέλω να μας δώσω άλλη μια ευκαιρία.

-Αφού έφυγες επειδή θεωρούσες ότι …

-Έφυγα επειδή ο χρόνος είχε φθείρει την σχέση μας, ένιωθα ανασφαλής και ήμουν ανόητος, φέρθηκα σαν παιδί.

-Τα παιδιά είναι ειλικρινείς. Πιθανόν να ήρθες επειδή θες επιβεβαίωση, όμως δεν μπορείς να φεύγεις και να επιστρέφεις όποτε σου καπνίσει. Όλα στην σχέση μας ήταν λάθος, εκτός από το ενδιαφέρον και τον έρωτα που είχαμε ο ένας για τον άλλον! Ξεκινήσαμε στραβά, μα το χειρότερο ήταν ότι συνεχίσαμε στραβά, χρειαζόμασταν και οι δυο όρια και όμως κανείς δεν τολμούσε να τα βάλει. Στην αρχή φλερτάραμε τόσο εγώ όσο κι εσύ με τρίτα πρόσωπα, και αν δεν είχε έρθει εκείνο το μήνυμα από τον συνάδελφο μου, θα είχε τραβήξει για πολύ το αστείο της μη σχέσης. Θα είχαμε αισθήματα και θα επιμέναμε να συναντιόμαστε μόνο για σαρκική ικανοποίηση. Ήταν η πρώτη φορά που μπήκε κάποιου είδους όριο ανάμεσα μας, και όμως ο πυρήνας της παρέμενε ίδιος. Όταν πίστευα ότι ήμασταν πάνω στην καλύτερη φάση μας ήρθες να μου πεις ότι ήθελες να χωρίσουμε, και τώρα θες να πιστέψω ότι απλά ήσουν μπερδεμένος και χαμένος. Επέστρεψες χωρίς να είσαι ξεκάθαρος και παρά ταύτα σε δέχτηκα και ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Να με προσβάλεις, να με κάνεις να νιώθω ότι δίνω εξετάσεις και να υποψιάζομαι ότι  σκέφτεσαι κάποια άλλη. Κι ύστερα η φωτογραφία της κοπέλας. Και οι δικές μας σβησμένες όλες από το κινητό σου.

-Υποψιαζόμουν ότι αργά ή γρήγορα θα έψαχνες το κινητό μου, είχα περάσει τις δικές σου στον υπολογιστή μου, και οι υπόλοιπες είχαν τραβηχτεί επίτηδες!

-Ώστε με χειραγωγούσες! Τι αποτελέσματα πίστευες ότι θα έχει όλο αυτό;

-Πίστευα ότι θα ανησυχούσες, ότι δε θα με έδιωχνες, ότι θα έκανες τα πάντα προκειμένου να μείνω κοντά σου!

-Αυτό θα το έκανα εξαιτίας του εγωισμού μου, από ανταγωνισμό, επειδή διεκδικούσε κάτι δικό μου μια άλλη γυναίκα! Να σε θέλω δίπλα μου ενώ έχω την υποψία ότι νοιάζεσαι για κάποια άλλη, και να μη με ενδιαφέρει; Όταν είναι κάτι δικό μου το θέλω ολοκληρωτικά για μένα. Δε θέλω να το μοιράζομαι ούτε νοερά. Να κάνουμε έρωτα και να υποψιάζομαι ότι στο μυαλό σου με έχεις αντικαταστήσει με την εικόνα κάποια άλλης. Να μου λες ότι είμαι ψυχρή και εγώ δεν ξέρω τι άλλο. Τα μάτια μου άθελα μου είχαν βουρκώσει, καθώς θυμόμουν τις προσβολές και τη γενικότερη συμπεριφορά του. Από τη στιγμή που γύρισες, αφήνοντας τη μεταξύ μας σχέση φλου, ήσουν ένα πρόσωπο που δε γνώριζα. Ίσως επειδή μάζευες δύναμη για να με αποχωριστείς, το ένιωσα και σου έδωσα την ώθηση να το κάνεις, δεν ήμουν διατεθειμένη να χύσω δάκρυ για σένα. Και όμως έμενα σπίτι, πιστεύοντας ότι θα γυρίσεις, μα ήθελα να επιστρέψει ο άντρας που μου είχες στερήσει και όχι το κακομαθημένο παιδαρέλι που ζητάει επιβεβαίωση για τις ανασφάλειες του. Για κάθε ένα βήμα που κάναμε μπροστά, κάναμε τα διπλά προς τα πίσω. Στο τέλος αντιλήφθηκα ότι δεν είχε νόημα να επιστρέψει κανείς από τους πολλούς εαυτούς σου και αποφάσισα να φύγω και να διαγράψω όλα όσα είχαμε ζήσει μαζί! Άσχημες μα και όμορφες στιγμές. Και όταν σε νοσταλγούσα και θυμόμουν τα καλά, υπήρχε πάντα πρόχειρη μια άσχημη στιγμή μας, για να με κάνει να μη θέλω να σε σκέφτομαι.

-Συγνώμη, δεν είχα ιδέα!

-Και τώρα σε ρωτάω, ποιόν πιστεύεις ότι τιμώρησες και δοκίμασες περισσότερο;

-Ίσως και τους δύο, ίσως μόνο εμένα.

-Και εμένα με δοκίμασες, απλά η διαφορά μας είναι ότι εγώ ήμουν παρούσα στην σχέση μας μέχρι το τέλος! Δεν τα παράτησα επειδή ήμουνα εγωίστρια. Δεν έχω να χρεώσω κάτι τέτοιο στον εαυτό μου.

-Εσύ με έδιωξες, όταν έπεσες στα πόδια μου, και με περιγέλασες.

-Είχες φύγει ήδη μία φορά, και είχες επιστρέψει έτοιμος να ξαναφύγεις. Δεν άντεχα αυτό το ενδιάμεσο, ήταν ψυχοφθόρο. Έπρεπε να σε ταρακουνήσω και έδωσα μια παράσταση. Ίσως ήλπιζα ότι έτσι θα θύμωνες και θα ζητούσες εξηγήσεις, όμως εσύ επιβεβαίωσες την αίσθηση που είχα ότι ήθελες να απομακρυνθείς από εμένα, όπως και πάλι επιβεβαίωσες την αίσθηση που είχα, ότι θα επέστρεφες. Ίσως τελικά να μη σε χωρούσε πουθενά ο τόπος, γι’ αυτό να πηγαινοερχόσουν.

-Ώστε περίμενες ότι θα επιστρέψω; Είπε με συγκρατημένη προσδοκία.

-Μπορεί να πληγώνεται ο εγωισμός σου που το ακούς, όμως ναι, ενώ το μυαλό μου αντιδρούσε, κάτι μέσα μου επέμενε ότι θα επιστρέψεις! Μου έπιασε το χέρι.

-Δεν πληγώνεται ο εγωισμός μου, απλά μου επιβεβαιώνεις αυτό που γνώριζα τόσο καιρό που ήμουν χώρια σου! Το κινητό μου με ειδοποίησε ότι είχα μήνυμα, ήταν μια καλή ευκαιρία να ηρεμίσω από την ένταση που μου προκαλούσε η παρουσία του. Τράβηξα το χέρι μου και ξεκλείδωσα το κινητό. Ένα σύννεφο από κόκκινες καρδιές έσκασε στην οθόνη μου, σταλμένες από το Στέλιο. Χαμογέλασα και το έκλεισα για να συνεχίσουμε την κουβέντα μας με το Χρήστο, ένιωθα ότι δεν είχε τελειώσει ακόμα. Τον πρόσεξα που προσπαθούσε να αποκωδικοποιήσει το πρόσωπο μου.

-Δεν καταλαβαίνεις ότι είμαστε ο ένας για τον άλλον; Συνέχισε.

-Νομίζω ότι εμείς οι άνθρωποι κάνουμε σοβαρά λάθη όσον αφορά τον έρωτα ή την αγάπη. Έχουνε συνδυάσει αυτές τις έννοιες με φοβερά πάθη, όμως η αγάπη είναι κάτι ήσυχο, σε γαληνεύει και σε παρηγορεί, κι εγώ από ένα σημείο και έπειτα δεν πέρασα καλά Χρήστο, είτε ήσουν παρόν σαν φυσική παρουσία, είτε ήσουν απόν.

-Και εγώ νομίζεις ότι πέρασα καλύτερα; Όμως να ’μαι, είμαι εδώ και ζητάω μια ακόμα ευκαιρία.

-Ο εγωισμός σου σε άφησε πολύ καιρό ακίνητο!

-Δεν ήταν εγωισμός! Ήταν φόβος!

-Φόβος για τί;

-Φόβος ότι ανήκεις αλλού!

Έτριψα το πρόσωπο μου με τα χέρια μου.

-Και είχες δίκιο.

-Υπάρχει άλλος; Είπε ανασηκώνοντας το σώμα του και κοιτάζοντας γύρω του σαν να έψαχνε κάτι, ίσως την έξοδο κινδύνου.

-Ναι, είπα μόνο. Μετά την περιπλάνηση του βλέμματος του μέσα στην καφετέρια έβηξε και με κοίταξε. Τον είδα να καταπίνει με δυσκολία και ένιωσα άσχημα. Να που η ευχή μου είχε πραγματοποιηθεί, επέστρεφε πίσω και με έβρισκε με άλλον. Μόνο που δεν ένιωθα κανενός είδους ικανοποίηση. Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά και αποφάσισε να αλλάξει θέμα. Παρά την αμηχανία που επικρατούσε πλέον ανάμεσα μας, μείναμε για λίγο ακόμα μαζί σαν δυο καλοί φίλοι και μιλήσαμε περί ανέμων και υδάτων. Η ώρα είχε περάσει και σηκώθηκα για να πάω στη στάση του λεωφορείου. Ο Χρήστος με συνόδεψε. Στην αρχή δεν έλεγε τίποτα, ούτε εγώ μιλούσα, ήταν σαν να είχαμε μόλις συνειδητοποιήσει ότι ίσως ήταν η τελευταία φορά που θα βλεπόμασταν. Το λεωφορείο εμφανίστηκε στο βάθος, ο Χρήστος με τράβηξε στην αγκαλιά του και με έσφιξε μέσα στα μπράτσα του, ενώ μου είπε ψιθυριστά στο αυτί.

-Θα σε περιμένω! Κάθε βράδυ θα λιώνω από την απουσία και τη ζήλεια, όμως είμαι σίγουρος ότι θα γυρίσεις, όπως επέστρεψα και εγώ σε σένα μιας και είσαι η αφετηρία όσων κι αν κάνω. Μπορεί να είσαι κολακευμένη, ερωτευμένη, ή απλά θυμωμένη μαζί μου, εγώ δεν σε κατηγορώ. Όμως γνωρίζεις ήδη ότι αυτό που έχουμε μεταξύ μας είναι πιο δυνατό! Ο δρόμος σου θα σε φέρνει πάντα κοντά μου, γιατί εγώ είμαι αυτός που πάντα περίμενες και θα είμαι εδώ για σένα.

Το λεωφορείο είχε κολλήσει στο φανάρι, δίνοντας την ευκαιρία στο Χρήστο να σφραγίσει τα χείλη μου με τα δικά του, δίνοντας μου το τελευταίο φιλί και επαναφέροντας μου μνήμες. Ήταν κάτι σαν το επισφράγισμα των όσων είχε πει, των όσων πίστευε ότι θα ακολουθούσαν. Και ναι, εγώ ανταποκρίθηκα και δεν ντρέπομαι να το παραδεχτώ! Ύστερα το λεωφορείο στάθηκε μπροστά μας και άνοιξε τις πόρτες του για να περάσω μέσα. Η τελευταία του εικόνα ήταν να στέκεται στη στάση και να με κοιτάζει πίσω από την κλειστή πόρτα. Ξεκινώντας προσπάθησα να μην κοιτάξω πίσω. Σε όλη τη διαδρομή σκεφτόμουν τα νέα δεδομένα που τόσο καιρό κρατούσα κρυφά από τον εαυτό μου. Ήλπιζα πράγματι σε μια επανασύνδεση με το Χρήστο; Κι αν ναι γιατί επέστρεφα στον Στέλιο, μήπως επειδή φοβόμουν αυτό που ήθελα πάνω απ’ όλα ή επειδή είχε δοκιμαστεί η συνταγή και είχε αποτύχει; 

Είναι φορές που όταν έρχεται η στιγμή να αποκτήσεις αυτό που επιθυμείς, από άγνωστη αιτία το φοβάσαι και το αρνείσαι. Ποτέ δε θεώρησα ότι άνηκα σε αυτή την κατηγορία των ανθρώπων, αλλά πάλι πόσο σίγουρη ήμουν γι’ αυτό; Σκέφτηκα τους δυο χρησμούς που μου είχαν δοθεί. Ο πρώτος έλεγε ότι αφού είχα πληγώσει και είχα πληγωθεί εξίσου, ήταν ώρα να ηρεμίσω και να ζήσω την ερωτική πληρότητα με κάποιον που θα του επέστρεφα την ευτυχία που θα μου έδινε. Ο δεύτερος χρησμός, που είχε δοθεί από άλλον ‘‘μάντη’’ ισχυριζόταν ότι είμαστε ο ένας για τον άλλον. Ωραία να ακούς αυτά τα λόγια, αλλά από την άλλη και οι δύο έκρυβαν κάποια δυσμένεια αν αρνούμουν είτε τον έναν, είτε τον άλλον. Αν πλήγωνα το Στέλιο θα πληγωνόμουν από κάποιον άλλον, (πιθανόν το Χρήστο) και όσο για τον δεύτερο χρησμό αν ο άνθρωπος μου ήταν πράγματι ο Χρήστος, πως θα κατάφερνα να ζήσω ευτυχισμένη μακριά του;

Με αυτές τις σκέψεις να μπερδεύουν το μυαλό μου, έφτασα στη νέα μου γειτονιά. Μπήκα στο σπίτι και προς μεγάλη μου απογοήτευση το βρήκα άδειο. Αυτός ήταν που θα με περίμενε; Αλλά άντρας, μόλις ακούσει ότι το μενού περιλαμβάνει συζήτηση κόβει λάσπη. Έβγαλα τα παπούτσια και κάθισα στο καναπέ απλώνοντας τα πόδια μου πάνω στο τραπεζάκι. Ησυχία. Έκλεισα τα μάτια μου και το μυαλό μου έφερε σε πρώτο πλάνο την εικόνα του Χρήστου. Έκανα ένα μορφασμό. Τι να σκεφτόταν, να ήταν μόνος του ή να αποφάσισε να βρει παρέα για να ξεχαστεί; Όσο για την υπόσχεση του, δεν μπορούσα ούτε να πιστέψω, ούτε να ελπίζω, ούτε να θέλω ο Χρήστος να με περιμένει για πάντα, όπως τόσο ρομαντικά ο ίδιος ήθελε να πιστεύει. Πιθανόν να βρει παρέα μέχρι να επιστρέψω! Δεν είχε ισχυριστεί άλλωστε ότι θα με περιμένει μόνος του, είχε πει απλά ότι θα με περιμένει!

Ο ήχος του κουδουνιού με έβγαλε από τις σκέψεις. «Ωχ πάλι! Ποιος κουτσομπόλης γείτονας να είχε έρθει για επίσκεψη τέτοια ώρα;» Κοίταξα από το ματάκι και είδα το Στέλιο να περιμένει να του ανοίξω. Ξεκλείδωσα την πόρτα και περίμενα να περάσει.

-Γιατί δεν χρησιμοποίησες τα κλειδιά σου; Τον ρώτησα απορημένη.

-Δεν ήξερα αν ήθελες να κάνω χρήση, όταν έφυγες φαινόσουν πολύ θυμωμένη.

-Και ακόμα θα έπρεπε να είμαι.

-Το ξέρω.

-Δεν έχεις λόγο να με αμφισβητείς. Μπήκα αμέσως στο θέμα.

-Συγνώμη!

-Δεν φτάνει Στέλιο. Έχεις επιλέξει να έχεις στη ζωή σου ολόκληρη αυλή από φίλους και θαυμάστριες και αυτό είναι δικαίωμα σου! Καλά κάνεις και εύχομαι να το απολαμβάνεις και να τους πολλαπλασιάσεις αν θες. Όμως εγώ σε αντίθεση με σένα έχω επιλέξει να είμαι εκλεκτική με τα άτομα που εμπιστεύομαι, και όταν λέω ότι πάω κάπου εκεί πηγαίνω. Σταμάτησα για να ακούσω τη συνείδηση μου να μου φωνάζει «Ψεύτρα», όμως αυτό ήταν άλλο θέμα, εντελώς άσχετο, ή περίπου. Δεν έχω λόγο να παριστάνω ότι πάω κάπου μόνο και μόνο για να δημιουργώ εντυπώσεις και να πιστεύεις εσύ και όποιος άλλος, ότι είμαι δημοφιλής και ότι περιστοιχίζομαι όλη την ώρα από λαό φίλων. Και στην τελική εγώ είμαι σίγουρη όταν χρειάζομαι συμβουλές ποιόν πρέπει να εμπιστευτώ.

-Ενώ εγώ όχι; Ρώτησε αλλά χωρίς ίχνος ειρωνείας.

-Δεν κρίνω το κριτικό σου πνεύμα! Αλλά να σήμερα, με τσάντισες και καθόμαστε τώρα και μαλώνουμε για μια ανοησία.

-Δε μαλώνουμε, εσύ φωνάζεις. Συνέχισε με τον ίδιο ήρεμο τόνο. Γύρισα και τον κοίταξα αναρωτώμενη αν έπρεπε να του πετάξω τίποτα στο κεφάλι.

-Εγώ φωνάζω γιατί εσύ είπες μια βλακεία που δεν ταιριάζει με τον χαρακτήρα μου και έχω βγει από τα ρούχα μου! Εξαιτίας σου λοιπόν φωνάζω. Αντί να σκέφτομαι ότι το Σαββατοκύριακο είναι μπροστά μας, σκέφτομαι σε όλη τη διαδρομή αυτό και αναρωτιέμαι τι άλλα παρόμοια μπορεί να σκέφτεσαι εσύ για μένα και πόσο έξω πέφτεις ή πόσο έξω πέφτω εγώ! Νιώθω ότι δε με ξέρεις καθόλου. Είπα παρατημένη και κάθισα στον καναπέ απογοητευμένη, συνειδητοποιώντας ότι αν ήξερε ότι ήμουν έξω με τον πρώην μου, θα συμφωνούσε και ο Στέλιος μαζί μου.

-Η αλήθεια είναι ότι δεν γνωριζόμαστε πολύ! Είπε και κάθισε δίπλα μου, όμως ό,τι ξέρω και ό,τι αντιλαμβάνομαι από σένα, μου αρέσει πολύ και δε θέλω να το χάσω, πήρε το χέρι μου και το φίλησε. Ήταν ένα αστείο που εσύ το πήρες στραβά!

-Δε φαινόταν με αστείο!

-Φυσικά και ήταν, αλλιώς θα ήμουν ηλίθιος. Απλά εσύ έχεις πολλά στο κεφάλι σου και δεν το κατάλαβες, τις τελευταίες μέρες ήσουν πολύ αφηρημένη.

-Στέλιο μη πας να με μπερδέψεις! Το θέμα είναι…

-Το θέμα είναι ότι είμαστε μαζί μόλις τέσσερις μήνες, και πριν από αυτούς ανταλλάσαμε απλά ένα γεια. Το αστείο ήρθε σε λάθος στιγμή και πήρε λάθος τροπή. Όμως θα δεις που όλα θα πάνε καλά. Άλλωστε εσύ το είχες πει, ένα βήμα τη φορά.

-Ναι, μουρμούρισα και ακούμπησα το κεφάλι μου στον ώμο του. Η λυπημένη μορφή του Χρήστου ξαναεμφανίστηκε στα μάτια μου κι ένας αναστε­ναγ­μός ξέφυγε.  

-Θα δεις αγάπη μου, ότι όλα θα πάνε καλά. Είπε και τότε μια άλλη εικόνα ήρθε στο μυαλό μου, εγώ γριούλα να ακουμπάω το κεφάλι μου στον ώμο ενός παππού. Ποιος από τους δύο να ήταν άραγε, το πέρασμα των χρόνων είχε αλλοιώσει τα χαρακτηριστικά του και δεν μπορούσα να είμαι βέβαιη αν ήταν ο Χρήστος, αν ήταν ο Στέλιος, ή αν ήταν κάποιος άλλος! Στράφηκα, αναζήτησα τα χείλη του και για μια τελευταία φορά αναρωτήθηκα αν είχε πάρει τη σωστή απόφαση. Τι σημασία είχε; Η επόμενη μέρα θα ήταν μια καινούργια μέρα όπου θα μπορούσα να πάρω μια άλλη απόφαση. Άλλωστε ο Χρήστος είχε πει ότι θα περιμένει! Έτσι δεν είχε πει ή κάνω λάθος;

 

Τέλος

Φιλιώς Λυκούργου

Φυλλαράκι

 

Διαβάστε επίσης: