Ο Ανδρέας Ανδρεάδης γεννήθηκε 4 Μαρτίου του 78, μέρα που ευελπιστεί ότι θα καθιερωθεί ως εθνική εορτή. Προοριζόταν για μαθηματικός, οπότε αποφάσισε να γίνει αρχαιολόγος και σπούδασε ψυχολογία. Με ακαθόριστο τρόπο βρέθηκε στο θέατρο, έκανε παιδιά και τώρα δουλεύει σε εργαστήριο γλυπτικής. Γράφει στο τρένο όταν βρίσκει θέση να κάτσει.

 

ΦΑΝΤΑΣΟΥ ΕΝΑΝ ΑΝΔΡΑ

 

Μέσα στο σκοτάδι, φαντάσου έναν άνδρα. Φαντάσου πως είσαι εσύ αυτός ο άνδρας. Νιώσε τους μυς του, τεντωμένους σαν σκοινιά. Νιώσε στα ρουθούνια σου τη μυρωδιά του αίματος. Η μυρωδιά του αίματος δεν ξεχνιέται. (Σαν σκουριασμένο σίδερο. Ξανά. Και ξανά.) Άνοιξε τα μάτια.

“Σκιά” λες, και η φωνή σου γδέρνει τον λαιμό. Η σκύλα σου σταματάει να σου γλείφει τα χέρια και σηκώνει το κεφάλι. (Δεν είναι σκύλα. Μοιάζει με σκύλα. Δεν είναι.) Σε σπρώχνει μαλακά με το μουσούδι της να σηκωθείς. Η μουσούδα της είναι γεμάτη αίματα. Από τα χέρια σου.

Σηκώνεσαι αργά. Η μνήμη σου μοιάζει χαμένη μέσα σε ομίχλη. Προσπαθείς να πιαστείς από σπασμένες εικόνες και αισθήσεις που ξεμακραίνουν, σαν όνειρο που ξέχασες το πρωί (δεν υπάρχει πρωί). Το Δάσος. Το Δάσος το κάνει αυτό. Η Σκιά σε κοιτάζει υπομονετικά, με εκείνο το βλέμμα που ποτέ δεν έγινε εντελώς σκυλίσιο. (Δεν είναι σκύλα. Όταν οι πρόγονοί της αλυχτούσαν, οι μάνες έκρυβαν τα παιδιά τους.)

Το αίμα στα χέρια σου είναι νωπό. Όχι ότι σημαίνει πολλά αυτό σε ένα τέτοιο μέρος. (Χύθηκε πριν λίγο. Πριν από αιώνες. Δεν έχει χυθεί ακόμα.) Οι Ώρες που βασιλεύουν εδώ έχουν τους δικούς τους κανόνες.

Στρέφεις το κεφάλι σου απότομα - ένα κλαδί έτριξε. (Κάτι σημαίνει. Δεν σημαίνει τίποτα.) Η Σκιά γέρνει τα αυτιά της πίσω ανήσυχη. “Ναι. Πάμε, κορίτσι μου” της λες. “Πριν ο Διάβολος καταλάβει ότι πεθάναμε”. (Λίγο αργά για αυτό.) Γελάς ανόρεχτα με το αστείο σου και ο ήχος χάνεται μέσα στις γκριζοπράσινες φυλλωσιές.

Το Δάσος απλώνεται παντού γύρω σου. (Το Δάσος απλώνεται παντού.) Στο Δάσος δεν υπάρχει μέρα. Στο Δάσος δεν υπάρχει νύχτα. Όλες οι κατευθύνσεις είναι ίδιες. Στο Δάσος δεν υπάρχουν μονοπάτια (υπάρχουν όμως δρόμοι).

Κλείνεις τα μάτια. Οι ψίθυροι κάνουν το κεφάλι σου να βουίζει σαν σκώροι πάνω στη λάμπα. Ναι, υπάρχουν δρόμοι αν ξέρεις να τους βρεις. Δεν είναι η πρώτη φορά που βρίσκεσαι εδώ. (Δεν είναι η τελευταία.) Και ο κάθε δρόμος έχει το αντίτιμό του.

Μπορεί να είναι μια πετρούλα κρεμασμένη από ένα κομμάτι σπάγκο, ή τρεις ακριβώς σταγόνες αίμα. Μπορεί να είναι το γέλιο ενός παιδιού ή ένας συγκεκριμένος τόνος του κίτρινου που δεν θα ξαναδείς. Μπορεί να είναι η ανάμνηση του προσώπου του πατέρα σου. (Πόσα έχεις δώσει; Πόσο ακόμα θα δώσεις;)

Τα σημάδια είναι εκεί, αν ξέρεις να τα βρεις. Γονατίζεις εκεί, όπου ένας ρόζος πάνω σε μια ρίζα ξεπροβάλει από το χώμα σαν μάτι που πάει να ανοίξει. Βυθίζεις τη λεπίδα σου ανάμεσα στα βλέφαρά του. Το τίμημα πληρώνεται. Μα δεν θα μάθεις ποτέ ποιο ήταν, καθώς η λήθη αρπάζει αυτό που της ανήκει.

Η Σκιά τριποδίζει ανυπόμονα γύρω σου. Σηκώνεσαι. Ο Εχθρός σου σε περιμένει, και αυτό είναι ένα ραντεβού που σκοπεύεις να τηρήσεις.

Το Δάσος ανοίγει διστακτικά, απρόθυμο να παραδώσει τη λεία του. Οφείλει όμως να υπακούσει σε νόμους που ήταν αρχαίοι πριν ακόμα το είδος μας περπατήσει στη γη. Τα κλαδιά ανοίγουν τόσο, ίσα που να χωράει να περάσει ένας άνδρας και η Σκιά του.

Προχωράς. Μερικές φορές στα δύο πόδια. Μερικές στα τέσσερα. (Ποιος είσαι;) Η μνήμη σου είναι ένα σύννεφο που μπερδεύεται με το γκρίζο των φύλλων. Γλιστράς μονάχος σου ανάμεσα στους αντίλαλους άλλων χρόνων. (Σκιά; Που είσαι;) Είσαι μόνος, μα γύρω σου ο ήχος των τυμπάνων μιας αόρατης πομπής πλησιάζει, όλο και πλησιάζει. (Κοίτα μπροστά. Μόνο μπροστά.)

Βάζεις το ένα πόδι εμπρός από το άλλο, το σώμα σου βαραίνει σε κάθε βήμα. Για μια στιγμή δεν είσαι στο δάσος, αλλά σε ένα σπίτι. (Το σπίτι σου. Οι παντόφλες σου είναι ζεστές και μαλακές. Το βιβλίο σου σε περιμένει στη σελίδα που το άφησες. Χαμογελάς.) Τα βλέφαρά σου βαραίνουν.

Τινάζεις το κεφάλι. Δεν είσαι εσύ αυτός. Μια γυναίκα σε αγκαλιάζει τρυφερά. Δεν είσαι εσύ αυτός. Τα παιδιά σου κρέμονται από τους ώμους σου τσιρίζοντας χαρούμενα. Δεν είσαι εσύ αυτός. Βαραίνεις. Βαραίνεις σε κάθε βήμα όλο και πιο πολύ. Το ένα πόδι μπροστά από το άλλο.

Σφίγγεις την κόψη της λεπίδας σου μέσα στην παλάμη σου. Το αίμα σου στάζει ζεστό στο πεινασμένο χώμα. “Ούριενς. Μάοκλοθ. Ζαζασατάνας”. Οι λέξεις γλιστράνε από το στόμα σου σαν φίδια. Το οργισμένο φως του Νεκρού Ήλιου σκίζει τα μάτια σου για να βγει στον κόσμο από την πέμπτη γωνία του τετραγώνου. Τα φάσματα γύρω σου διαλύονται. Καμία ανάμνηση δεν σε κρατάει, καμιά ελπίδα δεν αντέχει την ανηλεή φωτεινότητα. Θα υπάρξει τίμημα αργότερα. Τώρα όμως προχωράς.

Δεν είχες αντιληφθεί τους ήχους του δάσους (οι ψίθυροι), μέχρι που σταματάνε. Βρίσκεσαι σε ένα ξέφωτο με γκρίζο, απαλό χορτάρι, μαλακό σαν γούνα. Στο κέντρο του ξέφωτου υπάρχει ένα σπίτι. Η πόρτα του σπιτιού σε περιμένει ανοιχτή. Από μέσα λαμπυρίζει το φως δεκάδων κεριών, μεγάλων και μικρών. Πλησιάζεις.

Πίσω από το μόνο έπιπλο του σπιτιού, ένα χαμηλό τραπέζι, σε περιμένει μια γυναίκα. (Καλωσήρθες.) Δεν σηκώνεται να σε υποδεχθεί (δεν έχει πόδια). Δεν σου προσφέρει κάτι (δεν έχει χέρια). Δεν σε χαιρετάει (δεν έχει στόμα).

Κάθεσαι απέναντί της. Κοιτάζεστε. Τα μάτια της συναντούν τα δικά σου και το βλέμμα της ρουφάει το δικό σου σαν ζεστός, πρόθυμος κόλπος. Ακούς τη φωνή της μέσα στο μυαλό σου (βοήθησέ με). Έχετε όμως ήδη αρχίσει να ξεχνάτε ποιοι είστε, καθώς ο ένας χάνεται μέσα στον άλλο.

(Η τηλεόραση παίζει σιγανά. Τα παιδιά έχουν πέσει για ύπνο. “Έλα να ξαπλώσουμε” σου λέει. “Έρχομαι” της λες. “Σε λίγο”, πιο σιγανά. Κάτι σε κρατάει, σαν μια σκιά ονείρου που γλιστράει μαλακά από τη σκέψη σου, όσο κι αν παλεύεις να την κρατήσεις. Σαν την ανάμνηση του ποιος ήσουν κάποτε, που κι αυτή σβήνει. Πηγαίνεις προς την κρεβατοκάμαρα.)

Το βλέμμα της είναι πια θολό όταν το δικό σου επιστρέφει στα μάτια σου. Δεν έχει μείνει τίποτα πια στα δικά της παρά μία παράκληση. (Ελευθέρωσέ με). Περνάς αργά πίσω της και αγγίζεις το μαλακό της σβέρκο. Χαμηλώνεις αργά, κρατώντας τρυφερά τους ώμους της, και καρφώνεις τα αιχμηρά σου δόντια στο τρυφερό της δέρμα.

Η γεύση είναι υπέροχη. Κλείνεις τα μάτια και νιώθεις τα δικά της ανοιχτά πίσω από τα βλέφαρά σου. (Δεν θα χωρίσουμε ποτέ.)

Βγαίνοντας σβήνεις και το τελευταίο κερί. Έξω από την καλύβα σε περιμένει η Σκιά, κουνώντας την ουρά. “Πού ήσουν εσύ;” της ψιθυρίζεις στο αυτί καθώς σκύβεις να της χαϊδέψεις τη γούνα, κι αυτή σου γλείφει παιχνιδιάρικα το αίμα που έχει κυλήσει στο μάγουλό σου.

Προχωράτε. Το Δάσος αραιώνει, σαν να αποτραβιέται μακριά σου. Περνάς ανάμεσα από δύο πυρσούς που στέκουν αναμμένοι μπροστά σας. “Κοντεύουμε” της λες κι αυτή τριποδίζει χαρούμενα γύρω σου. (Που; Που πηγαίνεις;)

Το Δάσος σβήνει και μια πύλη στο χρώμα του ελεφαντόδοντου προβάλει μπροστά σου. (Μη μιλάς.) Σφραγισμένη. Δεν θα ανοίξει για σένα. Την κοιτάζεις σιωπηλός.

Μια μπάλα κυλάει στα πόδια σου. Δερμάτινη, παλιά, φθαρμένη από χρόνια. Τη σταματάς με το πόδι. (Κάποτε έπαιζες με αυτή τη μπάλα.) Τη σηκώνεις στα χέρια, σηκώνεις και το βλέμμα. (Κάποτε ήταν δική σου.)

Ένα παιδάκι στέκεται με σκυμμένο το κεφάλι. (Γιατί πρέπει να είναι παιδί; Πάντα παιδί;) Το πρόσωπό του είναι  όμορφο, παρά τη χλομάδα του. Οι άδειες κόγχες των ματιών του σε κοιτάζουν παρακλητικά. Περιμένει μαζεμένο, σαν κάτι να φοβάται. Απλώνεις το χέρι με τη μπάλα κι αυτό την παίρνει με ένα δειλό χαμόγελο. Σου δίνει το άλλο του χέρι και το παίρνεις μαλακά μέσα στο δικό σου.

Η πύλη των σιωπηλών νεκρών ανοίγει και το παιδάκι σε οδηγεί μπροστά. Η Σκιά αλυχτά. Δεν μπορεί να περάσει. Δεν γυρίζεις να την κοιτάξεις. Ξέρεις ότι δεν θα την ξαναδείς. (Όχι έτσι.) Περνάτε, και η πύλη κλείνει πίσω σας αθόρυβα, όπως άνοιξε. Νιώθεις το παγωμένο χεράκι του παιδιού ακόμα μέσα στο δικό σου, μα το παιδί δεν είναι πια πουθενά.

Αναρωτιέσαι πως θα ήταν αν μεγάλωνε. (Αλλά το ξέρεις ήδη, έτσι δεν είναι;)

Περπατάς στον έρημο δρόμο μπροστά σου. Κάθε βήμα σε φέρνει πιο κοντά στον στόχο σου. Στον Εχθρό σου. Αυτό έχει σημασία. Μονάχα αυτό.

Στον έρημο δρόμο δεν υπάρχουν σπίτια (υπάρχει ο Οίκος). Στον έρημο δρόμο δεν υπάρχουν τοίχοι (υπάρχουν όμως παράθυρα). Από τα παράθυρα, που βλέπεις μόνο με την άκρη του ματιού σου, σε χαιρετούν θολές μορφές ενός άλλου παρελθόντος.

Προχωράς (μια γυναίκα που κάποτε αγάπησα κλαίει). Προχωράς (ένας φίλος που λησμόνησα με χαιρετάει). Προχωράς (ένας άνδρας που δεν έγινα μου γυρνάει την πλάτη). Προχωράς. Δεν σταματάς. Μονάχα προχωράς. Ίσως το βήμα σου να γίνεται λιγάκι πιο αργό. Ίσως να θέλεις να γυρίσεις το κεφάλι. Ίσως να σου θυμίζει κάτι εκείνο το παιδί εκεί ψηλά που πάει να σε πει μπαμπά. Μα προχωράς.

Και δεν μπορείς να πεις ποιο βήμα σου σε έφερε στον Οίκο, αλλά είσαι εκεί. Μια γιγάντια πύλη δεσπόζει στο βάθος. Μοιάζει φτιαγμένη από τα θραύσματα χιλιάδων κατόπτρων που κολυμπούν το ένα μέσα στο άλλο. Έφτασες. Αυτός είναι ο στόχος σου. (Αλλά δεν είσαι μόνος).

Μια σφαίρα από Τίποτα υψώνεται μέσα από το έδαφος, ρουφώντας μέσα της τον χώρο και το χρόνο. (Σε ξέρω.) Τα θραύσματα του καθρέφτη εκτοξεύονται σαν σφαίρες, παρασυρμένα από την έλξη αυτού του βδελύγματος. (Σε γνωρίζω.) Σύντομα μια μάζα από γυαλιστερές λεπίδες στέκει ανάμεσα σε σένα και την πύλη. (Μου ανήκεις.)

Προεξοχές σαν πλοκάμια γεννιούνται μέσα από τη μάζα και ξαναπορροφούνται για να εμφανιστούν αλλού. Ένας διατρητικός συριγμός σου διαπερνάει τον εγκέφαλο. Η κάθε λεπίδα ψιθυρίζει μέσα στο κεφάλι σου το όνομά της. (Φόβος. Ελπίδα. Δειλία. Ενοχή. Απάθεια. Θλίψη.)  Η καθεμία τους κόβει πιο σκληρά από την άλλη, η καθεμιά τους ζητάει ένα κομμάτι σου για να ταΐσει το αχόρταγο κενό.

Ας προσπαθήσουν. Ας έλθουν. Μέσα σου κυλάει το αίμα των μαύρων δράκων που δεν γνωρίζει ήττα. Βρυχάσαι: ΟΛ ΣΟΝΦ ΒΟΡΣΓΚ, ΑΡΑΚ-ΝΙ, ΚΕΣΟΛΟΡ ΜΟΛΟΚ και πίδακες σκοτεινής φωτιάς εκτοξεύονται από την πλάτη σου, ιστοί οργής έτοιμοι να αποκρούσουν κάθε πλοκάμι που ορμά ουρλιάζοντας κατά πάνω σου. Τραβάς τη λεπίδα σου και ρίχνεσαι στη μάχη.

Χτύπημα στο χτύπημα, κόψη στην κόψη, ένας χορός θανάτου και φωτιάς. Δεν υποχωρείς. Δεν σταματάς. Δεν κουράζεσαι. Μα ούτε και ο αντίπαλός σου. Κάθε του χτύπημα έχει το βάρος όσων δεν έκανες ποτέ. Κάθε απόκρουσή σου ένα σημείο ακλόνητης θέλησης πέρα από τη λογική. Δεν θα ηττηθείς.

Μα αυτή η μάχη δεν κερδίζεται. Αυτός ο χορός δεν τελειώνει. Σε κάθε σου προσπάθεια, το πλάσμα δυναμώνει. Ο χώρος και ο χρόνος αργοσβήνουν. Μένει μόνο ένα κάτι που υπάρχει, απέναντι σε ένα τίποτα που μισεί την ύπαρξη.

Τότε. Ένα παράθυρο που σπάει. Ένα αλύχτισμα από τα βάθη της κόλασης. Δεν φοβάσαι. Είναι η δική σου κόλαση. Τα θραύσματα σε λούζουν, μα δε γυρνάς να κοιτάξεις. Ξέρεις τι θα δεις - μια μάζα από σκιά και λάβα να τρέχει κατά πάνω σου. “Σκιά, σε μένα”. Για μια στιγμή, έχεις δύο ζευγάρια μάτια - και τότε γίνεστε ένα.

Όποιος δεν έζησε στην κόλαση δεν ξέρει τι θα πει δύναμη. Γελάς καθώς καίγεσαι ολόκληρος και, για μια απειροελάχιστη στιγμή, ο αντίπαλός σου διστάζει. Σου φτάνει. Περνάς τις άμυνές του και καρφώνεσαι πάνω στις λεπίδες του. “Εσύ μου ανήκεις” ψιθυρίζεις βήχοντας αίμα. Και οι λεπίδες καίγονται και σβήνουν καθώς χάνονται μέσα στο δέρμα σου.

Είσαι ολόκληρος μια πληγή. Σέρνεις πίσω σου το βάρος χιλίων θανάτων. Κάθε βήμα που κάνεις διαρκεί μια αιωνιότητα. Αλλά πλησιάζεις. Φτάνεις. Εκεί που σε περιμένει Αυτός.

Η πύλη, όσο την πλησιάζεις, μικραίνει. Όταν πια φτάνεις, βλέπεις ότι δεν είναι παρά ένας καθρέφτης, στο ύψος σου. Εκείνος στέκεται από την άλλη πλευρά και σε κοιτάζει.

Τρεκλίζεις και πέφτεις. Το χέρι σου αφήνει ένα κόκκινο αποτύπωμα πάνω στο τζάμι. Η όρασή σου θολώνει, αλλά τον βλέπεις. Τα μάτια του (τα μάτια σου). Το πρόσωπό του (το πρόσωπό σου). Το χέρι του ακουμπάει στο ίδιο σημείο με το δικό σου, μόνο ένα λεπτό γυαλί σας χωρίζει.

Θλίψη είναι αυτό στο βλέμμα του; Σε βλέπει; Πας κάτι να πεις, μα δεν έχεις πια τη δύναμη. Θες να του φωνάξεις, να το προκαλέσεις, να το σκοτώσεις, μα το μόνο που καταφέρνεις είναι να το κοιτάζεις.

Τα μάτια του είναι υγρά, σαν κάποιου που ξέχασε να κλαίει. Αναστενάζει σιγανά, σχεδόν αδιόρατα. “Γέρασα” ψιθυρίζει.

Μα εσύ δεν τον ακούς, γιατί το σκοτάδι σε έχει προλάβει.

Μέσα στο σκοτάδι, θυμήσου έναν άνδρα. Θυμήσου πως ήσουν εσύ αυτός ο άνδρας.

 

Διαβάστε επίσης: