Ευτυχισμένη χήρα

 

«Λόγος και Τιμή», δυο έννοιες που κάνουν τους ανθρώπους δυστυχισμένους, που δεν τους επιτρέπουν να κάνουν αυτό που επιθυμούν για να γίνουν ευτυχισμένοι, ή τουλάχιστον να αποφύγουν να γίνουν δυστυχισμένοι. Ο λόγος και η τιμή της οικογενείας είχαν ρίξει και εκείνη στη δική της φυλακή και την είχαν υποχρεώσει σε ισόβια κάθειρξη. Επειδή είχε δώσει τον λόγο της σε εκείνον τον ναυτικό κουασιμόδο! Στην πραγματικότητα ο πατέρας της την είχε αναγκάσει να τον δώσει σε εκείνο το υποκείμενο, που δεν το υπέφερε ούτε λεπτό.

-Δε θέλω να τον παντρευτώ. Είπε πρώτα στη μητέρα της, που μπροστά από τη μηχανή και παρά το περασμένο της ηλικίας της καθόταν και έραβε ένα φόρεμα.

-Τι λες παιδί μου; Τη ρώτησε εκείνη τρομαγμένη. Έδωσες το λόγο σου.

-Τον παίρνω πίσω. Είπε θυμωμένα εκείνη.

-Και τι είναι ο λόγος για να τον πάρεις πίσω; Αν δεν τον ήθελες ας μην έλεγες το ναι! Έστειλες τον αδερφό σου να πάει να μιλήσει μαζί του, ο πατέρας σου με τον δικό του συμφώνησαν την προίκα και τώρα εσύ νομίζεις ότι έτσι απλά μπορείς να πεις «Δε θέλω».

-Μάνα δεν έπρεπε να με πιέσετε. Ο Μηνάς με είχε ζητήσει δύο φορές και είπα όχι, τώρα τι θα με έκανε να τον συμπαθήσω και να τον δεχτώ για άντρα μου;

-Το ότι κοντεύεις τα τριάντα. Και για να έχω το καλό ερώτημα, τι άσχημο του βρίσκεις και δεν τον θες;

-Δε ρωτάς καλύτερα τι ωραίο του βρίσκω; Τίποτα.

-Δε μου λες κοπέλα μου, μπας και υπάρχει κανένας άλλος; Τη ρώτησε πονηρεμένη η μητέρα της.

-Δεν χρειάζεται να υπάρχει κανένας άλλος μάνα για να μου προκαλεί αποστροφή κάποιος σαν τον Μηνά.

-Δεν απάντησες στην ερώτηση μου.

-Όχι μάνα, δεν υπάρχει άλλος. Πάντως βαλ’ το καλά στο μυαλό σου, τον Μηνά δεν τον παίρνω. Είπε και βγήκε στην αυλή για να ανέβει στον πάνω όροφο του σπιτιού.

-Αυτό να το πεις στον πατέρα σου μόλις επιστρέψει. Άκουσε τη μάνα της να της φωνάζει πίσω από την πλάτη της.

Δεν είχε πει ψέματα στη μητέρα της ότι δεν υπήρχε άλλος, πράγματι δεν υπήρχε, όχι πια. Είχε ερωτευτεί κάποτε έναν άντρα, ήταν ξάδερφος μιας φίλης της, ωραίο και εκείνον δεν τον έλεγες, όμως είχε κάτι που τον έκανε να ξεχωρίζει στα μάτια της. Ήταν ψηλός, γεροδεμένος, μελαχρινός με δυο μαύρα μάτια που τα έριχνε επάνω της και την έκαναν να τρέμει. Όταν την έπαιρνε στην αγκαλιά του, τα πόδια της λύγιζαν και αν δεν την κράταγε θα έπεφτε. Εκείνος ήξερε από γλυκά λόγια και φιλιά και εκείνη με όλη την κοριτσίστικη ιδιοσυγκρασία της, αφηνόταν να παραδίδεται σε εκείνον που είχε κάνει την καρδιά της να χτυπάει στο ρυθμό του. Κι ο Άγγελος την αγαπούσε, όμως εκείνη δεν τόλμησε ποτέ να μιλήσει στους γονείς της για εκείνον. Ντρεπόταν. Παράξενο που είναι, να ντρέπεσαι επειδή αγαπάς κι αγαπιέσαι, όμως παρά τα αισθήματα της η λογική της δεν της επέτρεπε να προχωρήσει, άλλωστε ήταν και το άλλο. Ο Άγγελος στα μάτια της φαινόταν παρακατιανός, κι αφού φαινόταν ως τέτοιος στα δικά της μάτια που τον έβλεπαν με λατρεία πως θα φαίνονταν στα μάτια των δικών της. Ο εραστής της περίμενε στωικά εκείνη να πάρει την απόφαση της ώστε να πάει να μιλήσει στους δικούς της όμως εκείνη επέμενε να μην λέει τίποτα, η φίλη της την έβλεπε να βασανίζεται και δεν καταλάβαινε το λόγο.

-Δεν πιστεύω ότι θα είναι τόσο αυστηροί οι δικοί σου, ώστε να βάλουν πάνω από την ευτυχία σου, τον εγωισμό τους που δεν πήρες κάποιον που σου προξένεψαν οι ίδιοι. Ακόμα κι ο θείος του Άγγελου, της είχε πει να αφήσει τους δικούς της επάνω του, μια κουβέντα της και θα τους έφερνε εκείνος βόλτα. Όμως όχι, εκείνη παρέμεινε στη σιωπή της, που δεν επέτρεπε σε κανέναν να κάνει κάποια κίνηση. Στο τέλος ο Άγγελος, κουρασμένος και νευριασμένος από τη συμπεριφορά της, έφυγε από την Αθήνα και επέστρεψε στο ορεινό του χωριό στα Ιωάννινα, χωρίς να χάσει καιρό, έστειλε προξενιό σε μια κοπέλα και αφού έδωσαν λόγο, παντρεύτηκαν και ήδη είχε την πρώτη του κόρη.

Ψύχραιμα το πήρε μόλις το πληροφορήθηκε εκείνη. «Να ζήσουν» είπε στην ξαδέρφη του ψύχραιμη και συνέχισε τη δουλειά της, απορώντας και η ίδια με τον εαυτό της. Κάτι είχε παγώσει μέσα της, ήταν σαν το αίμα της να είχε πάψει να κυλάει μέσα στις φλέβες της, και έτσι εξακολουθούσε να πορεύεται στη ζωή της. Όμως ο καιρός περνούσε, εκείνη πλησίαζε τα τριάντα και οι γονείς της στο νησί είχαν αρχίσει να ανησυχούν ότι θα τους μείνει ανύπαντρη. Ήδη είχαν αρχίσει να γίνονται σχόλια πίσω από την πλάτη τους, ενώ μια φαρμακόγλωσσα γειτόνισσα πέταγε μπηχτές στη μάνα της.

-Να έχουμε μια κόρη σαν τα κρύα τα νερά. Ομορφότερη της δεν υπάρχει στο νησί και να παντρεύονται άλλες κι άλλες και η δικιά μας να μένει ανύπαντρη, έρμαιο στα στόματα των χωριανών.

-Φταίει που την χαϊδέψαμε πολύ και ο ένας της ξινίζει και ο άλλος της βρωμάει.

Την κάλεσαν στο νησί και άρχισαν να της πιπιλίζουν το μυαλό για γάμο. Και άλλες φορές το είχαν κάνει και την είχαν τελικά παρατήσει στην ησυχία της, όμως να που δεν ήταν σαν τις περασμένες φορές. Αδιάφορη εκείνη τελικά δέχτηκε να μιλήσει με τον Μηνά που για τρίτη φορά είχε στείλει προξενιό στον πατέρα της. Δεν το έβαζε κάτω και ήξερε ακριβώς που πόνταρε, τριαντάρα πια έπρεπε να είχε ήδη παντρευτεί. Με το αίμα ακόμα παγωμένο στις φλέβες της εξαιτίας του Άγγελου, που είχε φέρει και δεύτερη κόρη στον κόσμο η Μαρίνα δεν κατάλαβε πως βρέθηκε να πει το «Ναι» στον αποκρουστικό, κοντό, μαυριδερό και με καράφλα Μηνά.

Όμως ένα βράδυ και ενώ το συλλογιζόταν, κι ενώ σκεφτόταν πόσο μισούσε το Άγγελου και πόσο πρέπει να τη μισούσε και εκείνος, ένιωσε τον πάγο που είχε περικλύσει την καρδιά της να σπάει και το αίμα να κυλάει ξανά στις φλέβες της. Όχι δεν ήθελε να παντρευτεί τον Μηνά, δεν έπρεπε να επιτρέψει να της συμβεί αυτό, έπρεπε να μιλήσει στους γονείς της. Χίλιες φορές γεροντοκόρη από το να παντρευτεί ένα άντρα που δεν της άρεσε και τον είχε απορρίψει ήδη δύο φορές. Περίμενε πως η μητέρα της θα ήταν πιο συμπονετική απέναντι της, ότι θα της μιλούσε και θα καταλάβαινε όμως την ίδια σκληρότητα έδειχνε και εκείνη εξαιτίας του λόγου που την είχαν αναγκάσει να δώσει.

-Ξέχασε το! Ήταν απόλυτος ο πατέρας της μόλις πληροφορήθηκε από τη μάνα της ότι ήθελε να πάρει το λόγο της πίσω από το Μηνά. Ας μην του έλεγες «Ναι». Για μια τιμή ζούμε και δε θα επιτρέψω εγώ να ξεφτιλιστώ σε όλο το νησί και να περπατάω με σκυμμένο το κεφάλι. Να με κουβεντιάζουν όλοι. Τώρα θα τον πιεις με το ζουμί του, δεν υπάρχει άλλος δρόμος από το γάμο εκτός κι αν θες να σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια.

-Με αναγκάσατε πατέρα να πω το ναι.

-Και θα σε αναγκάσω να το τηρήσεις. Και συνέχιζε να λέει εκείνος. Παρατημένη η Μαρίνα κλειδώθηκε στο δωμάτιο της και πεσμένη στο κρεβάτι της ξέσπασε σε θρήνο και κλάματα. Ο πατέρας της συνέχισε να μιλάει έξω από την πόρτα της για λίγο, μέχρι που ήρθε και τον τράβηξε η μάνα αφήνοντας την μόνη της.

Άλλα δάκρια δεν υπήρχαν να χύσει, όμως κάθε λίγο της ξέφευγε και από κάποιος λυγμός. Πλησίασε το παράθυρο και το άνοιξε για να μπει καθαρός αέρας, έμεινε για λίγο να κοιτάει το αντικρινό σπίτι, που ήταν το πατρικό του Μηνά. Έπρεπε με κάποιον τρόπο να πείσει τον εαυτό της να κρατήσει το λόγο της, όχι για άλλον λόγο αλλά οι γονείς της δεν ήταν πρόθυμοι να δεχτούν την αλλαγή της απόφασης της. Χωρίς την στήριξη εκείνων δεν είχε ποιος να την στηρίξει στη ζωή.

Αδιαμφισβήτητα ο Μηνάς δεν της ταίριαζε, δεν μπορούσε να τον ανεχτεί καν, όμως ήταν ναυτικός και αυτό ήταν το μεγάλο προτέρημα του όλου εγχειρήματος. Θα έλειπε για μεγάλα χρονικά διαστήματα, αφήνοντας την στην ησυχία της και θα επέστρεφε για μικρά χρονικά διαστήματα. Όλα θα έμπαιναν πάλι στον κανονικό τους ρυθμό. Εκείνη θα εξακολουθούσε τη ζωή της, θα συνέχιζε τη δουλειά την στην Αθήνα, τον περισσότερο καιρό δε θα είχε να μοιράζεται ούτε το κρεβάτι, ούτε το σπίτι, ούτε τη ζωή της μαζί του. Και ίσως αν ήταν γραφτό του… είπε αλλά σταμάτησε την σκέψη της απότομα και τρομαγμένη, μιας και υπήρχε και Θεός και άκουγε. Όμως τα όνειρα της ήταν γεμάτα από ναυάγια και παραδόξως το πρωί, ξύπνησε πιο ανάλαφρη.

Ο γάμος ορίστηκε και λίγο πριν φύγει ο Μηνάς για το επόμενο ταξίδι, εκείνη στεκόταν στο πλάι του στην εκκλησία, περιμένοντας τον παππά να τους ευλογήσει. Το βράδυ το πέρασε στη νυφική κρεβατοκάμαρα τους, με το να ανέχεται το βάρος του πάνω από το σώμα της και τα γλυκόλογα του. Ευτυχώς είχε σβήσει το φως και δεν έβλεπε τους μορφασμούς αηδίας που έπαιρνε, σε κάθε κίνηση του, σε κάθε λέξη του.

Φεύγοντας ο Μηνάς λίγες μέρες έπειτα από το γάμο, η Μαρίνα ένιωσε με μιας ανακούφιση. Επιτέλους ήταν ελεύθερη. Έτσι περίπου πέρασαν δεκαπέντε χρόνια με τη Μαρίνα στη στεριά να μεγαλώνει τα παιδιά του και με εκείνον στη θάλασσα να κάνει ταξίδια και να τους βάζει το μεγαλύτερο μέρος από το μισθό του σε ένα βιβλιάριο τραπέζης. Μπροστά στα παιδιά της δεν έδειχνε την αποστροφή που ένιωθε για τον πατέρα τους, δεν ήθελε να αρχίσουν να ψάχνουν τα αίτια. Με εκείνον ήταν τυπική, τον υποδεχόταν και τον ανεχόταν, όμως χωρίς πάθος, με λογική και συνήθεια ενώ παρηγορούταν ότι σύντομα εκείνος θα μπάρκαρε και θα επέστρεφε στην αγαπημένη της ρουτίνα. Τα παιδιά μεγάλωναν, η μητέρα της είχε μείνει χήρα και είχε έρθει να μείνει μαζί της στην Αθήνα και όλα πορεύονταν όπως έπρεπε.

Ήταν στη δουλειά της, το ραδιόφωνο δίπλα της έπαιζε χαμηλόφωνα μουσική, ενώ εκείνη έκανε τους υπολογισμούς της. Το πρόγραμμα σταμάτησε για μια έκτακτη είδηση. Ένα ελληνικό πλοίο είχε βουλιάξει στη μέση του ειρηνικού ωκεανού, κανείς δεν γνώριζε αν υπήρχαν νεκροί, ζωντανοί ή τραυματίες. Η καρδιά της σταμάτησε εξαιτίας μιας απεγνωσμένης ελπίδας, το τηλέφωνο άρχισε να χτυπάει για να τη επαναφέρει στην πραγματικότητα.

Είχαν περάσει κάποιες μέρες χωρίς να ξέρουν τι είχε συμβεί στο Μηνά, το μόνο που γνώριζαν ότι ήταν το δικό του πλοίο που είχε βυθιστεί. Από το πλήρωμα υπήρχαν ζωντανοί αλλά κάποιοι λιγότερο τυχεροί είχαν παρασυρθεί μαζί με το κουφάρι του πλοίου στο βάθος του ωκεανού. Το αφεντικό της Μαρίνας θέλησε να της δώσει άδεια μέχρι να μάθει τι είχε συμβεί στον άντρα της, εκείνη το αρνήθηκε, παραμένοντας στη ρουτίνα της: «Κρατάω το μυαλό μου απασχολημένο», θέλησε να δικαιολογηθεί στο αφεντικό της μόλις είδε ότι την περιεργάστηκε απορημένος.

-Αλήθεια, τη ρώτησε το βράδυ που επέστρεψε από τη δουλειά η μάνα της, είσαι τόσο ψύχραιμη ή απλά τόσο ψυχρή;

-Εσύ τι πιστεύεις; Τη ρώτησε κοιτώντας την στα μάτια, μην κρύβοντας την απέχθεια που είχε για τη μάνα της όλα εκείνα τα χρόνια, που την είχε σπρώξει μαζί με τον πατέρα να παντρευτεί έναν άντρα που δεν ήθελε και που δεν υπήρχε περίπτωση να τον αγαπήσει ποτέ.

………

Είχαν έρθει οι λίστες με τα ονόματα των επιζώντων, η Μαρίνα αφήνοντας τη μητέρα της με τα παιδιά έφυγε για τα γραφεία της εταιρείας ώστε να μάθει. Ο υπεύθυνος είχε σταθεί ζητώντας να κάνουν ησυχία ώστε να διαβάσει τα ονόματα, μια γυναίκα, με έντονη την αγωνία στο πρόσωπο της, ρώτησε ένα όνομα, εκείνος διάβασε βιαστικά τη λίστα, ύστερα έμεινε για λίγο σιωπηλός επιμένοντας να κοιτάει τα χαρτιά του, μην ξέροντας πώς να πει το νέο στη γυναίκα.

-Αγνοείται. Είπε στο τέλος. Η γυναίκα γνωρίζοντας τι σήμαιναν τα λόγια του υπεύθυνου της ναυτιλιακής εταιρείας με μιας ούρλιαξε και λιποθύμησε, ένας άντρας που στεκόταν δίπλα της, πρόλαβε και την άρπαξε πριν πέσει στο πάτωμα. Την έβαλαν να καθίσει σε μια καρέκλα και έφεραν νερό να της ρίξουν στο πρόσωπο για να τη συνεφέρουν. Η Μαρίνα την κοίταξε, ύστερα πλησίασε τον υπεύθυνο και τον ρώτησε αν το όνομα του Μηνά υπήρχε στη λίστα των επιζώντων, εκείνος έριξε μια ματιά στη λίστα και ξάφνου φωτίστηκε το πρόσωπο του.

-Δεύτερος καπετάνιος; Ρώτησε και η Μαρίνα κούνησε καταφατικά το κεφάλι της και περίμενε για τα άσχημα νέα, που της μαρτυρούσε το χαρούμενο πρόσωπο του υπεύθυνου.

-Ζει! Εκείνη αφού ευχαρίστησε γύρισε και έφυγε, πριν βγει, έριξε μια ματιά στη γυναίκα και ψιθύρισε ανάμεσα από τα δόντια της «Ευτυχισμένη χήρα»!

………

Ο Μηνάς επέστρεψε στην οικογένεια του, όμως ήταν ένας άλλος άνθρωπος. Αγκάλιασε τα παιδιά του σφιχτά και έπειτα τη Μαρίνα, που ήταν σαν να αγκάλιαζε ένα κομμάτι κρύο ξύλο. Μόλις τα παιδιά πήγαν και ξαπλώσανε, η πεθερά του έκατσε μαζί τους και του έκανε τις ερωτήσεις που θα έπρεπε να του κάνει η γυναίκα του η οποία σιωπηλή, κινούταν μέσα στο σπίτι κάνοντας δουλειές.

-Ω, ήταν απαίσιο. Να μην ξέρεις αν θα ζήσεις ή θα πεθάνεις, αν θα ξαναδείς την οικογένεια σου, τη γυναίκα, τα παιδιά, τους γονείς σου. Φίλοι σου να αγνοούνται, άνθρωποι που δουλεύατε καθημερινά δίπλα δίπλα, και να ξέρεις ότι στα ναυάγια η λέξη αγνοούμενος ισοδυναμεί με νεκρός. Απαίσιο. Δεν μπορώ να περιγράψω το συναίσθημα και ούτε τα όσα ζήσαμε.

Αφού μίλησαν για λίγη ακόμα ώρα ο Μηνάς ανακοίνωσε την απόφαση του.

-Αυτό το ταξίδι ήταν το τελευταίο για μένα. Η Μαρίνα γύρισε και τον κοίταξε απότομα, καθώς στεκόταν στο νεροχύτη και έπλενε τα πιάτα. Με γυρισμένη την πλάτη προς εκείνη, δεν πρόσεξε την αντίδραση της, η μάνα της αντιθέτως που την είδε ανησύχησε. Είχα αρχίσει να το σκέφτομαι πριν φύγω, θέλω να δω τα παιδιά μου να μεγαλώνουν, έχω χάσει τα καλύτερα τους χρόνια, όμως ύστερα από το ναυάγιο η σκέψη μου έγινε απόφαση.

-Άντε τώρα καημένε. Του είπε η Μαρίνα. Τώρα σου φαίνεται έτσι. Σε λίγο καιρό θα το ξεχάσεις και θα επιθυμήσεις να γυρίσεις στη θάλασσα και στα ταξίδια.

-Όχι Μαρίνα, είμαι αποφασισμένος. Τέλος για μένα τα ταξίδια. Άλλωστε ως ναυτικός δικαιούμαι νωρίτερα σύνταξη. 

………

Προσπαθούσε να διασκεδάσει τον εαυτό της ότι τελικά ο Μηνάς θα επέστρεφε στη θάλασσα και στα μακροχρόνια ταξίδια του, κι ότι όσα έλεγε για την απόσυρση του από το επάγγελμα, ήταν εξαιτίας του φόβου του. Όμως όπως όλοι οι ναυτικοί, ο έρωτας για τη θάλασσα θα επικρατούσε του φόβου που του είχε προκαλέσει το ναυάγιο και ότι τελικά θα συνέχιζε να μπαρκάρει. Όταν όμως επέστρεψε ο Μηνάς με γλυκά ένα μεσημέρι για να τους ανακοινώσει ότι είχε καταθέσει τα χαρτιά του για τη σύνταξη η Μαρίνα κόντεψε να βγάλει αφρούς από το στόμα. «Περίμενε» συμβούλευε τον εαυτό της, απλά κατάθεσε τα χαρτιά, μπορεί να μην δεχτούν να του δώσουν σύνταξη, μόλις που είχε κλείσει τα πενήντα. Παρά που προσπαθούσε να κάνει υπομονή, είχε αρχίσει να έχει συνέχεια κατεβασμένα μούτρα, να θυμώνει με το παραμικρό και να πιέζει ακόμα περισσότερο τα παιδιά της να είναι επιμελείς στις υποχρεώσεις τους. Τα δικά της παιδιά θα σπούδαζαν και θα γίνονταν επιστήμονες να μην εξαρτώνται από κανέναν. Ειδικά ο μεγάλος της γιος ο Άγγελος, το καμάρι της. Του είχαν δώσει το όνομα του παππού, αλλά εκείνη του είχε δώσει το όνομα του αγαπημένου της. Κάθε χρόνο στη γιορτή του, έπαιρνε άδεια από τη δουλειά της, το σπίτι λαμποκοπούσε από τη γενική που του είχε κάνει όλο τον προηγούμενο μήνα, το πρωί πήγαινε στην εκκλησία, συνήθως είχε κάνει νηστεία και μεταλάβαινε. Ύστερα τα παιδιά επέστρεφαν, έτρωγαν το αγαπημένο φαγητό του Σταμάτη που του το είχε μαγειρέψει και ενώ τα παιδιά αποσύρονταν για να διαβάσουν εκείνη αναπολούσε τα παλιά. Κάποιες φορές ονειρευόταν ότι ήταν παιδιά του αγαπημένου της και όχι του Μηνά, όμως ο Άγγελος είχε ‘‘πεθάνει’’ και είχε αφήσει να μεγαλώσει μόνη της τους καρπούς του έρωτα τους. Και έτσι για λίγο ένιωθε ευφορία μέχρι να ξεκινήσουν τα τηλέφωνα οι συγγενείς και οι ελάχιστοι φίλοι.

Κι ενώ είχε κατεβάσει μούτρα με την ανακοίνωση της κατάθεσης των χαρτιών του, μόλις έμαθε ότι βγήκε η σύνταξη ένιωσε να της έρχεται ταμπλάς. Δεν μπορούσε να δεχτεί ότι θα ήταν επί μονίμου βάσεως φορτωμένη με τον κουασιμόδο. Ότι κάθε φορά που θα επέστρεφε από τη δουλειά στο σπίτι θα τον έβρισκε εκεί, χωρίς την ελπίδα να εξαφανιστεί από μπροστά της, παύοντας να της καταστρέφει την αισθητική και την ησυχία. Αφού κλείστηκε για λίγη ώρα στο μπάνιο ώστε να καταφέρει να ηρεμίσει τον εαυτό της, έδωσε όρκο ότι θα του έκανε τη ζωή μαρτύριο σε βαθμό να τον κάνει να σκέφτεται πόσο άτυχος ήταν που δεν πνίγηκε στο ναυάγιο. Και πράγματι από εκείνη τη μέρα ο Μηνάς άρχισε να βιώνει όλες της παραξενιές της γυναίκας που πόθησε και θέλησε να την κάνει δικιά του. Στην αρχή δεν έδωσε μεγάλη σημασία, οι γυναίκες έχουν πολλές ορμόνες, μπορεί να έφταιγε μια πρόωρη εμμηνόπαυση. Ή μπορεί η κούραση από τη δουλειά και τις υποχρεώσεις του σπιτιού. Έβαζε διάφορα πράγματα με το μυαλό του για να δικαιολογεί την κακή της διάθεση, όμως ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό του ότι μπορεί να ήταν ο ίδιος ο λόγος. 

Τα χρόνια είχαν περάσει, τα παιδιά είχαν μεγαλώσει, είχαν αποκατασταθεί επαγγελματικά και είχαν κάνει τις δικές τους οικογένειες. Το σπίτι είχε παραχωρηθεί στο μεγάλο γιο και εκείνοι αποφάσισαν να πάνε να ζήσουν στο νησί από το να νοικιάσουν στην Αθήνα ένα διαμέρισμα. Εκεί θα είχαν περισσότερο χώρο, θα είχαν καθαρό αέρα και θα μπορούσαν να καλλιεργούν διάφορα ήδη στον κήπο και στα λιγοστά χωράφια τους, οπότε θα έστελναν και στα παιδιά τους. Μόνος του πλέον, χωρίς την παρουσία των παιδιών του που ήταν η παρηγοριά του, ο Μηνάς αντιλήφθηκε ότι ζούσε με τη λάμια των παραμυθιών. Η Μαρίνα, χωρίς να έχει άλλον να ασχοληθεί ξέσπαγε ολοκληρωτικά τα νεύρα της επάνω του, τον υποτιμούσε και του έλεγε τι θα πει σε ποιον και πως θα φερθεί. Κι εκείνος απλά έκανε υπομονή. Αλλά δεν ήξερε και για ποιο λόγο έκανε. Αφού συνήθως κάνεις υπομονή, περιμένοντας ότι κάποια στιγμή το βάσανο σου θα τελειώσει, όμως εκείνου μόνο στον τάφο θα τελείωνε. Μέχρι που ένα βράδυ είδε στο όνειρο του, ότι είχε πεθάνει εν ειρήνη και αναπαυόταν στον τάφο του, ως που κάποια στιγμή άνοιξε ο λάκκος και μπήκε φως, ένα άλλο φέρετρο κατέβηκε και σκεπάστηκε γρήγορα με χώμα με τη συνοδεία των λόγων του παππά. Ο Μηνάς αναρωτιόταν ποιος πέθανε όταν άκουσε από το διπλανό φέρετρο τη φωνή της Μαρίνας να τον ψέλνει και να τον μουρμουράει. Ήταν τέτοια η τρομάρα του που πετάχτηκε όρθιος και καταϊδρωμένος.  

-Θα με αφήσεις καμιά ώρα να κοιμηθώ χριστιανέ μου, που ησυχία δεν έχεις βρει απόψε όλη νύχτα. Πάρε το μαξιλάρι σου και σκεπάσματα και τράβα να κοιμηθείς δίπλα στων παιδιών αν δεν μπορείς να κάτσεις ήσυχα. Χωρίς δεύτερη σκέψη ο Μηνάς έκανε όπως του υπαγόρευσε η συμβία του και από τότε, τουλάχιστον απέκτησε ησυχία τη νύχτα γιατί τη μέρα η σαδιστική διάθεση της Μαρίνας δεν είχε αναπαμό.

 

Στο μεταξύ η Μαρίνα, κάθε πρωί που σηκωνόταν έβγαινε στο μπαλκόνι της εισόδου και κοίταζε απέναντι και ψηλά που βρισκόταν το πατρικό της ερημωμένο. Της άρεσε η εικόνα του ρημαγμένου αρχοντικού, του εγκαταλελειμμένου, που όπως είχε ρημαχτεί η ζωή της έτσι και η περιουσία και οι κόποι των γονιών της, αφού τα υπόλοιπα αδέρφια της, δεν κατάφεραν ποτέ να έρθουν σε συνεννόηση μεταξύ τους. Αυτό θα ήταν η μεγαλύτερη κατάρα που θα μπορούσε ποτέ να κάνει κανείς στον πατέρα της και όπου σίγουρα μέσα στον τάφο του δε θα μπορούσε να βρει ειρήνη, όπως και η ίδια δεν μπορούσε να βρει ειρήνη στη ζωή της, στο όνομα της τιμής της οικογενείας και των προκαταλήψεων.                

 

ΤΕΛΟΣ

 
Διαβάστε επίσης: