Έρωτες στα Social Media
Άνανδρη Εκδίκηση
Σίας Στεφανοπούλου
(Διήγημα Όγδοο από τη σειρά, Έρωτες των Social Media).
Η Νάντια ξύπνησε από τον ήχο του τηλεφώνου της. Το ρολόι έδειχνε δύο και τέταρτο τα χαράματα. Ποιος μπορεί να της τηλεφωνούσε τέτοια ώρα; Να είχε συμβεί σε κάποιον δικό της κάτι κακό και της τηλεφωνούσαν να την ενημερώσουν; Απάντησε τρομαγμένη στο τηλεφώνημα για να ακούσει από την άλλη πλευρά της γραμμής κάποιον να αναστενάζει.
«Ποιος είναι;» ρώτησε ζαλισμένη. Οι ανάσες συνεχίστηκαν, αλλά κανείς δεν της απάντησε. Νευριασμένη που επρόκειτο για φάρσα έκλεισε το τηλέφωνο και το ρύθμισε στη λειτουργία πτήσης, πέφτοντας να κοιμηθεί ξανά. Δεν είχε περάσει ένα τέταρτο και ο ήχος από το σταθερό της χτύπησε, τρομοκρατώντας την. Μάλλον κάποιος προσπαθούσε να την ενημερώσει για κάτι, πιθανόν η γραμμή να μην ήταν καλή και να μην την άκουγαν που μιλούσε.
«Εμπρός;»
«Μου το έκλεισες! Γιατί μου το έκλεισες;» τη ρώτησε μια εντελώς άγνωστη σε εκείνη φωνή.
«Ποιος είναι; Τι θες;»
«Θέλω τα σαρκώδη χείλη σου, να ρουφήξουν τον…»
«Άι στο διάολο ανώμαλε, βραδιάτικα», είπε και έκλεισε το τηλέφωνο τραβώντας το από την πρίζα. Κουρασμένη και έχοντας να σηκωθεί νωρίς το πρωί ώστε να πάει στη δουλειά της, έπεσε και κοιμήθηκε ξανά, χωρίς να δώσει περαιτέρω σημασία. Το επόμενο πρωί που ξύπνησε και ενεργοποίησε ξανά το κινητό της βρήκε τέσσερις ακόμη κλήσεις από αριθμό με απόκρυψη. Φέρνοντας τα γεγονότα στο μυαλό της αναρωτήθηκε κατά πόσο μπορεί να ήταν τυχαίο. Αυτός που της είχε τηλεφωνήσει πρώτα πήρε στο κινητό της και έπειτα στο σταθερό. Δεν ήταν σύμπτωση, και με βεβαιότητα επρόκειτο για τον ίδιο άντρα, αφού τη ρώτησε ξεκάθαρα «Γιατί μου το έκλεισες;» Να ήταν άραγε κάποιος που τον ήξερε; Αλλά πάλι η φωνή του δεν της έλεγε τίποτα. Τότε μήπως τον είχε βάλει κάποιος γνωστός της για να της κάνει κακόγουστη φάρσα; Ποιος θα μπορούσε να είναι τόσο μαλάκας; «Πολλοί», κατέληξε με απογοήτευση. Πηγαίνοντας όμως στη δουλειά ξέχασε το βραδινό περιστατικό και αφοσιώθηκε στα καθήκοντά της. Το περιστατικό επανήλθε στη μνήμη της το βράδυ, λίγο πριν ξαπλώσει να κοιμηθεί. Να είχε τελειώσει άραγε η φάρσα ή θα είχε μία από τα ίδια και το αποψινό βράδυ. Αποφάσισε να μην το ρισκάρει, βάζοντας το κινητό της σε λειτουργία πτήσης και βγάζοντας το σταθερό από την πρίζα. Ήλπιζε μόνο να μην την έψαχνε κανένας δικός της και ανησυχούσε, γι’ αυτόν το λόγο ενεργοποίησε πάλι το κινητό της, έστειλε ένα μήνυμα στην αδερφή της ότι ήταν καλά, είχε φτάσει στο σπίτι και ότι θα έπεφτε να κοιμηθεί μιας και ήταν πολύ κουρασμένη. Η αδερφή της απάντησε με ένα ερωτηματικό, μιας και δεν την είχε συνηθίσει σε τέτοια αναλυτική αναφορά. Το επόμενο πρωί θα την ερχόταν μήνυμα στο κινητό που θα την ενημέρωνε ότι μέσα στη νύχτα είχε τρεις κλήσεις από άγνωστο αριθμό. «Ωραία, τα πιάσαμε τα λεφτά μας, ή θα μείνω χωρίς τηλέφωνο ή θα έχω κλήσεις από τον ανώμαλο κάθε βράδυ».
Ίσως να έπρεπε να το αφήσει ανοιχτό και να μιλήσει με τον τύπο. Να τον απειλήσει στην ανάγκη ότι θα έβρισκε τον μπελά του αν συνέχιζε να την ενοχλεί. Ή να τον πείσει να της αποκαλύψει ποιος τον είχε βάλει να της κάνει φάρσα ή του είχε δώσει τον αριθμό της. Έπειτα θυμήθηκε ότι δεν ήταν τα μόνα τηλεφωνήματα που είχε δεχτεί με απόκρυψη το τελευταίο διάστημα. Όμως ήταν τα πρώτα τόσο αργά μέσα στη νύχτα. Συνήθως δεν απαντούσε σε απόκρυψη, ποιος τηλεφωνεί με απόκρυψη στις μέρες μας, ακόμη και οι διαφημιστικές εταιρείες ή εκείνοι οι ενοχλητικοί τύποι από τις εισπρακτικές γνωρίζουν ότι δε θα απαντήσει κάποιος αν δε φανεί ο αριθμός τηλεφώνου που καλεί στην οθόνη του τηλεφώνου. Κι αν είχε απαντήσει τις προάλλες ήταν επειδή ήταν αργά μέσα στη νύχτα και είχε αιφνιδιαστεί και ανησυχήσει μαζί. Ήταν όμως ακόμη μεσοβδόμαδα και δεν είχε αντοχή να μείνει ξάγρυπνη περιμένοντας, καλύτερα να το άφηνε το ξεκαθάρισμα για την Παρασκευή το βράδυ που θα είχε χρόνο να ξεκουραστεί το Σάββατο το πρωί. Όπως ήταν αναμενόμενο τόσο την Πέμπτη το πρωί όσο και την Παρασκευή, έλαβε μηνύματα με τις κλήσεις που έγιναν το προηγούμενο βράδυ. Την Παρασκευή το βράδυ πριν πέσει στο κρεβάτι, προσπάθησε να θωρακιστεί με υπομονή και ξάπλωσε με το κινητό δίπλα της ενεργό και το σταθερό στην πρίζα. Όμως ο ύπνος δεν της κολλούσε, αφού περίμενε την κλήση του άγνωστου με αμφίβολη την επιτυχία από πλευρά της να τον πείσει να της αποκαλύψει που βρήκε τους αριθμούς της και για ποιο λόγο την ενοχλούσε. Μπορεί πάλι να κατάφερνε να καταλάβει κάτι αν μιλούσε στο τηλέφωνο με τον ενοχλητικό άγνωστο, μπορεί να του ξέφευγε κάποια πληροφορία. «Σίγουρα ο τύπος δεν πάει καλά», σκεφτόταν και γινόταν όλο και πιο ανήσυχη. Γύρω στις τρεις τα ξημερώματα αποφάσισε ότι καλύτερα θα ήταν να απενεργοποιήσει το τηλέφωνο αν ήθελε να κοιμηθεί, άλλωστε το σταθερό ήταν στην πρίζα, αν εκείνος έκανε απόπειρα να της τηλεφωνήσει, θα τα κατάφερνε. Ο ύπνος της ήταν ταραγμένος μιας και από την έγνοια της νόμιζε ότι άκουγε το σταθερό της να χτυπάει, πεταγόταν, όμως τελικά στο σπίτι υπήρχε ησυχία και κανένα τηλέφωνο δεν χτυπούσε. Το πρωί του Σαββάτου που ξύπνησε πιο κουρασμένη απ’ ότι είχε ξαπλώσει, τσέκαρε το κινητό της και είδε ότι δεν είχε καμία νυχτερινή κλήση ούτε από γνωστό ούτε από άγνωστο αριθμό.
«Λες να του πέρασε;» αναρωτήθηκε. «Απηύδησε που δεν του απαντούσα και με άφησε ήσυχη;» το ευχήθηκε από μέσα της, αλλά κράτησε μικρό καλάθι, μόνο αφού πέρασε μια εβδομάδα και δεν είχε ξυπνήσει μέσα στη νύχτα από ήχο τηλεφώνου άρχισε να χαλαρώνει και να ησυχάζει, ότι ο τύπος την είχε αφήσει επιτέλους ήσυχη.
Την μεθεπόμενη Παρασκευή το βράδυ, μετά τη δουλειά βγήκε με κάποιους συναδέλφους. Επιστρέφοντας πιο αργά από ότι συνήθως σπίτι της, ένιωσε κάποια περίεργη παρουσία κοντά της. Να βρισκόταν κάποιος ήδη μέσα στο σπίτι της; Έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά και άνοιξε, τα πάντα ήταν στη θέση που τα είχε αφήσει το πρωί πριν φύγει. Όμως γιατί είχε αυτό το έντονο αίσθημα ανασφάλειας. Βγήκε για λίγο στο μπαλκόνι να ανάψει ένα τσιγάρο, αν και δεν ήταν μανιακή καπνίστρια, κάπνιζε κάποιες φορές όταν ένιωθε ότι τα νεύρα της ήταν τεντωμένα. Τότε της φάνηκε ότι στο απέναντι πεζοδρόμιο, κάποιος μετακινήθηκε στις σκιές. «Κάποιος περαστικός» συλλογίστηκε, όμως περίμενε να τον δει ξανά πιο κάτω στον δρόμο, όπως θα συνέβαινε με κάποιον διαβάτη που έτυχε να χαθεί πίσω από ένα δέντρο ή τα παρκαρισμένα αμάξια, όμως δεν φάνηκε κανείς. Η Νάντια έσβησε βιαστικά το τσιγάρο και μπήκε πάλι στο διαμέρισμα κλείνοντας την πόρτα. «Ανάθεμα, θα με κάνουν εμμονική αυτά τα τηλέφωνα, ακόμη και αν σταμάτησαν».
Οι μέρες περνούσαν και η Νάντια είχε όλο και πιο έντονη την αίσθηση ότι κάποιος την ακολουθούσε. Αν κάποιο βράδυ αποφάσιζε να βγει, σκεφτόταν την ώρα που θα έπρεπε να επιστρέψει σπίτι της και αγχωνόταν. Κάποιες βραδιές διανυκτέρευσε στο σπίτι φίλης ή της αδερφής της, αλλά και αυτό δεν ήταν λύση, μιας και επιστρέφοντας η αόρατη παρουσία ήταν εκεί και καραδοκούσε. Κάποιες φορές είχε καταλήξει ότι δεν ήταν τίποτα, απλά τα τηλέφωνα της είχαν γεννήσει αυτή την ιδέα. Δεν μπορεί όλο και κάποιος θα τον είχε πάρει είδηση στη γειτονιά. «Κι αν δεν είναι η ιδέα μου;» αναρωτιόταν μια φωνούλα στο μυαλό της Νάντιας. Ο τύπος μπορεί να είχε βρει άλλη να ενοχλήσει και να την είχε αφήσει ήσυχη, αλλά αν βρισκόταν πιο κοντά της απ’ ότι φανταζόταν. Και αυτή η αίσθηση που είχε όταν έπεφτε το σκοτάδι, ότι κάποιος την ακολουθεί. Όπως και να είχε έπρεπε να ξεδιαλύνει το ζήτημα. Είτε ανησυχούσε άδικα εξαιτίας των κλήσεων είτε όντως βρισκόταν κοντά της με σκοτεινούς σκοπούς έπρεπε να το αντιμετωπίσει, και φυσικά όχι μόνη της. Έπρεπε να μιλήσει σε κάποιον, να ζητήσει βοήθεια. Αλλά από ποιον;
Στην αστυνομία δεν είχε εμπιστοσύνη, έπρεπε πρώτα να συμβεί το κακό και έπειτα να αναλάβουν εκείνοι δράση, άσε που τώρα τελευταία, υπήρχαν περιπτώσεις που κάποιος πήγαινε στο αστυνομικό τμήμα και το κακό τον έβρισκε εκεί. «Τότε ποιον;» δεν μπορούσε να ζητήσει βοήθεια από κάποιον που δεν τον γνώριζε καλά, ούτε να ανησυχήσει τον πατέρα της. Κοίταξε τις επαφές της στο κινητό, ο Βασίλης! Σκέφτηκε με ενθουσιασμό και χαμογέλασε.
Με τον Βασίλη γνωρίζονταν από παιδιά. Ήταν αρκετά φίλοι μέχρι που αποφάσισαν να δοκιμάσουν αν μπορούσαν να γίνουν κάτι παραπάνω, τελικά δεν τους βγήκε όπως το περίμεναν και αποφάσισαν να επιστρέψουν στη φιλική σχέση που είχαν. Βέβαια η σκιά της αποτυχημένης σχέσης τους όλο και πλανιόταν ανάμεσα τους και αυτό οδήγησε σε κάποια αποξένωση, όμως η Νάντια ήταν βέβαιη ότι αν του ζητούσε βοήθεια θα της την προσέφερε, όπως και εκείνη αν τη χρειαζόταν ο Βασίλης θα έσπευδε κοντά του. Επιπλέον ο Βασίλης είχε ένα ακόμη ατού. Ήταν δάσκαλος πολεμικών τεχνών. Στην ανάγκη ένα χέρι ξύλο και θα λυνόταν το πρόβλημα, αν δεν ήταν στο μυαλό της ότι την ακολουθούσαν τουλάχιστον. Στο τηλεφώνημα που του έκανε δεν της απάντησε, όμως την πήρε πέντε λεπτά αργότερα εκείνος πίσω.
«Γεια σου Βασίλη».
«Νάντια, τι έκπληξη!»
«Ευχάριστη ελπίζω».
«Φυσικά, πες μου τι γίνεσαι;»
«Τι θα έλεγες να τα πούμε από κοντά».
«Συμβαίνει κάτι;» τη ρώτησε επιφυλακτικά.
«Δεν είμαι σίγουρη, μπορεί να συμβαίνει».
«Ξεκινάω μάθημα σε λίγο, θες να σε πάρω μόλις τελειώσω να το κανονίσουμε;»
«Θα περιμένω».
«Ελπίζω να μη θες να ξυλοφορτώσουμε κάποιον;» θέλησε να την πειράξει.
«Ποιος ξέρει, μπορεί και να χρειαστεί» απάντησε αυθόρμητα.
«Με κάνεις να ανησυχώ».
«Δε χρειάζεται, μιλάμε μετά».
Ο Βασίλης ήταν των γρήγορων αποφάσεων και όχι της κουβέντας, αυτό που ήταν να κάνει το έκανε, δεν το κοσκίνιζε πολύ. Αν ήταν κάτι να γίνει έπρεπε να γίνει τώρα, έτσι μόλις βρέθηκαν στο καφέ και αφού αντάλλαξαν για λίγο τα νέα τους πίεσε τη Νάντια να του αποκαλύψει το λόγο που είχε επικοινωνήσει μαζί του. Στην αρχή εκείνη ντράπηκε θεωρώντας ότι μεγαλοποιούσε τα πράγματα στο κεφάλι της, όμως εκείνος επέμενε. Αφού τελικά του αποκάλυψε για τα πρόστυχα και επίμονα τηλεφωνήματα και έπειτα του είπε ότι ένιωθε ότι κάποιος την ακολουθεί ή την στήνει έξω από το σπίτι της τις νύχτες, ο Βασίλης έμεινε σκεφτικός.
«Εντάξει το ξέρω είμαι τρελή», σχολίασε κοκκινίζοντας.
«Όχι δεν είσαι».
«Α ωραία, τώρα αγχώθηκα ακόμη περισσότερο».
«Εννοώ ότι ακόμη και στη φαντασία σου να είναι, έχεις λόγους να ανησυχείς. Πρώτον έχεις τα τηλεφωνήματα, δεύτερον τόσα συμβαίνουν καθημερινά, είναι λογικό να φοβάσαι».
«Και τι θα γίνει;»
«Συνήθως τέτοιοι τύποι είναι θρασύδειλοι, πρέπει να του την στήσουμε χωρίς να το περιμένει».
«Δηλαδή;»
«Πρέπει να κανονίσουμε να βγεις κάποιο βράδυ, το προτιμότερο θα είναι να τη στήσω έξω από το σπίτι σου και να περιμένω να επιστρέψεις, κι αν δω κάποιον να σε ακολουθεί να τον αρπάξω».
«Δεν μπορούμε να το κάνουμε σήμερα;»
«Μπορούμε να δοκιμάσουμε, αλλά είμαστε βέβαιοι ότι ο τύπος δεν έφτασε ως εδώ και ξέρεις ότι βρίσκεσαι με τη συντροφιά ενός άλλους άντρα και δε θα την κάνει; Όπως είπα και νωρίτερα τέτοιοι τύποι είναι θρασύδειλοι, δε θα τα έβαζαν εύκολα με άλλον άντρα».
«Οπότε πρέπει να κανονίσω να βγω με κάποια φίλη μου».
«Προτιμότερο. Μην ανησυχείς, αν είναι κάποιος θα τον βρούμε, δε θα παραιτηθούμε από την πρώτη προσπάθεια, θα το στήσουμε ξανά και ξανά».
«Κι αν το καταλάβει;»
«Πίστεψέ με, ξέρω από παρακολουθήσεις!»
«Α ναι, για πες!»
Δε χρειάστηκε να το κάνουν πολλές φορές, με τη μία το θήραμα έπεσε στην παγίδα τους. Ο Βασίλης στρίμωξε τον τύπο στον τοίχο και η Νάντια έτρεξε κοντά τους. «Γιατί ρε την ακολουθείς;» επέμενε ο Βασίλης.
«Δεν την ακολουθώ λάθος κάνετε», απαντούσε με σκυμμένο κεφάλι, προσπαθώντας να προστατευτεί.
«Κι όμως έχεις πολύ χαρακτηριστική φωνή, θυμάμαι που μου μίλησες εκείνο το βράδυ», σχολίασε η Νάντια και εκείνος γύρισε και την κοίταξε, πρώτα με φόβο και έπειτα με άχτι.
«Λέγε ρε;» επέμενε ο Βασίλης και τον πίεζε με το σώμα σηκώνοντας απειλητικά το χέρι, αν και σε πρώτη φάση δεν είχε σκοπό να τον χτυπήσει.
«Δε φταίω εγώ», φώναξε τρομαγμένος.
«Και ποιος φταίει;» ρώτησε ο Βασίλης.
«Αυτή!» είπε και έδειξε τη Νάντια.
«Εγώ; Γιατί;» απόρησε η Νάντια.
«Γιατί παίζεις σε τσόντες!»
Ο Βασίλης με τη Νάντια κοιτάχτηκαν συνοφρυωμένοι.
«Τι λες άνθρωπε μου; Πας καλά;»
«Σε είδα, και δίπλα ήταν τα τηλέφωνά σου, σταθερό και κινητό. Από το σταθερό βρήκα τη διεύθυνσή σου». Η Νάντια σοκαρισμένη δεν έλεγε λέξη.
«Που την είδες;» τον ρώτησε ο Βασίλης, που άρχισε να σχηματίζεται ένα σενάριο στο μυαλό του.
«Σε μια σελίδα στο Instagram. Δε σε ήθελα τσάμπα, θα πλήρωνα», φώναξε εξαγριωμένος.
«Σκάσε!» του είπε ακόμη πιο θυμωμένος ο Βασίλης «και πες μου ποια σελίδα είναι αυτή;»
«Δεν μπορείς να τη βρεις».
«Γιατί είναι φανταστική;»
«Όχι, πρέπει να σε προσκαλέσει ένα μέλος της για να σε δεχτούν».
«Ωραία, έχουμε ένα μέλος, δεν έχουμε;» σχολίασε και έβγαλε το smart phone από την τσέπη του δράστη και του το έδωσε. «Μπες στη σελίδα, μη με κοιτάς!» Υπάκουα ο άλλος, μπήκε και ο Βασίλης παίρνοντάς του το κινητό προσκάλεσε τον εαυτό του. Έπειτα του το επέστρεψε και αποτράβηξε το σώμα του από πάνω από τον άγνωστο και ενοχλητικό άντρα. «Λοιπόν, είσαι τυχερός γιατί είμαι στις καλές μου, όμως θα πάψεις να ακολουθείς την κυρία, όπως και κάθε άλλη κυρία που θα βρεις στις σελίδες που μπαίνεις και δε θα τηλεφωνήσεις ποτέ ξανά σε καμία γυναίκα που δε γνωρίζεις για να της λες προστυχιές, αλλιώς την επόμενη φορά να είσαι σίγουρος ότι δε θα στη χαρίσω. Κατανοητό;»
«Ναι». Ο Βασίλης έριξε μια ματιά στην ταυτότητα του άντρα πριν του την επιστρέψει μαζί με το πορτοφόλι.
«Ξέρω και το όνομα και τη διεύθυνση σου, αλλά και να αλλάξεις κατοικία θα σε βρω. Άντε φύγε τώρα». Έπειτα στράφηκε στη Νάντια. «Τι λες; Πάμε πάνω να με κεράσεις ένα ποτό για τον κόπο μου και να δούμε τι συμβαίνει με αυτό το κέρατο;» είπε δείχνοντας το κινητό του. Η Νάντια κούνησε καταφατικά το κεφάλι της μιας και από το σοκ δεν ένιωθε έτοιμη να μιλήσει.
Αφού ανέβηκαν στο διαμέρισμα, ο Βασίλης προτίμησε να του φτιάξει έναν καφέ. Έπειτα κάθισαν στο τραπέζι της κουζίνας και από το laptop της Νάντιας, μπήκαν στο προφίλ του Βασίλη στο Instagram. Αφού δέχτηκε την πρόσκληση που του έκανε ο άνθρωπος των σκιών και των ανώνυμων τηλεφωνημάτων στη σελίδα, κατάφεραν να μπουν. Το πρώτο πορνοβίντεο έγραφε ως τίτλο «Φρέσκο πράγμα». Η Νάντια ξεροκατάπιε και ο Βασίλης άρχισε να κατεβαίνει σκρολάροντας με το ποντίκι. Καταλάβαινε ότι ένιωθε εντελώς άβολα η φίλη του, και αποφάσισε να μην κάνει κανένα απολύτως σχόλιο, σε χρονική απόσταση δύο μηνών από την παρούσα ημερομηνία η Νάντια του έπιασε το χέρι να σταματήσει, είχε αναγνωρίσει το δωμάτιο. Έπειτα διάβασε τον τίτλο του βίντεο όπου υπήρχαν τα τηλέφωνά της «Σε αυτά θα βρείτε το πουτανάκι μου!!» έγραφε στο σχόλιο. Ο Βασίλης διακριτικά σηκώθηκε και πήγε στο μπάνιο να την αφήσει μόνη της, ήξερε ότι το χρειαζόταν.
Βγαίνοντας τη βρήκε να σκουπίζει τα μάτια της.
«Ε!» της είπε, «δεν έγινε και τίποτα».
«Τι λες ρε Βασίλη που με έχουν δει, τριάντα χιλιάδες μέλη της βρωμοσελίδας να πηδιέμαι».
«Και τι έγινε; Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο».
«Με δουλεύεις και εσύ; Νιώθω σαν να με έχουν βιάσει», είπε ξεσπώντας σε λυγμούς.
«Αυτόν που το ανέβασε τον ξέρεις;» πήγε την κουβέντα στα πιο πρακτικά για να την κάνει να ξεχαστεί λίγο.
«Είναι ψεύτικο το προφίλ. Αλλά για να ξέρει τα τηλέφωνα και να ανεβάσει το βίντεο, μόνο ο μαλάκας ο πρώην μου μπορεί να είναι. Γιατί εμείς σας εμπιστευόμαστε και εσείς μας φέρεστε έτσι;» είπε και έδειξε τον υπολογιστή.
«Ε, μη μας βάζεις όλους στο ίδιο τσουβάλι. Δεν είμαστε όλοι το ίδιο. Πες μου τώρα τι έγινε με αυτόν τον μαλάκα, χωρίσατε άσχημα».
«Στην πραγματικότητα όχι, σαν ζευγάρι είχαμε τους καυγάδες μας, αλλά δεν ήταν άσχημος χωρισμός και μάλιστα εκείνος το πρότεινε».
«Κι εσύ;»
«Εγώ τι, θα τον παρακαλούσα να μείνει; Σιγά τα μούτρα και τον χαρακτήρα του, που με εξαπάτησε. Συμφώνησα μαζί του και το λήξαμε φιλικά… ή έτσι τουλάχιστον νόμιζα. Έπειτα από αυτό δεν είχαμε άλλες επαφές. Ούτε επικοινώνησα μαζί του, μα ούτε κι εκείνος μαζί μου ποτέ ξανά, και τώρα μαθαίνω αυτό. Και πολύ πιθανόν τα τηλέφωνα που με παίρνανε κατά καιρούς να μην ήταν όλα από τον τύπο που εσύ έδιωξες».
«Πολύ πιθανόν, αυτός διέρρευσε το τηλέφωνο και το όνομά σου σε ένα σωρό τύπους σαν τα μούτρα του, και μπορεί οι περισσότεροι να μένανε στην προβολή των βίντεο, αλλά κάπου θα βρισκόταν και ένας τύπος σαν τον ‘‘πληροφοριοδότη’’ μας».
«Κι αν κινδυνεύω κι από άλλον;»
«Ελπίζω πως όχι, υπάρχουν πολλά θύματα στη σελίδα εκτός από εσένα. Κορίτσια για όλα τα γούστα. Συγγνώμη, ακούστηκε κάπως αυτό…»
«Τι θα κάνω Βασίλη;»
«Αρχικά αλλάζεις αριθμό και κυρίως του σταθερού, από αυτό κινδυνεύεις να βρει κάποιος ξανά τη διεύθυνσή σου, και φυσικά θα αλλάξεις και κινητό. Με το βίντεο πολύ φοβάμαι ότι υπάρχει πιθανότητα να έχει διαρρεύσει και σε σάιτ με αντίστοιχο υλικό. Μην πάθεις κρίση πανικού».
«Θα τον σκοτώσω».
«Εντάξει δε χρειάζεται να φτάσουμε ως εκεί, αλλά μπορούμε να τον κάνουμε να νιώσει όπως εσύ», είπε σκεπτικός ο Βασίλης.
«Ποτέ δε θα νιώσει όπως ένιωσα εγώ τώρα. Νιώθω βρώμικη, λες και ξάπλωσα με όλους αυτούς τους άντρες».
«Όχι, αλλά δε θα ήταν ωραίο να έχει λόγους να σε φοβάται;»
Τον βρήκε να νοσηλεύεται στο νοσοκομείο ΚΑΤ. Τόσο το αριστερό του χέρι όσο και το δεξί του πόδι ήταν σε γύψο. Κάθισε δίπλα του σε μια άδεια καρέκλα και του χαμογέλασε. Αν και σε δίκλινο δωμάτιο ο Πέτρος ήταν μόνος του και το διπλανό κρεβάτι άδειο.
«Νάντια, τι έκπληξη είναι αυτή;» είπε και της χαμογέλασε. «Στις ομορφιές σου είσαι!» σχολίασε μιας και εκείνη φρόντισε να του παρουσιαστεί ιδιαιτέρως περιποιημένη.
«Βρίσκεις;» του είπε χαμογελώντας με ένα χαμόγελο που δεν έφτανε στα μάτια της.
«Είσαι υπέροχη».
«Φαντάζομαι έτσι όπως είσαι μπαταρισμένος θα είναι δύσκολο να μας τραβήξεις μια φωτογραφία μαζί να θυμόμαστε τη μέρα!» Η Νάντια γνώριζε ήδη ότι κινητό, υπολογιστής και σκληρός δίσκος είχαν κάνει φτερά από την κατοχή του, ένα σκληρός δίσκος γεμάτος ερασιτεχνικά βίντεο με σεξ.
«Έτσι όπως με κατάντησαν δεν είναι μια μέρα από αυτές που θέλω να θυμάμαι».
«Αλήθεια Πέτρο τι σου συνέβη; Κάποιο τροχαίο;»
«Τροχαίο με ντουλάπα», σχολίασε πικαρισμένος ο Πέτρος.
«Ντουλάπα, ήσουν απρόσεχτος θες να μου πεις και έπεσες πάνω στην ντουλάπα σου;»
«Όχι τέτοια ντουλάπα, άνθρωπο ντουλάπα».
«Τι εννοείς; Ότι σε πλάκωσε κάποιος στο ξύλο!» έκανε δήθεν την έκπληκτη.
«Μη νομίζεις, έφαγε κι αυτός κάμποσες, όλο και σε κάποιο διπλανό δωμάτιο θα βρίσκεται ο τύπος».
«Ελπίζω μόνο να μη συναντηθείτε και ξεκινήσει δεύτερος γύρος».
«Να το ελπίζεις για το καλό του».
«Μα και για των δυο» -Α βρε ψεύτη, ο Βασίλης ούτε γρατσουνιά δεν είχε, μόλις έφαγες την πρώτη έσπευσες να φυλαχτείς, τόσο ψυχρό αίμα έχεις- σκέφτηκε.
«Και γιατί δαρθήκατε;»
«Που να ξέρω, ο κόσμος είναι τρελός, βλέπει τον άλλον κι αρχίζει να βαράει, μόνο και μόνο για να ξεσπάσει».
«Ε δεν μπορεί, κάτι θα του έκανες».
«Τίποτα λέμε».
«Μήπως απλά δεν ξέρεις τι του είχες κάνει;» επέμενε εκείνη και ο Πέτρος άρχισε να πονηρεύεται.
«Εσύ πως έμαθες ότι βρίσκομαι στο νοσοκομείο;»
«Από κοινούς φίλους Πέτρο μου, πώς αλλιώς;»
«Σαν ποιους δηλαδή, δε θυμάμαι να έχουμε κοινούς φίλους».
«Έναν και δύο. Πάνω από είκοσι οχτώ χιλιάδες κοινούς φίλους έχουμε».
«Εμείς οι δύο; Εγώ αμφιβάλλω αν ξέρω τόσα πρόσωπα που αναφέρεις».
«Δεν θα έχεις καλή μνήμη τότε».
«Θες να αφήσεις τους γρίφους και να μου πεις ποιος από αυτούς τους είκοσι οχτώ χιλιάδες μαλάκες που αποκαλείς φίλους μου σου είπε ότι βρίσκομαι στο νοσοκομείο;» τη ρώτησε απότομα.
«Αρχικά μην εξάπτεσαι» -και δε σε παίρνει- «δεύτερον δεν είναι ευγενικό να αποκαλείς τους φίλους σου, που τόσο προσωπικές στιγμές σου έχεις μοιραστεί μαζί τους μαλάκες!» Ο Πέτρος την κοίταξε καχύποπτα και η Νάντια κατάλαβε ότι είχε αρχίσει να μπαίνει στο νόημα, αλλά και πάλι προτίμησε να μη μιλήσει. «Και τι άλλο μοιράστηκες μαζί τους Πέτρο, μήπως το τηλέφωνό μου;»
«Τι κρατάς;»
«Με τι σου μοιάζει;»
«Εγώ ρωτάω».
«Ποιος το λέει αυτό;» Την κοίταξε στα μάτια και περίμενε. «Άντε λόγω της κατάστασής σου θα στο αποκαλύψω, έφερα μαζί μου το laptop».
«Από τη δουλειά έρχεσαι;»
«Πες το κι έτσι».
«Ωραία ας μη σε κρατάω άλλο».
«Α, με διώχνεις».
«Ναι, πριν να είναι πολύ αργά για εσένα».
«Απειλή ήταν αυτό Πέτρο, γιατί δε σε βλέπω να έχεις και πολλές δυνατότητες να με κάνεις καλά, και όταν αργότερα θα θεωρήσεις ότι με έχεις, αν τολμήσεις να κάνεις κάτι θα βρεθείς χειρότερα απ’ ότι είσαι τώρα, να είσαι βέβαιος».
«Τι σχέση έχεις με την κατάστασή μου;»
«Εγώ καμία. Όμως πριν φύγω έχουμε να κάνουμε μια δουλειά μαζί».
«Δηλαδή;» Η Νάντια μπήκε στη σελίδα στο Instagram και έστρεψε το laptop προς τον Πέτρο. «Αλήθεια τώρα Νάντια, έχεις όρεξη να μπούμε στο Instagram να χαζέψουμε φωτογραφιούλες».
«Όχι Πέτρο μου έχω όρεξη να χαζέψουμε βιντεάκια».
«Δεν καταλαβαίνω τι λες».
«Μια χαρά καταλαβαίνεις Πέτρο μου. Και επειδή η ντουλάπα είναι σε άριστη κατάσταση και δεν έχει ούτε γρατσουνιά, μπες αμέσως στη σελίδα που ανέβασες το βίντεο που μας τράβηξες και διέγραψε το».
«Επιμένω…»
«Οκ, δε μου αφήνεις άλλη λύση», είπε και έπιασε το κινητό της. Στην αρχή την κοίταξε δύσπιστα, αλλά έπειτα αποφάσισε να πατήσει τους κωδικούς του και να μπει εκεί που του ζήτησε.
«Τι έγινε ρε Νάντια, τόσο μαφία έχεις καταντήσει;» τη ρώτησε εκνευρισμένος.
«Όταν δεν τα βγάζεις πέρα με τύπους σαν κι εσένα, γίνεσαι μαφία. Και που είσαι, μην κάνεις καμία μαλακία, γιατί ξέρεις η μαφία δεν διστάζει να κάνει βαθύ καθαρισμό», του είπε κλείνοντας του το μάτι και παίρνοντας το laptop, στην πόρτα κοντοστάθηκε. «Δε σε ρωτάω γιατί το έκανες, ξέρω ότι είσαι μεγάλος μαλάαααακας. Λοιπόν θα σου έλεγα περαστικά, αλλά μπααααα… θα σου πως και τυχερός ήσουν», είπε και βγήκε από την πόρτα του δωματίου με το laptop παραμάσχαλα. Κατεβαίνοντας πήγε απευθείας στο αμάξι που ήταν παρκαρισμένο έξω από το νοσοκομείο, σε κάποιο στενό, και μπήκε.
«Όλα καλά;» τη ρώτησε ο Βασίλης.
«Τον άφησα να βγάζει καπνούς από τα αυτιά, σίγουρα κάνει σχέδια εκδίκησης τώρα, αλλά μέχρι να συνέλθει ελπίζω να το σκεφτεί καλύτερα».
«Κι αν δεν το σκεφτεί, εδώ είμαστε εμείς».
«Δε φοβάσαι;» τον ρώτησε η Νάντια, ενώ εκείνος έβαζε μπρος τη μηχανή του αυτοκινήτου.
«Εσύ φοβάσαι;»
«Εγώ αυτή τη στιγμή νιώθω πως πήρα το αίμα μου πίσω. Ό,τι και να λένε πάντως, νιώθεις ωραία μετά την εκδίκηση». Ο Βασίλης μειδίασε.
«Με τον υπολογιστή του;»
«Επιστράφηκαν όλα έπειτα από ένα ωραίο format. Το κινητό μόνο δεν επιστράφηκε. Έπρεπε να κρατήσω και εγώ κάτι για ενθύμιο, αλλά μην ανησυχείς και σε αυτό έχουν διαγραφεί τα πάντα».
«Σε ευχαριστώ Βασίλη, δεν ξέρω πώς να στο ξεπληρώσω».
«Μαφία στήσαμε, κάπως θα σε χρησιμοποιήσουμε», την πείραξε.
«Α να ξέρεις ότι μόνο τη θέση του αρχηγού θα δεχτώ».
«Θα το φας το κεφάλι σου εσύ που θες να μου πάρεις την αρχηγεία!» αστειεύτηκε.
ΤΕΛΟΣ
Υ.Γ.: Πείτε μου ότι δεν του άξιζε του Πέτρου και κάθε άντρα που εκμεταλλεύεται την εμπιστοσύνη μιας γυναίκας;
ΔΕΧΟΜΑΙ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ ΜΟΥ
Σίας Στεφανοπούλου
(Διήγημα Έβδομο από τη σειρά, Έρωτες των Social Media).
Το βλέμμα του στάθηκε στην κλειστή πόρτα, κάθε φορά που την κοιτούσε σκεφτόταν τη Φανή να την βροντάει πίσω της φεύγοντας, αφού πρώτα του είχε φωνάξει κοιτάζοντάς τον με απαξίωση «Τι να σου πω αγόρι μου, εσάς εδώ στα Ταμπούρια σας έχουν κάψει τα εγκεφαλικά κύτταρα οι δεξαμενές στα λιπάσματα».
Δεν είχε προλάβει να τη ρωτήσει τι μπορούσε να κάνει ο ίδιος γι’ αυτό, η πόρτα είχε ήδη κλείσει και εκείνη είχε εξαφανιστεί για πάντα από τη ζωή του. Η Φανή εξαγριωνόταν πολύ εύκολα, δεν ήξερε αν ήταν γενικά εκρηκτικός ο χαρακτήρας της και έβαζε εύκολα τις φωνές σε όλους ή είχε κερδίσει με το σπαθί του αυτό το προνόμιο. Ζύγισε τα αισθήματα μέσα του και αναρωτήθηκε πόσο θα του έλειπε. «Ανάλογα», κατέληξε, οι φωνές της δε θα του έλειπαν καθόλου, οι γκρίνιες της για όλα τα στραβά του κόσμου ούτε, η παρέα της όταν ήταν χαλαρή έτσι κι έτσι, μιας και εύκολα ξεχυνόταν ένα ηφαίστειο από μέσα της και δημιουργούσε εντάσεις, όμως το ίδιο ηφαίστειο ήταν ευπρόσδεκτο όταν ερχόταν να τους συναντήσει στο κρεβάτι.
«Καλό κρεβάτι κάνουν κι άλλες» σκέφτηκε, «αν μπορώ να αποφύγω την γκρίνια. Μπααααα, μόνο αν αγοράσω κούκλα από sex shop. Αλλά αυτές είναι ψόφιες», απέρριψε την ιδέα του.
Είχαν περάσει εννέα μέρες και ούτε φωνή ούτε ακρόαση από τη Φανή, σε ένα μήνυμα που της έστειλε, εκείνη δεν καταδέχτηκε να του απαντήσει. «Τι της έγραφες;» τον ρώτησε ο αδερφός του. «Δεν πειράζει που χωρίσαμε, αν θέλεις θα μπορούμε να συνεχίσουμε να βρισκόμαστε για να καλύπτουμε κάποιες πάγιες ανάγκες μας», του διάβασε.
«Πες μου ότι της το έστειλες να την εκνευρίσεις και όχι εννοώντας το».
«Μα γιατί να θέλω να την εκνευρίσω, εγώ να πηδηχτούμε ήθελα».
«Τελικά ίσως να σε έχουν κάψει όντως οι αναθυμιάσεις από τις δεξαμενές του προέδρου, αναρωτιέμαι όλη η περιοχή έτσι να ’ναι; Ευτυχώς μετακόμισα!»
«Ναι και σε καλή περιοχή», τον ειρωνεύτηκε ο Θωμάς.
«Τουλάχιστον δεν έχουμε δεξαμενές».
«Μόνο μια κάμπια που τρώει γκαζόν με ζαμπόν».
«Έχει τη σαλατίτσα της, λες να πέρασε και ο Δήμαρχος μας από εδώ;»
«Ποιος ξέρει;» ανασήκωσε τους ώμους ο Θωμάς.
Καλά περνούσε με τον αδερφό του ο Θωμάς, είχαν την άνεση να μιλάνε εφ’ όλης της ύλης και με όλες τις λεπτομέρειες. Σαν μεγαλύτερός του ο Φώτης τον είχε μυήσει σε πολλές ευχάριστες πλευρές της ζωής. Στον αθλητισμό, στις γκόμενες, στο ποτό και στους μπάφους. Και ποτέ δεν ξεχνούσε να τον συμβουλεύει «που είσαι μικρέ, με μέτρο, όπως έλεγαν και οι αρχαίοι παν μέτρον άριστο, αν το παρακάνεις παύει να είναι ευχαρίστηση, γίνεται εθισμός και κανένας εθισμός δεν είναι ευχάριστος». Ο Θωμάς κουνούσε καταφατικά το κεφάλι του, αλλά τις έκανε τις υπερβολές του. «Ίσως να μην φταίγανε οι δεξαμενές και η μόλυνση περιβάλλοντος αλλά το χόρτο που είχε καπνίσει και που κατά καιρούς συνέχιζε να καπνίζει», συλλογίστηκε «ή ο συνδυασμός των δύο».
Ο αδερφός του είχε μετακομίσει με την κοπέλα του σε άλλο σπίτι και είχε βάλει σε μια σειρά τη ζωή του, όμως ο Θωμάς δεν ένιωθε ότι ήθελε να μπει σε σειρά ή δεν είχε έρθει η ώρα του. Ήταν ικανοποιημένος με όσα είχε και έκανε, κι ας τον μάλωνε η μάνα του ότι τα χρόνια περνούν και εκείνος δε σοβαρεύεται. Είχε το στούντιο του, που ως οπερατέρ και φωτογράφος βιοποριζόταν, τις Κυριακές του τις περνούσε στο γήπεδο της ερασιτεχνικής, τοπικής ομάδας, άλλες φορές να σκοράρει και άλλες να παίζει ξύλο, πολλά τέτοια συμβαίνουν στο ποδόσφαιρο και κυρίως στο ερασιτεχνικό. Γυναίκες έβρισκε εύκολα λόγω της ειδικότητάς του μιας και πολλές εκεί έξω οραματίζονται τον εαυτό τους ως νεαρές στάρλετ ή ινφλουένσερ ή όπως αλλιώς μπορεί να το λένε. Δεν είναι δύσκολο να ρίξεις το δίχτυ σου και να πιάσεις κάποια ψαράκια να κάνεις τη δουλειά σου. Κι εκείνος είχε απορήσει που είχε σταθεί για έξι μήνες στη Φανή, -αν και η απορία είναι πώς η Φανή τον είχε αντέξει για αυτούς τους έξι μήνες- όχι ότι μέσα σε αυτό το διάστημα κι εκείνος δεν είχε τα τυχερά του, ειδικά μετά τον τρίτο μήνα. Από τις φωτογραφίες στο Instagram αντιλαμβανόταν που θα έβρισκε εύφορο έδαφος να κάνει την κίνησή του, έπρεπε μόνο να προσέχει μην πέσει σε καμία ανήλικη και να έχει πάντα στο νου του ότι τα φίλτρα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έπαιζαν όσο και οι φωτογραφίες. Άλλο μπορεί να έβλεπε άλλο να του παρουσιαζόταν.
«Όταν εμείς σας φτιάχναμε τους κώλους και σας διαγράφαμε τις ουλές και τα σημάδια από πρόσωπο και σώμα, εσείς ήσασταν ακόμη στις σπηλιές και σκαρφαλώνατε στα δέντρα. Και για να λέμε την αλήθεια τα φιλτράκια του Facebook και του Instagram που να αγγίξουν την τελειότητα του Photoshop; Αχ βρε κακομοίρες, κι από πάνω είστε τόσο άσχετες που δεν αντιλαμβάνεστε την αλλοίωση του αποτελέσματος που θα δώσει δυσανάλογο αποτέλεσμα, και το έμπειρο μάτι ενός ειδικού θα το εξακριβώσει από μακριά». Εκεί ήταν που θυμήθηκε ένα ανέκδοτο που κυκλοφορούσε στους χώρους των γραφιστών και φωτογράφων. Έπειτα από τη φωτογράφηση μιας διασημότητας, οι φωτογραφίες της έπρεπε να ρετουσαριστούν και να βγει με λεία επιδερμίδα στα εξώφυλλα. Ίχνος κυτταρίτιδας δε θα έπρεπε να φαίνεται. Όταν πέρασε η διασημότητα από τα γραφεία του περιοδικού και είδε τη φωτογραφία της στην οθόνη του υπολογιστή ζουμαρισμένη στα οπίσθιά της, έσκυψε και είπε στον φωτογράφο, βοηθό εκείνου που έκανε τις λήψεις. «Σε φτιάχνει ο κώλος μου μωρό μου;» Χωρίς ίχνος ντροπής εκείνος απάντησε, χωρίς να πάρει το βλέμμα του από την οθόνη του υπολογιστή του. «Για την ώρα εγώ τον φτιάχνω».
«Και εκείνη τι είπε;»
«Τι άλλο να πει ρε Θωμά; Φερμουάρ στο στόμα και το έκλεισε, θα κοκκίνισε κιόλας και θα έφυγε ντροπιασμένη ή πικαρισμένη».
«Αυτό που πάνε κάποιες πατσαβούρες να στο παίξουν έξυπνες επειδή είναι διάσημες», σχολίασε κάποιος άλλος. Οι άλλοι συνέχισαν να συζητάνε, ενώ ο Θωμάς άρχισε να σκέφτεται τη συνέχεια. Αν μη τι άλλο η απάντηση που έδωσε ο τύπος ήταν αξεπέραστη, και η τύπισσα έπρεπε να το αναγνωρίσει και να τον επιβραβεύσει με ένα καλό κρεβάτι για την εξυπνάδα που της είπε, τι κι αν την προσέβαλε λίγο. Ο έξυπνος είναι έξυπνος και πρέπει να του αναγνωρίζεται. Εκτός κι αν ήταν πράγματι πατσαβούρα και δεν άξιζε τον κόπο και εκείνος της αρνήθηκε, αλλά γιατί να αρνηθείς, όπως έλεγε και ένα τραγουδάκι τη δεκαετία του 80’ «Ψηλές κοντές, ξανθές μελαχρινές, αδύνατες χοντρές όλες καλές, έχουνε κάτι που θες».
«Γη καλεί Θωμά!» και έτσι επανήρθε στο παρόν, τελευταία σκέψη που έκανε ήταν η ελπίδα να μην απολύθηκε το παλικάρι λόγω υπερβολικής ευφυΐας.
Μπήκε στο λογαριασμό του στο Instagram, και να μια πολύ ενδιαφέρουσα φωτογραφία. Περασμένη από φίλτρα, αλλά όχι της υπερβολής. Γλυκό πρόσωπο, υπέροχο χαμόγελο, καστανά μάτια και μαλλιά. Τι θα μπορούσε να γράψει χωρίς να φανεί λιγούρης. Τα κορίτσια έχουν βαρεθεί να διαβάζουν παρωχημένα μηνύματα από άντρες με μοναδικό σκοπό το κρεβάτι, και φυσικά και ο ίδιος ως κύριο σκοπό αυτόν είχε, αλλά δε χρειαζόταν να το φωνάξει από το πρώτο δευτερόλεπτο γιατί το πιο πιθανό ήταν να φάει κόκκινη κάρτα. Όχι ότι δεν το έκανε παλιότερα, αλλά με πολλές φίλες που είχε συζητήσει του το είχαν κάνει ξεκάθαρο. «Είναι τόσο κραυγαλέο, φωνάζει από μακριά loser, και γιατί να πάω με έναν χαμένο; Προτιμώ κάποιον λιγότερο όμορφο που να έχει τρόπους, παρά με έναν βλάκα που θα με ξενερώσει στο κρεβάτι 99,9%». Ούτε μπορούσε να της γράψει να κανονίσουν για μια φωτογράφηση γιατί και πάλι τα κορίτσια δεν πείθονται εύκολα ή τουλάχιστον τα έξυπνα κορίτσια, και το συγκεκριμένο δε φαίνεται χαζό για να τρελαθεί από τη χαρά του στο άκουσμα και μόνο της φωτογράφησης. Αν ίσως ήταν κανένας από τους φωτογράφους του GNTM πιο εύκολα θα το έχαφτε. Όχι ότι θα τον πείραζε να της κάνει το πορτφόλιο, όμως δεν έκλεινε μόνος τις δουλειές, συνήθως τον καλούσαν να πάει να κάνει κάποια φωτογράφηση ή να τραβήξει κάποιο διαφημιστικό ή βιντεοκλίπ, όλα ήταν κανονισμένα από την παραγωγή, δε θα μπορούσε να μιλήσει για να φέρουν την –πως τη λένε- τη φίλη του τη Γωγώ για παράδειγμα για ένα δοκιμαστικό. Μπήκε και χάζεψε και τις υπόλοιπες φωτογραφίες της για να δει από πού θα μπορούσε να πιαστεί να της στείλει κάτι έξυπνο ώστε για λάβει κι ο ίδιος έπειτα απάντηση. Τίποτα το ιδιαίτερο, όλες οι συνηθισμένες λήψεις. Η Γωγώ στο γραφείο, η Γωγώ στην παραλία, η Γωγώ για καφέ, η Γωγώ για φαγητό, η Γωγώ στο δρόμο, η Γωγώ με φίλους, η Γωγώ σε γενέθλια. Και οι περισσότερες φωτογραφίες selfie. Δεν μπορούσε να χτυπήσει άλλο το κεφάλι του, θα έριχνε τα δίχτυα του κι αν δεν έπιανε ψαριά θα τράβαγε για άλλη πλευρά της θάλασσας ή μάλλον πιο σωστά του ωκεανού που λέγεται Instagram.
«Βγάζεις πολύ καλές φωτογραφίες, είσαι της δουλειάς;» Ο Θωμάς είδε ότι διαβάστηκε το μήνυμά του, αλλά δεν έλαβε καμία απάντηση. «Οκ, ας πάμε αλλού».
Το επόμενο πρωί ή μάλλον μεσημέρι και αφού είχε μπει στο tinder και πέρασε τη βραδιά του με παρέα στο στούντιό του, είδε ότι τελικά το ψαράκι δεν είχε μείνει αδιάφορο. «Από ποια άποψη είναι καλές οι φωτογραφίες;»
-Έλα μου ντε;-
«Από τις λήψεις, αλλά κυρίως από το πώς φτιάχνεις το θέμα σου, το σκηνικό σου ας πούμε, μαρτυράει άνθρωπο με φαντασία». -Ή που θα καταλάβει ότι λέω παραμύθια, και θα σταματήσει να μου μιλάει ή που θα κολακευτεί και έπειτα την έχω-
«Όχι, δεν είμαι της δουλειάς».
-Τσίμπησε- σκέφτηκε και χτύπησε τα χέρια του μεταξύ τους πάνω από το κεφάλι του σαν θριαμβευτής.
«Τότε έμφυτο ταλέντο».
«Αφού το λένε οι ειδικοί».
Κι από εκεί και πέρα αφού άναψε ένα τσιγάρο, μπήκε στην τελευταία της φωτογραφία κι άρχιζε να κάνει κριτική. Τι για τα φώτα μίλησε, τι για το κοντράστ. Μόνο την ομορφιά του μοντέλου ‘‘ξέχασε’’ να σχολιάσει.
«Οπότε εσύ αντιλαμβάνεσαι τη φωτογραφία ως τέχνη».
«Ως τι άλλο θα μπορούσα να την αντιλαμβάνομαι. Βλέπεις είναι το ψώνιο μου».
«Εσύ όμως δικές σου φωτογραφίες δεν έχεις».
«Συνήθως βρίσκομαι πίσω από τον φακό».
«Ακόμα και τις διαφημίσεις τις αντιλαμβάνεσαι σαν τέχνη;»
«Κυρίως, συνηθίζουμε να στεκόμαστε στο εμπορικό κομμάτι μιας διαφήμισης είτε αυτή είναι μια απλή αφίσα ή φωτογραφία σε περιοδικό είτε στην τηλεόραση. Αλλά αν ο πελάτης δεν είναι απλά μπακάλης, μπορεί ο διαφημιστής να νιώσει ελεύθερος και να κάνει σπουδαία πράγματα και όπως ανέφερες, τέχνη. Και θα έρθει η στιγμή που η διαφήμιση θα μιλήσει στο κοινό και θα έχει και εμπορικό αποτέλεσμα, δυστυχώς όμως όπως είπα και πριν οι πελάτες στην περίπτωση της διαφήμισης δεν έχουν πάντα δίκιο και για να ακριβολογώ σπάνια έχουν».
«Νομίζω πως έχεις δίκιο», συμφώνησε η Γωγώ.
-Και τώρα πρέπει να αποχωρήσεις από τη σκηνή- συμβούλεψε τον εαυτό του.
«Χάρηκα που είχα την ευκαιρία να μιλήσω μαζί σου Γωγώ, συνέχισε να καλλιεργείς το ταλέντο σου». -Όχι ότι η αυταρέσκειά σου θα σου επιτρέψει να μην το κάνεις-.
«Σε ευχαριστώ. Όμως…»
«Τι είναι;»
«Τόση ώρα μιλάμε και εσύ ξέρεις την εικόνα μου, ενώ εγώ τη δική σου την αγνοώ».
Τράβα κουρέψου Φανή που θα μου πεις ότι με έχουν πειράξει οι αναθυμιάσεις από τις δεξαμενές του προέδρου. Μια χαρά καλλιεργημένος έπεισα ότι είμαι, ξιπασμένη από την Καστέλα.
«Όπως ανέφερα και νωρίτερα συνήθως βρίσκομαι πίσω από την κάμερα φωτογράφου ή εικονολήπτη».
Είδε τις τελίτσες να αναβοσβήνουν στην οθόνη, έπειτα να σβήνουν εντελώς και έπειτα ξανά να εμφανίζονται. Πιθανόν της έκανε εντύπωση που ήταν και οπερατέρ πέρα από φωτογράφος. Οι μετοχές του μόλις είχαν ανέβει.
«Δεν μπορείς να μην έχεις ούτε μια;»
«Δώσε μου λίγο χρόνο να κοιτάξω, γιατί θα είναι ανακατεμένες με φωτογραφίες άλλων», έπρεπε να της στείλει την εικόνα του. Μιας και στο προφίλ του είχε προτιμήσει μια κάμερα φωτογραφιών που παρέπεμπε στο επάγγελμά του και η οποία είχε αποδειχτεί κάλεσμα φίλων, μιας και πολλοί του έκαναν αιτήματα, μεγαλύτερη επιτυχία είχε με βεβαιότητα η κάμερα από το πρόσωπό του. Κι αν τώρα την έστελνε, ο πρώτος λόγος ήταν για να μην τον θεωρήσει παππού και ο άλλος γιατί και ο λύκος στο παραμύθι της κοκκινοσκουφίτσας είχε πρόσωπο που τον έκανε λιγότερο επικίνδυνο. Εντάξει, όχι ότι θεωρούσε τον εαυτό του κακό λύκο. Δεν είχε σκοπό να κάνει κανένα κακό στη Γωγώ ή σε κάποια άλλη. Βρήκε μία στην οποία τον έλεγες συμπαθητικό και που άρεσε και στη Φανή. Δεν ήταν ιδιαίτερα επιτηδευμένος, και το μαλλί του είχε ανασηκωθεί, μάλλον θα ήταν μόλις είχε ξυπνήσει, αλλά ούτε που θυμόταν.
«Όπως είπα δεν βγάζω συχνά φωτογραφίες, προτιμώ να βρίσκομαι πίσω από την κάμερα. Στη στέλνω και ελπίζω να είσαι επιεικής μαζί μου, δεν είμαστε όλοι βλέπεις άξιοι τόσο για μπροστά όσο και για πίσω από την κάμερα».
-Άρπα και το κομπλιμέντο σου διακριτικά. Α ρε τι παιχταράς που είμαι! Άντε μη σου πω τι να κάνεις βρε Φανή που θα μου πεις εμένα για τις δεξαμενές στη Δραπετσώνα, όχι ρε δε θα τις πάρουμε που να σκάσει ο Δήμαρχος, εκεί θα τις αφήσουμε να ευωδιάζει ο αέρας πετρέλαιο! -
Η Γωγώ προτίμησε να του απαντήσει με ένα χαμογελαστό ιμότζι, ενώ του έστειλε και αίτημα φιλίας. –Μια χαρά- επιβεβαιώθηκε ο Θωμάς και σηκώθηκε να ξεπιαστεί.
Είχαν περάσει περίπου δέκα μέρες συχνής επικοινωνίας με τη Γωγώ, θεωρούσε ότι είχε έρθει η ώρα να την προσκαλέσει στο χώρο του.
«Σκεφτόμουν αν θα ήθελες να βρεθούμε να τα πούμε κι από κοντά».
Υπήρξε για λίγο σιγή από την άλλη πλευρά της συνομιλίας και έπειτα «ναι, γιατί όχι; Και εμένα θα μου άρεσε».
«Τότε έχεις πρόσκληση να έρθεις στο στούντιο μου».
«?»
-Τι δεν καταλαβαίνεις βρε κοπελιά-
«Θα μπορούσα να σε ξεναγήσω σε έναν επαγγελματικό χώρο».
«Θα προτιμούσα να πάμε για καφέ και κερνάω εγώ».
-Τι; Για άφραγκο με πέρασε;-
«Θα μπορούσα να σου δείξω και κάποια πράγματα και γιατί όχι να σε τραβήξω και κάποιες λήψεις».
«Για τόσο χαζούλα με περνάς;»
«Τι εννοείς;»
«Ότι στην ουσία δεν γνωριζόμαστε, πώς μπορώ να πάω στον χώρο ενός παντελώς αγνώστου».
«Φοβάσαι;» θέλησε να την πειράξει.
«Δεν είναι φόβος, είναι υπευθυνότητα». –βλάκα-
«Εντάξει, δε θα επιμείνω. Μπορούμε να βρεθούμε για καφεδάκι έξω αν προτιμάς!» Αφού κανόνισαν έκλεισε τη συνομιλία τους.
Η Γωγώ πίστευε ότι θα βρίσκονταν το Σάββατο μεσημέρι προς απόγευμα κεντρικά στην πόλη, όπως είχαν συμφωνήσει. Δύο ώρες πριν το κανονισμένο ραντεβού έλαβε μήνυμα από τον Θωμά.
«Ανέβασα πυρετό να το αφήσουμε για άλλη φορά;» και μια θλιμμένη φατσούλα να κλείνει την πρόταση.
«Φυσικά, μην ανησυχείς προέχει η υγεία σου!»
«Ουφ, θα σου χάλασα το Σάββατο».
«Μη σε απασχολεί αυτό εσένα τώρα».
«Αν θες πάντως μπορώ να σου δώσω τη διεύθυνση να έρθεις να μου κάνεις τη νοσοκόμα, αν δεν κανονίσεις κάτι άλλο».
Το ιμότζι με το ανασηκωμένο φρύδι που έλαβε τον έκανε να αποσύρει την πρόταση.
«Αν και δε θα ήθελα να σε κολλήσω αν έχω κάτι κολλητικό».
«Αυτό λέω κι εγώ», προτίμησε να απαντήσει η Γωγώ για να μην τον κακοκαρδίσει, αφού άρχισε να αμφιβάλλει για την ασθένειά του.
«Σε αφήνω από το κρεβάτι του πόνου. Θα πιω ζεστά, θα πάρω αντιπυρετικά και θα κοιμηθώ».
«Περαστικά σου».
Τελικά ούτε ζεστά ήπιε, ούτε στο κρεβάτι έπεσε, ούτε αντιπυρετικά πήρε, παρά πήγε στον αδερφό του να δει το βράδυ το ντέρμπι με τον έτερο δικέφαλο. Αν η Γωγώ συμφωνούσε να πάει σπίτι του θα θυσίαζε τον αγώνα, αλλά γιατί να χάσει το ματς σε τεραστίων διαστάσεων οθόνη, που θα το συνόδευαν μπύρες, πατατάκια και πίτσες για να πιει απλά έναν καφέ. «Έλα μαλάκα πες την αλήθεια, για το ματς την έτζασες», σχολίασε ο αδερφός του.
«Ούτε καν, ο καφές ήταν πιο νωρίς, αλλά την έβλεπα αποφασισμένη ότι δε θα με ακολουθούσε μετά στο στούντιο».
«Να της δείξεις τα σύνεργα της δουλειάς».
«Υπερβολές, μόνο το στικ μου ήθελα να της δείξω. Μην ανησυχείς όμως θα κανονίσω άλλη φορά, δεν μπορεί θα την πείσω να έρθει στο σπίτι μου».
«Μικρέ μην κάνεις καμιά μαλακία, αν δε θέλει μην την πιέσεις. Με αυτά δεν παίζουμε. Εκτός του ότι δεν είναι σωστό, ποτέ δεν ξέρεις με ποιου την κόρη, την αδερφή ή την γκόμενα παίζεις. Μην βρεθείς πουθενά που δε θα σου αρέσει και βάλεις και εμάς τους υπόλοιπους να τρέχουμε και να μην φτάνουμε».
«Για μαλάκα με έχεις;»
«Η αλήθεια είναι ότι λίγο σε έχω».
«Δε θα την πιέσω για τίποτα, πιστεύω όμως ότι αν ερχόταν στον χώρο μου θα ήταν πιο εύκολο μετά να ακολουθήσει το ζητούμενο».
«Αν ήταν πρόθυμη εξ’ αρχής να έρθει μπορεί, αλλά αυτή δε φαίνεται να είναι, οπότε μην την πιέζεις».
«Καλά, καλά!»
«Άκου με καλά, και στο tinder να βρεις κάποια αν όταν βρεθείτε δε θέλει, τελείωσε δε θέλει. Μην κάνεις μαλακίες».
«Ξεκόλλα βρε μαλάκα, για βιαστή με πέρασες, το ξέρω».
Την επόμενη φορά που μίλησαν της είπε ότι είχε συνέρθει και ότι ήταν καλύτερα. «Μια ίωση που έχει κάνει τον κύκλο της». Άφησε λίγο τον καιρό να περάσει χωρίς να προτείνει νέα συνάντηση και τελικά η πρόταση ήρθε από τη Γωγώ.
«Τι θα γίνει με εκείνον τον καφέ που δεν ήπιαμε; Μήπως κρύωσε;» τον ρώτησε χαρακτηριστικά. Άραγε να την είχε φέρει εκεί που ήθελε;
«Το Σάββατο έχω δουλειά το πρωί, αλλά ελπίζω ότι το απόγευμα θα είμαι ελεύθερος. Θες να σου στείλω μήνυμα ή να σε πάρω επιστρέφοντας;»
«Εντάξει, σύμφωνοι».
Η ώρα είχε πάει οχτώ όταν έλαβε μήνυμα από τον Θωμά.
«Μόλις τελείωσα, 12 ολόκληρες ώρες στο πόδι, είμαι πτώμα. Μήπως θες να έρθεις στο μετρό στη Νίκαια και να περάσω με το αυτοκίνητο να σε πάρω να πάμε στο στούντιο. Θα παραγγείλουμε να φάμε εκεί κάτι ή ό,τι θες εσύ;»
-Αρχίσαμε- σκέφτηκε η Γωγώ.
«Ας το αφήσουμε για μια άλλη φορά μιας και είσαι πτώμα, έχει πολύ όμορφη μέρα έξω για να κλειστούμε μέσα».
«Όπως θες, καλό βράδυ», είπε και έκλεισε τη συζήτηση ο Θωμάς.
Η τρίτη φορά θα ήταν και η φαρμακερή ή θα βρίσκονταν ή γεια σας, και εννοούσε ένα γεια αποχαιρετισμού και όχι γνωριμίας. Όμως καθώς φαινόταν και η Γωγώ είχε ενοχληθεί από την επιμονή του να την παρασύρει στο στούντιο – διαμέρισμά του, τι κι αν δεν της είχε παραδεχτεί ότι ο χώρος που εργαζόταν και έμενε ήταν ο ίδιος. Με την οικονομική κατάσταση θα έπρεπε να το είχε υποψιαστεί. Μήπως γι’ αυτό να ήταν επιφυλακτική απέναντί του. Μπα, αδιάφορο. Δε θα ένιωθε ασφάλεια, και ούτε επρόκειτο να την πείσει. Και τι άλλη δικαιολογία να χρησιμοποιήσει. Τον είχε πιάσει όμως πείσμα, ότι έπρεπε να περάσει το δικό του. Ας έμπαινε στο στούντιο κι ας έβγαινε το επόμενο λεπτό. «Βρε Θωμάκο, μπας και έχουν κάψει τα εγκεφαλικά σου κύτταρα όντως οι δεξαμενές του Προέδρου;» αναρωτήθηκε. «Το κορίτσι δεν πρόκειται να πειστεί να σε συναντήσει σε χώρο που να μην υπάρχει άνθρωπος, γιατί επιμένεις; Στο τέλος εσύ θα χάσεις και αυτή θα μείνει με τη χειρότερη εντύπωση για εσένα». Αλλά τελικά ο Θωμάς κατάφερε να κάνει πέρα ακόμη και τη νηφαλιότητα του εαυτού του. Κανόνισε και ακύρωσε γιατί το αυτοκίνητο είχε βλάβη. Η Γωγώ προτίμησε να μην απαντήσει τίποτα, και έβαλε διάφορα με τον νου της. Ή δεν ήταν αυτός που της έλεγε, ή κάποιος γνωστός της της έκανε φάρσα. Δεν μπορεί να είχε φάει κόλλημα με το να βρεθούν στο στούντιό του. Άλλωστε ας συναντιόνταν πρώτα και μετά μπορούσε να της το προτείνει ξανά.
«Βλακεία μου», αναθεωρούσε και ο Θωμάς πλέον «τι κόλλημα και τι βιασύνη ήταν αυτή, μερικές γυναίκες θέλουν χρόνο. Αγάλι αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι». Τι μπορούσε όμως να της γράψει τώρα. -Γωγώ είμαι καραγκιόζης το παραδέχομαι, αν επιθυμείς μπορούμε να βρεθούμε στον δικό σου χώρο-. Μα και απλά άτυχος να ήταν και να μην είχε πει ψέματα για τη δυσκολία της συνάντησής τους, πάει να πει ότι δεν τον ήθελε. Ας άφηνε λίγο καιρό και ας της έστελνε. Στο επόμενο βέβαια μήνυμα που πήγε να της γράψει, αντιλήφθηκε ότι είχε μπλοκαριστεί.
«Άντε μωρή πατσαβούρα», σχολίασε έξω φερνών από την απόρριψη. «Που νομίζεις ότι ήσουν και τίποτα το εξαιρετικό, ερασιτέχνη που το χέρι σου πρέπει να έχει πάθει αγκύλωση από τις selfie. Άντε μου και στο διάολο, θα βρω άλλη εγώ, καλύτερη και πρόθυμη να έρθει στον χώρο μου». Και χωρίς να το σκεφτεί βούτηξε στον απέραντο ουρανό των προφίλ του Instagram να βρει το επόμενο ξεχωριστό αστέρι.
ΤΕΛΟΣ
Λεωφορείο εκδρομών
Σίας Στεφανοπούλου
(Διήγημα Έκτο από τη σειρά, Έρωτες των Social Media).
Αν είχε έρθει ο διορισμός της ένα χρόνο νωρίτερα θα είχε οργανώσει μεγάλη γιορτή, την προκειμένη στιγμή όμως ένιωσε να διχάζεται. Φυσικά και δεν υπήρχε περίπτωση να αρνηθεί τη θέση της καθηγήτριας Αγγλικών σε γυμνάσιο και λύκειο της Χίου, είχε κουραστεί να είναι πωλήτρια σε σούπερ μάρκετ και να συμπληρώνει το εισόδημά της με ιδιαίτερα μαθήματα σε τρία παιδιά της γειτονιάς. Θα ήταν τρελή αν έλεγε όχι μόνο και μόνο επειδή έπρεπε να φύγει από την Αθήνα. Από την άλλη όμως πως θα άφηνε πίσω τον Πρόδρομο. Πριν από εννέα μήνες είχαν γνωριστεί μέσω μιας εφαρμογής γνωριμιών. Η Παρασκευή δεν ήταν τόσο δεκτική με την ιδέα, αλλά μια φίλη της επέμενε. «Μην είσαι προκατειλημμένη, όσες πιθανότητες έχεις να γνωρίσεις κάποιον και να σου βγει σκάρτος στην εφαρμογή άλλες τόσες έχεις να σου βγει σκάρτος στο έξω κόσμο. Το ίδιο ισχύει και για τους νορμάλ ανθρώπους, σαν εμένα κι εσένα. Άλλωστε δε μιλάμε για tinder που ο σκοπός είναι ένας, μιλάμε για εφαρμογή που έχει ως σκοπό τις σχέσεις. Αν δε θέλει σχέση κάποιος δε θα μπει στη συγκεκριμένη εφαρμογή».
«Δεν ξέρω, προτιμώ να κάνω τις γνωριμίες μου δια ζώσης», σχολίασε διστακτικά η Παρασκευή.
«Α ναι, και πόσες γνωριμίες έκανες από την ώρα που χώρισες με τον Βασίλη;» Η Παρασκευή αρκέστηκε να ανασηκώσει τους ώμους της. «Και είσαι και ντροπαλή, πελάτες σου πετάνε από καμιά καλή κουβέντα και εσύ δεν τους ρίχνεις ούτε ματιά».
«Δε μου αρέσει να προκαλώ στη δουλειά, άλλωστε δεν ήταν κάποιος extraordinary, ώστε να του δώσω λίγη παραπάνω σημασία», παραδέχτηκε η Παρασκευή στη συνάδελφο της.
«Γι’ αυτό σου λέω, φτιάξε προφίλ στην εφαρμογή και δε σε υποχρεώνει κανένας ούτε να συνομιλήσεις ούτε να συναντήσεις κάποιον από κοντά αν δε σου αρέσει».
«Άντε εντάξει».
Η Παρασκευή αν και χάζευε στην εφαρμογή, δεν τόλμησε να στείλει πρώτη μήνυμα σε κάποιον. Όμως η ίδια δεν πέρασε απαρατήρητη. Αρκετά μηνύματα έλαβε από τις πρώτες ημέρες, αλλά σε λίγους αποφάσισε να απαντήσει. Γι’ αρχή απέρριπτε τα πολύ προκλητικά μηνύματα που μύριζαν ξεκάθαρο πέσιμο. Όσο και να την είχε διαβεβαιώσει η συνάδελφος και φίλη της, τελικά παντού υπήρχαν τα κακά καμάκια. Κατέληξε να συνομιλεί με δύο που στην πορεία ξεθάρρεψαν, ο ένας δε δίστασε να της στείλει φωτογραφία με τα απόκρυφά του, ενώ ο άλλος πιο προκλητικά, την ώρα που συνομιλούσαν έχωσε το χέρι του και χάιδευε το κάτω κεφάλι του. Από την αστάθεια της κάμερας, η Παρασκευή ρώτησε τι του συνέβαινε και χωρίς να το σκεφτεί πολύ ο συνομιλητής της, κατέβασε την κάμερα του κινητού από το πάνω κεφάλι στο κάτω».
«Αχά», είπε κοκκινίζοντας ολόκληρη «ωραία λοιπόν, αφού έχεις δουλειά, σε αφήνω να την τελειώσεις, καληνύχτα!»
«Μα…» όμως η Παρασκευή δεν έμεινε να ακούσει, έκλεισε τη συνομιλία, και βγήκε από την εφαρμογή. Την επόμενη μέρα στο διάλλειμα είπε στη φίλη της τα καθέκαστα.
«Είχε τίποτα αξιόλογο τουλάχιστον μέσα στο παντελόνι του;»
«Ό,τι το μέσο όρο», σχολίασε αδιάφορα η Παρασκευή «και είχε μια ελαφριά κλήση προς τα δεξιά».
«Σαν πολλά δεν είδες μέσα σε ένα δευτερόλεπτο;» Η Παρασκευή αρκέστηκε να ανασηκώσει τους ώμους της. «Καλύτερα πάντως από το να είχε συμβεί σε κάποιο ραντεβού από κοντά».
«Δεν το καταλαβαίνω αυτό το πράγμα, τι νομίζουν ότι θα καταφέρουν αν μας τον δείξουν φάτσα φόρα, ότι θα πέσουμε ξερές;»
«Σκέφτονται με άλλον τρόπο οι άντρες, επειδή σε αυτούς αρέσει να λαβαίνουν ανάλογες φωτογραφίες από γυναίκες, νομίζουν ότι θα αρέσει και σε εμάς να μας συστήσουν τον Γιακουμή τους με το καλησπέρα σας».
«Και πάλι δεν καταλαβαίνω γιατί το κάνουν».
«Πάντως υπάρχουν και γυναίκες που στέλνουν φωτογραφίες τους χωρίς να τους το ζητήσουν».
«Μα τι πιστεύουν ότι θα μας ‘‘πει’’ ένα ξεκρέμαστο πέος;»
«Αν σου έστελνε ολόσωμη γυμνή φωτογραφία του θα το αντιμετώπιζες διαφορετικά;»
«Όχι, αλλά θα έβλεπα και το μέγεθος αναλογικά, οπότε θα είχα πιο ξεκάθαρη εικόνα», είπε γελώντας. «Πάντως για να σοβαρευτούμε, αν από τους δέκα χρήστες που μου έστειλαν μήνυμα, εγώ διάλεξα να μιλήσω στους δύο με τα λιγότερο προκλητικά μηνύματά, φαντάσου πώς θα ήταν οι άλλοι».
«Δεν μπορεί να σου έστειλαν και οι οχτώ προκλητικά μηνύματα!»
«Εντάξει όχι, αλλά αυτοί ήταν οι πιο κομψοί και μου άρεσαν κάπως».
«Τώρα μιλάμε σωστά. Θες να σου αφαιρέσω την εφαρμογή ή να της δώσουμε μια ευκαιρία ακόμη; Δεν πιστεύω ότι σοκαρίστηκες τόσο από την εικόνα των αντρικών προσόντων».
«Να είχαν και τίποτα ιδιαίτερα προσόντα τρομάρα τους».
«Έτσι όπως το θέτεις είναι λες και κόπηκαν λόγω έλλειψης προσόντων».
«Δεν μπορεί οι τύποι αυτοί να μην έχουν σχέση με επιδειξίες», συνέχισε η Παρασκευή, αφήνοντας ασχολίαστη την τελευταία παρατήρηση της φίλης της. Ανοίγοντας την εφαρμογή πριν επιστρέψει στο ταμείο της βρήκε να την περιμένουν νέα μηνύματα από αγόρια, αλλά και από μία γυναίκα. Ανάμεσά τους υπήρχε και μήνυμα από ένα πρόσωπο που η Παρασκευή είχε ξεχωρίσει όταν κοίταζε τα προφίλ, αλλά είχε διστάσει να του στείλει πρώτη».
«Λοιπόν; Θες να στη σβήσω;» τη ρώτησε ανυπόμονα η συνάδελφός της.
«Ας δώσουμε μια τελευταία ευκαιρία και τη σβήνουμε αργότερα», απάντησε η Παρασκευή και έκλεισε γρήγορα την εφαρμογή, κρύβοντας το κινητό στην τσέπη της ποδιάς της.
«Έλαβες από κανέναν καλό μήνυμα;» την πείραξε.
«Δεν τους πρόσεξα, άντε πάμε στη δουλειά».
Ο Πρόδρομος δεν ήταν απλά εμφανίσιμος, ήταν ευγενικός και έδειχνε ενδιαφέρον για την Παρασκευή. Ποτέ δεν υπονόησε το οτιδήποτε στις συζητήσεις τους και άφηνε την Παρασκευή να οδηγήσει την κουβέντα τους. Όταν έπειτα από λίγες εβδομάδες του πρότεινε να βρεθούνε για έναν καφέ, εκείνος συμφώνησε αμέσως.
«Δε θέλω να στο χαλάσω», τη συμβούλεψε η φίλη της «αλλά να έχεις το νου σου, πώς το λέτε εσείς οι αγγλόφωνοι too good to be true;»
«Πράγματι έτσι το λέμε εμείς οι αγγλόφωνοι, αλλά δεν πιστεύω να πέφτω τόσο έξω».
«Είναι ένας άνθρωπος που δεν ξέρεις, κι αυτά που έχετε συζητήσει στην εφαρμογή μπορεί να είναι ψέματα».
«Γι’ αυτό θα βγούμε, για να γνωριστούμε».
Τελικά την επόμενη μέρα από το ραντεβού, η Παρασκευή είχε ακόμη καλύτερη εντύπωση για εκείνον, ενώ τρεις μήνες μόλις από τη γνωριμία τους ο Πρόδρομος μετακόμισε στο διαμέρισμά της. Όλα πληρώνονταν στη μέση, κοινόχρηστα, νοίκι, λογαριασμοί. Ο συγκάτοικος και σύντροφός της ήταν πολύ τρυφερός μαζί της και ευγενικός με τους φίλους της, και η Παρασκευή επιτέλους ένιωθε ότι μετά από τόση αναζήτηση είχε βρει το άλλο της μισό. Πώς να μην την ταράξει ο διορισμός της!
«Αφού σου ήρθε ο διορισμός τι μπορείς να κάνεις; Θα δώσεις μια μούντζα στις σπουδές σου για έναν άντρα που δεν ξέρεις καλά καλά;» τη ρώτησε η συνάδελφός της.
«Δεν μπορείς να λες ότι δεν τον ξέρω έπειτα από τόσο καιρό».
«Δεκαετίες ολόκληρες», την ειρωνεύτηκε. «Αν δεν πας θα θεωρήσω ως μόνο υπεύθυνο τον εαυτό μου, που σε έβαλα στην εφαρμογή, είναι αυτοκτονία αυτό Παρασκευή και το ξέρεις. Θες να μείνεις για μια ζωή στο σούπερ μάρκετ να περνάς προϊόντα στο ταμείο;»
«Όχι, δεν το θέλω και δεν ισχυρίζομαι ότι δε θα πάω, αλλά δεν μπορώ να μην παραδεχτώ ότι τώρα που τον βρήκα πρέπει να χωριστούμε».
«Άλλο να χωριστείτε και άλλο να χωρίσετε».
«Μάτια που δε βλέπονται…»
«Εντάξει η σχέση σας θα δοκιμαστεί, αλλά αν σε αγαπάει πραγματικά θα κάνει υπομονή ή μπορεί να βρει κι εκείνος μια δουλεία στη Χίο».
«Λες;»
«Λέω. Ειδάλλως δεν άξιζε και πολλά, όσο και να πετάς παρέα με ροζ συννεφάκια εσύ τώρα σε γαλάζιους ουρανούς. Πήγαινε στη Χίο να αξιοποιήσεις το πτυχίο σου και επαγγελματικά εκτός από τις γνώσεις που πήρες στη σχολή σου, κι αν αξίζει η σχέση σας θα βρείτε τον τρόπο. Άλλωστε μετά από κάποια χρόνια μπορείς να επιστρέψεις στην Αθήνα».
«Μετά από πολλά χρόνια, όλοι στην Αθήνα θέλουν να επιστρέψουν».
«Εγώ δεν ανησυχώ, θα τον βρείτε τον τρόπο κι αν δεν τον βρείτε δεν πειράζει, καλύτερα να θυσιάσεις έναν σύντροφο παρά μια καλή δουλειά».
-Εσύ δεν ανησυχείς γιατί δεν είναι δικό σου το πρόβλημα- σκέφτηκε η Παρασκευή αλλά όχι ότι δε συμφωνούσε ότι έπρεπε να προτιμήσει τη μονιμότητα και μάλιστα σε μια δουλειά με καλύτερο μισθό.
Όμως της ίδιας άποψης ήταν και ο Πρόδρομος.
«Μα τι μου λες τώρα, φυσικά και θα πας. Θα είσαι τρελή αν δεν πας».
«Μα απλά το συζητάω, δεν είπα ότι δε θα πάω».
«Να μη συζητάς τίποτα, γιατί αν είναι έτσι φεύγω αυτή τη στιγμή από το σπίτι σου. Δεν υπάρχει θέμα επιλογής, και μην ανησυχείς δε θεωρώ ότι επιλέγεις μια δουλειά αντί για εμένα».
«Κι εμείς;» τον ρώτησε λυπημένη.
«Εμείς θα βρούμε τις ισορροπίες μας, μην ανησυχείς. Το πρώτο που πρέπει να κάνεις είναι να φύγεις».
Κι έτσι η Παρασκευή βρέθηκε στο νησί του Βορείου Αιγαίου να αναζητάει σπίτι για να μείνει και μόλις μπήκε ο Σεπτέμβρης να διδάσκει τους πρώτους της μαθητές στη δευτεροβάθμια δημόσια εκπαίδευση. Οι περισσότεροι από τους μαθητές της είχαν καλό επίπεδο στα αγγλικά, όμως εκείνη πάλευε με τα παιδιά που δεν τα πήγαιναν τόσο καλά. Πάντα θεωρούσε ότι απέναντι στους λιγότερο καλούς μαθητές είχε υποχρέωση. Σε αντίθεση με τους συναδέλφους της που θεωρούσαν ότι απλά είναι τεμπέληδες και αργόσχολοι, εκείνη θεωρούσε ότι οι αδύναμοι είτε είχαν δυσκολίες μάθησης είτε δεν είχε ενδιαφερθεί κάποιος να τους εμπνεύσει. Έτσι η Παρασκευή προσπαθούσε διπλά μαζί τους και σαν οι πιο αδύναμοι να το ένιωθαν και να ανταπέδιδαν την προσοχή της με τη δική τους προσπάθεια.
«Παρασκευή μου ειλικρινά αν υπήρχε βραβείο για τον καθηγητή της χρονιάς, εσύ έπρεπε να το πάρεις», την επιδοκίμαζαν οι συνάδελφοι της χωρίς όμως να έχουν διάθεση να μιμηθούν το παράδειγμα της με το να ασχοληθούν παραπάνω με τους μαθητές που οι ίδιοι αποκαλούσαν κάτω του μετρίου, όχι ότι είχαν καλύτερη αντιμετώπιση φυσικά οι μέτριοι. Για τους καθηγητές τους ήταν άνθρωποι που θα αποτύγχαναν στη ζωή τους, όμως για την Παρασκευή ο κάθε μαθητής ήταν ένα ξεχωριστό στοίχημα από το οποίο θα κέρδιζε την ικανοποίηση ότι τον έμαθε κάτι και ότι μπορεί να συνέβαλε στην πρόοδό του.
«Μπορεί να τα εμπνέει το όνομα της» αστειευόταν ο μαθηματικός. «Μια μέρα μόλις πριν από το Σάββατο», η Παρασκευή χαμογελούσε με την κρυάδα του αστείου, αφού δεν ήθελε να ξινίσει τα μούτρα της και να προσβάλει τον συνάδελφό της.
Οι γονείς εκπλήσσονταν με τον καλό βαθμό των παιδιών τους στην ξένη γλώσσα, στην αρχή θεωρούσαν ότι απλά η νέα καθηγήτρια χάριζε βαθμούς και δεν τους έβαζε βάσει της αξίας τους. Όμως σταδιακά αντιλήφθηκαν ότι τα παιδιά είχαν αρχίσει να πηγαίνουν καλύτερα και στα φροντιστήρια αγγλικών και να καταλαβαίνουν περισσότερα απ’ ότι πριν. Κάποιοι δε δίστασαν να της προτείνουν να κάνει ιδιαίτερα στα παιδιά τους, αφού μαζί της καταλάβαιναν περισσότερα, όμως η Παρασκευή αρνήθηκε. «Θα ήθελα να βοηθήσω και θα είμαι εδώ αν χρειαστεί να με ρωτήσει κάτι, οποιαδήποτε ώρα, αλλά δεν επιτρέπεται να κάνω ιδιαίτερα μαθήματα στους μαθητές μου. Κινδυνεύω να χάσω τη θέση μου».
«Πολλοί θα είχαν αρπάξει από τα μαλλιά την ευκαιρία για ιδιαίτερα μαθήματα, αλλά καλά κάνεις που δε θες να γίνεις εχθρός των ξενόγλωσσων φροντιστηρίων», την επιδοκίμασε μια από τους φιλολόγους, που καθώς είχε ακούσει η Παρασκευή είχε αναλάβει τα ιδιαίτερα κάποιων μαθητών της.
Οι γονείς μιας μαθήτριας της, των οποίων είχε κερδίσει την εκτίμηση είχαν τουριστικό γραφείο στο νησί, όπου συνεργαζόταν με πολλά γραφεία από την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και άλλες μεγάλες πόλεις αλλά και με το εξωτερικό, κυρίως Τουρκία και Βαλκάνια. Η Χίος αν και ένα πανέμορφο καταπράσινο νησί, δεν είχε τη φήμη στο εξωτερικό που μπορεί να είχε η Μύκονος ή η Σαντορίνη, αλλά οι μαθητές της Μαριαλλένας ήταν ικανοποιημένοι και οι δουλειές τους πήγαιναν καλά. Εκτός λοιπόν από το να κανονίζουν ταξίδια για άλλα μέρη της Ελλάδας ή του εξωτερικού, παραλάμβαναν τους τουρίστες που έφταναν στο νησί και τους ξεναγούσαν σε διάφορα μέρη, άλλες φορές με πούλμαν κι άλλες με κούρσες, μιας και έφταναν και κάποιοι που δεν επιθυμούσαν τη φασαρία ενός πολυμελούς γκρουπ.
«Πάλι επεκτείνονται στο Τουρισμός και Χίος», ενημέρωσε ο γυμναστής.
«Αυτό είναι καλό για το νησί», σχολίασε η χημικός.
«Φαντάζομαι θα ψάχνουν οδηγούς», πρόσθεσε η φιλόλογος χτυπώντας καμπανάκι στην Παρασκευή που ήταν παρούσα στη συζήτηση, αλλά δε συμμετείχε.
«Ναι, με τη γραμματειακή υποστήριξη τα καταφέρνει μια χαρά η οικογένεια. Ακόμη και η Μαριαλλένα βοηθάει τώρα που μεγάλωσε, και κυρίως τώρα που την έκανε και η Παρασκευή μας ξεφτέρι στα αγγλικά ποιος θα την πιάνει!» είπε ο μαθηματικός και γύρισαν όλοι και την κοίταξαν χαμογελώντας της επιδοκιμαστικά.
«Εγώ απλά της έδειξα το δρόμο, όλη η προσπάθεια και η πρόοδος είναι δικό της θέμα», διαμαρτυρήθηκε η Παρασκευή.
«Απόλαυσε λίγο τις δάφνες σου Παρασκευή, δεν είναι κακό, άλλη καθηγήτρια στη θέση σου θα είχε παρατήσει τους μαθητές της στην τύχη τους».
-Δεν βλέπω κανέναν όμως να με παίρνει σαν παράδειγμα- σκέφτηκε μα δεν ήθελε να ενοχλήσει τους συναδέλφους της οι οποίοι θα έβρισκαν ένα σωρό δικαιολογίες, άλλο πράγμα τα αγγλικά και άλλο η φυσική ή τα φιλολογικά, λες και εκείνοι δε μιλούσαν την ίδια γλώσσα με τους μαθητές τους.
Όμως πέρα από αυτή τη συζήτηση στο μυαλό της Παρασκευής, έμεινε η είδηση ότι το τουριστικό γραφείο των γονιών της μαθήτριάς της ζητούσε οδηγούς. Στην Αθήνα ο Πρόδρομος εργαζόταν ως οδηγός και μάλιστα δεν ήταν καθόλου ικανοποιημένος από τη δουλειά του. Τα ωράρια ήταν τόσο σπαστά που δεν προλάβαινε να κοιμηθεί συνεχόμενα τέσσερις ώρες. «Κίνδυνος θάνατος», σχολίαζε μόνος του για τον εαυτό του. «Κι όμως το αφεντικό δεν το αντιλαμβάνεται ή δεν το νοιάζει ούτε η ζωή η δική μου ούτε των επιβατών του λεωφορείου, μα ούτε και των άλλων οδηγών κι αυτό για να μην προσλάβει έναν ακόμη οδηγό να βγαίνουν σωστά οι βάρδιες, αν γίνει όμως κανένα δυστύχημα θα τρέχει και δε θα φτάνει». Η Παρασκευή σκεφτόταν ότι το θέμα ήταν να μη συμβεί το δυστύχημα, ο επιχειρηματίας θα έβρισκε τρόπο να κουκουλώσει τις ευθύνες του και ο οδηγός νεκρός ή ζωντανός θα ήταν ο υπεύθυνος για το δυστύχημα. Θα βρίσκονταν μάρτυρες που θα ισχυρίζονταν ότι το προηγούμενο βράδυ ήταν στα μπουζούκια και άδειαζε μπουκάλια με ουίσκι. Έτσι δε συμβαίνει πάντα στη Ελλάδα, οι επιχειρηματίες κουκουλώνουν και τα Μ.Μ.Ε. είναι εκεί για να προσφέρουν ένα χέρι βοηθείας φτύνοντας στον τάφο των νεκρών ή τους τραυματίες στα μούτρα. Προτιμούσε να μην του πει τίποτα. Μόνο μια φορά τόλμησε να τον ρωτήσει γιατί δεν ψάχνει να δουλέψει αλλού. «Νομίζεις ότι είναι εύκολο ειδικά στα χρόνια που ζούμε, όλοι μιλάνε για ευμάρεια, αλλά είμαστε ακόμη βαθιά μέσα στην κρίση, αυτό φαίνεται από την ανεργία, τη μαύρη εργασία και ότι οι εργοδότες επιμένουν να κάνουν ό,τι θέλουν. Εσύ στο σούπερ μάρκετ θεωρείς ότι παίρνεις το μισθό που σου αξίζει; Σε έχουν εξάωρη και σε κρατάν δύο ώρες παραπάνω για να κερδίζουν αυτοί από τα επιδόματα, τις άδειες και την ασφάλεια και να χάνεις εσύ, και να τους λες και ευχαριστώ μιας και στο γραφείο του υπεύθυνου προσωπικού υπάρχει μια στοίβα βιογραφικά ανθρώπων ανέργων. Αλλά μη νομίζεις και οι άλλες επιχειρήσεις με αυτοκίνητα έτσι δουλεύουν. Είμαστε αναλώσιμοι σαν τα χαρτιά του φωτοτυπικού Παρασκευή. Αν διαμαρτυρηθώ εγώ θα με διώξουν και θα πάρουν κάποιον που δε θα αντιδράει».
Μήπως λοιπόν η αναζήτηση οδηγών στο «Τουρισμός και Χίος» ήταν μια ευκαιρία να τον φέρει κοντά της και να συνεχίσουν από εκεί που είχαν μείνει. Ειλικρινά δε θα την πείραζε να έμενε για πάντα στη Χίο αν ήταν να έχει κοντά της τον Πρόδρομο, άλλωστε τα πράγματα στο σχολείο του νησιού δεν ήταν τόσο χαώδες όσο μπορεί να ήταν στης Αθήνας. Πριν μιλήσει όμως στον Πρόδρομο έπρεπε να πάρει τις πληροφορίες της, αποκλείεται να δεχόταν να αφήσει μια δουλειά 12 μηνών για μια εποχική. Αν και είχε σκοπό να επισκεφτεί το τουριστικό γραφείο να ρωτήσει τη μαμά της Μαριαλλένας, πέρασε κάποια στιγμή από το σχολείο ο μπαμπάς της, για να ρωτήσει για τις επιδόσεις της. «Εσάς σας άφησα τελευταία, γιατί ανησυχούσα απ’ όσα θα άκουγα από τους άλλους καθηγητές και σκέφτηκα να με κάνει κάποιος λίγο περήφανο για την κόρη μου».
«Μην το λέτε αυτό, πολλοί γονείς θα ήθελαν να έχουν τη Μαριαλλένα κόρη τους. Είναι καλό παιδί, κι αν δεν τα καταφέρνει το ίδιο καλά σε όλα τα μαθήματα κανένας δεν είναι τέλειος σε όλα, κάπου θα υπερτερεί και κάπου θα υστερεί. Και χωρίς να το πείτε αυτό στην Μαριαλλένα πριν ολοκληρώσει το σχολείο, αλλά η εντύπωση ότι κάποιος άριστος μαθητής θα τα πάει περίφημα στη ζωή του και κάποιος όχι τόσο καλός χάλια, πιστέψτε με δεν ισχύει. Παίζουν πολλοί παράμετροι τον ρόλο τους».
«Το γνωρίζω, και εμείς αυτά που χτίζουμε για τη γυναίκα μου για τα παιδιά μας τα κάνουμε πρώτα, έπειτα σκεφτόμαστε τον εαυτό μας. Αλλά θα είναι ικανά να αναλάβουν την επιχείρηση ή θα τη ρίξουν στον γκρεμό;»
«Νομίζω ότι από τη στιγμή που την έχετε κοντά σας στο γραφείο κάποιες ώρες, αυτό το ξέρετε καλύτερα από εμένα».
«Αυτό είναι αλήθεια. Και ειδικά όσο περνάει ο καιρός και βελτιώνεται στα αγγλικά όλο και πιο μπροστά βγαίνει, ενώ μέχρι πρότινος κρυβόταν αν άκουγε κανέναν να μιλάει ξένη γλώσσα».
«Ακόμη και σε αυτή την περίπτωση θα έβρισκε αντικείμενο στο γραφείο να απασχοληθεί».
«Όσο γι’ αυτό».
«Με όλο το θάρρος άκουσα ότι ψάχνετε για οδηγούς».
«Αληθεύει».
«Φαντάζομαι για τη θερινή σεζόν».
«Κυρίως».
«Μάλιστα».
«Γιατί ρωτάτε, αν επιτρέπετε;»
«Έχω έναν φίλο οδηγό, που ίσως να ενδιαφερόταν, αλλά αφού μου λέτε θερινή σεζόν».
«Ω μην ανησυχείτε, πείτε του να έρθει να μας μιλήσει και μπορούμε να το δούμε αυτό, για εσάς κυρία Παρασκευή μου ό,τι θέλετε».
«Α όχι σας παρακαλώ, δεν επιθυμώ να κάνετε κάτι κόντρα στις προθέσεις σας».
«Μην ανησυχείτε, έχει συμβεί και στο παρελθόν, μπορεί ο φίλος σας να έχει ως βάση του τη Χίο και απλά κάποιους μήνες να φροντίζουμε να εργάζεται σε κάποια άλλη πόλη, από Νοέμβρη ως Μάρτη, ούτε πέντε μήνες ολόκληρους. Πάλι που ξέρετε, μπορεί τους χειμερινούς μήνες να μείνει να εργαστεί στο γραφείο, έχουμε μπόλικη δουλειά. Αλλά αυτά θα τα συζητήσουμε με τον ίδιο. Πείτε του να επικοινωνήσει μαζί μας και αν μας κάνει, ενδιαφέρετε και ο ίδιος για τη δουλειά θα τα βρούμε τα υπόλοιπα».
«Ξέρετε θα προτιμούσα να του το πω από κοντά, τώρα που θα επιστρέψω στην Αθήνα με την ευκαιρία των γιορτών».
«Κανένα πρόβλημα, ούτως ή άλλως αυτή τη στιγμή μαζεύουμε βιογραφικά και θα αποφασίσουμε ποιους θα καλέσουμε για συνέντευξη από τη νέα χρονιά».
«Σας ευχαριστώ!»
«Εγώ και η οικογένειά μου σας ευχαριστούμε!»
Επιστρέφοντας στην Αθήνα η Παρασκευή από τη Χίο ένιωθε ευφορία που στις αποσκευές της κουβαλούσε εκτός από ρούχα και προσωπικά είδη και ένα τόσο καλό νέο. Αν τα έβρισκε ο Πρόδρομος με το «Τουρισμός και Χίος» σε λίγο θα ήταν μαζί, μπορεί να χωρίζονταν για λίγους μήνες, αλλά άλλο πέντε και άλλο εννέα μήνες χωριστά, επιπλέον θα μπορούσε να παίρνει ένα μήνα άδεια μαζεμένη μέσα στο χειμώνα αν του το επέτρεπαν οι συνθήκες, και ο χωρισμός θα κρατούσε ακόμη λιγότερο. Όλο αυτά σκεφτόταν η Παρασκευή και προσπαθούσε να βάλει φρένο στον ενθουσιασμό της, μιας και τίποτα δεν ήταν βέβαιο μέχρι ο καλός της να μιλήσει με το τουριστικό γραφείο, άλλωστε δεν ήταν σίγουρη ότι εκείνος θα ήθελε να απομακρυνθεί από την Αθήνα. «Αν με αγαπάει θα έρθει!» σκεφτόταν, «άλλωστε δεν είναι ικανοποιημένος από τις υπάρχουσες συνθήκες εργασίας του. Πόσο χειρότερες να ήταν στο νησί;»
Την Παρασκευή παρέλαβε από το αεροδρόμιο η αδερφή της, και την πήγε στο διαμέρισμα που έμενε με τον Πρόδρομο. Εκείνος λόγω δουλειάς έλειπε. Έπρεπε να πάει να πάρει τη βάρδια των απογευματινών εργαζομένων μιας εταιρείας και να τους επιστρέψει στα σπίτια τους, και το πρωί να αναλάβει πάλι την πρωινή βάρδια. Θα επέστρεφε στο σπίτι τους δηλαδή γύρω στη μία και στις έξι θα έπρεπε να είναι στο πόδι ώστε και οι υπάλληλοι να χτυπήσουν κάρτα στις οχτώ ακριβώς. Αφού έκανε μπάνιο ξάπλωσε, δεν υπήρχε λόγος να γίνει η συζήτηση για τη δουλειά το ίδιο βράδυ, έπρεπε να τον αφήσει να ξεκουραστεί τις λίγες ώρες που είχε μπροστά του χωρίς την προσδοκία μιας νέας δουλειάς που θα τους έφερνε πάλι κοντά, τέτοια νέα κάποιες φορές σε γεμίζουν σκέψεις και δε σου επιτρέπουν να κοιμηθείς. Ξαπλώνοντας στο κρεβάτι αποκοιμήθηκε κουρασμένη και η ίδια από το ταξίδι, κάποια στιγμή μέσα στη νύχτα ένιωσε τον Πρόδρομο να ξαπλώνει πλάι της και τα χέρια του να κυκλώνουν το κορμί της. «Μου έλειψες», της μουρμούρισε.
Λόγω των ωραρίων του τις λίγες ώρες που βρίσκονταν δεν είχαν χρόνο για να συζητήσουν και μάλιστα κάτι τόσο σημαντικό. Μια τέτοια συζήτηση χρειαζόταν χρόνο. Ανήμερα τα Χριστούγεννα ήταν καλεσμένοι στους γονείς της για τραπέζι, οπότε τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων που είχε και εκείνος αργία και έχοντας από κοινού αποφασίσει να αποφύγουν οικογενειακές συγκεντρώσεις αλλά και καλέσματα από φίλους για να μείνουν λίγο μόνοι τους, η Παρασκευή θεώρησε ότι ήρθε η κατάλληλη ώρα να του το αναφέρει.
«Ξέρεις», του είπε το πρωί που έπιναν τον καφέ τους «στη Χίο, υπάρχουν διάφορα τουριστικά γραφεία που ζητάν οδηγούς». Εκείνος την κοίταξε, αλλά δεν απάντησε. «Σκεφτόμουν ότι αν ήθελες θα μπορούσες να έρθεις και εσύ στη Χίο εφόσον θα λυθεί το θέμα της εργασίας σου, ώστε να είμαστε μαζί».
«Δεν έχω το περιθώριο να εργαστώ μόνο τη θερινή σεζόν Παρασκευή».
«Μα δεν είναι μόνο για τη θερινή σεζόν. Το ένα τουριστικό γραφείο, το μεγαλύτερο το έχουν οι γονείς μιας μαθήτριάς μου, οπότε ρώτησα από περιέργεια και μου είπαν ότι κάποιοι από τους οδηγούς θα εργάζονται κανονικά. Όχι μόνο τη θερινή περίοδο, βέβαια μπορεί να χρειαστεί κάποιους μήνες να εργάζονται σε άλλο μέρος, αλλά και πάλι θα είμαστε περισσότερο καιρό μαζί».
«Γιατί κανονίζεις πράγματα για εμένα χωρίς να με ρωτάς πρώτα Παρασκευή;»
«Μα δεν κανόνισα κάτι, απλά ρώτησα, αν θεωρείς ότι σε ενδιαφέρει μπορείς να στείλεις το βιογραφικό σου και να μιλήσεις ο ίδιος μαζί τους».
«Και να με πάρουν χάρη σε εσένα και έπειτα εσύ να τους έχεις υποχρέωση;»
«Καμία υποχρέωση, απλά ρώτησα…»
«Και γιατί δε ρώτησες εμένα πρώτα, πριν μιλήσεις σε αυτούς;»
«Ξέρω εγώ, δεν ήθελα να ενθουσιαστείς με τη δουλειά και στο τέλος να μην γίνει κάτι».
«Οπότε ξέρεις ότι θα με πάρουν».
«Δεν είπα αυτό, αλλά πώς θα μπορούσα να σου αναφέρω για μια δουλειά αν δεν ήξερα ότι υπήρχε ενδεχόμενο να είναι δουλειά για όλη την χρονιά και όχι μόνο για τη θερινή περίοδο. Αυτός ήταν και ο λόγος που πρώτα ρώτησα εκείνους αντί για εσένα».
«Έχω δουλειά».
«Σύμφωνοι», είπε ενοχλημένη η Παρασκευή «αλλά αν θυμάμαι καλά δεν ήσουν ικανοποιημένος από τα ωράρια».
«Και ποιος λέει ότι θα είμαι στη δουλειά που μου βρήκες;»
«Μα δε σου βρήκα καμία δουλειά, απλά ρώτησα όπως μπορείς να κάνεις κι εσύ αν αποφασίσεις να τους μιλήσεις, δεν έχω αναφέρει ούτε το όνομά σου. Μπορείς να του στείλεις το βιογραφικό σου, είναι και στο διαδίκτυο η αγγελία και δε θα υποψιαστούν ότι είσαι ο γνωστός μου, οπότε αν σε προσλάβουν δε θα είμαι εγώ ο λόγος».
«Ένα πράγμα μισώ Παρασκευή και αυτό είναι να με χειραγωγούν».
«Ποιος σε χειραγωγεί ρε Πρόδρομε; Έμαθα για μια δουλειά στη Χίο και σκέφτηκα ότι θα ήθελες να είσαι μαζί μου όσο εγώ μαζί σου, και μιας και δεν ήσουν ικανοποιημένος από τους εργοδότες σου, ρώτησα κάποιες πληροφορίες ώστε να έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα. Ούτε σε υποχρέωσα να έρθεις στη Χίο ούτε να δεχτείς τη δουλειά, δική σου είναι η απόφαση, αφού δε θες πες ότι δεν στο πρότεινα ποτέ».
«Σύμφωνοι, αυτή η συζήτηση δεν έγινε ποτέ».
Τις επόμενες δέκα μέρες της παραμονής της Παρασκευής στην Αθήνα το ζευγάρι προσπάθησε να βρει τις ισορροπίες του. Με απογοήτευση η Παρασκευή αντιλήφθηκε ότι η σχέση τους είχε κάπως ψυχρανθεί. Μάλιστα το ανέφερε και στην πρώην συνάδελφό της.
«Δεν βρίσκω κάτι κακό στην πρότασή σου», παραδέχτηκε και η φίλη της. «Ήθελες να είστε μαζί, και έμαθες μια δουλειά που είχε να κάνει με την παρούσα ασχολία του και του το ανέφερες, ούτε του πρότεινες να έρθει να μαζεύει μαστίχα ούτε κάτι μακριά από το αντικείμενό του».
«Σε εκείνον πες το».
Επέστρεψε στη Χίο η Παρασκευή χωρίς να συζητήσουν άλλο το θέμα ή την αποστολή έστω ενός βιογραφικού στο τουριστικό πρακτορείο. Μέσα της έκρυβε μια αχνή ελπίδα ότι ίσως το είχε σκεφτεί μόνος του και χωρίς τη δική της επιμονή θα έστελνε το βιογραφικό. Στα μέσα Φεβρουαρίου όμως μπαίνοντας στο Facebook, πρόσεξε ότι ο Πρόδρομος είχε αλλάξει τη φωτογραφία με τα πλεγμένα τους δάχτυλα. Τι μπορούσε να σκεφτεί έπειτα από αυτό; Ίσως προσπαθούσε να της στείλει ένα μήνυμα. Σε μια συνάντηση με τη μητέρα της Μαριαλλένας εκείνη τη ρώτησε αν τελικά ο φίλος της είχε στείλει βιογραφικό για τη δουλειά. «Τον ενημέρωσα, αλλά δεν ξέρω τι θα έκανε, του φαίνεται μακριά η Χίος».
«Έχω κάποια βιογραφικά από Αθήνα, θέλεις να μου δώσεις το επίθετό του να το κοιτάξουμε».
Για μια στιγμή μπήκε σε πειρασμό, αλλά κάτι τη συγκράτησε.
«Σας ευχαριστώ πολύ, αλλά δε χρειάζεται, πραγματικά».
«Όπως θες».
Πέρασαν δεκαπέντε ημέρες ακόμη και η τόσο συχνή επικοινωνία τους του πρώτου τριμήνου είχε μειωθεί. Με κόπο φαινόταν να της απαντάει στα μηνύματα που του έστελνε στο inbox και να βρίσκει συχνά δικαιολογίες για να σταματήσει νωρίς η συνομιλίας τους. Στο τέλος πείσμωσε και συνάμα απογοητεύτηκε, όποτε αποφάσισε να μην του στείλει ξανά πρώτη.
Ήταν δύο τα ξημερώματα όταν την ξύπνησε κλήση στο κινητό της, η Παρασκευή πετάχτηκε αλαφιασμένη, τηλέφωνο στις δύο τα ξημερώματα δεν ήταν για καλό. Είδε ότι την κλήση της την έκανε ο Πρόδρομος και απάντησε ακόμη πιο ανήσυχη, να είχε άραγε πάθει κάποιο ατύχημα και βρήκαν το δικό της τηλέφωνο και επικοινωνούσαν να την ενημερώσουν.
«Παρακαλώ», απάντησε αναστατωμένη.
«Εγώ είμαι Παρασκευή, συγγνώμη για την ώρα που σου τηλεφωνώ, αλλά δεν βρήκα νωρίτερα χρόνο».
«Τι συμβαίνει Πρόδρομε, όλα καλά;»
«Ναι, μια χαρά μην ανησυχείς. Απλά πήρα να σε ενημερώσω ότι θα μετακομίσω από το διαμέρισμα που νοίκιαζες και επειδή έχεις αφήσει πολλά από τα πράγματά σου εκεί, ίσως πρέπει να κανονίσεις κάποιος να πάει να τα μεταφέρει».
«Ε;»
«Ξενοίκιασα το διαμέρισμα λέω και έχεις πράγματα αφημένα εκεί».
«Έχω σχεδόν όλα τα πράγματά μου Πρόδρομε στο διαμέρισμα. Κι αυτό τι σημαίνει;»
«Τι να σημαίνει, ό,τι καταλαβαίνεις σημαίνει».
«Εντάξει», του απάντησε ξερά.
«Τι θα κάνεις;»
«Τι θες να κάνω; Να πάρω τηλέφωνο τους δικούς μου δυο τη νύχτα να τους τρομάξω ότι μου συνέβη κάτι. Θα πάρω το πρωί την αδερφή μου και θα συνεννοηθούμε».
«Επειδή ήσουν δεμένη με το διαμέρισμα».
«Είναι αδύνατον να κρατάω δυο διαμερίσματα όπως καταλαβαίνεις. Αν επιστρέψω Αθήνα θα βρω κάποιο άλλο να νοικιάσω».
«Όπως θες, καληνύχτα», της απάντησε σχεδόν ψυχρά, ενώ η Παρασκευή αποφάσισε να κρατήσει χαρακτήρα και να μην του απαντήσει «κακή, ψυχρή και ανάποδη». Είχε αποφασίσει να την ενημερώσει για το χωρισμό τους ξενοικιάζοντάς το διαμέρισμα στο οποίο έμενε για πάνω από δέκα χρόνια. Λες και ήταν συγκάτοικοι και όχι ζευγάρι. Δεν άξιζε και πολλά σκέφτηκε αλλάζοντας πλευρό, αλλά πού να επιστρέψει ο ύπνος. Είχε κάνει λάθος εκείνη με το να του προτείνει δουλειά στη Χίο ή απλά ήταν εκείνος βλαμμένος; Άρχισε να αναζητάει λάθη και σφάλματα στον εαυτό της. Το δεύτερο θα σου απαντήσει όποιος και αν ρωτήσεις.
ΤΕΛΟΣ
"Καραντοχτυπημένος"
Σίας Στεφανοπούλου
(Διήγημα Πέμπτο από τη σειρά, Έρωτες των Social Media).
Αυτά παθαίνεις αν αγοράζεις φόρεμα χωρίς να το δοκιμάσεις πρώτα, επιστρέφεις σπίτι για να αντιληφθείς ότι σε στενεύει. Σύνηθες πρόβλημα για την Άντζελα που τα περισσότερα ρούχα δεν επέτρεπαν στο πλούσιο στήθος της να αναπνεύσει. Το υπέροχο πληθωρικό μπούστο της έκλεβε τα βλέμματα αντρών και γυναικών. Οι πρώτοι το ποθούσαν, οι δεύτερες ίσως και να το ζήλευαν. Άλλωστε τι είναι τα πρώτα πράγματα που κοιτάει ένας άντρας σε μια γυναίκα; Το στήθος και ο πισινός. Και όχι που να το παινευτεί, αλλά η Άντζελα κέρδιζε στο πρώτο και όχι απλά με διαφορά στήθους!! Αποτελούσε μαγνήτη βλεμμάτων και αντιπερισπασμό για κάποια άλλη σημεία, τα οποία ίσως υστερούσε σε σχέση με άλλες γυναίκες πιο αδύνατες. Αλλά αν κάτι ήξερε να κάνει η Άντζελα ήταν να περνάει καλά στη ζωή της, να τη χαίρεται βρε αδερφέ, δε θα θυσίαζε την ικανοποίηση και τη χαρά που προσέφερε ένα καλό γεύμα ή ένα γευστικό γλυκό για να αποκτήσει το κορμί μιας βουλιμικής. Το καθημερινό περπάτημα της έφτανε και της περίσσευε για γυμναστική, άλλωστε που χρόνος για τέτοιες πολυτέλειες;
Αυτά σκεφτόταν εκείνο το απόγευμα που επέστρεψε το φόρεμα στο μαγαζί της αλυσίδας καταστημάτων και περνούσε ανάμεσα στα ράφια ψάχνοντας να βρει κάτι να της αρέσει για να πραγματοποιήσει την αλλαγή. Τίποτα όμως δεν της γέμιζε το μάτι και το φόρεμα που είχε αγοράσει αν το έπαιρνε μεγαλύτερο νούμερο δε θα έστεκε καλά στη μέση και στους γοφούς, αφού θα της ήταν πολύ φαρδύ. Απηυδισμένη αφού δεν έβρισκε τίποτα αξιόλογο στα γυναικεία, αποφάσισε να περάσει στο τμήμα με τα αντρικά μήπως κι εκεί στεκόταν πιο τυχερή. Και πράγματι πολλά κομμάτια της τράβηξαν το βλέμμα. Τελικά κατέληξε σε ένα άσπρο t-shirt με τη στάμπα από το Dragon Balls. Του δημοφιλή αυτού manga από την Ιαπωνία που είχε εκατομμύρια θαυμαστές παγκοσμίως, ακόμη και στην Ελλάδα. Όχι ότι η Άντζελα το γνώριζε αυτό, ή ασχολούταν με κινούμενα σχέδια στα τριάντα πέντε της χρόνια, ακόμη κι αν αυτά θεωρούνται κλασσικά και διαχρονικά, αλλά η στάμπα της άρεσε και αποφάσισε να πάει με αυτό στο ταμείο, αφού πρώτα το δοκίμασε γιατί δε θα άντεχε την επόμενη μέρα μετά τη δουλειά να επιστρέψει στο κατάστημα ρούχων για νέα αλλαγή. Ήταν και αυτή η αναθεματισμένη μάσκα που την κούραζε και της δυσχέραινε τη ζωή. Στη δουλειά ευτυχώς σαν ιατρικός επισκέπτης τις ώρες που βρισκόταν στους δρόμους και όχι σε κάποιο μέσο μεταφοράς την έβγαζε να αναπνεύσει καθαρό αέρα, όσο καθαρός μπορεί να είναι δηλαδή ο αέρας των Αθηνών, αν και με την έναρξη της δεύτερης και πιο μακροχρόνιας καραντίνας πολλοί υποχρεούνταν να εργάζονται από τα σπίτια τους και έτσι είχε κάπως καθαρίσει η ατμόσφαιρα της πρωτεύουσας. Μπαίνοντας στο σπίτι κρέμασε την σακούλα με την μπλούζα στη ράχη μιας καρέκλας και μπήκε απευθείας στο μπάνιο.
Οι μέρες περνούσαν και η Άντζελα πηγαινοερχόταν στη δουλειά, μη βρίσκοντας τον χρόνο να συμμαζέψει και έχοντας ξεχάσει εντελώς την αγορασμένη μπλούζα στη σακούλα της. Σαν ιατρικός επισκέπτης και λόγω της πανδημίας σε αντίθεση με άλλους εργασιακούς κλάδους εκείνη είχε πολλή δουλειά. Αυτό της έδινε τη δυνατότητα να κινείται ελεύθερα μέσα στα όρια της πόλης όταν οι υπόλοιποι πολίτες ήταν υποχρεωμένοι να στέλνουν μηνύματα και να έχουν περιορισμένες δυνατότητες κίνησης, αφού ούτε επίσκεψη δεν επιτρεπόταν. Τις καθημερινές η Άντζελα ξεπατωνόταν στη δουλειά, ενώ τα Σαββατοκύριακα μιζέριαζε στο διαμέρισμά της στο κέντρο των Αθηνών. Φύση κοινωνική συνήθως τα Σαββατοκύριακά της τα περνούσε έξω με φίλους. Υπήρχαν μέρες που έφευγε το πρωί και επέστρεφε το βράδυ, οργώνοντας την πόλη, όμως πλέον αυτό ήταν αδύνατον. Αρχικά καφετέριες και εστιατόρια ήταν κλειστά, μόνο αυτά στα οποία μπορούσες να αγοράσεις καφέ στο χέρι ήταν ανοιχτά. Δεύτερον πολλοί φίλοι της, τρομοκρατημένοι από τα Μ.Μ.Ε. δεν τολμούσαν να περάσουν το κατώφλι του σπιτιού τους. Βέβαια με το Εθνικό Σύστημα Υγείας να ακροβατεί στο κενό και τις Μ.Ε.Θ. κλεισμένες από ασθενείς, δικαιολογούσε όλη αυτή την ανησυχία. Οπότε πέρα από εξόδους σε μακρινούς περιπάτους για σωματική άσκηση το μόνο που έμενε στην Άντζελα να διασκεδάσει τη μοναχικότητά της ήταν τα social media. Με κάθε ευκαιρία ανέβαζε μια φωτογραφία της στο Instagram μαζεύοντας likes και σχόλια. Έχοντας αφήσει ανοιχτό το προφίλ της δεχόταν την προσοχή κι από αγνώστους, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που έλαβε σαχλά μηνύματα ή σχόλια, τα οποία συνήθιζε να αγνοεί, αφού δεν είχε ανάγκη το κάθε τυχάρπαστο καμάκι που είχε βρει πεδίο δράσης στα social media. Την ημέρα της selfie ή των stories της το σπίτι μετατρεπόταν σε πλατό. Προσάρμοζε ένα χώρο δημιουργώντας το ντεκόρ που ήθελε να έχει η φωτογράφησή της και έπειτα έκανε επαγγελματικό μακιγιάζ έβρισκε τι θα φορέσει, από ρούχα, κοσμήματα κ.ο.κ. και στηνόταν πίσω από την κάμερα του κινητού της κάνοντας δεκάδες κλικ μέχρι να βγει η φωτογραφία που θα θεωρούταν η κατάλληλη για να δημοσιευτεί. Κάποιοι φίλοι της την πείραζαν, όμως για την Άντζελα ήταν ένας τρόπος να διοχετεύσει τη δημιουργικότητά της παρά τα σχόλια που μπορεί να δεχόταν, άλλες φορές καλοπροαίρετα αλλά και κάποιες με τσιμπημένη κακία. Ένα τέτοιο Σάββατο λοιπόν έπεσε πάνω στην κρεμασμένη σακούλα του καταστήματος που έκρυβε μέσα της την μπλούζα του Dragon Balls. Την έβγαλε από την τσάντα του πολυκαταστήματος και την κοίταξε. Θα άξιζε άραγε μια φωτογραφία με την στάμπα του περίεργου τυπά με τις εφτά μπάλες του δράκου, αν και περισσότερο στο μυαλό της παρέπεμπαν σε μπάλες του μπόουλινγκ! Δεν είχε παρά να δοκιμάσει. Αν και της άρεσε το αποτέλεσμα δεν περίμενε ότι οι followers θα ενθουσιάζονταν τόσο με τη συγκεκριμένη φωτογραφία της. Ήταν πιο απλή από αυτές που συνήθιζε και όμως φάνηκε να κερδίζει την έγκρισή πάρα πολλών φίλων εξ’ αρχής. Μήπως έπρεπε να επιστρέψει στο αντρικό τμήμα του μαγαζιού και να πάρει και άλλες αντίστοιχες μπλούζες; «Αρέσω παιδί μου αρέσω, πώς να το κάνουμε!» σιγοτραγουδούσε κάθε φορά που έμπαινε στο λογαριασμό της και έβλεπε τα likes να αυξάνονται και διαβάζοντας τα σχόλια.
Έπειτα από τη φωτογραφία αυτή επέστρεψε στις πιο συνηθισμένες της πόζες, με το ντεκολτέ της να κλέβει την παράσταση, και να δέχεται καρδιές στα likes. Η φωτογραφία από το Dragon Βalls έτεινε να ξεχαστεί από τη μνήμη της Άντζελας όταν έλαβε ένα σχόλιο με καθυστέρηση ενός μήνα από τη βραδιά που την είχε ανεβάσει. Δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια εικόνα που δήλωνε το σεβασμό του ο άγνωστος ως εκείνη τη στιγμή αποστολέας στην επιλογή της. Η Άντζελα αποφάσισε να του απαντήσει με ένα χαμογελαστό ιμότζι ως δικό της σχόλιο στο δικό του. Έπειτα ήρθε ένα νέο σχόλιο που τη ρωτούσε, «Ξέρεις τι είναι αυτό που φοράς;» Ιδέα δεν έχω, σκέφτηκε η Άντζελα, αλλά προτίμησε να απαντήσει «Λες να μην ξέρω;» Κι αμέσως μετά έλαβε ένα μήνυμα από τον σχολιαστή «Έβλεπες και εσύ Dragon Βalls;»
Τι χαζά με ρωτάει; Αναρωτήθηκε και ζήτησε τη βοήθεια του διαδικτύου για να απαντήσει στον Μάνο, όπως ήταν το όνομα του νεαρού που είχε δείξει το ενδιαφέρον του για την μπλούζα που φορούσε. Αφού διάβασε τη σελίδα του Wikipedia, απάντησε: «Φυσικά και το έχω δει».
«Τα έσπαγε».
«Πράγματι».
«Εγώ το είδα στην επανάληψη».
«Εγώ είμαι παλιά, το είδα στην πρώτη του προβολή».
«Μα πόσο χρονών είσαι;»
«Τριάντα πέντε!» του έγραψε η Άντζελα.
«Δε σου φαίνεται, σε έκανα μικρότερη από εμένα».
«Γιατί πόσο είσαι;»
«Είκοσι εννιά».
«Ουάου, σου ρίχνω μια πρωτοβάθμια εκπαίδευση».
«Τι σημαίνει αυτό;»
«Ότι όταν εσύ πήγαινες πρώτη δημοτικού εγώ πήγαινα πρώτη γυμνασίου».
«Χαχαχ, όντως, αλλά τώρα μεγαλώσαμε και δεν πιάνονται οι σχολικές τάξεις για διαφορά, πλέον είμαστε και οι δύο ενήλικες».
Ωραία απάντηση, επικρότησε η Άντζελα, αλλά προτίμησε να αλλάξει θέμα. «Και τι κάνεις Μάνο τις ώρες που δεν παρακολουθείς το Dragon Βalls σε επανάληψη;»
«Κάνω τον δάσκαλο, στην πραγματικότητα τον καθηγητή Φυσικοχημείας σε φροντιστήριο».
«Ζόρικο ακούγεται».
«Είναι πράγματι, και τώρα που τα μαθήματα γίνονται με τηλεκπαίδευση ακόμα χειρότερα. Όταν κάνεις το μάθημα από κοντά είναι πιο εύκολο να δεις αν κάποιος από τους μαθητές σου κάτι δεν κατάλαβε, και να επιμείνεις να του το εξηγήσεις. Αν μέσα στην τάξη πριν βαριόταν μία, τώρα με τους υπολογιστές βαριούνται δέκα. Είναι φορές που υποθέτω ότι έχουν διπλό παράθυρο ανοιχτό και χαζεύουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή τζογάρουν σε ηλεκτρονικά καζίνο».
«Χαρτόμουτρα οι μαθητές σου, Μάνο», τον πείραξε η Άντζελα.
«Μπορεί, σε ζάλισα όμως με τη δουλειά μου. Εσύ τι κάνεις όταν δεν φωτογραφίζεσαι με μπλουζάκια διάσημων manga;»
«Φωτογραφίζομαι με απλά μπλουζάκια».
«Είσαι κάτι σαν μοντέλο;»
«Είμαι μοντέλο, αλλά όχι αγγελάκι, με είχαν δεχτεί κάποτε, αλλά με είχαν λιώσει στη δίαιτα και τους παράτησα».
«Καλά έκανες, το να στερηθείς τη χαρά ενός γευστικού γεύματος για τη διασημότητα και το χρήμα είναι σκέτη ανοησία».
«Συμφωνούμε, οπότε επέστρεψα στην πατρίδα και έγινα ιατρικός επισκέπτης», έίπε στέλνοντάς του ένα ιμότζι με τη γλώσσα έξω για να καταλάβει ότι αστειευόταν όσον αφορούσε την καριέρα της στα μοντέλα της Βικτόρια Σίκτρετ.
«Θα πήζεις τώρα με την πανδημία».
«Αλήθεια είναι, αλλά δε βαριέσαι. Έχω τουλάχιστον την άνεση να κυκλοφορώ ελεύθερα χωρίς να πατάω κουμπιά στο κινητό στέλνοντας μηνύματα. Έτσι είναι, κάτι χάνεις κάτι κερδίζεις».
«Μια σοφή ιατρική επισκέπτης που βλέπει manga. Μπορεί να άργησε τελικά να έρθει ο Άγιος Βασίλης, αλλά τελικά δεν με πρόδωσε».
«Τα manga και ο Άγιος Βασίλης πάνε μαζί φαίνεται».
«Μάλλον, ειδικά με το Dragon Βalls».
«Λογικό ο ένας έχει δρακόμπαλλες και ο άλλος δώρα».
«Όπως και να το δεις και οι δυο εκπληρώνουν ευχές!» παρατήρησε ο Μάνος και η Άντζελα ανησύχησε ότι θα την παρέσυρε σε άγνωστους δρόμους αναγκάζοντάς την να παραδεχτεί ότι οι γνώσεις που είχε για το Dragon Βalls ήταν νεοαποκτηθείσες και μάλιστα από το διαδίκτυο, κι ότι όταν αγόραζε το μπλουζάκι δεν είχε ιδέα σε τι παρέπεμπε και ένιωσε ότι δεν ήταν κάτι που θα την κολάκευε στα μάτια του νεαρού καθηγητή της φυσικής, που καθώς φαινόταν είχε κερδίσει την προσοχή της. Τι κι αν μέχρι στιγμής δεν είχε φανεί να έχουν και πολλά κοινά ενδιαφέροντα κι ας θεωρούσε εκείνος ότι το Dragon Βalls ήταν μια κοινή αφετηρία, κάτι που για την ώρα γνώριζε μόνο η ίδια ότι δεν ισχύει.
«Χάρηκα που τα είπαμε Άντζελα, αν και με κόπο πρέπει να αποχωρήσω από την όμορφη συζήτησή μας. Βλέπετε σε δέκα λεπτά ξεκινάει το μάθημα και μάλιστα φυσική κατεύθυνσης».
«Καλό μάθημα Μάνο και ελπίζω σήμερα οι μαθητές σας να κρεμαστούν από τα χείλη σας».
«Πολύ αμφιβάλλω, αλλά σας ευχαριστώ. Εις το επανιδείν».
-Φτάνει να μην υποχρεωθώ να δω το Dragon Balls- με το τέλος της συζήτησης η Άντζελα έλαβε αίτημα φιλίας από τον Μάνο, το οποίο και έκανε δεκτό.
Το επόμενο πρωί και λίγη ώρα αφού είχε πάει στο γραφείο άκουσε το χαρακτηριστικό ήχο του messenger.
«Καλημέρα Αγγελάκι!» και δίπλα το ιμότζι με το φωτοστέφανο.
«Καλημέρα Σον Γκόκου, πως τα πάτε σήμερα με τη συλλογή σφαιρών του δράκου;»
«Ορκίζομαι πως αν έρθει κάποια στα χέρια μου, θα τη χαραμίσω στο κεφάλι των μαθητών μου».
«Θα είστε μάλλον από τους παλιάς κοπής καθηγητές, με τη βέργα και τον χάρακα».
«Είναι τυχεροί που έχω κρυμμένη την ουρά μαϊμούς μέσα στο παντελόνι μου, αλλιώς με αυτή θα τους μαστίγωνα».
«Είναι κάποιου είδους υπονοούμενο αυτό με την ουρά;»
«Μιλάω για την ουρά μαϊμούς που είχε ο Σον Γκόκου. Επειδή με προσφωνήσατε με αυτόν τον τρόπο πριν από λίγο».
«Αχ ναι, πρωί ακόμη και δεν έχω πιει καφέ».
«Ίσως να φταίει και το ότι είδατε στην πρώτη προβολή το Dragon Balls, και ξεχνάτε κάποιες λεπτομέρειες».
«Θα συμφωνήσω με την παρατήρησή σας, αλλά η μαϊμουδίσια ουρά του Σον Γκόκου είναι κάτι που με στοίχειωσε και είναι αδύνατον να την ξεχάσω».
Γελαστή φατσούλα ως απάντηση και έπειτα «Σας αφήνω να εργαστείτε, μιλάμε αργότερα».
«Ευχαριστώ, γιατί μπορεί εσείς να είστε διακριτικός με την μαϊμουδίσια ουρά σας, αλλά δεν είναι όλοι με το ζώο που κρύβουν μέσα τους και κυρίως τα αφεντικά».
«Καταλαβαίνω, ορεβουάρ».
Είχε περάσει μια εβδομάδα από το βράδυ που η Άντζελα είχε λάβει το μήνυμα του Μάνου και η επαφή τους μέσω ανταλλαγής μηνυμάτων στο Instagram ήταν συχνή. Δε θυμόταν ποτέ άλλοτε να έχει τόση επικοινωνία ούτε με τους κατά καιρούς συντρόφους της. Μπορεί να υπήρχαν μέρες που να μην είχε μιλήσει μαζί τους αλλά με τον Μάνο δεν ήταν απλά καθημερινή η επαφή τους, αλλά μιλούσαν πολλές φορές μέσα στην ημέρα. Κάτι φυσικά που ευνοούσε και ο καθολικός εγκλεισμός της πανδημίας. Ευτυχώς σταδιακά μειώθηκαν και οι αναφορές στο Dragon Balls με άλλα θέματα να υπερτερούν και κυρίως συζητώντας για την καθημερινότητά τους. Κοίτα που η αναφορά ενός πράγματος είτε αυτό είναι ταινία είτε βιβλίο είτε ακόμη και κινούμενο σχέδιο, μπορεί να φέρει κοντά δυο ανθρώπους που μέχρι χθες δε γνωρίζονταν. Συλλογιζόταν η Άντζελα και μετά μειδιούσε με την μικρή της απάτη, αφού η ίδια ποτέ δεν είχε παρακολουθήσει τη σειρά και η αγορά ενός φορέματος που υποχρεώθηκε να αλλάξει, μιας και τη στένευε και να αγοράσει ως ύστατη λύση ένα αντρικό μπλουζάκι είχε οδηγήσει σε μια γνωριμία κατά πολύ ενδιαφέρουσα. Έπειτα αναρωτήθηκε πως τελικά τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης καταφέρνουν να διευκολύνουν μια γνωριμία. Αν για παράδειγμα είχε φορέσει το μπλουζάκι και είχε βγει έξω και την πλησίαζε κάποιος και τη ρώταγε για τη σειρά, όχι απλά δε θα καταδεχόταν να του απαντήσει, αλλά θα τον κοίταζε με μισό μάτι πριν αρχίσει να καλεί σε βοήθεια. Όμως η ερώτηση του ήρθε ως κάτι φυσικό, που δεν την ανησύχησε ή την προβλημάτισε καθώς και η μετέπειτα επικοινωνία τους.
Κάθε πρωί την ώρα που έφτανε στη δουλειά της και που μάλλον ήταν η ώρα που ο Μάνος ξυπνούσε και ετοίμαζε τον καφέ του, της έστελνε καλημέρα, εκείνη έκλεβε λίγο χρόνο για να του απαντήσει και να ανταλλάξουν μερικές κουβέντες. Όταν σχόλαγε ή όταν έβρισκε χρόνο κατά τις μετακινήσεις της, έστελνε συνήθως εκείνη μηνύματα και έπιαναν τη συζήτηση. Φυσικά μετά το μεσημέρι εξαιτίας της δουλειάς του ο Μάνος δεν ήταν εύκαιρος, αλλά μόλις τελείωναν τα μαθήματα επικοινωνούσε μαζί της όπου είχαν και περισσότερο χρόνο στη διάθεσή τους, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε πάει πολύ αργά πριν αναγκαστεί να αποχωρίσει μιας και την επόμενη μέρα είχε πρωινό ξύπνημα. Παράξενα πράγματα, τόσες σχέσεις και ήταν η πρώτη φορά που ένιωθε ότι κάποιος πραγματικά την αφουγκραζόταν. Ενώ φυσικά τα υπονοούμε και ο ερωτισμός ήταν διάχυτος στις συνομιλίες τους. «Πότε θα τελειώσει αυτή η καταραμένη καραντίνα να συναντηθούμε από κοντά;» αναρωτήθηκε ένα βράδυ ο Μάνος.
«Δεν χρειάζεται να περιμένουμε να λήξει η καραντίνα ξέρεις», έριξε την ιδέα η Άντζελα που από καιρό είχε αρχίσει να δουλεύει το ενδεχόμενο στο κεφάλι της.
«Λυπάμαι που το λέω, αλλά δεν περισσεύουν χρήματα να πληρώσω το πρόστιμο αν με βρουν να κυκλοφορώ έξω».
«Τα πράγματα ίσως να είναι πιο απλά και χωρίς λόγο να τους έχεις δώσει τεράστιες διαστάσεις». Ο Μάνος προτίμησε να μην απαντήσει και αφού άφησε λίγα λεπτά να κυλήσουν η Άντζελα συνέχισε. «Είμαι ιατρικός επισκέπτης, μπορώ να κυκλοφορήσω ελεύθερα σε όλη την πόλη, χωρίς να ανησυχώ για πρόστιμο, οπότε μπορώ να έρθω στο ‘‘χώρο’’ σας».
«Καλά θα ήταν, αλλά δε μένω μόνος».
«Δε μένεις μόνος;»
«Μένω στο πατρικό μου, δεν πρόλαβα να απολυθώ από φαντάρος και ήρθε η πανδημία, και που εργάζομαι με τρεις και εξήντα τυχερός είμαι», σχολίασε.
«Δεν ξέρω τι είχες στο μυαλό σου όταν σχολίασα ότι μπορώ να έρθω στο ‘‘χώρο’’ σου, αλλά αν δεν πρόσεξες έβαλα εισαγωγικά στη λέξη χώρος, δεν εννοούσα ντε και καλά στο σπίτι σου, αλλά στην περιοχή σου». Ο Μάνος πάλι προτίμησε να μην απαντήσει.
«Ουφ σκάς γάιδαρο, Μάνο. Μπορώ να ανέβω στη γειτονιά σου να πάρουμε ένα καφέ στο χέρι, και να περπατήσουμε. Εσύ το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να πατήσεις στο κινητό σου τον αριθμό 6, για σωματική άσκηση».
«Θα προτιμούσα όχι».
«Τόσο πολύ φοβάσαι;» τον ρώτησε η Άντζελα.
«Ομολογώ πως ναι, εσύ Άντζελα μένεις μόνη σου, εγώ όμως έχω και την ευθύνη των δικών μου, κι ο πατέρας μου ανήκει στις ευπαθείς ομάδες».
«Μα έξω θα είμαστε, οι επιστήμονες λένε ότι δεν κολλάει ο ιός σε εξωτερικούς χώρους».
«Οι επιστήμονες τη μια μέρα λένε το ένα και την άλλη το άλλο. Λυπάμαι δεν μπορώ να το διακινδυνέψω».
«Ούτε φορώντας μάσκα;»
«Ούτε».
«Εντάξει, αν αλλάξεις γνώμη μου λες και το κανονίζουμε».
«Θα βρεθούμε με τη λήξη της καραντίνας».
«Ενημερωτικά, με τη λήξη της καραντίνας δε σημαίνει ότι δε θα υπάρχει και η επιδημία».
«Θα έχουν μειωθεί τα κρούσματα».
-Θα έχουν μειωθεί τα κρούσματα και θα βρίσκεται πιο εύκολα θέση στις Μ.Ε.Θ.- σκέφτηκε ενοχλημένη από την απόρριψη της πρότασής της η Άντζελα και την έλλειψη εμπιστοσύνης που της έδειχνε ο Μάνος. Δεν ήθελε να βάλει σε κίνδυνο την υγεία κανενός και θα έπαιρνε τα μέτρα της, τόσο καιρό γύρναγε στην πρωτεύουσα και δεν είχε κολλήσει. Όμως αφού ο Μάνος δεν ήθελε, δεν μπορούσε να τον πιέσει και ούτε ήταν πρόθυμη να ρίξει άλλο τον εγωισμό της. Του είχε παρουσιάσει την ιδέα της, εφόσον την απέρριψε όμως, ας μην εξέφραζε την επιθυμία να βρεθούνε κι από κοντά. Έτσι διέκοψε τη συζήτηση τους και πήγε απευθείας στην ντουλάπα της, θα γινόταν όμορφη, για την ίδια και θα μοιραζόταν τη φωτογραφία της με τους φίλους της στο Intsagram. Και που ξέρεις ίσως να ξεστραβωνόταν και ο μικρός και άλλαζε γνώμη για τη συνάντησή τους.
Έβαλε ένα πράσινο πουκάμισο, το έδεσε κόμπο πάνω από την κοιλιά και πήρε θέση πίσω από την κάμερα του κινητού της. Χάρισε το ομορφότερο χαμόγελό της στον φακό και τράβηξε.
«Μη μου κακιώνεις μυστικό μου Αγγελάκι».
«Δεν σου κάκιωσα».
«Και γιατί σταμάτησες να στέλνεις μηνύματα;»
«Σου έστειλα τώρα».
«Καταλαβαίνεις τι εννοώ».
«Η αλήθεια είναι πως όχι».
«Ουφ».
Η Άντζελα ανέβασε τη φωτογραφία με το πράσινο πουκάμισο. Τραβηγμένη από ψηλά αποκάλυπτε ένα μέρος από το ντεκολτέ της και όπως ήταν αναμενόμενο τα σχόλια και τα likes άρχισαν να πέφτουν βροχή. Κι όμως δεν είχε καμία αντίδραση από τον Μάνο. «Σκασίλα μου!» σκέφτηκε. Το επόμενη πρωί έλαβε ξανά μήνυμα από τα συνηθισμένα. «Καλημέρα, μου έλειψες λίγο εψές το βράδυ, είχα συνηθίσει να μιλάμε».
«Καλημέρα!»
«Ξερό;»
«Πνίγομαι, θα σου στείλω αργότερα». Η αλήθεια είναι ότι όντως πνιγόταν και αυτό φάνηκε όταν επέστρεψε πιο αργά στη συζήτησή τους. Σαν να μην είχε τεθεί ποτέ το ζήτημα μιας συνάντησης από κοντά αντάλλαξαν τα νέα τους για την ημέρα.
«Πως κοιμήθηκες;»
«Θεσπέσια».
«Θα σου έλειπε ύπνος φαίνεται».
«Πάντα μου λείπει ο ύπνος, πολύ τρέξιμο».
«Έφαγες;»
«Όχι ακόμη. Εσύ;»
«Ναι, μουσακά».
«Τυχερέ».
«Είχε τα κέφια της η μαγείρισσα σήμερα».
«Στη μητέρα σου αναφέρεσαι;»
«Έλα μη μου το χαλάς. Αλλά ναι, σε αυτή αναφέρομαι», και μια λυπημένη φατσούλα να συμπληρώνει τη φράση.
«Ώστε θα ήθελες να έχεις μαγείρισσα, υπηρέτη και μπάτλερ».
«Θα ήθελα να έχω περισσότερη ανεξαρτησία και δικό μου χώρο, να μπορώ να δέχομαι τους φίλους μου».
-Όταν αποκτήσεις ενημέρωσε μας- σκέφτηκε αλλά προτίμησε να μην το σχολιάσει, δεν ήταν από εκείνες που ρίχνουν αλάτι στην πληγή. Η Άντζελα όσο εξακολουθούσε η καραντίνα που όπως φαινόταν με τις παρατάσεις που έπαιρνε, θα έφτανε μέχρι το Πάσχα και θα έληγε λίγο πριν μπει ο Ιούνιος, ώστε να έρθουν οι τουρίστες και να κυκλοφορήσουν με την άνεση τους στη χώρα συνέχιζε όπως και πριν. Επικοινωνούσε με τους φίλους της με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ανέβαζε φωτογραφίες της. Της είχε κάνει εντύπωση που ο Μάνος είχε πάψει να αντιδράει, νωρίτερα πατούσε συχνά καρδούλες ακόμη κι όταν δεν έκανε κάποιο σχόλιο, δεν είχε σκοπό να τον ρωτήσει. Όμως δεν περίμενε ποτέ αυτή του την αντίδραση, όταν ανέβασε μια φωτογραφία αντιγραμμένη από συσκευασία καλσόν, με τα πόδια της ακουμπισμένα στο στρώμα του κρεβατιού της, και φορώντας ένα διχτυωτό μαύρο καλσόν. Η φωτογραφία περιλάμβανε όχι τοποθέτηση προϊόντος, αφού δεν αναφερόταν πουθενά η μάρκα του καλσόν, αλλά αποκλειστικά τα πόδια της και κυρίως οι γάμπες της.
«Δεν καταλαβαίνω αυτή την εμμονή σου με τις φωτογραφίες», της έστειλε σε μήνυμα.
«;»
«Δε χρειάζεται όλη αυτή η έκθεση λέω».
«Σε ποια έκθεση αναφέρεσαι, γιατί εγώ δε νιώθω ότι εκθέτω κάτι».
«Δεν αφήνεις τίποτα στη φαντασία βρε Άντζελα».
«Ορίστε;»
«Δεν αφήνεις τίποτα στη φαντασία, τα αποκαλύπτεις όλα».
«Τι ακριβώς αποκάλυψα;»
«Όλη αυτή η βροχή φωτογραφιών εμένα μου λέει ότι αναζητάς την προσοχή».
«Έγινες και ψυχολόγος τώρα;»
«Δεν εννοώ τέτοια προσοχή, εννοώ προσοχή από άντρες».
«Υπερβάλλεις. Έχεις δει τις φωτογραφίες που ανεβάζει το μέσο όρο των χρηστών στο Instagram;»
«Το ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν κατακλειστεί από ανόητους δε σημαίνει ότι αξίζει να γίνουμε και εμείς ένα με αυτούς».
«Δεν καταλαβαίνω τι σκάλωμα έφαγες βραδιάτικα, ελεύθερη είμαι και θα κάνω ό,τι θέλω. Υποδείξεις στα τριάντα πέντε μου δεν δέχομαι».
«Κατανοητό», ήταν η τελευταία λέξη που της έγραψε πριν τη διαγράψει και την μπλοκάρει.
ΤΕΛΟΣ
‘‘Αρμένιος’’ συμμαθητής
Σίας Στεφανοπούλου
(Διήγημα Τέταρτο από τη σειρά, Έρωτες των Social Media).
Όταν είδε το νέο αίτημα φιλίας που είχε δεχτεί στο προφίλ της η Βάγια, το όνομα του Μιλτιάδη Αρμενάκου της φάνηκε γνώριμο. Μπήκε στο προφίλ του και κοίταξε λίγο τις φωτογραφίες του. Στις περισσότερες βρισκόταν σε κάποια ταβέρνα και σήκωνε το ποτήρι με το κρασί ή την μπύρα του. Κάτι της θύμιζε το πρόσωπό του, αλλά αχνά. Έπειτα αποφάσισε να διαβάσει τις πληροφορίες που έδινε, μπας και θυμηθεί κάτι παραπάνω. Μόλις διάβασε πόλη καταγωγής σκέφτηκε «Εμ, βέβαια!» Ο συμμαθητής της ο Μιλτιάδης. Πώς τη θυμήθηκε έπειτα από τόσα χρόνια; Δεν είχε κρατήσει καμία επαφή με τους συμμαθητές της από το λύκειο.
Πίσω στα χρόνια, κι ενώ είχε τελειώσει την πρώτη λυκείου η Βάγια, έφριξε όταν έμαθε από τους γονείς τους ότι αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν το ωραίο τους σπίτι στην Αθήνα και να φύγουν για την επαρχία. Ο πατέρας της είχε αποσπαστεί στο υποκατάστημα της τράπεζας της Κοζάνης. Ή θα έπρεπε να φύγουν ή ο μπαμπάς της θα έμενε άνεργος. «Και η δικιά σου δουλειά μαμά;» ρώτησε η Βάγια. «Είσαι μεγάλο κορίτσι Βάγια, περιμέναμε από εσένα να καταλαβαίνεις. Είμαστε οικογένεια, θα ακολουθήσουμε τον μπαμπά σου. Ελπίζω ότι κάτι θα βρω κι εγώ εκεί να κάνω. Άλλωστε μια απλή πωλήτρια είμαι σε κατάστημα, δεν θα χάσω διευθυντική θέση σε πολυεθνική». Τη μάλωσε η μαμά της. Θέλοντας και μη η Βάγια έπρεπε να ακολουθήσει τους γονείς της. Με δάκρια στα μάτια αποχωρίστηκε τους φίλους της στο σχολείο, τη γειτονία, το σπίτι τους που υποχρεούταν να ξενοικιάσουν.
Η Βάγια ως τότε ήταν μια μέτρια προς καλή μαθήτρια, πηγαίνοντας όμως στην επαρχιακή πόλη της δυτικής Μακεδονίας, και έχοντας βάλει ως σκοπό να περάσει σε σχολή της Αθήνας όταν έπειτα από δυο χρόνια θα έδινε Πανελλήνιες αφοσιώθηκε στα διαβάσματά της. Δεν έκανε ιδιαίτερα παρέα με τους νέους συμμαθητές της, δεν ήθελε να την αποσπάσουν από το στόχο της. Μπορεί να αντάλλασε από καμία κουβέντα στα διαλλείματα, αλλά δεν είχε πολλά μαζί τους. Αντιλαμβανόταν επίσης ότι εκείνοι πρέπει να τη θεωρούσαν ψηλομύτα πρωτευουσιάνα και να την κορόιδευαν πίσω από την πλάτη της, άσε που είχε μετατραπεί σε φυτό. Η μόνη της χαρά ήταν η αλληλογραφία που είχε ξεκινήσει με τη για τέσσερα χρόνια διπλανή της στο σχολείο. Με λαχτάρα έπαιρνε στα χέρια της το γράμμα της και φρόντιζε να της απαντήσει αμέσως, ένα γράμμα έφευγε από την Κοζάνη ένα από την Αθήνα. Σχεδόν δυο γράμματα το μήνα έγραφε η Βάγια στην κολλητή της κι άλλα τόσα διάβαζε. Ώσπου έφτασε η μέρα των αποτελεσμάτων των Πανελληνίων και η Βάγια έμαθε ότι είχε καταφέρει να περάσει στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Πειραιά. Καμάρι και υπερηφάνεια οι γονείς της για την επιτυχία της κόρης τους. «Αν ήξερα ότι θα σου είχε κάνει τόσο καλό η Κοζάνη θα είχα ζητήσει από μόνος μου να με στείλουν». Την είχε πειράξει ο πατέρας της αλλά χαρούμενη και η ίδια με την επιτυχία της δεν του κάκιωσε για το σχόλιο.
Κάπου λοιπόν ανάμεσα σε αυτούς τους συμμαθητές της στο σχολείο της Κοζάνης, θα είχε υπάρξει και ο Μίλτος Αρμενάκος. Τα χρόνια εκείνα είχαν φύγει ανεπιστρεπτί και κακίες για τα δυσμενή σχόλια και ονόματα που της είχαν δώσει οι νέοι της συμμαθητές εξαιτίας και της δικής της ίσως αποξενωμένης συμπεριφοράς, δεν υπήρχε λόγος να κρατήσει. Άλλωστε είχαν μεγαλώσει και δε θυμόταν αν ο Μίλτος ήταν ανάμεσα σε εκείνους που την περιγελούσαν πίσω από την πλάτη της. Οπότε δε δυσκολεύτηκε να πατήσει αποδοχή στο αίτημα φιλίας που της έγινε από τον πρώην συμμαθητή της.
Αφού χάζεψε λίγη ώρα ακόμη στο Facebook, αποφάσισε να καταπιαστεί με τις δουλειές του σπιτιού, έπρεπε να μαγειρέψει για να βρει την επόμενη μέρα φαγητό, επιστρέφοντας από τη δουλειά της. Παρά τις ανώτατες σπουδές της, είχε συμβιβαστεί με μια θέση λογίστριας κι αυτό μιας και ο πατέρας της είχε γνωριμίες. Για να ήταν ειλικρινής με τον εαυτό της και η Βάγια δεν προσπάθησε πολύ για μια καριέρα πάνω στις σπουδές της. Δεν είχε ιδιαίτερες φιλοδοξίες και πιάνοντας δουλειά στο λογιστήριο μιας Α.Ε. επαναπαύτηκε. Άλλωστε δε θα ήθελε να ξοδεύει όλο της τον χρόνο στην εργασία της, ήθελε να κάνει και άλλα πράγματα. Όχι ότι δεν υπήρχαν μέρες που έπρεπε να μείνει παραπάνω ώρες στο γραφείο. Της άρεσαν πολύ οι τέχνες, αλλά και ο χορός και η γυμναστική. Πήγαινε οπωσδήποτε μία ή δύο φορές την εβδομάδα για μαθήματα χορού. Μια μέρα για μάθημα ζούμπα. Οπωσδήποτε μια φορά την εβδομάδα θα πήγαινε είτε σε κάποια γκαλερί ή σε κάποια θεατρική παράσταση, το καλοκαίρι προτιμούσε τις συναυλίες, ενώ τα Σάββατα έκανε πρόβες με μια θεατρική, ερασιτεχνική ομάδα. Πιο νέα δεν είχε τόσο γεμάτο πρόγραμμα όμως μεγαλώνοντας και μένοντας ελεύθερη, ενώ οι φίλες της παντρεύονταν η μία πίσω από την άλλη και ήταν απασχολημένες με το νοικοκυριό και τις οικογένειές τους, αφήνοντάς την σχεδόν χωρίς παρέα, κι έπειτα από το διαζύγιο της, σχεδόν μη βρίσκοντας χρόνο οι άλλοι για εκείνη, σταδιακά και μισώντας να μένει σπίτι κλεισμένη να χαζεύει τηλεόραση, άρχισε πρώτα με τη γυμναστική, έπειτα μπήκε στη ζωή της ο χορός και σαν φυσικό επακόλουθο και με τις νέες φιλίες που ανέπτυσσε βρέθηκε και στη θεατρική ερασιτεχνική ομάδα. Στα σαράντα πέντε της ήταν άραγε ικανοποιημένη από τη ζωή της; Ήταν βέβαιη ότι περνούσε καλά, και για την ώρα δεν την απασχολούσε κάτι άλλο. Από καιρό είχε χαιρετήσει το σενάριο να γίνει μητέρα, παρά τις πιέσεις της οικογένειας που βάσει των κοινωνικών συμβάσεων ολοκληρωμένη θεωρούν μια γυναίκα μονάχα αν αφήσει απογόνους.
Άραγε οι συμμαθητές της στο σχολείο της Κοζάνης τι δρόμο να είχαν διαλέξει; Ήταν η πρώτη φορά που αναρωτήθηκε για εκείνους. Σαν την πρώτη μαθήτρια στην τάξη, που ποτέ δεν πιάστηκε αδιάβαστη στο μάθημα τα δύο τελευταία χρόνια του λυκείου, η Βάγια τότε δεν ήξερε να πει αν οι συμμαθητές της ήταν καλοί ή κακοί σε κάτι. Στο μάθημα με βεβαιότητα δεν την ξεπερνούσε κανείς. Δεν θυμόταν όμως αν ήταν άλλος εξίσου καλός ή έστω λίγο κατώτερος από την ίδια. Εκείνη τους αντιλαμβανόταν από μέτριους ως κακούς. Κι αυτός ο Μίλτος; Προσπάθησε να τον φέρει στη μνήμη της και θυμήθηκε δυο βαριεστημένα αγόρια στο τελευταίο θρανίο της τάξης. Είχε την εντύπωση ότι ο ένας από τους δύο ήταν ο Αρμενάκος, μάλιστα θυμήθηκε ότι ο μαθηματικός όταν τον ρώταγε κάτι και εκείνος δεν ήξερε τι να απαντήσει, δηλαδή σχεδόν πάντα, σχολίαζε χαρακτηριστικά «Αλλού γι’ αλλού αρμενίζει το μυαλό σου Αρμενάκο» ή «Άνοιξες πάλι πανιά στη βάρκα σου και αρμενίζεις, Αρμενάκο;» οι συμμαθητές γελούσαν, αλλά η Βάγια δεν καταδεχόταν ούτε να γελάσει με τους συμμαθητές της, απλά έκανε υπομονή να περάσουν οι μέρες και να επιστρέψει στην Αθήνα ως φοιτήτρια. «Τι να είχε γίνει άραγε ο Αρμενάκος, βαρκάρης ή ναυτικός να σαλπάρει ελεύθερος χωρίς τον μαθηματικό πάνω από το κεφάλι του;»
Είχε τακτοποιήσει το διαμέρισμα της, στο οποίο είχε μετακομίσει έπειτα από το χωρισμό με τον σύζυγό της εδώ και εφτά χρόνια. Μια τρέλα ήταν εκείνος ο γάμος και δεν είχε κρατήσει πάνω από τρία. Δε μετάνιωσε που τον παντρεύτηκε, αλλά πολύ περισσότερο δεν μετάνιωσε που χώρισαν. Είχε μαγειρέψει κοτόπουλο στιφάδο, που να βρεις το λαγό, και είχε μοσχοβολήσει όλο το σπίτι. Είχε πλύνει τα πιάτα, είχε καθαρίσει το νεροχύτη και είχε κατέβει να πετάξει τα σκουπίδια. Τώρα θα απολάμβανε να καθίσει με ένα βιβλίο παρέα και ακούγοντας χαλαρά μουσική στο ράδιο. Διαβάζοντας το τελευταίο μυθιστόρημα των Nicci French κι ακούγοντας ορχηστρική μουσική από ένα cd ώστε να μην την αποσπούν τα λόγια, είχε χαλαρώσει στο κρεβάτι της, όταν άκουσε τον χαρακτηριστικό ήχο του messenger. «Γεια, είμαι ο Μίλτος, είσαι όντως η συμμαθήτρια μου από το λύκειο ή έκανα λάθος και είναι συνωνυμία;» Διάβασε στο παράθυρο της συνομιλίας τους η Βάγια. Προς στιγμή μπήκε στον πειρασμό να απαντήσει «Συνωνυμία», αλλά τελικά προτίμησε να είναι ειλικρινής.
«Γεια σου Μίλτο, αν ήσουν μαθητής στο Τρίτο Γενικό Λύκειο Κοζάνης, τότε ήμασταν όντως συμμαθητές για δυο τάξεις», παραδέχτηκε η Βάγια και για μια ακόμη φορά αναρωτήθηκε, γιατί ο Μίλτος καθώς και ο διπλανός του, δεν είχαν προτιμήσει το τεχνικό λύκειο από το γενικό, που όσο να ’ναι έχει τη δυσκολία του.
«Πολύ χαίρομαι που ξανασυναντίομαστε έστω στον κυβερνοχώρο».
«Ναι, δίνει ευκαιρίες» σχολίασε βαριεστημένα η Βάγια προσπαθώντας να διαβάσει καμιά σειρά από το μυθιστόρημά της.
«Χάθηκες μόλις τελειώσαμε το λύκειο, δε σε είδα ξανά στην πόλη».
«Επέστρεψα στην Αθήνα για σπουδές και μετά έμεινα εδώ για να εργαστώ».
«Και δεν πάτησες το πόδι σου ξανά στην πόλη μας;»
«Ερχόμουν για λίγο να δω τους γονείς μου. Έπειτα κι ο πατέρας μου συνταξιοδοτήθηκε και επέστρεψε και εκείνος στον τόπο καταγωγής του, στην Αμαλιάδα. Εσύ τι έκανες;»
«Εγώ εδώ».
«Έμεινες στην Κοζάνη!»
«Ναι».
«Και τώρα με τι ασχολείσαι;»
… … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … Αφού έβλεπε τις τελίτσες να εμφανίζονται στην οθόνη της, υποδεικνύοντάς της ότι ο συνομιλητής της πληκτρολογούσε και έπειτα τις έχανε, που σήμαινε ότι είχε διαγράψει ό,τι είχε γράψει και πληκτρολογούσε από την αρχή, διάβασε.
«Είχα τελειώσει μια τεχνική σχολή, δεν τα είχα καταφέρει στις Πανελλήνιες και πολύ καλά (και πώς να τα καταφέρεις Αρμενάκο παιδί μου;) ασχολήθηκα και με τα γεωργικά προϊόντα, αλλά αυτή τη στιγμή είμαι σε αναζήτηση εργασίας».
«Τι έχεις στον νου σου;»
«Τα πάντα».
«Από γιατρός ως εργάτης;» τον ρώτησε λίγο αιχμηρά η Βάγια.
«Μακάρι να μπορούσα να γίνω γιατρός».
-Δε θα ’λεγαν οι ασθενείς σου το ίδιο-
«Κοιτάω σαν οδηγός, έχω επαγγελματικό δίπλωμα. Αλλά και ως υπάλληλος σε κάποιο μαγαζί θα ήμουν ικανοποιημένος».
«Στην Κοζάνη όλα αυτά;»
«Κοιτάω παντού, σε όλη τη χώρα. Όπου έχω κάποιον να με φιλοξενήσει μέχρι να βρω να νοικιάσω ένα διαμέρισμα. Ίσως κατέβω και στην Αθήνα τον επόμενο μήνα, να ψάξω και στην πρωτεύουσα, ξέρεις δουλειές που δεν θέλουν οι Αθηναίοι».
-Δε νομίζω ότι υπάρχουν δουλειές που δεν τις κάνουν οι Αθηναίοι, τι μας πέρασε η επαρχία όλους μας, αριστοκράτες!-
«Α ωραία, σου εύχομαι να βρεις κάτι καλό και σύντομα».
«Εσύ εργάζεσαι;»
«Ναι».
«Σε τι δουλειά αν επιτρέπετε;»
«Ως λογίστρια!»
«Έχεις δικό σου γραφείο;»
«Όχι, είναι πολλές οι ευθύνες, εργάζομαι σε μια επιχείρηση».
«Ωραία!»
«Λοιπόν, πρέπει να σε αφήσω, τα λέμε μια άλλη φορά».
Αν και σκοπός της Βάγιας ήταν να βάλει φρένο στον παλιό της συμμαθητή, δεν τα κατάφερε, μιας και εκείνος έδειχνε ενδιαφέρον για εκείνη, στέλνοντάς της μηνύματα κάθε φορά που την έβλεπε ενεργή. Ευγενική από πλευράς της, δεν επιθυμούσε να τον αποπάρει, απαντώντας του στα μηνύματα και διαβάζοντας την γκρίνια του για τη δυσκολία να βρει μια αξιοπρεπή δουλειά στην πόλη του. Με τον καιρό τον συνήθισε και δεν ενοχλούταν πλέον από την επικοινωνία τους, αντιθέτως άρχισε να την αποζητά. «Είναι απίστευτο αυτό που συμβαίνει, ακόμη και για να πιάσεις δουλειά σε εταιρεία τηλεπικοινωνιών ως πωλητής ή στο τηλεφωνικό κέντρο, πρέπει να έχεις μπάρμπα στην Κορώνη. Θεωρείς ότι τα πράγματα θα είναι πιο εύκολα στην Αθήνα;»
«Γνωρίζω και εδώ αρκετούς που είναι μακροχρόνια άνεργοι, αλλά δεν έχουν καταφέρει να βρουν κάτι μετά από τόσο καιρό. Δεν ξέρω τι πρέπει να σε συμβουλέψω Μιλτιάδη, είναι δική σου η απόφαση, μπορεί εσύ να σταθείς πιο τυχερός».
Εκεί όμως που η διαδικτυακή της σχέση με τον Μίλτο συσφίχτηκε, ήταν όταν εκείνη έσπασε το χέρι της, όταν έπεσε από μια σκάλα στη δουλειά. Το μακρύ και επίπονο εκείνο διάστημα που υποχρεώθηκε να παραμείνει στο σπίτι μέχρι να δέσουν τα κόκκαλα του χεριού, ο Μίλτος λόγω και του άπλετου ελεύθερου χρόνου έγινε η σταθερή της συντροφιά. Μιλούσαν κυρίως μέσω του Skype, ώστε να μην χρειάζεται να πληκτρολογεί. Τα περισσότερα τα έλεγε εκείνος, της θύμιζε αστεία περιστατικά από την τάξη, που τότε δεν τους είχε δώσει σημασία αφοσιωμένη στον στόχο της, και που τώρα τα άκουγε και έβαζε τα γέλια. Ο Μίλτος κουτσομπόλευε τους συμμαθητές τους, που τους περισσότερους η Βάγια σχεδόν δε θυμόταν, κι εκείνος φρόντιζε να της τους συστήσει από την αρχή, αν και νοερά. Ένα βράδυ συνειδητοποίησε ότι είχε χάσει δυο χρόνια από τη ζωή της και δεν είχε δώσει την ευκαιρία στους συμμαθητές της να τη γνωρίσουν και να τους γνωρίσει και εκείνη. Αυτό έγινε εξαιτίας ενός σχόλιου του Μιλτιάδη για εκείνη «Ήσουν πολύ σοβαρή, δε θυμάμαι να σε είδα ποτέ να χαμογελάς. Νομίζω ότι είναι η πρώτη φορά που ακούω το γέλιο σου και μου αρέσει πολύ».
Το σχόλιο του την έκανε να κοκκινίσει, δεν ήταν μόνο από την κολακεία που έκρυβαν τα λόγια του, αλλά και από τη συνειδητοποίηση του πόσο υπεροπτική πρέπει να ήταν στο επαρχιακό σχολείο που υποχρεώθηκε, λόγω των συνθηκών, να ολοκληρώσει το λύκειο. Η σοβαρότητά της την είχε σπρώξει στο πανεπιστήμιο, αλλά ίσως να μην έχανε κάτι αν ήταν λίγο πιο χαλαρή με τους συμμαθητές της. Σταδιακά και με έξι μήνες η Βάγια σχεδόν κλεισμένη στο διαμέρισμα της, χωρίς την υποχρέωση να πηγαίνει στη δουλειά και βγαίνοντας μόνο για φυσιοθεραπείες και για να κάνει λίγα ψώνια, η φιλική τους σχέση δυνάμωσε και ανοίγονταν όλο και περισσότερο μεταξύ τους. Ανέφεραν παλιότερες σχέσεις και δεσμούς, η Βάγια μίλησε για τον διαλυμένο της γάμο και ο Μίλτος για τον παραλίγο αρραβώνα του, αλλά σχολίασαν και τους φρέσκους παρτενέρ τους και κάποιες ιδιαιτερότητες που μπορεί να είχαν.
«Το ξέρεις ότι με γεμίζεις εικόνες», σχολίασε μια μέρα ο Μίλτος.
«Χαίρομαι που έχεις πλούσια φαντασία», τον πείραξε η Βάγια.
«Που δεν ξέρω πού να την εκτονώσω».
«Με δουλειά τι κάνεις;» προτίμησε να αλλάξει θέμα εκείνη.
«Ακόμη δεν έχω καταφέρει να βρω κάτι. Μέσα στο μήνα θα κατέβω κι Αθήνα, μήπως σταθώ πιο τυχερός».
«Στο εύχομαι».
«Αν κατέβω, θα ήθελες να βρεθούμε για έναν καφέ;» τη ρώτησε.
«Γιατί όχι;»
Για λίγες μέρες δεν επικοινώνησαν μεταξύ τους. Είχε κάνει εντύπωση στη Βάγια ότι σχεδόν είχε εξαφανιστεί. Ακόμη και στο Facebook ήταν ανενεργός ή είχε βγει πριν εκείνη προλάβει να μπει στο προφίλ της. Να είχε άραγε πειραχτεί μαζί της και εκείνη δεν το είχε καταλάβει; Δεν έβρισκε κάτι σε αυτά που είχε πει που θα μπορούσαν να τον είχαν ενοχλήσει, ίσως είχε καταφέρει να βρει δουλειά ή είχε κάποια πράγματα να κάνει. Και είχε δίκιο η Βάγια, μιας και ο Μίλτος πλέον βρισκόταν στην Αθήνα, φιλοξενούμενος στο σπίτι του ξαδέρφου του. Αυτό τουλάχιστον της είπε όταν συναντήθηκαν ξανά διαδικτυακά.
«Είμαι σε ξένο σπίτι, οπότε πρέπει να είμαι διακριτικός».
«Καταλαβαίνω», του απάντησε χαρούμενη που τα λέγανε ξανά και συμφώνησαν να συναντηθούν από κοντά. «Επέστρεψα και εγώ στη δουλειά, καινούργια», τον ενημέρωσε.
«Σιδερένια και να προσέχεις τις σκάλες».
«Μόνο από ασανσέρ, ακόμη και αν είναι να έχει απεργία η ΔΕΗ».
Η πρώτη εντύπωση της Βάγιας για τον Μίλτο, όταν βρέθηκαν από κοντά ήταν πολύ θετική. Ήταν πολύ ευγενικός κι αν και άνεργος πλήρωσε τους καφέδες που ήπιαν, παρά την έντονη αντίδραση της Βάγιας. «Την άλλη φορά εσύ».
«Μα είσαι στην πόλη μου».
«Δεν έχει σημασία, είναι η πρώτη φορά που συναντιόμαστε».
«Εντάξει, αλλά θα βρούμε μια μέρα να σου κάνω το τραπέζι στο σπίτι μου».
«Μαγειρεύεις καλά;»
«Δεν έχεις παρά να δοκιμάσεις».
Κι εκείνη η μέρα ήρθε και ο Μίλτος εμφανίστηκε στο κατώφλι της με την βαλίτσα του. Η Βάγια έμεινε λίγο σαστισμένη, αλλά δεν ήθελε να νιώσει προσβεβλημένος ο καλεσμένος της αν τον ρωτούσε για το σκοπό που κουβάλησε τα μπαγκάζια του. Μπορεί να είχε σκοπό φεύγοντας από εκεί να πάει να μείνει σε κάποιον άλλον συγγενή ή φίλο, να μην ήθελε να επιβαρύνει τον ξάδερφό του. Έστρωσε το τραπέζι στη τραπεζαρία αντί της κουζίνας, προκειμένου να τιμήσει τον Μίλτο, και εκείνος τη βοήθησε να κουβαλήσουν τα πιάτα, τα φαγητά και τα ποτά τους στο τραπέζι. Η συζήτηση κύλησε χαλαρά, αν και η βαλίτσα της τράβηξε πολλές φορές την προσοχή και την έκανε να αφαιρεθεί. Το γεύμα τελείωσε, ο Μίλτος τη βοήθησε να μαζέψει τα πιάτα και προθυμοποιήθηκε να τα πλύνει. «Μα όχι, είσαι καλεσμένος μου».
«Αποκλείεται», επέμεινε εκείνος «ξένοι είμαστε; Εσύ έκανες τόσες ετοιμασίες, πρέπει οπωσδήποτε να κάνω κάτι κι εγώ για εσένα».
«Μα με βοήθησες να στρώσω και να μαζέψω το τραπέζι».
«Αυτό ήταν τίποτα, θα πλύνω τα πιάτα».
«Εντάξει», απάντησε εκείνη και βγήκε από την κουζίνα. Έπειτα από κάποια ώρα βγήκε και εκείνος. «Τα έπλυνα και τα άφησα να στραγγίξουν, δεν ήθελα να αρχίσω να ανοίγω τα ντουλάπια, δεν έχω αυτή τη δικαιοδοσία».
«Δεν πειράζει θα τα μαζέψω εγώ αργότερα, αλλά ντουλάπια κουζίνας είναι, δεν κρύβω εκεί μέσα πολύτιμα αντικείμενα ή κάτι που θα μπορούσε να σε σοκάρει», σχολίασε πειρακτικά.
«Έχεις δηλαδή πράγματα κρυμμένα κάπου στο σπίτι που θα μπορούσαν να με σοκάρουν;» τη ρώτησε εκείνος.
Το επόμενο πρωινό φεύγοντας για δουλειά τον άφησε στο κρεβάτι να κοιμάται. Δεν ήξερε αν θα τον έβρισκε σπίτι όταν θα γύριζε, αλλά υπέθετε ότι θα πήγαινε εκεί που είχε σκοπό να πάει. Ήλπιζε μόνο να τραβούσε την πόρτα όταν έφευγε. Τελικά τον βρήκε στο σπίτι, ημίγυμνο και ξαπλωμένο στον καναπέ να χαζεύει τηλεόραση.
«Πώς ήταν η μέρα σου;» τη ρώτησε μόλις μπήκε στο διαμέρισμα.
«Καλή, εσύ τι κάνεις;»
«Χαζεύω τηλεόραση. Ήθελα να κατέβω να πάρω δυο πράγματα να μαγειρέψω, αλλά δεν είχα κλειδιά να μπω ξανά στο σπίτι. Άλλωστε πρόσεξα ότι έμεινε φαγητό από εχθές. Θες να το ζεστάνω;»
«Θα μπω για μπάνιο και θα το ετοιμάσω εγώ», σχολίασε η Βάγια και πήγε να ετοιμαστεί.
Αφού φάγανε ζεσταμένο φαγητό, κάτι που δεν πείραξε κανέναν από τους δύο, μιας και η Βάγια συνήθιζε να μαγειρεύει και να έχει φαγητό για αρκετές μέρες ώστε να μην την απασχολεί και το μαγείρεμα εν μέσω τόσων δραστηριοτήτων, όσο για τον Μίλτο ήταν ικανοποιημένος που είχε βρει στέγη και τροφή, και ένα ζεστό κρεβάτι, η Βάγια σχολίασε ότι θα έφευγε μιας και είχε μάθημα ζούμπα. Ο Μίλτος κούνησε αδιάφορα το κεφάλι του και μετέφερε τα πιάτα στην κουζίνα κοιτάζοντας προς την ανοιχτή τηλεόραση. Η Βάγια πήγε στο δωμάτιο της και άρχισε να ετοιμάζεται. Έτοιμη πλέον να φύγει άκουσε τον Μίλτο να της λέει.
«Έχω μια λίστα με ψώνια, μπορείς να τα αγοράσεις από το σούπερ γυρίζοντας ώστε να μαγειρέψω εγώ κάτι αύριο να φάμε».
«Εντάξει», απάντησε εκείνη και πήρε τη λίστα. Ποιος ξέρει, μπορεί να θέλει να της ανταποδώσει το γεύμα της Κυριακής και αύριο μετά το γεύμα τους να έπαιρνε τα μπογαλάκια του να φύγει.
Μια εβδομάδα αργότερα, η Βάγια είτε επέστρεφε από τη δουλειά είτε από κάποια από τις δραστηριότητές της, είτε από την έξοδό της, έβρισκε το Μίλτο να έχει πάρει θέση μπροστά από την τηλεόραση. Όμως πέρα από αυτό, το σπίτι ήταν τακτοποιημένο και καθαρό, φρεσκομαγειρεμένο φαγητό στο τραπέζι της, έπειτα εκείνος έπλενε τα πιάτα και κάθονταν μαζί να δουν τηλεόραση όταν εκείνη δεν είχε κάπου να πάει ή επέστρεφε. Αλλά και στο κρεβάτι είχε έναν τρυφερό σύντροφο με τον οποίο είχε την ελευθερία να σχολιάζει διάφορα, μιας ακόμη και η ερωτική τους σχέση είχε εστιαστεί στη φιλία και στην άνεση. Από την άλλη ο Μίλτος ξόδευε χωρίς να συμβάλει στα έξοδα, χωρίς στην ουσία να ζητήσει ποτέ επίσημα τη φιλοξενία από τη Βάγια. «Και πόσο καιρό θα κρατήσει αυτό;» αναρωτιόταν η Βάγια. Της άρεσε η παρέα, το ότι σχεδόν είχε απαλλαχτεί από τις δουλειές, αλλά από την άλλη δεν ήταν μια συγκατοίκηση που είχε ζητήσει. Μίλησε γι’ αυτό με μια συνάδελφό της, η οποία ξαφνιάστηκε περισσότερο με τη δική της στάση παρά με του παράσιτου, όπως παρομοίασε τον Μίλτο. «Και για να εξηγηθώ, δεν τον θεωρώ παράσιτο επειδή τον φιλοξενείς, ή επειδή είναι άνεργος ο άνθρωπος. Ούτε επειδή δεν συμβάλει οικονομικά στα έξοδα, αλλά το να έρθει σπίτι σου και να θρονιαστεί χωρίς πρόσκληση μου φαίνεται ότι είναι από τα Άγραφα» -Από την Κοζάνη- τη διόρθωσε νοερά η Βάγια. «Μήπως επειδή τον προσκάλεσα για γεύμα, θεώρησε ότι τον προσκάλεσα να μείνει;»
«Αν σε καλέσω για γεύμα σπίτι μου θα έρθεις και θα μείνεις; Για να ξέρω».
«Όχι βέβαια, απλά μήπως δεν κατάλαβε. Μήπως στην Κοζάνη το έχουν ένα και το αυτό!»
«Και στην Αρμενία πώς το έχουν; Αυτός έχει σπάσει το ρεκόρ της Αρμένικης βίζιτας». Μήπως για αυτό τον λένε Αρμενάκου, αναρωτήθηκε η Βάγια, μήπως ήταν παρατσούκλι που μετατράπηκε σε επίθετο με τον καιρό, μήπως σόι πάει το βασίλειο!
«Και για να έχω το καλό ερώτημα, πόσο καιρό έχει ακόμη να μείνει; Και για δουλειά ψάχνει ή κάνει διακοπές αορίστου χρόνου στο σπίτι σου;»
«Πολύ φοβάμαι ότι κάνει διακοπές στο σπίτι μου».
«Πρέπει να πατήσεις πόδι, να δεις τι έχει σκοπό να κάνει. Πρέπει να του μιλήσεις».
Επιστρέφοντας στο σπίτι η Βάγια τον ρώτησε αν κοίταξε για δουλειά.
«Μπήκα στο ιντερνέτ, αλλά δε βρήκα κάτι που να μου ταιριάζει».
«Έχεις στείλει κανένα βιογραφικό;»
«Δε μου έχει απαντήσει κανείς. Τι κουβαλάς στην τσάντα;» τη ρώτησε με όλη την άνεση του συγκατοίκου.
«Μου έφερε μια κοπέλα από τη δουλειά ρακί από την Κρήτη».
«Α τέλεια, να πιούμε μετά το φαγητό».
«Εντάξει θα πιούμε». Η Βάγια άνοιξε το ψυγείο και έβαλε μέσα το μπουκάλι με τη ρακί. Ένα άδειο πλαστικό μπουκάλι ήταν ξεχασμένο στο ψυγείο, το πήρε και το πέταξε στον κάδο. Στη σακούλα βρήκε ένα πεταμένο πακέτο τσιγάρα και ένα ποτήρι από καφέ αγορασμένο απέξω. «Τέλεια!» σκέφτηκε. -Έναν καφέ είχε να τον πάρει, αλλά δεν ενδιαφέρθηκε να αγοράσει καφέ για το σπίτι- έπρεπε αύριο που θα πέρναγε από το σούπερ μάρκετ να αγοράσει και καφέ.
Λίγες μέρες αργότερα, κι ενώ κάθονταν στο σαλόνι της βλέποντας τηλεόραση, ο Μίλτος εξέφρασε την επιθυμία να φάει κάτι γλυκό. –Δεν του ’φταναν οι τέσσερις κουταλιές ζάχαρης στον καφέ του- αναρωτήθηκε η Βάγια, αλλά μεταφέροντάς της την επιθυμία του, τη δημιούργησε και σε εκείνη. Οπότε αφού σκέφτηκε λαχταριστά εκλέρ να λιώνουν στο στόμα τους ή τη γεύση από την κρέμα των σου, σηκώθηκε και πετάχτηκε στο απέναντι ζαχαροπλαστείο. Το κουτί που έφερε είχε είκοσι κομμάτια, η Βάγια έφαγε δύο, ο Μίλτος τέσσερα και τα υπόλοιπα μπήκαν στο ψυγείο.
«Θα μπορούσες να μου φέρεις ένα ποτήρι νερό, σε παρακαλώ;» τον ρώτησε, ενώ εκείνος έβαζε το κουτί στο ψυγείο. Ο Μίλτος βγήκε από την κουζίνα και της προσέφερε το ποτήρι.
«Δε χρειάζεται να μου ζητάς τόσο ευγενικά νερό, φυσικά και θα σου έφερνα δεν είμαστε ξένοι».
«Εγώ έτσι έχω μάθει να μιλάω», του απάντησε η Βάγια.
Την επόμενη μέρα και ενώ σε όλη τη διαδρομή το μυαλό της ήταν κολλημένο στο κουτί με τα 14 εναπομείναντα γλυκά. -Αποκλείεται κάτι θα έχει μασαμπουκώσει ο Αρμένιος φιλοξενούμενος σου- σκέφτηκε, έφτασε στο σπίτι και αφού πλύθηκε πήγε γραμμή στο ψυγείο λαχταρώντας ένα γλυκάκι. Το κουτί δεν υπήρχε πουθενά. Άνοιξε τον κάδο όπου είδε τσακισμένο το χάρτινο κουτί πεταμένο μέσα. «Μίλτο τα έφαγες όλα τα γλυκά;» τον ρώτησε.
«Αχ ναι, συγγνώμη, ούτε που κατάλαβα πότε άδειασε το κουτί».
-Δεν άδειασε μόνο του, εσύ το άδειασες- «Οκ».
«Να βάλω να φάμε;»
«Όχι, έχω κανονίσει με φίλους, θα φάω έξω», είπε και πήγε να ετοιμαστεί. Στο εστιατόριο που κάθισε μόνη της παρήγγειλε μια μερίδα από το φαγητό της αρεσκείας της κι αφού έφαγε και παρά το γεγονός ότι ήταν χορτάτη παρήγγειλε και για επιδόρπιο, ένα λαχταριστό κομμάτι γαλακτομπούρεκο. Ύστερα περπάτησε μη θέλοντας να γυρίσει σπίτι. Από το πουθενά είχε επωμιστεί το βάρος ενός ακόμη ανθρώπου, τον οποίο στην ουσία δε γνώριζε. Αν και είχε απορήσει με τη στάση του, όταν ήρθε και έμεινε σπίτι της χωρίς πρόσκληση, δεν της είχε φανεί στην αρχή άσχημη η συγκατοίκηση. Όμως όσο περνούσε ο καιρός ο Μίλτος έπαιρνε όλο και περισσότερο από τον προσωπικό και ζωτικό της χώρο. Έμενε στο σπίτι της περισσότερες ώρες από την ίδια, κατανάλωνε μέρος από τον μισθό της, συμπεριφερόταν σαν να είναι σπίτι του. Και το ότι έβρισκε το διαμέρισμα τακτοποιημένο είχε αρχίσει να την ενοχλεί, ακόμα και το φαγητό που της ετοίμαζε την εκνεύριζε. Σε όλο αυτό ερχόταν να προστεθεί το ότι δεν τον έβλεπε να ψάχνει ουσιαστικά να βρει κάποια εργασία. Οποιαδήποτε θα έπρεπε να είναι ικανοποιητική για εκείνον, μιας και δεν είχε κάποια εξειδίκευση. Ήθελε πίσω το σπίτι της, το χώρο της, να γυρίζει και να είναι μόνη της. Να ανοίγει το ψυγείο και να βρίσκει τα τρόφιμα που αγόρασε μέσα, να μην τον βλέπει να κοιμάται αμέριμνος στο κρεβάτι της όταν εκείνη ξυπνούσε να πάει στη δουλειά. Έπρεπε να του μιλήσει, αλλά της φαινόταν δύσκολο έτσι όπως είχε ανεχτεί την όλη κατάσταση εξ’ αρχής. Τι θα του έλεγε, πώς θα τον έκανε να καταλάβει ότι έπρεπε να βρει κάποιον άλλον να τον στεγάσει.
«Μίλτο μένεις εδώ πάνω από δύο μήνες, τι σκέφτεσαι να κάνεις;» τον ρώτησε το ίδιο βράδυ.
«Μάλλον θα επιστρέψω πίσω στην Κοζάνη, ούτε εδώ βρήκα κάτι για να εργαστώ. Τουλάχιστον στην Κοζάνη έχουμε τα κτήματα του κρόκου, κι ίσως βρω εκεί κάτι αν και θα έχω γενικά τον νου μου».
«Νομίζω ότι είναι το καλύτερο», σχολίασε και η Βάγια.
«Αν βρω κάτι, και γυρίσω Αθήνα θα σου κάνω το τραπέζι για το διάστημα που με φιλοξένησες».
«Δεκτό», του απάντησε και ήλπιζε να μην μπλοφάρει για την απόφαση του να επιστρέψει στην Κοζάνη.
«Θα φύγω την επόμενη Δευτέρα, αν δεν έχεις πρόβλημα».
«Εντάξει».
«Θα ζητήσω λεφτά από τον ξάδερφό μου για το εισιτήριο και θα του τα στείλω μόλις φτάσω», κούνησε απλά το κεφάλι της, δεν περίμενε να του πληρώσει και το εισιτήριο.
«Έκλεισα με το απογευματινό των ΚΤΕΛ», την ενημέρωσε το Σάββατο, «θα μπορέσεις να με πετάξεις ως εκεί;»
«Αδύνατον έχω κανονίσει».
«Α!» ακούστηκε εκείνος απογοητευμένος. «Εντάξει θα βρω πως θα πάω, στην ανάγκη πάω και με τα πόδια».
«Είναι μακριά», τον ενημέρωσε. Τελικά η Δευτέρα ήρθε και η Βάγια ανυπομονούσε να μείνει πάλι μόνη της. Με καλή διάθεση και πριν φύγει για το μάθημα ζούμπα, του έδωσε χρήματα για ταξί. «Μιας και δεν μπορώ να σε πετάξω εγώ».
«Όχι, όχι» έκανε πως διαμαρτύρεται ο Μίλτος.
«Πάρτα και μου τα στέλνεις μαζί με του ξάδερφού σου», φτάνει να επιστρέψω και να μη σε βρω εδώ.
«Αν είναι έτσι σε ευχαριστώ», απάντησε νιώθοντας ότι έχει σώσει την αξιοπρέπειά του.
«Να σου βάλω και ρακί στο φλασκί σου», είπε και πήγε στο ψυγείο.
«Μην ανησυχείς έβαλα μόνος μου».
«Φυσικά».
«Ας ξεκινήσω κι εγώ, να μπορέσεις να κλειδώσεις και εσύ το σπίτι» είπε, παίρνοντας την βαλίτσα του και κρατώντας μια μπλε σακούλα στο χέρι. «Μη χαθούμε επειδή φεύγω, να επικοινωνούμε».
«Αχά!»
Επιστρέφοντας το βράδυ και βρίσκοντας το σπίτι της άδειο και σκοτεινό, η Βάγια ένιωσε την ανάγκη να ουρλιάξει από ενθουσιασμό. Ας ’λεγαν οι γύρω της, ας τη λυπόνταν που ήταν μόνη της, εκείνη μια χαρά τα περνούσε με τον εαυτό της. Έπεσε στον καναπέ της που τον έβρισκε συνέχεια πιασμένο και τεντώθηκε. Έπειτα λαχτάρισε να φάει από τα digestive μπισκότα που φύλαγε στο ντουλάπι. Όμως το πακέτο με τα μπισκότα δε βρισκόταν πουθενά. «Δε βαριέσαι», σκέφτηκε όλο και κάποιο άλλο γλύκισμα ή σνακ θα έβρισκε στα ντουλάπια ή στο ψυγείο της; Όμως όλα είχαν κάνει φτερά. Σοκολάτες, μπισκότα, αλμυρά μπισκοτάκια, κρουασάν μέχρι και κάτι γαριδάκια ήταν άφαντα. Μόνο μακαρόνια, μανέστρες, όσπρια και τέτοια πράγματα είχαν μείνει στο σπίτι. Ούτε τις μπάρες δημητριακών δεν της είχε αφήσει, ή έναν συσκευασμένο καφέ από τα Starbucks. Θυμήθηκε τη μπλε σακούλα που κρατούσε στο χέρι του και κατάλαβε ότι κάποια πράγματα ήταν εκεί. «Μα θα τα έτρωγε όλα στο ταξίδι;» αναρωτήθηκε. «Στο λαιμό να του κάτσουν», σκέφτηκε κακιωμένη στην αρχή, αλλά μετά το μετάνιωσε «Δε βαριέσαι, χαλάλι του αυτά, φτάνει που μου άδειασε το σπίτι, και είναι τα τελευταία που τρώει από εμένα».
ΤΕΛΟΣ
Την άλλη εβδομάδα
Σίας Στεφανοπούλου
(Διήγημα Τρίτο από τη σειρά, Έρωτες των Social Media).
Δεν ήταν από τους τύπους ο Ηλίας που ξημεροβραδιαζόταν στα κοινωνικά δίκτυα. Το εντελώς αντίθετο μάλιστα. Μόνο έναν λογαριασμό στο Facebook είχε κι αυτόν για να επικοινωνεί με τους φίλους του στην Ελλάδα. Ίσως ο λόγος που δεν ξετρελαινόταν με την αλόγιστη χρήση των κοινωνικών δικτύων ήταν ότι όλη τη μέρα στη δουλειά ήταν μπροστά στον υπολογιστή. Στην πολυεθνική που εργαζόταν στην Δανία, στο τμήμα εξυπηρέτησης πελατών, εκτός από τις υπόλοιπες υποχρεώσεις που είχε το πόστο του, καθημερινά αντάλλασσε email με συμπατριώτες του, προσπαθώντας να λύσει τις απορίες τους, αγνοώντας πολλές φορές την αγένειά τους ή την κακή χρήση της γλώσσας, καθησυχάζοντάς και συμβουλεύοντάς τους. Υπάρχουν πολλές κατηγορίες πελατών, αλλά θα τους περικλύσουμε σε τρεις μεγάλες, οι νταήδες που εκφράζονται με αγένεια, οι πιο ευγενικοί που δείχνουν και μια ποιότητα χαρακτήρα (όχι ότι ισχύει πάντα βέβαια) και οι φοβισμένοι, που θεωρούν ότι αν πατήσουν λάθος κουμπί θα ανατιναχτεί ο υπολογιστής μπροστά στα μούτρα τους. Τους πρώτους έπειτα από εφτά χρόνια στο πόστο του είχε μάθει να τους αγνοεί, όχι ότι δεν τους έβριζε προφορικά στη μητρική του γλώσσα, μιας και η επικοινωνία τους παρέμενε στο γραπτό λόγο και δεν υπήρχε κίνδυνος να τον ακούσουν. Με τους ευγενείς προσπαθούσε να είναι ακόμη πιο εξυπηρετικός, αλλά το καλύτερό του ήταν οι φοβισμένοι, με τους οποίους διασκέδαζε με τα όσα τον ρώταγαν.
Κοίταξε την ημερομηνία στο κινητό του και αναστέναξε. «Εφτά χρόνια» είχαν περάσει, εφτά χρόνια που είχε φύγει από την Ελλάδα. Σπουδάζοντας πληροφορική στο πανεπιστήμιο και έπειτα υπηρετώντας τη στρατιωτική του θητεία μέσα στα χρόνια της βαθιάς οικονομικής ύφεσης, αντιλαμβανόταν ότι θα ήταν πολύ δύσκολο να βρει δουλειά. Αλλά και να έβρισκε δεν ήξερε ούτε τι μισθό θα εξασφάλιζε με τόση ανεργία, ενώ το σύντομο διάστημα που είχε εργαστεί, είχε αντιληφτεί ότι στην Ελλάδα ο εργασιακός χώρος ήταν κόλαση. Πρωτίστως η πλειοψηφία των εργοδοτών, εκτός από το ότι προσπαθούν με κάθε μέσο να εκμεταλλευτούν τον εργαζόμενο, δίνοντας τον κατώτατο, θεωρούν ότι έχουν το δικαίωμα να συμπεριφέρονται σαν να είναι σκουπίδι στον υπάλληλό τους και να του φορτώνουν πόστα και υποχρεώσεις που δεν του αναλογούν. Μιλούσε δύο ξένες γλώσσες άπταιστα, κρίμα ήταν να καθίσει και να χαραμίσει τη ζωή του σε μια Ελλάδα που ήθελε χρόνια να ορθοποδήσει. «Φύγε παιδί μου!» του πρότεινε και η μητέρα του αν και άκουσε το λυγμό στη φωνή της. «Καμία μοίρα δε θα είναι καλή για εσένα στο νεκροταφείο που κατάντησε η χώρα, μόνο ζωντανούς νεκρούς θα βλέπεις σε λίγο να τριγυρνάν». Όταν απολύθηκε λοιπόν από τον στρατό υπηρετώντας για τη μαμά πατρίδα, άρχισε να αναζητάει εργασία στο εξωτερικό. Συμφοιτητές του είχαν ήδη φύγει και εργάζονταν σε διάφορες χώρες της Ευρώπης. Δεν του πήγαινε να ξενιτευτεί πιο μακριά από την Ευρώπη, δεν ήθελε να τον χωρίζουν ωκεανοί από την οικογένεια του. Το βιογραφικό του δεν άργησε να τραβήξει την προσοχή, έπειτα από μια συνέντευξη που έδωσε μέσω Skype, ο Ηλίας κέρδισε τους υποψήφιους εργοδότες του και σύντομα είχε θετική απάντηση. Έπρεπε να μετακομίσει τη ζωή του στη Δανία. Μόλις το συνειδητοποίησε ένιωσε ένα ρίγος. «Μάλλον από το κρύο που έχω να φάω με το κουτάλι στη Δανία», σκέφτηκε, προσπαθώντας να διώξει τη συναισθηματική φόρτιση. Θα άφηνε πίσω την οικογένειά, τον τόπο, τους φίλους και φυσικά το κορίτσι του. Από την άλλη είχαν δίκιο οι γονείς του, δεν είχε μείνει τίποτα στην Ελλάδα να κάνει. Καιρός να ενηλικιωθεί και επισήμως, και για να συμβεί αυτό έπρεπε να γίνει οικονομικά ανεξάρτητος.
Το πρώτο διάστημα, έμπαινε συχνά στο προφίλ του για να επικοινωνεί με τα αγαπημένα του πρόσωπα, όμως όσο περνούσε ο καιρός, ζώντας σε διαφορετικές πραγματικότητες ένιωθε να απομακρύνονται. Με τον καιρό αραίωσε και εκείνος την παρουσία του στο Facebook και δε φάνηκε να λείπει σε κανέναν. Στο τέλος αποφάσισε να μπαίνει όσο πιο αραιά μπορούσε, άλλωστε και οι υποχρεώσεις του στη Δανία δεν του επέτρεπαν να χάνει χρόνο στα κοινωνικά δίκτυα. Βλέποντας στην εικόνα του προφίλ του, πριν ακόμα μπει σε αυτό, ότι είχε δεκάδες ενημερώσεις, πάτησε επάνω του και πληκτρολόγησε τον κωδικό πρόσβασης, τον οποίο δυο τρεις φορές πάτησε λάθος. «Ωραία, σε λίγο δε θα θυμάμαι να μπω». Εκτός από δυο μηνύματα από φίλους του, τύπου «Τι Χαμπάρια Λιάκο;» στα οποία απάντησε, τσέκαρε τις ενημερώσεις του στις οποίες είχε διάφορες προτάσεις φιλίας. «Μα τι συμβαίνει;» αναρωτήθηκε «Πώς στην ευχή θέλουν όλοι να γίνουν φίλοι μου;» έπειτα για να διασκεδάσει λίγο τη βαρεμάρα του άνοιξε κάποια προφίλ για να ελέγξει τι τύποι ήταν αυτοί που θέλανε ξαφνικά να γίνουν φίλοι του. Μόνο ένα προφίλ του έκανε εντύπωση που σαν και το δικό του δεν είχε φωτογραφία, αλλά την ακουαρέλα με έναν παλιάτσο. Αναζήτησε λίγο στις φωτογραφίες, μα ήταν κλειδωμένες, στις βασικές πληροφορίες της Ευτυχίας, όπως ήταν το όνομα της κατόχου του συγκεκριμένου προφίλ, έγραφε ότι ήταν Ελληνίδα που εργαζόταν στη Γαλλία. «Πατρίδα» σκέφτηκε. Έπειτα είδε ότι η Ευτυχία εργαζόταν σε μια ανταγωνιστική εταιρεία με τη δικής του που είχε σχέση με υπολογιστές και μάλιστα στο τμήμα εξυπηρέτησης πελατών. «Αχα, να έχει άραγε σκοπό να μας κατασκοπεύσει;» φυσικά και δεν τα σκεφτόταν σοβαρά όλα αυτά, απλά διασκέδαζε τις εντυπώσεις του. Οπότε ο Ηλίας, πάτησε «προσθήκη», θεωρώντας ότι δεχόταν την πρόταση της Ευτυχίας, αλλά στην ουσία της έκανε εκείνος αίτηση φιλίας.
Το επόμενο πρωί καθ ’οδόν για τη δουλειά της, στο μετρό του Παρισίου, η Ευτυχία αποφάσισε να μπει να χαζέψει λίγο στο Facebook. Συνήθως προτιμούσε να διαβάζει μέσα στα μέσα μεταφοράς, αλλά από όταν ξεκίνησε η πανδημία αποφάσισε να διαβάζει στο σπίτι της και να μη σέρνει το βιβλίο σε όλα αυτά τα μη αποστειρωμένα μέρη. Προκειμένου να μην παρεξηγήσουμε την Ευτυχία, πρέπει να εξηγήσουμε στον αναγνώστη ότι δεν είχε φόβο με τα μικρόβια, αλλά με την παρουσία του Κορονοϊού είχε αποφασίσει να είναι πιο προσεκτική και σχολαστική με την καθαριότητα. Γυρίζοντας στο σπίτι της καθάριζε κινητά, κλειδιά και ό,τι άλλο κουβαλούσε και υπήρχε πιθανότητα να πιάσει στα χέρια της τις ώρες που έμενε σπίτι. Οπότε δεν ήθελε να υποβάλει τα μυθιστορήματα της σε βιολογικό καθαρισμό με αντισηπτικά και αντιβακτηριδιακά μαντηλάκια. Παραξενεμένη πρόσεξε την αίτηση φιλίας που είχε λάβει από έναν παντελώς άγνωστο. Το είχε ως αρχή να μη δέχεται ούτε καν γνωστούς αν δεν τους έκανε κέφι. Το ελληνικό του όνομα με τη γνήσια ελληνική κατάληξη του –όπουλου- την έκανε να μπει στα στοιχεία του προφίλ του, αφού πρώτα ξεφύσησε και μουρμούρισε «Πελοποννήσιος»! Εργαζόταν σε μια ανταγωνιστική επιχείρηση και μάλιστα στο τμήμα εξυπηρέτησης πελατών στη Δανία. «Εντάξει λοιπόν Ηλία, θα σε δεχτώ. Και φρόντισε να μην είσαι ενοχλητικός, γατί έως τη διαγραφή ένα δάχτυλο δρόμος».
Μια εβδομάδα αργότερα που ο Ηλίας μπήκε ξανά στο προφίλ του ξαφνιάστηκε όταν του ήρθε η ενημέρωση ότι η Ευτυχία είχε κάνει δεχτό το αίτημα φιλίας του. “What the fuck!” σχολίασε σε άπταιστα αγγλικά. «Μα αφού εγώ δεν έκανα κανένα αίτημα φιλίας, εγώ δέχτηκα το αίτημα φιλίας της». Θα σκεφτεί κανείς ότι ήταν από εγωισμό η συμπεριφορά του Ηλία, αλλά μάλλον ήταν μπερδεμένος, και ως πληροφορικάριος ήταν θέμα τιμής να καταλάβει τι συμβαίνει. «Πες μου κάτι», ρώτησε τον υπεύθυνο των social media την επόμενη μέρα στη δουλειά. «Μου έκανε μια τύπισσα αίτηση φιλίας στο Facebook τις προάλλες».
«Ωραία;» τον ρώτησε εκείνος.
«Δεν ξέρω».
«Σωστό σχόλιο, ποτέ δεν ξέρεις στα κοινωνικά δίκτυα αν η άλλη βάζει δικές της φωτογραφίες ή τις έχει πήξει τόσο στα φίλτρα που γίνεται αγνώριστη».
«Δε βάζει καν δικές της φωτογραφίες».
«Ούτε μία;»
«Ούτε μία!»
«Τουλάχιστον δεν υποκρίνεται ότι είναι κάποια άλλη, δημιουργώντας ψεύτικες εντυπώσεις. Αν και μάλλον θα είναι μπάζο ή δεν έχει καταλάβει το λόγο ύπαρξης των κοινωνικών δικτύων».
«Δε μας αφορά αυτό. Άλλη είναι η ερώτησή μου, ενώ δέχτηκα το αίτημα φιλίας της χτες που ξαναμπήκα μου ήρθε ενημέρωση ότι δέχτηκε εκείνη δικό μου αίτημα φιλίας».
«Εντάξει», είπε ο άλλος και σταύρωσε τα χέρια μπροστά στο στήθος του. Ο Ηλίας του έκανε νόημα με το κεφάλι να συνεχίσει. «Αυτό συνέβη φίλε μου Ηλία, που απορώ με τις πενιχρές σου γνώσεις στα social media αν και πληροφορικάριος, γιατί στην πραγματικότητα δεν δέχτηκες το δικό της αίτημα αλλά την πρόταση του Facebook να της κάνεις πρόταση και έπειτα εκείνη δέχτηκε το δικό σου. Έχει κάποια χρόνια το Facebook που τρώγεται να προτείνει το ίδιο φίλους στους χρήστες του».
«Άουτς, νιώθω πραγματικά βλάκας τώρα».
«Δε θα έλεγα ότι είσαι βλάκας, σε ξέρω εφτά χρόνια και είσαι από τους πιο ευφυείς ανθρώπους που έχω γνωρίσει –φαντάσου δηλαδή σε τι κατάσταση βρίσκονται οι άλλοι- απλά είσαι παντελώς άσχετος με τα κοινωνικά δίκτυα. Αναρωτιέμαι αν ξέρεις να μπαίνεις στο προφίλ σου ή χρειάζεσαι βοήθεια κάθε φορά», του απάντησε ο Στέφαν. Η συζήτηση φυσικά έγινε σε άπταιστα δανέζικα, μιας και ο Ηλίας έπειτα από εφτά χρόνια και μιλώντας ήδη γερμανικά είχε μάθει και τη γλώσσα της χώρας που τον φιλοξενούσε. Τι θα έπρεπε να κάνει άραγε τώρα, να διαγράψει την Ευτυχία από τους φίλους του. Κι αυτό δε θα είχε λογική. Να ήταν άραγε πεπρωμένο; Σκέφτηκε και γέλασε με τον χωριάτικο συλλογισμό του που θα έκαναν οι γειτόνισσες της μάνας του.
Είχε περάσει ένας μήνας, ούτως ή άλλως ο Ηλίας δεν ήταν συχνός επισκέπτης στο προφίλ του. Όσο για την Ευτυχία ούτε κι εκείνη έδινε ιδιαίτερη σημασία στα κοινωνικά δίκτυα. Αρχικά είχε πετάξει σχεδόν όλους της τους φίλους από την αρχική σελίδα. Ελάχιστους κρατούσε με τους οποίους είχε πολύ στενή φιλική σχέση. Περισσότερο στο Facebook διάβαζε ειδήσεις από ελληνικά sites για να παίρνει μια γεύση τι συμβαίνει πίσω στην πατρίδα, και φυσικά να εξαγριώνεται που διατηρούνταν οι ίδιες πολιτικές που την είχαν διώξει από την Ελλάδα. Σε αντίθεση βέβαια με τον Ηλία η Ευτυχία ήταν ανοιχτή στις διαδικτυακές συζητήσεις στο Facebook, κυρίως γραπτές, δεν της πολυάρεσαν οι βιντεοκλήσεις. «Είναι ο τρόπος που κρατάς το κινητό», εξηγούσε στη κολλητή της φίλη στην Ελλάδα. «Τι εννοείς ο τρόπος που κρατάς το κινητό;» τη ρώταγε εκείνη προσπαθώντας να καταλάβει. «Ότι συνήθως το κρατάς χαμηλά, γιατί το χέρι θα κουραστεί αν το κρατάς ευθεία ή ψηλά, λες και βγάζεις shelfie διαρκείας. Οπότε το κρατάς χαμηλά, με αποτέλεσμα να χαμηλώνεις το κεφάλι να κοιτάξεις την κάμερα κι αυτό έχει ως αποτέλεσμα να ζαρώνει ο λαιμός και να φαίνεται το πιγούνι σου σε πρώτο πλάνο, όχι ότι δεν έχω ωραίο πιγούνι, αλλά δεν είναι και για συνεχή έκθεση σε συζήτηση». «Ωραία μίλα από το laptop». «Το έχω να δουλεύω και όχι να σαχλαμαρίζω στο Facebook, επιπλέον και τον φορητό υπολογιστή να έχεις πάλι, προς τα κάτω κοιτάς». «Αν είσαι μονίμως ξαπλωμένη στο κρεβάτι ναι, φυσικά, στην τελική πάρε shelfie stick». Έτσι προτιμούσε να πληκτρολογεί, από το να μιλάει. Ο Ηλίας από πλευράς του δεν είχε περάσει καν την εφαρμογή του messenger στο κινητό του ώστε να του έρχονται απευθείας τα μηνύματα από το Facebook. Ήταν πιο ‘‘παραδοσιακός’’, είχε viber, skype, email, αριθμό τηλεφώνου για κλήσεις και μηνύματα, του ήταν αρκετά να επικοινωνήσει. Μπαίνοντας στο προφίλ του είδε την πράσινη κουκκίδα στο πλάι της ακουαρέλας του παλιάτσου που υποδήλωνε ότι η Ευτυχία ήταν ενεργή, πρώτη φορά τη συναντούσε ενεργή, ενώ ήταν και ο ίδιος μέσα στο Facebook. «Αν της μίλαγα!» αναρωτήθηκε. «Και τι να της πω;» «Hey, Γίναμε φίλοι επειδή το θέλησε το Facebook. Θα με περάσει δίχως άλλο για ηλίθιο, ας αποδεχτώ το σφάλμα μου και ας μην το κάνω χειρότερο. Μπορώ να τη διαγράψω, δεν έχει φωτογραφία να θεωρήσει ότι τη διέγραψα επειδή δε μου άρεσε, εκτός κι αν σκεφτεί ότι γι’ αυτό τη διέγραψα. Καλά, όχι ότι πρέπει να με νοιάζει, κάθε μέρα γίνονται αιτήματα φιλίας και έπειτα το μετανιώνει ο άλλος και σε διαγράφει, από βίτσιο. Δεν έχω να απολογηθώ σε κάποιον στην τελική. Ουφ πια».
Δεν ήξερε και εκείνος τι τον ωθούσε να της μιλήσει. Αν δεν είχε γίνει παρεξήγηση δε θα της είχε κάνει αίτημα φιλίας. Στην περίπτωση φυσικά που το Facebook είχε παραμείνει σε μια λίστα με φωτογραφίες από προφίλ, προτείνοντάς του διάφορούς ‘‘φίλους’’, βάσει των κοινών τους ενδιαφερόντων και φίλων. Όμως εφόσον είχε μπερδευτεί, κι η πρόταση είχε έρθει ως ενημέρωση, και το ‘‘κακό’’ είχε γίνει θα το διατηρούσε. Χωρίς να το σκεφτεί άλλο και με το χέρι του να τον τρώει της έγραψε «Γεια!» και σαν να είχε κάνει κάτι απαράδεκτο, έκλεισε με μιας το παράθυρο διαλόγου. Όταν έπειτα από λίγο άνοιξε πάλι με την απάντησή της ξαφνιάστηκε, αν και δεν είχε λόγο, από καθαρή ευγένεια θα του απαντούσε.
«Γεια σου πατρίδα!»
Χαμογέλασε με την απάντηση, δυο έλληνες μακριά από την πατρίδα συναντιούνται και αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλον. Μόνο που στην περίπτωσή τους η συνάντησή είναι εικονική και εκείνοι μακριά ο ένας από τον άλλο. «Και τώρα τι;» ρώτησε τον εαυτό του.
«Είδα ότι είμαστε συνάδελφοι» της απάντησε την πρώτη βλακεία που του ήρθε στο κεφάλι.
«Συνάδελφοι με πολλούς τρόπους».
«Δηλαδή;» ρώτησε με ειλικρινή απορία.
«Κοινό πτυχίο, αν και από διαφορετικά πανεπιστήμια της Ελλάδας. Ίδιο πόστο σε ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και φυσικά και οι δύο μέλη της νέας γενιάς μετανάστευσης».
«Αρχίζω κι αγχώνομαι».
«Γιατί;»
«Ακούγεσαι σαν stalker».
«Θες να μου πεις ότι όταν μου έκανες πρόταση φιλίας, δεν είδες τα κοινά μας στοιχεία».
«Χμμμ , όσο γι’ αυτό…, δε σου έκανα ακριβώς αίτηση φιλίας;»
«Το παιδί σου τότε, δεν είδε ότι έχουμε κοινά με τον μπαμπά του;»
«Δεν έχω παιδί», είπε χαμογελώντας, ένα χαμόγελο που δεν μπόρεσε να δει η Ευτυχία. Έπειτα της εξήγησε τι συνέβη.
«Δηλαδή μου λες ότι δεν γοητεύτηκες από τη φωτογραφία στο προφίλ μου και ζητάς να το πιστέψω;»
«Δηλαδή είσαι όντως εσύ στη φωτογραφία του προφίλ σου;»
«Ναι, πορτρέτο μου από τον 16ο αιώνα». Ο Ηλίας γέλασε με την ανάλαφρη απάντησή της. «Να υποθέσω ότι μου μίλησες ώστε να με διαγράψεις και να ξέρω κι εγώ τον λόγο».
«Όχι απλά το είπα… δεν ξέρω γιατί το είπα… βλακεία μου… το έφερε η κουβέντα… κι έπειτα έχω λίγο μαύρα μεσάνυχτα πλέον με τα κοινωνικά δίκτυα… έψαχνα να βρω κάτι ενδιαφέρον και βρήκα αυτό».
«Οκ». Του απάντησε η Ευτυχία «Να υποθέσω ότι το επόμενο ενδιαφέρον που θα βρεις να σχολιάσεις είναι ο καιρός».
«Ακριβώς, ο καιρός είναι ένα πολύ ωραίο θέμα συζήτησης. Τι καιρό λοιπόν έχετε στη Γαλλία σήμερα;»
«Συννεφιά. Και η Δανία;»
«Μία από τα ίδια».
«Δεν αναπολείς Ελλάδα κάτι τέτοιες μέρες;»
«Συχνά αναπολώ την Ελλάδα, και όχι μόνο κάτι τέτοιες μέρες».
«Τι να σου πω, έτσι όπως βλέπω τα πράγματα στην πατρίδα δεν νομίζω ότι έχουμε και πολλούς λόγους να την αναπολούμε, πέρα από τον καιρό δηλαδή και τους δικούς μας ανθρώπους».
«Παντού δε γίνονται διάφορες βλακείες;»
«Ίσως, απλά δε φαίνεται στον ορίζοντα ότι τα πράγματα εκεί κάτω θα αλλάξουν, διαφθορά, αδικία, σταρχιδισμός, φτώχια και πενία».
«Αισιόδοξη σε ακούω».
«Αισιόδοξη σε ότι δεν έχει να κάνει με την Ελλάδα».
«Δηλαδή;»
«Θα μου πάρει ώρα να σκεφτώ, ας το αφήσω καλύτερα, οκ παντού χάλια».
«Αλλά στην Ελλάδα χειρότερα!»
«Ακριβώς». Παρέμειναν να συζητούν και δεν κατάλαβαν πώς πέρασε η ώρα. Το ρολόι μετρούσε αντίστροφα τα δευτερόλεπτα από την ώρα που θα έπρεπε να πάνε στο γραφείο, κι αναγκαστικά αποχαιρετίστηκαν.
Την επόμενη Τετάρτη, ο Ηλίας συνδέθηκε στο λογαριασμό του και με ενθουσιασμό αντίκρισε το πράσινο κυκλάκι δίπλα στη φωτογραφία του Παλιάτσου. Πριν προλάβει να στείλει μήνυμα άνοιξε ένα παράθυρο διαλόγου από έναν παλιό συνάδελφο του. Έπειτα από λίγο άνοιξε και δεύτερο παράθυρο διαλόγου και αυτή τη φορά ήταν από την Ευτυχία. «Καλησπέρα πατρίδα, την έβγαλες όρθιος την περασμένη Πέμπτη στη δουλειά;»
«Μμμ, το κατά δύναμιν. Ευτυχώς υπάρχει ο καφές αλλιώς θα με έβρισκαν να κοιμάμαι στο γραφείο. Εσύ;»
«Χασμουριόμουν, παρά τον καφέ! Αν ήμουν στην Ελλάδα θα άρχιζαν να με σταυρώνουν λες και ήμουν ματιασμένη».
«Χα χαχ, πώς ήταν η μέρα σου;»
«Όπως ήταν κάθε εργαζόμενου ανθρώπου, ταλαιπωρία μέχρι να φτάσω στην δουλειά, 8 ώρες να απαντάω σε ηλίθιες ερωτήσεις –εντάξει δεν ήταν όλες ηλίθιες- μετά ξανά ταλαιπωρία να επιστρέψω σπίτι. Να κάνω ένα μπάνιο, να βρω τι θα φάω και να αράξω στο κρεβάτι με ένα καλό βιβλίο».
-Μόνο με ένα βιβλίο; πολύ μοναχική ζωή κάνουμε στην ξενιτιά οι έλληνες ή να είμαστε άραγε μόνο εμείς ειδικές περιπτώσεις. Μάλλον το δεύτερο- συλλογίστηκε ο Ηλίας.
«Και τι διαβάζετε;»
«Γενικά στη Γαλλία δεν ξέρω τι διαβάζουν, δεν τσεκάρω τη λίστα με τα best sellers όλη την ώρα. Αν ρωτάς για εμένα πάντως, διαβάζω ένα μυθιστόρημα του αγαπημένου μου Πιέρ Λεμέτρ, όχι από τα αστυνομικά, από την τριλογία του μεσοπολέμου. Έχεις δει την ταινία Καλή αντάμωση εκεί ψηλά;»
«Είναι παλιά ταινία».
«Αναλόγως τι εννοούμε παλιά, δεν είναι ούτε βωβός κινηματογράφος ούτε ασπρόμαυρη».
«Φυσικά, εννοώ όμως ότι έχουνε περάσει κάποια χρόνια που έχει βγει».
«Την τέχνη πρέπει να την αντιμετωπίζουμε ως διαχρονική, υπάρχει πάντα και το εμπορικό κομμάτι, έχουν και οι καλλιτέχνες στομάχι βλέπεις οι κακόμοιροι. Αν εξαιρέσουμε ταινίες και βιβλία που έχουν ως μοναδικό σκοπό το εμπόριο. Συγγνώμη παρασύρθηκα, μια ερώτηση μου έκανες και ξεκίνησα ολόκληρη διάλεξη για την τέχνη. Τα Χρώματα της Πυρκαγιάς διαβάζω».
«Θα είστε καλλιτεχνική φύση φαίνεται και θα κάνετε διαλέξεις για την τέχνη. Και να υποθέσω ότι διαβάζετε το βιβλίο στο πρωτότυπο!»
«Εφόσον είναι Γάλλου συγγραφέα, εξυπακούεται, αν και συνηθίζω να παραγγέλνω βιβλία κι από την Ελλάδα».
«Με αυτόν τον τρόπο περνάς τα βράδια σου;»
«Ποια είναι καλύτερη παρέα από ένα βιβλίο και μουσική;»
«Μα φυσικά θα ακούτε και μουσική, γαλλικά ρομαντικά τραγούδια να υποθέσω;»
«Έχω συνδεθεί μέσω διαδικτύου με ελληνικό ραδιοφωνικό σταθμό».
«Και τι τραγούδια προτιμάς;»
«Αλεξίου, Μποφίλιου, Χαρούλη κ.λπ. κ.λπ. κ.λπ.»
«Βαρύ πυροβολικό. Θες να μου πεις ποιον σταθμό ακούς να συνδεθώ κι εγώ, να ακούμε τα ίδια τραγούδια».
Κι έτσι εκείνο το βράδυ, εκτός από συζητήσεις ο Ηλίας με την Ευτυχία μοιράστηκαν και σύγχρονη ελληνική μουσική. Ενώ συμφώνησαν να βγουν από την ενεργή κατάσταση, μιας και τα παράλληλα παράθυρα συνομιλίας τους αποπροσανατόλιζαν.
«Με βλέπω να μην μπορώ να σταθώ αύριο στην καρέκλα», σχολίασε ο Ηλίας λίγο πριν καληνυχτιστούν.
«Τίποτα που να μην μπορεί να το διορθώσει ένας δυνατός καφές».
«Ραντεβού την επόμενη Τετάρτη».
«Πάλι στο σπίτι θα κλειστούμε;»
«Αν θέλετε να βγείτε ελεύθερα».
«Εννοώ, εφόσον κλείσαμε ραντεβού για την επόμενη Τετάρτη μήπως να πάμε κάπου, αντί να μένουμε σπίτια μας;»
«Θα το φροντίσουμε».
Την επόμενη Τετάρτη ‘‘φόρεσαν τα καλά τους’’, έβαλαν μουσική στο ραδιοφωνικό σταθμό της αρεσκείας της Ευτυχίας και συνδέθηκαν στο διαδίκτυο, απενεργοποιώντας την κατάσταση που μαρτυρούσε ότι ήταν συνδεδεμένοι.
«Ευτυχία;»
«Εδώ είμαι!»
«Ένιωσα μοναξιά για μια στιγμή».
«Όχι μην ανησυχείς είμαι παρούσα, δεν είσαι μόνος σου».
«Τέλεια, που λες να πάμε;»
«Τι λες να πιούμε ένα ποτήρι κρασί με θέα τον πύργο του Άιφελ».
«Φημίζονται τα γαλλικά κρασιά, ωραία ξεναγέ μου, πάμε!»
Νοερά οι δυο τους ξεκίνησαν να κάνουν βόλτες παρέα, στις πόλεις που κατοικούσαν, ξεναγώντας ο ένας τον άλλον. Όταν είχαν διάθεση κάνανε και πιο μακρινές διαδρομές σε γειτονικές πόλεις. Ο Ηλίας το Σαββατοκύριακο πριν γίνει ξεναγός της Ευτυχίας στη νέα του πατρίδα, επισκεπτόταν τα μέρη που είχε σκοπό να περπατήσει νοερά μαζί της. Καθόταν σε μαγαζιά, δοκίμαζε τα ποτά και τα φαγητά τους. «Στο τέλος θα κάνω εκπομπή που θα προτείνει που να φάτε στη Δανία! Που ξέρεις μπορεί να κάνει το ίδιο και η Ευτυχία για εμένα στη Γαλλία!».
Είχαν περάσει έξι μήνες αποκλειστικά με αυτούς τους περιπάτους. Η φαντασία συμπλήρωνε όλα τα κενά, όχι μόνο της διαδρομής, αλλά της μορφής, της συμπεριφοράς, της φωνής του άλλου. Κανείς από τους δυο τους δεν είχε τη φωτογραφία του στο προφίλ. Η Ευτυχία όπως ήδη αναφέραμε είχε ένα πορτρέτο ενός παλιάτσου, όσο για τον Ηλία είχε ένα τοπίο. Η Ευτυχία φαινόταν να παραμένει ικανοποιημένη, όμως ο Ηλίας τρωγόταν για την εικόνα της. Στον μόνο που είχε ανοιχτεί κάπως ήταν ο Στέφαν.
«Γιατί δεν της ζητάς να κάνετε βιντεοκλήση;»
«Κι αν δε θέλει;»
«Της αρέσουν τα γλυκά είπες;»
«Ναι, όταν –παραγγέλνουμε στα καφέ που καθόμαστε όλο και κάτι γλυκό θα παραγγείλει- τέλος πάντων, ναι της αρέσουν!»
«Καμία χοντρή θα είναι με σπυράκια», αποφάνθηκε ο Στέφαν. Μια παρόμοια συζήτηση είχε και με την κολλητή της η Ευτυχία. «Και καλά δεν έχεις απορία να δεις πώς μοιάζει, να ακούσεις τη φωνή του;» «Μπα! Εντάξει, ίσως, λίγο. Αλλά αν χαλάσει ο ένας την εικόνα που έχει ο άλλος στο μυαλό του;»
«Δε μου λες Ευτυχία; Με ποιον ηθοποιό τον έχεις παρομοιάσει στο κεφάλι σου;»
«Με κανέναν».
«Ούτε λίγο με Φασμπέτερ;»
«Όχι, ο Μάικλ είναι πολύ βόρειος, ο Ηλίας είναι Έλληνας».
«Για εμένα πρέπει να μιλήσετε, για να έχεις συγκεκριμένη κι ολοκληρωμένη εικόνα. Αν και δε μου φαίνεται φυσιολογικό από μέρους του που δεν έχει προτείνει ήδη να μιλήσετε με βιντεοκλήση. Κανένας ανώμαλος θα είναι».
«Σε παρακαλώ είναι ένας Κύριος με κάπα κεφαλαίο».
«Τέτοιους κύριους τους ξέρω κι από την καλή κι από την ανάποδη».
Δε θα πούμε ότι δεν επηρεάστηκαν από αυτά που άκουσαν τόσο η Ευτυχία όσο και ο Ηλίας. Άραγε έπρεπε να προχωρήσουν στο επόμενο βήμα της γνωριμίας τους; Ήταν μεγάλο διάστημα το εξάμηνο, είχε δίκιο ο Στέφαν, αλλά αν με τη συνομιλία αυτή η παρέα που έκαναν και γέμιζαν ευχάριστα τα βράδια τους μεσοβδόμαδα, σε βαθμό να σκουντουφλάει το επόμενο πρωινό στη δουλειά, μιας και το βράδυ δεν μπορούσε να κλείσει τη συνομιλία πριν από τις δύο και τις τρεις το πρωί, λέγοντάς της «Την άλλη εβδομάδα» καταστρεφόταν; Έπειτα κάθε Τετάρτη βράδυ θα ένιωθε απογοητευμένος. Όμως κανένας δεν μπορεί να μείνει απολύτως ανεπηρέαστος από τις ξένες συμβουλές όταν και ο ίδιος έχει απορίες. Τελικά μια Τετάρτη βράδυ ο Ηλίας πρότεινε στην Ευτυχία. «Δεν ξέρω, μήπως θα ήθελες, κάποια φορά, όχι κατ’ ανάγκη σήμερα να μιλήσουμε μέσω βιντεοκλήσης;» -Αυτό θα το πω στη φιλενάδα μου- σκέφτηκε η Ευτυχία, -μια χαρά φυσιολογικός είναι τελικά. Εγώ όμως τι να του απαντήσω που μάλλον δεν είμαι και πολύ φυσιολογική-
Πότε σηκώθηκε, γέμισε ένα ποτήρι με κρασί, έστησε τον φορητό υπολογιστή σε τραπέζι για να μη γεμίζει ο λαιμός ρυτίδες από το σκύψιμο, πέταξε την πιτζάμα και φόρεσε μια καλύτερη μπλούζα, όχι τίποτα φαντεζί και αφού αναστέναξε πάτησε το κουμπί της βιντεοκλήσης, ούτε που το κατάλαβε. Ο Ηλίας, μόλις είδε ότι είχε κλήση από την Ευτυχία, ενώ περίμενε να του απαντήσει γραπτώς, ξαφνιάστηκε. Τι έπρεπε να κάνει τώρα. Ήταν αραγμένος στο κρεβάτι του και κάθε άλλο θεωρούσε εκείνη τη στιγμή τον εαυτό του αξιοπρεπή για βιντεοκλήση. Ξάπλωσε πίσω στο μαξιλάρι του, πήρε το λάπτοπ στην αγκαλιά του, έφτιαξε πρόχειρα τα μαλλιά του, περνώντας τα δάχτυλα του από μέσα του και πάτησε «Απάντηση!»
«Wow!» σκέφτηκε μόλις είδε την εικόνα της. «Καλύτερη απ’ ότι την είχα στο μυαλό μου».
«Δεν ειν’ κακός», σκέφτηκε και η Ευτυχία «Μπορεί Φασμπέτερ να μην είναι, αλλά είναι γλυκούλης».
«Γεια σου Ηλία, είμαι η Ευτυχία!»
«Χαίρομαι που σε βλέπω Ευτυχία! Πρέπει να νιώθω πολύ ευνοημένος να μιλάω με την ίδια την Ευτυχία!» -κρυάδα- σκέφτηκε μόνος του, ενώ άκουσε το κελαριστό γέλιο της.
Βρισκόταν στο αεροδρόμιο Ελ. Βενιζέλος, πριν από λίγη ώρα είχε φτάσει η πτήση της από Παρίσι. Την ίδια μέρα θα πέταγε και ο Ηλίας για Ελλάδα, οι διακοπές τους είχαν συμπέσει κι αποφάσισαν να βρεθούν για έναν καφέ στο αεροδρόμιο. Κάθε τόσο σήκωνε το κεφάλι της και κοίταζε τον πίνακα αφίξεων. «Καθαρή τρέλα» της είχε πει η φίλη της «να συναντηθείς με έναν παντελώς άγνωστο, κι αν είναι ψυχοπαθής;»
«Νόμιζα ότι τους ψυχοπαθείς και τους άρρωστους τους είχαμε αφήσει στην Ελλάδα», της είχε απαντήσει εκείνη. Άλλωστε και που της το ανέφερε ήταν μια δικλίδα ασφαλείας. Εκείνη ήξερε τον Ηλία, ναι με βεβαιότητα είναι πιο εύκολο να υποκριθείς κάποιον που δεν είσαι πίσω από την ασφάλεια του υπολογιστή σου, όμως δεν είναι όλοι πια σκάρτοι. Μήπως άντρες σαν τον Χρήστο και τον Αλέξανδρο ή τον Μισέλ που τους γνώριζε από κοντά της είχαν φερθεί καλύτερα ή ήταν πιο ειλικρινείς; Και στην τελική πού είναι το κακό να βρεθείς για έναν καφέ μέσα σε τόσο κόσμο;
«Ευτυχία;» άκουσε τη φωνή του και σηκώνοντας το κεφάλι, τον αντίκρισε για πρώτη φορά από κοντά, χωρίς μια οθόνη να γίνεται ο συνδετικός τους κρίκος και το χώρισμα τους.
ΤΕΛΟΣ
‘‘Ακάλυπτος’’
Σίας Στεφανοπούλου
(Διήγημα Δεύτερο από τη σειρά, Έρωτες των Social Media).
Ακούμπησε τα γυμνά της πέλματα στο κάγκελο για να πάρει λίγη από τη δροσιά τους. Τον τελευταίο καιρό η Γκαμπριέλα προτιμούσε να κάθεται στην πίσω αυλή που ήταν ο ακάλυπτος και έβλεπε τις γύρω βεράντες των διαμερισμάτων του οικοδομικού συγκροτήματος στο οποίο νοίκιαζε την γκαρσονιέρα της. Μπορεί να είχε τη φασαρία της γειτονιάς, αλλά με τα ακουστικά στα αυτιά της, χανόταν στις νότες των αγαπημένων της τραγουδιών και δεν άκουγε τη βαβούρα, αντιθέτως αν αποφάσιζε να καθίσει στην μπροστινή αυλή όλο και κάποιος κάγκουρας θα πέρναγε με το αυτοκίνητο στο δρόμο με τέρμα την απαίσια μουσική του που θα είχε τη δυνατότητα να διαπεράσει τα ακουστικά στα αυτιά της και να αλλοιώσει τα τραγούδια που εκείνη προτιμούσε να ακούει. Η Γκαμπριέλα ήταν ένα πλάσμα πληθωρικό και χαρούμενο, με καταγωγή από τη Λατινική Αμερική, ήταν από τη φύση της alegra – χαρούμενη-. Ο πατέρας της ήταν ναυτικός, σε ένα ταξίδι του γνώρισε τη μητέρα της και ερωτοχτυπήθηκαν, όπως συνήθιζε να λέει η μητέρα της. Δεν ήταν μόνο η νεαρή Λατίνα εξωτική στα μάτια του ναυτικού, αλλά και ο έλληνας ‘‘εξωτικός’’ στα μάτια της Λατίνας. Είχε βαρεθεί τις χοντροκοπιές των αντρών του τόπου της ή έστω της γειτονιάς της. Μαθαίνοντας ο ναυτικός από την αλληλογραφία που αντάλλασαν, αν και με δυσκολίες λόγω των ταξιδιών του, ότι είχε μείνει έγκυος και είχε αποφασίσει να γεννήσει το παιδί του, δε δίστασε να μιλήσει για εκείνη στους γονείς του και να τους ανακοινώσει ότι θα παντρευτεί. Μπορεί να μην ήταν παπούτσι από τον τόπο του, όπως σχολίασε μόλις είδε τα παγωμένα βλέμματα της μάνας και του πατέρα του που θα τους κουβαλούσε μια ξένη από την άλλη άκρη της γης, αλλά ήταν ακριβώς το νούμερο του. Ο ναυτικός αφού επικοινώνησε με τη γυναίκα που έμελε να γίνει η μοίρα του, ώστε να την ενημερώσει ότι θα πήγαινε να τη συναντήσει και να μιλήσουν, δεν ήθελε να βρεθεί ξαφνικά μπροστά της έπειτα από σχεδόν τρία χρόνια χωρίς καμία προειδοποίηση, μπάρκαρε το συντομότερο με ένα καράβι με προορισμό τη χώρα που ζούσε η κόρη του. Επέστρεψε στην Ελλάδα με τη συντροφιά της νεαρής μητέρας και της δίχρονη Γκαμπριέλα, όπου θα γινόταν η νέα τους πατρίδα. Η Γκαμπριέλα έμοιαζε εξωτερικά στον πατέρα της, αλλά μέσα της κουβαλούσε την ψυχή και τα τραύματα της Λατινικής Αμερικής. Φιλομαθής, σπούδασε ισπανική φιλολογία. Αν και της άρεσε να διδάσκει ισπανικά τα έσοδά της ήταν λίγα, οπότε λόγω γνωριμιών κατάφερε να πιάσει δουλειά στο Ιδρυμα Θερβάντες. Η πληθωρική η Γκαμπριέλα είχε ένα αέρινο περπάτημα που σου έδινε την εντύπωση ότι χόρευε, και πράγματι δεν έχανε Σαββατοκύριακο που να μην πάει σε ένα κοντινό της κλαμπ να λικνιστεί στις νότες του λάτιν και να κάνει γνωριμίες. Εκεί αντιλήφθηκε ότι σωστά είχε βγει η φήμη του Λατίνου εραστή, που δεν άφηνε ανεκμετάλλευτη καμία ευκαιρία. Φλέρταρε τη μία παρτενέρ του, φιλούσε την άλλη, χάιδευε μια τρίτη, μέσα στο ίδιο βράδυ. Έτσι προτίμησε τη σίγουρη αγκαλιά ενός έλληνα συμφοιτητή της, με σπουδές στην Αγγλική Φιλολογία. Ήταν για οχτώ χρόνια μαζί, αλλά μετά από τόσο μεγάλο διάστημα ή προχωράς στο επόμενο μεγάλο βήμα ή χωρίζεις. Ο κατά οχτώ χρόνια μεγαλύτερος σύντροφός της, σε μια προσπάθεια να κρατήσει και την πίτα ολόκληρη και να χορτάσει και τον σκύλο, της πρότεινε πολλά πράγματα για τη σχέση τους όμως απέφευγε να προχωρήσει στο γάμο και μια κοινή ζωή, όπου θα έστηναν το δικό τους νοικοκυριό και θα έκαναν την οικογένειά τους. Η Γκαμπριέλα δεν ήταν γυναίκα που είχε εμμονή με τον γάμο, αλλά θεωρούσε όλες τις υπεκφυγές του συντρόφου της ως απουσία ενδιαφέροντος. Αν την αγαπούσε έπρεπε να προχωρήσει στο επόμενο βήμα μαζί της, να επισημοποιήσουν τη σχέση τους, αλλά προφανώς η αγάπη του ξεκινούσε και τελείωνε στο βόλεμα και στην καλοπέρασή του. Έπειτα από έναν καυγά του έδωσε τα παπούτσια στο χέρι και ακολούθησαν χωριστούς δρόμους. Το πρώτο διάστημα ένιωθε σαν ναρκομανής σε απεξάρτηση. Η απουσία του ήταν έντονη, σαν ένα μέλος της να είχε αποκολληθεί από πάνω της. Παροδικά όμως άρχισε να νιώθει καλύτερα και να αφήνει πίσω της το παρελθόν. Η ψυχή της Λατίνας είχε αναδυθεί από μέσα της και πολεμούσε να την βγάλει από τα σκοτάδια.
Στην Γκαμπριέλα άρεσε πολύ να χαζεύει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ακολουθούσε αρκετές σελίδες διασήμων ενώ λάτρευε να ανεβάζει φωτογραφίες, βίντεο δικά της αλλά και stories. Είχε αέρα, φωτογένεια και ρεύμα που την ακολουθούσε. «Τύφλα να έχει η Καρντάσιαν» της έγραφαν συχνά και την έκαναν να γελάει. Δε θα ήταν άσχημα να είναι μια Καρντάσιαν και να κάνει το κέφι της, κάθε μέρα εταιρείες και θαυμαστές να της στέλνουν δώρα, να την πληρώνουν για να βγάλει μια και μόνο φωτογραφία με το φόρεμα ενός διάσημου οίκου μόδας, να την καλούν σε λαμπερές τελετές και πρεμιέρες. Όμως ήταν απλά ένα καλό παιδί, η Γκαμπριέλα που έκανε το κέφι της και εργαζόταν για ώρες στο Ινστιτούτο Θερβάντες, ειδικά την περίοδο των εξετάσεων για τα πτυχία.
Αφού ο Ενρίκε Ιγκλέσια της ψιθύριζε στο αυτί ένα ερωτικό τραγούδι πριν της δηλώσει ότι θέλει να κάνει τα πάντα μαζί της, από το να πιει μπύρες μέχρι να χορέψει, η Γκάμπι, όπως τη φώναζαν οι φίλες της, μπήκε στο Instagram να χαζέψει. Μια νέα αίτηση φιλίας την περίμενε από κάποιον Αντρέα. Μπήκε στο προφίλ του και σκρόλαρε τις φωτογραφίες του. Δεν τον έλεγες άσχημο, το αντίθετο, ιδιαίτερα γοητευτικός. Μπήκε στα βίντεο του για να τον δει σε μια σκηνή, περιτριγυρισμένο από άλλους τύπους, με μολύβι γύρω από τα μάτια να τραγουδάει. Είχε ωραία φωνή, αλλά την αγρίεψε το στιλ του τραγουδιού. «Τι μπορεί να γύρευε ένας μεταλλάς από ένα λουλούδι της λάτιν;» αναρωτήθηκε δίχως ίχνος μετριοφροσύνης. Είχε πάψει από καιρό να δέχεται αιτήματα φιλίας από άγνωστους, όμως άμα έχεις και εξήντα εννέα κοινούς φίλους στον κόσμο των social media δε θεωρείσαι και άγνωστος, μάλλον γνωστός. Αφού άφησε το δάχτυλο της να αιωρείται πάνω από την αποδοχή ή την απόρριψη του αιτήματός του, αποφάσισε να τον δεχτεί. Έπειτα άρχισε να σκρολάρει πάνω στις δημοσιεύσεις των σελίδων που ακολουθούσε πριν τελικά αποφασίσει να μπει στο σπίτι και να καταπιαστεί με άλλες δουλειές.
Η Γκαμπριέλα είχε αράξει στο κρεβάτι της και χάζευε τηλεόραση όταν άκουσε τον χαρακτηριστικό ήχο της παραλαβής μηνύματος στο Instagram. «Σε ευχαριστώ για την αποδοχή», της είχε στείλει ο νέος της φίλος, ο Αντρέας. «Να τα μας!» σκέφτηκε η Γκαμπριέλα. «De nada» του απάντησε στα ισπανικά –δεν κάνει τίποτα-.
«Έχεις πολύ ενδιαφέρουσες φωτογραφίες, με άποψη» ήταν το δεύτερο μήνυμα του, που έκανε την Γκαμπριέλα να βάλει τα γέλια. Η εμπειρία της στα social την είχε διδάξει να πιστεύει λιγότερα από τα μισά από αυτά που θα της λέγανε, και κυρίως από άγνωστους. Το Instagram όπως και το Facebook ήταν ένα πεδίο που ευνοούσε τη νέα μορφή στο καμάκι, αλλά ακόμα και σε πιο επικίνδυνα πράγματα. Ήταν μια μικρογραφία του κόσμου, σου άνοιγε ένα παράθυρο προς τα έξω, αλλά ποτέ δεν ήξερες ποιος καραδοκούσε και με ποιον σκοπό.
«Βρίσκεις;» τον ρώτησε η Γκαμπριέλα, που είχε βαρεθεί να χαζεύει σκουπίδια στην τηλεόραση και αποφάσισε να ‘‘παίξει’’ λίγο.
«Μα φυσικά, αλλιώς γιατί να το αναφέρω;»
-Ρωτάει στα αλήθεια τώρα!!!-
«Σε ευχαριστώ!» Η συζήτηση συνεχίστηκε στο χαλαρό, αντάλλαξαν κάποιες γενικές πληροφορίες και αποχαιρετίστηκαν. Τα πράγματα που έμαθε για τον Αντρέα, εκείνο το βράδυ ήταν ότι ο τύπος ήταν τραγουδιστής σε metal μπάντα, ενώ έπαιζε και κιθάρα. Τα απογεύματα δίδασκε σε ένα ωδείο, αλλά είχε και μαθητές εκτός αυτού. Έπαιζε επίσης πιάνο και βιολί, τα οποία και δίδασκε. «Φυσικά και μπάσο, είναι πολύ κοντά στη φιλοσοφία της κιθάρας».
«Έχω περάσει και εγώ από τον χώρο της διδασκαλίας», αποκάλυψε η Γκαμπριέλα
«Αυτό μας κάνει σχεδόν συνάδελφους», ενθουσιάστηκε ο Αντρέας.
«Δίδασκα ισπανικά όμως, κι όχι μουσική», συμπλήρωσε εκείνη.
«Εγώ θα έβαζα στοίχημα ότι δίδασκες χορό», σχολίασε ο Αντρέας.
«Κι από πού βγαίνει αυτό το συμπέρασμα;»
«Στα βίντεο που ανεβάζεις, έχεις μια κίνηση σαν να αιωρείσαι».
«Μπορεί να είμαι απλά αλαφροΐσκιωτη!» σχολίασε αστειευόμενη η Γκάμπι.
«Όχι, δεν το πιστεύω».
«Μα δε με ξέρεις!»
«Γεγονός, όμως δε δίνεις την εντύπωση της αλαφροΐσκιωτης».
«Και τι εντύπωση δίνω;»
«Μιας γυναίκας της εποχής της, που ξέρει τι θέλει και πατάει γερά στα πόδια της ακόμα κι αν δίνει την εντύπωση ότι έχει φτερά. Κι επίσης ότι λατρεύει τη ζωή και δεν φοβάται τις προκλήσεις».
«Όλα αυτά από δυο κουβέντες που ανταλλάξαμε;»
«Δεν είναι μόνο οι κουβέντες που ανταλλάξαμε, είναι όλα όσα φανερώνεις στο προφίλ σου».
-Μπας και είναι stalker- αναρωτήθηκε η Γκαμπριέλα. Η αλήθεια είναι ότι οι πολλές πληροφορίες που δίνονται αλόγιστα στα social media κάποιες φορές βάζουν σε κίνδυνο τον χρήστη, αλλά η Γκαμπριέλα δε θεωρούσε ότι είχε εκθέσει υπερβολικά τον εαυτό της.
Τις επόμενες μέρες σε κάθε τι που ανέβαζε έπαιρνε like στο σχήμα της καρδούλας από τον Αντρέα, ενώ σε πολλά είχε και σχόλια. Τα περισσότερα της χτυπούσαν περίεργα, αλλά τη διασκέδαζαν. Κάτω από μια φωτογραφία της είχε γράψει «Λουλούδι που ανθίζει». Έπειτα από αυτό, όταν βρέθηκε έξω από ένα ανθοπωλείο αποφάσισε να αγοράσει ένα μπουκέτο για να ανεβάσει φωτογραφία, θέλοντας να σατιρίσει το προηγούμενο σχόλιο του, όμως ασυνήθιστη στα άνθη τα ξέχασε έξω από το νερό κι όταν τα θυμήθηκε τα λουλούδια δεν είχαν την καλύτερη όψη τους στη φωτογράφηση. «Κάνεις τα λουλούδια να φαίνονται μαραμένα κοντά σου». Και έτσι συνέχιζε να πολιορκεί την Γκάμπι ο Αντρέας. Μια συνάδελφός της που της είχαν κάνει εντύπωση τα σχόλια του σε κάθε τι που ανέβαζε, τη ρώτησε για εκείνον.
«Δεν τον ξέρω, γνωριμία των social media είναι».
«Φαίνεται να του αρέσεις πάντως».
«Εγώ και δεν ξέρω πόσες άλλες από την εικονική πραγματικότητα».
«Αν σου ζητήσει να βγείτε;»
«Μη λες τέτοια πράγματα!»
«Γιατί όχι;»
«Τρομάζω».
«Οπότε θα του έλεγες όχι;»
«Δεν ξέρω τι θα του έλεγα».
«Πάντως μην απορρίπτεις ευκαιρίες».
«Ευκαιρίες για τι πράγμα;»
«Για γνωριμίες δια ζώσης. Ποτέ δεν ξέρεις. Καλώς ή κακώς έτσι όπως έχουμε γίνει τα social media είναι ο δρόμος που θα συναντηθείς με τον άλλον, θα ανταλλάξεις τις κουβέντες σου, θα γνωριστείς, θα κάνεις φίλους και γιατί όχι εραστές».
«Δε νομίζω ότι μου πάει να τους κάνω από το Instagram ή το Facebook».
«Και γιατί όχι;» Η Γκάμπι ανασήκωσε τους ώμους της. «Μη σου πω ότι είναι και καλύτερα, αρχίζεις και γνωρίζεσαι με τον άλλον, οπότε όταν συναντηθείτε, αν το φέρουν έτσι τα πράγματα κάποια θα είναι ήδη γνωστά και θα δώσουν το χώρο τους για νέες πληροφορίες και ίσως πιο ενδιαφέρουσες».
«Μα στο Instagram ο άλλος είναι εύκολο να σου παρουσιάσει έναν άλλον εαυτό από τον αληθινό».
«Ενώ στην πραγματική ζωή όχι; Άμα ο άλλος θέλει να παραμυθιαστεί ή να παραμυθιάσει καλή μου, το κάνει το ίδιο εύκολα μέσα ή έξω από το Instagram».
Περνώντας ο καιρός οι συζητήσεις τους γίνονταν όλο και πιο προκλητικές από πλευράς του Αντρέα, όχι όμως ότι την ενοχλούσαν. Αντιθέτως είχε αρχίσει να τον ονειρεύεται πολλές φορές και να είναι εκείνη που ήθελε να τον δει. Όμως μένοντας εκείνος στον Κάλαμο δεν ήταν εύκολη υπόθεση να βρεθούν. Ώσπου ένα βράδυ της έστειλε σχόλιο κάτω από το πιο πρόσφατο story της τη λέξη «Γλειφιτζούρι». Όταν εκείνη του έστειλε ένα ερωτηματικό, εκείνος της έγραψε «Θέλω να σε αντιμετωπίσω σαν γλειφιτζούρι. Σε βλέπω μπροστά στα μάτια μου σαν ένα γιγαντιαίο θηλυκόμορφο γλειφιτζούρι και θέλω να βάλω τη γλωσσίτσα μου επάνω σου και να γλείφω, να γλείφω. Να ξεκινήσω από το μικρό σου δακτυλάκι και η γλώσσα μου στο μέσα μέρος του μηρού σου και να ανεβαίνω». Διαβάζοντας το μήνυμα του η Γκαμπριέλα που ερχόταν σε δόσεις, άρχισε να ξεροκαταπίνει και να νιώθει ότι ανεβάζει πυρετό. Πηγαίνοντας στο ψυγείο πήρε ένα παγάκι και το ακούμπησε στο στήθος της ενώ εκείνο λιώνοντας την έκανε να παραληρεί και να πιστεύει ότι η γλώσσα του από το μέσα μέρος των μηρών της είχε ανέβει στο στήθος της. Αφού η Γκαμπριέλα δεν του απάντησε λιγωμένη από το μήνυμά του, αλλά βλέποντας την ενεργή της έστειλε μήνυμα. «Νομίζω ότι πρέπει να βρεθούμε από κοντά».
-Κι εγώ- σκέφτηκε η Γκαμπριέλα, αλλά δεν το είπε.
«Δε μένεις κάπως μακριά;» τον ρώτησε αφού κατάφερε να ανασυγκροτηθεί.
«Στα τέλη της εβδομάδας θα είμαι Αθήνα με την μπάντα να ελέγξουμε έναν χώρο που είναι να δώσουμε live και να μιλήσουμε και με τον τύπο που το έχει. Μπορούμε να βρεθούμε αργότερα μέσα στο απόγευμα. Τι λες;»
«Θα δούμε».
«Μόνο αυτό;»
«Τι άλλο;»
«Θέλω να πεις ναι, αποφασιστικό και απόλυτο ναι, αλλιώς θα θεωρήσω ότι σε ενοχλώ».
«Ας βρεθούμε τότε, προκειμένου να μην παρεξηγηθείς».
«Μα εσύ καλή μου, τρέπεις σε φυγή τους αθώους».
«Εσύ τώρα μιλάς ελληνικά ή κάποια γλώσσα που δεν καταλαβαίνω;» τον ρώτησε με ειλικρίνεια.
Οι μέρες κύλησαν και από το προηγούμενο βράδυ ο Αντρέας της έστειλε μήνυμα για να της κλείσει ραντεβού. Τελικά κανόνισαν να συναντηθούν στον σταθμό του Ηλεκτρικού στο Θησείο. «Πως θα σας αναγνωρίσω;» θέλησε να την πειράξει. «Από το αέρινο περπάτημα». Την επόμενη μέρα ενημερώθηκε από το Instagram ότι προφανώς η συνάντηση για το live είχε πάει καλά, αφού δίπλα σε μια φωτογραφία της μπάντας είχε γράψει το ακαταλαβίστικο για εκείνη σχόλιο «Σπείρα αρσενικών με πείρα θηλυκών», και δίπλα «σύντομα περισσότερες πληροφορίες για τα live μας». Ψύχραιμη έφτασε στο ραντεβού τους με δέκα λεπτά καθυστέρηση για να τον δει να την περιμένει ακουμπισμένος σε ένα τοιχάκι κάνοντας τσιγάρο. Μόλις την είδε της χαμογέλασε, πέταξε το τσιγάρο και το πάτησε με τη μύτη του παπουτσιού του. Αφού την πλησίασε για να του προσφέρει το χέρι της, εκείνος χωρίς να διστάσει έσκυψε και τη φίλησε. Έπειτα τραβήχτηκε και περπάτησε περικυκλικά γύρω της.
«Τι συμβαίνει;»
«Σε γδύνω με τα μάτια, συγχαρητήρια!»
«Είσαι λίγο επιθετικός στο φλερτ σου!» παρατήρησε η Γκαμπριέλα.
«Μη δίνεις σημασία».
«Όλα αυτά τα λες για να μην τους δίνω σημασία;» εκείνος της χαμογέλασε και παίρνοντας το χέρι της μέσα στο δικό του, το ακούμπησε στα χείλη του.
«Που προτείνεις να κάτσουμε, Αθηναία;»
Η ζημιά βέβαια είχε ξεκινήσει νωρίτερα, με τις κολακείες στα stories της και όλα αυτά που είχαν συζητήσει μεταξύ τους που όλο γίνονταν και πιο προκλητικά από πλευράς του. Δεν ήθελε και πολύ να βρεθούν οι δυο τους σε ένα απομονωμένο μέρος, μέσα στο αυτοκίνητό του με την Γκαμπριέλα από πάνω.
«Τελικά άξιζαν τα συγχαρητήρια που σου έδωσα όταν βρεθήκαμε», είπε ξέπνοος μόλις τελείωσαν για δεύτερη φορά.
«Που με έγδυσες με τα μάτια;»
«Ακριβώς». Αφού την άφησε στο σπίτι της ξεκίνησε και εκείνος να πάει στη ζωή του.
Η ατάκα «Σπείρα αρσενικών με πείρα θηλυκών», της είχε χτυπήσει, οπότε μπαίνοντας στο διαμέρισμα την γκούγκλαρε για να την παραπέμψει σε δεκάδες σελίδες του Youtube, όπου είχαν ανέβει αποσπάσματα από μια σειρά της δεκαετίας του 90’, με τίτλο «Και οι Παντρεμένοι έχουν ψυχή». Σε αυτή ο Αντώνης Καφετζόπουλος, υποδυόταν τον ακάλυπτο, έναν αθεράπευτα γυναικά, όπου χρωστούσε παντού. Παρακολουθώντας διάφορα από τα βίντεο, αντιλήφτηκε ότι πολλές από τις ατάκες που είχε πει ή γράψει ο Αντρέας ο μεταλλάς ήταν του χαρακτήρα Αντρέα από το σίριαλ. Και οι υπόλοιπες προφανώς παρμένες από τον ρόλο θα ήταν απλά δεν είχε τύχει να πέσει ακόμη πάνω τους. Κουρασμένη αποφάσισε να βγει από το Youtube. Τυχερή ήταν που δεν τον είχε πάρει στα σοβαρά και που ήταν γυναίκα της εποχής της που ήξερε τι ήθελε, κι από τον Ακάλυπτο της δικής της ζωής δεν ήταν πολλά τα πράγματα που μπορεί να ήθελε μια γυναίκα. Αν και είχε αποφασίσει να πάει να τον ακούσει στο live όταν θα είχε περισσότερες πληροφορίες, κατέληξε ότι δεν άξιζε τον κόπο, άλλωστε το πιο πιθανόν, μεγάλο μέρος από το γυναικείο κοινό να το είχε ‘‘εξυπηρετήσει’’ ο τραγουδιστής της μπάντας και δεν της άρεσε να είναι μια από τον σωρό. Ό,τι συνέβη συνέβη, δεν ήθελε να θρέψει κι άλλο την ματαιοδοξία του μαζί με όλες εκείνες που ο τύπος θα φλέρταρε παράλληλα. Άλλωστε δεν της ταίριαζε ο ρόλος της γκρούπι.
Λόγω του live, με τον Αντρέα να κατεβαίνει συχνά στην Αθήνα είχαν την ευκαιρία να βρεθούν δυο τρεις φορές ακόμη, αλλά αντί του αυτοκινήτου προτίμησαν τον φιλόξενο χώρο της γκαρσονιέρας της. «Τη Λουίζα πόσο καλά την ξέρεις;» τη ρώτησε έπειτα από την πράξη.
«Ήμασταν συμμαθήτριες. Γιατί ρωτάς;»
«Έχω πάει μαζί της», το πρόσωπό της πάγωσε λες και μόλις της είχαν βαρέσει μπότοξ από το ξάφνιασμα της άνεσης που το ανέφερε. «Και με την άλλη τη Μαριαλένα, κι αυτή την ξέρεις προσωπικά;»
«Ναι, κι αυτή».
«Να σε ρωτήσω, μπας και είσαι εκείνος ο συγγραφέας πολιτικάντης που έχεις πάει με τη μισή Αθήνα;»
«Πφφφ», έκανε ειρωνικά «είμαι μουσικός γλυκιά μου, τι να φτουρίσει ένας συγγραφέας μπροστά σε ένα μουσικό, εγώ έχω πάει με τη μισή Ελλάδα».
«Η άλλη μισή σου ξέφυγε επειδή ήταν άντρες!»
«Κάπως έτσι», είπε και σηκώθηκε και πέρασε το παντελόνι του, μιας και εσώρουχο δε φορούσε. «Μωρό, ωραία περνάμε, αλλά πρέπει να την κάνω».
–Στον αγύριστο- σκέφτηκε αν και δεν της άρεσε να καταριέται.
Για την πλειοψηφία όσων έχουν λογαριασμούς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, είναι κάτι σαν ιεροτελεστία να κλείνουν τη μέρα τους μπαίνοντας σε αυτά. Λίγο σκρολάρισμα, να κάνουν κάποιο σχόλιο ή να δείξουν την επιδοκιμασία (ακόμη και την αποδοκιμασία τους) σε κάτι που είδαν και διάβασαν. Μια ιεροτελεστία που συνήθως διατηρούσε και η Γκαμπριέλα, όταν έμεινε με το στόμα ανοιχτό βλέποντας ότι η πιο πρόσφατη δημοσίευση του Αντρέα ήταν μια φωτογραφία με ένα μονόπετρο και τη λεζάντα «Είπε το Ναι». Έμεινε λίγη ώρα προσπαθώντας να καταλάβει το αυτονόητο, όταν άρχισε να διαβάζει τα σχόλια κάτω από την ανακοίνωση. «Συγχαρητήρια!», «Είστε πολύ ταιριαστό ζευγάρι», «Να είστε ευτυχισμένοι», «Επιτέλους το πήρες το κορίτσι»… έγραφε η πλειοψηφία των περισσότερων που της επιβεβαίωσαν την υποψία της. Δεν ένιωσε απογοήτευση από την πληροφορία, όπως ήδη αναφέρθηκε δεν είχε βλέψεις για την καρδιά ενός κατά κόρον Καζανόβα, αλλά δεν μπορούμε να μην πούμε ότι μούδιασε. Ποτέ δεν είχε δει τον εαυτό της ως ένα άτομο που θα έμπλεκε με κάποιον παντρεμένο ή σε σχέση, ήταν θέμα αρχής για την ίδια να μην κάνει αυτό που δε θα ήθελε να της κάνουν. Από την περίοδο που ήταν σε σχέση εκνευριζόταν που το αγόρι της κάποιες φορές έδινε δικαιώματα τσιλημπουρδίζοντας δεξιά αριστερά, αν και ήταν βέβαιη ότι παρέμενε στα επιτρεπτά όρια του φλερτ. Και να τελικά που είχε καταπατήσει την αρχή της. Μην έχοντας διάθεση να δει οτιδήποτε άλλο βγήκε από το Instagram, ό,τι ήταν να δει το είχε ήδη δει. Για λίγο καιρό ένιωθε άσχημα, αλλά τελικά κατέληξε ότι από τη στιγμή που δεν γνώριζε για την ύπαρξη μιας σταθερής σχέσης στη ζωή του Αντρέα, ήταν και η ίδια εξαπατημένη. Απώλεσε τις ενοχές, αλλά δεν ήταν και το καλύτερο που την είχαν ξεγελάσει, από την άλλη εφόσον έκανε το κέφι της και μόνο δε χρειαζόταν να βασανίζεται περισσότερο με σκέψεις. Άλλωστε έπειτα από τη δημόσια δήλωσή του θεωρούσε δεδομένο ότι ο Ακάλυπτος, δε θα της έστελνε ξανά μήνυμα, ήδη είχε αραιώσει τα likes και τα σχόλια του κάτω από τις αναρτήσεις της, προφανώς ο μεταξύ τους κύκλος για εκείνον είχε ήδη ολοκληρωθεί. Κατά της άποψη της Γκάμπι θα έμενε για λίγο πιστός και έπειτα θα έστελνε σε κάποια άλλη μήνυμα. Ας έκανε ό,τι ήθελε, ας άνοιγε τα μάτια της η δικιά του μόνη της, αν και με τόσες γκόμενες ο τύπος κάποια στο τέλος θα φρόντιζε να της ανοίξει τα μάτια. Μα δεν έβλεπε και η άλλη τα σημάδια, η ταύτισή του με τον Ακάλυπτο έβγαζε μάτι από μακριά. Θα σκεφτεί κανείς ότι και η ίδια η Γκαμπριέλα είχε πέσει θύμα της γοητείας του, όμως στιγμή δεν είχε πιστέψει ότι ο Αντρέας δεν έβγαινε με άλλες γυναίκες παράλληλα, αυτό που αγνοούσε ήταν ότι είχε σοβαρή σχέση ανάμεσα στις άλλες και ότι σκόπευε να προχωρήσει σε γάμο. Ένιωσε ένα τσίμπημα απογοήτευσης στην καρδιά, μιας και κάθε φορά που ερχόταν στο μυαλό της το ζήτημα του γάμου, θυμόταν τον πρώην της. Ακόμη και ο πιο άπιστος άντρας της χώρας θα προχωρούσε σε γάμο, αλλά ο πρώην της είχε βάλει πάνω από την ίδια την ελευθερία του.
Ο καιρός πέρασε και εκείνη ξέχασε και τον Αντρέα και την περιπέτειά τους και τον προσεχή γάμο του. Όταν ένα βραδάκι κι ενώ ήταν για καφέ με φίλη άκουσε τον χαρακτηριστικό ήχο του μηνύματος. Ήταν συνηθισμένη να τη βομβαρδίζουν με μηνύματα όλες τις ώρες τις ημέρας, άλλωστε είχε πάνω από χίλιους φίλους, όλο και κάποιος θα βρισκόταν να της πει κάτι. Όμως το θεωρούσε στοιχειώδη ευγένεια όταν ήταν έξω να μην ασχολείται με το κινητό της και τους εικονικούς φίλους της, μιας και ήθελε να έχει στραμμένη την προσοχή της στον άλλο και να μην χαζεύει στα κοινωνικά δίκτυα πιάνοντας ελαφριά κουβεντούλα. Εφόσον χωρίστηκε με τη φίλη της αποφάσισε στη διαδρομή που θα έκανε με το τρένο ως το σπίτι της να τσεκάρει τα μηνύματά της, όταν ανάμεσα τους είδε και ένα του Αντρέα.
«Κατεβαίνω Αθήνα στα τέλη της εβδομάδας. Θέλω να βρεθούμε».
«Δεν πιστεύω ότι θα μπορέσω», του απάντησε. Κι ύστερα πρόσθεσε. «Πώς πάνε οι ετοιμασίες του γάμου;»
«Χα χα, μη μου πεις ότι πειράχτηκες!»
«Γιατί να πειραχτώ;»
«Αν δεν είχες πειραχτεί δε θα το ανέφερες».
«Απλά δε μου πάει…»
«Τι σχέση έχει το τι κάνω εγώ στον Κάλαμο με τη σύντροφό μου, με το αν περνάω καλά μαζί σου στην Αθήνα, και πρέπει να παραδεχτείς ότι πέρασες καλά μαζί μου!»
«Μπορεί να είσαι όσο Ακάλυπτος θες στη ζωή σου, αλλά ξέρεις κάτι, δε μου ταιριάζει ο ρόλος της Μπέτυς», απάντησε μιας και είχε παρακολουθήσει κάποια επεισόδια στο διαδίκτυο από το αγαπημένο του σίριαλ, γνωρίζοντας πλέον πρόσωπα και καταστάσεις.
«Εγώ άλλο αντιλήφθηκα τις φορές που βρεθήκαμε».
«Δηλαδή;»
«Ότι μια χαρά σου ταιριάζει ο ρόλος της Μπέτυ. Λοιπόν θα βρεθούμε;»
«Λυπάμαι, έχω κανονίσει».
«Ξέρω ότι εποφθαλμιάς το κορμί μου, πάρε το χρόνο σου να κερδίσεις τη χαμένη σου αξιοπρέπεια αφού έτσι το βλέπεις, εμείς θα έχουμε και άλλες ευκαιρίες να βρεθούμε. Αν αλλάξεις γνώμη για την ερχόμενη Παρασκευή, επικοινώνησε, μη διστάσεις! Σε φιλώ γλειφιτζουράκι κι ονειρεύομαι να σου κάνω περισσότερα».
-Ούτε καν- σκέφτηκε η Γκαμπριέλα και έμεινε σταθερή στην απόφασή της. Και στα επόμενα διαβήματα που της έκανε για συνάντηση, εκείνη τον γείωσε. Τα Χριστούγεννα έφυγε για μια εβδομάδα διακοπές στην Αράχοβα με φίλους, στην παρέα τους ήταν και η Λουίζα, η συμμαθήτρια της που είχε και η ίδια περιπέτεια με τον Αντρέα στο παρελθόν. Η Λουίζα που ήταν κοινή φίλη και των δύο, και που φαινόταν να μην έχει σβήσει ο πόθος της για τον Καζανόβα παρακολουθούσε από την αρχή τα σχόλια και τα likes του Αντρέα στις δημοσιεύσεις της Γκάμπι. Είχε κάνει κάποια προφορικά σχόλια στη φίλη της για το ενδιαφέρον που της έδειχνε ο εραστής τους, όμως εκείνη προτίμησε να κρατήσει τα χαρτιά της κλειστά. Δεν είναι όλα να τα λες στους πάντες. Έχοντας γυρίσει από το χιονοδρομικό που είχαν αποπειραθεί με μεγάλη αποτυχία να κάνουν σκι, η Λουίζα είχε μπει και χάζευε στο Instagram.
«Ρε συ», της είπε.
«Τι έγινε;»
«Ο Αντρέας σε έσβησε από φίλη».
«Ποιος Αντρέας;» ρώτησε δήθεν αδιάφορα, αλλά είχε καταλάβει σε ποιον αναφερόταν από την εμμονή της Λουίζας στον ακάλυπτο.
«Ο τραγουδιστής. Εκτός κι αν τον έσβησες εσύ;» τη ρώτησε καχύποπτα.
«Εγώ δεν τον έσβησα σίγουρα. Τώρα αυτός… ποιος ξέρει!» απάντησε το ίδιο αδιάφορα. –Αυτό είναι- σκέφτηκε μέσα της- να κρατάς ένα επίπεδο χωρίς διαγραφές και να δίνεις τη χαρά στον άλλον να σε διαγράψει-.
ΤΕΛΟΣ
Υ.γ.: -Ποτέ δε θα περίμενα ότι θα ερχόταν η ώρα να κάνω έρευνα για ένα κείμενο σαν τη σειρά διηγημάτων "Έρωτας στα Κοινωνικά Δίκτυα". Κι όμως να που υποχρεώθηκα να μπω στο You tube, και να δω αποσπάσματα από τη σειρά της δεκαετίας του 90 «Και οι Παντρεμένοι έχουν ψυχή» των Λευτέρη Καπώνη και Αντώνη Τέμπο, αναζητώντας ατάκες του Αντρέα – Ακάλυπτου που θα χωρούσαν στο κείμενο. Ελπίζω να μη θεωρηθεί λογοκλοπή και τρέχουμε χωρίς λόγο, αλλά οι περισσότερες ερωτικές ατάκες (μάλλον όλες) που κρύβουν υπονοούμενο ήταν δανεισμένες από τη σειρά, απέφυγα κάποιες πιο σεξιστικές, μιας και όσοι με ξέρουν γνωρίζουν ότι αν σηκώνω μια σημαία αυτή είναι του φεμινιστικού κινήματος, και δεν ήθελα πριν ξεκινήσει η ιστορία να βρεθεί ο Αντρέας του διηγήματος με σπασμένο κεφάλι από την Γκαμπριέλα, αν και θα του άξιζε για πολλούς και διάφορους λόγους -
Σ.Σ.
Ζητείται συγκάτοικος
Σίας Στεφανοπούλου
(Διήγημα Πρώτο από τη σειρά, Έρωτες των Social Media).
Όλες αυτές οι απανωτές κρίσεις τον είχαν κατακερματίσει, αρχής γεννωμένης της οικονομικής ύφεσης. Πρώτα χάλασε η σχέση του, αν και γι’ αυτό δεν έφταιγε η οικονομική κρίση, αλλά μάλλον η πολυγαμικότητα του, έπειτα έχασε τη δουλειά του, γι’ αυτό είχε απόλυτη ευθύνη η κρίση και τα κακά κουμάντα των πολιτικών, μαζί με τις κακές επιλογές των ψηφοφόρων. Ως συνέπεια και μη βγαίνοντας οικονομικά είχε να χάσει την ανεξαρτησία του, αφού αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το όμορφο διαμερισματάκι του και να επιστρέψει στην πατρική εστία. Όσο να πεις προτιμότερο από το να μείνει άστεγος. Ευτυχώς οι γονείς του Τάκη δεν μπλέκονταν πολύ στα πόδια του, η μητέρα του είχε την ευθύνη της γιαγιάς του η οποία σχεδόν δεν έβλεπε από τα χρόνια, παρά μόνο ξεχώριζε σκιές, ενώ τον τελευταίο χρόνο είχε προστεθεί στο πρόγραμμά της και η φροντίδα του ανιψιού του. Του γιου της αδερφής του, αφού η καημένη η sis, έπρεπε να επιστρέψει σχεδόν αμέσως μετά τη γέννα του μικρού στην εργασία της και χρήματα για νταντάδες δεν περίσσευαν, ειδικά με τις ανάγκες του νέου μέλους της οικογένειας, άλλωστε στην Ελλάδα παραδοσιακά το ρόλο της νταντάς αναλάμβανε η γιαγιά. Έτσι κάθε πρωί τον ξύπναγαν οι χαρούμενες τσιρίδες του μικρού. Όσο για τον πατέρα του είχε τις δικές του ασχολίες, που σαν άντρας καταλάβαινε την πικρία του γιου του, έπειτα από ένα διάστημα ανεξαρτησίας να επιστρέψει στο πατρικό του, χωρίς δουλειά και μέλλον. Βέβαια και ο Τάκης τις περισσότερες ώρες ήταν κλεισμένος στο δωμάτιο του, προσπαθώντας να ανακτήσει την ψευδαίσθηση της ανεξαρτησίας, αν και τι ανεξαρτησία, αφού όλα, λογαριασμοί και φαγητό ήταν πληρωμένα από τις συντάξεις των δικών του, ενώ έξω από την κλειστή του πόρτα, υπήρχε συνέχεια κίνηση. Όσο για τα προσωπικά του έξοδα, ροκάνιζε τις τελευταίες αποταμιεύσεις του στην τράπεζα.
Τελικά κάποια στιγμή κατάφερε και βρήκε και δουλειά, αλλά ο μισθός που έπαιρνε δεν είχε καμία σχέση με εκείνον που έπαιρνε προ κρίσης, αποτέλεσμα να συνεχίσει να μένει με τους γονείς του. Είχε αρχίσει να μαζεύεται ένα κομπόδεμα, όχι τόσο γρήγορα και ούτε τόσο γερό όσο ήλπιζε, αφού τα πηγαινέλα στη δουλειά, που βρισκόταν στην άλλη άκρη της πόλης, είχαν ως αποτέλεσμα έξοδα κίνησης που η επιχείρηση δεν του πλήρωνε, κι ας βρισκόταν τα γραφεία της σε μέρος όπου τα μέσα μεταφοράς θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως κι ακριβοθώρητα. Μην μπορώντας να ξοδεύει όλο του τον ελεύθερο χρόνο περιμένοντας κάποιο λεωφορείο για να τον μεταφέρει από το σπίτι στη δουλειά κι από τη δουλειά στο σπίτι, αναγκαζόταν να παίρνει το αυτοκίνητο. Ένιωσε όμως ότι είχε έρθει η ώρα να μετακομίσει από τους δικούς του, για να ξαναβρεί την ανεξαρτησία του και να ανακτήσει τον αυτοσεβασμό του. Άλλωστε δεν μπορούσε να τη βγάζει με την Ιωάννα συνέχεια στο αμάξι σε απόμερα σημεία, ούτε όμως το να ξοδεύει συνέχεια λεφτά σε ξενοδοχεία τον βόλευε. «Αχ, η Ιωάννα!» σκέφτηκε και χαμογέλασε με το παρτσακλό που είχε μπλέξει. Ως αρτίστα ήταν με το μυαλό πάνω από το κεφάλι, αφιερωμένη στην τέχνη της, έβγαζε χαρτζιλίκι εδώ κι εκεί με κάποιες δουλειές του ποδαριού, ενώ δεν την ενοχλούσε να μένει με τους δικούς της, ή κι αν την ενοχλούσε το υπέμενε.
Η Ιωάννα ήταν η πλέον βολική φιλενάδα. Είχε μια αυστηρή ομορφιά η οποία ταίριαζε περισσότερο όχι με την τέχνη της, αλλά με την οξυδέρκεια του μυαλού της. Ο Τάκης είχε φροντίσει να της εξηγηθεί από αρκετά νωρίς, δεν έψαχνε σχέση, αλλά κάποια να περνάει καλά, ήταν η κατάσταση του τέτοια βλέπεις, άλλωστε ως μεγαλωμένος στην πατριαρχική κοινωνία, είχε διδαχτεί να είναι κουβαλητής στο σπίτι. Μπούρδες ήταν όλα αυτά που της είχε πει, και το αναγνώριζε. Απλά η Ιωάννα δεν ανήκε ακριβώς στον τύπο γυναίκας που προτιμούσε. Εκείνος ήθελε, και για κάποιον αδιανόητο λόγο στα μάτια της Ιωάννας, η οποία τον διάβαζε σαν ανοιχτό βιβλίο, μια γυναίκα σαν αυτές τις λεγόμενες influencer, όμορφη και συνέχεια φτιαγμένη στην τρίχα, να σηκώνεται από το κρεβάτι και να φαίνεται ατσαλάκωτη. Κι η Ιωάννα δεν πολυφαινόταν να νοιάζεται γι’ αυτό, άλλωστε η τέχνη της δεν της άφηνε χρόνο ούτε για πολλές περιποιήσεις ούτε για δουλειά. Κυκλοφορούσε περισσότερο σαν λέτσος χάνοντας μέρος της θηλυκότητας της, αν και με τον τρόπο της παρέμενε θελκτική. Πολλές φορές όταν έβγαιναν μαζί, ο Τάκης δεν δίσταζε να κοιτάζει ένα άλλο πρόσωπο που του άρεσε ή ένα κορίτσι που θα του φαινόταν θελκτικό κι η Ιωάννα έκανε τα στραβά μάτια και διακριτικά του το ανταπέδιδε. Κι έπρεπε να παραδεχτεί ότι η αρτίστα είχε το κοινό της, ενώ όταν αποφάσιζε να καλλωπιστεί, αραιά και που και λόγω εγωισμού, άφηνε κόσμο με ανοιχτό το στόμα, κρίμα που δεν το έκανε πιο συχνά για την ίδια. Αλλά είπαμε, είχε την τέχνη της που για εκείνη ήταν η ιδανική ερωμένη, αν και δεν είχε καταφέρει να την πείσει να πραγματοποιήσουν ποτέ τρίο, παρά του ότι είχε παραδεχτεί ότι θα ήταν αιώνια ευγνώμον σε αυτή που θα πραγματοποιούσε τη φαντασίωση του. Άλλο ένα ελάττωμα της Ιωάννας ήταν η απολυτότητα της. Αν στύλωνε τα πόδια της δεν μπορούσες με τίποτα να την μεταπείσεις, πράγμα που ο Τάκης υπέθετε ότι το έκανε από καθαρό εγωισμό ή μάλλον επιθυμία να μην παραδοθεί. Όλο κόκκινες γραμμές του έβαζε που εκείνος δεν τολμούσε να περάσει, γιατί έβλεπε τον εαυτό του με ανοικτό κεφάλι στα επείγοντα, όχι ότι ήταν και κανένας βιαστής. Εκείνος πίστευε ότι θα της άρεσαν αν δοκίμαζαν τα πράγματα που της πρότεινε, αλλά εκείνη αρνούταν, είχε βέβαια αμφιβολίες ότι δεν είχε δοκιμάσει κάτι με άλλους και απλά έλεγε σε εκείνον «όχι» επειδή την τρέλαινε η επιμονή του και όπως του είχε πει η τάση του να προσπαθεί να της επιβληθεί. Ήταν φεμινίστρια με τα όλα της η Ιωάννα. Και εντάξει μπορεί να είχαν τις διαφωνίες τους, με εκείνον να φέρεται σαν μωρό που πείσμωνε και με την Ιωάννα να αδιαφορεί για τα μούτρα του ή τις περιόδους σιωπής του, αλλά γενικά περνούσε καλά μαζί της, έκαναν ενδιαφέρουσες συζητήσεις και κυρίως τον άκουγε, έτσι με τον καιρό μετατράπηκε εκτός από ερωμένη και σε φίλη του. Φυσικά υπήρχαν περίοδοι, που κάποια άλλη βρισκόταν στο δρόμο του κι έτσι ο Τάκης παρασυρμένος ξεχνούσε την Ιωάννα, αλλά το μπαλόνι ξεφούσκωνε από τη μία από τις δύο πλευρές και επέστρεφε στην καλή του φίλη-ερωμένη. Θυμόταν μια φορά που συναντήθηκαν έπειτα από μια ερωτική απογοήτευση που αφού έκαναν έρωτα, της εξομολογήθηκε τα διαβήματα που έκανε στην άλλη, κι εκείνη απλά τον άκουσε και μάλιστα τον συμβούλεψε. Φυσικά δεν ακολούθησε καμία από τις συμβουλές της με αποτέλεσμα να φάει μια περιποιημένη χυλόπιτα, που όταν το ομολόγησε στην Ιωάννα μπορεί να μην είπε τίποτα αλλά διάβασε στο βλέμμα της «Στα έλεγα εγώ». Άραγε τελικά η Ιωάννα να ήταν το λιμάνι του, με τέτοιο λιμάνι δεν αμφέβαλλε ότι το πλοίο του θα βυθιζόταν αραγμένο.
…………….
Η έναρξη της οικονομικής κρίσης, με τα σπίτια να ξενοικιάζονται και τους νέους άνεργους ή κακοπληρωμένους εργαζόμενους να επιστρέφουν συνήθως στην οικογενειακή εστία, καθώς και o φόρος που καλούνταν οι ιδιόκτητες ακινήτων να πληρώσουν, είχε ως αποτέλεσμα να βρίσκεις σπίτι με χαμηλό ενοίκιο, αλλά και πάλι έμεναν πολλά ανοίκιαστα, μιας και δεν ήταν μόνο τα χρήματα του ενοικίου που έπρεπε να καταβληθούν, αλλά και οι λογαριασμοί ή τα κοινόχρηστα. Με αυτή την ιδέα ο Τάκης αποφάσισε να κάνει έρευνα για αναζήτηση σπιτιού. Τρόμαξε μόλις είδε πόσο είχαν ανέβει οι τιμές των ενοικίων και μάλιστα σε μια εποχή που οι μισθοί παρέμεναν χαμηλά. «Μα τι στο διάολο!» μουρμούρισε και συνέχισε την αναζήτηση. Ίσως είχε πέσει σε τρελούς που δεν ξέρανε τι ζητούσαν, αλλά τελικά όσο τσέκαρε στο ιντερνέτ όλα του φαίνονταν πανάκριβα. Ακόμα και με μολύβι και χαρτί να τα έβαζε κάτω, ήξερε ότι δε θα έβγαινε. Λογαριασμοί, έξοδα για το super market, ενοίκιο, κοινόχρηστα, πέρα δώθε στη δουλειά… Αναστέναξε απογοητευμένος, θα παρέμενε αιώνια αιχμάλωτος της κατάστασης, με τους γονείς του να έχουν αναλάβει τη δια βίου συντήρησή του. Απογοητευμένος εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια και μπήκε στο λογαριασμό του στο Facebook. Χάζεψε λίγο στην αρχική σελίδα, διάβασε καμία είδηση και πάτησε αρκετές καρδούλες σε φωτογραφίες ‘‘φίλων’’ του, κυρίως θηλυκού γένους, που του φαίνονταν όμορφες ή που είχαν κατά τη γνώμη του την προοπτική να περάσουν κάποιες όμορφες στιγμές μαζί. Συνήθιζε να πατάει καρδούλες σε φωτογραφίες αγνώστων γυναικών στο Facebook, κι ας τον κορόιδευε η Ιωάννα ότι ήταν ένα είδος διαδικτυακού καμακιού. Όμως ο Τάκης είχε την άποψη του πάνω στο θέμα, τα Social Media είναι ο δρόμος των ημερών μας. Όπως κάποτε έβλεπες μια όμορφη κοπέλα και προσπαθούσες να της δείξεις το ενδιαφέρον σου, πλέον το κάνεις μέσω likes, σχολίων και συζητήσεων από τον υπολογιστή σου.
«Μου θυμίζεις εκείνον τον υπουργό της κυβέρνησης, με την τσιριχτή φωνή, που ισχυρίζεται ότι αρκεί να εκφράσουμε τη δυσαρέσκεια μας μέσω των Social Media, και ότι δε χρειάζεται να βγαίνουμε στους δρόμους να διαδηλώνουμε και να διεκδικούμε». Ο Τάκης αποφάσισε να μην σχολιάσει τα λόγια της φιλενάδας του, άλλωστε στον πολιτικό που αναφερόταν η Ιωάννα δεν είχε καμία εκτίμηση, κι άλλο τα Social Media ως μια περιοχή φλερτ και γνωριμιών κι άλλο ως μέσο διεκδικήσεων. Με την έναρξη της κρίσης ο Τάκης είχε αποκτήσει ξεκάθαρες πολιτικές απόψεις, εκεί που πριν την κρίση ήταν λίγο πολύ αυτό που θα χαρακτηρίζαμε απολιτίκ, σε αντίθεση πάντα με την Ιωάννα, που είχε παντού τις ιδεολογίες της.
Ο φίλος μας βαριεστημένος από το ωράριο και με την Ιωάννα να του είχε ρίξει άκυρο για τη συνάντηση τους μιας και είχε ραντεβού με καλλιτεχνική κολεκτίβα, αποφάσισε να συνεχίσει τη βόλτα του στο διαδίκτυο σφυρίζοντας (κοινώς πατώντας καρδούλες) σε κάθε όμορφη διαδικτυακή παρουσία. Φυσικά είχε στο νου του ότι υπήρχαν και τα φίλτρα, οι παχουλές αδυνάτιζαν, οι κοντές ψήλωναν και διάφορα άλλα τέτοια, που ο ίδιος δεν είχε χρειαστεί να χρησιμοποιήσει. Κόντεψε να πνιγεί με τον καφέ του όταν είδε μια πρώην συμμαθήτρια του και γειτόνισσα την οποία συχνά πυκνά πετύχαινε στο δρόμο, να έχει πάρει ύψος και να έχει αδυνατίσει. Τα πόδια της από κοντά και χοντρά είχαν μετατραπεί σε πόδια βολεϊμπολίστριας. «Όχι γλυκιά μου Χαρούλα, εσύ και το avatar σου δε δικαιούται καρδούλα», σχολίασε και ξεκίνησε να χαζεύει τα διάφορα stories, συνεχίζοντας να μοιράζει γενναιόδωρα κατακόκκινες καρδιές. Ώσπου ένα παράθυρο διαλόγου άνοιξε. «Ωπ, τσίμπησε ένα ψαράκι καθώς φαίνεται, και αρκετά συμπαθητικό θα έλεγα, όχι σαν την ξινή την Ιωάννα».
…………….
Είχε περάσει πάνω από χρόνος που η Ιωάννα τον είχε χάσει. Η περηφάνια της δεν της επέτρεπε να του στείλει εκείνη πρώτη μήνυμα, άλλωστε του είχε ευχηθεί στα γενέθλια του και εκείνος είχε ανταποκριθεί με ένα πολύ τυπικό μήνυμα. «Προφανώς βρήκε γκόμενα», συμπέρανε και συνέχισε με τις ασχολίες της. Δε θα καθόταν να σκάσει και για τον Τάκη, στην ουσία δε θα καθόταν να σκάσει για κανέναν, πόσο μάλλον για εκείνον. Με μερικούς ανθρώπους η Ιωάννα ήταν ιδιαιτέρως διορατική, δεν ήταν σίγουρη αν γι’ αυτό ευθυνόταν η ενασχόληση της με το θέατρο ή ήταν ένα ούτως ή άλλως χαρακτηριστικό της. Βέβαια αν δεν γοητευόσουν από τον Τάκη δεν ήταν δύσκολο να αντιληφθείς τον ψυχισμό του. Αρχικά είχε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, χωρίς να είναι χαζός δεν ήταν όσο έξυπνος θεωρούσε. Επιπλέον είχε ένα θέμα με το να παριστάνει τον ηθικό, κάνοντας ξεκάθαρες εξηγήσεις, αλλά αυτό ήταν μόνο για να έχει το κεφάλι του ήσυχο και να μην ακούει έπειτα κλάματα και γκρίνιες. Όσο γι’ αυτό της είχε ξεκαθαρίσει, «Κοίτα μη με ερωτευτείς, αν με ερωτευτείς θα πρέπει να με ενημερώσεις και να το διαλύσουμε όσο είναι νωρίς», μετάφραση «Αν με ερωτευτείς, μη μου το πεις ώστε να μη φέρω καμία ευθύνη όταν σε αραιώσω, όταν θα βρω κάποια άλλη που θα μου ταιριάζει καλύτερα». Γιατί με τέτοια εξήγηση ποια ερωτοχτυπημένη θα πήγαινε να του κάνει δηλώσεις. Κι η Ιωάννα του απάντησε ένα απλό «Οκ», δίνοντάς του να καταλάβει ότι το ψαράκι δεν τσίμπησε. Και φυσικά η μετέπειτα συμπεριφορά του Τάκη αντιστοιχούσε σε ανθρώπου που έκανε τα πάντα προκειμένου να τον ερωτευτεί, όλο γλυκόλογα και έπειτα κομπλιμέντα, σχόλια για το πόσο του είχε λείψει μέσα στην ημέρα του, το πόσο ήθελε να κοιμούνται και να ξυπνάνε μαζί, πληγωμένες γκρίνιες επειδή τον αγνοούσε. Η Ιωάννα δεν έδινε καμία σημασία σε όσα της έλεγε, δεν έκανε κανένα απολύτως σχόλιο, προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να μην του επιτρέψει να την μπερδέψει. Ήξερε ότι όταν ερωτευόταν ήταν καταστροφή και ο τύπος της είχε κάνει από την αρχή ξεκαθάρισμα ότι δεν ήταν για εκείνη, κι από διάφορες κουβέντες τους είχε καταλάβει πόσο μεγάλη ιδέα είχε για τον εαυτό του. Όταν κοίταζε μια γυναίκα δεν έβλεπε τον άνθρωπο που είχε απέναντι του, αλλά τον αντικατοπτρισμό του στα μάτια της και έπειτα πόσο ταιριαστοί θα φαίνονταν σε όσους τους έβλεπαν μαζί. Έπειτα ξεκίνησε και με διαφόρων ειδών ερωτικών απαιτήσεων, κι ενώ η καλλιτεχνική της ταυτότητα την έκανε ανοιχτόμυαλη στον έρωτα, δε θα καταδεχόταν να τα κάνει με έναν άνθρωπο που με τον τρόπο του τα εκβίαζε. Είχαν μεγάλα κενά επικοινωνίας μεταξύ τους γι’ αυτόν το λόγο, αλλά στο τέλος επέστρεφε, η Ιωάννα δεν ήξερε αν εκείνος ήλπιζε ότι θα τη μεταπείσει ή απλά του άρεσαν κι αυτά τα απλά, για το μυαλό του, που έκαναν, αν και ποτέ δεν έλειπε η φαντασία από τις συνευρέσεις τους. Έτσι πέρασε ένας χρόνος χωρίς να ανταλλάξουν ούτε μήνυμα, εξαίροντας εκείνο που του έστειλε για τα γενέθλια του όταν το Γαϊδούρι ξέχασε τα δικά της ή ακόμη χειρότερα τα αγνόησε.
Το story που ανέβασε για την τελευταία παράσταση της θεατρικής της ομάδας, είχε μεγάλη ανταπόκριση αν και ξαφνιάστηκε όταν πρόσεξε ότι όχι απλά το είχε δει ο κατά κάποιο τρόπο πρώην της με τον εναλλακτικό τίτλο ‘‘δε θέλω να βάζουμε ταμπέλες’’ αλλά είχε αντιδράσει πατώντας της καρδούλες. «Α καλά!» σκέφτηκε «Νομίζει ότι θα τσιμπήσω», και αποφάσισε να μην του στείλει οτιδήποτε, άλλωστε δεν ήταν ο μόνος που το είχε δει ή είχε αντιδράσει. Από την άλλη ήταν βέβαιη ότι από τη στιγμή που είχε δώσει σημεία ζωής, σύντομα θα επικοινωνούσε, κι αν όχι δεν πείραζε. Τύποι σαν τον Τάκη να περνάει τις ώρες της υπήρχαν πολλοί, αν και εκείνος είχε κάτι διαολεμένο πάνω του που την τράβαγε και δεν μπορούσε να κόψει μια και καλή μαζί του. Ίσως πάλι να έφταιγε ο χαρακτήρας της, ή το ότι είχε αναπτυχθεί και μια φιλική σχέση μεταξύ τους και ότι κάπου κατά βάθος την εκτιμούσε, τι κι αν δε τη σεβόταν, αφού πάντα κοίταζε τον εαυτό του, βγαίνοντας μαζί της και παράλληλα ψαχνόταν όπου βρισκόταν. Όταν έφαγε τη χυλόπιτα από την τύπισσα που είχε γνωρίσει στο Face, μια βδομάδα μόλις νωρίτερα είχαν βρεθεί, κι όχι ως φίλοι, κι όμως όταν της είπε με κάθε λεπτομέρεια τι συνέβη με την άλλη, αποκαλύπτοντας ότι φλέρταραν καιρό. Σίγουρα δεν τη σεβόταν όσο έπρεπε και εξαιτίας του ούτε η ίδια τον εαυτό της. Αλλά… αυτό το αλλά ήταν που χάλαγε τα πάντα.
Όπως πολύ σωστά είχε μαντέψει η Ιωάννα, έπειτα από περίπου μια εβδομάδα έλαβε το μήνυμά του, αρχικά διερευνητικό. Όταν αντιλήφθηκε ότι ήταν αρκετά cool με την απομάκρυνσή του έναν ολόκληρο χρόνο και παραπάνω, άρχισαν να έρχονται τα πρώτα υπονοούμενα ώσπου στο τέλος έσκασε και το παραμύθι. Για να είμαστε ακριβολόγοι κάθε άλλο από παραμύθι. Είχε καταφέρει και είχε φύγει από το πατρικό του σπίτι, πλέον συγκατοικούσε με την κοπέλα του. Την οποία και φυσικά είχε γνωρίσει στο Facebook (που αλλού αγοραφοβικέ) και η ζωή του είχε στρώσει. Κι έπειτα τη ρώτησε πότε θα βρεθούνε ενώ τα υπονοούμενα έπεφταν βροχή. Η Ιωάννα, αν και όχι ιδιαίτερα θρήσκα έκανε τον σταυρό της που δεν έπεσε ποτέ στην παγίδα του έρωτα του, δεν ένιωθε απογοήτευση αλλά ανακούφιση. «Κοίτα Τάκη, έκανες μια επιλογή, πρέπει να τη σεβαστείς».
«Μη θυμώνεις βρε βλάκα», της απάντησε.
«Δε θυμώνω». Η Ιωάννα ήταν βέβαιη ότι αφού είχε φάει από εκείνη άκυρο θα έβγαινε στη γύρα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ο 37χρονος για να επιλέξει με ποια θα ρίξει κέρατο στην αγαπημένη του συγκάτοικο. Υπέθετε πάλι, ότι δε θα είχε κάνει καμία εξήγηση στην κακομοίρα που τον φιλοξενούσε στο σπίτι που έμενε μόνη της ως εκείνη την περίοδο, και που τώρα μπορεί να μοιράζονταν τα έξοδα, αλλά και πάλι δε θα τον έβαζε στο κρεβάτι της ή ακόμη και στο διαμέρισμα που νοίκιαζε αν δεν της είχε πουλήσει έρωτες, ανταμείβοντας την με απιστίες. Πιθανόν να παρίστανε ότι το έβλεπε και σοβαρά, που θα το έβλεπε κυρίως για τα οφέλη της συγκατοίκησης. «Καταραμένα μνημόνια, καταραμένοι έλληνες πολιτικοί των συμφερόντων», μουρμούρισε η Ιωάννα, εννοώντας κάθε της λέξη συμπάσχοντας με την κοπέλα του πρώην της «Δε θέλω να βάζουμε ταμπέλες». Δε δυσκολεύτηκε να ανακαλύψει το θύμα του έρωτα του, μπαίνοντας στο προφίλ του. Συμπαθητική κοπέλα, ανάλογα με τη φωτογραφία που ίσως τα φίλτρα να την έκαναν πιο εμφανίσιμη. Και εξαιτίας της λογικής του Facebook, φιλοσοφία που η Ιωάννα δεν ασπαζόταν, στις πληροφορίες της παρουσίαζε πολλά στοιχεία για τον εαυτό της. Πλούσιο επαγγελματικό βιογραφικό, με ζηλευτές σπουδές και απ’ ότι διάβαζε με πολύ καλή δουλειά στην παρούσα φάση. «Το κορίτσι έχει προίκα» συμπέρανε, αλλά κάθε άλλο από ειρωνικά το σκεφτόταν. Ο Τάκης είχε κάνει την τύχη του, αλλά ο ίδιος δεν το έβλεπε και κάποια στιγμή θα βρισκόταν με ανοιχτό το κεφάλι, κι όχι άδικα. Αυτός δεν έβαζε μυαλό, αλλά και την Ιωάννα δεν έπρεπε να την νοιάζει, δε θα καθόταν εκείνη να τον συμβουλέψει να κάτσει φρόνιμα, άλλωστε από μια ηλικία και μετά κανείς δεν ακούει τις συμβουλές που του δίνουν, ο καθένας ξέρει το καλό του αλλά πάντα πράττει όπως του αρέσει.
Άλλωστε δεν ανησυχούσε αργά ή γρήγορα θα μάθαινε το τέλος της ιστορίας. Μόλις θα τα έκανε σαλάτα ο πρώην της ο «Δε θέλω να βάζουμε ταμπέλες», θα είχε ανάγκη να μιλήσει με κάποιον και είχε πολλές πιθανότητες να είναι εκείνη που θα της εκμυστηρευόταν τις σαχλαμάρες του ο ξαναμμένος έφηβος. Και η Ιωάννα είχε δίκιο, ότι θα μάθαινε το φινάλε, αυτό που δε γνώριζε ήταν ότι θα το έβλεπε με τα ίδια της τα μάτια.
…………….
Όταν της πρότεινε να πάνε για έναν καφέ, σαν φίλοι και να θυμηθούν τα παλιά ήξερε ότι αργά ή γρήγορα θα βρίσκονταν στις πίσω θέσεις του αυτοκινήτου του, να βγάζουν τα μάτια τους. -Και σίγουρα με αυτή τη φράση δεν εννοούμε ότι η Ιωάννα υπολόγιζε ότι θα μαλώσουν-. Ίσως ο Τάκης ολοκληρωτικά να μην μπορούσε να την εξουσιάσει, όμως η Ιωάννα ελκυόταν ιδιαίτερα με έναν περίεργο τρόπο από το κακό παιδί που είχε κακοφορέσει την ‘‘ένδυση’’ του ηθικού, και τελικά δέχτηκε να συναντηθούν. Μόλις βρέθηκαν στο καφέ, που σύχναζαν όταν ήταν (στο περίπου) ζευγάρι, ο Τάκης δεν αρκέστηκε απλά στο να ανταλλάξουν δυο τυπικά φιλιά, αλλά την τράβηξε στην αγκαλιά του και την έσφιξε επάνω του. Η Ιωάννα τον χτύπησε στην πλάτη, λες και επρόκειτο για βρέφος που χρειαζόταν να ρευτεί κι εκείνος τραβήχτηκε αφού τις έσκασε δυο δυνατά φιλιά στα μάγουλα. Τελικά κάθισαν σε ένα τραπέζι και άρχισαν να ανταλλάσουν τα νέα τους, ο Τάκης γκρίνιαζε για τη δουλειά και τις μεγάλες αποστάσεις και η Ιωάννα του μιλούσε για τα καλλιτεχνικά της δρώμενα. Δε φαινόταν να είχαν αλλάξει και πολλά στη ζωή της, ενώ δεν υπέκυψε στον πειρασμό να του αποκαλύψει ότι είχε βρει μια τετράωρη δουλειά και ότι είχε νοικιάσει ένα δώμα, μόνο και μόνο για να βρει την ανεξαρτησία της. Φυσικά ήρθε και η κουβέντα για τη σχέση του, το όνομα της οποία δεν αποκάλυψε παρά επέμενε να αναφέρεται σε εκείνη με τον τίτλο «η δικιά μου», ενώ κι η Ιωάννα απέφυγε να του αποκαλύψει ότι έκανε μια μικρή έρευνα και γνώριζε το όνομα της, την εργασία της και ό,τι η ‘‘δικιά του’’ άφηνε σε κοινή θέα, να γνωρίζει η κάθε πιθανή αντίζηλος. Αφού πέρασε λίγο η ώρα κι ο Τάκης ένιωσε σίγουρος, αποφάσισε να μετακινηθεί κι από απέναντι να έρθει να καθίσει δίπλα της. Η Ιωάννα απέφυγε κάθε σχόλιο, αν και περίμενε από ώρα την κίνηση του. Κι όπως το υπέθεσε, σύντομα βρέθηκαν σε μια ερημιά στις πίσω θέσεις του αυτοκινήτου του, με εκείνη από πάνω να ιππεύει το ατίθασο άτι του πρώην της με το καλλιτεχνικό όνομα, «Δε θέλω να βάζουμε ταμπέλες».
Δε θα έλεγε ότι ένιωσε άσχημα η Ιωάννα που ενέδωσε στις διαθέσεις του Τάκη, αλλά και στην επιθυμία της για το κορμί του. Προς υπεράσπισή της, ποτέ νωρίτερα δεν είχε ενδώσει στο φλερτ κάποιου σε σχέση ή παντρεμένου, δεν ήθελε τέτοια μπλεξίματα και μάλιστα αν μάθαινε ότι κάποιος άντρας που προσπαθούσε να την κερδίσει ήταν σε σχέση ξενέρωνε, οπότε έκοβε μαζί του παρτίδες, όμως με τον Τάκη ήταν διαφορετικά. Στην ουσία, αν και της είχε πουλήσει πολλά φούμαρα στην αρχή της σχέσης τους όπου εκείνος δεν ήθελε να βάλουνε ταμπέλες, λέγοντας της ότι ήταν πιστός και ότι αν κάποια του τραβούσε την προσοχή σήμαινε πολύ απλά ότι δεν τον γέμιζε πλέον αυτό που είχε, οπότε από το να είναι άπιστος προτιμούσε να χωρίσει, ήξερε ότι στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο δεν ίσχυε. Επίσης γνώριζε ότι εφόσον απ’ όταν έβγαιναν εκείνος έριχνε τα δίχτυα του να πιάσει και άλλες ψαριές το ίδιο θα έκανε και τώρα, και μάλιστα το διαδίκτυο του έδινε πολλαπλάσιες επιλογές απ’ ότι θα είχε αν ήταν δουλειά σπίτι, σπίτι δουλειά, άντε και σε κάνα μπαράκι βόλτα με αντροπαρέα. Είχε περάσει χρόνος που ήταν σε σχέση οπότε θα είχε ξεθωριάσει ο όποιος ενθουσιασμός. Αυτό που της επέτρεψε να απατήσει με τον κατά κάποιον τρόπο πρώην της, την κοπέλα του, ήταν η ούτως ή άλλως διακεκομμένη μέσα στα χρόνια σχέση τους. Άλλωστε δεν απατούσε κανέναν η Ιωάννα, αν κάποιος έπρεπε να παραμένει πιστός αυτός ήταν ο Τάκης. Δεν ήξερε κατά πόσο θα μέτραγε αυτή η δικαιολογία στο κάρμα της, αλλά από την άλλη ας είχε φροντίσει και το κάρμα της να της είχε φέρει στο δρόμο της έναν λόγο να ξεκόψει μια για πάντα με τον Τάκη και με τις περιστασιακές σχέσεις, αν και το ελεύθερο κι ανεξάρτητο πνεύμα της δυσκόλευε μια σχέση πλήρους απασχόλησης, καθώς δεν είχε βρει τον άντρα που θα την καταλάβαινε απόλυτα ή έστω αρκετά. Μερικές φορές είχε αναρωτηθεί, αν ο Τάκης ήταν διαφορετικός σε κάποια σημεία ως χαρακτήρας, θα μπορούσε να κάνει χωριό μαζί του, πάντα όμως κατέληγε ότι δεν είχε νόημα να το σκέφτεται μιας και ο Τάκης ήταν αυτός που ήταν και δεν επρόκειτο να αλλάξει, όπως και η ίδια σκόπευε να παραμείνει η ίδια, αλλά και να ήθελε πολύ αμφέβαλε ότι θα τα κατάφερνε.
«Δεν ξέρεις πόσο μου έλειψες Γιαννάκι μου», της είπε τραβώντας την στην αγκαλιά του, δίνοντας της ένα παθιασμένο φιλί στα χείλη ανακατεύοντας τα ήδη μπλεγμένα μαλλιά της. Αφού έμειναν για λίγο αγκαλιά συζητώντας, ο Τάκης κοίταξε το ρολόι του. «Πρέπει να φύγουμε», η Ιωάννα δεν πέταξε κανένα κακεντρεχές σχόλιο για τη γυναίκα στο σπίτι, απλά αναζήτησε τα υπόλοιπα ρούχα της, ώστε να γίνει κόσμια και να καταφέρει να πάει σπίτι της. Κι ενώ ο Τάκης επέμενε να την πάει στο πατρικό της, όπου νόμιζε ότι εκείνη έμενε, η Ιωάννα αρνήθηκε ευγενικά, μιας και δεν ήταν ανάγκη, αφήνοντάς την στον πλησιέστερο ηλεκτρικό. Ούτε χαρούμενη ούτε λυπημένη ένιωθε η Ιωάννα από αυτήν την έκτακτη επανένωση. Ούτε πίστευε ότι ο Τάκης θα επικοινωνούσε ξανά μαζί της, τουλάχιστον για αρκετό καιρό. Είχε πάρει αυτό που ήθελε για την ώρα, σαρκική επαφή με επιβεβαίωση και την ικανοποίηση ότι δεν τον είχε ακόμη ξεπεράσει. Πέρασε λίγος καιρός, αλλά στο μήνα επάνω είχε νέα του, ενώ άμεσα της ζήτησε μια συνάντηση. Η Ιωάννα σε κάποια ζητήματα ήταν απολύτως ρεαλίστρια, κι ενώ οι περισσότεροι στον έρωτα χάνουν κάθε ίχνος ρεαλισμού, αφού ο ρομαντισμός κατακλύζει τα εγκεφαλικά κύτταρα των ερωτευμένων και τις ψυχές τους, εκείνη κατάλαβε ότι μια παράλληλη σχέση μαζί της ήταν αυτό ακριβώς που βόλευε εκείνον. Ο Τάκης ήξερε ότι η Ιωάννα δε θα του δημιουργούσε προβλήματα στην παρούσα σχέση του. Επίσης, όπως ο ίδιος θεωρούσε, την είχε εκπαιδεύσει να μη ζητάει παραπάνω απ‘ όσα ήθελε να της προσφέρει, -απλά καλό σεξ- είχε ο ίδιος κατά νου, αν και τον έλεγες και κάπως ντεφορμέ τον τελευταίο καιρό, σε αντίθεση με την Ιωάννα η οποία ήταν στα ντουζένια της, όπως θα παραδεχόταν ο ίδιος. Βέβαια τις κόκκινες γραμμές της δεν τις είχε σβήσει, αν και τον είχε αφήσει να καταλάβει ότι σε άλλους μπορεί να είχε παραχωρήσει πράγματα, κάτι που του την έδινε, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, πέρα από το να επιμένει, με την Ιωάννα να του απαντάει με της άρνησή της. Ακόμα και όταν έκανε πάνω από μήνα να επικοινωνήσει μαζί της, μπας και κατά κάποιο τρόπο την εκβίαζε, ελπίζοντας ότι στην παρούσα φάση της είχε γίνει απαραίτητος, εκείνη συνέχιζε να τον αντιμετωπίζει με απάθεια, και όταν θέλησε να την απειλήσει ανοιχτά ότι έτσι δε γίνεται δουλειά και ότι δεν του άρεσαν οι περιορισμοί που του έβαζε, έφαγε ένα ξεγυρισμένο κράξιμο και σταμάτησε να του μιλάει, με αποτέλεσμα να επιστρέψει εκείνος με συμφιλιωτικό μήνυμα. Ανά δύο ή τρεις εβδομάδες έβρισκε τρόπο να τη συναντήσει και να περάσει δυο τρεις ώρες μαζί της πάθους. Φυσικά όπως πολύ σωστά υπολόγιζε η Ιωάννα, παράλληλα με εκείνη συνομιλούσε και με άλλες στο διαδίκτυο, αλλά δεν έπαιρνε το θάρρος να στραφεί προς εκείνες, τουλάχιστον όχι πάνω από μια φορά, που φαίνονταν πολύ πιο δεκτικές στις απαιτήσεις του απ’ ότι η Ιωάννα, μιας και δεν ήταν βέβαιος αν θα του έφερναν μπελάδες με την ήδη υπάρχουσα σχέση του, αφού είχε βολευτεί σαν χρόνια παντρεμένος με τη Γιώτα.
Είχε περάσει ενάμισης χρόνος που συναντιόνταν, και με τη Γιώτα να λείπει σε επαγγελματικό ταξίδι, ο Τάκης θεώρησε υπέροχο να περάσει μια ολόκληρη ερωτική βραδιά με την Ιωάννα. Όσα άσχημα κι αν θεωρούσε η Ιωάννα για την τύπου σχέση τους, χωρίς ταμπέλα πάντα, εκείνος μετρούσε και υπολόγιζε τη γνώμη της και είχε κάποιες συναισθηματικές εκρήξεις, όπου θα ήθελε να την έχει δίπλα του περισσότερες ώρες από δυο τρεις σε καφέ, πίσω θέση αυτοκινήτου ή δωμάτιο ξενοδοχείου. «Δε νομίζω πως είναι καλή ιδέα». - «Γιατί όχι;» - «Γιατί είναι το σπίτι της». – «Είναι και δικό μου σπίτι, πληρώνω τους μισούς λογαριασμούς, και το μισό ενοίκιο». – «Ναι, αλλά έμενε σε αυτό πριν πας εσύ εκεί, σκέψου πως θα νιώσει αν μπει και σε βρει να της απατάς στο σπίτι που την πόρτα του σου άνοιξε για να μπεις στη ζωή της» - «Δε θα μας βρει, δεν πρόκειται να έρθει». Ο Τάκης κατάφερε να την πείσει και θέλοντας κι εκείνη μια βραδιά μαζί του σε σπίτι και μιας και δεν είχε σκοπό να του αποκαλύψει τίποτα για το δώμα που νοίκιαζε, βρέθηκαν στον καναπέ του καθιστικού, να φιλιούνται με την Ιωάννα γυμνή να χορεύει μέσα στην αγκαλιά του, στον ρυθμό που της έδινε. Έπειτα βρέθηκαν οι δυο του γυμνοί κάτω από το ντους και φυσικά πέρασαν κι από το κρεβάτι. Καμία Γιώτα δε σκέφτηκε η Ιωάννα όταν απολάμβανε τις ορέξεις του Τάκη, ούτε αν μαύριζε το κάρμα της αναρωτήθηκε, τουλάχιστον με την Ιωάννα η Γιώτα μπορούσε να ήταν σίγουρη, ότι εφόσον τον δανειζόταν θα της τον επέστρεφε πίσω στην ίδια κατάσταση που τον παρέλαβε, ενώ κάποια άλλη θα δημιουργούσε μπελάδες στη σχέση τους. Σταματούσαν για λίγο, να τσιμπήσουν κάτι ή να μιλήσουν, και αμέσως επέστρεφαν σε αυτό που όριζε εκείνο το βράδυ τα κορμιά τους.
Ανάμεσα στα πόδια της βρήκε τον Τάκη η Γιώτα, μόλις μπήκε στο δωμάτιο. Ξαπλωμένη στο μαξιλάρι της, να τραβολογάει τα σεντόνια της μια άγνωστη σε εκείνη γυναίκα, όμως καθώς φαινόταν ο Τάκης πρέπει να τη γνώριζε καλά ή τουλάχιστον να προσπαθούσε να τη γνωρίσει, αφήνοντας της τις καλύτερες εντυπώσεις. Μόλις γύρισε το κεφάλι της προς την πόρτα, πρόσεξε μια ξαφνιασμένη κοπέλα να τους κοιτάζει λες και δεν πίστευε στα μάτια της. Ο Τάκης δε φαινόταν να είχε πάρει ακόμη είδηση ότι τους είχαν πιάσει στα πράσα, όταν ξαφνικά η παρτενέρ του τραβήχτηκε προς τα πάνω, ξεφεύγοντας από το τύπου αγκάλιασμά του και παίρνοντας ένα σεντόνι να σκεπαστεί. Τότε ήταν που την είδε με την άκρη του ματιού του, ενώ ακόμη είχε στραμμένο το βλέμμα του στην Ιωάννα, που δεν κατάλαβε γιατί τόσο απότομα του ξεγλίστρησε.
«Αγάπη μου, τι γυρεύεις εδώ;»
«Δε χαίρεσαι που με βλέπεις».
«Εγώ, εμείς…» ψέλλισε κοιτώντας την Ιωάννα, λες και μπορούσε να την κάνει να εξαφανιστεί.
«Εγώ φεύγω», είπε η Ιωάννα και σηκώθηκε από το κρεβάτι αναζητώντας τα ρούχα της.
«Για πού νομίζεις ότι το έβαλες;» της είπε πυρ και μανία η Γιώτα, σπρώχνοντάς την και ρίχνοντάς την πίσω στο στρώμα. «Μου χρωστάτε μια εξήγηση».
«Δε σου χρωστάω τίποτα, αυτός σου χρωστάει», σχολίασε δείχνοντας με το κεφάλι της τον Τάκη, ο οποίος προσπαθούσε να βρει μια δικαιολογία. Αυτό που δεν κατάλαβε η Ιωάννα ήταν ότι η Γιώτα είτε πολύ ερωτευμένη είτε μην μπορώντας να αντέξει την απιστία είτε ότι είχε επενδύσει τη ζωή της στον άνθρωπο αυτόν, αναζητούσε έναν αποδιοπομπαίο τράγο.
«Άσ’ την να φύγει», μεσολάβησε ο Τάκης, ελπίζοντας ότι θα ηρεμίσουν τα πνεύματα αν δεν ήταν μπροστά η Ιωάννα. Επίσης θα ήταν πιο εύκολα να ισχυριστεί ότι είχε παρασυρθεί μια και μοναδική φορά, αν ήταν παρούσα η Ιωάννα, δε θα μπορούσε να πει ότι δε σήμαινε τίποτα για εκείνον. Η Ιωάννα εύκολα θα παραδεχόταν ότι συναντιόνταν καιρό και ότι δεν πρόκειται για μια σχέση της μιας βραδιάς.
«Κανείς δε θα φύγει», είπε έξω φρενών η Γιώτα και στράφηκε πάλι στην Ιωάννα.
«Ποια είσαι εσύ και τι κάνεις στο σπίτι μου;»
«Είμαι αυτή που είμαι και δε διέρρηξα το σπίτι σου για να μπω, κάποιος ήταν μέσα και μου άνοιξε».
«Έχεις θράσος, η συμπεριφορά σου δείχνει ότι ήξερες για εμένα».
«Και τι ζητάς από εμένα γυναικεία αλληλεγγύη; Αυτός είναι ο άνθρωπος σου, εγώ δε σου χρωστάω πίστη, ή νομίζεις ότι αν δεν ήμουν εγώ δε θα ήταν καμία άλλη; Αν ήμουν μόνο εγώ Γιώτα θα είχε λυθεί το θέμα, γιατί τώρα θα ήτανε μαζί μου, όμως παραμένει μαζί σου γιατί όταν θα βγω εγώ από το πλάνο, θα βρει κάποια άλλη να με αντικαταστήσει».
«Πάψε!»
«Δε φταις εσυ, δεν είναι ευθύνη σου…» δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση της όταν δέχτηκε το χαστούκι κι έπειτα ένιωσε να της πιάνει μια τούφα από τα μαλλιά και να προσπαθεί να της τα ξεριζώσει. Αφού κατάφερε και ελευθερώθηκε από τη λαβή της η Ιωάννα της έριξε μια σπρωξιά για να την απομακρύνει από κοντά της, ήταν έτοιμη για αντεπίθεση όταν πρόσεξε τον Τάκη να τις χαζεύει από την άκρη του κρεβατιού, χωρίς να μπαίνει στη μέση να τις χωρίσει. «Ηρέμισε», της φώναξε «όσο εμείς μαλώνουμε αυτός μας φαντάζεται μέσα σε μια πισίνα με λάσπη να παλεύουμε. Κάτσε και σκέψου, ειλικρινά του αξίζει;» Η Γιώτα έστρεψε την προσοχή της από την Ιωάννα στον Τάκη και πρόσεξε αυτό που μόλις της είπε η αντίζηλος. Είχε δίκιο, μπορεί να ήταν αδύνατον να νιώσει αίσθημα συμπάθειας ή να συγχωρήσει την άγνωστη ως τότε γυναίκα που είχε μπει σπίτι της και πηδήχτηκε με τον σύντροφό της, αλλά το θέμα το είχε με εκείνον. Μπορεί η αντίζηλος να γνώριζε την ύπαρξη της κι αυτό στα μάτια της Γιώτας ήταν ασυγχώρητο, αλλά πόσο χειρότερη φαινόταν πλέον η προδοσία του Τάκη.
«Πέρασες καλά;» τη ρώτησε με βουρκωμένα μάτια.
«Καλά τώρα! Αφού ξέρεις, για τον Τάκη μιλάμε».
«Ε;» έκανε ο Τάκης από τη θέση του. Οι δυο γυναίκες κοιτάχτηκαν στα μάτια και παρά τον πόνο και την απογοήτευση που μπορεί να ένιωθαν και οι δύο, έβαλαν τα γέλια, μπροστά στον έκπληκτο εραστή τους.