ΕΝΑΣ ΕΝΟΧΛΗΤΙΚΟΣ ΓΕΙΤΟΝΑΣ

 

    Αν και γεννημένος στην Αθήνα στις αρχές της δεκαετίας του 80’ η καταγωγή μου είναι από ένα πολύ ορεινό χωριό των Τρικάλων. Τέρμα Θεού, στα σύνορα με τα ορεινά χωριά της Άρτας. Όταν ήταν παιδιά οι γονείς μου ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν, ζώντας κάποια χρόνια ευτυχισμένοι πριν έρθει ο όλεθρος του διαζυγίου. Κάποια από εμάς τα παιδιά που οι γονείς μας έχουν χωρίσει, εκτός από τη ματαιότητα των σχέσεων, του έρωτα και κυρίως του γάμου κουβαλάμε στο ασυνείδητο μας την πεποίθηση ότι είμαστε ο λόγος που οι γονείς ζουν χωριστά. Ειδικά ένα παιδί σαν εμένα το οποίο πάντα ήμουν άτακτο, σκέτο θρασίμι, και που η μητέρα μου ποτέ δεν μπορούσε να με κάνει ζάφτι, είμαστε πεπεισμένοι ότι η ευθύνη της δικής τους αποτυχίας βαραίνει εμάς και μόνο εμάς.

    Οκ το ξέρω, ότι στην πραγματικότητα η ευθύνη είναι δική τους και ότι είμαι ο λόγος που φέρονται ευγενικά και πολιτισμένα, κάποιες φορές μεταξύ τους, αλλά άντε πείσε το ασυνείδητο. Τέλος πάντων, το θέμα μου όμως δεν είναι αυτό. Ίσως κάποια άλλη φορά, όταν αποφασίσω να αποφορτιστώ να γράψω κι ένα κείμενο για εμένα και τους γονείς μου πριν, κατά τη διάρκεια και κυρίως μετά το χαρτί του διαζυγίου. Προς το παρόν όμως θα επιστρέψω στο θέμα για το οποίο κάθισα να γράψω.

    Δεν ξεκίνησα τυχαία με το να σας ενημερώσω για τις ρίζες μου, ότι κατάγομαι δηλαδή από τα Τρίκαλα, ούτε για να σκεφτείτε κάποιοι ότι είμαι βλαχάκι, που ναι είμαι και το έχω τιμή μου και καμάρι μου, όμως ο λόγος που το ανέφερα είναι γιατί το χωριό μου στα Τρίκαλα, του οποίου το όνομα δε θα αποκαλύψω, είναι το σκηνικό της διήγησης μου. Πρέπει όμως να σας βάλω και στο κλίμα, αυτό που γούσταρα πολύ στο πατρικό του πατέρα μου, ήταν ο τζέρτζελος που γινόταν. Πέντε γιοι και μια κόρη παντρεμένοι όλοι και έχοντας ο καθένας τους από τρία παιδιά, τουλάχιστον, εκτός από τον πατέρα μου, που έχει μεν τρία παιδιά αλλά από διαφορετικές γυναίκες. Πολύ σταθερός άντρας, δεν μπορείτε να πείτε, βέβαια τα άλλα παιδιά γεννήθηκαν αρκετά χρόνια μετά τη διήγηση μου οπότε δε θα τα εντάξω στην ιστορία, δε θα πρόσφεραν και τίποτα, άλλωστε οι μανάδες τους προτιμούσαν να γυρνάνε στα νησιά σέρνοντας και τον πατέρα μου μαζί τους, από το να έρχονται στα κατσάβραχα, βέρες Αθηναίες οι κυρίες! Τέλος πάντων με τόση πολυκοσμία αποτέλεσμα είχε να στριμωχνόμαστε το βράδυ στον ύπνο και το φαγητό μας κυρίως να είναι όσπρια, μακαρόνια κοκ. Ίσως να μην είναι η ιδανική περιγραφή για διακοπές, αφού τον ύπνο μας τον ξαναβρίσκαμε όταν επέστρεφε ο καθένας στη βάση του. Από την άλλη βέβαια οι τρέλες που κάναμε και τα γέλια που ρίχναμε ως παρέα άξιζαν την κούραση και το άνοστο φαγητό. Αυτά συνέβαιναν βέβαια όταν ήμασταν πολύ μικρά γιατί κάποια στιγμή ο μπάρμπας μου, έφερε στο σπίτι ψησταριά, πήρε τα αδέρφια του και τους είπε «Μπυρικό και τσίπουρα με φασόλια και φακές για μεζέδες δεν πάνε, οπότε ας αγοράσουμε λίγο κρέας να τρώμε κάποιες μέρες την εβδομάδα σαν βασιλιάδες!». Η αλήθεια είναι ότι εμείς το παρακάναμε, αφού σχεδόν κάθε βράδυ ξεκινήσαμε να τρώμε κρέας, το μεσημέρι τα παιδιά την βγάζαμε με ψωμί, ντομάτες και ελιές, γιατί αν κάτι πρέπει να παραδεχτούμε ότι κατακαλόκαιρο τα όσπρια είναι ακόμα πιο δυσάρεστα από το χειμώνα. Εγώ πάλι που ήμουν πιο πονηρός, συνέχισα το παλιό κόλπο, μόλις έβλεπα την κατσαρόλα να βράζει και τα φασόλια να γίνονται, έπαιρνα τον δρόμο και ανέβαινα κάποια σπίτια πιο πάνω όπου έμενε η αδερφή της γιαγιάς μου και η οποία ήταν πάντα πρόθυμη να μου φτιάξει αυγά ή πατάτες τηγανιτές για φαγητό, πολύ καλύτερο από τις πατάτες μπλουμ και τον τραχανά ή το αλμυρό ρυζόγαλο .

    Αφού πήγανε στην πόλη των Τρικάλων, προμηθεύτηκαν αρκετό κρέας ώστε να γεμίσουμε τον καταψύκτη που μέχρι τότε ήταν γεμάτος με πλαστικά μπουκάλια με νερό, και κατεψυγμένα φασολάκια που μάζευε η γιαγιά μου, επειδή μίας από τις ξαδέρφες μου, η οποία ειλικρινά μου την έδινε στα νεύρα αφού το ένα της ξίνιζε το άλλο της βρώμαγε, τα κρέατα τα χαρακτήριζε πτώματα και τελικά ήταν πολύ αλλοπρόσαλλη με το φαΐ, δεν ξέρω πως στο διάολο όμως της άρεσαν τα λιγδερά φασολάκια. Αλλά δε θα κάτσω να ασχοληθώ περαιτέρω με την παλαβή, ίσως κάποια άλλη φορά.

    Το κρέας σιγοψηνόταν πάνω στην ψησταριά, το λίπος έλιωνε και έσταζε πάνω στα κάρβουνα που τσιτσιρίζαν, όλοι τριγύρω από τον θείο μου που γύρναγε την σκάρα αλατίζοντας το κρέας και βάζοντας του λεμονάκι, να πίνουμε μπύρες και να συζητάμε ανέμελοι, αυτό πρέπει να το καυχηθώ, από μπύρα δεν ξεμείναμε ποτέ, εκτός από μια φορά που ήρθε ένας φίλος του μπάρμπα μου, από τους» ανώνυμους αλκοολικούς», ο οποίος τέλειωσε όλα τα τελάρα και μαζί με αυτά και μια πεντάκιλη στάμνα με τσίπουρο του άλλου θείου μου, κι αυτά μέσα σε λίγες ώρες.  

    Καθώς ψήναμε μια ψιλή και ύπουλη βροχή, άρχισε να στάζει από τον ουρανό, ως ο πιο χειροδύναμος βοήθησα τον μπάρμπα μου να μεταφέρει την ψησταριά στο υπόστεγο ώσπου συνεχίστηκε η ιεροτελεστία του ψησίματος. Το ξύλινο πορτόνι της αυλής άνοιξε και μπήκαν οι τέσσερις ακάλεστοι νοματαίοι. Γείτονες, τους οποίους τους βλέπαμε στη χάση και στη φέξη. Ο πατέρας ένα ανθρωποειδές , κοντός, με ψεύτικο και γλοιώδη γέλιο, που σε πιάνει από το σβέρκο και σε χαϊδεύει καθώς σε τραβολογάει να πέσεις στο ύψος του αποκαλώντας σε «πόυτσα μου» πόσες και πόσες φορές δεν σκέφτηκα να του απαντήσω «θα το ήθελες» αντιθέτως μουρμούριζα το ξενόφερτο «You wish!» κι αυτό μέσα από τα δόντια μου μην τυχόν και ανεβάσω το ζάχαρο στη γιαγιά μου, που δεν καταλαβαίνει αγγλικά αλλά φύλαγε τα ρούχα σου... Ο γιος του ο ένας θα μπορούσε να θεωρηθεί συμπαθητικός αν δε μάθαινα τις απατεωνιές που έκανε στην Αθήνα, ο άλλος ένας τετραγωνισμένο άθλιο υποκείμενο, από εκείνα που ζητάν δανεικά και αγύριστα, και η γυναίκα μια μικρή νυφίτσα που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί συμπαθητική από την εμφάνιση της αλλά σου φορτώνεται και δεν μπορείς να την ξεκολλήσεις από πάνω σου την βδέλλα. Ισχυρίστηκαν ότι ήρθαν για επίσκεψη αλλά όταν έχεις νοματαίους τέτοια ώρα και μάλιστα στο σπίτι μιας φιλόξενης γυναίκας, που μπορεί να μην γνώριζε το Ξένιο Δία, αλλά κάλλιστα θα μπορούσε να είναι συγγενής του, δεν μπορούσαμε από το να στους βάλουμε πιάτα με φαΐ όταν στρώθηκε το τραπέζι αφήνοντας τα μικρότερα από τα παιδιά νηστικά αφού το κρέας ήταν μετρημένο, τελικά τα ταΐσαμε τραχανά, και εγώ ήμουν πιο πυρ και μανία από ότι τα ίδια.

    «Δεν μπορεί,» γύρισα και ψιθύρισα στο αυτί του ξάδερφού μου που κάναμε κολλητή παρέα «Αυτοί απόψε ήρθαν για να φάνε.»

    «Που το ήξεραν;» με ρώτησε με αφέλεια.

    «Θα τους πήρε η μυρωδιά!»  

    «Γκαστρωμένες είναι;» είπε και γέλασε αναγκάζοντας με να του ρίξω μια ελαφριά καρπαζιά στον αυχένα.

    Αφού ήπιανε, φάγανε, μονοπώλησαν την κουβέντα, ανάγκασαν και τους μεγάλους να κάτσουν μαζί τους μέχρι αργά.

    «Μήπως να τους στρώσουμε.» σχολίασα εκνευρισμένα. Νομίζω ότι εξηγήθηκα από την αρχή ότι δεν είμαι ο ευγενικότερος άνθρωπος του κόσμου, η μάνα μου πάλι και μια πρώην μου ισχυρίζονται ότι είμαι αγενέστατος αλλά δε με νοιάζει τι σκέφτονται οι γυναίκες, όχι ότι δε σέβομαι το ασθενές φίλο και δεν το εκτιμώ, αλλά η πολύ ευγένεια βλάπτει και δεν αξίζουν όλοι ούτε την προσοχή σου ούτε την καλοσύνη σου, γιατί ως γνωστών τον καλό τον λένε και μαλάκα. Συγκεκριμένα έχω ένα θείο, ο οποίος είναι εξαιρετικά καλός και όλοι κοιτάνε πως θα τον εκμεταλλευτούν, σίγουρα αυτοί που του το παίζουνε φιλαράκια του έχουν κολλήσει διάφορα παρατσούκλια.

    Το επόμενο βράδυ δεν ψήσαμε, φάγαμε τραχανά, εκτός από τα τέσσερα μικρά για τα οποία επέβαλα να βάλουν στο φούρνο από μια μπριζόλα μιας και την είχαν στερηθεί το περασμένο βράδυ, η γιαγιά μου ούτε να το ακούσει δεν ήθελε, όμως με στήριξε ο θείος μου και επιπλέον την έπεισαν τα ματάκια των μικρότερων που την κοίταζαν με παράπονο και περίμεναν την ετυμηγορία της. Τελικά αντί για το φούρνο τις τηγάνισε η θεία μου στο τηγάνι, και πάνω στην ώρα που οι μπριζόλες ήταν έτοιμες και ενώ η βροχή έξω μόλις είχε σταματήσει στην πόρτα φάνηκε το ζευγάρι. Η θεία μου στράφηκε και με κοίταξε πελαγωμένη στα μάτια, της έκανα ένα νόημα ότι δεν τρέχει τίποτα και έστειλα τα παιδιά στο δωμάτιο που ήταν έτοιμα να βάλουν τα κλάματα που μπριζόλα περίμεναν τραχανά θα ξανάτρωγαν, ύστερα πήρα δυο πιάτα με μπριζόλες φώναξα και τον ξάδερφο μου να πάρει άλλα δύο και πήγαμε με τα πιάτα να συναντήσουμε τα παιδιά στο πάνω δωμάτιο. Όταν μας είδαν έμειναν με το στόμα ανοιχτό.

    «Εμείς θα τις φάμε;» ρώτησε ένα ενώ έγλυψε τα χείλη του για να μην τρέξουν τα σάλια του.

    «Για σας τις φτιάξαμε!» του είπα και του χάιδεψα το κεφαλάκι. Όσο περνούσε από το χέρι μου δεν ήθελα να γίνεται καμία αδικία.

    «Και αυτοί που ήρθανε;»

    «Αυτοί που ήρθανε δε θα τους τραπεζώνουμε κάθε βράδυ.» σε αυτό στάθηκα γελασμένος, «Η κουζίνα έκλεισε αν θέλουν ας φάνε τραχανά!»

    «Η γιαγιά τι θα πει!»

    «Η γιαγιά δε θα πει τίποτα, φτάνει να μην τα κάνετε όλα άνω κάτω εδώ μέσα, στρώστε ένα τραπεζομάντηλο στο πάτωμα και φροντίστε να μη λερώσετε, μετά συμμαζέψτε και φέρτε τα ποτήρια και τα πιάτα στην κουζίνα μη σας φάνε τα μυρμήγκια.» Εκείνη την ώρα άνοιξε την πόρτα η θεία μου που έφερνε ψωμί για τα παιδιά.

    «Τι θα γίνει με αυτούς;» με ρώτησε λες και είχα απάντηση.

    «Φαντάζομαι θα είναι τυχαίο. Ελπίζω τα όρνια να μη μυρίστηκαν το κρέας και τους έχουμε να τους ταΐζουμε εδώ κάθε βράδυ. Είμαστε τόσα στόματα δεν ντρέπονται, χθες αφήσαμε τα παιδιά νηστικά…»

    «Ακόμα χειρότερα, φάγαμε τραχανά» μουρμούρισε ο Νικολάκης καθώς κατέβαζε ένα μεζέ.

    «Πρόσεξε μην πνιγείς» τον μάλωσε η μάνα του. «Πάντως να ξέρεις της γιαγιάς σου δεν της άρεσε καθόλου που ’φυγαν τα πιάτα μπροστά στα μούτρα τους.»

    «Δε με νοιάζει, και μην την ακούσω να λέει τίποτα γιατί θα γίνει χαμός, την αγαπάω τη γιαγιά αλλά δε θα κάτσουμε να μας περνάν για κορόιδα.»

    Πράγματι μόλις ξεκουμπιστήκαν σχολίασε ότι δεν ήταν πολύ ωραία εικόνα να φυγαδεύεται το φαγητό προς τα δωμάτια.

    «Δε φυγαδεύτηκε κανένα φαΐ! Εδώ ήμασταν στο τραπέζι ακούγοντας τους να λένε τις ίδιες ιστορίες που λέγανε και χθες ενώ τρώγαμε τραχανά.»

    «Ίσως να ήταν καλύτερα να τρώγανε και τα παιδιά στο τραπέζι μαζί μας.» σχολίασε και ο θείος μου.

    «Σε αυτό δεν έχεις άδικο. Όμως η μισή ντροπή δική μας και η μισή ντροπή δική τους. Που ξανακούστηκε να πηγαίνεις επίσκεψη στο ξένο σπίτι μέσα στη νύχτα, στην ώρα του φαγητού.»

    «Δεν είμαστε ξένο σπίτι, είμαστε συγγενείς!» θέλησε να τους δικαιολογήσει η γιαγιά μου, που πάντα την ανησυχούσε τι θα πει ο κόσμος. Ευτυχώς οι δικοί μου είχανε φύγει για την Αθήνα ακόμα κι αν τελικά χώρισαν, οπότε τον ψυχαναγκασμό να αναρωτιέμαι όλη την ώρα το τι θα πει ο κόσμος δεν το έχω.

    «Όλοι στο χωριό συγγενείς είμαστε, οπότε το επιχείρημα σου δεν ισχύει!» της απάντησα ενοχλημένος.

    «Κατούρα τα πόδια σου, εγώ σου άλλαζα πάνες που θα μου κάνεις και τον άντρα!»

    «Καλά λοιπόν, να μείνεις με τους συγγενείς σου, εγώ φεύγω για να πάω να μείνω στο πατρικό της μάνας μου.» απάντησα ενοχλημένος και πήγα να μαζέψω τα πράγματα μου. Άκουσα το θείο μου να λέει κάτι στη γιαγιά μου και μετά να με ακολουθεί.

    «Πάντα σου τα παίρνεις όλα πολύ σοβαρά, μη δίνεις σημασία στη βάβω σου, μεγάλη γυναίκα είναι θα πει μια κουβέντα παραπάνω, σε όλους το λέει αυτό, μη συγχύζεσαι.»

    «Αυτό που ξέρω εγώ είναι ότι θα μπορούσα να είμαι σε κανένα νησάκι με το κορίτσι και με τους φίλους μου, και έρχομαι και μοιράζομαι το κρεβάτι με τα ξαδέρφια μου και τα ακούω επειδή ήρθαν οι μαλάκες επίσκεψη και ταΐσαμε τα παιδιά το κρέας που δεν τους δώσαμε χθες.»

    «Σταμάτα να θυμώνεις!»

    «Ώρες ώρες νιώθω ξένο σώμα.» να ένα ακόμα αρνητικό που έχουμε εμείς τα παιδιά των χωρισμένων γονιών, είναι φορές που όση αγάπη και αν παίρνουμε από τους συγγενείς μας επειδή ο γάμος δεν κράτησε νιώθουμε λίγο αποκομμένοι από την οικογένεια, σα να μη μετράμε τόσο όσο πριν. Και αυτό δεν είναι ιδέα μας, φυσικά για κάποιους από τους θείους δεν έχει καμία σημασία αλλά κάποιοι άλλοι δε δυσκολεύονται πια να βγάλουν την πικρία τους για τη νύφη και το παιδί του αδερφού τους.  

    «Μη λες βλακείες! Ξέρεις ότι όλοι σε αγαπάμε, και μη φύγεις απόψε, εκτός κι αν θες να ανέβει το ζάχαρο της γιαγιάς και να μας τρέχεις στην πόλη βραδιάτικά.»

    «Απορώ πως δεν ανέβηκε μόλις έφυγε το κρέας για το δωμάτιο! Αύριο αν ψήσεις να συμπεριλάβεις και αυτούς στο τραπέζι.»

    «Μόνο αν αποφασίσουν να συμμετέχουν στα έξοδα!» είπε ο θείος μου και γέλασε. Με την επιμονή του θείου μου και μη θέλοντας να μου πει η μάνα μου, «Στα έλεγα εγώ, να πηγαίνεις μόνο λίγες μέρες να βλέπεις τη γιαγιά σου και να φεύγεις, για τίποτε άλλο δεν αξίζει πια το χωριό!» αποφάσισα να μείνω ώστε να δω το σόου να συνεχίζεται από κοντά.

    Από εκείνο το βράδυ και στο εξής τους είχαμε μόνιμους επισκέπτες. Έρχονταν γύρω στις δέκα που ήξεραν ότι σε λίγο το τραπέζι θα ήταν έτοιμο και φεύγανε περίπου στις δύο, κάποιες βραδιές που δεν ήρθανε, μπορώ να πω ότι κάποιοι ανησύχησαν αλλά γρήγορα ξεχάστηκε η απουσία τους και περάσαμε φίνα αφού μπορούσαμε να θυμηθούμε ιστορίες από τα παλιά. Επιπλέον ήταν ένα ευχάριστο διάλλειμα να μην ακούμε την γκρίνια του γλοιώδη τύπου για τα νερά και ότι κάποιος πήγε και του χάλασε το λάστιχο καθώς επίσης την ιστορία με τον «πίθωνα» που σκότωσε στην αυλή μιας γειτόνισσας και που η ίδια εκμυστηρεύτηκε ότι ήταν απλά ένα φιδάκι που είχε χωθεί στο λάστιχο του πλυντηρίου πριν βρει το θάνατο από την ηράκλεια δύναμη του Ηρακλή. Δεν πρέπει να ξεχάσω να αναφέρω ότι είχαν έρθει επίσκεψη μια φορά στη μία τα ξημερώματα αφού είδανε τα φώτα της αυλής αναμμένα, αναγκάζοντας με να σχολιάσω «Και κάποτε φοβόμασταν τα φαντάσματα!», ή μια άλλη φορά που το φαγητό δεν ήταν του γούστου τους και ρωτώντας τον ηλίθιο γιο τους αν θα του βάλουμε να φάει είπε

    «Σιγά μη φάω φακές!»

    «Περίμενε να βγάλω ψησταριά να σου ετοιμάσω δυο τρεις πανσέτες!» του είπα αναγκάζοντας τη γιαγιά μου να ξεκινήσει να χολογιέται, αλλά μετά το επεισόδιο που είχε γίνει κάποια χρόνια νωρίτερα και την είχα απειλήσει ότι θα πήγαινα στο πατρικό της μητέρας μου να μείνω δεν ξανατόλμησε να κάνει παρατήρηση, είχα και την στήριξη του θείου μου που ότι κι αν έλεγα συμφωνούσε μαζί μου. Πάντως εκείνο το βράδυ είδα το γιο του άθλιου ζευγαριού κάνα δυο φορές να κοιτάζει προς την σβηστή ψησταριά και αναρωτήθηκα αν όντως περίμενε να σηκωθώ να του ετοιμάσω φαγητό, ή ο άνθρωπος ήταν διανοητικά καθυστερημένος πέρα για πέρα ή μας είχε περάσει για υπηρέτες του.

    Το ενοχλητικό δεν ήταν το φαγητό το οποίο έπρεπε να τους ταΐσουμε, ούτε το γεγονός ότι έπρεπε να τους υπολογίζουμε στο δείπνο, ενοχλητική ήταν η σιωπηλή απαίτηση τους να το κάνουμε, και το γεγονός ότι πλέον τους είχαμε σχεδόν καθημερινά στα πόδια μας μην αφήνοντας μας σαν οικογένεια να μιλήσουμε χωρίς την παρουσία τους. Ότι έρχονταν πάνω στην καλύτερη ώρα, που τα παιδιά είχαν ξαπλώσει, που οι δουλειές είχανε τελειώσει και είχαμε μαζευτεί να πούμε πράγματα που δε θα είχαμε την ευκαιρία να τα πούμε για έναν ολόκληρο χρόνο μέχρι τον επόμενο Αύγουστο που θα ξανασυναντιόμασταν, πρώτα ο Θεός να είμαστε καλά, κληροδοτημένες φράσεις από τη μητέρα και τη γιαγιά μου, για όσους βιαστούν να σχολιάσουν άσε το Θεό ήσυχο και τι γυναικουλίστικα είναι αυτά. Κι έτσι πορευτήκαμε μαζί τους πάνω από δέκα χρόνια, ενώ για κάποιους έγιναν αγαπημένη συνήθεια αλλά δε πιάνονται οι κάποιοι αφού είναι ικανοί να φιλοξενήσουν και να βάλουν στο σπίτι τους τον οποιοδήποτε που θα βρεθεί στον δρόμο τους, αλλά για το συγκεκριμένο άτομο σκοπεύω να γράψω άπαντα οπότε δε θα σταθώ στο μικρό αυτό διήγημα το οποίο γράφετε για να αποθανατίσει το ‘‘μεγαλείο’’ της τσιγγουνιάς και του φορτώματος.

    Δε θυμάμαι ποιος ακριβώς έριξε την ιδέα που βάλαμε σε εφαρμογή εκείνο το βράδυ και απορώ γιατί διστάζαμε να την υλοποιήσουμε τόσα χρόνια. Με υπόγειες συνεννοήσεις με τα ξαδέρφια μου που είχαν πλέον μεγαλώσει και είχαν κουραστεί να έχουν ως κομμάτι του οικογενειακού πάζλ την συγκεκριμένη γλοιώδη οικογένεια, τους τέσσερις κοντούς και εκνευριστικούς συνδαιτυμόνες, που είχαν πολλαπλασιαστεί μιας και οι γιοι είχαν παντρευτεί και είχαν και παιδιά. Βάλαμε στο κόλπο και τον μικρότερο από τους μπαρμπάδες μας και κατά τις εννιάμιση φύγαμε από το πατρικό των γονιών μας και πήγαμε στο σπίτι τους. Το γεγονός ότι οι ‘‘οικοδεσπότες’’ δεν ήταν εκεί μας βόλευε, καθίσαμε στις καρέκλες που ήταν αφημένες στην αυλή και οι μικρότεροι στο πεζουλάκι και τους περιμέναμε, είχα δώσει οδηγίες στους μικρότερους να μη λένε βλακείες, δεν χρειαζόταν να μας υποψιαστούν, καλό θα ήταν να φανούν όλα σαν μικρά ατυχήματα.

    «Σε ποιο σπίτι να έχουν φορτωθεί τώρα;» αναρωτήθηκε ο κολλητός ξάδερφος.

    «Σε κάποιο που δε θα έχει για βραδινό κρέας!» του απάντησα και γελάσαμε.

    «Λες να έρχονται με όρεξη;»

    «Θα τους κοπεί μόλις μας δούνε!» ξεκίνησα να λέω μα εκείνη την ώρα τους είδαμε να εμφανίζονται στην πόρτα της αυλής τους.

    «Ποιος είναι εδώ;» ρώτησε τρομαγμένος ο «Ηρακλής» έτσι τον λέγαμε από τότε με την ιστορία του φιδιού.

    «Εμείς μπάρμπα!» ανέλαβα εγώ να μιλήσω.

    «Τι κάνετε μέσα στα σκοτάδια;» μας ρώτησε η γυναίκα του και ξεκλείδωσε την πόρτα για να ανάψει τα φώτα.

    «Σας περιμέναμε. Τόσα χρόνια μας επισκέπτεστε είπαμε να μην είμαστε γαϊδούρια και ακατάδεχτοι, και να σας ανταποδώσουμε την επίσκεψη.» δικαιολογήθηκα ή μάλλον καλύτερα ειρωνεύτηκα.

    «Χα χα, τι λένε τα παιδιά!» είπε ο μπάρμπας και φάνηκε ότι μόνο εγκάρδιο δεν ήταν.

    «Καλά κάνατε!» είπε τέλος η γυναίκα του και βγάζοντας καρέκλες μας μοίρασε ενώ κάθισε χωρίς να βγάλει τίποτα για κέρασμα.

    «Τα παιδιά πως και δε κοιμούνται;» αναρωτήθηκε εκείνος.

    «Τα παιδιά δεν είναι τόσο παιδιά πια!» σχολίασα 26 χρονών γάιδαρος όπως θα έλεγε η γιαγιά μου και θα συμφωνούσε και η μητέρα μου που πάντα αναρωτιόταν τι μου έκαναν τα ανθρωπάκια και με διάταζε να μη λέω κουβέντες. Αλλά σιγά μην έβαζα μυαλό μετά τις σπουδές και τον στρατό. Μη ρωτήσετε τι σπουδές ένας μπάρμπας μου, ο γαμπρός του πατέρα μου, ισχυρίζεται ότι τέλειωσα την γαϊδουροσχολή, όμως πότε του έδωσα σημασία για να του δώσω τώρα, άλλωστε έχω την εντύπωση ότι την ίδια σχολή τελειώσαμε... J

    Αυτό που γνώριζα πολύ καλά ήταν ότι έπρεπε να το ξημερώσω εκεί, είχα πει στους μικρότερους, ότι αν δεν άντεχαν δε θα έρχονταν μαζί μας, αν και η βοήθεια τους θα ήταν πολύτιμη τέτοιο άτακτο μελίσσι που ήταν, δεν έπρεπε να φύγουμε νωρίς ώστε να μας ακολουθήσουν, όποιος ήθελε θα έφευγε μόνος του, γι αυτό και τους είχα προμηθεύσει όλους με φακούς. Κανένας δεν έκανε παράπονο, καθίσαμε φρόνιμα ενώ ο μικρός αδερφός του πατέρα μου, ζήτησε να φέρουν κάτι να πιούμε. Η βδέλλα σηκώθηκε βιαστικά αν και στην πραγματικότητα απρόθυμη από τη θέση της, ενώ ο Μπίλλυ με είχε ενημερώσει ότι δεν έπρεπε να πιω τίποτα από τις μπόμπες που προμήθευε το εν λόγο «κατάστημα». «Πότης» καθώς ήμουνα δεν μπορούσα να αντισταθώ σε ένα ποτήρι τσίπουρο.

    «Μόνο που αυτό δεν είναι τσίπουρο, είναι πυρηνική βόμβα, μια γουλιά είναι αρκετή να σου καταστρέψει το στομάχι.»

    «Είσαι σίγουρος;»

    «Φυσικά. Έχουμε ένα σκοπό εδώ μη σε πάρουν τέσσερις και κερδίσει ο εχθρός!»

    «Έτσι όπως το θέτεις, δεν μπορώ από το να ακολουθήσω τη συμβουλή σου.»

    Τα παιδιά τα φίλεψαν με αναψυκτικό και εμάς με ποτήρια για να γεμίσουμε με τσίπουρο. Μόλις πήγα να ακουμπήσω το ποτήρι στο στόμα μου είδα το προειδοποιητικό βλέμμα του Μπίλλυ, όμως μια βιαστική γουλιά την κατέβασα. Όσο και να προσπαθούσες το ποτό δεν πινόταν, αυτό βρώμαγε βενζίνη, ξαφνικά άκουσα τον μικρότερο από τα ξαδέρφια μου, μόλις ήπιε μια γουλιά από το αναψυκτικό του.

    -Μπλιαχ, αυτό βρωμάει εντομοκτόνο. Μα καλά τι στο διάολο, να μας βγάλουν από τη μέση είχαν αποπειραθεί.

    -Αν δε σου αρέσει μην το πιεις του είπε ενοχλημένος ο «Ηρακλής».

    -Δεν έχεις τίποτε άλλο ρε θεια. Είπε ο μικρός που του είχα μια ιδιαίτερη αδυναμία μιας και μου θύμιζε τον εαυτό μου μικρό έτσι όπως ήταν θρασίμι.

    -Συγνώμη γλυκέ μου, δεν κατεβήκαμε στην πόλη να ψωνίσουμε. Του απάντησε μελιστάλαχτα αν και φάνηκε ο εκνευρισμός της κάτω από την ψεύτικη γλύκα της.

    Με την πρώτη ευκαιρία κι ενώ τα παιδιά κάνανε σαματά και τραβούσαν την προσοχή εμείς αδειάζαμε τα ποτήρια μας στο χώμα και τα γεμίζαμε εκ νέου με ‘‘βενζίνη’’. Γύρω στις δύο και με την ελπίδα να μη μας ακολουθήσουν, άλλωστε τα φώτα στην αυλή είχαν σβήσει επιστρέψαμε στο σπίτι. Τρεις νύχτες τους ανταποδώσαμε την επίσκεψη, την τρίτη δε, έγινε και τζέρτζελος αφού σπάσαμε και κάνα δυο πράγματα εντελώς ‘‘τυχαία’’, την τέταρτη μείναμε σπίτι να περιμένουμε την επίσκεψη, για βραδινό είχαμε φακές, η ώρα είχε πάει δώδεκα και κανείς δεν είχε εμφανιστεί, ούτε στη μία ούτε στις δύο, τελικά πήγαμε για ύπνο στις τέσσερις τα χαράματα αναρωτώμενοι αν δεν ήρθαν εξαιτίας των δικών μας οργίων στο σπίτι τους ή εξαιτίας του ότι δε μύρισαν κρέας. Την επόμενη έβαλα επίτηδες το θείο να ψήσει, όπως θα καταλάβατε το πρόγραμμα του φαγητού πλέον πέρναγε από τα χέρια μου, όμως ούτε με την τσίκνα εμφανίστηκαν. Η χαρά μας ήταν συγκρατημένη, ποτέ δεν ήξερες πότε θα εμφανιστούν τα ξωτικά του ρέματος.

    Στο τέλος έδωσα την άδεια να μαγειρεύουν πιο συχνά κρέας.

    «Αλλά συνεννοημένοι, αν ξαναεμφανιστούν ώρα φαγητού από την επόμενη φακές και τραχανά. Χίλιες φορές όσπρια και μεταξύ μας να απολαμβάνουμε την καλή παρέα παρά με κρέας και να έχουμε όλους τους παρείσακτους στο σπίτι να μη μας αφήνουν σε ησυχία.»   

 

ΤΕΛΟΣ

Μαίρη Β.

 

Διαβάστε επίσης: