Είμαι η Έλι, και αυτές είναι οι ιστορίες μου

 

Η Έλι είναι μια μαύρη γάτα, που ζει στην κουφάλα ενός λιόδεντρου μαζί με τη γιαγιά της την Αντιγόνη. Η Έλι έχει πάρει το όνομά της από το υπεραιωνόβιο αυτό δέντρο, που βρίσκεται στους πρόποδες του Παρθενώνα. Κυκλοφορεί στα σοκάκια της πλάκας, ταΐζεται από τα ταβερνεία της περιοχής, ανεβαίνει στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης όταν δεν έχει κόσμο. Εσείς, έχετε δει τον ήλιο να ανατέλει, από το βράχο του Παρθενώνα; Η Έλι έχει πολλές ιστορίες να σας διηγηθεί, από τη δική της ζωή αλλά και από τις εφτά ζωές πολλών άλλων μαυρόγατων.

 

Έλι – Ποιά είναι η Έλι;

Καλημέρα Αθήνα! Ξυπνάω και όπως τεντώνομαι στην κουφάλα του δέντρου που είναι το σπίτι μου εδώ και αρκετό καιρό, αντιλαμβάνομαι ότι η γιαγιά Αντιγόνη λείπει. Η γιαγιούλα μου είναι μεγάλη πορτογύρο, Θα ξεκίνησε τις πρωινές της επισκέψεις στην ψαραγορά. "Όταν σηκώνεσαι νωρίς παίρνεις τους καλύτερους μεζέδες" δεν ξεχνάει να επαναλαμβάνει. Σωστά τα λέει η γιαγιά μου, αλλά απολαμβάνω τόσο πολύ τον ύπνο. Είναι η ομορφότερη εφεύρεση των έμβιων όντων. Και δεν κρύβω πως το βράδυ ονειρεύτηκα ότι ήμουν στο πειρατικό με τον Γεράρδο. Ο πρόγονός μου αποδείχτηκε μεγάλος καπετάνιος. Πέρασε τη ζωή του στη θάλασσα, απ’ όταν μπήκε στο πλοίο δε θέλησε να βγει ξανά. Και στη μάχη ήταν πρώτος. Μια ματιά να του έριχναν οι πειρατές, το βλοσυρό του ύφος τους έκανε να βάζουν τις φωνές και να τρέπονται σε φυγή. Πολυταξιδεμένος ο Γεράρδος. Θα ήθελα κι εγώ να ταξιδέψω, για την ώρα τριγυρνάω στα σοκάκια της Αθήνας, που τη γνωρίζω σαν την πατούσα μου. Σε σύγκριση με τα αδέλφια μου έχω δει με βεβαιότητα περισσότερα μέρη. Το καλύτερο είναι ότι έχω την άνεση να ανεβαίνω όποτε θέλω στον ιερό βράχο. Κι ενώ οι άνθρωποι κάνουν ουρές, περιμένοντας ποιος ξέρει τι, εγώ περνάω ανάμεσα στα πόδια τους και κανείς δε με ενοχλεί. Φαίνεται ότι είμαι το ίδιο απειλητική με τον Γεράρδο. Αν και προτιμώ να ανεβαίνω όταν δεν έχει πολύ κόσμο. Οι άνθρωποι κάνουν απελπιστικά πολλή φασαρία, κι εγώ αγαπώ την ησυχία. Να κοιτάζω τον ήλιο να δύει ή και να ανατέλλει και να βάφει με τα χρώματα του τους κίονες άλλες φορές πορτοκαλί και κίτρινους και άλλες μωβ ή ροζ πριν το σκοτάδι απλώσει το πέπλο του πάνω στην Αθήνα μου! 

Αν και πρέπει να παραδεχτώ ότι προτιμούσα όταν είχε χώμα αντί για τσιμέντο. Ήταν πιο όμορφα, πιο φυσικό το τοπίο, αλλά είπαμε οι άνθρωποι δεν είναι και το πιο έξυπνο είδος στον πλανήτη. Μα ποιος ανόητος σκέφτηκε να τσιμεντώσει την Ακρόπολη! Πώς το σκέφτηκε; Γιατί το έκανε και κυρίως γιατί δε βρέθηκε κάποιος να του πει "όχι, μην το κάνεις", αχ άνθρωποι, αυτοί οι άγνωστοι! Έχω περπατήσει ανάμεσα στους κίονες και τις προάλλες κοιμήθηκα εκεί! Με ξύπνησαn όμως οι πρώτες αχτίνες του ήλιου, έμεινα για λίγο να χαζεύω την Αθήνα να ξυπνάει και έπειτα αποφάσισα να επιστρέψω στην κουφάλα της ελιάς, να συνεχίσω εκεί τον ύπνο μου. Βέβαια με περίμενε η γιαγιά Αντιγόνη και με κατσάδιασε που έλειπα όλη τη νύχτα. Φοβάται ότι θα κρυώσω κι ας έχουν αρχίσει να σφίγγουν οι ζέστες. Γιαγιάδες, τι να πεις, ανησυχούν με το τίποτα και εμείς τις αγαπάμε!

Η γιαγιά Αντιγόνη δεν είναι η πραγματική μου γιαγιά, είναι όμως αυτή που με πήρε μικρό γατάκι και με έκανε μεγάλη γάτα, από όταν με περιμάζεψε μένω μαζί της στην κουφάλα του δέντρου.

Η μητέρα μου είναι μια πανέμορφη λευκή γάτα με γούνα, είδα μια μέρα μια παρόμοια σε μια βιτρίνα καταστήματος παιχνιδιών, αλλά εκείνη ήταν λούτρινη και δεν ήταν ζωντανή, ευτυχώς μου το ξεκαθάρισαν, αλλιώς θα έψαχνα τρόπο να την ελευθερώσω, και θα ήταν μάταιος κόπος αν δεν μπορούσε να με ακολουθήσει στις βόλτες μου.

Αν και η μητέρα μου είναι αριστοκράτισσα, φάνηκε να προτιμάει τους άξεστους αλητόγατους. Μια τέτοια μαύρη αλητόγατα είναι ο μπαμπάς μου. Αφού συναντήθηκαν μια φορά που η μαμά μου το είχε σκάσει, γέννησε έξι γατάκια, τα πέντε ήταν όμορφα και φτυστά με εκείνη και το ένα, ήταν ένα ασχημόγατο μαύρο, εγώ. Το μόνο που πήρα από τη μητέρα μου είναι το χρώμα από το ένα της μάτι, το δεξιό. Το άλλο το πήρα από τον πατέρα μου, υποθέτω.  

Η μαμά μου αν και της αρέσουν οι αλητόγατοι είναι από σπίτι με τζάκι. Κι έτσι όμορφη και αφράτη που ήταν, σαν χινονιφάδα, οι φιλοξενούμενοί της αποφάσισαν να μην τη στειρώσουν, πριν κάνει απογόνους όμορφους σαν την ίδια. Σκέφτηκαν ότι θα ήταν προτιμότερο να διαιωνίσει το είδος με έναν γάτο από τζάκι, και της τον έφεραν να της τον γνωρίσουν, μόνο που εκείνος αποδείχτηκε άξεστος. Τελικά σαλόνι και τρόποι δεν πηγαίνουν αναγκαστικά χεράκι χεράκι. Ήταν τόσο ξιπασμένος που η μαμά δεν τον συμπάθησε καθόλου, όχι να φέρει και τα παιδιά του στον κόσμο. Εκείνος προσπαθούσε να τη στριμώξει και εκείνη τον χτύπαγε. Τελικά το έσκασε απηυδισμένη από μια ξεχασμένη ανοιχτή πόρτα. Και κάπως έτσι συνάντησε τον πατέρα μου. Ως ρεμάλι εκείνος ήξερε πως να γοητεύσει μια ψιψίνα της καλής κοινωνίας. Λίγους μήνες αργότερα γεννήθηκα εγώ και τα πέντε καρμποναριστά με τη μητέρα μας αδέλφια μου. Πολύς κόσμος παρέλασε από το σπίτι και εκείνα βρήκαν όλα σπιτικό, όμως η καλή μου μοίρα επιφύλαξε σε εμένα να είμαι ελεύθερη. Η αλήθεια είναι ότι με πείραζε όταν με κατηγορούσαν για γρουσούζα και ότι προκαλώ κακή τύχη. Θυμάμαι τη μαμά μου να τυλίγει προστατευτικά τα μπροστά της πόδια γύρω μου και να με γλύφει για παρηγοριά, αλλά τελικά λίγες ημέρες μετά βρέθηκα μόνη μου στους πέντε δρόμους. Άντε τώρα μικρό γατί να καταλάβεις ποιον δρόμο πρέπει να ακολουθήσεις και κυρίως όταν είναι πέντε. Ήμουν πολύ μικρή για να εκτιμήσω τις πολλές επιλογές τότε.

Ευτυχώς, για καλή μου τύχη, άκουσε τα απεγνωσμένα μου νιαουριτά που καλούσαν τη μαμά μου να έρθει να με ταΐσει η γιαγιά μου η Αντιγόνη και ήρθε και με περιμάζεψε. Με έπιασε από το σβέρκο και με τοποθέτησε στην κουφάλα της ελιάς, όπου με κράτησε ζεστή. Γαλατάκι μου έδιναν με το μπιμπερό κάτι παιδιά της γειτονιάς που δεν τους τρόμαζε το χρώμα μου, κι έτσι μεγάλωσα.

Πώς να μη θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό, και μάλιστα πιο τυχερό από τα αδέλφια μου! Μπορεί εκείνα να έχουν σπίτι και λιχουδιές, όμως δεν έχουν την τύχη να βλέπουν το ηλιοβασίλεμα από την Ακρόπολη. Δε θα περπατήσουν στους δρόμους της Πλάκας, δε θα γευτούν νοστιμιές από τις ταβέρνες και δε θα μάθουν την ιστορία των προγόνων μας, από την πλευρά του μπαμπά. Γι' αυτό κάθε πρωί, συχνά περασμένες δώδεκα, βγαίνω από την κουφάλα της ελιάς μου και βροντοφωνάζω : Καλημέρα Αθήνα, καλημέρα πόλη μου! Με τα καλά σου και τα κακά σου, με τις ομορφιές σου και τις ασχήμιες σου!

Υ.Γ.: Μα ποιος στην ευχή σκέφτηκε να τσιμεντώσει την Ακρόπολη;  

 

 

 

Ο ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ Ο ΛΙΝΚΟΛΝ 

Την πρώτη φορά που διασταυρώθηκαν οι δρόμοι μας, μείναμε να αναμετριόμαστε με το βλέμμα. Μόλις έβγαλε τη γλώσσα του κι άρχισε να κάνει λες και έτρεξε μαραθώνιο, διάβασα στα μάτια του ότι παρέμενε ένα παιχνιδιάρικο κουτάβι. Η αλήθεια είναι ότι τα σκυλιά δεν ωριμάζουν ποτέ. Το μυαλό τους το έχουν συνέχεια είτε στο παιχνίδι είτε στο φαγητό. Μα είναι κοινό μυστικό ότι τα σκυλιά είναι λαίμαργα, όσο και να τους δώσεις να φάνε, πρώτα θα σκάσουν και μετά θα σταματήσουν το φαγητό, αλλά πλέον είναι αργά. Δεν ξέρω τι κατοχικό σύνδρομο tα κατατρέχει, αλλά δεν σε τιμάει ένας θάνατος από υπερβολικό φαγητό. Όπως δεν τιμάει και ο θάνατος από την πείνα, μόνο που σε αυτή την περίπτωση δεν τιμάει εκείνους που σε άφησαν να λιμοκτονήσεις.

Αναρωτήθηκα αν άξιζε να τον γυμνάσω λίγο, παίζοντας κυνηγητό, ήταν μπουλουκάκος το χρυσό Λαμπραντόρ, και πρέπει να παραδεχτώ ότι για σκυλί ήταν αρκετά χαριτωμένο. Το σκυλί έκανε να πλησιάσει προς το μέρος μου, αλλά η συνοδός του τον συγκράτησε από το λουρί του.

"Όχι Λίνκολν, άσ' τη γατούλα".

Γατούλα να πεις τη μάνα σου, σκέφτηκα ενοχλημένη, ενώ ο Λίνκολν κλαψούρισε.

"Θες να σε γρατσουνίσει, σαν την άλλη τις προάλλες, κόντεψε να σε αφήσει τυφλό".

Κατάλαβα, μια δικιά μας επιτέθηκε στον σκύλο. Το πιο πιθανό να μην ήθελε παρτίδες μαζί του. Συνήθως την πληρώνουν τα φιλειρηνικά σκυλιά, εξαιτίας κάποιων φασαριόζων νταήδων. Το ότι τον έλεγαν Λίνκολν και είμαι μια μαύρη γάτα, με έκανε να τον συμπαθήσω. Αρχικά νιαούρισα ως χαιρετισμό σε εκείνον και ο Λίνκολν ούτε γαύγισε ούτε γρύλισε απειλητικά, απλά συνέχισε να λαχανιάζει.

"Άντε ώρα να πάμε σπίτι" είπε η συνοδός του και τον τράβηξε από το λουρί. Έμεινα να τους κοιτάζω να φεύγουν. Ίσως καλύτερα έτσι. Όμως τι θα έχανα αν τους ακολουθούσα, λογικά δε θα έμεναν μακριά. Σκέφτηκα ότι πιο φρόνιμο θα ήταν να μην κάνω τέτοια αποκοτιά. Όμως τι αξίζει η ελευθερία αν δε ζήσεις μια περιπέτεια! 

Ήμουν βέβαιη ότι η γιαγιά Αντιγόνη, που επιμένει πόσο φρόνιμη πρέπει να είμαι, θα με μάλωνε, αλλά όπως και να είχε ο κύβος ερρίφθη. η απόφαση είχε παρθεί. Βέβαια το ότι αποφάσισα να ακολουθήσω τον Λινκολν δε σήμαινε ότι δεν ήμουν προσεχτική. Μπορεί να πήγαινα σε αχαρτογράφητα νερά, και το ότι ο Λίνκολν ήταν φιλικός δεν σημαίνει ότι είναι και όλα τα σκυλιά που πιθανώς θα συναντούσα όσο τους είχα πάρει στο κατόπι.  

Το σπιτικό του αφεντικού του δεν ήταν και πολύ μακριά, και τι τυχερός που ήταν, είχε κήπο! Η αφεντικίνα έβγαλε το λουρί από τον Λίνκολν και τον άφησε έξω, ενώ εκείνη μπήκε στο σπίτι, αλλά σχεδόν αμέσως βγήκε, φέρνοντας τροφή και γεμίζοντας το πιατάκι του.

Εντάξει, κάθε περπατημένη γάτα γνωρίζει ότι δεν πλησιάζει σκύλο την ώρα του γεύματός του. Όσο φιλικός κι αν είναι. Γιατί καλός ο νέος φίλος, αλλά σαν το φαγητό δεν έχει. Μη θέλοντας να πιστέψει ότι είχα στόχο την τροφή του, παρέμεινα σε απόσταση ασφαλείας και είπα να απολαύσω το μπάνιο μου. Η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά για την άλλη μισή δεν έχω ακούσει τίποτα, οπότε μάλλον η καθαριότητα είναι η απόλυτη αρχοντιά. Μια ψιψίνα που σέβεται τον εαυτό της φροντίζει η γούνα της να είναι πάντα γυαλιστερή. Με το ένα πόδι να χαιρετάει τον ουρανό και το κεφάλι ανάμεσα στα αχαμνά με ανακάλυψε η αφεντικίνα του.  

"Λίνκολν, για δες ποια σε επισκέφτηκε;"

Ο Λίνκολν γαύγισε, έγλειψε ό,τι είχε απομείνει στο πιατάκι του και ήρθε να μας συναντήσει.

 

 

ΑΓΑΠΑ ΤΟΝ ΦΙΛΟ ΣΟΥ ΜΕ ΤΑ ΕΛΑΤΩΜΑΤΑ ΤΟΥ

"Πεινάς γλυκούλα;" με ρώτησε η αφεντικίνα του Λίνκολν

"Χμ, όχι ιδιαίτερα, αλλά αν θέλετε να με τρατάρετε κάτι για το καλωσόρισμα, πρώτη φορά στο σπίτι σας… κι ανάλογα με τη λιχουδιά πάντα, δεν θα πω όχι".

"Ωχου, με τόση λογοδιάρροια πρέπει να υποφέρεις από την πείνα εσύ, πανέμορφο μαυρόγατο"  δεν πρέπει να σκάμπαζε γρι από τη γατίσια γλώσσα.

"Δεν είπα αυτό, αλλά αν δεν μου αρέσει θα το δώσω να το φάει ο χοντρούλης από εδώ" νιαούρισα.

"Δεν είμαι χοντρούλης, απλά χυμώδης" γαύγισε αντιδρώντας ο Λίνκολν.

"Μην γαυγίζεις Λίνκολν, θα τρομάξεις τη φιλοξενούμενή σου"

"Χα, δε με τρόμαξε ποτέ κανένα κουτάβι" αντιτέθηκα νιαουρίζοντας.

"Δεν είμαι κουτάβι".

"Ναι, καλά".

"Τι ;"

"Δεν είσαι κουτάβι".  

"Τι να σου φέρω να φας όμως, που δε θα σπεύσει να στο πάρει από το στόμα αυτό το φαγανό αγόρι;" Αναρωτήθηκε η γυναίκα, τρίβοντας τρυφερά τη χρυσαφί γούνα του Λίνκολν.

"Χυμώδη φίλε, εσένα εννοεί;"

"Συκοφαντίες".

Τελικά μου έφερε λίγο γάλα και για να είναι ασφαλές το γεύμα μου, πέρασε το λουρί πάλι στον Λίνκολν και τον κρατούσε μακριά όσο εγώ απολάμβανα το κέρασμα. Κι ο ανόητος, δεν κατάλαβε ότι του το πέρασε για να τον κρατήσει μακριά από το πιάτο μου και χάρηκε, περιμένοντας δεύτερη βόλτα.

"Τελείωνε!" μου γαύγισε "ήρθε η ώρα να παίξουμε".

"Τι κουτάβι!" απάντησα φέρνοντας μια βόλτα τα μάτια μου μέσα στις κόχες τους. Μόλις τελείωσα με το φαγητό, η αφεντικίνα αποφάσισε να λύσει το λουρί και να μπει μέσα να ασχοληθεί με τα ανθρώπινα, ενώ ο Λίνκολν πλησίασε και μύρισε το πιάτο μου, μόνο που δεν υπήρχε ίχνος γάλα. Δε φάνηκε πάντως να απογοητεύεται, το μυαλό του το είχε στο παιχνίδι.

"Θες να τρέξουμε;" γαύγισε ευχαριστημένος με την πρόταση του ο Λίνκολν.

"Γιατί σε βγάλανε Λίνκολν;" τον ρώτησα εγώ που είχα μεγάλη όρεξη για κουβέντα μα καμία για τρέξιμο.

"Μα γιατί είναι το όνομά μου. Εσένα πώς σε λένε;"

"Έλι με λένε εμένα, όμως εσύ ξέρεις ποιος ήταν ο Λίνκολν;"

"Πώς δεν ξέρω, τι ανόητη που είσαι, εγώ είμαι φυσικά!"

Για σκύλος και μάλιστα σπιτίσιος, η μόρφωση που είχε ήταν απαράδεκτη.

"Τι θα κάνουμε, θα τρέξουμε;" γαύγισε ανυπόμονα.

"Σκέφτομαι να κάνουμε κάτι καλύτερο".

"Πες, πες, πες" τρία κοφτά γαυγίσματα με έκαναν να τραβηχτώ.

"Ακροβατικά!"

"Δηλαδή;"

"Εσύ θα τρέχεις κι εγώ θα ισορροπώ στη ράχη σου". Ήταν σωματώδης κι εγώ αρκετά μικρόσωμη, ώστε να μπορώ να αράξω όσο εκείνος έτρεχε, αφού αυτό ήθελε. Μια συμφωνία επικερδής και για τους δυο μας. "Τι λες;" τον ρώτησα.

"Και πώς θα σε βλέπω;"

"Δε χρειάζεται να με βλέπεις, σημασία έχει να νιώθεις ότι είμαι κοντά σου. Θα κάτσεις να ανέβω στην πλάτη σου ή να γυρίσω σπίτι μου;"

"Έχεις κι εσύ σπίτι;" με ρώτησε

"Δε θα έχω, τι με πέρασες, άστεγη;"

"Εντάξει" γαύγισε και κάθισε ώστε να ανέβω στην πλάτη του.

"Μην αρχίσεις και καλπάζεις, δεν είσαι άλογο. Θα πηγαίνεις αρχικά περπατώντας κι έπειτα με ελαφρύ τροχάδην, έχουμε τον ίδιο σκοπό.

"Δηλαδή;"

"Να μείνω όσο το δυνατόν περισσότερο στην πλάτη σου. Δεν είσαι ταύρος σε ροντέο να θες να με πετάξεις από πάνω σου. Είσαι ένα ευγενικό και εκλεπτυσμένο ζωντανό".

"Καλά" γαύγισε και άρχισε να περπατάει. Εγώ καμαρωτή καθόμουν στην πλάτη του και απολάμβανα τη βόλτα μου στον όμορφο κήπο. Μπορεί να είχα ολόκληρη την Αθήνα δική μου, αλλά κι ο Λίνκολν είχε ένα κομμάτι παραδείσου να απολαμβάνει. Ώσπου πρόσεξα ότι στην μπαλκονόπορτα η αφεντικίνα του μας κοίταζε, ενώ κρατούσε ένα επίπεδο πράγμα στα χέρια της.

"Τι είναι αυτό;" νιαούρισα στον Λίνκολν. Γύρισε και κοίταξε προς την τζαμένια πόρτα. "Έχω δει κι άλλους να κρατάνε παρόμοια και να τα κοιτάζουν σαν υπνωτισμένοι".

"Ο καλύτερός της φίλος είναι αυτό’’ γαύγισε με απαξίωση ο Λίνκολν. "Του μιλάει συχνά, κάποιες φορές βέβαια το μαλώνει κι αυτό μου δίνει μια κάποια ικανοποίηση. Και κάποιες φορές με τραβάει κι εμένα, αποτυπώνει ό,τι κάνω. Μεταξύ μας πιστεύω ότι είναι κατάσκοπος!"

"Κατάσκοπος;" νιαούρισα απορημένη.

"Α ναι, έχω δει να αντιγράφει τα κόλπα μου ένα μικρό σκυλί που υπάρχει εκεί μέσα".

"Χωράει εκεί ένα μικρό σκυλί;" ρώτησα μπερδεμένη.

"Μια χαψιά το κάνεις, μικρότερο κι από ποντίκι. Αντιγράφει τα κόλπα μου και τα μεταφέρει σε τρίτους για να τα αντιγράφουν κι αυτοί με τη σειρά τους. Δεν τον συμπαθώ καθόλου. Όταν ασχολείται μαζί του, δεν μου δίνει καμία απολύτως σημασία" γαύγισε ενοχλημένος.

"Ώστε έτσι! Νομίζω όμως ότι ήρθε η ώρα να ξεκουραστούμε".

"Δεν κουράστηκα" .

"Κουράστηκα εγώ, ξέρεις τι δύσκολο που είναι να προσπαθείς να ισορροπήσεις πάνω σε μια ράχη αδέξια".

"Δεν είναι αδέξια η ράχη μου".

"Αγάπα τον φίλο σου με τα ελαττώματα του. Λοιπόν λέω να ρίξω έναν υπνάκο"

"Που;" αναρωτήθηκε γαυγίζοντας ο σκύλος.

"Σε αυτή τη χρυσή φλοκάτη" απάντησα, αρχίζοντας να ζυμώνω μαλακά την χρυσαφένια ράχη του.

"Ας είναι, θα κοιμηθώ κι εγώ" γαύγισε και μάζεψε τα πόδια του κάτω από την κοιλιά του. "Δεν σου φαίνεται, αλλά είσαι βαριά" μου επέστρεψε το σχόλιο για τα κιλά του, που είχα κάνει νωρίτερα.

"Είμαι βαρυκόκκαλη γι' αυτό!" νιαούρισα, ενώ χασμουριόμουν.

"Έτσι λένε όλες οι χοντρούλες".

"Ααα, δεν επιτρέπεται αυτή η λέξη, έχει λογοκριθεί. μέχρι κι από τραγούδι αντικαταστάθηκε" παρατήρησα νιαουρίζοντας, αλλά δεν πρόλαβα να ακούσω την απάντηση, αποκοιμήθηκα στη χρυσαφένια πλάτη του νέου πιο πιστού μου φίλου, του Λίνκολν.      

 

 

Η ΓΙΑΓΙΑ ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΚΑΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ

"Γιαγιά, πως πήρες το όνομά σου;" θυμάμαι να τη ρωτάω, μικρό γατάκι ακόμα την ώρα που ανάσκελα τέντωνα τα πόδια μου στον αέρα να φτάσω την οροφή της κουφάλας. Την είδα να χαμογελάει.

"Είναι μεγάλη ιστορία" απάντησε.

Έμεινα για λίγο ακίνητη με τα πόδια στον αέρα, ύστερα γύρισα στο πλευρό, κι έπειτα στάθηκα πριν κάτσω στα πίσω πόδια.

"Ξέρεις ότι μου αρέσουν οι ιστορίες και οι μεγάλες ακόμα περισσότερο".

"Αχ Ελίτσα μου!" χαμογέλασε εκείνη. «Όπως γνωρίζεις είμαι γέννημα θρέμμα Αθηναία».

"Γιαγιά, εγώ τι γέννημα θρέμμα είμαι;" απόρησα μιας και πρώτη φορά άκουγα αυτή τη φράση.

"Εσύ Ελίτσα μου είσαι γέννημα σαλονιού, θρέμμα όμως αλωνιού"

"Εντάξει γιαγιά" συμφώνησα και την κοίταξα όλο προσμονή για να μου πει την ιστορία της. Το όνομα είναι μεγάλη ιστορία σε ακολουθεί όσο ζεις, αλλά και μετά όποιος σε νοσταλγεί και σε μνημονεύει με ένα όνομά θα χρειαστεί να το κάνει. 

"Όταν γεννήθηκα λοιπόν δεν είχε βρεθεί κανείς να μου δώσει ένα όνομα, ούτε και στα αδέρφια μου. Έμενα μαζί τους και με τη μαμά μας. Μεγαλώνοντας λίγο, και αφού δε χρειαζόταν να είναι η μαμά μας συνέχεια πάνω από το κεφάλι μας να μας προσέχει, τα αδέρφια μου κι εγώ ξεκινήσαμε τα παιχνίδια και τις βόλτες στην περιοχή. Όπως και σε εσένα μας άρεσε να ανεβαίνουμε στον ιερό βράχο, να νιώθουν οι γατίσιες πατούσες μας το χώμα, μετά έριξαν το τσιμέντο".

"Μα ποιος έριξε τσιμέντο γιαγιά;"

"Κάποιος ανόητος Έλι μου που δε σέβεται τίποτα, που βρισκόμουν όμως πριν με διακόψεις;"

"Στον ιερό βράχο" της θύμισα.

"Εκτός όμως από την Ακρόπολη μας άρεσε να παίζουμε πολύ και στο ωδείο. Μικρά όπως ήμασταν δεν ξέραμε ότι στο ωδείο δίνονταν παραστάσεις και συναυλίες, το αντιλαμβανόμασταν απλά σαν έναν τεράστιο χώρο που προσφερόταν για γατοκυνηγητό και γατοκρυφτό. Ήταν ένα καλοκαιρινό βραδάκι και είπαμε να πάμε να παίξουμε στην αυλή μας, όπως συνηθίζαμε να λέμε το ωδείο. Ξεκινήσαμε όλα μας τρέχοντας με σκοπό να φτάσουμε πρώτα, για να είμαστε ο νικητής. Κάπως έτσι βρέθηκα πρώτη στη σκηνή, όταν άναψε ένα φως και εγώ πάγωσα, ύστερα κοίταξα γύρω μου και είδα ότι η αυλή μας ήταν γεμάτοι με ανθρώπους που κάθονταν στα μαρμάρινα πεζούλια. Ένα παιδάκι με έδειξε και είπε "Ωχ ένα γατάκι!". Δεν μπορώ να μην παραδεχτώ ότι ξαφνιάστηκα από τον τόσο κόσμο, όμως πριν προλάβω να αντιδράσω γέμισε και η σκηνή από ανθρώπους και εγώ παγιδεύτηκα σε αυτή. Ζαλισμένη και ανήσυχη πήγαινα αριστερά δεξιά, με φόβο μη με πατήσουν, πολλοί ήταν εκείνοι που με έσπρωξαν στο πλάι με το πόδι τους. Έτσι, θέλοντας και μη βρέθηκα να παίρνω μέρος στο έργο, και μπορώ να παραδεχτώ ότι ίσως είχα κλέψει την παράσταση, αν και κυρίως αυτό που προσπαθούσα να κάνω ήταν να αποφεύγω τα ανθρώπινα πόδια. Τη στιγμή που κοιτάζοντας πίσω μου πήγα να κάνω την αλησμόνητη είσοδο, εμφανίστηκε μια κοπέλα που τη συνόδευε ένας άντρας κι εγώ βρέθηκα στα πόδια της. Χωρίς να διστάσει έσκυψε και με πήρε στα χέρια της, την ώρα που απαντούσε σε έναν εξαγριωμένο άντρα. Θυμάμαι ακόμα ορισμένα από τα λόγια της:

̇και μήτε πίστευα τόση δύναμη πώς να ‘χουν τα δικά σου κηρύγματα, ώστ’ ενώ είσαι θνητός να μπορείς των θεών τους νόμους τους άγραφτους κι ασάλευτους να βιάζεις∙ γιατί όχι σήμερα και χθες, μα αιώνια ζουν αυτοί, και κανείς δεν το γνωρίζει από πότε φανήκανε∙

(…)

Όμως ο Άδης ίσους για όλους ποθεί τους νόμους που έχει.

(…)

Εγώ δεν είμαι για να μοιράζομαι έχθρες, αλλ’ αγάπη. 1

 

Είχαν οργή τα λεγόμενά της και τα μάτια της πέταγαν φλόγες, όμως την ίδια ώρα Ελίτσα μου το χάδι της ήταν τρυφερό και καθησυχαστικό, ενώ κάθε που με κοίταζε, το βλέμμα της γλύκαινε. Παρέμεινα όσο το δυνατόν πιο ήσυχη, γυρίζοντας το κεφάλι μου μια στο κορίτσι που με κρατούσε και μια στον άντρα που τη μάλωνε, μάλιστα κάποια στιγμή τόλμησα και του νιαούρισα εκνευρισμένη, πράγμα που έκανε τους καθήμενους να γελάσουν, όμως εκείνη έτριψε το πρόσωπό της στη γούνα μου και σώπασα. Άλλωστε ήθελα να καταλάβω γιατί την κατηγορούσαν;

"Μα γιατί την κατηγορούσαν;" ρώτησα και τα μάτια μου έμειναν ορθάνοιχτα από προσμονή.

"Είναι μεγάλη ιστορία".

"Πάλι τα ίδια θα λέμε γιαγιά; Μ' αρέσουν... "

"...οι μεγάλες ιστορίες, το ξέρω. Όταν ο πατέρας της ο Οιδίποδας έχασε το φως του..."

"Πώς το έχασε;"

"Αυτό Ελίτσα μου δεν είναι απλώς μεγάλη ιστορία, είναι άλλη ιστορία. Όταν λοιπόν ο Οιδίποδας παραιτήθηκε από τον θρόνο του, οι φυσικοί διάδοχοί του ήταν οι δυο γιοι του, ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης. Τα δύο αδέλφια συμφώνησαν να κυβερνούν το βασίλειο της Θήβας εναλλάξ τον ένα χρόνο ο ένας, τον επόμενο ο άλλος.  Μόνο που ο Ετεοκλής λήγοντας ο πρώτος χρόνος βασιλείας του, αρνήθηκε να παραδώσει τον θρόνο στον αδερφό του για τον επόμενο. Αποτέλεσμα ο Πολυνείκης προσβεβλημένος να φύγει από την πατρίδα του και  να κηρύξει πόλεμο στον αδελφό του και κατ' επέκταση στη Θήβα. Τα δυο αδέλφια θα αλληλοσκοτωθούν και ο θείος τους θα ανέβει στον θρόνο μετά τον θάνατό τους, αυτός θα διατάξει να μείνει ο Πολυνείκης άθαφτος ως εχθρός της Θήβας. Αυτό Ελί μου να ξέρεις είναι μεγάλη προσβολή και ύβρης για τον νεκρό. Από τις μεγαλύτερες. Ο Πολυνείκης δεν μπορεί πλέον να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Όμως θα το κάνει για εκείνον η αδελφή του η Αντιγόνη, θα υπερασπιστεί και θα παρακούσει τη διαταγή του νέου βασιλιά και θα έρθει σε σύγκρουση με την εξουσία.

Να θυμάσαι γατούλα μου, οι νεκροί δεν μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, αλλά συχνά υπάρχουν άνθρωποι που τους αγάπησαν, φέρνουν την αλήθεια στο φως και έπειτα θα ακολουθήσουν κι άλλοι που βλέπουν την αδικία και  αντιδρούν, και τότε γίνονται ποτάμια και πνίγουν την αδικία".    

 

1. Μετάφραση Ι. Γρυπάρη (Αντιγόνη Σοφοκλή)

 

 

Μάρτυρας πλημμύρας

Το πρώτο μου καλοκαίρι στην Αθήνα. Στην πραγματικότητα είναι το πρώτο μου καλοκαίρι ούτως ή άλλως, αφού γεννήθηκα την τελευταία μέρα του περασμένου φθινοπώρου. Δεν ξέρω αν σας είπα ότι είμαι Σαββατογεννημένη. Όχι ότι αυτό παίζει κάποιο σημαντικό ρόλο. Όπως ακούγονται πολλά για τις μαύρες γάτες έτσι ακούγονται και για τους Σαββατογεννημένους. 

Αυτό που έχω εισπράξει μέχρι στιγμής από τη σχέση μου με το καλοκαίρι είναι ότι έχει πολλή ζέστη. Γι’ αυτό και προσφέρεται για χουζούρι. Ειδικά η μέρα. Ακόμα και η γιαγιά Αντιγόνη, αφού πρώτα κάνει την καθιερωμένη βόλτα της στην ψαραγορά επιστρέφει στην κουφάλα της ελιάς μας για να πάρει τουλάχιστον έναν δεκάωρο υπνάκο. Δροσερή και σκιερή, που θα βρει κάποιος καλύτερο καταφύγιο από τη ζέστη. Το βραδάκι που πέφτει η δροσιά μπορείς να βγεις και να περπατήσεις στην όμορφη πόλη.

Δεν μπορώ να τη συγκρίνω με καμία άλλη, αφού δεν έχω φύγει από την Αθήνα, παρά μόνο ταξιδεύοντας με τη φαντασία μου, μέσω των ιστοριών που μου διηγείται η γιαγιά Αντιγόνη. Τέλος πάντων, δεν έχει σημασία. Η μοίρα μου, η μάλλον η καλή μου τύχη, με έριξε εδώ και είμαι ικανοποιημένη.     

Ένα απόγευμα που κατέβαινα από την Ακρόπολη προς το Θησείο, για να επισκεφτώ τις ταβέρνες και να φάω λίγο κρεατάκι, κοιτάζοντας δεξιά αριστερά είδα τη φωτογραφία μιας μαύρης γάτας  με τεράστια κίτρινα μάτια. Νιώθω μεγάλη συγγένεια με κάθε μαύρη γάτα, άλλωστε με το ένδοξο παρελθόν μας νιώθω σεβασμό και ελπίζω ότι θα μου δοθεί η ευκαιρία να κάνω κι εγώ κάποια στιγμή στη ζωή μου κάτι σπουδαίο. Και αυτή η αδύνατη γάτα, με τα πεταχτά αυτιά και τα κίτρινα μάτια μου έδινε την εντύπωση ότι για κάποιο λόγο ήταν σημαντική. Και μιας και λατρεύω να ακούω ιστορίες πολύ ήθελα να ακούσω και τη δική της. Αγαπώ τις ιστορίες που η γιαγιά μου η Αντιγόνη μου λέει, αλλά δε θα με πείραζε καθόλου να συναντήσω κάποιον να μου πει απευθείας τη δική του ιστορία. Θα μου άρεσε πολύ να συναντήσω για παράδειγμα τον Γεράρδο και να μου αφηγηθεί κάποιες από τις περιπέτειές του με το πλήρωμα των γυναικών, που είχαν άδικα κατηγορηθεί για μάγισσες. Και ας μην ξεχνάμε πως και ο ίδιος είχε συμβάλει στη διάσωσή τους από τους πειρατές. Όταν άκουγα τη γιαγιά να μου αφηγείται την ιστορία του Γεράρδου, είχα αναρωτηθεί αρκετές φορές μήπως τελικά οι γυναίκες εκείνες ήταν όντως μάγισσες, με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο όμως από αυτόν που τις κατηγορούσαν. Οι γυναίκες εκείνες ήταν πολύ έξυπνες και θαρραλέες, μήπως αυτό τις έκανε επικίνδυνες; Μήπως η εξυπνάδα είναι μια μορφή μαγείας σε έναν κόσμο ανόητων; Και για την καλοσύνη δε θα μπορούσε να ισχύει το ίδιο, όταν υπάρχει τόση κακία και αδιαφορία; Όσο για τις γνώσεις τους.

Όμως δεν είμαι τόσο ανόητη, καταλαβαίνω ότι δεν πρόκειται να συναντήσω ποτέ τον Γεράρδο, δε μας χωρίζει απλά χιλιομετρική απόσταση, αλλά κυρίως χρονική. Εκείνος τώρα θα κάθεται στον θρόνο του στον παράδεισο και θα τρώει σαρδελίτσες. Μπορεί και να μη χρειάζεται να τρώει. Θα ήταν άδικο για τις σαρδελίτσες να τις τρώνε σε κάθε ζωή.

Ας επιστρέψω όμως στο θέμα μου, βλέποντας εκείνη τη γάτα με τα κίτρινα μάτια, μου γεννήθηκε η διάθεση να τη συναντήσω και να ακούσω ό,τι είχε να μου διηγηθεί. Στην αρχή δίστασα μα τελικά μπερδεύτηκα ανάμεσα σε ανθρώπινα πόδια  και εισέβαλα σε μια αυλή. Είχε δροσιά εκεί και ήταν στρωμένη με βοτσαλάκια. Απλωμένες υπήρχαν υφασμάτινες καρέκλες αλλά και τραπεζάκια. Ήδη κάποιοι κάθονταν και απολάμβαναν τα δροσερά ποτά τους. Από όσους με πρόσεξαν άλλοι δε μου έδωσαν σημασία, συνεχίζοντας τις κουβέντες τους, ενώ κάποιοι άρχισαν τα ψιτ ψιτ. Προφανώς με είχαν μπερδέψει με τη γάτα της φωτογραφίας. Όμως εγώ είχα μια αποστολή, να τη βρω και να μου πει την ιστορία της. Δεν είχα σκοπό να δώσω σημασία στους σαχλούς ανθρώπους. Πήγαινα δεξιά, πήγαινα αριστερά, αλλά πουθενά η άλλη γάτα.

«Πολύ έξυπνο Θανάση»  άκουσα έναν κύριο να σχολιάζει .

«Ποιο πράγμα;» ρώτησε εκείνος.

«Μα που έφερες τη μασκότ του Flow να δει την ταινία!»

«Ωχ» είπε ο άντρας μόλις με πρόσεξε «τι κάνει τούτο εδώ;»

«Θα ήρθε να δει την ταινία».

«Άραγε θα ζητήσει και αυτόγραφο από τον πρωταγωνιστή;» σχολίασε μια κυρία και γέλασαν.

Δεν είναι να τους παίρνεις στα σοβαρά τους ανθρώπους όταν μιλάνε μεταξύ τους, σκέφτηκα και συνέχισα την αναζήτηση.

Ο κύριος που άκουγε στο όνομα Θανάσης έφερε ένα μπολάκι με νερό και το άφησε δίπλα σε ένα πεζούλι, καθώς και λίγους μεζέδες από κρέας. Είπα κι εγώ να αφήσω την αναζήτηση και να πάω προς τέρψη του στομαχιού μου. Έπινα νερό μόλις ένας ήχος μου τράβηξε την προσοχή, σήκωσα το κεφάλι και τότε είδα τον γάτο της φωτογραφίας μέσα σε μια οθόνη που όλοι είχαν στραμμένη την προσοχή τους σε αυτή. Άφησα κι εγώ το νερό κι ανέβηκα στο πεζούλι, ο μαύρος γάτος αναπαριστούσε την περιπέτειά του μπροστά στα μάτια μου. Ω, ήταν πολύ καλύτερο από το να μου τη διηγηθεί. Είδα το μέρος που η στάθμη του νερού άρχισε να ανεβαίνει κρύβοντας τη στεριά. Είδα τις επιθέσεις, κρατώντας την ανάσα μου, κάποιων άγριων πουλιών που έμοιαζαν με πελεκάνους ενάντια στον γάτο, και πώς ένα άλλο τον υπερασπίστηκε. Είδα τη φιλία και τη συνεργασία να αναπτύσσεται ανάμεσα σε διαφορετικά ήδη, τη φροντίδα για την εξασφάλιση της τροφής της παρέας.  Ο γάτος, το εξωτικό πουλί, ένα σκυλί που το μυαλό του είχε στα παιχνίδια και έχασαν ένα τόπι στο νερό, έναν λεμούριο που είχε κληρονομήσει τις άσχημες συνήθειες των ανθρώπων, μαζεύοντας άχρηστα πράγματα κι ενός τρωκτικού, που έμοιαζε κάπως με κάστορα, αλλά μάλλον δεν ήταν. Από τους ανθρώπους το μόνο που είδα ήταν οι συνέπειες της συμπεριφοράς και της ανευθυνότητάς τους. Ήταν πολύ ωραία και συγκινητική ταινία. Ειδικά η σχέση του γάτου με τον σκύλο. Μου θύμισε εμένα και τον Λίνκολν. Θα έπρεπε να πάω να συναντήσω τον φίλο μου τις επόμενες ημέρες, κράτησα σημείωση στο μυαλό μου.

Η οθόνη μαύρισε και οι άνθρωποι σηκώθηκαν από τις θέσεις τους. Μάλλον ο γάτος μαζί με τα άλλα ζώα, έπειτα από τόση κούραση δε θα είχαν διάθεση να τους εκφράσουν τον θαυμασμό τους. Αποφάσισα να φύγω κι εγώ, να γυρίσω λίγο την πόλη, να δεχτώ το φαΐ της ταβέρνας που με φιλοδωρούν οι σερβιτόροι και πιο νωρίς το πρωί να επιστρέψω στην κουφάλα.

Ήμουν πολύ ενθουσιασμένη που θα είχα να διηγηθώ εγώ μια ιστορία στη γιαγιά μου για μια μαύρη γάτα αυτή τη φορά. Δε θα άφηνα την παραμικρή λεπτομέρεια απέξω, και ύστερα θα την έλεγα και στον Λίνκολν. Άραγε αν την επόμενη φορά τον έπαιρνα μαζί μου θα καθόταν ήσυχος ή θα γαύγιζε όλη την ώρα όταν θα έβλεπε τα σκυλιά και τη γάτα; Άσε καλύτερα να ακούσει τη διήγηση χωρίς εικόνα. Μπαίνοντας στην κουφάλα μου, τεντώθηκα και ξάπλωσα, θα έλεγα αργότερα την ιστορία στη γιαγιά Αντιγόνη, αφού δεν είχε επιστρέψει από τη βόλτα της. Χασμουρήθηκα και έκλεισα τα μάτια μου. Και σας ορκίζομαι ότι είδα στον ύπνο μου ότι σε μια αντίστοιχη πλημμύρα στο καράβι ήμουν εγώ με τον Λίνκολν, κι ήμουν εγώ αυτή τη φορά που βούταγα στο νερό και μας έφερνα ψάρια.

   

 

Κάποιοι πάνε διακοπές 

Το ευέλικτο αιλουροειδές κορμί μου πέρασε ανάμεσα από μια συστάδα θάμνων που χρησίμευε ως ένας φυσικός φράχτης, ο οποίος χώριζε τον κήπο του Λίνκολν από τον δρόμο. Ο φίλος μου στεκόταν κοντά στην πόρτα, και γαύγιζε σε όποιον τύχαινε να περνάει απ’ έξω. Πήγα στην αυλή αποφασίζοντας να του επιτρέψω να συνεχίσει το χόμπι του κι άρχισα να πλένομαι. Είχα αρχίσει να πεινάω,  αλλά στάθηκα τυχερή αφού με πρόσεξε από τη τζαμαρία η αφεντικίνα του και βγήκε να με κεράσει κρύο γάλα. Αφού της έγλειψα το χέρι, απόλαυσα το ρόφημα στο μπολ, ήταν ό,τι έπρεπε με τη ζέστη που είχε. Όταν ο Λίνκολν άκουσε την πόρτα να ανοίγει πίσω του, γύρισε και κοίταξε, αφήνοντας στην ησυχία τους σκύλους και διαβάτες, πλησίασε το μπαλκόνι.

«Καιρό έχεις να φανείς!» σχολίασε.

«Είχα δουλειές.»

«Δηλαδή;»

«Τη μέρα κοιμόμουν, και το απόγευμα έβγαινα βόλτες και για φαγητό. Α, και ένα απόγευμα πήγα σινεμά». Μου είχε εξηγήσει η γιαγιά μου όταν της είπα την ιστορία του Flow και της εξέφρασα την επιθυμία μου να πάω ξανά εκεί και να συναντήσω τον μαύρο γάτο, ότι όσες φορές και να πήγαινα δε θα κατάφερνα να τον συναντήσω και να πιάσω μαζί του κουβέντα.

«Σινεμά! Δεν έχω πάει ποτέ σινεμά» γρύλισε εκείνος λυπημένος. «Πώς είναι;»

«Είναι μια μεγάλη οθόνη που εκεί μέσα υπάρχουν ιστορίες».

«Μεγάλη οθόνη που εκεί μέσα υπάρχουν ιστορίες!» επανέλαβε ο Λίνκολν. «Κάτι μου θυμίζει αυτό. Νομίζω ότι έχω μια ιδέα. Δεν ξέρω βέβαια σε πόσο μεγάλη οθόνη αναφέρεσαι. Τέλος πάντων» με διέκοψε πριν προλάβω να του απαντήσω. «Χάρηκα που ήρθες, πριν φύγω».

«Πού θα πας;»

«Θα πάμε διακοπές».

«Τι είναι οι διακοπές;» ρώτησα αδιάφορη, ξεκινώντας να γλείφω το μπούτι μου.

«Διακοπές είναι όταν διακόπτεις τη ρουτίνα σου, συνήθως περιλαμβάνει και ταξίδι».

«Και ποια είναι η δική σου ρουτίνα;» τον ρώτησα.

«Να γαυγίζω σε όποιον πλησιάζει τον κήπο μας».

«Θα σταματήσεις να γαυγίζεις δηλαδή;»

«Όχι βέβαια, αλλά δε θα γαυγίζω στον κήπο μας, αλλά σε άλλη πόλη. Θα μπούμε στο αυτοκίνητο και θα πάμε στα Γιάννενα».

«Είναι τα Γιάννενα πιο ωραία από την Αθήνα;» ρώτησα δύσπιστα.

«Είναι... διαφορετικά, αρχικά είναι πιο δροσερά, έχει λίμνη...»

«Με ψάρια;»

«Δεν είμαι βέβαιος, αλλά πιθανόν να έχει και ψάρια. Έχει ένα κάστρο. Έχει πάρκα».

«Δε με νοιάζουν τα κάστρα και τα πάρκα, τέτοια έχουμε κι εδώ. Μίλησε μου για τη λίμνη».

«Εντάξει,  η λίμνη έχει νερό».

«Πες μου κάτι που δεν ξέρω».

«Και βαρκούλες που σε πηγαίνουν στο νησάκι του Αλή Πασά».

«Ποιος είναι αυτός;»

«Δεν ξέρω, δεν τον έχω δει, κάθε φορά που πάμε αυτός δεν είναι εκεί. Φαντάζομαι θα είναι κάποιος μαύρος μεγαλοπρεπής σκύλος. Λες να του αρέσουν τα παιχνίδια;»

«Αν είναι σκύλος σίγουρα».

«Μακάρι να τον συναντήσω να παίξουμε».

«Το πιο πιθανό αν τον συναντήσεις να ξεκινήσεις να του γαυγίζεις και να μπλέξετε σε σκυλοκαυγά».

«Μα όχι, αυτός θα είναι διαφορετικός από τους υπόλοιπους σκύλους».

«Ναι, δεν έχει σημασία. Οπότε;»

«Οπότε;»

«Πρέπει να αποχαιρετιστούμε;»

«Ναι, αλλά μη στενοχωριέσαι, θα επιστρέψω στη ρουτίνα μου και θα συναντηθούμε ξανά».

«Ανήκω στη ρουτίνα σου;»

«Μα φυσικά!»

«Καλό μου ακούγεται. Καλό σου ταξίδι λοιπόν Λίνκολν και καλά παιχνίδια με τον Αλή Πασά, περιμένω να μου πεις τα πάντα όταν θα επιστρέψεις για το πώς πέρασες!»

«Εσύ τι θα κάνεις;»

«Θα ρωτήσω τη γιαγιά να μου πει αν έχει ακουστά τον Αλή Πασά, και φυσικά να μου διηγηθεί μια από τις μαυρογατοϊστορίες της».

«Θα μου την πεις όταν γυρίσω;»

«Μα φυσικά». 

 

 

Διαβάστε επίσης: