Είμαι η Έλι, και αυτές είναι οι ιστορίες μου
Η Έλι είναι μια μαύρη γάτα, που ζει στην κουφάλα ενός λιόδεντρου μαζί με τη γιαγιά της την Αντιγόνη. Η Έλι έχει πάρει το όνομά της από το υπεραιωνόβιο αυτό δέντρο, που βρίσκεται στους πρόποδες του Παρθενώνα. Κυκλοφορεί στα σοκάκια της πλάκας, ταΐζεται από τα ταβερνεία της περιοχής, ανεβαίνει στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης όταν δεν έχει κόσμο. Εσείς, έχετε δει τον ήλιο να ανατέλει, από το βράχο του Παρθενώνα; Η Έλι έχει πολλές ιστορίες να σας διηγηθεί, από τη δική της ζωή αλλά και από τις εφτά ζωές πολλών άλλων μαυρόγατων.
Έλι – Ποιά είναι η Έλι;
Καλημέρα Αθήνα! Ξυπνάω και όπως τεντώνομαι στην κουφάλα του δέντρου που είναι το σπίτι μου εδώ και αρκετό καιρό, αντιλαμβάνομαι ότι η γιαγιά Αντιγόνη λείπει. Η γιαγιούλα μου είναι μεγάλη πορτογύρο, Θα ξεκίνησε τις πρωινές της επισκέψεις στην ψαραγορά. "Όταν σηκώνεσαι νωρίς παίρνεις τους καλύτερους μεζέδες" δεν ξεχνάει να επαναλαμβάνει. Σωστά τα λέει η γιαγιά μου, αλλά απολαμβάνω τόσο πολύ τον ύπνο. Είναι η ομορφότερη εφεύρεση των έμβιων όντων. Και δεν κρύβω πως το βράδυ ονειρεύτηκα ότι ήμουν στο πειρατικό με τον Γεράρδο. Ο πρόγονός μου αποδείχτηκε μεγάλος καπετάνιος. Πέρασε τη ζωή του στη θάλασσα, απ’ όταν μπήκε στο πλοίο δε θέλησε να βγει ξανά. Και στη μάχη ήταν πρώτος. Μια ματιά να του έριχναν οι πειρατές, το βλοσυρό του ύφος τους έκανε να βάζουν τις φωνές και να τρέπονται σε φυγή. Πολυταξιδεμένος ο Γεράρδος. Θα ήθελα κι εγώ να ταξιδέψω, για την ώρα τριγυρνάω στα σοκάκια της Αθήνας, που τη γνωρίζω σαν την πατούσα μου. Σε σύγκριση με τα αδέλφια μου έχω δει με βεβαιότητα περισσότερα μέρη. Το καλύτερο είναι ότι έχω την άνεση να ανεβαίνω όποτε θέλω στον ιερό βράχο. Κι ενώ οι άνθρωποι κάνουν ουρές, περιμένοντας ποιος ξέρει τι, εγώ περνάω ανάμεσα στα πόδια τους και κανείς δε με ενοχλεί. Φαίνεται ότι είμαι το ίδιο απειλητική με τον Γεράρδο. Αν και προτιμώ να ανεβαίνω όταν δεν έχει πολύ κόσμο. Οι άνθρωποι κάνουν απελπιστικά πολλή φασαρία, κι εγώ αγαπώ την ησυχία. Να κοιτάζω τον ήλιο να δύει ή και να ανατέλλει και να βάφει με τα χρώματα του τους κίονες άλλες φορές πορτοκαλί και κίτρινους και άλλες μωβ ή ροζ πριν το σκοτάδι απλώσει το πέπλο του πάνω στην Αθήνα μου!
Αν και πρέπει να παραδεχτώ ότι προτιμούσα όταν είχε χώμα αντί για τσιμέντο. Ήταν πιο όμορφα, πιο φυσικό το τοπίο, αλλά είπαμε οι άνθρωποι δεν είναι και το πιο έξυπνο είδος στον πλανήτη. Μα ποιος ανόητος σκέφτηκε να τσιμεντώσει την Ακρόπολη! Πώς το σκέφτηκε; Γιατί το έκανε και κυρίως γιατί δε βρέθηκε κάποιος να του πει "όχι, μην το κάνεις", αχ άνθρωποι, αυτοί οι άγνωστοι! Έχω περπατήσει ανάμεσα στους κίονες και τις προάλλες κοιμήθηκα εκεί! Με ξύπνησαn όμως οι πρώτες αχτίνες του ήλιου, έμεινα για λίγο να χαζεύω την Αθήνα να ξυπνάει και έπειτα αποφάσισα να επιστρέψω στην κουφάλα της ελιάς, να συνεχίσω εκεί τον ύπνο μου. Βέβαια με περίμενε η γιαγιά Αντιγόνη και με κατσάδιασε που έλειπα όλη τη νύχτα. Φοβάται ότι θα κρυώσω κι ας έχουν αρχίσει να σφίγγουν οι ζέστες. Γιαγιάδες, τι να πεις, ανησυχούν με το τίποτα και εμείς τις αγαπάμε!
Η γιαγιά Αντιγόνη δεν είναι η πραγματική μου γιαγιά, είναι όμως αυτή που με πήρε μικρό γατάκι και με έκανε μεγάλη γάτα, από όταν με περιμάζεψε μένω μαζί της στην κουφάλα του δέντρου.
Η μητέρα μου είναι μια πανέμορφη λευκή γάτα με γούνα, είδα μια μέρα μια παρόμοια σε μια βιτρίνα καταστήματος παιχνιδιών, αλλά εκείνη ήταν λούτρινη και δεν ήταν ζωντανή, ευτυχώς μου το ξεκαθάρισαν, αλλιώς θα έψαχνα τρόπο να την ελευθερώσω, και θα ήταν μάταιος κόπος αν δεν μπορούσε να με ακολουθήσει στις βόλτες μου.
Αν και η μητέρα μου είναι αριστοκράτισσα, φάνηκε να προτιμάει τους άξεστους αλητόγατους. Μια τέτοια μαύρη αλητόγατα είναι ο μπαμπάς μου. Αφού συναντήθηκαν μια φορά που η μαμά μου το είχε σκάσει, γέννησε έξι γατάκια, τα πέντε ήταν όμορφα και φτυστά με εκείνη και το ένα, ήταν ένα ασχημόγατο μαύρο, εγώ. Το μόνο που πήρα από τη μητέρα μου είναι το χρώμα από το ένα της μάτι, το δεξιό. Το άλλο το πήρα από τον πατέρα μου, υποθέτω.
Η μαμά μου αν και της αρέσουν οι αλητόγατοι είναι από σπίτι με τζάκι. Κι έτσι όμορφη και αφράτη που ήταν, σαν χινονιφάδα, οι φιλοξενούμενοί της αποφάσισαν να μην τη στειρώσουν, πριν κάνει απογόνους όμορφους σαν την ίδια. Σκέφτηκαν ότι θα ήταν προτιμότερο να διαιωνίσει το είδος με έναν γάτο από τζάκι, και της τον έφεραν να της τον γνωρίσουν, μόνο που εκείνος αποδείχτηκε άξεστος. Τελικά σαλόνι και τρόποι δεν πηγαίνουν αναγκαστικά χεράκι χεράκι. Ήταν τόσο ξιπασμένος που η μαμά δεν τον συμπάθησε καθόλου, όχι να φέρει και τα παιδιά του στον κόσμο. Εκείνος προσπαθούσε να τη στριμώξει και εκείνη τον χτύπαγε. Τελικά το έσκασε απηυδισμένη από μια ξεχασμένη ανοιχτή πόρτα. Και κάπως έτσι συνάντησε τον πατέρα μου. Ως ρεμάλι εκείνος ήξερε πως να γοητεύσει μια ψιψίνα της καλής κοινωνίας. Λίγους μήνες αργότερα γεννήθηκα εγώ και τα πέντε καρμποναριστά με τη μητέρα μας αδέλφια μου. Πολύς κόσμος παρέλασε από το σπίτι και εκείνα βρήκαν όλα σπιτικό, όμως η καλή μου μοίρα επιφύλαξε σε εμένα να είμαι ελεύθερη. Η αλήθεια είναι ότι με πείραζε όταν με κατηγορούσαν για γρουσούζα και ότι προκαλώ κακή τύχη. Θυμάμαι τη μαμά μου να τυλίγει προστατευτικά τα μπροστά της πόδια γύρω μου και να με γλύφει για παρηγοριά, αλλά τελικά λίγες ημέρες μετά βρέθηκα μόνη μου στους πέντε δρόμους. Άντε τώρα μικρό γατί να καταλάβεις ποιον δρόμο πρέπει να ακολουθήσεις και κυρίως όταν είναι πέντε. Ήμουν πολύ μικρή για να εκτιμήσω τις πολλές επιλογές τότε.
Ευτυχώς, για καλή μου τύχη, άκουσε τα απεγνωσμένα μου νιαουριτά που καλούσαν τη μαμά μου να έρθει να με ταΐσει η γιαγιά μου η Αντιγόνη και ήρθε και με περιμάζεψε. Με έπιασε από το σβέρκο και με τοποθέτησε στην κουφάλα της ελιάς, όπου με κράτησε ζεστή. Γαλατάκι μου έδιναν με το μπιμπερό κάτι παιδιά της γειτονιάς που δεν τους τρόμαζε το χρώμα μου, κι έτσι μεγάλωσα.
Πώς να μη θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό, και μάλιστα πιο τυχερό από τα αδέλφια μου! Μπορεί εκείνα να έχουν σπίτι και λιχουδιές, όμως δεν έχουν την τύχη να βλέπουν το ηλιοβασίλεμα από την Ακρόπολη. Δε θα περπατήσουν στους δρόμους της Πλάκας, δε θα γευτούν νοστιμιές από τις ταβέρνες και δε θα μάθουν την ιστορία των προγόνων μας, από την πλευρά του μπαμπά. Γι' αυτό κάθε πρωί, συχνά περασμένες δώδεκα, βγαίνω από την κουφάλα της ελιάς μου και βροντοφωνάζω : Καλημέρα Αθήνα, καλημέρα πόλη μου! Με τα καλά σου και τα κακά σου, με τις ομορφιές σου και τις ασχήμιες σου!
Υ.Γ.: Μα ποιος στην ευχή σκέφτηκε να τσιμεντώσει την Ακρόπολη;
Ο ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ Ο ΛΙΝΚΟΛΝ
Την πρώτη φορά που διασταυρώθηκαν οι δρόμοι μας, μείναμε να αναμετριόμαστε με το βλέμμα. Μόλις έβγαλε τη γλώσσα του κι άρχισε να κάνει λες και έτρεξε μαραθώνιο, διάβασα στα μάτια του ότι παρέμενε ένα παιχνιδιάρικο κουτάβι. Η αλήθεια είναι ότι τα σκυλιά δεν ωριμάζουν ποτέ. Το μυαλό τους το έχουν συνέχεια είτε στο παιχνίδι είτε στο φαγητό. Μα είναι κοινό μυστικό ότι τα σκυλιά είναι λαίμαργα, όσο και να τους δώσεις να φάνε, πρώτα θα σκάσουν και μετά θα σταματήσουν το φαγητό, αλλά πλέον είναι αργά. Δεν ξέρω τι κατοχικό σύνδρομο tα κατατρέχει, αλλά δεν σε τιμάει ένας θάνατος από υπερβολικό φαγητό. Όπως δεν τιμάει και ο θάνατος από την πείνα, μόνο που σε αυτή την περίπτωση δεν τιμάει εκείνους που σε άφησαν να λιμοκτονήσεις.
Αναρωτήθηκα αν άξιζε να τον γυμνάσω λίγο, παίζοντας κυνηγητό, ήταν μπουλουκάκος το χρυσό Λαμπραντόρ, και πρέπει να παραδεχτώ ότι για σκυλί ήταν αρκετά χαριτωμένο. Το σκυλί έκανε να πλησιάσει προς το μέρος μου, αλλά η συνοδός του τον συγκράτησε από το λουρί του.
"Όχι Λίνκολν, άσ' τη γατούλα".
Γατούλα να πεις τη μάνα σου, σκέφτηκα ενοχλημένη, ενώ ο Λίνκολν κλαψούρισε.
"Θες να σε γρατσουνίσει, σαν την άλλη τις προάλλες, κόντεψε να σε αφήσει τυφλό".
Κατάλαβα, μια δικιά μας επιτέθηκε στον σκύλο. Το πιο πιθανό να μην ήθελε παρτίδες μαζί του. Συνήθως την πληρώνουν τα φιλειρηνικά σκυλιά, εξαιτίας κάποιων φασαριόζων νταήδων. Το ότι τον έλεγαν Λίνκολν και είμαι μια μαύρη γάτα, με έκανε να τον συμπαθήσω. Αρχικά νιαούρισα ως χαιρετισμό σε εκείνον και ο Λίνκολν ούτε γαύγισε ούτε γρύλισε απειλητικά, απλά συνέχισε να λαχανιάζει.
"Άντε ώρα να πάμε σπίτι" είπε η συνοδός του και τον τράβηξε από το λουρί. Έμεινα να τους κοιτάζω να φεύγουν. Ίσως καλύτερα έτσι. Όμως τι θα έχανα αν τους ακολουθούσα, λογικά δε θα έμεναν μακριά. Σκέφτηκα ότι πιο φρόνιμο θα ήταν να μην κάνω τέτοια αποκοτιά. Όμως τι αξίζει η ελευθερία αν δε ζήσεις μια περιπέτεια!
Ήμουν βέβαιη ότι η γιαγιά Αντιγόνη, που επιμένει πόσο φρόνιμη πρέπει να είμαι, θα με μάλωνε, αλλά όπως και να είχε ο κύβος ερρίφθη. η απόφαση είχε παρθεί. Βέβαια το ότι αποφάσισα να ακολουθήσω τον Λινκολν δε σήμαινε ότι δεν ήμουν προσεχτική. Μπορεί να πήγαινα σε αχαρτογράφητα νερά, και το ότι ο Λίνκολν ήταν φιλικός δεν σημαίνει ότι είναι και όλα τα σκυλιά που πιθανώς θα συναντούσα όσο τους είχα πάρει στο κατόπι.
Το σπιτικό του αφεντικού του δεν ήταν και πολύ μακριά, και τι τυχερός που ήταν, είχε κήπο! Η αφεντικίνα έβγαλε το λουρί από τον Λίνκολν και τον άφησε έξω, ενώ εκείνη μπήκε στο σπίτι, αλλά σχεδόν αμέσως βγήκε, φέρνοντας τροφή και γεμίζοντας το πιατάκι του.
Εντάξει, κάθε περπατημένη γάτα γνωρίζει ότι δεν πλησιάζει σκύλο την ώρα του γεύματός του. Όσο φιλικός κι αν είναι. Γιατί καλός ο νέος φίλος, αλλά σαν το φαγητό δεν έχει. Μη θέλοντας να πιστέψει ότι είχα στόχο την τροφή του, παρέμεινα σε απόσταση ασφαλείας και είπα να απολαύσω το μπάνιο μου. Η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά για την άλλη μισή δεν έχω ακούσει τίποτα, οπότε μάλλον η καθαριότητα είναι η απόλυτη αρχοντιά. Μια ψιψίνα που σέβεται τον εαυτό της φροντίζει η γούνα της να είναι πάντα γυαλιστερή. Με το ένα πόδι να χαιρετάει τον ουρανό και το κεφάλι ανάμεσα στα αχαμνά με ανακάλυψε η αφεντικίνα του.
"Λίνκολν, για δες ποια σε επισκέφτηκε;"
Ο Λίνκολν γαύγισε, έγλειψε ό,τι είχε απομείνει στο πιατάκι του και ήρθε να μας συναντήσει.