ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ

 

Ο Επαμεινώνδας Βανδώρος έχει σπουδάσει Κοινωνιολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, κατά το παρελθόν έχει εκδώσει μία ποιητική συλλογή. Το 2020 βραβεύθηκε από τον Όμιλο για την UNESCO Τεχνών, Λόγου  & Επιστημών Ελλάδος με το Β’ βραβείο Νουβέλας, για την «Πολιτεία Χ», δουλειά του έχει δημοσιευθεί στο ArtScript. 

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Μια μέρα πριν από το βράδυ που θα σας διηγηθώ στη συνέχεια, κοίταζα από το μπαλκόνι μου την πόλη. Υπήρχε μια ησυχία απόλυτη, που κάποιους τους τρελαίνει κι άλλους τους καλμάρει. Ο ουρανός ήταν καθαρός και έβλεπες τον ορίζοντα, όσο μπορούσε να δει το μάτι, αφού κι αυτό έχει περιορισμένες δυνατότητες. Κρατούσα τα κάγκελα κι είχα χαθεί στις σκέψεις μου, μη φανταστείτε! Ανοησίες της στιγμής, που ούτε καν θυμάμαι να σας μαρτυρήσω. Άλλωστε κι εσείς θα γνωρίζετε από τέτοιες στιγμές ρέμβης. Ώσπου ο παράξενος ήχος ενός τσίγκου, που πέφτει πάνω σε ένα μεταλλικό αντικείμενο, με έκανε να επιστρέψω στην πραγματικότητα και να κοιτάξω προς το δρόμο τον άτακτο δράστη, που θρυμμάτιζε την απόλυτη ησυχία.

Θύτης μια γάτα! Μη με ρωτάτε τι χρώματος, μάλλον παρδαλή, που πατώντας μέσα στον κάδο των σκουπιδιών κι αναδεύοντας τα, έριξε ένα τσίγκινο κουτάκι, που χτύπησε στο μέταλλο του κάδου, σπάζοντας τη σιωπή και κάνοντας την ίδια να τρομάξει και να τραπεί σε φυγή, τρέχοντας να κρυφτεί κάτω από ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο.

Η γειτονιά μας, όπως προείπα ήταν αρκετά ήσυχη. Δεν ξέρω γιατί. Όλοι κοίταζαν τις δουλειές τους, κανείς δεν δυνάμωνε τηλεόραση ή ραδιόφωνο, εργαλεία, όπως τρυπάνια και κομπρεσέρ, δε χρησιμοποιούσε κανείς. Λίγοι ήταν οι ήχοι κι αυτοί συγκεκριμένες ώρες της μέρας, που έσπαζαν την μονοτονία αυτού, του άηχου πίνακα της πόλης μας, που θύμιζε εν μέρει νεκροταφείο. Η φασαρία άρχισε με τα παιδιά στην πλατεία. Είναι αλήθεια πως ο δήμαρχος, είχε ανακαινίσει την παλιά πλατεία της γειτονιάς μας, είχε βάλει κηπουρό, που χρόνια είχαμε να δούμε, ο οποίος κλάδεψε τα δέντρα, σκάλισε γύρω από τα φυτά, έδεσε τα κλαδιά των δέντρων, ως και τα σκουπίδια μάζεψε. Παρ’ όλα αυτά κανείς δεν επισκεπτόταν την πλατεία, παρά μόνο, ως πέρασμα, ούτως ώστε να βρεθεί στον επόμενο δρόμο. Δεν ξέρω τι ακριβώς συνέβαινε σε αυτή τη γειτονιά. Είχαμε γίνει τόσο μίζεροι, τόσο μονόχνοτοι! Ήμασταν τόσο αντικοινωνικοί, που ο παραμικρός ήχος μας ενοχλούσε, ακόμα και της φωνής μας! Όπως και να έχει κάποια στιγμή, λίγο καιρό νωρίτερα είχαν εμφανιστεί στην πλατεία παιδιά, που στη συνέχεια έκαναν σταθερή την παρουσία τους, κυρίως τις απογευματινές ώρες, συζητώντας για τα θέματα που τα απασχολούσαν, κάνοντας αστεία, παίζοντας παιχνίδια και κάποιες φορές ερωτεύονταν κι αντάλλασσαν φιλιά.

Τα φιλιά τους προφανώς και δεν ενοχλούσαν κανέναν. Γιατί δεν έσπαγαν την σιωπή της γειτονιάς, αλλά τα γέλια τους και οι ομιλίες τους, είχαν αρχίσει να ενοχλούν κάποιους, που έβλεπαν τις συνήθειες της γειτονιάς τους να αλλάζουν. Είχαμε γίνει φαίνεται τελικά τόσο μίζεροι, που οι φωνές τους μας φαίνονταν απαίσιες.

 

ΜΕΡΟΣ Α'

 

Εκείνο το βράδυ στην πλατεία έγινε μεγάλη φασαρία, ακούσαμε φωνές, μάλλον έγιναν κάποιες συμπλοκές, μεταξύ ποιων κανείς μας δεν ήξερε, κι ύστερα τον ήχο μιας τζαμαρίας που έσπαγε. Πετάχτηκα από τον ύπνο μου, ομολογώ φοβισμένος και βγήκα στο μπαλκόνι. Προσπάθησα να καταλάβω ή έστω να διαισθανθώ τι συνέβαινε μα του κάκου. Άλλωστε δεν είχα και οπτική επαφή στην πλατεία για να δω ποιος αντιδικούσε με ποιον, ποιος ήταν ο επιτιθέμενος και ποιος ο αμυνόμενος. Το μόνο που αντιλαμβανόμουν, ότι στην πλατεία υπήρχε μια σύγκρουση. Μπήκα πάλι στο δωμάτιο μου, αφού πρώτα έκλεισα τις πόρτες. Άργησε να με πάρει ο ύπνος, ήμουν κουλουριασμένος στο κρεβάτι μου κι έβαζα το χειρότερο με το μυαλό μου. Δεν διατείνομαι ότι είμαι και γενναίος, σε καμιά περίπτωση δε με λες λεβέντη. Κι όπου δω καυγά μάλλον αλλάζω δρόμο για να μη βρεθώ στη μέση. Ακόμα κι αν η υπόθεση με αφορά. Απορώ με άλλους ανθρώπους που πράττουν το ακριβώς αντίθετο κι όπου καυγάς τρέχουνε να δούνε τι συνέβη. Αλλά αυτό δεν έχει καμιά σημασία για την ιστορία μας, γιατί κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός, μα όλοι έχουμε δικαίωμα να ζούμε πάνω σε αυτήν τη γη, από τη στιγμή που ο Θεός ή η Φύση μας επέλεξε για κατοίκους της.

Αλλά ας αφήσουμε τις φλυαρίες, γιατί αυτές δεν οδηγούνε πουθενά κι ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή ή μήπως όχι! Όχι ας τα πάρουμε από τη μέση και μετά βλέπουμε.

Η γειτονιά μας λοιπόν είναι ήρεμη, βρίσκεται σε μια μικρή πόλη της πρωτεύουσας, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα και με ανθρώπους που κοιτάνε τη δουλειά τους, και καμιά φορά ούτε καν πέρα από τη μύτη τους. Όπως κι εγώ άλλωστε και το κάθε τι διαφορετικό, τους φαίνεται κάπως παράξενο, μη θέλοντας να αλλάξει σε τίποτα ο τρόπος που έμαθαν να ζούνε, και να μην ακούνε ήχους αλλότριους σε αυτούς.

Το επόμενο ξημέρωμα ετοιμαζόμουνα να πάω στη δουλειά μου. Συνήθως σηκώνομαι αρκετά νωρίς, αλλά εκείνη την ημέρα κοιμήθηκα λίγο παραπάνω. Βλέπετε δε με έπαιρνε ο ύπνος όλο το βράδυ. Έτσι πήρα γρήγορα το πρωινό μου, ντύθηκα βιαστικά, ίσως δε χτενίστηκα και πολύ καλά, αφήνοντας τα μαλλιά μου να πετάνε, για να κερδίσω χρόνο. Πήρα το δρόμο που οδηγούσε μπροστά από την πλατεία και εν συνεχεία πέρασα μέσα από αυτήν για να φτάσω στον προορισμό μου. Όταν ακούστηκε μια κραυγή, που στην αρχή δεν κατάλαβα ότι την έβγαλα εγώ, αλλά τρόμαξα τόσο, που ένιωσα να μην κυλάει το αίμα στις φλέβες μου κι ακινητοποιήθηκα. Ένα σώμα αιωρούταν απαγχονισμένο από το Πεύκο.

Και τώρα ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Ήδη από το φθινόπωρο μια παρέα παιδιών, εφήβων καλύτερα, άρχισε να συγκεντρώνεται στην πλατεία, καθώς βράδιαζε. Δεν βάζω το χέρι μου στη φωτιά για το ακριβές της ώρας, αλλά σίγουρα όταν ο ήλιος έπεφτε. Θα πει κάποιος βρικόλακες ήταν, αυτό είναι άλλο θέμα, αλλά νομίζω και το βράδυ, όπως και η μέρα είναι του Θεού κι αν δεν κάνω λάθος οι βρικόλακες βγαίνουν τα μεσάνυχτα, όταν οι άμαξες ξαναγίνονται κολοκύθες, κι όχι νωρίτερα. Οι έφηβοι μαζεύονταν στην πλατεία και μιλούσαν, πολλές φορές το έριχναν και στο τραγούδι, προσθέτοντας με τον καιρό και μια κιθάρα. Επίσης γελούσαν, συζητούσαν για έρωτες, για τις σχολές της αρεσκείας τους, για καθημερινά προβλήματα, όλα αυτά που θα πρέπει δηλαδή να απασχολούν τους νέους ανθρώπους. Δίνοντας με τον τρόπο τους, έναν διαφορετικό ήχο στη γειτονιά μας και σε εμάς που τους ακούγαμε ή έστω τη βοή τους, αυτή που μοιάζει σαν μελίσσι και μπορώ να πω πως σε πολλούς άρεσε και να παραδεχτώ πως εμένα σίγουρα. Τόση μουγγαμάρα πια η γειτονιά και ιδίως οι μοναχικοί άνθρωποι την είχαμε βαρεθεί. Και θυμάμαι πως από τότε και στο εξής, πολλοί γείτονες έγιναν και πιο ομιλητικοί, και εισέπραττα πολλές χαιρετούρες, τόσο τα πρωινά όσο κι όταν επέστεφα από τη δουλειά μου. Η γειτονιά λοιπόν περίμενε τα βράδια, ακόμα κι αν άλλαζε το παραδοσιακά γκρίζο χρώμα της.  

Όλα κυλούσαν όμορφα κι ωραία, ώσπου ένα βράδυ πέρασε ένας κύριος από εκεί και έβρισε τα παιδιά. Τότε ένας άλλος, που βρισκόταν στην πλατεία, τα υπερασπίστηκε και οι δυο τους πιάστηκαν στα χέρια. 

Ο ενοχλημένος ρώτησε τα παιδιά αν έχουν σπίτι, και τι ζητάνε στην πλατεία, εκείνα στην αρχή δε μίλησαν και συνέχισαν τις συζητήσεις τους, λίγο πιο χαμηλόφωνα. Ο ενοχλημένος όμως εκνευρίστηκε ακόμα περισσότερο από αυτό και τους είπε αλήτες, προστάζοντάς τα να σωπάσουν. Τότε τα παιδιά του απάντησαν πως η πλατεία είναι δημόσιος χώρος και έχουν δικαίωμα να βρίσκονται εκεί. Άλλωστε η πλατεία για αυτόν το λόγο έγινε. Ο ενοχλημένος εκνευρίστηκε περισσότερο κι άρχισε να μιλάει χωρίς κανείς να βγάζει νόημα. Ο άλλος κύριος έσπευσε προς υπεράσπιση τον παιδιών λέγοντας πως έχουν υποχρέωση να βρίσκονται εκεί κι άλλωστε πρόσθεσε ότι είναι πολύ ευγενικά, και μάλιστα η διαγωγή τους είναι κοσμιοτάτη. Ήταν και μεγάλης ηλικίας βλέπετε ο κύριος που έσπευσε προς υπεράσπιση των παιδιών.

«Η πολύ δημοκρατία μας μάρανε» πρόσθεσε ο ενοχλημένος κύριος και τότε του ανταπάντησε ο άλλος, πως λόγο αυτής μπορεί και μιλάει αυτός τώρα.

Αυτό ήταν, ο ενοχλημένος κατευθύνθηκε προς το μέρος του, στολίζοντάς τον με ένα πολύ καθώς πρέπει λεξιλόγιο! Ο άλλος του ανταπάντησε πιο ευγενικά, αλλά με ειρωνεία. Κι έτσι πιάστηκαν στα χέρια. Οι νεολαίοι έτρεξαν προς το μέρος τους για να τους χωρίσουν. Μπήκαν στην μέση τράβηξαν και τους δυο. Ο ενοχλημένος όμως σε αντίθεση με τον άλλον, φώναζε «Αλήτες, μη με ακουμπάτε, θα δείτε τι θα σας κάνω εγώ, δεν ξέρετε που μπλέξατε κι άλλα τέτοια». Τελικά αναγκάστηκε να φύγει συνεχίζοντας να ψέλνει στο διάβα του προς την έξοδο, κι ως το σπίτι του πιστεύω, κι ακόμα και μέσα σε αυτό. Ο έτερος συζητητής, ευχαρίστησε τα παιδιά, μίλησε για λίγες στιγμές μαζί τους, και πήρε κι αυτός το δρόμο για το σπίτι του, απογοητευμένος με τη συμπεριφορά του συμπολίτη του, που ξέσπασε τα νεύρα του στη συντροφιά των νεαρών.

Λίγο καιρό αργότερα κι αφού αυτά είχαν συμβεί εκείνο το βράδυ στην πλατεία. Η ‘‘γειτονιά’’ ή καλύτερα κάποιοι από την γειτονιά, έφτασαν το θέμα στο δημοτικό συμβούλιο για να πάψει η αταξία των παιδιών, ακόμα κι αν ήταν απαραίτητο να κλείσει η πλατεία. Η αλήθεια είναι πως κάποιες φορές τα παιδιά το είχαν παρακάνει, κάθονταν ως τη μία, σπάνια τις δύο τη νύχτα. Βέβαια μετά τη μία χαμήλωναν τον τόνο της φωνής τους, εκτός και έπιναν καμιά μπίρα παραπάνω, συνήθως βράδυ Σαββάτου, και το έριχναν στο χορό. Τόσο εγώ, όσο και οι περισσότεροι νομίζω πως δεν είχαμε κανένα πρόβλημα, κι ας θυσιάζαμε λίγο από τον ύπνο μας, άλλωστε σε λίγο συνηθίσαμε τις ομιλίες τους και μάλλον μας έμοιαζαν για νανούρισμα. Ξέραμε πως κάποιος βρισκότανε στην πλατεία και ήμασταν ήσυχοι. Άλλωστε η παρέα των παιδιών έδινε και μια ωραία νότα ζωής στη γειτονιά και πολλές νότες μουσικής ταυτόχρονα.

Μάλιστα κάποια στιγμή η παρέα των παιδιών έκανε και πολιτιστικές εκδηλώσεις, με το που μπήκε η άνοιξη έκαναν έκθεση ζωγραφικής, με πίνακες που κρέμασαν στα δέντρα και μπορούσαν να δούνε όσοι διάβαιναν από την πλατεία. Διοργάνωσαν βραδιές ποίησης, και δεν έλειψαν οι συναυλίες, με περισσότερα όργανα από την αρχική κιθάρα. Σχεδόν όλη η γειτονία πέρασε από την πλατεία, να δει τις εκδηλώσεις των παιδιών εκείνες τις μέρες. Πέρασα κι εγώ δειλά και για λίγο από την πλατεία, ακούγοντας τα τραγούδια, που δεν ήταν του γούστου μου, μα είχαν το ενδιαφέρον τους, κι άλλωστε αν όλοι είχαμε τις ίδιες προτιμήσεις και τα ίδια γούστα η ανθρωπότητα δεν θα ήταν απλά βαρετή, «boooring», που λένε οι νέοι,  αλλά και μονοδιάστατη και δεν θα είχε καταφέρει τίποτα. Κι αν σκεφτεί κανείς και τις φτωχές πολιτιστικές εκδηλώσεις του δήμου. Η παρουσία των παιδιών ήταν μια όαση.

Όσον αφορά την πρώτη χειμωνιάτικη καταγγελία των κατοίκων ενάντια στα παιδιά, ο δήμαρχος λόγω και των επικείμενων εκλογών δεν μπορούσε να μην την ερευνήσει, φοβούμενος μη χάσει ψήφους, αλλά δεν υπήρχε κάτι το μεμπτό για να κυνηγήσει τους νεαρούς από την πλατεία, άλλωστε θα αυτοαναιρούνταν και ο ίδιος, αφού αυτός ήταν ο ρόλος της πλατείας. Βέβαια για να έχει και την πίτα ολόκληρη, αλλά και το σκύλο χορτάτο μίλησε με την αστυνομία ζητώντας της να εμφανίζεται στο πάρκο για να δείξει στους ενοχλημένους, ότι κάτι έκανε. Οι ενοχλημένοι όμως μετά τις εκδηλώσεις βρήκαν την ευκαιρία να ζητήσουν πάλι από το δήμαρχο να επέμβει, και για λόγους αισθητικής όπως έλεγαν, διότι η γειτονιά με τα κλαπατσίμπαλα των νέων έχανε την ταυτότητά της. Αν και στην πραγματικότητά η μουσική των νέων δεν είχε κλαπατσίμπαλα, που μάλλον ήταν η μουσική που αντιπροσώπευε τους ίδιους. Ο δήμαρχος στην αρχή ήρθε σε αμηχανία, αλλά στη συνέχεια σκέφτηκε με αφορμή ότι οι νεαροί δεν είχαν άδεια, να επέμβει για να ματαιώσει τη συνέχιση των εκδηλώσεων. Όχι πως δεν του άρεσαν και ήταν αντίθετος. Μα βλέπετε ήταν οι ψήφοι στη μέση. Τελικά η προσπάθειά του έπεσε στο κενό, αφού ο θείος κάποιου νεαρού, που ήταν δικηγόρος. Κανόνισε τις διαδικασίες και οι νέοι κατάφεραν την επόμενη φορά να έχουν και άδεια. Οπότε κι αυτή η προσπάθεια δεν οδήγησε στη μουγγαμάρα.

Η γειτονιά είχε ενσωματώσει την παρέα των παιδιών, κι εκείνα συνέχιζαν την παρουσία τους, κάνοντας την πιο εμφανή. Προσωπικά μπορώ να πω ότι τις μέρες που έδιναν τις εξετάσεις στο σχολείο τους και χάθηκαν από την γειτονιά μου έλειψαν ή καλύτερα μας έλειψαν, γυρίσαμε και πάλι στη μιζέρια και στην απόλυτη σιωπή. Δεν μπορώ να πω πως πέραν των εκδηλώσεων οι γείτονες βρίσκονταν στην πλατεία ή γύρω από αυτήν, αλλά ακόμα κι από τα σπίτια μας η συντροφιά των παιδιών, που είχε μεγαλώσει, έκανε και σε εμάς συντροφιά.

 

ΜΕΡΟΣ Β’

 

Πέρασε ο χειμώνας, ήρθε η άνοιξη κι έπειτα το καλοκαίρι. Άκουγα τις κιθάρες των παιδιών σαν νανούρισμα και κοιμόμουν χωρίς γκρίνια. Ένα από αυτά τα βράδια, πολλά παιδιά ήταν συγκεντρωμένα στην πλατεία. Στο παγκάκι και συγκεκριμένα στις πλάτες κάθονταν ο Άγγελος και η Αρετή, ο χωρατατζής της παρέας ο Χαραλάμπης ήταν όρθιος και έλεγε τις συνηθισμένες σαχλαμάρες του. Η Ελένη είχε έρθει για λίγο με το ποδήλατό της, γιατί έπρεπε να επιστρέψει νωρίς για διάβασμα. Ο Σπύρος κι ο Πέτρος ακουμπούσαν σε ένα δέντρο και κλότσαγαν ένα κεσεδάκι μπίρας, ενώ ο Στέφανος μιλούσε πάλι για πολιτική. Έχοντας αφήσει την τσάντα του στα πόδια της Άρτεμη. Έτσι όπως αντάλλασαν απόψεις κι ενώ η βραδινή ψύχρα τους έκανε όλους να φοράνε τα ελαφριά πανωφόρια τους, οι παλάμες των δύο παιδιών που κάθονταν στο παγκάκι, συναντήθηκαν στη μέση της πλάτης.  Τα δυο μικρά δάχτυλα, οριοθέτησαν το σύνορο μεταξύ τους, κι ενώ τίποτα δε μαρτυρούσε πως τα δύο παιδιά ένιωθαν κάτι περισσότερο από απλή φιλία, έως τότε. Η θερμοκρασία στο σώμα τους άρχισε να ανεβαίνει. Κανονικά ο Άγγελος θα τραβούσε βιαστικά το χέρι του και αμήχανα, λες και τον τσίμπησε ηλεκτρικό ρεύμα χαμηλής τάσης. Και η Άρτεμης σαν κορίτσι πιο ήρεμα και διακριτικά. Όμως εκείνη τη στιγμή σαν μαγνήτες τα δυο χέρια έλκονταν. Δεν ήταν τόσο σίγουροι και οι δυο, πως ο άλλος είχε καταλάβει το άγγιγμα, γιατί και οι δυο έκαναν πως δεν έτρεχε τίποτα. Ενώ δεν έλεγαν να αποτραβήξουν τα χέρια τους.  Μάλιστα λίγο αργότερα το δάχτυλο του, βρέθηκε πάνω από το δικό της, τόσο ελαφρά και ήσυχα, που σε λίγο που αναγκάστηκαν να αποχωριστούν, δεν ήξεραν αν συνέβη ή αν το είχαν φανταστεί.

«Αυτή η ιστορικός μας, δεν μοιάζει με κουνέλι;» είπε αναπαριστώντας την ο Χαραλάμπης.

«Ισχύει». Συμφώνησε η Άρτεμης, ενώ τα δυο παιδιά αποσύνδεσαν αργά τα χέρια τους.

«Σώπα βρε Χαραλάμπη, που μοιάζει σαν κουνέλι… δηλαδή εσύ είσαι ο όμορφος και κρίνεις τους άλλους;» απάντησε ο Άγγελος λίγο νευριασμένος, πιο πολύ γιατί τον έκανε να αποσύρει το χέρι του, απ’ της Αρετής. Ενώ την ίδια ώρα διαπίστωσε, πως είχαν μείνει μόνο τέσσερις, από την αρχική παρέα τους.

Η Ελένη αρκετά νωρίτερα, ανέβηκε στο ποδήλατό της και χαιρετώντας πέρασε μπροστά από το παγκάκι και έφυγε, ο Άγγελος έκανε ένα μηχανικό νεύμα, δίχως να καταλάβει ότι έφευγε. Λίγο αργότερα ο Στέφανος, βλέποντας το κοινό του νωχελικό, πήρε κι αυτός το δρόμο για το σπίτι του, συμπαρασύροντας μαζί του και το Σπύρο, για να έχει κοινό σε αυτήν τη διαδρομή και να πει τις θεωρίες του.

«Έχει δίκιο ο Χαραλάμπης, εσύ δεν το έχεις προσέξει;» ρώτησε εκείνη.

«Είναι λίγο περίεργη η φάτσα της, αλλά είναι καλή καθηγήτρια και καλός άνθρωπος νομίζω».

«Δεν είπε κανείς πως δεν είναι καλή, αλλά ότι μοιάζει με κουνέλι, μοιάζει». Πρόσθεσε ο Πέτρος στρίβοντας τσιγάρο.

«Υπερτερείτε τρία προς ένα, οπότε μοιάζει με κουνέλι, όπως θα έλεγε και ο Στέφανος».

«Εμένα άλλο με ανησυχεί». Είπε ο Πέτρος.

«Τι;»

«Ο πονοκέφαλος που θα έχει αύριο ο Σπύρος, τον πήρε μαζί του ο Στέφανος για κατήχηση. Βάζετε στοίχημα πως θα τους βρούμε στην πυλωτή της πολυκατοικίας του να τον ζαλίζει;»

«Ούτε ο Λεβέντης να ήτανε». σχολίασε ο Χαραλάμπης κάνοντας τη μικρή παρέα να σκάσει στα γέλια, ενώ εκείνος προσπαθούσε ανεπιτυχώς να μιμηθεί ένα υβρίδιο, μεταξύ του πολιτικού, και του Στέφανου.

«Ώρα να φεύγουμε, Άγγελε θα έρθεις μαζί μας;»

«Όχι βρε Χαραλάμπη, θα κάτσω λίγο ακόμα, δεν έχω όρεξη να γυρίσω ακόμα σπίτι».

«Καλά τότε, δεν επιμένω, να γυρίσεις την Άρτεμη σπίτι».

«Σιγά, απέναντι μένω εγώ, άλλωστε σε λίγο θα φύγω».

«Θα σε πάω εγώ σε λίγο και θα γυρίσω».

«Άντε καλό βράδυ».

«Καλό βράδυ».

Τα δυο παιδιά έμεινα στο παγκάκι, σχεδόν αμίλητα, από τη στιγμή που έφυγε η παρέα τους. Εκείνος ήθελε να μιλήσει αλλά δεν ήξερε τι να πει. Εκείνη περίμενε αλλά δεν έλεγε τίποτα. Τι παράξενα που είναι τα πράγματα, και τι γλυκά ταυτόχρονα, όταν δυο νέοι θέλουν να έρθουν πιο κοντά, αλλά πρέπει να κρατήσουν και τα προσχήματα!

«Θα φύγω κι εγώ», είπε η Άρτεμης και σηκώθηκε από το παγκάκι.

«Κάτσε λίγο να μου κάνεις παρέα, βιάζεσαι τόσο;»

«Καλά θα κάτσω». Και επέστρεψε στη θέση της.

Στην αρχή μίλαγαν γενικά κι αόριστα, ενώ πλησίασαν ο ένας κοντά στον άλλο, στη συνέχεια είπαν για τους συμμαθητές τους, που είχαν σχέση και με αφορμή αυτό για τον έρωτα. Η Άρτεμης σχολίασε πως είναι έξυπνος, αλλά δεν διαβάζει πολύ, για να αλλάξουνε θέμα.

«Ποιος ο λόγος;»

«Για να περάσεις σε μια καλή σχολή».

«Και μετά;…»

«Μετά να δουλέψεις… Ποια σχολή θα σου άρεσε;»

«Ιστορίας».

«Φαίνεται… ε! εννοώ φαίνεται κι από τον τρόπο που τοποθετείσαι στην τάξη. Ιστορία λοιπόν».

«Ναι μου αρέσει η ιστορία, αλλά τι μέλλον θα έχω σε αυτήν επαγγελματικά; Θα σπουδάσω κι ύστερα θα περιμένω χρόνια, αν ποτέ διοριστώ. Ακόμα και στα φροντιστήρια οι θέσεις είναι περιορισμένες. Κι έπειτα έτσι που γίνεται κι εκεί η ιστορία. Πιο πιθανό βλέπω να μη δίνω εξετάσεις, να γραφτώ σε κάνα ΙΕΚ πληροφορική, κι έπειτα να πάω έξω, γιατί εδώ η κατάσταση είναι αβέβαιη και οι μισθοί της πείνας».

«Και γιατί δεν επιλέγεις Ιστορία, και να φύγεις για έξω».

«Θεωρώ λιγότερες τις πιθανότητες να πετύχω σε αυτόν τον τομέα στο εξωτερικό από ότι στην πληροφορική».

«Έχεις δίκιο η κατάσταση είναι δύσκολη, η ξαδέλφη μου που τελείωσε γεωπονική, με μεταπτυχιακό και διδακτορικό, δουλεύει ακόμα σαν γκαρσόνι και περιμένει».

«Εσύ;»

«Εγώ τι;»

«Τι σχολή θέλεις να ακολουθήσεις;»

«Γυμναστική Ακαδημία».

«Λογικό, παίζεις βόλεϊ στην ομάδα του σχολείου, είσαι πολύ γρήγορη στους μαθητικούς αγώνες».

«Όμως κι εγώ προβληματίζομαι για το μέλλον… δεν ξέρω πως θα πάει η κατάσταση στη χώρα, κι αν δεν έχω κάποια διάκριση στον αθλητισμό, και τα προνόμια που προκύπτουν από αυτό, τα πράγματα θα είναι δύσκολα».

«Ώστε γυμνάστρια, σαν την κυρία Γιώτα ή…»

«Ή;»

«Τον κύριο Λευτέρη»

«Άντε βρε,…» του είπε και τον έσπρωξε, με αποτέλεσμα να πέσει ο μισός πίσω από το παγκάκι.

Τελικά επανήλθε στην θέση του, και της ανταπέδωσε με ένα ελαφρύ λάκτισμα στην κοιλιά, εκείνη δεν του χαρίστηκε και του έδωσε ένα απαλό χαστούκι, εκείνος της τράβηξε τη μύτη και σε λίγο βρέθηκαν να φιλιούνται, αγκαλιασμένοι. Τα χείλη τους δεν ξεκολλούσαν. Προσπαθούσαν να αποτραβηχτούν μα μάταια. Έπλεκαν τα δάχτυλα τους, που γίνονταν ένας γόρδιος δεσμός, χάιδευε ο ένας τα μαλλιά του άλλου. Είχαν χάσει την αίσθηση του χρόνου και του τόπου.

«Πρέπει να φύγω, άργησα». Είπε όταν κοίταξε το ρολόι της.

«Θα σε συνοδεύσω».

Μα μέχρι να βγουν από το δάσος, φιλήθηκαν πίσω από όλα τα δέντρα που τους κάλυπταν.

«Μου αρέσεις πολύ!»

«Πόσο;»

«Περισσότερο από τον κύριο Λευτέρη».

«Βλάκα».

Όταν την άφησε στο σπίτι της, γύρισε πάλι στο πάρκο, ήταν μέσα σε όνειρο, τριγυρνούσε από δέντρο σε δέντρο, έφτασε στο παγκάκι της παρέας έκατσε για λίγο, τελείως χαμένος και σε υπερένταση από ότι είχε συμβεί. Έβγαλε το κινητό του και έστειλε ένα μήνυμα, στη συνέχεια έφυγε από την πλατεία, και συνέχισε με την ίδια υπερένταση να στέλνει μηνύματα και να οδεύει προς το σπίτι του.

 

ΜΕΡΟΣ Γ΄

 

Νομίζω όμως πως ξέφυγα από το θέμα μας και έπιασα πάλι της φλυαρίες, άλλωστε οι άνωθεν πληροφορίες μπορεί να είναι και προσωπικές, αν και θα μου πείτε σήμερα τι είναι προσωπικό, ο καθένας μπορεί να μπει στα social media και να αλιεύσει τις απόψεις, τις σχέσεις, τον τρόπο ζωής του άλλου, αλλά και πάλι μακρηγορώ. Όμως επιτρέψτε μου να πω, πως αν δεν έρχονταν έτσι που ήρθαν τα πράγματα, ποτέ δε θα εξέθετα κανέναν.

Λοιπόν, που είχαμε μείνει; Α, ναι. Πέρασε ο χειμώνας, ήρθε η άνοιξη κι έπειτα το καλοκαίρι. Άκουγα τις κιθάρες των παιδιών σαν νανούρισμα και αποκοιμόμουν χωρίς γκρίνια. Τότε εμφανίστηκαν δυο τρεις νταήδες στην πλατεία, από πού και πως και γιατί; Κανείς δεν ήξερε, εκείνη τη στιγμή. Οι νταήδες λοιπόν έρχονταν σε αντιδικία με τα παιδιά, που πολλές φορές έφευγαν για να μην έρθουν σε αντιπαράθεση, αλλά πολλές επέστρεφαν πίσω, όταν η πλατεία ήταν ελεύθερη. Οι νταήδες ήταν από άλλη γειτονιά, όπως μάθαμε πρόσφατα και θεωρούσαν τους εαυτούς τους, κάτι σαν υπερήρωες προφανώς, που υπεράσπιζαν τη μονοδιάστατη ηθική τους, θέλοντας να σώσουν το Gotham city, από  τους αχρείους του. Αν και στην ουσία ήθελαν να σώσουν τους εαυτούς τους από τη μικρότητά τους. Απορώ μάλιστα πως τέτοιοι τύποι δεν κυκλοφορούν με στολές Μπάτμαν, Σούπερμαν, Σπάιντερμαν ή άλλων ηρώων της MARVEL. Αν κι εδώ που τα λέμε δεν είναι λίγες οι φορές, που τους βλέπουμε να φοράνε στολές, όπως περικεφαλαίες και μανδύες αρχαίων ελλήνων, ή φουστανέλες ή ακόμα και του Μπάτμαν ή κάτι σαν του Μπάτμαν.

Το δημοτικό συμβούλιο δεν μπορούσε να κάνει και πολλά, ούτε τα παιδιά μπορούσε να μαζέψει από την πλατεία, αλλά ούτε για τους νταήδες ήξερε κάτι. Από την άλλη οι αστυνομικοί τι να πούνε στα παιδιά της γειτονιάς, εκτός από συστάσεις. Ενώ όσον αφορά με τους νταήδες, πότε δεν έφτασαν στην ώρα τους για να τους πετύχουν. Τι να σου κάνουν και οι αστυνομικοί, τρέχουν από εδώ κι από εκεί να περιορίσουν το έγκλημα οι φουκαράδες, με τρεις κι εξήντα που λέγανε και παλιά. Να κυνηγάνε τώρα και τους νταήδες. Άντε πια!

Για να γυρίσουμε όμως στα παιδιά της πλατείας, έκτοτε φιλονίκησαν με κάποιους από τους αντιδραστικούς γείτονες, που οι φωνές τους, τους ενοχλούσαν και είχαν πάρει θάρρος με την παρουσία των νταήδων, αντί να φοβηθούν. Τους έβρισαν τις οικογένειες, τις μανάδες τους, τα είπαν ανάγωγα. Τους ζήτησαν να κλειστούν στα σπίτια τους και να μην ξαναπατήσουν εκεί.

«Γιατί είναι δικιά σας». Απάντησαν τα παιδιά.

Και κάποιοι νοικοκυραίοι και φιλήσυχοι άνθρωποι, είπαν «Δεν έπρεπε να μιλήσουν έτσι, πήγαιναν γυρεύοντας». Άλλοι πάλι μονόχνοτοι, ίσως μερικοί μουλωχτοί, κάποιοι πατριώτες και λίγο ηθικολόγοι, χριστιανοί που πιάνουν στο στόμα τους το όνομά Του εις μάτην, σχολίασαν κι αυτοί πιο αρνητικά. Κι επειδή τα παιδιά αντέδρασαν, όπως αρμόζει στην ηλικία τους και είπαν ότι «Ετούτη η πλατεία είναι τόσο δικιά μας, όσο και δική σας. Δε σας ενοχλήσαμε ποτέ!», εκείνο το βράδυ εμφανίστηκαν στην πλατεία, όπως έμαθα, εκ των υστέρων μια ομάδα νταήδες. Ο αρχηγός τους, φορούσε μια στολή, με μαύρη μπέρτα, που θύμιζε Μπάτμαν, μαύρη κουκούλα και περικεφαλαία. Οι υπόλοιποι, που από τις μαρτυρίες ήταν τουλάχιστον τέσσερις, με αλλοιωμένα τα χαρακτηριστικά τους, έχοντας γάνες στο πρόσωπο χτύπησαν ύπουλα την παρέα. Εδώ, προσωπικά πιστεύω, όπως θα έλεγε και ο Χαράλαμπος θα έπρεπε να φοράνε καλύτερα τις στολές της Lady Gaga. Θα τους πήγαινε καλύτερα με τον τρόπο, που έδρασαν, αν και δεν έχω τίποτα να προσάψω στη διεθνούς φήμης αοιδό. Καταλαβαίνετε Lady από τη μια, Gaga από την άλλη. Δυο σε ένα σαν να λέμε. Καλά, καλά, θα επιστρέψω στην υπόθεση, τα προσωπικά σχόλια ξέρω δεν έχουν καμία σημασία, αλλά όπως και να έχει χρωματίζουν την ιστορία, και το χρώμα είναι πολύ σημαντικό στις γκρίζες στιγμές της ιστορίας.

Οι νεοφερμένοι είχαν λοστούς και αλυσίδες, επιτέθηκαν στα αγόρια, που προσπάθησαν να προστατέψουν τα κορίτσια. Αλλά τις χτύπησαν και αυτές, ο οπλισμός τους ήταν ισχυρότερος. Βαρύτερος όπως θα λέγαμε στο στρατό. Κάποιοι αντιμετώπισαν τους νταήδες λίγο πριν την είσοδο-έξοδο της πλατείας, δίνοντας χρόνο στις κοπέλες και στους φίλους τους να διαφύγουν. Κάποιοι χτυπήθηκαν άσχημα. Ο Χαράλαμπος έπεσε στα χέρια τους, του έβγαλαν το μπουφάν και του έσκισαν την μπλούζα. Έσπευσαν οι φίλοι του να τον πάρουν από τα χέρια τους, κρατώντας σίδερα, που βρήκαν ή ξερίζωσαν από την πλατεία. Τραβώντας τον, έχασε και τα παπούτσια του, που έμειναν λάφυρο στα χέρια των επιτιθέμενων. Οι οποίοι στη δεύτερη μάχη, που ήταν κάπως πιο εξισορροπημένη, είχαν κι αυτοί τους τραυματισμούς τους. Τα παιδιά όμως δεν έκατσαν να συνεχίσουν την αναμέτρηση γλιτώνοντας και τον Χαράλαμπο, τράπηκαν σε φυγή.

Ο καημένος ο Χαράλαμπος, είχε κατά τρομάξει, και πως όχι! Μαθητής ήτανε και χωρατατζής, όχι παλαιστής ή τραμπούκος. Ποιο πολύ όμως τρόμαξε η μάνα του, όταν τον πήγαν ο Άγγελος, ο Πέτρος κι η Άρτεμης στο σπίτι του. Με μια μπλούζα που του έδωσε ο Άγγελος, φορώντας ο ίδιος τη σκισμένη, για να μην τρομάξουν πιο πολύ οι δικοί του, με αίματα και μελανιές, μα κυρίως το πόδι του να κουτσαίνει, προσπαθούσε να το παίξει ήρωας.

«Έριξα και εγώ μερικές, πες κι εσύ τίποτα ρε Άγγελε».

«Που μπλέξατε βρε παιδιά, έλεγε η μάνα του!»

«Ρε αν δεν ήμουν εγώ θα τους είχαν σακατέψει όλους». Έλεγε κομπάζοντας δήθεν και κράταγε με το ζόρι τα δάκρυά του.

Εκείνο το βράδυ τα δυο παιδιά, έμεινα στο σπίτι του Άγγελου, όταν άφησαν τον Χαράλαμπο με τους γονείς του. Η Άρτεμης είπε πως θα έμενε στο σπίτι μιας φίλης της, και οι γονείς του, έλειπαν από το δικό τους. Κάθονταν αγκαλιασμένοι, χωρίς να λένε πολλά στην αρχή. Ήταν κι οι δυο τους τρακαρισμένοι από τα γεγονότα. Ξέρετε πως είναι αυτά.

«Τρόμαξα όταν σε είδα να γυρίζεις πίσω για τον Χαράλαμπο».

«Δεν θα μπορούσα να τον αφήσω εκεί».

«Το ξέρω».

«Κι ευτυχώς που δεν κατάλαβα, ότι δεν είχες γυρίσει στο σπίτι σου, όπως σου ζήτησα, γιατί θα είχα και την έγνοια σου».

«Δεν μπορούσα να σε αφήσω μόνο σου, χωρίς να ξέρω τι θα συνέβαινε». του είπε, και ξέσπασε σε λυγμούς.

Εκείνος την πήρε στην αγκαλιά του, και της χάιδεψε τα μαλλιά.

«Τρόμαξες πολύ;»

«Ν, Ν, Ναι,… τρόμαξα, φοβήθηκα πως, πως θα σε χτυ…πήσουν, πως θα σε χάσω».

«Έλα ηρέμησε είμαι εδώ και είμαι καλά, σε κρατάω αγκαλιά κι είμαι ευτυχισμένος».

Την κοίταξε στο πρόσωπο και της παραμέρισε τα μαλλιά, που είχαν πέσει στο πρόσωπό της. Της είπε πως είναι πολύ όμορφη και του άρεσε από την πρώτη στιγμή που την είχε δει. Έμειναν για λίγη ώρα να κοιτάζονται και στην συνέχεια πλησίασαν τα πρόσωπά τους κι ένωσαν τα χείλη τους. Νομίζω πως κι εκείνη τη στιγμή χρωματίστηκαν τα πάντα, και το γκρίζο χάθηκε, ξάπλωσαν στον καναπέ, προσπαθώντας να γνωρίσει ο ένας τον άλλον ακόμα καλύτερα κι ο ήλιος βγήκε και τους βρήκε αγκαλιασμένους, τον έναν μέσα στον άλλο.

Το πρωί αντάλλαξαν χαμόγελα, δεν θα πήγαιναν στο σχολείο, θα έκαναν κοπάνα, άλλωστε είχαν ελάχιστες απουσίες. Τηλεφώνησαν να μάθουν πως είναι ο φίλος τους, συζήτησαν για αυτό που είχε συμβεί στην πλατεία και τι έπρεπε να κάνουν στο μέλλον και μετά χώθηκαν πάλι ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, μέχρι την ώρα που η Άρτεμης, έπρεπε να γυρίσει από το σχολείο σπίτι της. Όμως πριν πήγαν ως το σχολείο τους να συναντήσουν τα υπόλοιπα παιδιά και να αποφασίσουν τι θα κάνουν.

 

ΜΕΡΟΣ Δ΄

 

Λίγες ώρες νωρίτερα, το πρωί, μετά το βράδυ που έγιναν οι φασαρίες στην πλατεία, που άκουγα από το σπίτι μου, πήρα το δρόμο που οδηγούσε μπροστά από την πλατεία και εν συνεχεία πέρασα μέσα από αυτήν για να φτάσω στον προορισμό μου. Όταν ακούστηκε μια κραυγή, που στην αρχή δεν κατάλαβα ότι την έβγαλα εγώ, αλλά τρόμαξα τόσο, που ένιωσα να μην κυλάει το αίμα στις φλέβες μου κι ακινητοποιήθηκα. Ένα σώμα αιωρούταν απαγχονισμένο από το πεύκο. Θα έπαιρνα την αστυνομία, άλλα ήρθαν σε λίγο, αφού κάποιος τους είχε ενημερώσει, για τα γεγονότα της νύχτας. Με ρώτησαν αν είχα δει τίποτα, αλλά στην κυριολεξία δεν είχα δει τίποτα. Στη συνέχεια μου έκαναν κι άλλες τυπικές ερωτήσεις, απλά για να μουντζουρώνουν σε ένα μπλοκάκι, με το πτώμα να αιωρείται από πάνω μας.  Αφού δεν είχα κάποια απάντηση για αυτούς, με άφησαν και έκαναν να φύγουν. Τότε με ένα νεύμα μόνο κοίταξαν προς το πεύκο.

«Για το ομοίωμα λες; Θα έρθουμε κάποια στιγμή να το ξεκρεμάσουμε αν και δεν φαίνεται άσχημο».

Μόνο τότε συνειδητοποίησα, πως το υποτιθέμενο πτώμα που είδα, ήταν ένα παντελόνι, κι ένα μπουφάν γεμισμένο με σακούλες σκουπιδιών και το κεφάλι μιας κούκλας από αυτές που πέταγε η μπουτίκ που βρισκόταν στην άκρη της πλατείας. Όπως έμαθα εκ των υστέρων τόσο το μπουφάν, όσο και τα παπούτσια, ήταν του Χαράλαμπου. Το παντελόνι το βρήκαν ποιος ξέρει, που οι νταήδες, και κατασκεύασαν αυτό το ομοίωμα, θέλοντας να βάλουν τη σφραγίδα τους στην πλατεία και στο συμβάν και να φοβίσουν την παρέα των παιδιών. Πράγματι τα παιδιά φτάνοντας στην πλατεία μεσημέρι, στην αρχή σάστισαν με τον κρεμασμένο του πεύκου, αλλά αμέσως κατάλαβαν, πως ήταν τα ρούχα του συμμαθητή τους. Σβέλτα έκοψαν το σκοινί, κράτησαν τα ρούχα του και πέταξαν τα υπόλοιπα στα σκουπίδια.

Τα παιδιά δε λάκισαν από την πλατεία. Ήρθαν πάλι περισσότερα και στην αρχή τουλάχιστον και κάποιοι από τους γονείς τους για να δουν τι συμβαίνει. Ο Άγγελος και η Άρτεμης, Ο Πέτρος, ο Σπύρος, η Ελένη, ο Στέφανος ήταν εκεί, μαζί τους ο Γιάννης με τη Φωτεινή, ο Λάμπρος ο βενιαμίν της παρέας, και λίγο καιρό αργότερα και ο Χαράλαμπος, με τη Βίβιαν, που τον έβρισκε πολύ χαριτωμένο. Όμως η αλήθεια είναι πως πολλοί γείτονες φοβήθηκαν, κι αν και συμπαθούσαν τα παιδιά, δεν εμφανίζονταν στην πλατεία, ή τουλάχιστον έφευγαν νωρίς πριν ακόμα πέσει το σκοτάδι. Για να είμαι ειλικρινής, κι εγώ απέφευγα το απόγευμα να μπαίνω μέσα στην πλατεία, και κινούμουν περιμετρικά αυτής. Όπως λέει και η παροιμία, «όποιος φυλάει τα ρούχα του, έχει τα μισά». Βέβαια με τον καιρό κι όταν αργούσα να επιστρέψω καμιά φορά, περνούσα από μέσα για να γλιτώσω δρόμο και να επιστρέψω μια ώρα αρχύτερα στο σπίτι, μετά από μια δύσκολη μέρα. Έτσι με είχαν αναγνωρίσει σαν πρόσωπο τα παιδιά, και κάποιες φορές μου έλεγαν ένα γεια, που ανταπέδιδα γρήγορα.

Μια από αυτές τις βραδιές ήταν που καθώς επέστρεφα, γλίστρησα και έπεσα στο μέσω της πλατείας. Τότε ο Χαράλαμπος και η Βίβιαν έσπευσαν να με βοηθήσουν και στη συνέχεια και η υπόλοιπη παρέα, που μου συστήθηκε κι έτσι έμαθα τα ονόματά τους, όσα μπόρεσα να συγκρατήσω εκείνη τη στιγμή. Μάλιστα ο Στέφανος με κέρασε και με μία από τις μπίρες που είχε μαζί της η συντροφιά, που δέχτηκα, μη θέλοντας να στενοχωρήσω την παρέα. Ο Χαράλαμπος μάλιστα με συνόδευσε ως την έξοδο της πλατείας κατά την απομάκρυνσή μου από αυτήν.

Όμως τα φίδια της πλατείας δεν είχανε χαθεί. Πολλές φορές πέρναγαν από εκεί οι νταήδες, κόβοντας κίνηση, άλλες πάλι ο κύριος που τα έβρισε στο πρώτο συμβάν, που τα έλεγε ανάγωγα, αναρχικά, ως και μουσουλμάνους, χωρίς να είναι κανένας αλλόθρησκος, ανάμεσά τους. Βέβαια όλα όσα τους έλεγε δεν ήταν βρισιές, αλλά στο δικό του λεξιλόγιο, φάνταζαν προσβλητικές κουβέντες. Υπήρχαν κι άλλοι, μα ο πιο εριστικός από όλους ήταν ο πατέρας του Ηλία. Ενός φοβισμένου παιδιού, που δεν τόλμαγε μήδε στο μπαλκόνι του να βγει, πόσο μάλλον να περάσει από την πλατεία. Κι όταν ήταν με τον πατέρα του, που του έδειχνε τα παιδιά λέγοντάς τα αλήτες, έσκυβε το κεφάλι, από ντροπή κι από φόβο. Γενικά παρέλασαν από την πλατεία, όλοι αυτοί που δεν τους γεμίζει η δική τους ζωή και προσπαθούν να καταστρέψουν και τη ζωή των άλλων.

Τότε εμφανίστηκε στην πλατεία ένας άλλος μασκοφόρος, όπως ανέφεραν τα παιδιά, ντυμένος με μαύρη κουκούλα και μια κάπα, εξίσου μαύρη. Κρατώντας ένα μπαστούνι του μπέιζμπολ στο χέρι του. Συνήθως όμως ήτανε μόνος του και φοβέριζε τους νεαρούς, παρά έκανε κάτι άλλο. Έμοιαζε με τον αρχηγό των νταήδων, αλλά δεν ήταν αυτός, παρά ένας μίμος του. Ίσως και ένας θρασύδειλος, που κρυβότανε πίσω από δυο μάσκες τη δική του, και του αρχηγού των νταήδων. Τα παιδιά για να μην έρθουν σε αντιπαράθεση, έφευγαν, αφήνοντάς τον μόνο να φωνάζει «Μου σπάσατε τα νεύρα». Άλλωστε φρόντιζε πάντα να βρίσκει δύο ή σπάνια τρία.

Όμως δεν έλειψαν και οι νταήδες από την πλατεία, που πολλές φορές έκαναν ζημιά περιμετρικά αυτής σε καταστήματα και αυτοκίνητα, μη χτυπώντας τα παιδιά. Ίσως σκέφτομαι εκ’ των υστέρων, γιατί ήθελαν να κάνουν τη γειτονιά να απηυδήσει, για να εκκενωθεί η πλατεία και να επιβληθεί η τάξη, κατά πως την είχαν στο κεφάλι τους, κι όχι να χτυπηθούν με τους νεαρούς με αβέβαιο αποτέλεσμα. Τα παιδιά όμως είχαν αναλάβει δράση και για αυτό. Βέβαια μη νομίζεται πως αυτά συνέβαιναν καθημερινά. Τον περισσότερο καιρό η πλατεία είχε μόνο τις κιθάρες της παρέας, τα τραγούδια της και τις φωνές της. Κι όλα κυλούσαν όμορφα. Είχαν περάσει σχεδόν δυο χρόνια από τότε που έκαναν την εμφάνισή τους, οι πρώτοι πιτσιρικάδες και έδωσαν χρώμα στην γκρίζα μας πλατεία και φωνές, στη γειτονιά-νεκροταφείο.

Είχε μπει πια η τελευταία άνοιξη, για τα περισσότερα παιδιά της αρχικής παρέας, αφού έφτανε η ώρα των εισαγωγικών εξετάσεων στα πανεπιστήμια και στις σχολές. Όλα τους αφοσιωμένα στη μελέτη, έρχονταν στην πλατεία, κρατώντας με ένα βιβλίο, κάποιοι κάθονταν λιγότερη ώρα, προσαρμόζοντας το πρόγραμμά τους. Ο Άγγελος και η Άρτεμης, είχαν καθημερινό ραντεβού εκεί, όπως κι ο Χαράλαμπος με τη Βίβιαν. Ο Στέφανος ίσως ήταν ο μόνος που έλειπε σχεδόν πάντα, μελετούσε, ήθελε να περάσει νομική και να αρχίσει την πολιτική του σταδιοδρομία.

Όλα τα παιδιά στην πλατεία ή όχι, είχαν όνειρά στο μυαλό τους για το μέλλον τους, οι περισσότεροι να μπουν σε μια σχολή, άλλοι να πάνε στο στρατό και να βρούνε μια δουλειά, άλλοι να φύγουν για το εξωτερικό. Ο Άγγελος και η Άρτεμης να είναι μαζί. Μα πως θα γινόταν αυτό. Ή έπρεπε ο Άγγελος να μείνει πίσω, κι αυτό για δυο τρία χρόνια με το στρατό και τη σχολή ήταν εφικτό. Ή μπορούσε εκείνη, να γίνει μεγάλη αθλήτρια και να πάρει μεταγραφή στη χώρα και την πόλη που θα βρισκότανε εκείνος. Ήδη έπαιζε στην ομάδα της πόλης μας. Ήταν νέοι όμως και κανείς δεν ήξερε τι θα συμβεί, όμως το να ονειρεύεται ένας νέος άνθρωπος είναι ωραίο, είναι το ίδιο το όνειρο και είτε έτσι είτε αλλιώς το όνειρο μπορεί να πραγματοποιηθεί, ή να τροποποιηθεί ή έστω να πετύχουν κάποια μέρη του, αν τυχών και είναι μεγαλεπήβολο.

Όπως και να έχει τα παιδιά σε εκείνη την πλατεία έκαναν όνειρα. Όλα τους, μικρά η μεγάλα. Κι έκαναν και αστεία μεταξύ τους.

«Εσύ Χαράλαμπε τι σκέφτεσαι να σπουδάσεις;»

«Τίποτα». Έλεγε ο Άγγελος αντ’ αυτού.

«Τι τίποτα;»

«Δεν του χρειάζεται θα γίνει stand up comedian”

«Άντε ρε!» έλεγε ο Χαράλαμπος και συμπλήρωνε με ένα σοβαρό «Γιατί όχι;» και έκανε όλη την παρέα να σκάσει στα γέλια.

Όμως εκτός από τα επαγγελματικά, τα χωρατά και τα όνειρα, στην πλατεία εκείνη τα παιδία ερωτεύτηκαν, ένιωσαν τα πρώτα σκιρτήματα στην καρδιά τους, έκαναν τις πρώτες τους αγκαλιές και αντάλλαξαν φιλιά. Συνήθως οι δυο τους έμεναν πιο πίσω, παρασυρμένοι από τη συζήτηση. Στη συνέχεια τη συνόδευε ως το σπίτι της και γύριζε κι αυτός στο δικό του, θέλοντας να διαβάσει λίγο, κι έχοντας πάντα ανοιχτή επικοινωνία μαζί της στα social media. Εδώ θα ήθελα να προσθέσω και ένα γεγονός που έλαβε χώρα, αρκετές μέρες νωρίτερα μετά από κάποια επίθεση των νταήδων στην γειτονιά. Η ιδέα ήταν της Άρτεμη και την υλοποίησε όλη η παρέα. Όταν οι νταήδες έφτασαν και πάλι στην πλατεία, τη βρήκαν άδεια, τα παιδιά είχαν ακροβολιστεί σε διάφορα σημεία, δύο εξ’ αυτών σε δέντρα πάνω στην πλατεία και κατέγραψαν με τα κινητά τους την ομάδα των τσαμπουκάδων και το τι έκαναν. Μάλιστα κάποιοι από αυτούς νιώθοντας ασφάλεια, έβγαλαν τις κουκούλες τους, και φαίνονται καθαρά τα πρόσωπά τους. Τα παιδιά όμως δε σταμάτησαν εκεί. Ο Άγγελος που περίμενε στην ταράτσα ενός σπιτιού, μόλις οι ψευτοπαλληκαράδες ξεκίνησαν για να φύγουν, σήκωσε ένα drown που είχε, σε μεγάλο ύψος και τους, παρακολούθησε, έως ότου η ομάδα επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητό της. Εκεί κι όταν όλοι επιβιβάστηκαν στα αυτοκίνητα, κατέβασε το drown με αποτέλεσμα να καταγράψει τις πινακίδες από τα δύο οχήματα. Όλα αυτά τα στοιχεία σκόπευαν τα παιδιά να τα καταθέσουν στην αστυνομία, όταν θα ανακάλυπταν σε ποιον ανήκαν οι πινακίδες, πράγμα που συνέβη. Για το λόγο αυτό σας παραδίδω το υλικό αυτό για να διεξάγετε τις έρευνες, που είναι αναγκαίες για την ηρεμία της περιοχής. Μέρος του υλικού έχει ανέβει ήδη στο διαδίκτυο θέλω να σας ενημερώσω, κι ευελπιστώ όπως και οι περισσότεροι πολίτες ότι θα αποδοθεί δικαιοσύνη. Είναι το λιγότερο που μπορείτε να κάνετε.

 

ΜΕΡΟΣ ‘Ε

 

Αλλά ας επιστρέψουμε στο θέμα μας. Την ομάδα των παιδιών και τι συνέβη τη καταληκτική βραδιά, που μας αφορά. Η μάλλον μια βραδιά νωρίτερα. Ξέρω πως με αυτά τα πισωγυρίσματα η διήγησή μου, μοιάζει σαν τηλεοπτική σειρά, αλλά έτσι ακριβώς είναι και η ζωή με πισωγυρίσματα, όμως πιστέψτε με πως αυτό είναι το τελευταίο πισωγύρισμα της ιστορίας μας. Οι νταήδες εμφανίστηκαν και πάλι στην πλατεία, ενώ τα παιδιά τους είχαν ήδη καταγράψει και έψαχναν για τις πινακίδες. Όχι δεν γύρισαν γιατί κατάλαβαν κάτι, ήταν η συνηθισμένη τους μέθοδος, κι όσο υπήρχε ανομία και η πολιτεία δεν έκανε τίποτα, οι νταήδες αποθρασύνονταν όλο και περισσότερο. Άλλωστε τα παιδιά είχαν αποχωρήσει νωρίς από την πλατεία λόγω των εξετάσεων που έρχονταν. Όσον αφορά αυτήν την αποθράσυνση που λέγαμε. Οι τσαμπουκάδες όπως τους λένε άλλοι, οι νταήδες όπως τους λέω εγώ, οι άγνωστοι όπως τους αποκαλείτε εσείς. Ξεκίνησαν να αναποδογυρίζουν τους κάδους στην πλατεία και στη συνέχεια, να σπάνε τις βιτρίνες σε κάποια μαγαζιά δίπλα από την πλατεία. Περιέργως όχι σε όλα και όχι στη σειρά. Αυτό αν θέλετε τη γνώμη μου πρέπει να το ερευνήσετε. Στη συνέχεια έσπασαν μερικά αυτοκίνητα γύρω από την πλατεία, όμως δε σταμάτησαν εκεί, αυτή τη φορά προχώρησαν και σε κάποιους δρόμους μακρύτερα από την πλατεία, δημιουργώντας φθορές σε αυτοκίνητα. Ευτυχώς για εμένα δεν έχω αυτοκίνητο, μου φαίνεται άλλωστε πολύ περίεργο να έχω ένα περιουσιακό μου αντικείμενο στο δρόμο.

Το επόμενο πρωί όταν ξεκίνησα να πάω στη δουλειά μου, η περιοχή έμοιαζε εμπόλεμη ζώνη, πάταγες παντού σε γυαλιά. Κοίταζα κι εγώ το θέαμα με απορία. Όμως δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Όπως έμαθα αργότερα η αστυνομία πέρασε, πήρε μερικές μαρτυρίες, αλλά αφού οι δράστε ήταν κουκουλοφόροι και υπερήρωες κατά κάποιον τρόπο τι μπορούσε να κάνει; Τίποτα, παρά να ζητήσει από τους κατοίκους να κάνουνε μηνύσεις κατ’ αγνώστων. Λίγοι ήταν αυτοί που έφτασαν στο αστυνομικό τμήμα και κανένας που έκανε μήνυση, αφού η αστυνομία τους είπε πως είναι δύσκολο να βρεθούν οι δράστες, άλλωστε τα αυτοκίνητα ήταν ασφαλισμένα και που να έμπαιναν οι άνθρωποι σε μπελά, με αβέβαιο αποτέλεσμα.

Επειδή δούλευα υπερωρίες εκείνη τη μέρα, γύρισα αργά από το γραφείο. Ο ήλιος δεν είχε πέσει ακόμα βέβαια, αφού είχε αλλάξει και η ώρα. Τότε άκουσα τον πατέρα του Ηλία, να φωνάζει, κοντοστάθηκα στην μάντρα της πλατείας, κι όπως κατάλαβα ένα από τα αμάξια που είχε υποστεί ζημιά, ήταν και το δικό του.

«Κωλόπαιδα, φύγετε σας είπα. Να πάτε αλλού μαλακισμένα, που έχετε αναστατώσει τη γειτονιά δυο χρόνια. Δείτε τι κάνατε τα καταστρέψατε όλα, ποιος θα πληρώσει τις ζημίες;»

«Οι ασφάλειες» απάντησε ο Χαράλαμπος εκνευρισμένος.

«Οι ασφάλειες, ε; Θα σου δείξω εσένα εξυπνάκια». Είπε και κατευθύνθηκε προς το μέρος του σέρνοντας μαζί του και τον Ηλία.

«Μπαμπά».  φώναξε ο μικρός ίσως επειδή διαισθάνθηκε το κακό.

«Σταμάτα κι εσύ ρε Χαραλάμπη». Είπε ο Άγγελος.

«Στη θέση σου δεν θα προχωρούσα», του φώναξε ο κύριος που και την άλλη φορά πήρε το μέρος των παιδιών, «Οι πιτσιρικάδες θα σε κάνουν τόπι στο ξύλο».

«Κύριε δεν ευθυνόμαστε εμείς για αυτήν την κατάσταση. Μια ομάδα από άλλη γειτονιά έκανε ότι έκανε εδώ πέρα και σύντομα η αστυνομία θα έχει στοιχεία να τους συλλάβει, εμείς….»

«Σκάσε εσύ ρε αλήτη», συνέχισε ο γείτονας, ο οποίος είχε σταματήσει για μια στιγμή λες και κάτι σκεφτόταν, λες και κάτι σχεδίαζε, μετά τα λόγια του υπερασπιστή και του Άγγελου».

«Σκάστε αληταράδες κι εσείς και τα πορνίδια που σέρνετε μαζί σας, γιατί αν δεν ήταν βρώμες θα ήτανε στα σπίτια τους».

Οι κοπέλες συγκράτησαν τα αγόρια, τόσο η Άρτεμης, που έπιασε τον Άγγελο από το μπράτσο, όσο και η Βίβιαν και η Ελένη τους υπόλοιπους. Ο πατέρας του Ηλία, συνέχιζε να τους προκαλεί λες και ήθελε να του επιτεθούνε, μη δίνοντας καμιά σημασία ούτε καν στο γιο του. Τελικά αφού τα παιδία δεν έκαναν καμιά κίνηση, όταν τους προκαλούσε ακόμα μιμούμενος και την κότα, πήρε το γιο του και έφυγε από την πλατεία.

«Μη στεναχωριέστε, υπάρχουν και τέτοιοι άνθρωποι», είπε ο κύριος που διάβαζε την εφημερίδα στο παγκάκι. Τη δίπλωσε και κατευθύνθηκε προς την βρύση, που υπήρχε στην πλατεία. Τα παιδιά χαλάστηκαν, και πως όχι! Μετακινήθηκαν στην άλλη μεριά από εκείνη, που κάθονταν τόσην ώρα. Ήταν στενοχωρημένα, κατσούφικα, και σύντομα θα έπαιρναν την απόφαση να φύγουν. Κάποια ήδη είχαν φύγει. Εγώ από την πλευρά μου, μπήκα στο ψιλικατζίδικο, για να πάρω ένα γάλα κι ένα πακέτο μακαρόνια. Πόσο να έκανα, πέντε, έξι λεπτά; Βγήκα έξω για να πάω στο σπίτι μου, περνώντας μέσα από την πλατεία. Ενώ ο κύριος είχε φτάσει ήδη στην έξοδο αυτής. Τότε είδαμε τον πατέρα του Ηλία, που προσπέρασε τον κύριο που υπεράσπισε τα παιδιά, σχεδόν συμπαρασύροντάς τον με τον αέρα του. Πλησίασε την ομάδα των εναπομεινάντων αγοριών και κοριτσιών, χωρίς να πει πολλά, το σκοτάδι είχε πέσει και οι λάμπες είχαν ανάψει. Ο πατέρας έφτασε στον Χαράλαμπο.

«Προσέξτε παιδιά.» είπε ο Άγγελος και τράβηξε πίσω τον φίλο του, που έπεσε στο παγκάκι. Τότε το είδα ξεκάθαρα στα χέρια του το στιλέτο, όπως φεγγοβόλησε πάνω του το φως της λάμπας. Ξεκίνησα να κάνω ένα βήμα κι ο τραμπούκος κάρφωσε το σουγιά στον Άγγελο. Απολαμβάνοντάς το και λέγοντας, «Να κωλόπαιδο». Τότε κατάλαβα γιατί τα προκαλούσε, ζητούσε αφορμή. Τότε κατάλαβα γιατί πήγε σπίτι του, για να πάρει το φονικό όπλο. Τα παιδιά για μια στιγμή οπισθοχώρησαν. Ήταν μονάχα  ο Χαραλάμπης, ο Πέτρος, η Άρτεμης με την Ελένη εκεί. Εκείνος του έστριψε το μαχαίρι, λες και έκανε καμιά ιεροτελεστία. Τραβώντας το, η Άρτεμης έτρεξε να τον πιάσει πριν σωριαστεί και προσπάθησε να πληγώσει κι εκείνη.

«Τι έκανες;» του φώναξε η Άρτεμης κι εκείνος τραβήχτηκε, όταν είδε την παρέα να έρχεται προς το μέρος του, εγώ πάλι κάνοντας το πρώτο βήμα, όταν είδα το μαχαίρι να μπήγετε στο παιδί κοκάλωσα, κι απλά παρατηρούσα. Ο φονιάς έβριζε και οπισθοχώρησε, πήγε προς την έξοδο, αλλά βλέποντας τον κύριο, που πάντα υπερασπιζόταν τα παιδιά, και πιο πίσω το γιο του, που τον είχε ακολουθήσει. Φαίνεται θα είδε τι πήρε ο πατέρας του από το σπίτι και κατάλαβε τι θα γίνει. Ο φονιάς τα έχασε για μια στιγμή, δεν ξέρω επειδή είδε τον γιό του, ή επειδή ο κύριος του έφραξε το δρόμο! Και γύρισε να φύγει από την πίσω πλευρά της πλατείας. Ήρθαμε πρόσωπο με πρόσωπο.

«Κάνε στην πάντα με πρόσταξε».

Όμως εγώ είχα πάρει την απόφασή μου, έπρεπε να κάνω αυτό που δεν έκανα τόσα χρόνια.

«Γιατί θα σκοτώσεις και εμένα; Και μετά τι; Όσους σε βλέπουν τώρα γύρω από την πλατεία; Και μετά όλη τη γειτονιά, κι ύστερα όλη τη χώρα για να ξεφύγεις; Σαν ανέκδοτο μου μοιάζει». Τώρα που το σκέφτομαι δεν ξέρω πως βρήκα τόσο θάρρος. Τραβήχτηκε προς τα πίσω, σκέφτηκε γρήγορα από πού θα διαφύγει. Άρχισε να τρέχει αλλά έχασε το βήμα του κι έπεσε κάτω, χτύπησε πάνω σε ένα δέντρο και ο σουγιάς έφυγε από τα χέρια του, τον κλώτσησα μακριά. Έτρεξα προς το παιδί, ήταν ακόμα ζεστός, είχε χάσει όμως πολύ αίμα. Τα παιδιά είχαν καλέσει το ασθενοφόρο κι ο υπερασπιστής τους, κάλεσε την αστυνομία, που έφτασε σε λίγο και μάζεψε το σκουπίδι από την πλατεία.

Ακουμπήσαμε το κεφάλι του Άγγελου σε ένα δέντρο και κρατούσα την πληγή του, με ένα πανί που βουτήξαμε στο ουίσκι, που μας έφερε το περίπτερο. Το ασθενοφόρο ήρθε, μαζί του πήγε η Άρτεμης. Στο σπίτι μου γύρισα το ξημέρωμα, γεμάτος αίματα, είχα μείνει να φρουρώ την πλατεία. Τον Άγγελο τον χάσαμε, τα όνειρά του έσβησαν. Η Άρτεμης ήταν απαρηγόρητη. Όπως μου είπε ο συνάδελφός σας, στο σπίτι του ανακάλυψαν τη στολή, ας πούμε του Μπάτμαν. Μόνο που υπηρετούσαν διαφορετικά στρατόπεδα. Τα παιδιά είχαν πέσει μέσα όταν έλεγαν πως ο δεύτερος μασκοφόρος δεν άνηκε στους νταήδες. Ακόμα κι όταν ήταν πεσμένος στο δέντρο, έλεγε «Καλά τον έκανα». Αν και είμαι σίγουρος πως τώρα θα το παίζει μετανιωμένος. Όμως είχε χρόνο να μετανιώσει μέχρι να πάει στο σπίτι του, να πάρει το σουγιά και να επιστρέψει.

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 

Καλοκαίριασε, τώρα στην πλατεία είναι όλα τα παιδιά, κάθε βράδυ, και οι γονείς τους και εγώ και πολλοί γείτονες. Η Αμαλία κι ο Στέλιος, κι ο Βαγγέλης και η Ντενίζ, και η Κατερίνα, και ο Θανάσης, και η Νάσια, και ο Φίλιππος, κι ο Παντελής, και η Μαρία, και η Μαργαρίτα, και ο Θόδωρος, και ο Περικλής, και ο Στράτος, και ο Αλέξης, και ο Γιώργος, και η Δέσποινα, και ο Μάρκος, και η Ιφιγένεια, και η Ντίνα, και η Έρση, και η Χαρίκλεια, και η Φωτεινή, και ο Μιχάλης, και ο Φαίδωνας, και ο Σωκράτης. Και τραγουδάμε ως το πρωί. Και κανείς δεν τολμάει να εμφανιστεί στην πλατεία. Και μακάρι να το είχαμε κάνει αυτό νωρίτερα ή να το κάναμε από πάντα. Γιατί η γειτονία δεν κοιμάται πια. Αυτό όμως πρέπει να το κάνει η κάθε γειτονιά, να αγρυπνά, να ζει, να μην κοιμάται ποτέ πια. Και να μαζεύει τα σκουπίδια της, από τους δρόμους και τις πλατείες.

Αυτή είναι η ιστορία. Και νομίζω πως ξεκαθαρίστηκαν όλα τα σημεία, για να πράξετε το καθήκον σας, χωρίς δυσκολίες. Εεε… και μη με ρωτήσετε, όπως ο συνάδελφος σας, αν θέλω να το ξανασκεφτώ γιατί μπορεί να μπλέξω. Η απάντηση είναι ΌΧΙ! Θέλω να μπλέξω, γιατί είμαι ζωντανός, θέλω να μπλέξω για τον Πέτρο, το Σπύρο, το Χαραλάμπη, την Ελένη, τη Βίβιαν, το Στέφανο, την  Αμαλία, το Στέλιο, το Βαγγέλη, τη Ντενίζ, την Κατερίνα, το Θανάσης, τη Νάσια, το Φίλιππο, τον Παντελή, τη Μαρία, τη Μαργαρίτα, το Θόδωρο, τον Περικλή, το Στράτο, τον Αλέξη, το Γιώργο, τη Δέσποινα, το Μάρκο, την Ιφιγένεια, τη Ντίνα, την Έρση, τη Χαρίκλεια, τη Φωτεινή, το Μιχάλη, το Φαίδωνα, το Σωκράτη, την Άρτεμη. Για τον Ηλία, και για τον Άγγελο. Και για τα παιδιά όλου του κόσμου.

 

ΤΕΛΟΣ

 

Διαβάστε επίσης: