DELETE

 

Μέρος Ι

Μέσα στο σκοτάδι προσπαθούσε να θυμηθεί εκείνον τον τύπο, που επέμενε ότι τη γνώριζε όμως εκείνη δε θυμόταν να τον είχε ξαναδεί. Το όνομα του της ήταν γνωστό, μάλιστα είχε και τις αναμνήσεις απ’ όσα της ανέφερε στην προσπάθεια του να της δώσει να καταλάβει ποιος ήταν, όμως εκείνη παρέμενε να τον κοιτάζει με προσποιητή απάθεια ενώ προσπαθούσε να συγκρίνει τα χαρακτηριστικά του με του τύπου που η ίδια είχε τη μορφή του στο μυαλό της, που είχε το όνομα που αυτός ισχυριζόταν ότι ήταν το δικό του και που πράγματι είχαν περάσει μαζί όλα όσα της έλεγε. Όμως τι κρίμα, εκείνος είχε φύγει για το εξωτερικό και έτσι το ειδύλλιο τους είχε μείνει στα μισά. Είχε αποδεχτεί την απόφαση του και εφόσον ήταν για το καλό του αυτό το ταξίδι δεν έκανε σκηνές, δεν έβαλε τα κλάματα, ούτε καν όταν ήταν μόνη της. Αντιθέτως σαν πολιτισμένος άνθρωπος, σαν ένας ερωτευμένος άνθρωπος έβαζε πάνω από τη σχέση τους το δικό του καλό, σκεπτόμενη πόσο θα τον ωφελούσε να πάει στο εξωτερικό και έτσι το είχε αποδεχτεί πλήρως. Δεν ήταν ότι δε θα της έλειπε όμως η ζωή είναι κάποιες φορές … δύσκολη… και σίγουρα δεν μπορούμε να έχουμε πάντα αυτό που θέλουμε και κυρίως όταν πρόκειται για έμψυχα πλάσματα που παίρνουν αποφάσεις οι ίδιοι ή άλλες φορές και η μοίρα.

Εκείνος φάνηκε στο τέλος να θυμώνει που δεν μπορούσε να τον θυμηθεί.

-Είχες πει ότι ήμουν σημαντικός για σένα, πως τώρα ισχυρίζεσαι ότι με ξέχασες;

Η γυναίκα αναρωτήθηκε μήπως ο άντρας είχε πάθει κάποιο ατύχημα και είχε αναγκαστεί να υποβληθεί σε πλαστικές εγχειρήσεις, όμως το πρόσωπο του δεν φαινόταν να είχε υποστεί το παραμικρό, πέρα από λίγες ρυτίδες γύρω από τα μάτια. Το παραμικρό σημάδι που να υποδεικνύει κάποιο ατύχημα ή κάποια πλαστική επανόρθωσης.

-Εγώ; Ξεστόμισε αυθόρμητα την απορία που έφτασε από το ασυνείδητο της.

-Εσύ τι; Τη ρώτησε μνησίκακα εκείνος.     

-Ήμουν σημαντική για εσένα;

-Α, μάλιστα έτσι εξηγείται, είπε εκείνος ικανοποιημένος. Η άρνησή σου να με θυμηθείς έγκειται στον εγωισμό σου.

-Δηλαδή; Τον ρώτησε εκείνη με ειλικρίνεια.

-Επειδή σε χώρισα.

Δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση, δηλαδή το να μην τον θυμάται επειδή την είχε χωρίσει. Έτσι είχε συμβεί, αλλά δεν ήταν επειδή δεν ήθελε να είναι μαζί της αλλά επειδή υποχρεούταν να κοιτάξει την καριέρα του, φεύγοντας στο εξωτερικό για να συνεχίσει τις σπουδές του. Άλλωστε ένα τέτοιο μυαλό στα μαθηματικά θα χαραμιζόταν με βεβαιότητα σε μια μικρή χώρα όπως η Ελλάδα.

-Τι έχεις σπουδάσει; Τον ρώτησε.

-Με δουλεύεις έτσι! Αλλά εντάξει, αρχίζει να έχει γούστο το παιχνιδάκι σου, χημικός είμαι.

-Μάλιστα, του απάντησε ανακουφισμένη. Μάλλον την μπέρδευε. Οπωσδήποτε την μπέρδευε. Όμως παιχνίδια που παίζει η ζωή, κάποτε εκείνη τα είχε με κάποιον με το όνομα του και υπήρχε κάποιος με το όνομα του που είχε σχέση με κάποια που της έμοιαζε και τώρα είχε μπερδευτεί.

-Με θυμήθηκες τώρα; Τη ρώτησε καχύποπτα.

-Δεν έχω να θυμηθώ κάτι. Του απάντησε αδιάφορα εκείνη, ο δικός της πρώην έρωτας αποκλείεται να ήταν τόσο αλαζόνας, θυμόταν έναν ευγενικό άνθρωπο, δε θα σταματούσε ποτέ κάποια, έστω και πρώην του, στη μέση του δρόμου για να της υπενθυμίσει ότι την είχε χωρίσει.

-Ώστε δεν έχεις να θυμηθείς κάτι; Συνέχισε να επιμένει εκείνος.

-Τι να σας πω, του είπε χαρίζοντας του ένα χαμόγελο, μήπως τα είχαμε σε κάποιο παράλληλο σύμπαν. Και χωρίς να του αφήσει περιθώριο, εξακολούθησε την πορεία της, αφήνοντας τον να την παρακολουθεί να φεύγει. 

.....

Δε θα είχε δώσει τόση σημασία στο συμβάν, αν ήταν μεμονωμένο. Όμως λίγους μήνες νωρίτερα, πηγαίνοντας να επισκεφτεί τους γονείς της στο πατρικό της, είχε μια παρόμοια συνάντηση. Περπατούσε λίγα στενά πριν φτάσει στους γονείς της όταν πρόσεξε μια γυναίκα στην ηλικία της να την κοιτάζει, δεν έδωσε σημασία απλά προχώρησε, όταν άκουσε να τη φωνάζει με το όνομα της. Σταμάτησε και στράφηκε να κοιτάξει τη γυναίκα. Εκείνη την πλησίασε διστακτικά.

-Γεια σου! Της είπε.

-Γεια, της απάντησε και η ίδια. Ύστερα έμειναν να κοιτάζονται σιωπηλά, όχι σαν να αναμετρούνται, εκείνη προσπαθούσε να καταλάβει αν γνώριζε τη γυναίκα που την είχε σταματήσει, αλλά τα χαρακτηριστικά της δεν της έλεγαν τίποτα.

-Δεν περίμενες ότι θα σε σταματούσα να σου μιλήσω, έτσι δεν είναι; Της είπε κάπως αμήχανα.

-Γνωριζόμαστε; Τη ρώτησε.

-Μου κάνεις πλάκα έτσι; Τη ρώτησε η άλλη.

-Δε θα το έλεγα.

-Μου κρατάς κακία;

-Για ποιο πράγμα; Ρώτησε με ειλικρίνεια.

-Ξέρεις… ρωτάω συνέχεια τη μητέρα σου για εσένα όταν τη συναντώ.

-Για ποιο λόγο; Ρώτησε αμήχανα που κάποια παντελώς άγνωστη ενδιαφερόταν για τη ζωή της.

-Είσαι καλά, η μητέρα σου…

-Η μητέρα μου τι;

-Δε μου είχε πει ότι έχεις πάθει κάτι.

-Μα δεν έχω πάθει κάτι, είπε αμυντικά έχοντας αρχίσει να νιώθει εκνευρισμό. 

-Είμαι η Έλενα, μια από τις καλύτερες σου φίλες.

Για μια στιγμή έμεινε να την κοιτάζει σχεδόν με φρίκη.

-Είναι πολύ κακόγουστο το αστείο σας! Της απάντησε τελικά ενοχλημένη και της γύρισε την πλάτη μη δίνοντας της άλλη σημασία.

-Σε καταλαβαίνω, μουρμούρισε η Έλενα, όμως η πρώην φίλη της δεν την άκουσε.

Ακούς εκεί ήταν η Έλενα, δε θύμιζε πουθενά την Έλενα, αλλά και να τη θύμιζε, ήταν αδύνατον να είναι εκείνη. Η Έλενα είχε σκοτωθεί σε τροχαίο. Είχε στενοχωρηθεί πολύ για το θάνατο της καλύτερης της φίλης, έκλεγε για ολόκληρες μέρες, και ίσως ακόμα να μην το είχε ξεπεράσει εντελώς, όσο κι αν ο χρόνος ήταν γιατρός για όλα, όμως ο θάνατος, κάτι τόσο οριστικό και αμετάκλητο πως μπορεί να ξεπεραστεί! Αλλά η ζωή προχωρούσε και εκείνη όφειλε να ζει παρά τις απώλειες της.

Στο σπίτι των γονιών της προσπάθησε να ξεχάσει το περιστατικό, δεν ήθελε να τους αναφέρει την ακραία φάρσα που κάποιος είχε σκαρφιστεί εναντίον της. Και δεν προσπάθησαν καν να βρουν ένα άτομο να μοιάζει με την Έλενα, να μπορεί να πείσει ότι ήταν η συνέχεια της, να καθίσει να την ακούσει, να πιστέψει στο θαύμα ότι είχε γίνει κάποιο λάθος και ότι η φίλη της ήταν ζωντανή. Θυμόταν κάθε λεπτομέρεια από την κηδεία της, το πώς οι γονείς της ήταν συντετριμμένοι που είχαν χάσει τη μοναχοκόρη τους, το πώς εκείνη προσπαθούσε να φανεί δυνατή στηρίζοντας τους, πως επιστρέφοντας στο σπίτι της άφηνε τον εαυτό της να ξεσπάσει, όταν πλέον δε χρειαζόταν κανείς τη δύναμη της.

-Μαμά;

-Τι;

-Που είναι τα άλμπουμ με τις φωτογραφίες;

-Στο παιδικό σου δωμάτιο. Σηκώθηκε προσπαθώντας να κρύψει την ταραχή της και πήγε να βρει τα άλμπουμ, πήρε ένα από αυτά και το άνοιξε. Από τις μισές θήκες έλειπαν οι φωτογραφίες.

«Μα γιατί»; Ποιος μπορεί να τις είχε πετάξει; Γιατί να το κάνει κάποιος αυτό; Αναρωτήθηκε. Σκέφτηκε να πάει να ρωτήσει τη μητέρα της, εκείνη το είχε κάνει με βεβαιότητα, αλλά και πάλι δεν έβρισκε το λόγο, Όμως κάποιο βαθύ κομμάτι του εαυτού της την αποθάρρυνε από το να ρωτήσει τη μητέρα της τι συνέβη με τις φωτογραφίες. «Δε θες να ξέρεις» σκέφτηκε και τρομοκρατημένη από τον ίδιο της τον εαυτό, άφησε το άλμπουμ με τις φωτογραφίες και επέστρεψε στο τραπέζι να κάτσει με τους γονείς της, πήρε τις σκέψεις της μακριά από την Έλενα και απασχόλησε το μυαλό της με άλλα θέματα. Την κατάσταση της υγείας των γονιών της, που τη μητέρα της απασχολούσε περισσότερο η υγεία του πατέρα της και τον πατέρα της η υγεία της μητέρας της. Οικογενειακά κουτσομπολιά για ξεμωραμένους θείους και γκόμενους ξαδέρφων και ό,τι άλλο μπορεί να απασχολεί μια οικογένεια.

.....

Όμως ύστερα από λίγους μήνες από τη συνάντηση που είχε με τον τύπο που επέμενε ότι ήταν ένας πρώην της, που το πραγματικό πρόσωπο έλειπε στο εξωτερικό και πιθανόν διέπρεπε στον τομέα των μαθηματικών, έγινε ένα ακόμα συμβάν που την τάραξε και άρχισε να αμφιβάλει για την ψυχική της υγεία. Είχε πάει σε ένα καφέ κοντά στη δουλειά της να πιει κάτι και να κολατσίσει για να αλλάξει κάπως παραστάσεις από το στενάχωρο γραφείο. Είχε πάρει μαζί της και κάτι έγγραφα να τα κοιτάξει, όταν το παλιομοδίτικο καμπανάκι που ήταν κρεμασμένο πάνω από την πόρτα και που ο μαγαζάτορας προφανώς το θεωρούσε vintage για να μη λέει να το κατεβάσει από εκεί, αφού δε χρειαζόταν κάτι τέτοιο ώστε να τον ενημερώνει για το ότι κάποιος πελάτης εισήλθε στο καφέ του ήχησε, χτυπώντας το γλωσσίδι του πάνω στη μεταλλική καμπανούλα. Η γυναίκα σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε κατά την πόρτα, αυθόρμητα αφού ο ήχος της καμπανούλας της είχε τραβήξει την προσοχή. Ένας άντρας κοντά στην ηλικία της μπήκε στο χώρο και τα βλέμματα τους διασταυρώθηκαν. Εκείνος σαν να την αναγνώρισε έμεινε για λίγο να την κοιτάζει, μην ξέροντας αν έπρεπε να μπει τελικά ή να σηκωθεί να φύγει. Απορημένη από την αντίδραση που μαρτυρούσε η στάση του σώματος του, η γυναίκα έμεινε να τον παρακολουθεί περιμένοντας να δει τι τελικά θα αποφάσιζε. Κάποιος από το διπλανό τραπεζάκι από το δικό της σήκωσε το χέρι του για να τον δει ο νεοφερμένος, εκείνος ύστερα από μικρό δισταγμό αποφάσισε να πάει να κάτσει με τον γνωστό του, ενώ η γυναίκα έσκυψε το κεφάλι της να συνεχίσει αδιάφορη τη δουλειά της. Η παρουσία του άντρα στον ίδιο χώρο μαζί της, της προκαλούσε αμηχανία, δεν καταλάβαινε το λόγο, ίσως απλά να ευθυνόταν το ότι σήκωνε το κεφάλι του ανά διαστήματα και την κοίταζε. Μήπως το ένστικτο της την προειδοποιούσε για κάτι, μήπως ο τύπος ήταν επικίνδυνος ή απλά έφταιγαν οι αστυνομικές σειρές και τα μυθιστορήματα που είχαν κατακλίσει την αγορά γεμίζοντας το χωροχρόνο ενός παράλληλου σύμπαντος με ψυχοπαθείς δολοφόνους, όχι ότι δεν υπήρχαν και στην πραγματικότητα, αλλά εκείνη ήθελε να ελπίζει ότι δεν υπήρχαν τόσοι πολλοί ώστε να χρειάζονται τόσοι πολλοί συγγραφείς και σεναριογράφοι για να γράφουν τις περιπέτειες τους και να εξιστορούν τα εγκλήματα τους με κάθε λεπτομέρεια.  

-Χάρης Λάμπρου, είπε ο γνωστός του τύπου που μόλις είχε μπει στο μαγαζί. Σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε τον άντρα, την κοίταξε κι εκείνος και απέστρεψε αμέσως αλλού το βλέμμα του. Ακριβοθώρητος έχετε γίνει τώρα τελευταία κύριε Λάμπρου, όσα τηλέφωνα και να σας πάρω μόνο αν τύχει και πέσω επάνω σας θα ανταλλάξουμε δυο κουβέντες. Έτσι όμως είναι οι επιχειρήσεις, σωστά κύριε επιχειρηματία;

-Αρκετά με διαφήμισες, σχολίασε εκείνος μουρμουρίζοντας.

-Τι σεμνότυφος! Σχολίασε ο άλλος γελώντας καλοπροαίρετα, προφανώς που είχε για γνωστό κάποιον που μέσα στην κρίση έβγαζε χρήματα.

Η γυναίκα έμεινε να παρατηρεί τα χαρακτηριστικά του. Ήξερε και εκείνη κάποιον Χάρη Λάμπρου και είχαν βάλει μπροστά τα σχέδια για να φτιάξουν μαζί μια επιχείρηση, όμως όταν η γυναίκα του τον χώρισε, εκείνος τρελά ερωτευμένος έπεσε σε κατάθλιψη και όλα τα σχέδια είχαν πάει στο βρόντο, μάλιστα απ’ ότι είχε μάθει ο τύπος είχε νοσηλευτεί και στο ψυχιατρείο. Καθόλου καλός συνέταιρος για μια επιχείρηση, κάποιος που κατανάλωνε αντικαταθλιπτικά σαν καραμέλες. Τόσος έρωτας! Να είχε συνέρθει άραγε και να αποφάσισε να το κάνει μόνος του, να προσπάθησε μέσω εργασιοθεραπείας να συνέρθει από την προδοσία της γυναίκας του. Τον κοίταξε εξεταστικά, όπως ποτέ δε θα τολμούσε να κοιτάξει κάποιον σε εκείνη άγνωστο για να μην παρεξηγηθεί, κι εκείνος το πρόσεξε, όμως προσπαθούσε να αποφεύγει το βλέμμα της. Όχι, πρέπει να ήταν απλή συνωνυμία, δεν έμοιαζε σε τίποτα με τον δικό της γνωστό, αυτός ήταν ψηλός αρκετά, κι εκείνος ίσα που έφτανε στο δικό της ύψος, όχι ότι θα τη χαρακτήριζε κανείς κοντή, αλλά ήταν γυναίκα και ένας άντρας στο δικός της ύψος δε θεωρείται και ντερέκι. Ο δικός της γνωστός ήταν ένας στρουμπουλός, ευγενικός, καστανός άντρας ενώ αυτός ο Χάρης Λάμπρου, ήταν το ιδανικό για τις γυναίκες που είχαν ως πρότυπο κάτι σε Brad Pitt, που ποτέ και για κανένα λόγο δε θα τον παρατούσε καμία γυναίκα. Όμως από τον τρόπο που την κοίταζε έμοιαζε να την ξέρει. Μήπως ο δικός της γνωστός ήταν συγγενής του, και όταν εκείνος κλάταρε λόγω έρωτα είπε τα σχέδια του σε κάποιον ξάδερφο που τα έκανε πράξη. Μήπως του είχε προτείνει ο ευγενικός πάντα άντρας να συμπεριλάβει κι εκείνη στα επιχειρηματικά του σχέδια, αφού την έβλεπε σαν συνεργάτη του αλλά ο ‘‘ξάδερφος’’ δεν ήθελε να μοιράζετε τα κέρδη, θεωρώντας τη δουλειά επικερδή και έτσι την άφησε απ’ έξω. Όμως δε θυμόταν να τον έχει γνωρίσει ποτέ. Ήταν πιθανόν εκείνος να τη γνώριζε και να αντιδρούσε με αυτόν τον ενοχικό τρόπο στην παρουσία της; Δεν πίστευε ότι είχε δει φωτογραφία της, ίσως να είχαν τραβήξει κάποιες για να έχουν να θυμούνται στις πολύωρες συζητήσεις τους που ’βαζαν τα πάντα κάτω για να στήσουν τη δική τους επιχείρηση, ίσως λοιπόν να είχε δει κάποιο τέτοιο χαμένο αναμνηστικό, αλλά και πάλι ήταν υπερβολικά ενοχικός απέναντι σε κάποια που είχε δει απλά σε φωτογραφία. Προφανώς ο ξάδερφος του, του είχε πει ότι όλο το σχεδιασμό τον είχε κάνει εκείνη. Και εκείνος έπειτα έστησε την επιχείρηση του πάνω στους κόπους και στις χαμένες δικές της ελεύθερες ώρες που δεν ασχολούταν με το παιδί και τον άντρα της για να τρέχει αμέσως μετά τη δουλειά να στήνει τη δική τους επιχείρηση, όμως δεν ενδιαφέρθηκε και πολύ, την άφησε απέξω από το όλο εγχείρημα και συνέχισε μόνος του ότι εκείνη είχε στήσει. Βέβαια και εκείνη πως θα μπορούσε να συνεργαστεί με έναν άγνωστο, ήταν η επιθυμία της τόσο μεγάλη ώστε να πάρει το ρίσκο και να συνεργαστεί με κάποιον που δεν ήξερε από πού κρατάει η σκούφια του ή οι εγγυήσεις και οι διαβεβαιώσεις του φίλου της και ξάδερφου του θα της ήταν αρκετές!

Τελείωσε το κολατσιό της, ήπιε και ότι είχε απομείνει από το ρόφημα της και σηκώθηκε από το τραπέζι, μαζεύοντας τα χαρτιά της. Βγαίνοντας από την πόρτα του μαγαζιού, στάθηκε για λίγο έξω από την τζαμαρία, ρίχνοντας μια ακόμα ματιά στο συνονόματο του παραλίγο συνεργάτη της. Την κοίταζε και εκείνος με ένα ύφος αδιευκρίνιστο, μάλλον αμηχανία για τη δύσκολη θέση που ήρθε λόγω της συνάντησης τους, αλλά όχι και μεταμέλειας για κάτι που μπορεί να είχε κάνει, άλλωστε τι μπορεί να είχε κάνει.

Μήπως απλά είχαν κάνει κατάληψη οι εξωγήινοι και είχαν πάρει τη θέση κάποιων άλλων ανθρώπων. Τότε πρέπει να ήταν πολλοί αυτοί οι άνθρωποι γιατί η ίδια ήξερε ήδη τρεις. Είχε αρχίσει να τα χάνει;

 

ΜΕΡΟΣ ΙΙ

 

Είχε αρχίσει να την απασχολεί το θέμα των τριών ανθρώπων που ισχυρίζονταν –οι δύο τουλάχιστον- ότι τη γνώριζαν ενώ η ίδια ήξερε τα ονόματα τους, είχε τις κοινές τους μνήμες, μόνο που τις είχε με άτομα που δεν είχαν κοινά χαρακτηριστικά με αυτούς και που γνώριζε άλλο φινάλε στην κοινή τους πορεία. Ο ένας για εκείνη βρισκόταν στο εξωτερικό, η φίλη της, εδώ ήταν και το πιο μακάβριο, είχε χάσει τη ζωή της σε αυτοκινητιστικό και ο συνεργάτης της ήταν στο ψυχιατρείο ή σε πολύ κακή ψυχολογική κατάσταση. Στη θέση εκείνων των γνώριμων προσώπων, που κλείνοντας τα μάτια της έφερνε τα χαρακτηριστικά τους στη μνήμη της με κάθε λεπτομέρεια είχαν εμφανιστεί ένας αλαζόνας που προσπαθούσε να την πείσει ότι εκείνος ήταν ο παλιός αγαπημένος της. Μια που είχε νεκραναστηθεί, ίσως σε αυτό να οφειλόταν και η εξωτερική αλλαγή της (κατέληγε σαρκαστικά) και κάποιος που προσπαθούσε να την αποφύγει και από αυτό και μόνο ήταν αρκετό να υποψιαστεί ότι όντως και εκείνος τη γνώριζε αλλά είχε παραστήσει ότι δεν την έβλεπε.

Ας υποθέσουμε ότι κάποιος τους είχε πει τις κοινές εμπειρίες που είχε εκείνη μαζί τους, από πού είχε αντλήσει προσωπικές πληροφορίες και κυρίως για ποιο λόγο να το κάνει. Ήταν μια συνηθισμένη γυναίκα, με συνηθισμένη δουλειά και ζωή. Γιατί κάποιος να προσπαθεί να της κάνει κακό με αυτόν τον παράδοξο τρόπο. Μήπως είχε συμπεριληφθεί σε κάποια επιστημονική έρευνα ως ένα είδος πειραματόζωο. Μήπως προσπαθούσαν να ελέγξουν το μυαλό της ή να δουν πως λειτουργεί ένας άνθρωπος όταν του αλλάζουν μια από τις συνισταμένες, την πιο οφθαλμοφανή, από αυτές που γνωρίζει. Μήπως μάλιστα για κάποιο λόγο είχε συναινέσει σε αυτή την έρευνα, προκαλώντας της ύστερα οι ερευνητές μερική αμνησία για να μην πάει εκεί το μυαλό της, όταν θα άρχιζε το πείραμα.

Ξεκίνησε να κάνει έρευνα στο ίντερνετ βάζοντας το όνομα του παλιού εκείνου έρωτα της. Με τις ικανότητες που είχε, κάπου θα εμφανιζόταν το όνομα του, σε κάποια ανακάλυψη, κάπου, οπουδήποτε…, όμως η έρευνα αποδείχτηκε άκαρπη. Το μόνο που κατάφερε να βρει κι αυτό στο facebook ήταν απλά κάποιοι συνονόματοι του, ένας εκ των οποίων ο τύπος που είχε συναντήσει στο δρόμο. Πιθανόν να ήταν πλαστό το προφίλ, θα υποπτεύτηκε ότι μπορεί να τον έψαχνε στο διαδίκτυο και που θα έβρισκε περισσότερες πληροφορίες από το ηλεκτρονικό αυτό βιβλίο «ταυτοποίησης» προσώπων που ο καθένας μπορεί να γράψει για τον εαυτό του ότι του καπνίσει χωρίς να τον ελέγχει κανείς. Όμως ο άλλος, ο «δικός της» δεν υπήρχε πουθενά. Αυτό βέβαια δε σήμαινε απολύτως τίποτα, πολύ απλά μπορεί να μην είχε προφίλ, ήταν τόσο απασχολημένος που δε θα προλάβαινε να ασχοληθεί με τέτοιου είδους πράγματα, ή μπορεί απλά να υπέγραφε με ψευδώνυμο.

Εγκατέλειψε τις προσπάθειες της και συνέχισε με τη δουλειά της. Μην μπορώντας όμως να το βγάλει εντελώς από το μυαλό της και με το φόβο μην τελικά καταλήξει να της γίνει εμμονή, αποφάσισε να το ελέγξει λίγο ακόμα. Αυτή τη φορά θα προσπαθούσε να εκμαιεύσει πληροφορίες για άλλον ουρανοκατέβατο άνθρωπο από το παρελθόν της. Ήταν βέβαιη ότι αυτοί οι τρεις άνθρωποι με κάποιον τρόπο συνδέονταν.

Παριστάνοντας της ανέμελη, μια μέρα αφού έφυγε λίγες ώρες νωρίτερα από τη δουλειά της πήγε στο πατρικό της να δει τους γονείς της. Στην αρχή μίλησαν γενικά για την καθημερινότητα και ότι γενικά απασχολούσε τους ηλικιωμένους γονείς της. Ύστερα κι ενώ ο πατέρας της πήγε στο καθιστικό να χαζέψει ειδήσεις ή αθλητικά έμεινε μόνη με τη μητέρα της στην κουζίνα για να μην τις ζαλίζουν οι εκφωνητές, άλλωστε από τα σχόλια του πατέρα της που απαντούσε στην τηλεόραση, καταλάβαιναν τι είχε συμβεί. Η μητέρα της γελούσε με συγκατάβαση, ενώ η κόρη έψαχνε να δει πως θα φέρει το θέμα προς συζήτηση. Τελικά αποφάσισε να το κάνει με τον ευθύ τρόπο, χωρίς όμως να χρειαστεί να τρομοκρατήσει τη μητέρα της αποκαλύπτοντας ότι είχε βρεθεί στο δρόμο της κάποια που ισχυριζόταν ότι ήταν η φίλη της, που είχε σκοτωθεί.

-Μητέρα, τις προάλλες που κοίταζα το άλμπουμ με τις φωτογραφίες υπήρχαν κενές θήκες. Ξέρεις τι έγιναν οι φωτογραφίες;

-Πως δεν ξέρω! Εσύ δεν ξέρεις; Είπε και γέλασε.

-Δε θυμάμαι.

-Τις έσκισες χίλια κομματάκια και τις πέταξες! Είπε και ανασήκωσε τους ώμους της.

-Μα γιατί να το κάνω αυτό;

-Δεν ξέρω, δε μου είπες ποτέ. Γενικά δε μίλαγες πολύ ως παιδί, με το τσιγκέλι σου βγάζαμε όταν επέστρεφες στο σπίτι λίγα πράγματα για το πώς πέρασες τη μέρα σου στο σχολείο, και να πει κανείς ότι ήσουν κακή μαθήτρια. Αντιθέτως πάντως με τον αδερφό σου, που μόλις γύριζε τα έλεγε όλα με μιας μόνος του, είπε νοσταλγώντας η μητέρα της. Όπως καταλαβαίνεις όταν μπήκες στην εφηβεία, ήταν λογικό να κλειστείς περισσότερο στον εαυτό σου, αλλά και τώρα που είσαι μεγάλη γυναίκα δεν άλλαξες και πολύ, πάντα τελευταίοι τα μαθαίναμε όλα εγώ κι ο πατέρας σου. Κόντεψες να γεννήσεις και εμείς δεν ξέραμε ότι ήσουν έγκυος.

-Και γιατί πιστεύεις ότι έσκισα τις φωτογραφίες;

-Με κάποιο από τα κορίτσια που ήταν στις φωτογραφίες πρέπει να θύμωσες πολύ και θέλησες να σβήσεις τις αποδείξεις ότι κάποτε ήσασταν φίλες.

-Αυτό πιστεύεις ότι συνέβη;

-Γιατί άλλο; Και εγώ το κατάλαβα καιρό αργότερα, όταν πήρα μια μέρα το άλμπουμ να χαζέψω τις αναμνήσεις του παιδιού μου, έλειπαν κάποιες και σε ρώτησα τι συνέβη, ανασήκωσες τους ώμους σου και κατάλαβα ότι δεν ήθελες να το συζητήσεις.

«Πρέπει να είμαι διαταραγμένη» σκέφτηκε ανήσυχη.

-Γιατί με ρωτάς όμως;

-Υπάρχει κάποιος στη γειτονιά που σε ρωτάει για μένα;                      

-Ναι, υπάρχει μια γυναίκα, μια φίλη σου, Έλενα μου είπε ότι τη λένε.

-Και τι της είπες;

-Τίποτα σημαντικό, της είπα ότι έχεις παντρευτεί και ότι έχεις ένα παιδάκι.

-Της έδειξες και φωτογραφία μου;

-Του εγγονού μου έδειξα, αλλά νομίζω ότι ήσουν και εσύ μαζί. Αυτή που έχω στο πορτοφόλι μου από τα γενέθλια του. Όμως γιατί με ρωτάς όλα αυτά τα πράγματα, πρέπει να ανησυχήσω;

-Όχι, απλά δε μου αρέσει να μιλάνε για μένα. Και νομίζω ότι το ξέρεις. Από εδώ και στο εξής αν κάποιος σε ρωτήσει θα λες απλά ότι είμαι καλά. Αυτό μόνο.

-Καλά παιδί μου, ό,τι πεις!

.....

Το μόνο συμπέρασμα που κατάφερε να βγάλει από τη συζήτηση με τη μητέρα της ήταν για το πώς την αναγνώρισε η άγνωστη. Η χαζογιαγιά, της είχε δείξει φωτογραφία. Όμως γιατί εκείνη έσκισε τις φωτογραφίες μιας πεθαμένης και γιατί κάποιος της έπαιζε παιχνίδια. Μπορεί να έσκισε τις φωτογραφίες για να μετριάσει τον πόνο, σε μια προσπάθεια να μη θυμάται ανά πάσα στιγμή και πονάει, όμως αυτό δεν αποτελεί βλασφημία κατά κάποιο τρόπο για ένα νεκρό φίλο; Πως τιμάς ένα φίλο πετώντας τα αναμνηστικά του. Ξάπλωσε στο κρεβάτι δίπλα στο σύζυγο της.

-Τι έχεις; Τη ρώτησε. Απ’ όταν γύρισε δεν έχεις πει κουβέντα.

-Συγνώμη!

-Δύσκολη δουλειά στο γραφείο;

-Κάπως έτσι, είπε αναστενάζοντας και ξαπλώνοντας στο στέρνο του. Να σε ρωτήσω κάτι;

-Ναι;

-Θυμάσαι τότε που ήθελα να ανοίξω δική μου επιχείρηση με το Λάμπρου;

-Πως δε θυμάμαι, ήσουν λες και είχες πάρει κόκα. Έλειπες πολλές ώρες από το σπίτι όμως όταν επέστρεφες και σε έβλεπα τόσο ενθουσιασμένη τις λίγες ώρες που ήμασταν μαζί, αποζημιωνόμουν από τη χαρά σου!

-Και τι έγινε και στράβωσε;

-Δεν ξέρεις τι έγινε;

-Θέλω να ξέρω πως το είδες εσύ, που είσαι πιο αντικειμενικός!

-Όχι και τόσο αντικειμενικός όταν έχει κάτι να κάνει με εσένα.

-Σ’ αγαπώ του είπε!

-Κι εγώ! Απάντησε και τη φίλησε.

-Λοιπόν;

-Μα μου είχες απαγορεύσει να μιλάω γι’ αυτό το θέμα…

-Σου επιτρέπω, μόνο για σήμερα, μόνο για τώρα! Θέλω να δω το όλο πράγμα κάτω από νέο πρίσμα.

-Δεν μπορώ να σου πω πολλά, ήρθες σπίτι, μου είπες ότι το όλο εγχείρημα δε θα γίνει, όταν πήγα να σε ρωτήσω μου είπες ότι το θέμα έληξε οπότε σεβάστηκα το γεγονός ότι δεν ήθελες να το συζητήσεις. Ύστερα κάθισες δίπλα μου και είδαμε μαζί τηλεόραση. 

-Είχε τίποτα καλό τουλάχιστον;

-Δε νομίζω ότι έβλεπες τηλεόραση, σε απασχολούσε το ναυαγισμένο σου όνειρο. Τι έγινε τελικά θα μου πεις;

-Ο τύπος έπαθε κατάθλιψη, τον είχε παρατήσει η γυναίκα του και το έριξε στα χάπια.

-Κρίμα το φουκαρά, δεν είναι κι ο καλύτερος συνεργάτης κάποιος που παίρνει αντικαταθλιπτικά.

-Όχι δεν είναι. Αν αυτή είναι η αλήθεια.

-Πάντως κι εσύ τα κρατάς μέσα σου. Δεν εξωτερικεύεις τα αισθήματα σου.

-Θες να μου πεις ότι δεν εξωτερικεύω την αγάπη μου για σένα.

-Ευτυχώς κάπου κάπου μου δίνεις και από κάποιο σημάδια. Όμως δεν εξωτερικεύεις την πίκρα σου, την οργή σου, την απογοήτευση σου, το θυμό σου!

-Πως, σπάζοντας πράγματα και ουρλιάζοντας σαν τρελή; Δεν έχεις ακούσει τους άγγλους που λένε μην κλαις για χυμένο γάλα!

-Ναι αλλά μπορείς να μιλήσεις, να το μοιραστείς. Να το βγάλεις από μέσα σου. Στην ανάγκη να ζητήσεις και το λόγο από τον ιθύνοντα.

-Με το να χτυπήσω ας πούμε έναν άνθρωπο που έχει ήδη κατάθλιψη; Θα ήμουν τρελή και άπονη. Και ούτε υπάρχει λόγος να το συζητάς όταν δεν μπορείς να διορθώσεις τίποτα. Τι μου φταις εσύ να σου γκρινιάζω!

-Δηλαδή όταν σου μιλάω για κάτι που έχει προκύψει στη ζωή μου και δεν αφορά την οικογένεια μας είναι σαν να γκρινιάζω; Μου λες ότι γίνομαι κουραστικός;

-Όχι, φυσικά και όχι, απλά εγώ δεν μπορώ να εκφραστώ με λόγια, προτιμώ να τα αφήσω να περάσουν και να τα σβήσει ο χρόνος. Άλλες φορές κάνει καλή δουλειά ξέρεις, κι άλλες όχι τόσο. Ας κοιμηθούμε όμως.   

.....

«Ειλικρινά θες να μάθεις τι συμβαίνει;» Άκουσε μια φωνή να τη ρωτάει στον ύπνο της. Άνοιξε απότομα τα μάτια της για να διώξει τη φωνή αλλά από παντού την περίκλειε το σκοτάδι. Άπλωσε το χέρι της και ακούμπησε το κορμί του συζύγου της, σαν να πήρε κουράγιο που βρισκόταν δίπλα της αφέθηκε ξανά στο όνειρο, από το οποίο δεν είχε βγει ποτέ. «Ίσως είναι προτιμότερο να μη μάθεις», αναγνώρισε τη δική της φωνή να την προειδοποιεί. Έπειτα το όνειρο της γέμισε με τις τρεις αυτές μορφές που ισχυρίζονταν ότι την ήξεραν, ακόμα και εκείνος ο σιωπηλός, αμήχανος άντρας στο καφέ αυτό τουλάχιστον ομολογούσε η στάση του. Μαζί προσπαθούσαν να χτίσουν μια επιχείρηση, ήθελαν και οι δύο να δουλεύουν για τον εαυτό τους και όχι για κάποιο αχάριστο αφεντικό. Ο τύπος που της είχε βάλει τις φωνές στον δρόμο που δεν το θυμόταν, τώρα τη φώναζε «αγάπη μου» την αγκάλιαζε και της έκανε έρωτα. Και ένιωθε άνετα στα χέρια του, δεν της ήταν άγνωστος αλλά αυτός που αγαπούσε, λες και ποτέ δεν είχε υπάρξει ο άλλος που έφυγε στο εξωτερικό. «Ίσως και να μην υπήρξε!» άκουσε τον εαυτό της να αμφιβάλει. Και εκείνη η γυναίκα η Έλενα, ποτέ δεν είχε σκοτωθεί, ήταν φίλη της, η δική της μοναδική φίλη. Τα τρία πρόσωπα στάθηκαν το ένα δίπλα στο άλλο, την κοίταζαν και κάτι μουρμούριζαν χαμηλόφωνα μεταξύ τους, δεν τους άκουγε αλλά ένιωθε το χλευασμό στα χαχανητά και στα βλέμματα τους.

-Θα ήταν βολικό να είχα πάει στο εξωτερικό. Έτσι; Τη ρώτησε ο άντρας. Αυτό δε θα πλήγωνε τόσο τον εγωισμό σου, σωστά δεν τα λέω. Όμως το να σε παρατήσω για κάποια άλλη, αυτό πώς να το αντέξεις; Τα χαρακτηριστικά του άρχισαν να αλλάζουν τα μάτια του από καστανά να γίνονται πράσινα. Η μύτη του να αποκτάει ένα όχι και τόσο γοητευτικό σχήμα, λόγω του ότι σε κάποιον αγώνα μποξ του την είχαν σπάσει, το πρόσωπο του έγινε από στρογγυλό οβάλ, ακόμα έγινε πιο ψηλός και πιο εύσωμος και ύστερα απομονώθηκε μαζί της σε ένα άλλο σπίτι. Μια εξοχική κατοικία που θύμιζε ασπρόμαυρη ταινία του αμερικάνικου κινηματογράφου. “I am so sorry, my love. I have to go now! I will always love you”. Ύστερα έβαλε το καπέλο του, ένα από αυτά που θα φορούσε κι ο Μπόγκαρντ, πήρε τη βαλίτσα του, άνοιξε την πόρτα και έφυγε. Εκείνη έμεινε να τον χαζεύει να απομακρύνεται στο δρόμο, μέχρι που δεν έμεινε ούτε τελεία από τη φιγούρα του για να παρακολουθήσει.

-Φαντάζομαι τώρα είναι η σειρά μου έτσι;  Άκουσε πίσω της τη φωνή της Λένας. Γύρισε και την κοίταξε. Βρισκόταν πάλι σε έναν σκοτεινό τόπο με τους δύο εναπομείναντες. Δεν είναι κάπως σκληρό να αποφάσισες για μένα δυστύχημα για να με βγάλεις από τη ζωή σου. Εντάξει ήταν κάπως ανταγωνιστική η σχέση μας, ποιες φίλες δεν είναι ανταγωνιστικές μεταξύ τους, αρχικά για να γίνεις φίλος με κάποιον πρέπει να ταιριάζουν τα γούστα σου, οπότε αναμενόμενο να υπάρχει ανταγωνισμός, τι φταίω εγώ που εσύ ήσουν αφελής και δεν το είχες καταλάβει ή ήθελες να παίζεις με ανοιχτά χαρτιά και να μου λες τα μυστικά σου. Ήθελα να είμαι η καλύτερη και η πρώτη όμως όλες αυτό θέλουν, και πως μπορείς να αποδείξεις την ανωτερότητα σου αν δεν αποκτήσεις αυτό που επιθυμεί ο άλλος.

Τα ξανθά μαλλιά της άρχισαν να σκουραίνουν, το πρόσωπο της απαλλάχτηκε με μιας από το έντονο μακιγιάζ. Ψήλωσε και αυτή περισσότερο απ’ ότι την είχε δει στο δρόμο, ίσως πλέον να είχε μαζέψει η μάζα του σώματος της λόγω του ότι πέθανε, έκανε τη σκέψη η γυναίκα. Έγινε πιο κομψή, πιο γλυκιά και με νέα μορφή τώρα, με αυτή που την είχε μετατρέψει η φαντασία της και μπήκε μόνη της μέσα στο φέρετρο.

-Δε θα κλείσεις το καπάκι; Μη φοβάσαι. Την προέτρεψε βλέποντας το δισταγμό της, θα με προστατέψει για λίγο από το χώμα και το νερό της βροχής, καλύτερα σκεπασμένη παρά ξεσκέπαστη. Η γυναίκα πήγε και σκέπασε τον φέρετρο, η Έλενα της χαμογέλασε και ύστερα ήρθαν τέσσερις και σήκωσαν το φέρετρο της κοπέλας, παίρνοντας την μακριά. Έχοντας στον πλάι της το Χάρη Λάμπρου ακολουθούσαν η δυο τους το φέρετρο της φίλης της.

-Υποθέτω ότι ήρθε η σειρά μου να ορίσεις τη μοίρα μου!

-Δεν πρέπει να σε ανησυχεί, του απάντησε με ειλικρίνεια εκείνη. Εσύ θα συνεχίσεις κανονικά τη ζωή σου, απλά στο δικό μου μυαλό θα πάρεις άλλη μορφή και θα σε απομακρύνω ομαλά από τη δική μου πορεία.

-Γιατί το κάνεις αυτό;

-Γιατί πρέπει να σε νοιάζει; Δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα!

-Ναι, αλλά δεν το καταλαβαίνω. Τι πρόβλημα έχεις, γιατί απλά δεν αγνοείς τους άλλους και τους σπρώχνεις προς τα τάρταρα της μνήμης σου.

-Θα είναι κάποιου είδους άμυνα, καθώς φαίνεται.

-Πήρες πάντως πολύ άσχημα το γεγονός ότι αποφάσισα να κάνω τελικά τη δουλειά μόνος μου.

-Δεν έριξα και λίγη δουλειά για να στήσεις τη δουλειά σου, με είχες κοροϊδέψει από την αρχή έτσι δεν είναι; Αυτός ήταν ο σκοπός σου εξ αρχής!

-Γιατί το έχεις πάρει τόσο βαριά; Άλλωστε γίνονται τέτοια στον εργασιακό χώρο, δεν υπάρχουν φιλίες εκεί. Δεν το ήξερες; Και στην τελική δεν πήρα χρήματα από σένα.

-Θα είχες προβλήματα με δικαστήρια.

-Δε θα μου ‘καναν τίποτα στα δικαστήρια. Αλλά εσύ γιατί χρειαζόσουν κάποιον άλλον να στηριχτείς για να τολμήσεις, γιατί δεν το προσπάθησες μόνη σου όταν αποφάσισα να κάνω μόνος μου τη δουλειά μας.

-Δεν υπήρχε χώρος, και το ξέρεις!

-Μπορεί να πετύχαινε η δική σου επιχείρηση.

-Δεν είχα τόσα χρήματα να βάλω, χρειαζόμουν έναν συνεταίρο, άλλωστε τις καλύτερες ιδέες μου στις είχα παραχωρήσει. 

-Οπότε αυτή η ανεξάντλητη δεξαμενή ιδεών είχε εξαντληθεί; 

-Δεν είχε εξαντληθεί, απλά δεν μπορούσα να ξεκινήσω για δεύτερη φορά την ίδια διαδικασία από την αρχή. Είχαν σταματήσει και κοιτάζονταν στα μάτια. Χώμα που έπεφτε πάνω σε ξύλο αντιλαλούσε παντού.

-Σου ζήτησα συγνώμη.

-Όταν η ζημιά γίνεται δεν έχει σημασία ένα συγνώμη. Άλλωστε δεν το εννοούσες!

-Μπορεί όχι, αλλά ζήτησα.

-Αυτό δε σε κάνει καλύτερο, μάλλον σε κάνει περισσότερο υποκριτή.

Έστρεψε το βλέμμα της από τον σκεπασμένο με χώμα τάφο της Έλενας και κοίταξε το Χάρη. Το σώμα του άρχισε να μαζεύει, το κορμί του άρχισε να σκουραίνει, το ίδιο και τα μαλλιά του, γινόταν πιο παχουλός και πιο κοντούλης. Πιο ευγενικός και λυπημένος, με βεβαιότητα του είχε στοιχήσει το ότι τον είχε παρατήσει η γυναίκα του. Δυο άντρες στάθηκαν δίπλα του. Του άπλωσαν τη λευκή μπλούζα που δένει τα χέρια πίσω από την πλάτη, στερώντας σε κάποιον την ελευθερία κινήσεων.

-Γιατί δεν κρατάς τις αναμνήσεις σου, αυτές θα είναι η δύναμη σου που θα σε προστατέψουν την επόμενη φορά.

-Είμαι προστατευμένη, πίστεψε με.

-Έχεις σκεφτεί ότι μπορεί να υπάρχουν κι άλλοι εκτός από εμάς τους τρεις που βρεθήκαμε στο δρόμο σου;

-Τι εννοείς;

-Κι άλλοι έκπτωτοι από την πορεία της ζωής σου.

-Και να υπάρχουν δε θα έχουν σημασία. Γεια σου και λυπάμαι πολύ για τη γυναίκα σου.

-Εσύ θα έπρεπε να είσαι δεμένη με αυτή τη μπλούζα και όχι εγώ.

Το πρωί άνοιξε τα μάτια της και είδε το φως να προσπαθεί να μπει από τις χαραμάδες.

-Όλα καλά μουρμούρισε. Κοίταξε τον άντρα της, πήγε ως το δωμάτιο του παιδιού της, ακόμα κοιμόταν ο τεμπελάκος της, όλα ήταν όπως τα ήξερε. Πήρε μια ανάσα και πήγε να βάλει καφέ στο μηχάνημα.        

 

ΤΕΛΟΣ

Διαβάστε επίσης: