ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΜΠΑΛΟΝΙ
Επαμεινώνδα Φ. Βανδώρου
Στο Γιώργο
Είχε μπει ο Δεκέμβρης και η παρέα μας επέστρεφε από το σχολείο, συζητώντας για τις επικείμενες διακοπές. Για μένα, όπως και για τους περισσότερους Δεκέμβρης σήμαινε Χριστούγεννα. Ο Γιάννης, σκανδαλιάρης συνήθως, χτυπούσε τους μεταλλικούς κάδους ώστε να κάνουν θόρυβο, ενώ έκλεινε και τα καπάκια τους, αφήνοντάς τα να πέσουν από ύψος δημιουργώντας έναν έντονο κρότο. Ο Αλέκος του είπε να σταματήσει τις ανοησίες, ενώ εκείνη τη στιγμή περνούσε από μπροστά μας η Χριστίνα, δημιουργώντας του ένα ελαφρύ κοκκίνισμα. Ανταλλάξαμε ένα γεια μαζί της και προχωρήσαμε, έχοντας αφήσει πίσω μας το εκκλησάκι του Αγίου Μελετίου. Αποχωριστήκαμε το συμμαθητή μας με το κοκκινάδι στα μάγουλα, αφού μπήκε στην πολυκατοικία του, που στο μπαλκόνι του διαμερίσματός του βρισκόταν η μητέρα του και ανέμενε την επιστροφή του, και προχωρήσαμε οι υπόλοιποι. Ο επόμενος που θα αποχωριζόταν την παρέα θα ήμουν εγώ, αλλά θέλοντας να φτάσω ως τη γωνία του σπιτιού μου για να δω το καινούργιο τεύχος του Μπλεκ, συνέχισα με τους άλλους. Ο Γιάννης δε σταματούσε τις σκανδαλιές, κλωτσώντας νεράντζια που κατέληγαν γκολ, κάτω από τις ρόδες των αυτοκινήτων, ενώ ο Βασίλης με ένα στρατιωτικό αμπέχονο, που έμοιαζε με εκείνα που είχαν οι πολεμιστές στα βουνά της Πίνδου το σαράντα, μου μιλούσε για στρατιωτικά θέματα που τόσο τον συνεπαίρνανε. Σταματήσαμε στο ψιλικατζίδικο, εγώ μπήκα μέσα και οι δυο συμμαθητές μου έμειναν να με περιμένουν, βγαίνοντας μας προσπέρασε ένας άλλος συμμαθητής μας, που δεν ήταν και τόσο συμμαθητής μας, μιας και πολλές μέρες έλειπε, είχε μια παλιόσακα στον ώμο, καμιά σχέση με τις δικές μας και με γοργό βήμα, μας είπε ένα «Γεια, θα τα πούμε αύριο». Ο Γιάννης δε μίλησε, ο Βασίλης ψέλλισε ένα αύριο, που ακούστηκε σαν ηχώ, κι εγώ του ανταπέδωσα το χαιρετισμό.
Εκεί ο Γιάννης αποχωρίστηκε την ομάδα μας, προχωρώντας ευθεία, ενώ εγώ πήρα την απόφαση να συνοδεύσω το Βασίλη, που ήταν και ο πιο φίλος μου από όλους ως το σπίτι του, που βρισκόταν καμιά δεκαριά στενά μακρύτερα. Κι ενώ εγώ είχα κατά νου να μιλήσουμε για τις διακοπές, ο Βασίλης συνέχιζε να μου μιλάει για τους Βόρειους και τους Νότιους, τις στολές τους, τις μάχες και γενικότερα τον Αμερικανικό Εμφύλιο, που γνώριζε απ’ έξω κι ανακατωτά και τόσο έπληττα να τον ακούω να μου τον διδάσκει. Μάλιστα τώρα που γυρίζω το νου μου πίσω, ο τότε φίλος μου είχε την αυστηρότητα και το ύφος παλιού στρατιωτικού, ενώ κανένας από την οικογένειά του δεν ήτανε στρατιωτικός. Μάλιστα όταν του είπα για τα Χριστούγεννα, αναφέρθηκε σε κάποια πολεμικά συμβάντα που έλαβαν χώρα σε γιορτές. Ο Βασίλης πρέπει να σημειώσω ήταν ειδήμων όλων των πολεμικών μαχών της ιστορίας, γνώριζε για το Βατερλό, πως ξεκολλούσαν οι μύτες των Γερμανών της Βέρμαχτ όταν τους έπιασε ο χειμώνας στο Στάλινγκραντ κι άλλα πολλά από τους Ρωμαίους έως τις μέρες μας, και ασφαλώς έπαιζε συνεχώς με στρατιωτάκια που τοποθετούσε ως έγιναν οι ιστορικές μάχες, εκείνον τον καιρό όμως τον είχε πιάσει η μανία με τον Αμερικανικό Εμφύλιο.
Την επόμενη βρισκόμασταν όλοι στην τάξη των σαράντα πέντε μαθητών. Ο δάσκαλος είχε ξεκινήσει με το μάθημα της Γλώσσας της πέμπτης δημοτικού και εμείς κλεισμένοι μέσα στα μπουφάν μας, αναμένοντας η σόμπα πετρελαίου, που έκαιγε στην είσοδο της τάξης να ζεστάνει τον ψηλοτάβανο και μεγάλο χώρο, που κάποτε αποτελούσε δωμάτιο ενός αρχοντικού. Ο δάσκαλος κοίταξε γύρω του, μπροστά του τρεις σειρές των εφτά θρανίων και αριστερά του άλλα δυο θρανία, που κανονικά κάθονταν δυο μαθητές στο πρώτο κι ένας ακόμα στο δεύτερο. Κι αφού στο πρώτο οι μαθητές έκαναν σκασιαρχείο, το μάτι του έπεσε πάνω στο Γιώργο που ήταν απλωμένος στο έδρανο, πάνω από το βιβλίο και έμοιαζε να κοιμάται.
«Λοιπόν Γιώργο, θα μας διαβάσεις παρακάτω;»
Ο μαθητής ανασηκώθηκε, ακούμπησε τα χέρια του ώστε να στηρίζουν το κεφάλι του, κι εφόσον με τη βοήθειά μας βρήκε τη σελίδα, αφήνοντας έναν αναστεναγμό ξεκίνησε την ανάγνωση. Κανείς δεν ανέμενε κάτι περισσότερο από το μαθητή, ο οποίος συλλάβιζε το κείμενο ασθμαίνοντας, σαν τραγουδιστής που δεν μπορεί να κρατήσει τις αναπνοές του. Ο δάσκαλος δυσανασχετούσε και κοιτούσε το Γιώργο, τον άφηνε όμως να συνεχίσει ως ενός σημείου κι εμείς σε μια παγωμάρα, κοιταζόμασταν μεταξύ μας, θέλοντας να υποτιμήσουμε το συμμαθητή μας, κάνοντάς μας εντύπωση το πόσο άτεχνος ή καλύτερα ανίκανος να πάρει τα γράμματα ήταν. Αφού έφτασε ως ένα σημείο τον διέκοψε, δίνοντας τη σειρά στην Χρυσούλα, που έλεγε νεράκι το κείμενο λες και το είχε μάθει απ’ έξω, ανακουφίζοντας τον προκάτοχό της στην ανάγνωση, που μαζεύτηκε και πάλι στην προηγούμενη στάση του. Όταν τελικά η ανάγνωση τελείωσε ο δάσκαλος ρώτησε το Γιώργο, που ήταν δυο μέρες νωρίτερα.
«Δούλευα!» απάντησε αυθόρμητα και δίχως δεύτερη σκέψη ο μικρός μαθητής, προκαλώντας μας τα γέλια.
Ο δάσκαλος μας κοίταξε, κάνοντάς μας να μας κοπεί το γέλιο. «Ώστε δούλευες;» τον ρώτησε «και πού;»
«Μαζί με τον πατέρα μου, είμαι έμπορος», απάντησε με παιδική αφέλεια και πάσα ειλικρίνεια ο Γιώργος αλλά και με καμάρι, τονίζοντας τη λέξη έμπορος. Ο δάσκαλος κούνησε το κεφάλι του και συνέχισε το μάθημα. Δε νομίζω πως η κίνηση αυτή ήταν περιπαικτική, μάλιστα ο εκπαιδευτικός προσπαθούσε να ωθήσει το Γιώργο στη γνώση, ίσως ήθελε να τον πεισμώσει, μάλιστα πολλές φορές πήγαινε στο θρανίο του για να του εξηγήσει ότι πίστευε πως θα τον δυσκόλευε. Η θέση του θρανίου του όμως ήταν το ίδιο παράταιρη, όπως και ο ίδιος, και οι δυο μπροστινοί του ήσαν δυο εξίσου κοπαναδόροι και αδιάφοροι για τα γράμματα περισσότερο του Γιώργου. Βέβαια θέλοντας να ωθήσει και εμάς δεν ήταν λίγες οι φορές που μας τον έφερνε ως παράδειγμα προς αποφυγή, λέγοντάς μας «Φροντίστε να γίνεται κι εσείς σαν το Γιώργη!» πάντοτε όμως όταν εκείνος ήταν απών, μη θέλοντας να τον προσβάλει. Κι όταν ο Γιάννης τον ρώτησε «Τι έμποροι;» προκαλώντας τους γέλωτές μας, τον σήκωσε τιμωρία στη γωνία να κάνει τον πελαργό ως το τέλος της ώρας.
Σε ένα από τα διαλλείματα θυμάμαι, αποφασίσαμε να παίξουμε μπάλα με ένα μικρό πλαστικό μπαλάκι, στο μέγεθος πορτοκαλιού, που τότε πουλούσαν στα περίπτερα. Πήγαμε στην πίσω αυλή, που βρίσκονταν οι βρύσες και χωριστήκαμε σε ομάδες. Όλοι λαχταρούσαμε να παίξουμε. Πρόσφατο είχαμε και το Μουντιάλ που ο Θεός της μπάλας, έδωσε το κύπελλο στους Αργεντίνους. Ήμασταν εφτά αγόρια, συν το Γιώργο που μας κοίταζε στα μάτια ποια ομάδα θα τον διαλέξει! Τελικά ο Γιάννης, ο Αλέκος κι εγώ αποτελούσαμε την τριανδρία της μιας ομάδας, ενώ το Βασίλη που συνήθως καθότανε στο τέρμα, πιο βαρύς στις κινήσεις του από τους υπόλοιπους, τον πήρε η άλλη ομάδα που συμπλήρωσε τετράδα.
«Να πάρουμε και το Γιώργο», πρότεινα εγώ.
«Είσαι τρελός;» απάντησε ο Γιάννης.
«Μα δε γίνεται να ήμαστε τρεις».
«Θα παίξω εγώ μπακό», πρότεινε ο Αλέκος που κατείχε το σπορ για να αρθεί το αδιέξοδο.
«Το θέμα είναι να κερδίσουμε, αν είναι να παίξουμε για να χάσουμε... Όπως και να ’χει ο Γιώργος κι άσχετος να είναι θα βοηθήσει» αντιπρότεινα. Δεν ξέρω αν το έκανα για να μπει κι ο Γιώργος στην ομάδα ή απλά γιατί πίστευα πως με έναν λιγότερο είχαμε σίγουρη την ήττα. Τότε εμφανίστηκε στην πίσω αυλή η Χρυσούλα για να πιεί νερό, ενώ οι αντίπαλοι είχαν αρχίσει το ζέσταμα, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, και μας ρωτούσαν αν θα ξεκινήσουμε. Ο Γιάννης την άρπαξε και την έχωσε στην ομάδα μας κι εγώ δεν είχα αντεπιχείρημα, μιας και όλοι γνωρίζαμε πως η Χρυσούλα στα σπορ ήταν καλύτερη από όλα τα αγόρια του σχολείου. Το ματς ξεκίνησε και ο αγώνας ήταν αμφίρροπος δίχως κανόνες, όπως συμβαίνει σε τέτοιους αγώνες, αλλά και πιο έντιμος από αγώνες επαγγελματικών κατηγοριών, αφού όταν δεν υπάρχουν κανόνες για κανέναν υπάρχει περισσότερη ισονομία από όταν οι κανόνες καταπατούνται υπέρ κάποιου. Είχε περάσει το μισό διάλειμμα και ο αγώνας ήταν ισόπαλος. Ο Γιώργος, αφού δεν μπορούσε να παίξει είχε γίνει θεατής και κάθε φορά που η μπάλα ξέφευγε από την πίσω αυλή την κλωτσούσε προς εμάς, θέλοντας να συμμετάσχει κι αυτός με κάποιον τρόπο στο παιχνίδι. Τότε ήταν που είπα ότι βγαίνω και στη θέση μου θα παίξει για λίγο ο Γιώργος, έτρεξα προς την αίθουσα, μην αφήνοντας χρόνο στους συμμαθητές-συμπαίχτες μου για να αντιδράσουν, αφού κι ο αντικαταστάτης μου ξεχύθηκε στον τσιμεντένιο αγωνιστικό χώρο. Κι η αλήθεια είναι πως ήταν μεγάλη η θυσία αυτή από μέρος μου και δεν ξέρω ακόμα πώς την τόλμησα. Τελικά αν κι ο Γιάννης μου κρατούσε μούτρα για μέρες, κι ο Αλέκος αργότερα με ρώτησε γιατί έφυγα, επικαλέστηκα πως θυμήθηκα ότι δεν είχα κάνει κάποιες ασκήσεις στα μαθηματικά, η είσοδος του Γιώργου χάρισε τη νίκη στην ομάδα μας, αφού μαζί με τη Χρυσούλα συνεργάζονταν λες και έπαιζαν χρόνια μαζί, ενώ και η δύναμή του σαν παίχτης εξασφάλισε την επιτυχία, που πανηγύρισαν όλοι, εκτός του Γιάννη, που καμία διάθεση δεν είχε να παίξει μαζί του.
Η αλήθεια είναι πως ο Γιώργος για όλους μας ανήκε σε ένα διαφορετικό κόσμο, τα περισσότερα παιδιά δεν του μιλούσαν, ενώ κι εγώ κάνα ξερό γεια του έλεγα, αν και θα ήθελα να του πω περισσότερα. Δεν ξέρω αν φοβόμουν την κατακραυγή των συμμαθητών μου ή αν απλά δεν είχα τι να του πω.
Έτσι προχωρούσαν οι μέρες ως τι εορτές, με τον Αλέκο να μιλάμε για ποδόσφαιρο, με το Βασίλη για τον Αμερικανικό Εμφύλιο και τις στρατιωτικές σχολές, δηλαδή αυτός μιλούσε κι εγώ άκουγα. Ενώ κι ο Γιάννης, όταν ξεπέρασε το ότι είχε συμπαίχτη το Γιώργο, μας έλεγε διάφορες ιστορίες που είχε ακούσει από τον πατέρα του, που θαύμαζε όπως όλα τα παιδιά τον δικό τους πατέρα. Μας έλεγε πως έλεγε μαλάκα τον άντρα της αδελφής του, πως μια φορά στο χωριό είχε σπάσει το σωλήνα του νερού του γείτονα, αφήνοντάς τον χωρίς νερό και μετά γελάγανε με τον παππού του. Κι όταν αφελώς ο Βασίλης τον ρώτησε «Γιατί;» ξεχνώντας για λίγο τις μεγάλες μάχες, ο Γιάννης του απάντησε, «Έτσι για πλάκα», ανασηκώνοντας τους ώμους του, μην ξέροντας κι ό ίδιος γιατί ο πατέρας του έκανε ζημιά στο γείτονα το βρωμιάρη, όπως τον έλεγε.
«Και ο Γιώργος είναι βρωμιάρης!» είπε με βεβαιότητα.
«Που το ξέρεις;» ρώτησε ο Βασίλης.
«Όλοι τους είναι βρωμιάρηδες», απάντησε.
«Το ’χω ακούσει και εγώ», επιβεβαίωσε κι ο Αλέκος.
Εγώ δεν πήρα μέρος στη συζήτηση, ίσως γιατί θεωρούσα μάταιο να τους αλλάξω γνώμη, ίσως γιατί ήταν η παρέα μου και δεν ήθελα να τους πάω κόντρα, ίσως γιατί ήτανε πλειοψηφία, κι ως γνωστόν στη δημοκρατία η πλειοψηφία νικάει, έστω κι αν έχει αντιδημοκρατικές απόψεις, αν κι ο Βασίλης δεν ήταν απόλυτα με το μέρος τους, πιο πολύ σαν αναποφάσιστος έμοιαζε του ‘‘Δεν ξέρω/Δεν απαντώ", όπως στα περισσότερα θέματα πλην του Αμερικανικού Εμφυλίου και των μεγάλων μαχών.
.....
Όσον αφορά εμένα, εκείνα τα Χριστούγεννα δεν έμελλε να τα περάσω όπως ανέμενα. Κι όταν λέω Χριστούγεννα, επαναλαμβάνω πως εννοώ το σύνολο του δεκαπενθημέρου που λείπουμε από το σχολείο. Υψηλός πυρετός με κατέβαλε λίγες μέρες νωρίτερα και βρέθηκα να λιποθυμώ στην αίθουσα του σχολείου. Θυμάμαι βουητό μαθητών γύρω από το κεφάλι μου και πρόσωπα συμμαθητών μου συγκεντρωμένα από πάνω μου. Αρχικώς συνήλθα από ένα ποτήρι νερό που είχε τη σοφία να μου ρίξει στο πρόσωπο ο δάσκαλός μου. Έπειτα με πήρε στην αγκαλιά του και με πήγε στο γραφείο των δασκάλων, που κάλεσε και τη μητέρα μου, ενώ εγώ έτρεμα δίπλα στη σόμπα. Μετά βίας μπόρεσα να φτάσω ως το σπίτι υποβασταζόμενος εκ της μητρός μου. Με έβαλε να ξαπλώσω, μου έδωσε κι ένα αντιπυρετικό της εποχής, ενώ ο πυρετός μου άγγιζε το τριάντα οχτώ και μισό. Οφείλω να ομολογήσω πως εκείνα τα χρόνια της παιδικής μου ηλικίας ήμουν γενικώς φιλάσθενος και πολλάκις κατέληγα κλινήρης. Αφού η μητέρα μου με άφησε να κοιμηθώ και πήγε να φτιάξει μια κοτόσουπα ώστε να φάω για να δυναμώσω, όταν επέστρεψε στο δωμάτιο ο πυρετός είχε φτάσει στο σαράντα παρά το αντιπυρετικό. Πανικοβλημένη τηλεφώνησε στην παιδίατρο, που της σύστησε να πάρει ένα ταξί για να με πάει στο Παίδων. Εγώ πλέον εντελώς αδύναμος, ένιωθα τα χέρια μου σαν μακαρόνια και το κεφάλι μου ως βαμβάκι, μάλιστα τώρα που επαναφέρω τις μνήμες στη σκέψη μου, νιώθω ακριβώς την πύρη που με κατέκαιγε. Κάπως έτσι με ένα ταξί, που κατά την προσφιλή συνήθεια της εποχής έκανε το γύρω της Αττικής ωσάν να το ’χε τάμα, βρέθηκα στο Παίδων Πεντέλης.
Τις πρώτες ώρες δεν καταλάβαινα τίποτα, και τις επόμενες μέρες που βρισκόμουν στο νοσοκομείο ήμουν τόσο εξουθενωμένος που τις περισσότερες ώρες βρισκόμουν στο κρεβάτι. Οι γονείς μου αλλά και κάποιοι θείοι μου εναλλάσσονταν στην συντρόφευσή μου, κι εγώ όταν μπόρεσα να συνέλθω κάπως, ανυπομονούσα πότε θα επιστρέψω στο σπίτι μου για να γιορτάσω τη γέννηση του Χριστού μαζί με την οικογένειά μου. Όμως οι γιατροί, ακοίμητοι φρουροί της υγείας μου δεν έδιναν το πολυπόθητο εξιτήριο. Ξέχασα να σας πω πως όταν ανέκτησα κάπως τις δυνάμεις μου, στις ώρες που κανείς δικός μου δε βρισκότανε στο νοσοκομείο, σηκωνόμουν και εξερευνούσα το Παίδων, ανέβαινα σκάλες, κυκλοφορούσα στους διαδρόμους, και γενικά γύριζα γύρω γύρω, εντός του νοσοκομείου, αφού το κρύο δεν μου επέτρεπε να προαυλιστώ και άλλωστε δε θα με άφηναν οι φύλακες να βγω εκτός κτιρίου.
Τα Χριστούγεννα όμως η φύση μου έκανε ένα δώρο, λόγω του ότι το νοσοκομείο βρισκόταν σε υψόμετρο, εκείνες τις μέρες ήταν το τυχερό μου να αντικρίσω για πρώτη φορά κανονικό χιόνι. Είχε χιονίσει και δυο έτη νωρίτερα, αλλά στο κέντρο της πόλης που έμενα, το μόνο που προσομοίαζε με χιόνι ήταν λίγος πάγος πάνω στα αυτοκίνητα και στους κάδους των σκουπιδιών, που έπιανα με τα γυμνά μου χέρια, σχηματίζοντας μπάλες πάγου και νιώθοντας ύστερα τις παλάμες μου να καίγονταν. Και οι κάποιες νιφάδες που πέφτανε δε θα μπορούσα να πω πως ήταν πραγματικό χιόνι. Όμως εκείνα τα Χριστούγεννα από την προπαραμονή κιόλας το χιόνι έπεφτε πυκνό και έφτανε άνω των τριάντα πόντων στο προαύλιο. Πόσο θα ήθελα να βουτήξω σε αυτό ή να φτιάξω ένα χιονάνθρωπο. Όταν εξέφρασα την επιθυμία μου στους γονείς μου, που βρισκότανε μαζί μου από την παραμονή, αλλά και τις επόμενες χριστουγεννιάτικες ημέρες, η μάνα μου αντέδρασε για την αποκοτιά μου να θέλω να βγω έξω, μόλις που είχα αρχίσει να συνέρχομαι, ενώ ο πατέρας μου για να μου κάνει το χατίρι κατέβηκε κάτω, έξω από το παράθυρο μου και μου έφτιαξε ένα χιονάνθρωπο, ενώ εγώ και η μητέρα μου τον κοιτάζαμε επί το έργον. Όταν γύρισε πίσω έτριβε τα χέρια του. Μου έφεραν κι ένα μικρό δωράκι, ένα στρατιώτη, μαυροσκούφη για την ακρίβεια, που λύγιζε τα γόνατα, τη μέση και τα χέρια του. Και με αυτόν συντροφιά περίμενα το εξιτήριο. Βέβαια δεν παρέλειψα όταν είδα ένα παράθυρο με κάγκελα λίγο ανοιχτό, να περάσω το χέρι μου έξω και να πιάσω για πρώτη φορά χιόνι, που σμίλεψα σε μια κακοτράχαλη μπάλα. Ήμουν χαρούμενος κι ανέμενα να επιστρέψω στο σπίτι μου, που θα κατακλυζόταν από τους φίλους-συμμαθητές μου για να τους πω για τις εμπειρίες μου από το νοσοκομείο.
Ο πατέρας μου ήρθε και με πήρε με ταξί από το χιονισμένο τοπίο και επιστρέψαμε στη γειτονιά μου. Όπως με ενημέρωσε στην περιοχή μας δεν είχε πέσει ούτε νιφάδα παρά μόνο βροχή, κι αυτό θα έκανε πιο εντυπωσιακή την διήγησή μου και την εμπειρία μου αυτή στους φίλους μου. Γυρίζοντας κι αφού έφαγα μαζί με την οικογένειά μου, οι γονείς μου μου είχαν ετοιμάσει το κρεβάτι για να ξαπλώσω, οι οδηγίες ήταν ξεκάθαρες, χρειαζόμουν ακόμη ξεκούραση μέχρι να επιστρέψω στο σχολείο για να μην αρρωστήσει και πάλι ο εξασθενημένος μου οργανισμός. Ρώτησα τη μητέρα μου εάν είχαν περάσει από εκεί οι φίλοι μου ή αν είχαν τηλεφωνήσει να ρωτήσουν τι κάνω, κι εκείνη εντελώς αυθόρμητα μου είπε την αλήθεια, πως κανείς δεν είχε ενδιαφερθεί για εμένα. «Αλλά τώρα που γύρισες, όλο και κάποιος θα εμφανιστεί», με διαβεβαίωσε.
Από την επομένη κιόλας ανέμενα το τηλεφώνημα κάποιου, αν όχι την επίσκεψή του. Τότε βλέπετε δεν είχαμε κινητά και social media για να ρίξουμε ένα «Μάγκες επέστρεψα», οπότε όλοι να τρέξουν να γράψουν ένα ανέξοδο, «Καλή ανάρρωση!» ή «Σιδερένιος!» και να τελειώνει. Φαίνεται όμως πως ρώτησα αρκετές φορές τη μητέρα μου και αυτή κατάλαβε την απογοήτευσή μου, κι ενώ τις πρώτες μέρες μου έλεγε πως σίγουρα θα τηλεφωνήσουν, στη συνέχεια μου πρότεινε να τους πάρω εγώ τηλέφωνο. «Όχι, δεν πειράζει», της απάντησα. Δεν έφτανε που με είχαν ξεχασμένος, για να μην πω κάτι χειρότερο, που τότε δε θα έλεγα, θα έριχνα και τα μούτρα μου να τους τηλεφωνήσω.
«Έστω το Βασίλη;» με ρώτησε.
«Όχι, θα τους δω στο σχολείο», της απάντησα αποφασισμένος να μην κάνω πίσω. Η Πρωτοχρονιά θα ερχότανε και θα γιόρταζα με την οικογένειά μου, θα λάβαινα και το δεύτερο δωράκι του Αγίου Βασιλείου και αυτούς θα τους έβλεπα στο σχολείο. Αν και μέσα μου είχα την κρυφή ελπίδα κάποιος να κάνει την εμφάνισή του μέχρι τα Φώτα, που διαρκούσαν οι γιορτές.
Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς και η μητέρα μου είχε πάει στη λαϊκή, ο πατέρας μου θα γυρνούσε νωρίτερα από τη δουλειά κι εγώ έβλεπα ‘Χοντρός Λιγνός’, και ‘Τσάρλι Τσάπλιν’ στα κρατικά, αναμένοντας και τον πατέρα μου να επιστρέψει νωρίτερα από τη δουλειά, ενώ τα κουδούνια χτυπούσαν από νωρίς για να πουν τα πιτσιρίκια τα κάλαντα. Η μητέρα μου άνοιξε σε δυο ομάδες μέχρι να φύγει, αλλά σε καμία δεν ήταν οι φίλοι μου, ενώ όταν ξαναχτύπησε το κουδούνι, κι εγώ δεν επιτρεπόταν να ανοίξω, στήθηκα πίσω από την πόρτα να ακούσω τις φωνές των παιδιών που έλεγαν τα κάλαντα στην κυρά Ελένη που έμενε δίπλα μας, όμως και πάλι απογοητεύτηκα, αφού κανείς από τους συμμαθητές μου δεν ήταν στους καλανταριστές. Οπότε μηχανικά χάζευα τα έργα, το Σαρλό να κρέμεται από ένα ρολόι κτιρίου, ενώ είχα το νου μου και στο άλλο κανάλι για να γράψω τους αριθμούς του κρατικού, που τότε αγοράζαμε για το καλό περισσότερο και ποτέ δεν είχαμε κερδίσει το παραμικρό, και ήταν ο μόνος τζόγος, αν μπορούμε να τον πούμε τέτοιο που γνώριζε η οικογένεια.
Όταν η πόρτα άνοιξε και επέστρεψε η μητέρα μου, την άκουσα να φωνάζει το βαφτιστικό μου. Της απάντησα βαριεστημένα και τότε μπήκε στο δωμάτιο μου να μου πει ότι έχω χαιρετίσματα από ένα φίλο μου και ξεκίνησε τη διήγηση. Ενώ τελείωσε τα ψώνια και διέσχιζε τη λαϊκή, είχε αρχίσει να ψιχαλίζει και έκανε αρκετό ψύχος, άκουσε κάποιο παιδί να φωνάζει «Κυρία, κυρία!» Δεν έδωσε σημασία και προχώρησε. Η φωνή την ακολούθησε ξαναφωνάζοντας «Κυρία, κυρία», και τότε έστρεψε το βλέμμα της και είδε ένα παιδάκι να την καταδιώκει, επιτάχυνε το βήμα της και αναρωτήθηκε, αγνοώντας την πολιτική ορθότητα, «Τι θέλει αυτό το γυφτάκι και με πήρε στο κατόπι;» Όμως όσο έτρεχε εκείνη έτρεχε και το μικρό, πλησιάζοντάς την. Δεν ήταν εύκολο να ξεφύγει στη λαϊκή, πόσο να τρέξει άλλωστε εν μέσω κόσμου; Σκέφτηκε πως θα της ζητούσε χρήματα, ελεημοσύνη, και δεν είχε πάνω της ψιλά. Αλλά μιας και την έφτασε δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς γύρισε και το ρώτησε τι θέλει.
«Τι κάνει ο Επαμεινώνδας;»
«Ε;»
«Τι κάνει ο Επαμεινώνδας; Ήρθα και στο σπίτι σας να ρωτήσω, αλλά λείπατε», της επανέλαβε.
«Και που τον ξέρεις εσύ τον Επαμεινώνδα;»
«Είμαστε συμμαθητές, ήμουν στο σχολείο όταν λιποθύμησε».
«Καλά είναι αγάπη μου», του απάντησε. «Εσύ τι κάνεις μόνος σου εδώ;»
«Έχω το μαγαζί μου, είμαι έμπορος της είπε όλο καμάρι». Πολλές φορές, ο πατέρας του έστηνε τον πάγκο του σε μία λαϊκή, κι ο Γιώργος δούλευε σε δεύτερη για να αυξήσουν τον τζίρο τους.
Η μάνα μου χαμογέλασε κι εκείνος της ζήτησε να τον περιμένει, έτρεξε στο μαγαζάκι του, που είχε απλωμένη σε ένα σεντόνι την πραμάτεια του, άρπαξε ένα σακουλάκι και επέστρεψε τρέχοντας σε εκείνη. «Ορίστε», της είπε «να τα δώσετε στον Επαμεινώνδα και Καλή Πρωτοχρονιά!»
«Πόσο κάνουν;» τον ρώτησε, χωρίς να θέλει να τον προσβάλει η μάνα μου.
«Είναι δώρο, από το μαγαζί μου», της απάντησε. Αντάλλαξαν ένα χαμόγελο και πήρε ο καθένας το δρόμο του.
Την όλη ιστορία την άκουσα ολοκληρωμένη που τη διηγούταν στον πατέρα μου, ενώ εμένα μετά τους χαιρετισμούς μου έδωσε το σακουλάκι με τα μπαλόνια, που μου έστελνε ο έμπορας φίλος μου, χωρίς να μου αναλύσει όλες τις λεπτομέρειες. Πραγματικά εκείνα τα μπαλόνια άλλαξαν το σκηνικό των εορτών των Χριστουγέννων. Δεν ήταν το δώρο, ήταν πως κάποιος εκεί έξω με σκεφτότανε. Φούσκωσα ένα πορτοκαλί, και τα άλλα τα κράτησα στο σακουλάκι τους. Η διάθεσή μου είχε φτιάξει και καθισμένος στο κρεβάτι μου έπαιζα με τους δύο στρατιώτες, αφού και το δώρο της Πρωτοχρονιάς ήταν ένας δεύτερος στρατιώτης, μάλλον πεζικάριος, που ίσως θα ταίριαζε καλύτερα ως δώρο στο Βασίλη. Τους ξάπλωνα, τους έβαζα να κάτσουν, τους έβαζα σε ένα κόκκινο αυτοκίνητο ρέπλικα να ταξιδεύουν.
Επιστρέφοντας στο σχολείο βρήκα και πάλι την παρέα μου, ανανεωμένη να συζητάει για τα ίδια θέματα. Είχαν περάσει μέρες και είχαν ξεχάσει κιόλας πως είχα αρρωστήσει. Ο Βασίλης, που καθόμασταν στο ίδιο θρανίο, κάποια στιγμή με ρώτησε για το συμβάν, ενώ και η Αντωνία, που έμενε λίγα σπίτια πιο κάτω, σε ένα διάλειμμα ήρθε να ρωτήσει για την υγεία μου. Με κανέναν όμως δε μοιράστηκα την εμπειρία μου από τα χιόνια. Σκέφτηκα να το κάνω με το Γιώργο, αλλά την πρώτη βδομάδα δεν ήρθε, βλέπετε το εμπόριο! Με τον απρόσμενο φίλο μου δεν κάναμε περισσότερη παρέα, όμως πάντα ανταλλάσαμε ένα χαιρετισμό και μερικά χαμόγελα. Κατάφερε κι αυτός μαζί μας να πάρει το χαρτί, ίσως και χαριστικά βέβαια. Πού να του χρειαστεί όμως, στο εμπόριο; Του αρκούσαν τα όσα του έμαθε ο πατέρας του. Μήπως θα μπορούσε να δουλέψει στο δημόσιο ή μήπως θα τον έπαιρνε κάποιος στη δουλεία του, όσο φιλότιμος και άξιος κι αν ήταν. Κι ακόμα κι αν υπήρχε αυτός ο κάποιος που θα τον προσελάμβανε, πόση αναζήτηση και πόσους εξευτελισμούς έπρεπε να υποστεί μέχρι να φτάσει σε αυτόν, αν συνέχιζε την αναζήτηση.
.....
Τελειώνοντας το δημοτικό, μετακομίσαμε και έτσι έχασα τα ίχνη των συμμαθητών μου. Για τους περισσότερους δεν έμαθα τίποτα, έναν που συνάντησα τυχαία στο δρόμο έμαθα ότι σπούδασε στο Πάντειο, ενώ με το Βασίλη που μιλούσαμε για μια διετία, έμαθα πως πέρασε σε στρατιωτική σχολή που τόσο λαχταρούσε. Ούτε το Γιώργο ξανασυνάντησα, παρά μόνο κοιτάζω τώρα το σακουλάκι με τα δυο τελευταία μπαλόνια των Χριστουγέννων, που κράτησα στο συρτάρι μου και μου θυμίζουν πόσο μου έφτιαξαν τη διάθεση εκείνες τις εορτές.
ΤΕΛΟΣ
Διαβάστε επίσης: