Ασημένια Αλυσίδα

 
 

ΑΣΗΜΕΝΙΑ ΑΛΥΣΙΔΑ

Από την ομάδα : Arquelogicos

Διασκευή : Ιώβη Εαρινή

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

           

    Μια αχτίδα πέρασε από τα γρίλιες και χάιδεψε το σεντόνι δίπλα της, η Μάρθα άνοιξε για λίγο τα μάτια της και ύστερα γύρισε την πλάτη της πεισμωμένα, είχε ξενυχτίσει το προηγούμενο βράδυ με το Στέφανο και δεν είχε διάθεση να σηκωθεί ακόμα, άλλωστε ήταν Σάββατο. Από την κουζίνα άκουγε την Ξένια να ανακατεύει τις κατσαρόλες και να προσπαθεί να βάλει τα πιάτα στο πλυντήριο, αλήθεια τι θα έκανε αν δε συγκατοικούσε με τη φίλη και συνάδελφο της από την εφημερίδα, όπως θα έλεγε η μάνα της θα την είχε φάει η σκόνη και η ακαταστασία. Αχ! αυτή η γυναίκα με την καλή κουβέντα στο στόμα ήταν για τη θυγατέρα της. Πάντα ήθελε να ελέγχει τη ζωή της και να την χειραγωγεί, όμως η Μάρθα ήταν ελεύθερο πνεύμα, δε θα άφηνε την κυρία Αγγελική να την καταπιέζει. Θυμήθηκε τότε που ντε και καλά ήθελε να την παντρέψει με το Σωτήρη επειδή είχε ζωντανά και περιουσία στο χωριό, μα καλά που ακούστηκε τον 21ο αιώνα να παντρεύεται κάποια επειδή το θέλησαν οι δικοί της. Καλό παιδί ο Σωτήρης, όμως εκείνη δεν ήθελε απλά να παντρευτεί και να τακτοποιηθεί όπως άλλες κοπέλες που ήξερε, εκείνη αλλιώς είχε ονειρευτεί τη ζωή της και αν δεν τα κατάφερνε προτιμούσε να πεθάνει από το να ζήσει μέσα στη μιζέρια και στη βρωμιά των ζωντανών και της γης. Για τη Μάρθα η επιμονή της Αγγελικής να παντρευτεί κάποιον που δεν είχε ερωτευτεί και δεν τον ήθελε και για τη μητέρα που η θυγατέρα της το είχε αρνηθεί, ήταν αυτό που διέλυσε για πάντα την σχέση των δύο γυναικών. Μάλιστα έπιασε κρυφά και τον Σωτήρη και του ξεκαθάρισε ότι έπρεπε να την βγάλει από το μυαλό του και να βρει κάποια άλλη για να κάνει οικογένεια, χαμός έγινε στο σπίτι όταν μαθεύτηκε, «Πήγες και μας έβαλες στα στόματα του κάθε χωριανού, όλοι θα μας κουβεντιάζουν!», άδικα ο πατέρας προσπαθούσε να τις ηρεμίσει. Φωνάζανε και οι δύο, κι έτσι η Μάρθα πήρε την απόφαση ότι είχε έρθει η ώρα να πάρει τη ζωή στα χέρια της και να φύγει από το χωριό κι από την Άρτα.

    Επόμενη στάση Αθήνα, αφού βρήκε μια δουλειά είχε και τον πατέρα της να την στηρίζει οικονομικά, κρυφά πάντα από την κυρία Αγγελική, γράφτηκε σε μια σχολή φωτογραφίας. Στην σχολή είχε γνωρίσει την Ξένια, εκείνη σπούδαζε δημοσιογραφία, κόλλησαν αμέσως, αποτέλεσμα να αποφασίσουν να συγκατοικήσουν ώστε να μοιράζονται τα έξοδα. Όταν τελείωσαν με την σχολή η Ξένια κατάφερε να βρει πρώτη δουλειά, η Μάρθα είχε κολλήσει με ασχολίες που κάνουν οι φοιτητές για να βγάζουν χαρτζιλίκι. Όμως και η Ξένια στην αρχή δε στάθηκε πολύ τυχερή, με τη δικαιολογία ότι κάνει την πρακτική της τα αφεντικά δεν την πλήρωναν, τελικά αφού έφευγε από τη μία εφημερίδα και πήγαινε σε άλλη κατάφερε να την πάρουν σε μια μεγάλη εφημερίδα πολλών φύλλων, η Ξένια με την πρώτη ευκαιρία μίλησε για τη Μάρθα και έτσι κι εκείνη βρέθηκε να βιοπορίζεται από τη φωτογραφία, αν και τα όνειρα της βρίσκονταν μίλια μακριά από το να δημοσιεύεται η δουλειά της στα φύλλα μια εφημερίδας της οποία το μελάνι έμενε στα χέρια. Όμως είχε κερδίσει την ανεξαρτησία της και δεν άκουγε την γκρίνια της μητέρας της, τις λίγες μέρες του χρόνου που πήγαινε να επισκεφτεί τους δικούς της στο χωριό.

    Το κινητό της που ήταν ακουμπισμένο στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι χτύπησε, η Μάρθα άνοιξε το ένα της μάτι και το κοίταξε με μίσος, ύστερα κοίταξε την αναγνώριση και είδε το όνομα «ΝΙΚΟΣ» να αναβοσβήνει στην οθόνη.

    -Ναι; Μούγκρισε περισσότερο παρά απάντησε στο τηλέφωνο.

    -Μωρό μου, κοιμάσαι ακόμα;

    -Σάββατο είναι… είπε και έκρυψε το κεφάλι της κάτω από το μαξιλάρι, για να μην την ενοχλεί ο ήλιος που έμπαινε από τις γρίλιες του παντζουριού.

    -Δεν πιστεύω να ξενύχτησες εχθές χωρίς εμένα;

    -Για τη δουλειά μουρμούρισε εκείνη, ενώ θυμήθηκε τον Στέφανο να την στριμώχνει και να τη φιλάει.

    -Ας είναι. Πολύ σε κουράζουν όμως σε αυτή τη δουλειά.

    -Το έχουμε ξανασυζητήσει.

    -Τέλος πάντων δεν πήρα να μαλώσουμε, ελπίζω να μην ξέχασες το ραντεβού μας;

    -Όχι, δεν το ξέχασα. Απάντησε ψέματα η Μάρθα.  

    -Ωραία. Γίνε όμορφη τότε για μένα, θα σε πάρω να πάμε να φάμε σε ένα πολύ καλό μαγαζί.

    -Γκουρμέ; Πάλι νηστικοί θα μείνουμε.

    -Καλά αν είναι μετά θα περάσουμε και από καμιά ψησταριά να χορτάσει το μωρό μου. Θα τα πούμε γύρω στις οχτώ!

    Παρά την προσπάθεια της να κλέψει λίγο ακόμα ύπνο η Μάρθα δεν τα κατάφερε, στο τέλος παραιτήθηκε και έβαλε το μαξιλάρι που χρησιμοποιούσε τόση ώρα ως ασπίδα για τον ήλιο κάτω από το κεφάλι της. Νίκος και Στέφανος, οι δύο άντρες της ζωής της ή απλά οι δύο άντρες που έβγαινε μαζί τους την ίδια περίοδο! Ούτε εκείνη ήξερε γιατί έβγαινε και με τους δύο, δεν ήταν κάτι που το συνήθιζε, αλληλοσυμπληρώνονται απαντούσε χαριτολογώντας κάθε φορά στην Ξένια που της έλεγε ότι έπρεπε να αποφασίσει γιατί έπαιζε με τη φωτιά έχοντας παράλληλη σχέση με δύο άντρες και κυρίως όταν ο ένας από αυτούς ήταν ο Νίκος Χαΐτογλου. Είχε προσπαθήσει να αποφασίσει μετρώντας τα υπέρ και τα κατά του καθενός όμως δεν τα είχε καταφέρει να καταλήξει. Ο Νίκος ήταν γοητευτικός, γνώριζε τι ήθελε, δεν παραδινόταν σε συναισθηματισμούς, ήταν ρεαλιστής, με δυο λέξεις, αρσενικό-κατακτητής, ήταν κι ο λόγος που μάλωναν συχνά πυκνά όμως η σχέση τους είχε τόσο πάθος. Από την άλλη ο Στέφανος φαινόταν πιο ήρεμος, αυτοδημιούργητος, πάλευε για τη ζωή του, δεν τα είχε βρει όλα έτοιμα όπως ο Νικόλας. Πιο πολιτισμένος και έπαιρνε από κουβέντες όχι όπως ο άλλος ο βάρβαρος. Αν μπορούσε να έβρισκε κάποιον να συνδυάζει και τους δύο θα ήταν ευτυχισμένη. Όταν κατέληγε σε αυτό το συμπέρασμα η Ξένια την κορόιδευε ότι ο συνδυασμός των δύο θα έπρεπε να βρίσκεται κλεισμένος σε κάποιο ψυχιατρείο οπότε κάθε άλλο από ευτυχισμένη θα γινόταν.

    Θυμήθηκε ότι έπρεπε να περάσει από την εφημερίδα να παραδώσει κάποιες φωτογραφίες για το φύλλο της επόμενης μέρας. Πρώτα τίναξε το πάπλωμα από πάνω της και ύστερα το κλώτσησε εκνευρισμένη από το λίγο και γεμάτο εφιάλτες ύπνο της και σηκώθηκε ώστε να ξεκινήσει η μέρα της. Μπήκε στην κουζίνα που βρήκε την Ξένια να πίνει τον καφέ της και να τρώει κέικ σοκολάτας ενώ διάβαζε την εφημερίδα της.

    -Έφτιαξες κέικ, γι αυτό έκανες τόσο θόρυβο από τα άγρια χαράματα.

    -Στις δέκα φυσικά και είναι άγρια χαράματα για κάποιον που επέστρεψε στις έξι;

    -Εφτά. 

    -Ποιος ήταν στο τηλέφωνο;

    -Ο Νίκος.

    -Πως πέρασες με το Στέφανο;

    Η Μάρθα κοντοστάθηκε για λίγο αναπολώντας τα φιλιά και τα χάδια του Στέφανου.

    -Υπέροχα.

    -Μου κάνει εντύπωση που δεν έχεις διαλέξει ακόμα το Στέφανο. Κάθε φορά που επιστρέφεις από το σπίτι του είσαι χαμογελαστή ενώ όταν βγαίνεις με το Νίκο πιο συχνά μαλώνετε παρά είστε ευχαριστημένοι ο ένας με την παρέα του άλλου.  

    -Περνάμε μια κρίση απλά.

    -Στην προηγούμενη απλή κρίση βρήκε μια ‘‘μικρή’’ χαραμάδα ο Στέφανος και χώθηκε.

    -Ωχ Ξένια, μην αρχίζεις την κατήχηση, μεγάλο κορίτσι είμαι. Απάντησε και παίρνοντας μια κούπα γεμάτη με καφέ χώθηκε στο ντους. Με την Ξένια τα πήγαιναν πάντα πολύ καλά, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει πως κάποιες φορές η φίλη της ένιωθε ότι είχε την ευθύνη της και άρχιζε να τη συμβουλεύει. Ειδικά από την στιγμή που είχαν μπλεχτεί τα ερωτικά της, το είχε παρακάνει και της φαινόταν ανυπόφορο της Μάρθας να τη συμβουλεύει ο οποιοσδήποτε, και στην τελική τι ξόδευαν τα λόγια τους αφού δεν υπήρχε περίπτωση να κάνει κάτι που της έλεγαν οι άλλοι, έπρεπε να το είχαν συνειδητοποιήσει πια! Αφού ντύθηκε πρόχειρα μπήκε στο αμάξι της για να πάει στην εφημερίδα να παραδώσει το υλικό, ύστερα θα πήγαινε στο κομμωτήριο να της φτιάξουν τα μαλλιά, ο Νίκος είχε ακουστεί πολύ επίσημος για να εμφανιστεί με το συνηθισμένος της λουκ.

    Παραδομένη στα χέρια της κομμώτριας, άρχισε να αναρωτιέται γιατί ο Νίκος ήταν τόσο επίσημος και τι να ήθελε άραγε να της πει, αφού σκέφτηκε διάφορα ενδεχόμενα κατέληξε ότι πολύ πιθανόν να της έλεγε ότι είχε κλείσει ένα χώρο σε κάποια γκαλερί για να κάνει έκθεση φωτογραφίας! Αυτό ήταν και το μεγάλο της όνειρο όμως μέχρι στιγμής δεν τα είχε καταφέρει, όλο έλεγε ότι θα έκανε οικονομία με τα χρήματα που έβγαζε από τη δουλειά αλλά οι αποταμιεύσεις της δεν έφταναν για να κλείσει μια αίθουσα όπως ακριβώς την ήθελε και να γίνουν τα πάντα σωστά. Ο Νίκος λόγω του πατέρα του είχε γνωριμίες και μπορεί να είχε μιλήσει σε κάποιον ώστε να κατεβάσουν την τιμή.

    «Πως δεν το σκέφτηκα!» μουρμούρισε στον εαυτό της, σίγουρη ότι αυτός ήταν ο λόγος που ο Νίκος της είχε καλέσει να βγουν και να πάνε σε ένα ακριβό εστιατόριο. Χαμογέλασε ενθουσιασμένη στο είδωλο της στον καθρέφτη και γέμισε προσδοκίες για το βράδυ. Ύστερα ο νους της έτρεξε πίσω στη μέρα που τον είχε γνωρίσει. Είχαν περάσει δυόμιση χρόνια από τότε οπότε αποκλείεται να την έβγαζε λόγω κάποιας επετείου τους, άλλωστε δεν ήταν και κανένας ρομαντικός, αντιθέτως με τον Στέφανο που κάποιες φορές έφτανε στην υπερβολή με το να θυμάται πότε και που πρωτοφιλήθηκαν και άλλα τέτοια γλυκανάλατα. Ποιος θα το έλεγε ότι εκείνο το ελαφρύ τρακάρισμα θα ήταν το ξεκίνημα μιας σχέσης, βγήκαν και οι δύο από τα αυτοκίνητα κι άρχισαν να φωνάζουν ο ένας στον άλλον, η Μάρθα δεν είχε συναίσθηση για το πώς ήταν αυτός που της φώναζε, μόνο ότι της είχαν χτυπήσει το καινούργιο αυτοκίνητο και ότι κάποιος της φώναζε, οπότε αποφάσισε να φωνάξει ακόμα δυνατότερα ώστε να μην ακούσει φράσεις του τύπου «Κάτσε να πλύνεις τα πιάτα σου μωρή αντί να βγαίνεις στον δρόμο» και άλλα τέτοια χαριτωμένα που λένε οι άντρες οδηγοί στις γυναίκες. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησε ότι ο άλλος είχε σωπάσει και την κοίταζε ενώ στα χείλη του είχε σχηματιστεί ένα ελαφρύ μειδίαμα. Έβαλε φρένο στις φωνές και τον κοίταξε ανασηκώνοντας το φρύδι της.

    -Περίμενα ότι δε θα σταματούσες ποτέ να φωνάζεις!

    -Με χτύπησες! Του είπε εκείνη αδιαφορώντας για το σχόλιο.

    -Σταμάτησες απότομα.

    -Είχε ένα κρυμμένο στοπ, του είπε και του έδειξε την πινακίδα δίπλα από το φουντωτό δέντρο, άλλωστε ας μην ερχόσουν τόσο κολλητά πίσω μου. Πρέπει να πληρώσεις! Είπε και έβαλε το χέρι της στη μέση.

    -Φυσικά και θα πληρώσω. Της απάντησε και της χάρισε το πιο γοητευτικό στραβό χαμόγελο που είχε δει ποτέ, επέστρεψε στο αμάξι του και πήρε δίπλωμα και ασφάλεια. Αφού τελείωσαν με τα διαδικαστικά τη ρώτησε χωρίς να φαίνεται ότι υπάρχει κάποιο ίχνος ειρωνείας στα λόγια του.

    -Όση ώρα φώναζες ήξερες τι έλεγες ή απλά φώναζες για να σκεπάσεις τις φωνές μου;

    Η Μάρθα ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της και μπήκε στο αμάξι της, εκείνος έσκυψε στο ανοιχτό παράθυρο της.

    -Τι δε θα μου δώσεις το τηλέφωνο σου;

    -Έτσι κάνεις εσύ για να γνωρίσεις κάποια, την χτυπάς με το αμάξι;

    -Συνήθως όχι, αν δεν έχω καλύτερη επιλογή πάλι μπορεί και να το κάνω.

    Ήταν πάνω από ένα χρόνο με το Νίκο όταν στη ζωή της μπήκε ο Στέφανος, με εκείνον τα πράγματα ήταν λιγότερο θεαματικά, γνωρίζονταν ήδη από τη δουλειά και κάποιες φορές είχαν συνεργαστεί για να καλύψουν μαζί τα θέματα, εκείνος το άρθρο και η Μάρθα τις φωτογραφίες, που θα το συνόδευαν, με τον Στέφανο υπήρχε χημεία όμως λόγω του ότι το κορίτσι ήταν σε σχέση δεν είχε προχωρήσει, όμως η Μάρθα με το Νίκο ήταν πολλές φορές στα μαχαίρια, έτσι ενέδωσε στο διακριτικό αρχικά φλερτ του συνεργάτη της, που όσο πήγαινε γινόταν όλο και πιο τολμηρό ώσπου στο τέλος ενέδωσε ολοκληρωτικά, μετά από αυτό ο Στέφανος πίστευε ότι θα χώριζε με τον άλλον, και η Μάρθα που της άρεσε να την έχει κάποιος στα όπα όπα ειδικά όταν ο Νίκος γινόταν γαϊδούρι και την αγνοούσε προτίμησε να αφήσει τον Στέφανο να το πιστεύει. Όμως ο Νίκος ξαφνικά έγινε ιδιαίτερα περιποιητικός μαζί της, και εκείνη δεν έλεγε να χωρίσει, για λίγο καιρό η Μάρθα προσπάθησε να αποφασίσει με ποιον θα έπρεπε να μείνει, στο τέλος παραιτήθηκε από το δίλημμα αφήνοντας το χρόνο και τη ζωή να επιλέξει για εκείνη.

    Χαρούμενη με την σκέψη της έκθεσης φωτογραφίας επέστρεψε στο σπίτι όλο κέφι, ευτυχώς η Ξένια έλειπε και δε θα της χάλαγε τον ενθουσιασμό με την γκρίνια και τις δυσμενείς προβλέψεις της, το χειρότερο ήταν που η ζωή τις περισσότερες φορές τη δικαίωνε. Θα μπορούσε να είχε μετακομίσει και να έμενε μόνη της, όμως παρά τους τσακωμούς τους που έληγαν μέσα σε σύντομα χρονικά διαστήματα τη Μάρθα τη βόλευε να έχει μια συγκάτοικο ώστε να μην επιθυμούν να μένουν στο σπίτι της οι εραστές της, Έτσι απέφευγε τις δυσάρεστες εκπλήξεις όπως το να συμπέσουν την ίδια ώρα στο σπίτι της, βέβαια το ότι δούλευε με το Στέφανο τη βοηθούσε να τον έχει καλύτερα υπό έλεγχο. Όσο για το Νίκο λόγω της ιδιαιτερότητας της δουλειά της, μπορούσε εύκολα να προφασίζεται δικαιολογίες.   

    Καθισμένοι ο ένας απέναντι στον άλλον απολάμβαναν το φαγητό τους χωρίς να μιλάνε ιδιαίτερα, η Μάρθα περίμενε ανυπόμονα να ακούσει τα ευχάριστα νέα από τα χείλη του Νίκου, ενώ εκείνος αναρωτιόταν πως θα ήταν καλύτερα να της το πει. Με ελάχιστες κουβέντες για το πως τους φαίνονταν το φαγητό, χαμογελούσε ο ένας στον άλλο και βυθίζονταν ξανά στη σιωπή.

     -Δε σε βρίσκω και πολύ ομιλητική σήμερα. Άλλες φορές δεν προλάβαινα να ανοίξω το στόμα μου, από την φλυαρία σου. Συμβαίνει κάτι;

    -Τίποτα δε συμβαίνει. Είχα αφοσιωθεί στο φαγητό μου. Άλλη φορά κύριε μου αν θες να σου μιλάω, να με πηγαίνεις σε τίποτα παλιομάγαζα που το φαγητό δε θα είναι άξιο προσοχής.

    -Α! Ωραία είσαι εσύ, εγώ θέλω να σε ευχαριστήσω και εσύ με έχεις στο φτύσιμο για το φαγητό. Θα αρχίσω να ζηλεύω στο τέλος. Σχολίασε γελώντας ώστε να αλαφρώσει κάπως το κλίμα που έχει δημιουργηθεί από τη σιωπή τους, το γέλιο όμως έσβησε κι ο Νίκος έγινε σοβαρός. Σ’ αγαπώ Μάρθα!

    -Ξαφνικός ρομαντισμός; Τι προσπαθείτε να πετύχετε κύριε;

    -Μάρθα μιλάω σοβαρά. Σ’ αγαπώ, το ξέρω ότι δε σου το δείχνω συχνά αλλά είσαι για μένα πολύ σημαντική. Πιστεύω όμως ότι και εσύ νιώθεις το ίδιο. Δεν είμαι και κανένας τυχαίος.

    -Μιλάς λες και πρέπει να σου χρωστάω χάρη που είμαι μαζί σου.

    -Έλα μην αρπάζεσαι κατευθείαν, άλλωστε έχω να σου πω κάτι πολύ σημαντικό.

    -Πολύ επίσημο ύφος πήρες. Αρχίζω και ανησυχώ! Του απάντησε, χαρίζοντας του ένα χαμόγελο.

    -Πιστεύω, δηλαδή είμαι σίγουρος ότι ήρθε η ώρα να παντρευτούμε. Είμαστε τόσο καιρό μαζί που δε νομίζω ότι έχουμε να περιμένουμε τίποτε άλλο. Σίγουρα δέχεσαι έτσι δεν είναι; Δεν χρειάζεται να σε ρωτήσω. Και βγάζοντας ένα κουτί από χρυσοχοείο το ανοίγει αφήνοντας το μπροστά της. 

    -Νίκο τι πάει να πει δεν χρειάζεται να με ρωτήσεις; Και βέβαια χρειάζεται. Και έχω να σου πω ότι δεν είμαι σίγουρη, πρέπει να το σκεφτώ, δώσε μου λίγο χρόνο.

    -Με δουλεύεις. Δεν έχεις τίποτα να σκεφτείς. Άλλες στη θέση σου θα παρακαλάγανε.

    -Είσαι απαίσιος. Ήθελες να φανείς ρομαντικός τρομάρα σου. Γι’ αυτό το ακριβό εστιατόριο,  τα σ’ αγαπώ και οι αηδίες. Στην πραγματικότητα είσαι τόσο κυνικός που στην προσπάθεια σου να φανείς ρομαντικός καταντάς γελοίος. Η σιωπή για άλλη μια φορά ήρθε και κάθισε ανάμεσα τους, μέχρι που ο Νίκος αποφάσισε να τη διακόψει.

    -Ίσως έχεις δίκιο!

    -Ίσως;

    -Εντάξει, το ξέρω ότι μιλάω άσχημα μερικές φορές θα προσπαθήσω να διορθωθώ όμως, συγχώρεσε με. Θα σκεφτείς την πρότασή μου, έτσι δεν είναι;

    -Θα την σκεφτώ. Ο Νίκος έβγαλε το δαχτυλίδι από το κουτί και της το πέρασε στο δάχτυλο.

    -Δε δέχτηκα ακόμα !

    -Δε στο δίνω γι αυτό, δε με νοιάζει αν θα δεχτείς, δηλαδή με νοιάζει, αλλά όπως και να έχει το πήρα για σένα και θέλω να το κρατήσεις ανεξάρτητα από την απάντηση που θα μου δώσεις. Αλλά για να μη λέω ψέματα, ελπίζω πως θα σε κάνει να δεχτείς, πιο γρήγορα.

    Επιστρέφοντας στο σπίτι η Μάρθα δεν ήξερε πως έπρεπε να νιώθει για την πρόταση του Νίκου, άλλο περίμενε και άλλο άκουσε. Της είχε κάνει πρόταση γάμου και είχε παραδεχτεί ότι την αγαπούσε. Η πρόταση έγινε πολύ άκομψα, όσο βέβαιος και να ήταν δεν έπρεπε να το θέσει με αυτό τον τρόπο, αιώνιος Νίκος όμως, θέλω κάτι, απλώνω το χέρι μου και το αρπάζω, από την άλλη ήταν δύσκολο για εκείνον να εκφράζει τα συναισθήματα του και της είχε πει ότι την αγαπούσε, δεν είχε λόγο να το κάνει αν δεν ίσχυε. Λοιπόν τι θα έκανε θα δεχόταν την πρόταση του Νίκου και θα χώριζε τον Στέφανο, ή θα αρνούταν την πρόταση του Νίκου και θα έμενε με τον Στέφανο, όπως όλα έδειχναν είχε έρθει η ώρα να πάρει την απόφαση που την πίεζε η Ξένια. Αγαπούσε όμως το Νίκο τόσο ώστε να κάνει τις περισσότερες φορές πίσω στα καπρίτσια του και στους κακούς του τρόπους, γιατί έπρεπε να ήταν βέβαιη ότι από την στιγμή που θα του έλεγε ΝΑΙ θα είχε κάνει την πρώτη μεγάλη υποχώρηση, ο Νίκος δεν ήταν από εκείνους που θα δεχόταν να μη γίνει το δικό του. Αν και μετά την πρόταση έριξε αρκετό νερό στο κρασί του με το να ζητήσει συγνώμη, μήπως είχε αρχίσει να αλλάζει ή αυτό θα κρατούσε μέχρι να παντρευτούν. Κι ο Στέφανος; Τι ένιωθε για εκείνον, και αν ο Νίκος άρχιζε πάλι τα ίδια μήπως έτρεχε στην αγκαλιά του για να παρηγορηθεί. Ω δεν ήθελε να γίνουν σαν τόσα και τόσα ζευγάρια που ζούσαν συμβατικά, αν κάτι ζήλευε στους γονείς της ήταν ότι αγαπιόνταν ακόμα μετά από τόσα χρόνια, μπορεί να ήταν αρκετά διαφορετικοί όμως υπήρχε ενδιαφέρον. Κι όσο για τους τσακωμούς τους, ευθυνόταν συνήθως η Μάρθα, η μάνα να προσπαθεί να την συνετίσει και ο πατέρας πιο υποχωρητικός να της παίρνει το μέρος.

    Τι καθόταν και τυραννιόταν, το επόμενο βράδυ θα συναντούσε το Στέφανο, και αφού οι καταστάσεις απαιτούσαν να πάρει άμεσα απόφαση, θα την έπαιρνε το επόμενο βράδυ, ακουμπώντας το ποτήρι που έπινε κρασί πάνω στο νεροχύτη πήγε να κοιμηθεί, απορώντας που η Ξένια είχε κοιμηθεί πάλι με τις κότες. «Η φτωχούλα, δεν έχει καθόλου προσωπική ζωή… βεβαία έχω εγώ και για τις δυο μας, αν τελικά πάρω μια απόφαση ίσως να έρθει η ισορροπία και να βρει και εκείνη κάποιον». Κατέληξε πριν πάει να ξαπλώσει.

    Το πρωί που συναντήθηκαν με την Ξένια της είπε για τα καθέκαστα από την έξοδο της με το Νίκο, εκείνη δε φάνηκε να εκπλήσσεται από τίποτα κάτι που δυσαρέστησε τη Μάρθα που περίμενε περισσότερο ενδιαφέρον για τα νέα της από τη φιλενάδα της.

    -Οπότε θα μείνεις με το Νίκο, να υποθέσω;

    -Δεν ξέρω.

    -Ακόμα δεν ξέρεις;

    -Το βράδυ θα βγω με το Στέφανο, μετά θα αποφασίσω.

    -Μου κάνει εντύπωση που τόσο καιρό η ζυγαριά δεν έχει βαρύνει προς την πλευρά κάποιου ούτε λίγο.

    -Ναι, νομίζω ότι τους αγαπώ και τους δύο.

    -Ή δεν αγαπάς κανέναν!

    -Πως μπορείς να το λες αυτό;

    -Αν ήσουν με κάποιον και μάθαινες ότι διατηρούσε παράλληλη σχέση με άλλη δε θα πληγωνόσουν;

    -Μάλλον.

    -Δε σε νοιάζει όμως αν θα πληγώσεις τα αισθήματα κάποιου που λες ότι αγαπάς. Φαντάσου πως θα νιώσουν όταν τύχει και το μάθουν. Ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο η αλήθεια βγαίνει πάντα στο φως.

    -Σταμάτα να το γρουσουζεύεις. Άλλωστε όλα δρομολογήθηκαν.

    -Πως; Αφού δεν έχεις πάρει κάποια απόφαση ακόμα.

    -Ώρες ώρες με εκνευρίζεις τόσο!

 

    Μπαίνοντας η Μάρθα στο σπίτι του Στέφανου, είδε το τραπέζι στρωμένο, δίνοντας της ένα πεταχτό φιλί στα χείλη της πήρε το παλτό και το κρέμασε στον καλόγερο πίσω από την πόρτα.

    -Καλωσόρισες στο βασίλειο σου, βασίλισσα μου!

    -Ω είσαι ένας κόλακας, του απάντησε παιχνιδιάρικα η Μάρθα και προχώρησε στο εσωτερικό του σπιτιού. Ετοίμασες δείπνο βλέπω.

    -Τίποτα σημαντικό.

    -Δεν πιστεύω να τα παράγγειλες;

    -Ξέρεις ότι δεν το χρειάζομαι, δεν είναι η πρώτη φορά που σου μαγειρεύω. Η Μάρθα χωρίς δεύτερη σκέψη χώθηκε στην αγκαλιά του και αναζητώντας τα χείλη του αντάλλαξαν ένα φιλί γεμάτο πάθος. Έπρεπε να τον βαθμολογήσει σε όλα πριν πάρει την τελική απόφαση.

    -Μμμ ωραίο, της είπε και της χαμογέλασε, μόλις χωρίστηκαν, έλα, και τραβώντας την απαλά από το χέρι την έφτασε ως την καρέκλα, της την τράβηξε και την έβαλε να καθίσει.

    -Με κακομαθαίνεις.

    -Μου αρέσει να σε κακομαθαίνω. Κρασί;

    -Φυσικά. Ώστε υπάρχουν άντρες ακόμα σαν αυτούς που βρίσκεις στα βιβλία;

    -Μόνο εγώ έχω απομείνει.

    -Κι από ποιο άρλεκιν το έσκασες;

    -Δε θυμάμαι τον τίτλο, το μόνο που θυμάμαι είναι ότι ήσουν εσύ η πρωταγωνίστρια. Είπε κάνοντας τη Μάρθα άθελα της να κοκκινίσει. Και βγήκα γιατί πέθαινα να σε γνωρίσω και στην πραγματική ζωή.

     -Γιορτάζουμε κάτι; Τον ρώτησε για να αλλάξει θέμα.

    -Γιορτάζω την κάθε μέρα που είμαι μαζί σου.

    -Συνέχισε έτσι και θα κερδίσεις, μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της.

    -Τι είπες;

    -Τίποτα. Είπε χαζεύοντας τον άντρα απέναντι της. Ξεκίνησαν να τρώνε το φαγητό τους συζητώντας ανάλαφρα, αν και ο Στέφανος φαινόταν προβληματισμένος για κάτι.

    -Συμβαίνει κάτι μωρό μου;

    -Η αλήθεια είναι ότι κάτι συμβαίνει.

    -Θες να μου πεις γιατί είσαι ανήσυχος;

    -Να, απλά δεν ξέρω πως θα πάρεις την πρόταση μου;

    -Είναι πολύ ανήθικη; Τον ρώτησε πονηρά και του χαμογέλασε.

    -Οι ανήθικες προτάσεις θα ακολουθήσουν μετά από αυτή, είπε και σηκώθηκε από τη θέση του. Έβαλε το χέρι στην τσέπη του και έβγαλε από αυτή ένα μονόπετρο δαχτυλίδι. Μάρθα θες να γίνεις η γυναίκα μου;

    -Στέφανε, με αιφνιδιάζεις. Απάντησε ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα σιωπής.

    -Τι σημαίνει αυτό;

    -Δεν ξέρω , θέλω να το σκεφτώ, εννοώ ότι είναι ένα σοβαρό βήμα στη ζωή μας και πρέπει να είμαστε απόλυτα σίγουροι για το αν θα το κάνουμε…

    -Εντάξει σε καταλαβαίνω, θες χρόνο, τον έχεις. Βέβαια πρέπει να παραδεχτώ ότι περίμενα να μου δώσεις θετική απάντηση χωρίς να το πολυσκεφτείς.

    -Συγνώμη.

    -Μη ζητάς συγνώμη, φτάνει βέβαια να μου απαντήσεις θετικά όταν θα το έχεις πια σκεφτεί! Έτσι θέλω να χαμογελάς!

    Έκπληξη της δημιούργησε όταν επέστρεψε σπίτι και βρήκε την Ξένια να την περιμένει. Πετώντας όπως όπως το παλτό και την τσάντα της σε μια πολυθρόνα ξάπλωσε παραιτημένη στον καναπέ δίπλα στην Ξένια.

    -Τι έγινε, κατέληξες;

    -Ώστε γι αυτό με περίμενες, ήθελες να μάθεις την ετυμηγορία;

    -Ε όσο να ‘ναι, το κοινό σου περιμένει εδώ και πολύ καιρό να δει ποιος από τους δύο κυρίους θα κέρδιζε την καρδιά της δεσποσύνης. Άσε με να μαντέψω, όσο καλός κι αν είναι ο Στέφανος ο Νίκος σε κερδίζει λόγω της πρότασης του, κάλλιο πέντε και στο χέρι.

    -Εδώ κάνεις λάθος, οι δυο κύριοι βρίσκονται ισοπαλία, και μάλιστα για τους ίδιους λόγους.

    -Δηλαδή;

    -Μου έκανε πρόταση γάμου και ο Στέφανος.

    -Αποκλείεται. Η Μάρθα σήκωσε το χέρι με το δαχτυλίδι που της είχε φορέσει ο Στέφανος. Αυτά είναι. Γιατί δε δέχεσαι και τις δύο προτάσεις, θα είναι και πιο οικονομικά.

    -Βρε Ξένια παίζεις με τον πόνο μου κι εσύ τώρα! Αφού έμειναν για λίγο σιωπηλές η Μάρθα τόλμησε να ξεστομίσει αυτό που την προβλημάτιζε από την στιγμή που άκουσε το Στέφανο να της κάνει πρόταση γάμου, λίγες ώρες μετά από εκείνη του Νίκου. Υπάρχει περίπτωση να είναι συνεννοημένοι;

    -Τι εννοείς;

    -Δεν ξέρω, κι αν κάποιος είχε καταλάβει την ύπαρξη του τρίτου προσώπου, συναντήθηκαν και συμφώνησαν να παίξουν μαζί μου. Τόση σύμπτωση πια;

    -Αν και δεν πιστεύω συνήθως στις συμπτώσεις, μου φαίνεται λίγο παράξενο να ήρθαν σε τέτοια συμφωνία, ειδικά όσο σκέφτομαι ότι ο ένας από τους δύο είναι ο Νίκος, δε θα έπαιρνε καθόλου ψύχραιμα την απιστία σου, θα γινόταν θηρίο και εσύ δε θα την έβγαζες καθαρή με δυο προτάσεις γάμου.

    -Καθαρή το λες αυτό; Κι αν περιμένει αυτός ο οποίος θα δεχτώ να παντρευτώ να ξεσπάσει πάνω μου και για τους δύο.

    -Δε θα επέτρεπε σε καμία περίπτωση ο Νίκος να έχει αυτή την ευχαρίστηση κάποιος άλλος εκτός από τον ίδιο. Όχι δεν πιστεύω ότι το ξέρουν ήδη, αν και αργά ή γρήγορα θα το μάθουν, στην περίπτωση που δεχτείς το Στέφανο αποκλείεται ο Νίκος να το αφήσει έτσι, και στην περίπτωση που δεχτείς το Νίκο, με το Στέφανο είστε στην ίδια δουλειά, δε θα μείνει για πολύ καιρό κρυφός ο γάμος σου, άσε που όταν ακούσει ότι παντρεύτηκες τον «πρώην» σου θα καταλάβει ότι δεν τον χώρισες ποτέ, κι έτσι τα κομμάτια του πάζλ θα μπουν με μιας στη θέση τους.

    -Εντάξει, το πιασα.

    -Τι θα κάνεις;

    -Δεν ξέρω. Πρέπει να το σκεφτώ, και για να το κάνω πρέπει να απομακρυνθώ και από τους δύο.   

 

    Άνοιξε το παράθυρο του αυτοκινήτου της να μπει δροσερός αέρας, είχε παρκάρει στο πεζοδρόμιο κοντά στο γεφύρι. Τι όμορφη που ήταν στα αλήθεια η πόλη της το είχε ξεχάσει τόσα χρόνια που είχε να την επισκεφτεί. Κάθε χρόνο πήγαινε μόνο για λίγες μέρες που τις πέρναγε με τους γονείς της στο χωριό, περαστική ήταν από την Άρτα, ποτέ δεν είχε σταθεί να μείνει για λίγο στην πόλη. Βγήκε από το αυτοκίνητο και πήγε στο ιστορικό γεφύρι, ανέβηκε και περπάτησε πάνω του χαζεύοντας το ποτάμι, είχε μπει η άνοιξη πια και τα νερά που κυλούσαν στο ποτάμι δεν ήταν πολλά, φυσικά περισσότερα από ότι θα ήταν το καλοκαίρι. Έμεινε να χαζεύει το νερό και τους διαβάτες προσπαθώντας να αδειάσει το μυαλό της από τα προβλήματα της, ήταν η πρώτη μέρα από την άδεια της, δεν χρειαζόταν να αναλωθεί σε αυτά. «Ωχ βρε Μάρθα, μέχρι πότε θα αποφεύγεις να αντιμετωπίσεις τα θέματα σου». Πολύ διστακτική την είχε κάνει αυτή η υπόθεση, δυσκολευόταν να αναγνωρίσει τον εαυτό της, ήταν πάντα των μεγάλων αποφάσεων δε δίστασε ούτε στιγμή όταν χρειάστηκε να φύγει από τους γονείς της και να πάει στην Αθήνα να βρει το δρόμο της, ίσως τότε γνώριζε ότι έφταιγε η μητέρα της που την είχε σπρώξει να το κάνει, ενώ τώρα δικαιολογίες δεν υπήρχαν, όλο το σφάλμα ήταν δικό της, που είχε παίξει με τα αισθήματα δύο ανθρώπων που την είχαν ερωτευτεί. Ίσως είχε δίκιο η Ξένια που θεωρούσε ότι δεν είχε αγαπήσει κανέναν από τους δύο, αν κάποιον είχε ξεχωρίσει η καρδιά της δε θα είχε αφήσει περιθώρια και στον άλλον να μπει στη ζωή της. Υπό αυτές τις συνθήκες το καλύτερο που μπορούσε να κάνει ήταν να χωρίσει και με τους δύο. Δεν είχε νόημα να μείνει με κάποιον.  

    Η απόφαση είχε παρθεί χωρίς ιδιαίτερο κόπο, από την αρχή ήξερε τι έπρεπε να κάνει μα δεν το έπαιρνε απόφαση, δεν την άρεσε η ιδέα να είναι μόνη της, αλλά ίσως θα της έκανε καλό, θα τα έβρισκε με τον εαυτό της χωρίς να την απασχολούν άλλα πρόσωπα. Ίσως και ένα νέο ξεκίνημα σε κάποια άλλη πόλη δε θα ήταν κακό, πάντα της άρεσε να αλλάζει παραστάσεις, όμως είχε καταλήξει στην Αθήνα και είχε βαλτώσει εκεί. Δεν μπορούσε να δικαιολογήσει τον εαυτό της που είχε αφήσει τα όνειρα και τις δυνατότητες της να πηγαίνουν στράφι και για να μην μελαγχολεί με αυτό, κατέληξε να βρει δυο άντρες για να κρατάει απασχολημένο τον εαυτό της. Ανακουφισμένη από την απόφαση της πήρε την Ξένια τηλέφωνο.

    -Αποφάσισα.

    -Σου πήρε ένα χρόνο να αποφασίσεις όσο ήσουν στην Αθήνα και μόλις έφυγες από εδώ, μέσα σε λίγες ώρες αποφάσισες;

    -Θα σταματήσεις ποτέ τα σχόλια;

    -Δε γίνεται, είμαι δημοσιογράφος το ξεχνάς; Αυτό είναι το βίτσιο μου. Λοιπόν;

    -Δε θα μείνω με κανέναν. Θα χωρίσω και με τους δύο.

    -Θεωρώ σοφή την απόφαση σου, αν και δεν μπορώ να μην παραδεχτώ ότι με βάζεις σε σκέψεις.

    -Όπως;

    -Ότι μόλις πάτησες το πόδι σου στην Άρτα βρέθηκε τρίτος.

    -Πως θα είναι τρίτος αφού θα έχω χωρίσει τους άλλους δύο πρώτα.

    -Σοβαρά τώρα Μάρθα;

    -Όχι βέβαια, είπα απλά να αστειευτώ με την ψύχωση σου.

    -Δεν ήταν φρόνιμο. Πότε θα γυρίσεις; Νιώθω ότι μου έλειψες ήδη κι ας είναι όλα στη θέση τους μέσα στο σπίτι.

    -Για μια βδομάδα ακόμα μπορείς να το χαρείς. Ύστερα θα είμαι πάλι πίσω.

    -Αφού πήρες την απόφαση σου γιατί δεν γυρνάς πίσω.

    -Θέλω να γνωρίσω πρώτα το νέο άντρα. Μου βγάζεις την γλώσσα ή λάθος κατάλαβα.

    -Σωστά κατάλαβες, άουτς δαγκώθηκα.

    -Αυτά παθαίνει όποιος προσπαθεί να μιλήσει με την γλώσσα να προεξέχει από το στόμα του. Και τώρα σε αφήνω γιατί βλέπω ότι έχω κλήση από το Νίκο.

    -Θα του το πεις τηλεφωνικός;

    -Όχι, θα το μάθει μόλις επιστρέψω, όμως λέω να απενεργοποιήσω το τηλέφωνο μου όσο είμαι εδώ.

    -Κατάλαβα, σε λίγο θα χτυπάει την δική μου πόρτα για να μάθει που βρίσκεσαι.

    -Μην του πεις.

    -Μήπως ξέρω που είσαι για να του πω. Τέλος πάντων, καλή διαμονή στον τόπο των μεγάλων αποφάσεων.

    -Ευχαριστώ. Κι εσύ καλή υπομονή με τους εραστές μου.

    -Φτάνει να μην φτάσουν σε χειροδικία.

    -Το Νίκο να τον προσέχεις λίγο, χάνει εύκολα την ψυχραιμία του. Αφού έκλεισε το τηλέφωνο και το απενεργοποίησε πήγε και κάθισε σε ένα τραπεζάκι κάτω από τον μεγάλο Πλάτανο δίπλα στο γεφύρι για να φάει κάτι, το ταξίδι και ο αέρας της πατρίδας της είχαν ανοίξει την όρεξη. Αφού έφαγε και ήπιε ένα τσιπουράκι μόνη της απολαμβάνοντας τη θέα που πρόσφερε το γραφικό τοπίο σηκώθηκε για να φύγει, επόμενη στάση Παρηγορήτρια. Μεγάλης ιστορικής και αρχιτεκτονικής αξίας ο βυζαντινός ναός της Παρηγορήτριας κτίστηκε τον 13ο αιώνα, κι όπως και το γεφύρι έχει κι αυτή τη δική της παράδοση. Ο βοηθός που ξεπερνά τον πρωτομάστορα, αλλάζει τα σχέδια όταν εκείνος αναγκάζεται να λείψει και καταφέρνει να κτίσει έναν ναό ζηλευτό, ωραιότερο από το αρχικό σχέδιο, όταν ο πρωτομάστορας επιστρέφει και βλέπει το αποτέλεσμα τρελαίνετε από τη ζήλια του, καλεί τον βοηθό του στη στέγη για να του δείξει ένα λάθος και τον σπρώχνει από εκεί για να σκοτωθεί, εκείνος όμως στην πτώση του παρασέρνει και τον πρωτομάστορα και σκοτώνονται και οι δύο, ο θρύλος λέει ότι δυο κόκκινες πέτρες που βρίσκονται στο πίσω μέρος του ναού είναι τα κουφάρια του πρωτομάστορα και του βοηθού του, ενώ η Παναγία φανερώθηκε στη μάνα του βοηθού για να την παρηγορήσει για τον άδικο χαμό του γιού της.  

  Κάθισε στην πλατεία απέναντι από την εκκλησία και παρήγγειλε έναν καφέ. Ποτέ δε τη θυμόταν τόσο όμορφη την Άρτα, πόσα είχε χάσει από τον τόπο της λόγω της δυσάρεστης σχέσης με τη μάνα της. Έφυγε από εκείνη την επαρχιακή πόλη και κυριολεκτικά έριξε μαύρη πέτρα πίσω της, τις διακοπές της συνήθιζε να τις περνάει σε κάποιο νησάκι, που φυσικά είναι πιο κατάλληλο και trendy μέρος για διακοπές από το να πας στις ρίζες σου. Στα μέρη της πήγαινε μόνο λίγες ημέρες και προσπερνούσε την πόλη για να φύγει αμέσως για το χωριό της, περισσότερο ήταν μια υποχρέωση που έπρεπε να κάνει, παρά επιλογή επειδή της είχαν λείψει οι δικοί της. Ίσως ο πατέρας της, μα μόλις την έβλεπε η μάνα ξεκινούσε τα σχόλια και την γκρίνια, οπότε κάθε διάθεση σκορπούσε στον άνεμο. Ουφ, τι τα ήθελε και αυτά και τα θυμόταν. Τελειώνοντας με τον καφέ της μπήκε στο αμάξι της και ξεκίνησε για το Πέτα όπου έμενε ο θείος της. Ήταν μόλις λίγα χρόνια μεγαλύτερος της και πάντα τα πήγαιναν καλά οι δυο τους, βέβαια πάντα υπήρχε το ενδεχόμενο να έλειπε, αλλά δεν την πείραζε, σε αυτή την περίπτωση ή αν είχε παρέα μαζί του στο σπίτι, θα πήγαινε σε κάποιο ξενοδοχείο.

    Μόλις άνοιξε την πόρτα και την είδε μπροστά του ένα απέραντο χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη του.

    -Η αγαπημένη μου ανιψιά! Τι έκπληξη ήταν αυτή;

    -Είχα μια εβδομάδα ελεύθερη και είπα να έρθω στα μέρη μου να δω τι κάνετε.

    -Έλα πέρνα μέσα. Είσαι και τυχερή, με πέτυχες πάνω που ετοίμαζα δείπνο.

    -Μόνος σου είσαι;

    -Ένας εργένης είναι πάντα μόνος του.

    -Εδώ κάνεις λάθος, ένας εργένης έχει κάθε βράδυ και διαφορετική παρέα.

    -Που σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αντικαταστήσει την ευχαρίστηση  του το να έχει κοντά την αγαπημένη του ανιψιά.

    -Μάλιστα, πότε λες να νοικοκυρευτείς εσύ;

    -Ωχ! Άρχισες να μου θυμίζεις κάτι γιαγιάδες στο χωριό. Και στην τελική μια χαρά νοικοκυρεμένος δεν είμαι, όλα είναι στη θέση τους μέσα στο σπίτι, όλες οι επιφάνειες είναι λείες από καθαριότητα, τα πάντα τακτοποιημένα, τα ρούχα πλυμένα και σιδερωμένα και όσο κι αν ψάξεις δε θα βρεις τίποτα που να δείχνει ότι είμαι ανοικοκύρευτος.

    -Και με τι λες να μου κάνεις το τραπέζι;

    -Τηγανίζω αυγά με πατάτες, μπέικον και λουκάνικα.

    -Υγιεινά.

    -Όπως πάντα, αφού με ξέρεις! Έχω και κόκκινο κρασί παραγωγής του πατέρα σου. Και ψωμί ζυμωμένο από τη μάνα σου.

    -Μμμ, γιάμι, το κάνεις όλο και καλύτερο!

    Κάθισαν και έφαγαν με περίσσια όρεξη συζητώντας ανάλαφρα.

    -Πως κυλάει η ζωή εκεί κάτω στο μεγάλο χωριό;

    -Όπως τα βλέπεις στις ειδήσεις!

    -Δεν έχεις πήξει βρε κοριτσάκι μου να τραβάς φωτογραφίες τέτοια σκηνικά.

    -Δε λέω, αλλά είναι η δουλειά μου, και όπως ξέρεις τον τελευταίο καιρό δε δίνονται και πολλές ευκαιρίες για δουλειές, είμαι και τυχερή που την έχω.

    -Δεν έχεις άδικο σε αυτό. Και εδώ, ποιος καλός άνεμος σε έφερε;

    -Απλά ήρθα να σας δω. Είπε και κοκκίνισε.

    -Δεν είσαι καλή στα ψέματα αλλά θα κάνω ότι σε πιστεύω. Στους δικούς σου πήγες;

    -Όχι ακόμα, θα περάσω κάποια μέρα μέχρι να φύγω.

-Οπότε ήρθες να με δεις! Της είπε πειραχτικά.

    -Κάπως έτσι. Μου έλειψες, είπε πίνοντας μια γουλιά από το κρασί της, αλήθεια μου έλειψες.

    -Τόσο άσχημα είναι εκεί κάτω τα πράγματα;

 

    Ο Νίκος στεκόταν έξω από το σπίτι του πατέρα του κοιτώντας το κινητό του για κάποια κλήση ή μήνυμα της. Νευριασμένος πάτησε τα κουμπιά για να σχηματίσει τον αριθμό της που τον θυμάται απ’ έξω. Επαναλαμβάνει ειρωνικά το ηχογραφημένο μήνυμα της εταιρείας

    -Ο συνδρομη­τής που καλείται έχει πιθανόν το τηλέφωνο του απενεργοποιημένο, επικοινωνήστε αργότερα.

    -Καλησπέρα σας κύριε Νίκο.

    -Μια ώρα έκανες να ανοίξεις! Είπε στην υπηρέτρια προσπαθώντας να ξεσπάσει τα νεύρα που του έχει δημιουργήσει η Μάρθα και η απουσία της αι το γεγονός ότι τον αγνοούσε. Ο πατέρας που είναι;

    -Μπα, θυμηθήκαμε ότι έχουμε σπίτι; Σχολίασε ο Πέτρος Χαΐτογλου μόλις ο γιος του μπήκε στην τραπεζαρία.

    -Καλησπέρα πατέρα .

    -Καλησπέρα, καλησπέρα, φέρε ένα σερβίτσιο Άννα.

    -Αν και δεν πεινάω πολύ, θα τσιμπήσω κάτι.

    -Που γυρνάς μέρα νύχτα. Έχεις να πατήσεις στο σπίτι πάνω από μια βδομάδα,  να μην πω για την εταιρεία.

    -Το σπίτι μου σε πληροφορώ με βλέπει καθημερινά.

    -Μακάρι να συνέβαινε το ίδιο και με το γραφείο. Νίκο πρέπει να στρωθείς στη δουλειά. Καταλαβαίνω πως στο σπίτι δεν έρχεσαι γιατί έχεις την προσωπική σου ζωή. Μένεις στο δικό σου διαμέρισμα. Αλλά με τη δουλειά κάτι πρέπει να γίνει.  Είσαι μεγάλος πια και πρέπει να ασχοληθείς σοβαρά. Ιδιαίτερα τώρα που η εταιρεία μας ετοιμάζεται να αναλάβει μια σειρά επενδύσεων.

    -Πατέρα έχουμε τόσο προσωπικό, άλλωστε σου ’χω αποδείξει ότι μπορώ να τα καταφέρω μια χαρά.

    -Και επειδή έχουμε προσωπικό εσύ θα κοπροσκυλιάζεις δεξιά και αριστερά, φυσικά και ξέρω ότι μπορείς να τα καταφέρεις, κι αυτό είναι το χειρότερο. Αν ήσουν κανένας χαζός, κανένας βλάκας, εντάξει. Αλλά μπορείς… βέβαια όταν δεν τρέχεις πίσω από τα φουστάνια. Και δε θα ανεχτώ άλλο τέτοια συμπεριφορά. Ή θα δουλέψεις σοβαρά στην εταιρεία ή θα βρω άλλους μεθόδους για να σε αναγκάσω. Χρειάζομαι τη βοήθεια σου.  Εντάξει;

-Εντάξει πατέρα, θα ασχοληθώ και πάλι σοβαρά με τις οικογενειακές επιχειρήσεις, αλλά δώσε μου πρώτα λίγο χρόνο, να ξεμπλέξω με κάτι δικές μου υποθέσεις.

    -Πάλι μπλεγμένος είσαι; Καλά έχεις τον χρόνο σου, αλλά δεν είναι άπειρος, ελπίζω να μην χρειάζεσαι καμιά δεκαετία. Γιατί ο χρόνος είναι χρήμα κι εγώ σε χρειάζομαι κοντά μου σε αυτή τη φάση. Τι στο διάολο, είσαι ο διάδοχος μου, θα κληρονομήσεις ό,τι εγώ κι ο παππούς σου χτίσαμε αν δεν αυγατίσεις την περιουσία σου ο νόμος των επιχειρήσεων λέει ότι θα αρχίσει να συρρικνώνεται, και αν δε μάθουν να σε φοβούνται θα πέσουν να σε φάνε.

    -Το έχω υπόψη μου.

    -Δε φαίνεται! Όμως ας κάνουμε μια πρόποση στην επιστροφή του άσωτου στην εταιρεία μας! Είπε και σήκωσε το ποτήρι του ψηλά και προς το μέρος του Νίκου.

    -Στην υγειά σου και σένα πατέρα! Τώρα πρέπει να φύγω όμως! Είπε αφού ακούμπησε το ποτήρι στα χείλη του και κατέβασε μια γερή γουλιά κρασί στον οργανισμό του.

    -Που πας πάλι, εσύ δεν πρόλαβες να ’ρθεις .

    - Θα τα πούμε σύντομα .

    - Α! Καλά κατάλαβα… κι είπα κι εγώ πως το ’χεις να στρώσεις , αλλά που ο παλιός ο γάιδαρος καινούρια περπατησιά δε βάζει .

    -Ελπίζω να μη μες λες γάιδαρο, είπε γελώντας αρπάζοντας το σακάκι από την καρέκλα χτυπώντας τον Πέτρο στην πλάτη.

    -Μμμ, ήρθε η απάντηση από τον πατέρα του που κούνησε δεξιά αριστερά την παλάμη του. (έτσι κι έτσι)

 

 

    Η βδομάδα πέρασε ξεκούραστα και κυρίως ανέμελα στην Άρτα, στους γονείς της πήγε μόνο για ένα βράδυ κι αυτό επειδή δεν ντρεπόταν να ζητήσει στο θείο της να μη μαρτυρήσει τη διαμονή της στο σπίτι του για μια ολόκληρη εβδομάδα, άλλωστε ντρεπόταν και τον πατέρα της ο οποίος της είχε λείψει. Όσο για τη μάνα της περίμενε ότι θα άκουγε πάλι διάφορα σχόλια και κυρίως το θέμα της θα ήταν πότε θα παντρευόταν, ότι όλες οι κοπέλες της ηλικίας της είχαν ήδη παιδιά. Θα ήθελε πολύ να της τρίψει στα μούτρα ότι της είχαν κάνει δύο άντρες πρόταση γάμου πρόσφατα αλλά ύστερα πως θα ξέμπλεκε από την ανάκριση της.

    -Μακάρι να μπορούσα να μείνω για πάντα εδώ, είπε στο θείο της το πρωί που τον αποχαιρετούσε για να επιστρέψει με μισή καρδιά στην Αθήνα ώστε να αντιμετωπίσει τα θέματα της.

    -Άκου μικρή, δεν ξέρω τι συνέβη εκεί κάτω, ξέρω όμως ότι από κάτι προσπάθησες να αποδράσεις, φαντάζομαι ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο σοβαρά, εκτός κι αν έχεις μπλέξει με ναρκωτικά ή με νονούς της νύχτας, είπε χαμογελώντας για να δώσει έναν αστείο τόνο, όμως να ξέρεις ότι όλα τα προβλήματα έχουν και τη λύση τους, και ότι οι αγώνες κερδίζονται στο πεδίο της μάχης.

    -Εύκολο να το λες.

    -Μην τα θες όλα εύκολα μικρή!

    Με ανοιχτό το παράθυρο του αυτοκινήτου για να μπαίνει δροσερός αέρας η Μάρθα οδηγούσε και αναλογιζόταν ποιος ήταν ο ευκολότερος τρόπος να διορθώσει την κατάσταση, πως θα τους έλεγε ότι όχι απλά δε θα τους παντρευόταν αλλά διέλυε την σχέση μαζί τους. Ο Νίκος θα εξαγριωνόταν, δεν είχε συνηθίσει την απόρριψη, και αυτό την χαροποιούσε αν και ήξερε ότι θα άκουγε λόγια βαριά. Ο Στέφανος πιθανόν να μην έλεγε τίποτα άσχημο, να προσπαθούσε να την κάνει να του πει το λόγο όμως θα έπαιρνε πιο βαριά τον χωρισμό τους, ίσως πάλι όχι.

    Άνοιξε το κινητό της και έλαβε ένα σωρό μηνύματα, κάποια ήταν της Ξένιας που την ρωτούσε πως ήταν και της ζητούσε να επικοινωνήσει μαζί της γιατί είχε αρχίσει να ανησυχεί, στο ίδιο μήκος κύματος ήταν και τα μηνύματα του Στέφανου, ίσως λίγο πιο παραπονιάρικα, όσο για του Νίκου, όπως το είχε φανταστεί, με βρισιές και αναθέματα για το που είχε εξαφανιστεί. «Οι αγώνες κερδίζονται στο πεδίο της μάχης», επανέλαβε στον εαυτό της και αποφάσισε να ξεκινήσει με τα εύκολα, καλύτερα έτσι, ο Στέφανος ήθελε να πιστεύει ότι θα το έπαιρνε πιο ψύχραιμα, δε θα ήταν εύκολο αν μετά από τα σκληρά λόγια του Νίκου να πρέπει να αντιμετωπίσει και έναν δεύτερο χωρισμό, καλύτερα να έκανε πρόβα με τον Στέφανο για την πραγματική μάχη που θα ακολουθούσε. Ανέβηκε στην εφημερίδα και χαιρέτησε τους συναδέλφους της ρωτώντας αν ήταν εκεί ο Στέφανος.

    -Στο γραφείο του τον είδα πριν από κάποια ώρα, δεν ξέρω αν έφυγε.

    Τον βρήκε να κοιτάει την οθόνη του υπολογιστή του και να πληκτρολογεί ένα κείμενο, ήταν πάντοτε τόσο το δημοσιογραφικό του πάθος που η επαφή των δακτύλων του με το πληκτρολόγιο πέταγε σπίθες. Έμεινε για λίγο να τον χαζεύει χαμογελώντας, μόλις εκείνος σήκωσε το κεφάλι του και την είδε σταμάτησε να πληκτρολογεί και ακούμπησε πίσω στην καρέκλα του.

    -Ήρθες;

    Εκείνη έγνεψε με το κεφάλι της, σοβαρεύοντας απότομα, δεν έπρεπε να της πάρει τον αέρα τώρα που το είχε πάρει απόφαση να δώσει τέλος. Δεν υπήρχε λόγος να το κάνει.

    -Είσαι εδώ για κάποιο λόγο; Νόμιζα ότι αύριο πιάνεις δουλειά.

    -Ήρθα για σένα. Θέλω απλά να σε ρωτήσω τι ώρα θα ξεμπερδέψεις. Ήθελα να τα πούμε.

    -Ναι φυσικά, θα μπορούσα να κάνω ένα διάλλειμα.

    -Όχι, τελείωνε καλύτερα αυτό που κάνεις, θα τα πούμε αργότερα. Πόση ώρα περίπου θα χρειαστείς;

    -Δεν ξέρω, δε νομίζω ότι θα χρειαστώ πολύ αν καταφέρω να συγκεντρωθώ.

    -Με την άνεση σου, θα σε περιμένω στο καφέ απέναντι.

    -Έγινε. Με λιγότερη διάθεση από πριν συνέχισε να γράφει το άρθρο του, ενώ στο πίσω μέρος του μυαλού του σκεφτόταν τη Μάρθα και έψαχνε λόγια για να την κάνει να αλλάξει γνώμη, ήταν βέβαιος πλέον ότι θα αρνούταν την πρόταση του αν και αυτό το ήξερε από την στιγμή που εκείνη είχε εξαφανιστεί.

    Αφού διευθέτησε οτιδήποτε σχετικό με το άρθρο του έφυγε για να τη συναντήσει στο μικρό καφέ απέναντι από τα γραφεία της εφημερίδας. Την είδε να κάθεται, σοβαρή και να πίνει τον καφέ της. Σκιές περνούσαν από τα μάτια της και εκείνος ήξερε ότι ετοίμαζε τα λόγια για να του αρνηθεί. Κάθισε απέναντι της και περίμενε σιωπηλός. Αποφάσισε να παραμείνει και εκείνη σιωπηλή και απλώς έβγαλε το δαχτυλίδι από την τσέπη της και του το έδωσε.

    -Να ρωτήσω γιατί;

    -Συγνώμη.

    -Δε ζήτησα να μου πεις αυτό, το λόγο θέλω.

    -Δεν υπάρχει συγκεκριμένος λόγος. Απλά δε νομίζω ότι είναι καλή ιδέα να είμαστε μαζί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.

    -Γιατί όχι;

    -Κοίτα, λυπάμαι που πληγώνω τα αισθήματα σου, και σου ζητώ συγνώμη, αλλά δεν έχω κάτι να πω. Δεν φταις εσύ, το φταίξιμο είναι δικό μου.

    -Πολύ κλισέ τα λόγια που χρησιμοποιείς, μοιάζουν με κακόγουστη αμερικανιά, δεν φταις εσύ απλά δεν ήμουν καλή για σένα, μα ξέρεις δε μου λέει τίποτε αυτό.

    -Γιατί το κάνεις πιο δύσκολο;

    -Γιατί πίστευες ότι θα στο έκανα πιο εύκολο; Που ήσουν όλη αυτή την εβδομάδα;

    -Ήθελα να σκεφτώ.

    -Εδώ δεν μπορούσες να σκεφτείς;

    -Όχι, δεν μπορούσα, απάντησε η Μάρθα που είχε αρχίσει να θυμώνει που ο Στέφανος αποφάσιζε να της κάνει σκηνή τελικά. Αν έτσι ήταν τα εύκολα πως θα ήταν την επόμενη που θα συναντούσε το Νίκο. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο.

    -Εντάξει όπως θες! Είπε και έκανε να σηκωθεί από τη θέση του.

    -Στέφανε, είπε η Μάρθα και του έπιασε το χέρι. Είμαστε συνάδελφοι δεν χρειάζεται να είμαστε μουτρωμένοι ο ένας στον άλλον. Μπορεί να χρειαστεί να συνεργαστούμε.

    -Αν χρειαστεί να συνεργαστούμε θα το κάνουμε, γιατί πάνω απ’ όλα είμαι επαγγελματίας, έχω δουλέψει πολύ σκληρά για να φτάσω εδώ που είμαι σήμερα, ώστε να επηρεάζομαι από τα αισθήματα μου, όμως μην περιμένεις να πετάω από την χαρά μου κάθε φορά που σε βλέπω, ειδικά από την στιγμή που καταλαβαίνω ότι μου κρύβεις πράγματα που αφορούσαν την σχέση μας. Δεν είμαι τόσο ανόητος όσο ήθελες να πιστεύεις ούτε τόσο καλός ώστε να με περνάς για μαλάκα.

    -Στέφανε δεν χρειάζεται να…

    -Εσύ αποφάσισες τι χρειαζόταν και τι όχι, ώρα να αποφασίσω και εγώ το πώς θα σου φέρομαι. Και τραβώντας το χέρι του σηκώθηκε και βγήκε από το καφέ. Μόλις που πρόλαβε να κρυφτεί η Ξένια στη γωνία που είχε παρακολουθήσει την τελευταία σκηνή από την τζαμαρία. Αφού τον είδε να χάνεται στο κτήριο που στεγαζόταν η εφημερίδα μπήκε και η Ξένια στο καφέ και πλησίασε το τραπεζάκι που καθόταν η Μάρθα.

    -Δεν πήγε και τόσο καλά με το Στέφανο ε;

    -Καθόλου καλά!

    -Πως νιώθεις;

    -Λυπάμαι δε λέω, όμως δεν μπορώ να κρύψω ότι νιώθω και ανακούφιση! Πάντως δε νομίζω ότι έχω δύναμη να αντιμετωπίσω και την οργή του Νίκου άμεσα.

    -Το πήρες απόφαση θα χωρίσεις και με εκείνον;

    -Ναι. Δεν έχει νόημα, αφού τον απάτησα και διατήρησα παράλληλη σχέση για πάνω από ένα χρόνο θα το ξανακάνω, ο Νίκος δε με καλύπτει, είναι καταπιεστικός και έχει ένα σωρό ακόμα ελαττώματα.

    -Γιατί χώρισες και με το Στέφανο τότε;

    -Ούτε εκείνος με κάλυπτε, αλλιώς θα είχα χωρίσει το Νίκο αν ο οργισμένος δημοσιογράφος αποτελούσε το ιδανικό ή κάτι κοντά σε αυτό.

    -Πάντως, αν έχεις σκοπό να χωρίσεις με το Νίκο, καλύτερα να μην το καθυστερήσεις πολύ, είναι απρόβλεπτος μπορεί να κάνει ζημιά. Εμένα με ζάλισε μια εβδομάδα που έλειπες.

    -Μόλις βγήκα από μια μάχη, δεν πήγα στα Ιεροσόλυμα να πάρω δύναμη να ξεκινήσω σταυροφορίες έναντι σε όλους τους ανεπαρκείς εραστές μου. Αν και για να λέμε την αλήθεια μάλλον εγώ ήμουν ανεπαρκής για τον εαυτό μου, δεν μπορούσα να χωρίσω με κανέναν γιατί δεν τολμούσα να μείνω μόνη μου.       

  Μια μικρή αναβολή, μίας το πολύ δύο ημερών ζήτησε από τον εαυτό της η Μάρθα για να ξεκαθαρίσει την κατάσταση και με το Νίκο, να προλάβει να ανασυγκροτηθεί για να αντιμετωπίσει την οργή του, γιατί αφού είχε αντιδράσει με τέτοιο τρόπο ο Στέφανος, αποκλειόταν το ενδεχόμενο να το πάρει πιο ήρεμα ο νεαρός Χαΐτογλου. Επέστρεφε από έξω, μόλις είχε τραβήξει κάποιες φωτογραφίες από μια ληστεία σε τράπεζα και ήθελε να κοιτάξει με τον αρχισυντάκτη της ποιες από αυτές θα συνόδευαν το άρθρο. Μπαίνοντας στα γραφεία της εφημερίδας έπεσε πάνω στον Νίκο που την περίμενε.

    -Νίκο τι κάνεις εδώ;

    -Μα σε περίμενα μωρό μου, ήρθε η απάντηση του ειρωνική.

    -Εδώ είναι η δουλειά μου, δεν μπορείς να έρχεσαι και να με ενοχλείς.

    -Ζητάς και τα ρέστα, που ήσουν εξαφανισμένη μια εβδομάδα τώρα, και γιατί είχες το κινητό σου κλειστό. Το βλέμμα της Μάρθας έπεσε πάνω στο Στέφανο που περνούσε, τους έριξε απλά μια αδιάφορη ματιά και ύστερα κοιτώντας μπροστά του συνέχισε την πορεία προς το γραφείο του.

    -Φύγε και θα τα πούμε μετά.

    -Δεν πάω πουθενά, εδώ θα μείνω μέχρι να έρθεις μαζί μου.

    -Νίκο είμαστε στη δουλειά μου, και εσύ με εκθέτεις προκαλώντας σκάνδαλο.

    -Ας συμπεριφερόσουν σωστά απέναντι μου να μην προκαλώ σκάνδαλο.

    -Περίμενε με κάτω, θα έρθω σε λίγο. Τι με κοιτάς, δε θα το σκάσω, δε θα πηδήξω από κανένα παράθυρο μόνο και μόνο για να σε αποφύγω. Ο Νίκος πεπεισμένος κούνησε θετικά το κεφάλι του και αφού την πλησίασε και έσκυψε να τη φιλήσει στο μάγουλο έφυγε. Μπήκε στο γραφείο του αρχισυντάκτη να του δώσει την κάρτα μνήμης για να τραβήξει τις φωτογραφίες, μαζί του ήταν και ο Στέφανος που της έριξε ένα ειρωνικό βλέμμα, ήταν ψυχρός τις δύο αυτές μέρες μαζί της μα πλέον είχε γίνει και ειρωνικός.

    -Συγνώμη, μπορώ να λείψω για λίγες ώρες;

    -Ναι, πάρε άδεια όλη την υπόλοιπη μέρα, αν σε χρειαστούμε θα σε πάρω τηλέφωνο.

    -Φτάνει να το έχει ανοιχτό. Πέταξε δηλητήριο ο Στέφανος.

    -Θα το έχω, είπε και γύρισε την πλάτη της στους δύο άντρες.

    Συγχυσμένη από τη συμπεριφορά του Νίκου αμέσως μόλις βγήκε από το κτήριο της εφημερίδας του άπλωσε το χέρι και του έδωσε το δαχτυλίδι του.

    -ΟΧΙ, του είπε!

    -Τι είναι αυτό;

-Το δαχτυλίδι σου και η απάντηση μου, ΟΧΙ, δε σε παντρεύομαι Νίκο, και μάλιστα χωρίζουμε.

    -Για να σου πω πολύ το τραβάς.

    Αδιάφορα η Μάρθα έκανε να τον προσπεράσει.

    -Νομίζεις ότι θα τρέξω από πίσω σου; Βρήκες κανέναν άλλον μαλάκα να του τα τρως Μαρθάκι;

    Η Μάρθα ξεκίνησε να πηγαίνει απειλητικά προς τα πάνω του.

    -Είσαι πολύ φτηνός. Ήταν λάθος μου που ήμουν τόσο καιρό μαζί σου, και ξέρεις ότι δεν στα έτρωγα, εσύ ήθελες να πληρώνεις όταν βγαίναμε για να νιώθεις πιο άντρας γιατί μόνο αυτό σε έκανε άντρα. Το χέρι του Νίκου ξέφυγε και την χαστούκισε. Όμως η Μάρθα δεν πόνεσε, ήθελε να του πει ό,τι είχε μέσα της για εκείνον και που καλά καλά δεν το γνώριζε ούτε η ίδια. Αφού ένιωσε ότι άδειασε γύρισε την πλάτη της και έφυγε.

    -Που πας; Νομίζεις ότι τελείωσες τόσο εύκολα μαζί μου. Θα σε διαλύσω Μάρθα, δε θα υπάρξει μεριά στη γη για να σταθείς. 

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

 

Όσο κι αν είχε προσπαθήσει να τη μεταπείσει η Ξένια να μείνει στην Αθήνα και στη δουλειά της η Μάρθα το είχε πάρει απόφαση, θα έφευγε, τα είχε κάνει αρκετά άνω κάτω με την προσωπική της ζωή και αυτό είχε συνέπειες παντού. «Φοβάσαι» την κατηγόρησε η Ξένια και εκείνη δεν της είχε απαντήσει, το μόνο που ήθελε ήταν να φύγει, το σκάνδαλο που είχε προκαλέσει ο Νίκος στη δουλειά και ύστερα ο καυγάς έξω από την εφημερίδα την έκαναν να ντρέπεται τους συναδέλφους της. Άλλωστε ήταν πολλοί εκείνοι που γνώριζαν για την σχέση της με το Στέφανο μέσα στο χώρο εργασίας τους. Η Ξένια θέλοντας να παρηγορήσει τη φίλη της, της έλεγε ότι ήταν μαγκιά της και πολύ βαριά το είχε πάρει, ούτε η πρώτη ήταν ούτε η τελευταία, όμως η Μάρθα ένιωθε ότι ήθελε να τραπεί σε φυγή και αυτό έκανε.

-Μα δεν μπορεί να σου κάνει κάτι ο Νίκος, γιατί στέκεσαι σε κούφιες απειλές;

-Δεν είναι οι απειλές του Νίκου Ξένια, θέλω να φύγω χρειάζομαι μια αλλαγή και στην Αθήνα δεν μπορώ να την κάνω.

-Και που θα πας και τι θα κάνεις;

Τελικά και ενώ δε σήκωνε από λόγια, η Μάρθα υπέβαλε την παραίτηση της στην εφημερίδα. Για τις μέρες που έμεινε μέχρι να βρεθεί αντικαταστάτης των δικών της προσόντων οι συναντήσεις της με τον Στέφανο, της δημιουργούσαν αμηχανία, όμως το γεγονός ότι της συμπεριφερόταν σαν να ήταν αόρατη μάλλον την ανακούφιζε παρά την ενοχλούσε. Τελικά ο Μάης μπήκε, αντικαταστάτης βρέθηκε και εκείνη ήταν ελεύθερη να φύγει και να αδειάσει το σπίτι από τις κούτες και τα πακεταρισμένα πράγματα της.

-Είσαι σίγουρη; Τη ρώτησε η Ξένια την ώρα που έμπαινε στο αμάξι της για να ξεκινήσει το ταξίδι για την Άρτα.

-Όχι δεν είμαι σίγουρη, της απάντησε ειλικρινά η Μάρθα, όμως ποιος μπορεί να είναι σίγουρος και για τι αφού υπάρχει η φθορά.

-Με κοροϊδεύεις; Τη ρώτησε η Ξένια αγριεύοντας.

-Όχι απλά, αν στεκόταν στη βεβαιότητα που προσφέρει η σταθερότητα ποτέ δε θα προχωρούσε η ανθρωπότητα.

-Πες μου κάτι πριν φύγεις, τι διάβασες εχθές πριν ξαπλώσεις; 

 

Εκνευρισμένη έφτασε στην εφημερίδα και μπήκε στο γραφείο της. Η Ξένια, μετά από τόσα χρόνια με τη Μάρθα δεν ένιωθε καλά που έμενε μόνη της πίσω, και το χειρότερο δεν ήταν ότι έφευγε απλά από το διαμέρισμα αλλά έφευγε κι από την πόλη. Καθισμένη και με ανοιχτό το κομπιούτερ προσπαθούσε να συγκεντρωθεί και να ετοιμάσει το άρθρο για τις νέες περικοπές, όμως που μυαλό γι αυτά. Η πόρτα του γραφείου άνοιξε απότομα και μπήκε ο Στέφανος, χωρίς να της μιλήσει κοίταξε γύρω τον χώρο σαν να έψαχνε κάτι.

-Τι θες Στέφανε; Τον ρώτησε ενοχλημένη η Ξένια, μπορούσε να αντιληφθεί ότι ήταν θυμωμένος με τη Μάρθα και το διπλό παιχνίδι, όχι ότι δεν είχε μερίδιο και ο ίδιος στην όλη υπόθεση, αλλά να παιδιαρίζει και να το παίζει και στην ίδια βαρύς το θεωρούσε φτηνό και θρασύτητα από μέρους του.

-Κάποιον έψαχνα, είπε και έκανε να βγει, όμως η φωνή της τον έκοψε.

-Μην ανησυχείς δε θα την ξαναδείς εδώ γύρω. Έφυγε.

-Φέρθηκε μια φορά τίμια.

-Α μάλιστα.

-Γιατί δε μου το είπες; Στράφηκε εναντίον της, μάλλον έψαχνε κάπου να ξεσπάσει, ήταν γελασμένος αν νόμιζε ότι η Ξένια ήταν κανένα κοριτσάκι που φοβόταν. Τόσα χρόνια στην εφημερίδα είχε αντιμετωπίσει πολλα για να διατηρήσει τη θέση της και είχε γνωρίσει και πιο σκληρούς τύπους από τον Στέφανο που το έπαιζε ο ωραίος εκτός από το δημοσιογραφικό ταλέντο της εφημερίδας.

-Γιατί να στο πω; Τον προκάλεσε η Ξένια κοιτώντας τον απευθείας στα μάτια.

-Φυσικά, δική της φίλη ήσουν της έκανες πλάτες, πιθανόν να σου έκανε κι εκείνη για να έχεις και εσύ δυο και τρεις εραστές παράλληλα.

-Η αλήθεια είναι, ότι οι σημερινοί άντρες έχετε χαλάσει, δεν ξέρετε πώς να ικανοποιείται μια γυναίκα ώστε και εμείς αναγκαζόμαστε να καταφεύγουμε σε πολλούς για να μας καλύπτουν τις ανάγκες.

-Σαν τι είδους ανάγκες, είπε και προχώρησε στο εσωτερικό του γραφείου σταυρώνοντας τα χέρια του κάτω από το στήθος. Οικονομικές σα να λέμε, γιατί ο Χαΐτογλου δεν είναι κανένας του μεροκάματου, ο πατέρας του έχει κατασκευαστική.

-Ας είχε κι ο δικός σου!

-Ώστε έμεινε μαζί του, παρά που του επέστρεψε το δαχτυλίδι;

-Είσαι ενημερωμένος βλέπω.

-Σαν καλός δημοσιογράφος!

-Να θυμηθώ βγαίνοντας από το κτήριο να κοιτάξω αν αλλάξαμε όνομα στην εφημερίδα κι αν από «ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΩΝ» τον μετατρέψαμε σε «ΚΑΤΙΝΑ»

-Έχεις και το θράσος να με ειρωνεύεσαι μετά από αυτό που μου έκανε η φιλενάδα σου και που εσύ την κάλυπτες; 

-Ποιο, που σου χάρισε όμορφες στιγμές; Και στην τελική, πόσες φορές φίλοι σου δε ’παιζαν με δύο και τρεις ταυτόχρονα και εσύ τους αποθέωνες, λέγοντας τους ότι είναι μάγκες και άλλα τέτοια.

-Βλακείες!

-Άμα τα κάνει γυναίκα βλακείες… όταν τα κάνετε εσείς όλα εντάξει…

-Γιατί δεν πας να γράψεις σε κανένα φεμινιστικό περιοδικό και χαραμίζεται το ταλέντο σου άδικα.

-Η αλήθεια είναι ότι είμαι πολυτάλαντη οπότε πρέπει να επιλέξω ένα από τα πολλά, και έχει περισσότερη πλάκα να είμαι μαζί με άντρες και να κάνω καλύτερα από εκείνους αυτό που θεωρούν χωράφι τους.

-Προσπάθησε να κρύψεις τις πομπές τις δικές σου και της φίλης σου με εξυπνάδες. Είπε και ξεκίνησε να φύγει.  

-Άκου Στέφανε, ύψωσε τη φωνή της η Ξένια, έχεις μερίδιο στην όλη υπόθεση, οπότε μην το παίζεις ριγμένος και θιγμένος. Εσύ ήσουν το τρίτο πρόσωπο που μπήκες ανάμεσα τους, γνώριζες την ύπαρξη άλλου άντρα, και δεν πιστεύω μιας και είσαι τόσο καλός δημοσιογράφος να μη φαντάστηκες ότι με το Νίκο δεν είχε χωρίσει, απλά εθελοτυφλούσες. Οπότε την επόμενη φορά που θα μπεις ανάμεσα σε ένα ζευγάρι πριν παρουσιάσεις δαχτυλίδι γάμου να είσαι πρώτα βέβαιος ότι η καλή σου έχει χωρίσει.

 

Ô

 

Είχαν περάσει ήδη δύο εβδομάδες που η Μάρθα είχε εγκατασταθεί στην Άρτα και ένιωθε ήδη πιο ήσυχη. Όλα θα πήγαιναν καλά, βέβαια έπρεπε να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα της ζωής της και στο ότι έπρεπε να κάνει κάποιες συμβιβασμούς,  όμως αφού το κέρδος ήταν η ψυχική της ηρεμία, άξιζε τον κόπο. Έφτασε στην πόλη που είχε γεννηθεί χωρίς να έχει ιδέα τι έπρεπε να κάνει, θα μπορούσε να βρει δουλειά ή θα αναγκαζόταν να φύγει και από την Άρτα. Για την ώρα δεν είχε ψυχικές δυνάμεις να απομακρυνθεί κι από εκεί και να βρεθεί σε κάποια πόλη της Ελλάδος που δεν γνώριζε κανέναν. Στην Αθήνα είχε αφήσει μια πολύ καλή δουλειά, τι κι αν απείχε έτη φωτός από αυτό που θα προτιμούσε να κάνει, είχε όμως έναν πολύ καλό μισθό, αφού είχε αναγνωριστεί η αξία της. Είχε αφήσει επίσης πίσω της εκτός από τους μπελάδες με τους άντρες και τους φίλους της, ανάμεσα σε αυτούς και την Ξένια που τη θεωρούσε κάτι παραπάνω από φίλη. Επίσης η νυχτερινή ζωή της Άρτας δεν μπορούσε να συγκριθεί με τίποτα με της Αθήνας, νυχτερινά κέντρα, άπειρες θεατρικές παραστάσεις, club για κάθε γούστο, ακόμα και μέσα στην κρίση, στην Πρωτεύουσα ο έλληνας έβρισκε τρόπους να διασκεδάσει, φυσικά στην περίπτωση που είχε χρήματα. Τώρα εκείνη ούτε δουλειά είχε, και την ανησυχούσε πολύ η ιδέα ότι οι αποταμιεύσεις της θα μειώνονταν αισθητά και σύντομα. Για την ώρα τη φιλοξενούσε ο θείος της στο σπίτι του, όμως δεν μπορούσε να του γίνει βάρος για πάντα, έπρεπε να πάρει σύντομα αποφάσεις. Να άνοιγε άραγε ένα φωτογραφείο, όμως πεταμένα θα πήγαιναν τα λεφτά της, μια και πλέον με τη ψηφιακή εποχή ποιος εμφανίζει φωτογραφίες. Ίσως αν πήγαινε σε γάμους και βαφτίσεις, αλλά τόσα χρόνια μακριά από την Άρτα δεν είχε γνωριμίες ώστε να ξεκινήσει. Κι ενώ ο θείος της την παρηγορούσε κάποια μέρα του ξέφυγε ότι ίσως οι συγκυρίες την ευνοούσαν. Όταν εκείνη τον ρώτησε τι εννοούσε, της απάντησε ότι η εποχή που έφυγε από την Αθήνα για να επιστρέψει στη γενέτειρα της ήταν ίσως η ιδανικότερη, έμεινε να τον κοιτάζει απορημένη, όμως ο θείος δε θέλησε να της πει τίποτε περισσότερο κι εκείνη θεώρησε ότι ήταν λόγια του αέρα, προσπαθώντας απλά να την ενθαρρύνει. Βέβαια ήταν πολύ συγκεκριμένη η κουβέντα του για να είναι μόνο λόγια, όμως βυθισμένη στην απόγνωση της ανεργίας η Μάρθα δεν έδωσε περισσότερη σημασία. Ο θείος της ο Θωμάς, είχε πολλές γνωριμίες στην Άρτα, λίγο καιρό νωρίτερα ένας φίλος του είχε αποφασίσει να φτιάξει μια διαδικτυακή εφημερίδα, δημοσιογράφοι είχαν βρεθεί να καλύπτουν τις «ΗΠΕΙΡΟΤΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ» όμως με τις φωτογραφίες είχε πρόβλημα μιας και ο μοναδικός φωτογράφος που είχε δεν προλάβαινε να καλύψει όλα τα θέματα. Τελειομανής όπως ήταν δεν ήθελε να προσλάβει τον οποιοδήποτε, ενώ έβγαζε ατμούς κάθε φορά που ανέβαινε κείμενο χωρίς να το συνοδεύει φωτογραφικό υλικό, με αυτόν συναντήθηκε ο Θωμάς και του έδωσε το βιογραφικό της ανιψιάς του, την επόμενη μέρα η Μάρθα καθόταν στο γραφείο απέναντι του και απαντούσε στις ερωτήσεις του.

-Γιατί έφυγες από την Αθήνα, είχες μια πολύ καλή δουλειά; Ελληνική αθάνατη επαρχία, σκέφτηκε η Μάρθα, το κουτσομπολιό αναπόσπαστο κομμάτι της.

-Για προσωπικούς λόγους. Απάντησε και σταμάτησε εκεί, ο εκδότης απλά την κοίταξε και καταλαβαίνοντας ότι δεν ήθελε να συνεχίσει έδειξε διακριτικότητα και άλλαξε θέμα, άλλωστε είχε απέναντι του μια φωτογράφο με ταλέντο και εμπειρία που αργά ή γρήγορα θα έβρισκε δουλειά κάπου, φαινόταν κι από την αυτοπεποίθηση της. Η Μάρθα αποφάσισε να μην πάει σαν κακομοίρα στη συνέντευξη, γνώριζε τις ικανότητες της και ήθελε να τη σέβονται έτσι δεν έπεσε στο σφάλμα να δείξει απόγνωση και ότι θα δούλευε ακόμα και με ψίχουλα.

-Θα αμειβόσουν καλά στην Αθήνα.

-Ναι, είναι αλήθεια.

-Κι όμως προτίμησες να φύγεις.

-Δε θεωρώ ότι μόνο η Αθήνα έχει δυνατότητες να έχει σωστούς επαγγελματίες. Προσπάθησε να απαντήσει διπλωματικά για να αποφύγει να μιλήσει για τις αμοιβές της από τα «ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΩΝ».

Εκείνος το σκέφτηκε λίγο και χωρίς να παζαρέψει της πρότεινε ένα καλό μισθό. Αν το μάθαινε ο άλλος φωτογράφος και κάποιοι από τους δημοσιογράφους του θα έβγαζαν σπυράκια, αλλά λόγω της κρίσης δε θα έκαναν τίποτε άλλο από το να τον λένε κρυφά καθίκι, και άλλα τέτοια χαριτωμένα που στολίζουν πολλές φορές οι υπάλληλοι τα αφεντικά τους. Με αυτό τον τρόπο τον κυριότερο πρόβλημα της Μάρθας είχε λυθεί και η ζωή της θα έμπαινε σε μια σειρά στην επαρχιακή πόλη της Ηπείρου. Άλλωστε θα είχε και περισσότερο ελεύθερο χρόνο, αφού το blog δημοσίευε δυο φορές την εβδομάδα, εκτός κι αν συνέβαινε κάτι έκτακτο, πόσο συχνά θα μπορούσε να συμβαίνει όμως στην Άρτα και γενικότερα στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου κάτι τέτοιο.

 

Ô

 

Δύο χρόνια ζευγάρι ο Δημοσθένης με την Ελπίδα, θεώρησε ότι είχε έρθει η ώρα να γίνουν όλα πιο επίσημα και να περάσουν στο επόμενο μεγάλο βήμα της οικογένειας. Δεν ήταν ότι τον είχαν πάρει τα χρόνια, στην καλύτερη ηλικία του άντρα, μόλις τριάντα τριών ετών, με δική του δουλειά που δόξα το Θεό πήγαινε καλά παρά τις δυσκολίες της κρίσης. Είχε την πίστη ότι η Ελπίδα ήταν η γυναίκα που του ταίριαζε και που μαζί της ήθελε να κάνει παιδιά και να μοιραστεί την υπόλοιπη ζωή του. Όμως «η γυναίκα της ζωής του» του φύλαγε μια δυσάρεστη έκπληξη. Απόγευμα και αφού είχε αφήσει το Γιάννη στο πόδι του στο συνεργείο, θα πήγαινε να πάρει την Ελπίδα από το σπίτι της για να βγούνε. Με ένα μπουκέτο κόκκινα τριαντάφυλλα και μπουμπούκια στα χέρια του της χτύπησε την πόρτα, εκείνη του άνοιξε προσπαθώντας να φορέσει τις ψηλοτάκουνες γόβες της.

-Ωχ βρε Δημοσθένη, πάλι λουλούδια, ανθόκηπος έχει γίνει το σπίτι μου.

-Και κακό είναι αυτό;

-Αν ο άλλος είναι αφηρημένος και ξεχνάει να τους αλλάζει το νερό.

-Άκυρο το παράδειγμα σου μωρό μου.

-Πάρε ένα βάζο να τα βάλεις.

-Αποκλείεται. Η Ελπίδα γύρισε και τον κοίταξε παραξενεμένη. Εσύ πρέπει να τα βάλεις.

-Έλα βρε Δημοσθένη δεν είμαι έτοιμη θα αργήσουμε.

-Ας αργήσουμε και τι έγινε; Μας περιμένει κανένας;

-Τι παιδιαρίσματα είναι αυτά τώρα είπε και αφού του τα πήρε από τα χέρια τα ακούμπησε σε ένα τραπέζι. Ο Δημοσθένης τα σήκωσε και της τα ξανάδωσε.

-Βρε μωρό μου... του είπε εκείνη όταν πρόσεξε μέσα σε ένα μισάνοιχτο μπουμπούκι την πέτρα ενός δαχτυλιδιού. Τι είναι αυτό; Είπε και τον κοίταξε τρομαγμένη.

-Με τι σου μοιάζει;

-Τι σημαίνει; Γιατί μου το δίνεις;

-Τι απορίες κι αυτές που έχεις σήμερα, είπε νιώθοντας και ο ίδιος κάπως αμήχανα από την αντίδραση της. Σε αγαπώ και θέλω να κάνουμε οικογένεια, και για να μην χαλάσουμε τις παραδόσεις σκεφτόμουν να παντρευτούμε πρώτα.

-Αχ βρε Δημοσθένη γιατί;

-Τι σημαίνει πάλι αυτό;

-Καλά δεν περνάμε;

-Νομίζω ότι αντιδράς λίγο υπερβολικά και κυρίως με τον αντίθετο τρόπο από αυτόν που θα επιθυμούσα.

-Μου είναι αδύνατο να αντιδρώ πάντα όπως επιθυμείς.

-Κοίτα καταλαβαίνω ότι φοβάσαι το γάμο, αλλά θα είμαστε μια χαρά.

-Όχι.

-Όχι; Δε θα είμαστε;

-Δε θέλω να σε παντρευτώ. Επιπλέον δεν μπορώ να αναλάβω τόσες ευθύνες από τώρα, είμαι μικρή.

-Θέλεις να το σκεφτείς; Μπορώ να περιμένω. Είπε και πήρε πάλι τα λουλούδια στα χέρια του για να της τα ξαναπροσφέρει, όμως η Ελπίδα δεν τα πήρε, αφήνοντας το Δημοσθένη με τα λουλούδια στα χέρια.

-Πιστεύω ότι ήρθε η ώρα να σου μιλήσω ειλικρινά. Δε θέλω να σκεφτώ τίποτα γιατί… δε θέλω να σε παντρευτώ. Αφού περνάμε καλά γιατί να παντρευτούμε; Μπορούμε  να μείνουμε όπως είμαστε. Δεν είμαι για δέσμευση  Δημοσθένη θέλω να ζήσω τη ζωή μου. Σ’ αυτό το γάμο θα γινόμασταν και οι δυο δυστυχισμένοι.

Σφίγγοντας τα λουλούδια στα χέρια του, σα να ήθελε να πάρει δύναμη από αυτά και να κρατηθεί από την έκπληξη ο Δημοσθένης κούνησε απογοητευμένα το κεφάλι του και χωρίς δεύτερη κουβέντα βγήκε από το σπίτι της. Το αμάξι το είχε παρκαρισμένο στην πλατεία του Κιλκίς, που ήταν το άγαλμα του βασιλιά Πύρου, αφηρημένος μπήκε από ένα στενάκι στον πεζόδρομο για να προχωρήσει και να φτάσει στο αμάξι του, κρατώντας πάντα τα λουλούδια.

 

Ô

 

Τελικά όπως το είχε φανταστεί η Μάρθα, την πιο δύσκολη μάχη την έδωσε με τους γονείς της, αναρωτιόταν πως ήταν δυνατόν το να βρει δουλειά αποδείχτηκε εύκολο και το να συνεννοηθεί με τους δικούς της και κυρίως με τη μάνα της ήταν τόσο δύσκολο. Με το που είχε μπει στο σπίτι και την αντίκρισε η Αγγελική που όρθια στο νεροχύτη μαγείρευε, την κοίταξε με δυσάρεστη έκπληξη και η πρώτη της κουβέντα πριν τη χαιρετήσει ήταν ένα επιδεικτικό «Τι γυρεύεις εσύ πάλι εδώ», λες και δεν επρόκειτο για το παιδί της αλλά για κάποιον δυσάρεστο μουσαφίρη που τους είχε κάτσει στο σβέρκο με τις συχνές επισκέψεις του για να του κάνουν το τραπέζι, ύστερα μόλις της αποκάλυψε ότι θα ξαναγινόταν μόνιμη κάτοικος Άρτας και ότι είχε εγκαταλείψει την Αθήνα και τη δουλειά άρχισε τους χαρακτηρισμούς όπως κακομαθημένη, απερίσκεπτη, ελαφρόμυαλη το κερασάκι στην τούρτα και ενώ είχε επιστρέψει κι ο πατέρας στο σπίτι ήταν όταν άρχισε να μουρμουρίζει για τα παλιά, για το  προξενιό του Σωτήρη που δεν είχε δεχτεί και τώρα χαιρόταν τα αγαθά μια άλλη. Όσο υπομονή και να έκανε η Μάρθα προσπαθώντας να συνεχίσει τη συζήτηση με τον πατέρα της που όπως πάντα παρέμενε πιο ψύχραιμος μετρώντας τα υπέρ και τα κατά από την απόφαση της, τελικά δεν άντεξε και σηκώθηκε και έφυγε όσο κι αν επιθυμούσε να φάει από το φαγητό της Αγγελικής. Αλλά πόσο να ανεχτεί την γκρίνια της. Βγαίνοντας από το σπίτι για να πάει στο αυτοκίνητο της άκουσε τη μάνα της να τα βάζει με τον πατέρα έτσι κακομαθημένες που τις είχε κάνει και τις δυο τους κόρες, όμως φυσικά η Αμαλία είχε ήδη παντρευτεί, νοικοκυρευτεί, κοίταζε την οικογένεια της και πλέον είχε μπει σε μια σειρά, σε αντίθεση με τη Μάρθα που κοντά στα είκοσι οχτώ έκανε ότι της κατέβαινε στο κεφάλι και παρέμενε κακομαθημένη.

«Ποιος άντρας θα την ανεχτεί; Μου λες;» το μόνιμο πρόβλημα της μητέρας της ήταν πότε θα παντρευόταν και θα έκανε δική της οικογένεια, έπρεπε και οι δυο της κόρες να ζήσουν στα πρότυπα της δικής της ζωής με παιδιά και σύζυγο. Και που να ήξερε ότι είχε απορρίψει όχι μία, αλλά δύο προτάσεις γάμου, μόλις τον περασμένο μήνα και ότι ο λόγος της μετακόμισης της στην Άρτα ήταν αυτός. Βέβαια αν το μάθαινε θα ξεκίναγε νέος κύκλος δραμάτων, όπως της είχε καταντήσει ψύχωση και θα γινόταν ιδιαίτερα κουραστική για τη Μάρθα η παραπάνω μουρμούρα της κυρίας Αγγελικής, κι αν όταν έμενε στην Αθήνα απέφευγε όλη αυτή την γκρίνια λόγω της απόστασης, έπρεπε να πάρει απόφαση ότι στην Άρτα θα την είχε μόνιμα πάνω από το κεφάλι της. Τελικά δε θα ήταν άσχημη λύση αν είχε φύγει για μια άλλη πόλη που δε θα την γνώριζε κανένας, εκεί θα είχε βρει την απόλυτη ησυχία, μέχρι βεβαίως να μπλεχτεί πάλι με δύο άντρες, έκανε την ειρωνική σκέψη για τις πράξεις που την είχαν οδηγήσει στην Άρτα. Αλλά μιας και ο θείος της είχε καταφέρει να της βρει δουλειά και μάλιστα με τόσο καλές προϋποθέσεις ας δοκίμαζε στη γενέτειρα της μέχρι να ξανά φύγει για όπου την έβγαζε ο δρόμος. Έτσι όπως το πήγαινε στο τέλος θα κατέληγε τυχοδιώκτρια να αλλάζει συνέχεια διεύθυνση κατοικίας, ή μάλλον καλύτερα να έμενε σε φτηνά μοτέλ και άλλα τέτοια. «Ώχου», μουρμούρισε και έβαλε μπρος τη μηχανή του αυτοκινήτου της, «πρέπει να σταματήσω να βλέπω ταινίες το βράδυ πριν κοιμηθώ, στο τέλος θα μου φαίνεται πιθανό το ενδεχόμενο ότι θα γίνω και cow girl».

Με αυτές τις σκέψεις στο μυαλό τριγυρνούσε στα σοκάκια της Άρτας με την φωτογραφική της μηχανή στο χέρι και τραβούσε φωτογραφίες, διάφορα αξιοθέατα μέσα στην πόλη. Είχε κατέβει τα σκαλιά του Αγίου Δημητρίου και στεκόταν να τραβήξει μια φωτογραφία το ναό όταν πάνω της έπεσε κάποιος, κατέβασε τη μηχανή και τον κοίταξε. Ήταν ένας νέος άντρας κοντά στην ηλικία της, φαινόταν αρκετά αφηρημένος ενώ στα χέρια του κρατούσε μια ανθοδέσμη με λουλούδια. Ίσα που ζήτησε συγνώμη και προχώρησε στο δρόμο του, μην αφήνοντας περιθώρια στη Μάρθα να απαντήσει. Εκείνη έκανε περισσότερο από συνήθεια ένα νεύμα, που υποδήλωνε «δεν πειράζει, δεν τρέχει τίποτα» ενώ έμεινε για λίγο να τον κοιτάζει να απομακρύνεται, τον πρόσεξε που κοίταξε τα λουλούδια και πλησίασε έναν κάδο. «Ωχ όχι, μουρμούρισε απογοητευμένη», όμως εκείνος στάθηκε, σαν να την είχε ακούσει έριξε μια ματιά γύρω του και μόλις την είδε στο οπτικό του πεδίο επέστρεψε και της τα έδωσα χωρίς πολλούς προλόγους.

-Πάρτε κι αυτά.

-Ω αν είναι κάθε φορά που πέφτουν πάνω μου να μου δίνουν τόσο όμορφα λουλούδια, σίγουρα θα αξίζει τον κόπο. Αμφέβαλλε η Μάρθα αν είχε ακούσει την απάντηση της ο άγνωστος άντρας, αφού αμέσως μόλις τα άφησε στα χέρια της, γύρισε την πλάτη του και απομακρύνθηκε.

 

Ô

 

Μόλις μπήκε στο σπίτι του θείου της, έψαξε κάτω από το νεροχύτη για βάζο και αφού βρήκε ένα, το γέμισε νερό για να βάλει τα λουλούδια, με ιδιαίτερη προσοχή τα απάλλαξε από τις πολύχρωμες κορδέλες που τα κρατούσαν μαζί ενωμένα και το γυαλιστερό χαρτί και τα έβαλε στο νερό, θυμήθηκε ξανά τα λόγια που είχε πει όταν της άφησε τα λουλούδια ο νέος ενώ έκανε την σκέψη ότι είναι ακόμα πιο ευχάριστο όταν της προσφέρονται άνθη από έναν τόσο όμορφο άντρα, ύστερα έκανε ένα μορφασμό για τις σκέψεις της που σύντομα άλλαξε σε χαμόγελο που δε θα έβαζε ποτέ μυαλό. Αφού έψαξε στο φαρμακείο για ασπιρίνες, έκοψε μια στη μέση και την έριξε μέσα στο νερό για να διατηρηθούν περισσότερο. Είχε πάρει τα λουλούδια και τα τοποθετούσε ένα ένα μέσα στο βάζο, μόλις πρόσεξε το ανοιχτό μπουμπούκι με το μονόπετρο.

-Ωχ, όχι κι άλλη πρόταση γάμου. Σκέφτηκε αυθόρμητα. Αφού το έβγαλε από το μπουμπούκι το πέρασε στο δάχτυλο της και άρχισε να κοιτάζει το χέρι της. Μια χαρά της ερχόταν, αλλά έπρεπε να το επιστρέψει. Το έριξε στην τσάντα της με την ελπίδα να ξανασυναντήσει τον άντρα, τι στην ευχή στην Άρτα μένανε κάπου θα τον αντάμωνε αργά ή γρήγορα. Έβαλε και τα υπόλοιπα λουλούδια στο βάζο και κάθισε στον υπολογιστή να δει τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει από την πόλη της Άρτας. Σκέφτηκε την Ξένια, πολύ θα ήθελε να της πει τα νέα της από την Άρτα, άλλωστε της είχε υποσχεθεί ότι μόλις θα είχε εγκατασταθεί κάπου θα επικοινωνούσε αμέσως μαζί της, αντιθέτως εκείνη είχε αλλάξει αριθμό στο κινητό της και η Ξένια θα προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί της και δε θα τα κατάφερνε. Θυμήθηκε την αδερφική της φίλη και το πόσο ρομαντική ήταν όσο κι αν προσπαθούσε να το παίξει σκληρή, μεγάλη ευθύνη είχε και ο ανταγωνισμός στη δουλειά τους. Να της έστελνε ένα mail, με τα καθέκαστα δε θα ήταν και πολύ καλή ιδέα, έτσι αφηρημένη που είναι και φεύγει αφήνοντας ανοιχτό το λογαριασμό της, όλο και κάποιος μπορούσε να το προσέξει και να το διαβάσει μαθαίνοντας που είναι, άσε που πάντα υπήρχε η φήμη ότι υπήρχε ο big brother στην εφημερίδα που έλεγχε τα email που λάβαινε το προσωπικό, άσε καλύτερα με τον παραδοσιακό τρόπο. Οπότε αφού διάλεξε κάποιες από τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει, για να τις εμφανίσει, θα της αγόραζε και εκείνο το άλμπουμ για να τις βάλει, που είχε δει σε ένα βιβλιοπωλείο  με εξώφυλλο το γεφύρι της Άρτας και θα της έφτιαχνε ένα δεματάκι για να της το στείλει με το ταχυδρομείο. Σίγουρα θα ήταν ο πιο ρομαντικός και ευχάριστος τρόπος να ξανά επικοινωνήσει με τη φίλη της, από το να της στείλει ένα απλό ηλεκτρονικό μήνυμα στον υπολογιστή της.      

Αφού τελείωσε με το χειρόγραφο γράμμα χαμογέλασε στον εαυτό της, είχε πολύ πλάκα, χρόνια είχε να το κάνει αυτό, από το σχολείο που αντάλλασε γράμματα με τους συμμαθητές και τις φίλες της μέσα στο μάθημα, γιατί κι έξω από αυτό συνήθως με τον υπολογιστή επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Η ευκολία της εποχής! Άκουσε την πόρτα να ξεκλειδώνει και να μπαίνει ο θείος της.

-Τι καλά να επιστρέφεις στο σπίτι και να βρίσκεις κάποιον να σε περιμένει.

-Ξέρεις, δε θα συμβαίνει για πολύ αυτό. Όμως μπορείς να βρεις κάποια να το κάνει.

-Πήγες στους γονείς σου σήμερα;

-Πως το κατάλαβες;

-Απλά μιλάς σαν τη μάνα σου, και δε μου λες μικρή, τι σημαίνει δε θα συμβαίνει για πολύ ακόμα;

-Ε όσο να ναι… μην πηγαίνεις στις κατσαρόλες θείε, την πέρασα όλη τη μέρα έξω και δε μαγείρεψα τίποτα.

-Δεν πειράζει.

-Αν και δε μαγείρεψα γιατί σκεφτόμουν να σου κάνω το τραπέζι απόψε έξω!

-Αυτό είναι ακόμα καλύτερο από το να έμπαινες στον κόπο να μαγειρέψεις.

-Θα κάνω ότι δεν πιάνω το υπονοούμενο για τις μαγειρικές μου ικανότητες. Μη κρύβεσαι όταν γελάς γυρνώντας μου την πλάτη.

-Τι γιορτάζουμε λοιπόν και θα το κάψουμε απόψε;

-Τη νέα μου ζωή στην Άρτα. Και το ότι μου βρήκες δουλειά. Σε ευχαριστώ πολύ θείε, δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς εσένα, και όχι τίποτε άλλο παντρεύτηκε και ο Σωτήρης και δε μου πάει η καρδιά να τον χωρίσω.

-Ωχ, πάλι το ίδιο θέμα έπιασε η αδερφούλα μου! Όσο για τη δουλειά για μένα το έκανα, μην νομίζεις ότι σε βοήθησα να βρεις δουλειά για αλτρουιστικούς λόγους, το έκανα καθαρά εγωιστικά.

-Όπως και να έχει με βοήθησες και στο χρωστάω.

-Δε μου χρωστάς τίποτα. Και τι σήμαινε ότι δε θα με περιμένεις για πολύ;

-Αφού βρήκα δουλειά καιρός να βρω και ένα διαμέρισμα να νοικιάσω. Δε θέλω να σου γίνομαι βάρος.

-Άστα αυτά τώρα, είναι βλακείες, πάω να κάνω ένα μπάνιο πήγαινε και εσύ να ετοιμαστείς, γιατί από την πείνα δε σε βλέπω! 

 

Ô

 

«Ο αριθμός που καλείται δεν αντιστοιχεί σε συνδρομητή». Μα τι στην ευχή, είχε ανοίξει η γη και την είχε καταπιεί. Ήταν γελασμένη αν νόμιζε ότι επειδή άλλαξε αριθμό τηλεφώνου θα απαλλασσόταν τόσο εύκολα από εκείνον. Του χρωστούσε εξηγήσεις για το ξέσπασμα της έξω από την εφημερίδα, δεν ήταν πια τόσο τρομερό για να τον χωρίσει επειδή την αναζητούσε για δέκα ημέρες και στο τέλος αναγκάστηκε να καταφύγει στην ύστατη λύση όπως να πάει να την βρει στη δουλειά της. Επιπλέον είχε ξεσπάσει με υπερβολικό τρόπο αν σκεφτεί κανείς τα λόγια που ξεστόμισε εναντίον του. Αναμενόμενο να εκνευριστεί και να σηκώσει χέρι επάνω της, ίσως έπρεπε να τη συναντήσει και να της ζητήσει συγνώμη, να μιλήσουν, ίσως να μην ήταν αργά για εκείνους, να μπορούσαν να δώσουν μία ακόμα ευκαιρία στην σχέση τους. Που όμως μπορούσε να βρίσκεται, σκέφτηκε να περάσει από τη δουλειά όμως αυτό μάλλον θα την εξαγρίωνε, ειδικά από την στιγμή την σκηνής που έγινε έξω από το χώρο εργασίας της. Κοίταξε το ρολόι του, ήταν αρκετά νωρίς, με λίγη τύχη ίσως να την προλάβαινε στο σπίτι.

Το κουδούνι του διαμερίσματος ήχησε ρυθμικά, η Ξένια που έπινε τις τελευταίες γουλιές από τον καφέ της διαβάζοντας το άρθρο που είχε παραδώσει το προηγούμενο μεσημέρι στον αρχισυντάκτη, έστρεψε το πρόσωπο της προς το ρολόι τοίχου που ήταν κρεμασμένο απέναντι της. Απορημένη από την πρωινή επίσκεψη πήγε και άνοιξε την πόρτα. Το ξάφνιασμα της μόνο ευχάριστο δε θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει κάποιος.

-Νίκο τι γυρεύεις εδώ;

-Τη Μάρθα, είναι μέσα;

-Η Μάρθα δε μένει πια εδώ.

-Μπα όχι; Τι έγινε, βρήκε κανέναν άλλον μαλάκα να του τα τρώει και μετακόμισε μαζί του; Είπε μην μπορώντας να συγκρατήσει τη ζήλεια του.

-Μπα, στη σειρά προτεραιότητας ήσουν πρώτος, ίσως πάλι έχασε τη λίστα με τους μαλάκες.

-Γελάσαμε. Είπε και έκανε να φύγει, αλλά επέστρεψε. Γιατί δε με συμπαθείς;

-Δεν ξέρω, μου βγαίνει αβίαστα.

-Εσύ της είπες να με χωρίσει;

-Συγκεντρώσου λίγο. Η Μάρθα είναι μεγάλο κορίτσι δεν χρειάζεται τον ένα και τον άλλον να της λένε τι να κάνει, επίσης ξέρεις πολύ καλά ότι δεν της αρέσει να της επιβάλλονται.

-Θα μου πεις που είναι;

-Και να ήξερα δε θα σου έλεγα, όμως ειλικρινά δεν ξέρω, πάντως για να μην μπεις στον κόπο παραιτήθηκε και από την εφημερίδα και έφυγε από την Αθήνα.

-Αποκλείεται.

-Και τώρα επειδή θέλω να ετοιμαστώ για να φύγω για τη δουλειά, θα μπορούσες να μη στέκεσαι στη μέση για να κλείσω την πόρτα;

Εκνευρισμένος της γύρισε την πλάτη και έφυγε, πάντα του την έδινε στα νεύρα η Ξένια, ήταν τόσο έκδηλη η αντιπάθεια της προς το πρόσωπο του και δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια να το κρύψει. Να δεις που εκείνη η σκύλα βρισκόταν πίσω από τα λόγια της Μάρθας, την πότιζε εναντίον του τόσο καιρό και στον πρώτο τσακωμό, θυμωμένη από το χαστούκι, του πέταξε κατάμουτρα τα πιστεύω της φίλης της. Κατέβαινε την σκάλα όταν είδε τον ταχυδρόμο να φεύγει και την αλληλογραφία παρατημένη πάνω στο τραπεζάκι του θυρωρού που απουσίαζε. Έριξε μια βιαστική ματιά στους λογαριασμούς όταν πρόσεξε ένα πακέτο ανάμεσα στους φακέλους. Από ένστικτο περισσότερο, παρά επειδή το σκέφτηκε κοίταξε γύρω του και πλησίασε το μικρό γραφείο στα αριστερά της σκάλας. Διαβάζοντας στο όνομα του παραλήπτη εκείνο της Ξένιας χαμογέλασε και το πήρε μαζί του φεύγοντας βιαστικά. Σύντομα θα μάθαινε που βρισκόταν η καλή του, αφού μπόρεσε να αναγνωρίσει τον γραφικό της χαρακτήρα από τις κάρτες που είχαν τα δώρα που του έκανε στις επετείους και στις γιορτές του, η πάντα ρομαντική Μάρθα. Τελικά ίσως να μην έλεγε ψέματα η σκύλα όταν έλεγε ότι έφυγε από το διαμέρισμα αλλά και από την Αθήνα.

 

Ô

 

Είχαν περάσει μόλις λίγες μέρες από τον χωρισμό του με την Ελπίδα όταν ο Γιάννης κυριολεκτικά τον έσυρε σε ένα club για ένα ποτό και για να συναντήσουν ωραίες παρουσίες. Βαριεστημένος τον ακολούθησε ο Δήμος, αν και δεν είχε καμία διάθεση να βγει όμως πόσο θα έμενε στο σπίτι για να σκέφτεται το «όχι» της Ελπίδας στην πρόταση του. Από την πλευρά της η Ελπίδα δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί επειδή αρνήθηκε να τον παντρευτεί έπρεπε και να χωρίσουν, της φαινόταν εξωφρενικό και εγωιστικό από μέρους του ενώ ήταν βέβαιη ότι και οι δύο θα υποφέρανε δίχως λόγο, πάντως δεν είχε μετανιώσει για την αρνητική απάντηση που είχε δώσει.

-Ήθελα να ’ξερα τι σ’ αρέσει σ’ αυτά τα μέρη. Το ότι σε ποδοπατάνε ή το ότι σε τρώει η ορθοστασία με το ποτό στο χέρι; άρχισε την γκρίνια πριν ακόμα μπει στο μαγαζί ο Δημοσθένης.

-Την επόμενη φορά θα σε πάω σε καφενείο, του απάντησε ο Γιάννης ειρωνικά και μπαίνοντας στο μαγαζί κοίταξε γύρω του. Το βλέμμα του έπεσε, πάνω στο όμορφο μελαχρινό κορίτσι που καθόταν παρέα με δυο φίλες της, από τις οποίες η μία αν δεν τον γελούσαν τα μάτια του ήταν…

-Η Ελπίδα;

-Τι είπες; Τον ρώτησε ο Δήμος.

-Είπα ότι δεν είναι ωραία εδώ, ίσως να πάμε κάπου αλλού. Πριν προλάβει να γυρίσει την πλάτη του ο Δημοσθένης πρόσεξε την Ελπίδα που την είχαν σκουντήξει οι φίλες της και της τον είχαν δείξει. Τα βλέμματα τους έσμιξαν και ο Δημοσθένης κοίταξε αλλού νευριασμένος που είχε δεχτεί την πρόταση του φίλου του, όμως δεν είχε σκοπό να φύγει, όχι τουλάχιστον για εκείνη.

-Θα μείνουμε, είπε και προχώρησε προς την άλλη πλευρά του μαγαζιού που είχε ένα τραπεζάκι ελεύθερο, τράβηξε το σκαμπό και κάθισε με την πλάτη  στραμμένη στην πρώην του. Αυτή η συμπεριφορά ήταν εντελώς παιδαριώδης από μέρους του, επειδή χώρισαν δε θα έπρεπε να γίνουν και εχθροί, να ανταμώνουν και να παριστάνουν ότι δεν γνωρίζονται, σηκώθηκε από τη θέση της και τον πλησίασε, ο Γιάννης κάρφωσε το βλέμμα του επάνω της, όμως δε μίλησε παρά μόνο έπαιρνε εκφράσεις για να δώσει στο Δήμο να καταλάβει ότι τους πλησίαζε, μόλις εκείνη τον έπιασε από το μπράτσο εκείνος το τράβηξε απότομα ενώ γύρισε και την κοίταξε άγρια. Με θιγμένο τον εγωισμό, κούνησε το κεφάλι της και εγκατέλειψε την παρέα της φεύγοντας από το κλαμπ.

-Έλα ρε σκληρό αντράκι! Θέλησε να αστειευτεί ο Γιάννης.

-Σκάσε ρε μαλάκα.

-Αυτό είναι το ευχαριστώ. Είπε κουνώντας απογοητευμένα το κεφάλι του. Η ξανθιά από τη συντροφιά της Ελπίδας με την μελαχρινή να την ακολουθεί κατά πόδας, έφτασαν στο τραπέζι τους. Ώρα ήταν να ζητούσαν στο Δήμο το λόγο για τη συμπεριφορά του στη φιλενάδα τους.

-Γεια, είπε η ξανθιά και θα σωριαζόταν αν δεν προλάβαινε να την πιάσει ο Γιάννης.

-Γεια. Της απάντησε ενώ την ανασήκωσε. Η μελαχρινή που είχε πλησιάσει χαιρέτησε νευρικά το Δήμο ενώ κοίταξε τη φίλη της που έχει αγκαλιάσει τον άγνωστο.

-Γεια σου Χριστινάκι, απάντησε σε πολύ πιο ήπιο τόνο ο Δημοσθένης από αυτόν που είχε λίγο νωρίτερα.

-Συγνώμη, είναι μεθυσμένη. Ελένη έλα, πάμε.

-Μα γιατί μου την παίρνεις; Είπε παραπονιάρικα ο Γιάννης.

-Δεν βλέπεις πως είναι; Τον ρώτησε, ενώ φαινόταν να βράζει από θυμό. 

-Απλώς αστειευόμουν.

-Έλα Ελένη, πάμε. Η χαλαρή αντίσταση της φίλης της και δυο κουβέντες στο αυτί της από την Χριστίνα την έκαναν να αποχωριστεί την αγκαλιά του Γιάννη και να ακολουθήσει τη φίλη της.

-Θες να σε βοηθήσω;

-Όχι.

-Όχι! Στράφηκε και είπε με παράπονο εκείνος στο Δήμο.

-Βοήθα ρε και μη ρωτάς!

Αφού είχε λείψει για περίπου δέκα λεπτά ο Γιάννης, αφήνοντας το Δημοσθένη μόνο του να πίνει και να σκέπτεται τη συνάντηση του με την πρώην του, επέστρεψε όλο κέφι και κάθισε πάλι στη θέση του.

-Είσαστε ομοιοπαθείς, του είπε και του γέλασε, ενώ ο Δήμος τον κοίταζε χωρίς να καταλαβαίνει. Λέω ότι ήταν μεθυσμένη επειδή είχε χωρίσει πρόσφατα, όπως κι εσύ.

-Άντε τελείωνε το ποτό σου να φεύγουμε. Δουλεύουμε αύριο.

-Μάλιστα αφεντικό. Άλλωστε καλύτερα στο σπίτι με την τηλεόραση, παρά με σένα νυχτερινή διασκέδαση.

-Τι είπες;

-Είπα, ότι μου χάλασες τη διασκέδαση. Το ξέρεις;

-Το ξέρω!

-Πάλι καλά ! Να δω με τι μούτρα θα με αντικρίσεις αύριο στη δουλειά!

-Μ’ αυτά που έχω.

-Πω πω, τσαντίλα αδερφάκι μου απόψε.

 

Ô

 

Το βράδυ ο Νίκος που επέστρεψε από τα γραφεία της εταιρείας τους στο σπίτι, έβαλε ένα ποτό και κάθισε σε μια πολυθρόνα κρατώντας το πακέτο που προοριζόταν για την Ξένια στην αγκαλιά του, υπό φυσιολογικές συνθήκες θα είχε ξεσκίσει το περιτύλιγμα για να μάθει αυτό που ήθελε, αλλά το τηλεφώνημα της γραμματέας του πατέρα του που τον καλούσε επειγόντως να πάει στην εταιρεία, δεν του άφησε περιθώρια. Καλύτερα να το άνοιγε αργότερα ώστε να επεξεργαστεί τις πληροφορίες με την ησυχία του, άλλωστε το ότι μόλις είχε μάθει ότι η Μάρθα είχε εγκαταλείψει τη δουλειά της και την Αθήνα ήταν για την ώρα αρκετά. Αφού περιεργάστηκε για λίγο το κίτρινο χρώμα του φακέλου και τα γράμματα της πάνω σε αυτό, το έσκισε, μέσα υπήρχε ένα άλμπουμ με το γεφύρι της Άρτας, το άνοιξε και ξεφύλλισε τις πρώτες σελίδες του, γεμάτο με φωτογραφίες και ηπειρώτικα τοπία. Λογικό που αλλού θα κατέφευγε αν όχι στη γενέτειρα της μόλις εγκατέλειψε τον τόπο διαμονής της τα τελευταία δέκα χρόνια. Όμως σοβαρά είχε σκοπό να μείνει στην Άρτα ή το πουλάκι είχε πετάξει άλλη μια φορά. Ένα λευκό φύλλο χαρτί ξεγλίστρησε από τις σελίδες του άλμπουμ. Τώρα θα έπαιρνε τις πληροφορίες που αναζητούσε. Κατάπιε μια γερή γουλιά από το whisky και ξεδίπλωσε το χαρτί ξεκινώντας την ανάγνωση.     

 

 

Αγαπημένη μου Ξένια ,

Δύο εβδομάδες μόλις στην Άρτα και χωρίς ούτε εγώ να το έχω καταλάβει όλα έχουν μπει σε μια σειρά στη ζωή μου. Ευτυχώς τα πράγματα δεν είναι τόσο δύσκολα όσο θεωρούσα όταν ξεκίναγα από την Αθήνα. Δουλειά βρήκα εύκο­λα, χάρη στο θείο μου ο οποίος γνώριζε το αφεντικό μου, πλέον εργάζομαι σε ένα δημοσιογραφικό blog. Το ότι είχα προϋπηρεσία σε μεγάλη αθηναϊκή εφημερίδα φυσικά μέτρησε υπέρ. Ο μισθός δεν είναι το ίδιο καλός όπως στα ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΩΝ όμως δεν έχω παράπονο αφού και η πίεση της δουλειάς είναι λιγότερη απ’ ότι στην εφημερίδα. Το αφεντικό μου είναι ένας γοητευτικός και ευγενικός κύριος.

 

Δεν μπόρεσε παρά να ξεφύγει ένα όλο ειρωνεία χαμόγελο από το Νίκο διαβάζοντας αυτή την αράδα για την εμφάνιση του αφεντικού της  

 

Όχι μην ανησυχείς δεν τον ερωτεύτηκα, δεν έχω αντοχές για άλλους ερωτικούς μπελάδες, άλλωστε είναι και παντρεμένος με δυο παιδιά.

 

-Ε δε νομίζω να αποτελεί και ηθικό φραγμό για εσένα το να τον χωρίσεις!

 

Επίσης μετά το λάθος μου με το Νίκο και το Στέφανο που μυαλό γι άντρες. Πλέον είμαι μια σοβαρή επαγγελματίας που το μόνο που με απασχολεί είναι η δουλειά μου, όσο για άντρες έχουμε χρόνια μπροστά μας, όπως έλεγες κι εσύ.

 

-Ποιος είναι ο Στέφανος, Μάρθα; ρώτησε το χαρτί που κρατούσε στα χέρια του.

          

Ξέρω ότι με είχες προειδοποιήσει και ότι έχουμε κάνει πολλές φορές αυτή τη συζήτηση, και ότι ήσουν αυτή που στάθηκε δίπλα μου όταν ήρθε το δίλημμα με τις δύο προτάσεις γάμου, αναγνωρίζω ότι το σφάλμα ήταν ολοκληρωτικά δικό μου, αν και έχουν τόσο ο Νίκος όσο και ο Στέφανος ένα μικρό μερίδιο ευθύνης.

 

-Έλεος ρε Μάρθα, και κερατάς και δαρμένος;

 

Όπως όμως και να έχει δεν είναι τόσο εύκολο για μένα να παραβλέψω το σφάλμα μου, και να παριστάνω ότι δεν συνέβη ποτέ, ιδιαίτερα από την στιγμή που ο Στέφανος είναι συνάδελφος από την εφημερίδα.

 

-Έτσι εξηγείτε ο πανικός επειδή ήρθα να σε βρω στο χώρο εργασίας σου!

 

Νομίζω ότι είναι καλύτερο για όλους μας που έφυγα και δεν πρόκειται να ξανασυναντηθούμε, όσο υπερβολικό κι αν φαίνεται σε σένα που πέταξα στα σκουπίδια μια έτοιμη καριέρα για να έρθω να θαφτώ στην επαρχία. Όμως για εμένα δεν ήταν τόσο απλό.

 

-Ούτε για μένα, πίστεψε με! Μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του ο Νίκος.

 

Η αλήθεια είναι ότι περίμενα το άγριο ξέσπασμα του Νίκου, δεν έχει συνηθίσει να ακούει ΟΧΙ και του κακοφάνηκε. Όμως περίμενα ότι ο Στέφανος θα έδειχνε περισσότερη κατανόηση, όταν του επέστρεψα το δαχτυλίδι της πρότασης.

 

-Α! Τον είχες εντελώς για μαλάκα τον άλλον!

 

Τέλος πάντων, δεν αξίζει να τα θυμόμαστε. Είμαι στην Άρτα κι αυτοί στην Αθήνα, η απόσταση με χωρίζει και από τους δύο…

 

-Ποια απόσταση, το κωλοχώρι σου ένα τσιγάρο δρόμος είναι, μόνο ο Άδης θα ήταν αρκετός για να μας χωρίσει μωρό μου.

 

 …ας πάρει ο καθένας τον δρόμο του, ας κάνει ο καθένας τη δική του ζωή. Δεν είναι δύσκολο να ξεχνάμε το παρελθόν όσο υπάρχει μέλλον.

Φυσικά το αρνητικό της Άρτας είναι ότι πλέον είμαι υποχρεωμένη να συναντώ πιο συχνά τους γονείς μου και να πρέπει να υποστώ κάθε φορά την γκρίνια της κυρίας Αγγελικής. Με το που έμαθε ότι επέστρεψα μόνιμα εδώ, ξεκίνησε τη μουρμούρα που δεν παντρεύτηκα πριν από δέκα χρόνια το Σωτήρη και ότι έχασα το κελεπούρι μέσα από τα χέρια μου.

 

-Τυχερός ο Σωτήρης αλλιώς θα του τα είχες φορέσει τα κέρατα από την πρώτη νύχτα του γάμου.

 

Όπως θα πρόσεξες σου έστειλα και ένα άλμπουμ με φωτογραφίες της ιδιαίτερης πατρίδας μου. Παρηγορήτρια, Άγιος Δημήτριος, και το πολύ τραγουδισμένο γεφύρι. Η Φωτογραφία του Αγίου Δημητρίου έχει και μια περίεργη ιστορία. Ενώ προσπαθούσα να εστιάσω το ναό μέσα από την κάμερα μου, ένας νέος άντρας έπεσε πάνω μου κατά λάθος. Στα χέρια του κρατούσε μια ανθοδέσμη με τριαντάφυλλα, την οποία αφού απομακρύνθηκε λίγο επέστρεψε και μου την έδωσε πριν φύγει πάλι.

 

-Τι κρίμα που τελείωσε τόσο άδοξα η ιστορία! Σχολίασε ειρωνικά ο πληγωμένος εραστής.

 

Μόλις γύρισα στο σπίτι και έβαλα τα λουλούδια στο βάζο πρόσεξα ότι μέσα σε ένα μπουμπούκι υπήρχε κρυμμένο ένα μονόπετρο. Έκανα τον απολογισμό και μέσα σε ένα μήνα δέχτηκα τρία δαχτυλίδια.

 

-Καιρός να ανοίξεις χρυσοχοείο! 

 

Όμως όπως και τα δύο προηγούμενα έτσι κι αυτό, μόλις συναντήσω τον άντρα με τα τριαντάφυλλα πρέπει να του το επιστρέψω. Αυτά είχα να σου πω. Περιμένω σύντομα νέα σου, σε φιλώ και σε σκέφτομαι .

Να μου προσέχεις τον πολύτιμο εαυτό σου.

Δική σου, Μάρθα.

Υ.Γ. : Έχω ξεκινήσει να κοιτάζω και για διαμέρισμα, δεν μπορώ να γίνομαι φόρτωμα άλλο στο θείο μου, αν και ο γλυκός μου δείχνει να χαίρεται την παρέα μου. Έχω βρει ένα που μου αρέσει πολύ, (στην Πέτρας), όταν το κλείσω θα σου πω να μου στείλεις ό,τι άφησα στο διαμέρισμα μας. Κι ο νέος μου τηλεφωνικός αριθμός 69…….    

 

Ô

           

Με κάπως ρομαντική διάθεση η περιπλάνηση οδήγησε τη Μάρθα στο γεφύρι, στάθηκε στη μεσαία καμάρα και έμεινε να κοιτάζει το ποτάμι ενώ το ολόγιομο φεγγάρι έλουζε με το φως του τη γη. Από την αντίθετη πλευρά στεκόταν κι ο Δημοσθένης, να χαζεύει κι εκείνος το νερό που έτρεχε στο ποτάμι, δεν είχε διάθεση να μείνει σπίτι του, αλλά ούτε και να τον σέρνει ο Γιάννης στα διάφορα μέρη που ήταν πιθανό να τη συναντήσει. Βαριεστημένος γύρισε να καθίσει πάνω στο πεζούλι του γεφυριού, τη στιγμή που η Μάρθα αποφάσισε να φύγει, όμως μια απότομη κίνηση την έκανε να γλιστρήσει και με μια περίεργη κλίση κινδύνεψε να πέσει από το γεφύρι, με γρήγορα αντανακλαστικά ο Δήμος πρόλαβε και τη συγκράτησε.     

-Είστε καλά; 

-Ναι, σας ευχαριστώ.

-Ευτυχώς, ήταν πολύ επικίνδυνο να πέσετε στο ποτάμι.

-Πράγματι, όμως θα τελείωναν όλα κι έτσι θα ήταν καλύτερα!

-Μη μου πείτε ότι δεν ήταν τυχαίο.

-Όχι, προς Θεού, μια σκέψη έκανα.

-Πολύ άσχημη.

-Νομίζω πως σας έχω ξαναδεί.

-Δεν ξέρω, δεν είμαι και καμιά διασημότητα, ίσως μοιάζω με κάποιον γνωστό σας.

-Όχι, δε μοιάζετε, μα ναι, εσείς δε μου δώσατε τα λουλούδια;.

-Ποια; … α ναι, εγώ.

-Ξέρεται μέσα στα λουλούδια βρήκα κάτι που μάλλον σας ανήκει.

-Τι;

Η Μάρθα έβγαλε από την τσάντα της το δαχτυλίδι που είχε βρει μέσα στην ανθοδέσμη και του το έδωσε. Εκείνος το πήρε για λίγο στα χέρια του και το κοίταξε, ύστερα πήρε το χέρι της και το πέρασε σε ένα από τα δάχτυλα της.   

-Κρατήστε το, άλλωστε σας πάει πολύ.

-Δεν μπορώ, ένα δώρο έτσι! Ήταν η απάντηση, βγάζοντας το από το δάχτυλο της με σκοπό να του το δώσει πίσω.    

-Εγώ θα το ρίξω στο ποτάμι, παρακαλώ κρατήστε το, έτσι σαν ένα δώρο της γνωριμίας μας.

-Σας ευχαριστώ μα ...

-Τόση ώρα συζητάμε, θα προτιμούσα να μιλάμε στον ενικό, είμαι απλός άνθρωπος και δεν μπορώ αυτές τις τυπικότητες.

-Εντάξει , θα το κρατήσω αν μου πείτε γιατί δεν το θέλετε.

-Μεγάλη ιστορία, δεν έχει σημασία, μια γυναίκα που… Άστο, δεν έχει νόημα.

-Μια γυναίκα που σε πλήγωσε;. Δεν είναι ο, τι χειρότερο.

-Και τι είναι ;

-Μμμ, και συλλαβίζοντας πρόσθεσε, να σε πληγώσει ένας άντρας.

-Συνάδελφος μάλλον;

-Δε θα το ’λεγα, πιο πολύ μπλεγμένη από τύψεις ή … και χωρίς να αποτελειώ­σει την φράση της ανασήκωσε τους ώμους της,

-Δεν ξέρω σε τι αναφέρεσαι, αλλά όλοι κάνουμε λάθη, αρκεί να μην τα επαναλαμβά­­νουμε.

-Έχεις δίκιο.

-Φοβάμαι πως μας έπιασε η φιλοσοφία, κάτω από το φεγγάρι, πάνω από το ποτάμι, στο γεφύρι το οποίο τυλίγεται με το θρύλο του! Εδώ δίπλα έχει ένα ταβερνάκι δεν πάμε καλύτερα να τσιμπήσουμε κάτι και να τα πούμε… χωρίς να θέλω να παρεξηγηθεί η πρόταση μου, όμως αν και γνωριζόμαστε λίγο, νιώθω ότι σε ξέρω καιρό και μου αρέσει να μιλάω μαζί σου.

-Δε θα έλεγα όχι, άλλωστε νομίζω ότι η μέση μου μετά την πτώση δεν είναι και σε πολύ καλή κατάσταση. Μιας και δε συστηθήκαμε, έτσι για την ιστορία με λένε Μάρθα!

-Εμένα Δημοσθένη.

 

Αφού φτάσανε στην ταβερνούλα διάλεξαν ένα απόμερο τραπέζι και κάθισαν, ενώ ο σερβιτόρος πλησίασε για να πάρει την παραγγελία τους. Μέσα σε λίγη ώρα γνώριζαν τα βασικά για τη ζωή ο ένας του άλλου, η Μάρθα νέο-αφιχθείσα από την Αθήνα αν και γεννημένη και μεγαλωμένη στην Άρτα είχε αποφασίσει να επιστρέψει στα πάτρια εδάφη και να ζήσει στη μιζέρια της ελληνικής επαρχίας η οποία ήταν παρατημένη από τους ιθύνοντες. «Μη νομίζεις και η Αθήνα παρατημένη είναι, ό,τι γίνεται είναι για τα μάτια του κόσμου, τίποτε όμως ουσιαστικό, και τώρα με την κρίση έχουν βρει τη νούμερο ένα δικαιολογία για να μη γίνονται έργα». Αν και δεν ομολόγησε στο Δήμο, το λόγο που εγκατέλειψε μια καλή δουλειά για να επιστρέψει στην πόλη τους, εκείνος από τη συζήτηση που είχε προηγηθεί πάνω στο γεφύρι φανταζόταν ότι ο λόγος θα ήταν μια ερωτική απογοήτευση και μάλλον ισχυρότερη από εκείνη που περνούσε ο ίδιος αφού δε θα παράταγε τη δουλειά και τους φίλους του για να φύγει εξαιτίας μιας γυναίκας, ούτε καν για την Ελπίδα. Έπρεπε να παραδεχτεί ότι ήταν πολύ εγωιστής για να κάνει κάτι τέτοιο. Στη δυσπιστία του για το αν θα έβρισκε εύκολα δουλειά εκείνη τον εξέπληξε ευχάριστα ενημερώνοντας τον ότι είχε ήδη βρει. Ο Δήμος σε αντίθεση με τη Μάρθα ήταν μηχανικός αυτοκινήτων «δεν ακούγεται τόσο μαγικό όσο το δικό σου» της είπε και τσούγκρισε το ποτήρι του με το δικό της για να γελάσουν ενώ ξεκίνησαν να μετράν τα υπέρ και τα κατά των εργασιών τους, τελικά η Μάρθα κατέληξε ότι ένας μηχανικός αυτοκινήτων ήταν πιο σημαντικός από έναν φωτογράφο, αφού στις μέρες μας ποιος μπορούσε να ζήσει χωρίς αυτοκίνητο. Εκείνος σχολίασε ότι οι αναμνήσεις που αποτυπώνονται μέσα σε μια εικόνα είναι εξίσου σημαντικές για να βοηθάνε τους ανθρώπους να μην ξεχνάνε.

-Φέρε μας άλλο ένα καραφάκι με κρασί, έκανε νόημα ο Δήμος στο σερβιτόρο.

-Αχ όχι εγώ δε θα πιω άλλο.

-Γιατί όχι;   

-Πήγα να πέσω από το γεφύρι χωρίς αλκοόλ, φαντάσου να πιω και δυο τρία ποτήρια κρασάκι ακόμα.

-Μην ανησυχείς, θα βρεθώ πάλι κοντά σου και θα σε σώσω! Της είπε χαμογε­λώ­ντας

-Βλέπω ότι πήρες πολύ σοβαρά το ρόλο του φύλακα αγγέλου !

-Ξέρεις είμαι υποχρεωμένος να παίζω το ρόλο αυτό, αφού όπως λέει μια κινέζικη παροιμία όταν σώσεις τη ζωή κάποιου μια φορά είσαι υποχρεωμένος να τον προστατεύεις για πάντα.

-Χμ, ενδιαφέρον, αλλά εσύ δε μοιάζεις για κινέζος. Είπε, ενώ η φράση της έκλεισε με ένα χασμουρητό.

-Θες μήπως να φύγουμε;

-Η αλήθεια είναι ότι είμαι λίγο κουρασμένη. Και παίρνοντας την τσάντα στα χέρια της έψαξε για το πορτοφόλι.

-Ούτε να το σκέφτεσαι, είπε και πρόλαβε να πληρώσει τον σερβιτόρο.

-Μα γιατί όχι;

-Δεν είναι σωστό.

-Γιατί υπάρχει καμιά κινέζικη παροιμία που λέει ότι δεν πρέπει να πληρώνουν οι γυναίκες;

-Δεν ξέρω για τους κινέζους αλλά στο χωριό μου έτσι συνηθί­ζε­ται! της απάντησε χαρίζοντας της ένα ακόμα γοητευτικό χαμόγελο.   

-Λοιπόν αφού δε με άφησες να πληρώσω το λογαριασμό, τουλάχιστον θα μου επιτρέψεις να σου κάνω το τραπέζι στο σπίτι μου, όποια μέρα εσύ θέλεις.

-Νομίζω ότι αυτό επιτρέπεται! Ξέρεις να μαγειρεύεις καλά;

-Με λίγη τύχη θα τα καταφέρω. Υπήρχε και η λύση να σε βγάλω έξω αλλά θα θες οπωσδήποτε να πληρώσεις το λογαριασμό και θα σφαχτούμε. Είπε και έψαξε στην τσάντα της για στυλό. Μήπως έχεις χαρτί; Ο Δήμος έψαξε στις τσέπες του αλλά τελικά της έδωσε την απόδειξη.   

-Εδώ είναι η διεύθυνση και το τηλέφωνο μου, πάρε με όποτε θες, αλλά να πάρεις !

-Την Κυριακή είναι καλά;

-Πολύ καλά, λοιπόν την Κυριακή θα σε περιμένω κατά τις δύο. Καληνύχτα.

 

Ô

 

Με ειρωνείες υποδέχτηκε ο πατέρας του την επιθυμία του Νίκου να πάρει άδεια. «Είσαι σε άδεια επί μονίμου βάσεως, αφού την παίρνεις από τη σημαία!», ο Νίκος χωρίς να απαντήσει στα σχόλια παρέμενε υπομονετικά όρθιος αν και περίμενε με μια βαριεστημένη στάση να πάρει το οκ από τον πατέρα του για να φύγει. Αφού απάντησε σε ερωτήσεις όπως που είχε σκοπό να πάει και γιατί, τελικά τον άφησε ελεύθερο με την υπόσχεση επιστρέφοντας να στρωθεί στις υποθέσεις της δουλειάς. Ο Πέτρος Χαΐτογλου κρατούσε για την ώρα μυστική την πρόθεση να αναλάβει κάποια κατασκευαστικά έργα που θα γινόταν σύντομα στην πόλη που σκόπευε να επισκεφτεί ο γιός του, γιατί ήθελε να πάρει εκείνος μόνος του την απόφαση και να συμφωνήσει με τα έργα σε αυτήν την πόλη, αφού ο επιχειρηματίας αντιλαμβάνονταν πως για να πάει ο Νίκος σε μια πόλη όπως η Άρτα, που ούτε νησί ήταν, ούτε χιονοδρομικό κέντρο υπήρχε, κάποιο πιο σοβαρό λόγο είχε από μια απλή φιλενάδα. Άλλωστε ως γνωστόν το ρητό ότι το... σέρνει καράβι και ο Νικόλας είχε συνηθίσει να σέρνεται από τους θηλυκούς πειρασμούς. Όταν το αποφάσιζε και ήταν σίγουρη η κήρυξη του διαγωνισμού θα το ανακοίνωνε και στον επιρρεπή στις αμαρτίες γιο του.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

           

Με κατεβασμένα τα μούτρα δούλευε και εκείνο το Σάββατο ο Δήμος στο συνεργείο, ο Γιάννης που τον είχε μάθει πια καλά είχε αποφασίσει να μην του ανοίξει κουβέντα, άλλωστε είχε να σκέφτεται τα δικά του, τα οποία του έφτιαχναν ιδιαίτερα το κέφι. Το προηγούμενο απόγευμα είχε συναντήσει τη μελαχρινή φίλη της Ελπίδας και με την δικαιολογία ότι ήθελε να τη ρωτήσει για το πώς ήταν η μεθυσμένη φίλη της, της είχε πιάσει την κουβέντα. Κοίτα πράγματα όμως βρε φίλε, τόσα χρόνια στην ίδια πόλη, υπάλληλος αλλά και φίλος του Δήμου εκείνος, φίλη της Ελπίδας η Χριστίνα κι όμως δεν είχαν βρεθεί ποτέ στην ίδια παρέα για να γνωριστούν. Όμως ο Γιάννης δε θα άφηνε πλέον τίποτε στην τύχη, αφού την είχε βρει δε θα άφηνε την ευκαιρία να χαθεί, ήδη της είχε δώσει το τηλέφωνο του για να τον πάρει για καφέ, και επειδή εκείνος δεν ήταν από αυτούς που διστάζουν και κοκκινίζουν μόλις αντικρίζουν κορίτσια είχε ζητήσει και το δικό της οπότε αν μέχρι το απόγευμα δεν τον είχε καλέσει, προς το βραδάκι θα επικοινωνούσε ο ίδιος μαζί της. Δουλεύοντας και σφυρίζοντας ο Δήμος του έριχνε στραβές ματιές.

-Τι σε έχει πιάσει και μου έχεις πάρει τα αυτιά με τα φάλτσα σου σήμερα;

-Όχι και φάλτσα, όταν σφυρίζω είμαι ίδιος αηδόνι.

-Θα σου έλεγα τι είσαι, αλλά έχε χάρη.

-Α! Για να σου πω αφεντικό, επειδή εσύ τα έχεις βάψει μαύρα δε θα πενθεί όλη η Άρτα μαζί σου, αν και να σου πω ούτε εσύ θα έπρεπε να έχεις βάλει μαύρες πλερέζες, μιας και έχεις ραντεβουδάκι με την Αθηναία αύριο.

-Δεν είναι Αθηναία, δικιά μας είναι. Στο ξαναείπα. Αν και σκέφτομαι πολύ σοβαρά να μην πάω.

-Και γιατί όχι;

-Δεν έχω διάθεση και δε θέλω να χαλάσω και τη δικιά της.

-Και θα της αφήσεις να σε περιμένει;

-Όχι ρε βλάκα. Απλά θα βρω μια δικαιολογία και θα την πάρω να το ακυρώσω.

-Δεν το ξανασκέφτεσαι;

-Δεν έχω να σκεφτώ κάτι. Όταν δεν έχω κέφι δεν είμαι καλή παρέα.

-Εμένα μου λες!

-Τι να της πω όμως;

-Εμένα ρωτάς; Εσύ έχεις τελειώσει το πανεπιστήμιο.

-Τι σχέση έχει αυτό πάλι;

-Ε, να μην έχει! Πάντως εγώ θα σου πρότεινα, να μην το ακυρώσεις. Βέβαια από την άλλη δεν έχεις να ανησυχείς για κάτι εσύ, η μία σου φεύγει και η άλλη σου έρχεται.

-Άντε ρε βλάκα. Απάντησε ο Δήμος στο σχόλιο και του πέταξε τα γάντια της δουλειάς καθώς κατευθυνόταν προς την έξοδο του συνεργείου για να πάρει τηλέφωνο τη Μάρθα. Με μια πρόχειρη δικαιολογία ότι είχε πέσει πολύ δουλειά στο συνεργείο και δεν μπορούσε να αφήσει μόνο του το Γιάννη, ο Δήμος ζήτησε αναβολή της συνάντησης κάτι που ανακούφισε τη Μάρθα, μιας και ήθελε να προλάβει να συμμαζέψει το διαμέρισμα το οποίο μόλις είχε νοικιάσει, έλειπαν πολλά πράγματα από μέσα τόσο από επίπλωση όσο κι από σκεύη, ακόμα έλειπε η μισή ντουλάπα με τα ρούχα της και άλλα προσωπικά της αντικείμενα. Είχαν συμφωνήσει με τη φίλη της καθώς είχαν πακετάρει τα πράγματα της μόλις έβρισκε σταθερή στέγη και έπαυε να ζει φιλοξενούμενη να της τα έστελνε. Είχαν περάσει μέρες που είχε στείλει το μικρό δέμα στη φίλη της και όμως εκείνη δεν είχε επικοινωνήσει μαζί της, να ήταν τσαντισμένη άραγε μαζί της ή να της είχε τύχει κάτι; Ήταν βέβαιη ότι μόλις λάβαινε το δεματάκι θα επικοινωνούσε αμέσως μαζί της, τελικά όμως είχε γελαστεί. Τέλος πάντων θα την έπαιρνε ένα τηλέφωνο προκειμένου να της λυθεί η οποιαδήποτε απορία. 

Μόλις άκουσε τη φωνή της Ξένιας, η πρώτη φράση που της ήρθε στο μυαλό ήταν η γνωστή παροιμία.

-Άμα δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό…

-Μάρθα, τι έκπληξη! Πως είσαι; Που είσαι; Γιατί άργησες να επικοινωνήσεις;

-Τι εννοείς άργησα να επικοινωνήσω. Σου έστειλα ένα πακέτο με το ταχυδρομείο δεν το έλαβες.

-Όχι δεν έλαβα κάτι, λες να χάθηκε η ειδοποίηση;

-Δε στο έστειλα συστημένο.

-Ωχ βρε Μάρθα και το συζητάμε ακόμα, το πακέτο θα έκανε φτερά, όλο και κάποιος θα το βούτηξε.

-Γαμώτο, ελπίζω να πέταξε το γράμμα χωρίς να το διαβάσει τουλάχιστον. Αλλιώς θα μάθει για τους δυο άντρες της ζωής μου.

-Λυπάμαι που στο λέω, αλλά δε φαντάζομαι ότι κάποιος πήρε το πακέτο και δεν άνοιξε το γράμμα, εκτός κι αν δε μίλαγε την ελληνική.

-Τσάμπα κόπος, σου είχα στείλει και φωτογραφίες της Άρτας μέσα στο άλμπουμ.

-Γι αυτό είναι τα συστημένα Μάρθα μου, για να φτάνουν στα σωστά χέρια.

-Ναι, όμως εμείς έχουμε θυρωρό ο οποίος υποτίθεται ότι είναι γι αυτή τη δουλειά.

-Ας αφήσουμε τα δυσάρεστα και πες μου πως σε υποδέχτηκαν στα πάτρια εδάφη;

-Καλύτερα απ’ όσο περίμενα… είπε και άρχισαν να φλυαρούν για τη δουλειά. Για την ανθοδέσμη με το δαχτυλίδι και για τη μάνα της φυσικά με τα ενοχλητικά της σχόλια. Αφού η Ξένια της έδωσε την υπόσχεση ότι θα κοίταζε για το δέμα και θα ενημέρωνε και το θυρωρό να έχει το νου του, πήρε τη διεύθυνση της ώστε να κανονίσει με μια μεταφορική ό,τι πράγματα δικά της είχαν παραμείνει στην Αθήνα να μεταφερθούν στο νέο της διαμέρισμα στην Άρτα. Χαρούμενη που είχε μιλήσει με την καλύτερη της φίλη συνέχισε τον δρόμο της όταν ένιωσε ότι κάποιος την ακολουθούσε. Σταμάτησε για να αφήσει αυτόν τον κάποιον να την προσπεράσει, και γύρισε λίγο λοξά όταν προς μεγάλη της έκπληξη είδε ότι αυτός ο κάποιος ήταν ο Νίκος που της χαμογελούσε όλο ειρωνεία.

-Μικρός που είναι ο κόσμος, δε συμφωνείς αγάπη μου; 

 

Ô

 

Φτάνοντας στην επαρχιακή πόλη της Ηπείρου ο Νίκος πάρκαρε το αυτοκίνητο του και ξεκίνησε να κάνει βόλτες στην πόλη πεζός. Όπου κι αν κοίταζε δυσανασχετούσε με την απόφαση της «καλής του» να παρατήσει τα πάντα στην Αθήνα και να πάει να εγκατασταθεί σε μια επαρχιακή πόλη που δε διέφερε σε τίποτε από τις άλλες επαρχιακές πόλεις την Ελλάδος. Κι ενώ προχωρούσε κατά μήκος της εθνικής, ο Θεός να την έκανε εθνική, αυτόν τον δρόμο διπλής κατεύθυνσης για το πολύ δύο αυτοκίνητα στην κάθε κατεύθυνση του δρόμου πρόσεξε μια κοπέλα που του θύμισε τη Μάρθα να περπατάει στο απέναντι πεζοδρόμιο, πέρασε βιαστικά τον δρόμο αγνοώντας τις κόρνες και τις βλαστήμιες από τους οδηγούς. Αφού βρισκόταν από πίσω της, άκουσε τη φωνή της Μάρθας που μίλαγε στο τηλέφωνο, προφανώς με την Ξένια αφού της ανακεφαλαίωνε όσα είχε διαβάσει κάποιες μέρες νωρίτερα ο ίδιος στο γράμμα. Όταν έκλεισε το τηλέφωνο και το έβαλε στην τσάντα της, ο Νίκος κάλυψε πιο γρήγορα την απόσταση μέχρι την στιγμή που την είδε να σταματάει και να γυρίζει, τάχα στο πλάι για να αφήσει να την προσπεράσουν. Όμως εκείνος δεν είχε βρεθεί στην Άρτα με σκοπό να προσπεράσει οτιδήποτε είχε να κάνει με εκείνη και την προδοσία της. Ο διστακτικός τρόπος που ψέλλισε το όνομα του μόλις τον είδε, του έδωσε ιδιαίτερη ικανοποίηση.  

-Τι έγινε μωρό μου έχασες τα λόγια σου;

-Νίκο τι γυρεύεις εδώ;

-Ήρθα να δω το χιλιοτραγουδισμένο γεφύρι σας. Εκείνο που ο πρωτομά­στο­ρας έχτισε τη γυναίκα του, και καλά για να είναι στέρεο το γεφύρι και να μην γκρεμίζεται. Αν και μάλλον την έχτισε όταν έμαθε ότι τον κερατώνει με άλλον. Μου φαίνεται πιο πειστικό σαν σενάριο. Το άλλο είναι πολύ σουρεαλιστικό για να το πιστέψω.

-Εμένα πάλι σουρεαλιστικό μου φαίνεται ότι βρίσκεσαι εσύ στην Άρτα!

-Γιατί όχι;

-Τι θες Νίκο;

-Εσένα μωρό μου, της απάντησε και με μια απότομη κίνηση την τράβηξε στην αγκαλιά του.

-Παράτα με, είπε και τραβήχτηκε μακριά του. Δε σου έφτανε που ήρθες στη δουλειά μου να κάνεις σκηνή, ήρθες και στην πόλη μου τώρα;

-Τι έχεις και εδώ κανέναν γκόμενο και φοβάσαι μην μάθει για εμάς!

-Α! το πληροφορήθηκες βλέπω.

-Τίποτε δε μένει κρυφό Μάρθα!

-Και εξακολουθείς να τρέχεις από πίσω μου, δεν είναι λίγο υποτιμητικό αυτό για σένα.

-Θα μπορούσε. Απλά θεωρώ ότι είμαστε πάτσι γιατί κι εγώ δεν ήμουνα ο πιο πιστός σύντροφος όσο είχαμε σχέση, οπότε …

-Οπότε; …

-Καλά τώρα σοβαρά, νομίζεις ότι μπορείς να μου κρυφτείς; Όταν νόμιζες ότι ξεμπέρδεψες από μένα θυμάσαι τι σου είπα;

-Ότι θα με διαλύσεις… πολύ ευχάριστο να λες κάτι τέτοιο σε έναν άνθρωπο που ισχυριζόσουν ότι τον αγαπάς και ήθελες να τον παντρευτείς!

-Και που σε κορόιδευε. Μην το ξεχνάς.

-Είμαστε πάτσι, μόνος σου το είπες.

-Ποτέ δε θα είμαστε πάτσι. Πάντα θα μου χρωστάς.

-Πόσα πλήρωσες για μένα Νίκο, πες μου να τα περάσω στο λογαριασμό σου στην τράπεζα. Τραπέζια, εξόδους, δώρα… ότι δεν μπορώ να στο επιστρέψω να στο πληρώσω.

-Την αγάπη που σου έδωσα μου χρωστάς.

-Πόσο την χρεώνεις, πες μου να στα δώσω και να με αφήσεις ήσυχη πια.

-Η αγάπη που σου έδωσα πληρώνεται μόνο με την ησυχία που δε θα έχεις ποτέ ξανά.

-Σε βαρέθηκα, κι εσένα και τις απειλές σου. Απάντησε και γύρισε την πλάτη στον πρώην αγαπημένο της.

-Δεν τελειώσαμε Μάρθα, να το θυμάσαι, της φώναξε ενώ την είδε να απομακρύνεται κουνώντας απογοητευμένη το κεφάλι της.

 

Ô

 

Αφηρημένος ο Γιάννης πηγαινοερχόταν μέσα στο συνεργείο χωρίς να έχει ιδιαίτερη διάθεση για δουλειά, ο Δημοσθένης που τον παρακολουθούσε με μισό μάτι, κούναγε το κεφάλι του ειρωνικά χωρίς όμως να λέει τίποτα, ήταν ακόμα πολύ εκνευρισμένος με όλα όσα είχαν συμβεί με την Ελπίδα και φοβόταν ότι ένας καυγάς με οποιονδήποτε θα εκτροχιαζόταν περισσότερο από το επιτρεπτό. Ο Γιάννης εκτός από ένας καλός υπάλληλος ήταν και ένας καλός φίλος και δεν ήθελε να χαλάσει η σχέση μεταξύ τους. Ήταν στο συνεργείο, υπάλληλος του πατέρα του προτού πάει ο Δημοσθένης να εργαστεί μαζί τους, όταν εκείνος ακόμα σπούδαζε στην Αθήνα Αρχαιολογία. Δεν ήθελε να υπάρχουν εντάσεις μεταξύ τους, αν και η αφηρημάδα του τις τελευταίες μέρες και το να πηγαίνει κάθε τρεις και λίγο να στέκεται στην πόρτα και να κοιτάζει έξω είχε αρχίσει να του τη δίνει στα νεύρα, όπως επίσης και το γεγονός ότι μιλούσε συνέχεια για λουλούδια, πεταλούδες και ροζ συννεφάκια, μάλλον το έκανε επίτηδες για να του σπάει τα νεύρα.

-Έχεις σκοπό να δουλέψεις σήμερα ή να σου δώσω άδεια; Του είπε προσπαθώντας να συγκρατήσει τον εκνευρισμό του.

-Δε θα έλεγα όχι σε μια άδεια, όμως έχουμε να παραδώσουμε αυτοκίνητα αύριο.

-Ούτως ή άλλως το έχει βάλει σκοπό, να τα παραδώσω μόνος μου.

-Δεν κάνουμε ένα διάλλειμα; Τον ρώτησε ο Γιάννης και ήταν τόσο παραπονιάρικο το ύφος του που δεν μπόρεσε να του το αρνηθεί ο Δημοσθένης.

-Ας κάνουμε. Λοιπόν τι συμβαίνει μαζί σου;

-Τι να συμβαίνει δηλαδή!

-Άστα αυτά και λέγε.

Δειλά ο Γιάννης πήρε την απόφαση να εκμυστηρευτεί τα συναισθήματα του για το κορίτσι στο φίλο του, δεν ήξερε βέβαια εκείνος πως θα το έπαιρνε μιας και ήταν φίλη της πρώην του, που τόσο άσχημα όπως θεωρούσε ο τσιτωμένος Δημοσθένης, του είχε φερθεί επειδή του είχε αρνηθεί να τον παντρευτεί. Μόλις άκουσε ο Δημοσθένης ότι θα του έλεγε για γυναίκα που την ήξερε, ανησύχησε, τελικά ίσως να έπρεπε να του δώσει τα παπούτσια στο χέρι αν συνέβαινε αυτό που είχε αρχίσει να υποψιάζεται. Μα τέτοια προδοσία! Όμως επιτρέποντας στο Γιάννη να συνεχίσει χωρίς να τον διακόψει κι αφού είχε κάνει μια κακή αρχή με το να αναφέρει την Ελπίδα, ο Δημοσθένης κατάλαβε ότι για άλλη του πόναγε το δοντάκι κι αν συνέχιζε έτσι θα του πόναγε για πολύ, μιας και η Ελένη, η πίτα στο μεθύσι φίλη της, ήταν χειρότερη κι από τη δικιά του, ή την πρώην δικιά του τέλος πάντων. Κόρη του δημάρχου, αργόσχολη, κάνοντας ρεζίλι τον πατέρα της με σχέσεις της μιας βραδιάς. Πως θα του έλεγε ότι για μία στα γρήγορα τον ήθελε και εκείνον, που φαινόταν ότι είχε καψουρευτεί άσχημα.

-Ποια Ελένη μωρέ, του είπε θιγμένος εκείνος, αφού τον είχε ανησυχήσει πρώτα με τις συμβουλές ότι δεν ήταν κορίτσι για εκείνον και άλλα τέτοια.

-Ε ποια τότε; Με πέθανες.

-Η Χριστίνα.

-Το Χριστινάκι! Πολύ καλό παιδί. Καμιά σχέση με τις άλλες δύο. Κορίτσι για σπίτι.

-Με δουλεύεις;

-Όχι. Και ξέρεις κάτι, έχει μαζευτεί πολύ δουλειά και εμείς φλυαρούμε, πάντως η γνώμη μου για την Χριστίνα είναι η καλύτερη σου δίνω και την ευχή μου.

 

Ô

 

Τα δυο κορίτσια καθισμένα σε μια καφετέρια στον πεζόδρομο, απέναντι από το ναό του Αγίου Δημητρίου, συζητούσαν για την απούσα φιλενάδα τους και τις υποψίες που είχε η Ελένη ότι ήταν μπλεγμένη ερωτικά με κάποιον. Η Ελπίδα δύσπιστη, κουνούσε το κεφάλι της αρνητικά ενώ άκουγε την Ελένη να μιλάει. «Μα γιατί δε θα μας το έλεγε»; Η άλλη ανασήκωνε τους ώμους της και σχολίαζε ότι πιθανόν να ήταν κάποιος που δε θα ήθελε να μάθουν ότι βγαίνει μαζί του, και ύστερα ξεκίνησε να της διηγείται την βραδιά που είχαν συναντήσει το Δημοσθένη στο μπαρ. Παραξενεμένη γύρισε και κοίταξε τη φίλη της για τις υποψίες που είχε για την Χριστίνα, δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι ήταν τόσο σιγανό ποταμάκι που θα έμπλεκε με τον πρώην της. Όμως πάλι για ποιον μπορείς να είσαι σίγουρος. Κάθισε πίσω στην καρέκλα της να επεξεργαστεί αυτά που της είχε πει η Ελένη, όταν πρόσεξε στο απέναντι τραπέζι να κάθετε ένας άντρας, γύρω στα τριάντα πέντε και να κοιτάζει γύρω του σαν να έψαχνε κάτι ή κάποιον. Η ανησυχία της για το αν ο Δημοσθένης είχε βρει παρηγοριά στην αγκαλιά της φίλης της, εξατμίστηκε μόλις είδε τον μελαχρινό άντρα με τα μπλε μάτια να την κοιτάζει με ενδιαφέρον. Κι αφού όπως όλα έδειχναν ο Δήμος είχε ξεκινήσει μια νέα ιστορία, καιρός ήταν κι εκείνη να αφήσει κατά μέρους τις ντροπές και να προχωρήσει τη ζωή της με έναν άλλον άντρα και μάλιστα όπως όλα έδειχναν πιο ενδιαφέρον από τον πρώην της. Άφηνε την Ελένη να φλυαρεί ενώ εκείνη είχε ξεκινήσει ένα παιχνίδι βλεμμάτων με τον άγνωστο απέναντι. Δεν μπορεί να ήταν από την πόλη τους, αλλιώς κάπου θα τον είχε δει και αν τον είχε δει αδύνατο να μην τον έχει προσέξει. Μπορεί να του έλειπε λίγο ύψος όμως δεν του χρειαζόταν, ούτως ή άλλως φαινόταν ιδιαίτερος.

-Πρέπει να φύγουμε, άκουσε την Ελένη να της λέει.

-Που να πάμε;

-Τι εδώ θα την βγάλουμε;

-Έχω ραντεβού με την ξαδέρφη μου.

-Ποια τη Βούλα; Ρώτησε η Ελένη ενώ άφησε να ζωγραφιστεί η  απέχθεια στα χαρακτηριστικά του προσώπου της.

-Ναι.

-Θα μου επιτρέψεις τότε να φύγω, λυπάμαι που το λέω όμως την βρίσκω τόσο καταθλιπτική και εκνευριστική που δεν την αντέχω. Οπότε καλύτερα να φύγω πριν με δει. Αλλά πες μου κάτι, πως την αντέχεις;

-Οικογενειακές υποχρεώσεις, δεν καταλαβαίνεις!

-Ναι, ναι ξέρω, τα ακούω και εγώ από τους δικούς μου όλη την ώρα, τους συγγενείς δεν τους διαλέγουμε… αλλά εγώ προσωπικά δεν έχω καμία διάθεση να φορτωθώ ανθρώπους που δε γουστάρω ακόμα κι αν έχουμε κοινό DNA. Αφού έσκυψε και φίλησε την Ελπίδα, της είπε ότι θα περίμενε να την πάρει τηλέφωνο κι έφυγε πριν προλάβει να εμφανιστεί η άχαρη για τα γούστα της Ελένης, Βούλα. Αφού απαλλάχτηκε από την φλυαρία της φίλης της, έστρεψε προκλητικά εξολοκλήρου την προσοχή της πάνω στον άγνωστο άντρα. Εκείνος ακούμπησε πίσω στην καρέκλα την πλάτη του και γύρισε και την κοίταξε έχοντας σχηματιστεί στα χείλη του ένα ελαφρύ μειδίαμα. Αφού ζύγισε για λίγα λεπτά την επιλογή της να πάει στο τραπέζι του ή να φύγει, σηκώθηκε από τη θέση της και στάθηκε όρθια ρίχνοντας μια ματιά στον άντρα που την παρακολουθούσε με το βλέμμα του, όπως στοιχημάτισε εκείνος τελικά δεν της πήγε η καρδιά να φύγει πριν του μιλήσει έστω για λίγο. Πάντα του άρεσαν οι γυναίκες που δε δείλιαζαν και έπαιρναν αυτό που ήθελαν. Προχώρησε προς τα εκείνον και έμεινε για λίγο όρθια μην ξέροντας τι έπρεπε να κάνει.

-Κάθισε μην στέκεσαι. Της είπε και της έδειξε με το βλέμμα του μια καρέκλα.

-Ορίστε; Τον ρώτησε η Ελπίδα που παρά την επιθυμία της, ενοχλήθηκε ο εγωισμός της.

-Συγνώμη, της απάντησε και πήρε την εφημερίδα στα χέρια του, νόμιζα ότι… τέλος πάντων.

-Τι νόμιζες; Τον ρώτησε προκλητικά εκείνη.

-Απλά σε βρίσκω πολύ ενδιαφέρουσα και έλεγα να σε κεράσω έναν καφέ αν δεν έχεις κάτι καλύτερο να κάνεις. Είπε προσπαθώντας να δείχνει σεμνός, έπιανε πάντα όταν η άλλη ήταν ζόρικη. Μα τι στην ευχή συμβαίνει τέλος πάντων με τα κορίτσια της Άρτας, πρώτα στην πέφτουν και ύστερα το παίζουν θιγμένες.

-Δεν ξέρω.

-Όπως θες. Της είπε ενώ το επόμενο δευτερόλεπτο την είδε να κάθετε απέναντι του. Λοιπόν τι να σε κεράσω; Είπε ενώ έκανε νόημα στο σερβιτόρο.

 

…………………………………………………………………………………..

 

-Ώστε Αθηναίος!

-Βέρος! Εντάξει υπάρχει μια καταγωγή από την Μικρά Ασία αλλά μακρινή. Έχεις πάει ποτέ στην Αθήνα;

-Φυσικά.

-Και σου άρεσε;

-Ναι, όμορφα ήταν. Και πόσο θα μείνεις στην Άρτα, Νίκο;

-Θα μείνω λίγες μέρες πριν επιστρέψω στη βάση μου.

-Και ήρθες για διακοπές.

-Όχι βέβαια, που ξανακούστηκε διακοπές στην Άρτα! σχολίασε ξεφεύγοντας του ένα ειρωνικό ύφος.

-Μπα, και που συνηθίζεις να πηγαίνεις εσύ διακοπές;

-Σε νησάκια ή στο εξωτερικό. Έχεις πάει στο εξωτερικό;

-Δεν έτυχε. Πάντως αν θες να ξέρεις και η Άρτα έχει όμορφα μέρη να επισκεφτείς!

-Δεν ξέρω για όμορφα μέρη, πάντως όμορφες κοπέλες έχει σίγουρα. Είπε κάνοντας την να χαμογελάσει, παρά το κλισέ!

-Θα ήθελες να σε ξεναγήσω, στη νυχτερινή ζωή της πόλης.

-Μα φυσικά, γιατί όχι! Είπε ενώ στο μυαλό του ήχησαν κλαρίνα που έκαναν το κορμί του να ριγήσει μιας και δεν ήταν καθόλου του γούστου του. Όμως μια νυχτερινή εξόρμηση στο πλάι μιας νέας, όμορφης κοπέλας μπορεί να είχε ως αποτέλεσμα να συναντηθεί με τη Μάρθα, δεν μπορεί να μην την τάραζε να τον δει με άλλη. Επιπλέον η νεαρή φαινόταν αρκετά πρόθυμη και δε θα του ήταν δυσάρεστο να έχει μια σύντομη περιπέτεια μαζί της.

Το ίδιο βράδυ και ενώ είχαν επισκεφτεί πέντε κλαμπ, από τα οποία μέσα στη μισή ώρα την έπαιρνε και έφευγαν αφού δεν έβλεπε πουθενά γύρω τη Μάρθα κατέληξαν στο αυτοκίνητο του να μιλάνε.

-Μάλλον δε σου αρέσει πολύ η παρέα μου, σχολίασε λυπημένα η Ελπίδα.

-Από πού βγήκε αυτό το συμπέρασμα;

-Αφού η ώρα είναι μόλις δύο και δε μείναμε σε κανέναν από τα κλαμπ που σε πήγα. Ο Νίκος χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά, αποφασισμένος να επωφεληθεί με κάποιον τρόπο από την επίσκεψη του στην Άρτα και την έξοδο του με το κορίτσι πάρκαρε από την κάτω πλευρά της πλατείας, κοντά στην Παρηγορήτρια, απέναντι από ένα δημοτικό σχολείο και έβαλε χειρόφρενο.

-Ή μπορεί να μου αρέσει πολύ η παρέα σου και να αποφάσισα να σε απομονώσω από τους ενοχλητικούς γύρω μας.

-Τι εννοείς; Τον ρώτησε και τον κοίταξε με μάτια που έλαμπαν από το ποτό και την επιρροή που είχε επάνω της ο νέος και γοητευτικός άντρας. Εκείνος χωρίς να πει άλλη λέξη έσκυψε και τη φίλησε στο στόμα, χωρίς να χάσει ευκαιρία η Ελπίδα αφού πέρασε το κουτί των ταχυτήτων ανέβηκε επάνω του και άρχισε να τον φιλάει ακόμα πιο παθιασμένα, εκείνος χαμήλωσε τη θέση του οδηγού, την έγειρε προς τα πίσω και ανασηκώνοντας της την μπλούζα και τη φούστα άρχισε να τη χαϊδεύει ενώ την πίεζε επάνω του φιλώντας την και αφήνοντας της σημάδια σε όλα τα γυμνά από ρούχα σημεία του κορμιού της.

 

Ô

 

Είχε περάσει πάνω από μια εβδομάδα από τη συνάντηση της Μάρθας με το Νίκο, και δεν είχε ξανασυναντηθεί μαζί του, ή που το είχε πάρει απόφαση, ευχής έργο ή που είχε αποχωρήσει μέχρι να βρει τον τρόπο να της κάνει τη ζωή πατίνι, ξέροντας τον χαρακτήρα του Νίκου, φοβόταν ότι πιο πιθανό σενάριο ήταν το δεύτερο, όμως πάλι μπορεί να πόνταρε σε αυτόν της το φόβο με τις κούφιες απειλές του και έτσι να ζούσε ένα μαρτύριο δίχως λόγο. Οπότε καλά θα έκανε να τον αγνοήσει και να φροντίσει να ζει την κάθε μέρα στη γενέτειρα της όσο καλύτερα μπορούσε. Τα πράγματα της είχαν φτάσει με τη φορτωτική από την Αθήνα και το διαμέρισμα της είχε αρχίσει να παίρνει τη μορφή κανονικού σπιτιού.

Μόλις είχε μπει στο διαμέρισμα όταν κάποιος χτύπησε το κουδούνι της, η Μάρθα απορημένη άνοιξε την πόρτα για να δει έξω από αυτή έναν άντρα που κρατούσε μια ανθοδέσμη με λουλούδια.

-Η κυρία Μάρθα Παπαχρήστου;

-Η ίδια!

-Αυτά τα λουλούδια είναι για εσάς! Μου υπογράφετε εδώ παρακαλώ; Η Μάρθα αφού υπόγραψε πήρε το μπουκέτο με τα κόκκινα τριαντάφυλλα και το κοίταξε απορημένη, μήπως ήταν από το Δημοσθένη, είχαν περάσει πάνω από δυο εβδομάδες που είχαν ακυρώσει το τραπέζι και δεν είχε επικοινωνήσει ακόμα μαζί της, μήπως της έστελνε τα λουλούδια ώστε να κανονίσουν να βρεθούν, άλλωστε κανένας άλλος δεν ήξερε τη διεύθυνση της εκτός από το θείο της ή τους γονείς της και εκείνοι αποκλείεται να της έστελναν λουλούδια. Το αφεντικό της μήπως, το φακελάκι με την κάρτα της υποσχόταν ότι θα έλυνε την απορία της, άφησε τα λουλούδια στον πάγκο και άνοιξε για να βρει μια κάρτα με τα εξής λόγια: Είσαι δικιά μου! Νίκος Χ.

-Ωχ! όχι δεν μπορεί! Την ίδια ώρα το κινητό της την ειδοποίησε ότι είχε μήνυμα, παράτησε τα λουλούδια και την κάρτα και πήρε στα χέρια της το τηλέφωνο για να διαβάσει το μήνυμα.

«Ελπίζω να σου άρεσαν τα λουλούδια που σου έστειλα, κόκκινα τριαντάφυλλα τόσο για την ομορφιά τους όσο και για τα αγκάθια τους, σου μοιάζουν. Θα τα ξαναπούμε σύντομα μωρό μου! Νίκος.»

-Ωχ! όχι, ξαναείπε δυνατά η Μάρθα που αδυνατούσε να καταλάβει πως ο Νίκος είχε πληροφορηθεί τόσο σύντομα τόσο το που βρίσκεται μετά τη φυγή της από την Αθήνα, όσο τη διεύθυνση και το νέο της τηλέφωνο. Και τότε συνειδητοποίησε ότι όλα του τα είχε μαρτυρήσει από μόνη της κι άθελα της, με εκείνο το χαμένο πακέτο που είχε εξαφανιστεί και που απ’ ότι όλα έδειχναν είχε έρθει στα χέρια του Νίκου, στα πιο λάθος χέρια που θα μπορούσε να είχε έρθει ποτέ. Έπεσε παρατημένη στο διθέσιο καναπέ και αναρωτήθηκε τι έπρεπε να περιμένει τώρα που είχε αποκαλυφτεί στο Νίκο. Όχι απλά ήξερε διεύθυνση και στοιχεία, γνώριζε με δική της αποδοχή ότι παράλληλα με εκείνον έβγαινε και με κάποιον Στέφανο, τελικά τίποτα δε μένει κρυφό, όσο κι αν το προσπαθήσεις. Σκέφτηκε να πάρει την Ξένια να της μιλήσει, όμως τελικά το μετάνιωσε, τι θα μπορούσε να κάνει κι εκείνη. Στην τελική ήταν πρόβλημα δικό της, το οποίο είχε προκαλέσει η ίδια οπότε ας έβρισκε τρόπο να απαλλαχτεί. Άλλωστε, ήθελε να πιστεύει ότι δε θα έφτανε στο σημείο να την σκοτώσει, ή τουλάχιστον ήθελε να ελπίζει ότι δε θα το έκανε, για την ώρα έδειχνε διάθεση να την προκαλεί, προφανώς θέλοντας να της δημιουργήσει ασφυξία με το να την ενημερώνει ότι γνώριζε που μένει και τα λοιπά στοιχεία που προσπάθησε να του κρατήσει κρυφά. Ίσως απλά έχοντας θίξει τον εγωισμό του με την αδιαφορία της ήθελε να πάρει τα ρεβάνς με το να την ξανακερδίσει, όμως η Μάρθα δεν ήθελε να επιστρέψει πίσω σε μια καταστροφική σχέση, έτσι όπως τα είχαν καταφέρει και οι δύο δεν υπήρχε λόγος να σμίξουν, μόνο πόνο θα μπορούσε να προσφέρει ο ένας στον άλλον. Ίσως να έπρεπε να του μιλήσει, μπορεί να καταλάβαινε, αν αποδεχόταν όλες τις ευθύνες, εκείνος μπορεί να την άφηνε ήσυχη. Μα ποιον κορόιδευε ο Νίκος δε θα την άφηνε ήσυχη. Είχε γίνει ο στόχος του και από «ΟΧΙ» ο νεαρός Χαΐτογλου δεν γνώριζε, πιθανόν μετά από αυτά που έμαθε για τον άλλον και το γεγονός ότι τον αγνόησε απροκάλυπτα, ο Νίκος να είχε βάλει σκοπό της ζωής του να την φέρει πίσω στην αγκαλιά του και ύστερα θα τα πλήρωνε όλα μέσα σε ένα πιθανό γάμο, απιστίες, άσχημη συμπεριφορά. Ένιωσε να πνίγετε μέσα στο σπίτι, σκέφτηκε να βγει έξω όμως φοβήθηκε μην την περίμενε, παρέμεινε καθισμένη στον καναπέ. Πλέον η διάθεση της θα εξαρτιόταν από το Νίκο, δεν μπορούσε να επιτρέψει αυτή την παραχώρηση. Είχε φύγει για να γλιτώσει από το λάθος της, πλήρωνε ακριβά την αποχώρηση της από την Αθήνα κι από μια πολύ καλή δουλειά και τώρα που όλα φαίνονταν ότι θα διορθώνονταν θα ασφυκτιούσε και στην Άρτα. Κάτι επαναστάτησε μέσα της και σηκώθηκε. Έπρεπε να αναλάβει τις ευθύνες της και να πάψει να συμπεριφέρεται σα φοβισμένο παιδί. Μία της έφταιγε η μάνα της και τώρα ο πρώην της, όμως πια είχε ενηλικιωθεί και έπρεπε να τολμήσει να ζήσει και όχι να φοβάται ότι εξαιτίας των λαθών της η γκιλοτίνα ανά πάσα στιγμή θα της έπαιρνε το κεφάλι. Άλλωστε είναι χειρότερο να ζεις με το φόβο. Σηκώθηκε και πήρε τα κλειδιά της, θα έβγαινε έξω κι αν την περίμενε θα τον αντιμετώπιζε. Αν δεν την περίμενε θα αποδεικνυόταν το σενάριο της ότι απλά προσπαθούσε να της προκαλέσει φόβο. Άλλωστε τόσα χρόνια ζευγάρι, ο Νίκος γνώριζε ότι σε πολλές περιπτώσεις εκείνη ήταν ευθυνόφοβη και ενώ έκανε τη ζημιά έκρυβε τα γυαλιά κάτω από το χαλί αντί να το παραδεχτεί. Σε αυτό τώρα πόνταρε, όμως με την αλλαγή πόλης, ένας νέος αέρας είχε φυσήξει και όπως όλα έδειχναν είχε ανανεώσει και τον χαρακτήρα της.

Πεισμωμένη, βάζοντας τα κλειδιά στην τσέπη και παίρνοντας απλά το κινητό, βγήκε από το διαμέρισμα της για να κάνει μια βόλτα στην πόλη, ακόμα κι αν ήταν να τον συναντήσει. Με βήμα αγέρωχο και το κεφάλι ψηλά περπατούσε δήθεν αδιάφορα, αλλά ήταν βέβαιη ότι αν κάποιος την πλησίαζε από πίσω και της έκανε μπου θα έβαζε τρομαγμένη τις φωνές, τελικά θέλει πολύ κόπο για να είναι κάποιος θαρραλέος. Ενώ περπατούσε στον πεζόδρομο, είδε να την πλησιάζει ένας άντρας, όμως δεν ήταν εκείνος, αφηρημένη όπως ήταν στις σκέψεις της και στην προσπάθεια της να δείχνει θάρρος ούτε που θα του μίλαγε αν δεν σταμάταγε μπροστά της.

-Μάρθα, όλα καλά; Τη ρώτησε και την κοίταξε προσεχτικά.

-Δημοσθένη, τι χαρά που σε συναντάω!

-Αλήθεια; Θα έλεγε κανείς ότι δε με γνώρισες.

-Ήμουνα αφηρημένη συγνώμη. Είσαι καλά;

-Ναι, μια χαρά.

-Ωραία!

-Ναι. Εσύ; Με τη δουλειά;

-Πολύ καλά όλα, και με τη δουλειά και με την πόλη, κανένα παράπονο. Α! και μιας και το θυμήθηκα εσύ δεν υποτίθε­ται ότι θα ερχόσουν μια Κυριακή σπίτι μου για να σου κάνω το τραπέζι; Να υποθέσω ότι με έφτυσες τελείως!

-Όχι καθόλου, απλά έπεσε πολύ δουλειά στο συνεργείο και… Αχ! μην παίρνεις αυτές τις εκφράσεις, με σκοτώνεις.

-Οπότε;

-Οπότε αν είσαι ελεύθερη αυτή την Κυριακή, ευχαρίστως να έρθω να μου κάνεις το τραπέζι.

-Σίγουρα δε θα έχεις πάλι δουλειά;

-Και δουλειά να έχω θα την αφήσω, δε σε καλεί κάθε μέρα μια όμορφη κοπέλα σπίτι της για να σου κάνει το τραπέζι.

-Δεν ξέρω τι μπορεί να κάνει μια όμορφη κοπέλα, εγώ πάντως σε έχω καλέσει ήδη δύο.

-Τι ώρα θες να είμαι εκεί;

-Δύο νομίζω είναι καλά, αν βολεύει και εσένα.

-Θα τα πούμε την Κυριακή. Γεια σου.

-Γεια, απάντησε και η Μάρθα και συνέχισε την βόλτα της, όσο ήταν με το Δημοσθένη ένιωσε ένα είδος σιγουριάς, τώρα που έμενε πάλι μόνη της η ανασφάλεια επανήρθε, και μαζί ένιωσε το βάρος της κούρασης και το στομάχι της που διαμαρτυρόταν από την έλλειψη τροφής. Ίσως να έπρεπε να επιστρέψει στο σπίτι, ήταν εντελώς άκυρη τελικά η κίνηση της να βγει από το σπίτι. Όσο ο εχθρός κυκλοφορεί έξω εσύ μένεις μέσα, όταν εκείνος μπει μέσα εσύ προσπαθείς να βγεις έξω. Δεν χρειαζόταν να επιδεικνύει τόσο κουράγιο με το να κυκλοφορεί άσκοπα στους δρόμους, όταν έπρεπε να είναι σπίτι της, να έχει ήδη φάει, και να έχει ξαπλώσει για ένα δίωρο ύπνο όπως είχε υποσχεθεί στον εαυτό της ότι θα έκανε, όταν ξύπνησε το πρωί για να πάει να δουλέψει. Επέστρεψε σπίτι κι αφού έλεγξε μήπως την περίμενε κανείς άνοιξε την πόρτα και χώθηκε. Όλα ήταν παρατημένα όπως τα είχε αφήσει, το μπουκέτο με τα λουλούδια πάνω στον πάγκο, με τα τριαντάφυλλα σχεδόν σκορπισμένα, το σημείωμα του Νίκου εγκαταλελειμμένο πάνω στο διθέσιο καναπέ. Η τσάντα της ακουμπισμένη πάνω σε μια καρέκλα. Πήγε στην κουζίνα και έβαλε μια κατσαρόλα να βράζει με νερό, ύστερα πήρε το σημείωμα και αφού το τσαλάκωσε το πέταξε στον κάδο με τα σκουπίδια, κοίταξε για λίγο τα λουλούδια προσπαθώντας να αποφασίσει την τύχη τους, τελικά κατέληξε ότι δεν της έφταιγαν σε τίποτα οπότε ας τα άφηνε να ζήσουν τη σύντομη ζωή τους μέσα σε ένα ανθοδοχείο με νερό. Αφού έφαγε μια απλή μακαρονάδα έχοντας τρίψει τυρί πάνω της, που κουράγιο να φτιάξει κάποια σάλτσα, το είχε καταναλώσει όλο κάνοντας άσκοπες βόλτες στην πόλη, πήγε και ξάπλωσε στο κρεβάτι αποκαμωμένη, με την ελπίδα ότι δε θα έβλεπε όνειρα με εκείνον μέσα.

 

Ô

 

Η Κυριακή είχε φτάσει και η Μάρθα έχοντας ξυπνήσει καθυστερημένα κάθισε μπροστά από τον υπολογιστή της ώστε να φτιάξει τα αρχεία με τις φωτογραφίες της. Η ώρα κόντευε δώδεκα και μισή όταν το βλέμμα της έπεσε πάνω στο δαχτυλίδι, που είχε βρει στο μπουκέτο, που της το είχε δώσει ο απελπισμένος από έρωτα Δημοσθένης.

-Αμάν ο Δημοσθένης, είπε και πετάχτηκε όρθια σαν ελατήριο. Πολύ ωραία, είχε δεν είχε μία ώρα και κάτι μπροστά της να ετοιμάσει το δείπνο και να ετοιμαστεί και η ίδια αν δεν ήθελε να την βρει με φόρμες, παντόφλες και σ αυτά τα χάλια. Τι έπρεπε να κάνει, να ετοιμαστεί η ίδια ή να ετοιμάσει το φαΐ, μάλλον έπρεπε να τα κάνει ταυτόχρονα έτσι όπως τα είχε καταφέρει. Μήπως να παράγγελνε απέξω να τελειώνουν. Μπα θα τη θεωρούσε εντελώς ακαμάτα, έμεινε για λίγο αναποφάσιστη ώσπου άνοιξε το ψυγείο να δει τι επιλογές είχε. Μόλις είδε το μοσχαράκι που της είχε φέρει το προηγούμενο βράδυ ο πατέρας της και που από τη συνήθη αφηρημάδα της δεν είχε βάλει στην κατάψυξη, ένιωσε τόση χαρά, που αν μπορούσε θα φιλούσε τον εαυτό της.

-Τέλεια, μουρμούρισε κι επιστράτευσε όλες τις κατσαρόλες και τα μάτια της κουζίνας για να ξεκινήσει. Μετά από μια ώρα, η σάλτσα, το κοκκινιστό, το ρύζι ακόμα και λίγος αρακάς για την γαρνιτούρα έβραζαν στο νερό τους, ενώ πάνω στο γκαζάκι μέσα σε ένα κατσαρολάκι έβραζαν αυγά για μια σαλάτα. Με το ένα μάτι στα φαγητά και το άλλο στον καθρέφτη του καθιστικού να βάφεται, πηγαινοερχόταν σαν την τρελή στο διαμέρισμα της, προσπαθώντας συνάμα να συμμαζέψει και την ακαταστασία που επικρατούσε. Λίγα λεπτά πριν το ρολόι δείξει δύο χώθηκε στο δωμάτιο της για να αλλάξει, με τα εσώρουχα κι ενώ πέρναγε μια μπλούζα πάνω από το κεφάλι, άκουσε το κουδούνι να ηχεί με χαρούμενο ρυθμό.

-Τώρααααααααααααααα, φώναξε από το δωμάτιο και βιαστικά φόρεσε τη φούστα της και ένα ζευγάρι μπεζ γόβες, ενώ περνώντας από τον καθρέφτη έριξε μια βιαστική ματιά στο είδωλο της. Από το ματάκι της πόρτας κοίταξε να σιγουρευτεί ότι δεν ήταν ο Νίκος ο επισκέπτης της ή ακόμα χειρότερα μήπως έσερνε το πτώμα του Δημοσθένη προς τις σκάλες. Άνοιξε την πόρτα και χαμογέλασε στο Δημοσθένη, που μπαίνοντας ανήγγειλε τον ερχομό του.

-Ήρθα! Είπε και της έδωσε ένα μπουκάλι κρασί και ένα κουτί γλυκά.

-Το βλέπω.

-Τι μαγείρεψες;

-Δε μαγείρεψα…

-Ώστε θα κάνουμε δίαιτα σήμερα!

-Όχι, μαγειρεύω, απλώς δεν είναι έτοιμα ακόμα. Δεν πιστεύω να πεινάς κιόλας;

-Και να πεινάω τι να κάνω θα περιμένω.

-Θέλεις να πιεις κάτι πριν φάμε; Ουίσκι, ούζο, κρασί!

-Νομίζω κρασί.

-Έχω από τη Ζίτσα!

-Το αγαπημένο μου. Η Μάρθα επέστρεψε με ένα ποτήρι λευκό κρασί που το πρόσφερε στο Δημοσθένη, εκείνος το πήρε και της χαμογέλασε.

-Θα μου επιτρέψεις να αποσυρθώ στην κουζίνα μήπως και φάμε κάποια στιγμή σήμερα.

-Κάνε τη δουλειά σου. Αν πάλι θες μπορώ να φύγω και να ξαναέρθω, είπε και στράφηκε προς την πόρτα.

-Νομίζω ότι ευκαιρία ψάχνεις για να φύγεις. Είπε και τον κοίταξε βάζοντας το χέρι στη μέση της.

-Απλά αστειευόμουν, είπε και κάθισε σε έναν καναπέ. Η Μάρθα χαμογέλασε και μπήκε στην κουζίνα, τσίτα τα νεύρα της εξαιτίας του Νίκου, όσο κι αν προσπαθούσε να το παίξει χαλαρή και να τον σπρώχνει στο πίσω μέρος του μυαλού της, δεν τα κατάφερνε και πολύ καλά. Αυτό που είχε πει ο Δημοσθένης ότι σύμφωνα με μια κινέζικη παροιμία όταν σώσεις τη ζωή κάποιου είσαι υποχρεωμένος να τον σώζεις πάντα…, μήπως έπρεπε να τον κηρύξει ιππότη και να τον αναγκάσει να την προστατεύει από τον κακό λύκο Νίκο, είχαν περάσει δέκα λεπτά που ετοίμαζε το φαγητό μέσα στην κουζίνα, χωμένη κάτω από τον αποροφητήρα να σκέφτεται αυτά τα πράγματα όταν μπήκε ο Δημοσθένης με την πρόθεση να τη βοηθήσει.

-Είσαι σίγουρα καλά; Τη ρώτησε βλέποντας πόσο τρόμαξε όταν μπήκε κι εκείνος μέσα στην κουζίνα.

-Ναι, απλά τρομάζω με το παραμικρό.

-Ήρθα για να προσφέρω τη βοήθεια μου, τι θες να κάνω; Και χωρίς να περιμένει απάντηση, πήρε ένα μαχαίρι και ξεκίνησε να κόβει τα αυγά επιμελώς.

-Σαν καλεσμένος μου δε θα έπρεπε, διαμαρτυρήθηκε η Μάρθα, αλλά αν θέλεις ανοίγεις το κρασί, στο ψυγείο «Γιατί με τα αυγά», σχολίασε ψιθυριστά μιας και δεν τα έκοβε στο σωστό σχήμα. Αφού ο Δημοσθένης άνοιξε το κρασί, η Μάρθα το πήρε από το χέρι του και γεμίζοντας του ένα ποτήρι του το έδωσε. Πάμε στο σαλόνι, σε 5΄λεπτά τελειώνω .

-Μα δε θέλεις να σε …

-Όχι, δεν είναι σωστό άλλωστε για μια οικοδέσποινα… είπε, βγάζοντας τον  σπρώχνοντας. Ύστερα από άλλα δέκα λεπτά που όλα ήταν έτοιμα στην κουζίνα εμφανίστηκε στο καθιστικό κρατώντας ένα τραπεζομάντηλο το οποίο έστρωσε στο τραπέζι. Ο Δημοσθένης κρατούσε ένα άλμπουμ με φωτογραφίες και το κοίταζε.

-Είμαστε έτοιμοι, να μην έπληξες μόνο …

-Όχι, όλα εντάξει, είπε και σηκώθηκε για να τη βοηθήσει.

-Είσαι πάντα τόσο ευγενικός;

-Μόνο στην αρχή όταν με γνωρίζει κάποιος, είπε και της χαμογέλασε, ενώ την ακολούθησε στην κουζίνα για να τη βοηθήσει να φέρει τα πιάτα με το φαγητό και τη σαλάτα.

-Ελπίζω να σου αρέσουν όσα έφτιαξα.

-Αφού είναι από τα χέρια μιας καλλιτέχνη, δεν έχω αμφιβολία ότι θα μου αρέσουν. Είπε και για λίγο αφοσιώθηκαν σιωπηλοί στο φαγητό τους.

-Φαίνεται δε θα σου αρέσει και πολύ η παρέα μου! σχολίασε μετά από κάποια λεπτά που τα πέρασαν σιωπηλοί.

-Φυσικά και μου αρέσει η παρέα σου, αλλιώς γιατί να σε καλούσα σπίτι μου να φάμε μαζί;

-Κοίτα, συγνώμη κιόλας, όμως απ’ την πρώτη στιγμή που σε είδα, διέκρινα μια μελαγχολία στα μάτια σου. Αν θες μπορείς να με εμπιστευτείς και να μου πεις τι τρέχει. Άλλωστε δεν μπορώ να καταλάβω τι μπορεί να κάνει μια νέα, όμορφη και επαγγελματικά αποκατεστημένη κοπέλα να έχει τόσο μελαγχολικά μάτια!

-Συμπεριλαμβάνεται κι αυτό στα καθήκοντα του σωτήρα;

- Όχι, γι’ αυτό πληρώνομαι έξτρα.

-Καλά λοιπόν θα σου πω, αν και είναι πολλά αλλά θα  μου υποσχεθείς να μου πεις κι εσύ για την ανθοδέσμη και αυτήν την κοπέλα. Ο Δημοσθένης κατένευσε και η Μάρθα ξεκίνησε να μιλάει για το θέμα που είχε με τους γονείς της και κυρίως με τη μητέρα της, το θέμα της παράλληλης σχέσης δεν ένιωσε ότι ήθελε να το θίξει, για κάποιο λόγο το ένστικτο της την συμβούλευε να μην πει κάτι για αυτό. Άλλωστε κι ο Δημοσθένης μπορεί να ταυτιζόταν με το Νίκο, ας μην ξεχνούσε ότι όταν τον γνώρισε κρατούσε μια ανθοδέσμη από μια πρόταση που είχε απορριφτεί, μπορεί να έπεφτε στα μάτια του και δεν υπήρχε λόγος να κάνει τόσο μεγάλες εξομολογήσεις. Έτσι αρκέστηκε να εξιστορήσει όσα αφορούσαν τις πιέσεις της μητέρας της. Ο Δήμος έτρωγε το φαγητό του ενώ πρόσεχε την κάθε λέξη που του έλεγε!

- Παρά του ότι πάντα μπλέκονται στα πόδια σου, όλο το δικό σου γίνεται.

-Δεν είναι το τι τελικά κάνω, αλλά η αμφισβήτηση που δέχομαι συνέχεια απ’ αυτούς και ιδιαίτερα απ’ την μητέρα μου, για κάθε απόφαση που παίρνω. Δεν τους κατηγορώ βέβαια, μεγάλωσαν στο χωριό με συγκεκριμένη νοοτροπία, αλλά να…, ακόμα και τώρα που γύρισα θέλουν να επέμβουν και να κριτικάρουν την κάθε μου ενέργεια.

-Καταλαβαίνω… όλοι μας έχουμε περάσει τέτοιες φάσεις. Μα δεν νομίζω να είναι ο μόνος λόγος που σε κάνει να μελαγχολείς .

-Όχι δεν είναι, έχω κάνει και εγώ λάθος επιλογές στη ζωή μου, είμαι επιπόλαια σε πολλά.

-Επαγγελματικά εννοείς;

-Όχι, όχι…

-Αισθηματικά;

-Ναι. Όταν ήμουν στην Αθήνα έκανα επιπόλαιες επιλογές με έναν άντρα που νόμιζα ότι ήταν ό,τι καλύτερο για μένα, αλλά τελικά ήταν μόνο ενθουσιασμός.

-Αυτός είναι πραγματικά ένας λόγος να πληγωθείς.

-Και να πληγώσεις… Κι έπειτα μαζί με όλα αυτά σκέφτεσαι τη ζωή σου, τι έκανες μέχρι τώρα, κι όλα ένα τίποτα!

-Δε νομίζω ότι είσαι πολύ μεγάλη για να σκέφτεσαι τι έκανες, τι να πούμε κι εμείς! Να υποψιαστώ ότι δεν είσαι ευχαριστημένη ούτε από τη δουλειά σου;

-Η φωτογραφεία ήταν επιλογή μου μα νόμιζα ότι θα έκανα εκθέσεις, ότι θα γινόμουν μια διάσημη καλλιτέχνης της φωτογραφίας, σκατά, στην Αθήνα είχα ένα καλό μισθό, μα όχι τις φωτογραφίες που εγώ θα γούσταρα. Εδώ τα πράγματα είναι πολύ πιο περιορισμένα.

Τελειώνοντας η Μάρθα τη διήγηση της, ξεκίνησε να μιλάει ο Δημοσθένης για τα δικά του. Είχε ζήσει κάποια χρόνια στην Αθήνα, ίσως τα ομορφότερα της ζωής του, όταν σπούδαζε Αρχαιολογία, σκεφτόταν πολύ σοβαρά το μεταπτυχιακό, όμως η ασθένεια του πατέρα του, και μια δύσκολη οικονομική κατάσταση τον επέστρεψαν πίσω στην Άρτα. Θεωρώντας ότι δεν είχε άλλες επιλογές αποφάσισε να γίνει μηχανικός αυτοκινήτων και να αναλάβει το συνεργείο, άλλωστε λόγω του πατέρα του από αρκετά νεαρή ηλικία γνώριζε όλα όσα αφορούσαν τα αμάξια και τις μηχανές. Αν και κρατούσε μέσα του κρυφό το όνειρο μιας καριέρας στην αρχαιολογία, με τον καιρό το πήρε απόφαση και παραιτήθηκε από μεταπτυχιακά και ότι μπορούσαν να ακολουθούσαν. Παρά την αρχική του απογοήτευση, αποδέχτηκε το γεγονός, άλλωστε μόνο και μόνο που έβγαζε ένα καλό μεροκάματο και ήταν σε όλες του τις υποχρεώσεις εντάξει, τον ικανοποιούσε.

-Και ειδικά όταν βλέπεις φίλους και παλιούς συμμαθητές σου να αναγκάζονται να παίρνουν χαρτζιλίκι από τους γονείς τους ακόμα και για να πάνε για ένα καφέ. Πρόσθεσε.

-Η σύγχρονη ιστορία της πατρίδας μας! Σχολίασε η Μάρθα και ο Δημοσθένης συγκατένευσε.  Όμως δε μου μίλησες ακόμα για την ιστορία της ανθοδέσμης.

-Η ανθοδέσμη προοριζόταν για μια γυναίκα που αγαπούσα και που πίστευα ότι με αγαπούσε και εκείνη. Και συνέχισε την αφήγηση του με την ιστορία της Ελπίδας. Τρία χρόνια ήταν μαζί και αρκετές φορές είχαν μιλήσει για το κοινό τους μέλλον, δεν είχε φανταστεί όμως ότι θα ήταν τόσο βραχυπρόθεσμο. Τη συγκεκριμένη μέρα είχε πάει με τα λουλούδια και το δαχτυλίδι για να της κάνει πρόταση, τελικά η απάντηση της ήταν αρνητική, κρατώντας τα λουλούδια στα χέρια και μη θέλοντας να ακούσει άλλο τις δικαιολογίες της, έφυγε έχοντας ξεχάσει ότι κρατούσε μια ανθοδέσμη. Τρία χρόνια χαμένα! Τελείωσε τη διήγηση του.

-Χαμένα! Γιατί; Αυτά τα τρία χρόνια περάσατε καλά απ’ ότι μου είπες, αν δεν κράτησε για πάντα ...

-Χαμένα, γιατί κατάλαβα πως έπαιζε μαζί μου, ήμουν απλώς μια καλή ρεζέρβα για εκείνη. Ας μου έλεγε από την αρχή, θα ’μαστε απλά μαζί και θα περνάμε καλά, δε θα με ένοιαζε, στο κάτω, κάτω είχα κι άλλες περιστασιακές σχέσεις.

-Και το όνομα της;

-Ελπίδα.

-Κράτησε το όνομα και ξέχασε εκείνη. Είπε και σήκωσε το ποτήρι με το κρασί προς το μέρος του.

 

Ô

 

Έφυγε από το σπίτι της αργά το απόγευμα. Μετά το φαγητό κάθισαν στον καναπέ και συνέχισαν τη συζήτηση τους. Του είχε κάνει εντύπωση ο τρόπος που τον άκουγε, ή μάλλον για να το έθετε πιο σωστά το γεγονός ότι τον άκουγε. Πάντα πίστευε ότι τα κορίτσια θέλουν να μιλάνε εκείνα και να τα ακούς εσύ, όμως η Μάρθα τον πρόσεχε με ενδιαφέρον ενώ του άνοιξε και τη δική της καρδιά. Σκέφτηκε αυτό που του είχε αναφέρει ως το μεγάλο της όνειρο, να κάνει μια έκθεση με φωτογραφίες της, δε θέλησε να της πει κάτι εκείνη την στιγμή, δεν ήθελε να τη γεμίσει με προσδοκίες οι οποίες μπορεί να αποδεικνύονταν φρούδες. Καλύτερα να μιλούσε με τον ξάδερφο του το Βασίλη, που εργαζόταν στο δημαρχείο, να πάρει τις πληροφορίες που ήθελε και αν όλα ήταν εντάξει την ενημέρωνε ύστερα, όμως έπρεπε πρώτα να είναι ο ίδιος σίγουρος. Άλλωστε ο Βασίλης είχε περάσει καιρός που του είχε αναφέρει την καλλιτεχνική έκθεση, μπορεί το υλικό να είχε ήδη μαζευτεί, και να μην χρειαζόταν κάτι παραπάνω. Θα ήταν χειρότερο αν της έδινε την πληροφορία και ύστερα να αναγκαζόταν να της πει ότι είχε λήξει. Καλύτερα να ενημερωνόταν πρώτα και έπειτα να έχει την ευκαιρία να την ξανασυναντήσει για να της το πει.

Έβγαλε το τηλέφωνο από την τσέπη του και κάλεσε το Βασίλη, όμως εκείνος δεν απάντησε, ποιος ήξερε πάλι με ποια γύρναγε. Θα περνούσε το πρωί από το δημαρχείο να τον βρει πριν πάει στο συνεργείο.

 

Ô

 

-Δηλαδή, τι πληροφορίες θες να πάρεις εσύ για την έκθεση; Θες να συμμετάσχεις ως καλλιτέχνης.

-Όχι εγώ ρε βλάκα, μια φίλη μου!

-Όχι και βλάκα, μιλάς με έναν από τους έμπιστους συνεργάτες τους δημάρχου μας! Πρέπει να προσέχεις πως μου μιλάς. Και αυτή η φίλη που ανέφερες, καλή; Είπε και του έκλεισε το μάτι με νόημα.

-Σαν καλλιτέχνης; Πολύ καλή!

-Ποιος χέστηκε πως είναι σαν καλλιτέχνης, σαν γκομενάκι πες μου πως είναι;

-Είναι στις προϋποθέσεις;

-Βασική προϋπόθεση, ξέρεις πως πάνε αυτά!

-Όχι δεν ξέρω, κι αν είναι έτσι ευτυχώς που το ξέρω να μην την στείλω.

-Και θα της χαλάσεις την τύχη;

-Ποια τύχη;

-Να με γνωρίσει βέβαια.

-Κώνστας, συγκεντρώσου σε παρακαλώ.

-Πολύ σοβαρός είμαι! Μη μου πεις ότι τη θες για την πάρτη σου! Αλλά τι λέω, εσύ δεν έχεις μάτια για άλλη από την Ελπίδα!

-Χωρίσαμε. Του ξέφυγε κάπως απότομα η πληροφορία.

-Χωρίσατε; Πότε;

-Καλά δεν έχεις δουλειά εσύ;

-Η δουλειά δεν τελειώνει ποτέ. Πες μου ότι χωρίσατε για τη λεγάμενη;

-Όχι, δεν έχει σχέση η Μάρθα, χωρίσαμε πριν τη γνωρίσω.

-Βλέπω όμως δεν έχασες χρόνο, την αντικατέστησες με τη μία.

-Φίλοι είμαστε με την κοπέλα.

-Τι φιλίες και βλακείες μου λες, δεν υπάρχει φιλία ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα, πόσες φορές θα στο πω. Μικρέ δε μαθαίνεις γρήγορα.

-Ρε Βασίλη.

-Εκτός κι αν η τύπισσα δεν βλέπετε, κοινώς είναι για τα μπάζα.

-Πόσο επιφανειακός είσαι, και όχι δεν είναι για τα μπάζα.

-Οπότε γνωρίζεις την έκφραση και ποιες αντιπροσωπεύει.

-Θα μου δώσεις τις πληροφορίες ή να φύγω;

-Θα στις δώσω βρε. Περίμενε να ενημερωθώ από τα χαρτιά μου πρώτα, είπε και ξεκίνησε να ψάχνει κάτω από ένα σωρό φακέλους και ύστερα μέσα στα συρτάρια του. Στο τέλος κατέληξε σε ένα αρχείο στον υπολογιστή του. Ίσα που προλαβαίνει η δικιά σου να δηλώσει συμμετοχή. Ποια τέχνη θέλει να καλύψει.

-Τη φωτογραφία!

-Τι λες ρε αδέρφι, ουρανόσταλτη είναι.

-Τι εννοείς;

-Έχει εμφανιστεί κάθε καρυδιάς καρύδι για να δηλώσει συμμετοχή, φωτογράφος δεν ήρθε. Αφού σκεφτόμασταν να τη ματαιώσουμε. Την Παρασκευή τελειώνει η διορία, πες της να έρθει αν ενδιαφέρεται, εγώ πάντως θα την περιμένω, επίσης πες της να φέρει μαζί της και ένα βιογραφικό με τα στοιχεία της και υλικό από τη δουλειά της.

-Θα της το πω! Είπε και γύρισε την πλάτη του για να φύγει.

Βγαίνοντας από το δημαρχείο, αναρωτήθηκε αν έπρεπε να πάει από τη Μάρθα ή απλά να την πάρει ένα τηλέφωνο, γιατί να την πάρει τηλέφωνο όμως αφού είχε μέρες ακόμα μπροστά της, καλύτερα να της το έλεγε κατ ιδίαν. Κοίταξε το ρολόι του, θα την προλάβαινε άραγε στο σπίτι της ή θα είχε φύγει. Στο συνεργείο ήταν ήδη ο Γιάννης οπότε δεν ανησυχούσε αν θα καθυστερούσε λίγο. Τελικά χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά, ξεκίνησε για το σπίτι της, με την ελπίδα ότι θα τη συναντούσε. Φτάνοντας στο κατώφλι της η πόρτα άνοιξε και η Μάρθα βγήκε, μόλις τον είδε απέναντι της, αφού στεκόταν έτοιμος να χτυπήσει το κουδούνι, ακούμπησε τρομαγμένη το χέρι στο στήθος της και έκανε ένα βήμα προς τα πίσω.

-Σε τρόμαξα; Χίλια συγνώμη.

-Όχι, δεν πειράζει, απλά είμαι πολύ αφηρημένη και… καταλαβαίνεις. Ο Δημοσθένης κούνησε καταφατικά το κεφάλι του, ύστερα με ένα πειραχτικό χαμόγελο πρόσθεσε.

-Αυτό ή μήπως… η Μάρθα του έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι. Σε κυνηγάει κάποιος;

-Συγκεκριμένα η μαφία, και τώρα που το έμαθες λυπάμαι αλλά πρέπει να σε σκοτώσω.

-Καλά πριν με σκοτώσεις όμως άσε με να σου πω ένα ευχάριστο νέο.

-Σε πήρε η Ελπίδα και δέχτηκε να σε παντρευτεί;

-Αν το έχει σκοπό ελπίζω να μην το κάνει, έχασε την ευκαιρία της. Και επιπλέον το νέο δεν αφορά εμένα αλλά εσένα.

-Τι συνέβη; Τον ρώτησε και τον κοίταξε απορημένη αφού πρώτα είχε κλειδώσει την πόρτα του διαμερίσματος της.

-Ο δήμος Άρτας θα κάνει μια καλλιτεχνική έκθεση, θέλοντας να προβάλει διάφορες πτυχές της περιοχής αλλά και ολόκληρης της Ηπείρου. Μίλησα με τον ξάδερφο μου ο οποίος είναι υπεύθυνος, λέμε τώρα, αν τον γνωρίσεις μάλλον ανεύθυνο θα τον κρίνεις, αν και είναι μυστικό της οικογενείας, οπότε καλό θα ήταν να το κρατήσεις για σένα. Και τέλος πάντων, δεν ξέρω γιατί φλυαρώ, αλλά αν θέλεις μπορείς να δηλώσεις συμμετοχή, μέχρι την Παρασκευή. Πάντως ο Βασίλης μου είπε ότι δεν έχει δηλώσει κανένας συμμετοχή για τη φωτογραφία μέχρι στιγμής.

-Πολύ ωραίο μου ακούγεται όλο αυτό!

-Καλό θα ήταν να πας να ενημερωθείς η ίδια, θα έχεις κάποιες απορίες λογικά και άλλωστε είναι και η δουλειά σου στη μέση.

-Οπωσδήποτε θα πάω.

-Να ζητήσεις το Βασίλη Κώνστα!

-Σε ευχαριστώ πολύ Δημοσθένη.

-Δεν έκανα τίποτα, απλά σου έδωσα μια πληροφορία.

-Μια πολύ σημαντική πληροφορία. Πίστεψε με, ακόμα κι αυτό για μερικούς είναι πολύ.

-Για μένα είναι το ελάχιστο.

-Το έχω καταλάβει. Και πάλι όμως ειλικρινά σε ευχαριστώ, και νιώθω άλλη μια φορά ότι σου χρωστάω.

-Τίποτα δε μου χρωστάς, και τώρα μιας και εκτέλεσα την υποχρέωση μου,  πρέπει να φύγω γιατί ο μαστροχαλαστής στο συνεργείο είναι ικανός να το έχει γκρεμίσει έτσι όπως τον άφησα μόνο του. Είναι ερωτευμένος και βλέπει μπροστά του μόνο ουράνια τόξα, αστεράκια και πεταλούδες.

-Όσο να ’ναι θα φταίει και η Άνοιξη! Άλλωστε και εγώ πρέπει να πάω στη δουλειά. Ο Δημοσθένης ξεκίνησε να φύγει μα η φωνή της τον σταμάτησε, γύρισε και την κοίταξε και εκείνη τον πλησίασε και του έδωσε ένα γρήγορο φιλί στο μάγουλο, λέγοντας του για άλλη μια φορά «ευχαριστώ» πριν τον προσπεράσει και κατευθυνθεί προς το αμάξι της.  

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

           

 Το μήνυμα που έστειλε η Μάρθα στο Δημοσθένη για να του εκφράσει τη χαρά και τις ευχαριστίες της για την πληροφορία που της έδωσε για την έκθεση, ξεκινούσε με τη φράση  «Όλα τέλεια!» και έκλεινε με την υπόσχεση ότι θα τον έπαιρνε τηλέφωνο για να του πει περισσότερες λεπτομέρειες. Τον είδε ο Γιάννης να χαμογελάει καθώς διάβαζε το μήνυμα στο κινητό και άρχισε αμέσως τις ερωτήσεις, έκανε το λάθος κι ο Δημοσθένης να απαντήσει και επιπλέον να τον ενημερώσει ότι την προηγούμενη μέρα, του είχε κάνει το τραπέζι κι άρχισε να βγάζει τα εύκολα συμπεράσματα ο υπάλληλος του. Ξεκίνησε με πειράγματα του τύπου «Είσαι καψούρης με την Αθηναία, αφεντικό. Κι άσε τα περί φιλίας και τις θεωρίες αυτές, εγώ δεν τις μασάω. Φίλοι είμαστε οι άντρες μεταξύ μας, αν γινόμαστε και με τις γυναίκες, θα χαλάσει η ισορροπία της φύσης, θα έρθει η Δευτέρα παρουσία…». Όλη τη μέρα είχε να τον λιβανίζει, προσπαθούσε ο Δημοσθένης να τον αναγκάσει να δουλέψει όμως ο Γιάννης δεν το έκλεινε το ρημάδι του, στο τέλος κατέληξε ότι χρώσταγε χάρη στην Ελπίδα που αρνήθηκε την πρόταση του για γάμο, εκεί ο Δημοσθένης γύρισε και τον κοίταξε έκπληκτος. «Μα έτσι είναι αφεντικό»! και συνέχισε με το ότι η Ελπίδα ήταν απλά η Ρουτίνα του. Την αγαπούσε βέβαια και νοιαζόταν για εκείνη, δεδομένου ότι ήταν ένα πολύ όμορφο κορίτσι και είχαν ζήσει και τρία χρόνια μαζί, όμως ο έρωτας είχε περάσει και αργά ή γρήγορα αν εκείνη το είχε πάρει επιπόλαια και ενδιαφερόταν μόνο για να αποκατασταθεί, θα βρισκόταν εγκλωβισμένος σε ένα γάμο από υποχρέωση και το χειρότερο θα έμενε χωρίς να είναι πραγματικά ευτυχισμένος, βαυκαλίζοντας τον εαυτό του με ψέματα. Ενώ η Μάρθα είχε φέρει έναν αέρα ανανέωσης στη ζωή του. Και μιας και δεν τον θεωρούσε επιπόλαιο, θεωρούσε ότι ήταν πολύ λίγο το χρονικό διάστημα για να χαμογελάει με το μήνυμα μιας άλλης, αν αγαπούσε ερωτικά την πρώην κοπέλα του. Ο Δημοσθένης κουνούσε το κεφάλι του ειρωνικά χωμένος στη μηχανή ενός αυτοκινήτου, όμως τον είχαν προβληματίσει τα λόγια του φίλου του. Μια σκεφτόταν «όποιος είναι έξω από τον χορό πολλά τραγούδια ξέρει» και ότι ο Γιάννης ούτε που είχε συνειδητοποιήσει το ζόρι που τραβούσε όλον αυτό τον καιρό από τη μέρα που χώρισε με την Ελπίδα, αλλά από την άλλη αναρωτιόταν μήπως τα συμπεράσματα του δεν ήταν εντελώς λανθασμένα και οι κουβέντες του έκρυβαν μια δόση αλήθειας. Άλλωστε έβλεπε τα πράγματα πιο αντικειμενικά, μιας και ‘‘ήταν έξω από τον χορό’’, και ίσως να παρατηρούσε κάτι που ο ίδιος δεν του είχε δώσει σημασία. Και αν ήθελε να είναι απόλυτα ειλικρινής με τον εαυτό του, έπρεπε να παραδεχτεί ότι την προηγούμενη μέρα είχε κάνει αρμένικη βίζιτα στη Μάρθα, πήγε απλά για να βγάλει την υποχρέωση και να μείνει μόνο για το τραπέζι και κατέληξαν μαζί να πίνουν καφέ και να κουβεντιάζουν για τις ζωές τους ως αργά το απόγευμα, τόσο απλά και άνετα λες και γνωρίζονταν χρόνια. Αλλά ακόμα και την πρώτη φορά που την είχε συναντήσει, τότε στο γεφύρι που πήγαν στο ταβερνάκι είχε περάσει ωραία με τη συντροφιά της και δεν είχε σκεφτεί για ώρα την πρώην αγαπημένη του. Ώσπου βέβαια χωρίστηκαν και επέστρεψε η πίκρα του, μήπως τελικά απλά ήταν ο εγωισμός του και όχι τα πληγωμένα αισθήματα του.

Κοίταξε το κινητό του που τον ειδοποιούσε για εισερχόμενη κλήση, μόλις διάβασε το όνομα της Μάρθας στην οθόνη, ένα χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη του, άντε πάλι μουρμούρισε θυμωμένος στον εαυτό του για το χαζό χαμόγελο και απάντησε στην κλήση. Μάταια προσπαθούσε να διατηρήσει τη σοβαρότητα του, μόλις άκουσε τον ενθουσιασμό στη φωνή της, δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και να μην ξαναχαμογελάσει. Τον ενημέρωσε ότι πήρε λίγη ώρα άδεια από τη δουλειά και πήγε στο δημαρχείο να συναντήσει το Βασίλη για να πάρει πληροφορίες, έκανε αμέσως την αίτηση αν και θα φορτωνόταν με πολλές υποχρεώσεις αφού όπως όλα έδειχναν θα ήταν η μοναδική που θα συμμετείχε στην έκθεση φωτογραφίας και έπρεπε να καλύψει πολλά μέρη, δεδομένου ότι η έκθεση θα άνοιγε τις πόρτες της στο πολιτιστικό κέντρο του δήμου την 1η Αυγούστου με την προοπτική να την επισκεφτούν Αρτινοί που κατοικούσαν και εργάζονταν σε άλλες πόλεις της Ελλάδος και θα επέστρεφαν για ολιγοήμερη παραθέριση στην πόλη της καταγωγής τους. Μέχρι το Δεκέμβρη θα έμενε στην Άρτα, ενώ συζητιόταν να επισκεφτεί κι άλλες πόλεις της Ελλάδος κι ακόμα ίσως και χώρες της Ευρώπης, βέβαια αυτό θα εξαρτιόταν από πολλά!

-Και θα τα καταφέρεις και με τη δουλειά;

-Πιστεύω πως ναι, άλλωστε δεν είναι τόσο πιεστικά τα πράγματα εδώ όπως ήταν στην εφημερίδα που εργαζόμουν, επιπλέον μπορώ να στέλνω τη δουλειά μου και μέσω email, το αφεντικό μου όταν το ανέφερα έδειξε ικανοποιημένο, αν και φοβόμουν λίγο πως θα το πάρει, μιας και είμαι καινούργια υπάλληλος.

-Θα είναι έξυπνος άνθρωπος, θα γνωρίζει ότι με το να συμμετέχεις σε μια έκθεση μπορεί να κερδίσει αναγνωστικό κοινό το οποίο θα αναζητήσει δουλειά σου στο ειδησεογραφικό του blog. Χαίρομαι που ακούω τα όμορφα νέα σου.

-Δημοσθένη, ειλικρινά σε ευχαριστώ πολύ.

-Μη με ευχαριστείς, ειλικρινά δεν πιστεύω ότι έκανα κάτι παραπάνω από το να σε φορτώσω δουλειά και να σου καταστρέψω ένα ξέγνοιαστο καλοκαίρι που είναι προ των πυλών.  

-Πρώτον, είναι δημιουργική δουλειά και δεύτερον, όταν οι έγνοιες είναι ευχάριστες παύουν να είναι έγνοιες.

-Βάλε τα δυνατά σου λοιπόν! Πότε ξεκινάς;

-Κανονικά θα έπρεπε να περιμένω τηλέφωνο του Βασίλη.

-Βασίλη ακούω, πες μου ότι αυτός ο σάτυρος ο ξάδερφος μου … είπε και έκλεισε απότομα το στόμα του, δαγκώνοντας τα χείλη του. Άκουσε τη Μάρθα να γελάει στο ακουστικό του και ένιωσε τα μάγουλα του να κοκκινίζουν.

-Όχι, όχι… απλά μου ζήτησε να τον αποκαλώ με το μικρό του, μιας και είμαι φίλη σου, είμαι και δική του.

-Και γιατί πρέπει να περιμένεις τον Βασίλη λοιπόν; Είπε για να την κάνει να ξεχάσει τη γκάφα του.

-Έλεγα ότι το σωστό είναι να μου δώσει εκείνος το ok ώστε να ξεκινήσω να βγάζω φωτογραφίες, αλλά επειδή δεν έχω τόσο χρόνο, σκέφτομαι να ξεκινήσω από σήμερα με το να κάνω μια επιδρομή μέσα στην Άρτα ψάχνοντας κάποια σημεία όμορφα τα οποία όμως έχουν παραμένει μυστικά.

-Και με τα στολίδια μας, Παρηγορήτρια, γεφύρι;

-Έχω ήδη τραβήξει αρκετές φωτογραφίες, θα τις κοιτάξω ώστε να δω αν υπάρχει κάποια προοπτική τους που μου έχει ξεφύγει. Επίσης παίζει βασικό ρόλο και η ώρα που τραβήχτηκαν, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι φωτογραφίες που γίνονται σε εξωτερικούς χώρους άλλη αίσθηση δίνουν με την ανατολή του ήλιου και άλλη με το ηλιοβασίλεμα, για παράδειγμα!  

-Οπότε όλο το απόγευμα θα γυρνάς στην πόλη;

-Ναι, μάλλον.

-Μπορεί να σε τρακάρω τότε, αν ξέρω ότι κυκλοφορείς εκεί έξω, μπορεί να βγω για να ξεσκάσω.

-Θα χαρώ πολύ να σε δω, και να σε κεράσω έναν καφέ για τη βοήθεια που μου έχεις προσφέρει να επανενταχθώ στην ονειρική πραγματικότητα της πόλης μας! 

 

Ô

 

Λίγες μέρες μόλις στην Αθήνα και έψαχνε να βρει τη δικαιολογία να επιστρέψει πίσω στην Άρτα. Τελικά είχε περάσει καλύτερα απ’ ότι περίμενε στην επαρχιώτικη πόλη. Η συντροφιά της Ελπίδας ήταν κάτι παραπάνω από ικανοποιητική, βέβαια με τη Μάρθα δεν είχε τα αποτελέσματα που επιθυμούσε και έπρεπε να βρει έναν τρόπο να κάνει την υπόσχεση του πράξη, με λίγα λόγια να της κάνει τη ζωή μαρτύριο. Όμως αν αυτός παρέμενε στην πρωτεύουσα και εκείνη στη γενέτειρα της αυτό θα αποδεικνυόταν ιδιαίτερα δύσκολο, φυσικά ήλπιζε ότι η αποστολή της ανθοδέσμης και το μήνυμα στο κινητό της θα είχαν κάνει σε πρώτη φάση τη δουλειά τους με το να την τρομοκρατήσουν έστω και λίγο. Και γνωρίζοντας τη Μάρθα ήδη φανταζόταν ότι θα είχε αρχίσει να ασφυκτιά και να πνίγεται εφόσον ο ‘‘εχθρός’’ της γνώριζε πράγματα που εκείνη προσπάθησε να κρατήσει μυστικά.

Όλα μέχρι στιγμής του είχαν έρθει κουτί, μπορούσε ανά πάσα στιγμή να της κάνει μια επίσκεψη μέσα στη νύχτα, έτσι, για να μην ξεχνάει την ύπαρξη του. Αν και για την ώρα δεν είχε συγκεκριμένο σχέδιο κάτι θα έβρισκε ώστε να του πληρώσει την απόρριψη και την προδοσία. Άραγε να ήταν ο πληγωμένος του εγωισμός ή μήπως είχε ακόμα αισθήματα για εκείνη και δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι η ιστορία τους είχε τελειώσει.  

Με υποβόσκουσα δυσαρέσκεια άκουσε από τα χείλη της γραμματέως ότι τον ήθελε στο γραφείο ο πατέρας του. Αυτός ο γέρος του επιτέλους του φερόταν χειρότερα απ’ ότι στους υπαλλήλους του, και αναρωτιόταν γιατί πάταγε αραιά και που τα προηγούμενα χρόνια στη δουλειά. Ήθελε λέει να τον κάνει άξιο διάδοχο του, γιατί όταν εκείνος θα αποσυρόταν θα έπρεπε ο μονάκριβος γιος του να αναλάβει από μόνος του όλες τις υποχρεώσεις της εταιρείας και να μην τρέχει κάθε τρεις και λίγο για συμβουλές στον Πέτρο Χαΐτογλου, μιας και πλέον δεν ήταν παιδί. Βαρύθυμος σηκώθηκε από την καρέκλα του και πήγε στο γραφείο του Πέτρου. Έξω από την πόρτα του προσπάθησε να σχηματίσει ένα ψεύτικο χαμόγελο στα χείλη που παρέπεμπε περισσότερο σε μορφασμό. Ο πατέρας του, τον κοίταξε απορώντας και ύστερα μη δίνοντας άλλη σημασία, άρχισε να τον ρωτάει για την Άρτα, πως του είχε φανεί η πόλη, αν υπήρχαν προοπτικές, αν κατάφερε να τελειώσει με τις δουλειές του και διάφορες άλλες μικρολεπτομέρειες. Ο Νίκος σοβαρός πια, άρχισε να δίνει αναφορά στον πατέρα του, παρά το πρωτόγνωρο ενδιαφέρον που έδειχνε για τις υποθέσεις του γιου του, του έδωσε κάποιες λεπτομέρειες για την πόλη αλλά απέφυγε να απαντήσει για τα προσωπικά του, λέγοντας απλά ένα «Ναι» ή ένα «Όχι!».

-Πως θα σου φαινόταν η ιδέα να εγκατασταθείς στην πόλη για λίγο καιρό!

-Τι να σου πω, δεν προσφέρεται και για τις ιδανικότερες διακοπές!

-Μπορεί να μην έχει θάλασσα μέσα στην πόλη αλλά ποτάμια, όμως τόσο η θάλασσες του Αμβρακικού είναι δίπλα  και οι παραλίες στο Ιόνιο λιγότερο από ώρα, σχολίασε ο πατέρας του.

Ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα και περίμενε να δει αν ο πατέρας του με όλες αυτές τις ερωτήσεις είχε διάθεση να τον ειρωνευτεί και να τον ψαρέψει για τα προσωπικά του, κάτι το οποίο έκανε συχνά, αλλά ποτέ σε ώρες και χώρους εργασίας. Ή αν είχε κάτι στο μυαλό του που ο ίδιος αγνοούσε.

-Λοιπόν Νίκο παιδί μου, ήρθαν κάποια κονδύλια από την κοινότητα, τα οποία αφορούν την πόλη της Άρτας. Ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό. Θέλω λοιπόν ως πρόεδρος και βασικός μέτοχος της «HIGH» να χτυπήσουμε αυτά τα έργα στον δημόσιο διαγωνισμό. Θα τα αναλάμβανα εγώ, τόσο τη διαδικασία όσο και να επιβλέπω τα έργα, όμως είμαι απαραίτητος στην Αθήνα για τις δουλειές που έχουμε ανοίξει εδώ. Οπότε θέλω να στείλω ένα άτομο της απόλυτης εμπιστοσύνης μου και δεν υπάρχει πιο έμπιστος από εσένα. Λοιπόν θα το αναλάβεις;

-Και θα πρέπει να μένω στην Άρτα;

-Μέχρι να στρώσουν οι δουλειές δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Λοιπόν τι λες;

-Εντάξει, θα πάω.

-Είσαι σίγουρος; Είπε και τον κοίταξε με έκπληξη αφού περίμενε ότι ο γιος του δε θα έδειχνε ιδιαίτερη διάθεση να πάει σε μια μικρή πόλη να ζήσει έστω και για λίγους μήνες.

-Ναι, πατέρα μην ανησυχείς, θα τα αναλάβω εγώ όλα εξολοκλήρου!

-Με χαροποιεί που παίρνεις τη δουλειά μας τόσο ζεστά!

-Και πότε πρέπει να φύγω;

Βγαίνοντας από το γραφείο του πατέρα του, ένα ειλικρινή αυτή τη φορά χαμόγελο είχε σχηματιστεί στα χείλη του. Αν έβλεπε όμως κάποιος τα μάτια του θα διάβαζε μέσα σε αυτά τα κακότροπα σχέδια που έκανε μέσα στο κεφάλι του. Κάποιος Θεός ή δαίμονας ήταν συνεργός του σε αυτή την ιστορία, κάποιος ήθελε να πληρώσει η Μάρθα το διπλό παιχνιδάκι που είχε παίξει εις βάρος του για τόσο καιρό. Μπορούσε να αναγνωρίσει το ότι να κάνει μια δυο ξαφνικές επισκέψεις στη Μάρθα δεν αντιπροσώπευε αυτό που επιθυμούσε για τιμωρία της, κι αν έμενε στην Αθήνα αργά ή γρήγορα θα βαριόταν να ανεβαίνει στην πόλη της για το τίποτα. Αλλά και η Μάρθα αφού θα γνώριζε ότι ο Νίκος δεν είχε γίνει μόνιμος κάτοικος Άρτας, δε θα νοιαζόταν και πολύ. Αν γνώριζε όμως ότι μπορούσε να τον συναντήσει ανά πάσα στιγμή άλλαζε. Και πλέον είχε την ευκαιρία να το κάνει, με κάθε τίμημα έπρεπε να κερδίσουν το διαγωνισμό. Και το σχέδιο του πατέρα του, σαν παλιά καραβάνα στα κατασκευαστικά έργα, φαινόταν αποτελεσματικό.      

 

Ô

 

Έξω από το συνεργείο, με τα μανίκια της φόρμας μαζεμένα ψηλά ο Γιάννης ήταν χωμένος μέσα στη μηχανή ενός αυτοκινήτου. Από την εργασία του τον απέσπασε ένα αυτοκίνητο που σταμάτησε κοντά του και από μέσα βγήκε μια νέα γυναίκα.

-Παρακαλώ; Έστρεψε όλο το ενδιαφέρον του στην κοπέλα.

-Θα ήθελα να αφήσω το αυτοκίνητο μου για έλεγχο. Είπε ενώ έριξε κάνα δυο ματιές προς το εσωτερικό του συνεργείου.

-Φυσικά, είμαστε ειδικοί σε έλεγχους αυτοκινήτων… δεν πρόλαβε να τελειώσει την φράση του, όταν μέσα από το συνεργείο αναδύθηκε ο Δημοσθένης, λερωμένος με γράσο ενώ το μέτωπο του γυάλιζε από ιδρώτα και λάδι μηχανής.

-Μάρθα! Αναφώνησε χαρούμενος και πλησίασε.

-Δημοσθένη! Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω. Έφερα το αυτοκίνητο για έλεγχο πριν ξεκινήσω τις εκδρομές στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου.

-Αυτό είναι; Είπε και έδειξε ένα χαμηλό και γρήγορο αυτοκίνητο.

-Ναι.

-Με αυτό δεν πρόκειται να πας πουθενά. Έχεις υπόψη σου για τι δρόμους μιλάμε;

-Λίγο πολύ ναι, αλλά δε μου περισσεύουν να αγοράσω άλλο αυτοκίνητο τώρα. Το βλέμμα του Δημοσθένη έπεσε πάνω στο Γιάννη που είχε παρατήσει τη δουλειά του και παρακολουθούσε τη συζήτηση τους, κοιτώντας μία τον έναν μία την άλλη με ένα πονηρό χαμόγελο σχηματισμένο στα χείλη.

-Γιάννη, εσύ δουλειά δεν έχεις;

-Πως; Απλά περιμένω να δω που θα καταλήξουμε, να αναλάβω τον έλεγχο του αυτοκινήτου;

-Ο Έλεγχος θα γίνει ούτως ή άλλως, είπε στο Γιάννη και έπειτα στράφηκε στη Μάρθα, αλλά εσύ δε θα κάνεις με αυτό το γύρω του ηπειρώτικου διαμερίσματος. Θα σου δώσω τα κλειδιά του τζιπ!

-Όχι αποκλείεται.

-Σε παρακαλώ. Άλλωστε καλό θα του κάνει να το κινήσεις και λίγο, το κινώ μόνο όταν είναι να πάω στο χωριό, δε βολεύει τόσο για την πόλη, οπότε χάρη θα μου κάνεις.

-Και με αυτό;

-Θα το κρατήσουμε εδώ να το ελέγξουμε, και όταν είναι έτοιμο θα στο δώσουμε.

-Δε νομίζω ότι υπάρχει αρκετός χώρος να παρκάρω και τα δυο αμάξια στη γειτονιά μου.

-Θα το βάλω στο γκαράζ του σπιτιού μου τότε, στη θέση του τζιπ. Τι λες, σύμφωνοι;

-Αααχ Δημοσθένη, ειλικρινά δεν μπορείς να φανταστείς πόσο μεγάλη χάρη σου χρωστάω. Δεν ξέρω πώς να σε ευχαριστήσω.

-Δεν χρειάζεται να με ευχαριστήσεις. Πάω μέσα να βγάλω τη φόρμα και πάμε στο σπίτι να σου δώσω το τζιπ; Η Μάρθα έγνεψε θετικά και εκείνος έριξε μια ενοχλημένη ματιά στο Γιάννη που με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος συνέχιζε να τους παρακολουθεί.

-Δουλειά εσύ, του είπε επιστρέφοντας, πριν καθίσει στη θέση του συνοδηγού δίπλα στη Μάρθα, για να πάνε στο σπίτι του, να ανταλλάξουν τα αυτοκίνητα. 

Επιστρέφοντας πίσω στο συνεργείο με το αυτοκίνητο της Μάρθας ο Γιάννης τον περίμενε. Ο Δήμος βγήκε από μέσα σφυρίζοντας χαμογελαστός.

-Πολλά κέφια αφεντικό! Σχολίασε ειρωνικά, κόβοντας την όρεξη του Δημοσθένη που απάντησε με ένα ενοχλημένο «ΝΑΙ». Ξέρεις πως ξεχωρίζει ο μορφωμένος αφεντικό; Απλά γύρισε και τον κοίταξε. Ηπειρώτικο διαμέρισμα;

-Η Ελλάδα χωρίζεται σε διαμερίσματα, Πελοπόννησος, Στερεά Ελλάδα, Ήπειρος, Μακεδονία, Θεσσαλία, Θράκη.

-Δεν χρειάζομαι μάθημα Γεωγραφίας, αφεντικό, ούτε το κορίτσι φαίνεται να χρειάζεται. Και επιπλέον τι εμφάνιση ήταν αυτή που έκανες, να λαμποκοπάει το μέτωπο σου από λάδι, χάθηκε λίγο γράσο να σε κάνει πιο αρρενωπό;

-Τι χάλια ήμουνα; Ρώτησε και έσκυψε στον καθρέφτη του αυτοκινήτου να κοιταχτεί, μορφάζοντας δυσαρεστημένος από την εικόνα του εαυτού του.

 

Ô

 

Ο Χριστόφορος Κοσυφάκης ήταν δήμαρχος της περιοχής της Άρτας για πολλές τετραετίες. Υπέρμετρα φιλόδοξος, ήλπιζε σύντομα από δήμαρχος να γίνει βουλευτής και γιατί όχι να μην πάρει και κάποιο χαρτοφυλάκιο. Οι δημότες της Άρτας ήθελε να πιστεύει ότι ήταν ιδιαίτερα ικανοποιημένοι με το έργο του, άλλωστε ήταν δήμαρχος για πάνω από τρεις τετραετίες, εκτός του ότι πάντα εκλεγόταν στο δημοτικό συμβούλιο, οπότε γιατί να μην του δώσουν τη ψήφο τους για να γίνει βουλευτής όταν θα τη ζητούσε. Συμφοιτητής και φίλος του Πέτρου Χαΐτογλου άκουσε με προσοχή όσα είχε να του πει ο γιος του παλιού φίλου του.

-Έρχομαι σαν εκπρόσωπος της εταιρείας μας. Βέβαια η σημερινή συνάντηση είναι άτυπη και πάνω απ’ όλα φιλική.

-Τα έργα οδοποιίας, όπως είπα και στον πατέρα σου, είναι εύκολο να του δοθούν. Τα τουριστικά έργα όμως σχεδόν αδύνατον. Τα περισσότερα χρήματα από τα ευρωπαϊκά κονδύλια στρέφονται εκεί, είναι πάρα πολύ μεγάλη επιχείρηση.

-Κι εμείς μια πολύ μεγάλη εταιρεία!

-Αυτό το ξέρω, αλλά η απόφαση θα έρθει κατόπιν διαγωνισμού απ’ το δημοτικό συμβούλιο.

Ενημερωμένος καλά ο Νίκος με ποιο τρόπο μπορείς να κερδίσεις παρόμοιες συμφωνίες από ανθρώπους που το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να ανέλθουν πολιτικά, άρχισε να του εκφράζει το θαυμασμό του για το πόσο ακμάζουσα παρά την οικονομική κρίση βρήκε την πόλη, όταν την είχε επισκεφτεί προ λίγων ημερών. Στο τέλος του κατέστησε σαφές ότι ο πατέρας του ήταν το κλειδί για να μπει στη βουλή. Δεν χρειαζόταν κάτι παραπάνω, για να πάρεις πρέπει να δώσεις, ήταν νόμος και ο Χριστόφορος τον ήξερε καλά. Και φυσικά πρέπει να κρατάς ικανοποιημένους τους ανθρώπους που είναι πρόθυμοι να σε βοηθήσουν.

-Θέλουμε να ξέρουμε τις προσφορές των άλλων εταιρειών τρεις μέρες πριν τη λήξη του διαγωνισμού. Για να σας κάνουμε την καλύτερη πρόταση. Με τον τρόπο αυτό κι ο δήμος σας κερδίζει, κι εμείς. Άλλωστε ποιος θα αρνηθεί στην καλύτερη προσφορά να αναλάβει το έργο;

-Και ποιος θα αναλάβει την επίβλεψή του;

-Μην ανησυχείτε γι’ αυτό, θα αναλάβω προσωπικά το έργο. Μάλιστα θα έρθω να εγκατασταθώ στην Άρτα, τουλάχιστον για ένα μεγάλο διάστημα.  

-Εντάξει, σύμφωνοι λοιπόν, θα σας βοηθήσω να πάρετε το έργο. Άλλωστε πιστεύω ότι αυτό είναι το πιο σωστό για το δήμο μου. Ολοκλήρωσε την πρόταση του με στόμφο.  

 

Ô

 

Πρώτος προορισμός της τα Ιωάννινα, η Μάρθα γύριζε με το τζιπ του Δημοσθένη και τη φωτογραφική της ακουμπισμένη στη θέση του συνοδηγού. Με τον ενθουσιασμό μικρού παιδιού πήγαινε από εδώ κι από εκεί τραβώντας φωτογραφίες. Ποιος θα της το έλεγε λίγο καιρό πριν, όταν έφευγε από την Αθήνα απογοητευμένη και ντροπιασμένη από τις δικές της και μόνο πράξεις ότι θα έφτανε στην Άρτα και όλα θα δούλευαν ρολόι, ή σχεδόν όλα, αναθεώρησε μόλις θυμήθηκε ότι ο Νίκος της είχε ακολουθήσει στην Άρτα και ήξερε και που έμενε και που δούλευε και το νέο κινητό της, αλλά πάλι μετά την ανθοδέσμη δεν είχε άλλη επαφή μαζί του, άλλωστε τι θα έκανε, θα ερχόταν να εγκατασταθεί στην πόλη, πολύ αμφέβαλε, ακόμα και να το έκανε στο τέλος θα βαριόταν και θα επέστρεφε πίσω στην Αθήνα, δεν είναι για όλους η καλογερική. Οπότε ναι, μπορούσε να πει ότι όλα πήγαιναν ρολόι, όχι μόνο είχε βρει δουλειά σχεδόν αμέσως, χάρη στο θείο της, όμως να που έκανε και το όνειρο της πραγματικότητα με το να βγάζει φωτογραφίες για μια έκθεση η οποία μπορεί να ταξίδευε και σε άλλες πόλεις, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Ας συγκρατούσε όμως τον ενθουσιασμό της γιατί δεν ήταν ακόμα βέβαιη για το τελευταίο. Επίσης είχε γνωρίσει έναν νέο άντρα αρκετά ενδιαφέρον, δάγκωσε τα χείλη της μόλις έκανε την σκέψη. Τι θα γινόταν μαζί της, στιγμή δεν άντεχε να είναι μόνη της; Με το Δημοσθένη άλλωστε ήταν απλώς φίλοι, ήταν αρκετά πληγωμένος ακόμα από το χωρισμό του με την, πως τη λέγανε να δεις, Ελπίδα;! Καλά πως είναι δυνατόν να έχεις δικό σου έναν άντρα σαν εκείνον και να μην πετάς στα ουράνια με την πρόταση γάμου. Βέβαια αν ήθελε να είναι απόλυτα αντικειμενική κάποιες άλλες θα σκεφτόταν ακριβώς το ίδιο για το Νίκο ή και το Στέφανο, και ίσως να μην είχαν άδικο. Όμως εκείνη τα είχε ανακατέψει τόσο πολύ που δεν μπορούσε στο τέλος να μείνει ή με τον έναν ή με τον άλλον, έτσι απλά! Όμως ένιωθε ότι αν στη θέση του Νίκου ή του Στέφανου ήταν ο Δημοσθένης ποτέ δε θα είχε ανάγκη να μπλέξει και με άλλον άντρα και να συντηρεί μια άρρωστη κατάσταση όπως! Και μάλιστα απ ότι αποδείχτηκε ιδιαίτερα εκδικητικούς. Από την άλλη ποιος δε θα γινόταν εκδικητικός αν μάθαινε ότι ο σύντροφος του έχει εραστή. Έπρεπε να το κρατήσει κρυφό από το Δημοσθένη, μπορεί να ήταν φίλοι, αλλά πληγωμένος από την άλλη δε θα έδειχνε και πολλή κατανόηση! Και όχι άδικα, αφού και η ίδια αναγνώριζε τη βλακεία της. Φαντάσου τι θα σκεφτόταν αν ενημερωνόταν από το Νίκο ας πούμε, ούτε να το σκέφτεται δεν ήθελε. Το κινητό στην τσέπη της χτύπησε και εκείνη κοίταξε στην οθόνη την ένδειξη «ΜΑΝΑ» που αναβόσβηνε, μάλιστα, την κυρά Αγγελική την είχε ξεχάσει. Όμως έπρεπε να υπάρχει και κάτι στην επιστροφή στη γενέτειρα της να τη βασανίζει ώστε να μην την φθονήσουν οι Θεοί. Μετά από μια σύντομη συζήτηση που ως κύριο θέμα είχε που χάθηκε τόσο καιρό και γιατί δεν ξαναπέρασε από το πατρικό της, έκλεισε το τηλέφωνο και συνέχισε να τραβάει φωτογραφίες. Λίγα λεπτά αργότερα το κινητό ξαναχτύπησε και με την σκέψη ότι πιθανόν να είναι πάλι η μάνα της απάντησε κουρασμένα χωρίς να κοιτάξει την ένδειξη.

-Τι κάνει η ωραία φωτογράφος του δήμου μας;

-Δημοσθένη! Είπε με χαρά. Που είσαι;

-Στο συνεργείο.

-Σάββατο απόγευμα και είσαι στο συνεργείο; Πολλές υπερωρίες δεν κάνεις; Είπε και έκανε λίγα βήματα μπροστά!

-Ναι, έπρεπε να παραδώσουμε ένα αμάξι οπωσδήποτε σήμερα και μας πήρε η ώρα. Εσύ;   

-Στα Ιωάννινα, στο κάστρο.

-Ναι, νομίζω ότι σε βλέπω.

-Πως με βλέπεις; Είπε και γέλασε ενώ παραπάτησε και πήγε να πέσει, δυο δυνατά χέρια για άλλη μια φορά τη συγκράτησαν, γύρισε ξαφνιασμένη να κοιτάξει πίσω της και είδε το Δημοσθένη που έκλεινε το τηλέφωνο του και της χαμογελούσε. Τι κάνεις εδώ; Είπε κρατώντας το κινητό ακόμα στο αυτί της.

-Μπορεί να είναι αγενές αλλά στο έκλεισα, οπότε καλύτερα… είπε και της πήρε το κινητό από το χέρι. Επίσης πρέπει να γίνεις πιο προσεχτική, είναι η δεύτερη φορά που σε πετυχαίνω να πας να πέσεις.

-Και με συγκράτησες πριν σωριαστώ και γίνω εντελώς ρεζίλι.

-Μα σου είπα, αφού σε έσωσα μια φορά είμαι υπεύθυνος πλέον για σένα, αλλιώς αν είναι να μου πάθεις κάτι, πάει στράφι και η πρώτη διάσωση.

-Οπότε να υποθέσω ότι ως φύλακας άγγελος ήξερες ότι κινδύνευα;

-Αυτό και επίσης σκέφτηκα αφού τη Δευτέρα δεν κατάφερα να έρθω να σε βρω να πιούμε εκείνο τον καφέ στην Άρτα, τι θα έλεγες να έκανες ένα διάλειμμα και να πάμε στο μόλο να τον πιούμε;

-Αν πηγαίναμε πρώτα στο νησάκι και πίναμε τον καφέ μετά;

-Εσύ είσαι το αφεντικό οπότε όπως θες. Πάμε; είπε και της πρόσφερε το χέρι του.    

 

Ô

 

Φουριόζος ο Χριστόφορος μπήκε στην κατοικία του κρατώντας ένα φάκελο, η Αντιγόνη, σηκώθηκε από τον καναπέ που ξεφύλλιζε ένα περιοδικό και τον κοίταξε απορημένη. Εκείνος κοίταξε τη σύζυγο του και τη θαύμασε, ήταν μια από τις ομορφότερες γυναίκες που είχε συναντήσει ποτέ στη ζωή του. Μόλις είχε κλείσει τα σαράντα πέντε και έμοιαζε τουλάχιστον δέκα χρόνια μικρότερη. Το κορμί της δεν είχε επηρεαστεί ούτε από τη γέννηση της κόρης τους, είκοσι ένα χρόνια πριν, ούτε από τον πέρασμα των ετών. Βέβαια είχε στη διάθεση της αρκετό χρήμα αλλά και χρόνο να περιποιείται τον εαυτό της, δεν είχε εργαστεί ποτέ, παρά μόνο λίγα χρόνια ως γραμματέας του. Τον είχε εντυπωσιάσει με την πρώτη ματιά, καστανή με δυο τεράστια πράσινα μάτια, έξυπνη και ταχύτατη, τα προλάβαινε όλα για εκείνον πριν από εκείνον. Γρήγορα ανέλαβε και άλλες υποχρεώσεις εκτός από το να διεκπεραιώνει τις δουλειές του γραφείου. Σύντομα έγινε η επίσημη αγαπημένη του και την παντρεύτηκε αφού σαράντα χρονών τότε ο Χριστόφορος έπρεπε να νοικοκυρευτεί, να κάνει οικογένεια και να δίνει την εντύπωση στους συμπολίτες και μελλοντικούς ψηφοφόρους, του οικογενειάρχη που σέβεται τις παραδόσεις. Άλλωστε ήταν στην επαρχία και η οικογένεια είναι ένας θεσμός που σέβεται ολόκληρο το έθνος. Χαμογέλασε στη γυναίκα του, που με την εικόνα αυτή θα ταίριαζε περισσότερο σε σύζυγο πρωθυπουργού απ’ ότι ενός απλού δημάρχου. Ποιος ήξερε όμως, στο μέλλον αν έμπαινε στο κοινοβούλιο και γινόταν υπουργός, αργότερα μπορεί και να κυβερνούσε τη χώρα, άλλωστε αυτή η κρίση είχε κάνει τα πάντα τόσο ρευστά. Από παιδί ονειρευόταν τη φωτογραφία του στον χάρτη των πρωθυπουργών της Ελλάδος. Κατέβασε το πόδι από το πρώτο σκαλί και κατευθύνθηκε προς το καθιστικό που στεκόταν η γυναίκα του και τον κοίταζε, της έδωσε ένα φιλί στα χείλη.

-Αύριο θα φύγω για την Αθήνα; Πάω να ετοιμάσω τη βαλίτσα μου.

-Πως έτσι βιαστικά;

-Πρέπει να συναντήσω τον Πέτρο Χαΐτογλου. Η συμμαχία μαζί του είναι μια μεγάλη ευκαιρία για μένα, ειδικά τώρα που θέλω να με τοποθετήσουν στο ψηφοδέλτιο, αρκετά με το δήμο δε νομίζεις!  

-Αν το νομίζεις εσύ!

-Ήρθε η ώρα για το κοινοβούλιο αγάπη μου και γιατί όχι και για κάποιο υπουργείο. Εκείνη τον πλησίασε και τον χάιδεψε στα μαλλιά, βάζοντας το πόδι της ανάμεσα στα δικά του.

-Μμμ, μιλάω λοιπόν με τον κύριο υπουργό, είπε και τον φίλησε, και που θα μείνουμε στην Αθήνα;

-Δεν το θεωρώ αναγκαίο αυτό, άλλωστε δεν πρέπει να αποξενωθούμε από τους ψηφοφόρους μας. Πρέπει να είμαστε πάντα στο πλευρό τους. Ίσως βέβαια νοικιάσουμε και κάποια οικία στην Αθήνα, για τον καιρό που θα βρισκόμαστε εκεί. Η Αντιγόνη συνέχισε τα χάδια και τα φιλιά

-Που;

-Δεν ξέρω, Μαρούσι, Αμπελόκηπους.

-Κηφισιά, Εκάλη, Δροσιά. Δε θα μπορούσε ο κύριος υπουργός και η κυρία του να ζουν όπου κι όπου!

-Μμ, άρχισαν και οι φιλοδοξίες βλέπω μωρό μου.

-Σιγά τις φιλοδοξίες, είπε και τον φίλησε στο στόμα, και που τον ξέρεις τον Χαΐτο­γλου;

-Γνωριζόμαστε από το πανεπιστήμιο. Ήμασταν και οι δύο στην ίδια παράταξη, νέοι και ιδεολόγοι! Στη συνέχεια αυτός ασχολήθηκε με τις επιχειρήσεις κι εγώ με την πολιτική. Κι οι δυο μας πετύχαμε. Αυτός βέβαια τα πήγε πολύ καλά.

-Και είναι σίγουρο πως θα σε βοηθήσει;

-Ο Πέτρος βοηθάει πάντα τους δικούς του ανθρώπους, κι εκτός αυτού το αντάλλαγμα που θα του δώσω είναι μεγάλο. Τα έργα στην περιοχή μας έχουν ένα υπολογίσιμο budget που πολλές εταιρείες θα ήθελαν να ’χουν στα ταμεία τους!

-Ώστε θα παρανομήσουμε κύριε δήμαρχε; Σχολίασε συνεχίζοντας τα ερωτικά τους παιχνίδια.

-Δε θα το ’λεγα, απλώς θα εξυπηρετήσουμε ένα φίλο κι αυτός με τη σειρά του θα μας το ανταποδώσει! Γι αυτό είναι οι φίλοι! Καιρός άλλωστε είναι μετά τα όσα έχω δώσει σους συμπολίτες μου, να κάνω το επόμενο μεγάλο βήμα. Ούτως ή άλλως πάλι σ’ αυτούς θα επιστραφούν τα ανταλλάγματα απ’ τη θέση μου!

-Πονόψυχε, είπε παρασύροντας τον στον καναπέ, έχοντας ξεκουμπώσει το πουκάμισο του, το αφαίρεσε ενώ εκείνος είχε ανοίξει το φερμουάρ του φορέματος της και έχοντας το απομακρύνει από τους ώμους της εκείνο είχε κυλίσει από το βελούδινο κορμί της Αντιγόνης στο πάτωμα χωρίς δυσκολία. Θα μου πεις ότι τους συμπολίτες σου σκέφτεσαι.

-Ναι, μόνο αυτούς! Είπε φιλώντας τη, περίεργο σου φαίνεται; 

 

Το επόμενο απόγευμα ο Χριστόφορος θα βρισκόταν καθισμένος απέναντι από τον παλιό φίλο και συμφοιτητή του Πέτρο Χαΐτογλου, στο προσωπικό του γραφείο στο πολυτελές σπίτι στην Κηφισιά, θα έπαιρνε τις διαβεβαιώσεις που χρειαζόταν για την πορεία της πολιτικής του καριέρας, ενώ θα του παρέδιδε στα χέρια την καλύτερη πρόταση για τον δημοτικό διαγωνισμό, εκείνη της Πανηπειρωτικής Κοινοπραξίας.                           

Ô

 

Καθισμένοι σε ένα ταβερνάκι στο Μόλο περίμεναν το σερβιτόρο να τους φέρει το φαγητό ενώ η Μάρθα τραβούσε φωτογραφίες δεξιά, αριστερά τον κόσμο που καθόταν και ή τρώγοντας ή πίνοντας απλά έναν καφέ απολάμβανε το ανοιξιάτικο απόγευμα στην πρωτεύουσα της Ηπείρου.

-Τι λέει το πρόγραμμα μας για αύριο;

-Θα έρθεις και εσύ! Ρώτησε χαρούμενη.

-Δε θες;

-Φυσικά και θέλω, η δουλειά είναι πιο ευχάριστη με καλή παρέα, μόνο που φοβάμαι μήπως σε κουράσω.

-Αν με κουράσεις θα κάνω κατάσχεση στην φωτογραφική σου.

-Δημοκρατικό.

-Που ισχύει η δημοκρατία για να ισχύσει εδώ;

-Σκέφτεσαι να ρητορεύσεις, τον ρώτησε και του χάρισε ένα πλατύ χαμόγελο.

-Νομίζω ότι δεν έχω την ίδια ικανότητα με το συνονόματο μου, οπότε λέω να το αφήσω για την ώρα. Θα μου αποκαλύψεις το πρόγραμμα ή θες να το σκάσεις το πρωί μόνη σου!

-Σκεφτόμουν την Κόνιτσα!

-Αν είναι έτσι το βράδυ θα μπορούσαμε να μείνουμε στη Μονή Μολυβδο­σκέ­πα­στης.

-Έφτιαξες κιόλας το πρόγραμμα μας;

-Ελπίζω να μη γίνομαι φορτικός!

-Το αντίθετο, συνήθως λειτουργώ χωρίς πλάνο, οπότε χρειάζομαι ένα σπασικλάκι να φτιάχνει το πρόγραμμα, είπε βάζοντας τα γέλια.

-Ά ώστε έτσι, λοιπόν και που θα κοιμηθείς απόψε;

-Σκεφτόμουν να επιστρέψω σπίτι αλλά μιας και καθυστερήσαμε, σε κάποιο ξενοδοχείο. Εσύ φαντάζομαι θα έχεις κλείσει ήδη δωμάτιο!

-Δεν χρειάζεται, έχω τα κλειδιά από το σπίτι ενός φίλου μου. Αν δεν βρεις δωμάτιο μη μου ζητήσεις φιλοξενία.

-Αν δεν βρω, θα φύγω αμέσως για Κόνιτσα! Πάντως είσαι πολύ καλός ξεναγός. Πρέπει να στο παραδεχτώ. Η ιδέα που είχες να πάμε στη μονή των Φιλλα­ν­θρω­πινών ήταν εξαιρετική, κοίτα πόσο ωραία φαίνεται η πόλη των Ιωαννίνων, είπε και κάθισε δίπλα του να χαζέψουν τις φωτογραφίες από την οθόνη της μηχανής της.

 

Κουρασμένοι από την περιήγηση στη Κόνιτσα και με μια Μάρθα να μην έχει αφήσει από το χέρι της τη φωτογραφική, άραξαν σε ένα καφενεδάκι. Μέσα σε δυο λεπτά ένας ηλικιωμένος άντρας φορώντας μια λευκή ποδιά στη μέση εμφανίστηκε μπροστά τους για την παραγγελία, βαρύ γλυκό η Μάρθα, μέτριο ο Δημοσθένης. Ένα πονηρό χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη της, όταν είδε κάποιες φωτογραφίες που είχε τραβήξει το Δημοσθένη και που εκείνος δεν το είχε αντιληφθεί. Ένας αναστεναγμός ξέφυγε από μέσα της και έκλεισε την κάμερα. Πριν προλάβει εκείνος να ρωτήσει τι της συνέβαινε εμφανίστηκε ο καφετζής με τους καφέδες. Άδειο σχεδόν το μαγαζί, με δυο ακόμα παρέες, μια να παίζει κολτσίνα και με δυο άλλους τύπους να ρίχνουν τα ζάρια στο τάβλι ο καφετζής ζήτησε την άδεια να καθίσει λίγο μαζί τους. Η κουβέντα τους στάθηκε περισσότερο στο πως είχε ερημώσει ο τόπος τους, ακόμα και με την κρίση ελάχιστοι ήταν εκείνοι που είχαν επιστρέψει, οι περισσότεροι προτιμούσαν να φύγουν για το εξωτερικό. «Δεν τους αδικώ, τόσα χρόνια σπούδαζαν για να επιστρέψουν πίσω να σκοτώνονται με τη γη και να εξαρτώνται από ένα σωρό εξωτερικούς παράγοντες! Να παλεύουν με το χώμα και να έρχονται οι μεσάζοντες να τους πληρώνουν σα να είναι ζητιάνοι και μετά στην Αθήνα και στις άλλες πόλεις να τα αγοράζει ο κόσμος χρυσάφι! Και εγώ δεν ξέρω πόσες φορές επάνω από αυτό που πληρώθηκε ο παραγωγός. Πάντα ήμασταν να μας κλαίνε οι ρέγκες στην επαρχία αλλά ήρθε η κρίση και μας αποτελείωσε. Και αυτοί οι αλήτες οι πολιτικοί μόνο την ψήφο μας ξέρουν να ζητάνε, όταν πάρουν τα γαλόνια, είπε και χτύπησε χαρακτηριστικά το μπράτσο του «όταν περάσουν την πόρτα του δημαρχείου ή της βουλής, σα να έχουν φάει λοτούς μας ξεχνάνε, και μας θυμούνται ξανά λίγο πριν τις επόμενες εκλογές, για να μας ξεχάσουν πάλι, κύκλος που δεν τελειώνει ποτέ, γαμώ τους Μαυρογιαλούρηδες μου γαμώ! Πάω να σας ετοιμάσω κάτι να φάτε, μια χωριάτικη, καμιά ομελέτα, έτσι παιδιά μου;» είπε και αφού συμφώνησαν, χάθηκε μέσα στο μαγαζί του.

-Πότε θα φύγεις; Ρώτησε η Μάρθα το Δημοσθένη.

-Που να πάω;

-Δεν έχεις δουλειά αύριο;

-Ποτέ δεν περίμενα ότι θα με διώξεις με τόσο φτηνή δικαιολογία. Της είπε θέλοντας να την πειράξει.

-Δεν είναι ο σκοπός μου να σε διώξω.

-Τότε, ποιος είναι ο σκοπός σου;

-Να σε κρατήσω. Απάντησε δειλά και κοίταξε αλλού κοκκινισμένη, μα τι στην ευχή της συνέβαινε, παλιά της έβγαινε τόσο αβίαστα το να φλερτάρει και να που τώρα κοκκίνιζε όταν του μιλούσε. Να ένιωθε ενοχές για τα σφάλματα της Αθήνας, να είχε χάσει απλά τη φόρμα της, ή να φοβόταν πως θα το έπαιρνε εκείνος. Από την άλλη το ότι εκείνος ήταν μαζί της, χωρίς να δείχνει καμία διάθεση να φύγει, ήταν ένα ξεκάθαρο μήνυμα ότι τουλάχιστον η παρέα της του άρεσε, αλλά πάλι δεν έπρεπε να ξεχνάει τον παράγοντα με το όνομα Ελπίδα. Η ίδια ήταν μάρτυρας πόσο τον είχε τσακίσει η άρνηση της, τότε που είχε πέσει επάνω της κρατώντας την ανθοδέσμη. Αν στη Μάρθα έβλεπε κάποια που απλά θα τον έκανε να ξεχάσει, αλλά ουσιαστικά δεν ένιωθε κάτι, πάντα θα είχε να φοβάται ότι αν εκείνη η άλλη κουνούσε το μικρό της δαχτυλάκι εκείνος θα επέστρεφε τρέχοντας κοντά της, και η Μάρθα δεν ήθελε για τον εαυτό της το ρόλο αυτό.

-Αφού ο σκοπός σου είναι να με κρατήσεις πρέπει να το γιορτάσουμε, πάω να φέρω μπύρες. Α! όσο γι αυτό που με ρώτησες, λέω να δώσω άδεια στον εαυτό μου λίγες μέρες, μέχρι τουλάχιστον να με βαρεθείς, άλλωστε τι στην ευχή αφεντικό θα ήμουνα αν δεν είχα δικαίωμα να λείπω όταν μου έκανε κέφι.

-Και με τη δουλειά;

-Μην ανησυχείς είναι ο Γιάννης, στην πραγματικότητα στα αυτοκίνητα είναι πιο άξιος από μένα, εγώ είμαι εκεί απλά για να του κάνω τη ζωή μαρτύριο, αν παρουσιαστεί ανάγκη θα μου πει να τσακιστώ να κατέβω κάτω και να παρατήσω την ντόλτσε βίτα.

-Έτσι σου μιλάει ο υπάλληλος σου;

-Έτσι και χειρότερα, βλέπεις είμαι ένας σοσιαλιστής εργοδότης που έχω δώσει πολλά δικαιώματα στο μοναδικό μου υπάλληλο για να μου κάνει τη ζωή πατίνι, άλλωστε ο Γιάννης είναι σαν αδερφός μου. Είπε και πήγε στο ψυγείο για να πάρει δυο μπύρες.

 

Ô

 

Η μέρα που θα ανακοινώνονταν οι νικητές του διαγωνισμού είχε φτάσει, το δημοτικό συμβούλιο στην αίθουσα συνεδριάσεων εξέταζε τις προτάσεις των εταιρειών για τα έργα. Η περισσότερο συμφέρουσα ήταν εκείνη του Πέτρου Χαΐτογλου, αν και οριακά από εκείνη της Πανηπειρωτικής Κοινοπραξίας. Τα μέλη του συμβουλίου είχαν διχαστεί. Κάποιοι υποστήριζαν ότι αφού η διαφορά ήταν τόσο μικρή έπρεπε να προτιμήσουν να δώσουν τα έργα σε μια τοπική επιχείρηση η οποία θα ωφελούσε τους συμπολίτες τους, προσλαμβάνοντας εργάτες από την ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου, από το να διαλέξουν την αθηναϊκή επιχείρηση. Ο Χριστόφορος χωρίς να ιδρώνει για την απόφαση, καθισμένος στη θέση του έδειχνε ότι λάβαινε σοβαρά υπόψη του τα όσα του έλεγαν τα υπόλοιπα μέλη του συμβουλίου. Στο τέλος κατέληξε με λύπη, ότι παρά του ότι εν μέρη είχαν δίκιο όλοι όσοι υποστήριζαν ότι τη δουλειά έπρεπε να την αναλάβει η Πανηπειρωτική Κοινοπραξία, ως τοπική εταιρία, από την άλλη αφού είχαν κάνει διαγωνισμό και η πρόταση της «HIGH» ήταν καλύτερη, ήταν υποχρεωμένοι να δώσουν τη δουλειά να την αναλάβει ο Χαΐτογλου, ειδάλλως θα έχαναν την αξιοπιστία τους. Τελικά με τη λήξη του συμβουλίου και με πολλούς να ακολουθούν τυφλά την άποψη του δήμαρχου τους, όπως ήταν αναμενόμενο, η εταιρεία HIGH θα αναλάμβανε τα έργα ενώ ο Χριστόφορος μπορούσε και επίσημα να οραματίζεται μια θέση στο ελληνικό κοινοβούλιο, εκείνος είχε βοηθήσει με το παραπάνω τον παλιό φίλο και συμφοιτητή του, τώρα είχε έρθει η ώρα να αρχίσει και εκείνος σαν εργολάβος που ήταν, να του στρώνει τον δρόμο προς το Σύνταγμα.

            Κατευθυνόμενος προς το γραφείο του ο Χριστόφορος έπρεπε να αντιμετωπίσει το θυμό του προέδρου της Πανηπειρωτικής ο οποίος είχε ενημερωθεί για το ότι δεν είχε αναλάβει το έργο. Με ένα ειρωνικό ευχαριστώ και την οργή ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του τον υποδέχτηκε έξω από το γραφείο. Ο δήμαρχος έμεινε να τον ακούει παίρνοντας ένα λυπημένο και συγκαταβατικό ύφος ότι καταλάβαινε την απογοήτευση του όμως ήταν πάνω από τις δυνάμεις του, από την στιγμή που είχε κάνει καλύτερη πρόταση η εταιρεία «HIGH» όσο και αν επιθυμούσε να δώσει τη δουλειά στην Πανηπειρωτική θα έχανε το κύρος του τόσο ο ίδιος όσο και ο δήμος του. Αφήνοντας ο άλλος φανερά αιχμές ότι ήταν μπλεγμένος και ο Χριστόφορος με το ότι εμφανίστηκε η Αθηναϊκή εταιρεία μία μέρα πριν το διαγωνισμό κάνοντας μάλιστα μια οριακά πιο συμφέρουσα πρόταση από εκείνη της Κοινοπραξίας. Ο Χριστόφορος έχοντας μπει για τα καλά στο πετσί του ρόλου στην αρχή έδειξε να εκπλήσσετε και μετά να θυμώνει με τα υπονοούμενα, μόνο με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να ξεφορτωθεί τον φορτικό. Ενώ δεν έδειξε να συγκινείται ούτε για το ότι πολλοί Αρτινοί εργάτες θα απολύονταν εξαιτίας της απόφασης του, ούτε για την ταφόπλακα που έμπαινε στην Κοινοπραξία, μιας και ο ίδιος είχε συμβουλέψει τον πρόεδρο της να στραφεί εξολοκλήρου στα συγκεκριμένα έργα. Στο τέλος προσπάθησε να μαλακώσει τον πρόεδρο της Πανηπειρωτικής όμως εκείνος έφυγε έξω φρενών φωνάζοντας του ότι από εδώ και πέρα να τον υπολογίζει για εχθρό του. Μπροστά σε κάποιους υπαλλήλους του δήμου που είχαν παρακολουθήσει το επεισόδιο, κούνησε το κεφάλι απογοητευμένος και μπήκε στο γραφείο του ζητώντας από την γραμματέα του να τον αφήσει για λίγο μόνο, κλείνοντας πίσω του την πόρτα χαμογέλασε σκεπτόμενος ότι από την στιγμή που είχε υποστηριχτή τον Πέτρο Χαΐτογλου με τις τόσες γνωριμίες πως θα μπορούσε να τον ζημιώσει ένα απλός πρόεδρος μια τοπικής επιχείρησης, ειδικά από την στιγμή που έβαζε πλώρη για το κοινοβούλιο και θα άφηνε την χαρά της τοπικής αυτοδιοίκησης σε άλλους.     

           

Ô

           

Τα τρία κορίτσια είχαν αράξει στο δωμάτιο της Ελπίδας. Η Χριστίνα καθόταν στην καρέκλα του γραφείο χαζεύοντας ένα περιοδικό, η Ελένη ξαπλωμένη στο κρεβάτι και η Ελπίδα πηγαινοερχόταν ψάχνοντας διάφορα πράγματα. Η Ελένη τινάχτηκε όρθια και ρώτησε την Ελπίδα για το τι είχε απογίνει ο ωραίος Αθηναίος, κάτι που τράβηξε την προσοχή της Χριστίνας που σήκωσε το κεφάλι της από το περιοδικό και κοίταξε την Ελπίδα αναμένοντας την απάντηση της.

-Ο ωραίος Αθηναίος στην Αθήνα. Απάντησε αδιάφορα η Ελπίδα.

 -Δεν τον ξαναείδες;

-Όχι, αν και δεν μπορώ να αρνηθώ ότι πολύ θα ήθελα να τον ξαναδώ.

-Πηδηχτήκατε; Καλά εσύ, σιγανό ποταμάκι… απάντησε στο απαξιωτικό βλέμμα που της έριξε η Χριστίνα.

-Τι εννοείς σιγανό ποταμάκι; Τη ρώτησε εκείνη αρπαγμένη.

-Κορίτσια μη μαλώνετε. Και Ελένη ναι, μου ήταν αδύνατο να πω όχι σε μια εμπειρία με έναν τέτοιον άνθρωπο.

-Πες μου όλες τις λεπτομέρειες, που, πότε, πόσες φορές πως…

-Τι λέτε; Δε σας καταλαβαίνω.

-Άστο εσύ, δεν είναι για σένα αυτά μικρή παρθένα!

-Βρε δεν πας στο διάολο.

-Αμάν βρε Ελένη, σταμάτα να την πειράζεις. Τίποτα Χριστίνα μου, να γνώρισα έναν Αθηναίο που ήταν περαστικός από την Άρτα, ε! και καταλαβαίνεις.

-Δεν άφησες την ευκαιρία να πάει χαμένη!

-Μην αρχίσεις τώρα να της λες πως έπρεπε να σκέφτεται λίγο παραπάνω το Δημοσθένη, ήσουν μπροστά τότε στο μπαρ και είδες πως της φέρθηκε.

-Δεν είχα σκοπό, απάντησε αδιάφορα η Χριστίνα και ξανάνοιξε το περιοδικό.

-Πάντως, ελπίζω σύντομα να βρει ένα κορίτσι που να του ταιριάζει περισσότερο από εμένα, να με αντικαταστήσει και να δεχτεί μάλιστα να τον παντρευτεί και να κάνουν μαζί οικογένεια. 

-Την βρήκε! Σχολίασε αδιάφορα συνεχίζοντας να ξεφυλλίζει το περιοδικό.

-Ποια; Ρώτησε έκπληκτη η Ελπίδα.

-Αυτήν που σε αντικατέστησε, στο μυαλό, στην καρδιά και πιθανόν στο κρεβάτι. Συνέχισε η Χριστίνα.

-Που το ξέρεις ;

-Έχω και εγώ τις πηγές μου.   

-Πως είναι;

-Σαν τα κρύα τα νερά! Άλλωστε ουδείς αναντικατάστατος!

-Καλά δεν χρειάζεται να γίνεσαι κακιά! Της πέταξε η Ελένη.

-Γιατί γίνομαι κακιά; Ρώτησε και κοίταξε την Ελένη στα μάτια.

-Όπως και να έχει η φίλη μας είναι η Ελπίδα, δεν χρειάζεται να της λες ότι είναι αντικαταστάσιμη, αν είναι να έχεις τέτοιες απόψεις να τις κρατάς για τον εαυτό σου.

-Ειλικρινά δε με πειράζει, επενέβη η Ελπίδα, με το Δημοσθένη είχε τελειώσει από καιρό, τον αγαπούσα σαν φίλο, όχι σαν σύντροφο, ήταν λάθος μου που έμενα μαζί του και διαιώνισα την κατάσταση, κάνοντας τον να πιστεύει ότι είμαι η γυναίκα που μπορεί να κάνει οικογένεια μαζί της.

-Δηλαδή αν τον δεις με την άλλη δε θα σε πειράξει; Τη ρώτησε η Χριστίνα προσπαθώντας να περιεργαστεί τις αντιδράσεις της;

-Δε λέω ότι δε θα ενοχληθεί ο εγωισμός μου, ίσως πάλι ούτε αυτός. Ό,τι είχαμε έκανε τον κύκλο του, θέλαμε εντελώς διαφορετικά πράγματα και αυτό δείχνει πως δεν ταιριάζαμε. Το κινητό της Χριστίνας άρχισε να χτυπάει στην τσάντα της, εκείνη κοίταξε την κλήση και το έκλεισε χωρίς να απαντήσει.

-Πρέπει να φύγω, είπε μόνο και σηκώθηκε, με περιμένουν.

-Καλά να περάσεις! Της είπε ειρωνικά η Ελένη αλλά εκείνη προτίμησε να μη δώσει σημασία. Μόλις μείνανε μόνα τα δυο κορίτσια άρχισαν να σχολιάζουν τη φίλη τους, ιδέα που την είχε πάντως για τον εαυτό του το Χριστινάκι, ότι ήταν σαν τα κρύα τα νερά. Και εκείνο εκεί το ουδείς αναντικατάστατος, το πράγμα φώναζε από μακριά. Αναμφίβολα ζήλευε την Ελπίδα και δεν ήταν απόλυτα σίγουρη ότι την είχε αντικαταστήσει στην καρδιά και στο μυαλό, ίσως στο κρεβάτι, και εκείνος όμως να μπλέξει μαζί της για να εκδικηθεί την Ελπίδα, να δεις που στο τέλος θα παντρεύονταν και θα έκαναν οικογένεια.

-Και εγώ κουμπάρα, προσπάθησε να ακουστεί αδιάφορη η Ελπίδα!  

 

Ô

 

Σε ένα κέντρο αναψυχής λίγο έξω από την Άρτα ο δήμαρχος με τη σύζυγο του κάνανε το τραπέζι στο γιο του Χαΐτογλου. Κάθε λίγο όλο και κάποιος από τα γειτονικά τραπέζια πλησίαζε για να πει δυο λόγια στο Χριστόφορο επιτρέποντας στο Νίκο να στρέφει όλη την προσοχή και το ενδιαφέρον του στην κυρία δημάρχου. Ευχάριστη έκπληξη του έκανε μόλις τους σύστησε ο Χριστόφορος, περίμενε να δει δίπλα στο παλιό συμφοιτητή του πατέρα του μια γυναίκα πάνω από πενήντα πέντε ετών, εντελώς επαρχιώτισσα, να προσπαθεί να υποδυθεί την αριστοκράτισσα, έχοντας έρθει με τα λευκά μαλλιά της σε ξεπερασμένο περμανάντ και το ταγεράκι που θα είχε αγοράσει από κάποιο τοπικό μαγαζί της Άρτας, αντί για αυτό είδε μια νέα και ιδιαίτερα εντυπωσιακή γυναίκα κοντά στη δική του ηλικία, φορώντας ένα επώνυμο ρούχο γνωστού οίκου μόδας. Τελικά αν έκρινε από τη Μάρθα, την Ελπίδα και τώρα τη νεαρή σύζυγο του δημάρχου, συμπέραινε ότι η Άρτα είχε παραγωγή ιδιαίτερα όμορφων γυναικών. Όσο τον κρατούσε απασχολημένο η συζήτηση με το σύζυγό της, εκείνη έτρωγε και έπινε προσπαθώντας να κρύψει την ανία της, ενώ όταν της απεύθυνε το λόγο του χαμογελούσε πριν του απαντήσει, ψάχνοντας προσεχτικά τις λέξεις που θα χρησιμοποιούσε. Τελικά είχε μαθητεύσει καλά δίπλα στον Χριστόφορο Κοσυφάκη. Όμως από το Νίκο δεν πέρασαν απαρατήρητα τα έντονα βλέμματα που του έριχνε ανά διαστήματα. Κάτι που δεν του έκανε εντύπωση, ήξερε πως τον έβλεπαν οι γυναίκες, δεν δίσταζαν ποτέ να του το λένε, ήταν όμορφος, με καλούς επιτηδευμένους τρόπους, έξυπνος, κακός όσο χρειαζόταν, κι όλα αυτά μαζί με τη μόρφωση και την οικονομική του κατάσταση συνέθεταν ένα πολύ γοητευτικό σύνολο, ακαταμάχητο στο γυναικείο πληθυσμό. Όποια κι αν κοίταζε δεν μπορούσε να του αντισταθεί, όπως σε εκείνη τη διαφήμιση με το αντρικό άρωμα. Έμπειρος από τις γυναίκες αντιλαμβανόταν ότι το ματάκι της κατά τα άλλα αξιοσέβαστης κυρίας δημάρχου έπαιζε και δεν ήταν η πρώτη φορά, δεν μπορούσε να την κατηγορήσει με τόσα χρόνια διαφορά που είχε με το Χριστόφορο, άλλωστε και τον ίδιο τον βόλευε, θα του άρεσε πολύ να την έχει στο κρεβάτι του για όσο του έκανε κέφι. Αδιαμφισβήτητα θα ήξερε πολλά κόλπα τέτοια γυναίκα στο κρεβάτι και θα ήταν προς όφελος και των δύο να ανταλλάξουν τις γνώσεις τους.

Η Αντιγόνη, όπως ενημέρωσε το Νίκο είχε σπουδάσει διακόσμηση, συγκεκριμένα αρχιτεκτονική κλειστών χώρων, και όπως επιβεβαίωσε και ο ίδιος ο Χριστόφορος είχε εξαιρετικό γούστο. Εκείνη είχε διακοσμήσει τόσο το σπίτι τους όσο και το γραφείο του Χριστόφορου, θέλοντας ο Νίκος να κολακέψει τη νέα γυναίκα, σχολίασε ότι τουλάχιστον στο γραφείο του δημάρχου, που είχε την ευκαιρία να δει στην προηγούμενη επίσκεψη του στην πόλη, φαινόταν η γυναικεία αίσθηση του γούστου και ότι απλά ήταν υπέροχο. Χωρίς να χάσει χρόνο και με ύφος περισσότερο τυπικό ώστε να ρίξει στάχτη στα μάτια του δημάρχου για να μην υποπτευθεί τις βλέψεις που είχε για τη γυναίκα του, της ζήτησε τις συμβουλές της για να βελτιώσει τον άγαρμπο τρόπο που είχε στοιβάξει το ένα πράγμα πάνω στο άλλο στον χώρο που είχε νοικιάσει, για να έχει για γραφείο όσο θα διεκπεραιώνονταν τα έργα στην πόλη τους. Η Αντιγόνη με ένα ευχαριστημένο χαμόγελο δέχτηκε την πρόταση του και εκείνος έβγαλε αμέσως από την εσωτερική τσέπη του σακακιού του μια επαγγελματική κάρτα με τα στοιχεία του και της την έδωσε ενώ από την πίσω πλευρά βρισκόταν γραμμένη με στυλό η διεύθυνση του γραφείου του στην Άρτα.

-Δεν είχα χρόνο να τυπώσω νέες κάρτες και έτσι πρόσθεσα με τον παραδοσιακό τρόπο τα νέα στοιχεία μου.

-Δεν πειράζει, έτσι θα γνωρίζω και που θα μπορώ να σας βρω στην Αθήνα αν ο καλός μου εκλεγεί βουλευτής. Σχολίασε η Αντιγόνη και γύρισε να χαρίσει ένα χαμόγελο στο σύζυγο της, εκείνος της πήρε το χέρι και το φίλησε.

-Όσο για αυτό, μην αμφιβάλετε καθόλου είπε, για να κολακέψει αυτή τη φορά τον Χριστόφορο ενώ η σύζυγος φύλαγε την κάρτα στην τσάντα της. Δυο νέα κορίτσια εμφανίστηκαν στο τραπέζι τους.

-Πατέρα, μητέρα, κύριε, είπε η Ελένη θέλοντας να δείξει τους καλούς της τρόπους, ενώ πίσω της στεκόταν η Ελπίδα που δεν ήξερε πώς να αντιδράσει στην παρουσία του μόλις μια νύχτα εραστή της.

-Νίκο;

-Ελπίδα! Είπε και της χαμογέλασε, πολύ χαίρομαι που σε ξαναβλέπω.

-Γνωρίζεστε; Ρώτησε απορημένη η Αντιγόνη προσπαθώντας να κρύψει τη δυσάρεστη αίσθηση που είχε από τη νέα πληροφορία.

-Ναι, είχα την τύχη να γνωρίσω τη δεσποινίδα, στο προηγούμενο ταξίδι που είχα κάνει στην πόλη σας. Ήταν πολύ ευγενική και μάλιστα με ξενάγησε σε διάφορα μέρη της  Άρτας.

-Αυτός ήταν; Ρώτησε όσο πιο σιγά μπορούσε η Ελένη τη φίλη της αν και η Αντιγόνη άκουσε το σχόλιο και κατάλαβε τι είδους ξενάγηση θα είχε κάνει εκείνο το νεαρό πορνίδιο και φίλη της κόρης της, στον Αθηναίο συνεργάτη τους. Η Ελπίδα κατένευσε θετικά και η συζήτηση εξακολούθησε. Με μάνα και κόρη να τρώνε με τα μάτια τους το Νίκο, η Ελπίδα άρχισε να νιώθει άβολα, ενώ ακόμα χειρότερα την έκαναν οι φιλοφρονήσεις που αντάλλασαν σαν παρτίδα πινγκ πονγκ ο Νίκος με την Αντιγόνη, ειδικά εκείνο που της είπε ότι δεν μπορεί να πιστέψει ότι έχει τόσο μεγάλη κόρη και ότι δε θα την έκανε πάνω από τριάντα χρονών και έπειτα το όλο ικανοποίηση χαμόγελο που του χάρισε εκείνη, έκαναν την Ελπίδα να δυσανασχετεί. Πολύ θα ήθελε να τον καταβρέξει με το κρασί της και να φύγει όμως δε θα τον χάριζε στην άλλη αμαχητί, και έτσι έμενε και υπέμενε τα σάλια τους, ενώ ο Χριστόφορος έδειχνε να μην σκαμπάζει από το ερωτικό παιχνίδι που γινόταν μπροστά στα μάτια του. Η Ελένη με τη σειρά της έγδυνε με το βλέμμα της το Νίκο. Μην μπορώντας να κάνει κάτι με τη μάνα, η Ελπίδα έριξε μια θυμωμένη αγκωνιά στην κόρη. Είπαμε είχε δείξει κατανόηση στο θέμα του Δημοσθένη με την Χριστίνα, δε θα έκανε το ίδιο και με το Νίκο και την άλλη φιλενάδα της, άλλωστε η μία ιστορία αποτελούσε το παρελθόν της, αλλά ο Αθηναίος ήθελε να είναι το παρόν και γιατί όχι το μέλλον της. Την τάραξε και την ίδια η σκέψη και μάλιστα έδωσε την εντύπωση ότι ηλεκτρίστηκε. Ώστε ήταν δυνατόν να νιώθει τόσο έντονα για έναν άνθρωπο που είχαν μια περιπέτεια και που τον είχε συναντήσει μόλις πρόσφατα. Για πρώτη φορά ένιωσε απόλυτη ανακούφιση μετά από καιρό για το «όχι» που είχε πει στο Δημοσθένη, πολλές φορές μόνη της είχε αμφιβάλλει για το αν θα έπρεπε να είναι απόλυτη ως προς την απάντηση που είχε δώσει στον πρώην αγαπημένο της, όμως τώρα γνώριζε ότι για εκείνον δεν είχε νιώσει ποτέ τόσο έντονα, όσο για το κάθαρμα που καθόταν μαζί της στο τραπέζι και φλέρταρε τόσο απροκάλυπτα μια άλλη.

-Είσαι καλά; Άκουσε την Ελένη να τη ρωτάει, κι εκείνη αρκέστηκε σιωπηλά να κουνήσει καταφατικά το κεφάλι της ενώ ήπιε λίγο από το κρασί της.

-Ωραία η συντροφιά σας, όμως νομίζω ότι πρέπει να το λήξουμε για σήμερα, πρέπει να σηκωθώ νωρίς το πρωί. Ελπίδα θα σε πάμε εμείς; Ρώτησε ο δήμαρχος.

-Την Ελπίδα έλεγα να την πάω εγώ, πρόλαβε ο Νίκος στρέφοντας την προσοχή όλων επάνω του, την περασμένη φορά με ξενάγησε οπότε θα ήθελα να της το ανταποδώσω με κάποιον τρόπο. Τα μάτια της Ελπίδας έλαμψαν από την προσφορά του, ενώ η Αντιγόνη έκρυψε τη δυσαρέσκεια της πίσω από ένα χαμόγελο. Όπως ήθελε τα είχε καταφέρει ο Νίκος, από τη μία αφού δεν μπορούσε να έχει στο κρεβάτι του την κυρία δημάρχου, θα είχε στη θέση της την Ελπίδα, που διόλου άσχημη δεν του είχε πέσει την πρώτη φορά, ενώ την ίδια ώρα η Αντιγόνη θα αργόσβηνε στο συζυγικό κρεβάτι με το να τον σκέφτεται. Τι λες, καθόμαστε λίγο πριν σε συνοδέψω στο σπίτι σου; Τη ρώτησε μόλις οι άλλοι έφυγαν.

-Ναι. Απάντησε η Ελπίδα και έψαχνε λόγια για να τον ρωτήσει εκείνα που ήθελε, ενώ ο Νίκος γέμιζε τα ποτήρια τους με κρασί.

 

Ô

 

Το κινητό της Μάρθας την ειδοποίησε ότι είχε μήνυμα, πάτησε το σύμβολο από το φακελάκι που είχε εγκατασταθεί στην οθόνη του τηλεφώνου της για να διαβάσει το μήνυμα της Ξένιας «Λογαριασμοί, λογαριασμοί, μόνο και πάντα λογαριασμοί, το γράμμα σου ήθελα να ’ξερα που χάθηκε. Όσο για το λογαριασμό του ρεύματος, ούτε κάθε βράδυ πάρτι να ’κανα,  δεν είμαστε καλά, καθόλου καλά!» πάτησε το κουμπί της απάντησης, έπρεπε να της πει για τις υποψίες που είχε ότι το γράμμα το είχε πάρει ο Νίκος, αλλά θα την ανησυχούσε, καλύτερα να της το έλεγε κάποια στιγμή προφορικά δίνοντας της και τις υπόλοιπες πληροφορίες.  

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

           

Πήρε το μπουκάλι με το κόκκινο κρασί και γέμισε τα ποτήρια τους, ενώ το κορίτσι δίπλα του προσπαθούσε να ξεμπερδέψει τις σκέψεις του. Αρχικά για ποιο λόγο βρισκόταν εκείνος στην Άρτα, κατά δεύτερον τι δουλειές είχε με το δήμαρχο και την οικογένεια του, επίσης πόσο θα έμενε στην πόλη τους και αν δεν τύχαινε να συναντηθούν θα την ειδοποιούσε ότι βρισκόταν στην Άρτα ή θα το παραμελούσε. Ύστερα από αυτές τις απορίες που δεν τόλμησε όμως να ξεστομίσει, άρχισε να τα βάζει με τον εαυτό της, για αρχή δεν είχε καμία υποχρέωση απέναντι της, μια φορά βρέθηκαν, πέρασαν καλά κι αυτό ήταν όλο, ποτέ δεν της είπε ότι είχαν κάτι, μπορεί η Ελπίδα να ένιωθε κάπως ύστερα από εκείνη τη νύχτα, όμως δεν έπρεπε να εκθέσει τον εαυτό της. Ήδη στο τραπέζι είχε δείξει την ενόχληση της για τα κομπλιμέντα που έκανε στην Αντιγόνη, το πιο πιθανό θα ήταν στο τέλος να της την έλεγε και να ξέκοβε κάθε σχέση μαζί της. Όμως για την ώρα την είχε κρατήσει πίσω και απολάμβαναν μαζί ένα μπουκάλι ακριβό, κόκκινο κρασί και σε λίγο θα την πήγαινε σπίτι της.

-Γιατί με κοιτάς έτσι; Είπε και της χαμογέλασε.

-Νόμιζα ότι είχες φύγει!

-Επέστρεψα. Και μάλιστα λέω να μείνω για λίγο καιρό, της είπε και τσούγκρισε το ποτήρι του με το δικό της. Στην υγεία μας.

-Στην υγεία σου, απάντησε και κοίταξε το ποτήρι με το κρασί που κρατούσε στα χέρια της.

-Φαίνεσαι σα να μη χαίρεσαι.

-Να, απλά σκεφτόμουν αν κάποια στιγμή θα με ειδοποιούσες. Ο Νίκος χαμογέλασε πάλι, τελικά η μικρή είχε γούστο. Πάλευε μέσα της και δεν ήξερε πώς να εκφράσει τα αισθήματα της. Θα πέρναγε πολύ καλά στην Άρτα, από τη μία η γυναίκα του δημάρχου, ένα ώριμο φρούτο έτοιμο να πέσει στην αγκαλιά του, από την άλλη η πιτσιρίκα και φυσικά η Μάρθα την οποία έπρεπε να ξανακερδίσει με κάθε τίμημα, αφού ήταν πεπεισμένος, ότι ήταν η γυναίκα που του ταίριαζε πάνω απ’ όλες. Ίσως η Ελπίδα του χρησίμευε για να την κάνει να ζηλέψει, δεν μπορεί γυναίκα ήταν, μόνο που θα έβλεπε ότι κινδύνευε να χάσει τη θέση της από κάποια άλλη θα τον διεκδικούσε και πάλι. Την χάιδεψε τρυφερά στο μάγουλο και την ανάγκασε να τον κοιτάξει στα μάτια.

-Ήρθα για δουλειές, θα μπορούσε να είχε έρθει άλλος στη θέση μου, κι όμως το ανέλαβα εγώ για να μείνω όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο στην Άρτα, για ποιο λόγο λες να ήθελα να μείνω εδώ;

-Για μένα; Τόλμησε να ξεστομίσει η πιτσιρίκα και αμέσως δάγκωσε ντροπιασμένα τα χείλη της. Ο Νίκος αρκέστηκε να ανασηκώσει τους ώμους του, δεν χρειαζόταν να της το επιβεβαιώσει, είναι καλύτερη η τακτική να σπρώχνεις τις γυναίκες να πιστεύουν αυτό που σε βολεύει και εκείνες θέλουν, χωρίς ποτέ να τις διαβεβαιώνεις, με αυτό τον τρόπο μπορείς ανά πάσα στιγμή να το πάρεις πίσω. Ύστερα άλλαξε το θέμα και αναφέρθηκε στις δουλειές που θα αναλάμβανε στην  Άρτα, της είπε ότι γνώρισε το δήμαρχο όταν έφερε την πρόταση της εταιρείας του, όταν ανακοινώθηκε ότι κέρδισε το διαγωνισμό η «HIGH» αποφάσισε να αναλάβει ο ίδιος την διεκπεραίωση των έργων στην πόλη. Δεν είχε επικοινωνήσει μαζί της νωρίτερα, γιατί πρώτα ήθελε να είναι σίγουρος ότι είχε πάρει τη δουλειά, επιπλέον ήθελε να τακτοποιηθεί, μετά είχε σκοπό να επικοινωνήσει μαζί της. Με τόσα λόγια η Ελπίδα ξεθάρρεψε και τον ρώτησε για την Αντιγόνη. Ο Νίκος έβαλε δυνατά τα γέλια, τον διασκέδαζε η ζήλια της, η Μάρθα ήταν πάντοτε πιο συμμαζεμένη. Στην καλύτερη του έκανε μούτρα χωρίς να του πει τι την είχε πειράξει, ακόμα κι αν ο ίδιος τη ρώταγε, εκείνη το αρνούταν.

-Πρέπει να τα έχεις καλά με τις γυναίκες, ειδικά όταν είναι η σύζυγος κάποιου που θα συνεργαστείς. Ξέρεις τι ζημιά μπορεί να σου κάνει μια ερωμένη ή μια σύζυγος αν αρχίσει να παίρνει τα αυτιά του άντρα της. Οπότε της κάνεις δυο τρία κομπλιμέντα και αν μπορείς και περισσότερα, και τα έχεις καλά μαζί της.

-Δεν ξέρω, έχουν ακουστεί διάφορα για αυτή.

-Όπως; Τη ρώτησε γεμάτος περιέργεια.

-Πριν γνωρίσει το δήμαρχο ήταν αρραβωνιασμένη, όμως χώρισε προφανώς για τα λεφτά και τη δόξα.

-Μπορεί απλά να τον ερωτεύτηκε.

-Αν δεν ήταν ο Χριστόφορος Κοσυφάκης! Είπε με εμπάθεια η Ελπίδα.

-Φυσικά γλυκιά μου επειδή ήταν αυτός που ήταν. Αυτό που είναι ο καθένας μας αποτελείται από ένα σύνολο, εμφάνιση, επάγγελμα, μόρφωση, φιλοδοξίες και ένα σωρό ακόμα χαρακτηριστικά. Γιατί να αφήσεις τον αρραβωνιαστικό σου για έναν του ίδιου επιπέδου. Βρίσκεις έναν καλύτερο, εκτός κι αν σε παράτησε εκείνος και απεγνωσμένα ψάχνεις για ένα αντίγραφο του.

-Έτσι όπως το λες σωστό ακούγεται.

-Φυσικά, θα μάθεις πολλά δίπλα μου. Πάντως μην ανησυχείς για την κυρία δημάρχου, πάνω από όλα εδώ είμαι για δουλειές! Και μην ξεχνάς ότι εκτός από εσένα δεν γνωρίζω κανέναν άλλον στην Άρτα, οπότε μόλις μπαίνεις σε ένα νέο περιβάλλον πρέπει πάνω απ όλα να γίνεσαι συμπαθής μέχρι να δημιουργήσεις τον κύκλο σου. Και τώρα τι λες, θα με φιλοξενήσεις στο κρεβάτι σου γι αυτό το βράδυ;

-Αν είναι να το μοιραστούμε γιατί όχι! Είπε και σηκώθηκε αφήνοντας το ποτήρι με το κρασί στο τραπέζι. Όσον αφορά την κυρία του κυρίου, αν αγάπησε κάποτε το δήμαρχο για το σύνολο που αποτελούσε, όπως υποστήριξες, δε σημαίνει ότι δεν του έκανε απιστίες. Μάλιστα ακούστηκε ότι για καιρό μετά το γάμο συναντούσε τον πρώην της.

-Τι να πω! Μπορεί να συνέβη.

-Συνέβη, η θεία μου ήταν η σπιτονοικοκυρά του πρώην και την έβλεπε να μπαινοβγαίνει στο διαμέρισμα του, διάφορες ώρες.

-Ενδιαφέρον η πληροφορία σου. Είπε χαμογελώντας ο Νίκος.

-Όπως βλέπεις και εσύ έχεις να μάθεις πολλά από εμένα!

-Για την κοινωνική ζωή της πόλης… σίγουρα!

-Κι όχι μόνο.

-Αλήθεια, τι άλλο έχεις να με διδάξεις για παράδειγμα; Ρώτησε παιχνιδιάρικα εκείνος.

-Μη βιάζεσαι κάτσε να πάμε στο σπίτι πρώτα, του είπε και του έδωσε ένα πεταχτό φιλί στα χείλη.

 

Ô

 

Καθισμένοι στην Αμμουδιά στην Πάργα άκουγαν τον ήσυχο παφλασμό των μικρών κυμάτων που έγλυφαν την ακτή. Λίγα μέτρα πιο μακριά μια παρέα εφήβων είχε ανάψει φωτιά και είχε καθίσει τριγύρω της, συζητώντας, ενώ ο ήχος από το γρατσούνισμα των χορδών μιας κιθάρας ταξίδευε ως εκείνους με το αεράκι. Γύρισε και την κοίταξε μα δεν βρήκε κάτι να της πει, δεν ήθελε να σκεφτεί ότι εκμεταλλευόταν την κατάσταση, άλλωστε ήταν πολύ πρόσφατα χωρισμένος, τελικά ίσως να μην είχε άδικο ο Γιάννης όταν έλεγε ότι τον εγωισμό του και μόνο είχε ενοχλήσει η άρνηση της Ελπίδας. Ένιωθε παράξενα όταν ήταν μαζί της, μα πάλι δεν ήθελε να παραδεχτεί στον εαυτό του ότι ήταν τόσο επιπόλαιος. Στην Άρτα πνίγονταν στη δουλειά, αλλά ο Δημοσθένης αρνούταν να επιστρέψει πίσω, ο πατέρας του είχε αναγκαστεί παρά την ηλικία του να πάει στο συνεργείο να βοηθήσει το Γιάννη και ενώ εκείνος έλεγε στον εαυτό του ότι την επόμενη μέρα θα έφευγε, τελικά ακολουθούσε τη Μάρθα στο γύρω της Ηπείρου. Τις περισσότερες από τις εισερχόμενες κλήσεις του τις αγνοούσε και ενώ ένιωθε ενοχές, σα μαγεμένος, δεν έλεγε να ξεκολλήσει από δίπλα της. Από την πλευρά της η Μάρθα είχε τις δικές της αναστολές να την περιορίζουν, το ότι ήταν εκεί μαζί της δεν μπορούσε παρά να της φανερώνει το ειλικρινές ενδιαφέρον του, αν είχε σκοπό να περάσει μαζί της απλά και μόνο μια νύχτα θα ήταν πιο εκδηλωτικός, όμως εκείνος παρέμενε, ενώ ή ίδια είχε καταλάβει ότι από την Άρτα τον καλούσαν να επιστρέψει πίσω. Όμως από τη μία η ιστορία με το Νίκο και το Στέφανο στην Αθήνα, από την άλλη ότι την είχε ξετρυπώσει ο πρώην αγαπημένος της και είχε σκοπό να της κάνει τη ζωή κόλαση και φυσικά πάνω από όλα η περιβόητη Ελπίδα, δεν της επέτρεπαν να φανερώσει το δικό της ενδιαφέρον. Αν απλά ήθελε να απαγκιστρωθεί από τα αισθήματα του για εκείνη τη μοιραία γυναίκα και ύστερα τον καλούσε πίσω και εκείνος επέστρεφε, η Μάρθα πως θα το διαχειριζόταν, αν πρώτα είχε αφεθεί να παρασυρθεί.

Γύρισε και τον κοίταξε και άκουσε μια φωνή μέσα της να την προστάζει να ζήσει. «Πολύ θα ήθελα να βουτήξω στη θάλασσα τώρα!» είπε και χωρίς δεύτερη σκέψη σηκώθηκε και έβγαλε τα ρούχα της μένοντας με τα εσώρουχα, το μισοφέγγαρο φώτισε το κορμί της ενώ εκείνη περπάτησε πάνω στη ζεστή άμμο και μπήκε μέσα στο νερό. Ο Δημοσθένης το ζύγισε για λίγο, έριξε μια ματιά στην παρέα γύρω στη φωτιά, την οποία είχαν ανάψει περισσότερο για εφέ παρά επειδή τη χρειαζόταν, σηκώθηκε και εκείνος έβγαλε βιαστικά το τζιν παντελόνι και την μπλούζα του και μπήκε στη θάλασσα. Η πρώτη του επαφή με το νερό τον έκανε να το μετανιώσει, όμως γνώριζε ότι μόλις έμπαινε για τα καλά μέσα θα το συνήθιζε, είδε τη Μάρθα να κολυμπάει και προχώρησε αποφασιστικά προς εκείνη. Η κιθάρα σταμάτησε να σκορπάει τους ήχους της και ο Δήμος στράφηκε προς την πλευρά των νέων, από τη λάμψη της φωτιάς πρόσεξε ότι κοίταγαν προς την κατεύθυνση τους. Άκουσε το νερό να παφλάζει και γύρισε για να δει τη Μάρθα να κολυμπάει κοντά του, τα μαλλιά της ήταν βρεγμένα ενώ σταγόνες κυλούσαν στο πρόσωπο της καθώς του χαμογελούσε, ξαφνικά σοβαρεύτηκε αλλά παρέμεινε να τον κοιτάζει, το βλέμμα του έπεσε στα χείλη της που ήταν μισάνοιχτα, πλησίασε κοντά της μα στάθηκε περιμένοντας, ήταν ώρα να κάνει εκείνη την επόμενη κίνηση, τον πλησίασε μα τον άφησε να πάρει την τελική απόφαση. Σαν να το διάβασε στα μάτια της που φωτιζόταν από το φως του φεγγαριού πλησίασε αρκετά ώστε τα κορμιά τους να ακουμπάνε κάτω από το νερό. Τα μάτια του ταξίδευαν από τα μάτια στα χείλη της, εκείνη περίμενε παραμένοντας σοβαρή. Τελικά μην αντέχοντας άλλο ο Δημοσθένης πέρασε τα χέρια του πίσω από την πλάτη της την έφερε ακόμα πιο κοντά του και τη φίλησε στο στόμα, στην αρχή χαλαρά διερευνητικά, και όσο ένιωθε ότι υπήρχε ανταπόκριση άρχισε το φιλί του να γίνεται πιο βαθύ και με περισσότερο πάθος ενώ ένιωσε κάτω από το νερό τα πόδια της να δένονται γύρω από τον κορμό του και τα χέρια της να αγκαλιάζουν τους ώμους του. Από την παραλία ακούστηκε πάλι ο ήχος της κιθάρας να παίζει ή να προσπαθεί να πλησιάσει τη μελωδία του τραγουδιού του Σιδηρόπουλου «Να μ’ αγαπάς», όμως εκείνοι δε νοιάζονταν για τα γέλια και τα αστεία που μπορεί να γινόταν εις βάρος τους, φτάνει να μην τους έπαιρναν τα ρούχα, άνοιξε τρομαγμένος το ένα του μάτι να κοιτάξει μα δεν είδε καμία ύποπτη κίνηση να απειλεί τα παρατημένα πράγματα τους στην παραλία. Ξανάκλεισε τα μάτια του και βυθίστηκε πάλι στην απόλαυση του φιλιού τους.

 

Ô

 

Το επόμενο πρωί τον ξύπνησε η ειδοποίηση από το κινητό ότι είχε μήνυμα, άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε δίπλα του, η Μάρθα σκεπασμένη με ένα σεντόνι κοιμόταν στο πλάι του, χαμογέλασε με την ανάμνηση της προηγούμενης νύχτας και πήρε το κινητό στο χέρι του. Όπως το είχε φανταστεί, ήταν μήνυμα από το Γιάννη.

«Που χάθηκες εσύ; Ο πατέρας σου είναι πυρ και μανία, νομίζει ότι τα ξαναέμπλεξες με την Ελπίδα, και όλη την ώρα μουρμουρίζει, αλλά τι σου λέω τώρα, εσύ τον ξέρεις καλύτερα από εμένα. Πιστεύω ότι θα περνάς όμορφα με τη φωτογράφο, αλλιώς θα ήσουν ήδη εδώ και εγώ δε θα υπέμενα την γκρίνια του κυρ Αντώνη στη θέση σου. Απάντησε όμως και σε κανένα τηλέφωνο, μεγάλο παιδί είσαι δε λέω, αλλά μας κάνεις και ανησυχούμε! Γιάννης».  

-Δεν έχει κι άδικο ο πατέρας μου, σκέφτηκε χαμογελώντας, έμπλεξα πάλι με την ελπίδα!

«Είμαι καλά!» απάντησε μόνο και άφησε το κινητό στην άκρη, ενώ έσκυψε πάνω από τη Μάρθα και της έδωσε ένα φιλί στο γυμνό της ώμο. Η Μάρθα κουνήθηκε λίγο και ύστερα γύρισε και τον κοίταξε χαμογελώντας.

-Καλημέρα. Του είπε.

-Καλημέρα, είπε και ακούμπησε το κεφάλι στο χέρι του, ξέρεις κάτι σου πάει πολύ η γεύση από την αλμύρα της θάλασσας.

-Ευχαριστώ πολύ, νομίζω όμως ότι πρέπει να κάνω ένα μπάνιο.

-Μπορούμε να κάνουμε μαζί αν θες. Το κινητό του ξαναχτύπησε, το πήρε στα χέρια του για να διαβάσει το νέο μήνυμα από το Γιάννη.

«Μόνο αυτό; Περίμενα να είσαι πιο κατατοπιστικός!» χωρίς να απαντήσει άφησε το κινητό πάνω στο κομοδίνο, και γύρισε και την κοίταξε.

-Ο Γιάννης, της είπε.

-Έχει πολύ δουλειά; Τον ρώτησε προσπαθώντας να συγκρατήσει τα συναι­σθήματα της και να μη φανεί ότι απογοητεύεται σε περίπτωση που εκείνος έλεγε ότι θα έφευγε.

-Είναι ο πατέρας μου μαζί του οπότε μάλλον δε με χρειάζονται. Είπε και της χαμογέλασε. Οπότε ας πάμε να κάνουμε το μπάνιο που λέγαμε και μετά να συνεχί­σου­με την διαδρομή μας. Τι λες; Η Μάρθα χαμογέλασε ικανοποιημένη και σηκώθηκε από το κρεβάτι τραβώντας ολόκληρο το σεντόνι, αποκαλύπτοντας τη γύμνια του.

-Που το πας αυτό; Έχεις σκοπό να βάλεις πλυντήριο; Τη ρώτησε γελώντας, η Μάρθα στράφηκε και τον κοίταξε, είχε φτάσει έξω από την πόρτα του ντους, άφησε το σεντόνι να πέσει κάτω και τον ρώτησε δήθεν αθώα.

-Δε θα έρθεις; Ύστερα χωρίς να περιμένει απάντηση του γύρισε την πλάτη και μπήκε στο μπάνιο. 

 

Ô

 

Σαν να ήταν χρόνια κάτοικος της Άρτας, ο Νίκος είχε προσαρμοστεί πλήρως στους ρυθμούς της ζωής της επαρχιακής πόλης. Το πρωί πήγαινε και επέβλεπε τους μηχανικούς που έκαναν ελέγχους στα σημεία που θα πραγματοποιούνταν τα έργα, συχνά επισκεπτόταν το δήμαρχο στο γραφείο του, ενώ όταν έβρισκε ελεύθερο χρόνο έφτιαχνε το διαμέρισμα που είχε νοικιάσει καθώς και το γραφείο του. Τα βράδια συναντιόταν με την Ελπίδα -η οποία είχε αφεθεί να πιστεύει ότι είχαν σχέση- ενώ στιγμή δεν ξέχναγε τον σκοπό του που ήταν η Μάρθα, ή θα την κέρδιζε ή θα της έκανε τη ζωή κόλαση. Είχε περάσει αρκετές φορές από το σπίτι της, το λουλούδι που της είχε αφήσει την πρώτη φορά που είχε έρθει στην Άρτα για να συναντήσει το δήμαρχο, παρέμενε δεμένο με την κόκκινη κορδέλα στην πόρτα της, δεν το είχε πειράξει κανείς, προφανώς δε θα το είχε δει ακόμα, να είχε εγκαταλείψει την πόλη ή να είχε συμβεί κάτι άλλο. Το να έχει παρατήσει τη γενέτειρα της μόλις έφτασε και αφού είχε βρει μια καλή δουλειά του φαινόταν απίθανο σενάριο, όσο κι αν την είχε ευνοήσει η τύχη την πρώτη φορά που ήρθε στην Άρτα από την Αθήνα, δεν ήταν δυνατό να πίστευε σε αυτή σε τέτοιο βαθμό, ώστε να τα παρατήσει και να τραπεί σε φυγή εκ νέου. Ήταν δειλή, όμως όχι πάλι σε αυτό το βαθμό. Κι όμως κόντευαν δύο εβδομάδες και το κόκκινο τριαντάφυλλο μαραμένο και έχοντας χάσει τα μισά του φύλλα παρέμενε δεμένο στην πόρτα της. Μια ένοικος της πολυκατοικίας άνοιξε την πόρτα της και κοίταξε το Νίκο καχύποπτα. Εκείνος πιάστηκε από την ευκαιρία και τη ρώτησε για τη Μάρθα, η γειτόνισσα του απάντησε όσο πιο λακωνικά μπορούσε ότι είχε καιρό να τη δει, μα δεν πίστευε ότι είχε φύγει από το σπίτι. Μόλις είχε έρθει άλλωστε, προφανώς θα έλειπε για δουλειές. Ύστερα τον ρώτησε αν ήθελε να της μεταφέρει κάποιο μήνυμα, εκείνος απλά κούνησε αρνητικά το κεφάλι του και αφού την ευχαρίστησε έφυγε. Σκέφτηκε να της στείλει ένα μήνυμα όμως το μετάνιωσε, αν εκείνη είχε φύγει επειδή ένιωθε απειλή εξαιτίας του και τη φιλοξενούσε κάποιος φίλος ή συγγενής ένα μήνυμα ή ένα τηλεφώνημα θα της επιβεβαίωνε τους φόβους της. Και εκείνος για την ώρα αυτό που επιθυμούσε ήταν να του φανερωθεί. Έβαλε ξανά το κινητό μέσα στην τσέπη του και αποφάσισε να κάνει μια βόλτα στο πεζόδρομο και γιατί όχι να πιει και έναν καφέ απέναντι από τον Άγιο Δημήτριο.

Από την απέναντι πλευρά, φορτωμένη με σακούλες από μαγαζιά είδε να προχωράει την Αντιγόνη. Την πλησίασε και τη χαιρέτησε. Χαμογελαστή ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση του να πιουν μαζί έναν καφέ. Αφήνοντας τις τσάντες πάνω σε μια καρέκλα κάθισε απέναντι του, εκείνος συνέχισε να την κομπλιμεντάρει ενώ εκείνη τον ρώτησε πως πήγαινε η εγκατάσταση του στην πόλη, ο Νίκος της ζήτησε να περάσει από το γραφείο του να τον βοηθήσει με τη διακόσμηση όπως του είχε υποσχεθεί το βράδυ που γνωρίστηκαν.

-Απλά δε θέλω να δημιουργώ προβλήματα! Απάντησε δήθεν αδιάφορα.

-Τι εννοείς λέγοντας προβλήματα; Μου επιτρέπεις φυσικά να σου μιλάω στον ενικό.

-Κανένα πρόβλημα με τον ενικό. Απλά μου φάνηκε ότι κάτι τρέχει με εσένα και τη φίλη της κόρης μου, και την ένιωσα ενοχλημένη από τις κουβέντες στο τραπέζι οπότε καταλαβαίνεις, δε θέλω να περνούν διάφορα από το μυαλό της. Εκτός κι αν ήταν η ιδέα μου.

-Θα σου μιλήσω ειλικρινά, πιστεύω ότι μιλάμε την ίδια γλώσσα και ότι καταλαβαινόμαστε μεταξύ μας. Έκανε ένα πρόλογο κοιτώντας την έντονα στα μάτια. Η Ελπίδα είναι απλά ένα κοριτσάκι με το οποίο περνάω καλά και γιατί όχι, είμαι ένας νέος, ελεύθερος άντρας και εκτός από τις δουλειές, με ενδιαφέρει να περνάω όμορφα.

-Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω αν έχει πολλά να σου προσφέρει η Ελπίδα, δε λέω είναι όμορφη κι έχει τα νιάτα της, όμως αρκούνε για έναν άντρα σαν εσένα;

-Μέχρι να βρω κάτι καλύτερο, μήπως έχεις να μου προτείνεις κάτι; Και παίρνοντας το χέρι της μέσα στο δικό του έσκυψε και το φίλησε. Σκανδαλισμένη η Αντιγόνη, από το φλερτ που της έκανε τόσο ανοιχτά και δημόσια, κοίταξε γύρω της να δει αν τους κοίταζε κανείς. Λόγω της ώρας οι θαμώνες στην καφετέρια ήταν λίγοι και φαίνονταν αφοσιωμένοι στις δικές τους κουβέντες, μη θέλοντας όμως να προκαλεί άλλο την τύχη της, αφού πρώτα του έσφιξε το χέρι, τράβηξε το δικό της.

-Θα έρθω σύντομα στο γραφείο σου να δω τον χώρο ώστε να σου προτείνω κάποια πράγματα για την διακόσμηση.

-Θα χαρώ πολύ να σε δω, μόνο που θα λείψω λίγες μέρες, το απόγευμα θα κατέβω στην Αθήνα, πρέπει να ενημερώσω τον πατέρα μου και να διεκπεραιώσω κάποιες εκκρεμότητες που έχω στο γραφείο.

-Οπότε θα τα πούμε όταν επιστρέψεις! 

 

Ô

 

Από την στιγμή που η κυρία δημάρχου έμαθε ότι ο υποψήφιος εραστής της θα έφευγε από την πόλη, της έγινε εμμονή να κατέβει κι εκείνη στην Αθήνα βρίσκοντας κάποιο πρόσχημα για να τον συναντήσει χωρίς να κινδυνεύει να την παρεξηγήσουν αν τη δούνε μαζί του. Τελικά ίσως να ήταν ώρα να επισκεφτεί τη γκαλερί ενός φίλου της, για να δει εκείνους τους πίνακες που της είχε πει στο τηλέφωνο. Για κάποιο λόγο όλο ανέβαλε εκείνο το ταξίδι, ενώ είχε διάθεση να κατεβαίνει στην πρωτεύουσα να επισκέπτεται γκαλερί καθώς και διάσημους αθηναϊκούς οίκους μόδας, και παρά την υπόσχεση του Τάκη για δυο πραγματικά αριστουργήματα, ακόμα δεν είχε κάνει το ταξίδι. Μάλλον θα έφταιγε και η συμπεριφορά του, αφού την τελευταία φορά δεν είχε διστάσει να φλερτάρει με μια νεαρή ζωγράφο μπροστά της. Η Αντιγόνη ήταν αρκετά έξυπνη ώστε να μπορεί να αντιληφθεί ότι δεν μπορούσε να αρκεστεί στα αραιά ταξίδια που εκείνη έκανε, όμως δε θα ανεχόταν να φλερτάρει μπροστά στα μάτια της με άλλες, του το είχε εξηγήσει. «Δε με νοιάζει τι κάνεις, όμως ό,τι κάνεις μην το κάνεις μπροστά μου!». Τώρα όμως είχε πολλούς λόγους να πάει στην Αθήνα, πρώτον να δει τους πίνακες, δεύτερον να συμφιλιωθεί με τον Τάκη (ενώ θα τον απέρριπτε σαν εραστή, έτσι για να μάθει την επόμενη φορά)  και τρίτον και κυριότερο να συναντηθεί με το Νίκο. Χωρίς άλλη σκέψη, φορτωμένη με τα ψώνια ξεκίνησε για το δημαρχείο, έπρεπε να ενημερώσει τον άντρα της ότι θα έλειπε λίγες μέρες. Εκεί θα την περίμενε μια έκπληξη.

-Μα τι στην ευχή πάθατε όλοι σας και θέλετε να κατεβείτε στην Αθήνα. Η Αντιγόνη που φαντάστηκε ότι ο σύζυγός της εννοούσε το Νίκο γύρισε και τον κοίταξε παριστάνοντας την απορημένη. Και έτσι της εξήγησε ότι η κόρη τους, μετά από τρία χρόνια να πηγαινοέρχεται στην Άρτα χωρίς σκοπό, πίνοντας καφέδες και κάνοντας βόλτες αποφάσισε να σοβαρευτεί και να κατέβει στην Αθήνα για να ψάξει για κάποια σχολή ή κολλέγιο.

-Ώρα ήταν να πάρει και αυτή έναν επαγγελματικό προσανατολισμό!

-Ναι, το θέμα είναι ότι δεν έχει ιδέα τι θα σπουδάσει. Τη ρώτησα για πολιτικές επιστήμες, ξίνισε τα μούτρα της, ύστερα για εσωτερική διακόσμηση κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Της ανέφερα κι άλλα επαγγέλματα, δεν την είδα να ενθουσιάζεται. Δεν ξέρω τι να πω πια με αυτό το παιδί.

-Ότι ο πατερούλης έχει κακομάθει το κοριτσάκι του;

-Έλα βρε Αντιγόνη, είπε και την πλησίασε δίνοντας της ένα φιλί στο μάγουλο. Ας πάει να γεμίσει με προσπέκτους σχολών το δωμάτιο της και να αποφασίσει.

-Κάτι μου λέει ότι οι σπουδές της κόρης σου θα αρχίσουν και θα τελειώσουν στην ανάγνωση φυλλαδίων.

-Όπως και να το δεις είναι κι αυτό ένα πρώτο βήμα. Λοιπόν θα τη συνοδέψεις στην Αθήνα;

-Μπορώ να κάνω κι αλλιώς; Είπε και σηκώθηκε να φύγει.

 

Ô

 

Σάββατο μεσημέρι η Μάρθα με το Δημοσθένη φτάνανε στην Άρτα, συνοδεύοντας τη με το αυτοκίνητο του, αφήνοντας την να προπορεύεται με το τζιπ σταμάτησαν μπροστά από την πολυκατοικία που έμενε. Εκείνη προσπάθησε να παρκάρει με το άγχος που είχε ότι ο Δημοσθένης την παρακολουθούσε να μανουβράρει το δικό του τζιπ που της είχε δανείσει μπρος πίσω, μόλις τελικά τα κατάφερε βγήκε και έβαλε το συναγερμό, ενώ ο Δήμος πάρκαρε πρόχειρα το μισό αυτοκίνητο πάνω στο πεζοδρόμιο και το άλλος μισό στο δρόμο, άναψε τα αλάρμ και βγήκε για να δώσει ένα φιλί και μια αγκαλιά στη Μάρθα.

-Δε θα έρθεις πάνω; Τον ρώτησε λυπημένη.

-Λέω να περάσω από το συνεργείο να δώσω το παρόν, να δω πως είναι εκεί τα πράγματα, να δούνε και εκείνοι ότι ζω, να ηρεμίσουν.

-Σε καθυστέρησα. Είπε δήθεν ένοχα.

-Πίστεψε με μου άρεσε πολύ! Είπε και τη φίλησε. Τι λες το βράδυ να βρεθούμε να πάμε να φάμε;

-Τι λες αν σου έκανα το τραπέζι!

-Θα προλάβεις;

-Εντάξει, θα φτιάξω κάτι πρόχειρο.

-Όταν λες πρόχειρο;

-Πατάτες τηγανιτές, ομελέτα και χωριάτικη.

-Μου τρέχουν ήδη τα σάλια, θα φέρω τις μπύρες! Θα μου λείψεις, είπε και της έδωσε ένα πεταχτό φιλί στα χείλη, πριν μπει ξανά στο αυτοκίνητο του και βάλει μπρος για το συνεργείο. Ποιος άκουγε τον πατέρα του; Τόσες μέρες ο Γιάννης! έκανε την σκέψη και γέλασε, αλλά δεν πείραζε, άξιζε τον κόπο.

Χαρούμενη και ανανεωμένη ανέβηκε βιαστικά την σκάλα για να φτάσει στο διαμέρισμα της. Μόλις είδε το τριαντάφυλλο δεμένο στο πόμολο της πόρτας σταμάτησε. Τα τελευταία σκαλιά τα ανέβηκε πιο αργά ενώ κοίταξε γύρω της, έλυσε την κορδέλα από το πόμολο, και πήρε το λουλούδι στο χέρι της. Τελικά δε θα είχε καλά ξεμπερδέματα με το Νίκο, και που να μάθαινε για το Δήμο σκέφτηκε, τέλος πάντων δεν χρειαζόταν να της χαλάει τη διάθεση, ότι ήταν θα το αντιμετώπιζε στην ώρα του, η πόρτα από το διπλανό διαμέρισμα άνοιξε και μια κυρία βγήκε.

-Σας έψαχνε ένας νεαρός! Της είπε αφού τη χαιρέτησε και την καλωσόρισε.

-Αυτός άφησε το λουλούδι; Ρώτησε και έδειξε το μαραμένο τριαντάφυλλο για να υπολογίσει πότε είχε περάσει.

-Δεν ξέρω. Το λουλούδι είναι δύο εβδομάδες στην πόρτα κρεμασμένο, ο άντρας ήρθε εχθές και ρωτούσε για εσένα, δεν ξέρω αν ήταν αυτός που είχε αφήσει το λουλούδι νωρίτερα.

-Πως ήταν;

-Δεν ήταν ιδιαίτερα ψηλός. Ήταν μελαχρινός με μπλε μάτια. Είναι το αγόρι σου;

-Όχι, απάντησε απότομα εκείνη κι αφού άνοιξε την πόρτα της, ευχαρίστησε και χαιρέτησε την περίεργη γειτόνισσα. Μπήκε μέσα και πέταξε το λουλούδι στα σκουπίδια, ύστερα πήρε την μαραμένη ανθοδέσμη από το βάζο και την πέταξε και εκείνη στο κάδο απορριμμάτων. Δεν το έβαζε κάτω. Μετά από την ανθοδέσμη που της είχε στείλει αποφάσισε να της κάνει και ο ίδιος επίσκεψη και μάλιστα δύο φορές. Μα δεν είχε φύγει για την Αθήνα; Τι στο καλό γύρευε στην Άρτα, τόσο ψύχωση του είχε γίνει. Έπρεπε να το καταλάβει ότι πλέον δεν ήταν διαθέσιμη, ότι είχαν είχε τελειώσει, ανεξαρτήτως ποιος έφταιγε, βέβαια αυτό δεν ήταν τόσο δίκαιο μιας και το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης ήταν δικό της, όμως όπως και να είχαν τα πράγματα, η σχέση τους πλέον άνηκε στο παρελθόν. Για μια στιγμή σκέφτηκε να πάρει το Δημοσθένη να του πει να βρεθούν έξω, όμως μετά το μετάνιωσε, πρώτον δε θα της άλλαζε ο Νίκος τα σχέδια, δεύτερον αν είχε έρθει μόλις την επόμενη μέρα ίσως να ανέβαλε μια εκ νέου επίσκεψη σπίτι της, κι έξω ήταν πιο πιθανό να συναντηθούν αφού η Άρτα δεν είχε τόσα μέρη να πας όσο άλλες μεγαλύτερες πόλεις. Τελικά άναψε το θερμοσίφωνο και άρχισε να συμμαζεύει το σπίτι μιας και το βράδυ θα την επισκεπτόταν ο Δημοσθένης για να φάνε την ομελέτα της!

 

Ô

 

Ξενυχτισμένος ο Νίκος μπήκε στην τραπεζαρία να συναντήσει τον πατέρα του που έπινε καφέ και διάβαζε μια εφημερίδα. Κοίταξε με αποδοκιμασία τα χάλια του γιού του, με τη λυτή γραβάτα και το σακάκι να το κρατάει στα χέρια, όμως προτίμησε να μην το σχολιάσει. Κουρασμένος, άραξε σε μια καρέκλα και περίμενε μια κουβέντα από το μεγάλο Πέτρο Χαΐτογλου για να ξεκινήσει να του λέει τις εντυπώσεις του από την Άρτα. Αφού έκλεισε και δίπλωσε την εφημερίδα, την ακούμπησε στο τραπέζι, τον ρώτησε πως του φαινόταν τα πράγματα στην Άρτα. Η συζήτηση στάθηκε περισσότερο στο δήμαρχο και στο πόσο πρόθυμος ήταν να κάνει ό,τι και αν του έλεγαν, βάση βέβαια των υποσχέσεων που του είχαν δώσει για το κοινοβούλιο. «Τον ξέρω τον Χριστόφορο, μέχρι και κωλοτούμπες είναι ικανός να κάνει, αν ξέρει ότι θα έχει την εύνοια μου και κάποια στιγμή θα κάθετε στα έδρανα της βουλής», σχολίασε ο Πέτρος. Ο γιός του ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του και προχώρησε στο επόμενο θέμα, που ήταν η εθνικότητα των εργατών, προτιμούσε να πάρει αλβανούς στα έργα, είναι πάντα πιο φτηνοί από τους έλληνες, ακόμα και με την κρίση που μπορεί να είχαν πέσει τα μεροκάματα των ελλήνων, αλλά κάποιες φορές τα σωματεία κάνανε ζημιά. Αν και ο συνδικαλισμός στην Ελλάδα ήταν περισσότερο για κλάματα με τόσους φιλόδοξους, που ενδιαφέρονταν κυρίως για τα προσωπικά τους οφέλη, τσιράκια των μεγάλων κομμάτων συνήθως που πήγαιναν και μπλέκονταν σε αρχηγικές θέσεις, όμως επειδή ποτέ δεν ξέρεις ποιος θα δείξει υπερβάλλοντα ζήλο, οι αλλοδαποί ως συνήθως ήταν προτιμότεροι. Πιο ευάλωτοι οικονομικά και κοινωνικά σε μια ξένη χώρα ίσως κάνουν πιο εύκολα την βρώμικη δουλειά εν συγκρίσει με κάποιους ρωμιούς. Κάνουν και πιο εύκολα την βρώμικη δουλειά εν συγκρίσει με κάποιους ρωμιούς. Ο πατέρας του έδειξε θαυμασμό με το πόσο ώριμα είχε αρχίσει να σκέφτεται ο γιος του πάνω στα θέματα της δουλειάς και δεν του το έκρυψε. Αφού τελείωσαν με τα επιχειρηματικά τους ο Πέτρος τον ρώτησε πως του φαινόταν η ζωή σε μια επαρχιακή πόλη. Με την ανάμνηση τριών γυναικών να αδημονούν να επιστρέψει, ο Νίκος χαμογέλασε πονηρά, σχολιάζοντας ότι όλα είναι καλά! Ο Πέτρος γνωρίζοντας από αυτά τα καμώματα σχολίασε όσο πιο αυστηρά μπορούσε «Εδώ διακυβεύονται εκατομμύρια, μη πας και μπλεχτείς με καμιά βλάχα πάνω εκεί και δεν σπρώξεις τη δουλειά!». Κι αφού η συζήτηση είχε λήξει ο Νίκος αποχώρησε στο δωμάτιο στο πατρικό του για να ξεκουραστεί από το ταξίδι και το νυχτερινό ξεφάντωμα.

 

Ô

 

Φτάνοντας η Ελένη με τη μητέρα της στην Αθήνα πέρασαν πρώτα από το ξενοδοχείο, ώστε να αφήσουν τα πράγματα τους και να ξεκουραστούν από το ταξίδι. Με ξεχωριστά κλεισμένα δωμάτια, από την στιγμή που μπήκε η κάθε μία στο δικό της οι δρόμοι τους θα χωρίζονταν μέχρι να συναντηθούν για να επιστρέψουν στην Άρτα. Το ότι η Ελένη ήταν μόλις είκοσι ενός ετών, σε μια ηλικία που απαιτούσε την ανεξαρτησία, ίσως όχι την οικονομική, αλλά αδιαμφισβήτητα το να έχει απόλυτη ελευθερία κινήσεων και να μην τη συνοδεύει η μητέρα της σε κάθε βήμα, η Αντιγόνη απολάμβανε χωρίς καμία ευθύνη και δικαιολογία τη δική της ελευθερία. Μόλις ξεκουραζόταν θα έπαιρνε τηλέφωνο τον Τάκη για να πάνε για τους πίνακες που της είχε υποσχεθεί ότι θα τους της φύλαγε και ύστερα ήταν ελεύθερη να βρεθεί με το Νίκο και ό,τι ήθελε προκύψει. Αδιαμφισβήτητα με τα όσα της είχε πει όταν είχαν πιει εκείνον τον καφέ θα προέκυπταν πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα ανάμεσα τους. Αφού αναστέναξε από πόθο, κοίταξε το πρόσωπο της στον καθρέφτη, παρά το ταξίδι κανείς δε θα πίστευε ότι είχε πατήσει τα σαράντα, αν και εκείνη ήταν ήδη σαράντα πέντε. Το μυαλό της ταξίδεψε στην Ελπίδα, πως εκείνο το μικρό κι άγουρο κοριτσάκι έριχνε τέτοιους άντρες, ποτέ δεν το είχε χωνέψει. Την είχε δει μια άλλη φορά με έναν άλλον νεαρό άντρα να φιλιούνται και να αγκαλιάζονται στον πεζόδρομο, ωραίος κι εκείνος όμως περισσότερο επαρχιωτόπουλο. Και τώρα ο Νίκος, με τόσο διαφορετικό αέρα, με εμπειρίες και να έχει πέσει στην ανάγκη της πιτσιρίκας. Θα φρόντιζε εκείνη όμως το ίδιο κιόλας βράδυ αν συναντιόνταν να ξεχάσει όχι μόνο την Ελπίδα αλλά και κάθε άλλη! 

Θα ήταν ωραία αν η συνάντηση τους φαινόταν τυχαία, όμως αυτό ήταν αδύνατο, η Αθήνα ήταν μια πόλη με πάνω από τέσσερα εκατομμύρια κατοίκους και πολλά μέρη για να πας, ο κάθε Αθηναίος θα μπορούσε να βρίσκετε οπουδήποτε μέσα στην πόλη του. Και εκείνη δεν γνώριζε καθόλου τα μέρη όπου σύχναζε ο Νίκος. Αφού ήταν έτσι, μπορούσε να παίξει ένα παιχνιδάκι μαζί του, δεν μπορεί ένας τέτοιος άντρας σίγουρα θα έμπαινε στον πειρασμό ενός τέτοιου αθώου και ερωτικού παιχνιδιού. Ικανοποιημένη από την σκέψη της κι αφού είχε απολαύσει ένα ζεστό μπάνιο, ξάπλωσε στο κρεβάτι και άρχισε να σκέφτεται τι ακριβώς θα του έγραφε.

 

Ô

 

Το κινητό του δονήθηκε, εκείνος άνοιξε πρώτα το ένα μάτι, ύστερα το έκλεισε και αφού άλλαξε πλευρό προσπάθησε να ξανακοιμηθεί. Τελικά αφού είχε περάσει λίγη ώρα και ο ύπνος δεν έλεγε να τον πάρει, αποφάσισε να σηκωθεί, πήγε και τράβηξε τις σκούρες κουρτίνες και είδε ότι έξω είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Τελικά μάλλον το είχε παρακάνει στον ύπνο, φυσικό επακόλουθο αφού ήταν ξύπνιος από την Παρασκευή το πρωί, που έπρεπε να διευθετήσει κάποια θέματα στην Άρτα, ύστερα το ταξίδι του -το οποίο είχε καθυστερήσει τόσο λόγω της επίσκεψης στο σπίτι της πάντα απούσας Μάρθας όσο και με τον καφέ που απόλαυσε με την συντροφιά της πρώτης κυρίας της Άρτας,- ύστερα να οδηγεί τόσες ώρες για να καταλήξει στην Αθήνα να τα πίνει μέχρι πρωίας με τους φίλους του. Ποιος θα άντεχε στη θέση του σχεδόν εικοσιτέσσερις ώρες ξύπνιος. Θυμήθηκε τον πατέρα του στην τραπεζαρία το πρωί και το αποδοκιμαστικό βλέμμα που του έριξε και χαμογέλασε, λες και δεν ήξερε κι εκείνος από κραιπάλες. Έτσι όμως είναι, όταν μεγαλώνεις ξεχνάς τα δικά σου, η ταλαίπωρη η μάνα του πόσες απιστίες έπρεπε να υποστεί από εκείνον. Αφού χάζεψε για λίγο ακόμα τον ουρανό να αλλάζει χρώματα όπως βασίλευε ο ήλιος, πήγε να πάρει το κινητό του για να δει τι θα κανόνιζε για το βράδυ, σε λίγες μέρες θα έπρεπε να είναι πίσω στην Άρτα, και δε θα είχε τόσες ευκαιρίες για διασκέδαση, θα το έπαιζε φρόνιμος εραστής της Ελπίδας ενώ θα επιδιδόταν στο κυνήγι της Μάρθας, έπρεπε να ξετρυπώσει επιτέλους το κουνελάκι από την τρύπα που είχε κρυφτεί για να μην την βρει. Ξεκλείδωσε το κινητό του και είδε ότι είχε ένα μήνυμα στα εισερχόμενα.

«Θα σε περιμένω στις εννέα στο restaurant “LA REYNA”» του έγραφε κάποιος λακωνικά. Ποιο από τα κωλόπαιδα τον κορόιδευε άραγε! «Ποιος είναι;» έστειλε ένα επίσης λακωνικό μήνυμα, η απάντηση δεν άργησε να έρθει, «Θα μάθεις όταν έρθεις! Μην αργήσεις, δεν πρέπει να αφήνεις μια κυρία να σε περιμένει!» κάποιος τον δούλευε, κοίταξε το ρολόι του η ώρα κόντευε ήδη οχτώ και μισή, ευτυχώς καλοκαίριαζε αλλιώς έξω θα ήταν ήδη νύχτα, όχι ότι στον ίδιο θα έκανε κάποια διαφορά αυτό. Του είχε εξάψει την περιέργεια το μήνυμα που είχε λάβει, αν ήταν τα παιδιά δε θα είχαν αρκεστεί σε ένα τόσο απλό μήνυμα, θα προσπαθούσαν να τον πείσουν με μεγαλύτερο δόλωμα έτσι η υπερβολή τους θα τους μαρτυρούσε. Εκτός κι αν είχε βάλει το χεράκι του κάποιο κορίτσι, όπως και να είχε η περιέργεια του τον είχε κερδίσει. Όμως δεν μπορούσε να είναι συνεπής στο ραντεβού του στις εννέα, ούτε θα πήγαινε σε τέτοια χάλια να συναντήσει τον οποιαδήποτε, χρειαζόταν οπωσδήποτε μπάνιο και ξύρισμα. Ευτυχώς το restaurant “LA REYNA” ήταν στα βόρεια προάστια αλλά και πάλι δεν ήξερε τι κίνηση θα είχε να αντιμετωπίσει. «Δεν προλαβαίνω να είμαι εκεί στις εννέα, και δεν έχω μάθει να στήνω μια κυρία, οπότε να το κάνουμε εννέα και μισή;» χωρίς να περιμένει την απάντηση χώθηκε γρήγορα κάτω από το ντους, το να κερδίσεις μισή ώρα με την κίνηση αυτής της πόλης είναι σα να κερδίζεις στις επιχειρήσεις ψίχουλα.

 

Ô

 

Δέκα παρά είκοσι πάρκαρε έξω από το ρεστοράν, ήλπιζε μόνο να μην είχε βαρεθεί και είχε φύγει η οποιαδήποτε κυρία του είχε στείλει εκείνο το μήνυμα, η περιέργεια και η ερωτική διάθεση που ενέπνεαν εκείνα τα μυστήρια μηνύματα του είχαν ανοίξει την όρεξη για παιχνίδια. Ήλπιζε βέβαια το κυνήγι του χαμένου θησαυρού να τελείωνε εκεί. Μπήκε στη μεγάλα σάλα και κοίταξε γύρω του για κάποια γυναίκα μόνη, το βλέμμα του έπεσε σε μια φιγούρα, με μακριά καστανά μαλλιά, και κόκκινο ξώπλατο φόρεμα. «Η Αντιγόνη» μουρμούρισε, και χαμογελώντας κατευθύνθηκε προς εκείνη. Έσκυψε και της έδωσε ένα φιλί στο γυμνό ώμο. Εκείνη ούτε που γύρισε να τον κοιτάξει, μόνο που περίμενε να πάει να πάρει τη θέση απέναντι της.

-Πολύ χαίρομαι που συναντώ μια βασίλισσα στο φυσικό της χώρο! Είπε πριν καθίσει. Περίμενες πολύ;

-Αρκετά!

-Λυπάμαι, μια βασίλισσα δεν πρέπει ποτέ να περιμένει τους υπηκόους της!

-Μην ανησυχείς θα λάβεις την ανάλογη τιμωρία για την καθυστέρηση σου, εκτός κι αν… Ο Νίκος την κοίταξε περιμένοντας τη συνέχεια! Εκτός κι αν με ανταμείψεις για τον χρόνο που σε περίμενα.

-Άσε με να το σκεφτώ, νομίζω ξέρω έναν τρόπο που θα αφήσει απόλυτα ικανοποιημένη τη βασίλισσα μου! Με υπονοούμενα και πειράγματα συνεχίστηκε το δείπνο τους. Κι οι δυο τους είχαν ξεχάσει ό,τι αφορούσε την Άρτα και ανυπομονούσαν να περάσουν στο ‘‘επιδόρπιο’’. Με μια τολμηρή Αντιγόνη να τολμάει να τον χαϊδεύει με το γυμνό πόδι της στον καβάλο, ο Νίκος μόνο που δεν τη σήκωσε να τρέξουν στην τουαλέτα και να της θυμίσει έτσι την ταπεινή της καταγωγή, όπως είχε σχολιάσει σε κάποια από τις συζητήσεις τους η Ελπίδα, η οποία δεν έχανε ευκαιρία να ρίχνει βέλη ενάντια στη μητέρα της καλύτερης της φίλης.

-Επιδόρπιο; Τη ρώτησε με το πρόσωπο κατακόκκινο από τον πόθο.

-Λέω να το πάρουμε αλλού το επιδόρπιο, κάπου πιο πριβέ, αν συμφωνείς κι εσύ φυσικά!

-Από πότε οι βασίλισσες ρωτάνε! Της είπε και έκανε νόημα στο σερβιτόρο για το λογαριασμό. Αφού ξεπάρκαρε το αυτοκίνητο και έφυγαν από το ρεστοράν, ο Νίκος έψαχνε για απόμερα και σκοτεινά μέρη πριν εκραγεί μιας και η Αντιγόνη δεν το είχε βάλει κάτω και συνέχιζε να τον χαϊδεύει στα επίμαχα σημεία. Σε έναν παράδρομο που ο πλοηγός του τον ενημέρωσε για αδιέξοδο έστριψε αριστερά και έσβησε τη μηχανή.

-Τι είναι εδώ; τον ρώτησε η Αντιγόνη και κοίταξε τριγύρω για να δει κάποιο κτήριο.

-Ερημιά.

-Ώστε είσαι ανυπόμονο αγόρι, τον ρώτησε και έλυσε τη ζώνη της που την κρατούσε δεμένη στη θέση της.

-Χάρη σε εσένα! Και χωρίς δεύτερη σκέψη την άρπαξε από τα μαλλιά και κόλλησε το στόμα της πάνω στο δικό του. Αφού χαλάρωσαν από το πρώτο κύμα πάθους ο Νίκος ανέβασε το παντελόνι του και προχώρησε λίγο για να κάνει αναστροφή και να φύγουν από το χωράφι.

-Τι λέει η βασίλισσα μου; Έχει υπόψη της κάποιο δωμάτιο από το παλάτι της για να συνεχίσουμε ή μπορεί να αρκεστεί στα ταπεινά ιδιαίτερα του υπηκόου της;

-Είσαι αχόρταγο αγόρι, είπε και χαμογέλασε πονηρά.

-Όταν μου αρέσει κάτι πολύ, θέλω να το απολαύσω όσο το δυνατό περισσότερο. Λοιπόν που πάμε;

-Είχα κλείσει τη σουίτα από ένα ακριβό ξενοδοχείο για να περάσουμε μαζί απόψε.

-Σου αρέσουν οι πολυτέλειες μωρό μου, κι εμένα το ίδιο, θα τα πάμε πολύ καλά οι δυο μας.

-Νόμιζα ότι σου άρεσε το αμάξι σου! Του είπε πειραχτικά.

-Μα και το αμάξι μου είναι πολυτελές! Δεν βρίσκεις;       

 

Ô

 

Είχε περάσει μόλις λίγη ώρα που ο Δημοσθένης την είχε αφήσει μόνη της για να πάει στο σπίτι του. Πολύ θα της άρεσε να είχε μείνει και εκείνο το βράδυ μαζί της να κάνουνε έρωτα και να κοιμηθούνε αγκαλιά όπως το προηγούμενο, όμως έπρεπε να φύγει, «Δε θέλω να με βαρεθείς από τώρα!» της είπε και πριν προλάβει εκείνη να διαμαρτυρηθεί της έκλεισε το στόμα με το δικό του. Είχε αρχίσει για άλλη μια φορά να συμμαζεύει την ακαταστασία, πως τα κατάφερνε πάντα έτσι, μόλις την προηγούμενη μέρα είχε τακτοποιήσει και μέσα σε λίγες μόλις ώρες είχε γίνει αχούρι. Ας όψεται ο αίτιος, σκέφτηκε και γέλασε με την ανυπομονησία του, μόλις είχε φτιάξει τα μαξιλάρια του καναπέ σιγοτραγουδώντας όταν άκουσε το κουδούνι της πόρτας της να χτυπάει. Η πρώτη της σκέψη πήγε απευθείας στο Νίκο, ακίνητη και αμίλητη έμεινε στη μέση του σαλονιού περιμένοντας και εκείνη δεν ήξερε τι, ο άνθρωπος απ’ έξω αφού περίμενε για λίγο, χτύπησε το ξύλο της πόρτας και μίλησε.

-Μάρθα, είσαι μέσα; Μόλις αναγνώρισε τη φωνή του πατέρα της, άφησε την ανάσα της να βγει ανακουφισμένη και πήγε βιαστικά να του ανοίξει. Με ένα πλατύ χαμόγελο τον υποδέχτηκε, ενώ του πήρε αμέσως τις σακούλες που κρατούσε στα χέρια του. Ο Περικλής κοίταξε γύρω του το χάος που επικρατούσε και με κόπο συγκρατήθηκε να μην αρχίσει να μαζεύει, καλή η κόρη του όμως δεν είχε πάρει τίποτε από τη μάνα της σε θέμα νοικοκυριού, κι αν ήταν έτσι το καθιστικό δεν ήθελε να φανταστεί τι θα συνέβαινε στους άλλους χώρους. Κάθισε στον καναπέ που μόλις είχε τακτοποιήσει τα μαξιλάρια και το ριχτάρι η Μάρθα και της απαντούσε στις ερωτήσεις που του έκανε, ενώ εκείνη έβαζε τα πράγματα που της είχε φέρει από το χωριό στο ψυγείο. Μόλις ξεμπέρδεψε πήγε και κάθισε δίπλα του στον καναπέ, βλέποντας την εικόνα που τους πλαισίωνε ντράπηκε όμως προτίμησε να μην πει τίποτε, γιατί ήταν ικανός επί τόπου να σηκωθεί και να αρχίσει να μαζεύει εκείνος στη θέση της. Δεν το είχε σε πολύ να βάλει σκούπα και να περάσει το πάτωμα και ένα δυο χέρια σφουγγάρισμα πριν φύγει. Ευτυχώς που αντί της μητέρας της είχε έρθει εκείνος, ειδάλλως δεν γλίτωνε τη μουρμούρα, λόγους έψαχνε η κυρά Αγγελική για να της τη λέει, ενώ δε θα έδειχνε στιγμή τη διακριτικότητα του πατέρα της, θα είχε ζωθεί την ποδιά και μέχρι και τα σίδερα από την τέντα ήταν ικανή να αρχίσει να καθαρίζει. Ευτυχώς που δεν είχε κάνει γιό αλλιώς θα δεινοπαθούσε η νύφη μαζί της, θα ήταν ικανή να πηγαίνει και να κοιτάει κάτω από τους καναπέδες για σκόνη αφού φερόταν έτσι στις κόρες της, και το χειρότερο ήταν και ετοιμόλογη, «Δεν χρειάζεται να κοιτάξω κάτω από τους καναπέδες, βλέπω πάνω και γύρω από αυτούς τι γίνεται!»

Όμως πέρα από την ακαταστασία που κυριαρχούσε στον χώρο χάρηκε που ήταν εκεί ο πατέρας της! Ήταν πάντοτε το στήριγμα της, σε αντίθεση με την αδερφή της η οποία τα έλεγε όλα στη μητέρα τους εκείνη προτιμούσε να μιλάει στον Περικλή, είχε περισσότερη άνεση μαζί του, ενώ ήξερε ότι δε θα την έκρινε όπως έκανε η μάνα της. Βέβαια κάποια πράγματα ούτε σε εκείνον τολμούσε να τα πει, δεν της ήταν εύκολο να του εκμυστηρευτεί τα συναισθήματα της για ένα αγόρι, ή το φιλί που μπορεί να έδωσε σε κάποιον, πόσο μάλλον την πρώτη της φορά και την πρώτη της σχέση. Όμως σε εκείνον μίλησε για την απόγνωση που της έφερνε και μόνο η σκέψη να γίνει σύζυγος της ο Σωτήρης, επειδή επέμενε η μάνα της, στον πατέρα της είχε εκμυστηρευτεί για το όνειρο της να γίνει φωτογράφος και εκείνος την άκουγε και όταν περνούσε από το χέρι του τη βοηθούσε. Κρίμα που η ιστορία με το Νίκο ήταν από αυτές που δε λέγονται, ίσως να έβρισκε να της δώσει μια συμβουλή. Ξάπλωσε πάνω στον καναπέ και ακούμπησε το κεφάλι της στα γόνατα του, όπως έκανε όταν ήταν κοριτσάκι, ο πατέρας πέρασε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά της και τα χάιδεψε. Ύστερα άρχισε να της μιλάει και για άλλη μια φορά η Μάρθα ένιωσε ότι ο Περικλής την ένιωθε περισσότερο από κάθε άλλον άνθρωπο πάνω στη γη. Της είπε όσο πιο απλά μπορούσε και με τρόπο ώστε να μη φαίνεται ότι την κρίνει ότι μπορούσε να καταλάβει ότι για να επιστρέψει στην Άρτα και να αφήσει όσα είχε κοπιάσει χρόνια να αποκτήσει, κάτι είχε συμβεί από τα ανείπωτα. Δεν είχε απαίτηση να του πει τι ήταν, μόνο που ήθελε να ξέρει ότι εκείνος ήταν δίπλα της ό,τι κι αν τον χρειαζόταν και ότι πίστευε ότι θα τα κατάφερνε γιατί ήταν δυνατή. 

Και πράγματι μόλις ο πατέρας της έφυγε, εκείνη ένιωθε πολύ καλύτερα. Δεν χρειαζόταν να κρύβετε από κανένα Νίκο, ότι ήταν να συμβεί θα το αντιμετώπιζε. Είναι πολύ σημαντικό να έχεις έναν άνθρωπο να πιστεύει σε εσένα, η πίστη του μπορεί να σου δώσει τη δυνατότητα να γίνεις αυτό που χρειάζεσαι, αυτό που πίστευες ότι δεν είσαι, έτσι και η Μάρθα αποφάσισε να κάνει πράξη αυτό που υποσχέθηκε στον εαυτό της όταν από δειλία και μην μπορώντας να αντιμετωπίσει τις συνέπειες των πράξεων της έφευγε από την Αθήνα. Είχε επιστρέψει στην Άρτα για να κάνει μια νέα αρχή, και σαν κάποιος να την ήθελε εκεί, για την ώρα της τα έφερνε όλα δεξιά, δουλειά, έκθεση φωτογραφίας και πάνω απ’ όλα ένας νέος έρωτας που τόσο διαφορετικός έμοιαζε από όλους τους προηγούμενους. Φυσικά υπήρχαν εκκρεμότητες με το παρελθόν και των δύο, όμως εκείνη δε θα έδινε από εδώ και στο εξής περισσότερη σημασία από όσο άξιζε, ούτε στο Νίκο μα ούτε και σε αυτή την άγνωστη και μοιραία Ελπίδα. Κι αν ο Δημοσθένης επέστρεφε πίσω σε εκείνη; Ρώτησε φοβισμένη τον εαυτό της. Αν ο Δημοσθένης επέστρεφε στην Ελπίδα δε χάθηκε ο κόσμος, καλύτερα να την άφηνε για την άλλη αν το προτιμούσε, παρά να έμενε μαζί της μόνο και μόνο για να μη μείνει μόνος. Μια τέτοια περίπτωση θα ήταν εύκολο να την ξεπεράσει αφού δε θα άξιζε τον κόπο. Άλλωστε το μοναστήρι να είναι καλά κι από καλογέρους… τέλος πριν αποκοιμηθεί έδωσε στον εαυτό της την υπόσχεση από εδώ και το εξής να είναι το σπίτι συμμαζεμένο, δεν ήξερε ποια στιγμή μπορούσε να την επισκεφτεί η μητέρα της με σφουγγαρόπανα και λοιπά σύνεργα.      

 

Ô

 

Εικοσιένα χρόνια η Ελένη τα ζούσε στην σκιά των γονιών της, δεν ήταν απλά η Ελένη Κοσυφάκη, αλλά κυρίως η κόρη του δημάρχου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να την οδηγήσει να κάνει την ‘‘επανάσταση’’ της και τελειώνοντας το σχολείο να αποφασίσει να απολαύσει τους καρπούς από τους κόπους του πατέρα της. Και τι δεν της είχαν προτείνει να σπουδάσει οι δικοί της, στα καλύτερα κολέγια θέλησαν να την στείλουν αλλά εκείνη ανένδοτη, κάποια στιγμή μόνο εξέφρασε την επιθυμία να γίνει ηθοποιός, μόλις όμως αντιλήφθηκε ότι θα είχε την στήριξη τόσο της μητέρας της όσο και του πατέρα της, άλλαξε γνώμη και είπε ότι το μετάνιωσε, ζήτησε χρόνο από τους γονείς της για να δει με τι θα ήθελε να ασχοληθεί, διαλέγοντας επαγγελματικό προσανατολισμό και έμεινε τρία χρόνια στην Άρτα παραμένοντας άεργη, σπαταλώντας τα χρήματα των γονιών της. Όμως πέρα κι από αυτό το ελάττωμα της η Ελένη ήταν αρκετά κακομαθημένη, θεωρούσε ότι της άνηκαν τα πάντα, από μικρή άρπαζε ότι της γυάλιζε με το έτσι θέλω. Μεγαλώνοντας κατάφερε να δείχνει περισσότερη εγκαρτέρηση, η τακτική που πλέον ακολουθούσε ήταν να ρίχνει τα βέλη της σε κάποιο άλλο άτομο της παρέας, κάνοντας το να φαίνεται το μαύρο πρόβατο και απολαμβάνοντας ιδιαίτερα τα κακεντρεχή της σχόλια εναντίον του. Εκείνη την περίοδο είχε θεωρήσει ως την πιο αδύναμη την Χριστίνα και άρχισε να βάζει λόγια στην Ελπίδα ότι δήθεν ήταν με το Δημοσθένη, μάλιστα γνώριζε πολύ καλά ότι το κορίτσι δεν σχετιζόταν με τον πρώην της φίλης τους, αλλά με τον κολλητό του, αλλά λόγω του συνεσταλμένου του χαρακτήρα της δε θα μίλαγε σε κανέναν μέχρι να είναι βέβαιη ότι αυτό δεν επηρέαζε την Ελπίδα, μιας και ο Γιάννης ήταν αδελφικός φίλος του πρώην της. Μάλιστα τους είχε δει με τα μάτια της σε μια καφετέρια να είναι μέσα στα σιρόπια, άκουσε τον εργάτη του Δήμου να της λέει ενώ τη φίλαγε: «Είσαι γλυκιά… (φιλί), Πολύ γλυκιά… (φιλί), … Πάρα πολύ γλυκιά …(φιλί), Απίστευτα γλυκιά». Ενθουσιασμένη από το κουτσομπολιό σκέφτηκε να τηλεφωνήσει να το πει στην Ελπίδα, μετά σκέφτηκε πως θα το έκανε περισσότερο πικάντικο και τελικά κατέληξε να το κάνει πιο ενοχλητικό, αλλάζοντας τον πρωταγωνιστή. Επειδή όμως δεν ήθελε να εκτεθεί αφού αργά ή γρήγορα θα γινόταν γνωστό ότι δεν ήταν με το Δημοσθένη, προφασίστηκε ότι υποψιάζεται ότι η Χριστίνα ήταν με το Δήμο και όχι ότι ήταν βέβαιη. Και με τη συμπεριφορά της δεύτερης να αποφεύγει να απαντήσει στα τηλέφωνα και ειδικά με το σχόλιο ότι ο Δημοσθένης είχε αντικαταστήσει την Ελπίδα με ένα κορίτσι σαν τα κρύα τα νερά έδινε λαβές στην Ελένη να προσθέτει και την Ελπίδα να πείθεται όλο και περισσότερο. Τελικά προς απογοήτευση της η Ελπίδα δε φάνηκε να ενδιαφέρετε τόσο για την σχέση Δήμου Χριστίνας αφού τα μυαλά της τα είχε κλέψει ο Αθηναίος, και όχι άδικα, αφού το βράδυ που τον είδε ούτε η ίδια δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από πάνω του, αντιθέτως εκείνος έδειχνε ότι όλη την προσοχή του την είχε κλέψει για άλλη μια φορά η μητέρα της, αφήνοντας τόσο εκείνη όσο και την Ελπίδα στην σκιά της Αντιγόνης. Τελικά όταν αναγκάστηκαν να φύγουν λόγω του πατέρα της εκείνος κράτησε πίσω την Ελπίδα, δίνοντας την εντύπωση ότι όλο αυτό που γινόταν τόσην ώρα στο τραπέζι με την ανταλλαγή κομπλιμέντων με την Αντιγόνη ήταν λόγω του διπλωματικού παιχνιδιού, που απαιτούσε να τα έχει καλά με τη σύζυγο του συνεταίρου του. Κι από ότι έμαθε την επόμενη μέρα στο τηλέφωνο από την Ελπίδα, η οποία πέταγε στα σύννεφα όλα έδειχναν ότι ήταν μαζί με τη φίλη της. Η Ελπίδα σε αντίθεση με την Χριστίνα έμπαινε σε ιδιαίτερες λεπτομέρειες κάνοντας την Ελένη να τη ζηλεύει ακόμα περισσότερο, και να αναρωτιέται πως στην ευχή είχε βρεθεί τέτοιος άντρας να την πάρει στα σοβαρά, και για το Δημοσθένη ήταν φορές που απορούσε αλλά με το Νίκο είχε ξεπεράσει κάθε προσδοκία.

Ήταν ήδη ώρα στο κλαμπ όταν είδε το Νίκο με την παρέα του να κάθονται στο μπαρ και να τα πίνουν συζητώντας, δε δίστασε ούτε στιγμή και τους πλησίασε. Γυρίζοντας επιδεικτικά την πλάτη της σε έναν από την παρέα του που πρόσεξε ότι την κοίταξε με ενδιαφέρον, στράφηκε εξολοκλήρου προς το Νίκο.

-Τι κάνει ο ωραίος της Άρτας; Τον ρώτησε. Εκείνος την κοίταξε παραξενεμένος αφού δε φάνηκε να του θυμίζει κάτι.

-Καλά είναι, απάντησε προσπαθώντας να τη θυμηθεί.

-Η φίλη μου ξέρει ότι είσαι εδώ;

-Εδώ, εδώ ίσως να μην το ξέρει, όμως η φίλη σου γνωρίζει ότι είμαι Αθήνα, οπότε θα φαντάζεται ότι μπορεί να είμαι κάπου να τα πίνω με τους φίλους μου. Εσύ τι κάνεις στην Αθήνα; Δεδομένου ότι το προηγούμενο βράδυ είχε συναντήσει τη μητέρα της και τον είχε ενημερώσει ότι ήταν στην Αθήνα με την κόρη της, του ήρθε στο μυαλό η εικόνα με το ξεθωριασμένο αυτό κορίτσι να πηγαίνει και να κάθετε στο τραπέζι του δημάρχου μαζί με την Ελπίδα, οπότε κατάλαβε για ποια πρόκειται. Αυτό που δεν καταλάβαινε ήταν πως στην ευχή η Ελένη ήταν κόρη της Αντιγόνης, μα ούτε καν στο δήμαρχο δεν έμοιαζε, ο οποίος παρά την ηλικία του ήταν ένας καλά συντηρημένος και ωραίος άντρας. Επιμένοντας να μιλάει με την Ελένη οι φίλοι του έκαναν ένα ξεχωριστό πηγαδάκι επιτρέποντας τους να πούνε ό,τι ήθελαν, ήταν γνωστό το κόλπο, όταν στην παρέα «των λύκων» έπεφτε κάποιο θηλυκό που έδειχνε ιδιαίτερη προτίμηση σε κάποιον. Λίγο πιο πίσω στεκόταν ένα κορίτσι που κοίταζε επίμονα την Ελένη μα εκείνη δεν έλεγε να της δώσει σημασία. Τελικά μην αντέχοντας να την περιμένει άλλο, την πλησίασε και αφού χαιρέτησε τυπικά το Νίκο την πληροφόρησε ότι τις περίμεναν έξω, η Ελένη δεν έδειξε διάθεση να θέλει να φύγει κι έτσι ο Νίκος αναγκάστηκε να της προτείνει να μείνει και να την πάει ύστερα εκείνος με το αμάξι του όπου έμενε. Η Ελένη συμφώνησε και είπε στη φίλη της να φύγει, παραμένοντας η ίδια με το Νίκο και την αποκομμένη από ώρα παρέα του. Μετά από λίγη ώρα και θέλοντας να μείνουν μόνοι τους αποφάσισε να κάνει τη βαριεστημένη.

-Βαρέθηκες, θες να φύγουμε; Τη ρώτησε.

-Δε θέλω να στην χαλάσω.

-Δε μου τη χαλάς! Της είπε χαλαρά και σηκώθηκε από τον σκαμπό, έκανε νόημα στην παρέα του ότι φεύγει και ακολούθησε την Ελένη που κατευθυνόταν προς την έξοδο. Αφού πήγανε στο αμάξι του και έβαλε μπρος, σιωπηλή εκείνη σκεφτόταν για όσα της είχε εξιστορήσει η Ελπίδα για την πρώτη τους φορά στη θέση του οδηγού.

-Που να σε πάω; Τη ρώτησε.

-Όπου θες!

-Τι όπου θέλω; Τη ρώτησε παραξενεμένος.

-Αφού σε βρήκα…

-Αφού με βρήκες να με παιδέψεις!

-Αν σε ενοχλώ τότε σταμάτα να κατέβω.

-Μην αρπάζεσαι, είπε και της έριξε μια βιαστική ματιά. Έκαναν μια στάση για να πιουν ένα ακόμα ποτό σε ένα μπαρ που βρήκαν στον δρόμο τους. Μετά τη δεύτερη γουλιά του ποτού της, έκανε μια απότομη κίνηση και το ποτήρι άδειασε επάνω της.

-Υπέροχα! Είπε και πήρε μια πετσέτα να σκουπίσει το αλκοόλ που κυλούσε στο λαιμό της.

-Φαντάζομαι θα θες να φύγουμε, είπε ο Νίκος και σηκώθηκε. Βρίσκοντας χίλιες προφάσεις και δικαιολογίες η Ελένη ανάγκασε το Νίκο να την πάει πρώτα στο σπίτι του για να κάνει ένα ντους και να καθαρίσει λίγο τα ρούχα της, δεν ήθελε να βάλει η μάνα της διάφορα με το μυαλό της. Περισσότερο με την απορία για το που το πήγαινε η πιτσιρίκα παρά ότι πίστεψε τις δικαιολογίες της, την οδήγησε στο διαμέρισμα που έμενε και αφού της υπέδειξε που ήταν το μπάνιο, γεμίζοντας ένα ακόμα ποτήρι με ουίσκι κάθισε σε μια πολυθρόνα, δεν είχαν περάσει δέκα λεπτά όταν η πόρτα του μπάνιο άνοιξε και από μέσα βγήκε η Ελένη ολόγυμνη και μούσκεμα από το νερό του ντους. Με αργά αλλά αποφασιστικά βήματα τον πλησίασε, και κάθισε γυμνή στην αγκαλιά του, εκείνος την κοίταξε στα μάτια και τη ρώτησε απλά.

-Ξέρεις τι κάνεις ή είναι το ποτό;

-Δεν έχω πιει σχεδόν καθόλου και ναι ξέρω τι κάνω, και χωρίς να περιμένει έσκυψε και τον φίλησε πρώτη.

Ξαπλωμένοι στον καναπέ και ανακουφισμένοι από την όλη ένταση που προκαλεί η ερωτική πράξη ο Νίκος γύρισε και την ξανακοίταξε.

-Τελικά το λέει η καρδούλα σου, και δεν μπορώ να πω, είσαι καλή στο κρεβάτι. Θα πήρε από τη μάνα της σκέφτηκε σιωπηλά και συνέχισε. Το ξέρεις όμως ότι είμαι με την Ελπίδα, γι αυτό ίσως να μην πρέπει να ξαναβρεθούμε, όχι τόσο για μένα, αλλά εσείς είστε φίλες και δε θέλω να τα χαλάσετε.

-Να πάει να γαμηθεί η Ελπίδα.

-Όπως νομίζεις, μόνο που πρέπει να βάλεις στο μυαλό σου ότι στην Άρτα είμαι για δουλειές, δε θέλω μπλεξίματα και φασαρίες εκεί. Ότι έγινε θα μείνει μεταξύ μας.

-Ό,τι έγινε και ό,τι ξαναγίνει, του απάντησε και χαμογέλασε, έτοιμη για δεύτερο γύρω. Τελικά μάνα και κόρη δεν αρκούνται ποτέ στη μια φορά.

 

Ô

 

Της άρεσε πολύ η εικόνα όταν τους είδε και τους δύο σκυμμένους πάνω από τη μηχανή ενός αυτοκινήτου, χωρίς να το σκεφτεί έβγαλε τη φωτογραφική και τους τράβηξε φωτογραφία. Η λάμψη του φλας που έσκασε τους τράβηξε την προσοχή. 

-Τι γίνεται, αστράφτει; Ρώτησε ο Γιάννης. Ο Δημοσθένης ανασήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε, μόλις την είδε της χαμογέλασε και δίνοντας το εργαλείο που κρατούσε στα χέρια στο φίλου του την πλησίασε για να σκάσει άλλο ένα φλας επάνω του.  

-Α ρε διασημότητα! Τον πείραξε ο φίλος του χαμογελώντας.

-Τι κάνεις αγάπη μου; ρώτησε τη Μάρθα

-Σε βγάζω φωτογραφίες! Του απάντησε ναζιάρικα.

-Αυτό το κατάλαβα, μη μου πεις ότι τις προορίζεις για την έκθεση;

-Για την ιδιωτική μου έκθεση!

Ο Γιάννης που βρήκε ευκαιρία για διάλλειμα πήρε το κολατσιό του και κάθισε στο πορτμπαγκάζ ενός αυτοκινήτου ξεκινώντας να τρώει παρακολουθώντας τη συζήτηση τους, σε στιγμή που δεν το περίμενε η Μάρθα γύρισε πάνω του την κάμερα της και τον φωτογράφισε, ο Γιάννης δίχως να τα χάσει άρχισε να παίρνει πόζες.  

-Δεν σας πιστεύω. Μουρμούρισε ο Δημοσθένης. Χωρίς να δώσει σημασία, ο Γιάννης ανέβηκε πρώτα στο καπό του αυτοκινήτου και αφού η Μάρθα του τράβηξε λίγες ακόμα φωτογραφίες, από εκεί σκαρφάλωσε στην οροφή του αμαξιού και άρχισε να παίρνει πόζες αλά Τραβόλτα από την ταινία “Grease”.    

-Τι κάνεις πάνω στο ξένο αυτοκίνητο, ρε ακαμάτη; Ακούστηκε εκνευρισμένη η φωνή του πατέρα του Δημοσθένη. Ο Γιάννης με ένα σάλτο βρέθηκε κάτω από το αυτοκίνητο.

-Αφεντικό;

-Κάναμε διάλειμμα! Προσπάθησε να δικαιολογηθεί ο Δημοσθένης.

-Και όταν κάνετε εσείς διάλειμμα, διαλύετε ότι έχει απομείνει γερό από ένα αυτοκίνητο;

-Υπερβάλετε αφεντικό. Τόλμησε να μιλήσει ο Γιάννης.

-Υπερβάλλω; Μέχρι και φωτογράφο φέρατε για να ικανοποιήσετε το ψώνιο σας!

-Πατέρα να σου συστήσω τη Μάρθα, πήρε το λόγο ο Δημοσθένης. Μάρθα ο πατέρας μου.

-Χάρηκα και χίλια συγνώμη γι’ αυτό που μόλις είδατε, εγώ είμαι η μόνη υπεύθυνη.

-Επειδή μόλις γνωριζόμαστε και δε θέλω να υπάρχουν πικρίες, για πρώτη αλλά και τελευταία φορά σε συγχωρώ, αλλά τη επόμενη φορά να έρχεσαι εδώ χωρίς αυτό το μαραφέτι διότι τα αγόρια μου έχουν το μυαλό τους πάνω από το κεφάλι τους!

-Θα το έχω υπόψη μου.

-Πάρτη στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου… μουρμούρισε στο αυτί του Δημοσθένη ο Γιάννης, που δέχτηκε μια αγκωνιά στο πλευρό ως απάντηση.  

-Δε μου λες Γιάννη το αυτοκίνητο του κύριου Βασιλειάδη είναι έτοιμο;

-Σχεδόν.

-Οι καλλιτεχνικές σου υποχρεώσεις δεν σου επέτρεψαν ώστε να είναι πλήρως; Τέλος πάντων τελειώνετε και ειδοποιήστε τον άνθρωπο να ’ρθει να το πάρει. Φεύγω και εγώ για κάτι δουλειές. Και φρόνιμα.

-Θα μπορούσε να είναι και χειρότερα, είπε ο Δήμος στο Γιάννη μόλις ο πατέρας του έφυγε.

-Δηλαδή;

-Να σε πετύχει ο ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου πάνω στην οροφή να ποζάρεις, επιπλέον ξέρεις πως ο πατέρας είναι σκυλί που γαβγίζει, δε δαγκώνει. 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ

 

«Ο Δήμαρχος Άρτας Χριστόφορος Κοσυφάκης, σας προσκαλεί στη δεξίωση που θα γίνει στην κατοικία του, την Παρασκευή 15 Ιουλίου, για την επέτειο των δέκα ετών από τότε  που οι δημότες τον έχουν τιμήσει με την εμπιστοσύνη τους, δίνοντας του τη δυνατότητα να πάει την περιοχή της Άρτας εκεί που της αξίζει.»

 

Αυτά έγραφε η πρόσκληση που έστειλε ο δήμαρχος για να γιορτάσει την επέτειο του ως κεφαλή της περιοχής τους. Καλεσμένοι ήταν διάφορα ισχυρά πρόσωπα της ευρύτερης περιοχής της Ηπείρου, πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες, καλλιτέχνες, δημοσιογράφοι και όλοι όσοι θα του φαινόταν χρήσιμοι στη νέα του πολιτική σταδιοδρομία. Οι δημοσιογράφοι θα βοηθούσαν να γίνει γνωστή η δεξίωση ενώ οι καλλιτέχνες θα προσέδιδαν γόητρο στη γιορτή. Η Μάρθα έλαβε πρόσκληση ως φωτογράφος που συμμετείχε στην έκθεση, όμως εκτός αυτού θα ήταν υποχρεωμένη να πάρει φωτογραφίες οι οποίες θα δημοσιεύονταν το ίδιο κιόλας βράδυ στο δημοσιογραφικό site που εργαζόταν. Όπως και να είχε της είχε φανεί ωραία ιδέα να ξεσκάσει και λίγο. Ποιον κορόιδευε, ειρωνεύτηκε τον εαυτό της, από την στιγμή που είχε πατήσει το πόδι της στη γενέτειρα της είχε καταφέρει να κάνει την εργασία διασκέδαση, με απόλυτη ελευθερία από το αφεντικό της. Είχε ελεύθερο χρόνο να τραβήξει τις καλλιτεχνικές φωτογραφίες για την έκθεση και αν και αφοσιωμένη στο σκοπό της, ο Δημοσθένης έκανε εκείνες τις ημέρες που ήταν μαζί, να μοιάζουν με διασκέδαση. Όμως πάντοτε της άρεσαν οι δεξιώσεις και τα πάρτι, δεν χρειαζόταν να το κρύβει και στην Άρτα λόγω του περιορισμένου της κύκλου, και επιπλέον το ότι οι ηπειρώτες για να γιορτάσουν χρειάζονται οπωσδήποτε κλαρίνα, δεν είχε την ευκαιρία να πάει σε μια δεξίωση και όπως όλα έδειχναν θα αργούσε να λάβει ξανά πρόσκληση για κάτι ανάλογο. Αφού έστειλε ένα μήνυμα στο Βασίλη με την ερώτηση αν μπορούσε να πάει με συνοδό, και έλαβε θετική απάντηση επικοινώνησε αμέσως με το Δημοσθένη για να του πει ότι ήθελε να πάνε μαζί. Εκείνος δε χάρηκε το ίδιο με την καλή του, γενικά απέφευγε κάθε τι τόσο επίσημο, πάντα τον κυνηγούσε η ιδέα ότι όλο και κάποια γκάφα θα έκανε, όμως αφού θα πήγαινε η Μάρθα, δεν υπήρχε λόγος να την αφήσει μόνη της, άλλωστε είχε προσέξει τα αντρικά βλέμματα που έκλεβε το κορίτσι του.

-Δεν πιστεύω να είμαι υποχρεωμένος να φορέσω γραβάτα;

-Γραβάτα, όχι. Παπιγιόν!

-Θα αστειεύεσαι βέβαια; Τη ρώτησε έτοιμος να πάθει κρίση πανικού.

-Φυσικά και αστειεύομαι. Και επειδή δε θέλω να είμαι μια σκύλα που επιβάλλεται στο αγόρι της, σου επιτρέπω να φορέσεις τζιν παντελόνι, αλλά επιμένω στο ότι θα πρέπει να φορέσεις πουκάμισο.

-Τι χρώμα;

-Δεν ξέρω, μάλλον, άσε σε εμένα το ντύσιμο σου.

-Τι εννοείς; Τη ρώτησε ανήσυχος.

-Δε μου έχεις εμπιστοσύνη;

-Δεν ξέρω, πρέπει;

-Φυσικά και πρέπει. Δε σηκώνω συζήτηση, φόρα το τζιν σου και θα σου φέρω εγώ ένα πουκάμισο.

-Οπότε να σε περιμένω γυμνός από τη μέση και πάνω; Τη ρώτησε πειραχτικά.

-Και ξυπόλυτος. Του απάντησε πριν του κλείσει το τηλέφωνο όταν είδε το αφεντικό της να μπαίνει στο γραφείο. Αφού χαιρέτησε βιαστικά τους υπαλλήλους του στράφηκε και κοίταξε τον άντρα που τον περίμενε και του έκανε νόημα να τον ακολουθήσει. Παραξενεύτηκε ιδιαίτερα η Μάρθα από το απεγνωσμένο πρόσωπο εκείνου του άντρα, όμως μια σπίθα αποφασιστικότητας υπήρχε στα μάτια του, την ώρα που σηκώθηκε να ακολουθήσει το διευθυντή. Αντιλήφθηκε από τη στάση του σώματός του και τις εκφράσεις του ότι περνούσε μεγάλες στενοχώριες.

-Ποιος είναι αυτός; Ρώτησε την κοπέλα στη ρεσεψιόν.

-Ο πρόεδρος της Πανηπειρωτικής Κοινοπραξίας. 

 

Ô

 

Για ώρα μιλούσε στο διευθυντή του δημοσιογραφικού site και φίλο του γιου του ο Παντελής, επαναλάμβανε ότι είχε ήδη πει σε μια μάταιη προσπάθεια να τον πείσει. Έβλεπε στα μάτια του ότι δεν είχε σκοπό να τον βοηθήσει, ήταν σοβαρός, τον άκουγε προσεχτικά, αλλά ως εκεί θα έφτανε η κατανόηση του. Έλεγε και ξαναέλεγε τις υποψίες του, δεν μπορούσε να είναι σύμπτωση, πως είναι δυνατόν μία μόλις ημέρα πριν από τη λήξη του διαγωνισμού να εμφανιστεί από το πουθενά η πρόταση της «HIGH» και να κερδίσει το διαγωνισμό. Ήταν σίγουρα όλα προμελετημένα, περίμεναν να δουν τις άλλες προτάσεις για να χτυπήσουν τα έργα, και τώρα ας σκεφτόταν μέσα στην εποχή της κρίσης, πόσοι ηπειρώτες, πόσοι αρτινοί θα έμεναν χωρίς δουλειά, πόσες τοπικές οικογένειες στα όρια της ένδειας! Δεν μπορούσε παρά να απολύσει τον κόσμο που είχε βιαστεί να προσλάβει μετά τις υποσχέσεις του δημάρχου. Όμως να, που εκείνος τον είχε χειριστεί και τελικά έδωσε τη δουλειά στο μεγαλοκαρχαρία τον Χαΐτογλου.

Από την άλλη ο ιδιοκτήτης του site υπέθετε ότι το θέμα που του ανέφερε ο πατέρας του συμφοιτητή του ήταν σίγουρα σπουδαίο, όμως δεν μπορούσε να κάνει κάτι χωρίς αποδείξεις, και αυτό δε φαινόταν να το καταλαβαίνει εκείνος. Ήθελε λέει να ταράξει τα νερά, όμως δεν έφτανε, αν αυτά ήταν η φαντασία του επειδή είχε καταστραφεί και ήθελε να εκδικηθεί το δήμαρχο, αυτός που θα έβρισκε το μπελά του θα ήταν το site και ο ίδιος. Αλλά ακόμα και να είχαν βάσει οι υποψίες του, χωρίς στοιχεία δεν μπορούσαν να κατηγορήσουν κανέναν, αν ο δήμαρχος είχε πάρει καλά τα μέτρα του, θα μπορούσε ύστερα από αστήριχτα δημοσιεύματα να πέσουν μηνύσεις και θα ήταν τότε υποχρεωμένος ο ίδιος να πληρώσει τα μαλλιά της κεφαλής του σε αποζημιώσεις, επιπλέον θα λιγόστευαν και οι διαφημίσεις, και μιας και δεν πληρωνόταν από κάποια πολιτική παράταξη, το site θα έπεφτε σύντομα στα βράχια. Στο τέλος της συζήτησης του έδωσε μια αόριστη υπόσχεση ότι θα έβλεπε τι θα πράξει. Όσο κι αν θέλησε ο πρόεδρος της Πανηπερωτικής να κάνει ότι τον πιστεύει, ήξερε μέσα του ότι δε θα γίνονταν τίποτα, άφησε τα χέρια του να πέσουν βαριά στο πλάι του σώματος του και μουρμούρισε.

-Εγώ πάντως προσπάθησα.   

 

Ô

 

Μόλις άνοιξε την πόρτα της εισόδου ο Δημοσθένης, η Μάρθα χύθηκε μέσα στο σπίτι βιαστικά σαν το δροσερό αεράκι. Όταν την είδε με το κόκκινο μάξι φόρεμα με το σκίσιμο στο πλάι, τα μαλλιά χτενισμένα σε ένα ψηλό μεγαλοπρεπή κότσο να στέκουν σαν κορόνα πάνω στο κεφάλι της και το επαγγελματικό βάψιμο σφύριξε και έκανε ένα μορφασμό επικρότησης, αντιθέτως εκείνη μόλις τον είδε να φοράει μόνο ένα τζίν κι από τη μέση και πάνω γυμνό, καθώς και ξυπόλυτο, ανασήκωσε το φρύδι της.

-Το λιγότερο που πρέπει να φορέσω για να είμαι έστω και λίγο αντάξιος της ομορφιά σου είναι κοστούμι. Της είπε.

-Γιατί είσαι ξυπόλυτος; Τον ρώτησε εκείνη.

-Ήταν η οδηγία σου, αν θυμάμαι καλά, όμορφη.

-Α ναι, είπε και χαμογέλασε, ενώ τον πλησίασε και του έδωσε ένα πεταχτό φιλί στα χείλη.

-Πολύ ωραία, δεν φτάνει που καθυστερείς την αμοιβή μου, που είμαι τόσο υπάκουος, μου δίνεις απλά ένα χλιαρό φιλί!

-Σου υπόσχομαι να σου δώσω περισσότερα και πιο παθιασμένα μόλις επιστρέψουμε, φαντάζομαι δε θες να εμφανιστείς στη δεξίωση με βαμμένα κόκκινα τα χείλη, επιπλέον είμαι πολύ εγωίστρια για να μοιράζομαι το κραγιόν μου ακόμα και με το αγόρι μου.

-Αγόρι; Μα πόσο χρονών με κάνεις;

-Οκ εραστή, φόρεσε τώρα αυτό το πουκάμισο που σου πήρα, και βάλε παπούτσια, δε θα γίνει στην παραλία η δεξίωση.

 

Ô

           

Φτάσανε έξω από το σπίτι του δημάρχου, όπου υπήρχε ένας στόλος παρκαρισμένων αυτοκινήτων, έκαναν ένα γύρω στα στενά με το τζιπ για να βρούνε κάπου να παρκάρουνε, και ξεκίνησαν για τη δεξίωση με τα πόδια. Ανοίγοντας τους την πόρτα μια υπηρέτρια, τους οδήγησε στον κήπο από την πίσω πλευρά του σπιτιού. Υπήρχε αρκετός κόσμος επίσημα ντυμένος, που κρατώντας το ποτό του στο χέρι συνομιλούσε με τους γύρω του. Μόλις τους είδε ο Βασίλης πήγε να τους υποδεχτεί, αφού έκανε μια φιλοφρόνηση στη Μάρθα κοίταξε αποδοκιμαστικά το Δημοσθένη για το τόσο απλό ντύσιμο του. «Ούτε ένα σακάκι ξάδερφε;» τόλμησε να σχολιάσει, «Πως θα σε συστήσω στο δήμαρχο; Αν ήξερα ότι θα έφερνες τούτον εδώ τον άξεστο στη δεξίωση θα σου έλεγα ότι δεν μπορείς να φέρεις συνοδό και ύστερα θα είχα την τύχη να σε συνοδέψω εγώ!», είπε χαμογελώντας στη Μάρθα, ενώ μαζεύτηκε όταν είδε το δολοφονικό ύφος του ξάδερφου του. Πλησιάζοντας το δήμαρχο και τη σύζυγο του, ο Δημοσθένης πρόσεξε ότι στη δεξίωση ήταν και η Ελπίδα. Φυσικά έπρεπε να το φανταστεί, καλύτερη φίλη της κόρης του Κοσυφάκη, πως μπορούσε να λείπει! Δίπλα στην Ελπίδα στεκόταν ένας άντρας, ντυμένος όπως υπαγόρευε το καταστατικό των δεξιώσεων και εκείνη είχε περασμένο το χέρι της κάτω από το μπράτσο του. Ο άντρας σήκωσε το ποτήρι που κρατούσε με το ποτό προς το μέρος τους, ξαφνιασμένος αποτράβηξε το βλέμμα του και κοίταξε τη Μάρθα η οποία κοιτούσε προς την ίδια κατεύθυνση.

-Τον ξέρεις; Τη ρώτησε από περιέργεια.

-Ναι, είπε εκείνη, είναι ο γιος του Χαΐτογλου.

-Του Πέτρου Χαΐτογλου! Απόρησε ο Δημοσθένης.

-Ναι, ας μην του δώσουμε σημασία όμως, δεν αξίζει. Είπε και ακολούθησε το Βασίλη που είχε κοντοσταθεί για να τους περιμένει.

Αφού χαιρέτησαν το δήμαρχο και τη σύζυγο του, του ευχήθηκαν τα καλύτερα για την πολιτική του σταδιοδρομία και τον ευχαρίστησαν για την πρόσκληση, αποτραβήχτηκαν για να αφήσουν τους νέο αφιχθείς να χαιρετήσουν κι εκείνοι με τη σειρά τους το τιμώμενο πρόσωπο της βραδιάς. Ο Δημοσθένης άφησε για λίγο τη Μάρθα μόνη της, να πάει να χαιρετήσει κάποιους γνωστούς του, βρίσκοντας το πεδίο ελεύθερο ο Νίκος ελευθέρωσε το μπράτσο του από το χέρι της Ελπίδας και την πλησίασε.  

-Μάρθα, πόσο χαίρομαι που σε βλέπω.

-Τι θες Νίκο; Είπε εκείνη και τον κοίταξε.

-Να πω ένα γεια σε μια παλιά, καλή φίλη, ούτε αυτό το δικαίωμα δεν μου αναγνωρίζεις;

-Τι γυρεύεις εδώ;

-Α δεν τα έμαθες τα νέα, περίεργο και είχα την εντύπωση ότι είχε βουίξει ο τόπος, η εταιρεία μας η «HIGH» ανέλαβε να κάνει έργα στην ευρύτερη περιοχή της Άρτας, οπότε όπως καταλαβαίνεις θα βαρεθείς να με βλέπεις μικρή.

-Τέλεια. Είπε και του γύρισε την πλάτη για να πλησιάσει το Δημοσθένη που μιλούσε με μια κοπέλα.

-Δημοσθένη; Είπε και πέρασε το χέρι της στο μπράτσο του ώστε να δει ο Νίκος ότι συνοδεύεται.

-Δε θα μας συστήσεις; Άκουσε την ειρωνεία στη φωνή της πιτσιρίκας.

-Αν και δεν υπάρχει λόγος, θα το κάνω, Μάρθα η Ελπίδα. Της Μάρθας ξέφυγε ένα ύφος όλο ενδιαφέρον προς την Ελπίδα που μαρτύρησε ότι γνώριζε για εκείνη. Καμιά απλή φίλη θα ήταν, συμπέρανε ικανοποιημένη η Ελπίδα, ενώ είδε το Νίκο να τους πλησιάζει.

-Δε με άφησες να σου πω, πόσο σου πάει το φόρεμα που φοράς! Απευθύνθηκε στη Μάρθα προκαλώντας τον εκνευρισμό της Ελπίδας. Με βεβαιότητα μπορώ να πω ότι είσαι από τις ομορφότερες γυναίκες εδώ μέσα.

-Πράγματι συμφώνησε ο Δημοσθένης. Και χάρισε ένα χαμόγελο στη Μάρθα το οποίο του ανταπέδωσε. Ένας ενοχλητικός ήχος ακούστηκε από το ηχείο καθώς ο δήμαρχος ετοιμαζόταν να μιλήσει στο μικρόφωνο, η Μάρθα βρήκε την ευκαιρία να ξεφύγει από την αμήχανη κατάσταση με το να βρίσκεται στην ίδια παρέα με το πρώην, το νυν και την πρώην του, και βγάζοντας τη φωτογραφική της πήγε να κάνει το επαγγελματικό της καθήκον. Η Ελπίδα που θέλησε να απομακρυνθεί από το Δημοσθένη τράβηξε απαλά από το χέρι το Νίκο, ενώ μόλις βρήκε την ευκαιρία του ψιθύρισε στο αυτί.

-Από πού την ξέρεις αυτή;

-Φίλη από την Αθήνα.

-Και τι γυρεύει εδώ;

-Είναι από εδώ. Απάντησε όσο πιο αδιάφορα μπορούσε.

-Εσύ δεν είπες ότι δεν ξέρεις κανέναν στην Άρτα;

-Ξεφορτώσου με. Είπε και πλησίασε το δήμαρχο που τον κάλεσε κοντά του να τον συστήσει στους καλεσμένους του. Φτάνοντας δίπλα στη Μάρθα της έριξε ένα ειρωνικό βλέμμα και συνέχισε προς το δήμαρχο. Εκείνη τράβηξε δυο βιαστικές λήψεις με το Νίκο και τον Χριστόφορο και κατέβασε τη φωτογραφική. Δίπλα της ήταν ένα ζευγάρι που συνομιλούσε ψιθυριστά, όμως τα λόγια τους τράβηξαν την προσοχή της.

-Ακούγεται ότι τη δουλειά θα την έπαιρνε η Πανηπειρωτική Κοινοπραξία, είχε κάνει την καλύτερη πρόταση, μόλις μια δυο μέρες πριν λήξει ο διαγωνισμός εμφανίστηκε η πρόταση της HIGH, και μάλιστα ελάχιστα καλύτερη από εκείνη της κοινοπραξίας. Δεν ξέρω εμένα μου βρωμάει όλη αυτή η και καλά σύμπτωση.

-Μήπως είσαι υπερβολικός. Δε γίνονται αυτά!

-Γιατί δε γίνονται αγαπητή μου, στην Ελλάδα είμαστε. Και μάλιστα εντός κρίσης, πλέον γίνονται ελάχιστα έργα, ο καθένας ευνοεί τους δικούς του. Ξέρεις πόσο θα ανεβάσει αυτό την ανεργία, η κοινοπραξία πάει για φούντο.

-Ε κάποιοι θα απολυθούν κάποιοι άλλοι θα προσληφθούν.

-Να δούμε τι θα είναι αυτοί που θα προσληφθούν.

-Τι εννοείς;

 

Ô

 

Είχε χάσει κάθε διάθεση η Μάρθα για δεξίωση και επισημότητες από την στιγμή που είδε το Νίκο και κυρίως όταν έμαθε ότι θα έμενε για αρκετό καιρό στην πόλη. Όμως δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο, του έριξε μια βιαστική ματιά και τον είδε που είχε καρφώσει το βλέμμα του επάνω της ενώ η Ελπίδα προσπαθούσε να του τραβήξει την προσοχή. Για δες πως τα είχε φέρει, ο πρώην της γνωριζόταν με την πρώην του Δημοσθένη και μάλιστα φαινόταν να έχουν ιδιαίτερη οικειότητα μεταξύ τους, αν και για την ώρα ο Νίκος επέμενε να προκαλεί με τα βλέμματα που έριχνε στην ίδια. Ώστε η Ελπίδα ήταν η αόρατη ως τότε αντίπαλος της στην καρδιά του Δημοσθένη, πώς να είχε νιώσει άραγε όταν την είδε με άλλον, γύρισε και τον κοίταξε, στεκόταν σε μια μεριά με το Βασίλη και κουβέντιαζαν, δε φαινόταν να έχει στραμμένη την προσοχή του στην άλλη, αντιθέτως με το βλέμμα έψαχνε την ίδια, αφού μόλις την είδε της χαμογέλασε. Τι να συνέβαινε όμως πραγματικά στην καρδιά του Δημοσθένη, αν απλά προσποιούταν ότι δεν ενδιαφερόταν για την άλλη, δεν μπορεί να μην τον ένοιαζε καθόλου, ήταν τρία χρόνια μαζί, και μάλιστα ήταν έτοιμος να την παντρευτεί. Η Ελπίδα ήταν εκείνη που είχε διαλύσει τη σχέση τους. Μια φωνή μέσα της την ενημέρωσε ότι είχε σοβαρότερα προβλήματα και θέματα να αντιμετωπίσει για την ώρα, από τα πιθανά αισθήματα του Δημοσθένη για την άλλη. Άλλωστε όπως όλα έδειχναν εκείνη φαινόταν προσκολλημένη στον πλούσιο γιο Χαΐτογλου, από την άλλη όμως, δεν ήθελε ο Δημοσθένης να είναι μαζί της επειδή δεν μπορούσε να είναι με εκείνη που ήθελε, αλλά επειδή όντως είχε κατακτήσει την καρδιά του. Άλλωστε με το Νίκο δεν μπορούσε να κάνει κάτι, όσο και να επέμενε κάποια στιγμή θα βαριόταν να τρώει χυλόπιτες και θα το έπαιρνε απόφαση επιστρέφοντας για τα καλά στην Αθήνα, εκτός κι αν ερωτευόταν την Ελπίδα οπότε ησύχαζε. «Σιγά μην ερωτευτεί το κάθαρμα κάποια, είναι πολύ εγωπαθής ώστε να στρέψει την καρδιά του προς άλλον άνθρωπο», ούτε εκείνη την είχε αγαπήσει ποτέ στα αλήθεια, απλά θεωρούσε ότι του ταίριαζε, ίσως να είχε γοητευτεί κάποτε αλλά μόνο αυτό, κι αν επέμενε τώρα, μία ήταν η σωστή απάντηση. Εγωισμός! Δεν ανεχόταν την απόρριψη και από όταν έμαθε την ύπαρξη και δεύτερου άντρα στη ζωή της του έκατσε ακόμα χειρότερα. Και με το θέμα της Πανηπειρωτικής Κοινοπραξίας τι θα έκανε; Ρώτησε τον εαυτό της, τι μπορούσε να κάνει, η ιδία· τίποτα, όμως κάποια άλλη θα μπορούσε να κάνει κάποια έρευνα, ίσως ήταν το θέμα που πάντα έψαχνε. Πριν αποφασίσει αν άξιζε τον κόπο να πάρει τηλέφωνο και να ενοχλήσει ή όχι τη φίλη της, ο συνοδός της την πλησίασε και τη φίλησε στον γυμνό της ώμο.

-Πρέπει να είμαι ο πιο τυχερός άντρας εδώ μέσα, και επιπλέον πιστεύω ότι με ζηλεύουν όλοι.

-Γιατί το λες αυτό; Είπε γυρίζοντας να τον κοιτάξει.

-Μα συνοδεύω την ομορφότερη γυναίκα.

-Υπερβολές!

-Είσαι πανέμορφη. Μέχρι και ο Χαΐτογλου το είπε.

-Να χαρείς μη μου λες γι αυτόν!

-Δεν τον συμπαθείς ιδιαίτερα! Έκανε την διαπίστωση ο Δημοσθένης.

-Είναι ενοχλητικός. Λοιπόν βαρέθηκα και νομίζω ότι τράβηξα αρκετές φωτογραφίες, τι λες δε φεύγουμε;

-Όπως θες, και προσφέροντας της το χέρι του, πήγαν να χαιρετήσουν το δήμαρχο με τη σύζυγο του, ενώ ο Βασίλης τους συνόδεψε ως έξω.

«Ώστε έτσι», σκέφτηκε ο Νίκος, καθώς είδε τη Μάρθα με το συνοδό της να φεύγουν πιασμένοι από το χέρι και μην ρίχνοντας του ούτε μια ματιά. Το Μαρθάκι είχε πάψει να είναι εκείνο το δειλό πλάσμα που χρειαζόταν πάντα την προστασία του, ο καθαρός αέρας της επαρχίας της είχε κάνει καλό, μετατρέποντας την σε μια δυ­να­μι­κή γυναίκα! Ίσως ποτέ της δεν ήταν αδύναμο πλάσμα, μάλλον της άρεσε να το παίζει εύθραυστη για να τραβάει την προσοχή, αλλιώς πως θα τολμούσε να έχει παράλληλη σχέση, και στο τέλος να παρατήσει και τους δυο εραστές σύξυλους στην Αθήνα και να έρθει στην Άρτα για να βρει έναν τρίτο. Αν δεν τον είχε καβάτζα για όταν ερχόταν και καλά, να δει τους γονείς της. Όμως δεν ήξερε με ποιον είχε να κάνει, και ούτε πόσο μακριά ήταν ικανός να φτάσει, αργά ή γρήγορα όμως θα την έκανε να τον φοβάται. Στράφηκε στην Ελπίδα και τη ρώτησε για το νεαρό που μιλούσαν νωρίτερα, ποιος ήταν, με τι ασχολούταν και διάφορα. Από μακριά πρόσεξε την Αντιγόνη που έπινε το ποτό της κοιτάζοντας τον, δεν είχε διάθεση για την ώρα να ασχολείται με τα κέφια της κυρίας δημάρχου, όμως εκτός από την κυρία, είδε ότι και η Ελένη προσπαθούσε να κλέψει την προσοχή του, φλερτάροντας με έναν πιτσιρικά ενώ την ίδια ώρα, του έριχνε κλεφτές ματιές. Η Ελπίδα που θέλησε να πιστέψει ότι ρώταγε επειδή ζήλεψε, του έδωσε όλες τις πληροφορίες που εκείνος αναζητούσε και μάλιστα παραπάνω, με ένα αδιάφορο ύφος, πίνοντας αργά και απολαυστικά το ποτό της.

-Μια παλιά ιστορία, Δημοσθένης Σιώζος ονομάζεται, έχει ένα συνεργείο αυτοκινήτων και….

-Και; Τη ρώτησε με ενδιαφέρον εκείνος.

-Τίποτα μωρέ, να απλά, είναι ο πρώην μου.

-Ώστε το κοριτσάκι έχει και εμπειρία; Της είπε αλλά εκείνη πήρε τη μομφή του για ζήλεια.

-Φυσικά, λες να περίμενα τον Αθηναίο. Του απάντησε πάραυτα με ειρωνεία, επιπλέον μου έκανε πρόταση γάμου την οποία και αρνήθηκα.

-Γιατί;

-Δεν ήταν αυτό που ζητούσα, απλά.

-Και τι είναι αυτό που εσύ ζητάς, τη ρώτησε ενώ πέρασε το χέρι του κάτω από τη φούστα της.

 

Ô

 

Η Μάρθα φορώντας το πουκάμισο του, με τα μαλλιά λυμένα στους ώμους, είχε καθίσει μπροστά από τον υπολογιστή του και έστελνε τις φωτογραφίες που τράβηξε από τη δεξίωση με email στον υπεύθυνο για να ανεβάσει το υλικό στο site. Ο Δημοσθένης γύρισε προς την πλευρά της και την κοίταξε. Το μυαλό του πήγε στην Ελπίδα, την είχε δει μόλις δυο μήνες από τον χωρισμό τους να τη συνοδεύει ένας άλλος άντρας και προς μεγάλη του έκπληξη δεν ένιωσε να ενοχλείται, αν δεν είχε μπει η Μάρθα στη ζωή του την κατάλληλη στιγμή, θα ήταν το ίδιο ψύχραιμος ή θα είχε ορμίσει να πλακώσει στο ξύλο τον άλλον, παρά του ότι δε θα είχε κανένα δικαίωμα να το κάνει. Και η Μάρθα, τι ήταν πράγματι για εκείνον, κάτι που τον κρατούσε σε καταστολή μέχρι να βγει από την ακαταστασία που είχε δημιουργήσει στη ζωή του η Ελπίδα ή κάτι παραπάνω, ας πούμε η σωστή γυναικά, η μία; Μεγαλωμένος με τα πρότυπα της σχέσης των γονιών του, πίστευε ότι για κάθε έναν υπάρχει ένα ιδανικό ταίρι, οι άλλοι απλά μπορεί να πλησιάζουν στο ιδανικό αλλά δεν είναι. Όμως και η Μάρθα δε σχολίασε καθόλου τη συνάντηση με την πρώην του, τόσα της είχε πει, ήξερε, θα κατάλαβε ποια ήταν η κοπέλα μπροστά της, όμως στιγμή δεν σχολίασε τίποτα, από διακριτικότητα άραγε ή τίποτε άλλο; Έμεινε να την κοιτάζει και σκέφτηκε πόσο τυχερός ήταν που την είχε εκεί στη θέση της Ελπίδας. Όσον αφορά το θέμα τι σήμαινε η Μάρθα για εκείνον, ήταν ακόμα πολύ νωρίς, ο χρόνος θα του το έδειχνε. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και την πλησίασε, έσκυψε στο ύψος του κεφαλιού της και δάγκωσε με τα χείλη του το λοβό του αυτιού της.

-Πότε θα έρθεις στο κρεβάτι, μου έλειψες! Εκείνη γέλασε.

-Τώρα μωρό μου επιστρέφω αμέσως. Να στείλω ένα email.

-Δεν μπορεί να περιμένει το email, γιατί εγώ δεν μπορώ, και αρπάζοντας την στην αγκαλιά του ρίχνοντας την καρέκλα κάτω, την πήγε πάλι στο κρεβάτι.

-Άσε με τουλάχιστον να πατήσω το send, είπε και σηκώθηκε γρήγορα επέστρεψε στον υπολογιστή και έστειλε το μισογραμμένο μήνυμα στη φίλη της. τα υπόλοιπα την επόμενη μέρα στο τηλέφωνο.

 

Ô

 

Μα ποια επιτέλους ήταν αυτή η Μάρθα, αναρωτιόταν η Ελπίδα μόλις έμεινε μόνη στο διαμέρισμα της. Εμφανίζεται μία τυχαία σε μια δεξίωση, που ο άλλος ο ψεύτης την κρατούσε από το χέρι, κατά τα άλλα εκείνη ήταν η γυναίκα της ζωής του, με την οποία ήθελε να κάνει οικογένεια … και όχι μόνο αυτό, ο Νίκος την ήξερε ήδη, της έκανε κομπλιμέντα και από πάνω την έτρωγε όλη τη νύχτα με τα μάτια. Και οι υποψίες της Ελένης ότι ο Δημοσθένης ήταν με την Χριστίνα, τελικά ήταν εντελώς αβάσιμες, αλλά τι σημασία είχε με ποια ήταν ο Δημοσθένης, εκείνος όπως όλα έδειχναν ήταν απελπισμένος να παντρευτεί κάποια και να κάνει οικογένεια, όμως την ενοχλούσε που ο Νίκος έδειξε τόσο ενδιαφέρον για εκείνη τη Μάρθα, ματιές, κουβέντες μαζί της, κομπλιμέντα. Κι εκτός από αυτή τη Μάρθα, είχε και την Αντιγόνη να τρώει με τα μάτια το συνοδό της. Όσο για την Ελένη της φάνηκε ότι μόλις μπήκε ο Δημοσθένης με την άλλη στο σπίτι, την κοίταξε χαμογελαστή και δεν πρόκειται για ένα ειρωνικό χαμόγελο που αφορούσε τον πρώην της και τη νέα του φιλενάδα, αλλά μάλλον βασιζόταν στην ιδέα ότι είχε πειράξει την Ελπίδα που ο πρώην της εμφανίστηκε με άλλη σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα από τον χωρισμό τους. Και τι λόγο είχε να την πειράζει αυτό, όπως εκείνη είχε προχωρήσει, έτσι κι ο Δημοσθένης είχε κάθε δικαίωμα να κάνει τα όνειρα του πραγματικότητα και να βρει κάποια άλλη να κάνει οικογένεια. Όσο αφορούσε την εντύπωση που της προκάλεσε το χαμόγελο της Ελένης να ήταν κάπως υπερβολική, μάλλον της έφταιγαν όλα, όμως για την μητέρα της κολλητής της που κοίταζε το Νίκο ήταν σίγουρη, ευτυχώς εκείνος ήταν σοβαρός και δεν της έδινε σημασία, όμως πάλι σε ποια να προλάβει να δώσει σημασία στη Μάρθα, στην Αντιγόνη ή στην ίδια την Ελπίδα!

 

Ô

 

Παράξενα της τα έγραφε η φίλη της στο email, παράξενα της τα είπε και στο τηλέφωνο, για μια υπόθεση, ενός είδος πολιτικού σκανδάλου που αφορούσε το δήμαρχο της Άρτας και μια κατασκευαστική εταιρεία, όμως δεν ήθελε να προχωρήσει σε λεπτομέρειες από το τηλέφωνο. Της ζήτησε να ανέβει στην Άρτα για να τη δει και να της τα πει όλα από κοντά, και όταν η Ξένια αναφέρθηκε στην απογοήτευση της που δεν είχε λάβει ακόμα το γράμμα με τις φωτογραφίες που της είχε στείλει και ήταν πλέον βέβαιη ότι κάποιος το είχε βουτήξει, η Μάρθα δε φάνηκε να απορεί, αντιθέτως της απάντησε λακωνικά ότι και γι αυτό θα της έλεγε μόλις θα ανέβαινε να τη δει στην Άρτα. Μήπως η αφηρημένη είχε ξεχάσει να της το στείλει ή μήπως της επιστράφηκε, μάλλον θα της το είχε πει αν ήταν τόσο απλό. Της είχε κάνει εντύπωση που η φίλη της, που τόσο φλύαρη ήταν συνήθως μαζί της, για όλα όσα κι αν της συνέβαιναν είχε προτιμήσει να είναι λακωνική και να επιμένει να συναντηθούν από κοντά, κυρίως από την στιγμή που έμεναν πλέον σε διαφορετικές πόλεις της Ελλάδος. Πιθανόν να της είχε λείψει και να ήθελε να τη δει όμως θα μπορούσε να περιμένει μέχρι την άδεια της. Για την ώρα δεν μπορούσε να φύγει από την Αθήνα, είχε πολλά θέματα που έτρεχαν στην πρωτεύουσα, και τα μισόλογα της Μάρθας δεν την έπειθαν να τα αφήσει όλα και να φύγει, επιπλέον της ζήτησε εχεμύθεια και να μην ενημερώσει κανέναν για το θέμα –για το οποίο επέμενε να μην της λέει λεπτομέρειες- στην εφημερίδα. Καλύτερα να το γνώριζε μόνο εκείνη, να έκανε την έρευνα της και ύστερα όταν θα είχε στοιχεία να ενημερώσει για το θέμα τον αρχισυντάκτη τους. «Να δεις που η χαζή, θέλει να με ανεβάσει στην Άρτα για να τη συναντήσω, και ψάχνει δικαιολογίες!» σκέφτηκε η Ξένια, όμως δεν μπορούσε να κρατήσει κακία στη φίλη της, άλλωστε και στην ίδια είχε λείψει. Όμως αν ανέβαινε Άρτα και μάθαινε ότι το πιθανό σκάνδαλο ήταν μπαρούφα θα την έσπρωχνε από το γεφύρι της Άρτας. Αν και η Μάρθα ήταν πολύ επίμονη, δεν μπορεί κάτι θα συνέβαινε στα αλήθεια, με την υπόσχεση ότι θα την επισκεπτόταν το επόμενο σαββατοκύριακο, έκλεισε το τηλέφωνο και έβαλε μπρος τη μηχανή για το γραφείο του υπουργού, που είχε κλείσει ραντεβού να του πάρει συνέντευξη.

 

Ô

 

Είχε παρκάρει το αυτοκίνητο στο απέναντι πεζοδρόμιο από το συνεργείο, είχε σβήσει τη μηχανή και παρακολουθούσε ποιος έμπαινε και ποιος έβγαινε. Έπρεπε να καταλάβει επιτέλους η Μάρθα ποιος έβαζε τους όρους στο παιχνίδι τους, πρώτη του κίνηση λοιπόν ήταν να πληροφορήσει το νέο θύμα της για το ποιόν της καλής τους. Άναψε τη μηχανή, έκανε τον κύκλο του τετραγώνου που βρισκόταν το συνεργείο και πάρκαρε απ’ έξω. Ο συνοδός της Μάρθας με έναν άλλο, ντυμένοι και οι δύο, με λερωμένες από τα λάδια φόρμες, δούλευαν και φλυαρούσαν συγχρόνως. Το θέμα τους ήταν κάποια Χριστίνα της οποία ο άλλος είχε σκοπό να της κόψει τις κακές παρέες, ενώ αυτός ο Δημοσθένης χαμογελούσε ειρωνικά και τον πείραζε για το πόσο απόλυτος ήταν. Χαμογελαστός και έτοιμος να παίξει το ρόλο του ο Νίκος προχώρησε στο εσωτερικό και χαιρέτησε τους δύο άντρες, εκείνοι στράφηκαν και τον κοίταξαν ενώ του επέστρεψαν τον χαιρετισμό, ο πελάτης ζήτησε να κοιτάξουν τα λάδια του αυτοκινήτου και έμεινε να περιμένει αφού δεν ήταν μια δουλειά χρονοβόρα. Το αμάξι του το ανέλαβε ο Γιάννης. Ο Δημοσθένης αν και γνώρισε τον γιο Χαΐτογλου ο οποίος συνόδευε την Ελπίδα στη δεξίωση και που όπως φαινόταν η Μάρθα δε συμπαθούσε καθόλου, δεν έκανε κάποιο σχόλιο, αντιθέτως συνέχισε τη δουλειά του σκυμμένος πάνω από τη μηχανή ενός άλλου αυτοκινήτου. Το κινητό του Γιάννη ήχησε στην τσέπη του, κι εκείνος αφού είδε το όνομα της Χριστίνας να αναβοσβήνει στην οθόνη, ζήτησε συγνώμη και αποσύρθηκε λίγο για να μιλήσει. Μόλις επέστρεψε ο Νίκος εκμεταλλεύτηκε όπως όπως την ευκαιρία που του είχε παρουσιαστεί, γιατί όπως φαινόταν δε θα είχε κι άλλη.

-Το κορίτσι σου;

-Ναι, απάντησε χαμογελαστός και πήγε προς το αμάξι του Νίκου. Εσύ; Έχεις κορίτσι;

-Στην ουσία όχι, εγώ πιστεύω ότι οι γυναίκες γεννήθηκαν για να βασανίζουν τους άντρες! Γι’ αυτό το μόνο που πρέπει να κάνουμε είναι να περνάμε καλά το λίγο καιρό που είμαστε μαζί και να μην τις παίρνουμε στα σοβαρά .

-Πολύ ωραία μας τα λες, έτσι φέρεσαι εσύ στις γυναίκες; Τον ειρωνεύτηκε.

-Φίλε μου, πίστεψε με, τους φέρομαι όπως ακριβώς τους αξίζει!

-Θα ’χεις φάει πολλές χυλόπιτες!

-Κι όμως, το αντίθετο θα έλεγα!

-Κι αν τύχει να ερωτευτείς. Έτσι θα συμπεριφερθείς στην κοπέλα;

-Ξέρεις, μια φορά το έχω δοκιμάσει αυτό που ονομάζεις έρωτα και τι κατάλαβα! Η λεγάμενη είχε παράλληλη σχέση, ενώ εγώ της έταζα τον ουρανό με τ’ άστρα, έτοιμος μάλιστα να την παντρευτώ. Κι αυτή τι έκανε, μας παρατάει και τους δυο σύξυλους στην Αθήνα και έρχεται στην Άρτα, με τη δικαιολογία ότι μας αγαπούσε και τους δύο. Ο Δημοσθένης από το βλέμμα που του έριξε ο Νίκος ήξερε ότι από στιγμή σε στιγμή θα άκουγε αυτό που φοβόταν. Μόλις αντιλήφθηκε ο Νίκος ότι είχε όλη την προσοχή του νυν πάνω του, συνέχισε ειρωνικά. Και είχε τόση αγάπη μάλιστα για εμάς, που δεν πρόλαβε να εγκατασταθεί στην Άρτα και κάνει νέα σχέση. Αλλά έτσι ήταν πάντα η Μάρθα! Άφηνε τον έναν, έπιανε τον άλλον, όταν δεν τους είχε και τους δύο ταυτόχρονα τουλάχιστον!

-Ώστε δικιά μας η τύπισσα, ντόπια! 

-Ναι, μπορεί και να την ξέρετε Μάρθα Παπαχρήστου. Ολοκλήρωσε την φράση του, έχοντας την προσοχή του στραμμένη εξολοκλήρου στο Δημοσθένη για να δει τις αντιδράσεις του. 

-Και εσύ γιατί είσαι εδώ; Μήπως τη θέλεις πίσω; Μπήκε στην κουβέντα ο Δημοσθένης.

-Είναι εντάξει το αμάξι σας. Μεσολάβησε ο Γιάννης για να τον διώξει.

-Κάνεις λάθος, χάρισμα στον ταλαίπωρο, εγώ είμαι εδώ για δουλειές!

-Ναι ε; Πάντως ξέρεις τι πιστεύω εγώ, για να είναι με δυο άντρες παράλληλα, μάλλον δεν έκανε κανένας από τους δυο σας καλά τη δουλειά του. Ο Νίκος αρκέστηκε να σκάσει ένα ειρωνικό χαμόγελο.

-Τι χρωστάω;

-Τίποτα, δεν έχουμε ανάγκη τα λεφτά σας κύριε Χαΐτογλου. Ο Νίκος έβγαλε από την τσέπη του κάποια χαρτονομίσματα, περισσότερα όσον στοίχιζε η εργασία που του έκαναν, και τα άφησε να πέσουν επιδεικτικά  κάτω, ενώ βγήκε από το συνεργείο και μπήκε στο αυτοκίνητο του. Τελικά θα ήταν δύσκολος αντίπαλος αυτός ο Δημοσθένης, βέβαια θα του είχε μπει το μικρόβιο της δυσπιστίας απέναντι στη Μάρθα, οπότε μπορεί να της έκανε τη ζωή μαύρη με τις ζήλιες του. Δεν μπορεί ένα λαϊκό παιδί δε θα ανεχόταν τόσο εύκολα το παρελθόν της συντρόφου του.

-Για τη δικιά σου Μάρθα μιλούσε; Τόλμησε να ρωτήσει ο Γιάννης.  

 

Ô

 

Όσο και αν το έπαιξε ψύχραιμος και να υπερασπίστηκε ο Δημοσθένης τη Μάρθα στον Χαΐτογλου, δεν μπορούσε να έχει μείνει και ανεπηρέαστος από όσα έμαθε, ώστε αυτό ήταν το μεγάλο λάθος που του είχε πει ότι είχε κάνει στην Αθήνα, και αναγκάστηκε να επιστρέψει στη γενέτειρα της. Οι δυο άντρες! Όμως πόσο μπορούσε να αφορά τον ίδιο το παρελθόν της; Στο τηλέφωνο που του έκανε αν θα βρισκόταν, εκείνος της απάντησε ότι ήταν πολύ κουρασμένος. Το μεσημέρι πήρε το Γιάννη και πήγανε στην ταβέρνα κοντά στο γεφύρι για να φάνε και να συζητήσουν. Ανεπηρέαστος από τα λόγια του Νίκου εκείνος και έχοντας βάλει μπροστά τη λογική βοήθησε το φίλο του να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Η πρώτη του παρατήρηση ήταν ποια άλλη θα άφηνε τα πάντα και θα έφευγε ντροπιασμένη επειδή είχε σχέση με δύο άντρες, συνήθως τα κάνουνε και δεν τις νοιάζει καθόλου, ήταν το σχόλιο του. Δε σηκώνεται κάποιος να παρατήσει τα πάντα και να φύγει γι αυτό το λόγο, οπότε αυτό μετρούσε στα υπέρ της, αφού έδειχνε ότι είχε κατανοήσει το λάθος της και ντρεπόταν εξαιτίας του. Η δεύτερη παρατήρηση του Γιάννη, ήταν ότι ήθελε κότσια να παρατήσει έναν πλούσιο άντρα, οποιαδήποτε στη θέση της, θα χώριζε με τον άλλον και θα παντρευόταν εκείνον, αφού οι περισσότερες ψοφάνε για λούσα και την καλή ζωή. Και του έφερε για παράδειγμα τη γυναίκα του δημάρχου που άφησε τον αρραβωνιαστικό της, για να παντρευτεί τον πολλά υποσχόμενο πολιτικό. Επιπλέον δεν ήταν καθόλου σίγουρος για το αν ο λεγάμενος έλεγε την αλήθεια και ότι δεν έριχνε απλά λάσπη, και όπως και να είχε για να πάει να τον βρει και να του μιλήσει, ακόμα θα τον πόναγε το δοντάκι, αλλιώς θα τον άφηνε στην άγνοια του. Πόσες φορές άλλωστε, δεν έχει μπλέξει κάποιος σε μια σχέση που γίνεται θηλιά στο λαιμό και αντί να κάνει το αυτονόητο, μπερδεμένος από τα αισθήματα του, ψάχνει άλλους τρόπους να αποδράσει, όπως μια άλλη σχέση. Κατά την γνώμη του Γιάννη δεν έπρεπε να κάνει τη χάρη στον Χαΐτογλου να χωρίσει με τη Μάρθα, κι αν ένιωθε ότι δεν της είχε εμπιστοσύνη, καλό θα ήταν να μιλήσει μαζί της και να το ξεμπερδέψει από το να κάνει κάποια άλλη σπασμωδική κίνηση.  

-Πάντως σε χάρηκα όταν την υπερασπίστηκες.

-Δε μου αρέσει να μιλάνε έτσι για κάποιον όταν δεν είναι μπροστά να υπερασπιστεί τον εαυτό του, πόσο μάλλον όταν είναι το κορίτσι μου. Εσύ όμως τι θα έκανες αν ήσουν στη θέση μου;

-Δεν είμαι και δεν ξέρω. Μπορεί να της μιλούσα, μπορεί και να το άφηνα να πέσει κάτω, άλλωστε σημασία δεν έχει τι έκανε αλλά τι θα κάνει από εδώ και στο εξής, αν νιώθεις ότι η πληροφορία αυτή διέλυσε ό,τι είχατε ξεκινήσει να χτίζετε, καλύτερα να την χωρίσεις, διότι δεν ήσουν έτοιμος να περάσεις σε νέα σχέση μετά την Ελπίδα, αλλά αυτό είναι δική σου ευθύνη και όχι δική της, αν πάλι θες να το λύ­σεις μίλα της και πες της ότι ξέρεις. Όταν μιλήσετε θα καταλάβεις αν είναι ειλικρινής.

-Γιατί δε μου το είπε;

-Γιατί δε σε αφορούσε; Εσύ θα έλεγες ποτέ στην κοπέλα που μόλις αρχίσατε να βγαίνετε, ξέρεις κάτι πριν από εσένα είχα σχέση με δύο, μόνο ένας μαλάκας το λέει αυτό. Εκτός κι αν δε θες σχέση και θέλεις κάτι άλλο, οπότε θες να είναι ξεκάθαρο.      

 

Ô

 

Αφηρημένη η Μάρθα μπροστά στον υπολογιστή της προσπαθούσε να βάλει σε μια τάξη τα αρχεία με τις φωτογραφίες. Ο Ιούλιος είχε μπει για τα καλά και έπρεπε σύντομα να αποφασίσει ποιες φωτογραφίες θα έδινε για εκτύπωση ώστε να συμπεριληφθούν στην έκθεση, αντί γι αυτό, εκείνη κρατούσε απασχολημένο το μυαλό της με το ζήτημα της Πανηπειρωτικής Κοινοπραξίας, τι περίμενε ότι θα κατάφερνε αν η Ξένια έβγαζε λαβράκι και αποδεικνυόταν ότι ο διαγωνισμός είχε νοθευτεί. Στην Ελλάδα ζούμε, υπενθύμισε στον εαυτό της, αν η Κοινοπραξία είχε βαρέσει κανόνι θα ήταν αδύνατο να αναλάβει τα έργα, το πιο πιθανό να συνέχιζε η HIGH, και ο δήμος να ήταν υποχρεωμένος να πληρώσει αποζημίωση στην κοινοπραξία, την οποία θα φορτωνόταν για άλλη μια φορά οι απλοί πολίτες του δήμου της Άρτας. Επιπλέον σε αυτή την χώρα όλο σκάνδαλα γίνονται, όλοι τα ξέρουμε, αλλά καταλήγουν απλά θέματα για να γεμίζουν τα δελτία τους τα κανάλια  και να συζητάει ο κόσμος στα καφενεία ενώ τίποτα δε γίνεται. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς, τα χρήματα από τα ασφαλιστικά ταμεία που τα έπαιξαν κάποιοι στο χρηματιστήριο και χάθηκαν, ποιος πλήρωσε; Κανείς! Το Βατοπέδι, που θηλαστικά και ψάρια γίναν ένα; Τη Siemens, που όλοι σφυρίζουν αδιάφορα ή τα υποβρύχια σε στυλ Πίζας και ένα σωρό άλλα. Αυτή είναι η ιστορία σου Ελλάδα μου, έχουμε καταντήσει συνένοχοι σε σκάνδαλα που κάποιοι φάγανε, γιατί απλά δεν έχουμε τη δύναμη να κάνουμε κάτι, από την στιγμή που Μ.Μ.Ε. και δικαιοσύνη περιθάλπουν αυτό που γίνεται και το διαιωνίζουν. Και να που μέσα στα χρόνια της κρίσης, κάποιοι καταφέρνουν να βρίσκουν φλέβα χρυσού και να συνεχίζουν να αρμέγουν την αδύναμη αγελάδα, όταν η νεολαία εγκαταλείπει τη χώρα, άνθρωποι μένουν άνεργοι, δεν έχουν να φάνε, αυτοκτονούν.

«ΣΚΑΤΑ» είπε στον εαυτό της και ξανακοίταξε τις φωτογραφίες, το βλέμμα της για άλλη μια φορά έπεσε στο δαχτυλίδι που της είχε χαρίσει ο Δημοσθένης, παρά που εκείνη του το επέστρεψε, εκείνος δεν το δέχτηκε πίσω. Τελικά μήπως ήταν γραφτό, από τα τρία δαχτυλίδια που της είχαν δώσει τρεις άντρες μέσα σε περίπου ένα μήνα, μόνο εκείνο του Δημοσθένη είχε γίνει δικό της, με την επιμονή του πάντα. Συνήθως απέφευγε να το φοράει όταν ήταν μαζί, μπορεί για την ίδια να ήταν η αφορμή της γνωριμίας τους, όμως εκείνος θα είχε άσχημες αναμνήσεις, αφού ήταν δώρο για κάποια που απέρριψε την αγάπη του. Το κουδούνι της χτύπησε, σηκώθηκε από το γραφείο μα για κάποια στιγμή δίστασε, κι αν ήταν ο Νίκος, προχώρησε και χωρίς να ανοίξει ρώτησε ποιος ήταν, μόλις άκουσε την γνώριμη φωνή του Δημοσθένη, ξεκλείδωσε και τον υποδέχτηκε. Χαλαρός και κρατώντας ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί μπήκε και της έδωσε ένα πεταχτό φιλί στα χείλη.

-Φέρε δυο ποτήρια να πιούμε στην υγεία μας!

-Τι έχεις στο μυαλό σου κύριε Σιώζο;

-Μα να σε αποπλανήσω, φυσικά. Είπε και την κόλλησε επάνω του.

-Μου αρέσει όταν με αποπλανείς! Είπε και τραβήχτηκε να πάει να φέρει τα ποτήρια, πριν προλάβει να απομακρυνθεί την άρπαξε από το χέρι και την κόλλησε πάλι επάνω του. Γρατσουνίζοντας τον ελαφρά η πέτρα από το δαχτυλίδι, σήκωσε το χέρι της και είδε το μονόπετρο που κάποτε προοριζόταν για κάποια άλλη κοπέλα. Κοίταξε τη Μάρθα και την είδε να κοκκινίζει.

-Αυτό είναι που σου χάρισα; Τη ρώτησε, εκείνη έγνεψε καταφατικά και έκανε να φύγει όμως δεν την άφησε. Να το φοράς πιο συχνά, μου αρέσει να το βλέπω στα δάχτυλα σου.

-Είσαι σίγουρος; Τον ρώτησε δύσπιστα, όμως το χαμόγελο που της χάρισε δεν άφηνε αμφιβολίες.

-Και τώρα τα ποτήρια, ήρθα με ένα σκοπό εδώ πέρα, μην τον ξεχνάμε.

-Α ναι, η αποπλάνηση μου. Χωρίς περιττές εξηγήσεις, καυγάδες και συζητή­σεις για το όσα του είχε πει ο Νίκος, ο Δημοσθένης προτίμησε να αφεθεί στα συναισθήματα του και να μην το ψάξει άλλο. Όπως τον είχε συμβουλέψει ο Γιάννης ακόμα και να ήταν αλήθεια αυτά που είχε μάθει, άνηκαν στο παρελθόν. Άλλωστε το ότι όταν ήταν μόνη της φορούσε το δαχτυλίδι που της είχε χαρίσει, ίσως να ήταν ένα μικρό δείγμα των συναισθημάτων της, που ήθελε να το κρατήσει κρυφό από εκείνον. Μάλλον βρισκόταν σε καλό δρόμο, όσον αφορά το Νίκο, το καλό που του ήθελε να είχε έρθει στην Άρτα, μόνο για δουλειές!

 

Ô

 

Καθισμένος στο πολιτικό του γραφείο ο δήμαρχος της Άρτας, μπροστά από την κάμερα ενός καναλιού για να του πάρουν μια μικρή συνέντευξη από το δελτίο των οχτώ, έβγαζε και έβαζε το σακάκι του, μην ξέροντας πως θα φαινόταν καλύτερος. Η Αντιγόνη στεκόταν στην πόρτα του γραφείου, πίσω από την κάμερα και περίμενε τη μεγάλη στιγμή για το σύζυγο της και το κοινοβουλευτικού του μέλλον. Θα της έλυνε τα χέρια να εγκατασταθούν στην Αθήνα, θα μπορούσε να διατηρήσει σχέση με το Νίκο και μετά το τέλος των έργων στην περιοχή, την είχε ξετρελάνει ο κατά δέκα χρόνια νεότερος εραστής της και γιος του φίλου του συζύγου της. Μετά από την σύσφιξη της σχέσης τους στην Αθήνα, είχαν συναντηθεί κάποιες φορές και στην Άρτα, αλλά λίγο τα έργα, λίγο το ότι η Ελπίδα ήταν κολλημένη επάνω του σαν τσιμπούρι, το ότι έπρεπε και η ίδια να προσέχει λόγω της θέσης της, ένα σκάνδαλο σίγουρα δε θα την ευνοούσε, δεν της έδωσε την ευκαιρία να τον είχε ευχαριστηθεί όσο θα ήθελε. Ενώ στην Αθήνα ποιος θα ασχολούταν με τη σύζυγο ενός απλού βουλευτή, άλλωστε η πόλη ήταν μεγαλύτερη και εκείνη είχε τον τρόπο της. Ο Υπεύθυνος από το συνεργείο  ενημέρωσε το Χριστόφορο ότι βγαίνουν στον αέρα και εκείνος ξαναφόρεσε το σακάκι του, αφού το πουκάμισο του ήταν χάλια από τον ιδρώτα. Ο άνθρωπος από το κανάλι άρχισε να μετράει με το χέρι, και ο δήμαρχος εμφανίστηκε στο μόνιτορ.

 

-Καλώς ήρθατε στο βραδινό μας δελτίο κύριε Κοσυφάκη!

-Ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση σας.

-Ήταν υποχρέωση μας, απ’ την στιγμή που επί τρεις τετραετίες διοικείτε ένα σημαντικό δήμο της χώρας μας, που μάλιστα τον τελευταίο καιρό αναπτύσσεται ραγδαία με τα έργα στην περιοχή.

-Είναι αλήθεια πως ήρθε η ώρα, η περιοχή μας να βγει απ’ την υπανάπτυξη. Είναι γνωστό και θα ήταν αντιδεοντολογικό να μην πούμε ότι είμαστε η πιο φτωχή περιοχή της κοινότητας. Με τα προγράμματα που κάναμε όμως τα τελευταία χρόνια δημιουργήσαμε θέσεις εργασίας σε νέους τεχνολογικούς τομείς και κρατήσαμε πολλούς νέους στην περιοχή μας. Και μάλιστα πλέον με τα τουριστικά έργα και την οδοποιία ανοίγονται μεγάλοι δρόμοι για το μέλλον, ενώ και τώρα η εξέλιξη της ανάπτυξης είναι ραγδαία.

-Κύριε Κοσυφάκη είναι γνωστές οι δραστηριότητες σας και η αγάπη  που δεί­χνε­ται στην περιοχή σας, μα μου κάνει ιδιαίτερη εντύπωση που ένας πολιτικός μι­λάει για δεοντολογία και δεν προσπαθεί να κρύψει την κατάσταση της περιοχής του.

-Ακούστε κύριε Σταυρόπουλε εμείς στο δήμο πρεσβεύουμε ένα νέο τρόπο προ­­σέ­γ­γι­σης των πολιτικών προβλημάτων. Θα ’ταν άλλωστε βλακώδες να μη λέμε τα πράγματα με το όνομα τους, γιατί έτσι θα ήταν σα να λέγαμε ότι όλα είναι καλά και δεν χρειάζονται περισσότερες βελτιώσεις. Εμείς λέμε όμως, υπάρχουν προβλήματα κι αγωνιζόμαστε.

-Χαίρομαι ιδιαίτερα για αυτό, κι έτσι βρίσκω την ευκαιρία να σας ρωτήσω κι όσον αφορά τα τουριστικά έργα. Ακούγονται πολλά για το ότι οι περισσότεροι από τους εργάτες είναι αλλοδαποί.

-Κοιτάξτε κύριε Σταυρόπουλε, δε θα ήθελα από τη διατύπωση του συγκεκρι­μέ­νου ερωτήματος να δημιουργήσουμε στρεβλώσεις και ρατσιστικές αντιλήψεις.

-Καμιά τέτοια διάθεση δεν υπάρχει.

-Το καταλαβαίνω και για αυτό θα σας απαντήσω ευθέως, αλλά δώστε μου λίγο χρόνο. Πρώτον απ’ την στιγμή που οι άνθρωποι αυτοί βρίσκονται στη χώρα μας, έχουν το δικαίωμα να εργαστούν, κατά δεύτερον ο δήμος δεν μπορεί να επέμβει στην αγορά και σε μια ιδιωτική επιχείρηση για την καταγωγή των εργατών της. Αν είχαμε τέτοια δυνατότητα, θα ’χαμε τη δική μας κοινοπραξία, μα δεν την έχουμε. Τέλος όσον αφορά τις όποιες φωνές είναι παραπλανητικές, διότι η ανάπτυξη προχωρά, και γύρω από αυτήν δουλεύουν εκατοντάδες εταιρείες που χρησιμοποιούν ντόπιους, Ηπειρώτες αν θέλετε, εργάτες. Αλλά η ανάπτυξη έχει κάποιους πολλαπλασιαστές που κινούνται γύρω της και δεν σταματάν απλά στην εταιρεία που κάνει τα έργα.

-Και κάτι τελευταίο κύριε δήμαρχε. Από έγκυρες πηγές ξέρουμε ότι έχετε της εμπιστοσύνης του πρωθυπουργού. Θα σας δούμε στο κοινοβούλιο στις εκλογές που έρχονται; 

-Ω! αυτό είναι ένα πολύ διαφορετικό ερώτημα. Πρώτον δεν έχω τις πηγές που έχετε εσείς ως έμπειρος δημοσιογράφος. Αν είναι έτσι χαίρομαι. Δεύτερον το να μπεις στο κοινοβούλιο είναι απόφαση του λαού σε μια δημοκρατική χώρα σαν τη δική μας και τέλος ο άμεσος στόχος μου είναι η ανάπτυξη της Ηπείρου. Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου.

-Εμείς έχουμε πάντως τις πληροφορίες μας. Ευχαριστούμε πολύ!

-Εγώ σας ευχαριστώ.

Μόλις η σύνδεση διακόπηκε η Αντιγόνη χειροκρότησε ικανοποιημένη το σύζυγο της ενώ την μιμήθηκαν και όλοι όσοι ήταν παρόντες από το πολιτικό του γραφείο, πλην των ατόμων του συνεργείου που είχαν συνηθίσει σε αυτές τις εκδηλώσεις της αυλής του κάθε πολιτικού, εκείνοι όσο μπορούσαν πιο ανέκφραστοι ξεκίνησαν να μαζεύουν τα καλώδια και τα σύνεργα της δουλειά τους. Ο Χριστόφορος αφού τους ευχαρίστησε σαν σωστός άνδρας των κοινών, αποχώρησε σε έναν άλλο χώρο του γραφείου για να τηλεφωνήσει στον Πέτρο Χαΐτογλου. Στο δεύτερο χτύπημα εκείνος απάντησε.

-Πως σου φάνηκε;

-Ένα κι ένα βουλευτής. Μα τα πίστευες όσα έλεγες;

-Μα βέβαια…

-Καλά, καλά… τον διέκοψε ο Πέτρος που δεν είχε διάθεση να ακούσει πολιτικούς λόγους.

-Με απασχολεί Πέτρο η ερώτηση για τον αριθμό των αλβανών που δουλεύουν στα έργα.

-Μην ανησυχείς η ερώτηση ήταν στημένη, για να δώσεις τη σωστή απάντηση πράγμα που έκανες. Άλλωστε είδες πως δε σε πίεσε καθόλου στη συνέχεια.

-Ναι, γιατί ο δημοσιογράφος ήταν δικός μας. Σε άλλη όμως συνέντευξη;

-Μην ανησυχείς εσύ δε φέρεις καμιά ευθύνη για την εθνότητα των εργατών μου. Πρέπει να σε κλείσω όμως γιατί έχω δουλειά. Θες τίποτε άλλο;

-Όχι, καληνύχτα.

 

Ô

 

Θέλοντας να αποδείξει στον πατέρα του την αξία του, που τόσα χρόνια μπορεί να μην το έλεγε αλλά σίγουρα τον θεωρούσε χαραμοφάη, ο Νίκος δούλευε σκληρά επιβλέποντας ο ίδιος τα έργα σε καθημερινή βάση, έλυνε όποιο πρόβλημα μπορεί να προέκυπτε και έψαχνε να βρει τρόπους να τα κάνει όλα τέλεια, ώστε να ικανοποιήσει τον μεγάλο Πέτρο Χαΐτογλου, και να αποφύγει ο ίδιος τις μομφές και την γκρίνια. Αυτό τον έκανε σκληρό και αμείλικτο. Με τον εργοδηγό του, έναν καινούργιο υπάλληλο τον οποίο είχε προσλάβει πρόσφατα ο ίδιος, μη θέλοντας να έχει κοντά του κάποιον χρόνια υπάλληλο της εταιρείας, τσιράκι του πατέρα του που θα του τα προλάβαινε όλα, προσπαθούσαν να φέρουν σε πέρας τις εκκρεμότητες που προέκυπταν τόσο μέσα στο εργοτάξιο όσο κι έξω από αυτό.

Μέσα στο κοντέινερ που χρησιμοποιούσαν για γραφείο, κοίταζαν τον χάρτη της περιοχής, όπως τους τον είχε σημαδέψει ο δήμαρχος, για να ξέρουν μέχρι ποια περιοχή ήταν η δική του αρμοδιότητα. Σύντομα θα έπρεπε να κανονίσουν να βρεθούν με τον άλλο δήμαρχο, αφού τα έργα τους θα επεκτείνονταν και προς εκείνη την πλευρά της Άρτας. Ο Αλέξανδρος, όπως ονομαζόταν ο εργοδηγός του, είχε πάρει της πληροφορίες του για τον άνθρωπο που θα έπρεπε να συναντήσουν μέσα στις επόμενες μέρες. Ο Βαγγέλης Βλάχος, άνηκε σε αριστοκρατική οικογένεια, ο πατέρας του ήταν αριστερός που είχε σκοτωθεί στον εμφύλιο, όπως ο πατέρας έτσι και ο γιος έχαιρε πάντα το σεβασμό και την εκτίμηση των συμπολιτών του και εκλεγόταν συνέχεια δήμαρχος. Παρά που άνηκε σε αριστοκρατική οικογένεια, οικονομικά είχαν ξεπέσει, όμως όπως συμβούλεψε ο Αλέξανδρος το αφεντικό του, καλό θα ήταν να απέφευγε να προσπαθήσει να τον εξαγοράσει, το πιο πιθανό ήταν να πάρει το ντουφέκι και να τους αρχίσει στο κυνηγητό, καλύτερα να τον έκανε να δει τα οφέλη. Αυτά συζητούσαν όταν από το εργοτάξιο ακούστηκε καυγάς, σηκώθηκαν και οι δύο από τις θέσεις του για να δουν δυο άντρες να έχουν αρπαχτεί στα χέρια, ο ένας ο πιο γεροδεμένος έδωσε ένα δυνατό χαστούκι στον άλλον. Ο Νίκος που δεν ήταν πρόθυμος να αφήνει κανέναν να παριστάνει το αφεντικό στις δουλειές του, με μεγάλα βήματα πλησίασε τους δυο άντρες, τους ξεχώρισε και έδωσε με τη σειρά του δυο χαστούκια σε αυτόν που χειροδίκησε.

«Εδώ γίνεται ό,τι λέω εγώ, και δε θέλω καυγάδες, εντάξει; … εντάξει;» ο άλλος κούνησε το κεφάλι του έχοντας το βλέμμα του χαμηλωμένο, όμως γύρισε και του έριξε μια οργισμένη ματιά πριν μιλήσει.

«Εντάξει!» συμφώνησε στο τέλος. Ο Νίκος πλησίασε και ρώτησε τον εργοδηγό του για εκείνους τους δύο που είχαν πιαστεί στα χέρια, ο Αλέξανδρος είχε καλή γνώμη για εκείνον που έφαγε το ξύλο. Ήταν εντάξει παιδί και δουλευταράς σχολίασε και μάλιστα πρέπει να είχε σπουδάσει στην πατρίδα του, νομικά ή κάτι τέτοιο. Ο άλλος ήταν σκέτος νταής, όλη την ώρα φώναζε στους συμπατριώτες του και έδινε διαταγές, μα πρώτη φορά είχε τολμήσει να σηκώσει χέρι πάνω σε άλλον.

 

Ô

 

Παρασκευή απόγευμα η Ξένια γύριζε στα σοκάκια της Άρτας, είχε περάσει από το σπίτι της Μάρθας αλλά δεν της είχε ανοίξει κανείς, μάλλον θα έλειπε αφού την περίμενε την επόμενη μέρα. Την πήρε τηλέφωνο για να την ενημερώσει ότι είχε φτάσει, η Μάρθα της είπε ότι θα επέστρεφε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, μα δεν προβλεπόταν να επιστρέψει σε λιγότερο από μια ώρα. Από το να καθίσει να την περιμένει έξω από το σπίτι της, αποφάσισε να κάνει μια βόλτα στα σοκάκια της πόλης, αφού πέρασε από τον μεγαλεπήβολο βυζαντινό ναό της  Παρηγορήτριας και ένιωσε το δέος για την τέχνη που διατηρούταν παρά το πέρασμα των αιώνων, προχώρησε προς τον πεζόδρομο. Έπρεπε οπωσδήποτε να βάλει κάτι στο στόμα της, το στομάχι της από ώρα της παραπονούταν, ενώ το κεφάλι της είχε αρχίσει να πονάει, ήταν αυτό που την προειδοποιούσε όταν το παράκανε και έπρεπε γρήγορα να φάει. Προχωρούσε στον πεζόδρομο απορρίπτοντας κάθε μικρή καντίνα με πρόχειρο φαγητό, προσπέρασε και ένα fast food και συνέχισε, μόλις θεώρησε ότι είδε αυτό που χρειαζόταν και ήταν έτοιμη να μπει μέσα, ένιωσε ένα χέρι να τη συγκρατεί απαλά από το μπράτσο, έστρεψε το κεφάλι της για να δει τον άγνωστο που τη διέκοπτε από την ιερή στιγμή του να παραγγείλει το φαγητό, και ειλικρινά με το που αντίκρισε το πρόσωπο του Νίκου, έμεινε με το στόμα ανοιχτό, πριν προλάβει να αντιδράσει, εκείνος την έβαλε στην αγκαλιά του, σαν να ήταν πάνινη κούκλα και την έσφιξε.

-Ξένια τι χαρά που σε βλέπω εδώ, δε μου είπε η Μάρθα ότι θα ερχόσουνα.

-Ορίστε; Ξέρεις ότι η Μάρθα …

-Φυσικά, μα καλά δε σου είπε τίποτα η φίλη σου, τα ξαναβρήκαμε.

-Όχι δε μου είπε τίποτα. Είπε συνεσταλμένα εκείνη. Ο Νίκος κοίταξε το ρολόι του.

-Δυστυχώς έχω μια δουλειά, πρέπει να φύγω, θα τα πούμε το βράδυ στο σπίτι και σφίγγοντας την πάλι στην αγκαλιά του, τη φίλησε σταυρωτά και έφυγε. Η Ξένια παρέμεινε να τον κοιτάει να απομακρύνεται, αναποφάσιστη για το τι θα έκανε, το στομάχι της είχε πάψει να κάνει παράπονα, ενώ το κεφάλι της την πονούσε ακόμα πιο έντονα, κι αυτή τη φορά δεν πίστευε ότι έφταιγε η έλλειψη τροφής. Μπήκε στο μαγαζί που νωρίτερα είχε σκοπό να φάει και ρώτησε αν φτιάχνουν καφέ, αφού πήρε θετική απάντηση, έδωσε παραγγελία και κάθισε σε ένα τραπέζι. Ώστε γι αυτό απέφευγε να της πει από το τηλέφωνο τι συνέβαινε και την είχε φάει να ανέβει στην Άρτα, για να την ενημερώσει ότι τα είχε βρει με το Νίκο, και αν ήταν έτσι ποιος ο λόγος να μην επιστρέφει στην Αθήνα. Αν και ήταν σίγουρη για όσα μόλις είχε μάθει, άλλωστε για ποιο λόγο να βρισκόταν ο Νίκος στην ίδια πόλη με τη Μάρθα αν δεν τα είχαν ξαναβρεί, η Ξένια ήθελε να το ακούσει από τη φίλη της, και ύστερα θα έπαιρνε το αμάξι της και θα πήγαινε να περάσει το διήμερο της αλλού πριν φύγει για την Αθήνα, τόσο ταξίδι έκανε. Θα μπορούσε να πάει στην Πρέβεζα ή και στη Λευκάδα, δεν ήταν μακριά. Το τηλέφωνο της χτύπησε, ήταν η Μάρθα που τη ρωτούσε που βρισκόταν, αφού της είπε το όνομα του μαγαζιού, έμεινε να την περιμένει για λίγο. Πέντε λεπτά αργότερα είδε τη Μάρθα να φτάνει με έναν νεαρό άντρα, από τη τζαμαρία τους είδε να ανταλλάσουν ένα φλογερό φιλί στα χείλη και αφού εκείνος έφυγε, η φίλη της μπήκε μέσα και πήγε να τη συναντήσει, αδιαμφισβήτητα έβλεπε όνειρο και σύντομα θα ξυπνούσε, κατέληξε η Ξένια μπερδεμένη.

Η Μάρθα αφού την αναζήτησε με το βλέμμα, κατευθύνθηκε προς το τραπέζι της και αφού έσκυψε και της έδωσε δυο φιλιά στα μάγουλα κάθισε χαμογελαστή απέναντι της, το βλέμμα της Ξένιας έπεσε πάνω στο μονόπετρο και ένιωσε ότι τα είχε εντελώς χαμένα, μα γιατί στην ευχή δεν είχε ξυπνήσει ακόμα.

-Τι σου συμβαίνει, τη ρώτησε παραξενεμένη η Μάρθα.

-Παντρεύεσαι;

-Α! αυτό, είπε η φίλη της και κοίταξε το δαχτυλίδι, είναι μεγάλη ιστορία θα σου εξηγήσω.

-Ανυπομονώ!

-Αλλά πρώτα πες μου τι θες να κάνουμε, θες να μείνουμε εδώ ή να φύγουμε για το σπίτι.

-Ειλικρινά είναι πρόκληση αυτό που με ρωτάς, να μείνουμε εδώ αφού δεν έχω σκοπό να έρθω στο σπίτι, ή να πάμε σπίτι για να μη με ακούσει ο κόσμος να ουρλιάζω.

-Ξένια τι συμβαίνει, είσαι καλά, γιατί να βάλεις τις φωνές;

-Είδα το Νίκο.

-Θα στο έλεγα.

-Τι ότι τα ξαναβρήκατε.

-Τι; Πως σου ήρθε αυτό πάλι;

-Μην το αρνείσαι, εκείνος μου το είπε, επιπλέον φοράς το μονόπετρο.

-Ντετέκτιβ έπρεπε να είσαι όχι δημοσιογράφος. Ο Νίκος βρίσκετε πράγματι στην Άρτα, αλλά όχι επειδή τα βρήκαμε, είναι μέρος του σκανδάλου για το οποίο έχω σκοπό να σου πω, αλλά δε νομίζω ότι είναι το κατάλληλο μέρος για να σου εξηγήσω. Οπότε ας πληρώσουμε και ας φύγουμε και θα στα εξηγήσω όλα από την αρχή.

 

Ô

 

Καθισμένες η μία απέναντι από την άλλη στο διαμέρισμα, η Μάρθα έλεγε όλα όσα είχαν συμβεί στη ζωή της από την στιγμή που είχε φτάσει στην πόλη. Εξήγησε ότι συνάντησε το Νίκο τυχαία από τις πρώτες κιόλας μέρες, μίλησε για τα λουλούδια και ύστερα για την δεξίωση, εκεί έκανε μια μεγάλη παρένθεση αφού θεωρούσε δευτερεύον θέμα την παρουσία του Νίκου στην πόλη μόνο και μόνο για να την ξανακερδίσει και άρχισε να της περιγράφει τι είχε μάθει για την Κοινοπραξία και όλα όσα είχε ακούσει στη δεξίωση. Η Ξένια αμίλητη άκουγε προσεχτικά τη φίλη της χωρίς να την διακόπτει, αν και φαινόταν να ανησυχεί περισσότερο για την παρουσία του πληγωμένου εραστή στην ίδια πόλη, ειδικά από την στιγμή που η φίλη της προσπαθούσε να φτιάξει τη ζωή της με έναν άλλο άντρα.

Η πόρτα του διαμερίσματος χτύπησε και τα κορίτσια κοιτάχτηκαν παραξενεμένα, με την σκέψη ότι ο Δημοσθένης μπορεί να είχε περάσει μόνο και μόνο για να γνωρίσει τη φίλη της και να της πει ένα γεια, σηκώθηκε να ανοίξει. Στη θέα του Νίκου η Μάρθα προσπάθησε να του κλείσει την πόρτα στα μούτρα, όμως εκείνος περιμένοντας μια παρόμοια αντίδραση είχε προλάβει και είχε βάλει το πόδι του στο άνοιγμα της πόρτας, ώστε να αποφύγει την κίνηση της αγαπημένης του. Μένοντας η πόρτα μισάνοιχτη και μην έχοντας δύναμη και τρόπο εκείνη να τον διώξει, ο Νίκος έσπρωξε την πόρτα κοιτώντας επικριτικά τη Μάρθα και μπήκε μέσα.

-Τι θες εδώ Νίκο;

-Δε θα κάτσω πολύ, μην ανησυχείς, απλά έφερα αυτά στην Ξένια, νομίζω ότι την ανήκουν. Είπε και χαμογελώντας έτεινε προς τη φίλη της Μάρθας το άλμπουμ με τις φωτογραφίες και το σκισμένο φάκελο με το γράμμα. Η Ξένια αφού τα κοίταξε έριξε μια ματιά στη φίλη της η οποία με τα χέρια στη μέση κοίταζε θυμωμένη το Νίκο.

-Όπως βλέπεις μωρό μου, αγαπάει ο Θεός τον κλέφτη αγαπάει και το νοικοκύρη. Είπε αφού άφησε τα πράγματα πάνω σε έναν καναπέ.

-Ωραία, έκανες αυτό που έπρεπε, είπες και αυτά που ήθελες να πεις, τώρα μπορείς να μας αδειάσεις τη γωνιά;

-Αρχικά δεν είπα όσα ήθελα να πω, αλλά επειδή βλέπω ότι γίνομαι ενοχλητικός  θα φύγω. Η Μάρθα αρκέστηκε να κουνήσει καταφατικά το κεφάλι της.

-Εντάξει δεν χρειάζεται να γίνεσαι τόσο αγενής, θα φύγω. Ένα φιλί; Και έκανε μια κίνηση προς τη μεριά της, όμως η Μάρθα πρόλαβε και τραβήχτηκε πίσω. Καλή διαμονή στην πόλη μας Ξένια, ευχαριστήσου τη φίλη σου, γιατί ποτέ δεν ξέρεις…

-Τι σημαίνει αυτό, Κάλχα; Τον ρώτησε η Ξένια που τόση ώρα παρέμενε σιωπηλή. Εκείνος αρκέστηκε να ανασηκώσει τους ώμους του, ενώ στράφηκε προς τη Μάρθα για να πει μια τελευταία φράση.

-Εμείς μωρό μου θα τα ξαναπούμε. Κι αφού της έκλεισε το μάτι πέρασε την ανοιχτή πόρτα που την άκουσε να κλείνει με θόρυβο πίσω του. 

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ

           

-Έτσι όπως τα λες, όντως φαίνεται ότι κάτι παράνομο έχει συμβεί στο διαγωνισμό, αλλά πάλι δεν μπορούμε να είμαστε απόλυτα βέβαιοι, για αρχή πρέπει να μιλήσω στον πρόεδρο της Πανηπειρωτικής Κοινοπραξίας, φαντάζομαι ότι θα καταλάβω από το ύφος του αν είναι απλά πικραμένος που έχασε τη δουλειά ή πιστεύει όλα αυτά που υποστηρίζει. Αλλά και πάλι πρέπει να βρούμε στοιχεία, μπορεί η εφημερίδα μας να είναι πολιτικά αντίπαλη της κυβέρνησης όμως δε θα διακινδυνέψει να ανεβάσει κάτι χωρίς στοιχεία, δεν είναι καιρός να πληρώνουμε αποζημιώσεις.

-Καταλαβαίνω τι λες, όμως εκείνοι στη δεξίωση που άκουσα να μιλάνε;

-Μπορεί η πηγή τους να είναι κάποιος από μέσα από την Κοινοπραξία, επαρχιακή πόλη είναι η Άρτα και μάλιστα μικρή, τέτοιες φήμες είναι εύκολο να κυκλοφορήσουν γρήγορα εδώ.

-Κι ο Νίκος τι ρόλο λες να παίζει σε όλο αυτό;

-Αν με ρωτάς αν η HIGH, ανέλαβε τη δουλειά μόνο και μόνο για να βρίσκεται ο Νίκος κοντά σου, θα διαφωνήσω, προφανώς παίζονται πολλά σε αυτή τη δουλειά, και ειδικά αν ισχύουν οι υποψίες του προέδρου της Κοινοπραξίας. Η εταιρεία του θα ήθελε ούτως ή άλλως να χτυπήσει τη δουλειά, όμως μπορεί εσύ να έβγαινες αλώβητη από όλο αυτό, αν ο Νίκος δεν ήξερε ότι βρίσκεσαι στην Άρτα, που από μόνη σου του το πρόδωσες με τη μη συστημένη επιστολή. Μαθαίνοντας λοιπόν ο πρώην αγαπητικός σου που κρύβεσαι μπορεί να έδειξε ενδιαφέρον να αναλάβει τα έργα εδώ, αλλιώς μπορεί να είχε έρθει ο οποιοσδήποτε άλλος από την εταιρεία και να μη συναντιόσασταν ποτέ με εκείνον, ή ίσως να συναντιόσασταν στα εγκαίνια όταν θα τελείωναν τα έργα, οπότε τότε λογικά θα το είχε ξεπεράσει.

-Και γιατί στείλανε την πρόταση τους τελευταία στιγμή πριν λήξει ο διαγωνισμός;

-Μα για να ξέρουν την καλύτερη προσφορά.

-Με λίγα λόγια τα έκανα σκατά.

-Στο δικό σου κομμάτι! Μην επιβαρύνεις τον εαυτό σου με τις ευθύνες που η κοινοπραξία δεν ανέλαβε τα έργα. Γι αυτό μάλλον υπεύθυνοι είναι ο δήμαρχος με την κατασκευαστική εταιρεία. Και τώρα θα μου επιτρέψεις να διαβάσω μια επιστολή που έπρεπε να την είχα διαβάσει εδώ και δυο μήνες περίπου. Είπε και πήρε το γράμμα της Μάρθας από τον καναπέ που το είχε αφήσει ο Νίκος.

-Αφού στα είπα προφορικά!

-Άλλη γλύκα έχει ο γραπτός ο λόγος, επιπλέον θέλω να δω τι έχει διαβάσει ο Νίκος και να αξιολογήσω τη ζημιά. Είπε και βγάζοντας την επιστολή από το φάκελο, κάθισε σε μια πολυθρόνα και ξεκίνησε να διαβάζει, επιτρέποντας στη Μάρθα να βυθιστεί στις σκέψεις της.

«Μάλιστα», μουρμούρισε όταν τελείωσε, ενώ δίπλωσε το γράμμα και το έβαλε μέσα στο φάκελο του.

-Πριν διαβάσω το γράμμα μπορούσα να ελπίζω ότι η κατάσταση με το Νίκο ίσως και να διορθωθεί, τώρα αποκλείω αυτό το ενδεχόμενο. Δε σε πειράζει πάντως να σου απαντήσω προφορικά, για αρχή ο Στέφανος έγινε πάλι ο αδιόρθωτος γόης της εφημερίδας που ήταν πριν μπλέξει μαζί σου, φλερτάρει με ό,τι είναι θηλυκού γένους και κινείται, ακόμα και με τις καρέκλες.

-Αυτές με τα ροδάκια να υποθέσω.

-Φυσικά, ξεκαθάρισα με ό,τι κινείται. Το Σωτήρη δε θα τον σχολιάσω, παλιά ιστορία, ούτε τη μητέρα σου, μου φτάνει η δική μου που τρώγεται για γάμο και εγγόνια. Ήσουν πράγματι πολύ τυχερή με τη δουλειά. Τώρα για το Νίκο τι να πω, τα ξέρεις από πρώτο χέρι, αν και θα ήθελα να είμαι από μια πλευρά να τον έβλεπα όταν διάβαζε το γράμμα και μάθαινε για την ύπαρξη και δεύτερου άντρα, θα ήταν απολαυστική η εικόνα του! Από την άλλη είναι γεγονός ότι πήρε βαριά την πληροφορία και το κέρατο και φοβάμαι ότι θα προσπαθήσει να σε κάνει να το πληρώσεις, δεν είναι και λίγο να κερατώνεις κοτζάμ Νίκο Χαΐτογλου… αν δεν ήταν ο νεαρός που σε είδα να τον φιλάς έξω από το μαγαζί, θα σου πρότεινα να το παίξεις πληγωμένη και μετανιωμένη, ότι αναγνωρίζεις το σφάλμα που έκανες και ότι θέλεις να γυρίσεις κοντά του, αν έπαιρνε την αναγνώριση που ήθελε, ίσως να σε παράταγε ήσυχη, όμως τώρα δεν είμαστε για τέτοια παιχνίδια. Ο τύπος με τα λουλούδια έξω από τον Άγιο Δημήτριο, τι έγινε τον ξανασυνάντησες;

-Α ναι, με αυτά και με αυτά δε σου είπα, τον ξανασυνάντησα, και μάλιστα αρνήθηκε να δεχτεί πίσω το δαχτυλίδι που ήταν κρυμμένο στο μπουμπούκι. Είπε και της έδειξε το δάχτυλο με το μονόπετρο.

-Oh τι gentleman! Μόνο με το να φοράς ένα μονόπετρο σου κόβει την τύχη, από την άλλη είδα με τα μάτια μου ότι φιλήθηκες στη μέση του δρόμου με έναν ωραίο άντρα οπότε το παίρνω πίσω. Όμως ο άντρας με τα λουλούδια τι απέγινε;

-Ο άντρας με τα λουλούδια είναι ακριβώς εκείνος που με είδες να φιλιέμαι.

-Σοβαρά; Η Μάρθα κούνησε χαμογελαστή το κεφάλι της καταφατικά. Πάντως ωραίο αυτό που μου έγραφες για το ότι έχουμε χρόνια για άντρες, δεν πρόλαβες να πατήσεις το πόδι σου στην πόλη και αντικατέστησες με τη μία και τους δύο και ελπίζω μόνο με έναν άντρα, είπε και της έριξε ένα ειρωνικό βλέμμα.

-Πίστεψε με δεν χρειάζομαι άλλον.

-Χαίρομαι που το ακούω, πάντως αν πίστευα σε αυτά, θα θεωρούσα ότι ο άντρας με την ανθοδέσμη είναι το πεπρωμένο σου.

-Μακάρι, αν και είναι νωρίς για να το ξέρουμε αυτό!

-Πρόσεξε μόνο μην τα θαλασσώσεις, και με το Νίκο εδώ γύρω δε θα μου φαινόταν απίθανο.

-Τι εννοείς;       

-Ότι θα σου βάλει πολλές τρικλοποδιές, να είσαι βέβαιη.

-Καλά, άσε τώρα τα δικά μου και πες μου τα δικά σου, στην Αθήνα δεν υπάρχει κανένας στη ζωή σου απ’ όταν έφυγα;

-Άφησες κανέναν άντρα και για εμάς τις υπόλοιπες!

-Έλα μην υπερβάλεις, και ξέρεις ότι δεν φταίω εγώ, που εσύ τους φοβίζεις!

-Εγώ τους φοβίζω; Είσαι σοβαρή…

-Καλό θα ήταν να είσαι πιο κοριτσάκι, εσύ έχεις βγει τσολιάς!

-Τσολιάς, αχ! ναι, και να δεις που την Κυριακή είμαι φρουρός στον άγνωστο στρατιώτη. Και επιπλέον έτσι είμαι, δεν μπορώ να υποκριθώ, καιρός και οι άντρες να μάθουν ποιος είναι το αφεντικό.

-Καλά θα την κάνουμε μια άλλη φορά αυτή την κουβέντα που θα έρθεις σε εμένα για συμβουλές…

-Δεν τρελάθηκα, εσύ θα θες να παριστάνω την αδύναμη που χρειάζεται προστασία.

-Φυσικά, αρέσει στους άντρες να φαίνονται εκείνοι οι δυνατοί, εσύ αν συνοδεύεσαι και σε κοιτάξει άλλος θα πας, θα τον πιάσεις από το πέτο και θα του πεις, τι κοιτάς ρε χλεχλε, δεν βλέπεις ότι συνοδεύομαι.

-Κάνω ότι δεν το άκουσα και συνεχίζω το σχολιασμό.

-Δεν βαρέθηκες να σχολιάζεις;

-Είσαι με τα καλά σου; Δημοσιογράφος είμαι. Αν δεν κάνω εγώ σχόλια ποιος θα κάνει! Συνεχίζω λοιπόν. Είμαι καλά, εύχομαι το ίδιο και για σένα. Μην ανησυχείς προσέχω τον πολύτιμο εαυτό μου. Και τώρα πάω για ένα μπάνιο που έχω τόσο πολύ ανάγκη. Και ετοίμασε τίποτα να φάμε, πεινάω σα λύκος!   

 

Ô

 

Όπως τους τον είχαν περιγράψει το Βαγγέλη Βλάχο, έτσι ακριβώς ήταν, ίσως να είχαν παραλείψει μάλιστα και πράγματα. Ένας άντρας που είχε περάσει τα πενήντα, ψηλός και γεροδεμένος. Κάθισαν στην αυλή του και μοιράστηκε ο ίδιος με τον Αλέξανδρο, τον εργοδηγό των έργων, ένα μπουκάλι τσίπουρο, ο Νίκος προτίμησε να πιει έναν καφέ, ήθελε να είναι νηφάλιος όσο συνομιλούσε με αυτό το θεριό. Του περιέγραψαν πως θα είχαν τα πράγματα, όσο πιο ιδανικά γινόταν, όμως εκείνος ρωτούσε και ξαναρωτούσε τι θα γινότανε με την οικολογική καταστροφή, δε φαινόταν να ενδιαφέρεται και τόσο για τον τουρισμό και τα χρήματα που θα κέρδιζε η περιοχή του, άλλωστε εκεί πάνω όλοι δούλευαν και έβγαζαν το ψωμί τους από τη φύση και τα ζωντανά. Αφού τον καθησύχασαν ότι τα έργα δε θα έβλαπταν την περιοχή του και τα χωριά που περιλαμβάνει, αντιθέτως θα κέρδιζαν από την ανάπτυξη που θα γινόταν στον τόπο του, τους έδωσε το χέρι και συμφώνησε μαζί τους, μια τελευταία όμως απαίτηση που είχε, ήταν να μην βλάψουν το γεφύρι, το οποίο έστεκε για αιώνες στη θέση του και ήταν το στολίδι του χωριού του. Μην μπορώντας να κάνουν κι αλλιώς, δέχτηκαν και αυτή του την απαίτηση.

Αφού έφυγαν από το σπίτι του δημάρχου, αποφάσισαν πριν μπουν στο αυτοκίνητο για να επιστρέψουν στην πόλη της Άρτας, να κάνουν μια βόλτα στην περιοχή για να δούνε όλα όσα έπρεπε από κοντά, συζητώντας έφτασαν ως το γεφύρι. Ήταν ένα παραδοσιακό πετρόχτιστο, ηπειρώτικο γεφύρι, ανάμεσα στις πέτρες του είχαν φυτρώσει χορταράκια, ενώ από κάτω περνούσε το ποτάμι και συνέχισε τον δρόμο του ως τον Αμβρακικό. Καλοκαίρι πια, τα νερά ήταν λίγα, περισσότερο λίμναζαν σε κάποιες λακκούβες, όμως μπορούσαν να φανταστούν το χειμώνα το νερό να κυλάει ορμητικά κάτω από το γεφύρι. Γύρω τους δέντρα και θάμνοι έφτιαχναν μια ειδυλλιακή εικόνα για τα μάτια των διαβατών. Ο Νίκος αφού θαύμασε λίγο το τοπίο που πιθανόν σύντομα θα το κατέτρωγαν τα έργα, στράφηκε προς τον Αλέξανδρο και τον ρώτησε αν είχε συμβεί κανένα επεισόδιο στο εργοτάξιο με τους δυο αλβανούς, που τις προάλλες είχαν πιαστεί στα χέρια, ο εργοδηγός έγνεψε αρνητικά, αν και είχε δει κάποια δηλητηριώδη βλέμματα του νταή προς τον άλλον, ίσως να θελήσει να εκδικηθεί έξω από το εργοτάξιο και τη δουλειά, το συμπατριώτη του. Ας έκανε ότι ήθελε έξω, σκέφτηκε ο Νίκος, ενώ ο Αλέξανδρος τον ρώτησε μήπως έπρεπε να τον απολύσουν, να του πάρουν την πράσινη κάρτα και να τον στείλουν πίσω στην πατρίδα του, το αφεντικό του έγνεψε αρνητικά, ήταν της άποψης ότι κάτι τέτοιοι ήταν ένα κι ένα να κάνουν την βρώμικη δουλειά αν χρειαστεί.

-Και ύστερα να σε εκβιάζουν. Σχολίασε ο Αλέξανδρος.

-Μην ανησυχείς και ξέρω τον τρόπο να τους αντιμετωπίσω και αυτούς και τους εκβιασμούς τους, σχολίασε εκείνος. Πάντως εδώ που τα λέμε και εσύ μαφία μου φαίνεσαι, φέρνεις λαθρομετανάστες, τους κανονίζεις τα χαρτιά, τι άλλες παρανομίες κάνεις Αλέξανδρε; Ο εργοδηγός τον κοίταξε στην αρχή με απορία και ύστερα χαμογέλασε.

-Τι το ψάχνεις αφεντικό, άνθρωπος όπως όλοι οι άνθρωποι είμαι και εγώ. Άλλοι βαράν τα όργανα, εγώ χορεύω στο ρυθμό τους. Και δεν το θεωρώ και κακό που φέρνω Αλβανούς, και ούτε υποκριτής είμαι σαν άλλους που τους έχουν στα χωράφια τους και στις δουλειές και τους κακολογούν. Ύστερα η συζήτηση στράφηκε πάλι προς το δήμαρχο και στο πως κατέβαζε το τσίπουρο, και μάλιστα δε φαινόταν να τον πειράζει, τουλάχιστον στα λογικά του, γιατί για το συκώτι του…

 

Ô

 

Φεύγοντας από την κατοικία του προέδρου της Κοινοπραξίας η Ξένια ήταν σκεπτική, τον είχε βάλει και τις είχε πει όλες τις υποψίες του και όσα είχαν προηγηθεί του διαγωνισμού, όταν ο Κοσυφάκης επέμενε ότι συνέφερνε την Πανηπειρωτική Κοινοπραξία να ρίξει όλο της το βάρος στα συγκεκριμένα έργα χτυπώντας το διαγωνισμό. Παλιός φίλος και υποστηρικτής του δημάρχου ο πρόεδρος τον εμπιστεύτηκε και το αποτέλεσμα ήταν να ρίξει την εταιρεία στα βράχια. Όλα όσα της είχε πει ήταν καλά στηριγμένα, όμως με υποθέσεις δεν μπορείς να αρχίσεις να κρίνεις και να κατηγορείς ανθρώπους για παράνομες πράξεις, χωρίς να βρεις τον μπελά σου. Συνάδελφοι της στην εφημερίδα που ήταν πιο παρορμητικοί θα είχαν ετοιμάσει ήδη το άρθρο, αποφεύγοντας να χρησιμοποιήσουν ονόματα εμπλεκόμενων ή την περιοχή, θα έριχναν όμως τα βέλη τους προς την κατεύθυνση του δήμου και της «HIGH», και με τρόπο θα ρώταγαν το αναγνωστικό τους κοινό τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια. Όμως η Ξένια προτιμούσε να πατάει γερά στα πόδια της πριν ξεκινήσει να δημοσιεύει ανάλογα άρθρα, άλλωστε ήταν δημοσιογράφος της έρευνας όμως πως θα προχωρούσε στα άδυτα της εταιρείας αλλά και του δήμου για να βρει άκρες.

Αναρωτήθηκε για μια στιγμή μήπως απλά ήταν η πικρία του προέδρου για τον παλιό φίλο του και δήμαρχο, όμως δεν πίστευε ότι η πικρία και μόνο θα υποκινούσε έναν τέτοιον άνθρωπο, μπορεί να ήταν απογοητευμένος από την επικείμενη καταστροφή του. Αν ήταν δικιά του η ευθύνη θα την αναλάμβανε, υπήρχε και η περίπτωση να μην ευθυνόταν κανένας και να ήταν μια απλή σύμπτωση. Ένας ειρωνικός μορφασμός ξέφυγε για την σκέψη της, σύμπτωση, στην Ελλάδα ζούμε δεν υπάρχουν συμπτώσεις, όταν πρόκειται για οικονομικά οφέλη. Έπρεπε οπωσδήποτε να βρει άκρες τόσο μέσα στο δημαρχείο όσο και στην εταιρεία, αλλά πως βρίσκεις κατασκόπους σε τέτοια μέρη. Τελικά η μεγάλη υπόθεση θα πήγαινε στο βρόντο, όμως παντού υπάρχουν άνθρωποι έτοιμοι να χρηματιστούν, ίσως η Μάρθα να ήξερε κάποιον από την εταιρεία του Νίκου ώστε να τη βοηθήσει, αλλά πάλι πως θα ήταν βέβαιη ότι θα της έλεγε την αλήθεια, τέτοιες εποχές είναι επικίνδυνες να παίρνεις ρίσκα, αν σε ανακαλύψουν από τη μια στιγμή στην άλλη μπορείς να βρεθείς στον δρόμο και από εκεί στη μεγάλη ουρά του ταμείου ανεργίας στον ΟΑΕΔ.

Ίσως έπρεπε να χαλαρώσει λίγο και να απολαύσει τις λίγες ώρες που τις απέμεναν στην Άρτα πριν επιστρέψει την επόμενη μέρα στη βάση της. Η Μάρθα της είχε υποσχεθεί ότι θα γνώριζε το Δημοσθένη και με όλα αυτά που της είχε πει ανυπομονούσε, έφτασε έξω από την πολυκατοικία που έμενε η φίλη της και πάρκαρε το αυτοκίνητο της, βγήκε από αυτό και κατευθύνθηκε προς την είσοδο όπου περίμενε ένας άντρας, προφανώς να του ανοίξουν, στράφηκε και την κοίταξε χαρίζοντας της ένα χαμόγελο, του ανταπέδωσε το χαμόγελο και του έριξε μια γρήγορη διερευνητική ματιά, ήταν ένας ψηλός άντρας, μελαχρινός, καλοξυρισμένος, επίσημα ντυμένος με σκούρα καστανά μαλλιά και μάτια, το κουδούνι που άνοιγε την πόρτα ακούστηκε και εκείνος την έσπρωξε με το βάρος του σώματος του ενώ άφησε την Ξένια να προχωρήσει μπροστά. Εκείνη τον ευχαρίστησε και προπορεύτηκε ενώ ένιωσε το βλέμμα του κολλημένο στους γοφούς της, στράφηκε και του έριξε μια βιαστική ματιά για να αντιληφθεί ότι δεν έκανε λάθος. Ανεβαίνοντας την σκάλα άκουσε μια πόρτα από διαμέρισμα να ανοίγει, φτάνοντας στον όροφο της φίλης της είδε ότι η δική της πόρτα ήταν μισάνοιχτη, η Ξένια προχώρησε με βεβαιότητα, μόλις μπήκε μέσα πήγε να την κλείσει, όμως ένιωσε ένα εμπόδιο να την συγκρατεί. Κοίταξε πίσω της να δει τι εμπόδιζε την πόρτα για να δει το μελαχρινό άντρα να κρατάει τη μύτη του, ενώ τα μάτια του είχαν δακρύσει.

-Παρακαλώ; Τον ρώτησε αυστηρά.

-Συγνώμη, η Μάρθα; Είπε εκείνος προσπαθώντας να συνέρθει, η Μάρθα εμφανίστηκε στον χώρο.

-Ξένια ήρθες; Πως πήγε; Βασίλη τι έπαθες; Η Ξένια αναμέρισε για να μπει ο μελαχρινός άντρας κοιτώντας τον με απορία. Ποιος ήταν πάλι ο Βασίλης, αδιόρθωτη η φίλη της όπως όλα έδειχναν, και ύστερα μίλαγε για κάποιον Δημοσθένη.

-Μόλις έφαγα μια πόρτα στα μούτρα.

-Συγνώμη δεν κατάλαβα, είπε η Ξένια και κοίταξε τη Μάρθα εκνευρισμένη, είχε τόσα να της πει και εκείνη έφερνε φίλους της στο σπίτι, ή απλά δεν την περίμενε να έρθει ακόμα.

-Δεν πειράζει, είμαι ήδη καλύτερα, είπε εκείνος από ευγένεια, παραμένοντας όμως να κρατάει τη μύτη του.

-Βασίλη να σου συστήσω την αδερφή μου! είπε και αγκάλιασε από τους ώμους την Ξένια.

-Δεν ήξερα ότι έχεις αδερφή. Και μάλιστα τόσο όμορφη, είπε αποφασίζοντας να τραβήξει το χέρι του από την πονεμένη του μύτη και να το προσφέρει στην Ξένια που εξακολουθούσε να τον κοιτάει δύσπιστα.

-Έχω και αδερφή η οποία ζει στη Θεσσαλονίκη, όμως η Ξένια είναι από εκείνες τις σπάνιες περιπτώσεις που σου χαρίζει η ζωή για φίλους και καταλήγουν καλύτεροι και από αδέρφια.

-Κατάλαβα, αδέρφια από διαφορετικούς όμως γονείς.

-Πολύ ωραία το έθεσες, σχολίασε η Μάρθα, ο Βασίλης είναι ξάδερφος του Δημοσθένη, και εργάζεται στο δήμο της Άρτας. Ξαφνικά το ενδιαφέρον της Ξένιας αναζωπυρώθηκε. Μήπως ήταν αυτό που γύρευε, ήταν μια αρχή. Πάω να σου φέρω το στικάκι με τις φωτογραφίες που είναι για τύπωμα, μέσα υπάρχει ένα αρχείο με ακριβείς τις διαστάσεις που πρέπει να τυπωθούν.

-Κάτσε Βασίλη, μη στέκεσαι, ανέλαβε τα ηνία της οικοδέσποινας η Ξένια, λυπάμαι για … μήπως θες να σου φέρω πάγο;

-Εντάξει, είμαι καλά, άλλωστε δεν είμαι σίγουρος ότι κάνει να βάζουμε πάγο στη μύτη.

-Ιδέα δεν έχω.

-Οπότε ας μην το κάνουμε χειρότερο.

-Σύμφωνοι, ώστε δουλεύεις στο δήμο.

-Ναι, εσύ;

-Δημοσιογράφος.

-Ωχ!

-Ωχ;

-Συγνώμη δεν ήθελα να σε προσβάλω, είναι αυτόματη αντίδραση.

-Και τι σε κάνει να έχεις ως αυτόματη αντίδραση το ωχ! όταν ακούς τη λέξη δημοσιογράφος, έχει κάτι να κρύψει ο δήμος της Άρτας; Της ξέφυγε το επαγγελμα­τικό της ύφος.

Αρκέστηκε να κουνήσει το κεφάλι του αρνητικά, έχοντας ένα αινιγματικό χαμόγελο στα χείλη, το οποίο η Ξένια θα μπορούσε να πει ότι τον έκανε γοητευτικό.

-Μήπως εσύ τότε έχεις να κρύψεις τίποτα; Τον ρώτησε πονηρά εκείνη δαγκώνοντας τα χείλη της για να κρύψει το χαμόγελο που πήγαινε να σχηματιστεί.

-Ούτε εγώ, απλά να, εσείς οι δημοσιογράφοι δεν το βάζετε με τίποτα κάτω, ψάχνετε πάντα για το θέμα σας.

-Τη δουλειά μας προσπαθούμε να κάνουμε. Μπαίνοντας η Μάρθα μέσα αντικρίζοντας τα έντονα βλέμματα που αντάλλασαν οι καλεσμένοι της ένιωσε τουλάχιστον περιττή, πολύ θα ήθελε να επιστρέψει πάλι στα δωμάτια και να τους αφήσει για λίγο ακόμη μόνους τους, ώμος πρόλαβε και την είδε ο Βασίλης οπότε άφησε στην άκρη το ύφος του γόη.

-Στο έφερα, είπε η Μάρθα και του έδωσε το στικάκι.

-Μήπως πρώτα θες να το τσεκάρεις; Είπε και έτεινε πειράχτηκα το χέρι του με το στικάκι στην Ξένια.

-Μη με προκαλείς, μπορεί και να το κάνω. Σχολίασε παιχνιδιάρικα εκείνη.

Μένοντας μόνα τα δυο κορίτσια η Μάρθα κοίταξε τη φίλη της με απορία, πρώτη φορά την έβλεπε έτσι με έναν άντρα. Όταν άκουσε από την Ξένια ότι ο Βασίλης ήταν αυτό που μπορεί να γύρευε, κι ενώ στην αρχή ενθουσιάστηκε, αφού το μυαλό της πήγε στο πονηρό, όταν η φίλη της αποκάλυψε ότι μπορεί να βρήκε τον άνθρωπο που έχοντας πρόσβαση στο δήμο θα έψαχνε για εκείνη τα αρχεία του δημάρχου για κάτι ύποπτο, ο ενθουσιασμός της  Μάρθας εξαφανίστηκε με μιας. Πάλι πως θα έφερνε εις πέρας τη δουλειά είχε εκείνο το κορίτσι στο μυαλό του, τσάμπα κανόνισε να κουβαλήσει στο διαμέρισμα της το Βασίλη την ώρα που υπολόγιζε ότι θα επέστρεφε από τη συνάντηση της με τον πρόεδρο της κοινοπραξίας, για την Ξένια σίγουρα όχι τόσο άδικα αφού γύρευε κάποιον να είναι στα μέσα και στα έξω του δήμου. Μίλησαν λίγο για τις σκέψεις του προέδρου της κοινοπραξίας, δεν είχε να προσθέσει κάτι περισσότερο εκτός από τις υποψίες του, και ήταν πολύ πιθανόν όντως να είναι τα πράγματα έτσι όπως υπέθετε, αφού τόσο η ημερομηνία που παρέδωσε την πρόταση της η HIGH όσο και η ελάχιστα καλύτερη προσφορά της από εκείνη της κοινοπραξίας ήταν ικανή να βάλει τον οποιονδήποτε σε υποψίες, όμως αυτό δεν αρκούσε, έπρεπε να γίνει έρευνα και σε αυτό θα τη βοηθούσε ο Βασίλης.

-Πόσο μακριά θα φτάσεις γι αυτή τη δουλειά; Την ειρωνεύτηκε η φίλη της.

-Μα δεν έχω να κάνω τίποτα περισσότερο από κάποιες γενικές υποθέσεις και τις ερωτήσεις μου. Αλήθεια δεν ξέρεις κάποιον που να εργάζεται στην εταιρεία του πρώην αγαπητικού σου που να μπορεί να μας βοηθήσει;

 Η απάντηση της Μάρθας ήταν ένας βαθύς αναστεναγμός και να σηκώσει τα χέρια ψηλά. Όμως εκείνη δεν είχε κουβαλήσει τη φίλη της στην Άρτα για να της μιλήσει για τις υποψίες της! Ήταν δίκαιο μόλις αποκάλυψε αυτό που την απασχολούσε για τις βρώμικες δουλειές του πρώην αγαπημένου της να απαλλαχτεί από την έγνοια. Άλλωστε γνώριζε πολύ καλά την Ξένια, οι υποθέσεις που αναλάμβανε να διαλευκάνει της γινόταν εμμονή, ίσως ήταν λάθος που της είχε μιλήσει, δε θα ησύχαζε αν δεν έβρισκε τρόπο να ολοκλη­ρώσει την έρευνα της, ευχόταν μόνο να μην την μπλέξει και βρει κανένα μπελά.

-Άσε με να το σκεφτώ και θα σου πω. Της απάντησε ενώ την προέτρεψε να πάει να ετοιμαστεί μιας και σε λίγο θα πέρναγε ο Δημοσθένης να τις πάρει για να πάνε να φάνε έξω.    

 

Ô

 

Κάτω από τον γέρο πλάτανο, δίπλα στο γεφύρι, καθισμένη η συντροφιά τους, έτρωγε μεζέδες από την ποικιλία που είχαν παραγγείλει και έπιναν μπύρες. Η Ξένια πρώτη φορά στα χρονικά της φιλίας της με τη Μάρθα ήταν ικανοποιημένη με την επιλογή της φίλης της, ο Δημοσθένης ήταν ένα απλό παιδί και αν και μορφωμένος δεν ήταν ξιπασμένος, όταν η συζήτηση πήγαινε σε θέματα που ο ίδιος γνώριζε, εξηγούσε χωρίς να κομπάζετε για τις γνώσεις του, όπως για παράδειγμα έκανε ο Στέφανος στην εφημερίδα ή ακόμα χειρότερα ο Χαΐτογλου. Ίσως τελικά είχε πάρει το μάθημα της με το να μπλέκει με ακατάλληλους άντρες η φιλενάδα της, αν και της είχε κοστίσει κομματάκι. Η Μάρθα από την πλευρά της ένιωθε ένα είδος γαλήνης, που είχε κοντά της τους συγκεκριμένους δυο ανθρώπους, και γερμένη στην αγκαλιά του Δημοσθένη άκουγε τη διήγηση της φίλης της για το φλερτ ενός επίμονου πολιτικού και γέλαγε με την καρδιά της. Όλα είχαν ξεκινήσει την προηγούμενη εβδομάδα όταν πήγε στο πολιτικό του γραφείο για να του πάρει συνέντευξη, η πρώτη παρατήρηση της Ξένιας ήταν ότι μιλούσε για μια ολόκληρη ώρα χωρίς σταματημό, όχι το σαλόνι της εφημερίδας δεν αρκούσε για να μπει η συνέντευξη του, αλλά ούτε ολόκληρη η εφημερίδα με το ένθετο μαζί, άνοιγε όλη την ώρα παρενθέσεις και συνέχιζε ασταμάτητα να μιλάει, χωρίς να είναι συγκεκριμένος σε αυτά που έπρεπε να απαντήσει, ενώ το πόσες φορές είπε τη λέξη ΕΓΩ και μάλιστα με στόμφο, το κατάλαβε μόνο την ώρα που έκανε την απομαγνητοφώνηση, εκείνος μίλαγε και η Ξένια βλαστήμαγε την ώρα που θα έπρεπε να περάσει σε χαρτί όλα όσα έλεγε για να τυπωθούν στην εφημερίδα, αφού τελείωσε η συνέντευξη την κάλεσε να πιουν έναν καφέ μαζί, το οποίο φυσικά εκείνη το αρνήθηκε μιας και το ίδιο απόγευμα έπρεπε να παραδώσει τη συνέντευξη ώστε να προλάβει να μπει στο φύλλο της Κυριακής. Δεν στάθηκε στον κόπο να σχολιάσει τι πέρασε και πόσες ώρες έκανε απομαγνητο­φώ­νηση ώστε να ψαρέψει τις σωστές απαντήσεις που ανταποκρινόταν στις ερωτήσεις της. «Και ύστερα κατηγορούν τους δημοσιογράφους ότι κάνουν μοντάζ σε αυτά που λένε οι ερωτώμενοι, γίνε συγκεκριμένος να γράψω την ουσία, μη με αφήνεις σε μια θάλασσα άχρηστων πληροφοριών να ψαρεύω!» σχολίασε η Ξένια στη Μάρθα όταν το κινητό του Δημοσθένη χτύπησε. Ήταν ο Βασίλης, το μεσημέρι του είχε προτείνει η Μάρθα να πάει μαζί τους όμως εκείνος είχε κάποιες υποχρεώσεις, τελικά τηλεφώνησε στο Δημοσθένη να δει πως πέρασαν και όταν έμαθε ότι τους είχε πάρει το απόγευμα και ήταν ακόμα στον «Πρωτομάστορα» ρώτησε αν μπορούσε να πάει να τους συναντήσει. Μόλις ενημέρωσε τα κορίτσια εκείνες αντάλλαξαν ένα γρήγορο βλέμμα που όμως δε διέφυγε από το Δημοσθένη, αλλά δεν το σχολίασε και η Ξένια συνέχισε τη διήγηση της.

Αφού η συνέντευξη κυκλοφόρησε στο φύλλο της Κυριακής, ο πολιτικός δεν αμέλησε να τηλεφωνήσει στην Ξένια να την ευχαριστήσει για τη συνέντευξη και για το πόσο σωστά την απέδωσε στην εφημερίδα, αφού αντάλλαξαν κάποιες τυπικές κουβέντες ο πολιτικός της πρότεινε να της κάνει το τραπέζι ώστε να της το ανταποδώσει, μην έχοντας καμία όρεξη να περάσει δυο τρεις ώρες με ένα παραλυμένο τζόβενο, όσο πιο ευγενικά μπόρεσε αρνήθηκε την πρόταση του, λέγοντας πως απλά έκανε τη δουλειά της όσο πιο καλά μπορούσε και ότι δε χρειαζόταν να της ανταποδώσει τίποτα. Εκείνος επέμενε, όμως δεν ήξερε καλά τη φίλη της Μάρθας, η οποία πήρε την σκυτάλη της διήγησης ώστε να δώσει στο Δημοσθένη και πλέον στο Βασίλη που καθόταν δίπλα στην Ξένια να καταλάβουν τι εστί παραξενιά. Αφού τελείωσε με την παρένθεση της, η Ξένια συνέχισε μιας και η ιστορία του επίμονου πολιτικού δεν τελείωνε τόσο εύκολα, εκτός που έλαβε λουλούδια στο γραφείο της, άρχισε να λαβαίνει email στον προσωπικό της λογαριασμό στη δουλειά, την πρώτη ήταν ένα ποίημα του Καβάφη, της επόμενη ακολούθησε Αραγκόν, και ποιος ξέρει τι θα έβρισκε όταν θα επέστρεφε στο γραφείο της τη Δευτέρα.

-Εννοείται ότι δεν του απάντησα, αν και σκέφτηκα ότι τόση επίδειξη γνώσεων δε θα έπρεπε να πάει χαμένη και ότι έπρεπε να του στείλω ένα μήνυμα ως απάντηση, ήμουν ανάμεσα στο «αχ! κουνελάκι κουνελάκι», το οποίο και απέρριψα για την φράση «ξύλο που θα το φας», μην το παρεξηγήσει και το θεωρήσει ως σεξουαλικό υπονοούμενο ο έλληνας Στρος Καν. Και στο μια ωραία πεταλούδα.

-Γιατί δεν του βάζεις το «ήταν ένα γάιδαρος με μεγάλα αυτιά»; τη συμβούλεψε ο Δημοσθένης ενώ η Μάρθα τον μάλωσε που την προέτρεπε και της έδινε μάλιστα  ιδέες.

-Δεν είναι κακή ιδέα! Σχολίασε η Ξένια, αλλά λέω να μην βάλω τίποτα, κάποια στιγμή θα ξεφουσκώσει.

-Λογικά κάποια άλλη δημοσιογράφος θα είναι πρόθυμη να του πάρει συνέντευξη και ίσως να δεχτεί το τραπέζι. Σχολίασε η Μάρθα.

-Φυσικά και επιπλέον έχω ένα κύρος δεν μπορώ να ασχολούμαι με τον κάθε ένα.

-Είσαι τόσο δύσκολη; Την ρώτησε ο Βασίλης, μόλις όμως εκείνη έστρεψε την προσοχή της επάνω του, με μάτια που έκαιγαν, έσκυψε το κεφάλι του και παίρνοντας ένα μπουκάλι μπύρα την άδειασε στα ποτήρια τους.

-Όχι, απάντησε με ειλικρίνεια η Ξένια, απλά δεν είμαι τόσο εύκολη, και επιπλέον πρέπει να σου κάνει κλικ ο άλλος από την πρώτη στιγμή που θα τον συναντήσεις, αν όχι καλύτερα να το αφήσεις. Ο Βασίλης κούνησε το κεφάλι του ικανοποιημένος, ενώ ο Δημοσθένης κοίταξε απορημένος τη Μάρθα που του έκανε νόημα να σωπάσει. Ας έλεγε ότι ήθελε η Ξένια, δικαιολογίες στον εαυτό της θα ήταν, της άρεσε ο Βασίλης αλλά δεν ήθελε να το παραδεχτεί και νόμιζε ότι και καλά τον φλέρταρε αποκλειστικά για τις πληροφορίες που χρειαζόταν. Όμως θα το έδειχνε ο χρόνος πως αυτοί οι δύο ταίριαζαν. Καλύτερα να μην έκανε κάποιο σχόλιο βέβαια γιατί ως γνήσιο πνεύμα αντιλογίας η φίλη της θα αντιδρούσε και θα σαμπόταρε ότι πήγαινε να γίνει, όλο έτσι έκανε, και δεν είχε άδικο, δεν είχε περάσει και λίγα από τον πρώην της, της πήρε χρόνο να συνέρθει μετά τον χωρισμό τους, όμως όσο κι αν υπέφερε δεν έδειξε ποτέ τίποτα σε εκείνον, τελικά μερικές σχέσεις τις χαλάει απλά ο εγωισμός.

 

Ô

 

Ούτε που κατάλαβε πως συνέβησαν όλα, μπορεί να ήταν πολλά, να τον είχαν κατηγορήσει κατά καιρούς για διάφορα αλλά αυτό συνέβη πρώτη φορά και όχι δεν ήθελε με τίποτε να είναι ένας κοινός βιαστής. Έβαλε το κεφάλι του μέσα στα χέρια του, ύστερα πέρασε τα δάχτυλα μέσα από τα μαλλιά του, σίγουρα θα τον μισούσε για πάντα, ποτέ δε θα το ξεπερνούσε, ούτε θα του το συγχωρούσε. Όλα τα είχε καταστρέψει πως μπορούσε πλέον να την πείσει ότι ήταν ο ιδανικός για εκείνη, όταν έπεσε επάνω της σαν ένα κτήνος. Ίσως είχε δίκιο που έφυγε τρέχοντας από εκείνον και την Αθήνα για να έρθει να ζήσει μακριά του, παρατώντας τους κόπους μιας ζωής.

Βρισκόταν στο σπίτι της Ελπίδας, ήταν κουρασμένος από το εργοτάξιο και τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει εκεί, όμως κάθε μέρα του προέκυπταν καινούργια προβλήματα, είχε πάρει ένα μπουκάλι ουίσκι και έπινε ενώ η Ελπίδα του έκανε μασάζ με τα μικρά χαριτωμένα της χέρια. Είχε πιει αρκετά όταν ξαφνικά μπέρδεψε τόπο και χρόνο, επέστρεψε στο παρελθόν όταν ήταν με τη Μάρθα, ένιωσε έναν ξαφνικό δεσμό, αόρατο μα υπαρκτό να τον ενώνει με εκείνο το κορίτσι που τόσο άδικα του φέρθηκε, η απόπειρα του να πείσει εκείνον τον βλάκα αποκαλύπτοντας του το παρελθόν της, είχε αποδειχτεί άκαρπη. Φυσικά δεν αφήνεις εύκολα ένα κορίτσι σαν τη Μάρθα, ο ίδιος ορκισμένος εργένης κι όμως έφτασε ένα βήμα πριν το γάμο, κι αν δεν του είχε επιστρέψει το δαχτυλίδι θα ετοίμαζαν το γάμο τους τώρα. Σε απόλυτη σύγχυση γύρισε απότομα και άρπαξε την Ελπίδα και την έβαλε στην αγκαλιά του, όμως μόλις αντιλήφθηκε ότι δεν ήταν η Μάρθα την έσπρωξε μακριά, και σηκώθηκε, ξαφνιασμένο το κοριτσάκι έμεινε να τον κοιτάζει να παίρνει τα πράγματα του και να φεύγει από το διαμέρισμα της. Δεν είχαν περάσει δέκα λεπτά και άρχισε να χτυπάει το κινητό του, αποφάσισε να το κλείσει, δεν ήθελε κανέναν μέσα στη ζάλη του έξω από εκείνη. Τα πόδια του τον έφτασαν στο σπίτι της, στάθηκε από κάτω και είδε το φως να είναι αναμμένο, να ήταν άραγε με τον άλλον, η πόρτα της πολυκατοικίας άνοιξε για να βγει ένα ζευγάρι, εκείνος πρόφτασε και μπήκε, στα σκοτεινά ανέβηκε μέχρι το δεύτερο όροφο και κρύφτηκε στην σκάλα που οδηγούσε στον τρίτο. Ακούστηκαν ομιλίες από το διαμέρισμα της και παρακάλια, κάποιον παρακαλούσε να μείνει, σκέφτηκε μήπως ήταν η Ξένια, όμως εκείνη ήδη πρέπει να βρισκόταν στην Αθήνα, η πόρτα του διαμερίσματος της ξεκλείδωσε και στο άνοιγμα φάνηκε μισόγυμνη η Μάρθα με τον βλάκα να ανταλλάσουν ένα φλογερό φιλί στο στόμα, ο Νίκος ένιωσε το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι του, πως τολμούσε αυτός ο αχρείος να αγγίζει τη δική του γυναίκα. Για άλλη μια φορά στο μυαλό του ήταν όλα ανάκατα. Το φως του κοινόχρηστου άναψε και εκείνος τραβήχτηκε απότομα πίσω, ο βλάκας έφυγε και εκείνη μπήκε στο διαμέρισμα της, μόλις άκουσε την πόρτα της πολυκατοικίας να κλείνει πήγε και χτύπησε την πόρτα του διαμερίσματος, μπερδεμένη εκείνη ότι ο Δημοσθένης είχε επιστρέψει άνοιξε την πόρτα της, όμως μόλις είδε το Νίκο το χαμόγελο πάγωσε στα χείλη της. Δεύτερη φορά που την πάταγε με τον ίδιο τρόπο αυτό το κορίτσι. Ο Νίκος με μια σπρωξιά την παραμέρισε και μπήκε μέσα στο σπίτι, εκείνη προσπάθησε να κρυφτεί με το σεντόνι που ήταν τυλιγμένη, η κίνηση της ενεργοποίησε το Νίκο, την ήθελε τόσο πολύ που πόναγε, αν και πιωμένος ένιωθε υπερδιέγερση, σα να μην είχε πιει αλκοόλ αλλά σα να είχε ντοπαριστεί. Με τον τρόπο που την κοίταζε εκείνη κατάλαβε τι θα γινόταν μετά, έκανε ένα αργό βήμα πίσω, το ότι δεν ήταν ντυμένη την έκανε αναβλητική, δεν ήξερε που να πάει, έξω θα την βλέπανε οι γείτονες, μόνο αν πήγαινε σε κάποιο άλλο δωμάτιο και προλάβαινε να κλειδωθεί, είδε το βλέμμα της και κατάλαβε τι σκεφτόταν, δεν χρειάστηκαν πολλές κινήσεις, μόλις πήγε να τρέξει προς τα μέσα δωμάτια ο Νίκος την πρόλαβε κλείνοντας της τον δρόμο, ύστερα την έσπρωξε στον καναπέ, και της τράβηξε το σεντόνι, εκείνη προσπάθησε να κρύψει με τα χέρια την γύμνια της.

-Μην στενοχωριέσαι μωρό μου σε έχω ξαναδεί, της είπε και άρχισε να λύνει τη ζώνη από το παντελόνι του, και αυτό που θα συμβεί έχει ξανασυμβεί. Πρόσθεσε και γυμνός από τη μέση και κάτω έπεσε επάνω της. Το σώμα της είχε τη μυρωδιά του άλλου και αυτό έκανε το Νίκο να αγριεύει ακόμα περισσότερο, να θέλει να την πληγώσει, η Μάρθα στην αρχή προσπάθησε να αντισταθεί, καταλαβαίνοντας όμως ότι αυτό δε θα είχε κανένα νόημα αποδέχτηκε ό,τι συνέβαινε και έμεινε να υπομένει το βασανιστήριο της παραιτημένη, ήταν σα να ασελγούσε σε πτώμα. Είχε τελειώσει το ‘‘έργο’’ του όταν ανασηκώθηκε, ξαφνικά ένιωσε νηφάλιος και απόλυτη ντροπή για τον εαυτό του. Μόλις τα είχε θαλασσώσει, πως μπορούσε να είχε κάνει ένα τέτοιο πράγμα, και σε αυτή μάλιστα που έλεγε πως αγαπούσε, κοίταξε το πρόσωπο της και είδε τα δάκρυα να κυλάνε στα μάτια της καθώς εκείνη παρέμενε σιωπηλή, σκέφτηκε να πέσει στα γόνατα της και να της ζητήσει συγνώμη όμως τι θα άλλαζε, το κακό είχε γίνει.

-Μάρθα, εγώ… κατάφερε να ψελλίσει μόνο, το βλέμμα της μεταφέρθηκε από το κενό σε εκείνον, αλλά και πάλι ήταν σαν να κοίταζε το κενό.

-Το έκανες το κέφι σου, τώρα μπορείς να φύγεις! Είπε και σηκώθηκε από τον καναπέ. Την άκουσε να μπαίνει στο μπάνιο να κλειδώνει την πόρτα και να κάνει εμετό, κάθισε παρατημένος σε μια πολυθρόνα κοιτώντας σα χαμένος γύρω του, άκουσε το ντους να ανοίγει, είχε περάσει μισή ώρα και εκείνος παρέμενε στην ίδια θέση αδυνατώντας να κουνηθεί, να πάρει μια απόφαση, η βρύση έκλεισε και τότε συνειδητοποίησε ότι δεν έπρεπε να τον βρει εκεί όταν θα έβγαινε.

Όταν ξάπλωσε στο κρεβάτι του αδυνατώντας να κοιμηθεί, ήλπιζε ότι θα ξυπνούσε και θα είχε δει απλά έναν εφιάλτη, όμως αντιθέτως μόλις ξύπνησε μετά από ένα όνειρο που εκείνος και η Μάρθα ήταν μαζί, ένιωσε την απόγνωση του να μεγαλώνει. Έπρεπε όμως να σκεφτεί ψύχραιμα, ότι είχε συμβεί δεν άλλαζε, έπρεπε να δει τι θα έκανε από εδώ και πέρα, ίσως να είχε πάει στην αστυνομία και να τον είχε καταγγείλει, αυτό ήταν που του έλειπε ένα αυτόφωρο και το σκάνδαλο στα κανάλια, και τον πατέρα του να ωρύεται που για άλλη μια φορά έκανε λάθος να τον εμπιστευτεί. Ίσως να έπρεπε να ζητήσει να επιστρέψει στην Αθήνα, ας αναλάμβανε κάποιος άλλος τη δουλειά, εκείνος έκανε ότι χρειαζόταν, και παραπάνω απ’ ότι χρειαζόταν, σκέφτηκε ειρωνικά. Ναι έπρεπε να φύγει, θα γύρναγε στην Αθήνα και θα ζητούσε από τον πατέρα του να μην επιστρέψει πίσω, δε θα ήταν δύσκολο να τον πιστέψει ο Πέτρος, ήδη του είχε κάνει εντύπωση που είχε μείνει τόσο καιρό στην Άρτα. Έπρεπε να τελειώνει με αυτή την ιστορία, είχε κρατήσει αρκετά και να που τον έφτασε η μανία του για εκδίκηση… αυτά σκεφτόταν καθώς έφτιαχνε τα πράγματα του, έτοιμος να το βάλει στα πόδια. Η πόρτα του χτύπησε δυνατά, η καρδιά του πήγε να σπάσει, «Ήρθε η αστυνομία», σκέφτηκε. Δε θα είχε κανένα πρόβλημα να παρουσιαστεί αν δεν ήταν το όνομα και η θέση του πατέρα του. Ποιον κορόιδευε για τον εαυτό του ανησυχούσε, δεν ήθελε να αναλάβει τις ευθύνες μιας τόσο άνομης και εξευτελιστικής για έναν άντρα πράξης.

Όταν απέξω άκουσε τη φωνή του Αλέξανδρου, ένιωσε μεγάλη ανακούφιση. Δεν ήξερε αν έπρεπε να γνωρίζει κάποιος ότι το πρωί βρισκόταν ακόμα στην Άρτα, τελικά όμως άνοιξε την πόρτα. Ο εργοδηγός του τον είχε πάρει ένα σωρό τηλέφωνα για ένα θέμα που είχε δημιουργηθεί στο εργοτάξιο, και αφού εκείνος το είχε κλειστό αποφάσισε να πάει από το διαμέρισμα του, έχοντας αρχίσει να ανησυχεί. Ο Νίκος δικαιολογήθηκε ότι τα είχε πιει το προηγούμενο βράδυ με μια παρέα, και ότι δεν πήρε είδηση ότι το τηλέφωνο του είχε κλείσει. Με το φόβο ότι η αστυνομία τον έψαχνε στην περιοχή των έργων, ρώτησε τι είχε συμβεί. Τελικά ο πατέρας του τον έψαχνε παντού όμως δεν μπορούσε ούτε εκείνος να τον βρει. Ο Νίκος ρώτησε τον Αλέξανδρο αν μπορούσε να αναλάβει για λίγο καιρό τα έργα μόνος του μέχρι να στείλουν αντικαταστάτη του μιας και ο ίδιος έπρεπε να πάει στην Αθήνα και να παραμείνει ώστε να αναλάβει άλλες υποχρεώσεις της εταιρείας. Αφού έμεινε μόνος του ο Νίκος συνειδητοποίησε ότι για κάποιες μέρες δεν έπρεπε να απομακρυνθεί από την Άρτα, αν η Μάρθα τον είχε καταγγείλει και έκανε ότι έφευγε θα τον πιάνανε στον δρόμο. Έπρεπε λοιπόν να κάτσει ήσυχα, ήσυχα στο σπιτάκι του ώστε να περάσουν τα κρίσιμα εικοσιτετράωρα και μετά θα έβλεπε.

 

Ô

 

Το επόμενο πρωινό τη βρήκε κουλουριασμένη στο κρεβάτι της. Μόλις που είχε καταφέρει να κοιμηθεί, αλλά ο ύπνος της ήταν λίγος και με εφιάλτες. Έφερε στο μυαλό της όλη την σχέση της με το Νίκο. Από πολύ νωρίς ήξερε ότι δεν ήταν ο ιδανικός για εκείνη, όμως κάτι τη γοήτευε επάνω του και συνέχισε μαζί του, είχε κάνει πολλά λάθη και το αναγνώριζε, δεν έπρεπε να αφήσει τα πράγματα να φτάσουν στα άκρα ώστε να του δώσει τα παπούτσια στο χέρι, κι όμως εκείνη προτίμησε να διατηρήσει το δεσμό τους και να εμπλακεί και σε μια νέα ερωτική περιπέτεια. Όλο το λάθος λοιπόν ήταν δικό της, τον είχε προκαλέσει με τη συμπεριφορά της. Και τώρα τι; ρώτησε τον εαυτό της, η μορφή του Δημοσθένη πήγε και κόλλησε στο μυαλό της κάνοντας τα μάτια της να βουρκώσουν, «Αν δεν είχε φύγει εχθές, αν είχε μείνει όπως του ζήτησα!», το κορμί της ρίγησε σε αυτή την σκέψη. Το ξυπνητήρι δίπλα της άρχισε να χτυπάει, έπρεπε να σηκωθεί να πάει στη δουλειά, όμως ένιωθε ότι οι δυνάμεις της την εγκατέλειπαν. Ίσως ήταν καλύτερα να σηκωθεί και να κάνει μια προσπάθεια, θα κρατούσε το μυαλό της απασχολημένο, τι νόημα είχε να μένει στο κρεβάτι και να κλαίει γι’ αυτό που συνέβη, σηκώθηκε από το κρεβάτι πήγε στο μπάνιο έριξε νερό στο πρόσωπο της και έκανε ότι άλλο ήταν απαραίτητο για να βγει έξω, όμως όλα τα έκανε μηχανικά. Μόλις αντίκρισε τον καναπέ, έστρεψε απότομα το κεφάλι της αλλού, με βιαστικά βήματα βγήκε έξω από το διαμέρισμα.

Ήταν τόσο χλωμή που ο διευθυντής της το πρόσεξε αμέσως, τη ρώτησε αν ήταν καλά και της έδωσε άδεια να επιστρέψει στο σπίτι της, όμως εκείνη αρνήθηκε, δικαιολογήθηκε ότι απλά ήταν λίγο κουρασμένη, θα συνερχόταν με το πέρασμα της ώρας. Αφού κούνησε καταφατικά το κεφάλι του παραμένοντας κάπως σκεφτικός, της ανάθεσε μια δουλειά όχι ιδιαίτερων απαιτήσεων.

Το τηλέφωνο της καλούσε όμως η Μάρθα απέφευγε να απαντήσει στις κλήσεις του Δημοσθένη, όταν της ήρθε ένα μήνυμα που τη ρώταγε αν είναι καλά και ότι είχε ανησυχήσει, αρκέστηκε να του απαντήσει ότι είχε πολύ δουλειά, στο επόμενο μήνυμα αν θα συναντιόνταν, η απάντηση της ήταν αρνητική και λακωνική, ήταν πολύ κουρασμένη και ήθελε να ξεκουραστεί. Στο τελευταίο μήνυμα του που της έγραφε ότι ήταν πρόθυμος να την ξεκουράσει εκείνος, η Μάρθα δεν απάντησε.

 

Ô

 

Είχαν περάσει μέρες όταν ο Νίκος τόλμησε να ξεμυτίσει από το σπίτι που είχε νοικιάσει, δεν φαινόταν να τον είχε αναζητήσει κανείς, εκτός φυσικά από τον πατέρα του, την Ελπίδα και τον εργοδηγό του. Τον Πέτρο τον έκλεισε σύντομα, θα τα έλεγαν σύντομα κάτω, τις κλήσεις της Ελπίδας τις αγνόησε και μόνο στον Αλέξανδρο απαντούσε αφού αφορούσε δουλειά. Την Πέμπτη το πρωί είχε έτοιμα τα πράγματα του, μπήκε στο αμάξι του και ξεκίνησε για την επιστροφή του στην Αθήνα, περνώντας μπροστά από ένα ανθοπωλείο, σταμάτησε, ήθελε να επικοινωνήσει με τη Μάρθα όμως ήξερε ότι δε θα απαντούσε στο τηλέφωνο. Αφού ζήτησε στην πωλήτρια να του φτιάξει μια όμορφη και ακριβή ανθοδέσμη πήρε μια κάρτα και ξεκίνησε να γράφει, έπρεπε να είναι προσεχτικός, να μην χρησιμοποιηθεί εναντίον του αν τελικά σκεφτόταν να τον καταγγείλει.

«Μάρθα, σου ζητώ συγνώμη, επιστρέφω Αθήνα, δε θα βρεθώ ξανά στον δρόμο σου, όμως ξέρεις που να με αναζητήσεις αν με χρειαστείς. Θα σε αγαπώ πάντα, ακόμα κι αν δεν το πιστεύεις, Νίκος».   

 

Ô

 

Είχαν περάσει λίγες ημέρες χωρίς ο Δημοσθένης να έχει επικοινωνία με τη Μάρθα, στην αρχή δεν έδωσε σημασία και αρκέστηκε στη δικαιολογία της ότι ήταν κουρασμένη, όμως το να έχουνε περάσει τρεις μέρες αγνοώντας τις κλήσεις του, και απαντώντας του σπάνια σε κάποια από τα μηνύματα του, τον έβαλαν σε σκέψεις. Κάτι συνέβαινε και έπρεπε να το μάθει. Το μεσημέρι που έκλεινε το συνεργείο πέρασε από το σπίτι του έκανε ένα γρήγορο ντους και έφυγε αμέσως για της Μάρθας, αφού ανέβηκε στο διαμέρισμα της και χτύπησε την πόρτα της περίμενε, η φωνή της ακούστηκε να ρωτάει ποιος είναι;

-Εγώ. Απάντησε απλά και άκουσε την πόρτα να ξεκλειδώνει. Είσαι καλά; Τη ρώτησε μόλις την είδε κάπως χλωμή και κουρασμένη.

-Ναι, δηλαδή νομίζω ότι με περιτριγυρίζει κάποια ίωση. Προσπάθησε να δικαιολογηθεί, ενώ απομακρύνθηκε χωρίς να τον φιλήσει.

Ξαφνικά ο χώρος του φάνηκε άδειος.

-Ο καναπές σου που είναι;

-Έσπασε και τον πέταξα, θα πάρω άλλον. Πρόσθεσε ενώ ήταν γυρισμένη με την πλάτη σε εκείνον, κοιτώντας έξω από την μπαλκονόπορτα. Ο Δημοσθένης την πλησίασε και την χάιδεψε τρυφερά στο χέρι της ενώ τη φίλησε στον ώμο, η Μάρθα έκανε μια απότομη κίνηση να αποφύγει το άγγιγμα του.

-Τι σου συμβαίνει Μάρθα; Ρώτησε απότομα εκείνος λόγω της αποστροφή της, και μη μου πεις ότι δε θες να με κολλήσεις την ίωση. Γύρισε και τον κοίταξε ξαφνιασμένη, δεν της άρεσε να θυμώνει, την ανησυχούσε ο εκνευρισμός, μόλις πριν λίγες μέρες ο Νίκος ήταν εκνευρισμένος και είδε τα αποτελέσματα.

-Τίποτα δε συμβαίνει.

-Σίγουρα;

Ο ήχος του κουδουνιού τους διέκοψε, η Μάρθα έμεινε στήλη άλατος ενώ ο Δημοσθένης αφού της έριξε ένα ενοχλημένο βλέμμα πήγε και άνοιξε την πόρτα, παρά το αδύναμο «Μη» της Μάρθας. Ένας νεαρός που κρατούσε ένα μπουκέτο λουλούδια ρώτησε για τη δεσποινίδα Παπαχρήστου. Αφού του έδωσε ένα μικρό φιλοδώρημα ο Δημοσθένης υπέγραψε, μιας και είδε ότι η Μάρθα δεν ήταν πρόθυμη να το κάνει, πήρε τα λουλούδια από το χέρι του νεαρού και πριν προλάβει εκείνος να τον ευχαριστήσει του έκλεισε την πόρτα στα μούτρα.

-Από ποιον είναι τα λουλούδια Μάρθα; Γιατί από εμένα δεν είναι.

-Δεν ξέρω, μουρμούρισε η Μάρθα και του γύρισε την πλάτη της κοιτώντας έξω στον δρόμο.

-Έχουν και κάρτα, είπε και την έβγαλε από τα λουλούδια, δίνοντας την σε εκείνη. Η Μάρθα την πήρε και χωρίς να την ανοίξει την έσκισε σε τέσσερα κομμάτια.

-Μάλιστα, μουρμούρισε και κούνησε το κεφάλι του ο Δημοσθένης, τα ξαναέφτιαξες με τον Χαΐτογλου σωστά; Η Μάρθα κεραυνοβολημένη γύρισε και τον κοίταξε. Από αυτόν δεν ήταν τα λουλούδια; Πότε είχες σκοπό να μου το πεις, ότι με βαρέθηκες, πες το τώρα δεν είναι αργά «Σε βαρέθηκα Δημοσθένη, δε μπορείς να φτάσεις ούτε στο μικρό του δαχτυλάκι τον Χαΐτογλου, ο πρώην μου είναι καλύτερος, έχει και λεφτά τι να σε κάνω εσένα;» ή μήπως δε σου έφτανε ο ένας και ήθελες να συνεχίσεις τα ίδια και στην Άρτα να είσαι μαζί του αλλά και μαζί μου;

-Τι είναι αυτά που λες; Τον ρώτησε ενοχλημένη και μην πιστεύοντας σε όσα άκουγε.

-Δεν υπάρχει λόγος να κρύβεσαι Μάρθα, ήρθε ο αγαπητικός σου από το συνεργείο, λίγες μέρες μετά τη δεξίωση και μου είπε τα πάντα σχετικά με εσένα και τους δυο αρραβωνιαστικούς σου στην Αθήνα.

-Και γιατί δε μου είπες τίποτα; Ύψωσε τη φωνή της.

-Γιατί δεν έδωσα σημασία, γι αυτό. Αν υπήρχε κάτι που ήθελες να μου πεις θα μου το έλεγες μόνη σου, άλλωστε δεν ήμουν σίγουρος ότι έλεγε την αλήθεια. Τελικά όμως απ’ ότι φαίνεται μου την έλεγε. Είσαι ξανά μαζί του και δεν ξέρεις πώς να διακόψεις μαζί μου, έτσι; Η Μάρθα τον κοίταξε με θυμό που μετατράπηκε σε απογοήτευση, δεν είχε νόημα, ο Δημοσθένης θα είχε πάντα αμφιβολίες για εκείνη εφόσον έμαθε από το Νίκο όσα δεν χρειαζόταν να ξέρει, για τρίτη φορά του γύρισε την πλάτη και έμεινε να κοιτάζει από το παράθυρο χωρίς να του απαντάει.

-Φαντάζομαι μάντεψα σωστά, λοιπόν να περνάς καλά μαζί του, γιατί εγώ  δεν είμαι διατεθειμένος να παίξω το ρόλο του τρίτου προσώπου, γεια σου, δε θα σε ξαναενοχλήσω και ανοίγοντας την πόρτα βγήκε από το διαμέρισμα. Τα μάτια της Μάρθας πλημύρισαν για άλλη μια φορά μέσα σε λίγες ημέρες με δάκρυα, καθώς τον είδε να βγαίνει από την πολυκατοικία και να ρίχνει ένα βλέμμα προς το διαμέρισμα της, ύστερα συνέχισε τον δρόμο του χωρίς να ξανακοιτάξει πίσω. Τελικά ήταν γραφτό της να πληρώνει κάθε λάθος πράξη της.

 

Ô

 

Το επόμενο πρωί ο Νίκος συνάντησε τον πατέρα του, αφού του έδωσε πλήρης αναφορά με το τι συνέβαινε στην Άρτα και στα έργα που είχε αναλάβει η HIGH, στο τέλος του ζήτησε να τον αποσύρει από εκεί και να επιστρέψει στην Αθήνα ή σε κάποια άλλη πόλη.

-Άλλωστε ότι ήταν να κάνω το έκανα. Πρόσθεσε όταν είδε το συνοφρυωμένο πρόσωπο του πατέρα του να τον κοιτάει χωρίς να μιλάει.

-Γιε μου, το καλό τόσο για την εταιρεία μας όσο και για εσένα τον ίδιο είναι να μείνεις και να τελειώσεις τη δουλειά που άρχισες εκεί. Αρχικά δεν υπάρχει άνθρωπος που να εμπιστεύομαι περισσότερο από εσένα και τα έργα εκεί είναι η σημαντικότερη δουλειά μας αυτή την στιγμή. Έχεις γνωρίσει προσωπικά όλα τα επιφανή και χρήσιμα άτομα για τις υποθέσεις μας και έχεις κερδίσει την εμπιστοσύνη τους, αν πάει κάποιος άλλος θα είναι σαν να πρέπει να αρχίσει από την αρχή. Επιπλέον δεν καταλαβαίνω γιατί θες να παραιτηθείς από τα έργα εκεί, έχεις δείξει την αξία σου, για την οποία πολλές φορές δε σου κρύβω ότι είχα αμφιβάλει, εγωιστικά και μόνο να το δεις έκανες όλη τη δουλειά, γιατί να πάρει άλλος τα εύσημα από τους δικούς σου κόπους. Εγώ επιμένω ότι πρέπει να μείνεις και να φέρεις σε πέρας τη δουλειά, να δουν οι άλλοι που δε σε υπολόγιζαν ότι είσαι ένας άξιος αντικαταστάτης του πατέρα σου. Πρέπει να σε φοβούνται Νίκο και πρέπει να μάθεις όλη τη δουλειά από την πρώτη φάση ως την τελευταία. Κάποτε δε θα είμαι εγώ εδώ για να σε συμβουλεύω, αυτό που έχτισα πρέπει να περάσει στα χέρια σου και για να το συντηρήσεις πρέπει να υπομείνεις παρά τις αντιξοότητες, καταλαβαίνω ότι η Άρτα δεν είναι πόλη για να θαφτείς εσύ εκεί, που έχεις μάθει αλλιώς, όμως έχεις το ελεύθερο όποτε μπορείς να φεύγεις και να κάνεις τα ταξίδια σου είτε στην Ελλάδα είτε στην Ευρώπη. Άλλωστε δεν είμαι σίγουρος ότι το νερό έχει μπει για τα καλά στο αυλάκι, μόλις ξεκινήσατε δεν ξέρεις τι ανάγκη μπορεί να εμφανιστεί.

-Εντάξει πατέρα. Απάντησε ο Νίκος που ήξερε πόσο αγύριστο μυαλό ήταν ο Πέτρος. Θα επέστρεφε στην Άρτα, άλλωστε αν δεν τον είχε καταγγείλει η Μάρθα έως τότε δε θα το έκανε, και που ξέρεις μπορεί παρά την αρχική της αντίδραση να είχε αλλάξει γνώμη και να είχε θυμηθεί πως ήταν μαζί του.         

 

Ô

 

Στην Αθήνα η Ξένια έστυβε το μυαλό της πως θα μπορούσε να βρει άκρη με το θέμα της «HIGH» και το πώς κέρδισε το διαγωνισμό για τα έργα. Είχε σκεφτεί να μιλήσει με τον αρχισυντάκτη της όμως το μετάνιωσε, ήταν πολύ καλός φίλος με το Στέφανο και μπορεί να πρόδιδε το θέμα σε εκείνον, δε θα ήταν η πρώτη φορά που είχε γίνει, άλλωστε ο Στέφανος πάντα αναζητούσε το μεγάλο θέμα που θα τον αναδείκνυε και ήταν ιδιαίτερα ανταγωνιστικός. Για την ώρα ίσως είχε βρει μια άκρη μέ­σω του Βασίλη, αν και δεν ήξερε πως ακριβώς να το χειριστεί και τι σχέση μπορεί να είχε ο ξάδερφος του Δημοσθένη με το δήμαρχο και το αποτέλεσμα του διαγωνι­σμού. Μόλις ανέβαινε Άρτα την επόμενη εβδομάδα θα το ανακάλυπτε. Τελικά την άδεια της αντί να την περάσει ήσυχη σε κανένα νησάκι με καπέλο στο κεφάλι, τυλιγμένη με παρεό, πίνοντας μοχίτο και διαβάζοντας κανένα μυθιστόρημα στην πα­ρα­­­λία, θα το περνούσε στην Άρτα, ακούγοντας κλαρίνα και προσπαθώντας να ανα­κα­­­λύ­ψει το ρόλο του δημάρχου στην ανάθεση του έργων στο παλιό φιλαράκι τους το Νίκο.

Μπήκε στην είσοδο της πολυκατοικίας της όπου ο θυρωρός καθόταν μπροστά από το τραπεζάκι και ξεχώριζε την αλληλογραφία. Αφού αντάλλαξαν ένα χαιρετισμό και ρώτησαν ο ένας για την υγεία του άλλου, ο θυρωρός την κοίταξε χαμογελαστός.

-Δε θα με ρωτήσεις αν έφερε ο ταχυδρόμος κάτι για σένα σήμερα;

-Προτιμώ όχι, κάθε φορά που φέρνει ο ταχυδρόμος κάτι για μένα είναι για να πληρώσω οπότε να μου λείπει . 

-Κι όμως αυτό δε μου φαίνεται για λογαριασμός. Είπε και της έδειξε έναν φάκελο που θύμιζε πρόσκληση γάμου.

-Είστε σίγουρος ότι καταργήθηκαν τα δώρα στους γάμους γιατί κι εκεί πληρώνεις. Είπε η Ξένια και πήρε ανόρεχτη την πρόσκληση.

-Ναι αλλά περνάς καλά!

-Όχι όταν σε ρωτάνε όλες οι θείτσες πότε έχεις σκοπό να βρεις ένα καλό παιδί να τακτοποιηθείς. Σχολίασε κουρασμένα εκείνη και πήγε να καλέσει το ασανσέρ ενώ άνοιγε τον φάκελο της πρόσκλησης. Μόλις είδε ότι πρόκειται για την έκθεση πανταχού ηπειρωτών και ότι ανάμεσα στα ονόματα ήταν και εκείνο της φίλης της ως φωτογράφου, το πρόσωπο της φωτίστηκε από ένα χαμόγελο.

-Τελικά δεν είναι γάμου, φώναξε στο θυρωρό την ώρα που άνοιγε την πόρτα του ασανσέρ.

-Αλλά; ρώτησε εκείνος.

-Είναι μια πρόσκληση για όνειρα που πραγματοποιούνται! Φώναξε μέσα από το ασανσέρ την ώρα που έκλεινε η πόρτα.       

  

Ô

 

Μετά τον χωρισμό της με το Δημοσθένη και τα συναισθήματα αυτολύπησης και ενοχής που της είχε προκαλέσει η κακοποίηση της από το Νίκο, η Μάρθα προσπα­θούσε να εξαντλεί τον εαυτό της σε σημείο επιστρέφοντας στο σπίτι να πέφτει στο κρεβάτι της και να βυθίζετε σε ύπνο, τις περισσότερες φορές χωρίς όνειρα. Ευτυχώς τα εγκαίνια της έκθεσης έφταναν και εκείνη ήταν υποχρεωμένη να βρίσκε­ται στο χώρο της γκαλερί ώστε να επιβλέπει και να βοηθάει στο στήσιμο, άλλωστε δεν ήθελε να αφήσει τη δουλειά της στην τύχη όσον αφορά το στήσιμο, σε κάποιους υπαλλήλους οι οποίοι 90% δε θα ενδιαφέρονταν να αναδειχτεί το έργο της στο βαθμό που θα ήθελε η ίδια. Άλλωστε κάποιες φωτογραφίες αποτελούσαν κομμάτια πάζλ και μόνο εκείνη μπορούσε να τα τοποθετήσει σωστά χωρίς να μπερδευτεί. Με τις υποχρεώσεις στο blog και την έκθεση κατάφερνε να επιστρέφει όσο κουρασμένη ήθελε από τη δουλειά ώστε να κάνει ένα ντους και να πέφτει στο κρεβάτι της.

Ενώ όλες εκείνες τις μέρες ούτε το Δημοσθένη είχε συναντήσει, ούτε το Νίκο, κάτι της έλεγε ότι τουλάχιστον το Νίκο θα τον συναντούσε στα εγκαίνια της έκθεσης, πως έπρεπε να του συμπεριφερθεί, ούτε το βλέμμα του επάνω της δε θα μπορούσε να ανεχτεί, και ούτε θα υπήρχε κανένας κοντά της για να αντλήσει δύναμη και να τον αντι­με­τωπίσει, η Ξένια θα επέστρεφε στην Άρτα μετά την πρώτη εβδομάδα του Αυγούστου. Πόσο της έλειπε η κολλητή της, ήταν ο μόνος άνθρωπος που θα ήθελε να έχει δίπλα της, το μυαλό της πέταξε στο Δημοσθένη, την είχε απογοητεύσει, αρχικά είχε συναντηθεί με το Νίκο και δεν της έκανε καμία κουβέντα, το κράτησε για τον εαυτό του, αλλά την κρίσιμη στιγμή, πάνω στον πρώτο τους καυγά της το πέταξε στα μούτρα. Ίσως ήταν καλύτερα που είχαν χωρίσει, δεν ήταν κανείς τους έτοιμος για μια νέα αρχή, εκείνος προφανώς λόγω της Ελπίδας δεν μπορούσε να δείξει εμπιστοσύνη σε καμία γυναίκα, μόνο να την κατακρίνει μπορούσε. Είχε περάσει και χειρότερα θα το ξεπερνούσε. Μόνο το Νίκο είχε να φοβάται, από την άλλη τι χειρότερο μπορούσε να της κάνει, να την σκοτώσει; Μάλλον την ήθελε εκεί για να τη βασανίζει, και μέχρι στιγμής τα είχε καταφέρει περίφημα, την χώρισε από έναν άνθρωπο με τον οποίο ήθελε να προσπαθήσει να είναι μαζί και κάτι της έλεγε ότι θα τα κατάφερνε και επιπλέ­ον η βία που άσκησε επάνω στο σώμα και στην ψυχή της. Κοίταξε το μονό­πε­τρο που είχε παραμείνει ξεχασμένο στο δάχτυλο της, είχε καταντήσει μια μηχανική κίνηση να το βάζει και να το βγάζει. Μήπως αν προσπαθούσε να επικοινωνήσει με το Δημοσθένη, αν του μιλούσε ίσως να το έλυναν, από την άλλη όμως τι μπορούσε να του πει, πως μπορούσε να του εξηγήσει αυτό που συνέβη, πως θα έβγαινε από τα χείλη της η λέξη για να περιγράψει αυτήν την αναίσχυντη πράξη. Και πως θα αντι­δρού­σε εκείνος, όταν η ίδια ήθελε μόνο να ξεχάσει. Κι αν δεν του έλεγε τίποτε, κάποια στιγμή θα ήθελε να κάνουν έρωτα και η Μάρθα δεν ήξερε πότε θα ήταν ξανά έτοιμη για να αφεθεί. «ΑΧ! Γιατί, γιατί δεν έμεινε μαζί μου εκείνο το βράδυ, τίποτα δε θα είχε συμβεί!» μουρμούρισε κάνοντας την υπεύθυνη της γκαλερί να γυρίσει και να την κοιτάξει.

-Όλα καλά; Τη ρώτησε παραξενεμένη.

-Ναι, απλά νόμιζα ότι έκανα λάθος με αυτές τις φωτογραφίες, όμως όλα καλά!

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ

           

Οι χώροι της έκθεσης ήταν γεμάτοι από κόσμο, η Μάρθα αρκετά νευρική υποδεχόταν τους συγγενείς και τους γνωστούς της και ευχαριστούσε όποιον της έδινε  συγχαρητήρια για τη δουλειά της. Τα μάτια της όμως συχνά μετακινούνταν προς την είσοδο της αίθουσας που της είχε παραχωρηθεί με την ελπίδα ότι ο Δημοσθένης θα περνούσε τουλάχιστον να δει τις φωτογραφίες της, πολλές από τις οποίες είχε τραβήξει με την παρουσία του ίδιου, εκείνες τις δύο τέλειες εβδομάδες που την οδηγούσε σε μέρη που δεν ήξερε ή είχε ξεχάσει από την πολύχρονη απουσία της στην πρωτεύουσα. Είχαν περάσει περίπου δέκα ημέρες που δεν τον είχε δει και της έλειπε, ποτέ δε θα πίστευε ότι θα ένιωθε τόσο έντονα την απογοήτευση από έναν χωρισμό, είχε συνηθίσει να φεύγει πρώτη από τις σχέσεις της και με το Δημοσθένη ούτε που πρόλαβαν να ξεκινήσουν. Κι όλα αυτά εξαιτίας του Νίκου. Συνάδελφοι από το blog και το αφεντικό της ήταν από τους πρώτους που επισκέφτηκαν την έκθεση και της είπαν τα θερμότερα λόγια, όπως ‘‘απαιτούσε το πρωτόκολλο’’ να κάνουν λόγω ευγένειας, αν και αδιαμφισβήτητα είχε βάλει όλο της το μεράκι σε εκείνη την έκθεση. Ο διευθυντής του blog έδειξε ιδιαίτερη ικανοποίηση που η Μάρθα άνηκε στο δυναμικό της ηλεκτρονικής εφημερίδας του και τη γέμισε κομπλιμέντα τα οποία εκείνη δέχτηκε με ένα σεμνό χαμόγελο και πολλές ευχαριστίες. 

Τον μόνο που ένιωθε στήριγμα μέσα στην γκαλερί μιας και η Ξένια έλειπε, ο Δημοσθένης την είχε χωρίσει και από τους γονείς της το μόνο που περίμενε ήταν κριτική και μάλιστα σκληρότερη από επαγγελματία, ήταν ο Βασίλης ο οποίος ήταν υπεύθυνος πολιτισμού στο δήμο και είχαν συνεργαστεί εξαιρετικά όλον αυτό το διάστημα. Στην πόρτα εμφανίστηκε ο δήμαρχος με τη γυναίκα του, ο Βασίλης την άφησε μόνη της για να τους υποδεχτεί και να τους ξεναγήσει στους χώρους, οι περισσότεροι από τους καλλιτέχνες έσπευσαν να πλησιάσουν και εκείνοι το δήμαρχο και να ανταλλάξουν λίγα λόγια μαζί του, η Μάρθα προτίμησε να μην του μιλήσει αν δεν εμφανιζόταν ανάγκη, όλα αυτά που είχε ακούσει για εκείνον και τις δουλειές που είχε ξεκινήσει με την HIGH την είχαν κάνει να τον αντιπαθήσει, αν είχε αφήσει το διαγωνισμό να εξελιχθεί σωστά και δίκαια, ο Νίκος δε θα είχε δικαιολογία να βρίσκετε στην Άρτα και δε θα είχε επηρεαστεί η δική της ζωή, ούτε θα είχε υποστεί τον εξευτελισμό και τη βία μέσα στο ίδιο της το σπίτι.

Ο δήμαρχος με την Αντιγόνη πέρασαν σε μια άλλη αίθουσα για να δούνε πρώτα την έκθεση ζωγραφικής ενώ τους ακολούθησε ο Βασίλης. Είχε ένα ποτήρι σαμπάνια στο χέρι, το οποίο περισσότερο κρατούσε σαν αξεσουάρ παρά επειδή ήθελε να πιει, ένιωθε ήδη πολύ κουρασμένη και καταβεβλημένη, αρκούσε λίγο αλκοόλ για να την στείλει απευθείας στο κρεβάτι. Ίσως να έπινε ένα ποτήρι μόλις έφτανε στο σπίτι όμως για την ώρα έπρεπε να σταθεί στα πόδια της και νηφάλια, έκανε βόλτες και χάζευε τις ίδιες της τις φωτογραφίες, με το μυαλό της να ταξιδεύει στις αναμνήσεις που είχε από την κάθε ημέρα που τις είχε τραβήξει. Ο Χριστόφορος και η πρώτη κυρία της Άρτας πλέον βρίσκονταν στην αίθουσα των φωτογραφιών, ο δήμαρχος εξέφρασε την επιθυμία να γνωρίσει την καλλιτέχνη και ο Βασίλης τον οδήγησε μπροστά από τη Μάρθα.

-Γοητευμένος από τη δουλειά σας, είπε και της έσφιξε το χέρι. Η Μάρθα χαμογέλασε και τον ευχαρίστησε, μην έχοντας άλλη επιλογή, δέχτηκε τα σχόλια του για το πόσο καλή δουλειά είχε κάνει. Εν τω μεταξύ είδε το Νίκο να στέκεται πίσω τους περιμένοντας να μιλήσει κι ο ίδιος με την καλλιτέχνιδα, η καρδιά της άρχισε να χτυπάει γοργά μέσα στο στήθος της, αυτό κι αν ήταν θράσος, τώρα τι πίστευε εκείνος, ότι όλα έφτιαξαν ανάμεσα τους μετά την πράξη του, αν είχε αξιοπρέπεια δεν έπρεπε να εμφανίζεται μπροστά της, ο δήμαρχος με τη σύζυγο του αποσύρθηκαν και ο Νίκος πλησίασε τη Μάρθα δίνοντας της το χέρι του, εκείνη προσπάθησε να τον αγνοήσει και του έστρεψε την πλάτη. Γυρνώντας προς την πόρτα είδε το Δημοσθένη με τη συντροφιά του Γιάννη και μιας κοπέλας που έμπαιναν στην αίθουσα, το βλέμμα του κόλλησε επάνω της ενώ ξαφνικά έχασε την επαφή με τα μάτια του όταν μπροστά της βρέθηκε ένα εμπόδιο, ο Νίκος είχε σταθεί πάλι μπροστά της και πήρε το χέρι της μέσα στο δικό του, σφίγγοντας το.

-Μην το κάνεις θέμα, δε συμφέρει κανέναν από τους δυο μας.

-Πως τολμάς; Κανονικά δεν έπρεπε να εμφανίζεσαι μπροστά μου.

-Κανονικά, όμως ήθελα να σε δω.

-Εγώ όμως δε θέλω να σε δω, και νομίζω ότι έχω κάθε δικαίωμα μετά από αυτό που έκανες.

-Είσαι υπερβολική, δεν ήταν κάτι που δεν είχαμε ξανακάνει μαζί.

-Είσαι αηδιαστικός. Πως δεν το έβλεπα τόσο καιρό που ήμουνα μαζί σου.

-Σου προκαλούσε ευχαρίστηση μάλλον όλη αυτή η αηδία. Και θα σου ξαναπροκαλέσει.

-Μην τολμήσεις να με ξαναπλησιάσεις, δε θα το ανεχτώ δεύτερη φορά, δεν είμαι αντικείμενο ώστε να με μεταχειρίζεσαι με αυτόν τον τρόπο. Σου έχει γίνει ψύχωση η απόρριψη, καλό θα ήταν να επισκεφτείς κανέναν ψυχίατρο.

-Έτσι λες; Γιατί εγώ πιστεύω ότι το ευχαριστήθηκες κατά βάθος αλλά ντρέπεσαι να το παραδεχτείς, άλλωστε αν σε είχα βιάσει θα με είχες καταγγείλει. Οπότε ξανασκέψου το.

Η συζήτηση ανάμεσα στο Νίκο και στη Μάρθα γινόταν ψιθυριστά, όμως αν κάποιος τους παρατηρούσε θα έβλεπε ότι το πρόσωπο της είχε καλυφτεί από ένα μορφασμό πόνου και αηδίας. Ο Νίκος μη θέλοντας να απομακρυνθεί από κοντά του και ανήσυχος για κάποια σκηνή, επέμενε να κρατάει το χέρι της μέσα στο δικό του σφιχτά σε βαθμό να το έχει κάνει να κοκκινίσει και να συγκρατείτε με κόπο για να μη φωνάξει. Ενώ από τα μάτια της ήταν έτοιμα να ξεκινήσουν να τρέχουν δάκρυα.

-Μάρθα; Ζαλισμένη κοίταξε τον άντρα που της απευθυνόταν ενώ ο Νίκος με ένα χειροφίλημα την άφησε να τραβήξει το χέρι της απότομα, εκείνος αφού της χαμογέλασε και της έκλεισε το μάτι, απομακρύνθηκε.

-Ναι; Είπε προσπαθώντας να κάνει τη φωνή της φυσιολογική.

-Δεν περίμενα ποτέ να αποτελώ μοντέλο σε έκθεση, τον κοίταξε παραξενεμένη προσπαθώντας να καταλάβει τι της έλεγε, το πρόσωπο του της φάνηκε οικείο και ξαφνικά τον θυμήθηκε να ποζάρει στην σκεπή ενός αυτοκινήτου.

-Είσαι ο φίλος του Δημοσθένη! Είπε και χαμογέλασε.

-Ναι, αυτός είμαι. Πολύ ωραία η έκθεση, είσαι καλά; Τη ρώτησε αφού την είδε κάπως αφηρημένη.

-Ναι, λίγο ζαλισμένη, δεν έπρεπε να πιω, όμως το άγχος του καλλιτέχνη.

-Νομίζω ότι επιτρέπεται, σήμερα είναι η μέρα σου.

-Επειδή είναι η μέρα μου δεν έπρεπε να πιω. Είπε και χαμογέλασε βεβιασμένα.

-Έχεις κάνει εξαιρετική δουλειά. Θα ήθελα να σου γνωρίσω το κορίτσι μου, αν δε σε πειράζει, είναι κι ο Δημοσθένης μαζί.

-Δε με πειράζει, αντιθέτως ήλπιζα ότι θα έρθει, της ξέφυγε και δάγκωσε τα χείλη της για την τελευταία φράση.

Έμεινε για λίγο με την παρέα του Δημοσθένη, εκείνος παρέμενε τυπικός, το μόνο που τη ρώτησε ήταν για την υγεία της και τη συγχάρηκε για τη δουλειά της, αντιθέτως η πιτσιρίκα που έβγαινε ο Γιάννης έδειξε μεγάλο ενθουσιασμό, και ειδικά για τη φωτογραφία του γόη πάνω στην οροφή του αυτοκινήτου, η Μάρθα προσφέρθηκε να της την τυπώσει και εκείνη έδειξε ακόμα περισσότερο ενθουσιασμό. Ο Γιάννης αστειεύτηκε ότι καλό θα ήταν να του τυπώσει αρκετές για να μοιράζει αυτόγραφα στις θαυμάστριες που θα συναντούσε στον δρόμο, μιας και πλέον θα ήταν ένας τοπικός σταρ, για να δεχτεί μια αγκωνιά από την κοπέλα στα πλευρά. Ο Δημοσθένης για πρώτη φορά χαμογέλασε μετά από τις τυπικές κουβέντες που είχε ανταλλάξει με τη Μάρθα και μπήκε στην κουβέντα.  

-Να δώσεις και μία στον ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου, και μια στο αφεντικό σου να δεις χαρά που θα κάνουν!

-Ωχ, λες να το αναγνωρίσουν;

-Θα αναγνωρίσουν εσένα που είσαι μηχανικός αυτοκινήτων και είσαι σκαρφαλωμένος πάνω στις οροφές των αυτοκινήτων, βλέπω να χάνουμε τη μισή μας πελατεία.

-Μην ανησυχείς, επενέβη η Μάρθα, έκανα κάποιες αλλαγές στο αυτοκίνητο μέσω του προγράμματος επεξεργασίας φωτογραφιών, δε νομίζω να το αναγνωρίσει ο ιδιοκτήτης του, αν ρωτήσουν θα πεις ότι ήταν κανονισμένο για τη φωτογράφηση και δεν υπάρχει πρόβλημα.

-Μόνο που θα χαθεί το αυθόρμητο της στιγμής και εσένα θα σε θεωρήσουν ψώνιο που ποζάρεις.

-Γιατί ψώνιο; Τέτοια ομορφιά έπρεπε να καταγραφεί και από επαγγελματικό φακό. Είπε και πήρε νέα πόζα. Τι λέει η φωτογράφος; Είπε και στράφηκε προς τη Μάρθα για να του χαρίσει ένα χαμόγελο.

Παρά τα λίγα όμορφα λεπτά που πέρασε με το Δημοσθένη και την παρέα του η Μάρθα ένιωθε αμήχανα μιας και το βλέμμα του Νίκου ήταν κολλημένο επάνω τους. Από την είσοδο εμφανίστηκαν οι γονείς με το θείο της και αναγκάστηκε να τους αφήσει, ο πατέρας και ο θείος κοίταζαν με προσοχή τις φωτογραφίες και έδειχναν ενθουσιασμένοι από τη δουλειά της, αντιθέτως η μητέρα της σε κάποιες προσωπογραφίες, όπως του παππού από το καφενείο ή του Γιάννη πάνω στην οροφή του αυτοκινήτου, έκανε μια ξινισμένη έκφραση, σε άλλες φωτογραφίες με τοπία που της άρεσαν άρχιζε να μουρμουρίζει ότι χαμένο θα πάει το ταλέντο της στην Άρτα που επέστρεψε. Πατέρας, θείος και Μάρθα κάνανε μορφασμούς αποφεύγοντας να σχολιάσουν τα λόγια της γιατί δεν ήθελε και πολύ να πυροδοτηθεί η γκρίνια της κυρίας Αγγελικής. Η Μάρθα θέλοντας να απομακρυνθεί από τη μητέρα της, πλησίασε το Βασίλη που μιλούσε με το Δημοσθένη.

-Λέγατε κάτι; Θέλετε να φύγω;

-Ποιος θέλει να φύγει από κοντά του το άτομο που έκλεψε τις εντυπώσεις στην έκθεση; Είπε ο Βασίλης και την έπιασε προστατευτικά από τους ώμους προκαλώντας ένα μορφασμό από το Δημοσθένη. Μην ανησυχείς δεν στην κλέβουμε, είναι δικιά σου το ξέρουμε, σχολίασε πειραχτικά στο μορφασμό του ξαδέρφου του, προκαλώντας αμηχανία και στους δύο και ένα βήχα στο Γιάννη που πνίγηκε από τη σαμπάνια.

-Εμείς να φεύγουμε. Είπε ο Δημοσθένης δίνοντας το χέρι του στη Μάρθα, για άλλη μια φορά συγχαρητήρια, πολύ καλή δουλειά, ελπίζω να μη σου δημιουργήσαμε κανένα πρόβλημα, είπε και έστρεψε το βλέμμα προς την κατεύθυνση του Νίκου ο οποίος συνομιλούσε με την οικογένεια της.

-Τι θέλει αυτός εκεί, αναρωτήθηκε δυνατά και με εκνευρισμό και απομακρύνθηκε χωρίς να χαιρετήσει το Δημοσθένη.

-Ρε παιδία έχω χάσει κάτι; Ρώτησε ο Βασίλης.

-Θα τα πούμε άλλη φορά εμείς ξάδερφε, απάντησε ο Δημοσθένης και τον χτύπησε φιλικά στον ώμο.

-Να τα πούμε, γιατί όχι;

Αυτό πλέον ξεπερνούσε τις δυνάμεις της, ο Νίκος να μιλάει με τους γονείς της και η μάνα της να δείχνει ενθουσιασμένη από το νεαρό, να τι άντρες άξιζε να κάνει παρέα η κόρη της. Φίλος από την Αθήνα, συστήθηκε, και ότι είχε την χαρά να μάθει ότι η Μάρθα είχε εγκατασταθεί στην πόλη, πάνω που εκείνος είχε έρθει για δουλειές στην Άρτα και θα έμενε εκεί για αρκετό καιρό. Φυσικά αυτά δεν τα μάσαγε η κυρία Αγγελική, ήδη θα είχε αρχίσει να φτιάχνει σενάρια στο μυαλό της για ένα καλό γάμο  της Μάρθα. Που να ήξερε ότι εκείνος ήταν ένας στυγνός βιαστής και ότι αυτό που ποθούσε ήταν να καταστρέψει τη ζωή της, και τίποτε άλλο, παλαιών αρχών η μάνα της αν πληροφορούταν για την παράλληλη σχέση της, το μέρος του Νίκου θα έπαιρνε, ήξερε να γοητεύει ανθρώπους εκείνος. Η Μάρθα αφού ζήτησε συγνώμη από τους δικούς της άρπαξε από το μπράτσο το Νίκο και τον απομάκρυνε.

-Δε σε θέλω κοντά στους δικούς μου, τι δεν καταλαβαίνεις;

-Απλά ήθελα να τους γνωρίσω, τόσα χρόνια ζευγάρι στην Αθήνα.

-Χωρίσαμε το θυμάσαι;

-Όχι, εσύ δε θυμάσαι. Εμένα και τον άλλον…

-Με απειλείς; Τι θα κάνες δηλαδή θα τους το πεις, και εσύ τι πιστεύεις ότι θα πάρουν το μέρος σου ειδικά αν μάθουν τι μου έκανες, η ότι θα ξετρελαθούν με τα λεφτά σου και θα τους τυφλώσεις ώστε να το παραβλέψουν, όπως και να έχει, ακόμα και αν τους απογοητεύσω είμαι το παιδί τους, το δικό μου μέρος θα πάρουν. Βάλτο στο μυαλό σου αυτό και μείνε μακριά μας.

-Το αγόρι σου τι έγινε; Τα σπάσατε, δεν τον είδα και πολύ θερμό μαζί σου.

-Δε σε αφορά.

-Οκ, μπορώ να τους χαιρετήσω τουλάχιστον πριν με διώξεις;

-ΌΧΙ.

-Μα θα απορήσουν!

-Δε με νοιάζει, σε θέλω μακριά τους και μακριά μου.

-Αυτό δε ξέρω αν γίνεται, εμείς θα τα ξαναπούμε μωρό μου. Είπε και απομακρύνθηκε αφήνοντας τη Μάρθα να επιστρέψει στους δικούς της και να δεχτεί το αποδοκιμαστικό βλέμμα της μητέρας της.

 

Ô

 

Από την έκθεση δεν ξαναπέρασε, αποφάσισε να αφοσιωθεί στις υποχρεώσεις της δουλειάς και τις υπόλοιπες ώρες να μένει στο σπίτι της κλειδωμένη. Μόλις άκουσε τη φωνή της Ξένιας από το θυροτηλέφωνο ένιωσε ένα κύμα ανακούφισης να την κατακλύζει, περίμενε να την ακούσει να ανεβαίνει και της άνοιξε την πόρτα. Μπροστά στο χαμογελαστό πρόσωπο της αδερφικής της φίλης η Μάρθα έσπασε, για δύο εβδομάδες κρατούσε μέσα της αυτό που της συνέβη χωρίς να τολμήσει να μιλήσει σε κανέναν, είχε έρθει λοιπόν η ώρα να το ξεστομίσει, η Ξένια δεν ήξερε πώς να αντιδράσει στο ξέσπασμα της φιλενάδας της, την έσπρωξε μαλακά προς τα μέσα, τράβηξε και τις αποσκευές της και έκλεισε την πόρτα.

-Κλείδωσε την. Την προέτρεψε η Μάρθα και εκείνη υπάκουσε στην επιθυμία της, αφού την έβαλε να καθίσει σε μια πολυθρόνα και μην βρίσκοντας κάτι άλλο αρκετά κοντά της, η ίδια κατέληξε να κάτσει στο μπράτσο της πολυθρόνας, χαϊδεύοντας απαλά τη Μάρθα στην πλάτη, περίμενε να ξεσπάσει πριν την ρωτήσει οτιδήποτε για το λόγο, ένιωθε ότι της έκανε καλό όλο αυτό το κλάμα, αν και απορούσε τι ήταν αυτό που την έκανε τόσο λυπημένη, όταν δυο βδομάδες νωρίτερα που την είχε αφήσει, ήταν ευτυχισμένη και απόλυτα ερωτευμένη με το Δημοσθένη. «Μάλλον θα χωρίσανε» σκέφτηκε απογοητευμένη η Ξένια, κρίμα και τον είχε συμπαθήσει, ένιωθε ότι ταίριαζε με τη Μάρθα και ήταν και όλες εκείνες οι συμπτώσεις που έδειχναν ότι εκείνοι οι δύο θα καταλήγανε μαζί, τελικά για άλλη μια φορά τα καλά σημάδια τις ξεγέλασαν. Αφού οι βρύσες των ματιών της σταμάτησαν να τρέχουν και κατακάθισε και το αναφιλητό, η Ξένια τόλμησε να ρωτήσει.

-Τι συνέβη; Μαλώσατε με το Δημοσθένη;

-Ναι, βασικά χωρίσαμε. Είπε και αναστέναξε σκουπίζοντας τα μάτια της.

-Τόσο σοβαρό είναι;

-Δεν κλαίω γι αυτό, δηλαδή και γι αυτό είμαι λυπημένη όμως προηγήθηκε κάτι άλλο, χειρότερο. Είπε και ξεκίνησε τη διήγηση των γεγονότων από τη μέρα που την επισκέφτηκε ο Νίκος μεθυσμένος μέχρι και την έκθεση πέντε μέρες νωρίτερα. Η Ξένια έμεινε σοβαρή, την άφηνε να μιλήσει χωρίς να τη διακόπτει, ένιωθε την ανάγκη της να τα βγάλει από μέσα της, και μιας και η Ξένια γνώριζε την προϊστορία δεν είχε να εκφράσει απορίες, για το πώς και το γιατί. Μόλις άκουσε για την σεξουαλική κακοποίηση έσφιξε τα δόντια για να μην αρχίσει να βρίζει και ταράξει ακόμα περισσότερο τη Μάρθα που ήδη της κόστιζε να φέρνει στην μνήμη της την βίαιη σκηνή όσο και αν απόφευγε να διηγηθεί τις λεπτομέρειες, αφού σώπασε, η Ξένια προσπαθώντας να ακουστεί ψύχραιμη τη ρώτησε όσο πιο απλά μπορούσε.

-Τον κατήγγειλες;

-Όχι.

-Γιατί δεν το κατήγγειλες Μάρθα;

-Τι να πω; Έχω και εγώ μερίδιο ευθύνης…

-Τον προκάλεσες να σου κάνει αυτό το πράγμα;

-Μα τι λες τώρα, δε μιλάω για τώρα…

-Άκου Μάρθα, τίποτα δε δικαιολογεί το Νίκο ώστε να κάνει κάτι τόσο άνανδρο, οπότε σταμάτα να ρίχνεις τις ευθύνες στον εαυτό σου, ώρα είναι να σμίξεις ξανά μαζί του γι’ αυτό το λόγο…

-Δεν έχω κανέναν τέτοιον σκοπό, άλλωστε… η Ξένια την προέτρεψε με ένα κούνημα του κεφαλιού της να συνεχίσει, μου λείπει ο Δημοσθένης, όταν τον είδα στην έκθεση δεν μπορείς να καταλάβεις πως ένιωσα.

-Γιατί δεν προσπάθησες να του εξηγήσεις; Τη ρώτησε λυπημένη η Ξένια.

-Τι να του πω, άλλωστε ούτε λίγο ούτε πολύ μου πέταξε στα μούτρα την παράλληλη σχέση μου και με κατηγόρησε ότι σκοπός μου ήταν να είμαι με το Νίκο και μαζί του ταυτόχρονα.

-Είναι βλάκας, όμως πάνω στα νεύρα μας πολλά μπορούμε να πούμε.

-Τον δικαιολογείς;

-Όχι ακριβώς…

-Περίπου;

-Περίπου, όμως σκέψου ότι ο Νίκος του είχε μιλήσει και εκείνος δεν τον πίστεψε, πήρε το μέρος σου, όμως όταν είσαι θυμωμένος πετάς ότι σου κατέβει στο μυαλό στον άλλο, με μοναδικό σκοπό να τον πληγώσεις επειδή πληγώθηκες.

-Αυτά τα κάνεις εσύ, εσύ χτύπαγες πάντα στο Θανάση τις αδυναμίες του.

-Δεν ξέρω αν το κατάλαβες αλλά μόλις το έκανες και εσύ.

-Συγνώμη.

-Καλύτερα να μιλήσεις με το Δημοσθένη, να του εξηγήσεις.

-Τι να του πω; Είναι πολύ ντροπιαστικό αυτό που συνέβη.

-Μη νομίζεις ότι δε σε καταλαβαίνω, όμως αν έχεις αισθήματα για το Δημοσθένη μίλησε του, πες του κάτι, μην αφήνεις το Νίκο να εισχωρήσει τόσο πια στη ζωή σου και να την ορίζει όπως του κάνει κέφι. Από την στιγμή που ήρθε στην έκθεση χωρίς κανέναν ενδοιασμό και μπροστά σε όλους σε ανάγκασε να μιλήσετε χωρίς να φοβάται την αντίδραση σου και επιπλέον προσπάθησε να προσεγγίσει τους γονείς σου πάει να πει ότι είναι αποφασισμένος για όλα, πρέπει να θωρακιστείς και χρειάζεσαι ανθρώπους κοντά σου, ήταν λάθος σου να μην τον καταγγείλεις θα τον απομάκρυνες μια και καλή από κοντά σου. Μίλησε στο Δημοσθένη, έχει παρεξηγήσει κάποια πράγματα, αν είναι εκείνος δίπλα σου ο Νίκος θα πατήσει φρένο, τουλάχιστον μπροστά σε άλλους.

-Δε θέλω να μπλέξω το Δημοσθένη σε όλο αυτό.

-Κάνε ό,τι καταλαβαίνεις. Την γνώμη μου την άκουσες. Πάντως εγώ θα είμαι κοντά σου και τώρα θα προσπαθήσω ακόμα περισσότερο να βρω άκρη με το διαγωνισμό. Να ήξερα μόνο από πού να ξεκινήσω. Είπε και απέμεινε σκεφτική. 

 

Ô

 

Τα ίδια και τα ίδια του έλεγε ο Γιάννης από τη μέρα που πήγανε στην έκθεση, «Εμένα πάντως φίλε, μου φάνηκε περισσότερο ενοχλημένη με την παρουσία του, παρά ευχαριστημένη»,  και συνέχιζε, «όταν είδε όμως ότι ήσουνα εκεί, το πρόσωπο της φωτίστηκε, θεωρώ ότι ήταν λάθος να την αφήσεις ελεύθερη, στις ορέξεις του κυρίου Χαΐτογλου», «αλλά πάλι εσύ ξέρεις!», «αν με ρωτούσες όμως…», σε αυτό το σημείο ο Δημοσθένης του έριχνε ένα αγριεμένο βλέμμα, το οποίο έκανε συνήθως το Γιάννη να σηκώσει τα χέρια ψηλά και να διακόψει τη συζήτηση. Αλλά αυτό δεν κρατούσε για πολύ αφού σε ανύποπτο χρόνο ξεκινούσε πάλι την κουβέντα αναγκάζοντας το αφεντικό του να ξεφυσήσει με αγανάκτηση.

Είχε ταλαντευτεί πάρα πολύ στο αν θα επισκεπτόταν την έκθεση και ειδικά τη μέρα των εγκαινίων. Μόλις χώρισαν αποφάσισε ότι δεν ήθελε να πηγαίνει γυρεύοντας με το να τη συναντάει, όμως όσο κρατούσε την πρόσκληση στα χέρια του, γνώριζε ότι θα πήγαινε και ο Γιάννης με την Χριστίνα και αφού άλλαξε μέσα σε ένα λεπτό πέντε φορές γνώμη, τελικά σηκώθηκε και ετοιμάστηκε. Ίσως να ήταν κι ο άλλος εκεί, κι αν τους έβλεπε μαζί να το έπαιρνε νωρίτερα απόφαση. Με το που μπήκαν στην αίθουσα της έκθεσης η πιο δυσάρεστη έκπληξη τον περίμενε, την είδε να συνομιλεί μαζί του. Όμως κάτι δεν κόλλαγε στην όλη εικόνα, κι όλα αυτά που πρόσεξε ο Γιάννης, όταν με αφορμή τη φωτογραφία του, την πλησίασε για να της μιλήσει. Ο τρόπος που κράταγε το χέρι της φανέρωνε ότι την πονούσε, ενώ έδειχνε ιδιαίτερα εκνευρισμένη. Και κάτι πρέπει να είχε ακούσει ο Γιάννης αλλά δε θέλησε να του το πει. Αν ήταν όμως κάτι τόσο σοβαρό, που άλλαζε τα δεδομένα δεν θα έπρεπε να του το είχε αποκαλύψει, κι όλη αυτή η επιμονή του να της δώσει μια ευκαιρία να μιλήσουν; Όμως ο Δημοσθένης ήταν αποφασισμένος ότι δεν είχε τίποτα να πει μαζί της, αν κάποιος έπρεπε να αναζητήσει τον άλλον ήταν εκείνη. «Μα αν δεν ισχύουν αυτά που της είπες, μπορείς να καταλάβεις ότι νιώθει προσβεβλημένη;»

«Και τα λουλούδια;» τον αντιγύριζε ο Δημοσθένης.

«Τι τα λουλούδια, ούτε που διάβασες την κάρτα να δεις από ποιον ήταν και τι έγραφε!»

«Ούτε και εκείνη! Αντιθέτως έσκισε την κάρτα.»

«Και αυτό την καθιστά ένοχη;»

«Πάντως δεν την καθιστά αθώα! Ποιος μου λέει ότι δεν έσκισε την κάρτα γιατί ήταν πειστήριο της ενοχής της.»

«Ξεφτέρι μου, δικηγόρος έπρεπε να σπουδάσεις, όχι αρχαιολόγος, βρε… πώς να σε πω τώρα, τέλος πάντων,  αν είχε σμίξει με το Νίκο, τι ανάγκη θα είχε, θα τελείωνε μαζί σου μια και καλή». Και εκεί σταματούσε την κουβέντα ο Γιάννης, ώστε να του δώσει χρόνο να σκεφτεί!  

 

Ô

 

Δεν το είχε σκοπό να το αφήσει στην τύχη, αρκετά είχε αφήσει στην τύχη τη δική της σχέση και όλα είχαν διαλυθεί, κι ακόμα τον σκεφτόταν, κι ακόμα της έλειπε, τι κι αν εκείνος είχε φτιάξει τη ζωή του με κάποια άλλη, ποτέ δε θα ήταν η άλλη το ιδανικό του, ποτέ δε θα έφτιαχνε με την άλλη ότι είχαν μαζί, πως είχε καταφέρει η σκέψη της και από το Δημοσθένη και τη Μάρθα είχε ξεστρατίσει στο Θάνο και στην ίδια, μια πληγή που δεν έλεγε να κλείσει παρά το πέρασμα των χρόνων. Ήταν σκληρά όσα της καταλόγισε όμως δεν ήξερε την αλήθεια. Υπήρχε χρόνος να το διορθώσουν, και επειδή η Μάρθα όταν έπρεπε να πάρει σημαντικές αποφάσεις, προτιμούσε να το κάνουν άλλοι για εκείνη, όμως η Ξένια θα προσπαθούσε να πείσει το Δημοσθένη να της μιλήσει, αν εκείνος παρέμενε στραβόξυλο, κακό του κεφαλιού του, δε θα άξιζε τον κόπο. Έφτασε έξω από το συνεργείο πάρκαρε και βγήκε από το αυτοκίνητο της, ένας νέος άντρας έτρωγε το κολατσιό του και μιλούσε με κάποιον που δεν μπορούσε η ίδια να δει.

-Συγνώμη, είναι εδώ ο Δημοσθένης;

-Ναι, κάτω από εκείνο το αυτοκίνητο. Απάντησε καταπίνοντας μια μεγάλη μπουκιά από το σάντουιτς. Ο Δημοσθένης ξαπλωμένος κάτω από ένα αμάξι βγήκε και κοίταξε ποιος τον ζητούσε.

-Ξένια! είπε και ανασηκώθηκε.

-Μπορούμε να μιλήσουμε για λίγο ιδιαιτέρως, ξέρω ότι είσαι στη δουλειά σου και δε θέλω να σε ενοχλώ… προσπάθησε να δικαιολογηθεί, όμως εκείνος τη διέκοψε, της ζήτησε λίγο χρόνο να πλυθεί και θα ήταν στη διάθεση της, η Ξένια βγήκε έξω να τον περιμένει ενώ ο Γιάννης χαλαρός στηριγμένος στο καπό ενός αυτοκινήτου συνέχιζε να κολατσίζει, μόλις εμφανίστηκε ο Δημοσθένης του έριξε ένα πειραχτικό βλέμμα.

-Α! ρε αφεντικό η μία σου φεύγει η άλλη σου έρχεται!

-Σκάσε, θα σε ακούσει, είναι φίλη της Μάρθας! Μόλις άκουσε αυτό ο Γιάννης κοίταξε ψηλά, πέρα από την οροφή του συνεργείου και σταυροκοπήθηκε, ο Δημοσθένης τον κοίταξε απορημένα και βγήκε.

-Θες να πάμε κάπου;

-Δεν ξέρω, κάπου που να μη μας δει η Μάρθα, ο Δημοσθένης την κοίταξε δύσπιστα όμως δεν έκανε κανένα σχόλιο.

-Ας πάμε στο σπίτι μου τότε, λογικά εκεί δε θα θέλει να έρθει.

Καθισμένοι στην κουζίνα του και πίνοντας καφέ, που ο Δημοσθένης είχε ετοιμάσει, η Ξένια προσπαθούσε να του εξηγήσει την κατάσταση χωρίς να του αποκαλύψει κάτι που θα έκανε τη Μάρθα να ντρέπεται και αν ήθελε θα του το έλεγε από μόνη της, όταν θα ερχόταν η ώρα.

-Δεν καταλαβαίνω, τι είναι αυτό που συνέβη και δε μου λες;

-Γιατί εσείς οι άντρες είστε τόσο εγωιστές και δε θέλετε να καταλάβετε το αυτονόητο;

-Ποιο είναι το αυτονόητο Ξένια;

-Εσύ μου είπες ότι ήσασταν μαζί, και ήσασταν μια χαρά και ξαφνικά η Μάρθα χωρίς λόγο άρχισε να απομακρύνεται από εσένα, να αποφεύγει να σου μιλήσει και να σε συναντήσει. Τι θα μπορούσε να είχε συμβεί;

-Δεν έχω ιδέα, και κανείς δε θέλει να μου πει.

-Κάποιος μπορεί να χρειάζεται χρόνο να εκμυστηρευτεί μια δύσκολη κατά­στα­­ση, αλλά εσύ προτίμησες να βγάλεις τα δικά σου συμπεράσματα και να αρχίσεις να την κατηγορείς, πως περίμενες να αντιδράσει;

-Ίσως ήμουν άδικος, αλλά τα λουλούδια; Και τι εννοείς δύσκολη κατάσταση; Τι συνέβη Ξένια, έχω και το Γιάννη που μου λέει κάτι μισόλογα εδώ και μέρες αλλά ποτέ δεν ολοκληρώνει αυτό που έχει να μου πει.

-Δεν ξέρω τι μπορεί να ξέρει ή να υποψιάζεται ο φίλος σου, όμως δεν μπορώ εγώ να σου πω τι συνέβη στο μεσοδιάστημα από την στιγμή που ήσασταν μαζί μέχρι που χωρίσατε. Επιπλέον δεν ξέρω αν έχεις την ψυχραιμία που χρειάζεται να διαχειριστείς κάτι τέτοιο και να στηρίξεις τη Μάρθα αντί να ζητήσεις μπελάδες, και επιπλέον, από το λίγο που σε ξέρω σε συμπαθώ και νιώθω ότι η φίλη μου είναι καλά μαζί σου, όμως ακόμα και με το που βρίσκομαι εδώ και σου μιλάω, ρισκάρω την σχέση μου μαζί της. Το μόνο που μπορώ να σου πω είναι ότι αν έχεις αισθήματα και μόνο τότε μίλησε της, αν όχι ασ’ την στην ησυχία της.

-Ξέρεις ότι έχω αισθήματα, και παρά ταύτα την άφησα ελεύθερη, εσείς όμως δεν αφήνεται εμένα στην ησυχία μου.

-Συγνώμη, είπε η Ξένια και σηκώθηκε, έχεις δίκιο, ήταν λάθος μου να έρθω να σου μιλήσω. Λυπάμαι που σε ενόχλησα.

Επέστρεψε στο συνεργείο αποφασισμένος να μάθει από το Γιάννη αυτό που δεν ήθελε να του πει κανείς, μπήκε μέσα νευριασμένος και του φώναξε να πάει στο γραφειάκι, κάτι ήθελε να του πει. Ο Γιάννης από τον τόνο του κατάλαβε ότι δε θα είχε καλά ξεμπερδέματα κι ότι αν μπλέκεσαι με τα πίτουρα σε τρων οι κότες.

-Θα μου πεις τι είναι αυτό που όλοι ξέρετε εκτός από εμένα;

-Δεν καταλαβαίνω σε τι αναφέρεσαι;

-Καταλαβαίνεις πολύ καλά, σταματήστε τα μισόλογα και πείτε μου;

-Ποιος από όλους, επειδή αναφέρεσαι στον πληθυντικό, γι’ αυτό ρωτάω. Εντάξει μη με κοιτάς λες και έχεις σκοπό να με δολοφονήσεις. Δεν είμαι σίγουρος γι αυτό που άκουσα, αν κατάλαβα καλά, αλλά ο τύπος είναι πολύ άθλιος και άνανδρος…

 

Ô

 

Τελικά ο Χριστόφορος Κοσυφάκης, δήμαρχος της Άρτας και φιλόδοξος βουλευτής, ήταν πιο αδίστακτος και από τον ίδιο το Νίκο και τον πατέρα του, ενώ εκείνος προσπαθούσε να βρει τρόπο να λύσει το θέμα με το πολυαγαπημένο γεφύρι του άλλου δημάρχου, το οποίο προκαλούσε μεγάλα εμπόδια και προβλήματα στην ομαλή και οικονομική διεξαγωγή των έργων ο ευυπόληπτος αλλά ανυπόμονος κερατάς πρότεινε τη λύση: «Το παν είναι ο αιφνιδιασμός, χωρίς να το γνωρίζει ο δήμαρχος, ανοίξτε το φράγμα και βυθίστε το γεφύρι».

Τελικά αυτός ο λαός με τέτοιους πολιτικούς στο πηδάλιο της χώρας, δεν είχε καμία ελπίδα να πάει μπροστά, το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν το προσωπικό τους όφελος, και αν κάποτε μια φορά στα χίλια χρόνια έμπαινε κάποιος στον πολιτικό στίβο με πραγματική διάθεση να βοηθήσει το λαό του, αν δεν το διέβρωνε το ίδιο το πολιτικό σύστημα και δεν τον αφόπλιζε, θα τον ξερνούσε εκτός κοινοβουλίου. Αν κάποιος είχε πράγματι να πει κάτι το διαφορετικό και να προτείνει πράγματα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και οι δημοσιογράφοι τον έκαναν να φαίνεται γραφικός, τον χλεύαζαν και τον περιγελούσαν ως μη ρεαλιστή. Κι ενώ μέσα στο κοινοβούλιο βασίλευε η γραφικότητα, το ψέμα και η θρασυδειλία, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης τους έκαναν να φαντάζουν αξιόλογοι και έμπιστοι, αν και πλέον μεγάλο ποσοστό του λαού είχε καταλάβει πως παιζόταν το παιχνίδι και κουρασμένο. είχε αποτραβηχτεί από τις εκλογικές αναμετρήσεις, δε συμμετείχε στην φαρσοκωμωδία των εκλογών, τώρα σωστά λάθος ποιος μπορούσε να τους κρίνει, άθελα τους συμμετείχαν και εκείνοι στο παιχνίδι αφού η αποχή ήταν ικανή να βγάλει από μόνη της κυβέρνηση. Δε βαριέσαι άλλος ένας ίδιος μέσα στους τόσους κατέληξε ο Νίκος, άλλωστε τον ίδιο από τη θέση που είχε, τον συνέφερε να υπάρχουν μέσα στο ελληνικό περήφανο κοινοβούλιο αντίστοιχοι του Χριστόφορου Κοσυφάκη. Εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα του. Σήκωσε το ποτήρι με το νερό στον αέρα για να ευχηθεί, μόνος του, στην υγεία του Κοσυφάκη, «Να ζήσει να κερδίζουμε». Αδιαμφισβήτητα θα πήγαινε μπροστά, μέχρι και πρωθυπουργός θα γινόταν κάποια μέρα, σύντομα.

 

Ô

 

Μπαίνοντας στο σπίτι της η Μάρθα ένιωσε σα να άνοιξε μια πόρτα και να μπήκε στο διαμέρισμα που είχαν με την Ξένια στην Αθήνα, όλα ήταν τακτοποιημένα στη θέση τους, το σπίτι γυάλιζε παραπάνω του φυσιολογικού, τέτοια πάστρα ακόμα και η μάνα της θα τη ζήλευε, το φαγητό από το φούρνο μοσχοβολούσε, ενώ ένα κέικ σοκολάτα περίμενε πάνω στο τραπέζι. Φώναξε το όνομα της φίλης της και την άκουσε να της απαντάει από το μπάνιο, η εξώπορτα χτύπησε και η Μάρθα με τη βεβαιότητα της παρουσίας άλλου προσώπου μέσα στο σπίτι άνοιξε χωρίς να ρωτήσει, μόλις είδε το Δημοσθένη μπροστά της ξαφνιάστηκε, στο χώρο εμφανίστηκε η Ξένια, μόλις τον είδε κούνησε το κεφάλι της, μπήκε πάλι μέσα πήρε την τσάντα της και επέστρεψε, σηκώνοντας το χέρι της προς αποχαιρετισμό και μη λέγοντας τίποτε άλλο βγήκε από το διαμέρισμα.

-Νομίζω ότι πρέπει να μιλήσουμε, ξεκίνησε τον πρόλογο εκείνος. Η Μάρθα του έδειξε μια πολυθρόνα και μην υπάρχοντας καναπές πλέον κάθισε απέναντι του. Αρχικά σου ζητάω μια συγνώμη για όλα όσα σου είπα την τελευταία φορά, είμαστε λίγο καιρό μαζί και όμως νιώθω ότι σε ξέρω καλύτερα από πολλούς ανθρώπους που τους γνωρίζω χρόνια γι’ αυτό δε με δικαιολογεί να πιστέψω τα λόγια ενός τιποτένιου. Σου ζητάω συγνώμη λοιπόν και θα ήθελα να ξαναπροσπαθήσουμε αν ήθελες και εσύ.

-Δεν ξέρω Δημοσθένη αν είμαι έτοιμη να σε δεχτώ πίσω. Βασικά δεν ξέρω αν θα είμαι ξανά έτοιμη για μια σχέση.

-Τι συνέβη Μάρθα γιατί δε μου λες;

-Γιατί μου είναι δύσκολο να το επαναλαμβάνω, θέλω απλά να διαγραφεί από το μυαλό μου ολόκληρη η σκηνή, ολόκληρη εκείνη η νύχτα.

-Γι αυτό πέταξες τον καναπέ;

-Γι αυτό.

-Τι σου έκανε;

-Δε σου είπε η Ξένια;

-Η Ξένια δε μου είπε τίποτε, ο Γιάννης κάτι άκουσε αλλά δεν ήταν σίγουρος και με πολύ κόπο τον έπεισα να μου μιλήσει, είναι αλήθεια; Εκείνη έσκυψε το κεφάλι της δαγκώνοντας τα χείλη της προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυα της, είχε γίνει πολύ κλαψιάρα τον τελευταίο καιρό και είχε αρχίσει να ενοχλείται με τον ίδιο της τον εαυτό. Όσο κι αν τη θεωρούσαν ευθυνόφοβη, όλοι τους, η Μάρθα έκρυβε πάντα ένα αισιόδοξο κομμάτι του χαρακτήρα της, όλα θα φτιάξουν, φτάνει να το θέλεις και να μην σταματήσεις την προσπάθεια.

-Γιατί σε ρωτάω αν είναι αλήθεια, το ότι πέταξες τον καναπέ, η αντίδραση του όταν τον είδες κοντά στους δικούς σου, το ότι σκύβεις το κεφάλι γεμάτη ντροπή, μαρτυρούν ποια είναι η αλήθεια, ο Δημοσθένης σηκώθηκε από τη θέση του και την πλησίασε γονατίζοντας μπροστά της. Μπορώ να περιμένω όσο χρειαστεί, καταλαβαίνω τι έχεις περάσει και ότι θες χρόνο, θα δείξω υπομονή, ένα βήμα τη φορά αλλά να το κάνουμε μαζί.

-Μου υπόσχεσαι ότι δε θα μπλεχτείς μαζί του;

-Στο υπόσχομαι, όμως αν προσπαθήσει να σε βλάψει ξανά τότε δεν υπόσχομαι τίποτα. Εκείνη χώθηκε στην αγκαλιά του και δεν είπαν τίποτε άλλο για το θέμα. 

 

Ô

 

Η συζήτηση της Μάρθας και του Δημοσθένη θα έπαιρνε χρόνο, μακάρι να κατάφερναν να μιλήσουν, να εξηγηθούν και να λυθεί η παρεξήγηση και η διχόνοια που είχε σπείρει ανάμεσα τους ο Νίκος με τις άνομες πράξεις του. Κρίμα μόνο που δεν πήγε λίγο αργότερα ο Δημοσθένης να έχουν προλάβει να φάνε, τα γεμιστά που είχε μαγειρέψει μύριζαν υπέροχα, όμως τι μπορούσε να κάνει, αρκετή αδιακρισία είχε δείξει για της ώρα στις υποθέσεις της φίλης της με το να μιλήσει με τον αγαπημένο της και έμμεσα να του εξηγήσει τι συνέβη και πόσο άδικο ήταν που χώρισαν. Όμως ήλπιζε ότι θα είχε καλά αποτελέσματα, αλλιώς ειλικρινά θα είχε απογοητευτεί από την πρωτοβουλία της να μιλήσει μαζί του, παρά που ο σκοπός της ήταν για καλό, όμως ως γνωστόν ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις, τουλάχιστον αν είχε καλά αποτελέσματα η πρόθεση της δε θα την πείραζε να επισκεφτεί για ένα σαββατοκύριακο την κόλαση ώστε να γράψει και ένα αρθράκι για τη ζωή στα καζάνια. Όμως σε ποια κόλαση ακριβώς αναφερόταν, αφού για μερικούς ανθρώπους η ζωή η ίδια είναι σκέτη κόλαση και ανάξια κάθε λόγου, τόση δυστυχία στον κόσμο, ασθένειες, πόλεμοι, φανατισμός, ρατσισμός, ολόκληροι λαοί έτρεχαν να προστατευθούν από τα πυρά του πολέμου και κατέληγαν μακριά από τα σπίτια τους σε ξένες χώρες να τους κοιτούν εχθρικά, να πνίγονται στις θάλασσες ώστε να εξυπηρετούνται τα συμφέροντα των εμπόρων όπλων. Έτσι έχει καταντήσει τη ζωή το ανώτερο σε νοημοσύνη είδος, μέσα στους αιώνες πάντα πόλεμοι και βασανιστήρια για να αποδείξουν ποιος είναι ο δυνατότερος και ο ανώτερος όλων.

Περπατώντας στα σοκάκια της Άρτας με την ελπίδα να μην συναντήσει το Νίκο γιατί ειλικρινά δεν ήξερε πως θα αντιδρούσε στη θέα του, άρχισε να αναρωτιέται για πόση ώρα θα περπατούσε ακόμα στους δρόμους και αν η Μάρθα θα είχε μυαλό να επικοινωνήσει για να της πει ότι ο Δημοσθένης είχε φύγει. Μόνο στην περίπτωση που θα ήταν θυμωμένη μαζί της, κατέληξε η Ξένια, θα την έπαιρνε για να την βρίσει που μεσολάβησε. Το βλέμμα της έπεσε πάνω σε μια αφίσα από το πολιτιστικό κέντρο της Άρτας, μα φυσικά η έκθεση! Είχε σκοπό να πάει την επόμενη μέρα όμως δεν υπήρχε λόγος να το καθυστερεί αφού δεν είχε τι άλλο να κάνει για να ξοδέψει την ώρα της. Μπήκε στην γκαλερί, στην πρώτη αίθουσα ήταν η έκθεση φωτογραφίας. Στην επόμενη, που ήταν μεγαλύτερος χώρος φιλοξενούσε την έκθεση ζωγραφικής στην οποία συμμετείχαν περισσότεροι καλλιτέχνες. Κοίταγε τις φωτογραφίες της Μάρθας και πρόσεχε την κάθε λεπτομέρεια τους, από όταν ήταν στην σχολή της άρεσε να μιλάει για την τεχνική της και η Ξένια καλή ακροάτρια καθόταν και την παρακολουθούσε, η ίδια όμως ήταν περισσότερο του γραπτού λόγου, όμως της άρεσε να παρακολουθεί όλες τις τέχνες από την πλευρά του θεατή. Στη φωτογραφία του άντρα πάνω στο αμάξι χαμογέλασε, «Άρτα και τρελοί αρτινοί!», ήταν καλή η ιδέα της τελικά να επισκεφτεί την έκθεση, όταν θα επέστρεφε στο σπίτι ακόμα και νευριασμένη να ήταν η φίλη της θα είχε ένα καλό θέμα για να την αποπροσανατολίσει και να την κάνει να ξεχαστεί. Όμως σύντομα θα έβρισκε κι έναν ακόμα καλό λόγο που επισκέφτηκε την ορισμένη μέρα και ώρα την γκαλερί. Στο άκουσμα του ονόματος της γύρισε να κοιτάξει ποιος μπορεί να βρισκόταν εκεί που την γνώριζε.

-Βασίλη! Είπε και του χάρισε ένα χαμόγελο με σκοπό να τον γοητεύσει.

-Ήρθες να δεις την έκθεση της φίλης σου;

-Φυσικά, είχε τόσο ενθουσιασμό, μόνο γι’ αυτό μου μιλούσε, ήταν πάντα το όνειρο της.

-Δεν το πρόδωσε πάντως, είπε και κοίταξε τη φωτογραφία μπροστά από την οποία στεκόταν η Ξένια.

-Πρέπει να παραδεχτείς ότι έχει ταλέντο!

-Δεν το αμφισβητώ, πάντως εμένα άλλο θα με ενδιέφερε να μάθω. Είπε και άφησε προσηλωμένο το βλέμμα του πάνω στη φωτογραφία.

-Τι πράγμα τον ρώτησε η Ξένια απορημένη.

-Τα δικά σου ταλέντα! Είπε και την κάρφωσε με το βλέμμα του. Εκείνη αρκέστηκε να χαμογελάσει.

-Μπαίνεις πάντα τόσο απότομα στο θέμα; Ο Βασίλης ακούμπησε με την πλάτη πάνω στον τοίχο, σταύρωσε τα χέρια κάτω από το στήθος και χαμογέλασε.

-Μόνο όταν κάτι μου τραβάει τόσο την προσοχή που νιώθω ότι με προκαλεί.

Έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού της ότι τη γοήτευε ο συγκεκριμένος τριανταπεντάχρονος γόης και με τη δικαιολογία ότι είχε μια αποστολή και εκείνος μπορούσε να τη βοηθήσει να βγάλει μια άκρη, ώστε να γράψει το άρθρο της, δέχτηκε να πάνε κάπου μαζί να φάνε. Προσπαθώντας να φαίνεται ότι κάνει μια χαλαρή συζήτηση άρχισε να τον ρωτάει γενικές πληροφορίες για τη ζωή του, και τι πιο γενικό από τη δουλειά. Εργαζόταν για δέκα χρόνια στο δήμο της Άρτας και πρόσφατα είχε γίνει και μέλος του διοικητικού συμβουλίου, συγκεκριμένα είχε κατέβει στο ψηφοδέλτιο του Χριστόφορου Κοσυφάκη. Το δήμαρχο τον σεβόταν και τον εκτιμούσε όπως και ολόκληρη η Άρτα. Η Ξένια τον ρώτησε αν είχε φτάσει στα αυτιά του η φήμη για το διαγωνισμό και πως τελικά ανέλαβε τα έργα η HIGH, εκείνος την κοίταξε καχύποπτα.

-Προσπαθείς να μου πάρεις πληροφορίες; Η Ξένια απλά γέλασε, ύστερα πήρε το ποτήρι με το κρασί της και ήπιε.

-Συγνώμη, είναι ένα χούι που αφήνει το επάγγελμα. Απλά έχει βουίξει ο τόπος, και εδώ που τα λέμε είναι κάπως περίεργο μια μέρα μόλις πριν λήξει ο διαγωνισμός να εμφανίζεται μια αθηναϊκή εταιρεία και να παίρνει τη δουλειά.

-Και αυτό σημαίνει ότι υπάρχει κάποιος κατάσκοπος μέσα από το δήμο, η Ξένια αρκέστηκε να ανασηκώσει τους ώμους της ενώ έκοψε ένα κομμάτι από το φιλέτο της. Μπορεί να πήρε την πληροφορία από την ίδια την Πανηπειρωτική Κοινοπραξία.

-Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει οι αθηναίοι να είχαν κατασκόπους σε όλες τις εταιρείες που έλαβαν μέρος στο διαγωνισμό, αλλά μη μου πεις ότι κι εσένα δε σου έκανε εντύπωση.

-Άλλο να μου κάνει εντύπωση κι άλλο να το θεωρώ δεδομένο. Η διορία δίνεται γι αυτόν ακριβώς το λόγο, για να ξέρουν οι υποψήφιοι ως πότε μπορούν να δώσουν τις προτάσεις τους και της HIGH δεν ήταν ληξιπρόθεσμη, επιπλέον έδωσαν την καλύτερη πρόταση, έτσι το δημοτικό συμβούλιο ήταν υποχρεωμένο να την προτιμήσει αλλιώς δεν υπήρχε λόγος για το διαγωνισμό, θα δίναμε απευθείας τη δουλειά στην Κοινοπραξία. Που δε θα κρύψω ότι την προτιμούσα, γνωρίζω πολλούς ανθρώπους που εργάζονται εκεί και μάλιστα έχω ξαδέρφια και φίλους, αυτό που συνέβη στέλνει απευθείας στην πτώχευση την εταιρεία και αυτούς τους ανθρώπους στην ανεργία, όμως έτσι γίνονται τα πράγματα, η HIGH έκανε την καλύτερη πρόταση.

-Ούτε εσύ δεν τα πιστεύεις αυτά που λες. Σχολίασε ήπια η Ξένια.

-Τι σε κάνει να το λες αυτό;

-Ότι νιώθω ότι είσαι σε άμυνα, και αναρωτιέμαι, αν δεν ήμουν δημοσιογράφος, θα μου έλεγες τα ίδια ή κάτι παραπάνω.

-Ξένια όταν σου ζήτησα να βγούμε δεν είχα ακριβώς αυτό στο μυαλό μου.

-Γι αυτό θα το σεβαστώ και θα σταματήσω εδώ τη συζήτηση.

-Ελπίζω να μη δω κάποιο δημοσίευμα και να με κατονομάζεις ως πηγή σου.

-Μην ανησυχείς, προστατεύω πάντα τις πηγές μου. Και για να είσαι βέβαιος… του είπε και ανασήκωσε το κινητό της για να του το δείξει, δε σε κατέγραφα όση ώρα μιλούσες.

-Αν δεν ήμουν κύριος θα σου ζητούσα να αδειάσεις το περιεχόμενο της τσάντας σου πάνω στο τραπέζι.

-Όμως είσαι και δε θα το ζητήσεις, τον προκάλεσε εκείνη κοιτώντας τον έντονα μέσα στα μάτια.

 

Ô

 

Φτάνοντας στο διαμέρισμα της η Ελπίδα έβγαλε από την τσάντα της το τεστ εγκυμοσύνης που είχε πάρει από το φαρμακείο. Το κοίταξε, όμως δεν ένιωθε έτοιμη, ο κύκλος της συνήθως ήταν σταθερός όμως της είχε ξανασυμβεί και άλλοτε, αν ήταν αγχωμένη μπορεί να είχε καθυστέρηση, ας περίμενε μια εβδομάδα ακόμα και ας το έκανε μετά. Πήγε και το έκρυψε μέσα σε ένα συρτάρι της ντουλάπας κάτω από σεντόνια και μαξιλαροθήκες, ας έπαυε να το σκέφτεται και αν μέσα στις επόμενες μέρες δεν είχε αδιαθετήσει θα το έκανε. Ξάπλωσε στο κρεβάτι και έβαλε τα χέρια της πάνω στην κοιλιά της, αν ήταν έγκυος τι θα έκανε; Συνήθως πρόσεχαν με το Νίκο όμως είχε συμβεί κάνα δυο φορές χωρίς να έχουν πάρει κάποια προφύλαξη. Αν ήταν με το Δημοσθένη σε παρόμοια περίπτωση δε θα είχε στιγμή να αμφιβάλει, εκείνος θα αναλάμβανε τις ευθύνες του, ούτως ή άλλως ήθελε να την κάνει γυναίκα του, «αυτό κάποτε» μουρμούρισε λυπημένη, τώρα είχε μπλέξει με την άλλη. Πόσο γρήγορα τα ξέχασε όλα, βέβαια δεν έπρεπε να τον κατηγορεί και η ίδια μόλις γνώρισε το Νίκο δε δίστασε να τον πλησιάσει, να τον φλερτάρει και να του παραδοθεί!

Με το Δημοσθένη όλα κυλούσαν ομαλά, ήξερε ποιο θα ήταν το επόμενο βήμα τους, όμως έλειπε το πάθος, και το βρήκε στο Νίκο, αλλά εκείνος φαινόταν ότι ξοδευόταν αριστερά και δεξιά, δεν της έδινε ποτέ λογαριασμό για το τι θα έκανε, αν θα πήγαινε στην Αθήνα ή θα έμενε, όποτε ήθελε να τη δει πήγαινε στο διαμέρισμα της και την έβρισκε ή την έπαιρνε τηλέφωνο. Της άρεσε ο Νίκος και μάλιστα πολύ, θα ήθελε να είναι μαζί του, να κάνει το παιδί του, αλλά πάλι ήταν αρκετά νωρίς, και αυτή τη φορά δεν την απασχολούσε η ηλικία της, όπως είχε δικαιολογηθεί στο Δημοσθένη, αλλά ότι ήταν νωρίς για την σχέση τους και η μορφή που είχε αυτό που η ίδια θεωρούσε ως σχέση τους. Επιπλέον πως θα το έπαιρνε εκείνος, θα την άφηνε να το κρατήσει ή θα απαιτούσε να το ρίξει, δε θα την πείραζε να γεννήσει και να μεγαλώσει το παιδί του ακόμα κι αν δεν παντρεύονταν, παρά τα όσα θα της έσερναν οι οπισθοδρομικοί γονείς της. Όμως και ο Νίκος μπορεί να την κατηγορούσε ότι ήθελε να τον τυλίξει, κι ακόμα χειρότερα ότι δεν ήταν δικό του το παιδί, ή να την παρατούσε αν εκείνη δεν ήθελε να κάνει έκτρωση, και τότε τι θα έκανε, ήταν μεγάλο το ρίσκο για μια νέα κοπέλα να κρατήσει ένα παιδί μόνη της. Ένας άντρας ποτέ δε δεσμεύεται όμως οι γυναίκες είναι αλλιώς, από την στιγμή που θα γεννήσουν τόσο η φύση τους όσο και ολόκληρη η κοινωνία της δεσμεύει να μεγαλώσουν το παιδί τους. Η Ελπίδα ούσα ανύπαντρη μητέρα δε θα είχε πολλές ευκαιρίες να γνωρίσει κάποιον άλλον ώστε να κάνουν μαζί οικογένεια. Θα έπρεπε να συμβιβαστεί και η ζωή της θα γινόταν μίζερη. Αυτό που απευχόταν!

 

Ô

 

15 Αυγούστου, η μεγάλη γιορτή της Θεοτόκου, κάθε χωριό έχει και το δικό του πανηγύρι. Τα κλαρίνα έπαιζαν παραδοσιακούς σκοπούς, παρέες χόρευαν μπροστά από την ορχήστρα, άλλες κάθονταν σε τραπέζια συζητώντας, παρακολουθώντας τους χορευτές και αφήνοντας τους παραδοσιακούς ήχους και την φωνή του τραγουδιστή να τους ταξιδεύει. Ο Βασίλης με το Γιάννη ένωσαν δυο τραπέζια, έβαλαν γύρω του καρέκλες, και όλα ήταν έτοιμα για τη συντροφιά τους, ένας σερβιτόρος ήρθε, έβαλε τραπεζομάντηλα μιας χρήσης πάνω στο τραπέζι, τα στερέωσε με πιαστράκια και αφού έβαλε πάνω έξι ποτήρια πήρε την παραγγελία τους. Μόλις η Μάρθα με την Ξένια κάθισαν κατάλαβαν αμέσως ότι η έξοδος τους δε θα τους έβγαινε σε καλό, απέναντι σε ένα τραπεζάκι καθόταν ο Νίκος με την Ελπίδα και έναν άλλον που δεν γνώριζαν. Η Μάρθα ένιωσε δίπλα της το Δημοσθένη σφιγμένο, κάτι που παρατήρησε και ο Γιάννης και στράφηκε να κοιτάξει. Μόνο ο Βασίλης και η Χριστίνα δεν είδαν την καταστροφή να έρχεται.

-Θες να φύγουμε; Έσκυψε στο αυτί της Μάρθας και τη ρώτησε ο Δημοσθένης, εκείνη του έκανε νόημα με το κεφάλι πως δεν ήθελε, ενώ έσφιξε το χέρι του κάτω από το τραπέζι δυνατά. Καλώς, απάντησε εκείνος και άρχισε να γεμίζει τα ποτήρια με την ξανθή, παγωμένη μπύρα που μόλις είχε αφήσει στο τραπέζι τους ο σερβιτόρος.

-Τι θα γίνει, δε θα χορέψουμε; Ρώτησε ο Βασίλης για να αντιληφθεί ότι εκτός από την Χριστίνα κανένας άλλος δεν ήταν πρόθυμος.

-Ίσως αργότερα, απάντησε ο Γιάννης, αν θέλετε εσείς πηγαίνετε.

-Εγώ δεν πάω χωρίς εσένα. Είπε η Χριστίνα, προκαλώντας του ένα χαμόγελο.

Ο Γιάννης προσπαθούσε να βρεί κάποιο θέμα  για να ανοίξει συζήτηση, όταν έφτασαν έξι μπύρες κερασμένες από τον εργοδηγό του Νίκου, ο οποίος είχε προσέξει το Βασίλη στην απέναντι παρέα και ήθελε να κρατήσει το πρωτόκολλο του πανηγυριού, που απαιτούσε να κεράσεις κάποιον που γνωρίζεις. Όλοι μούδιασαν στην παρέα, εκτός από το Βασίλη που δέχτηκε το κέρασμα και σήκωσε το ποτήρι του εις υγεία της απέναντι παρέας για να του ανταποδώσουν την κίνηση, μόλις πρόσεξε την Ελπίδα ανάμεσα στους δύο άντρες, υπέθεσε ότι ήταν κι ο λόγος που ο ξάδερφος του έχασε κάθε διάθεση από την στιγμή που κάθισαν. Λίγη ώρα αργότερα υποχρεωμένος να ανταποδώσει το κέρασμα έστειλε μπύρες στην απέναντι παρέα, ο Δημοσθένης ξεφύσησε αγανακτισμένος, ώρα ήταν να έρθουν και να κάτσουν στο τραπέζι τους εξαιτίας των δημοσίων σχέσεων του μέλους του δημοτικού συμβουλίου. Με την προτροπή του Βασίλη το τραπέζι τους, εκτός από το Δημοσθένη, σηκώθηκε να μπει στον χορό. Μη θέλοντας να χάσει την ευκαιρία ο Νίκος σηκώθηκε και πήγε και κρατήθηκε από τη Μάρθα, με γρήγορα αντανακλαστικά η Ξένια έφυγε από την πρώτη θέση του κύκλου για να μπει ανάμεσα τους, ο Νίκος της έδωσε ένα δυνατό σφίξιμο το οποίο του ανταπέδωσε συγχυσμένη, μόλις όμως της έσφιξε ακόμα περισσότερο το χέρι, η Ξένια που δεν χαριζόταν έμπηξε τα νύχια της μέσα στο δέρμα του και τον κοίταξε θυμωμένη. Εκνευρισμένος ο Νίκος άφησε το χέρι της και πήγε και κάθισε δίπλα στην Ελπίδα που δεν είχε σηκωθεί από το τραπέζι, παρά κοιτούσε μελαγχολικά είτε τον άντρα στο απέναντι τραπέζι που καθόταν μόνος του και έπινε, είτε τον κύκλο που είχαν σχηματίσει οι διάφοροι πανηγυριώτες.   

-Τι σκέφτεσαι; Τη ρώτησε ο Νίκος αλλά εκείνη απέφυγε να του απαντήσει.

Ύστερα γίνανε όλα πολύ γρήγορα, ο Νίκος παρακολουθούσε τις κινήσεις της Μάρθας, θέλοντας κάποια στιγμή να την απομονώσει και να της μιλήσει. Το ότι την έβλεπε να είναι με κάποιον άλλον, τον οποίο  θεωρούσε ότι τον είχε βγάλει εκτός μάχης τον προκαλούσε. Ήταν καλή ιδέα να έρθει στο πανηγύρι που γινόταν στο χωριό της, ίσως ήταν λάθος που είχε κουβαλήσει και τη μικρή μαζί του, όμως δεν ήξερε αν η Μάρθα θα ερχόταν και επιπλέον τέτοιου είδους φιέστες και γιορτές δεν ήταν ιδιαίτερα του γούστου του, τις βαριόταν εύκολα. Από την άλλη ήταν μια ευκαιρία να τη συναντήσει και να της μιλήσει, όμως υπολόγιζε χωρίς τον ξενοδόχο, αφού από την τυπική στάση τους τη μέρα της έκθεσης, εκείνος είχε θεωρήσει ότι είχε χωρίσει με το νεαρό μηχανικό αυτοκινήτων. Κι όμως να που ήταν πάλι μαζί. Μόλις την είδε να σηκώνεται και να κατευθύνεται μόνη της προς ένα άλλο τραπέζι, άφησε λίγα λεπτά να κυλήσουν και σηκώθηκε.

Η Μάρθα βρισκόταν στο τραπέζι του παρ’ ολίγον συζύγου της, βάση των σχεδίων της μητέρας της. Ο Σωτήρης, έδειχνε ενθουσιασμένος με την παρουσία της, απαντούσε στις ερωτήσεις της για την οικογένεια του ενώ της έδωσε συγχαρητήρια για την έκθεση που είχε λάβει μέρος και της υποσχέθηκε ότι με την πρώτη ευκαιρία θα κατέβαινε να δει τη δουλειά της, εκείνη τον ευχαρίστησε και ξεκίνησε να επιστρέψει στο τραπέζι της, όταν ένιωσε κάποιον να τη συγκρατεί από το μπράτσο. Στράφηκε και είδε το Νίκο, και ο εφιάλτης εκείνης της νύχτας ξεκίνησε, όμως αυτή τη φορά εκείνος δεν είχε την τύχη με το μέρος του, αφού σχεδόν αμέσως μόλις εμπόδισε τη Μάρθα να μετακινηθεί, ένα χέρι πιο δυνατό τον έπιασε από τον ώμο αναγκάζοντας τον να αφήσει το μπράτσο της κοπέλας, για να γυρίσει να δει μια γροθιά να έρχεται προς το μέρος του. Η μουσική σταμάτησε και ο χαμός επικράτησε, αιφνιδιασμένος και ξαπλωμένος στο χώμα ο Νίκος της έτρωγε για τα καλά, μην μπορώντας να προστατέψει τον εαυτό του όπως είχε αιφνιδιαστεί, αν και κατάφερε να δώσει και ο ίδιος κάποιες γροθιές στον αντίπαλο του. Ο Βασίλης έσπευσε να χωρίσει τον ξάδερφο του από τον εργολάβο, όμως τον συγκράτησε ο Γιάννης.

«Άσ’ τον να φάει λίγες, πίστεψε μου του αξίζουν, τους χωρίζεις σε λίγο»! Ο Βασίλης τον κοίταξε έκπληκτος. Η Ξένια κρατούσε τη Μάρθα που κοίταζε αλλού, έτσι όπως το χέρι της ακουμπούσε πάνω στην Ξένια, η Ελπίδα πρόσεξε το δαχτυλίδι που είχε χαρίσει σε εκείνη ο Δημοσθένης. Θυμωμένη αποφάσισε να ξεχωρίσει εκείνη τους δύο άντρες, όταν ο Αλέξανδρος εμφανίστηκε, ο Γιάννης με το Βασίλη τράβηξαν και απομάκρυναν το Δημοσθένη από τον λιπόθυμο Νίκο, η Ελπίδα με δάκρυα εκνευρισμού στα μάτια κάθισε δίπλα στο Νίκο και έψαξε να βρει τον σφυγμό του.

-Θα το πληρώσεις αυτό Δημοσθένη, ήταν η τελευταία της κουβέντα, πριν τον τραβήξουν ο Βασίλης με το Γιάννη και τον αναγκάσουν να μπει στο αυτοκίνητο για να φύγουν, από πίσω ακολούθησαν τα τρία κορίτσια της παρέας.

 

Ô

 

Όταν συνήρθε ο Νίκος βρισκόταν στην αγκαλιά της Ελπίδας ενώ το αυτοκίνητο το οδηγούσε ο Αλέξανδρος, αφού έβηξε λίγο κατάφερε να τραβήξει το κορίτσι από τις σκέψεις του.

-Δόξα το Θεό συνήρθες, είπε η Ελπίδα και τον χάιδεψε στα μαλλιά.

-Τι συνέβη; Ρώτησε εκείνος.

-Ο τρελός ο πρώην μου, όρμησε και σε έδειρε.

-Φτάσαμε είπε ο Αλέξανδρος και πάρκαρε το αυτοκίνητο.

-Που φτάσαμε;

-Στο νοσοκομείο.

Ο Νίκος ανασηκώθηκε από την αγκαλιά της και απαίτησε από τον συνεργάτη του να φύγουν από το νοσοκομείο, δεν ήταν κάτι σοβαρό, ήθελε να πάει στο σπίτι του. Ο Αλέξανδρος τον κοίταξε δύσπιστα ενώ η Ελπίδα προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί, βλέποντας ότι δε θα του άλλαζαν γνώμη, ο Αλέξανδρος υπάκουσε και τους μετέφερε στο διαμέρισμα της Ελπίδας.

-Πρέπει να πάρουμε την αστυνομία να το καταγγείλουμε, ήταν η πρώτη φράση της Ελπίδας μόλις μπήκανε στο σπίτι.

-Δε θα πάρουμε κανέναν να καταγγείλουμε, είπε προστακτικά εκείνος.

-Και θα το αφήσουμε έτσι;

-Ένας ακόμη καυγάς σε ένα πανηγύρι, αν ήταν σε όλους τους καυγάδες να μπλέκεται η αστυνομία, ολόκληρη η Ελλάδα θα βρισκόταν πίσω από τα σίδερα.

-Δεν ήταν απλός καυγάς Νίκο, κόντεψε να σε σκοτώσει. Ο Νίκος δεν σχολίασε τίποτε και πήγε και κάθισε σε έναν καναπέ αφήνοντας τον Αλέξανδρο να τον κοιτάει διερευνητικά.

-Θέλει να αποφύγει το σκάνδαλο! Αποφάσισε να πάρει το λόγο ο Αλέξανδρος και να δικαιολογήσει το αφεντικό στη νεαρή φιλενάδα του, που όσο απρόθυμος φαινόταν ο Νίκος να μπλέξει την αστυνομία στον ξυλοδαρμό του, τόσο πρόθυμη φαινόταν εκείνη.

-Ποιο σκάνδαλο;

-Ε! δεν καταλαβαίνεις και εσύ, σε είχα για έξυπνο κορίτσι Ελπίδα, ο Νίκος είναι εδώ για να κάνει δουλειές, έχει ήδη αρκετούς εχθρούς λόγω του ότι ανέλαβε τα έργα στην περιοχή, αν μαθευτεί ότι έμπλεξε σε καυγά, θα αρχίσουν να αναρωτιούνται για ποιο λόγο και ο καθένας θα λέει το κοντό του και το μακρύ του. Και αυτό πρέπει να το αποφύγει.

Με τη βοήθεια του Αλέξανδρου και της Ελπίδας μεταφέρθηκε στο δωμάτιο και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Μόλις ο συνεργάτης του έφυγε και η Ελπίδα πήγε και ξάπλωσε δίπλα του μέσα στο σκοτάδι άκουσε τη φωνή του, να τη ρωτάει ψυχρά.

-Γιατί επέμενες να καταγγείλουμε το Δημοσθένη; Είναι ο πρώην σου, δε νιώθεις τίποτε για εκείνον;

-Το ότι ήσουν λιπόθυμος και ότι φοβήθηκα ότι ήσουνα νεκρός δεν το αλλάζει αν το έκανε ο πρώην μου ή κάποιος εντελώς άγνωστος. Αλλά εσύ γιατί δε θες δεν καταλαβαίνω!

-Καληνύχτα Ελπίδα, της είπε γυρίζοντας την πλάτη του.

Την ερώτηση που της είχε κάνει νωρίτερα ο Νίκος την επανέλαβε η ίδια στον εαυτό της. Δεν ανησυχούσε μήπως βρει τον μπελά του ο Δημοσθένης, αντιθέτως το επιθυμούσε; Είχαν ζήσει κάποια χρόνια μαζί, δεν μπορεί να μην της έλεγαν τίποτα πλέον όσα είχαν περάσει παλιότερα. Θυμήθηκε το δαχτυλίδι της που φορούσε η άλλη και ένιωσε το θυμό μέσα της να φουντώνει. Αρχικά δεν μπορούσε να καταλάβει πως κατάφερνε και έτρεχε δύο άντρες σαν το Νίκο και το Δημοσθένη, αν το έπαιρνε από την άλλη πλευρά αδιαμφισβήτητα του Νίκου του άξιζε αυτό που έπαθε στο πανηγύρι, συνόδευε την ίδια και εκείνος κυνηγούσε μια άλλη, όμως και ο πρώην της δεν ήτανε καλύτερος. Πως μπόρεσε μετά από όλα όσα της είχε πει, είχε φτάσει μέχρι το σημείο να της κάνει πρόταση γάμου και όμως τόσο εύκολα λησμονούσε τους όρκους του και έμπλεκε με μια άλλη και μάλιστα της είχε χάρισε το δαχτυλίδι της δικιάς της πρότασης. Ή που ήταν μανιακός με το γάμο ή δε σήμαινε τίποτε για εκείνον η Ελπίδα και τα όσα της είχε πει και τάξει. Απλά λόγια του αέρα, όταν έμαθε από την Χριστίνα ότι την είχε αντικαταστήσει δεν είχε ενοχληθεί, αντιθέτως το θεώρησε απόλυτα φυσιολογικό όμως από αυτό ως το ότι χάρισε το δαχτυλίδι της πρότασης σε κάποια άλλη, της φαινόταν υπερβολικό. Ύστερα το μυαλό της μετακινήθηκε στην Χριστίνα, τελικά οι υπολογισμοί της Ελένης ήταν εντελώς ανακριβείς, εκείνη απ’ ότι κατάλαβε ήταν με το φίλο του, το Γιάννη. Όμως το ότι η Χριστίνα έμεινε στο πλάι του Γιάννη όταν η Ελπίδα είχε την ανάγκη της στήριξης της δεν την έκανε λιγότερο προδότρια, από το να είχε μπλέξει με τον πρώην της.

Τελικά όπως όλα έδειχναν ο Δημοσθένης ήταν απλά ένας μανιακός με τον γάμο και την οικογένεια, δεν τον ενδιέφερε και τόσο το ποια θα είναι η σύζυγος του, αλλά να διαιωνίσει το είδος του, όπως κάποιες γυναικούλες του παλιού καιρού που ο μόνος τους σκοπός ήταν να βρουν ένα καλό παιδί να τις αποκαταστήσει. Αυτό λοιπόν ήταν ο Δημοσθένης. Κι ευτυχώς που η ίδια δεν είχε πέσει θύμα της ψευδαίσθησης ότι ήταν η μοναδική γυναίκα για εκείνον.      

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ

 

Τα είχε εντελώς χαμένα ο Βασίλης από όσα συνέβησαν στο πανηγύρι, πρώτα ο ξάδερφος του έδειρε τον Νίκο Χαΐτογλου, χωρίς καμία αφορμή και ύστερα μέσα στο αυτοκίνητο, στην αγκαλιά της Μάρθας, να μην έχει ξεσπάσει, αντιθέτως να φωνάζει ότι έπρεπε να τον αφήσουν να τον σκοτώσει. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι του έλεγε στο αυτί η κοπέλα του, που όμως δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Μήπως δεν είχε ξεμπερδέψει με τα συναισθήματα του για την Ελπίδα, δεν είχε περάσει και πολύς καιρός που είχαν χωρίσει, αλλά πάλι η Μάρθα θα ήταν τόσο ψύχραιμη και θα προσπαθούσε να τον καθησυχάσει ή θα τον είχε παρατήσει στην τύχη του και θα έφευγε. Επιπλέον το ότι ο Γιάννης που τον συγκράτησε για να μην τους χωρίσει με την φράση «Άσε να τις φάει, του αξίζει» του γεννούσαν ερωτηματικά.  Έριξε μια ματιά στην κοπέλα που καθόταν δίπλα του στη θέση του συνοδηγού, οι ερωτήσεις της Ξένιας σίγουρα δεν ήταν τυχαίες για τις φήμες που κυκλοφορούσαν στην Άρτα, έψαχνε πληροφορίες, μα μήπως ο στόχος της δεν ήταν ο δήμος, αλλά η εταιρεία που ανέλαβε τα έργα; Όμως πως μπορούσαν όλα αυτά να συνδέονται και γιατί ο ξάδερφος του να είχε πάρει τόσο προσωπικά το διαγωνισμό, αδιαμφισβήτητα κάτι του ξέφευγε. Αφού άφησε τα κορί­τσια στο σπίτι της Μάρθας, πήγε με το Δημοσθένη στο σπίτι του, που δεν μπορούσε να πάει στο δικό του σα να μην έτρεχε τίποτα, μπορεί να τον έψαχνε η αστυνομία και να πέρναγε τη νύχτα του στο αυτόφωρο, αν η Ελπίδα είχε κάνει πράξη την απειλή της.

Μόλις μπήκαν στο διαμέρισμα του Βασίλη το πρώτο που ζήτησε ήταν μια παγωμένη μπύρα, αντί γι αυτό του σερβιρίστηκε ζεστός καφές. Αφού του έδωσε την κούπα που άχνιζε, παρά τη ζέστη που έκανε στα μέσα του Αυγούστου, κάθισε απέναντι του και σιωπηλά περίμενε να του μιλήσει. Τελικά ήταν ώρα να μάθει ότι ο Νίκος με τη Μάρθα είχαν μια περιπέτεια στην Αθήνα και όπως όλα έδειχναν την είχε ακολουθήσει στην Άρτα. Σενάριο επιστημονικής φαντασίας του ακούστηκε αυτό, δηλαδή τι πίστευαν όλοι τους, ότι η «HIGH» ανέλαβε τη δουλειά για να βρίσκετε κοντά στη Μάρθα ο νεαρός Χαΐτογλου; Όχι, όχι, δεν έχουν ιδέα πως είναι οι δουλειές αυτά τα παιδιά, τέτοιοι άνθρωποι έχουν μάθει να διαχωρίζουν τις δουλειές και τα κέρδη τους από τον έρωτα τους για μια γυναίκα, χωρίς όμως να εξωτερικεύσει τις σκέψεις του θέλησε να τσιγκλήσει ακόμα λίγο τον ξάδερφο του.

-Επιμένω να θεωρώ υπερβολική την στάση σου, δεν δέρνουμε κάποιον επειδή μας πρόλαβε στην καρδιά και στο στρώμα μιας γυναίκας. Αγνόησε το δολοφονικό βλέμμα που του έριξε ο ξάδερφος του και συνέχισε. Αυτά ανήκουν σε περασμένες εποχές. Με τη δική σου λογική κι αυτός έπρεπε να σε δείρει αφού κάποτε ήσουν με την Ελπίδα.

-Την Ελπίδα τη σέρνει άδικα μαζί του, τη Μάρθα θέλει, και είναι τόσο αγενής που αδιαφορεί για το κοριτσάκι, και το δείχνει απροκάλυπτα.

-Δημοσθένη, την έχεις ξεπεράσει την Ελπίδα;

Ο ξάδερφος του τον κοίταξε απορημένος, τι ερώτηση κι αυτή, μετά κούνησε απογοητευμένα το κεφάλι του.

-Ό,τι και να σου πω δε θα καταλάβεις, δεν έχει σχέση με την Ελπίδα αυτό που έγινε. Από την άλλη κάποτε ήταν μέρος της ζωής μου, δεν ξεχνιούνται από τη μια στιγμή στην άλλη τα όσα ζήσαμε μαζί, αλλά ο τρόπος που χωρίσαμε και το ότι γνώρισα τη Μάρθα δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας για το με ποια γυναίκα θέλω να είμαι. Άλλωστε και εκείνη έκανε τις επιλογές της, και ειλικρινά λυπάμαι γιατί είναι κακές.

-Δε σε ικανοποιεί ούτε και λίγο που κακόπεσε μετά από εσένα; Τον ρώτησε πονηρά ο Βασίλης.

-Δεν σου κρύβω ότι ένα μέρος μου μπορεί να χαίρεται, όμως στην πραγματικότητα λυπάμαι.

-Είναι μέρος του παιχνιδιού ξάδερφε. Άντε και τώρα πέσε κοιμήσου να ξεκουραστείς.

-Πως θες να κοιμηθώ με τον καφέ που με πότισες; 

 

Ô

 

Πηγαινοερχόταν εκνευρισμένη πέρα δώθε μέσα στο σπίτι η Αγγελική, ήξερε εκείνη που δεν είδε με καλό μάτι την επιστροφή της κόρης της στην Άρτα, δεν πρόλαβε να εγκατασταθεί και ήδη τους είχε κάνει ρεζίλι. Να τους πιάνει η κάθε κουτσομπόλα στο στόμα της και να έχει να λέει, να παίρνει ύφος οσίας για να τους προλάβει τις πομπές της Μάρθας. Σίγουρα μετά τη Βαγγελούλα όλο και κάποια άλλη θα έκανε την παρουσία της στο σπίτι, για να πιουν τάχα καφέ και να τα πούνε. Ακούς εκεί το παλιοκόριτσο, να ανέβει στο χωριό για το πανηγύρι και να μην περάσει πρώτα από το σπίτι να δει τα γονικά της, αλλά βέβαια συνοδευόταν από κάποιον θερμόαιμο που ένας Θεός ήξερε πόσο αλκοόλ θα είχε κατεβάσει για να πιαστεί στα χέρια και να φύγουν άρον άρον από το χωριό. Όμως εκείνη δε θα το άφηνε έτσι θα την έπαιρνε τηλέφωνο και θα της έλεγε να την επισκεφτεί, τι κι αν ήταν 28 ετών, χρειαζόταν κηδεμόνα αυτό το κορίτσι. Αχ! αλλά ήξερε η μικρή και τα έκανε, αφού είχε πάντα συνήγορο τον πατέρα της, να τη δικαιολογεί, να την καλοπιάνει, να τη βοηθάει πίσω από την πλάτη τη δική της, στέλνοντάς της χρήματα, για να μην μπλέξει λέει. Αν την είχε ακούσει όταν ήθελε να την παντρέψει με το Σωτήρη και δεν είχε κάνει κόμμα με τη θυγατέρα του, τώρα θα ήταν η πρώτη του χωριού, θα είχε συμμαζευτεί, θα είχε οικογένεια και όλα τα καλά. Όμως αντιθέτως με εκείνη ο Περικλής, θεωρούσε ότι παντρειά με το ζόρι δε γίνεται, την άφησε να φύγει για την Αθήνα και να σπουδάσει φωτογραφία και να τα αποτελέσματα τώρα, να επιστρέφει πίσω, για ποιο λόγο μόνο η ίδια ήξερε και να την πιάνει ο καθένας στο στόμα του. Τι αλήτης θα ήταν και αυτός που τη συνόδευε για να πιάνεται στα χέρια στα πανηγύρια, κι όπως της είπε η Βαγγελιώ κανείς δεν κατάλαβε την αφορμή, ξαφνικά ξεκίνησε ο σαματάς, και ούτε θα καταλάβαινε κανείς ποιος πιάστηκε στα χέρια, αφού και οι δυο ήταν ξενομερίτες. Και το παιδί που αιμόφυρτο τις έφαγε αλλά και ο άλλος ο νταής που δέρνει τον κόσμο. Κατάλαβαν ότι σχετίζονταν με την Μάρθα, επειδή την είδαν να φεύγει μαζί του. Ααααχ! φωτιές που της άναψε. Στην πόρτα εμφανίστηκε ο Περικλής και η Αγγελική που έψαχνε κάπου να ξεσπάσει άρχισε να του σέρνει για την κόρη του, σε τέτοιες περιστάσεις τα παιδιά τους, γίνονταν αποκλειστικά δικά του. Εκείνος που ήδη γνώριζε τι είχε συμβεί στο πανηγύρι, από ένα φίλο που συνόρευαν τα χωράφια τους, παρέμεινε σιωπηλός αφήνοντας την Αγγελική να λέει, άλλωστε την ήξερε, αν δεν έλεγε όλα όσα είχε μέσα της, θα έσκαγε. Έλεγε, έλεγε εκείνη και τελειωμό δεν φαινόταν να έχει, ξεκίνησε απ’ όταν ήταν μικρό κορίτσι έτσι όπως την καλόπιανε πάντα ο πατερούλης της και να έτσι όπως την κακόμαθε που είχε φτάσει, με την κίνηση μόνο να ανοίξει τα χείλη του για να υπερασπιστεί τον εαυτό του και τη Μάρθα νέος χείμαρρος ξεκίναγε από την Αγγελική. Στο τέλος δεν κρατήθηκε, πήρε τηλέφωνο τη Μάρθα και τη διέταξε να ανέβει στο χωριό, ήθελε να μιλήσουν.

Είχε έρθει λοιπόν η ώρα να μιλήσει ο πατέρας, αλλά δε θα έλεγε εκείνα που ήθελε η Αγγελική, «Η Μάρθα είναι μεγάλη κοπέλα, το ότι ήρθε στην Άρτα δε σου δίνει το δικαίωμα να τη διατάζεις! Και κοίτα να είσαι ψύχραιμη και να της μιλήσεις ωραία τώρα που θα έρθει, νομίζεις ότι έχει λόγους να σε φοβάται; Αν σε ακούει το κάνει επειδή σε αγαπάει, έχει δείξει και με το παραπάνω ότι είναι άξια, ούτε την ταΐζεις πλέον, ούτε της προσφέρεις τίποτα, πάψε να είσαι δεσποτική, να βλέπεις στην κόρη μας τη συνέχεια σου και άστη να γίνει ευτυχισμένη με τον τρόπο που ξέρει εκείνη».

-Τι μας λες; Τον ειρωνεύτηκε εκείνη, και θα την αφήσω να μας ντροπιάζει σε όλο το χωριό;

-Δεν ήσουν εκεί, και δεν ξέρεις τι συνέβη, μπορεί να είχε δίκιο ο νεαρός και να προσπάθησε να υπερασπιστεί τη Μάρθα, ή νομίζεις ότι μπορείς να κρίνεις εσύ καλύτερα από εκείνη τους φίλους της; Η Αγγελική αρκέστηκε να του ρίξει ένα θυμωμένο βλέμμα και να διακόψει τη συζήτηση βγαίνοντας από το σπίτι στην αυλή, αρχίζοντας να μουρμουρίζει. Απηυδισμένος ο Περικλής κούνησε το κεφάλι του και έφυγε να πάει στο καφενείο.

 

Ô

 

Το επόμενο πρωί ο Νίκος σηκώθηκε από το κρεβάτι για να ετοιμαστεί να πάει στο εργοτάξιο. Σε κάθε κίνηση που έκανε πόναγε, άλλες φορές σφίγγοντας τα δόντια, άλλες φορές με αναστεναγμούς και άλλες με βλαστήμιες εξέφραζε τον πόνο που του προκαλούσαν τα χτυπήματα που είχε δεχτεί το προηγούμενο βράδυ.

-Όποιος μπλέκεται με τις κότες αυτά παθαίνει. Σχολίασε η Ελπίδα που τον παρακολουθούσε ξαπλωμένη.

-Καλή είσαι εσύ, το ευχαριστιέσαι! Της είπε ενοχλημένος.

-Δεν το ευχαριστιέμαι, αλλά για να επιμένεις να μην τον καταγγείλεις κάτι έχεις κάνει.

-Άρχισες πάλι; Είπε αγριοκοιτάζοντας τη μέσα από τον καθρέφτη. Η Ελπίδα πέταξε τα σκεπάσματα από πάνω της και σηκώθηκε.

-Πάω να φτιάξω καφέ.

-Εγώ θα φύγω, της φώναξε, επέστρεψε στο άνοιγμα της πόρτας και τον κοίταξε χωρίς να σχολιάσει τίποτα, εκείνος της έριξε μια ματιά και παρέμεινε σιωπηλός. Μόλις άκουσε την πόρτα να κλείνει, ανακούφιση την πλημμύρησε. Για κάποιο λόγο η παρουσία του Νίκου την προκαλούσε αναστάτωση, ίσως είχε έρθει η ώρα να κάνει το τεστ, είχε πάρει τη διορία που χρειαζόταν όμως δεν είχε αλλάξει τίποτα, από το να έχει την αμφιβολία αν ήταν ή δεν ήταν έγκυος καλύτερα να είχε τη βεβαιότητα ώστε να δει από εκεί και πέρα τι θα έκανε, πήρε το τεστ από το πρώτο συρτάρι της ντουλάπας και πήγε στο μπάνιο. Με την καρδιά να χτυπάει γοργά μέσα στο στήθος της περίμενε τα δυο λεπτά που απαιτούσε το τεστ για να βγάλει το αποτέλεσμα, μόλις πέρασαν κοίταξε για να δει το γαλάζιο σταυρό στην οθόνη του στικ. «Σκατά» μουρμούρισε, έπρεπε να πάει το συντομότερο στο γυναικολόγο για να της το επιβεβαιώσει κι έπρεπε και σε κάποιον να μιλήσει, η Χριστίνα ήταν η πρώτη που ήρθε στο μυαλό της, όμως μετά το μετάνιωσε, ίσως να ήταν πιο εχέμυθη από την Ελένη, όμως τώρα είχε περάσει στο στρατόπεδο του Δημοσθένη, το προηγούμενο βράδυ την απέφευγε στο πανηγύρι και όταν έγινε το επεισόδιο εκείνη δεν της μίλησε, δεν την παρηγόρησε, αντιθέτως προτίμησε να φύγει μαζί με το αγόρι της και να την αφήσει μόνη της να τα βγάλει πέρα με το λιπόθυμο Νίκο. Είχε πουλήσει τη φιλία τους για έναν άντρα, οπότε η ζυγαριά αναγκαστικά βάραινε προς την Ελένη.   

 

Ô

 

Ο Δημοσθένης ήταν μαζί με τη Μάρθα όταν της τηλεφώνησε η μητέρα της για να ‘‘τσακιστεί’’ να ανέβει στο χωριό που ήθελε να μιλήσουν. Μη θέλοντας να την αφήσει μόνη, της πρότεινε να πάει μαζί της, εκείνη δε θεώρησε καλή ιδέα να τον παρουσιάσει στους γονείς της στα χάλια που ήταν, ακόμα κι αν είχε δώσει το περισσότερο ξύλο, δεν την είχε βγάλει εντελώς καθαρή, αφού είχε προλάβει και ο Νίκος να τον πετύχει με δυο τρεις γροθιές στο πρόσωπο, αφήνοντας του μελανιές. Επιπλέον φοβόταν μην τον έβλεπε κανένας στο χωριό και έπαιρνε την αστυνομία, παρά που για κάποιο λόγο ο Δημοσθένης ήταν βέβαιος ότι ο Νίκος δεν ήθελε να μπλέξει την αστυνομία, και πως άλλωστε μετά από αυτό που είχε κάνει στη Μάρθα. Αφού επέμεινε του επέτρεψε να την ακολουθήσει με τη συμφωνία να την περιμένει σε ένα καφενείο στο διπλανό χωριό. Και να τώρα που καθόταν σε ένα τραπεζάκι και μιλούσε με τον καφετζή. Πάντα του άρεσε η απλότητα και η ευθύτητα των λαϊκών ανθρώπων και απολάμβανε τις συζητήσεις μαζί τους.

-Μέχρι χτες κόσμος να περιδιαβαίνει μπροστά από το μαγαζί, παιδιά να παίζουν. Τώρα έφυγαν και οι τελευταίοι και μείναμε με τη μοναξιά, να καρτερούμε τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, να ’ρθουν κάποιοι και το καλοκαίρι να μας λυτρώσει. Σχολίαζε ο καφετζής ενώ ο Δημοσθένης έπινε τον καφέ που του είχε ετοιμάσει στη χόβολη. Χτες έφυγαν τα παιδιά μου, αύριο θα φύγουν της αδερφής μου. Δυο τρεις γέροντες θα ξεχειμωνιάσουν στο καφενείο μου. Κάνα τσίπουρο, κάνας καφές, και η τηλεόραση συντροφιά.

-Ακρίτας δηλαδή!

-Τι ακρίτας! Οι ακρίτες είχαν και κάποιο στόχο, κάποιο σκοπό. Εμείς κανέναν εκτός από την προσμονή να ’ρθει το Καλοκαίρι να γεμίσουν πάλι τα σπίτια μας, ν’ ακούσουμε φωνές στις πλατείες και να δούμε παιδιά να παίζουν στα χωράφια, νέους και νέες να χορεύουν στα πανηγύρια.

-Με τα τέλη του καλοκαιριού, έρχεται η ώρα της μοναξιάς. Σχολίασε καταλαβαίνοντας τη νοσταλγία του συνομιλητή του.

-Ναι, εμείς και ο Βοριάς! Εσύ παλικάρι μου από πού είσαι, δε σε έχω ξαναδεί στα μέρη μας.

-Απ’ την Άρτα.

-Έχεις δουλειά;

-Ναι, σε ένα συνεργείο αυτοκινήτων.

-Μπράβο, μπράβο. Κι αυτά τα σημάδια στο πρόσωπό σου;

Την κουβέντα διέκοψε η Μάρθα που εμφανίστηκε με το αμάξι έξω από το καφενείο και του κόρναρε για να φύγουν.

-Μπάρμπα με συγχωρείς, πρέπει να φύγω, μια άλλη φορά θα συνεχίσουμε τη συζήτηση. Είπε και βγήκε να πάει στο αυτοκίνητο. Η Μάρθα έβαλε μπρος και ξεκίνησε ενώ δεν έβγαλε λέξη από τα χείλη της, ή που θα συνέχιζε νοερά τη συζήτηση με τους γονείς της ή την ξαναέφερνε στο μυαλό της. Ο Δημοσθένης δε μίλησε, μόνο όταν είχαν διανύσει τη μισή διαδρομή για να φτάσουν στην Άρτα, ακούμπησε απαλά το χέρι του πάνω στο πόδι της. Εκείνη γύρισε και του έριξε ένα βιαστικό βλέμμα, τα χαρακτηριστικά της ήταν σφιγμένα αλλά λες και μόλις εκείνη την στιγμή είχε αντιληφθεί την παρουσία του, η ένταση στο πρόσωπο της χαλάρωσε. Στη συνέχεια ξεκίνησε να του λέει τι ειπώθηκε στο σπίτι, φυσικά και είχαν μάθει για τον καυγά και ήταν ο κύριος λόγος που την είχε καλέσει η μάνα της για να της τα ψάλει, ξεκίνησε με το παράπονο γιατί δεν είχε περάσει να τους δει και ύστερα ξεκίνησε να σχολιάζει όλα όσα είχε ακούσει από τρίτους.

-Είναι αυταρχική και θέλει να με ελέγχει, αλλά δε θα της περάσει. Αρκετά με τις βλακείες της και αν δεν το καταλάβει, εγώ μαζί της τελείωσα, θα ξεκόψω κάθε σχέση κι ας είναι η μάνα μου. Ώρες ώρες συμπεριφέρεται σαν κακιά μητριά, ποιοι είναι αυτοί που έμπλεξα μαζί τους και δέρνουν κόσμο, δεν ήθελε να ακούσει τίποτα μόνο να μιλήσει, τι που της είπα ότι ήθελες να με προστατέψεις, λες και είμαι πέντε χρονών παιδάκι με μάλωνε, άδικα προσπαθούσε ο πατέρας μου να κρατήσει τις ισορροπίες, αλλά αφήνει η κυρία Αγγελική κανέναν να μιλήσει όταν παίρνει φόρα. Έφτασαν έξω από το σπίτι, πάρκαραν και η Μάρθα συνέχιζε να λέει κι ο Δημοσθένης ως άλλος Περικλής άκουγε χωρίς να σχολιάζει τίποτα. Μόλις εκείνη έκανε μια μεγάλη παύση ο Δημοσθένης άνοιξε το στόμα του.

-Συγνώμη αγάπη μου, σου δημιούργησα μπελάδες το βράδυ στο πανηγύρι, όμως μετά από αυτό που συνέβη τρελαίνομαι να τον βλέπω να σε ακουμπάει.

-Μην δικαιολογείσαι μωρό μου, δεν φταις εσύ, και ξέρεις κάτι, είπε και τον κοίταξε πονηρά, μου άρεσε ο τρόπος που με υπερασπίστηκες, κι ας ήταν κάπως βίαιος.

-Κάπως;

-Ναι, λιγουλάκι. Είπε και έσκυψε προς την πλευρά του συνοδηγού, αναζητώντας τα χείλη του.

 

Ô

 

Μιλούσε στην Ελένη, αλλά στην ουσία μιλούσε στον εαυτό της, προσπαθώντας να βάλει σε μια τάξη τις σκέψεις και όλα όσα είχαν συμβεί. Ξεκίνησε με τη διήγηση του καυγά και τις υποψίες της ότι κάτι είχε κάνει ο Νικόλας για να επιμένει να μην καταγγέλλει το Δημοσθένη. Η φίλη της στήριξε και η ίδια την άποψη ότι προφανώς ο Χαΐτογλου ήθελε να αποφύγει το σκάνδαλο γιατί όλο και κάποιος έχει να πει μια γνώμη, όμως η Ελπίδα και πάλι δεν είχε πειστεί, δεν ήταν η άρνηση του αλλά η επιμονή και το ύφος της άρνησης, κάποιο λόγο είχε για να προσπαθεί τόσο επίμονα να αποφύγει την εμπλοκή της αστυνομίας. Μην μπορώντας να βγάλει ένα συμπέρασμα που θα την ικανοποιούσε, προχώρησε σε πιο προσωπικές εξομολογήσεις.

-Έκανα τεστ εγκυμοσύνης και βγήκε θετικό, πέταξε το νέο σαν βόμβα στην Ελένη. Η φίλη της πνίγηκε και τα μάτια της δάκρυσαν.

-Και ποιανού είναι το παιδί; Τη ρώτησε μόλις συνήρθε.

-Τι ερώτηση είναι αυτή που κάνεις, του Νίκου ποιανού άλλου θα ήταν το παιδί; Ρώτησε προσβεβλημένη.

-Συγνώμη, είναι που μου ήρθε ξαφνικό. Πάντως πρέπει να πας και σε γιατρό, τα τεστ δεν είναι πάντα έγκυρα.

-Έκλεισα ήδη ραντεβού.

-Και τι σκέφτεσαι να κάνεις; Αλλά τι ρωτάω θα το ρίξεις φυσικά.

-Από πού κι ως που αυτή η βεβαιότητα;

-Μα τότε τι θα κάνεις; Θα είσαι τρελή αν σκέφτεσαι να το κρατήσεις, δε νομίζω ότι ο Νίκος θα είναι πρόθυμος να σε παντρευτεί και να μεγαλώσετε μαζί ένα παιδί, μόλις που γνωρίζεστε, αν έχεις αυτό στο μυαλό σου φιλενάδα, λυπάμαι που στο λέω, αλλά πρέπει να το βγάλεις.

-Πρώτον πως τολμάς να ισχυρίζεσαι ότι ο σκοπός μου είναι να τυλίξω το Νίκο. Εγώ ήθελα μια φίλη να μοιραστώ κάτι που με απασχολεί και εσύ με κρίνεις, επιπλέον από πού κι ως που ξέρεις εσύ το Νίκο ή γνωρίζεις την σχέση μου μαζί του για να βγάζεις εύκολα συμπεράσματα. Και ξέρεις κάτι, δε σου κρύβω ότι θα ήθελα να κρατήσω το παιδί του και να το μεγαλώσω, ούτε που μπορείς να νιώσεις τι σημαίνει για μένα αυτός ο άντρας κι ας τον ξέρω ελάχιστα όπως ισχυρίζεσαι.

-Τι μπορεί να σημαίνει δηλαδή, την ειρωνεύτηκε η Ελένη, ένας μεγαλύτερος άντρας που σε θάμπωσε με την εμπειρία και τα φράγκα του.

-Σε ποια νομίζεις ότι μιλάς Ελένη, ειλικρινά δεν ξέρω ποια νομίζεις ότι είμαι και από πού αντλείς όλη αυτή την κακεντρέχεια για να μου λες τέτοια πράγματα. Τι να πω, είπε και σηκώθηκε από τη θέση της, λυπάμαι πολύ που σε εμπιστεύτηκα, τελικά μάλλον δεν είσαι αυτό που τόσο καιρό παρίστανες.

-Μάλλον εσύ Ελπίδα μου δεν αντέχεις να σου λένε καταπρόσωπο την αλήθεια, αλλά οι φίλοι δεν είμαστε για να χαϊδεύουμε μόνο αλλά για να λέμε την γνώμη μας και να προειδοποιούμε…

-…Και για να στηρίζουμε και εσύ το μόνο που δεν κάνεις είναι να με στηρίζεις με τις αυθαίρετες γνώμες που μου αραδιάζεις. Είπε και σηκώθηκε από τη θέση της, αφήνοντας τα χρήματα για τους καφέδες πάνω στο τραπέζι, πριν φύγει.

 

Ô

 

Παρά τις μελανιές που είχε στο πρόσωπο ο Νίκος δε δίστασε να επισκεφτεί το Χριστόφορο στο πολιτικό του γραφείο. Αφού δικαιολογήθηκε ότι είχε γίνει μια παρεξήγηση που δεν είχε καμία σχέση με τις δουλειές τους, αυτό που συνέβη λίγα βράδια νωρίτερα σε ένα πανηγύρι, συζήτησαν για τις υποθέσεις τους. Βρισκόταν στον ημιώροφο του κτηρίου που στεγαζόταν το πολιτικό γραφείο του δημάρχου, όταν συναντήθηκε με την Αντιγόνη η οποία ανέβαινε τις σκάλες, λόγω μιας ακόμα βλάβης του ασανσέρ από αυτές που συμβαίνουν συχνά σε παλαιά κτήρια. Μόλις είδε το μελανιασμένο του πρόσωπο τον κοίταξε επικριτικά.

-Τι έπαθες εσύ;

-Έπεσα απ’ τη σκάλα! Σχολίασε ειρωνικά εκείνος που είχε βαρεθεί να του κάνουν όλοι την ίδια ερώτηση.

-Δεν τη βρίσκεις λίγο  τετριμμένη σαν απάντηση;

-Μπελάδες μωρέ.

-Τουλάχιστον άξιζε;

-Ποιος;

-Η κοπέλα!

-Πολύ … πάρα πολύ!

-Αφού άξιζε τον κόπο, πάλι καλά. Σχολίασε ενοχλημένη και ξεκίνησε να φύγει, πριν την συγκρατήσει το χέρι του.

-Πότε θα βρεθούμε; Μου ’λειψες!

-Γιατί δεν πας στο κοριτσάκι σου; Ο Νίκος διένυσε με τα δάχτυλα του την απόσταση από το μπράτσο στο χέρι της, χαϊδεύοντας το και ύστερα ακούμπησε τα χείλη του επάνω στην παλάμη της, διατηρώντας την επαφή με τα χείλη του για αρκετά δευτερόλεπτα, εκείνη προσπαθώντας να μη δείξει το πόθο που της προξενούσε το τράβηξε, όμως ο Νίκος που περίμενε αυτή την αντίδραση πρόλαβε την άρπαξε από τη μέση και την κόλλησε επάνω του, φιλώντας της στα χείλη. Με τον φόβο μήπως κάποιος τους δει, αφού στον πάνω όροφο βρισκόταν ο σύζυγος και το επιτελείο του τραβήχτηκε και του έδωσε ένα δυνατό χαστούκι.

-Γιατί αυτό; Τη ρώτησε κρατώντας το μάγουλο του.

-Γιατί έτσι!

-Δεν είναι σωστό να χτυπάς έναν άνθρωπο που έχει ήδη σημάδια. Εκείνη ακούμπησε τα χείλη της στο αυτί του

-Σε μισή ώρα στο γραφείο σου. Au revoir!

 

Ô

 

Κατευθυνόμενος προς το γραφείο του, αναρωτιόταν πως μπορούσε να πλήξει το Δημοσθένη και τη Μάρθα μετά από το συμβάν στο πανηγύρι. Δεν είχε επιτρέψει στην Ελπίδα να καταγγείλει τον ξυλοδαρμό του στην αστυνομία, από την στιγμή που είχε κακοποιήσει σεξουαλικά τη Μάρθα. Μπορεί η ίδια να μην τον είχε καταγγείλει, όμως αν προσπαθούσε να μπλέξει την αστυνομία και να βλάψει τον καλό της ίσως να αναγκαζόταν να μιλήσει, κι ακόμα και αν δεν την πίστευε η αστυνομία αφού η καταγγελία θα γινόταν έπειτα από τη δική του, υπήρχε πάντα κίνδυνος να ξεσπάσει σκάνδαλο, κάτι που δε συνέφερνε κανέναν. Από την πλευρά του ο Αλέξανδρος του έφερε κάποιες πληροφορίες που ήδη γνώριζε για το Δημοσθένη, όπως το ποιος ήταν και το που δούλευε, και του είχε προτείνει να βάλει κάποιους να του δώσουν ένα μάθημα, όμως δεν ήταν ούτε αυτή καλή ιδέα, τουλάχιστον για την ώρα, όλοι εκείνον θα υποψιαζόταν. Έπρεπε να δράσει υπόγεια, κάτι που γνώριζε πολύ καλά. Και με την σκέψη αυτή ήξερε ακριβώς τι έπρεπε να κάνει, πρώτα όμως θα πήγαινε στο γραφείο του να περιμένει την Αντιγόνη, είχε καιρό να κερατώσει μαζί της τον κύριο δήμαρχο και υποψήφιο βουλευτή. Καιρός να κάνουν άνω κάτω το γραφείο που η ίδια του είχε διακοσμήσει. Με το που είδε την Ελένη να τον πλησιάζει κατάλαβε ότι θα είχε άσχημα ξεμπερδέματα, φαινόταν στο χαμόγελο  και στο ύφος της. Μετά από εκείνη τη φορά στην Αθήνα δεν είχαν ξανασυναντηθεί, την απέφευγε ενώ δεν απαντούσε στις κλήσεις και στα μηνύματα της, όσες φορές συναντήθηκαν ήταν κι άλλοι παρόντες, συνήθως οι γονείς της. Δεν ήταν ότι δεν ήθελε συνέχεια στην περιπέτεια τους από ηθικής πλευράς, -ήταν φίλη της μιας ερωμένης του και κόρη της άλλης,- αλλά ένιωθε ότι η συγκεκριμένη θα του προκαλούσε μπελάδες. Περίμενε πάντα την κατάλληλη στιγμή για να χτυπήσει και έπρεπε να είναι προσεχτικός με τους μπελάδες που προκαλούσαν τα γυναικεία μπερδέματα, δεν ήθελε εχθρούς και κυρίως δεν ήθελε εχθρό του τη γυναίκα του δημάρχου, αν και για την ώρα όπως είχαν έρθει τα πράγματα ο Χριστόφορος θα έβγαινε περισσότερο ζημιωμένος. Προσποιή­θη­κε ότι δεν την είδε και συνέχισε, όμως όταν άκουσε να τον καλεί περιπαικτικά με το επίθετο του, αναγκάστηκε να σταματήσει.

-Μίλα μας και μη μας αγαπάς! Του είπε μόλις τον πλησίασε αρκετά.

-Δε σε είδα. Τι κάνεις Ελένη;

-Καλά! Εσύ; Φαντάζομαι θα είσαι αναστατωμένος.

-Λίγο ξύλο δεν είναι και το τέλος του κόσμου, άλλωστε χρειάζεται κάπου κάπου για να έχουμε να κοκορευόμαστε ότι είμαστε άντρες. Σχολίασε βιαστικά ώστε να ξεμπερδέψει και να φύγει όσο το δυνατόν πιο αναίμακτα. 

-Δεν αναφερόμουν σε αυτό. Μα μη μου πεις ότι δεν ξέρεις!

-Αν με βοηθήσεις, ίσως καταλάβω που αναφέρεσαι.

-Μα στο ότι θα γίνεις πατέρας!

-Λάθος σε πληροφόρησαν. Είπε και ξεκίνησε να φύγει.

-Μάλλον εσένα δεν μπήκαν καν στον κόπο να σε ενημερώσουν, λογικό, θα αφήσει την εγκυμοσύνη της να προχωρήσει ώστε να μην μπορέσεις να την αναγκάσεις να το ρίξει και να αναλάβεις τις ευθύνες σου, θες δε θες.

Εκείνος, υποψιάστηκε ότι αναφερόταν στην Ελπίδα, χωρίς να είναι βέβαιος όμως ότι του έλεγε την αλήθεια η Ελένη. Για να μη φανεί ότι τα έχασε, παριστάνοντας τον ψύχραιμο γύρισε και την κοίταξε με ένα ειρωνικό χαμόγελο.

-Γλυκιά μου, κανείς δεν μπορεί να με αναγκάσει να κάνω κάτι που δε θέλω, ούτε φυσικά και να με χειραγωγήσει. Αν η φιλενάδα σου νομίζει ότι με εύκολα, γυναικεία κόλπα θα με αναγκάσει να κάνω αυτό που έχει στο μυαλό της είναι πολύ γελασμένη, κι αν θέλει παιδί να ξέρει ότι θα το αναλάβει μόνη της. Η Ελένη τον είχε πλησιάσει επικίνδυνα πολύ.

-Πότε θα βρεθούμε; Τον ρώτησε προκλητικά, από τότε στην Αθήνα σε έχω συνέχεια στο μυαλό μου!

-Πέρνα το βράδυ από το σπίτι, είπε και απομακρύνθηκε βιαστικά από κοντά της, αφού είδε την Αντιγόνη να στρίβει στη γωνία. Τελικά όπως όλα έδειχνα έπρεπε να αναβάλει για την ώρα το σχέδιο του να διαβάλει τη Μάρθα, η ατζέντα του για εκείνη την ημέρα έγραφε ότι έπρεπε να ικανοποιήσει σύζυγο και κόρη δημάρχου, και με αυτή την σκέψη χαμογέλασε αυτάρεσκα και συνέχισε το δρόμο του για το γραφείο να φτάσει πριν την Αντιγόνη, στην οποία έπρεπε να βρει κάτι να της πει για την τόσο οικειότητα που είχε η κόρη της μαζί του λίγα λεπτά νωρίτερα στο κέντρο της πόλης.     

 

Ô

 

Τρίτη φορά μέσα σε λίγες ημέρες είχε αναγκαστεί η Μάρθα να ανέβει στο χωριό της και το αποτέλεσμα ήταν ακριβώς το ίδιο, να εκνευριστεί και μάλιστα από τους ίδιους ανθρώπους. Έπρεπε να το είχε φανταστεί όταν η μητέρα της ήταν τόσο γλυκιά στο τηλέφωνο και της είχε ζητήσει να τους επισκεφτεί το συντομότερο, μετά από τον προηγούμενο διαπληκτισμό τους, εξαιτίας του καυγά που είχε ξεσπάσει στο πανηγύρι, ήταν αναμενόμενο ότι κάπου κρυβόταν παγίδα, η κυρία Αγγελική δε ξεθύμωνε έτσι εύκολα. Υπέροχα, τώρα που από όλες τις πόλεις της Ελλάδος είχε επιλέξει να ζήσει στην Άρτα, έπρεπε να συνειδητοποιήσει ότι θα ήταν σε μόνιμη κηδεμονία από τη μητέρα της. «Όχι, εκείνη πρέπει να καταλάβει, το ότι επέστρεψα στην Άρτα δεν της δίνει κανένα δικαίωμα να με μαλώνει και να επιμένει να περάσει το δικό της, επειδή τάχα πιστεύει ότι είναι για το καλό μου»!, είπε δυνατά στον εαυτό της σα να συζητούσε με ένα τρίτο, αόρατο πρόσωπο. Τέλεια θα ξεκινούσε τώρα να παραμιλάει κι από πάνω, θα την τρέλαινε αυτή η γυναίκα αναμφίβολα.

Η απόσταση από το ορεινό χωριό που είχε μεγαλώσει και κατοικούσαν οι γονείς της ήταν μια ώρα, κι όμως σε λιγότερο από μισή ώρα η Μάρθα είχε φτάσει στο σπίτι του Δημοσθένη, με την ένταση που πάταγε το γκάζι. Έριξε μια ματιά στο ρολόι πριν σβήσει τη μηχανή, και συνειδητοποίησε πόσο γρήγορα είχε διανύσει την απόσταση ενός όχι και τόσο καλοδιατηρημένου δρόμου, με λακκούβες, και πολλές απότομες στροφές. Μάλλον είχε Άγιο μαζί της για να μη βρεθεί σε κανέναν απότομο γκρεμό έτσι όπως γκάζωνε, ίσως να ήταν εκείνος ο αόρατος συνομιλητής, με τον οποίο είχε στήσει κουβέντα κατά τη διάρκεια της διαδρομής. Ακούμπησε το κεφάλι της πίσω στη θέση του οδηγού, κρατώντας ακόμα σφιχτά το τιμόνι. Ήθελε να χαλαρώσει πριν ανέβει στο σπίτι και συναντήσει το Δημοσθένη, της είχε υποσχεθεί ότι θα της μαγείρευε και ότι θα έβρισκε το φαγητό έτοιμο όταν θα επέστρεφε από το χωριό, όμως κι εκείνος δεν υπολόγιζε ότι θα γύριζε τόσο γρήγορα. Ήταν η τρίτη συνεχόμενη βραδιά που θα έμενε στο σπίτι του, και ειλικρινά ένιωθε πολύ καλά εκεί μαζί του, της άρεσε να μοιράζετε το κρεβάτι του, να ξυπνάει το πρωί και να τον βλέπει δίπλα της χαλαρό να εξακολουθεί να κοιμάται ή να ανοίγει τα μάτια της από τη φασαρία που έκανε για να ετοιμαστεί να πάει στη δουλειά του, προσπαθούσε να κάνει ησυχία για να μην την ξυπνήσει, όμως δεν τα κατάφερνε ιδιαίτερα καλά, είχε συνηθίσει να μένει μόνος του, οπότε δεν είχε ποτέ την έγνοια ενός άλλου προσώπου το πρωί στο σπίτι. Ύστερα σκέφτηκε το δικό της διαμέρισμα, περνούσε μόνο για να πάρει ρούχα. Λυπήθηκε εκείνο το μικρό σπιτάκι που μόλις της το είχε δείξει ο μεσίτης, το αγάπησε και ονειρεύτηκε τη ζωή που θα ξεκινούσε στην Άρτα μέσα σε αυτό. Όμως ο Νίκος είχε καταφέρει και της είχε καταστρέψει το οχυρό, έσφιξε τα μάτια της να σβήσει τις εικόνες, όμως εκείνες έγιναν πιο έντονες. Αφού κατάφερε να ησυχάσει τον εαυτό της, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το να πετάξει τον καναπέ δεν ήταν αποτελεσματικό, πλέον ούτε που μπορούσε να μένει μέσα εκεί κι όμως εκείνος μετά το κακό που της έκανε είχε το θράσος να πάει να συναντήσει τους γονείς της και να τους μιλήσει. Φυσικά και η μάνα της θα έπεφτε από τα πλούτη και τη δόξα του, κι έτσι όπως είδε μελανιασμένο το ‘‘φτωχό’’ το παιδί, θεώρησε ότι για όλα έφταιγε εκείνος ο αγροίκος που έδερνε κόσμο, τελεία και παύλα η Μάρθα έπρεπε να διακόψει κάθε σχέση μαζί του. Ευτυχώς για άλλη μια φορά ο πατέρας της περισσότερο συναισθηματικός, ή μάλλον λογικός, δεν είχε μείνει ευχαριστημένος από την γνωριμία του με το Νίκο. Στην έκθεση του φάνηκε ευχάριστος και ευγενικός νέος όμως μόλις άκουσε τι είχε να τους πει και ότι η κόρη του είχε σχέση με δύο άντρες στην Αθήνα, έγινε πυρ και μανία, τέτοιοι άντρες δε φοράνε παντελόνια όταν εκθέτουν τα κορίτσια στους γονείς τους. Όμως φυσικά η Αγγελική είχε αντίθετη άποψη, δεν εξέθεσε κανένα κορίτσι, τους άνοιξε τα μάτια και τους ενημέρωσε για ποιο ξαφνικό λόγο η Μάρθα παράτησε την Αθήνα για να έρθει να ζήσει στην επαρχιακή τους πόλη. Και αφού την αγαπούσε ακόμα, παρά τα όσα του είχε κάνει, έδειχνε το μέγεθος των συναισθημάτων του και καλά θα έκανε η Μάρθα να το αντιληφθεί όσο ήταν νωρίς και να έσμιγε ξανά μαζί του. 

Άνοιξε το στόμα της και άρχισε να κατηγορεί το Νίκο στους γονείς της, ούτε εκείνη ήξερε τι έλεγε από τον εκνευρισμό της. Ήταν έτοιμη να τους πει για το βράδυ στο διαμέρισμα της και το λόγο που έφαγε το ξύλο από τον ‘‘αιμοβόρο’’ συνοδό της, όπως κατηγορούσε η μητέρα της το Δημοσθένη, όμως πρόλαβε και συγκρατήθηκε, ένιωσε ντροπή και λύπη για τους γονείς της. Είδε το ανήσυχο βλέμμα του πατέρα της να την κοιτάει διερευνητικά στα μάτια, σα να προετοιμαζόταν για αυτό που ερχόταν. Έτσι προτίμησε να φύγει χωρίς να πει κάτι περισσότερο. Άκουσε το κινητό να χτυπάει δίπλα της, στη θέση του συνοδηγού, όπου το είχε παρατήσει. Ήταν ο πατέρας της, δεν ήθελε να μιλήσει περισσότερο, ήθελε απλά να την αφήσουν ήσυχη. Θα προτιμούσε να πάει στη μικρή της φυλακή, όπως είχε καταντήσει εκείνος ο άθλιος το οχυρό της και να μείνει μόνη στο σκοτάδι με τα φαντάσματα της. Αφού πήρε μια βαθιά εισπνοή απάντησε στον πατέρα της, ήθελε απλά να μάθει αν είχε φτάσει στην Άρτα, είχε ανησυχήσει έτσι όπως έφυγε από το σπίτι τους μετά από το νέο καυγά με τη μάνα της. Η Μάρθα τον καθησύχασε ότι οι καυγάδες με την Αγγελική είχαν γίνει ρουτίνα για την ίδια από τη μέρα που ήρθε να μείνει στην Άρτα, οπότε λίγα λεπτά αφού έφυγε από το σπίτι είχε ηρεμίσει. Την ήξερε πια οπότε δεν της έδινε σημασία, καταλάβαινε ότι η μητέρα της ήθελε το καλό της όμως δεν ήξερε σε όλες τις περιπτώσεις ποιο ήταν, και το ότι ο Χαΐτογλου είχε χρήματα δε σήμαινε ότι θα πέρναγε και καλά μαζί του, ο πατέρας της συμφώνησε και της είπε ότι ήταν δική του υπόθεση η μητέρα της και ότι στην ίδια είχε απόλυτη εμπιστοσύνη, άλλωστε για τη δική της ζωή επρόκειτο. Τον άκουσε λίγο διστακτικό την ώρα που της έλεγε καληνύχτα και ήταν έτοιμος να το κλείσει, κάτι τον παίδευε, κάποιο κακό προαίσθημα για αυτό που εκείνη δεν είπε, όμως τελικά δεν τόλμησε να ρωτήσει, ήταν καλύτερο να μην ξέρει και η Μάρθα έδωσε υπόσχεση να μην το αναφέρει ποτέ ξανά. Καλύτερα να θεωρούσαν ότι το λάθος ήταν δικό της παρά ότι κακόπαθε με έναν άντρα που η μάνα της επέμενε να τα ξαναβρεί μαζί του. Άλλωστε το είχε μοιραστεί με εκείνους που έπρεπε να το ξέρουν, το είχε εκμυστηρευτεί στην Ξένια και το γνώριζε και ο Δημοσθένης που είχε αναλάβει την προστασία της όπως όλα έδειχναν, και υποψιαζόταν ότι ήταν γνώστης και ο Γιάννης, ο οποίος είχε δείξει ιδιαίτερη διακριτικότητα και του ήταν ευγνώμον.

Αφού ανάκτησε την ψυχραιμία της, βγήκε από το αυτοκίνητο και ανέβηκε στο διαμέρισμα του Δημοσθένη, είχε καθίσει μισή ώρα στο αυτοκίνητο και είχε συνέρθει από την ένταση που της είχε προκαλέσει η Αγγελική. Έπρεπε να μάθει ο Δημοσθένης τι είχε συμβεί ή καλύτερα όχι; Μάλλον θα ήταν προτιμότερο να του το πει, τα μυστικά δεν είχαν ευνοήσει την σχέση τους στην πρώτη της φάση. Άλλωστε αν προχωρούσαν τα πράγματα μεταξύ τους έπρεπε να γνωρίζει για ποιο λόγο η μάνα της δε θα τον συμπαθούσε. Ξεκλείδωσε με το ζευγάρι τα κλειδιά που της είχε παραχωρήσει και προχώρησε προς την κουζίνα που άκουγε τους ήχους από τα διάφορα σκεύη, στάθηκε στην πόρτα και τον κοίταξε, εκείνος γυρισμένος προς τον πάγκο δεν την κατάλαβε, η Μάρθα χαμογέλασε και πήγε και έχωσε τα χέρια της γύρω του ακουμπώντας χαλαρωμένη το κεφάλι της στην πλάτη του.

-Μωρό μου ήρθες κιόλας;

-Ναι, μη μιλάς λίγο, είπε έχοντας κλείσει τα μάτια της. Ο Δημοσθένης άφησε κάτω ότι κρατούσε και γύρισε προς την πλευρά της για να την κλείσει μέσα στην αγκαλιά του.

-Τι συνέβη; Ποιος σε πείραξε;

-Ποιος άλλος;

-Ο Νίκος; Ρώτησε νιώθοντας το αίμα του να βράζει.

-Όχι η μάνα μου. Απάντησε εκείνη απόλυτα γαληνεμένη όπως ένιωθε τα χέρια του γύρω της.

-Τι σε ήθελε;

-Να με παντρέψει. Το Δημοσθένη τον έπιασαν τα γέλια.

-Με ποιον, με το Σωτηράκη;

-Όχι, με το Νικολάκη;

-Ποιο Νικολάκη; Τη ρώτησε και την απομάκρυνε λίγο για να την κοιτάξει.

-Με αυτόν που φαντάζεσαι!

-Πάει καλά η μάνα σου; Τη ρώτησε συγχυσμένος.

-Δε θα το έλεγα.

-Μα πως στην ευχή…; Είπε και διέκοψε την φράση του στη μέση. Η Μάρθα τον ρώτησε αν αργεί το φαγητό, και ξεκίνησαν μαζί να στρώνουν το τραπέζι, εξιστορώντας του το νέο καυγά που είχε με την Αγγελική και τις τρελές απαιτήσεις της. Του είπε και για την σκέψη της να μη μιλήσει για το βιασμό της στους γονείς της, εκείνος συμφώνησε μαζί της αφού έδειχνε να καταλαβαίνει όλα όσα του είπε. Αφού είχαν τελειώσει το δείπνο, με τη Μάρθα να του εκμυστηρεύεται την κάθε της σκέψη, ένιωσε ένα είδος αγαλλίασης. Γνωρίζονταν τόσο λίγο, είχαν καυγαδίσει είχαν χωρίσει και είχαν ξανασμίξει και παρά την κακή στιγμή, ο Δημοσθένης δεν φαινόταν να την κρίνει για αυτό που είχε μάθει ότι είχε συμβεί στην Αθήνα με τους δύο εραστές, αντιθέτως έδειχνε ότι την εμπιστευόταν απόλυτα. Προφανώς το αγόρι της είχε αυτοπεποίθηση και δεν είχε λόγο να ανησυχεί για κανέναν με λεφτά και θέση. Πως γινόταν να νιώθει ταύτιση και τόσο άνετα με έναν άντρα που ήξερε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Μήπως ήταν όντως το άλλο της μισό, αν υπάρχει μόνο ένας άνθρωπος στη γη που σου ταιριάζει απόλυτα, τότε όλα τα σφάλματα που είχε κάνει στην Αθήνα θα ήταν δικαιολογημένα, ακόμα και η άρνηση της Ελπίδας να τον παντρευτεί και όλος ο τρόπος της γνωριμίας τους δε θα ήταν παρά το σχέδιο που είχε κανονίσει εξ αρχής η μοίρα για να συναντηθούν και να είναι μαζί! Αν δεν είχε μπλέξει με δυο άντρες η Μάρθα δε θα είχε κανένα λόγο να φύγει από την Αθήνα και να έρθει να έχει πάνω από το κεφάλι της τη μητέρα της, αν η Ελπίδα είχε πει το ναι, τώρα εκείνος θα ετοιμαζόταν να παντρευτεί με μια άλλη, άσε που η ίδια μπορεί να είχε πέσει από το γεφύρι και να είχε σκοτωθεί, αλλά ακόμα κι αν δεν είχε συμβεί δε θα τον είχε γνωρίσει, και ούτε στην έκθεση θα είχε συμμετάσχει. Συνειδητοποιώντας όλες αυτές τις μικρολεπτομέρειες, αφήνοντας στην άκρη όλα τα δυσμενή που της είχαν συμβεί από την στιγμή που είχε γυρίσει στην ιδιαίτερη πατρίδα της, έριξε το βλέμμα της επάνω του, παρέμενε και εκείνος σιωπηλός σαν κάτι να τον απασχολούσε, κοιτώντας το φαγητό στο πιάτο του. Βιάστηκε να αποτραβήξει το βλέμμα της από πάνω του, για να εξακολουθήσει τις δικές της σκέψεις, φυσικά και τη βόλευε να σκέφτεται έτσι, αμέσως έπαιρνε συγχωροχάρτι για τις εσφαλμένες πράξεις της, όπως το ότι έμπλεξε με δύο άντρες. Όμως ο Νίκος ήταν παρόν, θυμίζοντας της το και ψάχνοντας τρόπους να τα διαλύσει όλα. Μέχρι στιγμής δεν τα είχε καταφέρει, και το καταλάβαινε αφού εκείνη την στιγμή έβλεπε απέναντι της το Δημοσθένη, τώρα το τι θα έλεγε η μάνα της και τι θα πίστευε ήταν απλώς μια ενόχληση που δε θα έπρεπε να την αφορά από την στιγμή που η Αγγελική ήταν αυταρχική ούτως ή άλλως. Αν δεν ήταν ο Νίκος κάποιον άλλον τρόπο θα έβρισκε να τη μαλώσει και να προσπαθήσει να την ελέγξει, φυσικά για το καλό της, όμως ποιος άλλος ήξερε το καλό της περισσότερο από την ίδια. Το πως ένιωθε όταν ήταν με το Δημοσθένη, ακόμα και τώρα που τα είχαν ξαναβρεί και όμως είχε αποφύγει να κάνει έρωτα μαζί της, με την υποψία και μόνο του πως είχε νιώσει μετά από αυτό που της έκανε ο αχρείος ο πρώην της. Τα βράδια της έπαιρνε στην αγκαλιά του και κοιμόνταν και ήταν τόσο τρυφερός, που μόνο φιλιά και επιτρεπτά χάδια αντάλλασαν.

-Τι σκέφτεσαι; Τον ρώτησε αφού του έριξε μια ματιά και πρόσεξε ότι παρέμενε αφηρημένος.

-Τίποτα! Είπε και έβαλε μια μπουκιά στο στόμα του.

-Είσαι ο πρώτος άνθρωπος που δεν σκέφτεται τίποτα και καταφέρνει την ίδια ώρα να φαίνεται σκεφτικός. Χαμογέλασε, αφού ήπιε λίγο από το νερό του μίλησε.

-Κοίτα, σκεφτόμουν κάτι απλά δεν ξέρω μήπως σου φανεί ότι είναι νωρίς.

-Να το ακούσω;

-Να απλά, μήπως θα ήθελες να συγκατοικήσουμε;

-Πράγματι είναι νωρίς, απάντησε και τον είδε να κατανεύει θετικά, όμως νομίζω ότι θα μπορούσαμε να το προσπαθήσουμε, συνέχισε, βέβαια για την ώρα δε θα ξενοικιάσω το σπίτι, καλό είναι να υπάρχει ένας χώρος να μπορώ να απομονώνομαι αν υπάρξει ανάγκη.

-Τι ανάγκη;

-Αν για παράδειγμα μαλώσουμε. Στη συγκατοίκηση οι καυγάδες είναι πιο συχνοί, μη κρίνεις από τις τρεις μέρες που με φιλοξένησες, αν μείνω μαζί σου θα έχω τα ίδια δικαιώματα.

-Και τις ίδιες υποχρεώσεις, της είπε εκείνος πειραχτικά.

-Ναι. Οπότε ας δούμε πρώτα αν θα λειτουργήσει και ύστερα ξενοικιάζω.

-Όπως θες, αν έχεις λεφτά για πέταμα! Μειδίασε.

-Προτιμώ να τα πετάω, από το να ψάχνω έπειτα για σπίτι ή να τρέχω να με φιλοξενεί ο θείος μου αν μαλώσουμε, πολλές ερωτήσεις…

-Μα προβλέπεις ότι θα γίνεις τόσο μεγάλος καυγάς ανάμεσα μας;

-Όχι, δεν το πιστεύω, απλά το κάνω και για το κακό το μάτι.

-Είσαι προληπτική;

-Μόνο όταν νιώθω ευτυχισμένη, είπε και του χαμογέλασε κοιτώντας τον τρυφερά.

 

Ô

 

Ήταν πολύ ικανοποιημένος από το εγχείρημα του ο Νίκος, πηγαίνοντας να συναντήσει τους γονείς της δεν περίμενε την επιτυχία που θα είχε, αν και θα έπρεπε να το φανταστεί, όταν τον απομάκρυνε από τους δικούς της στην έκθεση των αρτινών καλλιτεχνών. Από ότι του είχε εξομολογηθεί η Μάρθα όταν ήταν ζευγάρι, η μάνα της πάντα προσπαθούσε να την ελέγχει, και από ότι φαινόταν τώρα που είχε επιστρέψει στην Άρτα μάλλον προσπαθούσε να την έχει υπό τον έλεγχο της ξανά. Αν και ο Νίκος δεν πίστευε ότι μπορούσε κάποιος να αναγκάσει τη Μάρθα να κάνει αυτό που ο ίδιος ήθελε, λειτουργούσε εντελώς ανεξάρτητα αυτό το κορίτσι, ποια άλλη θα τολμούσε να αρνηθεί πρόταση γάμου από έναν Χαΐτογλου, και επιπλέον ποια άλλη θα τολμούσε να τον απατάει κατ εξακολούθηση. Το να παρασυρθεί μια φορά από έναν άλλον άντρα θα μπορούσε να συμβεί, αλλά και πάλι θα έβαζε πάνω το προσωπικό της συμφέρον που ήταν η οικονομική του κατάσταση, όμως εκείνη τα έγραψε όλα στα παλιά της τα παπούτσια, έμπλεξε με δύο άντρες και όταν ήρθε η ώρα της επιλογής, δεν έμεινε με κανέναν. Όσο και να μην ήθελε, θαύμαζε τη συμπεριφορά της, είχε γνωρίσει γυναίκες και γυναίκες, μόλις μάθαιναν το όνομα και την ισχύ του με τη μία του έκαναν τα γλυκά μάτια και εκείνος δεν είχε αντισταθεί πάντα στον πειρασμό, ίσως πράγματι μόνος του να είχε σπρώξει τη Μάρθα στο να τον απατήσει, δεν ήταν σαν τις άλλες που θα παραβλέπανε, θα κλαίγανε και θα αποζητούσαν την προσοχή του με καυγάδες, ώσπου να αντιλαμβάνονταν ότι σε εκείνον δεν έπιαναν αυτά, οπότε θα προτιμούσαν να επιλέξουν να εθελοτυφλούν από το να χάσουν την κότα με τα χρυσά αυγά. Εκείνη έβλεπε, δεν αντιδρούσε και έκανε τα ίδια που της έκανε πίσω από την πλάτη του, και την ώρα της μεγάλης απόφασης η απάντηση της ήταν «όχι» και στους δύο εραστές της. Έπρεπε να τη δαμάσει αυτή τη γυναίκα, την ήθελε δική του και μόνο δική του, την είχε ποθήσει από την πρώτη στιγμή που την είχε γνωρίσει, ο τρόπος που κινούταν, ο τρόπος που έδειχνε ότι δε νοιαζόταν γι αυτά που ενδιαφέρονταν όλες οι άλλες. Ήταν μοναδική και έπρεπε να την πάρει πίσω από αυτόν τον ανάξιο λόγου άντρα, που σίγουρα δεν του άξιζε.

Η σκέψη του χωρίς να το θέλει πήγε στην Ελπίδα, ίσως ούτε εκείνη να νοιάστηκε για τα χρήματα του, μπορεί απλά να μη θεωρούσε τον εαυτό της τόσο τυχερό. Άλλωστε όταν γνωρίστηκαν ήταν απλά περαστικός από τον τόπο τους, μπορεί να μην της έλεγε και τίποτα το όνομα του, όμως το να μείνει έγκυος και να μη θέλει να του το πει, έδειχνε ξεκάθαρα τις προθέσεις της. Έκανε λάθος αν πίστευε ότι ο Νίκος θα έπεφτε θύμα μιας συνθήκης που του επέβαλλαν. Μόλις της έκανε την πρόταση του «ή το παιδί ή εμένα», να δεις που θα έτρεχε να το ρίξει για να μην χάσει τα οφέλη, εκτός κι αν ήθελε να του ρουφάει λεφτά με εκβιασμούς, αλλά εκείνος θα ήταν ξεκάθαρος, άλλωστε ήταν πολύ μικρή για να λειτουργήσει με αυτό τον τρόπο, και δε θα σκεφτόταν στα 21 της να θυσιάσει τη ζωή της για να φέρει στον κόσμο ένα παιδί χωρίς πατέρα που δε θα νοιαζόταν για εκείνο, άλλωστε ποιος τον διαβεβαίωνε ότι το παιδί ήταν δικό του πράγματι. Βέβαια υπάρχουν τα τεστ πατρότητας, αλλά ο ίδιος δε θα το διαπραγματευόταν. Από το προηγούμενο μεσημέρι που το είχε μάθει από την Ελένη, είχε αποφύγει να επικοινωνήσει μαζί της, βέβαια ήταν και συνεχώς απασχολημένος, μία με τη γυναίκα του δημάρχου, ύστερα να κοιτάξει τις δουλειές του, το βράδυ με την κόρη του δημάρχου, και όλη εκείνη τη μέρα με τους γονείς της Μάρθας. Πολύ τα είχε μπλέξει τα πράγματα με τόσες γυναίκες γύρω του, αν και ήταν έτοιμος να δείξει την έξοδο στην Ελπίδα. Όμως και η Ελπίδα δεν είχε επικοινωνήσει μαζί του, ένα μήνυμα του έστειλε για να τον ρωτήσει αν θα βρεθούνε και όταν της απάντησε ότι είχε δουλειές, δεν τον ενόχλησε άλλο.

Ήταν μόνος του στο διαμέρισμα που νοίκιαζε και αναρωτιόταν πως θα περνούσε το βράδυ του γιορτάζοντας το θρίαμβο του. Είχε βρει εκεί που δεν το περίμενε μια σύμμαχο, ίσως να κέρδιζε τελικά το παιχνίδι, ίσως απλά κατάφερνε να εκνευρίσει τη Μάρθα περισσότερο, αλλά κάπου στο βάθος μέσα του κάτι του έλεγε ότι η φωτογράφος ήταν η γυναίκα που του ταίριαζε και ότι και εκείνη παρά τα πείσματα που του έκανε τον αγαπούσε, απλά έπρεπε να υπάρξει και κάποιος άλλος να της το πει και όταν θα το συνειδητοποιούσε, θα τέλειωνε με την Άρτα και θα την έπαιρνε μαζί του στην Αθήνα ή σε όποια άλλη ευρωπαϊκή χώρα εκείνη επιθυμούσε. Όσο όμως εκείνη παρέμενε με το Δημοσθένη και εκείνος έπρεπε να έχει μια συντροφιά, την Ελπίδα δεν ήθελε να τη δει, του μυριζόταν προβλήματα και δεν είχε διάθεση για καυγάδες και κλάματα, είχε μια πολύ όμορφη μέρα για να την χαλάσει. Την Αντιγόνη την είχε δει το περασμένο μεσημέρι, ήταν παντρεμένη γυναίκα και καλό θα ήταν να μην προκαλεί, υπήρχε όμως η κόρη της, την οποία είχε υποτιμήσει  την πρώτη φορά που βρέθηκε μαζί της. Ήταν όμως το ίδια καλή με τη μάνα της, και ακόμα και τον ίδιο με την τόση εμπειρία άφηνε άφωνο, με το τι πράγματα ήταν πρόθυμη να κάνει για να ευχαριστηθούν το σεξ. Λογάριασε λίγο το ενδεχόμενο ότι δεν ήταν καλή ιδέα να δίνει τόσο θάρρος στην μικρή, αν το μάθαινε η μάνα της θα το έπαιρνε σαν προσβολή. Τι κακό και αυτό με τις γυναίκες, να ενοχοποιούν την ευχαρίστηση και να παίρνουν στραβά την προσφορά του να κρατάει ικανοποιημένη όλη την οικογένεια, είπε χαμογελώντας ειρωνικά με αυτή τη σκέψη. Πριν το σκεφτεί περισσότερο και το μετανιώσει, κάλεσε τον αριθμό της Ελένης και κανόνισαν να συναντηθούν στο διαμέρισμα του. Σε δέκα λεπτά η Ελένη του χτύπαγε το κουδούνι, η πόρτα άνοιγε και εκείνη χιμούσε μέσα, τον έσπρωχνε μέχρι τον καναπέ και καθισμένη στην αγκαλιά του αντάλλασαν παθιασμένα φιλιά στο στόμα ενώ τριβόταν επάνω του…

 

Ô

 

Καθισμένη στον καναπέ της κοίταζε το χαρτί με τα αποτελέσματα που είχε πάρει από το γυναικολόγο, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι ήταν έγκυος, κράτησε το κεφάλι μέσα στα χέρια της, τι θα έκανε; Ήρθε στο μυαλό της η συζήτηση που είχε δυο μέρες πριν με την Ελένη. Τι είχε λοιπόν σκοπό να κάνει, μπορεί σε εκείνη να είχε πει ότι ήθελε να κρατήσει το παιδί, όμως ήταν έτοιμη για τόσες ευθύνες; Στην σκέψη της Ελένης και μόνο, ένιωσε το αίμα της να ανεβαίνει στο κεφάλι, ειλικρινά πως δεν είχε καταλάβει τόσο καιρό τι ύπουλο φίδι ήταν, και καλά ήθελε να της επισημάνει τις δυσκολίες, όμως δεν ήταν μόνο τα λόγια που εξαπόλυσε, αλλά ο τρόπος που το έκανε. Δεν της παράθετε, ως κάποιος αντικειμενικός θεατής, τα ενδεχόμενα αλλά αντιθέτως την κατηγορούσε ότι σκοπός της ήταν να τυλίξει το Νίκο, λες και η ίδια δεν γνώριζε ότι ο Νίκος απλά δεν τυλιγόταν, ήταν σαν το αεράκι που δεν πιάνεται, και εκείνη είχε επιθυμήσει να γευτεί, να αισθανθεί εκείνο το περαστικό αεράκι γιατί με το πέρασμα του είχε νιώσει την καρδιά της να χτυπάει και να την ενημερώνει ότι είναι ζωντανή. Δεν υπήρχε αμφιβολία λοιπόν, η φίλη της ήταν απλώς μια κομπλεξική, ζηλιάρα, που επειδή τύχαινε να είναι η κόρη του δημάρχου και εκείνης της βρώμας της Αντιγόνης, δε θεωρούσε ικανή μιαν άλλη κοπέλα, ακόμα κι αν ήταν φίλη της να έχει κάτι καλύτερο από την ίδια, και η Ελπίδα έβγαινε με έναν από τους πιο περιζήτητους άντρες της χώρας. Θυμήθηκε τις κατηγορίες της, ότι η Χριστίνα έβγαινε με το Δημοσθένη, όλα ψέματα, μάλλον ήξερε ότι έβγαινε με το Γιάννη και απλά της το είχε πει για να την ενοχλήσει και να δημιουργήσει προστριβές στην σχέση με τη φίλη της. Βέβαια για την ώρα δεν μπορούσε να μιλήσει με την Χριστίνα, δεν ήθελε να της ξεφύγει κάποιο κουτσομπολιό και να φτάσει στα αυτιά του Δημοσθένη. Αποφάσισε να επιστρέψει στα προβλήματα της, άλλωστε και ο Δημοσθένης πλέον την πλήγωνε, μάλλον έφταιγε που τα πράγματα με το Νίκο δεν είχαν πάει και τόσο καλά, αλλιώς ούτε που θα νοιαζόταν για το με ποια ήταν και τι έκανε ο πρώην της. Πόσο εγωίστρια! Μόνη της τα είχε χαλάσει όλα κι όμως ήταν έτοιμη να ρίξει τις ευθύνες προς κάθε κατεύθυνση προκειμένου να μην αναγνωρίσει τα σφάλματα της.

Το Νίκο είχε να τον δει από το επόμενο πρωινό του πανηγυριού, είχε φύγει και δεν είχαν ειδωθεί ούτε είχαν μιλήσει για τρεις περίπου ημέρες, μόνο ένα μήνυμα είχαν ανταλλάξει που της έλεγε ότι είχε πολλή δουλειά και δε θα βρίσκονταν. Δεν την είχε απασχολήσει πολύ η σιωπή του, είχε να αντιμετωπίσει και εκείνη τα δικά της, πιθανόν να είχε ενοχληθεί από την επιμονή της να καταγγείλουν το Δημοσθένη και επειδή πίστευε ότι κάτι είχε κάνει για να επιμένει να μην πάνε στην αστυνομία, όμως δεν μπορούσε να φανταστεί τι μπορεί να ήταν αυτό. Όπως και να είχε, οι τρεις αυτές μέρες της είχαν δώσει τον χρόνο που χρειαζόταν για να σκεφτεί διάφορα, να κάνει τις εξετάσεις και να αποφασίσει πως έπρεπε να κινηθεί, συν την έκπληξη που της είχε προκληθεί από την αντίδραση της Ελένης όταν έμαθε για την εγκυμοσύνη. Όμως παρά του ότι γνώριζε από το πρωί ότι ήταν έγκυος, δεν είχε καταφέρει να πάρει κάποια απόφαση. Αλλά όσο και αν το καθυστερούσε δεν μπορούσε να το αποφεύγει για πάντα, έπρεπε να ενημερώσει το Νίκο για την κατάσταση της, ήξερε ότι δεν μπορούσε να περιμένει πολλά από εκείνον, όμως όταν θα πέρναγε η πρώτη έκπληξη ίσως να μην ήταν τόσο άσχημη η αντίδραση του. Όπως και να είχε η αβεβαιότητα που την ταλάνιζε ήταν χειρότερη και όταν έπρεπε να πάρει κάποιος δύσκολες απο­φά­σεις καλό θα ήταν να το κάνει μια και έξω. Την βδέλλα που έχει κολλήσει επάνω σου και σου πίνει το αίμα δεν θα την βγάλεις απαλά από το δέρμα σου, θα την τραβήξεις απότομα με αποτέλεσμα να πονέσεις, όμως θα σταματήσει να σου ρουφάει το αίμα.

Έφτασε έξω από την πολυκατοικία του την ώρα που μια κοπέλα έβγαινε και έτσι εκείνη μπήκε χωρίς να χτυπήσει το κουδούνι, ανέβηκε ως τον όροφο του. Αφού στάθηκε μια στιγμή, πρόσεξε από μια χαραμάδα ότι η πόρτα ήταν ανοιχτή, ενώ έφτασαν ευχαριστημένες φωνές ως εκείνη, με συγκρατημένη την ανάσα της, έσπρωξε την πόρτα και μπήκε μέσα, προχώρησε μέχρι το καθιστικό που έβλεπε φως αναμμένο. Στάθηκε στο κατώφλι προσπαθώντας να αντιληφθεί το μέγεθος της προδοσίας, τώρα πλέον τα καταλάβαινε όλα, πόσο καιρό συνέβαινε αυτό πίσω από την πλάτη της. Ο Νίκος καθιστός και η Ελένη να ανεβοκατεβαίνει επάνω του, φωνάζοντας, με τα μάτια κλειστά και ένα χαμόγελο ευχαρίστησης. Με την οργή να την κατακλύζει όρμησε πάνω τους και άρπαξε τη φίλη της από το μαλλί αναγκάζοντας τη να τραβηχτεί από την αγκαλιά του άντρα που περίμενε το παιδί του, η Ελένη από το ξαφνικό και ανεπιθύμητο χώρισμα άνοιξε τα μάτια της και είδε το χέρι της Ελπίδας να έρχεται καταπάνω της και να την χτυπάει χωρίς σταματημό. Ο Νίκος μπήκε ανάμεσα τους να τις χωρίσει, η Ελένη κρύφτηκε από πίσω του για να αποφύγει τα χτυπήματα της, γυμνή και ευάλωτη δεν μπορούσε να αντιδράσει στην οργή της μαινάδας που είχε μετατραπεί η Ελπίδα. Ο Νίκος αφού δέχτηκε γρατσουνιές και κάποια χτυπήματα, που μετά το ξύλο που έφαγε στο πανηγύρι του φάνηκαν όμοια με χάδι, κατάφερε να συγκρατήσει τα χέρια της Ελπίδας. Την κοίταξε προσεχτικά, τα μάτια της ήταν δακρυσμένα όμως αντανακλούσαν την απόγνωση και την οργή μέσα τους, τόσο για εκείνον όσο και για τη φίλη της, το στήθος της ανεβοκατέβαινε από τις γρήγορες αναπνοές που έπαιρνε.

-Άφησε με. Τον διέταξε με ήσυχη αλλά αποφασιστική φωνή.

-Θα σε αφήσω, Ελένη μάζεψε τα ρούχα σου, ντύσου και φύγε.

-Γιατί να φύγει, ας μείνει να απολαύει τη συνέχεια.

-Δεν είναι θέμα της Ελένης.

-Κάνεις λάθος, είναι περισσότερο θέμα της Ελένης από ότι είναι δικό σου. Πόσο καιρό συμβαίνει αυτό; Πες το.

-Είναι πρώτη φορά! Είπε ο Νίκος που δεν ήθελε να δώσει μεγαλύτερη έκταση στο θέμα, καλύτερα να πίστευε ότι παρασύρθηκαν μια φορά. Όμως η Ελένη θυμωμένη από το ξύλο που είχε φάει είχε άλλη γνώμη.

-Γιατί της λες ψέματα; Πρώτη φορά συνέβη στην Αθήνα, όταν πήγα να ψάξω για σχολή, βρεθήκαμε εκεί τυχαία και πηδηχτήκαμε.

-Σκάσε, της είπε ο Νίκος εκνευρισμένος, ενώ η Ελπίδα με τα δάκρυα να κυλάνε από τα μάτια της κουνούσε το κεφάλι της καταφατικά σα να τα καταλάβαινε όλα πια. Ντύσου και εξαφανίσου, είπε στην Ελένη, ενώ άφηνε ελεύθερα τα χέρια της κοπέλας του, έτσι αποδυναμωμένη που ήταν.

-Δεν μπορείς να κρατήσεις του πουλί μέσα στο βρακί σου, γι αυτό σε άφησε η άλλη, έτσι δεν είναι;

-Μην μπλέκεις τις ιστορίες, εκείνη δεν είναι καλύτερη από εμένα.

-Ω, αλήθεια και τότε τι ήρθες εδώ και την κυνηγάς; Ναι, Ελένη μου, είπε στη φίλη της που τους κοίταζε παραξενεμένη ενώ ντυνόταν, μη νομίζεις ότι επειδή τον έχασα εγώ τον κέρδισες εσύ, γι’ άλλη καίγεται ο αγαπημένος μας και δέρνεται στα πανηγύρια για τα μάτια της, ή μάλλον τον δέρνουν, είπε για να τον χτυπήσει εκεί που θα τον πονούσε.

-Δεν ξέρεις τι λες!

-Τι έκανες στο κορίτσι Νίκο; Δεν έχω ξαναδεί τόσο έξω φρενών το Δημοσθένη…

-Μην αρχίζεις πάλι Ελπίδα, ότι και να έγινε ανάμεσα στο κορίτσι και σε εμένα δε σε αφορά.

-Φυσικά, όπως δε με αφορά ότι πήδαγες εμένα και τη φίλη μου και ποιος ξέρει ποια άλλη όλον αυτό τον καιρό που είμαστε μαζί.

-Μη μου το παίζεις αθώα εμένα, ή νομίζεις ότι δεν ξέρω και τα δικά σου; Τον κοίταξε απορημένη και περίμενε να ακούσει για ποιο πράγμα την κατηγορούσε. Είσαι έγκυος έτσι; Πότε είχες σκοπό να μου το πεις;

-Γι αυτό ήρθα, είπε και του έδωσε το χαρτί του γιατρού. Αν και αυτό δε νομίζω ότι αλλάζει κάτι, όπως είναι τα πράγματα.

-Ώστε είναι αλήθεια; Είπε κοιτάζοντας τα αποτελέσματα, και αφού το τσαλάκωσε το πέταξε στο πρόσωπο της. Έχεις δίκιο σε τίποτα δεν αλλάζει, δε θέλω παιδιά Ελπίδα, ή μάλλον για να το θέσω πιο σωστά, δε θέλω παιδί από εσένα Ελπίδα.

-Είμαστε σύμφωνοι, ούτε εγώ θέλω παιδί από εσένα Νίκο, και αν μέχρι τώρα είχα αμφιβολίες και δεν ήθελα να θυσιάσω αυτό το αθώο πλάσμα, τρέμω μόνο και με την ιδέα να το φέρω στον κόσμο και να έχει τα γονίδια σου. Δε θέλω να σε ξαναδώ μπροστά μου, ούτε εσένα, είπε κοιτάζοντας την Ελένη, το καλό που σου θέλω να φύ­γεις από την Άρτα το συντομότερο δυνατό, και να πας όπου διάολο θες για να σπου­δά­σεις, αν και έχεις έμφυτο το ταλέντο της πόρνης, θα πας μπροστά αναμφίβολα.

-Δε σου επιτρέπω…

-Έχουμε ξεπεράσει πλέον το στάδιο αν μου επιτρέπεις ή δε μου επιτρέπεις, αν δω κάποιον μπροστά μου να ξέρετε ότι δεν το έχω σε τίποτα να δημιουργήσω σκάνδαλο. Τσουλίτσα. Γι αυτό καλό θα ήταν όταν με συναντάτε να στρίβετε.

-Έχεις θράσος! Σχολίασε ο Νίκος.

-Μιλάς εσύ για θράσος, αλήθεια πως θα φαινόταν στην Αντιγόνη αν μάθαινε ότι πηδιέσαι με την κόρη της.

-Γιατί μπλέκεις τη μάνα μου;

-Γιατί άραγε; Είπε η Ελπίδα και έστριψε να φύγει. 

 

Ô

 

Έκλαιγε δυο ώρες ασταμάτητα επάνω στο κρεβάτι της, έφερνε και ξανάφερνε στη μνήμη της όλα όσα είχαν προηγηθεί στο σπίτι του Νίκου, πάνω και από το ότι τον βρήκε να είναι με την καλύτερη της φίλη, την πόνεσε περισσότερο το γεγονός ότι της πέταξε το χαρτί με τα αποτελέσματα στο πρόσωπο, και ότι της είπε ότι δεν ήθελε το παιδί της. Πως μπορούσε να εξακολουθήσει να ζει στην ίδια πόλη με τον κίνδυνο να τους δει ανά πάσα στιγμή. Ίσως έπρεπε να παραδειγματιστεί από την άλλη και να φύγει μακριά του, στην Άρτα δεν είχε τίποτε να την κρατάει, ήταν η πόλη της, είχε εκεί τους γονείς της, όμως ούτε εργαζόταν, ούτε είχε κάποια υποχρέωση, καλύτερα να έφευγε για την Αθήνα, να πήγαινε στον αδερφό της, ο οποίος εργαζόταν σε μια εταιρεία. Εκεί θα έβρισκε ησυχία, θα έβαζε τα πράγματα σε μια σειρά, και θα είχε έναν άνθρωπο να του μιλήσει, να τον εμπιστευτεί και να την στηρίξει χωρίς τις φωνές και τις υστερίες που θα της έβαζε η μάνα της όταν μάθαινε ότι είναι έγκυος, ήδη είχαν στήσει καυγά επειδή χώρισε με το Δημοσθένη, που να μάθαινε ότι περίμενε το παιδί κάποιου άλλου. Ό,τι απόφαση ήταν να πάρει, ήθελε να την πάρει από μόνη της και νηφάλια, δεν ήθελε να την πιέσει κανείς. Με τον Πέτρο παρά τη διαφορά της ηλικίας που είχαν ήταν αρκετά δεμένοι, πάντα σε εκείνον έτρεχε να μιλήσει και να του πει τα μυστικά της, ήταν η καλύτερη λύση. Ίσως να έβρισκε μάλιστα μια δουλειά και να έμενε πάντα στη μεγάλη και αχανή πόλη. Κατέβασε μια βαλίτσα και άρχισε να τη γεμίζει με ρούχα και προσωπικά αντικείμενα. Ύστερα μπήκε στο internet και έψαξε για τα δρομολόγια του ΚΤΕΛ, θα έφευγε με το πρώτο πρωινό. Μέχρι τις έξι που θα καλούσε ταξί για να φύγει από το σπίτι ήταν πολλές οι ώρες και ήξερε ότι θα τις περάσει ξάγρυπνη. Δεν έκανε καν την προσπάθεια να ξαπλώσει στο κρεβάτι της, έμεινε καθισμένη σε μια καρέκλα, με την βαλίτσα μπροστά της και μια τσάντα ώμου δίπλα της να περιμένει να φτάσει η ώρα για να φύγει.      

 

 

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ

 

Δυο μήνες μετά…

Είχε εγκατασταθεί για τα καλά στο σπίτι του Δημοσθένη η Μάρθα, όλα τα προσωπικά της αντικείμενα, ρούχα, cds, βιβλία, και ο υπολογιστής της είχαν βρει το χώρο τους. Στο εγκαταλελειμμένο διαμέρισμα της οδού Πέτρας, από το οποίο σχεδόν δεν περνούσε, είχαν παραμείνει τα έπιπλα της, όμως εξακολουθούσε να πληρώνει το νοίκι. Ποιος θα το φανταζόταν όταν πριν από έξι μήνες που πάταγε για πρώτη φορά το πόδι της στην Άρτα με σκοπό να βρει ησυχία και να σκεφτεί τι θα έκανε με τους δύο άντρες που παίδευε και την παίδευαν ότι μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα θα είχε αλλάξει τόσο πολύ η ζωή της. Θα ήταν μόνιμη κάτοικος Άρτας, και θα είχε γνωρίσει τον πιο καταπληκτικό άντρα και μάλιστα θα είχε μετακομίσει στο σπίτι του σε λιγότερο από τέσσερις μήνες σχέσης.  

Τα κακώς κείμενα προσπαθούσε να μην τα σκέφτεται και να μην τους δίνει ιδιαίτερη σημασία, όπως για παράδειγμα το ότι η μάνα της είχε εξαγριωθεί όταν έμαθε ότι θα συζούσε με τον νταή, όπως συνήθιζε να χαρακτηρίζει το Δημοσθένη και δεν είχε δεχτεί να τον γνωρίσει, αντιθέτως με τον πατέρα της, ο οποίος είχε συμπαθήσει το νεαρό άντρα που αγαπούσε η κόρη του και τον ενέκρινε. Βέβαια αυτά ήταν ψιλά γράμματα για την κυρία Αγγελική, αλλά όπως λέει και η παροιμία την οποία ανέφερε συχνά ο πατέρας της «Σαν θέλει η νύφη και ο γαμπρός…», μόνο που στη συγκεκριμένη περίπτωση την τύφλα την είχε η πεθε