Ασημένια Αλυσίδα

 
 

ΑΣΗΜΕΝΙΑ ΑΛΥΣΙΔΑ

Από την ομάδα : Arquelogicos

Διασκευή : Ιώβη Εαρινή

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

           

    Μια αχτίδα πέρασε από τα γρίλιες και χάιδεψε το σεντόνι δίπλα της, η Μάρθα άνοιξε για λίγο τα μάτια της και ύστερα γύρισε την πλάτη της πεισμωμένα, είχε ξενυχτίσει το προηγούμενο βράδυ με το Στέφανο και δεν είχε διάθεση να σηκωθεί ακόμα, άλλωστε ήταν Σάββατο. Από την κουζίνα άκουγε την Ξένια να ανακατεύει τις κατσαρόλες και να προσπαθεί να βάλει τα πιάτα στο πλυντήριο, αλήθεια τι θα έκανε αν δε συγκατοικούσε με τη φίλη και συνάδελφο της από την εφημερίδα, όπως θα έλεγε η μάνα της θα την είχε φάει η σκόνη και η ακαταστασία. Αχ! αυτή η γυναίκα με την καλή κουβέντα στο στόμα ήταν για τη θυγατέρα της. Πάντα ήθελε να ελέγχει τη ζωή της και να την χειραγωγεί, όμως η Μάρθα ήταν ελεύθερο πνεύμα, δε θα άφηνε την κυρία Αγγελική να την καταπιέζει. Θυμήθηκε τότε που ντε και καλά ήθελε να την παντρέψει με το Σωτήρη επειδή είχε ζωντανά και περιουσία στο χωριό, μα καλά που ακούστηκε τον 21ο αιώνα να παντρεύεται κάποια επειδή το θέλησαν οι δικοί της. Καλό παιδί ο Σωτήρης, όμως εκείνη δεν ήθελε απλά να παντρευτεί και να τακτοποιηθεί όπως άλλες κοπέλες που ήξερε, εκείνη αλλιώς είχε ονειρευτεί τη ζωή της και αν δεν τα κατάφερνε προτιμούσε να πεθάνει από το να ζήσει μέσα στη μιζέρια και στη βρωμιά των ζωντανών και της γης. Για τη Μάρθα η επιμονή της Αγγελικής να παντρευτεί κάποιον που δεν είχε ερωτευτεί και δεν τον ήθελε και για τη μητέρα που η θυγατέρα της το είχε αρνηθεί, ήταν αυτό που διέλυσε για πάντα την σχέση των δύο γυναικών. Μάλιστα έπιασε κρυφά και τον Σωτήρη και του ξεκαθάρισε ότι έπρεπε να την βγάλει από το μυαλό του και να βρει κάποια άλλη για να κάνει οικογένεια, χαμός έγινε στο σπίτι όταν μαθεύτηκε, «Πήγες και μας έβαλες στα στόματα του κάθε χωριανού, όλοι θα μας κουβεντιάζουν!», άδικα ο πατέρας προσπαθούσε να τις ηρεμίσει. Φωνάζανε και οι δύο, κι έτσι η Μάρθα πήρε την απόφαση ότι είχε έρθει η ώρα να πάρει τη ζωή στα χέρια της και να φύγει από το χωριό κι από την Άρτα.

    Επόμενη στάση Αθήνα, αφού βρήκε μια δουλειά είχε και τον πατέρα της να την στηρίζει οικονομικά, κρυφά πάντα από την κυρία Αγγελική, γράφτηκε σε μια σχολή φωτογραφίας. Στην σχολή είχε γνωρίσει την Ξένια, εκείνη σπούδαζε δημοσιογραφία, κόλλησαν αμέσως, αποτέλεσμα να αποφασίσουν να συγκατοικήσουν ώστε να μοιράζονται τα έξοδα. Όταν τελείωσαν με την σχολή η Ξένια κατάφερε να βρει πρώτη δουλειά, η Μάρθα είχε κολλήσει με ασχολίες που κάνουν οι φοιτητές για να βγάζουν χαρτζιλίκι. Όμως και η Ξένια στην αρχή δε στάθηκε πολύ τυχερή, με τη δικαιολογία ότι κάνει την πρακτική της τα αφεντικά δεν την πλήρωναν, τελικά αφού έφευγε από τη μία εφημερίδα και πήγαινε σε άλλη κατάφερε να την πάρουν σε μια μεγάλη εφημερίδα πολλών φύλλων, η Ξένια με την πρώτη ευκαιρία μίλησε για τη Μάρθα και έτσι κι εκείνη βρέθηκε να βιοπορίζεται από τη φωτογραφία, αν και τα όνειρα της βρίσκονταν μίλια μακριά από το να δημοσιεύεται η δουλειά της στα φύλλα μια εφημερίδας της οποία το μελάνι έμενε στα χέρια. Όμως είχε κερδίσει την ανεξαρτησία της και δεν άκουγε την γκρίνια της μητέρας της, τις λίγες μέρες του χρόνου που πήγαινε να επισκεφτεί τους δικούς της στο χωριό.

    Το κινητό της που ήταν ακουμπισμένο στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι χτύπησε, η Μάρθα άνοιξε το ένα της μάτι και το κοίταξε με μίσος, ύστερα κοίταξε την αναγνώριση και είδε το όνομα «ΝΙΚΟΣ» να αναβοσβήνει στην οθόνη.

    -Ναι; Μούγκρισε περισσότερο παρά απάντησε στο τηλέφωνο.

    -Μωρό μου, κοιμάσαι ακόμα;

    -Σάββατο είναι… είπε και έκρυψε το κεφάλι της κάτω από το μαξιλάρι, για να μην την ενοχλεί ο ήλιος που έμπαινε από τις γρίλιες του παντζουριού.

    -Δεν πιστεύω να ξενύχτησες εχθές χωρίς εμένα;

    -Για τη δουλειά μουρμούρισε εκείνη, ενώ θυμήθηκε τον Στέφανο να την στριμώχνει και να τη φιλάει.

    -Ας είναι. Πολύ σε κουράζουν όμως σε αυτή τη δουλειά.

    -Το έχουμε ξανασυζητήσει.

    -Τέλος πάντων δεν πήρα να μαλώσουμε, ελπίζω να μην ξέχασες το ραντεβού μας;

    -Όχι, δεν το ξέχασα. Απάντησε ψέματα η Μάρθα.  

    -Ωραία. Γίνε όμορφη τότε για μένα, θα σε πάρω να πάμε να φάμε σε ένα πολύ καλό μαγαζί.

    -Γκουρμέ; Πάλι νηστικοί θα μείνουμε.

    -Καλά αν είναι μετά θα περάσουμε και από καμιά ψησταριά να χορτάσει το μωρό μου. Θα τα πούμε γύρω στις οχτώ!

    Παρά την προσπάθεια της να κλέψει λίγο ακόμα ύπνο η Μάρθα δεν τα κατάφερε, στο τέλος παραιτήθηκε και έβαλε το μαξιλάρι που χρησιμοποιούσε τόση ώρα ως ασπίδα για τον ήλιο κάτω από το κεφάλι της. Νίκος και Στέφανος, οι δύο άντρες της ζωής της ή απλά οι δύο άντρες που έβγαινε μαζί τους την ίδια περίοδο! Ούτε εκείνη ήξερε γιατί έβγαινε και με τους δύο, δεν ήταν κάτι που το συνήθιζε, αλληλοσυμπληρώνονται απαντούσε χαριτολογώντας κάθε φορά στην Ξένια που της έλεγε ότι έπρεπε να αποφασίσει γιατί έπαιζε με τη φωτιά έχοντας παράλληλη σχέση με δύο άντρες και κυρίως όταν ο ένας από αυτούς ήταν ο Νίκος Χαΐτογλου. Είχε προσπαθήσει να αποφασίσει μετρώντας τα υπέρ και τα κατά του καθενός όμως δεν τα είχε καταφέρει να καταλήξει. Ο Νίκος ήταν γοητευτικός, γνώριζε τι ήθελε, δεν παραδινόταν σε συναισθηματισμούς, ήταν ρεαλιστής, με δυο λέξεις, αρσενικό-κατακτητής, ήταν κι ο λόγος που μάλωναν συχνά πυκνά όμως η σχέση τους είχε τόσο πάθος. Από την άλλη ο Στέφανος φαινόταν πιο ήρεμος, αυτοδημιούργητος, πάλευε για τη ζωή του, δεν τα είχε βρει όλα έτοιμα όπως ο Νικόλας. Πιο πολιτισμένος και έπαιρνε από κουβέντες όχι όπως ο άλλος ο βάρβαρος. Αν μπορούσε να έβρισκε κάποιον να συνδυάζει και τους δύο θα ήταν ευτυχισμένη. Όταν κατέληγε σε αυτό το συμπέρασμα η Ξένια την κορόιδευε ότι ο συνδυασμός των δύο θα έπρεπε να βρίσκεται κλεισμένος σε κάποιο ψυχιατρείο οπότε κάθε άλλο από ευτυχισμένη θα γινόταν.

    Θυμήθηκε ότι έπρεπε να περάσει από την εφημερίδα να παραδώσει κάποιες φωτογραφίες για το φύλλο της επόμενης μέρας. Πρώτα τίναξε το πάπλωμα από πάνω της και ύστερα το κλώτσησε εκνευρισμένη από το λίγο και γεμάτο εφιάλτες ύπνο της και σηκώθηκε ώστε να ξεκινήσει η μέρα της. Μπήκε στην κουζίνα που βρήκε την Ξένια να πίνει τον καφέ της και να τρώει κέικ σοκολάτας ενώ διάβαζε την εφημερίδα της.

    -Έφτιαξες κέικ, γι αυτό έκανες τόσο θόρυβο από τα άγρια χαράματα.

    -Στις δέκα φυσικά και είναι άγρια χαράματα για κάποιον που επέστρεψε στις έξι;

    -Εφτά. 

    -Ποιος ήταν στο τηλέφωνο;

    -Ο Νίκος.

    -Πως πέρασες με το Στέφανο;

    Η Μάρθα κοντοστάθηκε για λίγο αναπολώντας τα φιλιά και τα χάδια του Στέφανου.

    -Υπέροχα.

    -Μου κάνει εντύπωση που δεν έχεις διαλέξει ακόμα το Στέφανο. Κάθε φορά που επιστρέφεις από το σπίτι του είσαι χαμογελαστή ενώ όταν βγαίνεις με το Νίκο πιο συχνά μαλώνετε παρά είστε ευχαριστημένοι ο ένας με την παρέα του άλλου.  

    -Περνάμε μια κρίση απλά.

    -Στην προηγούμενη απλή κρίση βρήκε μια ‘‘μικρή’’ χαραμάδα ο Στέφανος και χώθηκε.

    -Ωχ Ξένια, μην αρχίζεις την κατήχηση, μεγάλο κορίτσι είμαι. Απάντησε και παίρνοντας μια κούπα γεμάτη με καφέ χώθηκε στο ντους. Με την Ξένια τα πήγαιναν πάντα πολύ καλά, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει πως κάποιες φορές η φίλη της ένιωθε ότι είχε την ευθύνη της και άρχιζε να τη συμβουλεύει. Ειδικά από την στιγμή που είχαν μπλεχτεί τα ερωτικά της, το είχε παρακάνει και της φαινόταν ανυπόφορο της Μάρθας να τη συμβουλεύει ο οποιοσδήποτε, και στην τελική τι ξόδευαν τα λόγια τους αφού δεν υπήρχε περίπτωση να κάνει κάτι που της έλεγαν οι άλλοι, έπρεπε να το είχαν συνειδητοποιήσει πια! Αφού ντύθηκε πρόχειρα μπήκε στο αμάξι της για να πάει στην εφημερίδα να παραδώσει το υλικό, ύστερα θα πήγαινε στο κομμωτήριο να της φτιάξουν τα μαλλιά, ο Νίκος είχε ακουστεί πολύ επίσημος για να εμφανιστεί με το συνηθισμένος της λουκ.

    Παραδομένη στα χέρια της κομμώτριας, άρχισε να αναρωτιέται γιατί ο Νίκος ήταν τόσο επίσημος και τι να ήθελε άραγε να της πει, αφού σκέφτηκε διάφορα ενδεχόμενα κατέληξε ότι πολύ πιθανόν να της έλεγε ότι είχε κλείσει ένα χώρο σε κάποια γκαλερί για να κάνει έκθεση φωτογραφίας! Αυτό ήταν και το μεγάλο της όνειρο όμως μέχρι στιγμής δεν τα είχε καταφέρει, όλο έλεγε ότι θα έκανε οικονομία με τα χρήματα που έβγαζε από τη δουλειά αλλά οι αποταμιεύσεις της δεν έφταναν για να κλείσει μια αίθουσα όπως ακριβώς την ήθελε και να γίνουν τα πάντα σωστά. Ο Νίκος λόγω του πατέρα του είχε γνωριμίες και μπορεί να είχε μιλήσει σε κάποιον ώστε να κατεβάσουν την τιμή.

    «Πως δεν το σκέφτηκα!» μουρμούρισε στον εαυτό της, σίγουρη ότι αυτός ήταν ο λόγος που ο Νίκος της είχε καλέσει να βγουν και να πάνε σε ένα ακριβό εστιατόριο. Χαμογέλασε ενθουσιασμένη στο είδωλο της στον καθρέφτη και γέμισε προσδοκίες για το βράδυ. Ύστερα ο νους της έτρεξε πίσω στη μέρα που τον είχε γνωρίσει. Είχαν περάσει δυόμιση χρόνια από τότε οπότε αποκλείεται να την έβγαζε λόγω κάποιας επετείου τους, άλλωστε δεν ήταν και κανένας ρομαντικός, αντιθέτως με τον Στέφανο που κάποιες φορές έφτανε στην υπερβολή με το να θυμάται πότε και που πρωτοφιλήθηκαν και άλλα τέτοια γλυκανάλατα. Ποιος θα το έλεγε ότι εκείνο το ελαφρύ τρακάρισμα θα ήταν το ξεκίνημα μιας σχέσης, βγήκαν και οι δύο από τα αυτοκίνητα κι άρχισαν να φωνάζουν ο ένας στον άλλον, η Μάρθα δεν είχε συναίσθηση για το πώς ήταν αυτός που της φώναζε, μόνο ότι της είχαν χτυπήσει το καινούργιο αυτοκίνητο και ότι κάποιος της φώναζε, οπότε αποφάσισε να φωνάξει ακόμα δυνατότερα ώστε να μην ακούσει φράσεις του τύπου «Κάτσε να πλύνεις τα πιάτα σου μωρή αντί να βγαίνεις στον δρόμο» και άλλα τέτοια χαριτωμένα που λένε οι άντρες οδηγοί στις γυναίκες. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησε ότι ο άλλος είχε σωπάσει και την κοίταζε ενώ στα χείλη του είχε σχηματιστεί ένα ελαφρύ μειδίαμα. Έβαλε φρένο στις φωνές και τον κοίταξε ανασηκώνοντας το φρύδι της.

    -Περίμενα ότι δε θα σταματούσες ποτέ να φωνάζεις!

    -Με χτύπησες! Του είπε εκείνη αδιαφορώντας για το σχόλιο.

    -Σταμάτησες απότομα.

    -Είχε ένα κρυμμένο στοπ, του είπε και του έδειξε την πινακίδα δίπλα από το φουντωτό δέντρο, άλλωστε ας μην ερχόσουν τόσο κολλητά πίσω μου. Πρέπει να πληρώσεις! Είπε και έβαλε το χέρι της στη μέση.

    -Φυσικά και θα πληρώσω. Της απάντησε και της χάρισε το πιο γοητευτικό στραβό χαμόγελο που είχε δει ποτέ, επέστρεψε στο αμάξι του και πήρε δίπλωμα και ασφάλεια. Αφού τελείωσαν με τα διαδικαστικά τη ρώτησε χωρίς να φαίνεται ότι υπάρχει κάποιο ίχνος ειρωνείας στα λόγια του.

    -Όση ώρα φώναζες ήξερες τι έλεγες ή απλά φώναζες για να σκεπάσεις τις φωνές μου;

    Η Μάρθα ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της και μπήκε στο αμάξι της, εκείνος έσκυψε στο ανοιχτό παράθυρο της.

    -Τι δε θα μου δώσεις το τηλέφωνο σου;

    -Έτσι κάνεις εσύ για να γνωρίσεις κάποια, την χτυπάς με το αμάξι;

    -Συνήθως όχι, αν δεν έχω καλύτερη επιλογή πάλι μπορεί και να το κάνω.

    Ήταν πάνω από ένα χρόνο με το Νίκο όταν στη ζωή της μπήκε ο Στέφανος, με εκείνον τα πράγματα ήταν λιγότερο θεαματικά, γνωρίζονταν ήδη από τη δουλειά και κάποιες φορές είχαν συνεργαστεί για να καλύψουν μαζί τα θέματα, εκείνος το άρθρο και η Μάρθα τις φωτογραφίες, που θα το συνόδευαν, με τον Στέφανο υπήρχε χημεία όμως λόγω του ότι το κορίτσι ήταν σε σχέση δεν είχε προχωρήσει, όμως η Μάρθα με το Νίκο ήταν πολλές φορές στα μαχαίρια, έτσι ενέδωσε στο διακριτικό αρχικά φλερτ του συνεργάτη της, που όσο πήγαινε γινόταν όλο και πιο τολμηρό ώσπου στο τέλος ενέδωσε ολοκληρωτικά, μετά από αυτό ο Στέφανος πίστευε ότι θα χώριζε με τον άλλον, και η Μάρθα που της άρεσε να την έχει κάποιος στα όπα όπα ειδικά όταν ο Νίκος γινόταν γαϊδούρι και την αγνοούσε προτίμησε να αφήσει τον Στέφανο να το πιστεύει. Όμως ο Νίκος ξαφνικά έγινε ιδιαίτερα περιποιητικός μαζί της, και εκείνη δεν έλεγε να χωρίσει, για λίγο καιρό η Μάρθα προσπάθησε να αποφασίσει με ποιον θα έπρεπε να μείνει, στο τέλος παραιτήθηκε από το δίλημμα αφήνοντας το χρόνο και τη ζωή να επιλέξει για εκείνη.

    Χαρούμενη με την σκέψη της έκθεσης φωτογραφίας επέστρεψε στο σπίτι όλο κέφι, ευτυχώς η Ξένια έλειπε και δε θα της χάλαγε τον ενθουσιασμό με την γκρίνια και τις δυσμενείς προβλέψεις της, το χειρότερο ήταν που η ζωή τις περισσότερες φορές τη δικαίωνε. Θα μπορούσε να είχε μετακομίσει και να έμενε μόνη της, όμως παρά τους τσακωμούς τους που έληγαν μέσα σε σύντομα χρονικά διαστήματα τη Μάρθα τη βόλευε να έχει μια συγκάτοικο ώστε να μην επιθυμούν να μένουν στο σπίτι της οι εραστές της, Έτσι απέφευγε τις δυσάρεστες εκπλήξεις όπως το να συμπέσουν την ίδια ώρα στο σπίτι της, βέβαια το ότι δούλευε με το Στέφανο τη βοηθούσε να τον έχει καλύτερα υπό έλεγχο. Όσο για το Νίκο λόγω της ιδιαιτερότητας της δουλειά της, μπορούσε εύκολα να προφασίζεται δικαιολογίες.   

    Καθισμένοι ο ένας απέναντι στον άλλον απολάμβαναν το φαγητό τους χωρίς να μιλάνε ιδιαίτερα, η Μάρθα περίμενε ανυπόμονα να ακούσει τα ευχάριστα νέα από τα χείλη του Νίκου, ενώ εκείνος αναρωτιόταν πως θα ήταν καλύτερα να της το πει. Με ελάχιστες κουβέντες για το πως τους φαίνονταν το φαγητό, χαμογελούσε ο ένας στον άλλο και βυθίζονταν ξανά στη σιωπή.

     -Δε σε βρίσκω και πολύ ομιλητική σήμερα. Άλλες φορές δεν προλάβαινα να ανοίξω το στόμα μου, από την φλυαρία σου. Συμβαίνει κάτι;

    -Τίποτα δε συμβαίνει. Είχα αφοσιωθεί στο φαγητό μου. Άλλη φορά κύριε μου αν θες να σου μιλάω, να με πηγαίνεις σε τίποτα παλιομάγαζα που το φαγητό δε θα είναι άξιο προσοχής.

    -Α! Ωραία είσαι εσύ, εγώ θέλω να σε ευχαριστήσω και εσύ με έχεις στο φτύσιμο για το φαγητό. Θα αρχίσω να ζηλεύω στο τέλος. Σχολίασε γελώντας ώστε να αλαφρώσει κάπως το κλίμα που έχει δημιουργηθεί από τη σιωπή τους, το γέλιο όμως έσβησε κι ο Νίκος έγινε σοβαρός. Σ’ αγαπώ Μάρθα!

    -Ξαφνικός ρομαντισμός; Τι προσπαθείτε να πετύχετε κύριε;

    -Μάρθα μιλάω σοβαρά. Σ’ αγαπώ, το ξέρω ότι δε σου το δείχνω συχνά αλλά είσαι για μένα πολύ σημαντική. Πιστεύω όμως ότι και εσύ νιώθεις το ίδιο. Δεν είμαι και κανένας τυχαίος.

    -Μιλάς λες και πρέπει να σου χρωστάω χάρη που είμαι μαζί σου.

    -Έλα μην αρπάζεσαι κατευθείαν, άλλωστε έχω να σου πω κάτι πολύ σημαντικό.

    -Πολύ επίσημο ύφος πήρες. Αρχίζω και ανησυχώ! Του απάντησε, χαρίζοντας του ένα χαμόγελο.

    -Πιστεύω, δηλαδή είμαι σίγουρος ότι ήρθε η ώρα να παντρευτούμε. Είμαστε τόσο καιρό μαζί που δε νομίζω ότι έχουμε να περιμένουμε τίποτε άλλο. Σίγουρα δέχεσαι έτσι δεν είναι; Δεν χρειάζεται να σε ρωτήσω. Και βγάζοντας ένα κουτί από χρυσοχοείο το ανοίγει αφήνοντας το μπροστά της. 

    -Νίκο τι πάει να πει δεν χρειάζεται να με ρωτήσεις; Και βέβαια χρειάζεται. Και έχω να σου πω ότι δεν είμαι σίγουρη, πρέπει να το σκεφτώ, δώσε μου λίγο χρόνο.

    -Με δουλεύεις. Δεν έχεις τίποτα να σκεφτείς. Άλλες στη θέση σου θα παρακαλάγανε.

    -Είσαι απαίσιος. Ήθελες να φανείς ρομαντικός τρομάρα σου. Γι’ αυτό το ακριβό εστιατόριο,  τα σ’ αγαπώ και οι αηδίες. Στην πραγματικότητα είσαι τόσο κυνικός που στην προσπάθεια σου να φανείς ρομαντικός καταντάς γελοίος. Η σιωπή για άλλη μια φορά ήρθε και κάθισε ανάμεσα τους, μέχρι που ο Νίκος αποφάσισε να τη διακόψει.

    -Ίσως έχεις δίκιο!

    -Ίσως;

    -Εντάξει, το ξέρω ότι μιλάω άσχημα μερικές φορές θα προσπαθήσω να διορθωθώ όμως, συγχώρεσε με. Θα σκεφτείς την πρότασή μου, έτσι δεν είναι;

    -Θα την σκεφτώ. Ο Νίκος έβγαλε το δαχτυλίδι από το κουτί και της το πέρασε στο δάχτυλο.

    -Δε δέχτηκα ακόμα !

    -Δε στο δίνω γι αυτό, δε με νοιάζει αν θα δεχτείς, δηλαδή με νοιάζει, αλλά όπως και να έχει το πήρα για σένα και θέλω να το κρατήσεις ανεξάρτητα από την απάντηση που θα μου δώσεις. Αλλά για να μη λέω ψέματα, ελπίζω πως θα σε κάνει να δεχτείς, πιο γρήγορα.

    Επιστρέφοντας στο σπίτι η Μάρθα δεν ήξερε πως έπρεπε να νιώθει για την πρόταση του Νίκου, άλλο περίμενε και άλλο άκουσε. Της είχε κάνει πρόταση γάμου και είχε παραδεχτεί ότι την αγαπούσε. Η πρόταση έγινε πολύ άκομψα, όσο βέβαιος και να ήταν δεν έπρεπε να το θέσει με αυτό τον τρόπο, αιώνιος Νίκος όμως, θέλω κάτι, απλώνω το χέρι μου και το αρπάζω, από την άλλη ήταν δύσκολο για εκείνον να εκφράζει τα συναισθήματα του και της είχε πει ότι την αγαπούσε, δεν είχε λόγο να το κάνει αν δεν ίσχυε. Λοιπόν τι θα έκανε θα δεχόταν την πρόταση του Νίκου και θα χώριζε τον Στέφανο, ή θα αρνούταν την πρόταση του Νίκου και θα έμενε με τον Στέφανο, όπως όλα έδειχναν είχε έρθει η ώρα να πάρει την απόφαση που την πίεζε η Ξένια. Αγαπούσε όμως το Νίκο τόσο ώστε να κάνει τις περισσότερες φορές πίσω στα καπρίτσια του και στους κακούς του τρόπους, γιατί έπρεπε να ήταν βέβαιη ότι από την στιγμή που θα του έλεγε ΝΑΙ θα είχε κάνει την πρώτη μεγάλη υποχώρηση, ο Νίκος δεν ήταν από εκείνους που θα δεχόταν να μη γίνει το δικό του. Αν και μετά την πρόταση έριξε αρκετό νερό στο κρασί του με το να ζητήσει συγνώμη, μήπως είχε αρχίσει να αλλάζει ή αυτό θα κρατούσε μέχρι να παντρευτούν. Κι ο Στέφανος; Τι ένιωθε για εκείνον, και αν ο Νίκος άρχιζε πάλι τα ίδια μήπως έτρεχε στην αγκαλιά του για να παρηγορηθεί. Ω δεν ήθελε να γίνουν σαν τόσα και τόσα ζευγάρια που ζούσαν συμβατικά, αν κάτι ζήλευε στους γονείς της ήταν ότι αγαπιόνταν ακόμα μετά από τόσα χρόνια, μπορεί να ήταν αρκετά διαφορετικοί όμως υπήρχε ενδιαφέρον. Κι όσο για τους τσακωμούς τους, ευθυνόταν συνήθως η Μάρθα, η μάνα να προσπαθεί να την συνετίσει και ο πατέρας πιο υποχωρητικός να της παίρνει το μέρος.

    Τι καθόταν και τυραννιόταν, το επόμενο βράδυ θα συναντούσε το Στέφανο, και αφού οι καταστάσεις απαιτούσαν να πάρει άμεσα απόφαση, θα την έπαιρνε το επόμενο βράδυ, ακουμπώντας το ποτήρι που έπινε κρασί πάνω στο νεροχύτη πήγε να κοιμηθεί, απορώντας που η Ξένια είχε κοιμηθεί πάλι με τις κότες. «Η φτωχούλα, δεν έχει καθόλου προσωπική ζωή… βεβαία έχω εγώ και για τις δυο μας, αν τελικά πάρω μια απόφαση ίσως να έρθει η ισορροπία και να βρει και εκείνη κάποιον». Κατέληξε πριν πάει να ξαπλώσει.

    Το πρωί που συναντήθηκαν με την Ξένια της είπε για τα καθέκαστα από την έξοδο της με το Νίκο, εκείνη δε φάνηκε να εκπλήσσεται από τίποτα κάτι που δυσαρέστησε τη Μάρθα που περίμενε περισσότερο ενδιαφέρον για τα νέα της από τη φιλενάδα της.

    -Οπότε θα μείνεις με το Νίκο, να υποθέσω;

    -Δεν ξέρω.

    -Ακόμα δεν ξέρεις;

    -Το βράδυ θα βγω με το Στέφανο, μετά θα αποφασίσω.

    -Μου κάνει εντύπωση που τόσο καιρό η ζυγαριά δεν έχει βαρύνει προς την πλευρά κάποιου ούτε λίγο.

    -Ναι, νομίζω ότι τους αγαπώ και τους δύο.

    -Ή δεν αγαπάς κανέναν!

    -Πως μπορείς να το λες αυτό;

    -Αν ήσουν με κάποιον και μάθαινες ότι διατηρούσε παράλληλη σχέση με άλλη δε θα πληγωνόσουν;

    -Μάλλον.

    -Δε σε νοιάζει όμως αν θα πληγώσεις τα αισθήματα κάποιου που λες ότι αγαπάς. Φαντάσου πως θα νιώσουν όταν τύχει και το μάθουν. Ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο η αλήθεια βγαίνει πάντα στο φως.

    -Σταμάτα να το γρουσουζεύεις. Άλλωστε όλα δρομολογήθηκαν.

    -Πως; Αφού δεν έχεις πάρει κάποια απόφαση ακόμα.

    -Ώρες ώρες με εκνευρίζεις τόσο!

 

    Μπαίνοντας η Μάρθα στο σπίτι του Στέφανου, είδε το τραπέζι στρωμένο, δίνοντας της ένα πεταχτό φιλί στα χείλη της πήρε το παλτό και το κρέμασε στον καλόγερο πίσω από την πόρτα.

    -Καλωσόρισες στο βασίλειο σου, βασίλισσα μου!

    -Ω είσαι ένας κόλακας, του απάντησε παιχνιδιάρικα η Μάρθα και προχώρησε στο εσωτερικό του σπιτιού. Ετοίμασες δείπνο βλέπω.

    -Τίποτα σημαντικό.

    -Δεν πιστεύω να τα παράγγειλες;

    -Ξέρεις ότι δεν το χρειάζομαι, δεν είναι η πρώτη φορά που σου μαγειρεύω. Η Μάρθα χωρίς δεύτερη σκέψη χώθηκε στην αγκαλιά του και αναζητώντας τα χείλη του αντάλλαξαν ένα φιλί γεμάτο πάθος. Έπρεπε να τον βαθμολογήσει σε όλα πριν πάρει την τελική απόφαση.

    -Μμμ ωραίο, της είπε και της χαμογέλασε, μόλις χωρίστηκαν, έλα, και τραβώντας την απαλά από το χέρι την έφτασε ως την καρέκλα, της την τράβηξε και την έβαλε να καθίσει.

    -Με κακομαθαίνεις.

    -Μου αρέσει να σε κακομαθαίνω. Κρασί;

    -Φυσικά. Ώστε υπάρχουν άντρες ακόμα σαν αυτούς που βρίσκεις στα βιβλία;

    -Μόνο εγώ έχω απομείνει.

    -Κι από ποιο άρλεκιν το έσκασες;

    -Δε θυμάμαι τον τίτλο, το μόνο που θυμάμαι είναι ότι ήσουν εσύ η πρωταγωνίστρια. Είπε κάνοντας τη Μάρθα άθελα της να κοκκινίσει. Και βγήκα γιατί πέθαινα να σε γνωρίσω και στην πραγματική ζωή.

     -Γιορτάζουμε κάτι; Τον ρώτησε για να αλλάξει θέμα.

    -Γιορτάζω την κάθε μέρα που είμαι μαζί σου.

    -Συνέχισε έτσι και θα κερδίσεις, μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της.

    -Τι είπες;

    -Τίποτα. Είπε χαζεύοντας τον άντρα απέναντι της. Ξεκίνησαν να τρώνε το φαγητό τους συζητώντας ανάλαφρα, αν και ο Στέφανος φαινόταν προβληματισμένος για κάτι.

    -Συμβαίνει κάτι μωρό μου;

    -Η αλήθεια είναι ότι κάτι συμβαίνει.

    -Θες να μου πεις γιατί είσαι ανήσυχος;

    -Να, απλά δεν ξέρω πως θα πάρεις την πρόταση μου;

    -Είναι πολύ ανήθικη; Τον ρώτησε πονηρά και του χαμογέλασε.

    -Οι ανήθικες προτάσεις θα ακολουθήσουν μετά από αυτή, είπε και σηκώθηκε από τη θέση του. Έβαλε το χέρι στην τσέπη του και έβγαλε από αυτή ένα μονόπετρο δαχτυλίδι. Μάρθα θες να γίνεις η γυναίκα μου;

    -Στέφανε, με αιφνιδιάζεις. Απάντησε ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα σιωπής.

    -Τι σημαίνει αυτό;

    -Δεν ξέρω , θέλω να το σκεφτώ, εννοώ ότι είναι ένα σοβαρό βήμα στη ζωή μας και πρέπει να είμαστε απόλυτα σίγουροι για το αν θα το κάνουμε…

    -Εντάξει σε καταλαβαίνω, θες χρόνο, τον έχεις. Βέβαια πρέπει να παραδεχτώ ότι περίμενα να μου δώσεις θετική απάντηση χωρίς να το πολυσκεφτείς.

    -Συγνώμη.

    -Μη ζητάς συγνώμη, φτάνει βέβαια να μου απαντήσεις θετικά όταν θα το έχεις πια σκεφτεί! Έτσι θέλω να χαμογελάς!

    Έκπληξη της δημιούργησε όταν επέστρεψε σπίτι και βρήκε την Ξένια να την περιμένει. Πετώντας όπως όπως το παλτό και την τσάντα της σε μια πολυθρόνα ξάπλωσε παραιτημένη στον καναπέ δίπλα στην Ξένια.

    -Τι έγινε, κατέληξες;

    -Ώστε γι αυτό με περίμενες, ήθελες να μάθεις την ετυμηγορία;

    -Ε όσο να ‘ναι, το κοινό σου περιμένει εδώ και πολύ καιρό να δει ποιος από τους δύο κυρίους θα κέρδιζε την καρδιά της δεσποσύνης. Άσε με να μαντέψω, όσο καλός κι αν είναι ο Στέφανος ο Νίκος σε κερδίζει λόγω της πρότασης του, κάλλιο πέντε και στο χέρι.

    -Εδώ κάνεις λάθος, οι δυο κύριοι βρίσκονται ισοπαλία, και μάλιστα για τους ίδιους λόγους.

    -Δηλαδή;

    -Μου έκανε πρόταση γάμου και ο Στέφανος.

    -Αποκλείεται. Η Μάρθα σήκωσε το χέρι με το δαχτυλίδι που της είχε φορέσει ο Στέφανος. Αυτά είναι. Γιατί δε δέχεσαι και τις δύο προτάσεις, θα είναι και πιο οικονομικά.

    -Βρε Ξένια παίζεις με τον πόνο μου κι εσύ τώρα! Αφού έμειναν για λίγο σιωπηλές η Μάρθα τόλμησε να ξεστομίσει αυτό που την προβλημάτιζε από την στιγμή που άκουσε το Στέφανο να της κάνει πρόταση γάμου, λίγες ώρες μετά από εκείνη του Νίκου. Υπάρχει περίπτωση να είναι συνεννοημένοι;

    -Τι εννοείς;

    -Δεν ξέρω, κι αν κάποιος είχε καταλάβει την ύπαρξη του τρίτου προσώπου, συναντήθηκαν και συμφώνησαν να παίξουν μαζί μου. Τόση σύμπτωση πια;

    -Αν και δεν πιστεύω συνήθως στις συμπτώσεις, μου φαίνεται λίγο παράξενο να ήρθαν σε τέτοια συμφωνία, ειδικά όσο σκέφτομαι ότι ο ένας από τους δύο είναι ο Νίκος, δε θα έπαιρνε καθόλου ψύχραιμα την απιστία σου, θα γινόταν θηρίο και εσύ δε θα την έβγαζες καθαρή με δυο προτάσεις γάμου.

    -Καθαρή το λες αυτό; Κι αν περιμένει αυτός ο οποίος θα δεχτώ να παντρευτώ να ξεσπάσει πάνω μου και για τους δύο.

    -Δε θα επέτρεπε σε καμία περίπτωση ο Νίκος να έχει αυτή την ευχαρίστηση κάποιος άλλος εκτός από τον ίδιο. Όχι δεν πιστεύω ότι το ξέρουν ήδη, αν και αργά ή γρήγορα θα το μάθουν, στην περίπτωση που δεχτείς το Στέφανο αποκλείεται ο Νίκος να το αφήσει έτσι, και στην περίπτωση που δεχτείς το Νίκο, με το Στέφανο είστε στην ίδια δουλειά, δε θα μείνει για πολύ καιρό κρυφός ο γάμος σου, άσε που όταν ακούσει ότι παντρεύτηκες τον «πρώην» σου θα καταλάβει ότι δεν τον χώρισες ποτέ, κι έτσι τα κομμάτια του πάζλ θα μπουν με μιας στη θέση τους.

    -Εντάξει, το πιασα.

    -Τι θα κάνεις;

    -Δεν ξέρω. Πρέπει να το σκεφτώ, και για να το κάνω πρέπει να απομακρυνθώ και από τους δύο.   

 

    Άνοιξε το παράθυρο του αυτοκινήτου της να μπει δροσερός αέρας, είχε παρκάρει στο πεζοδρόμιο κοντά στο γεφύρι. Τι όμορφη που ήταν στα αλήθεια η πόλη της το είχε ξεχάσει τόσα χρόνια που είχε να την επισκεφτεί. Κάθε χρόνο πήγαινε μόνο για λίγες μέρες που τις πέρναγε με τους γονείς της στο χωριό, περαστική ήταν από την Άρτα, ποτέ δεν είχε σταθεί να μείνει για λίγο στην πόλη. Βγήκε από το αυτοκίνητο και πήγε στο ιστορικό γεφύρι, ανέβηκε και περπάτησε πάνω του χαζεύοντας το ποτάμι, είχε μπει η άνοιξη πια και τα νερά που κυλούσαν στο ποτάμι δεν ήταν πολλά, φυσικά περισσότερα από ότι θα ήταν το καλοκαίρι. Έμεινε να χαζεύει το νερό και τους διαβάτες προσπαθώντας να αδειάσει το μυαλό της από τα προβλήματα της, ήταν η πρώτη μέρα από την άδεια της, δεν χρειαζόταν να αναλωθεί σε αυτά. «Ωχ βρε Μάρθα, μέχρι πότε θα αποφεύγεις να αντιμετωπίσεις τα θέματα σου». Πολύ διστακτική την είχε κάνει αυτή η υπόθεση, δυσκολευόταν να αναγνωρίσει τον εαυτό της, ήταν πάντα των μεγάλων αποφάσεων δε δίστασε ούτε στιγμή όταν χρειάστηκε να φύγει από τους γονείς της και να πάει στην Αθήνα να βρει το δρόμο της, ίσως τότε γνώριζε ότι έφταιγε η μητέρα της που την είχε σπρώξει να το κάνει, ενώ τώρα δικαιολογίες δεν υπήρχαν, όλο το σφάλμα ήταν δικό της, που είχε παίξει με τα αισθήματα δύο ανθρώπων που την είχαν ερωτευτεί. Ίσως είχε δίκιο η Ξένια που θεωρούσε ότι δεν είχε αγαπήσει κανέναν από τους δύο, αν κάποιον είχε ξεχωρίσει η καρδιά της δε θα είχε αφήσει περιθώρια και στον άλλον να μπει στη ζωή της. Υπό αυτές τις συνθήκες το καλύτερο που μπορούσε να κάνει ήταν να χωρίσει και με τους δύο. Δεν είχε νόημα να μείνει με κάποιον.  

    Η απόφαση είχε παρθεί χωρίς ιδιαίτερο κόπο, από την αρχή ήξερε τι έπρεπε να κάνει μα δεν το έπαιρνε απόφαση, δεν την άρεσε η ιδέα να είναι μόνη της, αλλά ίσως θα της έκανε καλό, θα τα έβρισκε με τον εαυτό της χωρίς να την απασχολούν άλλα πρόσωπα. Ίσως και ένα νέο ξεκίνημα σε κάποια άλλη πόλη δε θα ήταν κακό, πάντα της άρεσε να αλλάζει παραστάσεις, όμως είχε καταλήξει στην Αθήνα και είχε βαλτώσει εκεί. Δεν μπορούσε να δικαιολογήσει τον εαυτό της που είχε αφήσει τα όνειρα και τις δυνατότητες της να πηγαίνουν στράφι και για να μην μελαγχολεί με αυτό, κατέληξε να βρει δυο άντρες για να κρατάει απασχολημένο τον εαυτό της. Ανακουφισμένη από την απόφαση της πήρε την Ξένια τηλέφωνο.

    -Αποφάσισα.

    -Σου πήρε ένα χρόνο να αποφασίσεις όσο ήσουν στην Αθήνα και μόλις έφυγες από εδώ, μέσα σε λίγες ώρες αποφάσισες;

    -Θα σταματήσεις ποτέ τα σχόλια;

    -Δε γίνεται, είμαι δημοσιογράφος το ξεχνάς; Αυτό είναι το βίτσιο μου. Λοιπόν;

    -Δε θα μείνω με κανέναν. Θα χωρίσω και με τους δύο.

    -Θεωρώ σοφή την απόφαση σου, αν και δεν μπορώ να μην παραδεχτώ ότι με βάζεις σε σκέψεις.

    -Όπως;

    -Ότι μόλις πάτησες το πόδι σου στην Άρτα βρέθηκε τρίτος.

    -Πως θα είναι τρίτος αφού θα έχω χωρίσει τους άλλους δύο πρώτα.

    -Σοβαρά τώρα Μάρθα;

    -Όχι βέβαια, είπα απλά να αστειευτώ με την ψύχωση σου.

    -Δεν ήταν φρόνιμο. Πότε θα γυρίσεις; Νιώθω ότι μου έλειψες ήδη κι ας είναι όλα στη θέση τους μέσα στο σπίτι.

    -Για μια βδομάδα ακόμα μπορείς να το χαρείς. Ύστερα θα είμαι πάλι πίσω.

    -Αφού πήρες την απόφαση σου γιατί δεν γυρνάς πίσω.

    -Θέλω να γνωρίσω πρώτα το νέο άντρα. Μου βγάζεις την γλώσσα ή λάθος κατάλαβα.

    -Σωστά κατάλαβες, άουτς δαγκώθηκα.

    -Αυτά παθαίνει όποιος προσπαθεί να μιλήσει με την γλώσσα να προεξέχει από το στόμα του. Και τώρα σε αφήνω γιατί βλέπω ότι έχω κλήση από το Νίκο.

    -Θα του το πεις τηλεφωνικός;

    -Όχι, θα το μάθει μόλις επιστρέψω, όμως λέω να απενεργοποιήσω το τηλέφωνο μου όσο είμαι εδώ.

    -Κατάλαβα, σε λίγο θα χτυπάει την δική μου πόρτα για να μάθει που βρίσκεσαι.

    -Μην του πεις.

    -Μήπως ξέρω που είσαι για να του πω. Τέλος πάντων, καλή διαμονή στον τόπο των μεγάλων αποφάσεων.

    -Ευχαριστώ. Κι εσύ καλή υπομονή με τους εραστές μου.

    -Φτάνει να μην φτάσουν σε χειροδικία.

    -Το Νίκο να τον προσέχεις λίγο, χάνει εύκολα την ψυχραιμία του. Αφού έκλεισε το τηλέφωνο και το απενεργοποίησε πήγε και κάθισε σε ένα τραπεζάκι κάτω από τον μεγάλο Πλάτανο δίπλα στο γεφύρι για να φάει κάτι, το ταξίδι και ο αέρας της πατρίδας της είχαν ανοίξει την όρεξη. Αφού έφαγε και ήπιε ένα τσιπουράκι μόνη της απολαμβάνοντας τη θέα που πρόσφερε το γραφικό τοπίο σηκώθηκε για να φύγει, επόμενη στάση Παρηγορήτρια. Μεγάλης ιστορικής και αρχιτεκτονικής αξίας ο βυζαντινός ναός της Παρηγορήτριας κτίστηκε τον 13ο αιώνα, κι όπως και το γεφύρι έχει κι αυτή τη δική της παράδοση. Ο βοηθός που ξεπερνά τον πρωτομάστορα, αλλάζει τα σχέδια όταν εκείνος αναγκάζεται να λείψει και καταφέρνει να κτίσει έναν ναό ζηλευτό, ωραιότερο από το αρχικό σχέδιο, όταν ο πρωτομάστορας επιστρέφει και βλέπει το αποτέλεσμα τρελαίνετε από τη ζήλια του, καλεί τον βοηθό του στη στέγη για να του δείξει ένα λάθος και τον σπρώχνει από εκεί για να σκοτωθεί, εκείνος όμως στην πτώση του παρασέρνει και τον πρωτομάστορα και σκοτώνονται και οι δύο, ο θρύλος λέει ότι δυο κόκκινες πέτρες που βρίσκονται στο πίσω μέρος του ναού είναι τα κουφάρια του πρωτομάστορα και του βοηθού του, ενώ η Παναγία φανερώθηκε στη μάνα του βοηθού για να την παρηγορήσει για τον άδικο χαμό του γιού της.  

  Κάθισε στην πλατεία απέναντι από την εκκλησία και παρήγγειλε έναν καφέ. Ποτέ δε τη θυμόταν τόσο όμορφη την Άρτα, πόσα είχε χάσει από τον τόπο της λόγω της δυσάρεστης σχέσης με τη μάνα της. Έφυγε από εκείνη την επαρχιακή πόλη και κυριολεκτικά έριξε μαύρη πέτρα πίσω της, τις διακοπές της συνήθιζε να τις περνάει σε κάποιο νησάκι, που φυσικά είναι πιο κατάλληλο και trendy μέρος για διακοπές από το να πας στις ρίζες σου. Στα μέρη της πήγαινε μόνο λίγες ημέρες και προσπερνούσε την πόλη για να φύγει αμέσως για το χωριό της, περισσότερο ήταν μια υποχρέωση που έπρεπε να κάνει, παρά επιλογή επειδή της είχαν λείψει οι δικοί της. Ίσως ο πατέρας της, μα μόλις την έβλεπε η μάνα ξεκινούσε τα σχόλια και την γκρίνια, οπότε κάθε διάθεση σκορπούσε στον άνεμο. Ουφ, τι τα ήθελε και αυτά και τα θυμόταν. Τελειώνοντας με τον καφέ της μπήκε στο αμάξι της και ξεκίνησε για το Πέτα όπου έμενε ο θείος της. Ήταν μόλις λίγα χρόνια μεγαλύτερος της και πάντα τα πήγαιναν καλά οι δυο τους, βέβαια πάντα υπήρχε το ενδεχόμενο να έλειπε, αλλά δεν την πείραζε, σε αυτή την περίπτωση ή αν είχε παρέα μαζί του στο σπίτι, θα πήγαινε σε κάποιο ξενοδοχείο.

    Μόλις άνοιξε την πόρτα και την είδε μπροστά του ένα απέραντο χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη του.

    -Η αγαπημένη μου ανιψιά! Τι έκπληξη ήταν αυτή;

    -Είχα μια εβδομάδα ελεύθερη και είπα να έρθω στα μέρη μου να δω τι κάνετε.

    -Έλα πέρνα μέσα. Είσαι και τυχερή, με πέτυχες πάνω που ετοίμαζα δείπνο.

    -Μόνος σου είσαι;

    -Ένας εργένης είναι πάντα μόνος του.

    -Εδώ κάνεις λάθος, ένας εργένης έχει κάθε βράδυ και διαφορετική παρέα.

    -Που σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αντικαταστήσει την ευχαρίστηση  του το να έχει κοντά την αγαπημένη του ανιψιά.

    -Μάλιστα, πότε λες να νοικοκυρευτείς εσύ;

    -Ωχ! Άρχισες να μου θυμίζεις κάτι γιαγιάδες στο χωριό. Και στην τελική μια χαρά νοικοκυρεμένος δεν είμαι, όλα είναι στη θέση τους μέσα στο σπίτι, όλες οι επιφάνειες είναι λείες από καθαριότητα, τα πάντα τακτοποιημένα, τα ρούχα πλυμένα και σιδερωμένα και όσο κι αν ψάξεις δε θα βρεις τίποτα που να δείχνει ότι είμαι ανοικοκύρευτος.

    -Και με τι λες να μου κάνεις το τραπέζι;

    -Τηγανίζω αυγά με πατάτες, μπέικον και λουκάνικα.

    -Υγιεινά.

    -Όπως πάντα, αφού με ξέρεις! Έχω και κόκκινο κρασί παραγωγής του πατέρα σου. Και ψωμί ζυμωμένο από τη μάνα σου.

    -Μμμ, γιάμι, το κάνεις όλο και καλύτερο!

    Κάθισαν και έφαγαν με περίσσια όρεξη συζητώντας ανάλαφρα.

    -Πως κυλάει η ζωή εκεί κάτω στο μεγάλο χωριό;

    -Όπως τα βλέπεις στις ειδήσεις!

    -Δεν έχεις πήξει βρε κοριτσάκι μου να τραβάς φωτογραφίες τέτοια σκηνικά.

    -Δε λέω, αλλά είναι η δουλειά μου, και όπως ξέρεις τον τελευταίο καιρό δε δίνονται και πολλές ευκαιρίες για δουλειές, είμαι και τυχερή που την έχω.

    -Δεν έχεις άδικο σε αυτό. Και εδώ, ποιος καλός άνεμος σε έφερε;

    -Απλά ήρθα να σας δω. Είπε και κοκκίνισε.

    -Δεν είσαι καλή στα ψέματα αλλά θα κάνω ότι σε πιστεύω. Στους δικούς σου πήγες;

    -Όχι ακόμα, θα περάσω κάποια μέρα μέχρι να φύγω.

-Οπότε ήρθες να με δεις! Της είπε πειραχτικά.

    -Κάπως έτσι. Μου έλειψες, είπε πίνοντας μια γουλιά από το κρασί της, αλήθεια μου έλειψες.

    -Τόσο άσχημα είναι εκεί κάτω τα πράγματα;

 

    Ο Νίκος στεκόταν έξω από το σπίτι του πατέρα του κοιτώντας το κινητό του για κάποια κλήση ή μήνυμα της. Νευριασμένος πάτησε τα κουμπιά για να σχηματίσει τον αριθμό της που τον θυμάται απ’ έξω. Επαναλαμβάνει ειρωνικά το ηχογραφημένο μήνυμα της εταιρείας

    -Ο συνδρομη­τής που καλείται έχει πιθανόν το τηλέφωνο του απενεργοποιημένο, επικοινωνήστε αργότερα.

    -Καλησπέρα σας κύριε Νίκο.

    -Μια ώρα έκανες να ανοίξεις! Είπε στην υπηρέτρια προσπαθώντας να ξεσπάσει τα νεύρα που του έχει δημιουργήσει η Μάρθα και η απουσία της αι το γεγονός ότι τον αγνοούσε. Ο πατέρας που είναι;

    -Μπα, θυμηθήκαμε ότι έχουμε σπίτι; Σχολίασε ο Πέτρος Χαΐτογλου μόλις ο γιος του μπήκε στην τραπεζαρία.

    -Καλησπέρα πατέρα .

    -Καλησπέρα, καλησπέρα, φέρε ένα σερβίτσιο Άννα.

    -Αν και δεν πεινάω πολύ, θα τσιμπήσω κάτι.

    -Που γυρνάς μέρα νύχτα. Έχεις να πατήσεις στο σπίτι πάνω από μια βδομάδα,  να μην πω για την εταιρεία.

    -Το σπίτι μου σε πληροφορώ με βλέπει καθημερινά.

    -Μακάρι να συνέβαινε το ίδιο και με το γραφείο. Νίκο πρέπει να στρωθείς στη δουλειά. Καταλαβαίνω πως στο σπίτι δεν έρχεσαι γιατί έχεις την προσωπική σου ζωή. Μένεις στο δικό σου διαμέρισμα. Αλλά με τη δουλειά κάτι πρέπει να γίνει.  Είσαι μεγάλος πια και πρέπει να ασχοληθείς σοβαρά. Ιδιαίτερα τώρα που η εταιρεία μας ετοιμάζεται να αναλάβει μια σειρά επενδύσεων.

    -Πατέρα έχουμε τόσο προσωπικό, άλλωστε σου ’χω αποδείξει ότι μπορώ να τα καταφέρω μια χαρά.

    -Και επειδή έχουμε προσωπικό εσύ θα κοπροσκυλιάζεις δεξιά και αριστερά, φυσικά και ξέρω ότι μπορείς να τα καταφέρεις, κι αυτό είναι το χειρότερο. Αν ήσουν κανένας χαζός, κανένας βλάκας, εντάξει. Αλλά μπορείς… βέβαια όταν δεν τρέχεις πίσω από τα φουστάνια. Και δε θα ανεχτώ άλλο τέτοια συμπεριφορά. Ή θα δουλέψεις σοβαρά στην εταιρεία ή θα βρω άλλους μεθόδους για να σε αναγκάσω. Χρειάζομαι τη βοήθεια σου.  Εντάξει;

-Εντάξει πατέρα, θα ασχοληθώ και πάλι σοβαρά με τις οικογενειακές επιχειρήσεις, αλλά δώσε μου πρώτα λίγο χρόνο, να ξεμπλέξω με κάτι δικές μου υποθέσεις.

    -Πάλι μπλεγμένος είσαι; Καλά έχεις τον χρόνο σου, αλλά δεν είναι άπειρος, ελπίζω να μην χρειάζεσαι καμιά δεκαετία. Γιατί ο χρόνος είναι χρήμα κι εγώ σε χρειάζομαι κοντά μου σε αυτή τη φάση. Τι στο διάολο, είσαι ο διάδοχος μου, θα κληρονομήσεις ό,τι εγώ κι ο παππούς σου χτίσαμε αν δεν αυγατίσεις την περιουσία σου ο νόμος των επιχειρήσεων λέει ότι θα αρχίσει να συρρικνώνεται, και αν δε μάθουν να σε φοβούνται θα πέσουν να σε φάνε.

    -Το έχω υπόψη μου.

    -Δε φαίνεται! Όμως ας κάνουμε μια πρόποση στην επιστροφή του άσωτου στην εταιρεία μας! Είπε και σήκωσε το ποτήρι του ψηλά και προς το μέρος του Νίκου.

    -Στην υγειά σου και σένα πατέρα! Τώρα πρέπει να φύγω όμως! Είπε αφού ακούμπησε το ποτήρι στα χείλη του και κατέβασε μια γερή γουλιά κρασί στον οργανισμό του.

    -Που πας πάλι, εσύ δεν πρόλαβες να ’ρθεις .

    - Θα τα πούμε σύντομα .

    - Α! Καλά κατάλαβα… κι είπα κι εγώ πως το ’χεις να στρώσεις , αλλά που ο παλιός ο γάιδαρος καινούρια περπατησιά δε βάζει .

    -Ελπίζω να μη μες λες γάιδαρο, είπε γελώντας αρπάζοντας το σακάκι από την καρέκλα χτυπώντας τον Πέτρο στην πλάτη.

    -Μμμ, ήρθε η απάντηση από τον πατέρα του που κούνησε δεξιά αριστερά την παλάμη του. (έτσι κι έτσι)

 

 

    Η βδομάδα πέρασε ξεκούραστα και κυρίως ανέμελα στην Άρτα, στους γονείς της πήγε μόνο για ένα βράδυ κι αυτό επειδή δεν ντρεπόταν να ζητήσει στο θείο της να μη μαρτυρήσει τη διαμονή της στο σπίτι του για μια ολόκληρη εβδομάδα, άλλωστε ντρεπόταν και τον πατέρα της ο οποίος της είχε λείψει. Όσο για τη μάνα της περίμενε ότι θα άκουγε πάλι διάφορα σχόλια και κυρίως το θέμα της θα ήταν πότε θα παντρευόταν, ότι όλες οι κοπέλες της ηλικίας της είχαν ήδη παιδιά. Θα ήθελε πολύ να της τρίψει στα μούτρα ότι της είχαν κάνει δύο άντρες πρόταση γάμου πρόσφατα αλλά ύστερα πως θα ξέμπλεκε από την ανάκριση της.

    -Μακάρι να μπορούσα να μείνω για πάντα εδώ, είπε στο θείο της το πρωί που τον αποχαιρετούσε για να επιστρέψει με μισή καρδιά στην Αθήνα ώστε να αντιμετωπίσει τα θέματα της.

    -Άκου μικρή, δεν ξέρω τι συνέβη εκεί κάτω, ξέρω όμως ότι από κάτι προσπάθησες να αποδράσεις, φαντάζομαι ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο σοβαρά, εκτός κι αν έχεις μπλέξει με ναρκωτικά ή με νονούς της νύχτας, είπε χαμογελώντας για να δώσει έναν αστείο τόνο, όμως να ξέρεις ότι όλα τα προβλήματα έχουν και τη λύση τους, και ότι οι αγώνες κερδίζονται στο πεδίο της μάχης.

    -Εύκολο να το λες.

    -Μην τα θες όλα εύκολα μικρή!

    Με ανοιχτό το παράθυρο του αυτοκινήτου για να μπαίνει δροσερός αέρας η Μάρθα οδηγούσε και αναλογιζόταν ποιος ήταν ο ευκολότερος τρόπος να διορθώσει την κατάσταση, πως θα τους έλεγε ότι όχι απλά δε θα τους παντρευόταν αλλά διέλυε την σχέση μαζί τους. Ο Νίκος θα εξαγριωνόταν, δεν είχε συνηθίσει την απόρριψη, και αυτό την χαροποιούσε αν και ήξερε ότι θα άκουγε λόγια βαριά. Ο Στέφανος πιθανόν να μην έλεγε τίποτα άσχημο, να προσπαθούσε να την κάνει να του πει το λόγο όμως θα έπαιρνε πιο βαριά τον χωρισμό τους, ίσως πάλι όχι.

    Άνοιξε το κινητό της και έλαβε ένα σωρό μηνύματα, κάποια ήταν της Ξένιας που την ρωτούσε πως ήταν και της ζητούσε να επικοινωνήσει μαζί της γιατί είχε αρχίσει να ανησυχεί, στο ίδιο μήκος κύματος ήταν και τα μηνύματα του Στέφανου, ίσως λίγο πιο παραπονιάρικα, όσο για του Νίκου, όπως το είχε φανταστεί, με βρισιές και αναθέματα για το που είχε εξαφανιστεί. «Οι αγώνες κερδίζονται στο πεδίο της μάχης», επανέλαβε στον εαυτό της και αποφάσισε να ξεκινήσει με τα εύκολα, καλύτερα έτσι, ο Στέφανος ήθελε να πιστεύει ότι θα το έπαιρνε πιο ψύχραιμα, δε θα ήταν εύκολο αν μετά από τα σκληρά λόγια του Νίκου να πρέπει να αντιμετωπίσει και έναν δεύτερο χωρισμό, καλύτερα να έκανε πρόβα με τον Στέφανο για την πραγματική μάχη που θα ακολουθούσε. Ανέβηκε στην εφημερίδα και χαιρέτησε τους συναδέλφους της ρωτώντας αν ήταν εκεί ο Στέφανος.

    -Στο γραφείο του τον είδα πριν από κάποια ώρα, δεν ξέρω αν έφυγε.

    Τον βρήκε να κοιτάει την οθόνη του υπολογιστή του και να πληκτρολογεί ένα κείμενο, ήταν πάντοτε τόσο το δημοσιογραφικό του πάθος που η επαφή των δακτύλων του με το πληκτρολόγιο πέταγε σπίθες. Έμεινε για λίγο να τον χαζεύει χαμογελώντας, μόλις εκείνος σήκωσε το κεφάλι του και την είδε σταμάτησε να πληκτρολογεί και ακούμπησε πίσω στην καρέκλα του.

    -Ήρθες;

    Εκείνη έγνεψε με το κεφάλι της, σοβαρεύοντας απότομα, δεν έπρεπε να της πάρει τον αέρα τώρα που το είχε πάρει απόφαση να δώσει τέλος. Δεν υπήρχε λόγος να το κάνει.

    -Είσαι εδώ για κάποιο λόγο; Νόμιζα ότι αύριο πιάνεις δουλειά.

    -Ήρθα για σένα. Θέλω απλά να σε ρωτήσω τι ώρα θα ξεμπερδέψεις. Ήθελα να τα πούμε.

    -Ναι φυσικά, θα μπορούσα να κάνω ένα διάλλειμα.

    -Όχι, τελείωνε καλύτερα αυτό που κάνεις, θα τα πούμε αργότερα. Πόση ώρα περίπου θα χρειαστείς;

    -Δεν ξέρω, δε νομίζω ότι θα χρειαστώ πολύ αν καταφέρω να συγκεντρωθώ.

    -Με την άνεση σου, θα σε περιμένω στο καφέ απέναντι.

    -Έγινε. Με λιγότερη διάθεση από πριν συνέχισε να γράφει το άρθρο του, ενώ στο πίσω μέρος του μυαλού του σκεφτόταν τη Μάρθα και έψαχνε λόγια για να την κάνει να αλλάξει γνώμη, ήταν βέβαιος πλέον ότι θα αρνούταν την πρόταση του αν και αυτό το ήξερε από την στιγμή που εκείνη είχε εξαφανιστεί.

    Αφού διευθέτησε οτιδήποτε σχετικό με το άρθρο του έφυγε για να τη συναντήσει στο μικρό καφέ απέναντι από τα γραφεία της εφημερίδας. Την είδε να κάθεται, σοβαρή και να πίνει τον καφέ της. Σκιές περνούσαν από τα μάτια της και εκείνος ήξερε ότι ετοίμαζε τα λόγια για να του αρνηθεί. Κάθισε απέναντι της και περίμενε σιωπηλός. Αποφάσισε να παραμείνει και εκείνη σιωπηλή και απλώς έβγαλε το δαχτυλίδι από την τσέπη της και του το έδωσε.

    -Να ρωτήσω γιατί;

    -Συγνώμη.

    -Δε ζήτησα να μου πεις αυτό, το λόγο θέλω.

    -Δεν υπάρχει συγκεκριμένος λόγος. Απλά δε νομίζω ότι είναι καλή ιδέα να είμαστε μαζί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.

    -Γιατί όχι;

    -Κοίτα, λυπάμαι που πληγώνω τα αισθήματα σου, και σου ζητώ συγνώμη, αλλά δεν έχω κάτι να πω. Δεν φταις εσύ, το φταίξιμο είναι δικό μου.

    -Πολύ κλισέ τα λόγια που χρησιμοποιείς, μοιάζουν με κακόγουστη αμερικανιά, δεν φταις εσύ απλά δεν ήμουν καλή για σένα, μα ξέρεις δε μου λέει τίποτε αυτό.

    -Γιατί το κάνεις πιο δύσκολο;

    -Γιατί πίστευες ότι θα στο έκανα πιο εύκολο; Που ήσουν όλη αυτή την εβδομάδα;

    -Ήθελα να σκεφτώ.

    -Εδώ δεν μπορούσες να σκεφτείς;

    -Όχι, δεν μπορούσα, απάντησε η Μάρθα που είχε αρχίσει να θυμώνει που ο Στέφανος αποφάσιζε να της κάνει σκηνή τελικά. Αν έτσι ήταν τα εύκολα πως θα ήταν την επόμενη που θα συναντούσε το Νίκο. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο.

    -Εντάξει όπως θες! Είπε και έκανε να σηκωθεί από τη θέση του.

    -Στέφανε, είπε η Μάρθα και του έπιασε το χέρι. Είμαστε συνάδελφοι δεν χρειάζεται να είμαστε μουτρωμένοι ο ένας στον άλλον. Μπορεί να χρειαστεί να συνεργαστούμε.

    -Αν χρειαστεί να συνεργαστούμε θα το κάνουμε, γιατί πάνω απ’ όλα είμαι επαγγελματίας, έχω δουλέψει πολύ σκληρά για να φτάσω εδώ που είμαι σήμερα, ώστε να επηρεάζομαι από τα αισθήματα μου, όμως μην περιμένεις να πετάω από την χαρά μου κάθε φορά που σε βλέπω, ειδικά από την στιγμή που καταλαβαίνω ότι μου κρύβεις πράγματα που αφορούσαν την σχέση μας. Δεν είμαι τόσο ανόητος όσο ήθελες να πιστεύεις ούτε τόσο καλός ώστε να με περνάς για μαλάκα.

    -Στέφανε δεν χρειάζεται να…

    -Εσύ αποφάσισες τι χρειαζόταν και τι όχι, ώρα να αποφασίσω και εγώ το πώς θα σου φέρομαι. Και τραβώντας το χέρι του σηκώθηκε και βγήκε από το καφέ. Μόλις που πρόλαβε να κρυφτεί η Ξένια στη γωνία που είχε παρακολουθήσει την τελευταία σκηνή από την τζαμαρία. Αφού τον είδε να χάνεται στο κτήριο που στεγαζόταν η εφημερίδα μπήκε και η Ξένια στο καφέ και πλησίασε το τραπεζάκι που καθόταν η Μάρθα.

    -Δεν πήγε και τόσο καλά με το Στέφανο ε;

    -Καθόλου καλά!

    -Πως νιώθεις;

    -Λυπάμαι δε λέω, όμως δεν μπορώ να κρύψω ότι νιώθω και ανακούφιση! Πάντως δε νομίζω ότι έχω δύναμη να αντιμετωπίσω και την οργή του Νίκου άμεσα.

    -Το πήρες απόφαση θα χωρίσεις και με εκείνον;

    -Ναι. Δεν έχει νόημα, αφού τον απάτησα και διατήρησα παράλληλη σχέση για πάνω από ένα χρόνο θα το ξανακάνω, ο Νίκος δε με καλύπτει, είναι καταπιεστικός και έχει ένα σωρό ακόμα ελαττώματα.

    -Γιατί χώρισες και με το Στέφανο τότε;

    -Ούτε εκείνος με κάλυπτε, αλλιώς θα είχα χωρίσει το Νίκο αν ο οργισμένος δημοσιογράφος αποτελούσε το ιδανικό ή κάτι κοντά σε αυτό.

    -Πάντως, αν έχεις σκοπό να χωρίσεις με το Νίκο, καλύτερα να μην το καθυστερήσεις πολύ, είναι απρόβλεπτος μπορεί να κάνει ζημιά. Εμένα με ζάλισε μια εβδομάδα που έλειπες.

    -Μόλις βγήκα από μια μάχη, δεν πήγα στα Ιεροσόλυμα να πάρω δύναμη να ξεκινήσω σταυροφορίες έναντι σε όλους τους ανεπαρκείς εραστές μου. Αν και για να λέμε την αλήθεια μάλλον εγώ ήμουν ανεπαρκής για τον εαυτό μου, δεν μπορούσα να χωρίσω με κανέναν γιατί δεν τολμούσα να μείνω μόνη μου.       

  Μια μικρή αναβολή, μίας το πολύ δύο ημερών ζήτησε από τον εαυτό της η Μάρθα για να ξεκαθαρίσει την κατάσταση και με το Νίκο, να προλάβει να ανασυγκροτηθεί για να αντιμετωπίσει την οργή του, γιατί αφού είχε αντιδράσει με τέτοιο τρόπο ο Στέφανος, αποκλειόταν το ενδεχόμενο να το πάρει πιο ήρεμα ο νεαρός Χαΐτογλου. Επέστρεφε από έξω, μόλις είχε τραβήξει κάποιες φωτογραφίες από μια ληστεία σε τράπεζα και ήθελε να κοιτάξει με τον αρχισυντάκτη της ποιες από αυτές θα συνόδευαν το άρθρο. Μπαίνοντας στα γραφεία της εφημερίδας έπεσε πάνω στον Νίκο που την περίμενε.

    -Νίκο τι κάνεις εδώ;

    -Μα σε περίμενα μωρό μου, ήρθε η απάντηση του ειρωνική.

    -Εδώ είναι η δουλειά μου, δεν μπορείς να έρχεσαι και να με ενοχλείς.

    -Ζητάς και τα ρέστα, που ήσουν εξαφανισμένη μια εβδομάδα τώρα, και γιατί είχες το κινητό σου κλειστό. Το βλέμμα της Μάρθας έπεσε πάνω στο Στέφανο που περνούσε, τους έριξε απλά μια αδιάφορη ματιά και ύστερα κοιτώντας μπροστά του συνέχισε την πορεία προς το γραφείο του.

    -Φύγε και θα τα πούμε μετά.

    -Δεν πάω πουθενά, εδώ θα μείνω μέχρι να έρθεις μαζί μου.

    -Νίκο είμαστε στη δουλειά μου, και εσύ με εκθέτεις προκαλώντας σκάνδαλο.

    -Ας συμπεριφερόσουν σωστά απέναντι μου να μην προκαλώ σκάνδαλο.

    -Περίμενε με κάτω, θα έρθω σε λίγο. Τι με κοιτάς, δε θα το σκάσω, δε θα πηδήξω από κανένα παράθυρο μόνο και μόνο για να σε αποφύγω. Ο Νίκος πεπεισμένος κούνησε θετικά το κεφάλι του και αφού την πλησίασε και έσκυψε να τη φιλήσει στο μάγουλο έφυγε. Μπήκε στο γραφείο του αρχισυντάκτη να του δώσει την κάρτα μνήμης για να τραβήξει τις φωτογραφίες, μαζί του ήταν και ο Στέφανος που της έριξε ένα ειρωνικό βλέμμα, ήταν ψυχρός τις δύο αυτές μέρες μαζί της μα πλέον είχε γίνει και ειρωνικός.

    -Συγνώμη, μπορώ να λείψω για λίγες ώρες;

    -Ναι, πάρε άδεια όλη την υπόλοιπη μέρα, αν σε χρειαστούμε θα σε πάρω τηλέφωνο.

    -Φτάνει να το έχει ανοιχτό. Πέταξε δηλητήριο ο Στέφανος.

    -Θα το έχω, είπε και γύρισε την πλάτη της στους δύο άντρες.

    Συγχυσμένη από τη συμπεριφορά του Νίκου αμέσως μόλις βγήκε από το κτήριο της εφημερίδας του άπλωσε το χέρι και του έδωσε το δαχτυλίδι του.

    -ΟΧΙ, του είπε!

    -Τι είναι αυτό;

-Το δαχτυλίδι σου και η απάντηση μου, ΟΧΙ, δε σε παντρεύομαι Νίκο, και μάλιστα χωρίζουμε.

    -Για να σου πω πολύ το τραβάς.

    Αδιάφορα η Μάρθα έκανε να τον προσπεράσει.

    -Νομίζεις ότι θα τρέξω από πίσω σου; Βρήκες κανέναν άλλον μαλάκα να του τα τρως Μαρθάκι;

    Η Μάρθα ξεκίνησε να πηγαίνει απειλητικά προς τα πάνω του.

    -Είσαι πολύ φτηνός. Ήταν λάθος μου που ήμουν τόσο καιρό μαζί σου, και ξέρεις ότι δεν στα έτρωγα, εσύ ήθελες να πληρώνεις όταν βγαίναμε για να νιώθεις πιο άντρας γιατί μόνο αυτό σε έκανε άντρα. Το χέρι του Νίκου ξέφυγε και την χαστούκισε. Όμως η Μάρθα δεν πόνεσε, ήθελε να του πει ό,τι είχε μέσα της για εκείνον και που καλά καλά δεν το γνώριζε ούτε η ίδια. Αφού ένιωσε ότι άδειασε γύρισε την πλάτη της και έφυγε.

    -Που πας; Νομίζεις ότι τελείωσες τόσο εύκολα μαζί μου. Θα σε διαλύσω Μάρθα, δε θα υπάρξει μεριά στη γη για να σταθείς. 

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

 

Όσο κι αν είχε προσπαθήσει να τη μεταπείσει η Ξένια να μείνει στην Αθήνα και στη δουλειά της η Μάρθα το είχε πάρει απόφαση, θα έφευγε, τα είχε κάνει αρκετά άνω κάτω με την προσωπική της ζωή και αυτό είχε συνέπειες παντού. «Φοβάσαι» την κατηγόρησε η Ξένια και εκείνη δεν της είχε απαντήσει, το μόνο που ήθελε ήταν να φύγει, το σκάνδαλο που είχε προκαλέσει ο Νίκος στη δουλειά και ύστερα ο καυγάς έξω από την εφημερίδα την έκαναν να ντρέπεται τους συναδέλφους της. Άλλωστε ήταν πολλοί εκείνοι που γνώριζαν για την σχέση της με το Στέφανο μέσα στο χώρο εργασίας τους. Η Ξένια θέλοντας να παρηγορήσει τη φίλη της, της έλεγε ότι ήταν μαγκιά της και πολύ βαριά το είχε πάρει, ούτε η πρώτη ήταν ούτε η τελευταία, όμως η Μάρθα ένιωθε ότι ήθελε να τραπεί σε φυγή και αυτό έκανε.

-Μα δεν μπορεί να σου κάνει κάτι ο Νίκος, γιατί στέκεσαι σε κούφιες απειλές;

-Δεν είναι οι απειλές του Νίκου Ξένια, θέλω να φύγω χρειάζομαι μια αλλαγή και στην Αθήνα δεν μπορώ να την κάνω.

-Και που θα πας και τι θα κάνεις;

Τελικά και ενώ δε σήκωνε από λόγια, η Μάρθα υπέβαλε την παραίτηση της στην εφημερίδα. Για τις μέρες που έμεινε μέχρι να βρεθεί αντικαταστάτης των δικών της προσόντων οι συναντήσεις της με τον Στέφανο, της δημιουργούσαν αμηχανία, όμως το γεγονός ότι της συμπεριφερόταν σαν να ήταν αόρατη μάλλον την ανακούφιζε παρά την ενοχλούσε. Τελικά ο Μάης μπήκε, αντικαταστάτης βρέθηκε και εκείνη ήταν ελεύθερη να φύγει και να αδειάσει το σπίτι από τις κούτες και τα πακεταρισμένα πράγματα της.

-Είσαι σίγουρη; Τη ρώτησε η Ξένια την ώρα που έμπαινε στο αμάξι της για να ξεκινήσει το ταξίδι για την Άρτα.

-Όχι δεν είμαι σίγουρη, της απάντησε ειλικρινά η Μάρθα, όμως ποιος μπορεί να είναι σίγουρος και για τι αφού υπάρχει η φθορά.

-Με κοροϊδεύεις; Τη ρώτησε η Ξένια αγριεύοντας.

-Όχι απλά, αν στεκόταν στη βεβαιότητα που προσφέρει η σταθερότητα ποτέ δε θα προχωρούσε η ανθρωπότητα.

-Πες μου κάτι πριν φύγεις, τι διάβασες εχθές πριν ξαπλώσεις; 

 

Εκνευρισμένη έφτασε στην εφημερίδα και μπήκε στο γραφείο της. Η Ξένια, μετά από τόσα χρόνια με τη Μάρθα δεν ένιωθε καλά που έμενε μόνη της πίσω, και το χειρότερο δεν ήταν ότι έφευγε απλά από το διαμέρισμα αλλά έφευγε κι από την πόλη. Καθισμένη και με ανοιχτό το κομπιούτερ προσπαθούσε να συγκεντρωθεί και να ετοιμάσει το άρθρο για τις νέες περικοπές, όμως που μυαλό γι αυτά. Η πόρτα του γραφείου άνοιξε απότομα και μπήκε ο Στέφανος, χωρίς να της μιλήσει κοίταξε γύρω τον χώρο σαν να έψαχνε κάτι.

-Τι θες Στέφανε; Τον ρώτησε ενοχλημένη η Ξένια, μπορούσε να αντιληφθεί ότι ήταν θυμωμένος με τη Μάρθα και το διπλό παιχνίδι, όχι ότι δεν είχε μερίδιο και ο ίδιος στην όλη υπόθεση, αλλά να παιδιαρίζει και να το παίζει και στην ίδια βαρύς το θεωρούσε φτηνό και θρασύτητα από μέρους του.

-Κάποιον έψαχνα, είπε και έκανε να βγει, όμως η φωνή της τον έκοψε.

-Μην ανησυχείς δε θα την ξαναδείς εδώ γύρω. Έφυγε.

-Φέρθηκε μια φορά τίμια.

-Α μάλιστα.

-Γιατί δε μου το είπες; Στράφηκε εναντίον της, μάλλον έψαχνε κάπου να ξεσπάσει, ήταν γελασμένος αν νόμιζε ότι η Ξένια ήταν κανένα κοριτσάκι που φοβόταν. Τόσα χρόνια στην εφημερίδα είχε αντιμετωπίσει πολλα για να διατηρήσει τη θέση της και είχε γνωρίσει και πιο σκληρούς τύπους από τον Στέφανο που το έπαιζε ο ωραίος εκτός από το δημοσιογραφικό ταλέντο της εφημερίδας.

-Γιατί να στο πω; Τον προκάλεσε η Ξένια κοιτώντας τον απευθείας στα μάτια.

-Φυσικά, δική της φίλη ήσουν της έκανες πλάτες, πιθανόν να σου έκανε κι εκείνη για να έχεις και εσύ δυο και τρεις εραστές παράλληλα.

-Η αλήθεια είναι, ότι οι σημερινοί άντρες έχετε χαλάσει, δεν ξέρετε πώς να ικανοποιείται μια γυναίκα ώστε και εμείς αναγκαζόμαστε να καταφεύγουμε σε πολλούς για να μας καλύπτουν τις ανάγκες.

-Σαν τι είδους ανάγκες, είπε και προχώρησε στο εσωτερικό του γραφείου σταυρώνοντας τα χέρια του κάτω από το στήθος. Οικονομικές σα να λέμε, γιατί ο Χαΐτογλου δεν είναι κανένας του μεροκάματου, ο πατέρας του έχει κατασκευαστική.

-Ας είχε κι ο δικός σου!

-Ώστε έμεινε μαζί του, παρά που του επέστρεψε το δαχτυλίδι;

-Είσαι ενημερωμένος βλέπω.

-Σαν καλός δημοσιογράφος!

-Να θυμηθώ βγαίνοντας από το κτήριο να κοιτάξω αν αλλάξαμε όνομα στην εφημερίδα κι αν από «ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΩΝ» τον μετατρέψαμε σε «ΚΑΤΙΝΑ»

-Έχεις και το θράσος να με ειρωνεύεσαι μετά από αυτό που μου έκανε η φιλενάδα σου και που εσύ την κάλυπτες; 

-Ποιο, που σου χάρισε όμορφες στιγμές; Και στην τελική, πόσες φορές φίλοι σου δε ’παιζαν με δύο και τρεις ταυτόχρονα και εσύ τους αποθέωνες, λέγοντας τους ότι είναι μάγκες και άλλα τέτοια.

-Βλακείες!

-Άμα τα κάνει γυναίκα βλακείες… όταν τα κάνετε εσείς όλα εντάξει…

-Γιατί δεν πας να γράψεις σε κανένα φεμινιστικό περιοδικό και χαραμίζεται το ταλέντο σου άδικα.

-Η αλήθεια είναι ότι είμαι πολυτάλαντη οπότε πρέπει να επιλέξω ένα από τα πολλά, και έχει περισσότερη πλάκα να είμαι μαζί με άντρες και να κάνω καλύτερα από εκείνους αυτό που θεωρούν χωράφι τους.

-Προσπάθησε να κρύψεις τις πομπές τις δικές σου και της φίλης σου με εξυπνάδες. Είπε και ξεκίνησε να φύγει.  

-Άκου Στέφανε, ύψωσε τη φωνή της η Ξένια, έχεις μερίδιο στην όλη υπόθεση, οπότε μην το παίζεις ριγμένος και θιγμένος. Εσύ ήσουν το τρίτο πρόσωπο που μπήκες ανάμεσα τους, γνώριζες την ύπαρξη άλλου άντρα, και δεν πιστεύω μιας και είσαι τόσο καλός δημοσιογράφος να μη φαντάστηκες ότι με το Νίκο δεν είχε χωρίσει, απλά εθελοτυφλούσες. Οπότε την επόμενη φορά που θα μπεις ανάμεσα σε ένα ζευγάρι πριν παρουσιάσεις δαχτυλίδι γάμου να είσαι πρώτα βέβαιος ότι η καλή σου έχει χωρίσει.

 

Ô

 

Είχαν περάσει ήδη δύο εβδομάδες που η Μάρθα είχε εγκατασταθεί στην Άρτα και ένιωθε ήδη πιο ήσυχη. Όλα θα πήγαιναν καλά, βέβαια έπρεπε να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα της ζωής της και στο ότι έπρεπε να κάνει κάποιες συμβιβασμούς,  όμως αφού το κέρδος ήταν η ψυχική της ηρεμία, άξιζε τον κόπο. Έφτασε στην πόλη που είχε γεννηθεί χωρίς να έχει ιδέα τι έπρεπε να κάνει, θα μπορούσε να βρει δουλειά ή θα αναγκαζόταν να φύγει και από την Άρτα. Για την ώρα δεν είχε ψυχικές δυνάμεις να απομακρυνθεί κι από εκεί και να βρεθεί σε κάποια πόλη της Ελλάδος που δεν γνώριζε κανέναν. Στην Αθήνα είχε αφήσει μια πολύ καλή δουλειά, τι κι αν απείχε έτη φωτός από αυτό που θα προτιμούσε να κάνει, είχε όμως έναν πολύ καλό μισθό, αφού είχε αναγνωριστεί η αξία της. Είχε αφήσει επίσης πίσω της εκτός από τους μπελάδες με τους άντρες και τους φίλους της, ανάμεσα σε αυτούς και την Ξένια που τη θεωρούσε κάτι παραπάνω από φίλη. Επίσης η νυχτερινή ζωή της Άρτας δεν μπορούσε να συγκριθεί με τίποτα με της Αθήνας, νυχτερινά κέντρα, άπειρες θεατρικές παραστάσεις, club για κάθε γούστο, ακόμα και μέσα στην κρίση, στην Πρωτεύουσα ο έλληνας έβρισκε τρόπους να διασκεδάσει, φυσικά στην περίπτωση που είχε χρήματα. Τώρα εκείνη ούτε δουλειά είχε, και την ανησυχούσε πολύ η ιδέα ότι οι αποταμιεύσεις της θα μειώνονταν αισθητά και σύντομα. Για την ώρα τη φιλοξενούσε ο θείος της στο σπίτι του, όμως δεν μπορούσε να του γίνει βάρος για πάντα, έπρεπε να πάρει σύντομα αποφάσεις. Να άνοιγε άραγε ένα φωτογραφείο, όμως πεταμένα θα πήγαιναν τα λεφτά της, μια και πλέον με τη ψηφιακή εποχή ποιος εμφανίζει φωτογραφίες. Ίσως αν πήγαινε σε γάμους και βαφτίσεις, αλλά τόσα χρόνια μακριά από την Άρτα δεν είχε γνωριμίες ώστε να ξεκινήσει. Κι ενώ ο θείος της την παρηγορούσε κάποια μέρα του ξέφυγε ότι ίσως οι συγκυρίες την ευνοούσαν. Όταν εκείνη τον ρώτησε τι εννοούσε, της απάντησε ότι η εποχή που έφυγε από την Αθήνα για να επιστρέψει στη γενέτειρα της ήταν ίσως η ιδανικότερη, έμεινε να τον κοιτάζει απορημένη, όμως ο θείος δε θέλησε να της πει τίποτε περισσότερο κι εκείνη θεώρησε ότι ήταν λόγια του αέρα, προσπαθώντας απλά να την ενθαρρύνει. Βέβαια ήταν πολύ συγκεκριμένη η κουβέντα του για να είναι μόνο λόγια, όμως βυθισμένη στην απόγνωση της ανεργίας η Μάρθα δεν έδωσε περισσότερη σημασία. Ο θείος της ο Θωμάς, είχε πολλές γνωριμίες στην Άρτα, λίγο καιρό νωρίτερα ένας φίλος του είχε αποφασίσει να φτιάξει μια διαδικτυακή εφημερίδα, δημοσιογράφοι είχαν βρεθεί να καλύπτουν τις «ΗΠΕΙΡΟΤΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ» όμως με τις φωτογραφίες είχε πρόβλημα μιας και ο μοναδικός φωτογράφος που είχε δεν προλάβαινε να καλύψει όλα τα θέματα. Τελειομανής όπως ήταν δεν ήθελε να προσλάβει τον οποιοδήποτε, ενώ έβγαζε ατμούς κάθε φορά που ανέβαινε κείμενο χωρίς να το συνοδεύει φωτογραφικό υλικό, με αυτόν συναντήθηκε ο Θωμάς και του έδωσε το βιογραφικό της ανιψιάς του, την επόμενη μέρα η Μάρθα καθόταν στο γραφείο απέναντι του και απαντούσε στις ερωτήσεις του.

-Γιατί έφυγες από την Αθήνα, είχες μια πολύ καλή δουλειά; Ελληνική αθάνατη επαρχία, σκέφτηκε η Μάρθα, το κουτσομπολιό αναπόσπαστο κομμάτι της.

-Για προσωπικούς λόγους. Απάντησε και σταμάτησε εκεί, ο εκδότης απλά την κοίταξε και καταλαβαίνοντας ότι δεν ήθελε να συνεχίσει έδειξε διακριτικότητα και άλλαξε θέμα, άλλωστε είχε απέναντι του μια φωτογράφο με ταλέντο και εμπειρία που αργά ή γρήγορα θα έβρισκε δουλειά κάπου, φαινόταν κι από την αυτοπεποίθηση της. Η Μάρθα αποφάσισε να μην πάει σαν κακομοίρα στη συνέντευξη, γνώριζε τις ικανότητες της και ήθελε να τη σέβονται έτσι δεν έπεσε στο σφάλμα να δείξει απόγνωση και ότι θα δούλευε ακόμα και με ψίχουλα.

-Θα αμειβόσουν καλά στην Αθήνα.

-Ναι, είναι αλήθεια.

-Κι όμως προτίμησες να φύγεις.

-Δε θεωρώ ότι μόνο η Αθήνα έχει δυνατότητες να έχει σωστούς επαγγελματίες. Προσπάθησε να απαντήσει διπλωματικά για να αποφύγει να μιλήσει για τις αμοιβές της από τα «ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΩΝ».

Εκείνος το σκέφτηκε λίγο και χωρίς να παζαρέψει της πρότεινε ένα καλό μισθό. Αν το μάθαινε ο άλλος φωτογράφος και κάποιοι από τους δημοσιογράφους του θα έβγαζαν σπυράκια, αλλά λόγω της κρίσης δε θα έκαναν τίποτε άλλο από το να τον λένε κρυφά καθίκι, και άλλα τέτοια χαριτωμένα που στολίζουν πολλές φορές οι υπάλληλοι τα αφεντικά τους. Με αυτό τον τρόπο τον κυριότερο πρόβλημα της Μάρθας είχε λυθεί και η ζωή της θα έμπαινε σε μια σειρά στην επαρχιακή πόλη της Ηπείρου. Άλλωστε θα είχε και περισσότερο ελεύθερο χρόνο, αφού το blog δημοσίευε δυο φορές την εβδομάδα, εκτός κι αν συνέβαινε κάτι έκτακτο, πόσο συχνά θα μπορούσε να συμβαίνει όμως στην Άρτα και γενικότερα στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου κάτι τέτοιο.

 

Ô

 

Δύο χρόνια ζευγάρι ο Δημοσθένης με την Ελπίδα, θεώρησε ότι είχε έρθει η ώρα να γίνουν όλα πιο επίσημα και να περάσουν στο επόμενο μεγάλο βήμα της οικογένειας. Δεν ήταν ότι τον είχαν πάρει τα χρόνια, στην καλύτερη ηλικία του άντρα, μόλις τριάντα τριών ετών, με δική του δουλειά που δόξα το Θεό πήγαινε καλά παρά τις δυσκολίες της κρίσης. Είχε την πίστη ότι η Ελπίδα ήταν η γυναίκα που του ταίριαζε και που μαζί της ήθελε να κάνει παιδιά και να μοιραστεί την υπόλοιπη ζωή του. Όμως «η γυναίκα της ζωής του» του φύλαγε μια δυσάρεστη έκπληξη. Απόγευμα και αφού είχε αφήσει το Γιάννη στο πόδι του στο συνεργείο, θα πήγαινε να πάρει την Ελπίδα από το σπίτι της για να βγούνε. Με ένα μπουκέτο κόκκινα τριαντάφυλλα και μπουμπούκια στα χέρια του της χτύπησε την πόρτα, εκείνη του άνοιξε προσπαθώντας να φορέσει τις ψηλοτάκουνες γόβες της.

-Ωχ βρε Δημοσθένη, πάλι λουλούδια, ανθόκηπος έχει γίνει το σπίτι μου.

-Και κακό είναι αυτό;

-Αν ο άλλος είναι αφηρημένος και ξεχνάει να τους αλλάζει το νερό.

-Άκυρο το παράδειγμα σου μωρό μου.

-Πάρε ένα βάζο να τα βάλεις.

-Αποκλείεται. Η Ελπίδα γύρισε και τον κοίταξε παραξενεμένη. Εσύ πρέπει να τα βάλεις.

-Έλα βρε Δημοσθένη δεν είμαι έτοιμη θα αργήσουμε.

-Ας αργήσουμε και τι έγινε; Μας περιμένει κανένας;

-Τι παιδιαρίσματα είναι αυτά τώρα είπε και αφού του τα πήρε από τα χέρια τα ακούμπησε σε ένα τραπέζι. Ο Δημοσθένης τα σήκωσε και της τα ξανάδωσε.

-Βρε μωρό μου... του είπε εκείνη όταν πρόσεξε μέσα σε ένα μισάνοιχτο μπουμπούκι την πέτρα ενός δαχτυλιδιού. Τι είναι αυτό; Είπε και τον κοίταξε τρομαγμένη.

-Με τι σου μοιάζει;

-Τι σημαίνει; Γιατί μου το δίνεις;

-Τι απορίες κι αυτές που έχεις σήμερα, είπε νιώθοντας και ο ίδιος κάπως αμήχανα από την αντίδραση της. Σε αγαπώ και θέλω να κάνουμε οικογένεια, και για να μην χαλάσουμε τις παραδόσεις σκεφτόμουν να παντρευτούμε πρώτα.

-Αχ βρε Δημοσθένη γιατί;

-Τι σημαίνει πάλι αυτό;

-Καλά δεν περνάμε;

-Νομίζω ότι αντιδράς λίγο υπερβολικά και κυρίως με τον αντίθετο τρόπο από αυτόν που θα επιθυμούσα.

-Μου είναι αδύνατο να αντιδρώ πάντα όπως επιθυμείς.

-Κοίτα καταλαβαίνω ότι φοβάσαι το γάμο, αλλά θα είμαστε μια χαρά.

-Όχι.

-Όχι; Δε θα είμαστε;

-Δε θέλω να σε παντρευτώ. Επιπλέον δεν μπορώ να αναλάβω τόσες ευθύνες από τώρα, είμαι μικρή.

-Θέλεις να το σκεφτείς; Μπορώ να περιμένω. Είπε και πήρε πάλι τα λουλούδια στα χέρια του για να της τα ξαναπροσφέρει, όμως η Ελπίδα δεν τα πήρε, αφήνοντας το Δημοσθένη με τα λουλούδια στα χέρια.

-Πιστεύω ότι ήρθε η ώρα να σου μιλήσω ειλικρινά. Δε θέλω να σκεφτώ τίποτα γιατί… δε θέλω να σε παντρευτώ. Αφού περνάμε καλά γιατί να παντρευτούμε; Μπορούμε  να μείνουμε όπως είμαστε. Δεν είμαι για δέσμευση  Δημοσθένη θέλω να ζήσω τη ζωή μου. Σ’ αυτό το γάμο θα γινόμασταν και οι δυο δυστυχισμένοι.

Σφίγγοντας τα λουλούδια στα χέρια του, σα να ήθελε να πάρει δύναμη από αυτά και να κρατηθεί από την έκπληξη ο Δημοσθένης κούνησε απογοητευμένα το κεφάλι του και χωρίς δεύτερη κουβέντα βγήκε από το σπίτι της. Το αμάξι το είχε παρκαρισμένο στην πλατεία του Κιλκίς, που ήταν το άγαλμα του βασιλιά Πύρου, αφηρημένος μπήκε από ένα στενάκι στον πεζόδρομο για να προχωρήσει και να φτάσει στο αμάξι του, κρατώντας πάντα τα λουλούδια.

 

Ô

 

Τελικά όπως το είχε φανταστεί η Μάρθα, την πιο δύσκολη μάχη την έδωσε με τους γονείς της, αναρωτιόταν πως ήταν δυνατόν το να βρει δουλειά αποδείχτηκε εύκολο και το να συνεννοηθεί με τους δικούς της και κυρίως με τη μάνα της ήταν τόσο δύσκολο. Με το που είχε μπει στο σπίτι και την αντίκρισε η Αγγελική που όρθια στο νεροχύτη μαγείρευε, την κοίταξε με δυσάρεστη έκπληξη και η πρώτη της κουβέντα πριν τη χαιρετήσει ήταν ένα επιδεικτικό «Τι γυρεύεις εσύ πάλι εδώ», λες και δεν επρόκειτο για το παιδί της αλλά για κάποιον δυσάρεστο μουσαφίρη που τους είχε κάτσει στο σβέρκο με τις συχνές επισκέψεις του για να του κάνουν το τραπέζι, ύστερα μόλις της αποκάλυψε ότι θα ξαναγινόταν μόνιμη κάτοικος Άρτας και ότι είχε εγκαταλείψει την Αθήνα και τη δουλειά άρχισε τους χαρακτηρισμούς όπως κακομαθημένη, απερίσκεπτη, ελαφρόμυαλη το κερασάκι στην τούρτα και ενώ είχε επιστρέψει κι ο πατέρας στο σπίτι ήταν όταν άρχισε να μουρμουρίζει για τα παλιά, για το  προξενιό του Σωτήρη που δεν είχε δεχτεί και τώρα χαιρόταν τα αγαθά μια άλλη. Όσο υπομονή και να έκανε η Μάρθα προσπαθώντας να συνεχίσει τη συζήτηση με τον πατέρα της που όπως πάντα παρέμενε πιο ψύχραιμος μετρώντας τα υπέρ και τα κατά από την απόφαση της, τελικά δεν άντεξε και σηκώθηκε και έφυγε όσο κι αν επιθυμούσε να φάει από το φαγητό της Αγγελικής. Αλλά πόσο να ανεχτεί την γκρίνια της. Βγαίνοντας από το σπίτι για να πάει στο αυτοκίνητο της άκουσε τη μάνα της να τα βάζει με τον πατέρα έτσι κακομαθημένες που τις είχε κάνει και τις δυο τους κόρες, όμως φυσικά η Αμαλία είχε ήδη παντρευτεί, νοικοκυρευτεί, κοίταζε την οικογένεια της και πλέον είχε μπει σε μια σειρά, σε αντίθεση με τη Μάρθα που κοντά στα είκοσι οχτώ έκανε ότι της κατέβαινε στο κεφάλι και παρέμενε κακομαθημένη.

«Ποιος άντρας θα την ανεχτεί; Μου λες;» το μόνιμο πρόβλημα της μητέρας της ήταν πότε θα παντρευόταν και θα έκανε δική της οικογένεια, έπρεπε και οι δυο της κόρες να ζήσουν στα πρότυπα της δικής της ζωής με παιδιά και σύζυγο. Και που να ήξερε ότι είχε απορρίψει όχι μία, αλλά δύο προτάσεις γάμου, μόλις τον περασμένο μήνα και ότι ο λόγος της μετακόμισης της στην Άρτα ήταν αυτός. Βέβαια αν το μάθαινε θα ξεκίναγε νέος κύκλος δραμάτων, όπως της είχε καταντήσει ψύχωση και θα γινόταν ιδιαίτερα κουραστική για τη Μάρθα η παραπάνω μουρμούρα της κυρίας Αγγελικής, κι αν όταν έμενε στην Αθήνα απέφευγε όλη αυτή την γκρίνια λόγω της απόστασης, έπρεπε να πάρει απόφαση ότι στην Άρτα θα την είχε μόνιμα πάνω από το κεφάλι της. Τελικά δε θα ήταν άσχημη λύση αν είχε φύγει για μια άλλη πόλη που δε θα την γνώριζε κανένας, εκεί θα είχε βρει την απόλυτη ησυχία, μέχρι βεβαίως να μπλεχτεί πάλι με δύο άντρες, έκανε την ειρωνική σκέψη για τις πράξεις που την είχαν οδηγήσει στην Άρτα. Αλλά μιας και ο θείος της είχε καταφέρει να της βρει δουλειά και μάλιστα με τόσο καλές προϋποθέσεις ας δοκίμαζε στη γενέτειρα της μέχρι να ξανά φύγει για όπου την έβγαζε ο δρόμος. Έτσι όπως το πήγαινε στο τέλος θα κατέληγε τυχοδιώκτρια να αλλάζει συνέχεια διεύθυνση κατοικίας, ή μάλλον καλύτερα να έμενε σε φτηνά μοτέλ και άλλα τέτοια. «Ώχου», μουρμούρισε και έβαλε μπρος τη μηχανή του αυτοκινήτου της, «πρέπει να σταματήσω να βλέπω ταινίες το βράδυ πριν κοιμηθώ, στο τέλος θα μου φαίνεται πιθανό το ενδεχόμενο ότι θα γίνω και cow girl».

Με αυτές τις σκέψεις στο μυαλό τριγυρνούσε στα σοκάκια της Άρτας με την φωτογραφική της μηχανή στο χέρι και τραβούσε φωτογραφίες, διάφορα αξιοθέατα μέσα στην πόλη. Είχε κατέβει τα σκαλιά του Αγίου Δημητρίου και στεκόταν να τραβήξει μια φωτογραφία το ναό όταν πάνω της έπεσε κάποιος, κατέβασε τη μηχανή και τον κοίταξε. Ήταν ένας νέος άντρας κοντά στην ηλικία της, φαινόταν αρκετά αφηρημένος ενώ στα χέρια του κρατούσε μια ανθοδέσμη με λουλούδια. Ίσα που ζήτησε συγνώμη και προχώρησε στο δρόμο του, μην αφήνοντας περιθώρια στη Μάρθα να απαντήσει. Εκείνη έκανε περισσότερο από συνήθεια ένα νεύμα, που υποδήλωνε «δεν πειράζει, δεν τρέχει τίποτα» ενώ έμεινε για λίγο να τον κοιτάζει να απομακρύνεται, τον πρόσεξε που κοίταξε τα λουλούδια και πλησίασε έναν κάδο. «Ωχ όχι, μουρμούρισε απογοητευμένη», όμως εκείνος στάθηκε, σαν να την είχε ακούσει έριξε μια ματιά γύρω του και μόλις την είδε στο οπτικό του πεδίο επέστρεψε και της τα έδωσα χωρίς πολλούς προλόγους.

-Πάρτε κι αυτά.

-Ω αν είναι κάθε φορά που πέφτουν πάνω μου να μου δίνουν τόσο όμορφα λουλούδια, σίγουρα θα αξίζει τον κόπο. Αμφέβαλλε η Μάρθα αν είχε ακούσει την απάντηση της ο άγνωστος άντρας, αφού αμέσως μόλις τα άφησε στα χέρια της, γύρισε την πλάτη του και απομακρύνθηκε.

 

Ô

 

Μόλις μπήκε στο σπίτι του θείου της, έψαξε κάτω από το νεροχύτη για βάζο και αφού βρήκε ένα, το γέμισε νερό για να βάλει τα λουλούδια, με ιδιαίτερη προσοχή τα απάλλαξε από τις πολύχρωμες κορδέλες που τα κρατούσαν μαζί ενωμένα και το γυαλιστερό χαρτί και τα έβαλε στο νερό, θυμήθηκε ξανά τα λόγια που είχε πει όταν της άφησε τα λουλούδια ο νέος ενώ έκανε την σκέψη ότι είναι ακόμα πιο ευχάριστο όταν της προσφέρονται άνθη από έναν τόσο όμορφο άντρα, ύστερα έκανε ένα μορφασμό για τις σκέψεις της που σύντομα άλλαξε σε χαμόγελο που δε θα έβαζε ποτέ μυαλό. Αφού έψαξε στο φαρμακείο για ασπιρίνες, έκοψε μια στη μέση και την έριξε μέσα στο νερό για να διατηρηθούν περισσότερο. Είχε πάρει τα λουλούδια και τα τοποθετούσε ένα ένα μέσα στο βάζο, μόλις πρόσεξε το ανοιχτό μπουμπούκι με το μονόπετρο.

-Ωχ, όχι κι άλλη πρόταση γάμου. Σκέφτηκε αυθόρμητα. Αφού το έβγαλε από το μπουμπούκι το πέρασε στο δάχτυλο της και άρχισε να κοιτάζει το χέρι της. Μια χαρά της ερχόταν, αλλά έπρεπε να το επιστρέψει. Το έριξε στην τσάντα της με την ελπίδα να ξανασυναντήσει τον άντρα, τι στην ευχή στην Άρτα μένανε κάπου θα τον αντάμωνε αργά ή γρήγορα. Έβαλε και τα υπόλοιπα λουλούδια στο βάζο και κάθισε στον υπολογιστή να δει τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει από την πόλη της Άρτας. Σκέφτηκε την Ξένια, πολύ θα ήθελε να της πει τα νέα της από την Άρτα, άλλωστε της είχε υποσχεθεί ότι μόλις θα είχε εγκατασταθεί κάπου θα επικοινωνούσε αμέσως μαζί της, αντιθέτως εκείνη είχε αλλάξει αριθμό στο κινητό της και η Ξένια θα προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί της και δε θα τα κατάφερνε. Θυμήθηκε την αδερφική της φίλη και το πόσο ρομαντική ήταν όσο κι αν προσπαθούσε να το παίξει σκληρή, μεγάλη ευθύνη είχε και ο ανταγωνισμός στη δουλειά τους. Να της έστελνε ένα mail, με τα καθέκαστα δε θα ήταν και πολύ καλή ιδέα, έτσι αφηρημένη που είναι και φεύγει αφήνοντας ανοιχτό το λογαριασμό της, όλο και κάποιος μπορούσε να το προσέξει και να το διαβάσει μαθαίνοντας που είναι, άσε που πάντα υπήρχε η φήμη ότι υπήρχε ο big brother στην εφημερίδα που έλεγχε τα email που λάβαινε το προσωπικό, άσε καλύτερα με τον παραδοσιακό τρόπο. Οπότε αφού διάλεξε κάποιες από τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει, για να τις εμφανίσει, θα της αγόραζε και εκείνο το άλμπουμ για να τις βάλει, που είχε δει σε ένα βιβλιοπωλείο  με εξώφυλλο το γεφύρι της Άρτας και θα της έφτιαχνε ένα δεματάκι για να της το στείλει με το ταχυδρομείο. Σίγουρα θα ήταν ο πιο ρομαντικός και ευχάριστος τρόπος να ξανά επικοινωνήσει με τη φίλη της, από το να της στείλει ένα απλό ηλεκτρονικό μήνυμα στον υπολογιστή της.      

Αφού τελείωσε με το χειρόγραφο γράμμα χαμογέλασε στον εαυτό της, είχε πολύ πλάκα, χρόνια είχε να το κάνει αυτό, από το σχολείο που αντάλλασε γράμματα με τους συμμαθητές και τις φίλες της μέσα στο μάθημα, γιατί κι έξω από αυτό συνήθως με τον υπολογιστή επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Η ευκολία της εποχής! Άκουσε την πόρτα να ξεκλειδώνει και να μπαίνει ο θείος της.

-Τι καλά να επιστρέφεις στο σπίτι και να βρίσκεις κάποιον να σε περιμένει.

-Ξέρεις, δε θα συμβαίνει για πολύ αυτό. Όμως μπορείς να βρεις κάποια να το κάνει.

-Πήγες στους γονείς σου σήμερα;

-Πως το κατάλαβες;

-Απλά μιλάς σαν τη μάνα σου, και δε μου λες μικρή, τι σημαίνει δε θα συμβαίνει για πολύ ακόμα;

-Ε όσο να ναι… μην πηγαίνεις στις κατσαρόλες θείε, την πέρασα όλη τη μέρα έξω και δε μαγείρεψα τίποτα.

-Δεν πειράζει.

-Αν και δε μαγείρεψα γιατί σκεφτόμουν να σου κάνω το τραπέζι απόψε έξω!

-Αυτό είναι ακόμα καλύτερο από το να έμπαινες στον κόπο να μαγειρέψεις.

-Θα κάνω ότι δεν πιάνω το υπονοούμενο για τις μαγειρικές μου ικανότητες. Μη κρύβεσαι όταν γελάς γυρνώντας μου την πλάτη.

-Τι γιορτάζουμε λοιπόν και θα το κάψουμε απόψε;

-Τη νέα μου ζωή στην Άρτα. Και το ότι μου βρήκες δουλειά. Σε ευχαριστώ πολύ θείε, δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς εσένα, και όχι τίποτε άλλο παντρεύτηκε και ο Σωτήρης και δε μου πάει η καρδιά να τον χωρίσω.

-Ωχ, πάλι το ίδιο θέμα έπιασε η αδερφούλα μου! Όσο για τη δουλειά για μένα το έκανα, μην νομίζεις ότι σε βοήθησα να βρεις δουλειά για αλτρουιστικούς λόγους, το έκανα καθαρά εγωιστικά.

-Όπως και να έχει με βοήθησες και στο χρωστάω.

-Δε μου χρωστάς τίποτα. Και τι σήμαινε ότι δε θα με περιμένεις για πολύ;

-Αφού βρήκα δουλειά καιρός να βρω και ένα διαμέρισμα να νοικιάσω. Δε θέλω να σου γίνομαι βάρος.

-Άστα αυτά τώρα, είναι βλακείες, πάω να κάνω ένα μπάνιο πήγαινε και εσύ να ετοιμαστείς, γιατί από την πείνα δε σε βλέπω! 

 

Ô

 

«Ο αριθμός που καλείται δεν αντιστοιχεί σε συνδρομητή». Μα τι στην ευχή, είχε ανοίξει η γη και την είχε καταπιεί. Ήταν γελασμένη αν νόμιζε ότι επειδή άλλαξε αριθμό τηλεφώνου θα απαλλασσόταν τόσο εύκολα από εκείνον. Του χρωστούσε εξηγήσεις για το ξέσπασμα της έξω από την εφημερίδα, δεν ήταν πια τόσο τρομερό για να τον χωρίσει επειδή την αναζητούσε για δέκα ημέρες και στο τέλος αναγκάστηκε να καταφύγει στην ύστατη λύση όπως να πάει να την βρει στη δουλειά της. Επιπλέον είχε ξεσπάσει με υπερβολικό τρόπο αν σκεφτεί κανείς τα λόγια που ξεστόμισε εναντίον του. Αναμενόμενο να εκνευριστεί και να σηκώσει χέρι επάνω της, ίσως έπρεπε να τη συναντήσει και να της ζητήσει συγνώμη, να μιλήσουν, ίσως να μην ήταν αργά για εκείνους, να μπορούσαν να δώσουν μία ακόμα ευκαιρία στην σχέση τους. Που όμως μπορούσε να βρίσκεται, σκέφτηκε να περάσει από τη δουλειά όμως αυτό μάλλον θα την εξαγρίωνε, ειδικά από την στιγμή την σκηνής που έγινε έξω από το χώρο εργασίας της. Κοίταξε το ρολόι του, ήταν αρκετά νωρίς, με λίγη τύχη ίσως να την προλάβαινε στο σπίτι.

Το κουδούνι του διαμερίσματος ήχησε ρυθμικά, η Ξένια που έπινε τις τελευταίες γουλιές από τον καφέ της διαβάζοντας το άρθρο που είχε παραδώσει το προηγούμενο μεσημέρι στον αρχισυντάκτη, έστρεψε το πρόσωπο της προς το ρολόι τοίχου που ήταν κρεμασμένο απέναντι της. Απορημένη από την πρωινή επίσκεψη πήγε και άνοιξε την πόρτα. Το ξάφνιασμα της μόνο ευχάριστο δε θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει κάποιος.

-Νίκο τι γυρεύεις εδώ;

-Τη Μάρθα, είναι μέσα;

-Η Μάρθα δε μένει πια εδώ.

-Μπα όχι; Τι έγινε, βρήκε κανέναν άλλον μαλάκα να του τα τρώει και μετακόμισε μαζί του; Είπε μην μπορώντας να συγκρατήσει τη ζήλεια του.

-Μπα, στη σειρά προτεραιότητας ήσουν πρώτος, ίσως πάλι έχασε τη λίστα με τους μαλάκες.

-Γελάσαμε. Είπε και έκανε να φύγει, αλλά επέστρεψε. Γιατί δε με συμπαθείς;

-Δεν ξέρω, μου βγαίνει αβίαστα.

-Εσύ της είπες να με χωρίσει;

-Συγκεντρώσου λίγο. Η Μάρθα είναι μεγάλο κορίτσι δεν χρειάζεται τον ένα και τον άλλον να της λένε τι να κάνει, επίσης ξέρεις πολύ καλά ότι δεν της αρέσει να της επιβάλλονται.

-Θα μου πεις που είναι;

-Και να ήξερα δε θα σου έλεγα, όμως ειλικρινά δεν ξέρω, πάντως για να μην μπεις στον κόπο παραιτήθηκε και από την εφημερίδα και έφυγε από την Αθήνα.

-Αποκλείεται.

-Και τώρα επειδή θέλω να ετοιμαστώ για να φύγω για τη δουλειά, θα μπορούσες να μη στέκεσαι στη μέση για να κλείσω την πόρτα;

Εκνευρισμένος της γύρισε την πλάτη και έφυγε, πάντα του την έδινε στα νεύρα η Ξένια, ήταν τόσο έκδηλη η αντιπάθεια της προς το πρόσωπο του και δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια να το κρύψει. Να δεις που εκείνη η σκύλα βρισκόταν πίσω από τα λόγια της Μάρθας, την πότιζε εναντίον του τόσο καιρό και στον πρώτο τσακωμό, θυμωμένη από το χαστούκι, του πέταξε κατάμουτρα τα πιστεύω της φίλης της. Κατέβαινε την σκάλα όταν είδε τον ταχυδρόμο να φεύγει και την αλληλογραφία παρατημένη πάνω στο τραπεζάκι του θυρωρού που απουσίαζε. Έριξε μια βιαστική ματιά στους λογαριασμούς όταν πρόσεξε ένα πακέτο ανάμεσα στους φακέλους. Από ένστικτο περισσότερο, παρά επειδή το σκέφτηκε κοίταξε γύρω του και πλησίασε το μικρό γραφείο στα αριστερά της σκάλας. Διαβάζοντας στο όνομα του παραλήπτη εκείνο της Ξένιας χαμογέλασε και το πήρε μαζί του φεύγοντας βιαστικά. Σύντομα θα μάθαινε που βρισκόταν η καλή του, αφού μπόρεσε να αναγνωρίσει τον γραφικό της χαρακτήρα από τις κάρτες που είχαν τα δώρα που του έκανε στις επετείους και στις γιορτές του, η πάντα ρομαντική Μάρθα. Τελικά ίσως να μην έλεγε ψέματα η σκύλα όταν έλεγε ότι έφυγε από το διαμέρισμα αλλά και από την Αθήνα.

 

Ô

 

Είχαν περάσει μόλις λίγες μέρες από τον χωρισμό του με την Ελπίδα όταν ο Γιάννης κυριολεκτικά τον έσυρε σε ένα club για ένα ποτό και για να συναντήσουν ωραίες παρουσίες. Βαριεστημένος τον ακολούθησε ο Δήμος, αν και δεν είχε καμία διάθεση να βγει όμως πόσο θα έμενε στο σπίτι για να σκέφτεται το «όχι» της Ελπίδας στην πρόταση του. Από την πλευρά της η Ελπίδα δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί επειδή αρνήθηκε να τον παντρευτεί έπρεπε και να χωρίσουν, της φαινόταν εξωφρενικό και εγωιστικό από μέρους του ενώ ήταν βέβαιη ότι και οι δύο θα υποφέρανε δίχως λόγο, πάντως δεν είχε μετανιώσει για την αρνητική απάντηση που είχε δώσει.

-Ήθελα να ’ξερα τι σ’ αρέσει σ’ αυτά τα μέρη. Το ότι σε ποδοπατάνε ή το ότι σε τρώει η ορθοστασία με το ποτό στο χέρι; άρχισε την γκρίνια πριν ακόμα μπει στο μαγαζί ο Δημοσθένης.

-Την επόμενη φορά θα σε πάω σε καφενείο, του απάντησε ο Γιάννης ειρωνικά και μπαίνοντας στο μαγαζί κοίταξε γύρω του. Το βλέμμα του έπεσε, πάνω στο όμορφο μελαχρινό κορίτσι που καθόταν παρέα με δυο φίλες της, από τις οποίες η μία αν δεν τον γελούσαν τα μάτια του ήταν…

-Η Ελπίδα;

-Τι είπες; Τον ρώτησε ο Δήμος.

-Είπα ότι δεν είναι ωραία εδώ, ίσως να πάμε κάπου αλλού. Πριν προλάβει να γυρίσει την πλάτη του ο Δημοσθένης πρόσεξε την Ελπίδα που την είχαν σκουντήξει οι φίλες της και της τον είχαν δείξει. Τα βλέμματα τους έσμιξαν και ο Δημοσθένης κοίταξε αλλού νευριασμένος που είχε δεχτεί την πρόταση του φίλου του, όμως δεν είχε σκοπό να φύγει, όχι τουλάχιστον για εκείνη.

-Θα μείνουμε, είπε και προχώρησε προς την άλλη πλευρά του μαγαζιού που είχε ένα τραπεζάκι ελεύθερο, τράβηξε το σκαμπό και κάθισε με την πλάτη  στραμμένη στην πρώην του. Αυτή η συμπεριφορά ήταν εντελώς παιδαριώδης από μέρους του, επειδή χώρισαν δε θα έπρεπε να γίνουν και εχθροί, να ανταμώνουν και να παριστάνουν ότι δεν γνωρίζονται, σηκώθηκε από τη θέση της και τον πλησίασε, ο Γιάννης κάρφωσε το βλέμμα του επάνω της, όμως δε μίλησε παρά μόνο έπαιρνε εκφράσεις για να δώσει στο Δήμο να καταλάβει ότι τους πλησίαζε, μόλις εκείνη τον έπιασε από το μπράτσο εκείνος το τράβηξε απότομα ενώ γύρισε και την κοίταξε άγρια. Με θιγμένο τον εγωισμό, κούνησε το κεφάλι της και εγκατέλειψε την παρέα της φεύγοντας από το κλαμπ.

-Έλα ρε σκληρό αντράκι! Θέλησε να αστειευτεί ο Γιάννης.

-Σκάσε ρε μαλάκα.

-Αυτό είναι το ευχαριστώ. Είπε κουνώντας απογοητευμένα το κεφάλι του. Η ξανθιά από τη συντροφιά της Ελπίδας με την μελαχρινή να την ακολουθεί κατά πόδας, έφτασαν στο τραπέζι τους. Ώρα ήταν να ζητούσαν στο Δήμο το λόγο για τη συμπεριφορά του στη φιλενάδα τους.

-Γεια, είπε η ξανθιά και θα σωριαζόταν αν δεν προλάβαινε να την πιάσει ο Γιάννης.

-Γεια. Της απάντησε ενώ την ανασήκωσε. Η μελαχρινή που είχε πλησιάσει χαιρέτησε νευρικά το Δήμο ενώ κοίταξε τη φίλη της που έχει αγκαλιάσει τον άγνωστο.

-Γεια σου Χριστινάκι, απάντησε σε πολύ πιο ήπιο τόνο ο Δημοσθένης από αυτόν που είχε λίγο νωρίτερα.

-Συγνώμη, είναι μεθυσμένη. Ελένη έλα, πάμε.

-Μα γιατί μου την παίρνεις; Είπε παραπονιάρικα ο Γιάννης.

-Δεν βλέπεις πως είναι; Τον ρώτησε, ενώ φαινόταν να βράζει από θυμό. 

-Απλώς αστειευόμουν.

-Έλα Ελένη, πάμε. Η χαλαρή αντίσταση της φίλης της και δυο κουβέντες στο αυτί της από την Χριστίνα την έκαναν να αποχωριστεί την αγκαλιά του Γιάννη και να ακολουθήσει τη φίλη της.

-Θες να σε βοηθήσω;

-Όχι.

-Όχι! Στράφηκε και είπε με παράπονο εκείνος στο Δήμο.

-Βοήθα ρε και μη ρωτάς!

Αφού είχε λείψει για περίπου δέκα λεπτά ο Γιάννης, αφήνοντας το Δημοσθένη μόνο του να πίνει και να σκέπτεται τη συνάντηση του με την πρώην του, επέστρεψε όλο κέφι και κάθισε πάλι στη θέση του.

-Είσαστε ομοιοπαθείς, του είπε και του γέλασε, ενώ ο Δήμος τον κοίταζε χωρίς να καταλαβαίνει. Λέω ότι ήταν μεθυσμένη επειδή είχε χωρίσει πρόσφατα, όπως κι εσύ.

-Άντε τελείωνε το ποτό σου να φεύγουμε. Δουλεύουμε αύριο.

-Μάλιστα αφεντικό. Άλλωστε καλύτερα στο σπίτι με την τηλεόραση, παρά με σένα νυχτερινή διασκέδαση.

-Τι είπες;

-Είπα, ότι μου χάλασες τη διασκέδαση. Το ξέρεις;

-Το ξέρω!

-Πάλι καλά ! Να δω με τι μούτρα θα με αντικρίσεις αύριο στη δουλειά!

-Μ’ αυτά που έχω.

-Πω πω, τσαντίλα αδερφάκι μου απόψε.

 

Ô

 

Το βράδυ ο Νίκος που επέστρεψε από τα γραφεία της εταιρείας τους στο σπίτι, έβαλε ένα ποτό και κάθισε σε μια πολυθρόνα κρατώντας το πακέτο που προοριζόταν για την Ξένια στην αγκαλιά του, υπό φυσιολογικές συνθήκες θα είχε ξεσκίσει το περιτύλιγμα για να μάθει αυτό που ήθελε, αλλά το τηλεφώνημα της γραμματέας του πατέρα του που τον καλούσε επειγόντως να πάει στην εταιρεία, δεν του άφησε περιθώρια. Καλύτερα να το άνοιγε αργότερα ώστε να επεξεργαστεί τις πληροφορίες με την ησυχία του, άλλωστε το ότι μόλις είχε μάθει ότι η Μάρθα είχε εγκαταλείψει τη δουλειά της και την Αθήνα ήταν για την ώρα αρκετά. Αφού περιεργάστηκε για λίγο το κίτρινο χρώμα του φακέλου και τα γράμματα της πάνω σε αυτό, το έσκισε, μέσα υπήρχε ένα άλμπουμ με το γεφύρι της Άρτας, το άνοιξε και ξεφύλλισε τις πρώτες σελίδες του, γεμάτο με φωτογραφίες και ηπειρώτικα τοπία. Λογικό που αλλού θα κατέφευγε αν όχι στη γενέτειρα της μόλις εγκατέλειψε τον τόπο διαμονής της τα τελευταία δέκα χρόνια. Όμως σοβαρά είχε σκοπό να μείνει στην Άρτα ή το πουλάκι είχε πετάξει άλλη μια φορά. Ένα λευκό φύλλο χαρτί ξεγλίστρησε από τις σελίδες του άλμπουμ. Τώρα θα έπαιρνε τις πληροφορίες που αναζητούσε. Κατάπιε μια γερή γουλιά από το whisky και ξεδίπλωσε το χαρτί ξεκινώντας την ανάγνωση.     

 

 

Αγαπημένη μου Ξένια ,

Δύο εβδομάδες μόλις στην Άρτα και χωρίς ούτε εγώ να το έχω καταλάβει όλα έχουν μπει σε μια σειρά στη ζωή μου. Ευτυχώς τα πράγματα δεν είναι τόσο δύσκολα όσο θεωρούσα όταν ξεκίναγα από την Αθήνα. Δουλειά βρήκα εύκο­λα, χάρη στο θείο μου ο οποίος γνώριζε το αφεντικό μου, πλέον εργάζομαι σε ένα δημοσιογραφικό blog. Το ότι είχα προϋπηρεσία σε μεγάλη αθηναϊκή εφημερίδα φυσικά μέτρησε υπέρ. Ο μισθός δεν είναι το ίδιο καλός όπως στα ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΩΝ όμως δεν έχω παράπονο αφού και η πίεση της δουλειάς είναι λιγότερη απ’ ότι στην εφημερίδα. Το αφεντικό μου είναι ένας γοητευτικός και ευγενικός κύριος.

 

Δεν μπόρεσε παρά να ξεφύγει ένα όλο ειρωνεία χαμόγελο από το Νίκο διαβάζοντας αυτή την αράδα για την εμφάνιση του αφεντικού της  

 

Όχι μην ανησυχείς δεν τον ερωτεύτηκα, δεν έχω αντοχές για άλλους ερωτικούς μπελάδες, άλλωστε είναι και παντρεμένος με δυο παιδιά.

 

-Ε δε νομίζω να αποτελεί και ηθικό φραγμό για εσένα το να τον χωρίσεις!

 

Επίσης μετά το λάθος μου με το Νίκο και το Στέφανο που μυαλό γι άντρες. Πλέον είμαι μια σοβαρή επαγγελματίας που το μόνο που με απασχολεί είναι η δουλειά μου, όσο για άντρες έχουμε χρόνια μπροστά μας, όπως έλεγες κι εσύ.

 

-Ποιος είναι ο Στέφανος, Μάρθα; ρώτησε το χαρτί που κρατούσε στα χέρια του.

          

Ξέρω ότι με είχες προειδοποιήσει και ότι έχουμε κάνει πολλές φορές αυτή τη συζήτηση, και ότι ήσουν αυτή που στάθηκε δίπλα μου όταν ήρθε το δίλημμα με τις δύο προτάσεις γάμου, αναγνωρίζω ότι το σφάλμα ήταν ολοκληρωτικά δικό μου, αν και έχουν τόσο ο Νίκος όσο και ο Στέφανος ένα μικρό μερίδιο ευθύνης.

 

-Έλεος ρε Μάρθα, και κερατάς και δαρμένος;

 

Όπως όμως και να έχει δεν είναι τόσο εύκολο για μένα να παραβλέψω το σφάλμα μου, και να παριστάνω ότι δεν συνέβη ποτέ, ιδιαίτερα από την στιγμή που ο Στέφανος είναι συνάδελφος από την εφημερίδα.

 

-Έτσι εξηγείτε ο πανικός επειδή ήρθα να σε βρω στο χώρο εργασίας σου!

 

Νομίζω ότι είναι καλύτερο για όλους μας που έφυγα και δεν πρόκειται να ξανασυναντηθούμε, όσο υπερβολικό κι αν φαίνεται σε σένα που πέταξα στα σκουπίδια μια έτοιμη καριέρα για να έρθω να θαφτώ στην επαρχία. Όμως για εμένα δεν ήταν τόσο απλό.

 

-Ούτε για μένα, πίστεψε με! Μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του ο Νίκος.

 

Η αλήθεια είναι ότι περίμενα το άγριο ξέσπασμα του Νίκου, δεν έχει συνηθίσει να ακούει ΟΧΙ και του κακοφάνηκε. Όμως περίμενα ότι ο Στέφανος θα έδειχνε περισσότερη κατανόηση, όταν του επέστρεψα το δαχτυλίδι της πρότασης.

 

-Α! Τον είχες εντελώς για μαλάκα τον άλλον!

 

Τέλος πάντων, δεν αξίζει να τα θυμόμαστε. Είμαι στην Άρτα κι αυτοί στην Αθήνα, η απόσταση με χωρίζει και από τους δύο…

 

-Ποια απόσταση, το κωλοχώρι σου ένα τσιγάρο δρόμος είναι, μόνο ο Άδης θα ήταν αρκετός για να μας χωρίσει μωρό μου.

 

 …ας πάρει ο καθένας τον δρόμο του, ας κάνει ο καθένας τη δική του ζωή. Δεν είναι δύσκολο να ξεχνάμε το παρελθόν όσο υπάρχει μέλλον.

Φυσικά το αρνητικό της Άρτας είναι ότι πλέον είμαι υποχρεωμένη να συναντώ πιο συχνά τους γονείς μου και να πρέπει να υποστώ κάθε φορά την γκρίνια της κυρίας Αγγελικής. Με το που έμαθε ότι επέστρεψα μόνιμα εδώ, ξεκίνησε τη μουρμούρα που δεν παντρεύτηκα πριν από δέκα χρόνια το Σωτήρη και ότι έχασα το κελεπούρι μέσα από τα χέρια μου.

 

-Τυχερός ο Σωτήρης αλλιώς θα του τα είχες φορέσει τα κέρατα από την πρώτη νύχτα του γάμου.

 

Όπως θα πρόσεξες σου έστειλα και ένα άλμπουμ με φωτογραφίες της ιδιαίτερης πατρίδας μου. Παρηγορήτρια, Άγιος Δημήτριος, και το πολύ τραγουδισμένο γεφύρι. Η Φωτογραφία του Αγίου Δημητρίου έχει και μια περίεργη ιστορία. Ενώ προσπαθούσα να εστιάσω το ναό μέσα από την κάμερα μου, ένας νέος άντρας έπεσε πάνω μου κατά λάθος. Στα χέρια του κρατούσε μια ανθοδέσμη με τριαντάφυλλα, την οποία αφού απομακρύνθηκε λίγο επέστρεψε και μου την έδωσε πριν φύγει πάλι.

 

-Τι κρίμα που τελείωσε τόσο άδοξα η ιστορία! Σχολίασε ειρωνικά ο πληγωμένος εραστής.

 

Μόλις γύρισα στο σπίτι και έβαλα τα λουλούδια στο βάζο πρόσεξα ότι μέσα σε ένα μπουμπούκι υπήρχε κρυμμένο ένα μονόπετρο. Έκανα τον απολογισμό και μέσα σε ένα μήνα δέχτηκα τρία δαχτυλίδια.

 

-Καιρός να ανοίξεις χρυσοχοείο! 

 

Όμως όπως και τα δύο προηγούμενα έτσι κι αυτό, μόλις συναντήσω τον άντρα με τα τριαντάφυλλα πρέπει να του το επιστρέψω. Αυτά είχα να σου πω. Περιμένω σύντομα νέα σου, σε φιλώ και σε σκέφτομαι .

Να μου προσέχεις τον πολύτιμο εαυτό σου.

Δική σου, Μάρθα.

Υ.Γ. : Έχω ξεκινήσει να κοιτάζω και για διαμέρισμα, δεν μπορώ να γίνομαι φόρτωμα άλλο στο θείο μου, αν και ο γλυκός μου δείχνει να χαίρεται την παρέα μου. Έχω βρει ένα που μου αρέσει πολύ, (στην Πέτρας), όταν το κλείσω θα σου πω να μου στείλεις ό,τι άφησα στο διαμέρισμα μας. Κι ο νέος μου τηλεφωνικός αριθμός 69…….    

 

Ô

           

Με κάπως ρομαντική διάθεση η περιπλάνηση οδήγησε τη Μάρθα στο γεφύρι, στάθηκε στη μεσαία καμάρα και έμεινε να κοιτάζει το ποτάμι ενώ το ολόγιομο φεγγάρι έλουζε με το φως του τη γη. Από την αντίθετη πλευρά στεκόταν κι ο Δημοσθένης, να χαζεύει κι εκείνος το νερό που έτρεχε στο ποτάμι, δεν είχε διάθεση να μείνει σπίτι του, αλλά ούτε και να τον σέρνει ο Γιάννης στα διάφορα μέρη που ήταν πιθανό να τη συναντήσει. Βαριεστημένος γύρισε να καθίσει πάνω στο πεζούλι του γεφυριού, τη στιγμή που η Μάρθα αποφάσισε να φύγει, όμως μια απότομη κίνηση την έκανε να γλιστρήσει και με μια περίεργη κλίση κινδύνεψε να πέσει από το γεφύρι, με γρήγορα αντανακλαστικά ο Δήμος πρόλαβε και τη συγκράτησε.     

-Είστε καλά; 

-Ναι, σας ευχαριστώ.

-Ευτυχώς, ήταν πολύ επικίνδυνο να πέσετε στο ποτάμι.

-Πράγματι, όμως θα τελείωναν όλα κι έτσι θα ήταν καλύτερα!

-Μη μου πείτε ότι δεν ήταν τυχαίο.

-Όχι, προς Θεού, μια σκέψη έκανα.

-Πολύ άσχημη.

-Νομίζω πως σας έχω ξαναδεί.

-Δεν ξέρω, δεν είμαι και καμιά διασημότητα, ίσως μοιάζω με κάποιον γνωστό σας.

-Όχι, δε μοιάζετε, μα ναι, εσείς δε μου δώσατε τα λουλούδια;.

-Ποια; … α ναι, εγώ.

-Ξέρεται μέσα στα λουλούδια βρήκα κάτι που μάλλον σας ανήκει.

-Τι;

Η Μάρθα έβγαλε από την τσάντα της το δαχτυλίδι που είχε βρει μέσα στην ανθοδέσμη και του το έδωσε. Εκείνος το πήρε για λίγο στα χέρια του και το κοίταξε, ύστερα πήρε το χέρι της και το πέρασε σε ένα από τα δάχτυλα της.   

-Κρατήστε το, άλλωστε σας πάει πολύ.

-Δεν μπορώ, ένα δώρο έτσι! Ήταν η απάντηση, βγάζοντας το από το δάχτυλο της με σκοπό να του το δώσει πίσω.    

-Εγώ θα το ρίξω στο ποτάμι, παρακαλώ κρατήστε το, έτσι σαν ένα δώρο της γνωριμίας μας.

-Σας ευχαριστώ μα ...

-Τόση ώρα συζητάμε, θα προτιμούσα να μιλάμε στον ενικό, είμαι απλός άνθρωπος και δεν μπορώ αυτές τις τυπικότητες.

-Εντάξει , θα το κρατήσω αν μου πείτε γιατί δεν το θέλετε.

-Μεγάλη ιστορία, δεν έχει σημασία, μια γυναίκα που… Άστο, δεν έχει νόημα.

-Μια γυναίκα που σε πλήγωσε;. Δεν είναι ο, τι χειρότερο.

-Και τι είναι ;

-Μμμ, και συλλαβίζοντας πρόσθεσε, να σε πληγώσει ένας άντρας.

-Συνάδελφος μάλλον;

-Δε θα το ’λεγα, πιο πολύ μπλεγμένη από τύψεις ή … και χωρίς να αποτελειώ­σει την φράση της ανασήκωσε τους ώμους της,

-Δεν ξέρω σε τι αναφέρεσαι, αλλά όλοι κάνουμε λάθη, αρκεί να μην τα επαναλαμβά­­νουμε.

-Έχεις δίκιο.

-Φοβάμαι πως μας έπιασε η φιλοσοφία, κάτω από το φεγγάρι, πάνω από το ποτάμι, στο γεφύρι το οποίο τυλίγεται με το θρύλο του! Εδώ δίπλα έχει ένα ταβερνάκι δεν πάμε καλύτερα να τσιμπήσουμε κάτι και να τα πούμε… χωρίς να θέλω να παρεξηγηθεί η πρόταση μου, όμως αν και γνωριζόμαστε λίγο, νιώθω ότι σε ξέρω καιρό και μου αρέσει να μιλάω μαζί σου.

-Δε θα έλεγα όχι, άλλωστε νομίζω ότι η μέση μου μετά την πτώση δεν είναι και σε πολύ καλή κατάσταση. Μιας και δε συστηθήκαμε, έτσι για την ιστορία με λένε Μάρθα!

-Εμένα Δημοσθένη.

 

Αφού φτάσανε στην ταβερνούλα διάλεξαν ένα απόμερο τραπέζι και κάθισαν, ενώ ο σερβιτόρος πλησίασε για να πάρει την παραγγελία τους. Μέσα σε λίγη ώρα γνώριζαν τα βασικά για τη ζωή ο ένας του άλλου, η Μάρθα νέο-αφιχθείσα από την Αθήνα αν και γεννημένη και μεγαλωμένη στην Άρτα είχε αποφασίσει να επιστρέψει στα πάτρια εδάφη και να ζήσει στη μιζέρια της ελληνικής επαρχίας η οποία ήταν παρατημένη από τους ιθύνοντες. «Μη νομίζεις και η Αθήνα παρατημένη είναι, ό,τι γίνεται είναι για τα μάτια του κόσμου, τίποτε όμως ουσιαστικό, και τώρα με την κρίση έχουν βρει τη νούμερο ένα δικαιολογία για να μη γίνονται έργα». Αν και δεν ομολόγησε στο Δήμο, το λόγο που εγκατέλειψε μια καλή δουλειά για να επιστρέψει στην πόλη τους, εκείνος από τη συζήτηση που είχε προηγηθεί πάνω στο γεφύρι φανταζόταν ότι ο λόγος θα ήταν μια ερωτική απογοήτευση και μάλλον ισχυρότερη από εκείνη που περνούσε ο ίδιος αφού δε θα παράταγε τη δουλειά και τους φίλους του για να φύγει εξαιτίας μιας γυναίκας, ούτε καν για την Ελπίδα. Έπρεπε να παραδεχτεί ότι ήταν πολύ εγωιστής για να κάνει κάτι τέτοιο. Στη δυσπιστία του για το αν θα έβρισκε εύκολα δουλειά εκείνη τον εξέπληξε ευχάριστα ενημερώνοντας τον ότι είχε ήδη βρει. Ο Δήμος σε αντίθεση με τη Μάρθα ήταν μηχανικός αυτοκινήτων «δεν ακούγεται τόσο μαγικό όσο το δικό σου» της είπε και τσούγκρισε το ποτήρι του με το δικό της για να γελάσουν ενώ ξεκίνησαν να μετράν τα υπέρ και τα κατά των εργασιών τους, τελικά η Μάρθα κατέληξε ότι ένας μηχανικός αυτοκινήτων ήταν πιο σημαντικός από έναν φωτογράφο, αφού στις μέρες μας ποιος μπορούσε να ζήσει χωρίς αυτοκίνητο. Εκείνος σχολίασε ότι οι αναμνήσεις που αποτυπώνονται μέσα σε μια εικόνα είναι εξίσου σημαντικές για να βοηθάνε τους ανθρώπους να μην ξεχνάνε.

-Φέρε μας άλλο ένα καραφάκι με κρασί, έκανε νόημα ο Δήμος στο σερβιτόρο.

-Αχ όχι εγώ δε θα πιω άλλο.

-Γιατί όχι;   

-Πήγα να πέσω από το γεφύρι χωρίς αλκοόλ, φαντάσου να πιω και δυο τρία ποτήρια κρασάκι ακόμα.

-Μην ανησυχείς, θα βρεθώ πάλι κοντά σου και θα σε σώσω! Της είπε χαμογε­λώ­ντας

-Βλέπω ότι πήρες πολύ σοβαρά το ρόλο του φύλακα αγγέλου !

-Ξέρεις είμαι υποχρεωμένος να παίζω το ρόλο αυτό, αφού όπως λέει μια κινέζικη παροιμία όταν σώσεις τη ζωή κάποιου μια φορά είσαι υποχρεωμένος να τον προστατεύεις για πάντα.

-Χμ, ενδιαφέρον, αλλά εσύ δε μοιάζεις για κινέζος. Είπε, ενώ η φράση της έκλεισε με ένα χασμουρητό.

-Θες μήπως να φύγουμε;

-Η αλήθεια είναι ότι είμαι λίγο κουρασμένη. Και παίρνοντας την τσάντα στα χέρια της έψαξε για το πορτοφόλι.

-Ούτε να το σκέφτεσαι, είπε και πρόλαβε να πληρώσει τον σερβιτόρο.

-Μα γιατί όχι;

-Δεν είναι σωστό.

-Γιατί υπάρχει καμιά κινέζικη παροιμία που λέει ότι δεν πρέπει να πληρώνουν οι γυναίκες;

-Δεν ξέρω για τους κινέζους αλλά στο χωριό μου έτσι συνηθί­ζε­ται! της απάντησε χαρίζοντας της ένα ακόμα γοητευτικό χαμόγελο.   

-Λοιπόν αφού δε με άφησες να πληρώσω το λογαριασμό, τουλάχιστον θα μου επιτρέψεις να σου κάνω το τραπέζι στο σπίτι μου, όποια μέρα εσύ θέλεις.

-Νομίζω ότι αυτό επιτρέπεται! Ξέρεις να μαγειρεύεις καλά;

-Με λίγη τύχη θα τα καταφέρω. Υπήρχε και η λύση να σε βγάλω έξω αλλά θα θες οπωσδήποτε να πληρώσεις το λογαριασμό και θα σφαχτούμε. Είπε και έψαξε στην τσάντα της για στυλό. Μήπως έχεις χαρτί; Ο Δήμος έψαξε στις τσέπες του αλλά τελικά της έδωσε την απόδειξη.   

-Εδώ είναι η διεύθυνση και το τηλέφωνο μου, πάρε με όποτε θες, αλλά να πάρεις !

-Την Κυριακή είναι καλά;

-Πολύ καλά, λοιπόν την Κυριακή θα σε περιμένω κατά τις δύο. Καληνύχτα.

 

Ô

 

Με ειρωνείες υποδέχτηκε ο πατέρας του την επιθυμία του Νίκου να πάρει άδεια. «Είσαι σε άδεια επί μονίμου βάσεως, αφού την παίρνεις από τη σημαία!», ο Νίκος χωρίς να απαντήσει στα σχόλια παρέμενε υπομονετικά όρθιος αν και περίμενε με μια βαριεστημένη στάση να πάρει το οκ από τον πατέρα του για να φύγει. Αφού απάντησε σε ερωτήσεις όπως που είχε σκοπό να πάει και γιατί, τελικά τον άφησε ελεύθερο με την υπόσχεση επιστρέφοντας να στρωθεί στις υποθέσεις της δουλειάς. Ο Πέτρος Χαΐτογλου κρατούσε για την ώρα μυστική την πρόθεση να αναλάβει κάποια κατασκευαστικά έργα που θα γινόταν σύντομα στην πόλη που σκόπευε να επισκεφτεί ο γιός του, γιατί ήθελε να πάρει εκείνος μόνος του την απόφαση και να συμφωνήσει με τα έργα σε αυτήν την πόλη, αφού ο επιχειρηματίας αντιλαμβάνονταν πως για να πάει ο Νίκος σε μια πόλη όπως η Άρτα, που ούτε νησί ήταν, ούτε χιονοδρομικό κέντρο υπήρχε, κάποιο πιο σοβαρό λόγο είχε από μια απλή φιλενάδα. Άλλωστε ως γνωστόν το ρητό ότι το... σέρνει καράβι και ο Νικόλας είχε συνηθίσει να σέρνεται από τους θηλυκούς πειρασμούς. Όταν το αποφάσιζε και ήταν σίγουρη η κήρυξη του διαγωνισμού θα το ανακοίνωνε και στον επιρρεπή στις αμαρτίες γιο του.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

           

Με κατεβασμένα τα μούτρα δούλευε και εκείνο το Σάββατο ο Δήμος στο συνεργείο, ο Γιάννης που τον είχε μάθει πια καλά είχε αποφασίσει να μην του ανοίξει κουβέντα, άλλωστε είχε να σκέφτεται τα δικά του, τα οποία του έφτιαχναν ιδιαίτερα το κέφι. Το προηγούμενο απόγευμα είχε συναντήσει τη μελαχρινή φίλη της Ελπίδας και με την δικαιολογία ότι ήθελε να τη ρωτήσει για το πώς ήταν η μεθυσμένη φίλη της, της είχε πιάσει την κουβέντα. Κοίτα πράγματα όμως βρε φίλε, τόσα χρόνια στην ίδια πόλη, υπάλληλος αλλά και φίλος του Δήμου εκείνος, φίλη της Ελπίδας η Χριστίνα κι όμως δεν είχαν βρεθεί ποτέ στην ίδια παρέα για να γνωριστούν. Όμως ο Γιάννης δε θα άφηνε πλέον τίποτε στην τύχη, αφού την είχε βρει δε θα άφηνε την ευκαιρία να χαθεί, ήδη της είχε δώσει το τηλέφωνο του για να τον πάρει για καφέ, και επειδή εκείνος δεν ήταν από αυτούς που διστάζουν και κοκκινίζουν μόλις αντικρίζουν κορίτσια είχε ζητήσει και το δικό της οπότε αν μέχρι το απόγευμα δεν τον είχε καλέσει, προς το βραδάκι θα επικοινωνούσε ο ίδιος μαζί της. Δουλεύοντας και σφυρίζοντας ο Δήμος του έριχνε στραβές ματιές.

-Τι σε έχει πιάσει και μου έχεις πάρει τα αυτιά με τα φάλτσα σου σήμερα;

-Όχι και φάλτσα, όταν σφυρίζω είμαι ίδιος αηδόνι.

-Θα σου έλεγα τι είσαι, αλλά έχε χάρη.

-Α! Για να σου πω αφεντικό, επειδή εσύ τα έχεις βάψει μαύρα δε θα πενθεί όλη η Άρτα μαζί σου, αν και να σου πω ούτε εσύ θα έπρεπε να έχεις βάλει μαύρες πλερέζες, μιας και έχεις ραντεβουδάκι με την Αθηναία αύριο.

-Δεν είναι Αθηναία, δικιά μας είναι. Στο ξαναείπα. Αν και σκέφτομαι πολύ σοβαρά να μην πάω.

-Και γιατί όχι;

-Δεν έχω διάθεση και δε θέλω να χαλάσω και τη δικιά της.

-Και θα της αφήσεις να σε περιμένει;

-Όχι ρε βλάκα. Απλά θα βρω μια δικαιολογία και θα την πάρω να το ακυρώσω.

-Δεν το ξανασκέφτεσαι;

-Δεν έχω να σκεφτώ κάτι. Όταν δεν έχω κέφι δεν είμαι καλή παρέα.

-Εμένα μου λες!

-Τι να της πω όμως;

-Εμένα ρωτάς; Εσύ έχεις τελειώσει το πανεπιστήμιο.

-Τι σχέση έχει αυτό πάλι;

-Ε, να μην έχει! Πάντως εγώ θα σου πρότεινα, να μην το ακυρώσεις. Βέβαια από την άλλη δεν έχεις να ανησυχείς για κάτι εσύ, η μία σου φεύγει και η άλλη σου έρχεται.

-Άντε ρε βλάκα. Απάντησε ο Δήμος στο σχόλιο και του πέταξε τα γάντια της δουλειάς καθώς κατευθυνόταν προς την έξοδο του συνεργείου για να πάρει τηλέφωνο τη Μάρθα. Με μια πρόχειρη δικαιολογία ότι είχε πέσει πολύ δουλειά στο συνεργείο και δεν μπορούσε να αφήσει μόνο του το Γιάννη, ο Δήμος ζήτησε αναβολή της συνάντησης κάτι που ανακούφισε τη Μάρθα, μιας και ήθελε να προλάβει να συμμαζέψει το διαμέρισμα το οποίο μόλις είχε νοικιάσει, έλειπαν πολλά πράγματα από μέσα τόσο από επίπλωση όσο κι από σκεύη, ακόμα έλειπε η μισή ντουλάπα με τα ρούχα της και άλλα προσωπικά της αντικείμενα. Είχαν συμφωνήσει με τη φίλη της καθώς είχαν πακετάρει τα πράγματα της μόλις έβρισκε σταθερή στέγη και έπαυε να ζει φιλοξενούμενη να της τα έστελνε. Είχαν περάσει μέρες που είχε στείλει το μικρό δέμα στη φίλη της και όμως εκείνη δεν είχε επικοινωνήσει μαζί της, να ήταν τσαντισμένη άραγε μαζί της ή να της είχε τύχει κάτι; Ήταν βέβαιη ότι μόλις λάβαινε το δεματάκι θα επικοινωνούσε αμέσως μαζί της, τελικά όμως είχε γελαστεί. Τέλος πάντων θα την έπαιρνε ένα τηλέφωνο προκειμένου να της λυθεί η οποιαδήποτε απορία. 

Μόλις άκουσε τη φωνή της Ξένιας, η πρώτη φράση που της ήρθε στο μυαλό ήταν η γνωστή παροιμία.

-Άμα δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό…

-Μάρθα, τι έκπληξη! Πως είσαι; Που είσαι; Γιατί άργησες να επικοινωνήσεις;

-Τι εννοείς άργησα να επικοινωνήσω. Σου έστειλα ένα πακέτο με το ταχυδρομείο δεν το έλαβες.

-Όχι δεν έλαβα κάτι, λες να χάθηκε η ειδοποίηση;

-Δε στο έστειλα συστημένο.

-Ωχ βρε Μάρθα και το συζητάμε ακόμα, το πακέτο θα έκανε φτερά, όλο και κάποιος θα το βούτηξε.

-Γαμώτο, ελπίζω να πέταξε το γράμμα χωρίς να το διαβάσει τουλάχιστον. Αλλιώς θα μάθει για τους δυο άντρες της ζωής μου.

-Λυπάμαι που στο λέω, αλλά δε φαντάζομαι ότι κάποιος πήρε το πακέτο και δεν άνοιξε το γράμμα, εκτός κι αν δε μίλαγε την ελληνική.

-Τσάμπα κόπος, σου είχα στείλει και φωτογραφίες της Άρτας μέσα στο άλμπουμ.

-Γι αυτό είναι τα συστημένα Μάρθα μου, για να φτάνουν στα σωστά χέρια.

-Ναι, όμως εμείς έχουμε θυρωρό ο οποίος υποτίθεται ότι είναι γι αυτή τη δουλειά.

-Ας αφήσουμε τα δυσάρεστα και πες μου πως σε υποδέχτηκαν στα πάτρια εδάφη;

-Καλύτερα απ’ όσο περίμενα… είπε και άρχισαν να φλυαρούν για τη δουλειά. Για την ανθοδέσμη με το δαχτυλίδι και για τη μάνα της φυσικά με τα ενοχλητικά της σχόλια. Αφού η Ξένια της έδωσε την υπόσχεση ότι θα κοίταζε για το δέμα και θα ενημέρωνε και το θυρωρό να έχει το νου του, πήρε τη διεύθυνση της ώστε να κανονίσει με μια μεταφορική ό,τι πράγματα δικά της είχαν παραμείνει στην Αθήνα να μεταφερθούν στο νέο της διαμέρισμα στην Άρτα. Χαρούμενη που είχε μιλήσει με την καλύτερη της φίλη συνέχισε τον δρόμο της όταν ένιωσε ότι κάποιος την ακολουθούσε. Σταμάτησε για να αφήσει αυτόν τον κάποιον να την προσπεράσει, και γύρισε λίγο λοξά όταν προς μεγάλη της έκπληξη είδε ότι αυτός ο κάποιος ήταν ο Νίκος που της χαμογελούσε όλο ειρωνεία.

-Μικρός που είναι ο κόσμος, δε συμφωνείς αγάπη μου; 

 

Ô

 

Φτάνοντας στην επαρχιακή πόλη της Ηπείρου ο Νίκος πάρκαρε το αυτοκίνητο του και ξεκίνησε να κάνει βόλτες στην πόλη πεζός. Όπου κι αν κοίταζε δυσανασχετούσε με την απόφαση της «καλής του» να παρατήσει τα πάντα στην Αθήνα και να πάει να εγκατασταθεί σε μια επαρχιακή πόλη που δε διέφερε σε τίποτε από τις άλλες επαρχιακές πόλεις την Ελλάδος. Κι ενώ προχωρούσε κατά μήκος της εθνικής, ο Θεός να την έκανε εθνική, αυτόν τον δρόμο διπλής κατεύθυνσης για το πολύ δύο αυτοκίνητα στην κάθε κατεύθυνση του δρόμου πρόσεξε μια κοπέλα που του θύμισε τη Μάρθα να περπατάει στο απέναντι πεζοδρόμιο, πέρασε βιαστικά τον δρόμο αγνοώντας τις κόρνες και τις βλαστήμιες από τους οδηγούς. Αφού βρισκόταν από πίσω της, άκουσε τη φωνή της Μάρθας που μίλαγε στο τηλέφωνο, προφανώς με την Ξένια αφού της ανακεφαλαίωνε όσα είχε διαβάσει κάποιες μέρες νωρίτερα ο ίδιος στο γράμμα. Όταν έκλεισε το τηλέφωνο και το έβαλε στην τσάντα της, ο Νίκος κάλυψε πιο γρήγορα την απόσταση μέχρι την στιγμή που την είδε να σταματάει και να γυρίζει, τάχα στο πλάι για να αφήσει να την προσπεράσουν. Όμως εκείνος δεν είχε βρεθεί στην Άρτα με σκοπό να προσπεράσει οτιδήποτε είχε να κάνει με εκείνη και την προδοσία της. Ο διστακτικός τρόπος που ψέλλισε το όνομα του μόλις τον είδε, του έδωσε ιδιαίτερη ικανοποίηση.  

-Τι έγινε μωρό μου έχασες τα λόγια σου;

-Νίκο τι γυρεύεις εδώ;

-Ήρθα να δω το χιλιοτραγουδισμένο γεφύρι σας. Εκείνο που ο πρωτομά­στο­ρας έχτισε τη γυναίκα του, και καλά για να είναι στέρεο το γεφύρι και να μην γκρεμίζεται. Αν και μάλλον την έχτισε όταν έμαθε ότι τον κερατώνει με άλλον. Μου φαίνεται πιο πειστικό σαν σενάριο. Το άλλο είναι πολύ σουρεαλιστικό για να το πιστέψω.

-Εμένα πάλι σουρεαλιστικό μου φαίνεται ότι βρίσκεσαι εσύ στην Άρτα!

-Γιατί όχι;

-Τι θες Νίκο;

-Εσένα μωρό μου, της απάντησε και με μια απότομη κίνηση την τράβηξε στην αγκαλιά του.

-Παράτα με, είπε και τραβήχτηκε μακριά του. Δε σου έφτανε που ήρθες στη δουλειά μου να κάνεις σκηνή, ήρθες και στην πόλη μου τώρα;

-Τι έχεις και εδώ κανέναν γκόμενο και φοβάσαι μην μάθει για εμάς!

-Α! το πληροφορήθηκες βλέπω.

-Τίποτε δε μένει κρυφό Μάρθα!

-Και εξακολουθείς να τρέχεις από πίσω μου, δεν είναι λίγο υποτιμητικό αυτό για σένα.

-Θα μπορούσε. Απλά θεωρώ ότι είμαστε πάτσι γιατί κι εγώ δεν ήμουνα ο πιο πιστός σύντροφος όσο είχαμε σχέση, οπότε …

-Οπότε; …

-Καλά τώρα σοβαρά, νομίζεις ότι μπορείς να μου κρυφτείς; Όταν νόμιζες ότι ξεμπέρδεψες από μένα θυμάσαι τι σου είπα;

-Ότι θα με διαλύσεις… πολύ ευχάριστο να λες κάτι τέτοιο σε έναν άνθρωπο που ισχυριζόσουν ότι τον αγαπάς και ήθελες να τον παντρευτείς!

-Και που σε κορόιδευε. Μην το ξεχνάς.

-Είμαστε πάτσι, μόνος σου το είπες.

-Ποτέ δε θα είμαστε πάτσι. Πάντα θα μου χρωστάς.

-Πόσα πλήρωσες για μένα Νίκο, πες μου να τα περάσω στο λογαριασμό σου στην τράπεζα. Τραπέζια, εξόδους, δώρα… ότι δεν μπορώ να στο επιστρέψω να στο πληρώσω.

-Την αγάπη που σου έδωσα μου χρωστάς.

-Πόσο την χρεώνεις, πες μου να στα δώσω και να με αφήσεις ήσυχη πια.

-Η αγάπη που σου έδωσα πληρώνεται μόνο με την ησυχία που δε θα έχεις ποτέ ξανά.

-Σε βαρέθηκα, κι εσένα και τις απειλές σου. Απάντησε και γύρισε την πλάτη στον πρώην αγαπημένο της.

-Δεν τελειώσαμε Μάρθα, να το θυμάσαι, της φώναξε ενώ την είδε να απομακρύνεται κουνώντας απογοητευμένη το κεφάλι της.

 

Ô

 

Αφηρημένος ο Γιάννης πηγαινοερχόταν μέσα στο συνεργείο χωρίς να έχει ιδιαίτερη διάθεση για δουλειά, ο Δημοσθένης που τον παρακολουθούσε με μισό μάτι, κούναγε το κεφάλι του ειρωνικά χωρίς όμως να λέει τίποτα, ήταν ακόμα πολύ εκνευρισμένος με όλα όσα είχαν συμβεί με την Ελπίδα και φοβόταν ότι ένας καυγάς με οποιονδήποτε θα εκτροχιαζόταν περισσότερο από το επιτρεπτό. Ο Γιάννης εκτός από ένας καλός υπάλληλος ήταν και ένας καλός φίλος και δεν ήθελε να χαλάσει η σχέση μεταξύ τους. Ήταν στο συνεργείο, υπάλληλος του πατέρα του προτού πάει ο Δημοσθένης να εργαστεί μαζί τους, όταν εκείνος ακόμα σπούδαζε στην Αθήνα Αρχαιολογία. Δεν ήθελε να υπάρχουν εντάσεις μεταξύ τους, αν και η αφηρημάδα του τις τελευταίες μέρες και το να πηγαίνει κάθε τρεις και λίγο να στέκεται στην πόρτα και να κοιτάζει έξω είχε αρχίσει να του τη δίνει στα νεύρα, όπως επίσης και το γεγονός ότι μιλούσε συνέχεια για λουλούδια, πεταλούδες και ροζ συννεφάκια, μάλλον το έκανε επίτηδες για να του σπάει τα νεύρα.

-Έχεις σκοπό να δουλέψεις σήμερα ή να σου δώσω άδεια; Του είπε προσπαθώντας να συγκρατήσει τον εκνευρισμό του.

-Δε θα έλεγα όχι σε μια άδεια, όμως έχουμε να παραδώσουμε αυτοκίνητα αύριο.

-Ούτως ή άλλως το έχει βάλει σκοπό, να τα παραδώσω μόνος μου.

-Δεν κάνουμε ένα διάλλειμα; Τον ρώτησε ο Γιάννης και ήταν τόσο παραπονιάρικο το ύφος του που δεν μπόρεσε να του το αρνηθεί ο Δημοσθένης.

-Ας κάνουμε. Λοιπόν τι συμβαίνει μαζί σου;

-Τι να συμβαίνει δηλαδή!

-Άστα αυτά και λέγε.

Δειλά ο Γιάννης πήρε την απόφαση να εκμυστηρευτεί τα συναισθήματα του για το κορίτσι στο φίλο του, δεν ήξερε βέβαια εκείνος πως θα το έπαιρνε μιας και ήταν φίλη της πρώην του, που τόσο άσχημα όπως θεωρούσε ο τσιτωμένος Δημοσθένης, του είχε φερθεί επειδή του είχε αρνηθεί να τον παντρευτεί. Μόλις άκουσε ο Δημοσθένης ότι θα του έλεγε για γυναίκα που την ήξερε, ανησύχησε, τελικά ίσως να έπρεπε να του δώσει τα παπούτσια στο χέρι αν συνέβαινε αυτό που είχε αρχίσει να υποψιάζεται. Μα τέτοια προδοσία! Όμως επιτρέποντας στο Γιάννη να συνεχίσει χωρίς να τον διακόψει κι αφού είχε κάνει μια κακή αρχή με το να αναφέρει την Ελπίδα, ο Δημοσθένης κατάλαβε ότι για άλλη του πόναγε το δοντάκι κι αν συνέχιζε έτσι θα του πόναγε για πολύ, μιας και η Ελένη, η πίτα στο μεθύσι φίλη της, ήταν χειρότερη κι από τη δικιά του, ή την πρώην δικιά του τέλος πάντων. Κόρη του δημάρχου, αργόσχολη, κάνοντας ρεζίλι τον πατέρα της με σχέσεις της μιας βραδιάς. Πως θα του έλεγε ότι για μία στα γρήγορα τον ήθελε και εκείνον, που φαινόταν ότι είχε καψουρευτεί άσχημα.

-Ποια Ελένη μωρέ, του είπε θιγμένος εκείνος, αφού τον είχε ανησυχήσει πρώτα με τις συμβουλές ότι δεν ήταν κορίτσι για εκείνον και άλλα τέτοια.

-Ε ποια τότε; Με πέθανες.

-Η Χριστίνα.

-Το Χριστινάκι! Πολύ καλό παιδί. Καμιά σχέση με τις άλλες δύο. Κορίτσι για σπίτι.

-Με δουλεύεις;

-Όχι. Και ξέρεις κάτι, έχει μαζευτεί πολύ δουλειά και εμείς φλυαρούμε, πάντως η γνώμη μου για την Χριστίνα είναι η καλύτερη σου δίνω και την ευχή μου.

 

Ô

 

Τα δυο κορίτσια καθισμένα σε μια καφετέρια στον πεζόδρομο, απέναντι από το ναό του Αγίου Δημητρίου, συζητούσαν για την απούσα φιλενάδα τους και τις υποψίες που είχε η Ελένη ότι ήταν μπλεγμένη ερωτικά με κάποιον. Η Ελπίδα δύσπιστη, κουνούσε το κεφάλι της αρνητικά ενώ άκουγε την Ελένη να μιλάει. «Μα γιατί δε θα μας το έλεγε»; Η άλλη ανασήκωνε τους ώμους της και σχολίαζε ότι πιθανόν να ήταν κάποιος που δε θα ήθελε να μάθουν ότι βγαίνει μαζί του, και ύστερα ξεκίνησε να της διηγείται την βραδιά που είχαν συναντήσει το Δημοσθένη στο μπαρ. Παραξενεμένη γύρισε και κοίταξε τη φίλη της για τις υποψίες που είχε για την Χριστίνα, δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι ήταν τόσο σιγανό ποταμάκι που θα έμπλεκε με τον πρώην της. Όμως πάλι για ποιον μπορείς να είσαι σίγουρος. Κάθισε πίσω στην καρέκλα της να επεξεργαστεί αυτά που της είχε πει η Ελένη, όταν πρόσεξε στο απέναντι τραπέζι να κάθετε ένας άντρας, γύρω στα τριάντα πέντε και να κοιτάζει γύρω του σαν να έψαχνε κάτι ή κάποιον. Η ανησυχία της για το αν ο Δημοσθένης είχε βρει παρηγοριά στην αγκαλιά της φίλης της, εξατμίστηκε μόλις είδε τον μελαχρινό άντρα με τα μπλε μάτια να την κοιτάζει με ενδιαφέρον. Κι αφού όπως όλα έδειχναν ο Δήμος είχε ξεκινήσει μια νέα ιστορία, καιρός ήταν κι εκείνη να αφήσει κατά μέρους τις ντροπές και να προχωρήσει τη ζωή της με έναν άλλον άντρα και μάλιστα όπως όλα έδειχναν πιο ενδιαφέρον από τον πρώην της. Άφηνε την Ελένη να φλυαρεί ενώ εκείνη είχε ξεκινήσει ένα παιχνίδι βλεμμάτων με τον άγνωστο απέναντι. Δεν μπορεί να ήταν από την πόλη τους, αλλιώς κάπου θα τον είχε δει και αν τον είχε δει αδύνατο να μην τον έχει προσέξει. Μπορεί να του έλειπε λίγο ύψος όμως δεν του χρειαζόταν, ούτως ή άλλως φαινόταν ιδιαίτερος.

-Πρέπει να φύγουμε, άκουσε την Ελένη να της λέει.

-Που να πάμε;

-Τι εδώ θα την βγάλουμε;

-Έχω ραντεβού με την ξαδέρφη μου.

-Ποια τη Βούλα; Ρώτησε η Ελένη ενώ άφησε να ζωγραφιστεί η  απέχθεια στα χαρακτηριστικά του προσώπου της.

-Ναι.

-Θα μου επιτρέψεις τότε να φύγω, λυπάμαι που το λέω όμως την βρίσκω τόσο καταθλιπτική και εκνευριστική που δεν την αντέχω. Οπότε καλύτερα να φύγω πριν με δει. Αλλά πες μου κάτι, πως την αντέχεις;

-Οικογενειακές υποχρεώσεις, δεν καταλαβαίνεις!

-Ναι, ναι ξέρω, τα ακούω και εγώ από τους δικούς μου όλη την ώρα, τους συγγενείς δεν τους διαλέγουμε… αλλά εγώ προσωπικά δεν έχω καμία διάθεση να φορτωθώ ανθρώπους που δε γουστάρω ακόμα κι αν έχουμε κοινό DNA. Αφού έσκυψε και φίλησε την Ελπίδα, της είπε ότι θα περίμενε να την πάρει τηλέφωνο κι έφυγε πριν προλάβει να εμφανιστεί η άχαρη για τα γούστα της Ελένης, Βούλα. Αφού απαλλάχτηκε από την φλυαρία της φίλης της, έστρεψε προκλητικά εξολοκλήρου την προσοχή της πάνω στον άγνωστο άντρα. Εκείνος ακούμπησε πίσω στην καρέκλα την πλάτη του και γύρισε και την κοίταξε έχοντας σχηματιστεί στα χείλη του ένα ελαφρύ μειδίαμα. Αφού ζύγισε για λίγα λεπτά την επιλογή της να πάει στο τραπέζι του ή να φύγει, σηκώθηκε από τη θέση της και στάθηκε όρθια ρίχνοντας μια ματιά στον άντρα που την παρακολουθούσε με το βλέμμα του, όπως στοιχημάτισε εκείνος τελικά δεν της πήγε η καρδιά να φύγει πριν του μιλήσει έστω για λίγο. Πάντα του άρεσαν οι γυναίκες που δε δείλιαζαν και έπαιρναν αυτό που ήθελαν. Προχώρησε προς τα εκείνον και έμεινε για λίγο όρθια μην ξέροντας τι έπρεπε να κάνει.

-Κάθισε μην στέκεσαι. Της είπε και της έδειξε με το βλέμμα του μια καρέκλα.

-Ορίστε; Τον ρώτησε η Ελπίδα που παρά την επιθυμία της, ενοχλήθηκε ο εγωισμός της.

-Συγνώμη, της απάντησε και πήρε την εφημερίδα στα χέρια του, νόμιζα ότι… τέλος πάντων.

-Τι νόμιζες; Τον ρώτησε προκλητικά εκείνη.

-Απλά σε βρίσκω πολύ ενδιαφέρουσα και έλεγα να σε κεράσω έναν καφέ αν δεν έχεις κάτι καλύτερο να κάνεις. Είπε προσπαθώντας να δείχνει σεμνός, έπιανε πάντα όταν η άλλη ήταν ζόρικη. Μα τι στην ευχή συμβαίνει τέλος πάντων με τα κορίτσια της Άρτας, πρώτα στην πέφτουν και ύστερα το παίζουν θιγμένες.

-Δεν ξέρω.

-Όπως θες. Της είπε ενώ το επόμενο δευτερόλεπτο την είδε να κάθετε απέναντι του. Λοιπόν τι να σε κεράσω; Είπε ενώ έκανε νόημα στο σερβιτόρο.

 

…………………………………………………………………………………..

 

-Ώστε Αθηναίος!

-Βέρος! Εντάξει υπάρχει μια καταγωγή από την Μικρά Ασία αλλά μακρινή. Έχεις πάει ποτέ στην Αθήνα;

-Φυσικά.

-Και σου άρεσε;

-Ναι, όμορφα ήταν. Και πόσο θα μείνεις στην Άρτα, Νίκο;

-Θα μείνω λίγες μέρες πριν επιστρέψω στη βάση μου.

-Και ήρθες για διακοπές.

-Όχι βέβαια, που ξανακούστηκε διακοπές στην Άρτα! σχολίασε ξεφεύγοντας του ένα ειρωνικό ύφος.

-Μπα, και που συνηθίζεις να πηγαίνεις εσύ διακοπές;

-Σε νησάκια ή στο εξωτερικό. Έχεις πάει στο εξωτερικό;

-Δεν έτυχε. Πάντως αν θες να ξέρεις και η Άρτα έχει όμορφα μέρη να επισκεφτείς!

-Δεν ξέρω για όμορφα μέρη, πάντως όμορφες κοπέλες έχει σίγουρα. Είπε κάνοντας την να χαμογελάσει, παρά το κλισέ!

-Θα ήθελες να σε ξεναγήσω, στη νυχτερινή ζωή της πόλης.

-Μα φυσικά, γιατί όχι! Είπε ενώ στο μυαλό του ήχησαν κλαρίνα που έκαναν το κορμί του να ριγήσει μιας και δεν ήταν καθόλου του γούστου του. Όμως μια νυχτερινή εξόρμηση στο πλάι μιας νέας, όμορφης κοπέλας μπορεί να είχε ως αποτέλεσμα να συναντηθεί με τη Μάρθα, δεν μπορεί να μην την τάραζε να τον δει με άλλη. Επιπλέον η νεαρή φαινόταν αρκετά πρόθυμη και δε θα του ήταν δυσάρεστο να έχει μια σύντομη περιπέτεια μαζί της.

Το ίδιο βράδυ και ενώ είχαν επισκεφτεί πέντε κλαμπ, από τα οποία μέσα στη μισή ώρα την έπαιρνε και έφευγαν αφού δεν έβλεπε πουθενά γύρω τη Μάρθα κατέληξαν στο αυτοκίνητο του να μιλάνε.

-Μάλλον δε σου αρέσει πολύ η παρέα μου, σχολίασε λυπημένα η Ελπίδα.

-Από πού βγήκε αυτό το συμπέρασμα;

-Αφού η ώρα είναι μόλις δύο και δε μείναμε σε κανέναν από τα κλαμπ που σε πήγα. Ο Νίκος χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά, αποφασισμένος να επωφεληθεί με κάποιον τρόπο από την επίσκεψη του στην Άρτα και την έξοδο του με το κορίτσι πάρκαρε από την κάτω πλευρά της πλατείας, κοντά στην Παρηγορήτρια, απέναντι από ένα δημοτικό σχολείο και έβαλε χειρόφρενο.

-Ή μπορεί να μου αρέσει πολύ η παρέα σου και να αποφάσισα να σε απομονώσω από τους ενοχλητικούς γύρω μας.

-Τι εννοείς; Τον ρώτησε και τον κοίταξε με μάτια που έλαμπαν από το ποτό και την επιρροή που είχε επάνω της ο νέος και γοητευτικός άντρας. Εκείνος χωρίς να πει άλλη λέξη έσκυψε και τη φίλησε στο στόμα, χωρίς να χάσει ευκαιρία η Ελπίδα αφού πέρασε το κουτί των ταχυτήτων ανέβηκε επάνω του και άρχισε να τον φιλάει ακόμα πιο παθιασμένα, εκείνος χαμήλωσε τη θέση του οδηγού, την έγειρε προς τα πίσω και ανασηκώνοντας της την μπλούζα και τη φούστα άρχισε να τη χαϊδεύει ενώ την πίεζε επάνω του φιλώντας την και αφήνοντας της σημάδια σε όλα τα γυμνά από ρούχα σημεία του κορμιού της.

 

Ô

 

Είχε περάσει πάνω από μια εβδομάδα από τη συνάντηση της Μάρθας με το Νίκο, και δεν είχε ξανασυναντηθεί μαζί του, ή που το είχε πάρει απόφαση, ευχής έργο ή που είχε αποχωρήσει μέχρι να βρει τον τρόπο να της κάνει τη ζωή πατίνι, ξέροντας τον χαρακτήρα του Νίκου, φοβόταν ότι πιο πιθανό σενάριο ήταν το δεύτερο, όμως πάλι μπορεί να πόνταρε σε αυτόν της το φόβο με τις κούφιες απειλές του και έτσι να ζούσε ένα μαρτύριο δίχως λόγο. Οπότε καλά θα έκανε να τον αγνοήσει και να φροντίσει να ζει την κάθε μέρα στη γενέτειρα της όσο καλύτερα μπορούσε. Τα πράγματα της είχαν φτάσει με τη φορτωτική από την Αθήνα και το διαμέρισμα της είχε αρχίσει να παίρνει τη μορφή κανονικού σπιτιού.

Μόλις είχε μπει στο διαμέρισμα όταν κάποιος χτύπησε το κουδούνι της, η Μάρθα απορημένη άνοιξε την πόρτα για να δει έξω από αυτή έναν άντρα που κρατούσε μια ανθοδέσμη με λουλούδια.

-Η κυρία Μάρθα Παπαχρήστου;

-Η ίδια!

-Αυτά τα λουλούδια είναι για εσάς! Μου υπογράφετε εδώ παρακαλώ; Η Μάρθα αφού υπόγραψε πήρε το μπουκέτο με τα κόκκινα τριαντάφυλλα και το κοίταξε απορημένη, μήπως ήταν από το Δημοσθένη, είχαν περάσει πάνω από δυο εβδομάδες που είχαν ακυρώσει το τραπέζι και δεν είχε επικοινωνήσει ακόμα μαζί της, μήπως της έστελνε τα λουλούδια ώστε να κανονίσουν να βρεθούν, άλλωστε κανένας άλλος δεν ήξερε τη διεύθυνση της εκτός από το θείο της ή τους γονείς της και εκείνοι αποκλείεται να της έστελναν λουλούδια. Το αφεντικό της μήπως, το φακελάκι με την κάρτα της υποσχόταν ότι θα έλυνε την απορία της, άφησε τα λουλούδια στον πάγκο και άνοιξε για να βρει μια κάρτα με τα εξής λόγια: Είσαι δικιά μου! Νίκος Χ.

-Ωχ! όχι δεν μπορεί! Την ίδια ώρα το κινητό της την ειδοποίησε ότι είχε μήνυμα, παράτησε τα λουλούδια και την κάρτα και πήρε στα χέρια της το τηλέφωνο για να διαβάσει το μήνυμα.

«Ελπίζω να σου άρεσαν τα λουλούδια που σου έστειλα, κόκκινα τριαντάφυλλα τόσο για την ομορφιά τους όσο και για τα αγκάθια τους, σου μοιάζουν. Θα τα ξαναπούμε σύντομα μωρό μου! Νίκος.»

-Ωχ! όχι, ξαναείπε δυνατά η Μάρθα που αδυνατούσε να καταλάβει πως ο Νίκος είχε πληροφορηθεί τόσο σύντομα τόσο το που βρίσκεται μετά τη φυγή της από την Αθήνα, όσο τη διεύθυνση και το νέο της τηλέφωνο. Και τότε συνειδητοποίησε ότι όλα του τα είχε μαρτυρήσει από μόνη της κι άθελα της, με εκείνο το χαμένο πακέτο που είχε εξαφανιστεί και που απ’ ότι όλα έδειχναν είχε έρθει στα χέρια του Νίκου, στα πιο λάθος χέρια που θα μπορούσε να είχε έρθει ποτέ. Έπεσε παρατημένη στο διθέσιο καναπέ και αναρωτήθηκε τι έπρεπε να περιμένει τώρα που είχε αποκαλυφτεί στο Νίκο. Όχι απλά ήξερε διεύθυνση και στοιχεία, γνώριζε με δική της αποδοχή ότι παράλληλα με εκείνον έβγαινε και με κάποιον Στέφανο, τελικά τίποτα δε μένει κρυφό, όσο κι αν το προσπαθήσεις. Σκέφτηκε να πάρει την Ξένια να της μιλήσει, όμως τελικά το μετάνιωσε, τι θα μπορούσε να κάνει κι εκείνη. Στην τελική ήταν πρόβλημα δικό της, το οποίο είχε προκαλέσει η ίδια οπότε ας έβρισκε τρόπο να απαλλαχτεί. Άλλωστε, ήθελε να πιστεύει ότι δε θα έφτανε στο σημείο να την σκοτώσει, ή τουλάχιστον ήθελε να ελπίζει ότι δε θα το έκανε, για την ώρα έδειχνε διάθεση να την προκαλεί, προφανώς θέλοντας να της δημιουργήσει ασφυξία με το να την ενημερώνει ότι γνώριζε που μένει και τα λοιπά στοιχεία που προσπάθησε να του κρατήσει κρυφά. Ίσως απλά έχοντας θίξει τον εγωισμό του με την αδιαφορία της ήθελε να πάρει τα ρεβάνς με το να την ξανακερδίσει, όμως η Μάρθα δεν ήθελε να επιστρέψει πίσω σε μια καταστροφική σχέση, έτσι όπως τα είχαν καταφέρει και οι δύο δεν υπήρχε λόγος να σμίξουν, μόνο πόνο θα μπορούσε να προσφέρει ο ένας στον άλλον. Ίσως να έπρεπε να του μιλήσει, μπορεί να καταλάβαινε, αν αποδεχόταν όλες τις ευθύνες, εκείνος μπορεί να την άφηνε ήσυχη. Μα ποιον κορόιδευε ο Νίκος δε θα την άφηνε ήσυχη. Είχε γίνει ο στόχος του και από «ΟΧΙ» ο νεαρός Χαΐτογλου δεν γνώριζε, πιθανόν μετά από αυτά που έμαθε για τον άλλον και το γεγονός ότι τον αγνόησε απροκάλυπτα, ο Νίκος να είχε βάλει σκοπό της ζωής του να την φέρει πίσω στην αγκαλιά του και ύστερα θα τα πλήρωνε όλα μέσα σε ένα πιθανό γάμο, απιστίες, άσχημη συμπεριφορά. Ένιωσε να πνίγετε μέσα στο σπίτι, σκέφτηκε να βγει έξω όμως φοβήθηκε μην την περίμενε, παρέμεινε καθισμένη στον καναπέ. Πλέον η διάθεση της θα εξαρτιόταν από το Νίκο, δεν μπορούσε να επιτρέψει αυτή την παραχώρηση. Είχε φύγει για να γλιτώσει από το λάθος της, πλήρωνε ακριβά την αποχώρηση της από την Αθήνα κι από μια πολύ καλή δουλειά και τώρα που όλα φαίνονταν ότι θα διορθώνονταν θα ασφυκτιούσε και στην Άρτα. Κάτι επαναστάτησε μέσα της και σηκώθηκε. Έπρεπε να αναλάβει τις ευθύνες της και να πάψει να συμπεριφέρεται σα φοβισμένο παιδί. Μία της έφταιγε η μάνα της και τώρα ο πρώην της, όμως πια είχε ενηλικιωθεί και έπρεπε να τολμήσει να ζήσει και όχι να φοβάται ότι εξαιτίας των λαθών της η γκιλοτίνα ανά πάσα στιγμή θα της έπαιρνε το κεφάλι. Άλλωστε είναι χειρότερο να ζεις με το φόβο. Σηκώθηκε και πήρε τα κλειδιά της, θα έβγαινε έξω κι αν την περίμενε θα τον αντιμετώπιζε. Αν δεν την περίμενε θα αποδεικνυόταν το σενάριο της ότι απλά προσπαθούσε να της προκαλέσει φόβο. Άλλωστε τόσα χρόνια ζευγάρι, ο Νίκος γνώριζε ότι σε πολλές περιπτώσεις εκείνη ήταν ευθυνόφοβη και ενώ έκανε τη ζημιά έκρυβε τα γυαλιά κάτω από το χαλί αντί να το παραδεχτεί. Σε αυτό τώρα πόνταρε, όμως με την αλλαγή πόλης, ένας νέος αέρας είχε φυσήξει και όπως όλα έδειχναν είχε ανανεώσει και τον χαρακτήρα της.

Πεισμωμένη, βάζοντας τα κλειδιά στην τσέπη και παίρνοντας απλά το κινητό, βγήκε από το διαμέρισμα της για να κάνει μια βόλτα στην πόλη, ακόμα κι αν ήταν να τον συναντήσει. Με βήμα αγέρωχο και το κεφάλι ψηλά περπατούσε δήθεν αδιάφορα, αλλά ήταν βέβαιη ότι αν κάποιος την πλησίαζε από πίσω και της έκανε μπου θα έβαζε τρομαγμένη τις φωνές, τελικά θέλει πολύ κόπο για να είναι κάποιος θαρραλέος. Ενώ περπατούσε στον πεζόδρομο, είδε να την πλησιάζει ένας άντρας, όμως δεν ήταν εκείνος, αφηρημένη όπως ήταν στις σκέψεις της και στην προσπάθεια της να δείχνει θάρρος ούτε που θα του μίλαγε αν δεν σταμάταγε μπροστά της.

-Μάρθα, όλα καλά; Τη ρώτησε και την κοίταξε προσεχτικά.

-Δημοσθένη, τι χαρά που σε συναντάω!

-Αλήθεια; Θα έλεγε κανείς ότι δε με γνώρισες.

-Ήμουνα αφηρημένη συγνώμη. Είσαι καλά;

-Ναι, μια χαρά.

-Ωραία!

-Ναι. Εσύ; Με τη δουλειά;

-Πολύ καλά όλα, και με τη δουλειά και με την πόλη, κανένα παράπονο. Α! και μιας και το θυμήθηκα εσύ δεν υποτίθε­ται ότι θα ερχόσουν μια Κυριακή σπίτι μου για να σου κάνω το τραπέζι; Να υποθέσω ότι με έφτυσες τελείως!

-Όχι καθόλου, απλά έπεσε πολύ δουλειά στο συνεργείο και… Αχ! μην παίρνεις αυτές τις εκφράσεις, με σκοτώνεις.

-Οπότε;

-Οπότε αν είσαι ελεύθερη αυτή την Κυριακή, ευχαρίστως να έρθω να μου κάνεις το τραπέζι.

-Σίγουρα δε θα έχεις πάλι δουλειά;

-Και δουλειά να έχω θα την αφήσω, δε σε καλεί κάθε μέρα μια όμορφη κοπέλα σπίτι της για να σου κάνει το τραπέζι.

-Δεν ξέρω τι μπορεί να κάνει μια όμορφη κοπέλα, εγώ πάντως σε έχω καλέσει ήδη δύο.

-Τι ώρα θες να είμαι εκεί;

-Δύο νομίζω είναι καλά, αν βολεύει και εσένα.

-Θα τα πούμε την Κυριακή. Γεια σου.

-Γεια, απάντησε και η Μάρθα και συνέχισε την βόλτα της, όσο ήταν με το Δημοσθένη ένιωσε ένα είδος σιγουριάς, τώρα που έμενε πάλι μόνη της η ανασφάλεια επανήρθε, και μαζί ένιωσε το βάρος της κούρασης και το στομάχι της που διαμαρτυρόταν από την έλλειψη τροφής. Ίσως να έπρεπε να επιστρέψει στο σπίτι, ήταν εντελώς άκυρη τελικά η κίνηση της να βγει από το σπίτι. Όσο ο εχθρός κυκλοφορεί έξω εσύ μένεις μέσα, όταν εκείνος μπει μέσα εσύ προσπαθείς να βγεις έξω. Δεν χρειαζόταν να επιδεικνύει τόσο κουράγιο με το να κυκλοφορεί άσκοπα στους δρόμους, όταν έπρεπε να είναι σπίτι της, να έχει ήδη φάει, και να έχει ξαπλώσει για ένα δίωρο ύπνο όπως είχε υποσχεθεί στον εαυτό της ότι θα έκανε, όταν ξύπνησε το πρωί για να πάει να δουλέψει. Επέστρεψε σπίτι κι αφού έλεγξε μήπως την περίμενε κανείς άνοιξε την πόρτα και χώθηκε. Όλα ήταν παρατημένα όπως τα είχε αφήσει, το μπουκέτο με τα λουλούδια πάνω στον πάγκο, με τα τριαντάφυλλα σχεδόν σκορπισμένα, το σημείωμα του Νίκου εγκαταλελειμμένο πάνω στο διθέσιο καναπέ. Η τσάντα της ακουμπισμένη πάνω σε μια καρέκλα. Πήγε στην κουζίνα και έβαλε μια κατσαρόλα να βράζει με νερό, ύστερα πήρε το σημείωμα και αφού το τσαλάκωσε το πέταξε στον κάδο με τα σκουπίδια, κοίταξε για λίγο τα λουλούδια προσπαθώντας να αποφασίσει την τύχη τους, τελικά κατέληξε ότι δεν της έφταιγαν σε τίποτα οπότε ας τα άφηνε να ζήσουν τη σύντομη ζωή τους μέσα σε ένα ανθοδοχείο με νερό. Αφού έφαγε μια απλή μακαρονάδα έχοντας τρίψει τυρί πάνω της, που κουράγιο να φτιάξει κάποια σάλτσα, το είχε καταναλώσει όλο κάνοντας άσκοπες βόλτες στην πόλη, πήγε και ξάπλωσε στο κρεβάτι αποκαμωμένη, με την ελπίδα ότι δε θα έβλεπε όνειρα με εκείνον μέσα.

 

Ô

 

Η Κυριακή είχε φτάσει και η Μάρθα έχοντας ξυπνήσει καθυστερημένα κάθισε μπροστά από τον υπολογιστή της ώστε να φτιάξει τα αρχεία με τις φωτογραφίες της. Η ώρα κόντευε δώδεκα και μισή όταν το βλέμμα της έπεσε πάνω στο δαχτυλίδι, που είχε βρει στο μπουκέτο, που της το είχε δώσει ο απελπισμένος από έρωτα Δημοσθένης.

-Αμάν ο Δημοσθένης, είπε και πετάχτηκε όρθια σαν ελατήριο. Πολύ ωραία, είχε δεν είχε μία ώρα και κάτι μπροστά της να ετοιμάσει το δείπνο και να ετοιμαστεί και η ίδια αν δεν ήθελε να την βρει με φόρμες, παντόφλες και σ αυτά τα χάλια. Τι έπρεπε να κάνει, να ετοιμαστεί η ίδια ή να ετοιμάσει το φαΐ, μάλλον έπρεπε να τα κάνει ταυτόχρονα έτσι όπως τα είχε καταφέρει. Μήπως να παράγγελνε απέξω να τελειώνουν. Μπα θα τη θεωρούσε εντελώς ακαμάτα, έμεινε για λίγο αναποφάσιστη ώσπου άνοιξε το ψυγείο να δει τι επιλογές είχε. Μόλις είδε το μοσχαράκι που της είχε φέρει το προηγούμενο βράδυ ο πατέρας της και που από τη συνήθη αφηρημάδα της δεν είχε βάλει στην κατάψυξη, ένιωσε τόση χαρά, που αν μπορούσε θα φιλούσε τον εαυτό της.

-Τέλεια, μουρμούρισε κι επιστράτευσε όλες τις κατσαρόλες και τα μάτια της κουζίνας για να ξεκινήσει. Μετά από μια ώρα, η σάλτσα, το κοκκινιστό, το ρύζι ακόμα και λίγος αρακάς για την γαρνιτούρα έβραζαν στο νερό τους, ενώ πάνω στο γκαζάκι μέσα σε ένα κατσαρολάκι έβραζαν αυγά για μια σαλάτα. Με το ένα μάτι στα φαγητά και το άλλο στον καθρέφτη του καθιστικού να βάφεται, πηγαινοερχόταν σαν την τρελή στο διαμέρισμα της, προσπαθώντας συνάμα να συμμαζέψει και την ακαταστασία που επικρατούσε. Λίγα λεπτά πριν το ρολόι δείξει δύο χώθηκε στο δωμάτιο της για να αλλάξει, με τα εσώρουχα κι ενώ πέρναγε μια μπλούζα πάνω από το κεφάλι, άκουσε το κουδούνι να ηχεί με χαρούμενο ρυθμό.

-Τώρααααααααααααααα, φώναξε από το δωμάτιο και βιαστικά φόρεσε τη φούστα της και ένα ζευγάρι μπεζ γόβες, ενώ περνώντας από τον καθρέφτη έριξε μια βιαστική ματιά στο είδωλο της. Από το ματάκι της πόρτας κοίταξε να σιγουρευτεί ότι δεν ήταν ο Νίκος ο επισκέπτης της ή ακόμα χειρότερα μήπως έσερνε το πτώμα του Δημοσθένη προς τις σκάλες. Άνοιξε την πόρτα και χαμογέλασε στο Δημοσθένη, που μπαίνοντας ανήγγειλε τον ερχομό του.

-Ήρθα! Είπε και της έδωσε ένα μπουκάλι κρασί και ένα κουτί γλυκά.

-Το βλέπω.

-Τι μαγείρεψες;

-Δε μαγείρεψα…

-Ώστε θα κάνουμε δίαιτα σήμερα!

-Όχι, μαγειρεύω, απλώς δεν είναι έτοιμα ακόμα. Δεν πιστεύω να πεινάς κιόλας;

-Και να πεινάω τι να κάνω θα περιμένω.

-Θέλεις να πιεις κάτι πριν φάμε; Ουίσκι, ούζο, κρασί!

-Νομίζω κρασί.

-Έχω από τη Ζίτσα!

-Το αγαπημένο μου. Η Μάρθα επέστρεψε με ένα ποτήρι λευκό κρασί που το πρόσφερε στο Δημοσθένη, εκείνος το πήρε και της χαμογέλασε.

-Θα μου επιτρέψεις να αποσυρθώ στην κουζίνα μήπως και φάμε κάποια στιγμή σήμερα.

-Κάνε τη δουλειά σου. Αν πάλι θες μπορώ να φύγω και να ξαναέρθω, είπε και στράφηκε προς την πόρτα.

-Νομίζω ότι ευκαιρία ψάχνεις για να φύγεις. Είπε και τον κοίταξε βάζοντας το χέρι στη μέση της.

-Απλά αστειευόμουν, είπε και κάθισε σε έναν καναπέ. Η Μάρθα χαμογέλασε και μπήκε στην κουζίνα, τσίτα τα νεύρα της εξαιτίας του Νίκου, όσο κι αν προσπαθούσε να το παίξει χαλαρή και να τον σπρώχνει στο πίσω μέρος του μυαλού της, δεν τα κατάφερνε και πολύ καλά. Αυτό που είχε πει ο Δημοσθένης ότι σύμφωνα με μια κινέζικη παροιμία όταν σώσεις τη ζωή κάποιου είσαι υποχρεωμένος να τον σώζεις πάντα…, μήπως έπρεπε να τον κηρύξει ιππότη και να τον αναγκάσει να την προστατεύει από τον κακό λύκο Νίκο, είχαν περάσει δέκα λεπτά που ετοίμαζε το φαγητό μέσα στην κουζίνα, χωμένη κάτω από τον αποροφητήρα να σκέφτεται αυτά τα πράγματα όταν μπήκε ο Δημοσθένης με την πρόθεση να τη βοηθήσει.

-Είσαι σίγουρα καλά; Τη ρώτησε βλέποντας πόσο τρόμαξε όταν μπήκε κι εκείνος μέσα στην κουζίνα.

-Ναι, απλά τρομάζω με το παραμικρό.

-Ήρθα για να προσφέρω τη βοήθεια μου, τι θες να κάνω; Και χωρίς να περιμένει απάντηση, πήρε ένα μαχαίρι και ξεκίνησε να κόβει τα αυγά επιμελώς.

-Σαν καλεσμένος μου δε θα έπρεπε, διαμαρτυρήθηκε η Μάρθα, αλλά αν θέλεις ανοίγεις το κρασί, στο ψυγείο «Γιατί με τα αυγά», σχολίασε ψιθυριστά μιας και δεν τα έκοβε στο σωστό σχήμα. Αφού ο Δημοσθένης άνοιξε το κρασί, η Μάρθα το πήρε από το χέρι του και γεμίζοντας του ένα ποτήρι του το έδωσε. Πάμε στο σαλόνι, σε 5΄λεπτά τελειώνω .

-Μα δε θέλεις να σε …

-Όχι, δεν είναι σωστό άλλωστε για μια οικοδέσποινα… είπε, βγάζοντας τον  σπρώχνοντας. Ύστερα από άλλα δέκα λεπτά που όλα ήταν έτοιμα στην κουζίνα εμφανίστηκε στο καθιστικό κρατώντας ένα τραπεζομάντηλο το οποίο έστρωσε στο τραπέζι. Ο Δημοσθένης κρατούσε ένα άλμπουμ με φωτογραφίες και το κοίταζε.

-Είμαστε έτοιμοι, να μην έπληξες μόνο …

-Όχι, όλα εντάξει, είπε και σηκώθηκε για να τη βοηθήσει.

-Είσαι πάντα τόσο ευγενικός;

-Μόνο στην αρχή όταν με γνωρίζει κάποιος, είπε και της χαμογέλασε, ενώ την ακολούθησε στην κουζίνα για να τη βοηθήσει να φέρει τα πιάτα με το φαγητό και τη σαλάτα.

-Ελπίζω να σου αρέσουν όσα έφτιαξα.

-Αφού είναι από τα χέρια μιας καλλιτέχνη, δεν έχω αμφιβολία ότι θα μου αρέσουν. Είπε και για λίγο αφοσιώθηκαν σιωπηλοί στο φαγητό τους.

-Φαίνεται δε θα σου αρέσει και πολύ η παρέα μου! σχολίασε μετά από κάποια λεπτά που τα πέρασαν σιωπηλοί.

-Φυσικά και μου αρέσει η παρέα σου, αλλιώς γιατί να σε καλούσα σπίτι μου να φάμε μαζί;

-Κοίτα, συγνώμη κιόλας, όμως απ’ την πρώτη στιγμή που σε είδα, διέκρινα μια μελαγχολία στα μάτια σου. Αν θες μπορείς να με εμπιστευτείς και να μου πεις τι τρέχει. Άλλωστε δεν μπορώ να καταλάβω τι μπορεί να κάνει μια νέα, όμορφη και επαγγελματικά αποκατεστημένη κοπέλα να έχει τόσο μελαγχολικά μάτια!

-Συμπεριλαμβάνεται κι αυτό στα καθήκοντα του σωτήρα;

- Όχι, γι’ αυτό πληρώνομαι έξτρα.

-Καλά λοιπόν θα σου πω, αν και είναι πολλά αλλά θα  μου υποσχεθείς να μου πεις κι εσύ για την ανθοδέσμη και αυτήν την κοπέλα. Ο Δημοσθένης κατένευσε και η Μάρθα ξεκίνησε να μιλάει για το θέμα που είχε με τους γονείς της και κυρίως με τη μητέρα της, το θέμα της παράλληλης σχέσης δεν ένιωσε ότι ήθελε να το θίξει, για κάποιο λόγο το ένστικτο της την συμβούλευε να μην πει κάτι για αυτό. Άλλωστε κι ο Δημοσθένης μπορεί να ταυτιζόταν με το Νίκο, ας μην ξεχνούσε ότι όταν τον γνώρισε κρατούσε μια ανθοδέσμη από μια πρόταση που είχε απορριφτεί, μπορεί να έπεφτε στα μάτια του και δεν υπήρχε λόγος να κάνει τόσο μεγάλες εξομολογήσεις. Έτσι αρκέστηκε να εξιστορήσει όσα αφορούσαν τις πιέσεις της μητέρας της. Ο Δήμος έτρωγε το φαγητό του ενώ πρόσεχε την κάθε λέξη που του έλεγε!

- Παρά του ότι πάντα μπλέκονται στα πόδια σου, όλο το δικό σου γίνεται.

-Δεν είναι το τι τελικά κάνω, αλλά η αμφισβήτηση που δέχομαι συνέχεια απ’ αυτούς και ιδιαίτερα απ’ την μητέρα μου, για κάθε απόφαση που παίρνω. Δεν τους κατηγορώ βέβαια, μεγάλωσαν στο χωριό με συγκεκριμένη νοοτροπία, αλλά να…, ακόμα και τώρα που γύρισα θέλουν να επέμβουν και να κριτικάρουν την κάθε μου ενέργεια.

-Καταλαβαίνω… όλοι μας έχουμε περάσει τέτοιες φάσεις. Μα δεν νομίζω να είναι ο μόνος λόγος που σε κάνει να μελαγχολείς .

-Όχι δεν είναι, έχω κάνει και εγώ λάθος επιλογές στη ζωή μου, είμαι επιπόλαια σε πολλά.

-Επαγγελματικά εννοείς;

-Όχι, όχι…

-Αισθηματικά;

-Ναι. Όταν ήμουν στην Αθήνα έκανα επιπόλαιες επιλογές με έναν άντρα που νόμιζα ότι ήταν ό,τι καλύτερο για μένα, αλλά τελικά ήταν μόνο ενθουσιασμός.

-Αυτός είναι πραγματικά ένας λόγος να πληγωθείς.

-Και να πληγώσεις… Κι έπειτα μαζί με όλα αυτά σκέφτεσαι τη ζωή σου, τι έκανες μέχρι τώρα, κι όλα ένα τίποτα!

-Δε νομίζω ότι είσαι πολύ μεγάλη για να σκέφτεσαι τι έκανες, τι να πούμε κι εμείς! Να υποψιαστώ ότι δεν είσαι ευχαριστημένη ούτε από τη δουλειά σου;

-Η φωτογραφεία ήταν επιλογή μου μα νόμιζα ότι θα έκανα εκθέσεις, ότι θα γινόμουν μια διάσημη καλλιτέχνης της φωτογραφίας, σκατά, στην Αθήνα είχα ένα καλό μισθό, μα όχι τις φωτογραφίες που εγώ θα γούσταρα. Εδώ τα πράγματα είναι πολύ πιο περιορισμένα.

Τελειώνοντας η Μάρθα τη διήγηση της, ξεκίνησε να μιλάει ο Δημοσθένης για τα δικά του. Είχε ζήσει κάποια χρόνια στην Αθήνα, ίσως τα ομορφότερα της ζωής του, όταν σπούδαζε Αρχαιολογία, σκεφτόταν πολύ σοβαρά το μεταπτυχιακό, όμως η ασθένεια του πατέρα του, και μια δύσκολη οικονομική κατάσταση τον επέστρεψαν πίσω στην Άρτα. Θεωρώντας ότι δεν είχε άλλες επιλογές αποφάσισε να γίνει μηχανικός αυτοκινήτων και να αναλάβει το συνεργείο, άλλωστε λόγω του πατέρα του από αρκετά νεαρή ηλικία γνώριζε όλα όσα αφορούσαν τα αμάξια και τις μηχανές. Αν και κρατούσε μέσα του κρυφό το όνειρο μιας καριέρας στην αρχαιολογία, με τον καιρό το πήρε απόφαση και παραιτήθηκε από μεταπτυχιακά και ότι μπορούσαν να ακολουθούσαν. Παρά την αρχική του απογοήτευση, αποδέχτηκε το γεγονός, άλλωστε μόνο και μόνο που έβγαζε ένα καλό μεροκάματο και ήταν σε όλες του τις υποχρεώσεις εντάξει, τον ικανοποιούσε.

-Και ειδικά όταν βλέπεις φίλους και παλιούς συμμαθητές σου να αναγκάζονται να παίρνουν χαρτζιλίκι από τους γονείς τους ακόμα και για να πάνε για ένα καφέ. Πρόσθεσε.

-Η σύγχρονη ιστορία της πατρίδας μας! Σχολίασε η Μάρθα και ο Δημοσθένης συγκατένευσε.  Όμως δε μου μίλησες ακόμα για την ιστορία της ανθοδέσμης.

-Η ανθοδέσμη προοριζόταν για μια γυναίκα που αγαπούσα και που πίστευα ότι με αγαπούσε και εκείνη. Και συνέχισε την αφήγηση του με την ιστορία της Ελπίδας. Τρία χρόνια ήταν μαζί και αρκετές φορές είχαν μιλήσει για το κοινό τους μέλλον, δεν είχε φανταστεί όμως ότι θα ήταν τόσο βραχυπρόθεσμο. Τη συγκεκριμένη μέρα είχε πάει με τα λουλούδια και το δαχτυλίδι για να της κάνει πρόταση, τελικά η απάντηση της ήταν αρνητική, κρατώντας τα λουλούδια στα χέρια και μη θέλοντας να ακούσει άλλο τις δικαιολογίες της, έφυγε έχοντας ξεχάσει ότι κρατούσε μια ανθοδέσμη. Τρία χρόνια χαμένα! Τελείωσε τη διήγηση του.

-Χαμένα! Γιατί; Αυτά τα τρία χρόνια περάσατε καλά απ’ ότι μου είπες, αν δεν κράτησε για πάντα ...

-Χαμένα, γιατί κατάλαβα πως έπαιζε μαζί μου, ήμουν απλώς μια καλή ρεζέρβα για εκείνη. Ας μου έλεγε από την αρχή, θα ’μαστε απλά μαζί και θα περνάμε καλά, δε θα με ένοιαζε, στο κάτω, κάτω είχα κι άλλες περιστασιακές σχέσεις.

-Και το όνομα της;

-Ελπίδα.

-Κράτησε το όνομα και ξέχασε εκείνη. Είπε και σήκωσε το ποτήρι με το κρασί προς το μέρος του.

 

Ô

 

Έφυγε από το σπίτι της αργά το απόγευμα. Μετά το φαγητό κάθισαν στον καναπέ και συνέχισαν τη συζήτηση τους. Του είχε κάνει εντύπωση ο τρόπος που τον άκουγε, ή μάλλον για να το έθετε πιο σωστά το γεγονός ότι τον άκουγε. Πάντα πίστευε ότι τα κορίτσια θέλουν να μιλάνε εκείνα και να τα ακούς εσύ, όμως η Μάρθα τον πρόσεχε με ενδιαφέρον ενώ του άνοιξε και τη δική της καρδιά. Σκέφτηκε αυτό που του είχε αναφέρει ως το μεγάλο της όνειρο, να κάνει μια έκθεση με φωτογραφίες της, δε θέλησε να της πει κάτι εκείνη την στιγμή, δεν ήθελε να τη γεμίσει με προσδοκίες οι οποίες μπορεί να αποδεικνύονταν φρούδες. Καλύτερα να μιλούσε με τον ξάδερφο του το Βασίλη, που εργαζόταν στο δημαρχείο, να πάρει τις πληροφορίες που ήθελε και αν όλα ήταν εντάξει την ενημέρωνε ύστερα, όμως έπρεπε πρώτα να είναι ο ίδιος σίγουρος. Άλλωστε ο Βασίλης είχε περάσει καιρός που του είχε αναφέρει την καλλιτεχνική έκθεση, μπορεί το υλικό να είχε ήδη μαζευτεί, και να μην χρειαζόταν κάτι παραπάνω. Θα ήταν χειρότερο αν της έδινε την πληροφορία και ύστερα να αναγκαζόταν να της πει ότι είχε λήξει. Καλύτερα να ενημερωνόταν πρώτα και έπειτα να έχει την ευκαιρία να την ξανασυναντήσει για να της το πει.

Έβγαλε το τηλέφωνο από την τσέπη του και κάλεσε το Βασίλη, όμως εκείνος δεν απάντησε, ποιος ήξερε πάλι με ποια γύρναγε. Θα περνούσε το πρωί από το δημαρχείο να τον βρει πριν πάει στο συνεργείο.

 

Ô

 

-Δηλαδή, τι πληροφορίες θες να πάρεις εσύ για την έκθεση; Θες να συμμετάσχεις ως καλλιτέχνης.

-Όχι εγώ ρε βλάκα, μια φίλη μου!

-Όχι και βλάκα, μιλάς με έναν από τους έμπιστους συνεργάτες τους δημάρχου μας! Πρέπει να προσέχεις πως μου μιλάς. Και αυτή η φίλη που ανέφερες, καλή; Είπε και του έκλεισε το μάτι με νόημα.

-Σαν καλλιτέχνης; Πολύ καλή!

-Ποιος χέστηκε πως είναι σαν καλλιτέχνης, σαν γκομενάκι πες μου πως είναι;

-Είναι στις προϋποθέσεις;

-Βασική προϋπόθεση, ξέρεις πως πάνε αυτά!

-Όχι δεν ξέρω, κι αν είναι έτσι ευτυχώς που το ξέρω να μην την στείλω.

-Και θα της χαλάσεις την τύχη;

-Ποια τύχη;

-Να με γνωρίσει βέβαια.

-Κώνστας, συγκεντρώσου σε παρακαλώ.

-Πολύ σοβαρός είμαι! Μη μου πεις ότι τη θες για την πάρτη σου! Αλλά τι λέω, εσύ δεν έχεις μάτια για άλλη από την Ελπίδα!

-Χωρίσαμε. Του ξέφυγε κάπως απότομα η πληροφορία.

-Χωρίσατε; Πότε;

-Καλά δεν έχεις δουλειά εσύ;

-Η δουλειά δεν τελειώνει ποτέ. Πες μου ότι χωρίσατε για τη λεγάμενη;

-Όχι, δεν έχει σχέση η Μάρθα, χωρίσαμε πριν τη γνωρίσω.

-Βλέπω όμως δεν έχασες χρόνο, την αντικατέστησες με τη μία.

-Φίλοι είμαστε με την κοπέλα.

-Τι φιλίες και βλακείες μου λες, δεν υπάρχει φιλία ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα, πόσες φορές θα στο πω. Μικρέ δε μαθαίνεις γρήγορα.

-Ρε Βασίλη.

-Εκτός κι αν η τύπισσα δεν βλέπετε, κοινώς είναι για τα μπάζα.

-Πόσο επιφανειακός είσαι, και όχι δεν είναι για τα μπάζα.

-Οπότε γνωρίζεις την έκφραση και ποιες αντιπροσωπεύει.

-Θα μου δώσεις τις πληροφορίες ή να φύγω;

-Θα στις δώσω βρε. Περίμενε να ενημερωθώ από τα χαρτιά μου πρώτα, είπε και ξεκίνησε να ψάχνει κάτω από ένα σωρό φακέλους και ύστερα μέσα στα συρτάρια του. Στο τέλος κατέληξε σε ένα αρχείο στον υπολογιστή του. Ίσα που προλαβαίνει η δικιά σου να δηλώσει συμμετοχή. Ποια τέχνη θέλει να καλύψει.

-Τη φωτογραφία!

-Τι λες ρε αδέρφι, ουρανόσταλτη είναι.

-Τι εννοείς;

-Έχει εμφανιστεί κάθε καρυδιάς καρύδι για να δηλώσει συμμετοχή, φωτογράφος δεν ήρθε. Αφού σκεφτόμασταν να τη ματαιώσουμε. Την Παρασκευή τελειώνει η διορία, πες της να έρθει αν ενδιαφέρεται, εγώ πάντως θα την περιμένω, επίσης πες της να φέρει μαζί της και ένα βιογραφικό με τα στοιχεία της και υλικό από τη δουλειά της.

-Θα της το πω! Είπε και γύρισε την πλάτη του για να φύγει.

Βγαίνοντας από το δημαρχείο, αναρωτήθηκε αν έπρεπε να πάει από τη Μάρθα ή απλά να την πάρει ένα τηλέφωνο, γιατί να την πάρει τηλέφωνο όμως αφού είχε μέρες ακόμα μπροστά της, καλύτερα να της το έλεγε κατ ιδίαν. Κοίταξε το ρολόι του, θα την προλάβαινε άραγε στο σπίτι της ή θα είχε φύγει. Στο συνεργείο ήταν ήδη ο Γιάννης οπότε δεν ανησυχούσε αν θα καθυστερούσε λίγο. Τελικά χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά, ξεκίνησε για το σπίτι της, με την ελπίδα ότι θα τη συναντούσε. Φτάνοντας στο κατώφλι της η πόρτα άνοιξε και η Μάρθα βγήκε, μόλις τον είδε απέναντι της, αφού στεκόταν έτοιμος να χτυπήσει το κουδούνι, ακούμπησε τρομαγμένη το χέρι στο στήθος της και έκανε ένα βήμα προς τα πίσω.

-Σε τρόμαξα; Χίλια συγνώμη.

-Όχι, δεν πειράζει, απλά είμαι πολύ αφηρημένη και… καταλαβαίνεις. Ο Δημοσθένης κούνησε καταφατικά το κεφάλι του, ύστερα με ένα πειραχτικό χαμόγελο πρόσθεσε.

-Αυτό ή μήπως… η Μάρθα του έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι. Σε κυνηγάει κάποιος;

-Συγκεκριμένα η μαφία, και τώρα που το έμαθες λυπάμαι αλλά πρέπει να σε σκοτώσω.

-Καλά πριν με σκοτώσεις όμως άσε με να σου πω ένα ευχάριστο νέο.

-Σε πήρε η Ελπίδα και δέχτηκε να σε παντρευτεί;

-Αν το έχει σκοπό ελπίζω να μην το κάνει, έχασε την ευκαιρία της. Και επιπλέον το νέο δεν αφορά εμένα αλλά εσένα.

-Τι συνέβη; Τον ρώτησε και τον κοίταξε απορημένη αφού πρώτα είχε κλειδώσει την πόρτα του διαμερίσματος της.

-Ο δήμος Άρτας θα κάνει μια καλλιτεχνική έκθεση, θέλοντας να προβάλει διάφορες πτυχές της περιοχής αλλά και ολόκληρης της Ηπείρου. Μίλησα με τον ξάδερφο μου ο οποίος είναι υπεύθυνος, λέμε τώρα, αν τον γνωρίσεις μάλλον ανεύθυνο θα τον κρίνεις, αν και είναι μυστικό της οικογενείας, οπότε καλό θα ήταν να το κρατήσεις για σένα. Και τέλος πάντων, δεν ξέρω γιατί φλυαρώ, αλλά αν θέλεις μπορείς να δηλώσεις συμμετοχή, μέχρι την Παρασκευή. Πάντως ο Βασίλης μου είπε ότι δεν έχει δηλώσει κανένας συμμετοχή για τη φωτογραφία μέχρι στιγμής.

-Πολύ ωραίο μου ακούγεται όλο αυτό!

-Καλό θα ήταν να πας να ενημερωθείς η ίδια, θα έχεις κάποιες απορίες λογικά και άλλωστε είναι και η δουλειά σου στη μέση.

-Οπωσδήποτε θα πάω.

-Να ζητήσεις το Βασίλη Κώνστα!

-Σε ευχαριστώ πολύ Δημοσθένη.

-Δεν έκανα τίποτα, απλά σου έδωσα μια πληροφορία.

-Μια πολύ σημαντική πληροφορία. Πίστεψε με, ακόμα κι αυτό για μερικούς είναι πολύ.

-Για μένα είναι το ελάχιστο.

-Το έχω καταλάβει. Και πάλι όμως ειλικρινά σε ευχαριστώ, και νιώθω άλλη μια φορά ότι σου χρωστάω.

-Τίποτα δε μου χρωστάς, και τώρα μιας και εκτέλεσα την υποχρέωση μου,  πρέπει να φύγω γιατί ο μαστροχαλαστής στο συνεργείο είναι ικανός να το έχει γκρεμίσει έτσι όπως τον άφησα μόνο του. Είναι ερωτευμένος και βλέπει μπροστά του μόνο ουράνια τόξα, αστεράκια και πεταλούδες.

-Όσο να ’ναι θα φταίει και η Άνοιξη! Άλλωστε και εγώ πρέπει να πάω στη δουλειά. Ο Δημοσθένης ξεκίνησε να φύγει μα η φωνή της τον σταμάτησε, γύρισε και την κοίταξε και εκείνη τον πλησίασε και του έδωσε ένα γρήγορο φιλί στο μάγουλο, λέγοντας του για άλλη μια φορά «ευχαριστώ» πριν τον προσπεράσει και κατευθυνθεί προς το αμάξι της.  

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

           

 Το μήνυμα που έστειλε η Μάρθα στο Δημοσθένη για να του εκφράσει τη χαρά και τις ευχαριστίες της για την πληροφορία που της έδωσε για την έκθεση, ξεκινούσε με τη φράση  «Όλα τέλεια!» και έκλεινε με την υπόσχεση ότι θα τον έπαιρνε τηλέφωνο για να του πει περισσότερες λεπτομέρειες. Τον είδε ο Γιάννης να χαμογελάει καθώς διάβαζε το μήνυμα στο κινητό και άρχισε αμέσως τις ερωτήσεις, έκανε το λάθος κι ο Δημοσθένης να απαντήσει και επιπλέον να τον ενημερώσει ότι την προηγούμενη μέρα, του είχε κάνει το τραπέζι κι άρχισε να βγάζει τα εύκολα συμπεράσματα ο υπάλληλος του. Ξεκίνησε με πειράγματα του τύπου «Είσαι καψούρης με την Αθηναία, αφεντικό. Κι άσε τα περί φιλίας και τις θεωρίες αυτές, εγώ δεν τις μασάω. Φίλοι είμαστε οι άντρες μεταξύ μας, αν γινόμαστε και με τις γυναίκες, θα χαλάσει η ισορροπία της φύσης, θα έρθει η Δευτέρα παρουσία…». Όλη τη μέρα είχε να τον λιβανίζει, προσπαθούσε ο Δημοσθένης να τον αναγκάσει να δουλέψει όμως ο Γιάννης δεν το έκλεινε το ρημάδι του, στο τέλος κατέληξε ότι χρώσταγε χάρη στην Ελπίδα που αρνήθηκε την πρόταση του για γάμο, εκεί ο Δημοσθένης γύρισε και τον κοίταξε έκπληκτος. «Μα έτσι είναι αφεντικό»! και συνέχισε με το ότι η Ελπίδα ήταν απλά η Ρουτίνα του. Την αγαπούσε βέβαια και νοιαζόταν για εκείνη, δεδομένου ότι ήταν ένα πολύ όμορφο κορίτσι και είχαν ζήσει και τρία χρόνια μαζί, όμως ο έρωτας είχε περάσει και αργά ή γρήγορα αν εκείνη το είχε πάρει επιπόλαια και ενδιαφερόταν μόνο για να αποκατασταθεί, θα βρισκόταν εγκλωβισμένος σε ένα γάμο από υποχρέωση και το χειρότερο θα έμενε χωρίς να είναι πραγματικά ευτυχισμένος, βαυκαλίζοντας τον εαυτό του με ψέματα. Ενώ η Μάρθα είχε φέρει έναν αέρα ανανέωσης στη ζωή του. Και μιας και δεν τον θεωρούσε επιπόλαιο, θεωρούσε ότι ήταν πολύ λίγο το χρονικό διάστημα για να χαμογελάει με το μήνυμα μιας άλλης, αν αγαπούσε ερωτικά την πρώην κοπέλα του. Ο Δημοσθένης κουνούσε το κεφάλι του ειρωνικά χωμένος στη μηχανή ενός αυτοκινήτου, όμως τον είχαν προβληματίσει τα λόγια του φίλου του. Μια σκεφτόταν «όποιος είναι έξω από τον χορό πολλά τραγούδια ξέρει» και ότι ο Γιάννης ούτε που είχε συνειδητοποιήσει το ζόρι που τραβούσε όλον αυτό τον καιρό από τη μέρα που χώρισε με την Ελπίδα, αλλά από την άλλη αναρωτιόταν μήπως τα συμπεράσματα του δεν ήταν εντελώς λανθασμένα και οι κουβέντες του έκρυβαν μια δόση αλήθειας. Άλλωστε έβλεπε τα πράγματα πιο αντικειμενικά, μιας και ‘‘ήταν έξω από τον χορό’’, και ίσως να παρατηρούσε κάτι που ο ίδιος δεν του είχε δώσει σημασία. Και αν ήθελε να είναι απόλυτα ειλικρινής με τον εαυτό του, έπρεπε να παραδεχτεί ότι την προηγούμενη μέρα είχε κάνει αρμένικη βίζιτα στη Μάρθα, πήγε απλά για να βγάλει την υποχρέωση και να μείνει μόνο για το τραπέζι και κατέληξαν μαζί να πίνουν καφέ και να κουβεντιάζουν για τις ζωές τους ως αργά το απόγευμα, τόσο απλά και άνετα λες και γνωρίζονταν χρόνια. Αλλά ακόμα και την πρώτη φορά που την είχε συναντήσει, τότε στο γεφύρι που πήγαν στο ταβερνάκι είχε περάσει ωραία με τη συντροφιά της και δεν είχε σκεφτεί για ώρα την πρώην αγαπημένη του. Ώσπου βέβαια χωρίστηκαν και επέστρεψε η πίκρα του, μήπως τελικά απλά ήταν ο εγωισμός του και όχι τα πληγωμένα αισθήματα του.

Κοίταξε το κινητό του που τον ειδοποιούσε για εισερχόμενη κλήση, μόλις διάβασε το όνομα της Μάρθας στην οθόνη, ένα χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη του, άντε πάλι μουρμούρισε θυμωμένος στον εαυτό του για το χαζό χαμόγελο και απάντησε στην κλήση. Μάταια προσπαθούσε να διατηρήσει τη σοβαρότητα του, μόλις άκουσε τον ενθουσιασμό στη φωνή της, δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και να μην ξαναχαμογελάσει. Τον ενημέρωσε ότι πήρε λίγη ώρα άδεια από τη δουλειά και πήγε στο δημαρχείο να συναντήσει το Βασίλη για να πάρει πληροφορίες, έκανε αμέσως την αίτηση αν και θα φορτωνόταν με πολλές υποχρεώσεις αφού όπως όλα έδειχναν θα ήταν η μοναδική που θα συμμετείχε στην έκθεση φωτογραφίας και έπρεπε να καλύψει πολλά μέρη, δεδομένου ότι η έκθεση θα άνοιγε τις πόρτες της στο πολιτιστικό κέντρο του δήμου την 1η Αυγούστου με την προοπτική να την επισκεφτούν Αρτινοί που κατοικούσαν και εργάζονταν σε άλλες πόλεις της Ελλάδος και θα επέστρεφαν για ολιγοήμερη παραθέριση στην πόλη της καταγωγής τους. Μέχρι το Δεκέμβρη θα έμενε στην Άρτα, ενώ συζητιόταν να επισκεφτεί κι άλλες πόλεις της Ελλάδος κι ακόμα ίσως και χώρες της Ευρώπης, βέβαια αυτό θα εξαρτιόταν από πολλά!

-Και θα τα καταφέρεις και με τη δουλειά;

-Πιστεύω πως ναι, άλλωστε δεν είναι τόσο πιεστικά τα πράγματα εδώ όπως ήταν στην εφημερίδα που εργαζόμουν, επιπλέον μπορώ να στέλνω τη δουλειά μου και μέσω email, το αφεντικό μου όταν το ανέφερα έδειξε ικανοποιημένο, αν και φοβόμουν λίγο πως θα το πάρει, μιας και είμαι καινούργια υπάλληλος.

-Θα είναι έξυπνος άνθρωπος, θα γνωρίζει ότι με το να συμμετέχεις σε μια έκθεση μπορεί να κερδίσει αναγνωστικό κοινό το οποίο θα αναζητήσει δουλειά σου στο ειδησεογραφικό του blog. Χαίρομαι που ακούω τα όμορφα νέα σου.

-Δημοσθένη, ειλικρινά σε ευχαριστώ πολύ.

-Μη με ευχαριστείς, ειλικρινά δεν πιστεύω ότι έκανα κάτι παραπάνω από το να σε φορτώσω δουλειά και να σου καταστρέψω ένα ξέγνοιαστο καλοκαίρι που είναι προ των πυλών.  

-Πρώτον, είναι δημιουργική δουλειά και δεύτερον, όταν οι έγνοιες είναι ευχάριστες παύουν να είναι έγνοιες.

-Βάλε τα δυνατά σου λοιπόν! Πότε ξεκινάς;

-Κανονικά θα έπρεπε να περιμένω τηλέφωνο του Βασίλη.

-Βασίλη ακούω, πες μου ότι αυτός ο σάτυρος ο ξάδερφος μου … είπε και έκλεισε απότομα το στόμα του, δαγκώνοντας τα χείλη του. Άκουσε τη Μάρθα να γελάει στο ακουστικό του και ένιωσε τα μάγουλα του να κοκκινίζουν.

-Όχι, όχι… απλά μου ζήτησε να τον αποκαλώ με το μικρό του, μιας και είμαι φίλη σου, είμαι και δική του.

-Και γιατί πρέπει να περιμένεις τον Βασίλη λοιπόν; Είπε για να την κάνει να ξεχάσει τη γκάφα του.

-Έλεγα ότι το σωστό είναι να μου δώσει εκείνος το ok ώστε να ξεκινήσω να βγάζω φωτογραφίες, αλλά επειδή δεν έχω τόσο χρόνο, σκέφτομαι να ξεκινήσω από σήμερα με το να κάνω μια επιδρομή μέσα στην Άρτα ψάχνοντας κάποια σημεία όμορφα τα οποία όμως έχουν παραμένει μυστικά.

-Και με τα στολίδια μας, Παρηγορήτρια, γεφύρι;

-Έχω ήδη τραβήξει αρκετές φωτογραφίες, θα τις κοιτάξω ώστε να δω αν υπάρχει κάποια προοπτική τους που μου έχει ξεφύγει. Επίσης παίζει βασικό ρόλο και η ώρα που τραβήχτηκαν, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι φωτογραφίες που γίνονται σε εξωτερικούς χώρους άλλη αίσθηση δίνουν με την ανατολή του ήλιου και άλλη με το ηλιοβασίλεμα, για παράδειγμα!  

-Οπότε όλο το απόγευμα θα γυρνάς στην πόλη;

-Ναι, μάλλον.

-Μπορεί να σε τρακάρω τότε, αν ξέρω ότι κυκλοφορείς εκεί έξω, μπορεί να βγω για να ξεσκάσω.

-Θα χαρώ πολύ να σε δω, και να σε κεράσω έναν καφέ για τη βοήθεια που μου έχεις προσφέρει να επανενταχθώ στην ονειρική πραγματικότητα της πόλης μας! 

 

Ô

 

Λίγες μέρες μόλις στην Αθήνα και έψαχνε να βρει τη δικαιολογία να επιστρέψει πίσω στην Άρτα. Τελικά είχε περάσει καλύτερα απ’ ότι περίμενε στην επαρχιώτικη πόλη. Η συντροφιά της Ελπίδας ήταν κάτι παραπάνω από ικανοποιητική, βέβαια με τη Μάρθα δεν είχε τα αποτελέσματα που επιθυμούσε και έπρεπε να βρει έναν τρόπο να κάνει την υπόσχεση του πράξη, με λίγα λόγια να της κάνει τη ζωή μαρτύριο. Όμως αν αυτός παρέμενε στην πρωτεύουσα και εκείνη στη γενέτειρα της αυτό θα αποδεικνυόταν ιδιαίτερα δύσκολο, φυσικά ήλπιζε ότι η αποστολή της ανθοδέσμης και το μήνυμα στο κινητό της θα είχαν κάνει σε πρώτη φάση τη δουλειά τους με το να την τρομοκρατήσουν έστω και λίγο. Και γνωρίζοντας τη Μάρθα ήδη φανταζόταν ότι θα είχε αρχίσει να ασφυκτιά και να πνίγεται εφόσον ο ‘‘εχθρός’’ της γνώριζε πράγματα που εκείνη προσπάθησε να κρατήσει μυστικά.

Όλα μέχρι στιγμής του είχαν έρθει κουτί, μπορούσε ανά πάσα στιγμή να της κάνει μια επίσκεψη μέσα στη νύχτα, έτσι, για να μην ξεχνάει την ύπαρξη του. Αν και για την ώρα δεν είχε συγκεκριμένο σχέδιο κάτι θα έβρισκε ώστε να του πληρώσει την απόρριψη και την προδοσία. Άραγε να ήταν ο πληγωμένος του εγωισμός ή μήπως είχε ακόμα αισθήματα για εκείνη και δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι η ιστορία τους είχε τελειώσει.  

Με υποβόσκουσα δυσαρέσκεια άκουσε από τα χείλη της γραμματέως ότι τον ήθελε στο γραφείο ο πατέρας του. Αυτός ο γέρος του επιτέλους του φερόταν χειρότερα απ’ ότι στους υπαλλήλους του, και αναρωτιόταν γιατί πάταγε αραιά και που τα προηγούμενα χρόνια στη δουλειά. Ήθελε λέει να τον κάνει άξιο διάδοχο του, γιατί όταν εκείνος θα αποσυρόταν θα έπρεπε ο μονάκριβος γιος του να αναλάβει από μόνος του όλες τις υποχρεώσεις της εταιρείας και να μην τρέχει κάθε τρεις και λίγο για συμβουλές στον Πέτρο Χαΐτογλου, μιας και πλέον δεν ήταν παιδί. Βαρύθυμος σηκώθηκε από την καρέκλα του και πήγε στο γραφείο του Πέτρου. Έξω από την πόρτα του προσπάθησε να σχηματίσει ένα ψεύτικο χαμόγελο στα χείλη που παρέπεμπε περισσότερο σε μορφασμό. Ο πατέρας του, τον κοίταξε απορώντας και ύστερα μη δίνοντας άλλη σημασία, άρχισε να τον ρωτάει για την Άρτα, πως του είχε φανεί η πόλη, αν υπήρχαν προοπτικές, αν κατάφερε να τελειώσει με τις δουλειές του και διάφορες άλλες μικρολεπτομέρειες. Ο Νίκος σοβαρός πια, άρχισε να δίνει αναφορά στον πατέρα του, παρά το πρωτόγνωρο ενδιαφέρον που έδειχνε για τις υποθέσεις του γιου του, του έδωσε κάποιες λεπτομέρειες για την πόλη αλλά απέφυγε να απαντήσει για τα προσωπικά του, λέγοντας απλά ένα «Ναι» ή ένα «Όχι!».

-Πως θα σου φαινόταν η ιδέα να εγκατασταθείς στην πόλη για λίγο καιρό!

-Τι να σου πω, δεν προσφέρεται και για τις ιδανικότερες διακοπές!

-Μπορεί να μην έχει θάλασσα μέσα στην πόλη αλλά ποτάμια, όμως τόσο η θάλασσες του Αμβρακικού είναι δίπλα  και οι παραλίες στο Ιόνιο λιγότερο από ώρα, σχολίασε ο πατέρας του.

Ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα και περίμενε να δει αν ο πατέρας του με όλες αυτές τις ερωτήσεις είχε διάθεση να τον ειρωνευτεί και να τον ψαρέψει για τα προσωπικά του, κάτι το οποίο έκανε συχνά, αλλά ποτέ σε ώρες και χώρους εργασίας. Ή αν είχε κάτι στο μυαλό του που ο ίδιος αγνοούσε.

-Λοιπόν Νίκο παιδί μου, ήρθαν κάποια κονδύλια από την κοινότητα, τα οποία αφορούν την πόλη της Άρτας. Ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό. Θέλω λοιπόν ως πρόεδρος και βασικός μέτοχος της «HIGH» να χτυπήσουμε αυτά τα έργα στον δημόσιο διαγωνισμό. Θα τα αναλάμβανα εγώ, τόσο τη διαδικασία όσο και να επιβλέπω τα έργα, όμως είμαι απαραίτητος στην Αθήνα για τις δουλειές που έχουμε ανοίξει εδώ. Οπότε θέλω να στείλω ένα άτομο της απόλυτης εμπιστοσύνης μου και δεν υπάρχει πιο έμπιστος από εσένα. Λοιπόν θα το αναλάβεις;

-Και θα πρέπει να μένω στην Άρτα;

-Μέχρι να στρώσουν οι δουλειές δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Λοιπόν τι λες;

-Εντάξει, θα πάω.

-Είσαι σίγουρος; Είπε και τον κοίταξε με έκπληξη αφού περίμενε ότι ο γιος του δε θα έδειχνε ιδιαίτερη διάθεση να πάει σε μια μικρή πόλη να ζήσει έστω και για λίγους μήνες.

-Ναι, πατέρα μην ανησυχείς, θα τα αναλάβω εγώ όλα εξολοκλήρου!

-Με χαροποιεί που παίρνεις τη δουλειά μας τόσο ζεστά!

-Και πότε πρέπει να φύγω;

Βγαίνοντας από το γραφείο του πατέρα του, ένα ειλικρινή αυτή τη φορά χαμόγελο είχε σχηματιστεί στα χείλη του. Αν έβλεπε όμως κάποιος τα μάτια του θα διάβαζε μέσα σε αυτά τα κακότροπα σχέδια που έκανε μέσα στο κεφάλι του. Κάποιος Θεός ή δαίμονας ήταν συνεργός του σε αυτή την ιστορία, κάποιος ήθελε να πληρώσει η Μάρθα το διπλό παιχνιδάκι που είχε παίξει εις βάρος του για τόσο καιρό. Μπορούσε να αναγνωρίσει το ότι να κάνει μια δυο ξαφνικές επισκέψεις στη Μάρθα δεν αντιπροσώπευε αυτό που επιθυμούσε για τιμωρία της, κι αν έμενε στην Αθήνα αργά ή γρήγορα θα βαριόταν να ανεβαίνει στην πόλη της για το τίποτα. Αλλά και η Μάρθα αφού θα γνώριζε ότι ο Νίκος δεν είχε γίνει μόνιμος κάτοικος Άρτας, δε θα νοιαζόταν και πολύ. Αν γνώριζε όμως ότι μπορούσε να τον συναντήσει ανά πάσα στιγμή άλλαζε. Και πλέον είχε την ευκαιρία να το κάνει, με κάθε τίμημα έπρεπε να κερδίσουν το διαγωνισμό. Και το σχέδιο του πατέρα του, σαν παλιά καραβάνα στα κατασκευαστικά έργα, φαινόταν αποτελεσματικό.      

 

Ô

 

Έξω από το συνεργείο, με τα μανίκια της φόρμας μαζεμένα ψηλά ο Γιάννης ήταν χωμένος μέσα στη μηχανή ενός αυτοκινήτου. Από την εργασία του τον απέσπασε ένα αυτοκίνητο που σταμάτησε κοντά του και από μέσα βγήκε μια νέα γυναίκα.

-Παρακαλώ; Έστρεψε όλο το ενδιαφέρον του στην κοπέλα.

-Θα ήθελα να αφήσω το αυτοκίνητο μου για έλεγχο. Είπε ενώ έριξε κάνα δυο ματιές προς το εσωτερικό του συνεργείου.

-Φυσικά, είμαστε ειδικοί σε έλεγχους αυτοκινήτων… δεν πρόλαβε να τελειώσει την φράση του, όταν μέσα από το συνεργείο αναδύθηκε ο Δημοσθένης, λερωμένος με γράσο ενώ το μέτωπο του γυάλιζε από ιδρώτα και λάδι μηχανής.

-Μάρθα! Αναφώνησε χαρούμενος και πλησίασε.

-Δημοσθένη! Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω. Έφερα το αυτοκίνητο για έλεγχο πριν ξεκινήσω τις εκδρομές στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου.

-Αυτό είναι; Είπε και έδειξε ένα χαμηλό και γρήγορο αυτοκίνητο.

-Ναι.

-Με αυτό δεν πρόκειται να πας πουθενά. Έχεις υπόψη σου για τι δρόμους μιλάμε;

-Λίγο πολύ ναι, αλλά δε μου περισσεύουν να αγοράσω άλλο αυτοκίνητο τώρα. Το βλέμμα του Δημοσθένη έπεσε πάνω στο Γιάννη που είχε παρατήσει τη δουλειά του και παρακολουθούσε τη συζήτηση τους, κοιτώντας μία τον έναν μία την άλλη με ένα πονηρό χαμόγελο σχηματισμένο στα χείλη.

-Γιάννη, εσύ δουλειά δεν έχεις;

-Πως; Απλά περιμένω να δω που θα καταλήξουμε, να αναλάβω τον έλεγχο του αυτοκινήτου;

-Ο Έλεγχος θα γίνει ούτως ή άλλως, είπε στο Γιάννη και έπειτα στράφηκε στη Μάρθα, αλλά εσύ δε θα κάνεις με αυτό το γύρω του ηπειρώτικου διαμερίσματος. Θα σου δώσω τα κλειδιά του τζιπ!

-Όχι αποκλείεται.

-Σε παρακαλώ. Άλλωστε καλό θα του κάνει να το κινήσεις και λίγο, το κινώ μόνο όταν είναι να πάω στο χωριό, δε βολεύει τόσο για την πόλη, οπότε χάρη θα μου κάνεις.

-Και με αυτό;

-Θα το κρατήσουμε εδώ να το ελέγξουμε, και όταν είναι έτοιμο θα στο δώσουμε.

-Δε νομίζω ότι υπάρχει αρκετός χώρος να παρκάρω και τα δυο αμάξια στη γειτονιά μου.

-Θα το βάλω στο γκαράζ του σπιτιού μου τότε, στη θέση του τζιπ. Τι λες, σύμφωνοι;

-Αααχ Δημοσθένη, ειλικρινά δεν μπορείς να φανταστείς πόσο μεγάλη χάρη σου χρωστάω. Δεν ξέρω πώς να σε ευχαριστήσω.

-Δεν χρειάζεται να με ευχαριστήσεις. Πάω μέσα να βγάλω τη φόρμα και πάμε στο σπίτι να σου δώσω το τζιπ; Η Μάρθα έγνεψε θετικά και εκείνος έριξε μια ενοχλημένη ματιά στο Γιάννη που με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος συνέχιζε να τους παρακολουθεί.

-Δουλειά εσύ, του είπε επιστρέφοντας, πριν καθίσει στη θέση του συνοδηγού δίπλα στη Μάρθα, για να πάνε στο σπίτι του, να ανταλλάξουν τα αυτοκίνητα. 

Επιστρέφοντας πίσω στο συνεργείο με το αυτοκίνητο της Μάρθας ο Γιάννης τον περίμενε. Ο Δήμος βγήκε από μέσα σφυρίζοντας χαμογελαστός.

-Πολλά κέφια αφεντικό! Σχολίασε ειρωνικά, κόβοντας την όρεξη του Δημοσθένη που απάντησε με ένα ενοχλημένο «ΝΑΙ». Ξέρεις πως ξεχωρίζει ο μορφωμένος αφεντικό; Απλά γύρισε και τον κοίταξε. Ηπειρώτικο διαμέρισμα;

-Η Ελλάδα χωρίζεται σε διαμερίσματα, Πελοπόννησος, Στερεά Ελλάδα, Ήπειρος, Μακεδονία, Θεσσαλία, Θράκη.

-Δεν χρειάζομαι μάθημα Γεωγραφίας, αφεντικό, ούτε το κορίτσι φαίνεται να χρειάζεται. Και επιπλέον τι εμφάνιση ήταν αυτή που έκανες, να λαμποκοπάει το μέτωπο σου από λάδι, χάθηκε λίγο γράσο να σε κάνει πιο αρρενωπό;

-Τι χάλια ήμουνα; Ρώτησε και έσκυψε στον καθρέφτη του αυτοκινήτου να κοιταχτεί, μορφάζοντας δυσαρεστημένος από την εικόνα του εαυτού του.

 

Ô

 

Ο Χριστόφορος Κοσυφάκης ήταν δήμαρχος της περιοχής της Άρτας για πολλές τετραετίες. Υπέρμετρα φιλόδοξος, ήλπιζε σύντομα από δήμαρχος να γίνει βουλευτής και γιατί όχι να μην πάρει και κάποιο χαρτοφυλάκιο. Οι δημότες της Άρτας ήθελε να πιστεύει ότι ήταν ιδιαίτερα ικανοποιημένοι με το έργο του, άλλωστε ήταν δήμαρχος για πάνω από τρεις τετραετίες, εκτός του ότι πάντα εκλεγόταν στο δημοτικό συμβούλιο, οπότε γιατί να μην του δώσουν τη ψήφο τους για να γίνει βουλευτής όταν θα τη ζητούσε. Συμφοιτητής και φίλος του Πέτρου Χαΐτογλου άκουσε με προσοχή όσα είχε να του πει ο γιος του παλιού φίλου του.

-Έρχομαι σαν εκπρόσωπος της εταιρείας μας. Βέβαια η σημερινή συνάντηση είναι άτυπη και πάνω απ’ όλα φιλική.

-Τα έργα οδοποιίας, όπως είπα και στον πατέρα σου, είναι εύκολο να του δοθούν. Τα τουριστικά έργα όμως σχεδόν αδύνατον. Τα περισσότερα χρήματα από τα ευρωπαϊκά κονδύλια στρέφονται εκεί, είναι πάρα πολύ μεγάλη επιχείρηση.

-Κι εμείς μια πολύ μεγάλη εταιρεία!

-Αυτό το ξέρω, αλλά η απόφαση θα έρθει κατόπιν διαγωνισμού απ’ το δημοτικό συμβούλιο.

Ενημερωμένος καλά ο Νίκος με ποιο τρόπο μπορείς να κερδίσεις παρόμοιες συμφωνίες από ανθρώπους που το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να ανέλθουν πολιτικά, άρχισε να του εκφράζει το θαυμασμό του για το πόσο ακμάζουσα παρά την οικονομική κρίση βρήκε την πόλη, όταν την είχε επισκεφτεί προ λίγων ημερών. Στο τέλος του κατέστησε σαφές ότι ο πατέρας του ήταν το κλειδί για να μπει στη βουλή. Δεν χρειαζόταν κάτι παραπάνω, για να πάρεις πρέπει να δώσεις, ήταν νόμος και ο Χριστόφορος τον ήξερε καλά. Και φυσικά πρέπει να κρατάς ικανοποιημένους τους ανθρώπους που είναι πρόθυμοι να σε βοηθήσουν.

-Θέλουμε να ξέρουμε τις προσφορές των άλλων εταιρειών τρεις μέρες πριν τη λήξη του διαγωνισμού. Για να σας κάνουμε την καλύτερη πρόταση. Με τον τρόπο αυτό κι ο δήμος σας κερδίζει, κι εμείς. Άλλωστε ποιος θα αρνηθεί στην καλύτερη προσφορά να αναλάβει το έργο;

-Και ποιος θα αναλάβει την επίβλεψή του;

-Μην ανησυχείτε γι’ αυτό, θα αναλάβω προσωπικά το έργο. Μάλιστα θα έρθω να εγκατασταθώ στην Άρτα, τουλάχιστον για ένα μεγάλο διάστημα.  

-Εντάξει, σύμφωνοι λοιπόν, θα σας βοηθήσω να πάρετε το έργο. Άλλωστε πιστεύω ότι αυτό είναι το πιο σωστό για το δήμο μου. Ολοκλήρωσε την πρόταση του με στόμφο.  

 

Ô

 

Πρώτος προορισμός της τα Ιωάννινα, η Μάρθα γύριζε με το τζιπ του Δημοσθένη και τη φωτογραφική της ακουμπισμένη στη θέση του συνοδηγού. Με τον ενθουσιασμό μικρού παιδιού πήγαινε από εδώ κι από εκεί τραβώντας φωτογραφίες. Ποιος θα της το έλεγε λίγο καιρό πριν, όταν έφευγε από την Αθήνα απογοητευμένη και ντροπιασμένη από τις δικές της και μόνο πράξεις ότι θα έφτανε στην Άρτα και όλα θα δούλευαν ρολόι, ή σχεδόν όλα, αναθεώρησε μόλις θυμήθηκε ότι ο Νίκος της είχε ακολουθήσει στην Άρτα και ήξερε και που έμενε και που δούλευε και το νέο κινητό της, αλλά πάλι μετά την ανθοδέσμη δεν είχε άλλη επαφή μαζί του, άλλωστε τι θα έκανε, θα ερχόταν να εγκατασταθεί στην πόλη, πολύ αμφέβαλε, ακόμα και να το έκανε στο τέλος θα βαριόταν και θα επέστρεφε πίσω στην Αθήνα, δεν είναι για όλους η καλογερική. Οπότε ναι, μπορούσε να πει ότι όλα πήγαιναν ρολόι, όχι μόνο είχε βρει δουλειά σχεδόν αμέσως, χάρη στο θείο της, όμως να που έκανε και το όνειρο της πραγματικότητα με το να βγάζει φωτογραφίες για μια έκθεση η οποία μπορεί να ταξίδευε και σε άλλες πόλεις, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Ας συγκρατούσε όμως τον ενθουσιασμό της γιατί δεν ήταν ακόμα βέβαιη για το τελευταίο. Επίσης είχε γνωρίσει έναν νέο άντρα αρκετά ενδιαφέρον, δάγκωσε τα χείλη της μόλις έκανε την σκέψη. Τι θα γινόταν μαζί της, στιγμή δεν άντεχε να είναι μόνη της; Με το Δημοσθένη άλλωστε ήταν απλώς φίλοι, ήταν αρκετά πληγωμένος ακόμα από το χωρισμό του με την, πως τη λέγανε να δεις, Ελπίδα;! Καλά πως είναι δυνατόν να έχεις δικό σου έναν άντρα σαν εκείνον και να μην πετάς στα ουράνια με την πρόταση γάμου. Βέβαια αν ήθελε να είναι απόλυτα αντικειμενική κάποιες άλλες θα σκεφτόταν ακριβώς το ίδιο για το Νίκο ή και το Στέφανο, και ίσως να μην είχαν άδικο. Όμως εκείνη τα είχε ανακατέψει τόσο πολύ που δεν μπορούσε στο τέλος να μείνει ή με τον έναν ή με τον άλλον, έτσι απλά! Όμως ένιωθε ότι αν στη θέση του Νίκου ή του Στέφανου ήταν ο Δημοσθένης ποτέ δε θα είχε ανάγκη να μπλέξει και με άλλον άντρα και να συντηρεί μια άρρωστη κατάσταση όπως! Και μάλιστα απ ότι αποδείχτηκε ιδιαίτερα εκδικητικούς. Από την άλλη ποιος δε θα γινόταν εκδικητικός αν μάθαινε ότι ο σύντροφος του έχει εραστή. Έπρεπε να το κρατήσει κρυφό από το Δημοσθένη, μπορεί να ήταν φίλοι, αλλά πληγωμένος από την άλλη δε θα έδειχνε και πολλή κατανόηση! Και όχι άδικα, αφού και η ίδια αναγνώριζε τη βλακεία της. Φαντάσου τι θα σκεφτόταν αν ενημερωνόταν από το Νίκο ας πούμε, ούτε να το σκέφτεται δεν ήθελε. Το κινητό στην τσέπη της χτύπησε και εκείνη κοίταξε στην οθόνη την ένδειξη «ΜΑΝΑ» που αναβόσβηνε, μάλιστα, την κυρά Αγγελική την είχε ξεχάσει. Όμως έπρεπε να υπάρχει και κάτι στην επιστροφή στη γενέτειρα της να τη βασανίζει ώστε να μην την φθονήσουν οι Θεοί. Μετά από μια σύντομη συζήτηση που ως κύριο θέμα είχε που χάθηκε τόσο καιρό και γιατί δεν ξαναπέρασε από το πατρικό της, έκλεισε το τηλέφωνο και συνέχισε να τραβάει φωτογραφίες. Λίγα λεπτά αργότερα το κινητό ξαναχτύπησε και με την σκέψη ότι πιθανόν να είναι πάλι η μάνα της απάντησε κουρασμένα χωρίς να κοιτάξει την ένδειξη.

-Τι κάνει η ωραία φωτογράφος του δήμου μας;

-Δημοσθένη! Είπε με χαρά. Που είσαι;

-Στο συνεργείο.

-Σάββατο απόγευμα και είσαι στο συνεργείο; Πολλές υπερωρίες δεν κάνεις; Είπε και έκανε λίγα βήματα μπροστά!

-Ναι, έπρεπε να παραδώσουμε ένα αμάξι οπωσδήποτε σήμερα και μας πήρε η ώρα. Εσύ;   

-Στα Ιωάννινα, στο κάστρο.

-Ναι, νομίζω ότι σε βλέπω.

-Πως με βλέπεις; Είπε και γέλασε ενώ παραπάτησε και πήγε να πέσει, δυο δυνατά χέρια για άλλη μια φορά τη συγκράτησαν, γύρισε ξαφνιασμένη να κοιτάξει πίσω της και είδε το Δημοσθένη που έκλεινε το τηλέφωνο του και της χαμογελούσε. Τι κάνεις εδώ; Είπε κρατώντας το κινητό ακόμα στο αυτί της.

-Μπορεί να είναι αγενές αλλά στο έκλεισα, οπότε καλύτερα… είπε και της πήρε το κινητό από το χέρι. Επίσης πρέπει να γίνεις πιο προσεχτική, είναι η δεύτερη φορά που σε πετυχαίνω να πας να πέσεις.

-Και με συγκράτησες πριν σωριαστώ και γίνω εντελώς ρεζίλι.

-Μα σου είπα, αφού σε έσωσα μια φορά είμαι υπεύθυνος πλέον για σένα, αλλιώς αν είναι να μου πάθεις κάτι, πάει στράφι και η πρώτη διάσωση.

-Οπότε να υποθέσω ότι ως φύλακας άγγελος ήξερες ότι κινδύνευα;

-Αυτό και επίσης σκέφτηκα αφού τη Δευτέρα δεν κατάφερα να έρθω να σε βρω να πιούμε εκείνο τον καφέ στην Άρτα, τι θα έλεγες να έκανες ένα διάλειμμα και να πάμε στο μόλο να τον πιούμε;

-Αν πηγαίναμε πρώτα στο νησάκι και πίναμε τον καφέ μετά;

-Εσύ είσαι το αφεντικό οπότε όπως θες. Πάμε; είπε και της πρόσφερε το χέρι του.    

 

Ô

 

Φουριόζος ο Χριστόφορος μπήκε στην κατοικία του κρατώντας ένα φάκελο, η Αντιγόνη, σηκώθηκε από τον καναπέ που ξεφύλλιζε ένα περιοδικό και τον κοίταξε απορημένη. Εκείνος κοίταξε τη σύζυγο του και τη θαύμασε, ήταν μια από τις ομορφότερες γυναίκες που είχε συναντήσει ποτέ στη ζωή του. Μόλις είχε κλείσει τα σαράντα πέντε και έμοιαζε τουλάχιστον δέκα χρόνια μικρότερη. Το κορμί της δεν είχε επηρεαστεί ούτε από τη γέννηση της κόρης τους, είκοσι ένα χρόνια πριν, ούτε από τον πέρασμα των ετών. Βέβαια είχε στη διάθεση της αρκετό χρήμα αλλά και χρόνο να περιποιείται τον εαυτό της, δεν είχε εργαστεί ποτέ, παρά μόνο λίγα χρόνια ως γραμματέας του. Τον είχε εντυπωσιάσει με την πρώτη ματιά, καστανή με δυο τεράστια πράσινα μάτια, έξυπνη και ταχύτατη, τα προλάβαινε όλα για εκείνον πριν από εκείνον. Γρήγορα ανέλαβε και άλλες υποχρεώσεις εκτός από το να διεκπεραιώνει τις δουλειές του γραφείου. Σύντομα έγινε η επίσημη αγαπημένη του και την παντρεύτηκε αφού σαράντα χρονών τότε ο Χριστόφορος έπρεπε να νοικοκυρευτεί, να κάνει οικογένεια και να δίνει την εντύπωση στους συμπολίτες και μελλοντικούς ψηφοφόρους, του οικογενειάρχη που σέβεται τις παραδόσεις. Άλλωστε ήταν στην επαρχία και η οικογένεια είναι ένας θεσμός που σέβεται ολόκληρο το έθνος. Χαμογέλασε στη γυναίκα του, που με την εικόνα αυτή θα ταίριαζε περισσότερο σε σύζυγο πρωθυπουργού απ’ ότι ενός απλού δημάρχου. Ποιος ήξερε όμως, στο μέλλον αν έμπαινε στο κοινοβούλιο και γινόταν υπουργός, αργότερα μπορεί και να κυβερνούσε τη χώρα, άλλωστε αυτή η κρίση είχε κάνει τα πάντα τόσο ρευστά. Από παιδί ονειρευόταν τη φωτογραφία του στον χάρτη των πρωθυπουργών της Ελλάδος. Κατέβασε το πόδι από το πρώτο σκαλί και κατευθύνθηκε προς το καθιστικό που στεκόταν η γυναίκα του και τον κοίταζε, της έδωσε ένα φιλί στα χείλη.

-Αύριο θα φύγω για την Αθήνα; Πάω να ετοιμάσω τη βαλίτσα μου.

-Πως έτσι βιαστικά;

-Πρέπει να συναντήσω τον Πέτρο Χαΐτογλου. Η συμμαχία μαζί του είναι μια μεγάλη ευκαιρία για μένα, ειδικά τώρα που θέλω να με τοποθετήσουν στο ψηφοδέλτιο, αρκετά με το δήμο δε νομίζεις!  

-Αν το νομίζεις εσύ!

-Ήρθε η ώρα για το κοινοβούλιο αγάπη μου και γιατί όχι και για κάποιο υπουργείο. Εκείνη τον πλησίασε και τον χάιδεψε στα μαλλιά, βάζοντας το πόδι της ανάμεσα στα δικά του.

-Μμμ, μιλάω λοιπόν με τον κύριο υπουργό, είπε και τον φίλησε, και που θα μείνουμε στην Αθήνα;

-Δεν το θεωρώ αναγκαίο αυτό, άλλωστε δεν πρέπει να αποξενωθούμε από τους ψηφοφόρους μας. Πρέπει να είμαστε πάντα στο πλευρό τους. Ίσως βέβαια νοικιάσουμε και κάποια οικία στην Αθήνα, για τον καιρό που θα βρισκόμαστε εκεί. Η Αντιγόνη συνέχισε τα χάδια και τα φιλιά

-Που;

-Δεν ξέρω, Μαρούσι, Αμπελόκηπους.

-Κηφισιά, Εκάλη, Δροσιά. Δε θα μπορούσε ο κύριος υπουργός και η κυρία του να ζουν όπου κι όπου!

-Μμ, άρχισαν και οι φιλοδοξίες βλέπω μωρό μου.

-Σιγά τις φιλοδοξίες, είπε και τον φίλησε στο στόμα, και που τον ξέρεις τον Χαΐτο­γλου;

-Γνωριζόμαστε από το πανεπιστήμιο. Ήμασταν και οι δύο στην ίδια παράταξη, νέοι και ιδεολόγοι! Στη συνέχεια αυτός ασχολήθηκε με τις επιχειρήσεις κι εγώ με την πολιτική. Κι οι δυο μας πετύχαμε. Αυτός βέβαια τα πήγε πολύ καλά.

-Και είναι σίγουρο πως θα σε βοηθήσει;

-Ο Πέτρος βοηθάει πάντα τους δικούς του ανθρώπους, κι εκτός αυτού το αντάλλαγμα που θα του δώσω είναι μεγάλο. Τα έργα στην περιοχή μας έχουν ένα υπολογίσιμο budget που πολλές εταιρείες θα ήθελαν να ’χουν στα ταμεία τους!

-Ώστε θα παρανομήσουμε κύριε δήμαρχε; Σχολίασε συνεχίζοντας τα ερωτικά τους παιχνίδια.

-Δε θα το ’λεγα, απλώς θα εξυπηρετήσουμε ένα φίλο κι αυτός με τη σειρά του θα μας το ανταποδώσει! Γι αυτό είναι οι φίλοι! Καιρός άλλωστε είναι μετά τα όσα έχω δώσει σους συμπολίτες μου, να κάνω το επόμενο μεγάλο βήμα. Ούτως ή άλλως πάλι σ’ αυτούς θα επιστραφούν τα ανταλλάγματα απ’ τη θέση μου!

-Πονόψυχε, είπε παρασύροντας τον στον καναπέ, έχοντας ξεκουμπώσει το πουκάμισο του, το αφαίρεσε ενώ εκείνος είχε ανοίξει το φερμουάρ του φορέματος της και έχοντας το απομακρύνει από τους ώμους της εκείνο είχε κυλίσει από το βελούδινο κορμί της Αντιγόνης στο πάτωμα χωρίς δυσκολία. Θα μου πεις ότι τους συμπολίτες σου σκέφτεσαι.

-Ναι, μόνο αυτούς! Είπε φιλώντας τη, περίεργο σου φαίνεται; 

 

Το επόμενο απόγευμα ο Χριστόφορος θα βρισκόταν καθισμένος απέναντι από τον παλιό φίλο και συμφοιτητή του Πέτρο Χαΐτογλου, στο προσωπικό του γραφείο στο πολυτελές σπίτι στην Κηφισιά, θα έπαιρνε τις διαβεβαιώσεις που χρειαζόταν για την πορεία της πολιτικής του καριέρας, ενώ θα του παρέδιδε στα χέρια την καλύτερη πρόταση για τον δημοτικό διαγωνισμό, εκείνη της Πανηπειρωτικής Κοινοπραξίας.                           

Ô

 

Καθισμένοι σε ένα ταβερνάκι στο Μόλο περίμεναν το σερβιτόρο να τους φέρει το φαγητό ενώ η Μάρθα τραβούσε φωτογραφίες δεξιά, αριστερά τον κόσμο που καθόταν και ή τρώγοντας ή πίνοντας απλά έναν καφέ απολάμβανε το ανοιξιάτικο απόγευμα στην πρωτεύουσα της Ηπείρου.

-Τι λέει το πρόγραμμα μας για αύριο;

-Θα έρθεις και εσύ! Ρώτησε χαρούμενη.

-Δε θες;

-Φυσικά και θέλω, η δουλειά είναι πιο ευχάριστη με καλή παρέα, μόνο που φοβάμαι μήπως σε κουράσω.

-Αν με κουράσεις θα κάνω κατάσχεση στην φωτογραφική σου.

-Δημοκρατικό.

-Που ισχύει η δημοκρατία για να ισχύσει εδώ;

-Σκέφτεσαι να ρητορεύσεις, τον ρώτησε και του χάρισε ένα πλατύ χαμόγελο.

-Νομίζω ότι δεν έχω την ίδια ικανότητα με το συνονόματο μου, οπότε λέω να το αφήσω για την ώρα. Θα μου αποκαλύψεις το πρόγραμμα ή θες να το σκάσεις το πρωί μόνη σου!

-Σκεφτόμουν την Κόνιτσα!

-Αν είναι έτσι το βράδυ θα μπορούσαμε να μείνουμε στη Μονή Μολυβδο­σκέ­πα­στης.

-Έφτιαξες κιόλας το πρόγραμμα μας;

-Ελπίζω να μη γίνομαι φορτικός!

-Το αντίθετο, συνήθως λειτουργώ χωρίς πλάνο, οπότε χρειάζομαι ένα σπασικλάκι να φτιάχνει το πρόγραμμα, είπε βάζοντας τα γέλια.

-Ά ώστε έτσι, λοιπόν και που θα κοιμηθείς απόψε;

-Σκεφτόμουν να επιστρέψω σπίτι αλλά μιας και καθυστερήσαμε, σε κάποιο ξενοδοχείο. Εσύ φαντάζομαι θα έχεις κλείσει ήδη δωμάτιο!

-Δεν χρειάζεται, έχω τα κλειδιά από το σπίτι ενός φίλου μου. Αν δεν βρεις δωμάτιο μη μου ζητήσεις φιλοξενία.

-Αν δεν βρω, θα φύγω αμέσως για Κόνιτσα! Πάντως είσαι πολύ καλός ξεναγός. Πρέπει να στο παραδεχτώ. Η ιδέα που είχες να πάμε στη μονή των Φιλλα­ν­θρω­πινών ήταν εξαιρετική, κοίτα πόσο ωραία φαίνεται η πόλη των Ιωαννίνων, είπε και κάθισε δίπλα του να χαζέψουν τις φωτογραφίες από την οθόνη της μηχανής της.

 

Κουρασμένοι από την περιήγηση στη Κόνιτσα και με μια Μάρθα να μην έχει αφήσει από το χέρι της τη φωτογραφική, άραξαν σε ένα καφενεδάκι. Μέσα σε δυο λεπτά ένας ηλικιωμένος άντρας φορώντας μια λευκή ποδιά στη μέση εμφανίστηκε μπροστά τους για την παραγγελία, βαρύ γλυκό η Μάρθα, μέτριο ο Δημοσθένης. Ένα πονηρό χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη της, όταν είδε κάποιες φωτογραφίες που είχε τραβήξει το Δημοσθένη και που εκείνος δεν το είχε αντιληφθεί. Ένας αναστεναγμός ξέφυγε από μέσα της και έκλεισε την κάμερα. Πριν προλάβει εκείνος να ρωτήσει τι της συνέβαινε εμφανίστηκε ο καφετζής με τους καφέδες. Άδειο σχεδόν το μαγαζί, με δυο ακόμα παρέες, μια να παίζει κολτσίνα και με δυο άλλους τύπους να ρίχνουν τα ζάρια στο τάβλι ο καφετζής ζήτησε την άδεια να καθίσει λίγο μαζί τους. Η κουβέντα τους στάθηκε περισσότερο στο πως είχε ερημώσει ο τόπος τους, ακόμα και με την κρίση ελάχιστοι ήταν εκείνοι που είχαν επιστρέψει, οι περισσότεροι προτιμούσαν να φύγουν για το εξωτερικό. «Δεν τους αδικώ, τόσα χρόνια σπούδαζαν για να επιστρέψουν πίσω να σκοτώνονται με τη γη και να εξαρτώνται από ένα σωρό εξωτερικούς παράγοντες! Να παλεύουν με το χώμα και να έρχονται οι μεσάζοντες να τους πληρώνουν σα να είναι ζητιάνοι και μετά στην Αθήνα και στις άλλες πόλεις να τα αγοράζει ο κόσμος χρυσάφι! Και εγώ δεν ξέρω πόσες φορές επάνω από αυτό που πληρώθηκε ο παραγωγός. Πάντα ήμασταν να μας κλαίνε οι ρέγκες στην επαρχία αλλά ήρθε η κρίση και μας αποτελείωσε. Και αυτοί οι αλήτες οι πολιτικοί μόνο την ψήφο μας ξέρουν να ζητάνε, όταν πάρουν τα γαλόνια, είπε και χτύπησε χαρακτηριστικά το μπράτσο του «όταν περάσουν την πόρτα του δημαρχείου ή της βουλής, σα να έχουν φάει λοτούς μας ξεχνάνε, και μας θυμούνται ξανά λίγο πριν τις επόμενες εκλογές, για να μας ξεχάσουν πάλι, κύκλος που δεν τελειώνει ποτέ, γαμώ τους Μαυρογιαλούρηδες μου γαμώ! Πάω να σας ετοιμάσω κάτι να φάτε, μια χωριάτικη, καμιά ομελέτα, έτσι παιδιά μου;» είπε και αφού συμφώνησαν, χάθηκε μέσα στο μαγαζί του.

-Πότε θα φύγεις; Ρώτησε η Μάρθα το Δημοσθένη.

-Που να πάω;

-Δεν έχεις δουλειά αύριο;

-Ποτέ δεν περίμενα ότι θα με διώξεις με τόσο φτηνή δικαιολογία. Της είπε θέλοντας να την πειράξει.

-Δεν είναι ο σκοπός μου να σε διώξω.

-Τότε, ποιος είναι ο σκοπός σου;

-Να σε κρατήσω. Απάντησε δειλά και κοίταξε αλλού κοκκινισμένη, μα τι στην ευχή της συνέβαινε, παλιά της έβγαινε τόσο αβίαστα το να φλερτάρει και να που τώρα κοκκίνιζε όταν του μιλούσε. Να ένιωθε ενοχές για τα σφάλματα της Αθήνας, να είχε χάσει απλά τη φόρμα της, ή να φοβόταν πως θα το έπαιρνε εκείνος. Από την άλλη το ότι εκείνος ήταν μαζί της, χωρίς να δείχνει καμία διάθεση να φύγει, ήταν ένα ξεκάθαρο μήνυμα ότι τουλάχιστον η παρέα της του άρεσε, αλλά πάλι δεν έπρεπε να ξεχνάει τον παράγοντα με το όνομα Ελπίδα. Η ίδια ήταν μάρτυρας πόσο τον είχε τσακίσει η άρνηση της, τότε που είχε πέσει επάνω της κρατώντας την ανθοδέσμη. Αν στη Μάρθα έβλεπε κάποια που απλά θα τον έκανε να ξεχάσει, αλλά ουσιαστικά δεν ένιωθε κάτι, πάντα θα είχε να φοβάται ότι αν εκείνη η άλλη κουνούσε το μικρό της δαχτυλάκι εκείνος θα επέστρεφε τρέχοντας κοντά της, και η Μάρθα δεν ήθελε για τον εαυτό της το ρόλο αυτό.

-Αφού ο σκοπός σου είναι να με κρατήσεις πρέπει να το γιορτάσουμε, πάω να φέρω μπύρες. Α! όσο γι αυτό που με ρώτησες, λέω να δώσω άδεια στον εαυτό μου λίγες μέρες, μέχρι τουλάχιστον να με βαρεθείς, άλλωστε τι στην ευχή αφεντικό θα ήμουνα αν δεν είχα δικαίωμα να λείπω όταν μου έκανε κέφι.

-Και με τη δουλειά;

-Μην ανησυχείς είναι ο Γιάννης, στην πραγματικότητα στα αυτοκίνητα είναι πιο άξιος από μένα, εγώ είμαι εκεί απλά για να του κάνω τη ζωή μαρτύριο, αν παρουσιαστεί ανάγκη θα μου πει να τσακιστώ να κατέβω κάτω και να παρατήσω την ντόλτσε βίτα.

-Έτσι σου μιλάει ο υπάλληλος σου;

-Έτσι και χειρότερα, βλέπεις είμαι ένας σοσιαλιστής εργοδότης που έχω δώσει πολλά δικαιώματα στο μοναδικό μου υπάλληλο για να μου κάνει τη ζωή πατίνι, άλλωστε ο Γιάννης είναι σαν αδερφός μου. Είπε και πήγε στο ψυγείο για να πάρει δυο μπύρες.

 

Ô

 

Η μέρα που θα ανακοινώνονταν οι νικητές του διαγωνισμού είχε φτάσει, το δημοτικό συμβούλιο στην αίθουσα συνεδριάσεων εξέταζε τις προτάσεις των εταιρειών για τα έργα. Η περισσότερο συμφέρουσα ήταν εκείνη του Πέτρου Χαΐτογλου, αν και οριακά από εκείνη της Πανηπειρωτικής Κοινοπραξίας. Τα μέλη του συμβουλίου είχαν διχαστεί. Κάποιοι υποστήριζαν ότι αφού η διαφορά ήταν τόσο μικρή έπρεπε να προτιμήσουν να δώσουν τα έργα σε μια τοπική επιχείρηση η οποία θα ωφελούσε τους συμπολίτες τους, προσλαμβάνοντας εργάτες από την ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου, από το να διαλέξουν την αθηναϊκή επιχείρηση. Ο Χριστόφορος χωρίς να ιδρώνει για την απόφαση, καθισμένος στη θέση του έδειχνε ότι λάβαινε σοβαρά υπόψη του τα όσα του έλεγαν τα υπόλοιπα μέλη του συμβουλίου. Στο τέλος κατέληξε με λύπη, ότι παρά του ότι εν μέρη είχαν δίκιο όλοι όσοι υποστήριζαν ότι τη δουλειά έπρεπε να την αναλάβει η Πανηπειρωτική Κοινοπραξία, ως τοπική εταιρία, από την άλλη αφού είχαν κάνει διαγωνισμό και η πρόταση της «HIGH» ήταν καλύτερη, ήταν υποχρεωμένοι να δώσουν τη δουλειά να την αναλάβει ο Χαΐτογλου, ειδάλλως θα έχαναν την αξιοπιστία τους. Τελικά με τη λήξη του συμβουλίου και με πολλούς να ακολουθούν τυφλά την άποψη του δήμαρχου τους, όπως ήταν αναμενόμενο, η εταιρεία HIGH θα αναλάμβανε τα έργα ενώ ο Χριστόφορος μπορούσε και επίσημα να οραματίζεται μια θέση στο ελληνικό κοινοβούλιο, εκείνος είχε βοηθήσει με το παραπάνω τον παλιό φίλο και συμφοιτητή του, τώρα είχε έρθει η ώρα να αρχίσει και εκείνος σαν εργολάβος που ήταν, να του στρώνει τον δρόμο προς το Σύνταγμα.

            Κατευθυνόμενος προς το γραφείο του ο Χριστόφορος έπρεπε να αντιμετωπίσει το θυμό του προέδρου της Πανηπειρωτικής ο οποίος είχε ενημερωθεί για το ότι δεν είχε αναλάβει το έργο. Με ένα ειρωνικό ευχαριστώ και την οργή ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του τον υποδέχτηκε έξω από το γραφείο. Ο δήμαρχος έμεινε να τον ακούει παίρνοντας ένα λυπημένο και συγκαταβατικό ύφος ότι καταλάβαινε την απογοήτευση του όμως ήταν πάνω από τις δυνάμεις του, από την στιγμή που είχε κάνει καλύτερη πρόταση η εταιρεία «HIGH» όσο και αν επιθυμούσε να δώσει τη δουλειά στην Πανηπειρωτική θα έχανε το κύρος του τόσο ο ίδιος όσο και ο δήμος του. Αφήνοντας ο άλλος φανερά αιχμές ότι ήταν μπλεγμένος και ο Χριστόφορος με το ότι εμφανίστηκε η Αθηναϊκή εταιρεία μία μέρα πριν το διαγωνισμό κάνοντας μάλιστα μια οριακά πιο συμφέρουσα πρόταση από εκείνη της Κοινοπραξίας. Ο Χριστόφορος έχοντας μπει για τα καλά στο πετσί του ρόλου στην αρχή έδειξε να εκπλήσσετε και μετά να θυμώνει με τα υπονοούμενα, μόνο με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να ξεφορτωθεί τον φορτικό. Ενώ δεν έδειξε να συγκινείται ούτε για το ότι πολλοί Αρτινοί εργάτες θα απολύονταν εξαιτίας της απόφασης του, ούτε για την ταφόπλακα που έμπαινε στην Κοινοπραξία, μιας και ο ίδιος είχε συμβουλέψει τον πρόεδρο της να στραφεί εξολοκλήρου στα συγκεκριμένα έργα. Στο τέλος προσπάθησε να μαλακώσει τον πρόεδρο της Πανηπειρωτικής όμως εκείνος έφυγε έξω φρενών φωνάζοντας του ότι από εδώ και πέρα να τον υπολογίζει για εχθρό του. Μπροστά σε κάποιους υπαλλήλους του δήμου που είχαν παρακολουθήσει το επεισόδιο, κούνησε το κεφάλι απογοητευμένος και μπήκε στο γραφείο του ζητώντας από την γραμματέα του να τον αφήσει για λίγο μόνο, κλείνοντας πίσω του την πόρτα χαμογέλασε σκεπτόμενος ότι από την στιγμή που είχε υποστηριχτή τον Πέτρο Χαΐτογλου με τις τόσες γνωριμίες πως θα μπορούσε να τον ζημιώσει ένα απλός πρόεδρος μια τοπικής επιχείρησης, ειδικά από την στιγμή που έβαζε πλώρη για το κοινοβούλιο και θα άφηνε την χαρά της τοπικής αυτοδιοίκησης σε άλλους.     

           

Ô

           

Τα τρία κορίτσια είχαν αράξει στο δωμάτιο της Ελπίδας. Η Χριστίνα καθόταν στην καρέκλα του γραφείο χαζεύοντας ένα περιοδικό, η Ελένη ξαπλωμένη στο κρεβάτι και η Ελπίδα πηγαινοερχόταν ψάχνοντας διάφορα πράγματα. Η Ελένη τινάχτηκε όρθια και ρώτησε την Ελπίδα για το τι είχε απογίνει ο ωραίος Αθηναίος, κάτι που τράβηξε την προσοχή της Χριστίνας που σήκωσε το κεφάλι της από το περιοδικό και κοίταξε την Ελπίδα αναμένοντας την απάντηση της.

-Ο ωραίος Αθηναίος στην Αθήνα. Απάντησε αδιάφορα η Ελπίδα.

 -Δεν τον ξαναείδες;

-Όχι, αν και δεν μπορώ να αρνηθώ ότι πολύ θα ήθελα να τον ξαναδώ.

-Πηδηχτήκατε; Καλά εσύ, σιγανό ποταμάκι… απάντησε στο απαξιωτικό βλέμμα που της έριξε η Χριστίνα.

-Τι εννοείς σιγανό ποταμάκι; Τη ρώτησε εκείνη αρπαγμένη.

-Κορίτσια μη μαλώνετε. Και Ελένη ναι, μου ήταν αδύνατο να πω όχι σε μια εμπειρία με έναν τέτοιον άνθρωπο.

-Πες μου όλες τις λεπτομέρειες, που, πότε, πόσες φορές πως…

-Τι λέτε; Δε σας καταλαβαίνω.

-Άστο εσύ, δεν είναι για σένα αυτά μικρή παρθένα!

-Βρε δεν πας στο διάολο.

-Αμάν βρε Ελένη, σταμάτα να την πειράζεις. Τίποτα Χριστίνα μου, να γνώρισα έναν Αθηναίο που ήταν περαστικός από την Άρτα, ε! και καταλαβαίνεις.

-Δεν άφησες την ευκαιρία να πάει χαμένη!

-Μην αρχίσεις τώρα να της λες πως έπρεπε να σκέφτεται λίγο παραπάνω το Δημοσθένη, ήσουν μπροστά τότε στο μπαρ και είδες πως της φέρθηκε.

-Δεν είχα σκοπό, απάντησε αδιάφορα η Χριστίνα και ξανάνοιξε το περιοδικό.

-Πάντως, ελπίζω σύντομα να βρει ένα κορίτσι που να του ταιριάζει περισσότερο από εμένα, να με αντικαταστήσει και να δεχτεί μάλιστα να τον παντρευτεί και να κάνουν μαζί οικογένεια. 

-Την βρήκε! Σχολίασε αδιάφορα συνεχίζοντας να ξεφυλλίζει το περιοδικό.

-Ποια; Ρώτησε έκπληκτη η Ελπίδα.

-Αυτήν που σε αντικατέστησε, στο μυαλό, στην καρδιά και πιθανόν στο κρεβάτι. Συνέχισε η Χριστίνα.

-Που το ξέρεις ;

-Έχω και εγώ τις πηγές μου.   

-Πως είναι;

-Σαν τα κρύα τα νερά! Άλλωστε ουδείς αναντικατάστατος!

-Καλά δεν χρειάζεται να γίνεσαι κακιά! Της πέταξε η Ελένη.

-Γιατί γίνομαι κακιά; Ρώτησε και κοίταξε την Ελένη στα μάτια.

-Όπως και να έχει η φίλη μας είναι η Ελπίδα, δεν χρειάζεται να της λες ότι είναι αντικαταστάσιμη, αν είναι να έχεις τέτοιες απόψεις να τις κρατάς για τον εαυτό σου.

-Ειλικρινά δε με πειράζει, επενέβη η Ελπίδα, με το Δημοσθένη είχε τελειώσει από καιρό, τον αγαπούσα σαν φίλο, όχι σαν σύντροφο, ήταν λάθος μου που έμενα μαζί του και διαιώνισα την κατάσταση, κάνοντας τον να πιστεύει ότι είμαι η γυναίκα που μπορεί να κάνει οικογένεια μαζί της.

-Δηλαδή αν τον δεις με την άλλη δε θα σε πειράξει; Τη ρώτησε η Χριστίνα προσπαθώντας να περιεργαστεί τις αντιδράσεις της;

-Δε λέω ότι δε θα ενοχληθεί ο εγωισμός μου, ίσως πάλι ούτε αυτός. Ό,τι είχαμε έκανε τον κύκλο του, θέλαμε εντελώς διαφορετικά πράγματα και αυτό δείχνει πως δεν ταιριάζαμε. Το κινητό της Χριστίνας άρχισε να χτυπάει στην τσάντα της, εκείνη κοίταξε την κλήση και το έκλεισε χωρίς να απαντήσει.

-Πρέπει να φύγω, είπε μόνο και σηκώθηκε, με περιμένουν.

-Καλά να περάσεις! Της είπε ειρωνικά η Ελένη αλλά εκείνη προτίμησε να μη δώσει σημασία. Μόλις μείνανε μόνα τα δυο κορίτσια άρχισαν να σχολιάζουν τη φίλη τους, ιδέα που την είχε πάντως για τον εαυτό του το Χριστινάκι, ότι ήταν σαν τα κρύα τα νερά. Και εκείνο εκεί το ουδείς αναντικατάστατος, το πράγμα φώναζε από μακριά. Αναμφίβολα ζήλευε την Ελπίδα και δεν ήταν απόλυτα σίγουρη ότι την είχε αντικαταστήσει στην καρδιά και στο μυαλό, ίσως στο κρεβάτι, και εκείνος όμως να μπλέξει μαζί της για να εκδικηθεί την Ελπίδα, να δεις που στο τέλος θα παντρεύονταν και θα έκαναν οικογένεια.

-Και εγώ κουμπάρα, προσπάθησε να ακουστεί αδιάφορη η Ελπίδα!  

 

Ô

 

Σε ένα κέντρο αναψυχής λίγο έξω από την Άρτα ο δήμαρχος με τη σύζυγο του κάνανε το τραπέζι στο γιο του Χαΐτογλου. Κάθε λίγο όλο και κάποιος από τα γειτονικά τραπέζια πλησίαζε για να πει δυο λόγια στο Χριστόφορο επιτρέποντας στο Νίκο να στρέφει όλη την προσοχή και το ενδιαφέρον του στην κυρία δημάρχου. Ευχάριστη έκπληξη του έκανε μόλις τους σύστησε ο Χριστόφορος, περίμενε να δει δίπλα στο παλιό συμφοιτητή του πατέρα του μια γυναίκα πάνω από πενήντα πέντε ετών, εντελώς επαρχιώτισσα, να προσπαθεί να υποδυθεί την αριστοκράτισσα, έχοντας έρθει με τα λευκά μαλλιά της σε ξεπερασμένο περμανάντ και το ταγεράκι που θα είχε αγοράσει από κάποιο τοπικό μαγαζί της Άρτας, αντί για αυτό είδε μια νέα και ιδιαίτερα εντυπωσιακή γυναίκα κοντά στη δική του ηλικία, φορώντας ένα επώνυμο ρούχο γνωστού οίκου μόδας. Τελικά αν έκρινε από τη Μάρθα, την Ελπίδα και τώρα τη νεαρή σύζυγο του δημάρχου, συμπέραινε ότι η Άρτα είχε παραγωγή ιδιαίτερα όμορφων γυναικών. Όσο τον κρατούσε απασχολημένο η συζήτηση με το σύζυγό της, εκείνη έτρωγε και έπινε προσπαθώντας να κρύψει την ανία της, ενώ όταν της απεύθυνε το λόγο του χαμογελούσε πριν του απαντήσει, ψάχνοντας προσεχτικά τις λέξεις που θα χρησιμοποιούσε. Τελικά είχε μαθητεύσει καλά δίπλα στον Χριστόφορο Κοσυφάκη. Όμως από το Νίκο δεν πέρασαν απαρατήρητα τα έντονα βλέμματα που του έριχνε ανά διαστήματα. Κάτι που δεν του έκανε εντύπωση, ήξερε πως τον έβλεπαν οι γυναίκες, δεν δίσταζαν ποτέ να του το λένε, ήταν όμορφος, με καλούς επιτηδευμένους τρόπους, έξυπνος, κακός όσο χρειαζόταν, κι όλα αυτά μαζί με τη μόρφωση και την οικονομική του κατάσταση συνέθεταν ένα πολύ γοητευτικό σύνολο, ακαταμάχητο στο γυναικείο πληθυσμό. Όποια κι αν κοίταζε δεν μπορούσε να του αντισταθεί, όπως σε εκείνη τη διαφήμιση με το αντρικό άρωμα. Έμπειρος από τις γυναίκες αντιλαμβανόταν ότι το ματάκι της κατά τα άλλα αξιοσέβαστης κυρίας δημάρχου έπαιζε και δεν ήταν η πρώτη φορά, δεν μπορούσε να την κατηγορήσει με τόσα χρόνια διαφορά που είχε με το Χριστόφορο, άλλωστε και τον ίδιο τον βόλευε, θα του άρεσε πολύ να την έχει στο κρεβάτι του για όσο του έκανε κέφι. Αδιαμφισβήτητα θα ήξερε πολλά κόλπα τέτοια γυναίκα στο κρεβάτι και θα ήταν προς όφελος και των δύο να ανταλλάξουν τις γνώσεις τους.

Η Αντιγόνη, όπως ενημέρωσε το Νίκο είχε σπουδάσει διακόσμηση, συγκεκριμένα αρχιτεκτονική κλειστών χώρων, και όπως επιβεβαίωσε και ο ίδιος ο Χριστόφορος είχε εξαιρετικό γούστο. Εκείνη είχε διακοσμήσει τόσο το σπίτι τους όσο και το γραφείο του Χριστόφορου, θέλοντας ο Νίκος να κολακέψει τη νέα γυναίκα, σχολίασε ότι τουλάχιστον στο γραφείο του δημάρχου, που είχε την ευκαιρία να δει στην προηγούμενη επίσκεψη του στην πόλη, φαινόταν η γυναικεία αίσθηση του γούστου και ότι απλά ήταν υπέροχο. Χωρίς να χάσει χρόνο και με ύφος περισσότερο τυπικό ώστε να ρίξει στάχτη στα μάτια του δημάρχου για να μην υποπτευθεί τις βλέψεις που είχε για τη γυναίκα του, της ζήτησε τις συμβουλές της για να βελτιώσει τον άγαρμπο τρόπο που είχε στοιβάξει το ένα πράγμα πάνω στο άλλο στον χώρο που είχε νοικιάσει, για να έχει για γραφείο όσο θα διεκπεραιώνονταν τα έργα στην πόλη τους. Η Αντιγόνη με ένα ευχαριστημένο χαμόγελο δέχτηκε την πρόταση του και εκείνος έβγαλε αμέσως από την εσωτερική τσέπη του σακακιού του μια επαγγελματική κάρτα με τα στοιχεία του και της την έδωσε ενώ από την πίσω πλευρά βρισκόταν γραμμένη με στυλό η διεύθυνση του γραφείου του στην Άρτα.

-Δεν είχα χρόνο να τυπώσω νέες κάρτες και έτσι πρόσθεσα με τον παραδοσιακό τρόπο τα νέα στοιχεία μου.

-Δεν πειράζει, έτσι θα γνωρίζω και που θα μπορώ να σας βρω στην Αθήνα αν ο καλός μου εκλεγεί βουλευτής. Σχολίασε η Αντιγόνη και γύρισε να χαρίσει ένα χαμόγελο στο σύζυγο της, εκείνος της πήρε το χέρι και το φίλησε.

-Όσο για αυτό, μην αμφιβάλετε καθόλου είπε, για να κολακέψει αυτή τη φορά τον Χριστόφορο ενώ η σύζυγος φύλαγε την κάρτα στην τσάντα της. Δυο νέα κορίτσια εμφανίστηκαν στο τραπέζι τους.

-Πατέρα, μητέρα, κύριε, είπε η Ελένη θέλοντας να δείξει τους καλούς της τρόπους, ενώ πίσω της στεκόταν η Ελπίδα που δεν ήξερε πώς να αντιδράσει στην παρουσία του μόλις μια νύχτα εραστή της.

-Νίκο;

-Ελπίδα! Είπε και της χαμογέλασε, πολύ χαίρομαι που σε ξαναβλέπω.

-Γνωρίζεστε; Ρώτησε απορημένη η Αντιγόνη προσπαθώντας να κρύψει τη δυσάρεστη αίσθηση που είχε από τη νέα πληροφορία.

-Ναι, είχα την τύχη να γνωρίσω τη δεσποινίδα, στο προηγούμενο ταξίδι που είχα κάνει στην πόλη σας. Ήταν πολύ ευγενική και μάλιστα με ξενάγησε σε διάφορα μέρη της  Άρτας.

-Αυτός ήταν; Ρώτησε όσο πιο σιγά μπορούσε η Ελένη τη φίλη της αν και η Αντιγόνη άκουσε το σχόλιο και κατάλαβε τι είδους ξενάγηση θα είχε κάνει εκείνο το νεαρό πορνίδιο και φίλη της κόρης της, στον Αθηναίο συνεργάτη τους. Η Ελπίδα κατένευσε θετικά και η συζήτηση εξακολούθησε. Με μάνα και κόρη να τρώνε με τα μάτια τους το Νίκο, η Ελπίδα άρχισε να νιώθει άβολα, ενώ ακόμα χειρότερα την έκαναν οι φιλοφρονήσεις που αντάλλασαν σαν παρτίδα πινγκ πονγκ ο Νίκος με την Αντιγόνη, ειδικά εκείνο που της είπε ότι δεν μπορεί να πιστέψει ότι έχει τόσο μεγάλη κόρη και ότι δε θα την έκανε πάνω από τριάντα χρονών και έπειτα το όλο ικανοποίηση χαμόγελο που του χάρισε εκείνη, έκαναν την Ελπίδα να δυσανασχετεί. Πολύ θα ήθελε να τον καταβρέξει με το κρασί της και να φύγει όμως δε θα τον χάριζε στην άλλη αμαχητί, και έτσι έμενε και υπέμενε τα σάλια τους, ενώ ο Χριστόφορος έδειχνε να μην σκαμπάζει από το ερωτικό παιχνίδι που γινόταν μπροστά στα μάτια του. Η Ελένη με τη σειρά της έγδυνε με το βλέμμα της το Νίκο. Μην μπορώντας να κάνει κάτι με τη μάνα, η Ελπίδα έριξε μια θυμωμένη αγκωνιά στην κόρη. Είπαμε είχε δείξει κατανόηση στο θέμα του Δημοσθένη με την Χριστίνα, δε θα έκανε το ίδιο και με το Νίκο και την άλλη φιλενάδα της, άλλωστε η μία ιστορία αποτελούσε το παρελθόν της, αλλά ο Αθηναίος ήθελε να είναι το παρόν και γιατί όχι το μέλλον της. Την τάραξε και την ίδια η σκέψη και μάλιστα έδωσε την εντύπωση ότι ηλεκτρίστηκε. Ώστε ήταν δυνατόν να νιώθει τόσο έντονα για έναν άνθρωπο που είχαν μια περιπέτεια και που τον είχε συναντήσει μόλις πρόσφατα. Για πρώτη φορά ένιωσε απόλυτη ανακούφιση μετά από καιρό για το «όχι» που είχε πει στο Δημοσθένη, πολλές φορές μόνη της είχε αμφιβάλλει για το αν θα έπρεπε να είναι απόλυτη ως προς την απάντηση που είχε δώσει στον πρώην αγαπημένο της, όμως τώρα γνώριζε ότι για εκείνον δεν είχε νιώσει ποτέ τόσο έντονα, όσο για το κάθαρμα που καθόταν μαζί της στο τραπέζι και φλέρταρε τόσο απροκάλυπτα μια άλλη.

-Είσαι καλά; Άκουσε την Ελένη να τη ρωτάει, κι εκείνη αρκέστηκε σιωπηλά να κουνήσει καταφατικά το κεφάλι της ενώ ήπιε λίγο από το κρασί της.

-Ωραία η συντροφιά σας, όμως νομίζω ότι πρέπει να το λήξουμε για σήμερα, πρέπει να σηκωθώ νωρίς το πρωί. Ελπίδα θα σε πάμε εμείς; Ρώτησε ο δήμαρχος.

-Την Ελπίδα έλεγα να την πάω εγώ, πρόλαβε ο Νίκος στρέφοντας την προσοχή όλων επάνω του, την περασμένη φορά με ξενάγησε οπότε θα ήθελα να της το ανταποδώσω με κάποιον τρόπο. Τα μάτια της Ελπίδας έλαμψαν από την προσφορά του, ενώ η Αντιγόνη έκρυψε τη δυσαρέσκεια της πίσω από ένα χαμόγελο. Όπως ήθελε τα είχε καταφέρει ο Νίκος, από τη μία αφού δεν μπορούσε να έχει στο κρεβάτι του την κυρία δημάρχου, θα είχε στη θέση της την Ελπίδα, που διόλου άσχημη δεν του είχε πέσει την πρώτη φορά, ενώ την ίδια ώρα η Αντιγόνη θα αργόσβηνε στο συζυγικό κρεβάτι με το να τον σκέφτεται. Τι λες, καθόμαστε λίγο πριν σε συνοδέψω στο σπίτι σου; Τη ρώτησε μόλις οι άλλοι έφυγαν.

-Ναι. Απάντησε η Ελπίδα και έψαχνε λόγια για να τον ρωτήσει εκείνα που ήθελε, ενώ ο Νίκος γέμιζε τα ποτήρια τους με κρασί.

 

Ô

 

Το κινητό της Μάρθας την ειδοποίησε ότι είχε μήνυμα, πάτησε το σύμβολο από το φακελάκι που είχε εγκατασταθεί στην οθόνη του τηλεφώνου της για να διαβάσει το μήνυμα της Ξένιας «Λογαριασμοί, λογαριασμοί, μόνο και πάντα λογαριασμοί, το γράμμα σου ήθελα να ’ξερα που χάθηκε. Όσο για το λογαριασμό του ρεύματος, ούτε κάθε βράδυ πάρτι να ’κανα,  δεν είμαστε καλά, καθόλου καλά!» πάτησε το κουμπί της απάντησης, έπρεπε να της πει για τις υποψίες που είχε ότι το γράμμα το είχε πάρει ο Νίκος, αλλά θα την ανησυχούσε, καλύτερα να της το έλεγε κάποια στιγμή προφορικά δίνοντας της και τις υπόλοιπες πληροφορίες.  

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

           

Πήρε το μπουκάλι με το κόκκινο κρασί και γέμισε τα ποτήρια τους, ενώ το κορίτσι δίπλα του προσπαθούσε να ξεμπερδέψει τις σκέψεις του. Αρχικά για ποιο λόγο βρισκόταν εκείνος στην Άρτα, κατά δεύτερον τι δουλειές είχε με το δήμαρχο και την οικογένεια του, επίσης πόσο θα έμενε στην πόλη τους και αν δεν τύχαινε να συναντηθούν θα την ειδοποιούσε ότι βρισκόταν στην Άρτα ή θα το παραμελούσε. Ύστερα από αυτές τις απορίες που δεν τόλμησε όμως να ξεστομίσει, άρχισε να τα βάζει με τον εαυτό της, για αρχή δεν είχε καμία υποχρέωση απέναντι της, μια φορά βρέθηκαν, πέρασαν καλά κι αυτό ήταν όλο, ποτέ δεν της είπε ότι είχαν κάτι, μπορεί η Ελπίδα να ένιωθε κάπως ύστερα από εκείνη τη νύχτα, όμως δεν έπρεπε να εκθέσει τον εαυτό της. Ήδη στο τραπέζι είχε δείξει την ενόχληση της για τα κομπλιμέντα που έκανε στην Αντιγόνη, το πιο πιθανό θα ήταν στο τέλος να της την έλεγε και να ξέκοβε κάθε σχέση μαζί της. Όμως για την ώρα την είχε κρατήσει πίσω και απολάμβαναν μαζί ένα μπουκάλι ακριβό, κόκκινο κρασί και σε λίγο θα την πήγαινε σπίτι της.

-Γιατί με κοιτάς έτσι; Είπε και της χαμογέλασε.

-Νόμιζα ότι είχες φύγει!

-Επέστρεψα. Και μάλιστα λέω να μείνω για λίγο καιρό, της είπε και τσούγκρισε το ποτήρι του με το δικό της. Στην υγεία μας.

-Στην υγεία σου, απάντησε και κοίταξε το ποτήρι με το κρασί που κρατούσε στα χέρια της.

-Φαίνεσαι σα να μη χαίρεσαι.

-Να, απλά σκεφτόμουν αν κάποια στιγμή θα με ειδοποιούσες. Ο Νίκος χαμογέλασε πάλι, τελικά η μικρή είχε γούστο. Πάλευε μέσα της και δεν ήξερε πώς να εκφράσει τα αισθήματα της. Θα πέρναγε πολύ καλά στην Άρτα, από τη μία η γυναίκα του δημάρχου, ένα ώριμο φρούτο έτοιμο να πέσει στην αγκαλιά του, από την άλλη η πιτσιρίκα και φυσικά η Μάρθα την οποία έπρεπε να ξανακερδίσει με κάθε τίμημα, αφού ήταν πεπεισμένος, ότι ήταν η γυναίκα που του ταίριαζε πάνω απ’ όλες. Ίσως η Ελπίδα του χρησίμευε για να την κάνει να ζηλέψει, δεν μπορεί γυναίκα ήταν, μόνο που θα έβλεπε ότι κινδύνευε να χάσει τη θέση της από κάποια άλλη θα τον διεκδικούσε και πάλι. Την χάιδεψε τρυφερά στο μάγουλο και την ανάγκασε να τον κοιτάξει στα μάτια.

-Ήρθα για δουλειές, θα μπορούσε να είχε έρθει άλλος στη θέση μου, κι όμως το ανέλαβα εγώ για να μείνω όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο στην Άρτα, για ποιο λόγο λες να ήθελα να μείνω εδώ;

-Για μένα; Τόλμησε να ξεστομίσει η πιτσιρίκα και αμέσως δάγκωσε ντροπιασμένα τα χείλη της. Ο Νίκος αρκέστηκε να ανασηκώσει τους ώμους του, δεν χρειαζόταν να της το επιβεβαιώσει, είναι καλύτερη η τακτική να σπρώχνεις τις γυναίκες να πιστεύουν αυτό που σε βολεύει και εκείνες θέλουν, χωρίς ποτέ να τις διαβεβαιώνεις, με αυτό τον τρόπο μπορείς ανά πάσα στιγμή να το πάρεις πίσω. Ύστερα άλλαξε το θέμα και αναφέρθηκε στις δουλειές που θα αναλάμβανε στην  Άρτα, της είπε ότι γνώρισε το δήμαρχο όταν έφερε την πρόταση της εταιρείας του, όταν ανακοινώθηκε ότι κέρδισε το διαγωνισμό η «HIGH» αποφάσισε να αναλάβει ο ίδιος την διεκπεραίωση των έργων στην πόλη. Δεν είχε επικοινωνήσει μαζί της νωρίτερα, γιατί πρώτα ήθελε να είναι σίγουρος ότι είχε πάρει τη δουλειά, επιπλέον ήθελε να τακτοποιηθεί, μετά είχε σκοπό να επικοινωνήσει μαζί της. Με τόσα λόγια η Ελπίδα ξεθάρρεψε και τον ρώτησε για την Αντιγόνη. Ο Νίκος έβαλε δυνατά τα γέλια, τον διασκέδαζε η ζήλια της, η Μάρθα ήταν πάντοτε πιο συμμαζεμένη. Στην καλύτερη του έκανε μούτρα χωρίς να του πει τι την είχε πειράξει, ακόμα κι αν ο ίδιος τη ρώταγε, εκείνη το αρνούταν.

-Πρέπει να τα έχεις καλά με τις γυναίκες, ειδικά όταν είναι η σύζυγος κάποιου που θα συνεργαστείς. Ξέρεις τι ζημιά μπορεί να σου κάνει μια ερωμένη ή μια σύζυγος αν αρχίσει να παίρνει τα αυτιά του άντρα της. Οπότε της κάνεις δυο τρία κομπλιμέντα και αν μπορείς και περισσότερα, και τα έχεις καλά μαζί της.

-Δεν ξέρω, έχουν ακουστεί διάφορα για αυτή.

-Όπως; Τη ρώτησε γεμάτος περιέργεια.

-Πριν γνωρίσει το δήμαρχο ήταν αρραβωνιασμένη, όμως χώρισε προφανώς για τα λεφτά και τη δόξα.

-Μπορεί απλά να τον ερωτεύτηκε.

-Αν δεν ήταν ο Χριστόφορος Κοσυφάκης! Είπε με εμπάθεια η Ελπίδα.

-Φυσικά γλυκιά μου επειδή ήταν αυτός που ήταν. Αυτό που είναι ο καθένας μας αποτελείται από ένα σύνολο, εμφάνιση, επάγγελμα, μόρφωση, φιλοδοξίες και ένα σωρό ακόμα χαρακτηριστικά. Γιατί να αφήσεις τον αρραβωνιαστικό σου για έναν του ίδιου επιπέδου. Βρίσκεις έναν καλύτερο, εκτός κι αν σε παράτησε εκείνος και απεγνωσμένα ψάχνεις για ένα αντίγραφο του.

-Έτσι όπως το λες σωστό ακούγεται.

-Φυσικά, θα μάθεις πολλά δίπλα μου. Πάντως μην ανησυχείς για την κυρία δημάρχου, πάνω από όλα εδώ είμαι για δουλειές! Και μην ξεχνάς ότι εκτός από εσένα δεν γνωρίζω κανέναν άλλον στην Άρτα, οπότε μόλις μπαίνεις σε ένα νέο περιβάλλον πρέπει πάνω απ όλα να γίνεσαι συμπαθής μέχρι να δημιουργήσεις τον κύκλο σου. Και τώρα τι λες, θα με φιλοξενήσεις στο κρεβάτι σου γι αυτό το βράδυ;

-Αν είναι να το μοιραστούμε γιατί όχι! Είπε και σηκώθηκε αφήνοντας το ποτήρι με το κρασί στο τραπέζι. Όσον αφορά την κυρία του κυρίου, αν αγάπησε κάποτε το δήμαρχο για το σύνολο που αποτελούσε, όπως υποστήριξες, δε σημαίνει ότι δεν του έκανε απιστίες. Μάλιστα ακούστηκε ότι για καιρό μετά το γάμο συναντούσε τον πρώην της.

-Τι να πω! Μπορεί να συνέβη.

-Συνέβη, η θεία μου ήταν η σπιτονοικοκυρά του πρώην και την έβλεπε να μπαινοβγαίνει στο διαμέρισμα του, διάφορες ώρες.

-Ενδιαφέρον η πληροφορία σου. Είπε χαμογελώντας ο Νίκος.

-Όπως βλέπεις και εσύ έχεις να μάθεις πολλά από εμένα!

-Για την κοινωνική ζωή της πόλης… σίγουρα!

-Κι όχι μόνο.

-Αλήθεια, τι άλλο έχεις να με διδάξεις για παράδειγμα; Ρώτησε παιχνιδιάρικα εκείνος.

-Μη βιάζεσαι κάτσε να πάμε στο σπίτι πρώτα, του είπε και του έδωσε ένα πεταχτό φιλί στα χείλη.

 

Ô

 

Καθισμένοι στην Αμμουδιά στην Πάργα άκουγαν τον ήσυχο παφλασμό των μικρών κυμάτων που έγλυφαν την ακτή. Λίγα μέτρα πιο μακριά μια παρέα εφήβων είχε ανάψει φωτιά και είχε καθίσει τριγύρω της, συζητώντας, ενώ ο ήχος από το γρατσούνισμα των χορδών μιας κιθάρας ταξίδευε ως εκείνους με το αεράκι. Γύρισε και την κοίταξε μα δεν βρήκε κάτι να της πει, δεν ήθελε να σκεφτεί ότι εκμεταλλευόταν την κατάσταση, άλλωστε ήταν πολύ πρόσφατα χωρισμένος, τελικά ίσως να μην είχε άδικο ο Γιάννης όταν έλεγε ότι τον εγωισμό του και μόνο είχε ενοχλήσει η άρνηση της Ελπίδας. Ένιωθε παράξενα όταν ήταν μαζί της, μα πάλι δεν ήθελε να παραδεχτεί στον εαυτό του ότι ήταν τόσο επιπόλαιος. Στην Άρτα πνίγονταν στη δουλειά, αλλά ο Δημοσθένης αρνούταν να επιστρέψει πίσω, ο πατέρας του είχε αναγκαστεί παρά την ηλικία του να πάει στο συνεργείο να βοηθήσει το Γιάννη και ενώ εκείνος έλεγε στον εαυτό του ότι την επόμενη μέρα θα έφευγε, τελικά ακολουθούσε τη Μάρθα στο γύρω της Ηπείρου. Τις περισσότερες από τις εισερχόμενες κλήσεις του τις αγνοούσε και ενώ ένιωθε ενοχές, σα μαγεμένος, δεν έλεγε να ξεκολλήσει από δίπλα της. Από την πλευρά της η Μάρθα είχε τις δικές της αναστολές να την περιορίζουν, το ότι ήταν εκεί μαζί της δεν μπορούσε παρά να της φανερώνει το ειλικρινές ενδιαφέρον του, αν είχε σκοπό να περάσει μαζί της απλά και μόνο μια νύχτα θα ήταν πιο εκδηλωτικός, όμως εκείνος παρέμενε, ενώ ή ίδια είχε καταλάβει ότι από την Άρτα τον καλούσαν να επιστρέψει πίσω. Όμως από τη μία η ιστορία με το Νίκο και το Στέφανο στην Αθήνα, από την άλλη ότι την είχε ξετρυπώσει ο πρώην αγαπημένος της και είχε σκοπό να της κάνει τη ζωή κόλαση και φυσικά πάνω από όλα η περιβόητη Ελπίδα, δεν της επέτρεπαν να φανερώσει το δικό της ενδιαφέρον. Αν απλά ήθελε να απαγκιστρωθεί από τα αισθήματα του για εκείνη τη μοιραία γυναίκα και ύστερα τον καλούσε πίσω και εκείνος επέστρεφε, η Μάρθα πως θα το διαχειριζόταν, αν πρώτα είχε αφεθεί να παρασυρθεί.

Γύρισε και τον κοίταξε και άκουσε μια φωνή μέσα της να την προστάζει να ζήσει. «Πολύ θα ήθελα να βουτήξω στη θάλασσα τώρα!» είπε και χωρίς δεύτερη σκέψη σηκώθηκε και έβγαλε τα ρούχα της μένοντας με τα εσώρουχα, το μισοφέγγαρο φώτισε το κορμί της ενώ εκείνη περπάτησε πάνω στη ζεστή άμμο και μπήκε μέσα στο νερό. Ο Δημοσθένης το ζύγισε για λίγο, έριξε μια ματιά στην παρέα γύρω στη φωτιά, την οποία είχαν ανάψει περισσότερο για εφέ παρά επειδή τη χρειαζόταν, σηκώθηκε και εκείνος έβγαλε βιαστικά το τζιν παντελόνι και την μπλούζα του και μπήκε στη θάλασσα. Η πρώτη του επαφή με το νερό τον έκανε να το μετανιώσει, όμως γνώριζε ότι μόλις έμπαινε για τα καλά μέσα θα το συνήθιζε, είδε τη Μάρθα να κολυμπάει και προχώρησε αποφασιστικά προς εκείνη. Η κιθάρα σταμάτησε να σκορπάει τους ήχους της και ο Δήμος στράφηκε προς την πλευρά των νέων, από τη λάμψη της φωτιάς πρόσεξε ότι κοίταγαν προς την κατεύθυνση τους. Άκουσε το νερό να παφλάζει και γύρισε για να δει τη Μάρθα να κολυμπάει κοντά του, τα μαλλιά της ήταν βρεγμένα ενώ σταγόνες κυλούσαν στο πρόσωπο της καθώς του χαμογελούσε, ξαφνικά σοβαρεύτηκε αλλά παρέμεινε να τον κοιτάζει, το βλέμμα του έπεσε στα χείλη της που ήταν μισάνοιχτα, πλησίασε κοντά της μα στάθηκε περιμένοντας, ήταν ώρα να κάνει εκείνη την επόμενη κίνηση, τον πλησίασε μα τον άφησε να πάρει την τελική απόφαση. Σαν να το διάβασε στα μάτια της που φωτιζόταν από το φως του φεγγαριού πλησίασε αρκετά ώστε τα κορμιά τους να ακουμπάνε κάτω από το νερό. Τα μάτια του ταξίδευαν από τα μάτια στα χείλη της, εκείνη περίμενε παραμένοντας σοβαρή. Τελικά μην αντέχοντας άλλο ο Δημοσθένης πέρασε τα χέρια του πίσω από την πλάτη της την έφερε ακόμα πιο κοντά του και τη φίλησε στο στόμα, στην αρχή χαλαρά διερευνητικά, και όσο ένιωθε ότι υπήρχε ανταπόκριση άρχισε το φιλί του να γίνεται πιο βαθύ και με περισσότερο πάθος ενώ ένιωσε κάτω από το νερό τα πόδια της να δένονται γύρω από τον κορμό του και τα χέρια της να αγκαλιάζουν τους ώμους του. Από την παραλία ακούστηκε πάλι ο ήχος της κιθάρας να παίζει ή να προσπαθεί να πλησιάσει τη μελωδία του τραγουδιού του Σιδηρόπουλου «Να μ’ αγαπάς», όμως εκείνοι δε νοιάζονταν για τα γέλια και τα αστεία που μπορεί να γινόταν εις βάρος τους, φτάνει να μην τους έπαιρναν τα ρούχα, άνοιξε τρομαγμένος το ένα του μάτι να κοιτάξει μα δεν είδε καμία ύποπτη κίνηση να απειλεί τα παρατημένα πράγματα τους στην παραλία. Ξανάκλεισε τα μάτια του και βυθίστηκε πάλι στην απόλαυση του φιλιού τους.

 

Ô

 

Το επόμενο πρωί τον ξύπνησε η ειδοποίηση από το κινητό ότι είχε μήνυμα, άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε δίπλα του, η Μάρθα σκεπασμένη με ένα σεντόνι κοιμόταν στο πλάι του, χαμογέλασε με την ανάμνηση της προηγούμενης νύχτας και πήρε το κινητό στο χέρι του. Όπως το είχε φανταστεί, ήταν μήνυμα από το Γιάννη.

«Που χάθηκες εσύ; Ο πατέρας σου είναι πυρ και μανία, νομίζει ότι τα ξαναέμπλεξες με την Ελπίδα, και όλη την ώρα μουρμουρίζει, αλλά τι σου λέω τώρα, εσύ τον ξέρεις καλύτερα από εμένα. Πιστεύω ότι θα περνάς όμορφα με τη φωτογράφο, αλλιώς θα ήσουν ήδη εδώ και εγώ δε θα υπέμενα την γκρίνια του κυρ Αντώνη στη θέση σου. Απάντησε όμως και σε κανένα τηλέφωνο, μεγάλο παιδί είσαι δε λέω, αλλά μας κάνεις και ανησυχούμε! Γιάννης».  

-Δεν έχει κι άδικο ο πατέρας μου, σκέφτηκε χαμογελώντας, έμπλεξα πάλι με την ελπίδα!

«Είμαι καλά!» απάντησε μόνο και άφησε το κινητό στην άκρη, ενώ έσκυψε πάνω από τη Μάρθα και της έδωσε ένα φιλί στο γυμνό της ώμο. Η Μάρθα κουνήθηκε λίγο και ύστερα γύρισε και τον κοίταξε χαμογελώντας.

-Καλημέρα. Του είπε.

-Καλημέρα, είπε και ακούμπησε το κεφάλι στο χέρι του, ξέρεις κάτι σου πάει πολύ η γεύση από την αλμύρα της θάλασσας.

-Ευχαριστώ πολύ, νομίζω όμως ότι πρέπει να κάνω ένα μπάνιο.

-Μπορούμε να κάνουμε μαζί αν θες. Το κινητό του ξαναχτύπησε, το πήρε στα χέρια του για να διαβάσει το νέο μήνυμα από το Γιάννη.

«Μόνο αυτό; Περίμενα να είσαι πιο κατατοπιστικός!» χωρίς να απαντήσει άφησε το κινητό πάνω στο κομοδίνο, και γύρισε και την κοίταξε.

-Ο Γιάννης, της είπε.

-Έχει πολύ δουλειά; Τον ρώτησε προσπαθώντας να συγκρατήσει τα συναι­σθήματα της και να μη φανεί ότι απογοητεύεται σε περίπτωση που εκείνος έλεγε ότι θα έφευγε.

-Είναι ο πατέρας μου μαζί του οπότε μάλλον δε με χρειάζονται. Είπε και της χαμογέλασε. Οπότε ας πάμε να κάνουμε το μπάνιο που λέγαμε και μετά να συνεχί­σου­με την διαδρομή μας. Τι λες; Η Μάρθα χαμογέλασε ικανοποιημένη και σηκώθηκε από το κρεβάτι τραβώντας ολόκληρο το σεντόνι, αποκαλύπτοντας τη γύμνια του.

-Που το πας αυτό; Έχεις σκοπό να βάλεις πλυντήριο; Τη ρώτησε γελώντας, η Μάρθα στράφηκε και τον κοίταξε, είχε φτάσει έξω από την πόρτα του ντους, άφησε το σεντόνι να πέσει κάτω και τον ρώτησε δήθεν αθώα.

-Δε θα έρθεις; Ύστερα χωρίς να περιμένει απάντηση του γύρισε την πλάτη και μπήκε στο μπάνιο. 

 

Ô

 

Σαν να ήταν χρόνια κάτοικος της Άρτας, ο Νίκος είχε προσαρμοστεί πλήρως στους ρυθμούς της ζωής της επαρχιακής πόλης. Το πρωί πήγαινε και επέβλεπε τους μηχανικούς που έκαναν ελέγχους στα σημεία που θα πραγματοποιούνταν τα έργα, συχνά επισκεπτόταν το δήμαρχο στο γραφείο του, ενώ όταν έβρισκε ελεύθερο χρόνο έφτιαχνε το διαμέρισμα που είχε νοικιάσει καθώς και το γραφείο του. Τα βράδια συναντιόταν με την Ελπίδα -η οποία είχε αφεθεί να πιστεύει ότι είχαν σχέση- ενώ στιγμή δεν ξέχναγε τον σκοπό του που ήταν η Μάρθα, ή θα την κέρδιζε ή θα της έκανε τη ζωή κόλαση. Είχε περάσει αρκετές φορές από το σπίτι της, το λουλούδι που της είχε αφήσει την πρώτη φορά που είχε έρθει στην Άρτα για να συναντήσει το δήμαρχο, παρέμενε δεμένο με την κόκκινη κορδέλα στην πόρτα της, δεν το είχε πειράξει κανείς, προφανώς δε θα το είχε δει ακόμα, να είχε εγκαταλείψει την πόλη ή να είχε συμβεί κάτι άλλο. Το να έχει παρατήσει τη γενέτειρα της μόλις έφτασε και αφού είχε βρει μια καλή δουλειά του φαινόταν απίθανο σενάριο, όσο κι αν την είχε ευνοήσει η τύχη την πρώτη φορά που ήρθε στην Άρτα από την Αθήνα, δεν ήταν δυνατό να πίστευε σε αυτή σε τέτοιο βαθμό, ώστε να τα παρατήσει και να τραπεί σε φυγή εκ νέου. Ήταν δειλή, όμως όχι πάλι σε αυτό το βαθμό. Κι όμως κόντευαν δύο εβδομάδες και το κόκκινο τριαντάφυλλο μαραμένο και έχοντας χάσει τα μισά του φύλλα παρέμενε δεμένο στην πόρτα της. Μια ένοικος της πολυκατοικίας άνοιξε την πόρτα της και κοίταξε το Νίκο καχύποπτα. Εκείνος πιάστηκε από την ευκαιρία και τη ρώτησε για τη Μάρθα, η γειτόνισσα του απάντησε όσο πιο λακωνικά μπορούσε ότι είχε καιρό να τη δει, μα δεν πίστευε ότι είχε φύγει από το σπίτι. Μόλις είχε έρθει άλλωστε, προφανώς θα έλειπε για δουλειές. Ύστερα τον ρώτησε αν ήθελε να της μεταφέρει κάποιο μήνυμα, εκείνος απλά κούνησε αρνητικά το κεφάλι του και αφού την ευχαρίστησε έφυγε. Σκέφτηκε να της στείλει ένα μήνυμα όμως το μετάνιωσε, αν εκείνη είχε φύγει επειδή ένιωθε απειλή εξαιτίας του και τη φιλοξενούσε κάποιος φίλος ή συγγενής ένα μήνυμα ή ένα τηλεφώνημα θα της επιβεβαίωνε τους φόβους της. Και εκείνος για την ώρα αυτό που επιθυμούσε ήταν να του φανερωθεί. Έβαλε ξανά το κινητό μέσα στην τσέπη του και αποφάσισε να κάνει μια βόλτα στο πεζόδρομο και γιατί όχι να πιει και έναν καφέ απέναντι από τον Άγιο Δημήτριο.

Από την απέναντι πλευρά, φορτωμένη με σακούλες από μαγαζιά είδε να προχωράει την Αντιγόνη. Την πλησίασε και τη χαιρέτησε. Χαμογελαστή ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση του να πιουν μαζί έναν καφέ. Αφήνοντας τις τσάντες πάνω σε μια καρέκλα κάθισε απέναντι του, εκείνος συνέχισε να την κομπλιμεντάρει ενώ εκείνη τον ρώτησε πως πήγαινε η εγκατάσταση του στην πόλη, ο Νίκος της ζήτησε να περάσει από το γραφείο του να τον βοηθήσει με τη διακόσμηση όπως του είχε υποσχεθεί το βράδυ που γνωρίστηκαν.

-Απλά δε θέλω να δημιουργώ προβλήματα! Απάντησε δήθεν αδιάφορα.

-Τι εννοείς λέγοντας προβλήματα; Μου επιτρέπεις φυσικά να σου μιλάω στον ενικό.

-Κανένα πρόβλημα με τον ενικό. Απλά μου φάνηκε ότι κάτι τρέχει με εσένα και τη φίλη της κόρης μου, και την ένιωσα ενοχλημένη από τις κουβέντες στο τραπέζι οπότε καταλαβαίνεις, δε θέλω να περνούν διάφορα από το μυαλό της. Εκτός κι αν ήταν η ιδέα μου.

-Θα σου μιλήσω ειλικρινά, πιστεύω ότι μιλάμε την ίδια γλώσσα και ότι καταλαβαινόμαστε μεταξύ μας. Έκανε ένα πρόλογο κοιτώντας την έντονα στα μάτια. Η Ελπίδα είναι απλά ένα κοριτσάκι με το οποίο περνάω καλά και γιατί όχι, είμαι ένας νέος, ελεύθερος άντρας και εκτός από τις δουλειές, με ενδιαφέρει να περνάω όμορφα.

-Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω αν έχει πολλά να σου προσφέρει η Ελπίδα, δε λέω είναι όμορφη κι έχει τα νιάτα της, όμως αρκούνε για έναν άντρα σαν εσένα;

-Μέχρι να βρω κάτι καλύτερο, μήπως έχεις να μου προτείνεις κάτι; Και παίρνοντας το χέρι της μέσα στο δικό του έσκυψε και το φίλησε. Σκανδαλισμένη η Αντιγόνη, από το φλερτ που της έκανε τόσο ανοιχτά και δημόσια, κοίταξε γύρω της να δει αν τους κοίταζε κανείς. Λόγω της ώρας οι θαμώνες στην καφετέρια ήταν λίγοι και φαίνονταν αφοσιωμένοι στις δικές τους κουβέντες, μη θέλοντας όμως να προκαλεί άλλο την τύχη της, αφού πρώτα του έσφιξε το χέρι, τράβηξε το δικό της.

-Θα έρθω σύντομα στο γραφείο σου να δω τον χώρο ώστε να σου προτείνω κάποια πράγματα για την διακόσμηση.

-Θα χαρώ πολύ να σε δω, μόνο που θα λείψω λίγες μέρες, το απόγευμα θα κατέβω στην Αθήνα, πρέπει να ενημερώσω τον πατέρα μου και να διεκπεραιώσω κάποιες εκκρεμότητες που έχω στο γραφείο.

-Οπότε θα τα πούμε όταν επιστρέψεις! 

 

Ô

 

Από την στιγμή που η κυρία δημάρχου έμαθε ότι ο υποψήφιος εραστής της θα έφευγε από την πόλη, της έγινε εμμονή να κατέβει κι εκείνη στην Αθήνα βρίσκοντας κάποιο πρόσχημα για να τον συναντήσει χωρίς να κινδυνεύει να την παρεξηγήσουν αν τη δούνε μαζί του. Τελικά ίσως να ήταν ώρα να επισκεφτεί τη γκαλερί ενός φίλου της, για να δει εκείνους τους πίνακες που της είχε πει στο τηλέφωνο. Για κάποιο λόγο όλο ανέβαλε εκείνο το ταξίδι, ενώ είχε διάθεση να κατεβαίνει στην πρωτεύουσα να επισκέπτεται γκαλερί καθώς και διάσημους αθηναϊκούς οίκους μόδας, και παρά την υπόσχεση του Τάκη για δυο πραγματικά αριστουργήματα, ακόμα δεν είχε κάνει το ταξίδι. Μάλλον θα έφταιγε και η συμπεριφορά του, αφού την τελευταία φορά δεν είχε διστάσει να φλερτάρει με μια νεαρή ζωγράφο μπροστά της. Η Αντιγόνη ήταν αρκετά έξυπνη ώστε να μπορεί να αντιληφθεί ότι δεν μπορούσε να αρκεστεί στα αραιά ταξίδια που εκείνη έκανε, όμως δε θα ανεχόταν να φλερτάρει μπροστά στα μάτια της με άλλες, του το είχε εξηγήσει. «Δε με νοιάζει τι κάνεις, όμως ό,τι κάνεις μην το κάνεις μπροστά μου!». Τώρα όμως είχε πολλούς λόγους να πάει στην Αθήνα, πρώτον να δει τους πίνακες, δεύτερον να συμφιλιωθεί με τον Τάκη (ενώ θα τον απέρριπτε σαν εραστή, έτσι για να μάθει την επόμενη φορά)  και τρίτον και κυριότερο να συναντηθεί με το Νίκο. Χωρίς άλλη σκέψη, φορτωμένη με τα ψώνια ξεκίνησε για το δημαρχείο, έπρεπε να ενημερώσει τον άντρα της ότι θα έλειπε λίγες μέρες. Εκεί θα την περίμενε μια έκπληξη.

-Μα τι στην ευχή πάθατε όλοι σας και θέλετε να κατεβείτε στην Αθήνα. Η Αντιγόνη που φαντάστηκε ότι ο σύζυγός της εννοούσε το Νίκο γύρισε και τον κοίταξε παριστάνοντας την απορημένη. Και έτσι της εξήγησε ότι η κόρη τους, μετά από τρία χρόνια να πηγαινοέρχεται στην Άρτα χωρίς σκοπό, πίνοντας καφέδες και κάνοντας βόλτες αποφάσισε να σοβαρευτεί και να κατέβει στην Αθήνα για να ψάξει για κάποια σχολή ή κολλέγιο.

-Ώρα ήταν να πάρει και αυτή έναν επαγγελματικό προσανατολισμό!

-Ναι, το θέμα είναι ότι δεν έχει ιδέα τι θα σπουδάσει. Τη ρώτησα για πολιτικές επιστήμες, ξίνισε τα μούτρα της, ύστερα για εσωτερική διακόσμηση κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Της ανέφερα κι άλλα επαγγέλματα, δεν την είδα να ενθουσιάζεται. Δεν ξέρω τι να πω πια με αυτό το παιδί.

-Ότι ο πατερούλης έχει κακομάθει το κοριτσάκι του;

-Έλα βρε Αντιγόνη, είπε και την πλησίασε δίνοντας της ένα φιλί στο μάγουλο. Ας πάει να γεμίσει με προσπέκτους σχολών το δωμάτιο της και να αποφασίσει.

-Κάτι μου λέει ότι οι σπουδές της κόρης σου θα αρχίσουν και θα τελειώσουν στην ανάγνωση φυλλαδίων.

-Όπως και να το δεις είναι κι αυτό ένα πρώτο βήμα. Λοιπόν θα τη συνοδέψεις στην Αθήνα;

-Μπορώ να κάνω κι αλλιώς; Είπε και σηκώθηκε να φύγει.

 

Ô

 

Σάββατο μεσημέρι η Μάρθα με το Δημοσθένη φτάνανε στην Άρτα, συνοδεύοντας τη με το αυτοκίνητο του, αφήνοντας την να προπορεύεται με το τζιπ σταμάτησαν μπροστά από την πολυκατοικία που έμενε. Εκείνη προσπάθησε να παρκάρει με το άγχος που είχε ότι ο Δημοσθένης την παρακολουθούσε να μανουβράρει το δικό του τζιπ που της είχε δανείσει μπρος πίσω, μόλις τελικά τα κατάφερε βγήκε και έβαλε το συναγερμό, ενώ ο Δήμος πάρκαρε πρόχειρα το μισό αυτοκίνητο πάνω στο πεζοδρόμιο και το άλλος μισό στο δρόμο, άναψε τα αλάρμ και βγήκε για να δώσει ένα φιλί και μια αγκαλιά στη Μάρθα.

-Δε θα έρθεις πάνω; Τον ρώτησε λυπημένη.

-Λέω να περάσω από το συνεργείο να δώσω το παρόν, να δω πως είναι εκεί τα πράγματα, να δούνε και εκείνοι ότι ζω, να ηρεμίσουν.

-Σε καθυστέρησα. Είπε δήθεν ένοχα.

-Πίστεψε με μου άρεσε πολύ! Είπε και τη φίλησε. Τι λες το βράδυ να βρεθούμε να πάμε να φάμε;

-Τι λες αν σου έκανα το τραπέζι!

-Θα προλάβεις;

-Εντάξει, θα φτιάξω κάτι πρόχειρο.

-Όταν λες πρόχειρο;

-Πατάτες τηγανιτές, ομελέτα και χωριάτικη.

-Μου τρέχουν ήδη τα σάλια, θα φέρω τις μπύρες! Θα μου λείψεις, είπε και της έδωσε ένα πεταχτό φιλί στα χείλη, πριν μπει ξανά στο αυτοκίνητο του και βάλει μπρος για το συνεργείο. Ποιος άκουγε τον πατέρα του; Τόσες μέρες ο Γιάννης! έκανε την σκέψη και γέλασε, αλλά δεν πείραζε, άξιζε τον κόπο.

Χαρούμενη και ανανεωμένη ανέβηκε βιαστικά την σκάλα για να φτάσει στο διαμέρισμα της. Μόλις είδε το τριαντάφυλλο δεμένο στο πόμολο της πόρτας σταμάτησε. Τα τελευταία σκαλιά τα ανέβηκε πιο αργά ενώ κοίταξε γύρω της, έλυσε την κορδέλα από το πόμολο, και πήρε το λουλούδι στο χέρι της. Τελικά δε θα είχε καλά ξεμπερδέματα με το Νίκο, και που να μάθαινε για το Δήμο σκέφτηκε, τέλος πάντων δεν χρειαζόταν να της χαλάει τη διάθεση, ότι ήταν θα το αντιμετώπιζε στην ώρα του, η πόρτα από το διπλανό διαμέρισμα άνοιξε και μια κυρία βγήκε.

-Σας έψαχνε ένας νεαρός! Της είπε αφού τη χαιρέτησε και την καλωσόρισε.

-Αυτός άφησε το λουλούδι; Ρώτησε και έδειξε το μαραμένο τριαντάφυλλο για να υπολογίσει πότε είχε περάσει.

-Δεν ξέρω. Το λουλούδι είναι δύο εβδομάδες στην πόρτα κρεμασμένο, ο άντρας ήρθε εχθές και ρωτούσε για εσένα, δεν ξέρω αν ήταν αυτός που είχε αφήσει το λουλούδι νωρίτερα.

-Πως ήταν;

-Δεν ήταν ιδιαίτερα ψηλός. Ήταν μελαχρινός με μπλε μάτια. Είναι το αγόρι σου;

-Όχι, απάντησε απότομα εκείνη κι αφού άνοιξε την πόρτα της, ευχαρίστησε και χαιρέτησε την περίεργη γειτόνισσα. Μπήκε μέσα και πέταξε το λουλούδι στα σκουπίδια, ύστερα πήρε την μαραμένη ανθοδέσμη από το βάζο και την πέταξε και εκείνη στο κάδο απορριμμάτων. Δεν το έβαζε κάτω. Μετά από την ανθοδέσμη που της είχε στείλει αποφάσισε να της κάνει και ο ίδιος επίσκεψη και μάλιστα δύο φορές. Μα δεν είχε φύγει για την Αθήνα; Τι στο καλό γύρευε στην Άρτα, τόσο ψύχωση του είχε γίνει. Έπρεπε να το καταλάβει ότι πλέον δεν ήταν διαθέσιμη, ότι είχαν είχε τελειώσει, ανεξαρτήτως ποιος έφταιγε, βέβαια αυτό δεν ήταν τόσο δίκαιο μιας και το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης ήταν δικό της, όμως όπως και να είχαν τα πράγματα, η σχέση τους πλέον άνηκε στο παρελθόν. Για μια στιγμή σκέφτηκε να πάρει το Δημοσθένη να του πει να βρεθούν έξω, όμως μετά το μετάνιωσε, πρώτον δε θα της άλλαζε ο Νίκος τα σχέδια, δεύτερον αν είχε έρθει μόλις την επόμενη μέρα ίσως να ανέβαλε μια εκ νέου επίσκεψη σπίτι της, κι έξω ήταν πιο πιθανό να συναντηθούν αφού η Άρτα δεν είχε τόσα μέρη να πας όσο άλλες μεγαλύτερες πόλεις. Τελικά άναψε το θερμοσίφωνο και άρχισε να συμμαζεύει το σπίτι μιας και το βράδυ θα την επισκεπτόταν ο Δημοσθένης για να φάνε την ομελέτα της!

 

Ô

 

Ξενυχτισμένος ο Νίκος μπήκε στην τραπεζαρία να συναντήσει τον πατέρα του που έπινε καφέ και διάβαζε μια εφημερίδα. Κοίταξε με αποδοκιμασία τα χάλια του γιού του, με τη λυτή γραβάτα και το σακάκι να το κρατάει στα χέρια, όμως προτίμησε να μην το σχολιάσει. Κουρασμένος, άραξε σε μια καρέκλα και περίμενε μια κουβέντα από το μεγάλο Πέτρο Χαΐτογλου για να ξεκινήσει να του λέει τις εντυπώσεις του από την Άρτα. Αφού έκλεισε και δίπλωσε την εφημερίδα, την ακούμπησε στο τραπέζι, τον ρώτησε πως του φαινόταν τα πράγματα στην Άρτα. Η συζήτηση στάθηκε περισσότερο στο δήμαρχο και στο πόσο πρόθυμος ήταν να κάνει ό,τι και αν του έλεγαν, βάση βέβαια των υποσχέσεων που του είχαν δώσει για το κοινοβούλιο. «Τον ξέρω τον Χριστόφορο, μέχρι και κωλοτούμπες είναι ικανός να κάνει, αν ξέρει ότι θα έχει την εύνοια μου και κάποια στιγμή θα κάθετε στα έδρανα της βουλής», σχολίασε ο Πέτρος. Ο γιός του ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του και προχώρησε στο επόμενο θέμα, που ήταν η εθνικότητα των εργατών, προτιμούσε να πάρει αλβανούς στα έργα, είναι πάντα πιο φτηνοί από τους έλληνες, ακόμα και με την κρίση που μπορεί να είχαν πέσει τα μεροκάματα των ελλήνων, αλλά κάποιες φορές τα σωματεία κάνανε ζημιά. Αν και ο συνδικαλισμός στην Ελλάδα ήταν περισσότερο για κλάματα με τόσους φιλόδοξους, που ενδιαφέρονταν κυρίως για τα προσωπικά τους οφέλη, τσιράκια των μεγάλων κομμάτων συνήθως που πήγαιναν και μπλέκονταν σε αρχηγικές θέσεις, όμως επειδή ποτέ δεν ξέρεις ποιος θα δείξει υπερβάλλοντα ζήλο, οι αλλοδαποί ως συνήθως ήταν προτιμότεροι. Πιο ευάλωτοι οικονομικά και κοινωνικά σε μια ξένη χώρα ίσως κάνουν πιο εύκολα την βρώμικη δουλειά εν συγκρίσει με κάποιους ρωμιούς. Κάνουν και πιο εύκολα την βρώμικη δουλειά εν συγκρίσει με κάποιους ρωμιούς. Ο πατέρας του έδειξε θαυμασμό με το πόσο ώριμα είχε αρχίσει να σκέφτεται ο γιος του πάνω στα θέματα της δουλειάς και δεν του το έκρυψε. Αφού τελείωσαν με τα επιχειρηματικά τους ο Πέτρος τον ρώτησε πως του φαινόταν η ζωή σε μια επαρχιακή πόλη. Με την ανάμνηση τριών γυναικών να αδημονούν να επιστρέψει, ο Νίκος χαμογέλασε πονηρά, σχολιάζοντας ότι όλα είναι καλά! Ο Πέτρος γνωρίζοντας από αυτά τα καμώματα σχολίασε όσο πιο αυστηρά μπορούσε «Εδώ διακυβεύονται εκατομμύρια, μη πας και μπλεχτείς με καμιά βλάχα πάνω εκεί και δεν σπρώξεις τη δουλειά!». Κι αφού η συζήτηση είχε λήξει ο Νίκος αποχώρησε στο δωμάτιο στο πατρικό του για να ξεκουραστεί από το ταξίδι και το νυχτερινό ξεφάντωμα.

 

Ô

 

Φτάνοντας η Ελένη με τη μητέρα της στην Αθήνα πέρασαν πρώτα από το ξενοδοχείο, ώστε να αφήσουν τα πράγματα τους και να ξεκουραστούν από το ταξίδι. Με ξεχωριστά κλεισμένα δωμάτια, από την στιγμή που μπήκε η κάθε μία στο δικό της οι δρόμοι τους θα χωρίζονταν μέχρι να συναντηθούν για να επιστρέψουν στην Άρτα. Το ότι η Ελένη ήταν μόλις είκοσι ενός ετών, σε μια ηλικία που απαιτούσε την ανεξαρτησία, ίσως όχι την οικονομική, αλλά αδιαμφισβήτητα το να έχει απόλυτη ελευθερία κινήσεων και να μην τη συνοδεύει η μητέρα της σε κάθε βήμα, η Αντιγόνη απολάμβανε χωρίς καμία ευθύνη και δικαιολογία τη δική της ελευθερία. Μόλις ξεκουραζόταν θα έπαιρνε τηλέφωνο τον Τάκη για να πάνε για τους πίνακες που της είχε υποσχεθεί ότι θα τους της φύλαγε και ύστερα ήταν ελεύθερη να βρεθεί με το Νίκο και ό,τι ήθελε προκύψει. Αδιαμφισβήτητα με τα όσα της είχε πει όταν είχαν πιει εκείνον τον καφέ θα προέκυπταν πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα ανάμεσα τους. Αφού αναστέναξε από πόθο, κοίταξε το πρόσωπο της στον καθρέφτη, παρά το ταξίδι κανείς δε θα πίστευε ότι είχε πατήσει τα σαράντα, αν και εκείνη ήταν ήδη σαράντα πέντε. Το μυαλό της ταξίδεψε στην Ελπίδα, πως εκείνο το μικρό κι άγουρο κοριτσάκι έριχνε τέτοιους άντρες, ποτέ δεν το είχε χωνέψει. Την είχε δει μια άλλη φορά με έναν άλλον νεαρό άντρα να φιλιούνται και να αγκαλιάζονται στον πεζόδρομο, ωραίος κι εκείνος όμως περισσότερο επαρχιωτόπουλο. Και τώρα ο Νίκος, με τόσο διαφορετικό αέρα, με εμπειρίες και να έχει πέσει στην ανάγκη της πιτσιρίκας. Θα φρόντιζε εκείνη όμως το ίδιο κιόλας βράδυ αν συναντιόνταν να ξεχάσει όχι μόνο την Ελπίδα αλλά και κάθε άλλη! 

Θα ήταν ωραία αν η συνάντηση τους φαινόταν τυχαία, όμως αυτό ήταν αδύνατο, η Αθήνα ήταν μια πόλη με πάνω από τέσσερα εκατομμύρια κατοίκους και πολλά μέρη για να πας, ο κάθε Αθηναίος θα μπορούσε να βρίσκετε οπουδήποτε μέσα στην πόλη του. Και εκείνη δεν γνώριζε καθόλου τα μέρη όπου σύχναζε ο Νίκος. Αφού ήταν έτσι, μπορούσε να παίξει ένα παιχνιδάκι μαζί του, δεν μπορεί ένας τέτοιος άντρας σίγουρα θα έμπαινε στον πειρασμό ενός τέτοιου αθώου και ερωτικού παιχνιδιού. Ικανοποιημένη από την σκέψη της κι αφού είχε απολαύσει ένα ζεστό μπάνιο, ξάπλωσε στο κρεβάτι και άρχισε να σκέφτεται τι ακριβώς θα του έγραφε.

 

Ô

 

Το κινητό του δονήθηκε, εκείνος άνοιξε πρώτα το ένα μάτι, ύστερα το έκλεισε και αφού άλλαξε πλευρό προσπάθησε να ξανακοιμηθεί. Τελικά αφού είχε περάσει λίγη ώρα και ο ύπνος δεν έλεγε να τον πάρει, αποφάσισε να σηκωθεί, πήγε και τράβηξε τις σκούρες κουρτίνες και είδε ότι έξω είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Τελικά μάλλον το είχε παρακάνει στον ύπνο, φυσικό επακόλουθο αφού ήταν ξύπνιος από την Παρασκευή το πρωί, που έπρεπε να διευθετήσει κάποια θέματα στην Άρτα, ύστερα το ταξίδι του -το οποίο είχε καθυστερήσει τόσο λόγω της επίσκεψης στο σπίτι της πάντα απούσας Μάρθας όσο και με τον καφέ που απόλαυσε με την συντροφιά της πρώτης κυρίας της Άρτας,- ύστερα να οδηγεί τόσες ώρες για να καταλήξει στην Αθήνα να τα πίνει μέχρι πρωίας με τους φίλους του. Ποιος θα άντεχε στη θέση του σχεδόν εικοσιτέσσερις ώρες ξύπνιος. Θυμήθηκε τον πατέρα του στην τραπεζαρία το πρωί και το αποδοκιμαστικό βλέμμα που του έριξε και χαμογέλασε, λες και δεν ήξερε κι εκείνος από κραιπάλες. Έτσι όμως είναι, όταν μεγαλώνεις ξεχνάς τα δικά σου, η ταλαίπωρη η μάνα του πόσες απιστίες έπρεπε να υποστεί από εκείνον. Αφού χάζεψε για λίγο ακόμα τον ουρανό να αλλάζει χρώματα όπως βασίλευε ο ήλιος, πήγε να πάρει το κινητό του για να δει τι θα κανόνιζε για το βράδυ, σε λίγες μέρες θα έπρεπε να είναι πίσω στην Άρτα, και δε θα είχε τόσες ευκαιρίες για διασκέδαση, θα το έπαιζε φρόνιμος εραστής της Ελπίδας ενώ θα επιδιδόταν στο κυνήγι της Μάρθας, έπρεπε να ξετρυπώσει επιτέλους το κουνελάκι από την τρύπα που είχε κρυφτεί για να μην την βρει. Ξεκλείδωσε το κινητό του και είδε ότι είχε ένα μήνυμα στα εισερχόμενα.

«Θα σε περιμένω στις εννέα στο restaurant “LA REYNA”» του έγραφε κάποιος λακωνικά. Ποιο από τα κωλόπαιδα τον κορόιδευε άραγε! «Ποιος είναι;» έστειλε ένα επίσης λακωνικό μήνυμα, η απάντηση δεν άργησε να έρθει, «Θα μάθεις όταν έρθεις! Μην αργήσεις, δεν πρέπει να αφήνεις μια κυρία να σε περιμένει!» κάποιος τον δούλευε, κοίταξε το ρολόι του η ώρα κόντευε ήδη οχτώ και μισή, ευτυχώς καλοκαίριαζε αλλιώς έξω θα ήταν ήδη νύχτα, όχι ότι στον ίδιο θα έκανε κάποια διαφορά αυτό. Του είχε εξάψει την περιέργεια το μήνυμα που είχε λάβει, αν ήταν τα παιδιά δε θα είχαν αρκεστεί σε ένα τόσο απλό μήνυμα, θα προσπαθούσαν να τον πείσουν με μεγαλύτερο δόλωμα έτσι η υπερβολή τους θα τους μαρτυρούσε. Εκτός κι αν είχε βάλει το χεράκι του κάποιο κορίτσι, όπως και να είχε η περιέργεια του τον είχε κερδίσει. Όμως δεν μπορούσε να είναι συνεπής στο ραντεβού του στις εννέα, ούτε θα πήγαινε σε τέτοια χάλια να συναντήσει τον οποιαδήποτε, χρειαζόταν οπωσδήποτε μπάνιο και ξύρισμα. Ευτυχώς το restaurant “LA REYNA” ήταν στα βόρεια προάστια αλλά και πάλι δεν ήξερε τι κίνηση θα είχε να αντιμετωπίσει. «Δεν προλαβαίνω να είμαι εκεί στις εννέα, και δεν έχω μάθει να στήνω μια κυρία, οπότε να το κάνουμε εννέα και μισή;» χωρίς να περιμένει την απάντηση χώθηκε γρήγορα κάτω από το ντους, το να κερδίσεις μισή ώρα με την κίνηση αυτής της πόλης είναι σα να κερδίζεις στις επιχειρήσεις ψίχουλα.

 

Ô

 

Δέκα παρά είκοσι πάρκαρε έξω από το ρεστοράν, ήλπιζε μόνο να μην είχε βαρεθεί και είχε φύγει η οποιαδήποτε κυρία του είχε στείλει εκείνο το μήνυμα, η περιέργεια και η ερωτική διάθεση που ενέπνεαν εκείνα τα μυστήρια μηνύματα του είχαν ανοίξει την όρεξη για παιχνίδια. Ήλπιζε βέβαια το κυνήγι του χαμένου θησαυρού να τελείωνε εκεί. Μπήκε στη μεγάλα σάλα και κοίταξε γύρω του για κάποια γυναίκα μόνη, το βλέμμα του έπεσε σε μια φιγούρα, με μακριά καστανά μαλλιά, και κόκκινο ξώπλατο φόρεμα. «Η Αντιγόνη» μουρμούρισε, και χαμογελώντας κατευθύνθηκε προς εκείνη. Έσκυψε και της έδωσε ένα φιλί στο γυμνό ώμο. Εκείνη ούτε που γύρισε να τον κοιτάξει, μόνο που περίμενε να πάει να πάρει τη θέση απέναντι της.

-Πολύ χαίρομαι που συναντώ μια βασίλισσα στο φυσικό της χώρο! Είπε πριν καθίσει. Περίμενες πολύ;

-Αρκετά!

-Λυπάμαι, μια βασίλισσα δεν πρέπει ποτέ να περιμένει τους υπηκόους της!

-Μην ανησυχείς θα λάβεις την ανάλογη τιμωρία για την καθυστέρηση σου, εκτός κι αν… Ο Νίκος την κοίταξε περιμένοντας τη συνέχεια! Εκτός κι αν με ανταμείψεις για τον χρόνο που σε περίμενα.

-Άσε με να το σκεφτώ, νομίζω ξέρω έναν τρόπο που θα αφήσει απόλυτα ικανοποιημένη τη βασίλισσα μου! Με υπονοούμενα και πειράγματα συνεχίστηκε το δείπνο τους. Κι οι δυο τους είχαν ξεχάσει ό,τι αφορούσε την Άρτα και ανυπομονούσαν να περάσουν στο ‘‘επιδόρπιο’’. Με μια τολμηρή Αντιγόνη να τολμάει να τον χαϊδεύει με το γυμνό πόδι της στον καβάλο, ο Νίκος μόνο που δεν τη σήκωσε να τρέξουν στην τουαλέτα και να της θυμίσει έτσι την ταπεινή της καταγωγή, όπως είχε σχολιάσει σε κάποια από τις συζητήσεις τους η Ελπίδα, η οποία δεν έχανε ευκαιρία να ρίχνει βέλη ενάντια στη μητέρα της καλύτερης της φίλης.

-Επιδόρπιο; Τη ρώτησε με το πρόσωπο κατακόκκινο από τον πόθο.

-Λέω να το πάρουμε αλλού το επιδόρπιο, κάπου πιο πριβέ, αν συμφωνείς κι εσύ φυσικά!

-Από πότε οι βασίλισσες ρωτάνε! Της είπε και έκανε νόημα στο σερβιτόρο για το λογαριασμό. Αφού ξεπάρκαρε το αυτοκίνητο και έφυγαν από το ρεστοράν, ο Νίκος έψαχνε για απόμερα και σκοτεινά μέρη πριν εκραγεί μιας και η Αντιγόνη δεν το είχε βάλει κάτω και συνέχιζε να τον χαϊδεύει στα επίμαχα σημεία. Σε έναν παράδρομο που ο πλοηγός του τον ενημέρωσε για αδιέξοδο έστριψε αριστερά και έσβησε τη μηχανή.

-Τι είναι εδώ; τον ρώτησε η Αντιγόνη και κοίταξε τριγύρω για να δει κάποιο κτήριο.

-Ερημιά.

-Ώστε είσαι ανυπόμονο αγόρι, τον ρώτησε και έλυσε τη ζώνη της που την κρατούσε δεμένη στη θέση της.

-Χάρη σε εσένα! Και χωρίς δεύτερη σκέψη την άρπαξε από τα μαλλιά και κόλλησε το στόμα της πάνω στο δικό του. Αφού χαλάρωσαν από το πρώτο κύμα πάθους ο Νίκος ανέβασε το παντελόνι του και προχώρησε λίγο για να κάνει αναστροφή και να φύγουν από το χωράφι.

-Τι λέει η βασίλισσα μου; Έχει υπόψη της κάποιο δωμάτιο από το παλάτι της για να συνεχίσουμε ή μπορεί να αρκεστεί στα ταπεινά ιδιαίτερα του υπηκόου της;

-Είσαι αχόρταγο αγόρι, είπε και χαμογέλασε πονηρά.

-Όταν μου αρέσει κάτι πολύ, θέλω να το απολαύσω όσο το δυνατό περισσότερο. Λοιπόν που πάμε;

-Είχα κλείσει τη σουίτα από ένα ακριβό ξενοδοχείο για να περάσουμε μαζί απόψε.

-Σου αρέσουν οι πολυτέλειες μωρό μου, κι εμένα το ίδιο, θα τα πάμε πολύ καλά οι δυο μας.

-Νόμιζα ότι σου άρεσε το αμάξι σου! Του είπε πειραχτικά.

-Μα και το αμάξι μου είναι πολυτελές! Δεν βρίσκεις;       

 

Ô

 

Είχε περάσει μόλις λίγη ώρα που ο Δημοσθένης την είχε αφήσει μόνη της για να πάει στο σπίτι του. Πολύ θα της άρεσε να είχε μείνει και εκείνο το βράδυ μαζί της να κάνουνε έρωτα και να κοιμηθούνε αγκαλιά όπως το προηγούμενο, όμως έπρεπε να φύγει, «Δε θέλω να με βαρεθείς από τώρα!» της είπε και πριν προλάβει εκείνη να διαμαρτυρηθεί της έκλεισε το στόμα με το δικό του. Είχε αρχίσει για άλλη μια φορά να συμμαζεύει την ακαταστασία, πως τα κατάφερνε πάντα έτσι, μόλις την προηγούμενη μέρα είχε τακτοποιήσει και μέσα σε λίγες μόλις ώρες είχε γίνει αχούρι. Ας όψεται ο αίτιος, σκέφτηκε και γέλασε με την ανυπομονησία του, μόλις είχε φτιάξει τα μαξιλάρια του καναπέ σιγοτραγουδώντας όταν άκουσε το κουδούνι της πόρτας της να χτυπάει. Η πρώτη της σκέψη πήγε απευθείας στο Νίκο, ακίνητη και αμίλητη έμεινε στη μέση του σαλονιού περιμένοντας και εκείνη δεν ήξερε τι, ο άνθρωπος απ’ έξω αφού περίμενε για λίγο, χτύπησε το ξύλο της πόρτας και μίλησε.

-Μάρθα, είσαι μέσα; Μόλις αναγνώρισε τη φωνή του πατέρα της, άφησε την ανάσα της να βγει ανακουφισμένη και πήγε βιαστικά να του ανοίξει. Με ένα πλατύ χαμόγελο τον υποδέχτηκε, ενώ του πήρε αμέσως τις σακούλες που κρατούσε στα χέρια του. Ο Περικλής κοίταξε γύρω του το χάος που επικρατούσε και με κόπο συγκρατήθηκε να μην αρχίσει να μαζεύει, καλή η κόρη του όμως δεν είχε πάρει τίποτε από τη μάνα της σε θέμα νοικοκυριού, κι αν ήταν έτσι το καθιστικό δεν ήθελε να φανταστεί τι θα συνέβαινε στους άλλους χώρους. Κάθισε στον καναπέ που μόλις είχε τακτοποιήσει τα μαξιλάρια και το ριχτάρι η Μάρθα και της απαντούσε στις ερωτήσεις που του έκανε, ενώ εκείνη έβαζε τα πράγματα που της είχε φέρει από το χωριό στο ψυγείο. Μόλις ξεμπέρδεψε πήγε και κάθισε δίπλα του στον καναπέ, βλέποντας την εικόνα που τους πλαισίωνε ντράπηκε όμως προτίμησε να μην πει τίποτε, γιατί ήταν ικανός επί τόπου να σηκωθεί και να αρχίσει να μαζεύει εκείνος στη θέση της. Δεν το είχε σε πολύ να βάλει σκούπα και να περάσει το πάτωμα και ένα δυο χέρια σφουγγάρισμα πριν φύγει. Ευτυχώς που αντί της μητέρας της είχε έρθει εκείνος, ειδάλλως δεν γλίτωνε τη μουρμούρα, λόγους έψαχνε η κυρά Αγγελική για να της τη λέει, ενώ δε θα έδειχνε στιγμή τη διακριτικότητα του πατέρα της, θα είχε ζωθεί την ποδιά και μέχρι και τα σίδερα από την τέντα ήταν ικανή να αρχίσει να καθαρίζει. Ευτυχώς που δεν είχε κάνει γιό αλλιώς θα δεινοπαθούσε η νύφη μαζί της, θα ήταν ικανή να πηγαίνει και να κοιτάει κάτω από τους καναπέδες για σκόνη αφού φερόταν έτσι στις κόρες της, και το χειρότερο ήταν και ετοιμόλογη, «Δεν χρειάζεται να κοιτάξω κάτω από τους καναπέδες, βλέπω πάνω και γύρω από αυτούς τι γίνεται!»

Όμως πέρα από την ακαταστασία που κυριαρχούσε στον χώρο χάρηκε που ήταν εκεί ο πατέρας της! Ήταν πάντοτε το στήριγμα της, σε αντίθεση με την αδερφή της η οποία τα έλεγε όλα στη μητέρα τους εκείνη προτιμούσε να μιλάει στον Περικλή, είχε περισσότερη άνεση μαζί του, ενώ ήξερε ότι δε θα την έκρινε όπως έκανε η μάνα της. Βέβαια κάποια πράγματα ούτε σε εκείνον τολμούσε να τα πει, δεν της ήταν εύκολο να του εκμυστηρευτεί τα συναισθήματα της για ένα αγόρι, ή το φιλί που μπορεί να έδωσε σε κάποιον, πόσο μάλλον την πρώτη της φορά και την πρώτη της σχέση. Όμως σε εκείνον μίλησε για την απόγνωση που της έφερνε και μόνο η σκέψη να γίνει σύζυγος της ο Σωτήρης, επειδή επέμενε η μάνα της, στον πατέρα της είχε εκμυστηρευτεί για το όνειρο της να γίνει φωτογράφος και εκείνος την άκουγε και όταν περνούσε από το χέρι του τη βοηθούσε. Κρίμα που η ιστορία με το Νίκο ήταν από αυτές που δε λέγονται, ίσως να έβρισκε να της δώσει μια συμβουλή. Ξάπλωσε πάνω στον καναπέ και ακούμπησε το κεφάλι της στα γόνατα του, όπως έκανε όταν ήταν κοριτσάκι, ο πατέρας πέρασε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά της και τα χάιδεψε. Ύστερα άρχισε να της μιλάει και για άλλη μια φορά η Μάρθα ένιωσε ότι ο Περικλής την ένιωθε περισσότερο από κάθε άλλον άνθρωπο πάνω στη γη. Της είπε όσο πιο απλά μπορούσε και με τρόπο ώστε να μη φαίνεται ότι την κρίνει ότι μπορούσε να καταλάβει ότι για να επιστρέψει στην Άρτα και να αφήσει όσα είχε κοπιάσει χρόνια να αποκτήσει, κάτι είχε συμβεί από τα ανείπωτα. Δεν είχε απαίτηση να του πει τι ήταν, μόνο που ήθελε να ξέρει ότι εκείνος ήταν δίπλα της ό,τι κι αν τον χρειαζόταν και ότι πίστευε ότι θα τα κατάφερνε γιατί ήταν δυνατή. 

Και πράγματι μόλις ο πατέρας της έφυγε, εκείνη ένιωθε πολύ καλύτερα. Δεν χρειαζόταν να κρύβετε από κανένα Νίκο, ότι ήταν να συμβεί θα το αντιμετώπιζε. Είναι πολύ σημαντικό να έχεις έναν άνθρωπο να πιστεύει σε εσένα, η πίστη του μπορεί να σου δώσει τη δυνατότητα να γίνεις αυτό που χρειάζεσαι, αυτό που πίστευες ότι δεν είσαι, έτσι και η Μάρθα αποφάσισε να κάνει πράξη αυτό που υποσχέθηκε στον εαυτό της όταν από δειλία και μην μπορώντας να αντιμετωπίσει τις συνέπειες των πράξεων της έφευγε από την Αθήνα. Είχε επιστρέψει στην Άρτα για να κάνει μια νέα αρχή, και σαν κάποιος να την ήθελε εκεί, για την ώρα της τα έφερνε όλα δεξιά, δουλειά, έκθεση φωτογραφίας και πάνω απ’ όλα ένας νέος έρωτας που τόσο διαφορετικός έμοιαζε από όλους τους προηγούμενους. Φυσικά υπήρχαν εκκρεμότητες με το παρελθόν και των δύο, όμως εκείνη δε θα έδινε από εδώ και στο εξής περισσότερη σημασία από όσο άξιζε, ούτε στο Νίκο μα ούτε και σε αυτή την άγνωστη και μοιραία Ελπίδα. Κι αν ο Δημοσθένης επέστρεφε πίσω σε εκείνη; Ρώτησε φοβισμένη τον εαυτό της. Αν ο Δημοσθένης επέστρεφε στην Ελπίδα δε χάθηκε ο κόσμος, καλύτερα να την άφηνε για την άλλη αν το προτιμούσε, παρά να έμενε μαζί της μόνο και μόνο για να μη μείνει μόνος. Μια τέτοια περίπτωση θα ήταν εύκολο να την ξεπεράσει αφού δε θα άξιζε τον κόπο. Άλλωστε το μοναστήρι να είναι καλά κι από καλογέρους… τέλος πριν αποκοιμηθεί έδωσε στον εαυτό της την υπόσχεση από εδώ και το εξής να είναι το σπίτι συμμαζεμένο, δεν ήξερε ποια στιγμή μπορούσε να την επισκεφτεί η μητέρα της με σφουγγαρόπανα και λοιπά σύνεργα.      

 

Ô

 

Εικοσιένα χρόνια η Ελένη τα ζούσε στην σκιά των γονιών της, δεν ήταν απλά η Ελένη Κοσυφάκη, αλλά κυρίως η κόρη του δημάρχου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να την οδηγήσει να κάνει την ‘‘επανάσταση’’ της και τελειώνοντας το σχολείο να αποφασίσει να απολαύσει τους καρπούς από τους κόπους του πατέρα της. Και τι δεν της είχαν προτείνει να σπουδάσει οι δικοί της, στα καλύτερα κολέγια θέλησαν να την στείλουν αλλά εκείνη ανένδοτη, κάποια στιγμή μόνο εξέφρασε την επιθυμία να γίνει ηθοποιός, μόλις όμως αντιλήφθηκε ότι θα είχε την στήριξη τόσο της μητέρας της όσο και του πατέρα της, άλλαξε γνώμη και είπε ότι το μετάνιωσε, ζήτησε χρόνο από τους γονείς της για να δει με τι θα ήθελε να ασχοληθεί, διαλέγοντας επαγγελματικό προσανατολισμό και έμεινε τρία χρόνια στην Άρτα παραμένοντας άεργη, σπαταλώντας τα χρήματα των γονιών της. Όμως πέρα κι από αυτό το ελάττωμα της η Ελένη ήταν αρκετά κακομαθημένη, θεωρούσε ότι της άνηκαν τα πάντα, από μικρή άρπαζε ότι της γυάλιζε με το έτσι θέλω. Μεγαλώνοντας κατάφερε να δείχνει περισσότερη εγκαρτέρηση, η τακτική που πλέον ακολουθούσε ήταν να ρίχνει τα βέλη της σε κάποιο άλλο άτομο της παρέας, κάνοντας το να φαίνεται το μαύρο πρόβατο και απολαμβάνοντας ιδιαίτερα τα κακεντρεχή της σχόλια εναντίον του. Εκείνη την περίοδο είχε θεωρήσει ως την πιο αδύναμη την Χριστίνα και άρχισε να βάζει λόγια στην Ελπίδα ότι δήθεν ήταν με το Δημοσθένη, μάλιστα γνώριζε πολύ καλά ότι το κορίτσι δεν σχετιζόταν με τον πρώην της φίλης τους, αλλά με τον κολλητό του, αλλά λόγω του συνεσταλμένου του χαρακτήρα της δε θα μίλαγε σε κανέναν μέχρι να είναι βέβαιη ότι αυτό δεν επηρέαζε την Ελπίδα, μιας και ο Γιάννης ήταν αδελφικός φίλος του πρώην της. Μάλιστα τους είχε δει με τα μάτια της σε μια καφετέρια να είναι μέσα στα σιρόπια, άκουσε τον εργάτη του Δήμου να της λέει ενώ τη φίλαγε: «Είσαι γλυκιά… (φιλί), Πολύ γλυκιά… (φιλί), … Πάρα πολύ γλυκιά …(φιλί), Απίστευτα γλυκιά». Ενθουσιασμένη από το κουτσομπολιό σκέφτηκε να τηλεφωνήσει να το πει στην Ελπίδα, μετά σκέφτηκε πως θα το έκανε περισσότερο πικάντικο και τελικά κατέληξε να το κάνει πιο ενοχλητικό, αλλάζοντας τον πρωταγωνιστή. Επειδή όμως δεν ήθελε να εκτεθεί αφού αργά ή γρήγορα θα γινόταν γνωστό ότι δεν ήταν με το Δημοσθένη, προφασίστηκε ότι υποψιάζεται ότι η Χριστίνα ήταν με το Δήμο και όχι ότι ήταν βέβαιη. Και με τη συμπεριφορά της δεύτερης να αποφεύγει να απαντήσει στα τηλέφωνα και ειδικά με το σχόλιο ότι ο Δημοσθένης είχε αντικαταστήσει την Ελπίδα με ένα κορίτσι σαν τα κρύα τα νερά έδινε λαβές στην Ελένη να προσθέτει και την Ελπίδα να πείθεται όλο και περισσότερο. Τελικά προς απογοήτευση της η Ελπίδα δε φάνηκε να ενδιαφέρετε τόσο για την σχέση Δήμου Χριστίνας αφού τα μυαλά της τα είχε κλέψει ο Αθηναίος, και όχι άδικα, αφού το βράδυ που τον είδε ούτε η ίδια δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από πάνω του, αντιθέτως εκείνος έδειχνε ότι όλη την προσοχή του την είχε κλέψει για άλλη μια φορά η μητέρα της, αφήνοντας τόσο εκείνη όσο και την Ελπίδα στην σκιά της Αντιγόνης. Τελικά όταν αναγκάστηκαν να φύγουν λόγω του πατέρα της εκείνος κράτησε πίσω την Ελπίδα, δίνοντας την εντύπωση ότι όλο αυτό που γινόταν τόσην ώρα στο τραπέζι με την ανταλλαγή κομπλιμέντων με την Αντιγόνη ήταν λόγω του διπλωματικού παιχνιδιού, που απαιτούσε να τα έχει καλά με τη σύζυγο του συνεταίρου του. Κι από ότι έμαθε την επόμενη μέρα στο τηλέφωνο από την Ελπίδα, η οποία πέταγε στα σύννεφα όλα έδειχναν ότι ήταν μαζί με τη φίλη της. Η Ελπίδα σε αντίθεση με την Χριστίνα έμπαινε σε ιδιαίτερες λεπτομέρειες κάνοντας την Ελένη να τη ζηλεύει ακόμα περισσότερο, και να αναρωτιέται πως στην ευχή είχε βρεθεί τέτοιος άντρας να την πάρει στα σοβαρά, και για το Δημοσθένη ήταν φορές που απορούσε αλλά με το Νίκο είχε ξεπεράσει κάθε προσδοκία.

Ήταν ήδη ώρα στο κλαμπ όταν είδε το Νίκο με την παρέα του να κάθονται στο μπαρ και να τα πίνουν συζητώντας, δε δίστασε ούτε στιγμή και τους πλησίασε. Γυρίζοντας επιδεικτικά την πλάτη της σε έναν από την παρέα του που πρόσεξε ότι την κοίταξε με ενδιαφέρον, στράφηκε εξολοκλήρου προς το Νίκο.

-Τι κάνει ο ωραίος της Άρτας; Τον ρώτησε. Εκείνος την κοίταξε παραξενεμένος αφού δε φάνηκε να του θυμίζει κάτι.

-Καλά είναι, απάντησε προσπαθώντας να τη θυμηθεί.

-Η φίλη μου ξέρει ότι είσαι εδώ;

-Εδώ, εδώ ίσως να μην το ξέρει, όμως η φίλη σου γνωρίζει ότι είμαι Αθήνα, οπότε θα φαντάζεται ότι μπορεί να είμαι κάπου να τα πίνω με τους φίλους μου. Εσύ τι κάνεις στην Αθήνα; Δεδομένου ότι το προηγούμενο βράδυ είχε συναντήσει τη μητέρα της και τον είχε ενημερώσει ότι ήταν στην Αθήνα με την κόρη της, του ήρθε στο μυαλό η εικόνα με το ξεθωριασμένο αυτό κορίτσι να πηγαίνει και να κάθετε στο τραπέζι του δημάρχου μαζί με την Ελπίδα, οπότε κατάλαβε για ποια πρόκειται. Αυτό που δεν καταλάβαινε ήταν πως στην ευχή η Ελένη ήταν κόρη της Αντιγόνης, μα ούτε καν στο δήμαρχο δεν έμοιαζε, ο οποίος παρά την ηλικία του ήταν ένας καλά συντηρημένος και ωραίος άντρας. Επιμένοντας να μιλάει με την Ελένη οι φίλοι του έκαναν ένα ξεχωριστό πηγαδάκι επιτρέποντας τους να πούνε ό,τι ήθελαν, ήταν γνωστό το κόλπο, όταν στην παρέα «των λύκων» έπεφτε κάποιο θηλυκό που έδειχνε ιδιαίτερη προτίμηση σε κάποιον. Λίγο πιο πίσω στεκόταν ένα κορίτσι που κοίταζε επίμονα την Ελένη μα εκείνη δεν έλεγε να της δώσει σημασία. Τελικά μην αντέχοντας να την περιμένει άλλο, την πλησίασε και αφού χαιρέτησε τυπικά το Νίκο την πληροφόρησε ότι τις περίμεναν έξω, η Ελένη δεν έδειξε διάθεση να θέλει να φύγει κι έτσι ο Νίκος αναγκάστηκε να της προτείνει να μείνει και να την πάει ύστερα εκείνος με το αμάξι του όπου έμενε. Η Ελένη συμφώνησε και είπε στη φίλη της να φύγει, παραμένοντας η ίδια με το Νίκο και την αποκομμένη από ώρα παρέα του. Μετά από λίγη ώρα και θέλοντας να μείνουν μόνοι τους αποφάσισε να κάνει τη βαριεστημένη.

-Βαρέθηκες, θες να φύγουμε; Τη ρώτησε.

-Δε θέλω να στην χαλάσω.

-Δε μου τη χαλάς! Της είπε χαλαρά και σηκώθηκε από τον σκαμπό, έκανε νόημα στην παρέα του ότι φεύγει και ακολούθησε την Ελένη που κατευθυνόταν προς την έξοδο. Αφού πήγανε στο αμάξι του και έβαλε μπρος, σιωπηλή εκείνη σκεφτόταν για όσα της είχε εξιστορήσει η Ελπίδα για την πρώτη τους φορά στη θέση του οδηγού.

-Που να σε πάω; Τη ρώτησε.

-Όπου θες!

-Τι όπου θέλω; Τη ρώτησε παραξενεμένος.

-Αφού σε βρήκα…

-Αφού με βρήκες να με παιδέψεις!

-Αν σε ενοχλώ τότε σταμάτα να κατέβω.

-Μην αρπάζεσαι, είπε και της έριξε μια βιαστική ματιά. Έκαναν μια στάση για να πιουν ένα ακόμα ποτό σε ένα μπαρ που βρήκαν στον δρόμο τους. Μετά τη δεύτερη γουλιά του ποτού της, έκανε μια απότομη κίνηση και το ποτήρι άδειασε επάνω της.

-Υπέροχα! Είπε και πήρε μια πετσέτα να σκουπίσει το αλκοόλ που κυλούσε στο λαιμό της.

-Φαντάζομαι θα θες να φύγουμε, είπε ο Νίκος και σηκώθηκε. Βρίσκοντας χίλιες προφάσεις και δικαιολογίες η Ελένη ανάγκασε το Νίκο να την πάει πρώτα στο σπίτι του για να κάνει ένα ντους και να καθαρίσει λίγο τα ρούχα της, δεν ήθελε να βάλει η μάνα της διάφορα με το μυαλό της. Περισσότερο με την απορία για το που το πήγαινε η πιτσιρίκα παρά ότι πίστεψε τις δικαιολογίες της, την οδήγησε στο διαμέρισμα που έμενε και αφού της υπέδειξε που ήταν το μπάνιο, γεμίζοντας ένα ακόμα ποτήρι με ουίσκι κάθισε σε μια πολυθρόνα, δεν είχαν περάσει δέκα λεπτά όταν η πόρτα του μπάνιο άνοιξε και από μέσα βγήκε η Ελένη ολόγυμνη και μούσκεμα από το νερό του ντους. Με αργά αλλά αποφασιστικά βήματα τον πλησίασε, και κάθισε γυμνή στην αγκαλιά του, εκείνος την κοίταξε στα μάτια και τη ρώτησε απλά.

-Ξέρεις τι κάνεις ή είναι το ποτό;

-Δεν έχω πιει σχεδόν καθόλου και ναι ξέρω τι κάνω, και χωρίς να περιμένει έσκυψε και τον φίλησε πρώτη.

Ξαπλωμένοι στον καναπέ και ανακουφισμένοι από την όλη ένταση που προκαλεί η ερωτική πράξη ο Νίκος γύρισε και την ξανακοίταξε.

-Τελικά το λέει η καρδούλα σου, και δεν μπορώ να πω, είσαι καλή στο κρεβάτι. Θα πήρε από τη μάνα της σκέφτηκε σιωπηλά και συνέχισε. Το ξέρεις όμως ότι είμαι με την Ελπίδα, γι αυτό ίσως να μην πρέπει να ξαναβρεθούμε, όχι τόσο για μένα, αλλά εσείς είστε φίλες και δε θέλω να τα χαλάσετε.

-Να πάει να γαμηθεί η Ελπίδα.

-Όπως νομίζεις, μόνο που πρέπει να βάλεις στο μυαλό σου ότι στην Άρτα είμαι για δουλειές, δε θέλω μπλεξίματα και φασαρίες εκεί. Ότι έγινε θα μείνει μεταξύ μας.

-Ό,τι έγινε και ό,τι ξαναγίνει, του απάντησε και χαμογέλασε, έτοιμη για δεύτερο γύρω. Τελικά μάνα και κόρη δεν αρκούνται ποτέ στη μια φορά.

 

Ô

 

Της άρεσε πολύ η εικόνα όταν τους είδε και τους δύο σκυμμένους πάνω από τη μηχανή ενός αυτοκινήτου, χωρίς να το σκεφτεί έβγαλε τη φωτογραφική και τους τράβηξε φωτογραφία. Η λάμψη του φλας που έσκασε τους τράβηξε την προσοχή. 

-Τι γίνεται, αστράφτει; Ρώτησε ο Γιάννης. Ο Δημοσθένης ανασήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε, μόλις την είδε της χαμογέλασε και δίνοντας το εργαλείο που κρατούσε στα χέρια στο φίλου του την πλησίασε για να σκάσει άλλο ένα φλας επάνω του.  

-Α ρε διασημότητα! Τον πείραξε ο φίλος του χαμογελώντας.

-Τι κάνεις αγάπη μου; ρώτησε τη Μάρθα

-Σε βγάζω φωτογραφίες! Του απάντησε ναζιάρικα.

-Αυτό το κατάλαβα, μη μου πεις ότι τις προορίζεις για την έκθεση;

-Για την ιδιωτική μου έκθεση!

Ο Γιάννης που βρήκε ευκαιρία για διάλλειμα πήρε το κολατσιό του και κάθισε στο πορτμπαγκάζ ενός αυτοκινήτου ξεκινώντας να τρώει παρακολουθώντας τη συζήτηση τους, σε στιγμή που δεν το περίμενε η Μάρθα γύρισε πάνω του την κάμερα της και τον φωτογράφισε, ο Γιάννης δίχως να τα χάσει άρχισε να παίρνει πόζες.  

-Δεν σας πιστεύω. Μουρμούρισε ο Δημοσθένης. Χωρίς να δώσει σημασία, ο Γιάννης ανέβηκε πρώτα στο καπό του αυτοκινήτου και αφού η Μάρθα του τράβηξε λίγες ακόμα φωτογραφίες, από εκεί σκαρφάλωσε στην οροφή του αμαξιού και άρχισε να παίρνει πόζες αλά Τραβόλτα από την ταινία “Grease”.    

-Τι κάνεις πάνω στο ξένο αυτοκίνητο, ρε ακαμάτη; Ακούστηκε εκνευρισμένη η φωνή του πατέρα του Δημοσθένη. Ο Γιάννης με ένα σάλτο βρέθηκε κάτω από το αυτοκίνητο.

-Αφεντικό;

-Κάναμε διάλειμμα! Προσπάθησε να δικαιολογηθεί ο Δημοσθένης.

-Και όταν κάνετε εσείς διάλειμμα, διαλύετε ότι έχει απομείνει γερό από ένα αυτοκίνητο;

-Υπερβάλετε αφεντικό. Τόλμησε να μιλήσει ο Γιάννης.

-Υπερβάλλω; Μέχρι και φωτογράφο φέρατε για να ικανοποιήσετε το ψώνιο σας!

-Πατέρα να σου συστήσω τη Μάρθα, πήρε το λόγο ο Δημοσθένης. Μάρθα ο πατέρας μου.

-Χάρηκα και χίλια συγνώμη γι’ αυτό που μόλις είδατε, εγώ είμαι η μόνη υπεύθυνη.

-Επειδή μόλις γνωριζόμαστε και δε θέλω να υπάρχουν πικρίες, για πρώτη αλλά και τελευταία φορά σε συγχωρώ, αλλά τη επόμενη φορά να έρχεσαι εδώ χωρίς αυτό το μαραφέτι διότι τα αγόρια μου έχουν το μυαλό τους πάνω από το κεφάλι τους!

-Θα το έχω υπόψη μου.

-Πάρτη στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου… μουρμούρισε στο αυτί του Δημοσθένη ο Γιάννης, που δέχτηκε μια αγκωνιά στο πλευρό ως απάντηση.  

-Δε μου λες Γιάννη το αυτοκίνητο του κύριου Βασιλειάδη είναι έτοιμο;

-Σχεδόν.

-Οι καλλιτεχνικές σου υποχρεώσεις δεν σου επέτρεψαν ώστε να είναι πλήρως; Τέλος πάντων τελειώνετε και ειδοποιήστε τον άνθρωπο να ’ρθει να το πάρει. Φεύγω και εγώ για κάτι δουλειές. Και φρόνιμα.

-Θα μπορούσε να είναι και χειρότερα, είπε ο Δήμος στο Γιάννη μόλις ο πατέρας του έφυγε.

-Δηλαδή;

-Να σε πετύχει ο ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου πάνω στην οροφή να ποζάρεις, επιπλέον ξέρεις πως ο πατέρας είναι σκυλί που γαβγίζει, δε δαγκώνει. 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ

 

«Ο Δήμαρχος Άρτας Χριστόφορος Κοσυφάκης, σας προσκαλεί στη δεξίωση που θα γίνει στην κατοικία του, την Παρασκευή 15 Ιουλίου, για την επέτειο των δέκα ετών από τότε  που οι δημότες τον έχουν τιμήσει με την εμπιστοσύνη τους, δίνοντας του τη δυνατότητα να πάει την περιοχή της Άρτας εκεί που της αξίζει.»

 

Αυτά έγραφε η πρόσκληση που έστειλε ο δήμαρχος για να γιορτάσει την επέτειο του ως κεφαλή της περιοχής τους. Καλεσμένοι ήταν διάφορα ισχυρά πρόσωπα της ευρύτερης περιοχής της Ηπείρου, πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες, καλλιτέχνες, δημοσιογράφοι και όλοι όσοι θα του φαινόταν χρήσιμοι στη νέα του πολιτική σταδιοδρομία. Οι δημοσιογράφοι θα βοηθούσαν να γίνει γνωστή η δεξίωση ενώ οι καλλιτέχνες θα προσέδιδαν γόητρο στη γιορτή. Η Μάρθα έλαβε πρόσκληση ως φωτογράφος που συμμετείχε στην έκθεση, όμως εκτός αυτού θα ήταν υποχρεωμένη να πάρει φωτογραφίες οι οποίες θα δημοσιεύονταν το ίδιο κιόλας βράδυ στο δημοσιογραφικό site που εργαζόταν. Όπως και να είχε της είχε φανεί ωραία ιδέα να ξεσκάσει και λίγο. Ποιον κορόιδευε, ειρωνεύτηκε τον εαυτό της, από την στιγμή που είχε πατήσει το πόδι της στη γενέτειρα της είχε καταφέρει να κάνει την εργασία διασκέδαση, με απόλυτη ελευθερία από το αφεντικό της. Είχε ελεύθερο χρόνο να τραβήξει τις καλλιτεχνικές φωτογραφίες για την έκθεση και αν και αφοσιωμένη στο σκοπό της, ο Δημοσθένης έκανε εκείνες τις ημέρες που ήταν μαζί, να μοιάζουν με διασκέδαση. Όμως πάντοτε της άρεσαν οι δεξιώσεις και τα πάρτι, δεν χρειαζόταν να το κρύβει και στην Άρτα λόγω του περιορισμένου της κύκλου, και επιπλέον το ότι οι ηπειρώτες για να γιορτάσουν χρειάζονται οπωσδήποτε κλαρίνα, δεν είχε την ευκαιρία να πάει σε μια δεξίωση και όπως όλα έδειχναν θα αργούσε να λάβει ξανά πρόσκληση για κάτι ανάλογο. Αφού έστειλε ένα μήνυμα στο Βασίλη με την ερώτηση αν μπορούσε να πάει με συνοδό, και έλαβε θετική απάντηση επικοινώνησε αμέσως με το Δημοσθένη για να του πει ότι ήθελε να πάνε μαζί. Εκείνος δε χάρηκε το ίδιο με την καλή του, γενικά απέφευγε κάθε τι τόσο επίσημο, πάντα τον κυνηγούσε η ιδέα ότι όλο και κάποια γκάφα θα έκανε, όμως αφού θα πήγαινε η Μάρθα, δεν υπήρχε λόγος να την αφήσει μόνη της, άλλωστε είχε προσέξει τα αντρικά βλέμματα που έκλεβε το κορίτσι του.

-Δεν πιστεύω να είμαι υποχρεωμένος να φορέσω γραβάτα;

-Γραβάτα, όχι. Παπιγιόν!

-Θα αστειεύεσαι βέβαια; Τη ρώτησε έτοιμος να πάθει κρίση πανικού.

-Φυσικά και αστειεύομαι. Και επειδή δε θέλω να είμαι μια σκύλα που επιβάλλεται στο αγόρι της, σου επιτρέπω να φορέσεις τζιν παντελόνι, αλλά επιμένω στο ότι θα πρέπει να φορέσεις πουκάμισο.

-Τι χρώμα;

-Δεν ξέρω, μάλλον, άσε σε εμένα το ντύσιμο σου.

-Τι εννοείς; Τη ρώτησε ανήσυχος.

-Δε μου έχεις εμπιστοσύνη;

-Δεν ξέρω, πρέπει;

-Φυσικά και πρέπει. Δε σηκώνω συζήτηση, φόρα το τζιν σου και θα σου φέρω εγώ ένα πουκάμισο.

-Οπότε να σε περιμένω γυμνός από τη μέση και πάνω; Τη ρώτησε πειραχτικά.

-Και ξυπόλυτος. Του απάντησε πριν του κλείσει το τηλέφωνο όταν είδε το αφεντικό της να μπαίνει στο γραφείο. Αφού χαιρέτησε βιαστικά τους υπαλλήλους του στράφηκε και κοίταξε τον άντρα που τον περίμενε και του έκανε νόημα να τον ακολουθήσει. Παραξενεύτηκε ιδιαίτερα η Μάρθα από το απεγνωσμένο πρόσωπο εκείνου του άντρα, όμως μια σπίθα αποφασιστικότητας υπήρχε στα μάτια του, την ώρα που σηκώθηκε να ακολουθήσει το διευθυντή. Αντιλήφθηκε από τη στάση του σώματός του και τις εκφράσεις του ότι περνούσε μεγάλες στενοχώριες.

-Ποιος είναι αυτός; Ρώτησε την κοπέλα στη ρεσεψιόν.

-Ο πρόεδρος της Πανηπειρωτικής Κοινοπραξίας. 

 

Ô

 

Για ώρα μιλούσε στο διευθυντή του δημοσιογραφικού site και φίλο του γιου του ο Παντελής, επαναλάμβανε ότι είχε ήδη πει σε μια μάταιη προσπάθεια να τον πείσει. Έβλεπε στα μάτια του ότι δεν είχε σκοπό να τον βοηθήσει, ήταν σοβαρός, τον άκουγε προσεχτικά, αλλά ως εκεί θα έφτανε η κατανόηση του. Έλεγε και ξαναέλεγε τις υποψίες του, δεν μπορούσε να είναι σύμπτωση, πως είναι δυνατόν μία μόλις ημέρα πριν από τη λήξη του διαγωνισμού να εμφανιστεί από το πουθενά η πρόταση της «HIGH» και να κερδίσει το διαγωνισμό. Ήταν σίγουρα όλα προμελετημένα, περίμεναν να δουν τις άλλες προτάσεις για να χτυπήσουν τα έργα, και τώρα ας σκεφτόταν μέσα στην εποχή της κρίσης, πόσοι ηπειρώτες, πόσοι αρτινοί θα έμεναν χωρίς δουλειά, πόσες τοπικές οικογένειες στα όρια της ένδειας! Δεν μπορούσε παρά να απολύσει τον κόσμο που είχε βιαστεί να προσλάβει μετά τις υποσχέσεις του δημάρχου. Όμως να, που εκείνος τον είχε χειριστεί και τελικά έδωσε τη δουλειά στο μεγαλοκαρχαρία τον Χαΐτογλου.

Από την άλλη ο ιδιοκτήτης του site υπέθετε ότι το θέμα που του ανέφερε ο πατέρας του συμφοιτητή του ήταν σίγουρα σπουδαίο, όμως δεν μπορούσε να κάνει κάτι χωρίς αποδείξεις, και αυτό δε φαινόταν να το καταλαβαίνει εκείνος. Ήθελε λέει να ταράξει τα νερά, όμως δεν έφτανε, αν αυτά ήταν η φαντασία του επειδή είχε καταστραφεί και ήθελε να εκδικηθεί το δήμαρχο, αυτός που θα έβρισκε το μπελά του θα ήταν το site και ο ίδιος. Αλλά ακόμα και να είχαν βάσει οι υποψίες του, χωρίς στοιχεία δεν μπορούσαν να κατηγορήσουν κανέναν, αν ο δήμαρχος είχε πάρει καλά τα μέτρα του, θα μπορούσε ύστερα από αστήριχτα δημοσιεύματα να πέσουν μηνύσεις και θα ήταν τότε υποχρεωμένος ο ίδιος να πληρώσει τα μαλλιά της κεφαλής του σε αποζημιώσεις, επιπλέον θα λιγόστευαν και οι διαφημίσεις, και μιας και δεν πληρωνόταν από κάποια πολιτική παράταξη, το site θα έπεφτε σύντομα στα βράχια. Στο τέλος της συζήτησης του έδωσε μια αόριστη υπόσχεση ότι θα έβλεπε τι θα πράξει. Όσο κι αν θέλησε ο πρόεδρος της Πανηπερωτικής να κάνει ότι τον πιστεύει, ήξερε μέσα του ότι δε θα γίνονταν τίποτα, άφησε τα χέρια του να πέσουν βαριά στο πλάι του σώματος του και μουρμούρισε.

-Εγώ πάντως προσπάθησα.   

 

Ô

 

Μόλις άνοιξε την πόρτα της εισόδου ο Δημοσθένης, η Μάρθα χύθηκε μέσα στο σπίτι βιαστικά σαν το δροσερό αεράκι. Όταν την είδε με το κόκκινο μάξι φόρεμα με το σκίσιμο στο πλάι, τα μαλλιά χτενισμένα σε ένα ψηλό μεγαλοπρεπή κότσο να στέκουν σαν κορόνα πάνω στο κεφάλι της και το επαγγελματικό βάψιμο σφύριξε και έκανε ένα μορφασμό επικρότησης, αντιθέτως εκείνη μόλις τον είδε να φοράει μόνο ένα τζίν κι από τη μέση και πάνω γυμνό, καθώς και ξυπόλυτο, ανασήκωσε το φρύδι της.

-Το λιγότερο που πρέπει να φορέσω για να είμαι έστω και λίγο αντάξιος της ομορφιά σου είναι κοστούμι. Της είπε.

-Γιατί είσαι ξυπόλυτος; Τον ρώτησε εκείνη.

-Ήταν η οδηγία σου, αν θυμάμαι καλά, όμορφη.

-Α ναι, είπε και χαμογέλασε, ενώ τον πλησίασε και του έδωσε ένα πεταχτό φιλί στα χείλη.

-Πολύ ωραία, δεν φτάνει που καθυστερείς την αμοιβή μου, που είμαι τόσο υπάκουος, μου δίνεις απλά ένα χλιαρό φιλί!

-Σου υπόσχομαι να σου δώσω περισσότερα και πιο παθιασμένα μόλις επιστρέψουμε, φαντάζομαι δε θες να εμφανιστείς στη δεξίωση με βαμμένα κόκκινα τα χείλη, επιπλέον είμαι πολύ εγωίστρια για να μοιράζομαι το κραγιόν μου ακόμα και με το αγόρι μου.

-Αγόρι; Μα πόσο χρονών με κάνεις;

-Οκ εραστή, φόρεσε τώρα αυτό το πουκάμισο που σου πήρα, και βάλε παπούτσια, δε θα γίνει στην παραλία η δεξίωση.

 

Ô

           

Φτάσανε έξω από το σπίτι του δημάρχου, όπου υπήρχε ένας στόλος παρκαρισμένων αυτοκινήτων, έκαναν ένα γύρω στα στενά με το τζιπ για να βρούνε κάπου να παρκάρουνε, και ξεκίνησαν για τη δεξίωση με τα πόδια. Ανοίγοντας τους την πόρτα μια υπηρέτρια, τους οδήγησε στον κήπο από την πίσω πλευρά του σπιτιού. Υπήρχε αρκετός κόσμος επίσημα ντυμένος, που κρατώντας το ποτό του στο χέρι συνομιλούσε με τους γύρω του. Μόλις τους είδε ο Βασίλης πήγε να τους υποδεχτεί, αφού έκανε μια φιλοφρόνηση στη Μάρθα κοίταξε αποδοκιμαστικά το Δημοσθένη για το τόσο απλό ντύσιμο του. «Ούτε ένα σακάκι ξάδερφε;» τόλμησε να σχολιάσει, «Πως θα σε συστήσω στο δήμαρχο; Αν ήξερα ότι θα έφερνες τούτον εδώ τον άξεστο στη δεξίωση θα σου έλεγα ότι δεν μπορείς να φέρεις συνοδό και ύστερα θα είχα την τύχη να σε συνοδέψω εγώ!», είπε χαμογελώντας στη Μάρθα, ενώ μαζεύτηκε όταν είδε το δολοφονικό ύφος του ξάδερφου του. Πλησιάζοντας το δήμαρχο και τη σύζυγο του, ο Δημοσθένης πρόσεξε ότι στη δεξίωση ήταν και η Ελπίδα. Φυσικά έπρεπε να το φανταστεί, καλύτερη φίλη της κόρης του Κοσυφάκη, πως μπορούσε να λείπει! Δίπλα στην Ελπίδα στεκόταν ένας άντρας, ντυμένος όπως υπαγόρευε το καταστατικό των δεξιώσεων και εκείνη είχε περασμένο το χέρι της κάτω από το μπράτσο του. Ο άντρας σήκωσε το ποτήρι που κρατούσε με το ποτό προς το μέρος τους, ξαφνιασμένος αποτράβηξε το βλέμμα του και κοίταξε τη Μάρθα η οποία κοιτούσε προς την ίδια κατεύθυνση.

-Τον ξέρεις; Τη ρώτησε από περιέργεια.

-Ναι, είπε εκείνη, είναι ο γιος του Χαΐτογλου.

-Του Πέτρου Χαΐτογλου! Απόρησε ο Δημοσθένης.

-Ναι, ας μην του δώσουμε σημασία όμως, δεν αξίζει. Είπε και ακολούθησε το Βασίλη που είχε κοντοσταθεί για να τους περιμένει.

Αφού χαιρέτησαν το δήμαρχο και τη σύζυγο του, του ευχήθηκαν τα καλύτερα για την πολιτική του σταδιοδρομία και τον ευχαρίστησαν για την πρόσκληση, αποτραβήχτηκαν για να αφήσουν τους νέο αφιχθείς να χαιρετήσουν κι εκείνοι με τη σειρά τους το τιμώμενο πρόσωπο της βραδιάς. Ο Δημοσθένης άφησε για λίγο τη Μάρθα μόνη της, να πάει να χαιρετήσει κάποιους γνωστούς του, βρίσκοντας το πεδίο ελεύθερο ο Νίκος ελευθέρωσε το μπράτσο του από το χέρι της Ελπίδας και την πλησίασε.  

-Μάρθα, πόσο χαίρομαι που σε βλέπω.

-Τι θες Νίκο; Είπε εκείνη και τον κοίταξε.

-Να πω ένα γεια σε μια παλιά, καλή φίλη, ούτε αυτό το δικαίωμα δεν μου αναγνωρίζεις;

-Τι γυρεύεις εδώ;

-Α δεν τα έμαθες τα νέα, περίεργο και είχα την εντύπωση ότι είχε βουίξει ο τόπος, η εταιρεία μας η «HIGH» ανέλαβε να κάνει έργα στην ευρύτερη περιοχή της Άρτας, οπότε όπως καταλαβαίνεις θα βαρεθείς να με βλέπεις μικρή.

-Τέλεια. Είπε και του γύρισε την πλάτη για να πλησιάσει το Δημοσθένη που μιλούσε με μια κοπέλα.

-Δημοσθένη; Είπε και πέρασε το χέρι της στο μπράτσο του ώστε να δει ο Νίκος ότι συνοδεύεται.

-Δε θα μας συστήσεις; Άκουσε την ειρωνεία στη φωνή της πιτσιρίκας.

-Αν και δεν υπάρχει λόγος, θα το κάνω, Μάρθα η Ελπίδα. Της Μάρθας ξέφυγε ένα ύφος όλο ενδιαφέρον προς την Ελπίδα που μαρτύρησε ότι γνώριζε για εκείνη. Καμιά απλή φίλη θα ήταν, συμπέρανε ικανοποιημένη η Ελπίδα, ενώ είδε το Νίκο να τους πλησιάζει.

-Δε με άφησες να σου πω, πόσο σου πάει το φόρεμα που φοράς! Απευθύνθηκε στη Μάρθα προκαλώντας τον εκνευρισμό της Ελπίδας. Με βεβαιότητα μπορώ να πω ότι είσαι από τις ομορφότερες γυναίκες εδώ μέσα.

-Πράγματι συμφώνησε ο Δημοσθένης. Και χάρισε ένα χαμόγελο στη Μάρθα το οποίο του ανταπέδωσε. Ένας ενοχλητικός ήχος ακούστηκε από το ηχείο καθώς ο δήμαρχος ετοιμαζόταν να μιλήσει στο μικρόφωνο, η Μάρθα βρήκε την ευκαιρία να ξεφύγει από την αμήχανη κατάσταση με το να βρίσκεται στην ίδια παρέα με το πρώην, το νυν και την πρώην του, και βγάζοντας τη φωτογραφική της πήγε να κάνει το επαγγελματικό της καθήκον. Η Ελπίδα που θέλησε να απομακρυνθεί από το Δημοσθένη τράβηξε απαλά από το χέρι το Νίκο, ενώ μόλις βρήκε την ευκαιρία του ψιθύρισε στο αυτί.

-Από πού την ξέρεις αυτή;

-Φίλη από την Αθήνα.

-Και τι γυρεύει εδώ;

-Είναι από εδώ. Απάντησε όσο πιο αδιάφορα μπορούσε.

-Εσύ δεν είπες ότι δεν ξέρεις κανέναν στην Άρτα;

-Ξεφορτώσου με. Είπε και πλησίασε το δήμαρχο που τον κάλεσε κοντά του να τον συστήσει στους καλεσμένους του. Φτάνοντας δίπλα στη Μάρθα της έριξε ένα ειρωνικό βλέμμα και συνέχισε προς το δήμαρχο. Εκείνη τράβηξε δυο βιαστικές λήψεις με το Νίκο και τον Χριστόφορο και κατέβασε τη φωτογραφική. Δίπλα της ήταν ένα ζευγάρι που συνομιλούσε ψιθυριστά, όμως τα λόγια τους τράβηξαν την προσοχή της.

-Ακούγεται ότι τη δουλειά θα την έπαιρνε η Πανηπειρωτική Κοινοπραξία, είχε κάνει την καλύτερη πρόταση, μόλις μια δυο μέρες πριν λήξει ο διαγωνισμός εμφανίστηκε η πρόταση της HIGH, και μάλιστα ελάχιστα καλύτερη από εκείνη της κοινοπραξίας. Δεν ξέρω εμένα μου βρωμάει όλη αυτή η και καλά σύμπτωση.

-Μήπως είσαι υπερβολικός. Δε γίνονται αυτά!

-Γιατί δε γίνονται αγαπητή μου, στην Ελλάδα είμαστε. Και μάλιστα εντός κρίσης, πλέον γίνονται ελάχιστα έργα, ο καθένας ευνοεί τους δικούς του. Ξέρεις πόσο θα ανεβάσει αυτό την ανεργία, η κοινοπραξία πάει για φούντο.

-Ε κάποιοι θα απολυθούν κάποιοι άλλοι θα προσληφθούν.

-Να δούμε τι θα είναι αυτοί που θα προσληφθούν.

-Τι εννοείς;

 

Ô

 

Είχε χάσει κάθε διάθεση η Μάρθα για δεξίωση και επισημότητες από την στιγμή που είδε το Νίκο και κυρίως όταν έμαθε ότι θα έμενε για αρκετό καιρό στην πόλη. Όμως δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο, του έριξε μια βιαστική ματιά και τον είδε που είχε καρφώσει το βλέμμα του επάνω της ενώ η Ελπίδα προσπαθούσε να του τραβήξει την προσοχή. Για δες πως τα είχε φέρει, ο πρώην της γνωριζόταν με την πρώην του Δημοσθένη και μάλιστα φαινόταν να έχουν ιδιαίτερη οικειότητα μεταξύ τους, αν και για την ώρα ο Νίκος επέμενε να προκαλεί με τα βλέμματα που έριχνε στην ίδια. Ώστε η Ελπίδα ήταν η αόρατη ως τότε αντίπαλος της στην καρδιά του Δημοσθένη, πώς να είχε νιώσει άραγε όταν την είδε με άλλον, γύρισε και τον κοίταξε, στεκόταν σε μια μεριά με το Βασίλη και κουβέντιαζαν, δε φαινόταν να έχει στραμμένη την προσοχή του στην άλλη, αντιθέτως με το βλέμμα έψαχνε την ίδια, αφού μόλις την είδε της χαμογέλασε. Τι να συνέβαινε όμως πραγματικά στην καρδιά του Δημοσθένη, αν απλά προσποιούταν ότι δεν ενδιαφερόταν για την άλλη, δεν μπορεί να μην τον ένοιαζε καθόλου, ήταν τρία χρόνια μαζί, και μάλιστα ήταν έτοιμος να την παντρευτεί. Η Ελπίδα ήταν εκείνη που είχε διαλύσει τη σχέση τους. Μια φωνή μέσα της την ενημέρωσε ότι είχε σοβαρότερα προβλήματα και θέματα να αντιμετωπίσει για την ώρα, από τα πιθανά αισθήματα του Δημοσθένη για την άλλη. Άλλωστε όπως όλα έδειχναν εκείνη φαινόταν προσκολλημένη στον πλούσιο γιο Χαΐτογλου, από την άλλη όμως, δεν ήθελε ο Δημοσθένης να είναι μαζί της επειδή δεν μπορούσε να είναι με εκείνη που ήθελε, αλλά επειδή όντως είχε κατακτήσει την καρδιά του. Άλλωστε με το Νίκο δεν μπορούσε να κάνει κάτι, όσο και να επέμενε κάποια στιγμή θα βαριόταν να τρώει χυλόπιτες και θα το έπαιρνε απόφαση επιστρέφοντας για τα καλά στην Αθήνα, εκτός κι αν ερωτευόταν την Ελπίδα οπότε ησύχαζε. «Σιγά μην ερωτευτεί το κάθαρμα κάποια, είναι πολύ εγωπαθής ώστε να στρέψει την καρδιά του προς άλλον άνθρωπο», ούτε εκείνη την είχε αγαπήσει ποτέ στα αλήθεια, απλά θεωρούσε ότι του ταίριαζε, ίσως να είχε γοητευτεί κάποτε αλλά μόνο αυτό, κι αν επέμενε τώρα, μία ήταν η σωστή απάντηση. Εγωισμός! Δεν ανεχόταν την απόρριψη και από όταν έμαθε την ύπαρξη και δεύτερου άντρα στη ζωή της του έκατσε ακόμα χειρότερα. Και με το θέμα της Πανηπειρωτικής Κοινοπραξίας τι θα έκανε; Ρώτησε τον εαυτό της, τι μπορούσε να κάνει, η ιδία· τίποτα, όμως κάποια άλλη θα μπορούσε να κάνει κάποια έρευνα, ίσως ήταν το θέμα που πάντα έψαχνε. Πριν αποφασίσει αν άξιζε τον κόπο να πάρει τηλέφωνο και να ενοχλήσει ή όχι τη φίλη της, ο συνοδός της την πλησίασε και τη φίλησε στον γυμνό της ώμο.

-Πρέπει να είμαι ο πιο τυχερός άντρας εδώ μέσα, και επιπλέον πιστεύω ότι με ζηλεύουν όλοι.

-Γιατί το λες αυτό; Είπε γυρίζοντας να τον κοιτάξει.

-Μα συνοδεύω την ομορφότερη γυναίκα.

-Υπερβολές!

-Είσαι πανέμορφη. Μέχρι και ο Χαΐτογλου το είπε.

-Να χαρείς μη μου λες γι αυτόν!

-Δεν τον συμπαθείς ιδιαίτερα! Έκανε την διαπίστωση ο Δημοσθένης.

-Είναι ενοχλητικός. Λοιπόν βαρέθηκα και νομίζω ότι τράβηξα αρκετές φωτογραφίες, τι λες δε φεύγουμε;

-Όπως θες, και προσφέροντας της το χέρι του, πήγαν να χαιρετήσουν το δήμαρχο με τη σύζυγο του, ενώ ο Βασίλης τους συνόδεψε ως έξω.

«Ώστε έτσι», σκέφτηκε ο Νίκος, καθώς είδε τη Μάρθα με το συνοδό της να φεύγουν πιασμένοι από το χέρι και μην ρίχνοντας του ούτε μια ματιά. Το Μαρθάκι είχε πάψει να είναι εκείνο το δειλό πλάσμα που χρειαζόταν πάντα την προστασία του, ο καθαρός αέρας της επαρχίας της είχε κάνει καλό, μετατρέποντας την σε μια δυ­να­μι­κή γυναίκα! Ίσως ποτέ της δεν ήταν αδύναμο πλάσμα, μάλλον της άρεσε να το παίζει εύθραυστη για να τραβάει την προσοχή, αλλιώς πως θα τολμούσε να έχει παράλληλη σχέση, και στο τέλος να παρατήσει και τους δυο εραστές σύξυλους στην Αθήνα και να έρθει στην Άρτα για να βρει έναν τρίτο. Αν δεν τον είχε καβάτζα για όταν ερχόταν και καλά, να δει τους γονείς της. Όμως δεν ήξερε με ποιον είχε να κάνει, και ούτε πόσο μακριά ήταν ικανός να φτάσει, αργά ή γρήγορα όμως θα την έκανε να τον φοβάται. Στράφηκε στην Ελπίδα και τη ρώτησε για το νεαρό που μιλούσαν νωρίτερα, ποιος ήταν, με τι ασχολούταν και διάφορα. Από μακριά πρόσεξε την Αντιγόνη που έπινε το ποτό της κοιτάζοντας τον, δεν είχε διάθεση για την ώρα να ασχολείται με τα κέφια της κυρίας δημάρχου, όμως εκτός από την κυρία, είδε ότι και η Ελένη προσπαθούσε να κλέψει την προσοχή του, φλερτάροντας με έναν πιτσιρικά ενώ την ίδια ώρα, του έριχνε κλεφτές ματιές. Η Ελπίδα που θέλησε να πιστέψει ότι ρώταγε επειδή ζήλεψε, του έδωσε όλες τις πληροφορίες που εκείνος αναζητούσε και μάλιστα παραπάνω, με ένα αδιάφορο ύφος, πίνοντας αργά και απολαυστικά το ποτό της.

-Μια παλιά ιστορία, Δημοσθένης Σιώζος ονομάζεται, έχει ένα συνεργείο αυτοκινήτων και….

-Και; Τη ρώτησε με ενδιαφέρον εκείνος.

-Τίποτα μωρέ, να απλά, είναι ο πρώην μου.

-Ώστε το κοριτσάκι έχει και εμπειρία; Της είπε αλλά εκείνη πήρε τη μομφή του για ζήλεια.

-Φυσικά, λες να περίμενα τον Αθηναίο. Του απάντησε πάραυτα με ειρωνεία, επιπλέον μου έκανε πρόταση γάμου την οποία και αρνήθηκα.

-Γιατί;

-Δεν ήταν αυτό που ζητούσα, απλά.

-Και τι είναι αυτό που εσύ ζητάς, τη ρώτησε ενώ πέρασε το χέρι του κάτω από τη φούστα της.

 

Ô

 

Η Μάρθα φορώντας το πουκάμισο του, με τα μαλλιά λυμένα στους ώμους, είχε καθίσει μπροστά από τον υπολογιστή του και έστελνε τις φωτογραφίες που τράβηξε από τη δεξίωση με email στον υπεύθυνο για να ανεβάσει το υλικό στο site. Ο Δημοσθένης γύρισε προς την πλευρά της και την κοίταξε. Το μυαλό του πήγε στην Ελπίδα, την είχε δει μόλις δυο μήνες από τον χωρισμό τους να τη συνοδεύει ένας άλλος άντρας και προς μεγάλη του έκπληξη δεν ένιωσε να ενοχλείται, αν δεν είχε μπει η Μάρθα στη ζωή του την κατάλληλη στιγμή, θα ήταν το ίδιο ψύχραιμος ή θα είχε ορμίσει να πλακώσει στο ξύλο τον άλλον, παρά του ότι δε θα είχε κανένα δικαίωμα να το κάνει. Και η Μάρθα, τι ήταν πράγματι για εκείνον, κάτι που τον κρατούσε σε καταστολή μέχρι να βγει από την ακαταστασία που είχε δημιουργήσει στη ζωή του η Ελπίδα ή κάτι παραπάνω, ας πούμε η σωστή γυναικά, η μία; Μεγαλωμένος με τα πρότυπα της σχέσης των γονιών του, πίστευε ότι για κάθε έναν υπάρχει ένα ιδανικό ταίρι, οι άλλοι απλά μπορεί να πλησιάζουν στο ιδανικό αλλά δεν είναι. Όμως και η Μάρθα δε σχολίασε καθόλου τη συνάντηση με την πρώην του, τόσα της είχε πει, ήξερε, θα κατάλαβε ποια ήταν η κοπέλα μπροστά της, όμως στιγμή δεν σχολίασε τίποτα, από διακριτικότητα άραγε ή τίποτε άλλο; Έμεινε να την κοιτάζει και σκέφτηκε πόσο τυχερός ήταν που την είχε εκεί στη θέση της Ελπίδας. Όσον αφορά το θέμα τι σήμαινε η Μάρθα για εκείνον, ήταν ακόμα πολύ νωρίς, ο χρόνος θα του το έδειχνε. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και την πλησίασε, έσκυψε στο ύψος του κεφαλιού της και δάγκωσε με τα χείλη του το λοβό του αυτιού της.

-Πότε θα έρθεις στο κρεβάτι, μου έλειψες! Εκείνη γέλασε.

-Τώρα μωρό μου επιστρέφω αμέσως. Να στείλω ένα email.

-Δεν μπορεί να περιμένει το email, γιατί εγώ δεν μπορώ, και αρπάζοντας την στην αγκαλιά του ρίχνοντας την καρέκλα κάτω, την πήγε πάλι στο κρεβάτι.

-Άσε με τουλάχιστον να πατήσω το send, είπε και σηκώθηκε γρήγορα επέστρεψε στον υπολογιστή και έστειλε το μισογραμμένο μήνυμα στη φίλη της. τα υπόλοιπα την επόμενη μέρα στο τηλέφωνο.

 

Ô

 

Μα ποια επιτέλους ήταν αυτή η Μάρθα, αναρωτιόταν η Ελπίδα μόλις έμεινε μόνη στο διαμέρισμα της. Εμφανίζεται μία τυχαία σε μια δεξίωση, που ο άλλος ο ψεύτης την κρατούσε από το χέρι, κατά τα άλλα εκείνη ήταν η γυναίκα της ζωής του, με την οποία ήθελε να κάνει οικογένεια … και όχι μόνο αυτό, ο Νίκος την ήξερε ήδη, της έκανε κομπλιμέντα και από πάνω την έτρωγε όλη τη νύχτα με τα μάτια. Και οι υποψίες της Ελένης ότι ο Δημοσθένης ήταν με την Χριστίνα, τελικά ήταν εντελώς αβάσιμες, αλλά τι σημασία είχε με ποια ήταν ο Δημοσθένης, εκείνος όπως όλα έδειχναν ήταν απελπισμένος να παντρευτεί κάποια και να κάνει οικογένεια, όμως την ενοχλούσε που ο Νίκος έδειξε τόσο ενδιαφέρον για εκείνη τη Μάρθα, ματιές, κουβέντες μαζί της, κομπλιμέντα. Κι εκτός από αυτή τη Μάρθα, είχε και την Αντιγόνη να τρώει με τα μάτια το συνοδό της. Όσο για την Ελένη της φάνηκε ότι μόλις μπήκε ο Δημοσθένης με την άλλη στο σπίτι, την κοίταξε χαμογελαστή και δεν πρόκειται για ένα ειρωνικό χαμόγελο που αφορούσε τον πρώην της και τη νέα του φιλενάδα, αλλά μάλλον βασιζόταν στην ιδέα ότι είχε πειράξει την Ελπίδα που ο πρώην της εμφανίστηκε με άλλη σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα από τον χωρισμό τους. Και τι λόγο είχε να την πειράζει αυτό, όπως εκείνη είχε προχωρήσει, έτσι κι ο Δημοσθένης είχε κάθε δικαίωμα να κάνει τα όνειρα του πραγματικότητα και να βρει κάποια άλλη να κάνει οικογένεια. Όσο αφορούσε την εντύπωση που της προκάλεσε το χαμόγελο της Ελένης να ήταν κάπως υπερβολική, μάλλον της έφταιγαν όλα, όμως για την μητέρα της κολλητής της που κοίταζε το Νίκο ήταν σίγουρη, ευτυχώς εκείνος ήταν σοβαρός και δεν της έδινε σημασία, όμως πάλι σε ποια να προλάβει να δώσει σημασία στη Μάρθα, στην Αντιγόνη ή στην ίδια την Ελπίδα!

 

Ô

 

Παράξενα της τα έγραφε η φίλη της στο email, παράξενα της τα είπε και στο τηλέφωνο, για μια υπόθεση, ενός είδος πολιτικού σκανδάλου που αφορούσε το δήμαρχο της Άρτας και μια κατασκευαστική εταιρεία, όμως δεν ήθελε να προχωρήσει σε λεπτομέρειες από το τηλέφωνο. Της ζήτησε να ανέβει στην Άρτα για να τη δει και να της τα πει όλα από κοντά, και όταν η Ξένια αναφέρθηκε στην απογοήτευση της που δεν είχε λάβει ακόμα το γράμμα με τις φωτογραφίες που της είχε στείλει και ήταν πλέον βέβαιη ότι κάποιος το είχε βουτήξει, η Μάρθα δε φάνηκε να απορεί, αντιθέτως της απάντησε λακωνικά ότι και γι αυτό θα της έλεγε μόλις θα ανέβαινε να τη δει στην Άρτα. Μήπως η αφηρημένη είχε ξεχάσει να της το στείλει ή μήπως της επιστράφηκε, μάλλον θα της το είχε πει αν ήταν τόσο απλό. Της είχε κάνει εντύπωση που η φίλη της, που τόσο φλύαρη ήταν συνήθως μαζί της, για όλα όσα κι αν της συνέβαιναν είχε προτιμήσει να είναι λακωνική και να επιμένει να συναντηθούν από κοντά, κυρίως από την στιγμή που έμεναν πλέον σε διαφορετικές πόλεις της Ελλάδος. Πιθανόν να της είχε λείψει και να ήθελε να τη δει όμως θα μπορούσε να περιμένει μέχρι την άδεια της. Για την ώρα δεν μπορούσε να φύγει από την Αθήνα, είχε πολλά θέματα που έτρεχαν στην πρωτεύουσα, και τα μισόλογα της Μάρθας δεν την έπειθαν να τα αφήσει όλα και να φύγει, επιπλέον της ζήτησε εχεμύθεια και να μην ενημερώσει κανέναν για το θέμα –για το οποίο επέμενε να μην της λέει λεπτομέρειες- στην εφημερίδα. Καλύτερα να το γνώριζε μόνο εκείνη, να έκανε την έρευνα της και ύστερα όταν θα είχε στοιχεία να ενημερώσει για το θέμα τον αρχισυντάκτη τους. «Να δεις που η χαζή, θέλει να με ανεβάσει στην Άρτα για να τη συναντήσω, και ψάχνει δικαιολογίες!» σκέφτηκε η Ξένια, όμως δεν μπορούσε να κρατήσει κακία στη φίλη της, άλλωστε και στην ίδια είχε λείψει. Όμως αν ανέβαινε Άρτα και μάθαινε ότι το πιθανό σκάνδαλο ήταν μπαρούφα θα την έσπρωχνε από το γεφύρι της Άρτας. Αν και η Μάρθα ήταν πολύ επίμονη, δεν μπορεί κάτι θα συνέβαινε στα αλήθεια, με την υπόσχεση ότι θα την επισκεπτόταν το επόμενο σαββατοκύριακο, έκλεισε το τηλέφωνο και έβαλε μπρος τη μηχανή για το γραφείο του υπουργού, που είχε κλείσει ραντεβού να του πάρει συνέντευξη.

 

Ô

 

Είχε παρκάρει το αυτοκίνητο στο απέναντι πεζοδρόμιο από το συνεργείο, είχε σβήσει τη μηχανή και παρακολουθούσε ποιος έμπαινε και ποιος έβγαινε. Έπρεπε να καταλάβει επιτέλους η Μάρθα ποιος έβαζε τους όρους στο παιχνίδι τους, πρώτη του κίνηση λοιπόν ήταν να πληροφορήσει το νέο θύμα της για το ποιόν της καλής τους. Άναψε τη μηχανή, έκανε τον κύκλο του τετραγώνου που βρισκόταν το συνεργείο και πάρκαρε απ’ έξω. Ο συνοδός της Μάρθας με έναν άλλο, ντυμένοι και οι δύο, με λερωμένες από τα λάδια φόρμες, δούλευαν και φλυαρούσαν συγχρόνως. Το θέμα τους ήταν κάποια Χριστίνα της οποία ο άλλος είχε σκοπό να της κόψει τις κακές παρέες, ενώ αυτός ο Δημοσθένης χαμογελούσε ειρωνικά και τον πείραζε για το πόσο απόλυτος ήταν. Χαμογελαστός και έτοιμος να παίξει το ρόλο του ο Νίκος προχώρησε στο εσωτερικό και χαιρέτησε τους δύο άντρες, εκείνοι στράφηκαν και τον κοίταξαν ενώ του επέστρεψαν τον χαιρετισμό, ο πελάτης ζήτησε να κοιτάξουν τα λάδια του αυτοκινήτου και έμεινε να περιμένει αφού δεν ήταν μια δουλειά χρονοβόρα. Το αμάξι του το ανέλαβε ο Γιάννης. Ο Δημοσθένης αν και γνώρισε τον γιο Χαΐτογλου ο οποίος συνόδευε την Ελπίδα στη δεξίωση και που όπως φαινόταν η Μάρθα δε συμπαθούσε καθόλου, δεν έκανε κάποιο σχόλιο, αντιθέτως συνέχισε τη δουλειά του σκυμμένος πάνω από τη μηχανή ενός άλλου αυτοκινήτου. Το κινητό του Γιάννη ήχησε στην τσέπη του, κι εκείνος αφού είδε το όνομα της Χριστίνας να αναβοσβήνει στην οθόνη, ζήτησε συγνώμη και αποσύρθηκε λίγο για να μιλήσει. Μόλις επέστρεψε ο Νίκος εκμεταλλεύτηκε όπως όπως την ευκαιρία που του είχε παρουσιαστεί, γιατί όπως φαινόταν δε θα είχε κι άλλη.

-Το κορίτσι σου;

-Ναι, απάντησε χαμογελαστός και πήγε προς το αμάξι του Νίκου. Εσύ; Έχεις κορίτσι;

-Στην ουσία όχι, εγώ πιστεύω ότι οι γυναίκες γεννήθηκαν για να βασανίζουν τους άντρες! Γι’ αυτό το μόνο που πρέπει να κάνουμε είναι να περνάμε καλά το λίγο καιρό που είμαστε μαζί και να μην τις παίρνουμε στα σοβαρά .

-Πολύ ωραία μας τα λες, έτσι φέρεσαι εσύ στις γυναίκες; Τον ειρωνεύτηκε.

-Φίλε μου, πίστεψε με, τους φέρομαι όπως ακριβώς τους αξίζει!

-Θα ’χεις φάει πολλές χυλόπιτες!

-Κι όμως, το αντίθετο θα έλεγα!

-Κι αν τύχει να ερωτευτείς. Έτσι θα συμπεριφερθείς στην κοπέλα;

-Ξέρεις, μια φορά το έχω δοκιμάσει αυτό που ονομάζεις έρωτα και τι κατάλαβα! Η λεγάμενη είχε παράλληλη σχέση, ενώ εγώ της έταζα τον ουρανό με τ’ άστρα, έτοιμος μάλιστα να την παντρευτώ. Κι αυτή τι έκανε, μας παρατάει και τους δυο σύξυλους στην Αθήνα και έρχεται στην Άρτα, με τη δικαιολογία ότι μας αγαπούσε και τους δύο. Ο Δημοσθένης από το βλέμμα που του έριξε ο Νίκος ήξερε ότι από στιγμή σε στιγμή θα άκουγε αυτό που φοβόταν. Μόλις αντιλήφθηκε ο Νίκος ότι είχε όλη την προσοχή του νυν πάνω του, συνέχισε ειρωνικά. Και είχε τόση αγάπη μάλιστα για εμάς, που δεν πρόλαβε να εγκατασταθεί στην Άρτα και κάνει νέα σχέση. Αλλά έτσι ήταν πάντα η Μάρθα! Άφηνε τον έναν, έπιανε τον άλλον, όταν δεν τους είχε και τους δύο ταυτόχρονα τουλάχιστον!

-Ώστε δικιά μας η τύπισσα, ντόπια! 

-Ναι, μπορεί και να την ξέρετε Μάρθα Παπαχρήστου. Ολοκλήρωσε την φράση του, έχοντας την προσοχή του στραμμένη εξολοκλήρου στο Δημοσθένη για να δει τις αντιδράσεις του. 

-Και εσύ γιατί είσαι εδώ; Μήπως τη θέλεις πίσω; Μπήκε στην κουβέντα ο Δημοσθένης.

-Είναι εντάξει το αμάξι σας. Μεσολάβησε ο Γιάννης για να τον διώξει.

-Κάνεις λάθος, χάρισμα στον ταλαίπωρο, εγώ είμαι εδώ για δουλειές!

-Ναι ε; Πάντως ξέρεις τι πιστεύω εγώ, για να είναι με δυο άντρες παράλληλα, μάλλον δεν έκανε κανένας από τους δυο σας καλά τη δουλειά του. Ο Νίκος αρκέστηκε να σκάσει ένα ειρωνικό χαμόγελο.

-Τι χρωστάω;

-Τίποτα, δεν έχουμε ανάγκη τα λεφτά σας κύριε Χαΐτογλου. Ο Νίκος έβγαλε από την τσέπη του κάποια χαρτονομίσματα, περισσότερα όσον στοίχιζε η εργασία που του έκαναν, και τα άφησε να πέσουν επιδεικτικά  κάτω, ενώ βγήκε από το συνεργείο και μπήκε στο αυτοκίνητο του. Τελικά θα ήταν δύσκολος αντίπαλος αυτός ο Δημοσθένης, βέβαια θα του είχε μπει το μικρόβιο της δυσπιστίας απέναντι στη Μάρθα, οπότε μπορεί να της έκανε τη ζωή μαύρη με τις ζήλιες του. Δεν μπορεί ένα λαϊκό παιδί δε θα ανεχόταν τόσο εύκολα το παρελθόν της συντρόφου του.

-Για τη δικιά σου Μάρθα μιλούσε; Τόλμησε να ρωτήσει ο Γιάννης.  

 

Ô

 

Όσο και αν το έπαιξε ψύχραιμος και να υπερασπίστηκε ο Δημοσθένης τη Μάρθα στον Χαΐτογλου, δεν μπορούσε να έχει μείνει και ανεπηρέαστος από όσα έμαθε, ώστε αυτό ήταν το μεγάλο λάθος που του είχε πει ότι είχε κάνει στην Αθήνα, και αναγκάστηκε να επιστρέψει στη γενέτειρα της. Οι δυο άντρες! Όμως πόσο μπορούσε να αφορά τον ίδιο το παρελθόν της; Στο τηλέφωνο που του έκανε αν θα βρισκόταν, εκείνος της απάντησε ότι ήταν πολύ κουρασμένος. Το μεσημέρι πήρε το Γιάννη και πήγανε στην ταβέρνα κοντά στο γεφύρι για να φάνε και να συζητήσουν. Ανεπηρέαστος από τα λόγια του Νίκου εκείνος και έχοντας βάλει μπροστά τη λογική βοήθησε το φίλο του να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Η πρώτη του παρατήρηση ήταν ποια άλλη θα άφηνε τα πάντα και θα έφευγε ντροπιασμένη επειδή είχε σχέση με δύο άντρες, συνήθως τα κάνουνε και δεν τις νοιάζει καθόλου, ήταν το σχόλιο του. Δε σηκώνεται κάποιος να παρατήσει τα πάντα και να φύγει γι αυτό το λόγο, οπότε αυτό μετρούσε στα υπέρ της, αφού έδειχνε ότι είχε κατανοήσει το λάθος της και ντρεπόταν εξαιτίας του. Η δεύτερη παρατήρηση του Γιάννη, ήταν ότι ήθελε κότσια να παρατήσει έναν πλούσιο άντρα, οποιαδήποτε στη θέση της, θα χώριζε με τον άλλον και θα παντρευόταν εκείνον, αφού οι περισσότερες ψοφάνε για λούσα και την καλή ζωή. Και του έφερε για παράδειγμα τη γυναίκα του δημάρχου που άφησε τον αρραβωνιαστικό της, για να παντρευτεί τον πολλά υποσχόμενο πολιτικό. Επιπλέον δεν ήταν καθόλου σίγουρος για το αν ο λεγάμενος έλεγε την αλήθεια και ότι δεν έριχνε απλά λάσπη, και όπως και να είχε για να πάει να τον βρει και να του μιλήσει, ακόμα θα τον πόναγε το δοντάκι, αλλιώς θα τον άφηνε στην άγνοια του. Πόσες φορές άλλωστε, δεν έχει μπλέξει κάποιος σε μια σχέση που γίνεται θηλιά στο λαιμό και αντί να κάνει το αυτονόητο, μπερδεμένος από τα αισθήματα του, ψάχνει άλλους τρόπους να αποδράσει, όπως μια άλλη σχέση. Κατά την γνώμη του Γιάννη δεν έπρεπε να κάνει τη χάρη στον Χαΐτογλου να χωρίσει με τη Μάρθα, κι αν ένιωθε ότι δεν της είχε εμπιστοσύνη, καλό θα ήταν να μιλήσει μαζί της και να το ξεμπερδέψει από το να κάνει κάποια άλλη σπασμωδική κίνηση.  

-Πάντως σε χάρηκα όταν την υπερασπίστηκες.

-Δε μου αρέσει να μιλάνε έτσι για κάποιον όταν δεν είναι μπροστά να υπερασπιστεί τον εαυτό του, πόσο μάλλον όταν είναι το κορίτσι μου. Εσύ όμως τι θα έκανες αν ήσουν στη θέση μου;

-Δεν είμαι και δεν ξέρω. Μπορεί να της μιλούσα, μπορεί και να το άφηνα να πέσει κάτω, άλλωστε σημασία δεν έχει τι έκανε αλλά τι θα κάνει από εδώ και στο εξής, αν νιώθεις ότι η πληροφορία αυτή διέλυσε ό,τι είχατε ξεκινήσει να χτίζετε, καλύτερα να την χωρίσεις, διότι δεν ήσουν έτοιμος να περάσεις σε νέα σχέση μετά την Ελπίδα, αλλά αυτό είναι δική σου ευθύνη και όχι δική της, αν πάλι θες να το λύ­σεις μίλα της και πες της ότι ξέρεις. Όταν μιλήσετε θα καταλάβεις αν είναι ειλικρινής.

-Γιατί δε μου το είπε;

-Γιατί δε σε αφορούσε; Εσύ θα έλεγες ποτέ στην κοπέλα που μόλις αρχίσατε να βγαίνετε, ξέρεις κάτι πριν από εσένα είχα σχέση με δύο, μόνο ένας μαλάκας το λέει αυτό. Εκτός κι αν δε θες σχέση και θέλεις κάτι άλλο, οπότε θες να είναι ξεκάθαρο.      

 

Ô

 

Αφηρημένη η Μάρθα μπροστά στον υπολογιστή της προσπαθούσε να βάλει σε μια τάξη τα αρχεία με τις φωτογραφίες. Ο Ιούλιος είχε μπει για τα καλά και έπρεπε σύντομα να αποφασίσει ποιες φωτογραφίες θα έδινε για εκτύπωση ώστε να συμπεριληφθούν στην έκθεση, αντί γι αυτό, εκείνη κρατούσε απασχολημένο το μυαλό της με το ζήτημα της Πανηπειρωτικής Κοινοπραξίας, τι περίμενε ότι θα κατάφερνε αν η Ξένια έβγαζε λαβράκι και αποδεικνυόταν ότι ο διαγωνισμός είχε νοθευτεί. Στην Ελλάδα ζούμε, υπενθύμισε στον εαυτό της, αν η Κοινοπραξία είχε βαρέσει κανόνι θα ήταν αδύνατο να αναλάβει τα έργα, το πιο πιθανό να συνέχιζε η HIGH, και ο δήμος να ήταν υποχρεωμένος να πληρώσει αποζημίωση στην κοινοπραξία, την οποία θα φορτωνόταν για άλλη μια φορά οι απλοί πολίτες του δήμου της Άρτας. Επιπλέον σε αυτή την χώρα όλο σκάνδαλα γίνονται, όλοι τα ξέρουμε, αλλά καταλήγουν απλά θέματα για να γεμίζουν τα δελτία τους τα κανάλια  και να συζητάει ο κόσμος στα καφενεία ενώ τίποτα δε γίνεται. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς, τα χρήματα από τα ασφαλιστικά ταμεία που τα έπαιξαν κάποιοι στο χρηματιστήριο και χάθηκαν, ποιος πλήρωσε; Κανείς! Το Βατοπέδι, που θηλαστικά και ψάρια γίναν ένα; Τη Siemens, που όλοι σφυρίζουν αδιάφορα ή τα υποβρύχια σε στυλ Πίζας και ένα σωρό άλλα. Αυτή είναι η ιστορία σου Ελλάδα μου, έχουμε καταντήσει συνένοχοι σε σκάνδαλα που κάποιοι φάγανε, γιατί απλά δεν έχουμε τη δύναμη να κάνουμε κάτι, από την στιγμή που Μ.Μ.Ε. και δικαιοσύνη περιθάλπουν αυτό που γίνεται και το διαιωνίζουν. Και να που μέσα στα χρόνια της κρίσης, κάποιοι καταφέρνουν να βρίσκουν φλέβα χρυσού και να συνεχίζουν να αρμέγουν την αδύναμη αγελάδα, όταν η νεολαία εγκαταλείπει τη χώρα, άνθρωποι μένουν άνεργοι, δεν έχουν να φάνε, αυτοκτονούν.

«ΣΚΑΤΑ» είπε στον εαυτό της και ξανακοίταξε τις φωτογραφίες, το βλέμμα της για άλλη μια φορά έπεσε στο δαχτυλίδι που της είχε χαρίσει ο Δημοσθένης, παρά που εκείνη του το επέστρεψε, εκείνος δεν το δέχτηκε πίσω. Τελικά μήπως ήταν γραφτό, από τα τρία δαχτυλίδια που της είχαν δώσει τρεις άντρες μέσα σε περίπου ένα μήνα, μόνο εκείνο του Δημοσθένη είχε γίνει δικό της, με την επιμονή του πάντα. Συνήθως απέφευγε να το φοράει όταν ήταν μαζί, μπορεί για την ίδια να ήταν η αφορμή της γνωριμίας τους, όμως εκείνος θα είχε άσχημες αναμνήσεις, αφού ήταν δώρο για κάποια που απέρριψε την αγάπη του. Το κουδούνι της χτύπησε, σηκώθηκε από το γραφείο μα για κάποια στιγμή δίστασε, κι αν ήταν ο Νίκος, προχώρησε και χωρίς να ανοίξει ρώτησε ποιος ήταν, μόλις άκουσε την γνώριμη φωνή του Δημοσθένη, ξεκλείδωσε και τον υποδέχτηκε. Χαλαρός και κρατώντας ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί μπήκε και της έδωσε ένα πεταχτό φιλί στα χείλη.

-Φέρε δυο ποτήρια να πιούμε στην υγεία μας!

-Τι έχεις στο μυαλό σου κύριε Σιώζο;

-Μα να σε αποπλανήσω, φυσικά. Είπε και την κόλλησε επάνω του.

-Μου αρέσει όταν με αποπλανείς! Είπε και τραβήχτηκε να πάει να φέρει τα ποτήρια, πριν προλάβει να απομακρυνθεί την άρπαξε από το χέρι και την κόλλησε πάλι επάνω του. Γρατσουνίζοντας τον ελαφρά η πέτρα από το δαχτυλίδι, σήκωσε το χέρι της και είδε το μονόπετρο που κάποτε προοριζόταν για κάποια άλλη κοπέλα. Κοίταξε τη Μάρθα και την είδε να κοκκινίζει.

-Αυτό είναι που σου χάρισα; Τη ρώτησε, εκείνη έγνεψε καταφατικά και έκανε να φύγει όμως δεν την άφησε. Να το φοράς πιο συχνά, μου αρέσει να το βλέπω στα δάχτυλα σου.

-Είσαι σίγουρος; Τον ρώτησε δύσπιστα, όμως το χαμόγελο που της χάρισε δεν άφηνε αμφιβολίες.

-Και τώρα τα ποτήρια, ήρθα με ένα σκοπό εδώ πέρα, μην τον ξεχνάμε.

-Α ναι, η αποπλάνηση μου. Χωρίς περιττές εξηγήσεις, καυγάδες και συζητή­σεις για το όσα του είχε πει ο Νίκος, ο Δημοσθένης προτίμησε να αφεθεί στα συναισθήματα του και να μην το ψάξει άλλο. Όπως τον είχε συμβουλέψει ο Γιάννης ακόμα και να ήταν αλήθεια αυτά που είχε μάθει, άνηκαν στο παρελθόν. Άλλωστε το ότι όταν ήταν μόνη της φορούσε το δαχτυλίδι που της είχε χαρίσει, ίσως να ήταν ένα μικρό δείγμα των συναισθημάτων της, που ήθελε να το κρατήσει κρυφό από εκείνον. Μάλλον βρισκόταν σε καλό δρόμο, όσον αφορά το Νίκο, το καλό που του ήθελε να είχε έρθει στην Άρτα, μόνο για δουλειές!

 

Ô

 

Καθισμένος στο πολιτικό του γραφείο ο δήμαρχος της Άρτας, μπροστά από την κάμερα ενός καναλιού για να του πάρουν μια μικρή συνέντευξη από το δελτίο των οχτώ, έβγαζε και έβαζε το σακάκι του, μην ξέροντας πως θα φαινόταν καλύτερος. Η Αντιγόνη στεκόταν στην πόρτα του γραφείου, πίσω από την κάμερα και περίμενε τη μεγάλη στιγμή για το σύζυγο της και το κοινοβουλευτικού του μέλλον. Θα της έλυνε τα χέρια να εγκατασταθούν στην Αθήνα, θα μπορούσε να διατηρήσει σχέση με το Νίκο και μετά το τέλος των έργων στην περιοχή, την είχε ξετρελάνει ο κατά δέκα χρόνια νεότερος εραστής της και γιος του φίλου του συζύγου της. Μετά από την σύσφιξη της σχέσης τους στην Αθήνα, είχαν συναντηθεί κάποιες φορές και στην Άρτα, αλλά λίγο τα έργα, λίγο το ότι η Ελπίδα ήταν κολλημένη επάνω του σαν τσιμπούρι, το ότι έπρεπε και η ίδια να προσέχει λόγω της θέσης της, ένα σκάνδαλο σίγουρα δε θα την ευνοούσε, δεν της έδωσε την ευκαιρία να τον είχε ευχαριστηθεί όσο θα ήθελε. Ενώ στην Αθήνα ποιος θα ασχολούταν με τη σύζυγο ενός απλού βουλευτή, άλλωστε η πόλη ήταν μεγαλύτερη και εκείνη είχε τον τρόπο της. Ο Υπεύθυνος από το συνεργείο  ενημέρωσε το Χριστόφορο ότι βγαίνουν στον αέρα και εκείνος ξαναφόρεσε το σακάκι του, αφού το πουκάμισο του ήταν χάλια από τον ιδρώτα. Ο άνθρωπος από το κανάλι άρχισε να μετράει με το χέρι, και ο δήμαρχος εμφανίστηκε στο μόνιτορ.

 

-Καλώς ήρθατε στο βραδινό μας δελτίο κύριε Κοσυφάκη!

-Ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση σας.

-Ήταν υποχρέωση μας, απ’ την στιγμή που επί τρεις τετραετίες διοικείτε ένα σημαντικό δήμο της χώρας μας, που μάλιστα τον τελευταίο καιρό αναπτύσσεται ραγδαία με τα έργα στην περιοχή.

-Είναι αλήθεια πως ήρθε η ώρα, η περιοχή μας να βγει απ’ την υπανάπτυξη. Είναι γνωστό και θα ήταν αντιδεοντολογικό να μην πούμε ότι είμαστε η πιο φτωχή περιοχή της κοινότητας. Με τα προγράμματα που κάναμε όμως τα τελευταία χρόνια δημιουργήσαμε θέσεις εργασίας σε νέους τεχνολογικούς τομείς και κρατήσαμε πολλούς νέους στην περιοχή μας. Και μάλιστα πλέον με τα τουριστικά έργα και την οδοποιία ανοίγονται μεγάλοι δρόμοι για το μέλλον, ενώ και τώρα η εξέλιξη της ανάπτυξης είναι ραγδαία.

-Κύριε Κοσυφάκη είναι γνωστές οι δραστηριότητες σας και η αγάπη  που δεί­χνε­ται στην περιοχή σας, μα μου κάνει ιδιαίτερη εντύπωση που ένας πολιτικός μι­λάει για δεοντολογία και δεν προσπαθεί να κρύψει την κατάσταση της περιοχής του.

-Ακούστε κύριε Σταυρόπουλε εμείς στο δήμο πρεσβεύουμε ένα νέο τρόπο προ­­σέ­γ­γι­σης των πολιτικών προβλημάτων. Θα ’ταν άλλωστε βλακώδες να μη λέμε τα πράγματα με το όνομα τους, γιατί έτσι θα ήταν σα να λέγαμε ότι όλα είναι καλά και δεν χρειάζονται περισσότερες βελτιώσεις. Εμείς λέμε όμως, υπάρχουν προβλήματα κι αγωνιζόμαστε.

-Χαίρομαι ιδιαίτερα για αυτό, κι έτσι βρίσκω την ευκαιρία να σας ρωτήσω κι όσον αφορά τα τουριστικά έργα. Ακούγονται πολλά για το ότι οι περισσότεροι από τους εργάτες είναι αλλοδαποί.

-Κοιτάξτε κύριε Σταυρόπουλε, δε θα ήθελα από τη διατύπωση του συγκεκρι­μέ­νου ερωτήματος να δημιουργήσουμε στρεβλώσεις και ρατσιστικές αντιλήψεις.

-Καμιά τέτοια διάθεση δεν υπάρχει.

-Το καταλαβαίνω και για αυτό θα σας απαντήσω ευθέως, αλλά δώστε μου λίγο χρόνο. Πρώτον απ’ την στιγμή που οι άνθρωποι αυτοί βρίσκονται στη χώρα μας, έχουν το δικαίωμα να εργαστούν, κατά δεύτερον ο δήμος δεν μπορεί να επέμβει στην αγορά και σε μια ιδιωτική επιχείρηση για την καταγωγή των εργατών της. Αν είχαμε τέτοια δυνατότητα, θα ’χαμε τη δική μας κοινοπραξία, μα δεν την έχουμε. Τέλος όσον αφορά τις όποιες φωνές είναι παραπλανητικές, διότι η ανάπτυξη προχωρά, και γύρω από αυτήν δουλεύουν εκατοντάδες εταιρείες που χρησιμοποιούν ντόπιους, Ηπειρώτες αν θέλετε, εργάτες. Αλλά η ανάπτυξη έχει κάποιους πολλαπλασιαστές που κινούνται γύρω της και δεν σταματάν απλά στην εταιρεία που κάνει τα έργα.

-Και κάτι τελευταίο κύριε δήμαρχε. Από έγκυρες πηγές ξέρουμε ότι έχετε της εμπιστοσύνης του πρωθυπουργού. Θα σας δούμε στο κοινοβούλιο στις εκλογές που έρχονται; 

-Ω! αυτό είναι ένα πολύ διαφορετικό ερώτημα. Πρώτον δεν έχω τις πηγές που έχετε εσείς ως έμπειρος δημοσιογράφος. Αν είναι έτσι χαίρομαι. Δεύτερον το να μπεις στο κοινοβούλιο είναι απόφαση του λαού σε μια δημοκρατική χώρα σαν τη δική μας και τέλος ο άμεσος στόχος μου είναι η ανάπτυξη της Ηπείρου. Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου.

-Εμείς έχουμε πάντως τις πληροφορίες μας. Ευχαριστούμε πολύ!

-Εγώ σας ευχαριστώ.

Μόλις η σύνδεση διακόπηκε η Αντιγόνη χειροκρότησε ικανοποιημένη το σύζυγο της ενώ την μιμήθηκαν και όλοι όσοι ήταν παρόντες από το πολιτικό του γραφείο, πλην των ατόμων του συνεργείου που είχαν συνηθίσει σε αυτές τις εκδηλώσεις της αυλής του κάθε πολιτικού, εκείνοι όσο μπορούσαν πιο ανέκφραστοι ξεκίνησαν να μαζεύουν τα καλώδια και τα σύνεργα της δουλειά τους. Ο Χριστόφορος αφού τους ευχαρίστησε σαν σωστός άνδρας των κοινών, αποχώρησε σε έναν άλλο χώρο του γραφείου για να τηλεφωνήσει στον Πέτρο Χαΐτογλου. Στο δεύτερο χτύπημα εκείνος απάντησε.

-Πως σου φάνηκε;

-Ένα κι ένα βουλευτής. Μα τα πίστευες όσα έλεγες;

-Μα βέβαια…

-Καλά, καλά… τον διέκοψε ο Πέτρος που δεν είχε διάθεση να ακούσει πολιτικούς λόγους.

-Με απασχολεί Πέτρο η ερώτηση για τον αριθμό των αλβανών που δουλεύουν στα έργα.

-Μην ανησυχείς η ερώτηση ήταν στημένη, για να δώσεις τη σωστή απάντηση πράγμα που έκανες. Άλλωστε είδες πως δε σε πίεσε καθόλου στη συνέχεια.

-Ναι, γιατί ο δημοσιογράφος ήταν δικός μας. Σε άλλη όμως συνέντευξη;

-Μην ανησυχείς εσύ δε φέρεις καμιά ευθύνη για την εθνότητα των εργατών μου. Πρέπει να σε κλείσω όμως γιατί έχω δουλειά. Θες τίποτε άλλο;

-Όχι, καληνύχτα.

 

Ô

 

Θέλοντας να αποδείξει στον πατέρα του την αξία του, που τόσα χρόνια μπορεί να μην το έλεγε αλλά σίγουρα τον θεωρούσε χαραμοφάη, ο Νίκος δούλευε σκληρά επιβλέποντας ο ίδιος τα έργα σε καθημερινή βάση, έλυνε όποιο πρόβλημα μπορεί να προέκυπτε και έψαχνε να βρει τρόπους να τα κάνει όλα τέλεια, ώστε να ικανοποιήσει τον μεγάλο Πέτρο Χαΐτογλου, και να αποφύγει ο ίδιος τις μομφές και την γκρίνια. Αυτό τον έκανε σκληρό και αμείλικτο. Με τον εργοδηγό του, έναν καινούργιο υπάλληλο τον οποίο είχε προσλάβει πρόσφατα ο ίδιος, μη θέλοντας να έχει κοντά του κάποιον χρόνια υπάλληλο της εταιρείας, τσιράκι του πατέρα του που θα του τα προλάβαινε όλα, προσπαθούσαν να φέρουν σε πέρας τις εκκρεμότητες που προέκυπταν τόσο μέσα στο εργοτάξιο όσο κι έξω από αυτό.

Μέσα στο κοντέινερ που χρησιμοποιούσαν για γραφείο, κοίταζαν τον χάρτη της περιοχής, όπως τους τον είχε σημαδέψει ο δήμαρχος, για να ξέρουν μέχρι ποια περιοχή ήταν η δική του αρμοδιότητα. Σύντομα θα έπρεπε να κανονίσουν να βρεθούν με τον άλλο δήμαρχο, αφού τα έργα τους θα επεκτείνονταν και προς εκείνη την πλευρά της Άρτας. Ο Αλέξανδρος, όπως ονομαζόταν ο εργοδηγός του, είχε πάρει της πληροφορίες του για τον άνθρωπο που θα έπρεπε να συναντήσουν μέσα στις επόμενες μέρες. Ο Βαγγέλης Βλάχος, άνηκε σε αριστοκρατική οικογένεια, ο πατέρας του ήταν αριστερός που είχε σκοτωθεί στον εμφύλιο, όπως ο πατέρας έτσι και ο γιος έχαιρε πάντα το σεβασμό και την εκτίμηση των συμπολιτών του και εκλεγόταν συνέχεια δήμαρχος. Παρά που άνηκε σε αριστοκρατική οικογένεια, οικονομικά είχαν ξεπέσει, όμως όπως συμβούλεψε ο Αλέξανδρος το αφεντικό του, καλό θα ήταν να απέφευγε να προσπαθήσει να τον εξαγοράσει, το πιο πιθανό ήταν να πάρει το ντουφέκι και να τους αρχίσει στο κυνηγητό, καλύτερα να τον έκανε να δει τα οφέλη. Αυτά συζητούσαν όταν από το εργοτάξιο ακούστηκε καυγάς, σηκώθηκαν και οι δύο από τις θέσεις του για να δουν δυο άντρες να έχουν αρπαχτεί στα χέρια, ο ένας ο πιο γεροδεμένος έδωσε ένα δυνατό χαστούκι στον άλλον. Ο Νίκος που δεν ήταν πρόθυμος να αφήνει κανέναν να παριστάνει το αφεντικό στις δουλειές του, με μεγάλα βήματα πλησίασε τους δυο άντρες, τους ξεχώρισε και έδωσε με τη σειρά του δυο χαστούκια σε αυτόν που χειροδίκησε.

«Εδώ γίνεται ό,τι λέω εγώ, και δε θέλω καυγάδες, εντάξει; … εντάξει;» ο άλλος κούνησε το κεφάλι του έχοντας το βλέμμα του χαμηλωμένο, όμως γύρισε και του έριξε μια οργισμένη ματιά πριν μιλήσει.

«Εντάξει!» συμφώνησε στο τέλος. Ο Νίκος πλησίασε και ρώτησε τον εργοδηγό του για εκείνους τους δύο που είχαν πιαστεί στα χέρια, ο Αλέξανδρος είχε καλή γνώμη για εκείνον που έφαγε το ξύλο. Ήταν εντάξει παιδί και δουλευταράς σχολίασε και μάλιστα πρέπει να είχε σπουδάσει στην πατρίδα του, νομικά ή κάτι τέτοιο. Ο άλλος ήταν σκέτος νταής, όλη την ώρα φώναζε στους συμπατριώτες του και έδινε διαταγές, μα πρώτη φορά είχε τολμήσει να σηκώσει χέρι πάνω σε άλλον.

 

Ô

 

Παρασκευή απόγευμα η Ξένια γύριζε στα σοκάκια της Άρτας, είχε περάσει από το σπίτι της Μάρθας αλλά δεν της είχε ανοίξει κανείς, μάλλον θα έλειπε αφού την περίμενε την επόμενη μέρα. Την πήρε τηλέφωνο για να την ενημερώσει ότι είχε φτάσει, η Μάρθα της είπε ότι θα επέστρεφε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, μα δεν προβλεπόταν να επιστρέψει σε λιγότερο από μια ώρα. Από το να καθίσει να την περιμένει έξω από το σπίτι της, αποφάσισε να κάνει μια βόλτα στα σοκάκια της πόλης, αφού πέρασε από τον μεγαλεπήβολο βυζαντινό ναό της  Παρηγορήτριας και ένιωσε το δέος για την τέχνη που διατηρούταν παρά το πέρασμα των αιώνων, προχώρησε προς τον πεζόδρομο. Έπρεπε οπωσδήποτε να βάλει κάτι στο στόμα της, το στομάχι της από ώρα της παραπονούταν, ενώ το κεφάλι της είχε αρχίσει να πονάει, ήταν αυτό που την προειδοποιούσε όταν το παράκανε και έπρεπε γρήγορα να φάει. Προχωρούσε στον πεζόδρομο απορρίπτοντας κάθε μικρή καντίνα με πρόχειρο φαγητό, προσπέρασε και ένα fast food και συνέχισε, μόλις θεώρησε ότι είδε αυτό που χρειαζόταν και ήταν έτοιμη να μπει μέσα, ένιωσε ένα χέρι να τη συγκρατεί απαλά από το μπράτσο, έστρεψε το κεφάλι της για να δει τον άγνωστο που τη διέκοπτε από την ιερή στιγμή του να παραγγείλει το φαγητό, και ειλικρινά με το που αντίκρισε το πρόσωπο του Νίκου, έμεινε με το στόμα ανοιχτό, πριν προλάβει να αντιδράσει, εκείνος την έβαλε στην αγκαλιά του, σαν να ήταν πάνινη κούκλα και την έσφιξε.

-Ξένια τι χαρά που σε βλέπω εδώ, δε μου είπε η Μάρθα ότι θα ερχόσουνα.

-Ορίστε; Ξέρεις ότι η Μάρθα …

-Φυσικά, μα καλά δε σου είπε τίποτα η φίλη σου, τα ξαναβρήκαμε.

-Όχι δε μου είπε τίποτα. Είπε συνεσταλμένα εκείνη. Ο Νίκος κοίταξε το ρολόι του.

-Δυστυχώς έχω μια δουλειά, πρέπει να φύγω, θα τα πούμε το βράδυ στο σπίτι και σφίγγοντας την πάλι στην αγκαλιά του, τη φίλησε σταυρωτά και έφυγε. Η Ξένια παρέμεινε να τον κοιτάει να απομακρύνεται, αναποφάσιστη για το τι θα έκανε, το στομάχι της είχε πάψει να κάνει παράπονα, ενώ το κεφάλι της την πονούσε ακόμα πιο έντονα, κι αυτή τη φορά δεν πίστευε ότι έφταιγε η έλλειψη τροφής. Μπήκε στο μαγαζί που νωρίτερα είχε σκοπό να φάει και ρώτησε αν φτιάχνουν καφέ, αφού πήρε θετική απάντηση, έδωσε παραγγελία και κάθισε σε ένα τραπέζι. Ώστε γι αυτό απέφευγε να της πει από το τηλέφωνο τι συνέβαινε και την είχε φάει να ανέβει στην Άρτα, για να την ενημερώσει ότι τα είχε βρει με το Νίκο, και αν ήταν έτσι ποιος ο λόγος να μην επιστρέφει στην Αθήνα. Αν και ήταν σίγουρη για όσα μόλις είχε μάθει, άλλωστε για ποιο λόγο να βρισκόταν ο Νίκος στην ίδια πόλη με τη Μάρθα αν δεν τα είχαν ξαναβρεί, η Ξένια ήθελε να το ακούσει από τη φίλη της, και ύστερα θα έπαιρνε το αμάξι της και θα πήγαινε να περάσει το διήμερο της αλλού πριν φύγει για την Αθήνα, τόσο ταξίδι έκανε. Θα μπορούσε να πάει στην Πρέβεζα ή και στη Λευκάδα, δεν ήταν μακριά. Το τηλέφωνο της χτύπησε, ήταν η Μάρθα που τη ρωτούσε που βρισκόταν, αφού της είπε το όνομα του μαγαζιού, έμεινε να την περιμένει για λίγο. Πέντε λεπτά αργότερα είδε τη Μάρθα να φτάνει με έναν νεαρό άντρα, από τη τζαμαρία τους είδε να ανταλλάσουν ένα φλογερό φιλί στα χείλη και αφού εκείνος έφυγε, η φίλη της μπήκε μέσα και πήγε να τη συναντήσει, αδιαμφισβήτητα έβλεπε όνειρο και σύντομα θα ξυπνούσε, κατέληξε η Ξένια μπερδεμένη.

Η Μάρθα αφού την αναζήτησε με το βλέμμα, κατευθύνθηκε προς το τραπέζι της και αφού έσκυψε και της έδωσε δυο φιλιά στα μάγουλα κάθισε χαμογελαστή απέναντι της, το βλέμμα της Ξένιας έπεσε πάνω στο μονόπετρο και ένιωσε ότι τα είχε εντελώς χαμένα, μα γιατί στην ευχή δεν είχε ξυπνήσει ακόμα.

-Τι σου συμβαίνει, τη ρώτησε παραξενεμένη η Μάρθα.

-Παντρεύεσαι;

-Α! αυτό, είπε η φίλη της και κοίταξε το δαχτυλίδι, είναι μεγάλη ιστορία θα σου εξηγήσω.

-Ανυπομονώ!

-Αλλά πρώτα πες μου τι θες να κάνουμε, θες να μείνουμε εδώ ή να φύγουμε για το σπίτι.

-Ειλικρινά είναι πρόκληση αυτό που με ρωτάς, να μείνουμε εδώ αφού δεν έχω σκοπό να έρθω στο σπίτι, ή να πάμε σπίτι για να μη με ακούσει ο κόσμος να ουρλιάζω.

-Ξένια τι συμβαίνει, είσαι καλά, γιατί να βάλεις τις φωνές;

-Είδα το Νίκο.

-Θα στο έλεγα.

-Τι ότι τα ξαναβρήκατε.

-Τι; Πως σου ήρθε αυτό πάλι;

-Μην το αρνείσαι, εκείνος μου το είπε, επιπλέον φοράς το μονόπετρο.

-Ντετέκτιβ έπρεπε να είσαι όχι δημοσιογράφος. Ο Νίκος βρίσκετε πράγματι στην Άρτα, αλλά όχι επειδή τα βρήκαμε, είναι μέρος του σκανδάλου για το οποίο έχω σκοπό να σου πω, αλλά δε νομίζω ότι είναι το κατάλληλο μέρος για να σου εξηγήσω. Οπότε ας πληρώσουμε και ας φύγουμε και θα στα εξηγήσω όλα από την αρχή.

 

Ô

 

Καθισμένες η μία απέναντι από την άλλη στο διαμέρισμα, η Μάρθα έλεγε όλα όσα είχαν συμβεί στη ζωή της από την στιγμή που είχε φτάσει στην πόλη. Εξήγησε ότι συνάντησε το Νίκο τυχαία από τις πρώτες κιόλας μέρες, μίλησε για τα λουλούδια και ύστερα για την δεξίωση, εκεί έκανε μια μεγάλη παρένθεση αφού θεωρούσε δευτερεύον θέμα την παρουσία του Νίκου στην πόλη μόνο και μόνο για να την ξανακερδίσει και άρχισε να της περιγράφει τι είχε μάθει για την Κοινοπραξία και όλα όσα είχε ακούσει στη δεξίωση. Η Ξένια αμίλητη άκουγε προσεχτικά τη φίλη της χωρίς να την διακόπτει, αν και φαινόταν να ανησυχεί περισσότερο για την παρουσία του πληγωμένου εραστή στην ίδια πόλη, ειδικά από την στιγμή που η φίλη της προσπαθούσε να φτιάξει τη ζωή της με έναν άλλο άντρα.

Η πόρτα του διαμερίσματος χτύπησε και τα κορίτσια κοιτάχτηκαν παραξενεμένα, με την σκέψη ότι ο Δημοσθένης μπορεί να είχε περάσει μόνο και μόνο για να γνωρίσει τη φίλη της και να της πει ένα γεια, σηκώθηκε να ανοίξει. Στη θέα του Νίκου η Μάρθα προσπάθησε να του κλείσει την πόρτα στα μούτρα, όμως εκείνος περιμένοντας μια παρόμοια αντίδραση είχε προλάβει και είχε βάλει το πόδι του στο άνοιγμα της πόρτας, ώστε να αποφύγει την κίνηση της αγαπημένης του. Μένοντας η πόρτα μισάνοιχτη και μην έχοντας δύναμη και τρόπο εκείνη να τον διώξει, ο Νίκος έσπρωξε την πόρτα κοιτώντας επικριτικά τη Μάρθα και μπήκε μέσα.

-Τι θες εδώ Νίκο;

-Δε θα κάτσω πολύ, μην ανησυχείς, απλά έφερα αυτά στην Ξένια, νομίζω ότι την ανήκουν. Είπε και χαμογελώντας έτεινε προς τη φίλη της Μάρθας το άλμπουμ με τις φωτογραφίες και το σκισμένο φάκελο με το γράμμα. Η Ξένια αφού τα κοίταξε έριξε μια ματιά στη φίλη της η οποία με τα χέρια στη μέση κοίταζε θυμωμένη το Νίκο.

-Όπως βλέπεις μωρό μου, αγαπάει ο Θεός τον κλέφτη αγαπάει και το νοικοκύρη. Είπε αφού άφησε τα πράγματα πάνω σε έναν καναπέ.

-Ωραία, έκανες αυτό που έπρεπε, είπες και αυτά που ήθελες να πεις, τώρα μπορείς να μας αδειάσεις τη γωνιά;

-Αρχικά δεν είπα όσα ήθελα να πω, αλλά επειδή βλέπω ότι γίνομαι ενοχλητικός  θα φύγω. Η Μάρθα αρκέστηκε να κουνήσει καταφατικά το κεφάλι της.

-Εντάξει δεν χρειάζεται να γίνεσαι τόσο αγενής, θα φύγω. Ένα φιλί; Και έκανε μια κίνηση προς τη μεριά της, όμως η Μάρθα πρόλαβε και τραβήχτηκε πίσω. Καλή διαμονή στην πόλη μας Ξένια, ευχαριστήσου τη φίλη σου, γιατί ποτέ δεν ξέρεις…

-Τι σημαίνει αυτό, Κάλχα; Τον ρώτησε η Ξένια που τόση ώρα παρέμενε σιωπηλή. Εκείνος αρκέστηκε να ανασηκώσει τους ώμους του, ενώ στράφηκε προς τη Μάρθα για να πει μια τελευταία φράση.

-Εμείς μωρό μου θα τα ξαναπούμε. Κι αφού της έκλεισε το μάτι πέρασε την ανοιχτή πόρτα που την άκουσε να κλείνει με θόρυβο πίσω του. 

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ

           

-Έτσι όπως τα λες, όντως φαίνεται ότι κάτι παράνομο έχει συμβεί στο διαγωνισμό, αλλά πάλι δεν μπορούμε να είμαστε απόλυτα βέβαιοι, για αρχή πρέπει να μιλήσω στον πρόεδρο της Πανηπειρωτικής Κοινοπραξίας, φαντάζομαι ότι θα καταλάβω από το ύφος του αν είναι απλά πικραμένος που έχασε τη δουλειά ή πιστεύει όλα αυτά που υποστηρίζει. Αλλά και πάλι πρέπει να βρούμε στοιχεία, μπορεί η εφημερίδα μας να είναι πολιτικά αντίπαλη της κυβέρνησης όμως δε θα διακινδυνέψει να ανεβάσει κάτι χωρίς στοιχεία, δεν είναι καιρός να πληρώνουμε αποζημιώσεις.

-Καταλαβαίνω τι λες, όμως εκείνοι στη δεξίωση που άκουσα να μιλάνε;

-Μπορεί η πηγή τους να είναι κάποιος από μέσα από την Κοινοπραξία, επαρχιακή πόλη είναι η Άρτα και μάλιστα μικρή, τέτοιες φήμες είναι εύκολο να κυκλοφορήσουν γρήγορα εδώ.

-Κι ο Νίκος τι ρόλο λες να παίζει σε όλο αυτό;

-Αν με ρωτάς αν η HIGH, ανέλαβε τη δουλειά μόνο και μόνο για να βρίσκεται ο Νίκος κοντά σου, θα διαφωνήσω, προφανώς παίζονται πολλά σε αυτή τη δουλειά, και ειδικά αν ισχύουν οι υποψίες του προέδρου της Κοινοπραξίας. Η εταιρεία του θα ήθελε ούτως ή άλλως να χτυπήσει τη δουλειά, όμως μπορεί εσύ να έβγαινες αλώβητη από όλο αυτό, αν ο Νίκος δεν ήξερε ότι βρίσκεσαι στην Άρτα, που από μόνη σου του το πρόδωσες με τη μη συστημένη επιστολή. Μαθαίνοντας λοιπόν ο πρώην αγαπητικός σου που κρύβεσαι μπορεί να έδειξε ενδιαφέρον να αναλάβει τα έργα εδώ, αλλιώς μπορεί να είχε έρθει ο οποιοσδήποτε άλλος από την εταιρεία και να μη συναντιόσασταν ποτέ με εκείνον, ή ίσως να συναντιόσασταν στα εγκαίνια όταν θα τελείωναν τα έργα, οπότε τότε λογικά θα το είχε ξεπεράσει.

-Και γιατί στείλανε την πρόταση τους τελευταία στιγμή πριν λήξει ο διαγωνισμός;

-Μα για να ξέρουν την καλύτερη προσφορά.

-Με λίγα λόγια τα έκανα σκατά.

-Στο δικό σου κομμάτι! Μην επιβαρύνεις τον εαυτό σου με τις ευθύνες που η κοινοπραξία δεν ανέλαβε τα έργα. Γι αυτό μάλλον υπεύθυνοι είναι ο δήμαρχος με την κατασκευαστική εταιρεία. Και τώρα θα μου επιτρέψεις να διαβάσω μια επιστολή που έπρεπε να την είχα διαβάσει εδώ και δυο μήνες περίπου. Είπε και πήρε το γράμμα της Μάρθας από τον καναπέ που το είχε αφήσει ο Νίκος.

-Αφού στα είπα προφορικά!

-Άλλη γλύκα έχει ο γραπτός ο λόγος, επιπλέον θέλω να δω τι έχει διαβάσει ο Νίκος και να αξιολογήσω τη ζημιά. Είπε και βγάζοντας την επιστολή από το φάκελο, κάθισε σε μια πολυθρόνα και ξεκίνησε να διαβάζει, επιτρέποντας στη Μάρθα να βυθιστεί στις σκέψεις της.

«Μάλιστα», μουρμούρισε όταν τελείωσε, ενώ δίπλωσε το γράμμα και το έβαλε μέσα στο φάκελο του.

-Πριν διαβάσω το γράμμα μπορούσα να ελπίζω ότι η κατάσταση με το Νίκο ίσως και να διορθωθεί, τώρα αποκλείω αυτό το ενδεχόμενο. Δε σε πειράζει πάντως να σου απαντήσω προφορικά, για αρχή ο Στέφανος έγινε πάλι ο αδιόρθωτος γόης της εφημερίδας που ήταν πριν μπλέξει μαζί σου, φλερτάρει με ό,τι είναι θηλυκού γένους και κινείται, ακόμα και με τις καρέκλες.

-Αυτές με τα ροδάκια να υποθέσω.

-Φυσικά, ξεκαθάρισα με ό,τι κινείται. Το Σωτήρη δε θα τον σχολιάσω, παλιά ιστορία, ούτε τη μητέρα σου, μου φτάνει η δική μου που τρώγεται για γάμο και εγγόνια. Ήσουν πράγματι πολύ τυχερή με τη δουλειά. Τώρα για το Νίκο τι να πω, τα ξέρεις από πρώτο χέρι, αν και θα ήθελα να είμαι από μια πλευρά να τον έβλεπα όταν διάβαζε το γράμμα και μάθαινε για την ύπαρξη και δεύτερου άντρα, θα ήταν απολαυστική η εικόνα του! Από την άλλη είναι γεγονός ότι πήρε βαριά την πληροφορία και το κέρατο και φοβάμαι ότι θα προσπαθήσει να σε κάνει να το πληρώσεις, δεν είναι και λίγο να κερατώνεις κοτζάμ Νίκο Χαΐτογλου… αν δεν ήταν ο νεαρός που σε είδα να τον φιλάς έξω από το μαγαζί, θα σου πρότεινα να το παίξεις πληγωμένη και μετανιωμένη, ότι αναγνωρίζεις το σφάλμα που έκανες και ότι θέλεις να γυρίσεις κοντά του, αν έπαιρνε την αναγνώριση που ήθελε, ίσως να σε παράταγε ήσυχη, όμως τώρα δεν είμαστε για τέτοια παιχνίδια. Ο τύπος με τα λουλούδια έξω από τον Άγιο Δημήτριο, τι έγινε τον ξανασυνάντησες;

-Α ναι, με αυτά και με αυτά δε σου είπα, τον ξανασυνάντησα, και μάλιστα αρνήθηκε να δεχτεί πίσω το δαχτυλίδι που ήταν κρυμμένο στο μπουμπούκι. Είπε και της έδειξε το δάχτυλο με το μονόπετρο.

-Oh τι gentleman! Μόνο με το να φοράς ένα μονόπετρο σου κόβει την τύχη, από την άλλη είδα με τα μάτια μου ότι φιλήθηκες στη μέση του δρόμου με έναν ωραίο άντρα οπότε το παίρνω πίσω. Όμως ο άντρας με τα λουλούδια τι απέγινε;

-Ο άντρας με τα λουλούδια είναι ακριβώς εκείνος που με είδες να φιλιέμαι.

-Σοβαρά; Η Μάρθα κούνησε χαμογελαστή το κεφάλι της καταφατικά. Πάντως ωραίο αυτό που μου έγραφες για το ότι έχουμε χρόνια για άντρες, δεν πρόλαβες να πατήσεις το πόδι σου στην πόλη και αντικατέστησες με τη μία και τους δύο και ελπίζω μόνο με έναν άντρα, είπε και της έριξε ένα ειρωνικό βλέμμα.

-Πίστεψε με δεν χρειάζομαι άλλον.

-Χαίρομαι που το ακούω, πάντως αν πίστευα σε αυτά, θα θεωρούσα ότι ο άντρας με την ανθοδέσμη είναι το πεπρωμένο σου.

-Μακάρι, αν και είναι νωρίς για να το ξέρουμε αυτό!

-Πρόσεξε μόνο μην τα θαλασσώσεις, και με το Νίκο εδώ γύρω δε θα μου φαινόταν απίθανο.

-Τι εννοείς;       

-Ότι θα σου βάλει πολλές τρικλοποδιές, να είσαι βέβαιη.

-Καλά, άσε τώρα τα δικά μου και πες μου τα δικά σου, στην Αθήνα δεν υπάρχει κανένας στη ζωή σου απ’ όταν έφυγα;

-Άφησες κανέναν άντρα και για εμάς τις υπόλοιπες!

-Έλα μην υπερβάλεις, και ξέρεις ότι δεν φταίω εγώ, που εσύ τους φοβίζεις!

-Εγώ τους φοβίζω; Είσαι σοβαρή…

-Καλό θα ήταν να είσαι πιο κοριτσάκι, εσύ έχεις βγει τσολιάς!

-Τσολιάς, αχ! ναι, και να δεις που την Κυριακή είμαι φρουρός στον άγνωστο στρατιώτη. Και επιπλέον έτσι είμαι, δεν μπορώ να υποκριθώ, καιρός και οι άντρες να μάθουν ποιος είναι το αφεντικό.

-Καλά θα την κάνουμε μια άλλη φορά αυτή την κουβέντα που θα έρθεις σε εμένα για συμβουλές…

-Δεν τρελάθηκα, εσύ θα θες να παριστάνω την αδύναμη που χρειάζεται προστασία.

-Φυσικά, αρέσει στους άντρες να φαίνονται εκείνοι οι δυνατοί, εσύ αν συνοδεύεσαι και σε κοιτάξει άλλος θα πας, θα τον πιάσεις από το πέτο και θα του πεις, τι κοιτάς ρε χλεχλε, δεν βλέπεις ότι συνοδεύομαι.

-Κάνω ότι δεν το άκουσα και συνεχίζω το σχολιασμό.

-Δεν βαρέθηκες να σχολιάζεις;

-Είσαι με τα καλά σου; Δημοσιογράφος είμαι. Αν δεν κάνω εγώ σχόλια ποιος θα κάνει! Συνεχίζω λοιπόν. Είμαι καλά, εύχομαι το ίδιο και για σένα. Μην ανησυχείς προσέχω τον πολύτιμο εαυτό μου. Και τώρα πάω για ένα μπάνιο που έχω τόσο πολύ ανάγκη. Και ετοίμασε τίποτα να φάμε, πεινάω σα λύκος!   

 

Ô

 

Όπως τους τον είχαν περιγράψει το Βαγγέλη Βλάχο, έτσι ακριβώς ήταν, ίσως να είχαν παραλείψει μάλιστα και πράγματα. Ένας άντρας που είχε περάσει τα πενήντα, ψηλός και γεροδεμένος. Κάθισαν στην αυλή του και μοιράστηκε ο ίδιος με τον Αλέξανδρο, τον εργοδηγό των έργων, ένα μπουκάλι τσίπουρο, ο Νίκος προτίμησε να πιει έναν καφέ, ήθελε να είναι νηφάλιος όσο συνομιλούσε με αυτό το θεριό. Του περιέγραψαν πως θα είχαν τα πράγματα, όσο πιο ιδανικά γινόταν, όμως εκείνος ρωτούσε και ξαναρωτούσε τι θα γινότανε με την οικολογική καταστροφή, δε φαινόταν να ενδιαφέρεται και τόσο για τον τουρισμό και τα χρήματα που θα κέρδιζε η περιοχή του, άλλωστε εκεί πάνω όλοι δούλευαν και έβγαζαν το ψωμί τους από τη φύση και τα ζωντανά. Αφού τον καθησύχασαν ότι τα έργα δε θα έβλαπταν την περιοχή του και τα χωριά που περιλαμβάνει, αντιθέτως θα κέρδιζαν από την ανάπτυξη που θα γινόταν στον τόπο του, τους έδωσε το χέρι και συμφώνησε μαζί τους, μια τελευταία όμως απαίτηση που είχε, ήταν να μην βλάψουν το γεφύρι, το οποίο έστεκε για αιώνες στη θέση του και ήταν το στολίδι του χωριού του. Μην μπορώντας να κάνουν κι αλλιώς, δέχτηκαν και αυτή του την απαίτηση.

Αφού έφυγαν από το σπίτι του δημάρχου, αποφάσισαν πριν μπουν στο αυτοκίνητο για να επιστρέψουν στην πόλη της Άρτας, να κάνουν μια βόλτα στην περιοχή για να δούνε όλα όσα έπρεπε από κοντά, συζητώντας έφτασαν ως το γεφύρι. Ήταν ένα παραδοσιακό πετρόχτιστο, ηπειρώτικο γεφύρι, ανάμεσα στις πέτρες του είχαν φυτρώσει χορταράκια, ενώ από κάτω περνούσε το ποτάμι και συνέχισε τον δρόμο του ως τον Αμβρακικό. Καλοκαίρι πια, τα νερά ήταν λίγα, περισσότερο λίμναζαν σε κάποιες λακκούβες, όμως μπορούσαν να φανταστούν το χειμώνα το νερό να κυλάει ορμητικά κάτω από το γεφύρι. Γύρω τους δέντρα και θάμνοι έφτιαχναν μια ειδυλλιακή εικόνα για τα μάτια των διαβατών. Ο Νίκος αφού θαύμασε λίγο το τοπίο που πιθανόν σύντομα θα το κατέτρωγαν τα έργα, στράφηκε προς τον Αλέξανδρο και τον ρώτησε αν είχε συμβεί κανένα επεισόδιο στο εργοτάξιο με τους δυο αλβανούς, που τις προάλλες είχαν πιαστεί στα χέρια, ο εργοδηγός έγνεψε αρνητικά, αν και είχε δει κάποια δηλητηριώδη βλέμματα του νταή προς τον άλλον, ίσως να θελήσει να εκδικηθεί έξω από το εργοτάξιο και τη δουλειά, το συμπατριώτη του. Ας έκανε ότι ήθελε έξω, σκέφτηκε ο Νίκος, ενώ ο Αλέξανδρος τον ρώτησε μήπως έπρεπε να τον απολύσουν, να του πάρουν την πράσινη κάρτα και να τον στείλουν πίσω στην πατρίδα του, το αφεντικό του έγνεψε αρνητικά, ήταν της άποψης ότι κάτι τέτοιοι ήταν ένα κι ένα να κάνουν την βρώμικη δουλειά αν χρειαστεί.

-Και ύστερα να σε εκβιάζουν. Σχολίασε ο Αλέξανδρος.

-Μην ανησυχείς και ξέρω τον τρόπο να τους αντιμετωπίσω και αυτούς και τους εκβιασμούς τους, σχολίασε εκείνος. Πάντως εδώ που τα λέμε και εσύ μαφία μου φαίνεσαι, φέρνεις λαθρομετανάστες, τους κανονίζεις τα χαρτιά, τι άλλες παρανομίες κάνεις Αλέξανδρε; Ο εργοδηγός τον κοίταξε στην αρχή με απορία και ύστερα χαμογέλασε.

-Τι το ψάχνεις αφεντικό, άνθρωπος όπως όλοι οι άνθρωποι είμαι και εγώ. Άλλοι βαράν τα όργανα, εγώ χορεύω στο ρυθμό τους. Και δεν το θεωρώ και κακό που φέρνω Αλβανούς, και ούτε υποκριτής είμαι σαν άλλους που τους έχουν στα χωράφια τους και στις δουλειές και τους κακολογούν. Ύστερα η συζήτηση στράφηκε πάλι προς το δήμαρχο και στο πως κατέβαζε το τσίπουρο, και μάλιστα δε φαινόταν να τον πειράζει, τουλάχιστον στα λογικά του, γιατί για το συκώτι του…

 

Ô

 

Φεύγοντας από την κατοικία του προέδρου της Κοινοπραξίας η Ξένια ήταν σκεπτική, τον είχε βάλει και τις είχε πει όλες τις υποψίες του και όσα είχαν προηγηθεί του διαγωνισμού, όταν ο Κοσυφάκης επέμενε ότι συνέφερνε την Πανηπειρωτική Κοινοπραξία να ρίξει όλο της το βάρος στα συγκεκριμένα έργα χτυπώντας το διαγωνισμό. Παλιός φίλος και υποστηρικτής του δημάρχου ο πρόεδρος τον εμπιστεύτηκε και το αποτέλεσμα ήταν να ρίξει την εταιρεία στα βράχια. Όλα όσα της είχε πει ήταν καλά στηριγμένα, όμως με υποθέσεις δεν μπορείς να αρχίσεις να κρίνεις και να κατηγορείς ανθρώπους για παράνομες πράξεις, χωρίς να βρεις τον μπελά σου. Συνάδελφοι της στην εφημερίδα που ήταν πιο παρορμητικοί θα είχαν ετοιμάσει ήδη το άρθρο, αποφεύγοντας να χρησιμοποιήσουν ονόματα εμπλεκόμενων ή την περιοχή, θα έριχναν όμως τα βέλη τους προς την κατεύθυνση του δήμου και της «HIGH», και με τρόπο θα ρώταγαν το αναγνωστικό τους κοινό τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια. Όμως η Ξένια προτιμούσε να πατάει γερά στα πόδια της πριν ξεκινήσει να δημοσιεύει ανάλογα άρθρα, άλλωστε ήταν δημοσιογράφος της έρευνας όμως πως θα προχωρούσε στα άδυτα της εταιρείας αλλά και του δήμου για να βρει άκρες.

Αναρωτήθηκε για μια στιγμή μήπως απλά ήταν η πικρία του προέδρου για τον παλιό φίλο του και δήμαρχο, όμως δεν πίστευε ότι η πικρία και μόνο θα υποκινούσε έναν τέτοιον άνθρωπο, μπορεί να ήταν απογοητευμένος από την επικείμενη καταστροφή του. Αν ήταν δικιά του η ευθύνη θα την αναλάμβανε, υπήρχε και η περίπτωση να μην ευθυνόταν κανένας και να ήταν μια απλή σύμπτωση. Ένας ειρωνικός μορφασμός ξέφυγε για την σκέψη της, σύμπτωση, στην Ελλάδα ζούμε δεν υπάρχουν συμπτώσεις, όταν πρόκειται για οικονομικά οφέλη. Έπρεπε οπωσδήποτε να βρει άκρες τόσο μέσα στο δημαρχείο όσο και στην εταιρεία, αλλά πως βρίσκεις κατασκόπους σε τέτοια μέρη. Τελικά η μεγάλη υπόθεση θα πήγαινε στο βρόντο, όμως παντού υπάρχουν άνθρωποι έτοιμοι να χρηματιστούν, ίσως η Μάρθα να ήξερε κάποιον από την εταιρεία του Νίκου ώστε να τη βοηθήσει, αλλά πάλι πως θα ήταν βέβαιη ότι θα της έλεγε την αλήθεια, τέτοιες εποχές είναι επικίνδυνες να παίρνεις ρίσκα, αν σε ανακαλύψουν από τη μια στιγμή στην άλλη μπορείς να βρεθείς στον δρόμο και από εκεί στη μεγάλη ουρά του ταμείου ανεργίας στον ΟΑΕΔ.

Ίσως έπρεπε να χαλαρώσει λίγο και να απολαύσει τις λίγες ώρες που τις απέμεναν στην Άρτα πριν επιστρέψει την επόμενη μέρα στη βάση της. Η Μάρθα της είχε υποσχεθεί ότι θα γνώριζε το Δημοσθένη και με όλα αυτά που της είχε πει ανυπομονούσε, έφτασε έξω από την πολυκατοικία που έμενε η φίλη της και πάρκαρε το αυτοκίνητο της, βγήκε από αυτό και κατευθύνθηκε προς την είσοδο όπου περίμενε ένας άντρας, προφανώς να του ανοίξουν, στράφηκε και την κοίταξε χαρίζοντας της ένα χαμόγελο, του ανταπέδωσε το χαμόγελο και του έριξε μια γρήγορη διερευνητική ματιά, ήταν ένας ψηλός άντρας, μελαχρινός, καλοξυρισμένος, επίσημα ντυμένος με σκούρα καστανά μαλλιά και μάτια, το κουδούνι που άνοιγε την πόρτα ακούστηκε και εκείνος την έσπρωξε με το βάρος του σώματος του ενώ άφησε την Ξένια να προχωρήσει μπροστά. Εκείνη τον ευχαρίστησε και προπορεύτηκε ενώ ένιωσε το βλέμμα του κολλημένο στους γοφούς της, στράφηκε και του έριξε μια βιαστική ματιά για να αντιληφθεί ότι δεν έκανε λάθος. Ανεβαίνοντας την σκάλα άκουσε μια πόρτα από διαμέρισμα να ανοίγει, φτάνοντας στον όροφο της φίλης της είδε ότι η δική της πόρτα ήταν μισάνοιχτη, η Ξένια προχώρησε με βεβαιότητα, μόλις μπήκε μέσα πήγε να την κλείσει, όμως ένιωσε ένα εμπόδιο να την συγκρατεί. Κοίταξε πίσω της να δει τι εμπόδιζε την πόρτα για να δει το μελαχρινό άντρα να κρατάει τη μύτη του, ενώ τα μάτια του είχαν δακρύσει.

-Παρακαλώ; Τον ρώτησε αυστηρά.

-Συγνώμη, η Μάρθα; Είπε εκείνος προσπαθώντας να συνέρθει, η Μάρθα εμφανίστηκε στον χώρο.

-Ξένια ήρθες; Πως πήγε; Βασίλη τι έπαθες; Η Ξένια αναμέρισε για να μπει ο μελαχρινός άντρας κοιτώντας τον με απορία. Ποιος ήταν πάλι ο Βασίλης, αδιόρθωτη η φίλη της όπως όλα έδειχναν, και ύστερα μίλαγε για κάποιον Δημοσθένη.

-Μόλις έφαγα μια πόρτα στα μούτρα.

-Συγνώμη δεν κατάλαβα, είπε η Ξένια και κοίταξε τη Μάρθα εκνευρισμένη, είχε τόσα να της πει και εκείνη έφερνε φίλους της στο σπίτι, ή απλά δεν την περίμενε να έρθει ακόμα.

-Δεν πειράζει, είμαι ήδη καλύτερα, είπε εκείνος από ευγένεια, παραμένοντας όμως να κρατάει τη μύτη του.

-Βασίλη να σου συστήσω την αδερφή μου! είπε και αγκάλιασε από τους ώμους την Ξένια.

-Δεν ήξερα ότι έχεις αδερφή. Και μάλιστα τόσο όμορφη, είπε αποφασίζοντας να τραβήξει το χέρι του από την πονεμένη του μύτη και να το προσφέρει στην Ξένια που εξακολουθούσε να τον κοιτάει δύσπιστα.

-Έχω και αδερφή η οποία ζει στη Θεσσαλονίκη, όμως η Ξένια είναι από εκείνες τις σπάνιες περιπτώσεις που σου χαρίζει η ζωή για φίλους και καταλήγουν καλύτεροι και από αδέρφια.

-Κατάλαβα, αδέρφια από διαφορετικούς όμως γονείς.

-Πολύ ωραία το έθεσες, σχολίασε η Μάρθα, ο Βασίλης είναι ξάδερφος του Δημοσθένη, και εργάζεται στο δήμο της Άρτας. Ξαφνικά το ενδιαφέρον της Ξένιας αναζωπυρώθηκε. Μήπως ήταν αυτό που γύρευε, ήταν μια αρχή. Πάω να σου φέρω το στικάκι με τις φωτογραφίες που είναι για τύπωμα, μέσα υπάρχει ένα αρχείο με ακριβείς τις διαστάσεις που πρέπει να τυπωθούν.

-Κάτσε Βασίλη, μη στέκεσαι, ανέλαβε τα ηνία της οικοδέσποινας η Ξένια, λυπάμαι για … μήπως θες να σου φέρω πάγο;

-Εντάξει, είμαι καλά, άλλωστε δεν είμαι σίγουρος ότι κάνει να βάζουμε πάγο στη μύτη.

-Ιδέα δεν έχω.

-Οπότε ας μην το κάνουμε χειρότερο.

-Σύμφωνοι, ώστε δουλεύεις στο δήμο.

-Ναι, εσύ;

-Δημοσιογράφος.

-Ωχ!

-Ωχ;

-Συγνώμη δεν ήθελα να σε προσβάλω, είναι αυτόματη αντίδραση.

-Και τι σε κάνει να έχεις ως αυτόματη αντίδραση το ωχ! όταν ακούς τη λέξη δημοσιογράφος, έχει κάτι να κρύψει ο δήμος της Άρτας; Της ξέφυγε το επαγγελμα­τικό της ύφος.

Αρκέστηκε να κουνήσει το κεφάλι του αρνητικά, έχοντας ένα αινιγματικό χαμόγελο στα χείλη, το οποίο η Ξένια θα μπορούσε να πει ότι τον έκανε γοητευτικό.

-Μήπως εσύ τότε έχεις να κρύψεις τίποτα; Τον ρώτησε πονηρά εκείνη δαγκώνοντας τα χείλη της για να κρύψει το χαμόγελο που πήγαινε να σχηματιστεί.

-Ούτε εγώ, απλά να, εσείς οι δημοσιογράφοι δεν το βάζετε με τίποτα κάτω, ψάχνετε πάντα για το θέμα σας.

-Τη δουλειά μας προσπαθούμε να κάνουμε. Μπαίνοντας η Μάρθα μέσα αντικρίζοντας τα έντονα βλέμματα που αντάλλασαν οι καλεσμένοι της ένιωσε τουλάχιστον περιττή, πολύ θα ήθελε να επιστρέψει πάλι στα δωμάτια και να τους αφήσει για λίγο ακόμη μόνους τους, ώμος πρόλαβε και την είδε ο Βασίλης οπότε άφησε στην άκρη το ύφος του γόη.

-Στο έφερα, είπε η Μάρθα και του έδωσε το στικάκι.

-Μήπως πρώτα θες να το τσεκάρεις; Είπε και έτεινε πειράχτηκα το χέρι του με το στικάκι στην Ξένια.

-Μη με προκαλείς, μπορεί και να το κάνω. Σχολίασε παιχνιδιάρικα εκείνη.

Μένοντας μόνα τα δυο κορίτσια η Μάρθα κοίταξε τη φίλη της με απορία, πρώτη φορά την έβλεπε έτσι με έναν άντρα. Όταν άκουσε από την Ξένια ότι ο Βασίλης ήταν αυτό που μπορεί να γύρευε, κι ενώ στην αρχή ενθουσιάστηκε, αφού το μυαλό της πήγε στο πονηρό, όταν η φίλη της αποκάλυψε ότι μπορεί να βρήκε τον άνθρωπο που έχοντας πρόσβαση στο δήμο θα έψαχνε για εκείνη τα αρχεία του δημάρχου για κάτι ύποπτο, ο ενθουσιασμός της  Μάρθας εξαφανίστηκε με μιας. Πάλι πως θα έφερνε εις πέρας τη δουλειά είχε εκείνο το κορίτσι στο μυαλό του, τσάμπα κανόνισε να κουβαλήσει στο διαμέρισμα της το Βασίλη την ώρα που υπολόγιζε ότι θα επέστρεφε από τη συνάντηση της με τον πρόεδρο της κοινοπραξίας, για την Ξένια σίγουρα όχι τόσο άδικα αφού γύρευε κάποιον να είναι στα μέσα και στα έξω του δήμου. Μίλησαν λίγο για τις σκέψεις του προέδρου της κοινοπραξίας, δεν είχε να προσθέσει κάτι περισσότερο εκτός από τις υποψίες του, και ήταν πολύ πιθανόν όντως να είναι τα πράγματα έτσι όπως υπέθετε, αφού τόσο η ημερομηνία που παρέδωσε την πρόταση της η HIGH όσο και η ελάχιστα καλύτερη προσφορά της από εκείνη της κοινοπραξίας ήταν ικανή να βάλει τον οποιονδήποτε σε υποψίες, όμως αυτό δεν αρκούσε, έπρεπε να γίνει έρευνα και σε αυτό θα τη βοηθούσε ο Βασίλης.

-Πόσο μακριά θα φτάσεις γι αυτή τη δουλειά; Την ειρωνεύτηκε η φίλη της.

-Μα δεν έχω να κάνω τίποτα περισσότερο από κάποιες γενικές υποθέσεις και τις ερωτήσεις μου. Αλήθεια δεν ξέρεις κάποιον που να εργάζεται στην εταιρεία του πρώην αγαπητικού σου που να μπορεί να μας βοηθήσει;

 Η απάντηση της Μάρθας ήταν ένας βαθύς αναστεναγμός και να σηκώσει τα χέρια ψηλά. Όμως εκείνη δεν είχε κουβαλήσει τη φίλη της στην Άρτα για να της μιλήσει για τις υποψίες της! Ήταν δίκαιο μόλις αποκάλυψε αυτό που την απασχολούσε για τις βρώμικες δουλειές του πρώην αγαπημένου της να απαλλαχτεί από την έγνοια. Άλλωστε γνώριζε πολύ καλά την Ξένια, οι υποθέσεις που αναλάμβανε να διαλευκάνει της γινόταν εμμονή, ίσως ήταν λάθος που της είχε μιλήσει, δε θα ησύχαζε αν δεν έβρισκε τρόπο να ολοκλη­ρώσει την έρευνα της, ευχόταν μόνο να μην την μπλέξει και βρει κανένα μπελά.

-Άσε με να το σκεφτώ και θα σου πω. Της απάντησε ενώ την προέτρεψε να πάει να ετοιμαστεί μιας και σε λίγο θα πέρναγε ο Δημοσθένης να τις πάρει για να πάνε να φάνε έξω.    

 

Ô

 

Κάτω από τον γέρο πλάτανο, δίπλα στο γεφύρι, καθισμένη η συντροφιά τους, έτρωγε μεζέδες από την ποικιλία που είχαν παραγγείλει και έπιναν μπύρες. Η Ξένια πρώτη φορά στα χρονικά της φιλίας της με τη Μάρθα ήταν ικανοποιημένη με την επιλογή της φίλης της, ο Δημοσθένης ήταν ένα απλό παιδί και αν και μορφωμένος δεν ήταν ξιπασμένος, όταν η συζήτηση πήγαινε σε θέματα που ο ίδιος γνώριζε, εξηγούσε χωρίς να κομπάζετε για τις γνώσεις του, όπως για παράδειγμα έκανε ο Στέφανος στην εφημερίδα ή ακόμα χειρότερα ο Χαΐτογλου. Ίσως τελικά είχε πάρει το μάθημα της με το να μπλέκει με ακατάλληλους άντρες η φιλενάδα της, αν και της είχε κοστίσει κομματάκι. Η Μάρθα από την πλευρά της ένιωθε ένα είδος γαλήνης, που είχε κοντά της τους συγκεκριμένους δυο ανθρώπους, και γερμένη στην αγκαλιά του Δημοσθένη άκουγε τη διήγηση της φίλης της για το φλερτ ενός επίμονου πολιτικού και γέλαγε με την καρδιά της. Όλα είχαν ξεκινήσει την προηγούμενη εβδομάδα όταν πήγε στο πολιτικό του γραφείο για να του πάρει συνέντευξη, η πρώτη παρατήρηση της Ξένιας ήταν ότι μιλούσε για μια ολόκληρη ώρα χωρίς σταματημό, όχι το σαλόνι της εφημερίδας δεν αρκούσε για να μπει η συνέντευξη του, αλλά ούτε ολόκληρη η εφημερίδα με το ένθετο μαζί, άνοιγε όλη την ώρα παρενθέσεις και συνέχιζε ασταμάτητα να μιλάει, χωρίς να είναι συγκεκριμένος σε αυτά που έπρεπε να απαντήσει, ενώ το πόσες φορές είπε τη λέξη ΕΓΩ και μάλιστα με στόμφο, το κατάλαβε μόνο την ώρα που έκανε την απομαγνητοφώνηση, εκείνος μίλαγε και η Ξένια βλαστήμαγε την ώρα που θα έπρεπε να περάσει σε χαρτί όλα όσα έλεγε για να τυπωθούν στην εφημερίδα, αφού τελείωσε η συνέντευξη την κάλεσε να πιουν έναν καφέ μαζί, το οποίο φυσικά εκείνη το αρνήθηκε μιας και το ίδιο απόγευμα έπρεπε να παραδώσει τη συνέντευξη ώστε να προλάβει να μπει στο φύλλο της Κυριακής. Δεν στάθηκε στον κόπο να σχολιάσει τι πέρασε και πόσες ώρες έκανε απομαγνητο­φώ­νηση ώστε να ψαρέψει τις σωστές απαντήσεις που ανταποκρινόταν στις ερωτήσεις της. «Και ύστερα κατηγορούν τους δημοσιογράφους ότι κάνουν μοντάζ σε αυτά που λένε οι ερωτώμενοι, γίνε συγκεκριμένος να γράψω την ουσία, μη με αφήνεις σε μια θάλασσα άχρηστων πληροφοριών να ψαρεύω!» σχολίασε η Ξένια στη Μάρθα όταν το κινητό του Δημοσθένη χτύπησε. Ήταν ο Βασίλης, το μεσημέρι του είχε προτείνει η Μάρθα να πάει μαζί τους όμως εκείνος είχε κάποιες υποχρεώσεις, τελικά τηλεφώνησε στο Δημοσθένη να δει πως πέρασαν και όταν έμαθε ότι τους είχε πάρει το απόγευμα και ήταν ακόμα στον «Πρωτομάστορα» ρώτησε αν μπορούσε να πάει να τους συναντήσει. Μόλις ενημέρωσε τα κορίτσια εκείνες αντάλλαξαν ένα γρήγορο βλέμμα που όμως δε διέφυγε από το Δημοσθένη, αλλά δεν το σχολίασε και η Ξένια συνέχισε τη διήγηση της.

Αφού η συνέντευξη κυκλοφόρησε στο φύλλο της Κυριακής, ο πολιτικός δεν αμέλησε να τηλεφωνήσει στην Ξένια να την ευχαριστήσει για τη συνέντευξη και για το πόσο σωστά την απέδωσε στην εφημερίδα, αφού αντάλλαξαν κάποιες τυπικές κουβέντες ο πολιτικός της πρότεινε να της κάνει το τραπέζι ώστε να της το ανταποδώσει, μην έχοντας καμία όρεξη να περάσει δυο τρεις ώρες με ένα παραλυμένο τζόβενο, όσο πιο ευγενικά μπόρεσε αρνήθηκε την πρόταση του, λέγοντας πως απλά έκανε τη δουλειά της όσο πιο καλά μπορούσε και ότι δε χρειαζόταν να της ανταποδώσει τίποτα. Εκείνος επέμενε, όμως δεν ήξερε καλά τη φίλη της Μάρθας, η οποία πήρε την σκυτάλη της διήγησης ώστε να δώσει στο Δημοσθένη και πλέον στο Βασίλη που καθόταν δίπλα στην Ξένια να καταλάβουν τι εστί παραξενιά. Αφού τελείωσε με την παρένθεση της, η Ξένια συνέχισε μιας και η ιστορία του επίμονου πολιτικού δεν τελείωνε τόσο εύκολα, εκτός που έλαβε λουλούδια στο γραφείο της, άρχισε να λαβαίνει email στον προσωπικό της λογαριασμό στη δουλειά, την πρώτη ήταν ένα ποίημα του Καβάφη, της επόμενη ακολούθησε Αραγκόν, και ποιος ξέρει τι θα έβρισκε όταν θα επέστρεφε στο γραφείο της τη Δευτέρα.

-Εννοείται ότι δεν του απάντησα, αν και σκέφτηκα ότι τόση επίδειξη γνώσεων δε θα έπρεπε να πάει χαμένη και ότι έπρεπε να του στείλω ένα μήνυμα ως απάντηση, ήμουν ανάμεσα στο «αχ! κουνελάκι κουνελάκι», το οποίο και απέρριψα για την φράση «ξύλο που θα το φας», μην το παρεξηγήσει και το θεωρήσει ως σεξουαλικό υπονοούμενο ο έλληνας Στρος Καν. Και στο μια ωραία πεταλούδα.

-Γιατί δεν του βάζεις το «ήταν ένα γάιδαρος με μεγάλα αυτιά»; τη συμβούλεψε ο Δημοσθένης ενώ η Μάρθα τον μάλωσε που την προέτρεπε και της έδινε μάλιστα  ιδέες.

-Δεν είναι κακή ιδέα! Σχολίασε η Ξένια, αλλά λέω να μην βάλω τίποτα, κάποια στιγμή θα ξεφουσκώσει.

-Λογικά κάποια άλλη δημοσιογράφος θα είναι πρόθυμη να του πάρει συνέντευξη και ίσως να δεχτεί το τραπέζι. Σχολίασε η Μάρθα.

-Φυσικά και επιπλέον έχω ένα κύρος δεν μπορώ να ασχολούμαι με τον κάθε ένα.

-Είσαι τόσο δύσκολη; Την ρώτησε ο Βασίλης, μόλις όμως εκείνη έστρεψε την προσοχή της επάνω του, με μάτια που έκαιγαν, έσκυψε το κεφάλι του και παίρνοντας ένα μπουκάλι μπύρα την άδειασε στα ποτήρια τους.

-Όχι, απάντησε με ειλικρίνεια η Ξένια, απλά δεν είμαι τόσο εύκολη, και επιπλέον πρέπει να σου κάνει κλικ ο άλλος από την πρώτη στιγμή που θα τον συναντήσεις, αν όχι καλύτερα να το αφήσεις. Ο Βασίλης κούνησε το κεφάλι του ικανοποιημένος, ενώ ο Δημοσθένης κοίταξε απορημένος τη Μάρθα που του έκανε νόημα να σωπάσει. Ας έλεγε ότι ήθελε η Ξένια, δικαιολογίες στον εαυτό της θα ήταν, της άρεσε ο Βασίλης αλλά δεν ήθελε να το παραδεχτεί και νόμιζε ότι και καλά τον φλέρταρε αποκλειστικά για τις πληροφορίες που χρειαζόταν. Όμως θα το έδειχνε ο χρόνος πως αυτοί οι δύο ταίριαζαν. Καλύτερα να μην έκανε κάποιο σχόλιο βέβαια γιατί ως γνήσιο πνεύμα αντιλογίας η φίλη της θα αντιδρούσε και θα σαμπόταρε ότι πήγαινε να γίνει, όλο έτσι έκανε, και δεν είχε άδικο, δεν είχε περάσει και λίγα από τον πρώην της, της πήρε χρόνο να συνέρθει μετά τον χωρισμό τους, όμως όσο κι αν υπέφερε δεν έδειξε ποτέ τίποτα σε εκείνον, τελικά μερικές σχέσεις τις χαλάει απλά ο εγωισμός.

 

Ô

 

Ούτε που κατάλαβε πως συνέβησαν όλα, μπορεί να ήταν πολλά, να τον είχαν κατηγορήσει κατά καιρούς για διάφορα αλλά αυτό συνέβη πρώτη φορά και όχι δεν ήθελε με τίποτε να είναι ένας κοινός βιαστής. Έβαλε το κεφάλι του μέσα στα χέρια του, ύστερα πέρασε τα δάχτυλα μέσα από τα μαλλιά του, σίγουρα θα τον μισούσε για πάντα, ποτέ δε θα το ξεπερνούσε, ούτε θα του το συγχωρούσε. Όλα τα είχε καταστρέψει πως μπορούσε πλέον να την πείσει ότι ήταν ο ιδανικός για εκείνη, όταν έπεσε επάνω της σαν ένα κτήνος. Ίσως είχε δίκιο που έφυγε τρέχοντας από εκείνον και την Αθήνα για να έρθει να ζήσει μακριά του, παρατώντας τους κόπους μιας ζωής.

Βρισκόταν στο σπίτι της Ελπίδας, ήταν κουρασμένος από το εργοτάξιο και τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει εκεί, όμως κάθε μέρα του προέκυπταν καινούργια προβλήματα, είχε πάρει ένα μπουκάλι ουίσκι και έπινε ενώ η Ελπίδα του έκανε μασάζ με τα μικρά χαριτωμένα της χέρια. Είχε πιει αρκετά όταν ξαφνικά μπέρδεψε τόπο και χρόνο, επέστρεψε στο παρελθόν όταν ήταν με τη Μάρθα, ένιωσε έναν ξαφνικό δεσμό, αόρατο μα υπαρκτό να τον ενώνει με εκείνο το κορίτσι που τόσο άδικα του φέρθηκε, η απόπειρα του να πείσει εκείνον τον βλάκα αποκαλύπτοντας του το παρελθόν της, είχε αποδειχτεί άκαρπη. Φυσικά δεν αφήνεις εύκολα ένα κορίτσι σαν τη Μάρθα, ο ίδιος ορκισμένος εργένης κι όμως έφτασε ένα βήμα πριν το γάμο, κι αν δεν του είχε επιστρέψει το δαχτυλίδι θα ετοίμαζαν το γάμο τους τώρα. Σε απόλυτη σύγχυση γύρισε απότομα και άρπαξε την Ελπίδα και την έβαλε στην αγκαλιά του, όμως μόλις αντιλήφθηκε ότι δεν ήταν η Μάρθα την έσπρωξε μακριά, και σηκώθηκε, ξαφνιασμένο το κοριτσάκι έμεινε να τον κοιτάζει να παίρνει τα πράγματα του και να φεύγει από το διαμέρισμα της. Δεν είχαν περάσει δέκα λεπτά και άρχισε να χτυπάει το κινητό του, αποφάσισε να το κλείσει, δεν ήθελε κανέναν μέσα στη ζάλη του έξω από εκείνη. Τα πόδια του τον έφτασαν στο σπίτι της, στάθηκε από κάτω και είδε το φως να είναι αναμμένο, να ήταν άραγε με τον άλλον, η πόρτα της πολυκατοικίας άνοιξε για να βγει ένα ζευγάρι, εκείνος πρόφτασε και μπήκε, στα σκοτεινά ανέβηκε μέχρι το δεύτερο όροφο και κρύφτηκε στην σκάλα που οδηγούσε στον τρίτο. Ακούστηκαν ομιλίες από το διαμέρισμα της και παρακάλια, κάποιον παρακαλούσε να μείνει, σκέφτηκε μήπως ήταν η Ξένια, όμως εκείνη ήδη πρέπει να βρισκόταν στην Αθήνα, η πόρτα του διαμερίσματος της ξεκλείδωσε και στο άνοιγμα φάνηκε μισόγυμνη η Μάρθα με τον βλάκα να ανταλλάσουν ένα φλογερό φιλί στο στόμα, ο Νίκος ένιωσε το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι του, πως τολμούσε αυτός ο αχρείος να αγγίζει τη δική του γυναίκα. Για άλλη μια φορά στο μυαλό του ήταν όλα ανάκατα. Το φως του κοινόχρηστου άναψε και εκείνος τραβήχτηκε απότομα πίσω, ο βλάκας έφυγε και εκείνη μπήκε στο διαμέρισμα της, μόλις άκουσε την πόρτα της πολυκατοικίας να κλείνει πήγε και χτύπησε την πόρτα του διαμερίσματος, μπερδεμένη εκείνη ότι ο Δημοσθένης είχε επιστρέψει άνοιξε την πόρτα της, όμως μόλις είδε το Νίκο το χαμόγελο πάγωσε στα χείλη της. Δεύτερη φορά που την πάταγε με τον ίδιο τρόπο αυτό το κορίτσι. Ο Νίκος με μια σπρωξιά την παραμέρισε και μπήκε μέσα στο σπίτι, εκείνη προσπάθησε να κρυφτεί με το σεντόνι που ήταν τυλιγμένη, η κίνηση της ενεργοποίησε το Νίκο, την ήθελε τόσο πολύ που πόναγε, αν και πιωμένος ένιωθε υπερδιέγερση, σα να μην είχε πιει αλκοόλ αλλά σα να είχε ντοπαριστεί. Με τον τρόπο που την κοίταζε εκείνη κατάλαβε τι θα γινόταν μετά, έκανε ένα αργό βήμα πίσω, το ότι δεν ήταν ντυμένη την έκανε αναβλητική, δεν ήξερε που να πάει, έξω θα την βλέπανε οι γείτονες, μόνο αν πήγαινε σε κάποιο άλλο δωμάτιο και προλάβαινε να κλειδωθεί, είδε το βλέμμα της και κατάλαβε τι σκεφτόταν, δεν χρειάστηκαν πολλές κινήσεις, μόλις πήγε να τρέξει προς τα μέσα δωμάτια ο Νίκος την πρόλαβε κλείνοντας της τον δρόμο, ύστερα την έσπρωξε στον καναπέ, και της τράβηξε το σεντόνι, εκείνη προσπάθησε να κρύψει με τα χέρια την γύμνια της.

-Μην στενοχωριέσαι μωρό μου σε έχω ξαναδεί, της είπε και άρχισε να λύνει τη ζώνη από το παντελόνι του, και αυτό που θα συμβεί έχει ξανασυμβεί. Πρόσθεσε και γυμνός από τη μέση και κάτω έπεσε επάνω της. Το σώμα της είχε τη μυρωδιά του άλλου και αυτό έκανε το Νίκο να αγριεύει ακόμα περισσότερο, να θέλει να την πληγώσει, η Μάρθα στην αρχή προσπάθησε να αντισταθεί, καταλαβαίνοντας όμως ότι αυτό δε θα είχε κανένα νόημα αποδέχτηκε ό,τι συνέβαινε και έμεινε να υπομένει το βασανιστήριο της παραιτημένη, ήταν σα να ασελγούσε σε πτώμα. Είχε τελειώσει το ‘‘έργο’’ του όταν ανασηκώθηκε, ξαφνικά ένιωσε νηφάλιος και απόλυτη ντροπή για τον εαυτό του. Μόλις τα είχε θαλασσώσει, πως μπορούσε να είχε κάνει ένα τέτοιο πράγμα, και σε αυτή μάλιστα που έλεγε πως αγαπούσε, κοίταξε το πρόσωπο της και είδε τα δάκρυα να κυλάνε στα μάτια της καθώς εκείνη παρέμενε σιωπηλή, σκέφτηκε να πέσει στα γόνατα της και να της ζητήσει συγνώμη όμως τι θα άλλαζε, το κακό είχε γίνει.

-Μάρθα, εγώ… κατάφερε να ψελλίσει μόνο, το βλέμμα της μεταφέρθηκε από το κενό σε εκείνον, αλλά και πάλι ήταν σαν να κοίταζε το κενό.

-Το έκανες το κέφι σου, τώρα μπορείς να φύγεις! Είπε και σηκώθηκε από τον καναπέ. Την άκουσε να μπαίνει στο μπάνιο να κλειδώνει την πόρτα και να κάνει εμετό, κάθισε παρατημένος σε μια πολυθρόνα κοιτώντας σα χαμένος γύρω του, άκουσε το ντους να ανοίγει, είχε περάσει μισή ώρα και εκείνος παρέμενε στην ίδια θέση αδυνατώντας να κουνηθεί, να πάρει μια απόφαση, η βρύση έκλεισε και τότε συνειδητοποίησε ότι δεν έπρεπε να τον βρει εκεί όταν θα έβγαινε.

Όταν ξάπλωσε στο κρεβάτι του αδυνατώντας να κοιμηθεί, ήλπιζε ότι θα ξυπνούσε και θα είχε δει απλά έναν εφιάλτη, όμως αντιθέτως μόλις ξύπνησε μετά από ένα όνειρο που εκείνος και η Μάρθα ήταν μαζί, ένιωσε την απόγνωση του να μεγαλώνει. Έπρεπε όμως να σκεφτεί ψύχραιμα, ότι είχε συμβεί δεν άλλαζε, έπρεπε να δει τι θα έκανε από εδώ και πέρα, ίσως να είχε πάει στην αστυνομία και να τον είχε καταγγείλει, αυτό ήταν που του έλειπε ένα αυτόφωρο και το σκάνδαλο στα κανάλια, και τον πατέρα του να ωρύεται που για άλλη μια φορά έκανε λάθος να τον εμπιστευτεί. Ίσως να έπρεπε να ζητήσει να επιστρέψει στην Αθήνα, ας αναλάμβανε κάποιος άλλος τη δουλειά, εκείνος έκανε ότι χρειαζόταν, και παραπάνω απ’ ότι χρειαζόταν, σκέφτηκε ειρωνικά. Ναι έπρεπε να φύγει, θα γύρναγε στην Αθήνα και θα ζητούσε από τον πατέρα του να μην επιστρέψει πίσω, δε θα ήταν δύσκολο να τον πιστέψει ο Πέτρος, ήδη του είχε κάνει εντύπωση που είχε μείνει τόσο καιρό στην Άρτα. Έπρεπε να τελειώνει με αυτή την ιστορία, είχε κρατήσει αρκετά και να που τον έφτασε η μανία του για εκδίκηση… αυτά σκεφτόταν καθώς έφτιαχνε τα πράγματα του, έτοιμος να το βάλει στα πόδια. Η πόρτα του χτύπησε δυνατά, η καρδιά του πήγε να σπάσει, «Ήρθε η αστυνομία», σκέφτηκε. Δε θα είχε κανένα πρόβλημα να παρουσιαστεί αν δεν ήταν το όνομα και η θέση του πατέρα του. Ποιον κορόιδευε για τον εαυτό του ανησυχούσε, δεν ήθελε να αναλάβει τις ευθύνες μιας τόσο άνομης και εξευτελιστικής για έναν άντρα πράξης.

Όταν απέξω άκουσε τη φωνή του Αλέξανδρου, ένιωσε μεγάλη ανακούφιση. Δεν ήξερε αν έπρεπε να γνωρίζει κάποιος ότι το πρωί βρισκόταν ακόμα στην Άρτα, τελικά όμως άνοιξε την πόρτα. Ο εργοδηγός του τον είχε πάρει ένα σωρό τηλέφωνα για ένα θέμα που είχε δημιουργηθεί στο εργοτάξιο, και αφού εκείνος το είχε κλειστό αποφάσισε να πάει από το διαμέρισμα του, έχοντας αρχίσει να ανησυχεί. Ο Νίκος δικαιολογήθηκε ότι τα είχε πιει το προηγούμενο βράδυ με μια παρέα, και ότι δεν πήρε είδηση ότι το τηλέφωνο του είχε κλείσει. Με το φόβο ότι η αστυνομία τον έψαχνε στην περιοχή των έργων, ρώτησε τι είχε συμβεί. Τελικά ο πατέρας του τον έψαχνε παντού όμως δεν μπορούσε ούτε εκείνος να τον βρει. Ο Νίκος ρώτησε τον Αλέξανδρο αν μπορούσε να αναλάβει για λίγο καιρό τα έργα μόνος του μέχρι να στείλουν αντικαταστάτη του μιας και ο ίδιος έπρεπε να πάει στην Αθήνα και να παραμείνει ώστε να αναλάβει άλλες υποχρεώσεις της εταιρείας. Αφού έμεινε μόνος του ο Νίκος συνειδητοποίησε ότι για κάποιες μέρες δεν έπρεπε να απομακρυνθεί από την Άρτα, αν η Μάρθα τον είχε καταγγείλει και έκανε ότι έφευγε θα τον πιάνανε στον δρόμο. Έπρεπε λοιπόν να κάτσει ήσυχα, ήσυχα στο σπιτάκι του ώστε να περάσουν τα κρίσιμα εικοσιτετράωρα και μετά θα έβλεπε.

 

Ô

 

Το επόμενο πρωινό τη βρήκε κουλουριασμένη στο κρεβάτι της. Μόλις που είχε καταφέρει να κοιμηθεί, αλλά ο ύπνος της ήταν λίγος και με εφιάλτες. Έφερε στο μυαλό της όλη την σχέση της με το Νίκο. Από πολύ νωρίς ήξερε ότι δεν ήταν ο ιδανικός για εκείνη, όμως κάτι τη γοήτευε επάνω του και συνέχισε μαζί του, είχε κάνει πολλά λάθη και το αναγνώριζε, δεν έπρεπε να αφήσει τα πράγματα να φτάσουν στα άκρα ώστε να του δώσει τα παπούτσια στο χέρι, κι όμως εκείνη προτίμησε να διατηρήσει το δεσμό τους και να εμπλακεί και σε μια νέα ερωτική περιπέτεια. Όλο το λάθος λοιπόν ήταν δικό της, τον είχε προκαλέσει με τη συμπεριφορά της. Και τώρα τι; ρώτησε τον εαυτό της, η μορφή του Δημοσθένη πήγε και κόλλησε στο μυαλό της κάνοντας τα μάτια της να βουρκώσουν, «Αν δεν είχε φύγει εχθές, αν είχε μείνει όπως του ζήτησα!», το κορμί της ρίγησε σε αυτή την σκέψη. Το ξυπνητήρι δίπλα της άρχισε να χτυπάει, έπρεπε να σηκωθεί να πάει στη δουλειά, όμως ένιωθε ότι οι δυνάμεις της την εγκατέλειπαν. Ίσως ήταν καλύτερα να σηκωθεί και να κάνει μια προσπάθεια, θα κρατούσε το μυαλό της απασχολημένο, τι νόημα είχε να μένει στο κρεβάτι και να κλαίει γι’ αυτό που συνέβη, σηκώθηκε από το κρεβάτι πήγε στο μπάνιο έριξε νερό στο πρόσωπο της και έκανε ότι άλλο ήταν απαραίτητο για να βγει έξω, όμως όλα τα έκανε μηχανικά. Μόλις αντίκρισε τον καναπέ, έστρεψε απότομα το κεφάλι της αλλού, με βιαστικά βήματα βγήκε έξω από το διαμέρισμα.

Ήταν τόσο χλωμή που ο διευθυντής της το πρόσεξε αμέσως, τη ρώτησε αν ήταν καλά και της έδωσε άδεια να επιστρέψει στο σπίτι της, όμως εκείνη αρνήθηκε, δικαιολογήθηκε ότι απλά ήταν λίγο κουρασμένη, θα συνερχόταν με το πέρασμα της ώρας. Αφού κούνησε καταφατικά το κεφάλι του παραμένοντας κάπως σκεφτικός, της ανάθεσε μια δουλειά όχι ιδιαίτερων απαιτήσεων.

Το τηλέφωνο της καλούσε όμως η Μάρθα απέφευγε να απαντήσει στις κλήσεις του Δημοσθένη, όταν της ήρθε ένα μήνυμα που τη ρώταγε αν είναι καλά και ότι είχε ανησυχήσει, αρκέστηκε να του απαντήσει ότι είχε πολύ δουλειά, στο επόμενο μήνυμα αν θα συναντιόνταν, η απάντηση της ήταν αρνητική και λακωνική, ήταν πολύ κουρασμένη και ήθελε να ξεκουραστεί. Στο τελευταίο μήνυμα του που της έγραφε ότι ήταν πρόθυμος να την ξεκουράσει εκείνος, η Μάρθα δεν απάντησε.

 

Ô

 

Είχαν περάσει μέρες όταν ο Νίκος τόλμησε να ξεμυτίσει από το σπίτι που είχε νοικιάσει, δεν φαινόταν να τον είχε αναζητήσει κανείς, εκτός φυσικά από τον πατέρα του, την Ελπίδα και τον εργοδηγό του. Τον Πέτρο τον έκλεισε σύντομα, θα τα έλεγαν σύντομα κάτω, τις κλήσεις της Ελπίδας τις αγνόησε και μόνο στον Αλέξανδρο απαντούσε αφού αφορούσε δουλειά. Την Πέμπτη το πρωί είχε έτοιμα τα πράγματα του, μπήκε στο αμάξι του και ξεκίνησε για την επιστροφή του στην Αθήνα, περνώντας μπροστά από ένα ανθοπωλείο, σταμάτησε, ήθελε να επικοινωνήσει με τη Μάρθα όμως ήξερε ότι δε θα απαντούσε στο τηλέφωνο. Αφού ζήτησε στην πωλήτρια να του φτιάξει μια όμορφη και ακριβή ανθοδέσμη πήρε μια κάρτα και ξεκίνησε να γράφει, έπρεπε να είναι προσεχτικός, να μην χρησιμοποιηθεί εναντίον του αν τελικά σκεφτόταν να τον καταγγείλει.

«Μάρθα, σου ζητώ συγνώμη, επιστρέφω Αθήνα, δε θα βρεθώ ξανά στον δρόμο σου, όμως ξέρεις που να με αναζητήσεις αν με χρειαστείς. Θα σε αγαπώ πάντα, ακόμα κι αν δεν το πιστεύεις, Νίκος».   

 

Ô

 

Είχαν περάσει λίγες ημέρες χωρίς ο Δημοσθένης να έχει επικοινωνία με τη Μάρθα, στην αρχή δεν έδωσε σημασία και αρκέστηκε στη δικαιολογία της ότι ήταν κουρασμένη, όμως το να έχουνε περάσει τρεις μέρες αγνοώντας τις κλήσεις του, και απαντώντας του σπάνια σε κάποια από τα μηνύματα του, τον έβαλαν σε σκέψεις. Κάτι συνέβαινε και έπρεπε να το μάθει. Το μεσημέρι που έκλεινε το συνεργείο πέρασε από το σπίτι του έκανε ένα γρήγορο ντους και έφυγε αμέσως για της Μάρθας, αφού ανέβηκε στο διαμέρισμα της και χτύπησε την πόρτα της περίμενε, η φωνή της ακούστηκε να ρωτάει ποιος είναι;

-Εγώ. Απάντησε απλά και άκουσε την πόρτα να ξεκλειδώνει. Είσαι καλά; Τη ρώτησε μόλις την είδε κάπως χλωμή και κουρασμένη.

-Ναι, δηλαδή νομίζω ότι με περιτριγυρίζει κάποια ίωση. Προσπάθησε να δικαιολογηθεί, ενώ απομακρύνθηκε χωρίς να τον φιλήσει.

Ξαφνικά ο χώρος του φάνηκε άδειος.

-Ο καναπές σου που είναι;

-Έσπασε και τον πέταξα, θα πάρω άλλον. Πρόσθεσε ενώ ήταν γυρισμένη με την πλάτη σε εκείνον, κοιτώντας έξω από την μπαλκονόπορτα. Ο Δημοσθένης την πλησίασε και την χάιδεψε τρυφερά στο χέρι της ενώ τη φίλησε στον ώμο, η Μάρθα έκανε μια απότομη κίνηση να αποφύγει το άγγιγμα του.

-Τι σου συμβαίνει Μάρθα; Ρώτησε απότομα εκείνος λόγω της αποστροφή της, και μη μου πεις ότι δε θες να με κολλήσεις την ίωση. Γύρισε και τον κοίταξε ξαφνιασμένη, δεν της άρεσε να θυμώνει, την ανησυχούσε ο εκνευρισμός, μόλις πριν λίγες μέρες ο Νίκος ήταν εκνευρισμένος και είδε τα αποτελέσματα.

-Τίποτα δε συμβαίνει.

-Σίγουρα;

Ο ήχος του κουδουνιού τους διέκοψε, η Μάρθα έμεινε στήλη άλατος ενώ ο Δημοσθένης αφού της έριξε ένα ενοχλημένο βλέμμα πήγε και άνοιξε την πόρτα, παρά το αδύναμο «Μη» της Μάρθας. Ένας νεαρός που κρατούσε ένα μπουκέτο λουλούδια ρώτησε για τη δεσποινίδα Παπαχρήστου. Αφού του έδωσε ένα μικρό φιλοδώρημα ο Δημοσθένης υπέγραψε, μιας και είδε ότι η Μάρθα δεν ήταν πρόθυμη να το κάνει, πήρε τα λουλούδια από το χέρι του νεαρού και πριν προλάβει εκείνος να τον ευχαριστήσει του έκλεισε την πόρτα στα μούτρα.

-Από ποιον είναι τα λουλούδια Μάρθα; Γιατί από εμένα δεν είναι.

-Δεν ξέρω, μουρμούρισε η Μάρθα και του γύρισε την πλάτη της κοιτώντας έξω στον δρόμο.

-Έχουν και κάρτα, είπε και την έβγαλε από τα λουλούδια, δίνοντας την σε εκείνη. Η Μάρθα την πήρε και χωρίς να την ανοίξει την έσκισε σε τέσσερα κομμάτια.

-Μάλιστα, μουρμούρισε και κούνησε το κεφάλι του ο Δημοσθένης, τα ξαναέφτιαξες με τον Χαΐτογλου σωστά; Η Μάρθα κεραυνοβολημένη γύρισε και τον κοίταξε. Από αυτόν δεν ήταν τα λουλούδια; Πότε είχες σκοπό να μου το πεις, ότι με βαρέθηκες, πες το τώρα δεν είναι αργά «Σε βαρέθηκα Δημοσθένη, δε μπορείς να φτάσεις ούτε στο μικρό του δαχτυλάκι τον Χαΐτογλου, ο πρώην μου είναι καλύτερος, έχει και λεφτά τι να σε κάνω εσένα;» ή μήπως δε σου έφτανε ο ένας και ήθελες να συνεχίσεις τα ίδια και στην Άρτα να είσαι μαζί του αλλά και μαζί μου;

-Τι είναι αυτά που λες; Τον ρώτησε ενοχλημένη και μην πιστεύοντας σε όσα άκουγε.

-Δεν υπάρχει λόγος να κρύβεσαι Μάρθα, ήρθε ο αγαπητικός σου από το συνεργείο, λίγες μέρες μετά τη δεξίωση και μου είπε τα πάντα σχετικά με εσένα και τους δυο αρραβωνιαστικούς σου στην Αθήνα.

-Και γιατί δε μου είπες τίποτα; Ύψωσε τη φωνή της.

-Γιατί δεν έδωσα σημασία, γι αυτό. Αν υπήρχε κάτι που ήθελες να μου πεις θα μου το έλεγες μόνη σου, άλλωστε δεν ήμουν σίγουρος ότι έλεγε την αλήθεια. Τελικά όμως απ’ ότι φαίνεται μου την έλεγε. Είσαι ξανά μαζί του και δεν ξέρεις πώς να διακόψεις μαζί μου, έτσι; Η Μάρθα τον κοίταξε με θυμό που μετατράπηκε σε απογοήτευση, δεν είχε νόημα, ο Δημοσθένης θα είχε πάντα αμφιβολίες για εκείνη εφόσον έμαθε από το Νίκο όσα δεν χρειαζόταν να ξέρει, για τρίτη φορά του γύρισε την πλάτη και έμεινε να κοιτάζει από το παράθυρο χωρίς να του απαντάει.

-Φαντάζομαι μάντεψα σωστά, λοιπόν να περνάς καλά μαζί του, γιατί εγώ  δεν είμαι διατεθειμένος να παίξω το ρόλο του τρίτου προσώπου, γεια σου, δε θα σε ξαναενοχλήσω και ανοίγοντας την πόρτα βγήκε από το διαμέρισμα. Τα μάτια της Μάρθας πλημύρισαν για άλλη μια φορά μέσα σε λίγες ημέρες με δάκρυα, καθώς τον είδε να βγαίνει από την πολυκατοικία και να ρίχνει ένα βλέμμα προς το διαμέρισμα της, ύστερα συνέχισε τον δρόμο του χωρίς να ξανακοιτάξει πίσω. Τελικά ήταν γραφτό της να πληρώνει κάθε λάθος πράξη της.

 

Ô

 

Το επόμενο πρωί ο Νίκος συνάντησε τον πατέρα του, αφού του έδωσε πλήρης αναφορά με το τι συνέβαινε στην Άρτα και στα έργα που είχε αναλάβει η HIGH, στο τέλος του ζήτησε να τον αποσύρει από εκεί και να επιστρέψει στην Αθήνα ή σε κάποια άλλη πόλη.

-Άλλωστε ότι ήταν να κάνω το έκανα. Πρόσθεσε όταν είδε το συνοφρυωμένο πρόσωπο του πατέρα του να τον κοιτάει χωρίς να μιλάει.

-Γιε μου, το καλό τόσο για την εταιρεία μας όσο και για εσένα τον ίδιο είναι να μείνεις και να τελειώσεις τη δουλειά που άρχισες εκεί. Αρχικά δεν υπάρχει άνθρωπος που να εμπιστεύομαι περισσότερο από εσένα και τα έργα εκεί είναι η σημαντικότερη δουλειά μας αυτή την στιγμή. Έχεις γνωρίσει προσωπικά όλα τα επιφανή και χρήσιμα άτομα για τις υποθέσεις μας και έχεις κερδίσει την εμπιστοσύνη τους, αν πάει κάποιος άλλος θα είναι σαν να πρέπει να αρχίσει από την αρχή. Επιπλέον δεν καταλαβαίνω γιατί θες να παραιτηθείς από τα έργα εκεί, έχεις δείξει την αξία σου, για την οποία πολλές φορές δε σου κρύβω ότι είχα αμφιβάλει, εγωιστικά και μόνο να το δεις έκανες όλη τη δουλειά, γιατί να πάρει άλλος τα εύσημα από τους δικούς σου κόπους. Εγώ επιμένω ότι πρέπει να μείνεις και να φέρεις σε πέρας τη δουλειά, να δουν οι άλλοι που δε σε υπολόγιζαν ότι είσαι ένας άξιος αντικαταστάτης του πατέρα σου. Πρέπει να σε φοβούνται Νίκο και πρέπει να μάθεις όλη τη δουλειά από την πρώτη φάση ως την τελευταία. Κάποτε δε θα είμαι εγώ εδώ για να σε συμβουλεύω, αυτό που έχτισα πρέπει να περάσει στα χέρια σου και για να το συντηρήσεις πρέπει να υπομείνεις παρά τις αντιξοότητες, καταλαβαίνω ότι η Άρτα δεν είναι πόλη για να θαφτείς εσύ εκεί, που έχεις μάθει αλλιώς, όμως έχεις το ελεύθερο όποτε μπορείς να φεύγεις και να κάνεις τα ταξίδια σου είτε στην Ελλάδα είτε στην Ευρώπη. Άλλωστε δεν είμαι σίγουρος ότι το νερό έχει μπει για τα καλά στο αυλάκι, μόλις ξεκινήσατε δεν ξέρεις τι ανάγκη μπορεί να εμφανιστεί.

-Εντάξει πατέρα. Απάντησε ο Νίκος που ήξερε πόσο αγύριστο μυαλό ήταν ο Πέτρος. Θα επέστρεφε στην Άρτα, άλλωστε αν δεν τον είχε καταγγείλει η Μάρθα έως τότε δε θα το έκανε, και που ξέρεις μπορεί παρά την αρχική της αντίδραση να είχε αλλάξει γνώμη και να είχε θυμηθεί πως ήταν μαζί του.         

 

Ô

 

Στην Αθήνα η Ξένια έστυβε το μυαλό της πως θα μπορούσε να βρει άκρη με το θέμα της «HIGH» και το πώς κέρδισε το διαγωνισμό για τα έργα. Είχε σκεφτεί να μιλήσει με τον αρχισυντάκτη της όμως το μετάνιωσε, ήταν πολύ καλός φίλος με το Στέφανο και μπορεί να πρόδιδε το θέμα σε εκείνον, δε θα ήταν η πρώτη φορά που είχε γίνει, άλλωστε ο Στέφανος πάντα αναζητούσε το μεγάλο θέμα που θα τον αναδείκνυε και ήταν ιδιαίτερα ανταγωνιστικός. Για την ώρα ίσως είχε βρει μια άκρη μέ­σω του Βασίλη, αν και δεν ήξερε πως ακριβώς να το χειριστεί και τι σχέση μπορεί να είχε ο ξάδερφος του Δημοσθένη με το δήμαρχο και το αποτέλεσμα του διαγωνι­σμού. Μόλις ανέβαινε Άρτα την επόμενη εβδομάδα θα το ανακάλυπτε. Τελικά την άδεια της αντί να την περάσει ήσυχη σε κανένα νησάκι με καπέλο στο κεφάλι, τυλιγμένη με παρεό, πίνοντας μοχίτο και διαβάζοντας κανένα μυθιστόρημα στην πα­ρα­­­λία, θα το περνούσε στην Άρτα, ακούγοντας κλαρίνα και προσπαθώντας να ανα­κα­­­λύ­ψει το ρόλο του δημάρχου στην ανάθεση του έργων στο παλιό φιλαράκι τους το Νίκο.

Μπήκε στην είσοδο της πολυκατοικίας της όπου ο θυρωρός καθόταν μπροστά από το τραπεζάκι και ξεχώριζε την αλληλογραφία. Αφού αντάλλαξαν ένα χαιρετισμό και ρώτησαν ο ένας για την υγεία του άλλου, ο θυρωρός την κοίταξε χαμογελαστός.

-Δε θα με ρωτήσεις αν έφερε ο ταχυδρόμος κάτι για σένα σήμερα;

-Προτιμώ όχι, κάθε φορά που φέρνει ο ταχυδρόμος κάτι για μένα είναι για να πληρώσω οπότε να μου λείπει . 

-Κι όμως αυτό δε μου φαίνεται για λογαριασμός. Είπε και της έδειξε έναν φάκελο που θύμιζε πρόσκληση γάμου.

-Είστε σίγουρος ότι καταργήθηκαν τα δώρα στους γάμους γιατί κι εκεί πληρώνεις. Είπε η Ξένια και πήρε ανόρεχτη την πρόσκληση.

-Ναι αλλά περνάς καλά!

-Όχι όταν σε ρωτάνε όλες οι θείτσες πότε έχεις σκοπό να βρεις ένα καλό παιδί να τακτοποιηθείς. Σχολίασε κουρασμένα εκείνη και πήγε να καλέσει το ασανσέρ ενώ άνοιγε τον φάκελο της πρόσκλησης. Μόλις είδε ότι πρόκειται για την έκθεση πανταχού ηπειρωτών και ότι ανάμεσα στα ονόματα ήταν και εκείνο της φίλης της ως φωτογράφου, το πρόσωπο της φωτίστηκε από ένα χαμόγελο.

-Τελικά δεν είναι γάμου, φώναξε στο θυρωρό την ώρα που άνοιγε την πόρτα του ασανσέρ.

-Αλλά; ρώτησε εκείνος.

-Είναι μια πρόσκληση για όνειρα που πραγματοποιούνται! Φώναξε μέσα από το ασανσέρ την ώρα που έκλεινε η πόρτα.       

  

Ô

 

Μετά τον χωρισμό της με το Δημοσθένη και τα συναισθήματα αυτολύπησης και ενοχής που της είχε προκαλέσει η κακοποίηση της από το Νίκο, η Μάρθα προσπα­θούσε να εξαντλεί τον εαυτό της σε σημείο επιστρέφοντας στο σπίτι να πέφτει στο κρεβάτι της και να βυθίζετε σε ύπνο, τις περισσότερες φορές χωρίς όνειρα. Ευτυχώς τα εγκαίνια της έκθεσης έφταναν και εκείνη ήταν υποχρεωμένη να βρίσκε­ται στο χώρο της γκαλερί ώστε να επιβλέπει και να βοηθάει στο στήσιμο, άλλωστε δεν ήθελε να αφήσει τη δουλειά της στην τύχη όσον αφορά το στήσιμο, σε κάποιους υπαλλήλους οι οποίοι 90% δε θα ενδιαφέρονταν να αναδειχτεί το έργο της στο βαθμό που θα ήθελε η ίδια. Άλλωστε κάποιες φωτογραφίες αποτελούσαν κομμάτια πάζλ και μόνο εκείνη μπορούσε να τα τοποθετήσει σωστά χωρίς να μπερδευτεί. Με τις υποχρεώσεις στο blog και την έκθεση κατάφερνε να επιστρέφει όσο κουρασμένη ήθελε από τη δουλειά ώστε να κάνει ένα ντους και να πέφτει στο κρεβάτι της.

Ενώ όλες εκείνες τις μέρες ούτε το Δημοσθένη είχε συναντήσει, ούτε το Νίκο, κάτι της έλεγε ότι τουλάχιστον το Νίκο θα τον συναντούσε στα εγκαίνια της έκθεσης, πως έπρεπε να του συμπεριφερθεί, ούτε το βλέμμα του επάνω της δε θα μπορούσε να ανεχτεί, και ούτε θα υπήρχε κανένας κοντά της για να αντλήσει δύναμη και να τον αντι­με­τωπίσει, η Ξένια θα επέστρεφε στην Άρτα μετά την πρώτη εβδομάδα του Αυγούστου. Πόσο της έλειπε η κολλητή της, ήταν ο μόνος άνθρωπος που θα ήθελε να έχει δίπλα της, το μυαλό της πέταξε στο Δημοσθένη, την είχε απογοητεύσει, αρχικά είχε συναντηθεί με το Νίκο και δεν της έκανε καμία κουβέντα, το κράτησε για τον εαυτό του, αλλά την κρίσιμη στιγμή, πάνω στον πρώτο τους καυγά της το πέταξε στα μούτρα. Ίσως ήταν καλύτερα που είχαν χωρίσει, δεν ήταν κανείς τους έτοιμος για μια νέα αρχή, εκείνος προφανώς λόγω της Ελπίδας δεν μπορούσε να δείξει εμπιστοσύνη σε καμία γυναίκα, μόνο να την κατακρίνει μπορούσε. Είχε περάσει και χειρότερα θα το ξεπερνούσε. Μόνο το Νίκο είχε να φοβάται, από την άλλη τι χειρότερο μπορούσε να της κάνει, να την σκοτώσει; Μάλλον την ήθελε εκεί για να τη βασανίζει, και μέχρι στιγμής τα είχε καταφέρει περίφημα, την χώρισε από έναν άνθρωπο με τον οποίο ήθελε να προσπαθήσει να είναι μαζί και κάτι της έλεγε ότι θα τα κατάφερνε και επιπλέ­ον η βία που άσκησε επάνω στο σώμα και στην ψυχή της. Κοίταξε το μονό­πε­τρο που είχε παραμείνει ξεχασμένο στο δάχτυλο της, είχε καταντήσει μια μηχανική κίνηση να το βάζει και να το βγάζει. Μήπως αν προσπαθούσε να επικοινωνήσει με το Δημοσθένη, αν του μιλούσε ίσως να το έλυναν, από την άλλη όμως τι μπορούσε να του πει, πως μπορούσε να του εξηγήσει αυτό που συνέβη, πως θα έβγαινε από τα χείλη της η λέξη για να περιγράψει αυτήν την αναίσχυντη πράξη. Και πως θα αντι­δρού­σε εκείνος, όταν η ίδια ήθελε μόνο να ξεχάσει. Κι αν δεν του έλεγε τίποτε, κάποια στιγμή θα ήθελε να κάνουν έρωτα και η Μάρθα δεν ήξερε πότε θα ήταν ξανά έτοιμη για να αφεθεί. «ΑΧ! Γιατί, γιατί δεν έμεινε μαζί μου εκείνο το βράδυ, τίποτα δε θα είχε συμβεί!» μουρμούρισε κάνοντας την υπεύθυνη της γκαλερί να γυρίσει και να την κοιτάξει.

-Όλα καλά; Τη ρώτησε παραξενεμένη.

-Ναι, απλά νόμιζα ότι έκανα λάθος με αυτές τις φωτογραφίες, όμως όλα καλά!

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ

           

Οι χώροι της έκθεσης ήταν γεμάτοι από κόσμο, η Μάρθα αρκετά νευρική υποδεχόταν τους συγγενείς και τους γνωστούς της και ευχαριστούσε όποιον της έδινε  συγχαρητήρια για τη δουλειά της. Τα μάτια της όμως συχνά μετακινούνταν προς την είσοδο της αίθουσας που της είχε παραχωρηθεί με την ελπίδα ότι ο Δημοσθένης θα περνούσε τουλάχιστον να δει τις φωτογραφίες της, πολλές από τις οποίες είχε τραβήξει με την παρουσία του ίδιου, εκείνες τις δύο τέλειες εβδομάδες που την οδηγούσε σε μέρη που δεν ήξερε ή είχε ξεχάσει από την πολύχρονη απουσία της στην πρωτεύουσα. Είχαν περάσει περίπου δέκα ημέρες που δεν τον είχε δει και της έλειπε, ποτέ δε θα πίστευε ότι θα ένιωθε τόσο έντονα την απογοήτευση από έναν χωρισμό, είχε συνηθίσει να φεύγει πρώτη από τις σχέσεις της και με το Δημοσθένη ούτε που πρόλαβαν να ξεκινήσουν. Κι όλα αυτά εξαιτίας του Νίκου. Συνάδελφοι από το blog και το αφεντικό της ήταν από τους πρώτους που επισκέφτηκαν την έκθεση και της είπαν τα θερμότερα λόγια, όπως ‘‘απαιτούσε το πρωτόκολλο’’ να κάνουν λόγω ευγένειας, αν και αδιαμφισβήτητα είχε βάλει όλο της το μεράκι σε εκείνη την έκθεση. Ο διευθυντής του blog έδειξε ιδιαίτερη ικανοποίηση που η Μάρθα άνηκε στο δυναμικό της ηλεκτρονικής εφημερίδας του και τη γέμισε κομπλιμέντα τα οποία εκείνη δέχτηκε με ένα σεμνό χαμόγελο και πολλές ευχαριστίες. 

Τον μόνο που ένιωθε στήριγμα μέσα στην γκαλερί μιας και η Ξένια έλειπε, ο Δημοσθένης την είχε χωρίσει και από τους γονείς της το μόνο που περίμενε ήταν κριτική και μάλιστα σκληρότερη από επαγγελματία, ήταν ο Βασίλης ο οποίος ήταν υπεύθυνος πολιτισμού στο δήμο και είχαν συνεργαστεί εξαιρετικά όλον αυτό το διάστημα. Στην πόρτα εμφανίστηκε ο δήμαρχος με τη γυναίκα του, ο Βασίλης την άφησε μόνη της για να τους υποδεχτεί και να τους ξεναγήσει στους χώρους, οι περισσότεροι από τους καλλιτέχνες έσπευσαν να πλησιάσουν και εκείνοι το δήμαρχο και να ανταλλάξουν λίγα λόγια μαζί του, η Μάρθα προτίμησε να μην του μιλήσει αν δεν εμφανιζόταν ανάγκη, όλα αυτά που είχε ακούσει για εκείνον και τις δουλειές που είχε ξεκινήσει με την HIGH την είχαν κάνει να τον αντιπαθήσει, αν είχε αφήσει το διαγωνισμό να εξελιχθεί σωστά και δίκαια, ο Νίκος δε θα είχε δικαιολογία να βρίσκετε στην Άρτα και δε θα είχε επηρεαστεί η δική της ζωή, ούτε θα είχε υποστεί τον εξευτελισμό και τη βία μέσα στο ίδιο της το σπίτι.

Ο δήμαρχος με την Αντιγόνη πέρασαν σε μια άλλη αίθουσα για να δούνε πρώτα την έκθεση ζωγραφικής ενώ τους ακολούθησε ο Βασίλης. Είχε ένα ποτήρι σαμπάνια στο χέρι, το οποίο περισσότερο κρατούσε σαν αξεσουάρ παρά επειδή ήθελε να πιει, ένιωθε ήδη πολύ κουρασμένη και καταβεβλημένη, αρκούσε λίγο αλκοόλ για να την στείλει απευθείας στο κρεβάτι. Ίσως να έπινε ένα ποτήρι μόλις έφτανε στο σπίτι όμως για την ώρα έπρεπε να σταθεί στα πόδια της και νηφάλια, έκανε βόλτες και χάζευε τις ίδιες της τις φωτογραφίες, με το μυαλό της να ταξιδεύει στις αναμνήσεις που είχε από την κάθε ημέρα που τις είχε τραβήξει. Ο Χριστόφορος και η πρώτη κυρία της Άρτας πλέον βρίσκονταν στην αίθουσα των φωτογραφιών, ο δήμαρχος εξέφρασε την επιθυμία να γνωρίσει την καλλιτέχνη και ο Βασίλης τον οδήγησε μπροστά από τη Μάρθα.

-Γοητευμένος από τη δουλειά σας, είπε και της έσφιξε το χέρι. Η Μάρθα χαμογέλασε και τον ευχαρίστησε, μην έχοντας άλλη επιλογή, δέχτηκε τα σχόλια του για το πόσο καλή δουλειά είχε κάνει. Εν τω μεταξύ είδε το Νίκο να στέκεται πίσω τους περιμένοντας να μιλήσει κι ο ίδιος με την καλλιτέχνιδα, η καρδιά της άρχισε να χτυπάει γοργά μέσα στο στήθος της, αυτό κι αν ήταν θράσος, τώρα τι πίστευε εκείνος, ότι όλα έφτιαξαν ανάμεσα τους μετά την πράξη του, αν είχε αξιοπρέπεια δεν έπρεπε να εμφανίζεται μπροστά της, ο δήμαρχος με τη σύζυγο του αποσύρθηκαν και ο Νίκος πλησίασε τη Μάρθα δίνοντας της το χέρι του, εκείνη προσπάθησε να τον αγνοήσει και του έστρεψε την πλάτη. Γυρνώντας προς την πόρτα είδε το Δημοσθένη με τη συντροφιά του Γιάννη και μιας κοπέλας που έμπαιναν στην αίθουσα, το βλέμμα του κόλλησε επάνω της ενώ ξαφνικά έχασε την επαφή με τα μάτια του όταν μπροστά της βρέθηκε ένα εμπόδιο, ο Νίκος είχε σταθεί πάλι μπροστά της και πήρε το χέρι της μέσα στο δικό του, σφίγγοντας το.

-Μην το κάνεις θέμα, δε συμφέρει κανέναν από τους δυο μας.

-Πως τολμάς; Κανονικά δεν έπρεπε να εμφανίζεσαι μπροστά μου.

-Κανονικά, όμως ήθελα να σε δω.

-Εγώ όμως δε θέλω να σε δω, και νομίζω ότι έχω κάθε δικαίωμα μετά από αυτό που έκανες.

-Είσαι υπερβολική, δεν ήταν κάτι που δεν είχαμε ξανακάνει μαζί.

-Είσαι αηδιαστικός. Πως δεν το έβλεπα τόσο καιρό που ήμουνα μαζί σου.

-Σου προκαλούσε ευχαρίστηση μάλλον όλη αυτή η αηδία. Και θα σου ξαναπροκαλέσει.

-Μην τολμήσεις να με ξαναπλησιάσεις, δε θα το ανεχτώ δεύτερη φορά, δεν είμαι αντικείμενο ώστε να με μεταχειρίζεσαι με αυτόν τον τρόπο. Σου έχει γίνει ψύχωση η απόρριψη, καλό θα ήταν να επισκεφτείς κανέναν ψυχίατρο.

-Έτσι λες; Γιατί εγώ πιστεύω ότι το ευχαριστήθηκες κατά βάθος αλλά ντρέπεσαι να το παραδεχτείς, άλλωστε αν σε είχα βιάσει θα με είχες καταγγείλει. Οπότε ξανασκέψου το.

Η συζήτηση ανάμεσα στο Νίκο και στη Μάρθα γινόταν ψιθυριστά, όμως αν κάποιος τους παρατηρούσε θα έβλεπε ότι το πρόσωπο της είχε καλυφτεί από ένα μορφασμό πόνου και αηδίας. Ο Νίκος μη θέλοντας να απομακρυνθεί από κοντά του και ανήσυχος για κάποια σκηνή, επέμενε να κρατάει το χέρι της μέσα στο δικό του σφιχτά σε βαθμό να το έχει κάνει να κοκκινίσει και να συγκρατείτε με κόπο για να μη φωνάξει. Ενώ από τα μάτια της ήταν έτοιμα να ξεκινήσουν να τρέχουν δάκρυα.

-Μάρθα; Ζαλισμένη κοίταξε τον άντρα που της απευθυνόταν ενώ ο Νίκος με ένα χειροφίλημα την άφησε να τραβήξει το χέρι της απότομα, εκείνος αφού της χαμογέλασε και της έκλεισε το μάτι, απομακρύνθηκε.

-Ναι; Είπε προσπαθώντας να κάνει τη φωνή της φυσιολογική.

-Δεν περίμενα ποτέ να αποτελώ μοντέλο σε έκθεση, τον κοίταξε παραξενεμένη προσπαθώντας να καταλάβει τι της έλεγε, το πρόσωπο του της φάνηκε οικείο και ξαφνικά τον θυμήθηκε να ποζάρει στην σκεπή ενός αυτοκινήτου.

-Είσαι ο φίλος του Δημοσθένη! Είπε και χαμογέλασε.

-Ναι, αυτός είμαι. Πολύ ωραία η έκθεση, είσαι καλά; Τη ρώτησε αφού την είδε κάπως αφηρημένη.

-Ναι, λίγο ζαλισμένη, δεν έπρεπε να πιω, όμως το άγχος του καλλιτέχνη.

-Νομίζω ότι επιτρέπεται, σήμερα είναι η μέρα σου.

-Επειδή είναι η μέρα μου δεν έπρεπε να πιω. Είπε και χαμογέλασε βεβιασμένα.

-Έχεις κάνει εξαιρετική δουλειά. Θα ήθελα να σου γνωρίσω το κορίτσι μου, αν δε σε πειράζει, είναι κι ο Δημοσθένης μαζί.

-Δε με πειράζει, αντιθέτως ήλπιζα ότι θα έρθει, της ξέφυγε και δάγκωσε τα χείλη της για την τελευταία φράση.

Έμεινε για λίγο με την παρέα του Δημοσθένη, εκείνος παρέμενε τυπικός, το μόνο που τη ρώτησε ήταν για την υγεία της και τη συγχάρηκε για τη δουλειά της, αντιθέτως η πιτσιρίκα που έβγαινε ο Γιάννης έδειξε μεγάλο ενθουσιασμό, και ειδικά για τη φωτογραφία του γόη πάνω στην οροφή του αυτοκινήτου, η Μάρθα προσφέρθηκε να της την τυπώσει και εκείνη έδειξε ακόμα περισσότερο ενθουσιασμό. Ο Γιάννης αστειεύτηκε ότι καλό θα ήταν να του τυπώσει αρκετές για να μοιράζει αυτόγραφα στις θαυμάστριες που θα συναντούσε στον δρόμο, μιας και πλέον θα ήταν ένας τοπικός σταρ, για να δεχτεί μια αγκωνιά από την κοπέλα στα πλευρά. Ο Δημοσθένης για πρώτη φορά χαμογέλασε μετά από τις τυπικές κουβέντες που είχε ανταλλάξει με τη Μάρθα και μπήκε στην κουβέντα.  

-Να δώσεις και μία στον ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου, και μια στο αφεντικό σου να δεις χαρά που θα κάνουν!

-Ωχ, λες να το αναγνωρίσουν;

-Θα αναγνωρίσουν εσένα που είσαι μηχανικός αυτοκινήτων και είσαι σκαρφαλωμένος πάνω στις οροφές των αυτοκινήτων, βλέπω να χάνουμε τη μισή μας πελατεία.

-Μην ανησυχείς, επενέβη η Μάρθα, έκανα κάποιες αλλαγές στο αυτοκίνητο μέσω του προγράμματος επεξεργασίας φωτογραφιών, δε νομίζω να το αναγνωρίσει ο ιδιοκτήτης του, αν ρωτήσουν θα πεις ότι ήταν κανονισμένο για τη φωτογράφηση και δεν υπάρχει πρόβλημα.

-Μόνο που θα χαθεί το αυθόρμητο της στιγμής και εσένα θα σε θεωρήσουν ψώνιο που ποζάρεις.

-Γιατί ψώνιο; Τέτοια ομορφιά έπρεπε να καταγραφεί και από επαγγελματικό φακό. Είπε και πήρε νέα πόζα. Τι λέει η φωτογράφος; Είπε και στράφηκε προς τη Μάρθα για να του χαρίσει ένα χαμόγελο.

Παρά τα λίγα όμορφα λεπτά που πέρασε με το Δημοσθένη και την παρέα του η Μάρθα ένιωθε αμήχανα μιας και το βλέμμα του Νίκου ήταν κολλημένο επάνω τους. Από την είσοδο εμφανίστηκαν οι γονείς με το θείο της και αναγκάστηκε να τους αφήσει, ο πατέρας και ο θείος κοίταζαν με προσοχή τις φωτογραφίες και έδειχναν ενθουσιασμένοι από τη δουλειά της, αντιθέτως η μητέρα της σε κάποιες προσωπογραφίες, όπως του παππού από το καφενείο ή του Γιάννη πάνω στην οροφή του αυτοκινήτου, έκανε μια ξινισμένη έκφραση, σε άλλες φωτογραφίες με τοπία που της άρεσαν άρχιζε να μουρμουρίζει ότι χαμένο θα πάει το ταλέντο της στην Άρτα που επέστρεψε. Πατέρας, θείος και Μάρθα κάνανε μορφασμούς αποφεύγοντας να σχολιάσουν τα λόγια της γιατί δεν ήθελε και πολύ να πυροδοτηθεί η γκρίνια της κυρίας Αγγελικής. Η Μάρθα θέλοντας να απομακρυνθεί από τη μητέρα της, πλησίασε το Βασίλη που μιλούσε με το Δημοσθένη.

-Λέγατε κάτι; Θέλετε να φύγω;

-Ποιος θέλει να φύγει από κοντά του το άτομο που έκλεψε τις εντυπώσεις στην έκθεση; Είπε ο Βασίλης και την έπιασε προστατευτικά από τους ώμους προκαλώντας ένα μορφασμό από το Δημοσθένη. Μην ανησυχείς δεν στην κλέβουμε, είναι δικιά σου το ξέρουμε, σχολίασε πειραχτικά στο μορφασμό του ξαδέρφου του, προκαλώντας αμηχανία και στους δύο και ένα βήχα στο Γιάννη που πνίγηκε από τη σαμπάνια.

-Εμείς να φεύγουμε. Είπε ο Δημοσθένης δίνοντας το χέρι του στη Μάρθα, για άλλη μια φορά συγχαρητήρια, πολύ καλή δουλειά, ελπίζω να μη σου δημιουργήσαμε κανένα πρόβλημα, είπε και έστρεψε το βλέμμα προς την κατεύθυνση του Νίκου ο οποίος συνομιλούσε με την οικογένεια της.

-Τι θέλει αυτός εκεί, αναρωτήθηκε δυνατά και με εκνευρισμό και απομακρύνθηκε χωρίς να χαιρετήσει το Δημοσθένη.

-Ρε παιδία έχω χάσει κάτι; Ρώτησε ο Βασίλης.

-Θα τα πούμε άλλη φορά εμείς ξάδερφε, απάντησε ο Δημοσθένης και τον χτύπησε φιλικά στον ώμο.

-Να τα πούμε, γιατί όχι;

Αυτό πλέον ξεπερνούσε τις δυνάμεις της, ο Νίκος να μιλάει με τους γονείς της και η μάνα της να δείχνει ενθουσιασμένη από το νεαρό, να τι άντρες άξιζε να κάνει παρέα η κόρη της. Φίλος από την Αθήνα, συστήθηκε, και ότι είχε την χαρά να μάθει ότι η Μάρθα είχε εγκατασταθεί στην πόλη, πάνω που εκείνος είχε έρθει για δουλειές στην Άρτα και θα έμενε εκεί για αρκετό καιρό. Φυσικά αυτά δεν τα μάσαγε η κυρία Αγγελική, ήδη θα είχε αρχίσει να φτιάχνει σενάρια στο μυαλό της για ένα καλό γάμο  της Μάρθα. Που να ήξερε ότι εκείνος ήταν ένας στυγνός βιαστής και ότι αυτό που ποθούσε ήταν να καταστρέψει τη ζωή της, και τίποτε άλλο, παλαιών αρχών η μάνα της αν πληροφορούταν για την παράλληλη σχέση της, το μέρος του Νίκου θα έπαιρνε, ήξερε να γοητεύει ανθρώπους εκείνος. Η Μάρθα αφού ζήτησε συγνώμη από τους δικούς της άρπαξε από το μπράτσο το Νίκο και τον απομάκρυνε.

-Δε σε θέλω κοντά στους δικούς μου, τι δεν καταλαβαίνεις;

-Απλά ήθελα να τους γνωρίσω, τόσα χρόνια ζευγάρι στην Αθήνα.

-Χωρίσαμε το θυμάσαι;

-Όχι, εσύ δε θυμάσαι. Εμένα και τον άλλον…

-Με απειλείς; Τι θα κάνες δηλαδή θα τους το πεις, και εσύ τι πιστεύεις ότι θα πάρουν το μέρος σου ειδικά αν μάθουν τι μου έκανες, η ότι θα ξετρελαθούν με τα λεφτά σου και θα τους τυφλώσεις ώστε να το παραβλέψουν, όπως και να έχει, ακόμα και αν τους απογοητεύσω είμαι το παιδί τους, το δικό μου μέρος θα πάρουν. Βάλτο στο μυαλό σου αυτό και μείνε μακριά μας.

-Το αγόρι σου τι έγινε; Τα σπάσατε, δεν τον είδα και πολύ θερμό μαζί σου.

-Δε σε αφορά.

-Οκ, μπορώ να τους χαιρετήσω τουλάχιστον πριν με διώξεις;

-ΌΧΙ.

-Μα θα απορήσουν!

-Δε με νοιάζει, σε θέλω μακριά τους και μακριά μου.

-Αυτό δε ξέρω αν γίνεται, εμείς θα τα ξαναπούμε μωρό μου. Είπε και απομακρύνθηκε αφήνοντας τη Μάρθα να επιστρέψει στους δικούς της και να δεχτεί το αποδοκιμαστικό βλέμμα της μητέρας της.

 

Ô

 

Από την έκθεση δεν ξαναπέρασε, αποφάσισε να αφοσιωθεί στις υποχρεώσεις της δουλειάς και τις υπόλοιπες ώρες να μένει στο σπίτι της κλειδωμένη. Μόλις άκουσε τη φωνή της Ξένιας από το θυροτηλέφωνο ένιωσε ένα κύμα ανακούφισης να την κατακλύζει, περίμενε να την ακούσει να ανεβαίνει και της άνοιξε την πόρτα. Μπροστά στο χαμογελαστό πρόσωπο της αδερφικής της φίλης η Μάρθα έσπασε, για δύο εβδομάδες κρατούσε μέσα της αυτό που της συνέβη χωρίς να τολμήσει να μιλήσει σε κανέναν, είχε έρθει λοιπόν η ώρα να το ξεστομίσει, η Ξένια δεν ήξερε πώς να αντιδράσει στο ξέσπασμα της φιλενάδας της, την έσπρωξε μαλακά προς τα μέσα, τράβηξε και τις αποσκευές της και έκλεισε την πόρτα.

-Κλείδωσε την. Την προέτρεψε η Μάρθα και εκείνη υπάκουσε στην επιθυμία της, αφού την έβαλε να καθίσει σε μια πολυθρόνα και μην βρίσκοντας κάτι άλλο αρκετά κοντά της, η ίδια κατέληξε να κάτσει στο μπράτσο της πολυθρόνας, χαϊδεύοντας απαλά τη Μάρθα στην πλάτη, περίμενε να ξεσπάσει πριν την ρωτήσει οτιδήποτε για το λόγο, ένιωθε ότι της έκανε καλό όλο αυτό το κλάμα, αν και απορούσε τι ήταν αυτό που την έκανε τόσο λυπημένη, όταν δυο βδομάδες νωρίτερα που την είχε αφήσει, ήταν ευτυχισμένη και απόλυτα ερωτευμένη με το Δημοσθένη. «Μάλλον θα χωρίσανε» σκέφτηκε απογοητευμένη η Ξένια, κρίμα και τον είχε συμπαθήσει, ένιωθε ότι ταίριαζε με τη Μάρθα και ήταν και όλες εκείνες οι συμπτώσεις που έδειχναν ότι εκείνοι οι δύο θα καταλήγανε μαζί, τελικά για άλλη μια φορά τα καλά σημάδια τις ξεγέλασαν. Αφού οι βρύσες των ματιών της σταμάτησαν να τρέχουν και κατακάθισε και το αναφιλητό, η Ξένια τόλμησε να ρωτήσει.

-Τι συνέβη; Μαλώσατε με το Δημοσθένη;

-Ναι, βασικά χωρίσαμε. Είπε και αναστέναξε σκουπίζοντας τα μάτια της.

-Τόσο σοβαρό είναι;

-Δεν κλαίω γι αυτό, δηλαδή και γι αυτό είμαι λυπημένη όμως προηγήθηκε κάτι άλλο, χειρότερο. Είπε και ξεκίνησε τη διήγηση των γεγονότων από τη μέρα που την επισκέφτηκε ο Νίκος μεθυσμένος μέχρι και την έκθεση πέντε μέρες νωρίτερα. Η Ξένια έμεινε σοβαρή, την άφηνε να μιλήσει χωρίς να τη διακόπτει, ένιωθε την ανάγκη της να τα βγάλει από μέσα της, και μιας και η Ξένια γνώριζε την προϊστορία δεν είχε να εκφράσει απορίες, για το πώς και το γιατί. Μόλις άκουσε για την σεξουαλική κακοποίηση έσφιξε τα δόντια για να μην αρχίσει να βρίζει και ταράξει ακόμα περισσότερο τη Μάρθα που ήδη της κόστιζε να φέρνει στην μνήμη της την βίαιη σκηνή όσο και αν απόφευγε να διηγηθεί τις λεπτομέρειες, αφού σώπασε, η Ξένια προσπαθώντας να ακουστεί ψύχραιμη τη ρώτησε όσο πιο απλά μπορούσε.

-Τον κατήγγειλες;

-Όχι.

-Γιατί δεν το κατήγγειλες Μάρθα;

-Τι να πω; Έχω και εγώ μερίδιο ευθύνης…

-Τον προκάλεσες να σου κάνει αυτό το πράγμα;

-Μα τι λες τώρα, δε μιλάω για τώρα…

-Άκου Μάρθα, τίποτα δε δικαιολογεί το Νίκο ώστε να κάνει κάτι τόσο άνανδρο, οπότε σταμάτα να ρίχνεις τις ευθύνες στον εαυτό σου, ώρα είναι να σμίξεις ξανά μαζί του γι’ αυτό το λόγο…

-Δεν έχω κανέναν τέτοιον σκοπό, άλλωστε… η Ξένια την προέτρεψε με ένα κούνημα του κεφαλιού της να συνεχίσει, μου λείπει ο Δημοσθένης, όταν τον είδα στην έκθεση δεν μπορείς να καταλάβεις πως ένιωσα.

-Γιατί δεν προσπάθησες να του εξηγήσεις; Τη ρώτησε λυπημένη η Ξένια.

-Τι να του πω, άλλωστε ούτε λίγο ούτε πολύ μου πέταξε στα μούτρα την παράλληλη σχέση μου και με κατηγόρησε ότι σκοπός μου ήταν να είμαι με το Νίκο και μαζί του ταυτόχρονα.

-Είναι βλάκας, όμως πάνω στα νεύρα μας πολλά μπορούμε να πούμε.

-Τον δικαιολογείς;

-Όχι ακριβώς…

-Περίπου;

-Περίπου, όμως σκέψου ότι ο Νίκος του είχε μιλήσει και εκείνος δεν τον πίστεψε, πήρε το μέρος σου, όμως όταν είσαι θυμωμένος πετάς ότι σου κατέβει στο μυαλό στον άλλο, με μοναδικό σκοπό να τον πληγώσεις επειδή πληγώθηκες.

-Αυτά τα κάνεις εσύ, εσύ χτύπαγες πάντα στο Θανάση τις αδυναμίες του.

-Δεν ξέρω αν το κατάλαβες αλλά μόλις το έκανες και εσύ.

-Συγνώμη.

-Καλύτερα να μιλήσεις με το Δημοσθένη, να του εξηγήσεις.

-Τι να του πω; Είναι πολύ ντροπιαστικό αυτό που συνέβη.

-Μη νομίζεις ότι δε σε καταλαβαίνω, όμως αν έχεις αισθήματα για το Δημοσθένη μίλησε του, πες του κάτι, μην αφήνεις το Νίκο να εισχωρήσει τόσο πια στη ζωή σου και να την ορίζει όπως του κάνει κέφι. Από την στιγμή που ήρθε στην έκθεση χωρίς κανέναν ενδοιασμό και μπροστά σε όλους σε ανάγκασε να μιλήσετε χωρίς να φοβάται την αντίδραση σου και επιπλέον προσπάθησε να προσεγγίσει τους γονείς σου πάει να πει ότι είναι αποφασισμένος για όλα, πρέπει να θωρακιστείς και χρειάζεσαι ανθρώπους κοντά σου, ήταν λάθος σου να μην τον καταγγείλεις θα τον απομάκρυνες μια και καλή από κοντά σου. Μίλησε στο Δημοσθένη, έχει παρεξηγήσει κάποια πράγματα, αν είναι εκείνος δίπλα σου ο Νίκος θα πατήσει φρένο, τουλάχιστον μπροστά σε άλλους.

-Δε θέλω να μπλέξω το Δημοσθένη σε όλο αυτό.

-Κάνε ό,τι καταλαβαίνεις. Την γνώμη μου την άκουσες. Πάντως εγώ θα είμαι κοντά σου και τώρα θα προσπαθήσω ακόμα περισσότερο να βρω άκρη με το διαγωνισμό. Να ήξερα μόνο από πού να ξεκινήσω. Είπε και απέμεινε σκεφτική. 

 

Ô

 

Τα ίδια και τα ίδια του έλεγε ο Γιάννης από τη μέρα που πήγανε στην έκθεση, «Εμένα πάντως φίλε, μου φάνηκε περισσότερο ενοχλημένη με την παρουσία του, παρά ευχαριστημένη»,  και συνέχιζε, «όταν είδε όμως ότι ήσουνα εκεί, το πρόσωπο της φωτίστηκε, θεωρώ ότι ήταν λάθος να την αφήσεις ελεύθερη, στις ορέξεις του κυρίου Χαΐτογλου», «αλλά πάλι εσύ ξέρεις!», «αν με ρωτούσες όμως…», σε αυτό το σημείο ο Δημοσθένης του έριχνε ένα αγριεμένο βλέμμα, το οποίο έκανε συνήθως το Γιάννη να σηκώσει τα χέρια ψηλά και να διακόψει τη συζήτηση. Αλλά αυτό δεν κρατούσε για πολύ αφού σε ανύποπτο χρόνο ξεκινούσε πάλι την κουβέντα αναγκάζοντας το αφεντικό του να ξεφυσήσει με αγανάκτηση.

Είχε ταλαντευτεί πάρα πολύ στο αν θα επισκεπτόταν την έκθεση και ειδικά τη μέρα των εγκαινίων. Μόλις χώρισαν αποφάσισε ότι δεν ήθελε να πηγαίνει γυρεύοντας με το να τη συναντάει, όμως όσο κρατούσε την πρόσκληση στα χέρια του, γνώριζε ότι θα πήγαινε και ο Γιάννης με την Χριστίνα και αφού άλλαξε μέσα σε ένα λεπτό πέντε φορές γνώμη, τελικά σηκώθηκε και ετοιμάστηκε. Ίσως να ήταν κι ο άλλος εκεί, κι αν τους έβλεπε μαζί να το έπαιρνε νωρίτερα απόφαση. Με το που μπήκαν στην αίθουσα της έκθεσης η πιο δυσάρεστη έκπληξη τον περίμενε, την είδε να συνομιλεί μαζί του. Όμως κάτι δεν κόλλαγε στην όλη εικόνα, κι όλα αυτά που πρόσεξε ο Γιάννης, όταν με αφορμή τη φωτογραφία του, την πλησίασε για να της μιλήσει. Ο τρόπος που κράταγε το χέρι της φανέρωνε ότι την πονούσε, ενώ έδειχνε ιδιαίτερα εκνευρισμένη. Και κάτι πρέπει να είχε ακούσει ο Γιάννης αλλά δε θέλησε να του το πει. Αν ήταν όμως κάτι τόσο σοβαρό, που άλλαζε τα δεδομένα δεν θα έπρεπε να του το είχε αποκαλύψει, κι όλη αυτή η επιμονή του να της δώσει μια ευκαιρία να μιλήσουν; Όμως ο Δημοσθένης ήταν αποφασισμένος ότι δεν είχε τίποτα να πει μαζί της, αν κάποιος έπρεπε να αναζητήσει τον άλλον ήταν εκείνη. «Μα αν δεν ισχύουν αυτά που της είπες, μπορείς να καταλάβεις ότι νιώθει προσβεβλημένη;»

«Και τα λουλούδια;» τον αντιγύριζε ο Δημοσθένης.

«Τι τα λουλούδια, ούτε που διάβασες την κάρτα να δεις από ποιον ήταν και τι έγραφε!»

«Ούτε και εκείνη! Αντιθέτως έσκισε την κάρτα.»

«Και αυτό την καθιστά ένοχη;»

«Πάντως δεν την καθιστά αθώα! Ποιος μου λέει ότι δεν έσκισε την κάρτα γιατί ήταν πειστήριο της ενοχής της.»

«Ξεφτέρι μου, δικηγόρος έπρεπε να σπουδάσεις, όχι αρχαιολόγος, βρε… πώς να σε πω τώρα, τέλος πάντων,  αν είχε σμίξει με το Νίκο, τι ανάγκη θα είχε, θα τελείωνε μαζί σου μια και καλή». Και εκεί σταματούσε την κουβέντα ο Γιάννης, ώστε να του δώσει χρόνο να σκεφτεί!  

 

Ô

 

Δεν το είχε σκοπό να το αφήσει στην τύχη, αρκετά είχε αφήσει στην τύχη τη δική της σχέση και όλα είχαν διαλυθεί, κι ακόμα τον σκεφτόταν, κι ακόμα της έλειπε, τι κι αν εκείνος είχε φτιάξει τη ζωή του με κάποια άλλη, ποτέ δε θα ήταν η άλλη το ιδανικό του, ποτέ δε θα έφτιαχνε με την άλλη ότι είχαν μαζί, πως είχε καταφέρει η σκέψη της και από το Δημοσθένη και τη Μάρθα είχε ξεστρατίσει στο Θάνο και στην ίδια, μια πληγή που δεν έλεγε να κλείσει παρά το πέρασμα των χρόνων. Ήταν σκληρά όσα της καταλόγισε όμως δεν ήξερε την αλήθεια. Υπήρχε χρόνος να το διορθώσουν, και επειδή η Μάρθα όταν έπρεπε να πάρει σημαντικές αποφάσεις, προτιμούσε να το κάνουν άλλοι για εκείνη, όμως η Ξένια θα προσπαθούσε να πείσει το Δημοσθένη να της μιλήσει, αν εκείνος παρέμενε στραβόξυλο, κακό του κεφαλιού του, δε θα άξιζε τον κόπο. Έφτασε έξω από το συνεργείο πάρκαρε και βγήκε από το αυτοκίνητο της, ένας νέος άντρας έτρωγε το κολατσιό του και μιλούσε με κάποιον που δεν μπορούσε η ίδια να δει.

-Συγνώμη, είναι εδώ ο Δημοσθένης;

-Ναι, κάτω από εκείνο το αυτοκίνητο. Απάντησε καταπίνοντας μια μεγάλη μπουκιά από το σάντουιτς. Ο Δημοσθένης ξαπλωμένος κάτω από ένα αμάξι βγήκε και κοίταξε ποιος τον ζητούσε.

-Ξένια! είπε και ανασηκώθηκε.

-Μπορούμε να μιλήσουμε για λίγο ιδιαιτέρως, ξέρω ότι είσαι στη δουλειά σου και δε θέλω να σε ενοχλώ… προσπάθησε να δικαιολογηθεί, όμως εκείνος τη διέκοψε, της ζήτησε λίγο χρόνο να πλυθεί και θα ήταν στη διάθεση της, η Ξένια βγήκε έξω να τον περιμένει ενώ ο Γιάννης χαλαρός στηριγμένος στο καπό ενός αυτοκινήτου συνέχιζε να κολατσίζει, μόλις εμφανίστηκε ο Δημοσθένης του έριξε ένα πειραχτικό βλέμμα.

-Α! ρε αφεντικό η μία σου φεύγει η άλλη σου έρχεται!

-Σκάσε, θα σε ακούσει, είναι φίλη της Μάρθας! Μόλις άκουσε αυτό ο Γιάννης κοίταξε ψηλά, πέρα από την οροφή του συνεργείου και σταυροκοπήθηκε, ο Δημοσθένης τον κοίταξε απορημένα και βγήκε.

-Θες να πάμε κάπου;

-Δεν ξέρω, κάπου που να μη μας δει η Μάρθα, ο Δημοσθένης την κοίταξε δύσπιστα όμως δεν έκανε κανένα σχόλιο.

-Ας πάμε στο σπίτι μου τότε, λογικά εκεί δε θα θέλει να έρθει.

Καθισμένοι στην κουζίνα του και πίνοντας καφέ, που ο Δημοσθένης είχε ετοιμάσει, η Ξένια προσπαθούσε να του εξηγήσει την κατάσταση χωρίς να του αποκαλύψει κάτι που θα έκανε τη Μάρθα να ντρέπεται και αν ήθελε θα του το έλεγε από μόνη της, όταν θα ερχόταν η ώρα.

-Δεν καταλαβαίνω, τι είναι αυτό που συνέβη και δε μου λες;

-Γιατί εσείς οι άντρες είστε τόσο εγωιστές και δε θέλετε να καταλάβετε το αυτονόητο;

-Ποιο είναι το αυτονόητο Ξένια;

-Εσύ μου είπες ότι ήσασταν μαζί, και ήσασταν μια χαρά και ξαφνικά η Μάρθα χωρίς λόγο άρχισε να απομακρύνεται από εσένα, να αποφεύγει να σου μιλήσει και να σε συναντήσει. Τι θα μπορούσε να είχε συμβεί;

-Δεν έχω ιδέα, και κανείς δε θέλει να μου πει.

-Κάποιος μπορεί να χρειάζεται χρόνο να εκμυστηρευτεί μια δύσκολη κατά­στα­­ση, αλλά εσύ προτίμησες να βγάλεις τα δικά σου συμπεράσματα και να αρχίσεις να την κατηγορείς, πως περίμενες να αντιδράσει;

-Ίσως ήμουν άδικος, αλλά τα λουλούδια; Και τι εννοείς δύσκολη κατάσταση; Τι συνέβη Ξένια, έχω και το Γιάννη που μου λέει κάτι μισόλογα εδώ και μέρες αλλά ποτέ δεν ολοκληρώνει αυτό που έχει να μου πει.

-Δεν ξέρω τι μπορεί να ξέρει ή να υποψιάζεται ο φίλος σου, όμως δεν μπορώ εγώ να σου πω τι συνέβη στο μεσοδιάστημα από την στιγμή που ήσασταν μαζί μέχρι που χωρίσατε. Επιπλέον δεν ξέρω αν έχεις την ψυχραιμία που χρειάζεται να διαχειριστείς κάτι τέτοιο και να στηρίξεις τη Μάρθα αντί να ζητήσεις μπελάδες, και επιπλέον, από το λίγο που σε ξέρω σε συμπαθώ και νιώθω ότι η φίλη μου είναι καλά μαζί σου, όμως ακόμα και με το που βρίσκομαι εδώ και σου μιλάω, ρισκάρω την σχέση μου μαζί της. Το μόνο που μπορώ να σου πω είναι ότι αν έχεις αισθήματα και μόνο τότε μίλησε της, αν όχι ασ’ την στην ησυχία της.

-Ξέρεις ότι έχω αισθήματα, και παρά ταύτα την άφησα ελεύθερη, εσείς όμως δεν αφήνεται εμένα στην ησυχία μου.

-Συγνώμη, είπε η Ξένια και σηκώθηκε, έχεις δίκιο, ήταν λάθος μου να έρθω να σου μιλήσω. Λυπάμαι που σε ενόχλησα.

Επέστρεψε στο συνεργείο αποφασισμένος να μάθει από το Γιάννη αυτό που δεν ήθελε να του πει κανείς, μπήκε μέσα νευριασμένος και του φώναξε να πάει στο γραφειάκι, κάτι ήθελε να του πει. Ο Γιάννης από τον τόνο του κατάλαβε ότι δε θα είχε καλά ξεμπερδέματα κι ότι αν μπλέκεσαι με τα πίτουρα σε τρων οι κότες.

-Θα μου πεις τι είναι αυτό που όλοι ξέρετε εκτός από εμένα;

-Δεν καταλαβαίνω σε τι αναφέρεσαι;

-Καταλαβαίνεις πολύ καλά, σταματήστε τα μισόλογα και πείτε μου;

-Ποιος από όλους, επειδή αναφέρεσαι στον πληθυντικό, γι’ αυτό ρωτάω. Εντάξει μη με κοιτάς λες και έχεις σκοπό να με δολοφονήσεις. Δεν είμαι σίγουρος γι αυτό που άκουσα, αν κατάλαβα καλά, αλλά ο τύπος είναι πολύ άθλιος και άνανδρος…

 

Ô

 

Τελικά ο Χριστόφορος Κοσυφάκης, δήμαρχος της Άρτας και φιλόδοξος βουλευτής, ήταν πιο αδίστακτος και από τον ίδιο το Νίκο και τον πατέρα του, ενώ εκείνος προσπαθούσε να βρει τρόπο να λύσει το θέμα με το πολυαγαπημένο γεφύρι του άλλου δημάρχου, το οποίο προκαλούσε μεγάλα εμπόδια και προβλήματα στην ομαλή και οικονομική διεξαγωγή των έργων ο ευυπόληπτος αλλά ανυπόμονος κερατάς πρότεινε τη λύση: «Το παν είναι ο αιφνιδιασμός, χωρίς να το γνωρίζει ο δήμαρχος, ανοίξτε το φράγμα και βυθίστε το γεφύρι».

Τελικά αυτός ο λαός με τέτοιους πολιτικούς στο πηδάλιο της χώρας, δεν είχε καμία ελπίδα να πάει μπροστά, το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν το προσωπικό τους όφελος, και αν κάποτε μια φορά στα χίλια χρόνια έμπαινε κάποιος στον πολιτικό στίβο με πραγματική διάθεση να βοηθήσει το λαό του, αν δεν το διέβρωνε το ίδιο το πολιτικό σύστημα και δεν τον αφόπλιζε, θα τον ξερνούσε εκτός κοινοβουλίου. Αν κάποιος είχε πράγματι να πει κάτι το διαφορετικό και να προτείνει πράγματα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και οι δημοσιογράφοι τον έκαναν να φαίνεται γραφικός, τον χλεύαζαν και τον περιγελούσαν ως μη ρεαλιστή. Κι ενώ μέσα στο κοινοβούλιο βασίλευε η γραφικότητα, το ψέμα και η θρασυδειλία, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης τους έκαναν να φαντάζουν αξιόλογοι και έμπιστοι, αν και πλέον μεγάλο ποσοστό του λαού είχε καταλάβει πως παιζόταν το παιχνίδι και κουρασμένο. είχε αποτραβηχτεί από τις εκλογικές αναμετρήσεις, δε συμμετείχε στην φαρσοκωμωδία των εκλογών, τώρα σωστά λάθος ποιος μπορούσε να τους κρίνει, άθελα τους συμμετείχαν και εκείνοι στο παιχνίδι αφού η αποχή ήταν ικανή να βγάλει από μόνη της κυβέρνηση. Δε βαριέσαι άλλος ένας ίδιος μέσα στους τόσους κατέληξε ο Νίκος, άλλωστε τον ίδιο από τη θέση που είχε, τον συνέφερε να υπάρχουν μέσα στο ελληνικό περήφανο κοινοβούλιο αντίστοιχοι του Χριστόφορου Κοσυφάκη. Εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα του. Σήκωσε το ποτήρι με το νερό στον αέρα για να ευχηθεί, μόνος του, στην υγεία του Κοσυφάκη, «Να ζήσει να κερδίζουμε». Αδιαμφισβήτητα θα πήγαινε μπροστά, μέχρι και πρωθυπουργός θα γινόταν κάποια μέρα, σύντομα.

 

Ô

 

Μπαίνοντας στο σπίτι της η Μάρθα ένιωσε σα να άνοιξε μια πόρτα και να μπήκε στο διαμέρισμα που είχαν με την Ξένια στην Αθήνα, όλα ήταν τακτοποιημένα στη θέση τους, το σπίτι γυάλιζε παραπάνω του φυσιολογικού, τέτοια πάστρα ακόμα και η μάνα της θα τη ζήλευε, το φαγητό από το φούρνο μοσχοβολούσε, ενώ ένα κέικ σοκολάτα περίμενε πάνω στο τραπέζι. Φώναξε το όνομα της φίλης της και την άκουσε να της απαντάει από το μπάνιο, η εξώπορτα χτύπησε και η Μάρθα με τη βεβαιότητα της παρουσίας άλλου προσώπου μέσα στο σπίτι άνοιξε χωρίς να ρωτήσει, μόλις είδε το Δημοσθένη μπροστά της ξαφνιάστηκε, στο χώρο εμφανίστηκε η Ξένια, μόλις τον είδε κούνησε το κεφάλι της, μπήκε πάλι μέσα πήρε την τσάντα της και επέστρεψε, σηκώνοντας το χέρι της προς αποχαιρετισμό και μη λέγοντας τίποτε άλλο βγήκε από το διαμέρισμα.

-Νομίζω ότι πρέπει να μιλήσουμε, ξεκίνησε τον πρόλογο εκείνος. Η Μάρθα του έδειξε μια πολυθρόνα και μην υπάρχοντας καναπές πλέον κάθισε απέναντι του. Αρχικά σου ζητάω μια συγνώμη για όλα όσα σου είπα την τελευταία φορά, είμαστε λίγο καιρό μαζί και όμως νιώθω ότι σε ξέρω καλύτερα από πολλούς ανθρώπους που τους γνωρίζω χρόνια γι’ αυτό δε με δικαιολογεί να πιστέψω τα λόγια ενός τιποτένιου. Σου ζητάω συγνώμη λοιπόν και θα ήθελα να ξαναπροσπαθήσουμε αν ήθελες και εσύ.

-Δεν ξέρω Δημοσθένη αν είμαι έτοιμη να σε δεχτώ πίσω. Βασικά δεν ξέρω αν θα είμαι ξανά έτοιμη για μια σχέση.

-Τι συνέβη Μάρθα γιατί δε μου λες;

-Γιατί μου είναι δύσκολο να το επαναλαμβάνω, θέλω απλά να διαγραφεί από το μυαλό μου ολόκληρη η σκηνή, ολόκληρη εκείνη η νύχτα.

-Γι αυτό πέταξες τον καναπέ;

-Γι αυτό.

-Τι σου έκανε;

-Δε σου είπε η Ξένια;

-Η Ξένια δε μου είπε τίποτε, ο Γιάννης κάτι άκουσε αλλά δεν ήταν σίγουρος και με πολύ κόπο τον έπεισα να μου μιλήσει, είναι αλήθεια; Εκείνη έσκυψε το κεφάλι της δαγκώνοντας τα χείλη της προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυα της, είχε γίνει πολύ κλαψιάρα τον τελευταίο καιρό και είχε αρχίσει να ενοχλείται με τον ίδιο της τον εαυτό. Όσο κι αν τη θεωρούσαν ευθυνόφοβη, όλοι τους, η Μάρθα έκρυβε πάντα ένα αισιόδοξο κομμάτι του χαρακτήρα της, όλα θα φτιάξουν, φτάνει να το θέλεις και να μην σταματήσεις την προσπάθεια.

-Γιατί σε ρωτάω αν είναι αλήθεια, το ότι πέταξες τον καναπέ, η αντίδραση του όταν τον είδες κοντά στους δικούς σου, το ότι σκύβεις το κεφάλι γεμάτη ντροπή, μαρτυρούν ποια είναι η αλήθεια, ο Δημοσθένης σηκώθηκε από τη θέση του και την πλησίασε γονατίζοντας μπροστά της. Μπορώ να περιμένω όσο χρειαστεί, καταλαβαίνω τι έχεις περάσει και ότι θες χρόνο, θα δείξω υπομονή, ένα βήμα τη φορά αλλά να το κάνουμε μαζί.

-Μου υπόσχεσαι ότι δε θα μπλεχτείς μαζί του;

-Στο υπόσχομαι, όμως αν προσπαθήσει να σε βλάψει ξανά τότε δεν υπόσχομαι τίποτα. Εκείνη χώθηκε στην αγκαλιά του και δεν είπαν τίποτε άλλο για το θέμα. 

 

Ô

 

Η συζήτηση της Μάρθας και του Δημοσθένη θα έπαιρνε χρόνο, μακάρι να κατάφερναν να μιλήσουν, να εξηγηθούν και να λυθεί η παρεξήγηση και η διχόνοια που είχε σπείρει ανάμεσα τους ο Νίκος με τις άνομες πράξεις του. Κρίμα μόνο που δεν πήγε λίγο αργότερα ο Δημοσθένης να έχουν προλάβει να φάνε, τα γεμιστά που είχε μαγειρέψει μύριζαν υπέροχα, όμως τι μπορούσε να κάνει, αρκετή αδιακρισία είχε δείξει για της ώρα στις υποθέσεις της φίλης της με το να μιλήσει με τον αγαπημένο της και έμμεσα να του εξηγήσει τι συνέβη και πόσο άδικο ήταν που χώρισαν. Όμως ήλπιζε ότι θα είχε καλά αποτελέσματα, αλλιώς ειλικρινά θα είχε απογοητευτεί από την πρωτοβουλία της να μιλήσει μαζί του, παρά που ο σκοπός της ήταν για καλό, όμως ως γνωστόν ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις, τουλάχιστον αν είχε καλά αποτελέσματα η πρόθεση της δε θα την πείραζε να επισκεφτεί για ένα σαββατοκύριακο την κόλαση ώστε να γράψει και ένα αρθράκι για τη ζωή στα καζάνια. Όμως σε ποια κόλαση ακριβώς αναφερόταν, αφού για μερικούς ανθρώπους η ζωή η ίδια είναι σκέτη κόλαση και ανάξια κάθε λόγου, τόση δυστυχία στον κόσμο, ασθένειες, πόλεμοι, φανατισμός, ρατσισμός, ολόκληροι λαοί έτρεχαν να προστατευθούν από τα πυρά του πολέμου και κατέληγαν μακριά από τα σπίτια τους σε ξένες χώρες να τους κοιτούν εχθρικά, να πνίγονται στις θάλασσες ώστε να εξυπηρετούνται τα συμφέροντα των εμπόρων όπλων. Έτσι έχει καταντήσει τη ζωή το ανώτερο σε νοημοσύνη είδος, μέσα στους αιώνες πάντα πόλεμοι και βασανιστήρια για να αποδείξουν ποιος είναι ο δυνατότερος και ο ανώτερος όλων.

Περπατώντας στα σοκάκια της Άρτας με την ελπίδα να μην συναντήσει το Νίκο γιατί ειλικρινά δεν ήξερε πως θα αντιδρούσε στη θέα του, άρχισε να αναρωτιέται για πόση ώρα θα περπατούσε ακόμα στους δρόμους και αν η Μάρθα θα είχε μυαλό να επικοινωνήσει για να της πει ότι ο Δημοσθένης είχε φύγει. Μόνο στην περίπτωση που θα ήταν θυμωμένη μαζί της, κατέληξε η Ξένια, θα την έπαιρνε για να την βρίσει που μεσολάβησε. Το βλέμμα της έπεσε πάνω σε μια αφίσα από το πολιτιστικό κέντρο της Άρτας, μα φυσικά η έκθεση! Είχε σκοπό να πάει την επόμενη μέρα όμως δεν υπήρχε λόγος να το καθυστερεί αφού δεν είχε τι άλλο να κάνει για να ξοδέψει την ώρα της. Μπήκε στην γκαλερί, στην πρώτη αίθουσα ήταν η έκθεση φωτογραφίας. Στην επόμενη, που ήταν μεγαλύτερος χώρος φιλοξενούσε την έκθεση ζωγραφικής στην οποία συμμετείχαν περισσότεροι καλλιτέχνες. Κοίταγε τις φωτογραφίες της Μάρθας και πρόσεχε την κάθε λεπτομέρεια τους, από όταν ήταν στην σχολή της άρεσε να μιλάει για την τεχνική της και η Ξένια καλή ακροάτρια καθόταν και την παρακολουθούσε, η ίδια όμως ήταν περισσότερο του γραπτού λόγου, όμως της άρεσε να παρακολουθεί όλες τις τέχνες από την πλευρά του θεατή. Στη φωτογραφία του άντρα πάνω στο αμάξι χαμογέλασε, «Άρτα και τρελοί αρτινοί!», ήταν καλή η ιδέα της τελικά να επισκεφτεί την έκθεση, όταν θα επέστρεφε στο σπίτι ακόμα και νευριασμένη να ήταν η φίλη της θα είχε ένα καλό θέμα για να την αποπροσανατολίσει και να την κάνει να ξεχαστεί. Όμως σύντομα θα έβρισκε κι έναν ακόμα καλό λόγο που επισκέφτηκε την ορισμένη μέρα και ώρα την γκαλερί. Στο άκουσμα του ονόματος της γύρισε να κοιτάξει ποιος μπορεί να βρισκόταν εκεί που την γνώριζε.

-Βασίλη! Είπε και του χάρισε ένα χαμόγελο με σκοπό να τον γοητεύσει.

-Ήρθες να δεις την έκθεση της φίλης σου;

-Φυσικά, είχε τόσο ενθουσιασμό, μόνο γι’ αυτό μου μιλούσε, ήταν πάντα το όνειρο της.

-Δεν το πρόδωσε πάντως, είπε και κοίταξε τη φωτογραφία μπροστά από την οποία στεκόταν η Ξένια.

-Πρέπει να παραδεχτείς ότι έχει ταλέντο!

-Δεν το αμφισβητώ, πάντως εμένα άλλο θα με ενδιέφερε να μάθω. Είπε και άφησε προσηλωμένο το βλέμμα του πάνω στη φωτογραφία.

-Τι πράγμα τον ρώτησε η Ξένια απορημένη.

-Τα δικά σου ταλέντα! Είπε και την κάρφωσε με το βλέμμα του. Εκείνη αρκέστηκε να χαμογελάσει.

-Μπαίνεις πάντα τόσο απότομα στο θέμα; Ο Βασίλης ακούμπησε με την πλάτη πάνω στον τοίχο, σταύρωσε τα χέρια κάτω από το στήθος και χαμογέλασε.

-Μόνο όταν κάτι μου τραβάει τόσο την προσοχή που νιώθω ότι με προκαλεί.

Έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού της ότι τη γοήτευε ο συγκεκριμένος τριανταπεντάχρονος γόης και με τη δικαιολογία ότι είχε μια αποστολή και εκείνος μπορούσε να τη βοηθήσει να βγάλει μια άκρη, ώστε να γράψει το άρθρο της, δέχτηκε να πάνε κάπου μαζί να φάνε. Προσπαθώντας να φαίνεται ότι κάνει μια χαλαρή συζήτηση άρχισε να τον ρωτάει γενικές πληροφορίες για τη ζωή του, και τι πιο γενικό από τη δουλειά. Εργαζόταν για δέκα χρόνια στο δήμο της Άρτας και πρόσφατα είχε γίνει και μέλος του διοικητικού συμβουλίου, συγκεκριμένα είχε κατέβει στο ψηφοδέλτιο του Χριστόφορου Κοσυφάκη. Το δήμαρχο τον σεβόταν και τον εκτιμούσε όπως και ολόκληρη η Άρτα. Η Ξένια τον ρώτησε αν είχε φτάσει στα αυτιά του η φήμη για το διαγωνισμό και πως τελικά ανέλαβε τα έργα η HIGH, εκείνος την κοίταξε καχύποπτα.

-Προσπαθείς να μου πάρεις πληροφορίες; Η Ξένια απλά γέλασε, ύστερα πήρε το ποτήρι με το κρασί της και ήπιε.

-Συγνώμη, είναι ένα χούι που αφήνει το επάγγελμα. Απλά έχει βουίξει ο τόπος, και εδώ που τα λέμε είναι κάπως περίεργο μια μέρα μόλις πριν λήξει ο διαγωνισμός να εμφανίζεται μια αθηναϊκή εταιρεία και να παίρνει τη δουλειά.

-Και αυτό σημαίνει ότι υπάρχει κάποιος κατάσκοπος μέσα από το δήμο, η Ξένια αρκέστηκε να ανασηκώσει τους ώμους της ενώ έκοψε ένα κομμάτι από το φιλέτο της. Μπορεί να πήρε την πληροφορία από την ίδια την Πανηπειρωτική Κοινοπραξία.

-Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει οι αθηναίοι να είχαν κατασκόπους σε όλες τις εταιρείες που έλαβαν μέρος στο διαγωνισμό, αλλά μη μου πεις ότι κι εσένα δε σου έκανε εντύπωση.

-Άλλο να μου κάνει εντύπωση κι άλλο να το θεωρώ δεδομένο. Η διορία δίνεται γι αυτόν ακριβώς το λόγο, για να ξέρουν οι υποψήφιοι ως πότε μπορούν να δώσουν τις προτάσεις τους και της HIGH δεν ήταν ληξιπρόθεσμη, επιπλέον έδωσαν την καλύτερη πρόταση, έτσι το δημοτικό συμβούλιο ήταν υποχρεωμένο να την προτιμήσει αλλιώς δεν υπήρχε λόγος για το διαγωνισμό, θα δίναμε απευθείας τη δουλειά στην Κοινοπραξία. Που δε θα κρύψω ότι την προτιμούσα, γνωρίζω πολλούς ανθρώπους που εργάζονται εκεί και μάλιστα έχω ξαδέρφια και φίλους, αυτό που συνέβη στέλνει απευθείας στην πτώχευση την εταιρεία και αυτούς τους ανθρώπους στην ανεργία, όμως έτσι γίνονται τα πράγματα, η HIGH έκανε την καλύτερη πρόταση.

-Ούτε εσύ δεν τα πιστεύεις αυτά που λες. Σχολίασε ήπια η Ξένια.

-Τι σε κάνει να το λες αυτό;

-Ότι νιώθω ότι είσαι σε άμυνα, και αναρωτιέμαι, αν δεν ήμουν δημοσιογράφος, θα μου έλεγες τα ίδια ή κάτι παραπάνω.

-Ξένια όταν σου ζήτησα να βγούμε δεν είχα ακριβώς αυτό στο μυαλό μου.

-Γι αυτό θα το σεβαστώ και θα σταματήσω εδώ τη συζήτηση.

-Ελπίζω να μη δω κάποιο δημοσίευμα και να με κατονομάζεις ως πηγή σου.

-Μην ανησυχείς, προστατεύω πάντα τις πηγές μου. Και για να είσαι βέβαιος… του είπε και ανασήκωσε το κινητό της για να του το δείξει, δε σε κατέγραφα όση ώρα μιλούσες.

-Αν δεν ήμουν κύριος θα σου ζητούσα να αδειάσεις το περιεχόμενο της τσάντας σου πάνω στο τραπέζι.

-Όμως είσαι και δε θα το ζητήσεις, τον προκάλεσε εκείνη κοιτώντας τον έντονα μέσα στα μάτια.

 

Ô

 

Φτάνοντας στο διαμέρισμα της η Ελπίδα έβγαλε από την τσάντα της το τεστ εγκυμοσύνης που είχε πάρει από το φαρμακείο. Το κοίταξε, όμως δεν ένιωθε έτοιμη, ο κύκλος της συνήθως ήταν σταθερός όμως της είχε ξανασυμβεί και άλλοτε, αν ήταν αγχωμένη μπορεί να είχε καθυστέρηση, ας περίμενε μια εβδομάδα ακόμα και ας το έκανε μετά. Πήγε και το έκρυψε μέσα σε ένα συρτάρι της ντουλάπας κάτω από σεντόνια και μαξιλαροθήκες, ας έπαυε να το σκέφτεται και αν μέσα στις επόμενες μέρες δεν είχε αδιαθετήσει θα το έκανε. Ξάπλωσε στο κρεβάτι και έβαλε τα χέρια της πάνω στην κοιλιά της, αν ήταν έγκυος τι θα έκανε; Συνήθως πρόσεχαν με το Νίκο όμως είχε συμβεί κάνα δυο φορές χωρίς να έχουν πάρει κάποια προφύλαξη. Αν ήταν με το Δημοσθένη σε παρόμοια περίπτωση δε θα είχε στιγμή να αμφιβάλει, εκείνος θα αναλάμβανε τις ευθύνες του, ούτως ή άλλως ήθελε να την κάνει γυναίκα του, «αυτό κάποτε» μουρμούρισε λυπημένη, τώρα είχε μπλέξει με την άλλη. Πόσο γρήγορα τα ξέχασε όλα, βέβαια δεν έπρεπε να τον κατηγορεί και η ίδια μόλις γνώρισε το Νίκο δε δίστασε να τον πλησιάσει, να τον φλερτάρει και να του παραδοθεί!

Με το Δημοσθένη όλα κυλούσαν ομαλά, ήξερε ποιο θα ήταν το επόμενο βήμα τους, όμως έλειπε το πάθος, και το βρήκε στο Νίκο, αλλά εκείνος φαινόταν ότι ξοδευόταν αριστερά και δεξιά, δεν της έδινε ποτέ λογαριασμό για το τι θα έκανε, αν θα πήγαινε στην Αθήνα ή θα έμενε, όποτε ήθελε να τη δει πήγαινε στο διαμέρισμα της και την έβρισκε ή την έπαιρνε τηλέφωνο. Της άρεσε ο Νίκος και μάλιστα πολύ, θα ήθελε να είναι μαζί του, να κάνει το παιδί του, αλλά πάλι ήταν αρκετά νωρίς, και αυτή τη φορά δεν την απασχολούσε η ηλικία της, όπως είχε δικαιολογηθεί στο Δημοσθένη, αλλά ότι ήταν νωρίς για την σχέση τους και η μορφή που είχε αυτό που η ίδια θεωρούσε ως σχέση τους. Επιπλέον πως θα το έπαιρνε εκείνος, θα την άφηνε να το κρατήσει ή θα απαιτούσε να το ρίξει, δε θα την πείραζε να γεννήσει και να μεγαλώσει το παιδί του ακόμα κι αν δεν παντρεύονταν, παρά τα όσα θα της έσερναν οι οπισθοδρομικοί γονείς της. Όμως και ο Νίκος μπορεί να την κατηγορούσε ότι ήθελε να τον τυλίξει, κι ακόμα χειρότερα ότι δεν ήταν δικό του το παιδί, ή να την παρατούσε αν εκείνη δεν ήθελε να κάνει έκτρωση, και τότε τι θα έκανε, ήταν μεγάλο το ρίσκο για μια νέα κοπέλα να κρατήσει ένα παιδί μόνη της. Ένας άντρας ποτέ δε δεσμεύεται όμως οι γυναίκες είναι αλλιώς, από την στιγμή που θα γεννήσουν τόσο η φύση τους όσο και ολόκληρη η κοινωνία της δεσμεύει να μεγαλώσουν το παιδί τους. Η Ελπίδα ούσα ανύπαντρη μητέρα δε θα είχε πολλές ευκαιρίες να γνωρίσει κάποιον άλλον ώστε να κάνουν μαζί οικογένεια. Θα έπρεπε να συμβιβαστεί και η ζωή της θα γινόταν μίζερη. Αυτό που απευχόταν!

 

Ô

 

15 Αυγούστου, η μεγάλη γιορτή της Θεοτόκου, κάθε χωριό έχει και το δικό του πανηγύρι. Τα κλαρίνα έπαιζαν παραδοσιακούς σκοπούς, παρέες χόρευαν μπροστά από την ορχήστρα, άλλες κάθονταν σε τραπέζια συζητώντας, παρακολουθώντας τους χορευτές και αφήνοντας τους παραδοσιακούς ήχους και την φωνή του τραγουδιστή να τους ταξιδεύει. Ο Βασίλης με το Γιάννη ένωσαν δυο τραπέζια, έβαλαν γύρω του καρέκλες, και όλα ήταν έτοιμα για τη συντροφιά τους, ένας σερβιτόρος ήρθε, έβαλε τραπεζομάντηλα μιας χρήσης πάνω στο τραπέζι, τα στερέωσε με πιαστράκια και αφού έβαλε πάνω έξι ποτήρια πήρε την παραγγελία τους. Μόλις η Μάρθα με την Ξένια κάθισαν κατάλαβαν αμέσως ότι η έξοδος τους δε θα τους έβγαινε σε καλό, απέναντι σε ένα τραπεζάκι καθόταν ο Νίκος με την Ελπίδα και έναν άλλον που δεν γνώριζαν. Η Μάρθα ένιωσε δίπλα της το Δημοσθένη σφιγμένο, κάτι που παρατήρησε και ο Γιάννης και στράφηκε να κοιτάξει. Μόνο ο Βασίλης και η Χριστίνα δεν είδαν την καταστροφή να έρχεται.

-Θες να φύγουμε; Έσκυψε στο αυτί της Μάρθας και τη ρώτησε ο Δημοσθένης, εκείνη του έκανε νόημα με το κεφάλι πως δεν ήθελε, ενώ έσφιξε το χέρι του κάτω από το τραπέζι δυνατά. Καλώς, απάντησε εκείνος και άρχισε να γεμίζει τα ποτήρια με την ξανθή, παγωμένη μπύρα που μόλις είχε αφήσει στο τραπέζι τους ο σερβιτόρος.

-Τι θα γίνει, δε θα χορέψουμε; Ρώτησε ο Βασίλης για να αντιληφθεί ότι εκτός από την Χριστίνα κανένας άλλος δεν ήταν πρόθυμος.

-Ίσως αργότερα, απάντησε ο Γιάννης, αν θέλετε εσείς πηγαίνετε.

-Εγώ δεν πάω χωρίς εσένα. Είπε η Χριστίνα, προκαλώντας του ένα χαμόγελο.

Ο Γιάννης προσπαθούσε να βρεί κάποιο θέμα  για να ανοίξει συζήτηση, όταν έφτασαν έξι μπύρες κερασμένες από τον εργοδηγό του Νίκου, ο οποίος είχε προσέξει το Βασίλη στην απέναντι παρέα και ήθελε να κρατήσει το πρωτόκολλο του πανηγυριού, που απαιτούσε να κεράσεις κάποιον που γνωρίζεις. Όλοι μούδιασαν στην παρέα, εκτός από το Βασίλη που δέχτηκε το κέρασμα και σήκωσε το ποτήρι του εις υγεία της απέναντι παρέας για να του ανταποδώσουν την κίνηση, μόλις πρόσεξε την Ελπίδα ανάμεσα στους δύο άντρες, υπέθεσε ότι ήταν κι ο λόγος που ο ξάδερφος του έχασε κάθε διάθεση από την στιγμή που κάθισαν. Λίγη ώρα αργότερα υποχρεωμένος να ανταποδώσει το κέρασμα έστειλε μπύρες στην απέναντι παρέα, ο Δημοσθένης ξεφύσησε αγανακτισμένος, ώρα ήταν να έρθουν και να κάτσουν στο τραπέζι τους εξαιτίας των δημοσίων σχέσεων του μέλους του δημοτικού συμβουλίου. Με την προτροπή του Βασίλη το τραπέζι τους, εκτός από το Δημοσθένη, σηκώθηκε να μπει στον χορό. Μη θέλοντας να χάσει την ευκαιρία ο Νίκος σηκώθηκε και πήγε και κρατήθηκε από τη Μάρθα, με γρήγορα αντανακλαστικά η Ξένια έφυγε από την πρώτη θέση του κύκλου για να μπει ανάμεσα τους, ο Νίκος της έδωσε ένα δυνατό σφίξιμο το οποίο του ανταπέδωσε συγχυσμένη, μόλις όμως της έσφιξε ακόμα περισσότερο το χέρι, η Ξένια που δεν χαριζόταν έμπηξε τα νύχια της μέσα στο δέρμα του και τον κοίταξε θυμωμένη. Εκνευρισμένος ο Νίκος άφησε το χέρι της και πήγε και κάθισε δίπλα στην Ελπίδα που δεν είχε σηκωθεί από το τραπέζι, παρά κοιτούσε μελαγχολικά είτε τον άντρα στο απέναντι τραπέζι που καθόταν μόνος του και έπινε, είτε τον κύκλο που είχαν σχηματίσει οι διάφοροι πανηγυριώτες.   

-Τι σκέφτεσαι; Τη ρώτησε ο Νίκος αλλά εκείνη απέφυγε να του απαντήσει.

Ύστερα γίνανε όλα πολύ γρήγορα, ο Νίκος παρακολουθούσε τις κινήσεις της Μάρθας, θέλοντας κάποια στιγμή να την απομονώσει και να της μιλήσει. Το ότι την έβλεπε να είναι με κάποιον άλλον, τον οποίο  θεωρούσε ότι τον είχε βγάλει εκτός μάχης τον προκαλούσε. Ήταν καλή ιδέα να έρθει στο πανηγύρι που γινόταν στο χωριό της, ίσως ήταν λάθος που είχε κουβαλήσει και τη μικρή μαζί του, όμως δεν ήξερε αν η Μάρθα θα ερχόταν και επιπλέον τέτοιου είδους φιέστες και γιορτές δεν ήταν ιδιαίτερα του γούστου του, τις βαριόταν εύκολα. Από την άλλη ήταν μια ευκαιρία να τη συναντήσει και να της μιλήσει, όμως υπολόγιζε χωρίς τον ξενοδόχο, αφού από την τυπική στάση τους τη μέρα της έκθεσης, εκείνος είχε θεωρήσει ότι είχε χωρίσει με το νεαρό μηχανικό αυτοκινήτων. Κι όμως να που ήταν πάλι μαζί. Μόλις την είδε να σηκώνεται και να κατευθύνεται μόνη της προς ένα άλλο τραπέζι, άφησε λίγα λεπτά να κυλήσουν και σηκώθηκε.

Η Μάρθα βρισκόταν στο τραπέζι του παρ’ ολίγον συζύγου της, βάση των σχεδίων της μητέρας της. Ο Σωτήρης, έδειχνε ενθουσιασμένος με την παρουσία της, απαντούσε στις ερωτήσεις της για την οικογένεια του ενώ της έδωσε συγχαρητήρια για την έκθεση που είχε λάβει μέρος και της υποσχέθηκε ότι με την πρώτη ευκαιρία θα κατέβαινε να δει τη δουλειά της, εκείνη τον ευχαρίστησε και ξεκίνησε να επιστρέψει στο τραπέζι της, όταν ένιωσε κάποιον να τη συγκρατεί από το μπράτσο. Στράφηκε και είδε το Νίκο, και ο εφιάλτης εκείνης της νύχτας ξεκίνησε, όμως αυτή τη φορά εκείνος δεν είχε την τύχη με το μέρος του, αφού σχεδόν αμέσως μόλις εμπόδισε τη Μάρθα να μετακινηθεί, ένα χέρι πιο δυνατό τον έπιασε από τον ώμο αναγκάζοντας τον να αφήσει το μπράτσο της κοπέλας, για να γυρίσει να δει μια γροθιά να έρχεται προς το μέρος του. Η μουσική σταμάτησε και ο χαμός επικράτησε, αιφνιδιασμένος και ξαπλωμένος στο χώμα ο Νίκος της έτρωγε για τα καλά, μην μπορώντας να προστατέψει τον εαυτό του όπως είχε αιφνιδιαστεί, αν και κατάφερε να δώσει και ο ίδιος κάποιες γροθιές στον αντίπαλο του. Ο Βασίλης έσπευσε να χωρίσει τον ξάδερφο του από τον εργολάβο, όμως τον συγκράτησε ο Γιάννης.

«Άσ’ τον να φάει λίγες, πίστεψε μου του αξίζουν, τους χωρίζεις σε λίγο»! Ο Βασίλης τον κοίταξε έκπληκτος. Η Ξένια κρατούσε τη Μάρθα που κοίταζε αλλού, έτσι όπως το χέρι της ακουμπούσε πάνω στην Ξένια, η Ελπίδα πρόσεξε το δαχτυλίδι που είχε χαρίσει σε εκείνη ο Δημοσθένης. Θυμωμένη αποφάσισε να ξεχωρίσει εκείνη τους δύο άντρες, όταν ο Αλέξανδρος εμφανίστηκε, ο Γιάννης με το Βασίλη τράβηξαν και απομάκρυναν το Δημοσθένη από τον λιπόθυμο Νίκο, η Ελπίδα με δάκρυα εκνευρισμού στα μάτια κάθισε δίπλα στο Νίκο και έψαξε να βρει τον σφυγμό του.

-Θα το πληρώσεις αυτό Δημοσθένη, ήταν η τελευταία της κουβέντα, πριν τον τραβήξουν ο Βασίλης με το Γιάννη και τον αναγκάσουν να μπει στο αυτοκίνητο για να φύγουν, από πίσω ακολούθησαν τα τρία κορίτσια της παρέας.

 

Ô

 

Όταν συνήρθε ο Νίκος βρισκόταν στην αγκαλιά της Ελπίδας ενώ το αυτοκίνητο το οδηγούσε ο Αλέξανδρος, αφού έβηξε λίγο κατάφερε να τραβήξει το κορίτσι από τις σκέψεις του.

-Δόξα το Θεό συνήρθες, είπε η Ελπίδα και τον χάιδεψε στα μαλλιά.

-Τι συνέβη; Ρώτησε εκείνος.

-Ο τρελός ο πρώην μου, όρμησε και σε έδειρε.

-Φτάσαμε είπε ο Αλέξανδρος και πάρκαρε το αυτοκίνητο.

-Που φτάσαμε;

-Στο νοσοκομείο.

Ο Νίκος ανασηκώθηκε από την αγκαλιά της και απαίτησε από τον συνεργάτη του να φύγουν από το νοσοκομείο, δεν ήταν κάτι σοβαρό, ήθελε να πάει στο σπίτι του. Ο Αλέξανδρος τον κοίταξε δύσπιστα ενώ η Ελπίδα προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί, βλέποντας ότι δε θα του άλλαζαν γνώμη, ο Αλέξανδρος υπάκουσε και τους μετέφερε στο διαμέρισμα της Ελπίδας.

-Πρέπει να πάρουμε την αστυνομία να το καταγγείλουμε, ήταν η πρώτη φράση της Ελπίδας μόλις μπήκανε στο σπίτι.

-Δε θα πάρουμε κανέναν να καταγγείλουμε, είπε προστακτικά εκείνος.

-Και θα το αφήσουμε έτσι;

-Ένας ακόμη καυγάς σε ένα πανηγύρι, αν ήταν σε όλους τους καυγάδες να μπλέκεται η αστυνομία, ολόκληρη η Ελλάδα θα βρισκόταν πίσω από τα σίδερα.

-Δεν ήταν απλός καυγάς Νίκο, κόντεψε να σε σκοτώσει. Ο Νίκος δεν σχολίασε τίποτε και πήγε και κάθισε σε έναν καναπέ αφήνοντας τον Αλέξανδρο να τον κοιτάει διερευνητικά.

-Θέλει να αποφύγει το σκάνδαλο! Αποφάσισε να πάρει το λόγο ο Αλέξανδρος και να δικαιολογήσει το αφεντικό στη νεαρή φιλενάδα του, που όσο απρόθυμος φαινόταν ο Νίκος να μπλέξει την αστυνομία στον ξυλοδαρμό του, τόσο πρόθυμη φαινόταν εκείνη.

-Ποιο σκάνδαλο;

-Ε! δεν καταλαβαίνεις και εσύ, σε είχα για έξυπνο κορίτσι Ελπίδα, ο Νίκος είναι εδώ για να κάνει δουλειές, έχει ήδη αρκετούς εχθρούς λόγω του ότι ανέλαβε τα έργα στην περιοχή, αν μαθευτεί ότι έμπλεξε σε καυγά, θα αρχίσουν να αναρωτιούνται για ποιο λόγο και ο καθένας θα λέει το κοντό του και το μακρύ του. Και αυτό πρέπει να το αποφύγει.

Με τη βοήθεια του Αλέξανδρου και της Ελπίδας μεταφέρθηκε στο δωμάτιο και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Μόλις ο συνεργάτης του έφυγε και η Ελπίδα πήγε και ξάπλωσε δίπλα του μέσα στο σκοτάδι άκουσε τη φωνή του, να τη ρωτάει ψυχρά.

-Γιατί επέμενες να καταγγείλουμε το Δημοσθένη; Είναι ο πρώην σου, δε νιώθεις τίποτε για εκείνον;

-Το ότι ήσουν λιπόθυμος και ότι φοβήθηκα ότι ήσουνα νεκρός δεν το αλλάζει αν το έκανε ο πρώην μου ή κάποιος εντελώς άγνωστος. Αλλά εσύ γιατί δε θες δεν καταλαβαίνω!

-Καληνύχτα Ελπίδα, της είπε γυρίζοντας την πλάτη του.

Την ερώτηση που της είχε κάνει νωρίτερα ο Νίκος την επανέλαβε η ίδια στον εαυτό της. Δεν ανησυχούσε μήπως βρει τον μπελά του ο Δημοσθένης, αντιθέτως το επιθυμούσε; Είχαν ζήσει κάποια χρόνια μαζί, δεν μπορεί να μην της έλεγαν τίποτα πλέον όσα είχαν περάσει παλιότερα. Θυμήθηκε το δαχτυλίδι της που φορούσε η άλλη και ένιωσε το θυμό μέσα της να φουντώνει. Αρχικά δεν μπορούσε να καταλάβει πως κατάφερνε και έτρεχε δύο άντρες σαν το Νίκο και το Δημοσθένη, αν το έπαιρνε από την άλλη πλευρά αδιαμφισβήτητα του Νίκου του άξιζε αυτό που έπαθε στο πανηγύρι, συνόδευε την ίδια και εκείνος κυνηγούσε μια άλλη, όμως και ο πρώην της δεν ήτανε καλύτερος. Πως μπόρεσε μετά από όλα όσα της είχε πει, είχε φτάσει μέχρι το σημείο να της κάνει πρόταση γάμου και όμως τόσο εύκολα λησμονούσε τους όρκους του και έμπλεκε με μια άλλη και μάλιστα της είχε χάρισε το δαχτυλίδι της δικιάς της πρότασης. Ή που ήταν μανιακός με το γάμο ή δε σήμαινε τίποτε για εκείνον η Ελπίδα και τα όσα της είχε πει και τάξει. Απλά λόγια του αέρα, όταν έμαθε από την Χριστίνα ότι την είχε αντικαταστήσει δεν είχε ενοχληθεί, αντιθέτως το θεώρησε απόλυτα φυσιολογικό όμως από αυτό ως το ότι χάρισε το δαχτυλίδι της πρότασης σε κάποια άλλη, της φαινόταν υπερβολικό. Ύστερα το μυαλό της μετακινήθηκε στην Χριστίνα, τελικά οι υπολογισμοί της Ελένης ήταν εντελώς ανακριβείς, εκείνη απ’ ότι κατάλαβε ήταν με το φίλο του, το Γιάννη. Όμως το ότι η Χριστίνα έμεινε στο πλάι του Γιάννη όταν η Ελπίδα είχε την ανάγκη της στήριξης της δεν την έκανε λιγότερο προδότρια, από το να είχε μπλέξει με τον πρώην της.

Τελικά όπως όλα έδειχναν ο Δημοσθένης ήταν απλά ένας μανιακός με τον γάμο και την οικογένεια, δεν τον ενδιέφερε και τόσο το ποια θα είναι η σύζυγος του, αλλά να διαιωνίσει το είδος του, όπως κάποιες γυναικούλες του παλιού καιρού που ο μόνος τους σκοπός ήταν να βρουν ένα καλό παιδί να τις αποκαταστήσει. Αυτό λοιπόν ήταν ο Δημοσθένης. Κι ευτυχώς που η ίδια δεν είχε πέσει θύμα της ψευδαίσθησης ότι ήταν η μοναδική γυναίκα για εκείνον.      

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ

 

Τα είχε εντελώς χαμένα ο Βασίλης από όσα συνέβησαν στο πανηγύρι, πρώτα ο ξάδερφος του έδειρε τον Νίκο Χαΐτογλου, χωρίς καμία αφορμή και ύστερα μέσα στο αυτοκίνητο, στην αγκαλιά της Μάρθας, να μην έχει ξεσπάσει, αντιθέτως να φωνάζει ότι έπρεπε να τον αφήσουν να τον σκοτώσει. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι του έλεγε στο αυτί η κοπέλα του, που όμως δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Μήπως δεν είχε ξεμπερδέψει με τα συναισθήματα του για την Ελπίδα, δεν είχε περάσει και πολύς καιρός που είχαν χωρίσει, αλλά πάλι η Μάρθα θα ήταν τόσο ψύχραιμη και θα προσπαθούσε να τον καθησυχάσει ή θα τον είχε παρατήσει στην τύχη του και θα έφευγε. Επιπλέον το ότι ο Γιάννης που τον συγκράτησε για να μην τους χωρίσει με την φράση «Άσε να τις φάει, του αξίζει» του γεννούσαν ερωτηματικά.  Έριξε μια ματιά στην κοπέλα που καθόταν δίπλα του στη θέση του συνοδηγού, οι ερωτήσεις της Ξένιας σίγουρα δεν ήταν τυχαίες για τις φήμες που κυκλοφορούσαν στην Άρτα, έψαχνε πληροφορίες, μα μήπως ο στόχος της δεν ήταν ο δήμος, αλλά η εταιρεία που ανέλαβε τα έργα; Όμως πως μπορούσαν όλα αυτά να συνδέονται και γιατί ο ξάδερφος του να είχε πάρει τόσο προσωπικά το διαγωνισμό, αδιαμφισβήτητα κάτι του ξέφευγε. Αφού άφησε τα κορί­τσια στο σπίτι της Μάρθας, πήγε με το Δημοσθένη στο σπίτι του, που δεν μπορούσε να πάει στο δικό του σα να μην έτρεχε τίποτα, μπορεί να τον έψαχνε η αστυνομία και να πέρναγε τη νύχτα του στο αυτόφωρο, αν η Ελπίδα είχε κάνει πράξη την απειλή της.

Μόλις μπήκαν στο διαμέρισμα του Βασίλη το πρώτο που ζήτησε ήταν μια παγωμένη μπύρα, αντί γι αυτό του σερβιρίστηκε ζεστός καφές. Αφού του έδωσε την κούπα που άχνιζε, παρά τη ζέστη που έκανε στα μέσα του Αυγούστου, κάθισε απέναντι του και σιωπηλά περίμενε να του μιλήσει. Τελικά ήταν ώρα να μάθει ότι ο Νίκος με τη Μάρθα είχαν μια περιπέτεια στην Αθήνα και όπως όλα έδειχναν την είχε ακολουθήσει στην Άρτα. Σενάριο επιστημονικής φαντασίας του ακούστηκε αυτό, δηλαδή τι πίστευαν όλοι τους, ότι η «HIGH» ανέλαβε τη δουλειά για να βρίσκετε κοντά στη Μάρθα ο νεαρός Χαΐτογλου; Όχι, όχι, δεν έχουν ιδέα πως είναι οι δουλειές αυτά τα παιδιά, τέτοιοι άνθρωποι έχουν μάθει να διαχωρίζουν τις δουλειές και τα κέρδη τους από τον έρωτα τους για μια γυναίκα, χωρίς όμως να εξωτερικεύσει τις σκέψεις του θέλησε να τσιγκλήσει ακόμα λίγο τον ξάδερφο του.

-Επιμένω να θεωρώ υπερβολική την στάση σου, δεν δέρνουμε κάποιον επειδή μας πρόλαβε στην καρδιά και στο στρώμα μιας γυναίκας. Αγνόησε το δολοφονικό βλέμμα που του έριξε ο ξάδερφος του και συνέχισε. Αυτά ανήκουν σε περασμένες εποχές. Με τη δική σου λογική κι αυτός έπρεπε να σε δείρει αφού κάποτε ήσουν με την Ελπίδα.

-Την Ελπίδα τη σέρνει άδικα μαζί του, τη Μάρθα θέλει, και είναι τόσο αγενής που αδιαφορεί για το κοριτσάκι, και το δείχνει απροκάλυπτα.

-Δημοσθένη, την έχεις ξεπεράσει την Ελπίδα;

Ο ξάδερφος του τον κοίταξε απορημένος, τι ερώτηση κι αυτή, μετά κούνησε απογοητευμένα το κεφάλι του.

-Ό,τι και να σου πω δε θα καταλάβεις, δεν έχει σχέση με την Ελπίδα αυτό που έγινε. Από την άλλη κάποτε ήταν μέρος της ζωής μου, δεν ξεχνιούνται από τη μια στιγμή στην άλλη τα όσα ζήσαμε μαζί, αλλά ο τρόπος που χωρίσαμε και το ότι γνώρισα τη Μάρθα δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας για το με ποια γυναίκα θέλω να είμαι. Άλλωστε και εκείνη έκανε τις επιλογές της, και ειλικρινά λυπάμαι γιατί είναι κακές.

-Δε σε ικανοποιεί ούτε και λίγο που κακόπεσε μετά από εσένα; Τον ρώτησε πονηρά ο Βασίλης.

-Δεν σου κρύβω ότι ένα μέρος μου μπορεί να χαίρεται, όμως στην πραγματικότητα λυπάμαι.

-Είναι μέρος του παιχνιδιού ξάδερφε. Άντε και τώρα πέσε κοιμήσου να ξεκουραστείς.

-Πως θες να κοιμηθώ με τον καφέ που με πότισες; 

 

Ô

 

Πηγαινοερχόταν εκνευρισμένη πέρα δώθε μέσα στο σπίτι η Αγγελική, ήξερε εκείνη που δεν είδε με καλό μάτι την επιστροφή της κόρης της στην Άρτα, δεν πρόλαβε να εγκατασταθεί και ήδη τους είχε κάνει ρεζίλι. Να τους πιάνει η κάθε κουτσομπόλα στο στόμα της και να έχει να λέει, να παίρνει ύφος οσίας για να τους προλάβει τις πομπές της Μάρθας. Σίγουρα μετά τη Βαγγελούλα όλο και κάποια άλλη θα έκανε την παρουσία της στο σπίτι, για να πιουν τάχα καφέ και να τα πούνε. Ακούς εκεί το παλιοκόριτσο, να ανέβει στο χωριό για το πανηγύρι και να μην περάσει πρώτα από το σπίτι να δει τα γονικά της, αλλά βέβαια συνοδευόταν από κάποιον θερμόαιμο που ένας Θεός ήξερε πόσο αλκοόλ θα είχε κατεβάσει για να πιαστεί στα χέρια και να φύγουν άρον άρον από το χωριό. Όμως εκείνη δε θα το άφηνε έτσι θα την έπαιρνε τηλέφωνο και θα της έλεγε να την επισκεφτεί, τι κι αν ήταν 28 ετών, χρειαζόταν κηδεμόνα αυτό το κορίτσι. Αχ! αλλά ήξερε η μικρή και τα έκανε, αφού είχε πάντα συνήγορο τον πατέρα της, να τη δικαιολογεί, να την καλοπιάνει, να τη βοηθάει πίσω από την πλάτη τη δική της, στέλνοντάς της χρήματα, για να μην μπλέξει λέει. Αν την είχε ακούσει όταν ήθελε να την παντρέψει με το Σωτήρη και δεν είχε κάνει κόμμα με τη θυγατέρα του, τώρα θα ήταν η πρώτη του χωριού, θα είχε συμμαζευτεί, θα είχε οικογένεια και όλα τα καλά. Όμως αντιθέτως με εκείνη ο Περικλής, θεωρούσε ότι παντρειά με το ζόρι δε γίνεται, την άφησε να φύγει για την Αθήνα και να σπουδάσει φωτογραφία και να τα αποτελέσματα τώρα, να επιστρέφει πίσω, για ποιο λόγο μόνο η ίδια ήξερε και να την πιάνει ο καθένας στο στόμα του. Τι αλήτης θα ήταν και αυτός που τη συνόδευε για να πιάνεται στα χέρια στα πανηγύρια, κι όπως της είπε η Βαγγελιώ κανείς δεν κατάλαβε την αφορμή, ξαφνικά ξεκίνησε ο σαματάς, και ούτε θα καταλάβαινε κανείς ποιος πιάστηκε στα χέρια, αφού και οι δυο ήταν ξενομερίτες. Και το παιδί που αιμόφυρτο τις έφαγε αλλά και ο άλλος ο νταής που δέρνει τον κόσμο. Κατάλαβαν ότι σχετίζονταν με την Μάρθα, επειδή την είδαν να φεύγει μαζί του. Ααααχ! φωτιές που της άναψε. Στην πόρτα εμφανίστηκε ο Περικλής και η Αγγελική που έψαχνε κάπου να ξεσπάσει άρχισε να του σέρνει για την κόρη του, σε τέτοιες περιστάσεις τα παιδιά τους, γίνονταν αποκλειστικά δικά του. Εκείνος που ήδη γνώριζε τι είχε συμβεί στο πανηγύρι, από ένα φίλο που συνόρευαν τα χωράφια τους, παρέμεινε σιωπηλός αφήνοντας την Αγγελική να λέει, άλλωστε την ήξερε, αν δεν έλεγε όλα όσα είχε μέσα της, θα έσκαγε. Έλεγε, έλεγε εκείνη και τελειωμό δεν φαινόταν να έχει, ξεκίνησε απ’ όταν ήταν μικρό κορίτσι έτσι όπως την καλόπιανε πάντα ο πατερούλης της και να έτσι όπως την κακόμαθε που είχε φτάσει, με την κίνηση μόνο να ανοίξει τα χείλη του για να υπερασπιστεί τον εαυτό του και τη Μάρθα νέος χείμαρρος ξεκίναγε από την Αγγελική. Στο τέλος δεν κρατήθηκε, πήρε τηλέφωνο τη Μάρθα και τη διέταξε να ανέβει στο χωριό, ήθελε να μιλήσουν.

Είχε έρθει λοιπόν η ώρα να μιλήσει ο πατέρας, αλλά δε θα έλεγε εκείνα που ήθελε η Αγγελική, «Η Μάρθα είναι μεγάλη κοπέλα, το ότι ήρθε στην Άρτα δε σου δίνει το δικαίωμα να τη διατάζεις! Και κοίτα να είσαι ψύχραιμη και να της μιλήσεις ωραία τώρα που θα έρθει, νομίζεις ότι έχει λόγους να σε φοβάται; Αν σε ακούει το κάνει επειδή σε αγαπάει, έχει δείξει και με το παραπάνω ότι είναι άξια, ούτε την ταΐζεις πλέον, ούτε της προσφέρεις τίποτα, πάψε να είσαι δεσποτική, να βλέπεις στην κόρη μας τη συνέχεια σου και άστη να γίνει ευτυχισμένη με τον τρόπο που ξέρει εκείνη».

-Τι μας λες; Τον ειρωνεύτηκε εκείνη, και θα την αφήσω να μας ντροπιάζει σε όλο το χωριό;

-Δεν ήσουν εκεί, και δεν ξέρεις τι συνέβη, μπορεί να είχε δίκιο ο νεαρός και να προσπάθησε να υπερασπιστεί τη Μάρθα, ή νομίζεις ότι μπορείς να κρίνεις εσύ καλύτερα από εκείνη τους φίλους της; Η Αγγελική αρκέστηκε να του ρίξει ένα θυμωμένο βλέμμα και να διακόψει τη συζήτηση βγαίνοντας από το σπίτι στην αυλή, αρχίζοντας να μουρμουρίζει. Απηυδισμένος ο Περικλής κούνησε το κεφάλι του και έφυγε να πάει στο καφενείο.

 

Ô

 

Το επόμενο πρωί ο Νίκος σηκώθηκε από το κρεβάτι για να ετοιμαστεί να πάει στο εργοτάξιο. Σε κάθε κίνηση που έκανε πόναγε, άλλες φορές σφίγγοντας τα δόντια, άλλες φορές με αναστεναγμούς και άλλες με βλαστήμιες εξέφραζε τον πόνο που του προκαλούσαν τα χτυπήματα που είχε δεχτεί το προηγούμενο βράδυ.

-Όποιος μπλέκεται με τις κότες αυτά παθαίνει. Σχολίασε η Ελπίδα που τον παρακολουθούσε ξαπλωμένη.

-Καλή είσαι εσύ, το ευχαριστιέσαι! Της είπε ενοχλημένος.

-Δεν το ευχαριστιέμαι, αλλά για να επιμένεις να μην τον καταγγείλεις κάτι έχεις κάνει.

-Άρχισες πάλι; Είπε αγριοκοιτάζοντας τη μέσα από τον καθρέφτη. Η Ελπίδα πέταξε τα σκεπάσματα από πάνω της και σηκώθηκε.

-Πάω να φτιάξω καφέ.

-Εγώ θα φύγω, της φώναξε, επέστρεψε στο άνοιγμα της πόρτας και τον κοίταξε χωρίς να σχολιάσει τίποτα, εκείνος της έριξε μια ματιά και παρέμεινε σιωπηλός. Μόλις άκουσε την πόρτα να κλείνει, ανακούφιση την πλημμύρησε. Για κάποιο λόγο η παρουσία του Νίκου την προκαλούσε αναστάτωση, ίσως είχε έρθει η ώρα να κάνει το τεστ, είχε πάρει τη διορία που χρειαζόταν όμως δεν είχε αλλάξει τίποτα, από το να έχει την αμφιβολία αν ήταν ή δεν ήταν έγκυος καλύτερα να είχε τη βεβαιότητα ώστε να δει από εκεί και πέρα τι θα έκανε, πήρε το τεστ από το πρώτο συρτάρι της ντουλάπας και πήγε στο μπάνιο. Με την καρδιά να χτυπάει γοργά μέσα στο στήθος της περίμενε τα δυο λεπτά που απαιτούσε το τεστ για να βγάλει το αποτέλεσμα, μόλις πέρασαν κοίταξε για να δει το γαλάζιο σταυρό στην οθόνη του στικ. «Σκατά» μουρμούρισε, έπρεπε να πάει το συντομότερο στο γυναικολόγο για να της το επιβεβαιώσει κι έπρεπε και σε κάποιον να μιλήσει, η Χριστίνα ήταν η πρώτη που ήρθε στο μυαλό της, όμως μετά το μετάνιωσε, ίσως να ήταν πιο εχέμυθη από την Ελένη, όμως τώρα είχε περάσει στο στρατόπεδο του Δημοσθένη, το προηγούμενο βράδυ την απέφευγε στο πανηγύρι και όταν έγινε το επεισόδιο εκείνη δεν της μίλησε, δεν την παρηγόρησε, αντιθέτως προτίμησε να φύγει μαζί με το αγόρι της και να την αφήσει μόνη της να τα βγάλει πέρα με το λιπόθυμο Νίκο. Είχε πουλήσει τη φιλία τους για έναν άντρα, οπότε η ζυγαριά αναγκαστικά βάραινε προς την Ελένη.   

 

Ô

 

Ο Δημοσθένης ήταν μαζί με τη Μάρθα όταν της τηλεφώνησε η μητέρα της για να ‘‘τσακιστεί’’ να ανέβει στο χωριό που ήθελε να μιλήσουν. Μη θέλοντας να την αφήσει μόνη, της πρότεινε να πάει μαζί της, εκείνη δε θεώρησε καλή ιδέα να τον παρουσιάσει στους γονείς της στα χάλια που ήταν, ακόμα κι αν είχε δώσει το περισσότερο ξύλο, δεν την είχε βγάλει εντελώς καθαρή, αφού είχε προλάβει και ο Νίκος να τον πετύχει με δυο τρεις γροθιές στο πρόσωπο, αφήνοντας του μελανιές. Επιπλέον φοβόταν μην τον έβλεπε κανένας στο χωριό και έπαιρνε την αστυνομία, παρά που για κάποιο λόγο ο Δημοσθένης ήταν βέβαιος ότι ο Νίκος δεν ήθελε να μπλέξει την αστυνομία, και πως άλλωστε μετά από αυτό που είχε κάνει στη Μάρθα. Αφού επέμεινε του επέτρεψε να την ακολουθήσει με τη συμφωνία να την περιμένει σε ένα καφενείο στο διπλανό χωριό. Και να τώρα που καθόταν σε ένα τραπεζάκι και μιλούσε με τον καφετζή. Πάντα του άρεσε η απλότητα και η ευθύτητα των λαϊκών ανθρώπων και απολάμβανε τις συζητήσεις μαζί τους.

-Μέχρι χτες κόσμος να περιδιαβαίνει μπροστά από το μαγαζί, παιδιά να παίζουν. Τώρα έφυγαν και οι τελευταίοι και μείναμε με τη μοναξιά, να καρτερούμε τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, να ’ρθουν κάποιοι και το καλοκαίρι να μας λυτρώσει. Σχολίαζε ο καφετζής ενώ ο Δημοσθένης έπινε τον καφέ που του είχε ετοιμάσει στη χόβολη. Χτες έφυγαν τα παιδιά μου, αύριο θα φύγουν της αδερφής μου. Δυο τρεις γέροντες θα ξεχειμωνιάσουν στο καφενείο μου. Κάνα τσίπουρο, κάνας καφές, και η τηλεόραση συντροφιά.

-Ακρίτας δηλαδή!

-Τι ακρίτας! Οι ακρίτες είχαν και κάποιο στόχο, κάποιο σκοπό. Εμείς κανέναν εκτός από την προσμονή να ’ρθει το Καλοκαίρι να γεμίσουν πάλι τα σπίτια μας, ν’ ακούσουμε φωνές στις πλατείες και να δούμε παιδιά να παίζουν στα χωράφια, νέους και νέες να χορεύουν στα πανηγύρια.

-Με τα τέλη του καλοκαιριού, έρχεται η ώρα της μοναξιάς. Σχολίασε καταλαβαίνοντας τη νοσταλγία του συνομιλητή του.

-Ναι, εμείς και ο Βοριάς! Εσύ παλικάρι μου από πού είσαι, δε σε έχω ξαναδεί στα μέρη μας.

-Απ’ την Άρτα.

-Έχεις δουλειά;

-Ναι, σε ένα συνεργείο αυτοκινήτων.

-Μπράβο, μπράβο. Κι αυτά τα σημάδια στο πρόσωπό σου;

Την κουβέντα διέκοψε η Μάρθα που εμφανίστηκε με το αμάξι έξω από το καφενείο και του κόρναρε για να φύγουν.

-Μπάρμπα με συγχωρείς, πρέπει να φύγω, μια άλλη φορά θα συνεχίσουμε τη συζήτηση. Είπε και βγήκε να πάει στο αυτοκίνητο. Η Μάρθα έβαλε μπρος και ξεκίνησε ενώ δεν έβγαλε λέξη από τα χείλη της, ή που θα συνέχιζε νοερά τη συζήτηση με τους γονείς της ή την ξαναέφερνε στο μυαλό της. Ο Δημοσθένης δε μίλησε, μόνο όταν είχαν διανύσει τη μισή διαδρομή για να φτάσουν στην Άρτα, ακούμπησε απαλά το χέρι του πάνω στο πόδι της. Εκείνη γύρισε και του έριξε ένα βιαστικό βλέμμα, τα χαρακτηριστικά της ήταν σφιγμένα αλλά λες και μόλις εκείνη την στιγμή είχε αντιληφθεί την παρουσία του, η ένταση στο πρόσωπο της χαλάρωσε. Στη συνέχεια ξεκίνησε να του λέει τι ειπώθηκε στο σπίτι, φυσικά και είχαν μάθει για τον καυγά και ήταν ο κύριος λόγος που την είχε καλέσει η μάνα της για να της τα ψάλει, ξεκίνησε με το παράπονο γιατί δεν είχε περάσει να τους δει και ύστερα ξεκίνησε να σχολιάζει όλα όσα είχε ακούσει από τρίτους.

-Είναι αυταρχική και θέλει να με ελέγχει, αλλά δε θα της περάσει. Αρκετά με τις βλακείες της και αν δεν το καταλάβει, εγώ μαζί της τελείωσα, θα ξεκόψω κάθε σχέση κι ας είναι η μάνα μου. Ώρες ώρες συμπεριφέρεται σαν κακιά μητριά, ποιοι είναι αυτοί που έμπλεξα μαζί τους και δέρνουν κόσμο, δεν ήθελε να ακούσει τίποτα μόνο να μιλήσει, τι που της είπα ότι ήθελες να με προστατέψεις, λες και είμαι πέντε χρονών παιδάκι με μάλωνε, άδικα προσπαθούσε ο πατέρας μου να κρατήσει τις ισορροπίες, αλλά αφήνει η κυρία Αγγελική κανέναν να μιλήσει όταν παίρνει φόρα. Έφτασαν έξω από το σπίτι, πάρκαραν και η Μάρθα συνέχιζε να λέει κι ο Δημοσθένης ως άλλος Περικλής άκουγε χωρίς να σχολιάζει τίποτα. Μόλις εκείνη έκανε μια μεγάλη παύση ο Δημοσθένης άνοιξε το στόμα του.

-Συγνώμη αγάπη μου, σου δημιούργησα μπελάδες το βράδυ στο πανηγύρι, όμως μετά από αυτό που συνέβη τρελαίνομαι να τον βλέπω να σε ακουμπάει.

-Μην δικαιολογείσαι μωρό μου, δεν φταις εσύ, και ξέρεις κάτι, είπε και τον κοίταξε πονηρά, μου άρεσε ο τρόπος που με υπερασπίστηκες, κι ας ήταν κάπως βίαιος.

-Κάπως;

-Ναι, λιγουλάκι. Είπε και έσκυψε προς την πλευρά του συνοδηγού, αναζητώντας τα χείλη του.

 

Ô

 

Μιλούσε στην Ελένη, αλλά στην ουσία μιλούσε στον εαυτό της, προσπαθώντας να βάλει σε μια τάξη τις σκέψεις και όλα όσα είχαν συμβεί. Ξεκίνησε με τη διήγηση του καυγά και τις υποψίες της ότι κάτι είχε κάνει ο Νικόλας για να επιμένει να μην καταγγέλλει το Δημοσθένη. Η φίλη της στήριξε και η ίδια την άποψη ότι προφανώς ο Χαΐτογλου ήθελε να αποφύγει το σκάνδαλο γιατί όλο και κάποιος έχει να πει μια γνώμη, όμως η Ελπίδα και πάλι δεν είχε πειστεί, δεν ήταν η άρνηση του αλλά η επιμονή και το ύφος της άρνησης, κάποιο λόγο είχε για να προσπαθεί τόσο επίμονα να αποφύγει την εμπλοκή της αστυνομίας. Μην μπορώντας να βγάλει ένα συμπέρασμα που θα την ικανοποιούσε, προχώρησε σε πιο προσωπικές εξομολογήσεις.

-Έκανα τεστ εγκυμοσύνης και βγήκε θετικό, πέταξε το νέο σαν βόμβα στην Ελένη. Η φίλη της πνίγηκε και τα μάτια της δάκρυσαν.

-Και ποιανού είναι το παιδί; Τη ρώτησε μόλις συνήρθε.

-Τι ερώτηση είναι αυτή που κάνεις, του Νίκου ποιανού άλλου θα ήταν το παιδί; Ρώτησε προσβεβλημένη.

-Συγνώμη, είναι που μου ήρθε ξαφνικό. Πάντως πρέπει να πας και σε γιατρό, τα τεστ δεν είναι πάντα έγκυρα.

-Έκλεισα ήδη ραντεβού.

-Και τι σκέφτεσαι να κάνεις; Αλλά τι ρωτάω θα το ρίξεις φυσικά.

-Από πού κι ως που αυτή η βεβαιότητα;

-Μα τότε τι θα κάνεις; Θα είσαι τρελή αν σκέφτεσαι να το κρατήσεις, δε νομίζω ότι ο Νίκος θα είναι πρόθυμος να σε παντρευτεί και να μεγαλώσετε μαζί ένα παιδί, μόλις που γνωρίζεστε, αν έχεις αυτό στο μυαλό σου φιλενάδα, λυπάμαι που στο λέω, αλλά πρέπει να το βγάλεις.

-Πρώτον πως τολμάς να ισχυρίζεσαι ότι ο σκοπός μου είναι να τυλίξω το Νίκο. Εγώ ήθελα μια φίλη να μοιραστώ κάτι που με απασχολεί και εσύ με κρίνεις, επιπλέον από πού κι ως που ξέρεις εσύ το Νίκο ή γνωρίζεις την σχέση μου μαζί του για να βγάζεις εύκολα συμπεράσματα. Και ξέρεις κάτι, δε σου κρύβω ότι θα ήθελα να κρατήσω το παιδί του και να το μεγαλώσω, ούτε που μπορείς να νιώσεις τι σημαίνει για μένα αυτός ο άντρας κι ας τον ξέρω ελάχιστα όπως ισχυρίζεσαι.

-Τι μπορεί να σημαίνει δηλαδή, την ειρωνεύτηκε η Ελένη, ένας μεγαλύτερος άντρας που σε θάμπωσε με την εμπειρία και τα φράγκα του.

-Σε ποια νομίζεις ότι μιλάς Ελένη, ειλικρινά δεν ξέρω ποια νομίζεις ότι είμαι και από πού αντλείς όλη αυτή την κακεντρέχεια για να μου λες τέτοια πράγματα. Τι να πω, είπε και σηκώθηκε από τη θέση της, λυπάμαι πολύ που σε εμπιστεύτηκα, τελικά μάλλον δεν είσαι αυτό που τόσο καιρό παρίστανες.

-Μάλλον εσύ Ελπίδα μου δεν αντέχεις να σου λένε καταπρόσωπο την αλήθεια, αλλά οι φίλοι δεν είμαστε για να χαϊδεύουμε μόνο αλλά για να λέμε την γνώμη μας και να προειδοποιούμε…

-…Και για να στηρίζουμε και εσύ το μόνο που δεν κάνεις είναι να με στηρίζεις με τις αυθαίρετες γνώμες που μου αραδιάζεις. Είπε και σηκώθηκε από τη θέση της, αφήνοντας τα χρήματα για τους καφέδες πάνω στο τραπέζι, πριν φύγει.

 

Ô

 

Παρά τις μελανιές που είχε στο πρόσωπο ο Νίκος δε δίστασε να επισκεφτεί το Χριστόφορο στο πολιτικό του γραφείο. Αφού δικαιολογήθηκε ότι είχε γίνει μια παρεξήγηση που δεν είχε καμία σχέση με τις δουλειές τους, αυτό που συνέβη λίγα βράδια νωρίτερα σε ένα πανηγύρι, συζήτησαν για τις υποθέσεις τους. Βρισκόταν στον ημιώροφο του κτηρίου που στεγαζόταν το πολιτικό γραφείο του δημάρχου, όταν συναντήθηκε με την Αντιγόνη η οποία ανέβαινε τις σκάλες, λόγω μιας ακόμα βλάβης του ασανσέρ από αυτές που συμβαίνουν συχνά σε παλαιά κτήρια. Μόλις είδε το μελανιασμένο του πρόσωπο τον κοίταξε επικριτικά.

-Τι έπαθες εσύ;

-Έπεσα απ’ τη σκάλα! Σχολίασε ειρωνικά εκείνος που είχε βαρεθεί να του κάνουν όλοι την ίδια ερώτηση.

-Δεν τη βρίσκεις λίγο  τετριμμένη σαν απάντηση;

-Μπελάδες μωρέ.

-Τουλάχιστον άξιζε;

-Ποιος;

-Η κοπέλα!

-Πολύ … πάρα πολύ!

-Αφού άξιζε τον κόπο, πάλι καλά. Σχολίασε ενοχλημένη και ξεκίνησε να φύγει, πριν την συγκρατήσει το χέρι του.

-Πότε θα βρεθούμε; Μου ’λειψες!

-Γιατί δεν πας στο κοριτσάκι σου; Ο Νίκος διένυσε με τα δάχτυλα του την απόσταση από το μπράτσο στο χέρι της, χαϊδεύοντας το και ύστερα ακούμπησε τα χείλη του επάνω στην παλάμη της, διατηρώντας την επαφή με τα χείλη του για αρκετά δευτερόλεπτα, εκείνη προσπαθώντας να μη δείξει το πόθο που της προξενούσε το τράβηξε, όμως ο Νίκος που περίμενε αυτή την αντίδραση πρόλαβε την άρπαξε από τη μέση και την κόλλησε επάνω του, φιλώντας της στα χείλη. Με τον φόβο μήπως κάποιος τους δει, αφού στον πάνω όροφο βρισκόταν ο σύζυγος και το επιτελείο του τραβήχτηκε και του έδωσε ένα δυνατό χαστούκι.

-Γιατί αυτό; Τη ρώτησε κρατώντας το μάγουλο του.

-Γιατί έτσι!

-Δεν είναι σωστό να χτυπάς έναν άνθρωπο που έχει ήδη σημάδια. Εκείνη ακούμπησε τα χείλη της στο αυτί του

-Σε μισή ώρα στο γραφείο σου. Au revoir!

 

Ô

 

Κατευθυνόμενος προς το γραφείο του, αναρωτιόταν πως μπορούσε να πλήξει το Δημοσθένη και τη Μάρθα μετά από το συμβάν στο πανηγύρι. Δεν είχε επιτρέψει στην Ελπίδα να καταγγείλει τον ξυλοδαρμό του στην αστυνομία, από την στιγμή που είχε κακοποιήσει σεξουαλικά τη Μάρθα. Μπορεί η ίδια να μην τον είχε καταγγείλει, όμως αν προσπαθούσε να μπλέξει την αστυνομία και να βλάψει τον καλό της ίσως να αναγκαζόταν να μιλήσει, κι ακόμα και αν δεν την πίστευε η αστυνομία αφού η καταγγελία θα γινόταν έπειτα από τη δική του, υπήρχε πάντα κίνδυνος να ξεσπάσει σκάνδαλο, κάτι που δε συνέφερνε κανέναν. Από την πλευρά του ο Αλέξανδρος του έφερε κάποιες πληροφορίες που ήδη γνώριζε για το Δημοσθένη, όπως το ποιος ήταν και το που δούλευε, και του είχε προτείνει να βάλει κάποιους να του δώσουν ένα μάθημα, όμως δεν ήταν ούτε αυτή καλή ιδέα, τουλάχιστον για την ώρα, όλοι εκείνον θα υποψιαζόταν. Έπρεπε να δράσει υπόγεια, κάτι που γνώριζε πολύ καλά. Και με την σκέψη αυτή ήξερε ακριβώς τι έπρεπε να κάνει, πρώτα όμως θα πήγαινε στο γραφείο του να περιμένει την Αντιγόνη, είχε καιρό να κερατώσει μαζί της τον κύριο δήμαρχο και υποψήφιο βουλευτή. Καιρός να κάνουν άνω κάτω το γραφείο που η ίδια του είχε διακοσμήσει. Με το που είδε την Ελένη να τον πλησιάζει κατάλαβε ότι θα είχε άσχημα ξεμπερδέματα, φαινόταν στο χαμόγελο  και στο ύφος της. Μετά από εκείνη τη φορά στην Αθήνα δεν είχαν ξανασυναντηθεί, την απέφευγε ενώ δεν απαντούσε στις κλήσεις και στα μηνύματα της, όσες φορές συναντήθηκαν ήταν κι άλλοι παρόντες, συνήθως οι γονείς της. Δεν ήταν ότι δεν ήθελε συνέχεια στην περιπέτεια τους από ηθικής πλευράς, -ήταν φίλη της μιας ερωμένης του και κόρη της άλλης,- αλλά ένιωθε ότι η συγκεκριμένη θα του προκαλούσε μπελάδες. Περίμενε πάντα την κατάλληλη στιγμή για να χτυπήσει και έπρεπε να είναι προσεχτικός με τους μπελάδες που προκαλούσαν τα γυναικεία μπερδέματα, δεν ήθελε εχθρούς και κυρίως δεν ήθελε εχθρό του τη γυναίκα του δημάρχου, αν και για την ώρα όπως είχαν έρθει τα πράγματα ο Χριστόφορος θα έβγαινε περισσότερο ζημιωμένος. Προσποιή­θη­κε ότι δεν την είδε και συνέχισε, όμως όταν άκουσε να τον καλεί περιπαικτικά με το επίθετο του, αναγκάστηκε να σταματήσει.

-Μίλα μας και μη μας αγαπάς! Του είπε μόλις τον πλησίασε αρκετά.

-Δε σε είδα. Τι κάνεις Ελένη;

-Καλά! Εσύ; Φαντάζομαι θα είσαι αναστατωμένος.

-Λίγο ξύλο δεν είναι και το τέλος του κόσμου, άλλωστε χρειάζεται κάπου κάπου για να έχουμε να κοκορευόμαστε ότι είμαστε άντρες. Σχολίασε βιαστικά ώστε να ξεμπερδέψει και να φύγει όσο το δυνατόν πιο αναίμακτα. 

-Δεν αναφερόμουν σε αυτό. Μα μη μου πεις ότι δεν ξέρεις!

-Αν με βοηθήσεις, ίσως καταλάβω που αναφέρεσαι.

-Μα στο ότι θα γίνεις πατέρας!

-Λάθος σε πληροφόρησαν. Είπε και ξεκίνησε να φύγει.

-Μάλλον εσένα δεν μπήκαν καν στον κόπο να σε ενημερώσουν, λογικό, θα αφήσει την εγκυμοσύνη της να προχωρήσει ώστε να μην μπορέσεις να την αναγκάσεις να το ρίξει και να αναλάβεις τις ευθύνες σου, θες δε θες.

Εκείνος, υποψιάστηκε ότι αναφερόταν στην Ελπίδα, χωρίς να είναι βέβαιος όμως ότι του έλεγε την αλήθεια η Ελένη. Για να μη φανεί ότι τα έχασε, παριστάνοντας τον ψύχραιμο γύρισε και την κοίταξε με ένα ειρωνικό χαμόγελο.

-Γλυκιά μου, κανείς δεν μπορεί να με αναγκάσει να κάνω κάτι που δε θέλω, ούτε φυσικά και να με χειραγωγήσει. Αν η φιλενάδα σου νομίζει ότι με εύκολα, γυναικεία κόλπα θα με αναγκάσει να κάνω αυτό που έχει στο μυαλό της είναι πολύ γελασμένη, κι αν θέλει παιδί να ξέρει ότι θα το αναλάβει μόνη της. Η Ελένη τον είχε πλησιάσει επικίνδυνα πολύ.

-Πότε θα βρεθούμε; Τον ρώτησε προκλητικά, από τότε στην Αθήνα σε έχω συνέχεια στο μυαλό μου!

-Πέρνα το βράδυ από το σπίτι, είπε και απομακρύνθηκε βιαστικά από κοντά της, αφού είδε την Αντιγόνη να στρίβει στη γωνία. Τελικά όπως όλα έδειχνα έπρεπε να αναβάλει για την ώρα το σχέδιο του να διαβάλει τη Μάρθα, η ατζέντα του για εκείνη την ημέρα έγραφε ότι έπρεπε να ικανοποιήσει σύζυγο και κόρη δημάρχου, και με αυτή την σκέψη χαμογέλασε αυτάρεσκα και συνέχισε το δρόμο του για το γραφείο να φτάσει πριν την Αντιγόνη, στην οποία έπρεπε να βρει κάτι να της πει για την τόσο οικειότητα που είχε η κόρη της μαζί του λίγα λεπτά νωρίτερα στο κέντρο της πόλης.     

 

Ô

 

Τρίτη φορά μέσα σε λίγες ημέρες είχε αναγκαστεί η Μάρθα να ανέβει στο χωριό της και το αποτέλεσμα ήταν ακριβώς το ίδιο, να εκνευριστεί και μάλιστα από τους ίδιους ανθρώπους. Έπρεπε να το είχε φανταστεί όταν η μητέρα της ήταν τόσο γλυκιά στο τηλέφωνο και της είχε ζητήσει να τους επισκεφτεί το συντομότερο, μετά από τον προηγούμενο διαπληκτισμό τους, εξαιτίας του καυγά που είχε ξεσπάσει στο πανηγύρι, ήταν αναμενόμενο ότι κάπου κρυβόταν παγίδα, η κυρία Αγγελική δε ξεθύμωνε έτσι εύκολα. Υπέροχα, τώρα που από όλες τις πόλεις της Ελλάδος είχε επιλέξει να ζήσει στην Άρτα, έπρεπε να συνειδητοποιήσει ότι θα ήταν σε μόνιμη κηδεμονία από τη μητέρα της. «Όχι, εκείνη πρέπει να καταλάβει, το ότι επέστρεψα στην Άρτα δεν της δίνει κανένα δικαίωμα να με μαλώνει και να επιμένει να περάσει το δικό της, επειδή τάχα πιστεύει ότι είναι για το καλό μου»!, είπε δυνατά στον εαυτό της σα να συζητούσε με ένα τρίτο, αόρατο πρόσωπο. Τέλεια θα ξεκινούσε τώρα να παραμιλάει κι από πάνω, θα την τρέλαινε αυτή η γυναίκα αναμφίβολα.

Η απόσταση από το ορεινό χωριό που είχε μεγαλώσει και κατοικούσαν οι γονείς της ήταν μια ώρα, κι όμως σε λιγότερο από μισή ώρα η Μάρθα είχε φτάσει στο σπίτι του Δημοσθένη, με την ένταση που πάταγε το γκάζι. Έριξε μια ματιά στο ρολόι πριν σβήσει τη μηχανή, και συνειδητοποίησε πόσο γρήγορα είχε διανύσει την απόσταση ενός όχι και τόσο καλοδιατηρημένου δρόμου, με λακκούβες, και πολλές απότομες στροφές. Μάλλον είχε Άγιο μαζί της για να μη βρεθεί σε κανέναν απότομο γκρεμό έτσι όπως γκάζωνε, ίσως να ήταν εκείνος ο αόρατος συνομιλητής, με τον οποίο είχε στήσει κουβέντα κατά τη διάρκεια της διαδρομής. Ακούμπησε το κεφάλι της πίσω στη θέση του οδηγού, κρατώντας ακόμα σφιχτά το τιμόνι. Ήθελε να χαλαρώσει πριν ανέβει στο σπίτι και συναντήσει το Δημοσθένη, της είχε υποσχεθεί ότι θα της μαγείρευε και ότι θα έβρισκε το φαγητό έτοιμο όταν θα επέστρεφε από το χωριό, όμως κι εκείνος δεν υπολόγιζε ότι θα γύριζε τόσο γρήγορα. Ήταν η τρίτη συνεχόμενη βραδιά που θα έμενε στο σπίτι του, και ειλικρινά ένιωθε πολύ καλά εκεί μαζί του, της άρεσε να μοιράζετε το κρεβάτι του, να ξυπνάει το πρωί και να τον βλέπει δίπλα της χαλαρό να εξακολουθεί να κοιμάται ή να ανοίγει τα μάτια της από τη φασαρία που έκανε για να ετοιμαστεί να πάει στη δουλειά του, προσπαθούσε να κάνει ησυχία για να μην την ξυπνήσει, όμως δεν τα κατάφερνε ιδιαίτερα καλά, είχε συνηθίσει να μένει μόνος του, οπότε δεν είχε ποτέ την έγνοια ενός άλλου προσώπου το πρωί στο σπίτι. Ύστερα σκέφτηκε το δικό της διαμέρισμα, περνούσε μόνο για να πάρει ρούχα. Λυπήθηκε εκείνο το μικρό σπιτάκι που μόλις της το είχε δείξει ο μεσίτης, το αγάπησε και ονειρεύτηκε τη ζωή που θα ξεκινούσε στην Άρτα μέσα σε αυτό. Όμως ο Νίκος είχε καταφέρει και της είχε καταστρέψει το οχυρό, έσφιξε τα μάτια της να σβήσει τις εικόνες, όμως εκείνες έγιναν πιο έντονες. Αφού κατάφερε να ησυχάσει τον εαυτό της, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το να πετάξει τον καναπέ δεν ήταν αποτελεσματικό, πλέον ούτε που μπορούσε να μένει μέσα εκεί κι όμως εκείνος μετά το κακό που της έκανε είχε το θράσος να πάει να συναντήσει τους γονείς της και να τους μιλήσει. Φυσικά και η μάνα της θα έπεφτε από τα πλούτη και τη δόξα του, κι έτσι όπως είδε μελανιασμένο το ‘‘φτωχό’’ το παιδί, θεώρησε ότι για όλα έφταιγε εκείνος ο αγροίκος που έδερνε κόσμο, τελεία και παύλα η Μάρθα έπρεπε να διακόψει κάθε σχέση μαζί του. Ευτυχώς για άλλη μια φορά ο πατέρας της περισσότερο συναισθηματικός, ή μάλλον λογικός, δεν είχε μείνει ευχαριστημένος από την γνωριμία του με το Νίκο. Στην έκθεση του φάνηκε ευχάριστος και ευγενικός νέος όμως μόλις άκουσε τι είχε να τους πει και ότι η κόρη του είχε σχέση με δύο άντρες στην Αθήνα, έγινε πυρ και μανία, τέτοιοι άντρες δε φοράνε παντελόνια όταν εκθέτουν τα κορίτσια στους γονείς τους. Όμως φυσικά η Αγγελική είχε αντίθετη άποψη, δεν εξέθεσε κανένα κορίτσι, τους άνοιξε τα μάτια και τους ενημέρωσε για ποιο ξαφνικό λόγο η Μάρθα παράτησε την Αθήνα για να έρθει να ζήσει στην επαρχιακή τους πόλη. Και αφού την αγαπούσε ακόμα, παρά τα όσα του είχε κάνει, έδειχνε το μέγεθος των συναισθημάτων του και καλά θα έκανε η Μάρθα να το αντιληφθεί όσο ήταν νωρίς και να έσμιγε ξανά μαζί του. 

Άνοιξε το στόμα της και άρχισε να κατηγορεί το Νίκο στους γονείς της, ούτε εκείνη ήξερε τι έλεγε από τον εκνευρισμό της. Ήταν έτοιμη να τους πει για το βράδυ στο διαμέρισμα της και το λόγο που έφαγε το ξύλο από τον ‘‘αιμοβόρο’’ συνοδό της, όπως κατηγορούσε η μητέρα της το Δημοσθένη, όμως πρόλαβε και συγκρατήθηκε, ένιωσε ντροπή και λύπη για τους γονείς της. Είδε το ανήσυχο βλέμμα του πατέρα της να την κοιτάει διερευνητικά στα μάτια, σα να προετοιμαζόταν για αυτό που ερχόταν. Έτσι προτίμησε να φύγει χωρίς να πει κάτι περισσότερο. Άκουσε το κινητό να χτυπάει δίπλα της, στη θέση του συνοδηγού, όπου το είχε παρατήσει. Ήταν ο πατέρας της, δεν ήθελε να μιλήσει περισσότερο, ήθελε απλά να την αφήσουν ήσυχη. Θα προτιμούσε να πάει στη μικρή της φυλακή, όπως είχε καταντήσει εκείνος ο άθλιος το οχυρό της και να μείνει μόνη στο σκοτάδι με τα φαντάσματα της. Αφού πήρε μια βαθιά εισπνοή απάντησε στον πατέρα της, ήθελε απλά να μάθει αν είχε φτάσει στην Άρτα, είχε ανησυχήσει έτσι όπως έφυγε από το σπίτι τους μετά από το νέο καυγά με τη μάνα της. Η Μάρθα τον καθησύχασε ότι οι καυγάδες με την Αγγελική είχαν γίνει ρουτίνα για την ίδια από τη μέρα που ήρθε να μείνει στην Άρτα, οπότε λίγα λεπτά αφού έφυγε από το σπίτι είχε ηρεμίσει. Την ήξερε πια οπότε δεν της έδινε σημασία, καταλάβαινε ότι η μητέρα της ήθελε το καλό της όμως δεν ήξερε σε όλες τις περιπτώσεις ποιο ήταν, και το ότι ο Χαΐτογλου είχε χρήματα δε σήμαινε ότι θα πέρναγε και καλά μαζί του, ο πατέρας της συμφώνησε και της είπε ότι ήταν δική του υπόθεση η μητέρα της και ότι στην ίδια είχε απόλυτη εμπιστοσύνη, άλλωστε για τη δική της ζωή επρόκειτο. Τον άκουσε λίγο διστακτικό την ώρα που της έλεγε καληνύχτα και ήταν έτοιμος να το κλείσει, κάτι τον παίδευε, κάποιο κακό προαίσθημα για αυτό που εκείνη δεν είπε, όμως τελικά δεν τόλμησε να ρωτήσει, ήταν καλύτερο να μην ξέρει και η Μάρθα έδωσε υπόσχεση να μην το αναφέρει ποτέ ξανά. Καλύτερα να θεωρούσαν ότι το λάθος ήταν δικό της παρά ότι κακόπαθε με έναν άντρα που η μάνα της επέμενε να τα ξαναβρεί μαζί του. Άλλωστε το είχε μοιραστεί με εκείνους που έπρεπε να το ξέρουν, το είχε εκμυστηρευτεί στην Ξένια και το γνώριζε και ο Δημοσθένης που είχε αναλάβει την προστασία της όπως όλα έδειχναν, και υποψιαζόταν ότι ήταν γνώστης και ο Γιάννης, ο οποίος είχε δείξει ιδιαίτερη διακριτικότητα και του ήταν ευγνώμον.

Αφού ανάκτησε την ψυχραιμία της, βγήκε από το αυτοκίνητο και ανέβηκε στο διαμέρισμα του Δημοσθένη, είχε καθίσει μισή ώρα στο αυτοκίνητο και είχε συνέρθει από την ένταση που της είχε προκαλέσει η Αγγελική. Έπρεπε να μάθει ο Δημοσθένης τι είχε συμβεί ή καλύτερα όχι; Μάλλον θα ήταν προτιμότερο να του το πει, τα μυστικά δεν είχαν ευνοήσει την σχέση τους στην πρώτη της φάση. Άλλωστε αν προχωρούσαν τα πράγματα μεταξύ τους έπρεπε να γνωρίζει για ποιο λόγο η μάνα της δε θα τον συμπαθούσε. Ξεκλείδωσε με το ζευγάρι τα κλειδιά που της είχε παραχωρήσει και προχώρησε προς την κουζίνα που άκουγε τους ήχους από τα διάφορα σκεύη, στάθηκε στην πόρτα και τον κοίταξε, εκείνος γυρισμένος προς τον πάγκο δεν την κατάλαβε, η Μάρθα χαμογέλασε και πήγε και έχωσε τα χέρια της γύρω του ακουμπώντας χαλαρωμένη το κεφάλι της στην πλάτη του.

-Μωρό μου ήρθες κιόλας;

-Ναι, μη μιλάς λίγο, είπε έχοντας κλείσει τα μάτια της. Ο Δημοσθένης άφησε κάτω ότι κρατούσε και γύρισε προς την πλευρά της για να την κλείσει μέσα στην αγκαλιά του.

-Τι συνέβη; Ποιος σε πείραξε;

-Ποιος άλλος;

-Ο Νίκος; Ρώτησε νιώθοντας το αίμα του να βράζει.

-Όχι η μάνα μου. Απάντησε εκείνη απόλυτα γαληνεμένη όπως ένιωθε τα χέρια του γύρω της.

-Τι σε ήθελε;

-Να με παντρέψει. Το Δημοσθένη τον έπιασαν τα γέλια.

-Με ποιον, με το Σωτηράκη;

-Όχι, με το Νικολάκη;

-Ποιο Νικολάκη; Τη ρώτησε και την απομάκρυνε λίγο για να την κοιτάξει.

-Με αυτόν που φαντάζεσαι!

-Πάει καλά η μάνα σου; Τη ρώτησε συγχυσμένος.

-Δε θα το έλεγα.

-Μα πως στην ευχή…; Είπε και διέκοψε την φράση του στη μέση. Η Μάρθα τον ρώτησε αν αργεί το φαγητό, και ξεκίνησαν μαζί να στρώνουν το τραπέζι, εξιστορώντας του το νέο καυγά που είχε με την Αγγελική και τις τρελές απαιτήσεις της. Του είπε και για την σκέψη της να μη μιλήσει για το βιασμό της στους γονείς της, εκείνος συμφώνησε μαζί της αφού έδειχνε να καταλαβαίνει όλα όσα του είπε. Αφού είχαν τελειώσει το δείπνο, με τη Μάρθα να του εκμυστηρεύεται την κάθε της σκέψη, ένιωσε ένα είδος αγαλλίασης. Γνωρίζονταν τόσο λίγο, είχαν καυγαδίσει είχαν χωρίσει και είχαν ξανασμίξει και παρά την κακή στιγμή, ο Δημοσθένης δεν φαινόταν να την κρίνει για αυτό που είχε μάθει ότι είχε συμβεί στην Αθήνα με τους δύο εραστές, αντιθέτως έδειχνε ότι την εμπιστευόταν απόλυτα. Προφανώς το αγόρι της είχε αυτοπεποίθηση και δεν είχε λόγο να ανησυχεί για κανέναν με λεφτά και θέση. Πως γινόταν να νιώθει ταύτιση και τόσο άνετα με έναν άντρα που ήξερε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Μήπως ήταν όντως το άλλο της μισό, αν υπάρχει μόνο ένας άνθρωπος στη γη που σου ταιριάζει απόλυτα, τότε όλα τα σφάλματα που είχε κάνει στην Αθήνα θα ήταν δικαιολογημένα, ακόμα και η άρνηση της Ελπίδας να τον παντρευτεί και όλος ο τρόπος της γνωριμίας τους δε θα ήταν παρά το σχέδιο που είχε κανονίσει εξ αρχής η μοίρα για να συναντηθούν και να είναι μαζί! Αν δεν είχε μπλέξει με δυο άντρες η Μάρθα δε θα είχε κανένα λόγο να φύγει από την Αθήνα και να έρθει να έχει πάνω από το κεφάλι της τη μητέρα της, αν η Ελπίδα είχε πει το ναι, τώρα εκείνος θα ετοιμαζόταν να παντρευτεί με μια άλλη, άσε που η ίδια μπορεί να είχε πέσει από το γεφύρι και να είχε σκοτωθεί, αλλά ακόμα κι αν δεν είχε συμβεί δε θα τον είχε γνωρίσει, και ούτε στην έκθεση θα είχε συμμετάσχει. Συνειδητοποιώντας όλες αυτές τις μικρολεπτομέρειες, αφήνοντας στην άκρη όλα τα δυσμενή που της είχαν συμβεί από την στιγμή που είχε γυρίσει στην ιδιαίτερη πατρίδα της, έριξε το βλέμμα της επάνω του, παρέμενε και εκείνος σιωπηλός σαν κάτι να τον απασχολούσε, κοιτώντας το φαγητό στο πιάτο του. Βιάστηκε να αποτραβήξει το βλέμμα της από πάνω του, για να εξακολουθήσει τις δικές της σκέψεις, φυσικά και τη βόλευε να σκέφτεται έτσι, αμέσως έπαιρνε συγχωροχάρτι για τις εσφαλμένες πράξεις της, όπως το ότι έμπλεξε με δύο άντρες. Όμως ο Νίκος ήταν παρόν, θυμίζοντας της το και ψάχνοντας τρόπους να τα διαλύσει όλα. Μέχρι στιγμής δεν τα είχε καταφέρει, και το καταλάβαινε αφού εκείνη την στιγμή έβλεπε απέναντι της το Δημοσθένη, τώρα το τι θα έλεγε η μάνα της και τι θα πίστευε ήταν απλώς μια ενόχληση που δε θα έπρεπε να την αφορά από την στιγμή που η Αγγελική ήταν αυταρχική ούτως ή άλλως. Αν δεν ήταν ο Νίκος κάποιον άλλον τρόπο θα έβρισκε να τη μαλώσει και να προσπαθήσει να την ελέγξει, φυσικά για το καλό της, όμως ποιος άλλος ήξερε το καλό της περισσότερο από την ίδια. Το πως ένιωθε όταν ήταν με το Δημοσθένη, ακόμα και τώρα που τα είχαν ξαναβρεί και όμως είχε αποφύγει να κάνει έρωτα μαζί της, με την υποψία και μόνο του πως είχε νιώσει μετά από αυτό που της έκανε ο αχρείος ο πρώην της. Τα βράδια της έπαιρνε στην αγκαλιά του και κοιμόνταν και ήταν τόσο τρυφερός, που μόνο φιλιά και επιτρεπτά χάδια αντάλλασαν.

-Τι σκέφτεσαι; Τον ρώτησε αφού του έριξε μια ματιά και πρόσεξε ότι παρέμενε αφηρημένος.

-Τίποτα! Είπε και έβαλε μια μπουκιά στο στόμα του.

-Είσαι ο πρώτος άνθρωπος που δεν σκέφτεται τίποτα και καταφέρνει την ίδια ώρα να φαίνεται σκεφτικός. Χαμογέλασε, αφού ήπιε λίγο από το νερό του μίλησε.

-Κοίτα, σκεφτόμουν κάτι απλά δεν ξέρω μήπως σου φανεί ότι είναι νωρίς.

-Να το ακούσω;

-Να απλά, μήπως θα ήθελες να συγκατοικήσουμε;

-Πράγματι είναι νωρίς, απάντησε και τον είδε να κατανεύει θετικά, όμως νομίζω ότι θα μπορούσαμε να το προσπαθήσουμε, συνέχισε, βέβαια για την ώρα δε θα ξενοικιάσω το σπίτι, καλό είναι να υπάρχει ένας χώρος να μπορώ να απομονώνομαι αν υπάρξει ανάγκη.

-Τι ανάγκη;

-Αν για παράδειγμα μαλώσουμε. Στη συγκατοίκηση οι καυγάδες είναι πιο συχνοί, μη κρίνεις από τις τρεις μέρες που με φιλοξένησες, αν μείνω μαζί σου θα έχω τα ίδια δικαιώματα.

-Και τις ίδιες υποχρεώσεις, της είπε εκείνος πειραχτικά.

-Ναι. Οπότε ας δούμε πρώτα αν θα λειτουργήσει και ύστερα ξενοικιάζω.

-Όπως θες, αν έχεις λεφτά για πέταμα! Μειδίασε.

-Προτιμώ να τα πετάω, από το να ψάχνω έπειτα για σπίτι ή να τρέχω να με φιλοξενεί ο θείος μου αν μαλώσουμε, πολλές ερωτήσεις…

-Μα προβλέπεις ότι θα γίνεις τόσο μεγάλος καυγάς ανάμεσα μας;

-Όχι, δεν το πιστεύω, απλά το κάνω και για το κακό το μάτι.

-Είσαι προληπτική;

-Μόνο όταν νιώθω ευτυχισμένη, είπε και του χαμογέλασε κοιτώντας τον τρυφερά.

 

Ô

 

Ήταν πολύ ικανοποιημένος από το εγχείρημα του ο Νίκος, πηγαίνοντας να συναντήσει τους γονείς της δεν περίμενε την επιτυχία που θα είχε, αν και θα έπρεπε να το φανταστεί, όταν τον απομάκρυνε από τους δικούς της στην έκθεση των αρτινών καλλιτεχνών. Από ότι του είχε εξομολογηθεί η Μάρθα όταν ήταν ζευγάρι, η μάνα της πάντα προσπαθούσε να την ελέγχει, και από ότι φαινόταν τώρα που είχε επιστρέψει στην Άρτα μάλλον προσπαθούσε να την έχει υπό τον έλεγχο της ξανά. Αν και ο Νίκος δεν πίστευε ότι μπορούσε κάποιος να αναγκάσει τη Μάρθα να κάνει αυτό που ο ίδιος ήθελε, λειτουργούσε εντελώς ανεξάρτητα αυτό το κορίτσι, ποια άλλη θα τολμούσε να αρνηθεί πρόταση γάμου από έναν Χαΐτογλου, και επιπλέον ποια άλλη θα τολμούσε να τον απατάει κατ εξακολούθηση. Το να παρασυρθεί μια φορά από έναν άλλον άντρα θα μπορούσε να συμβεί, αλλά και πάλι θα έβαζε πάνω το προσωπικό της συμφέρον που ήταν η οικονομική του κατάσταση, όμως εκείνη τα έγραψε όλα στα παλιά της τα παπούτσια, έμπλεξε με δύο άντρες και όταν ήρθε η ώρα της επιλογής, δεν έμεινε με κανέναν. Όσο και να μην ήθελε, θαύμαζε τη συμπεριφορά της, είχε γνωρίσει γυναίκες και γυναίκες, μόλις μάθαιναν το όνομα και την ισχύ του με τη μία του έκαναν τα γλυκά μάτια και εκείνος δεν είχε αντισταθεί πάντα στον πειρασμό, ίσως πράγματι μόνος του να είχε σπρώξει τη Μάρθα στο να τον απατήσει, δεν ήταν σαν τις άλλες που θα παραβλέπανε, θα κλαίγανε και θα αποζητούσαν την προσοχή του με καυγάδες, ώσπου να αντιλαμβάνονταν ότι σε εκείνον δεν έπιαναν αυτά, οπότε θα προτιμούσαν να επιλέξουν να εθελοτυφλούν από το να χάσουν την κότα με τα χρυσά αυγά. Εκείνη έβλεπε, δεν αντιδρούσε και έκανε τα ίδια που της έκανε πίσω από την πλάτη του, και την ώρα της μεγάλης απόφασης η απάντηση της ήταν «όχι» και στους δύο εραστές της. Έπρεπε να τη δαμάσει αυτή τη γυναίκα, την ήθελε δική του και μόνο δική του, την είχε ποθήσει από την πρώτη στιγμή που την είχε γνωρίσει, ο τρόπος που κινούταν, ο τρόπος που έδειχνε ότι δε νοιαζόταν γι αυτά που ενδιαφέρονταν όλες οι άλλες. Ήταν μοναδική και έπρεπε να την πάρει πίσω από αυτόν τον ανάξιο λόγου άντρα, που σίγουρα δεν του άξιζε.

Η σκέψη του χωρίς να το θέλει πήγε στην Ελπίδα, ίσως ούτε εκείνη να νοιάστηκε για τα χρήματα του, μπορεί απλά να μη θεωρούσε τον εαυτό της τόσο τυχερό. Άλλωστε όταν γνωρίστηκαν ήταν απλά περαστικός από τον τόπο τους, μπορεί να μην της έλεγε και τίποτα το όνομα του, όμως το να μείνει έγκυος και να μη θέλει να του το πει, έδειχνε ξεκάθαρα τις προθέσεις της. Έκανε λάθος αν πίστευε ότι ο Νίκος θα έπεφτε θύμα μιας συνθήκης που του επέβαλλαν. Μόλις της έκανε την πρόταση του «ή το παιδί ή εμένα», να δεις που θα έτρεχε να το ρίξει για να μην χάσει τα οφέλη, εκτός κι αν ήθελε να του ρουφάει λεφτά με εκβιασμούς, αλλά εκείνος θα ήταν ξεκάθαρος, άλλωστε ήταν πολύ μικρή για να λειτουργήσει με αυτό τον τρόπο, και δε θα σκεφτόταν στα 21 της να θυσιάσει τη ζωή της για να φέρει στον κόσμο ένα παιδί χωρίς πατέρα που δε θα νοιαζόταν για εκείνο, άλλωστε ποιος τον διαβεβαίωνε ότι το παιδί ήταν δικό του πράγματι. Βέβαια υπάρχουν τα τεστ πατρότητας, αλλά ο ίδιος δε θα το διαπραγματευόταν. Από το προηγούμενο μεσημέρι που το είχε μάθει από την Ελένη, είχε αποφύγει να επικοινωνήσει μαζί της, βέβαια ήταν και συνεχώς απασχολημένος, μία με τη γυναίκα του δημάρχου, ύστερα να κοιτάξει τις δουλειές του, το βράδυ με την κόρη του δημάρχου, και όλη εκείνη τη μέρα με τους γονείς της Μάρθας. Πολύ τα είχε μπλέξει τα πράγματα με τόσες γυναίκες γύρω του, αν και ήταν έτοιμος να δείξει την έξοδο στην Ελπίδα. Όμως και η Ελπίδα δεν είχε επικοινωνήσει μαζί του, ένα μήνυμα του έστειλε για να τον ρωτήσει αν θα βρεθούνε και όταν της απάντησε ότι είχε δουλειές, δεν τον ενόχλησε άλλο.

Ήταν μόνος του στο διαμέρισμα που νοίκιαζε και αναρωτιόταν πως θα περνούσε το βράδυ του γιορτάζοντας το θρίαμβο του. Είχε βρει εκεί που δεν το περίμενε μια σύμμαχο, ίσως να κέρδιζε τελικά το παιχνίδι, ίσως απλά κατάφερνε να εκνευρίσει τη Μάρθα περισσότερο, αλλά κάπου στο βάθος μέσα του κάτι του έλεγε ότι η φωτογράφος ήταν η γυναίκα που του ταίριαζε και ότι και εκείνη παρά τα πείσματα που του έκανε τον αγαπούσε, απλά έπρεπε να υπάρξει και κάποιος άλλος να της το πει και όταν θα το συνειδητοποιούσε, θα τέλειωνε με την Άρτα και θα την έπαιρνε μαζί του στην Αθήνα ή σε όποια άλλη ευρωπαϊκή χώρα εκείνη επιθυμούσε. Όσο όμως εκείνη παρέμενε με το Δημοσθένη και εκείνος έπρεπε να έχει μια συντροφιά, την Ελπίδα δεν ήθελε να τη δει, του μυριζόταν προβλήματα και δεν είχε διάθεση για καυγάδες και κλάματα, είχε μια πολύ όμορφη μέρα για να την χαλάσει. Την Αντιγόνη την είχε δει το περασμένο μεσημέρι, ήταν παντρεμένη γυναίκα και καλό θα ήταν να μην προκαλεί, υπήρχε όμως η κόρη της, την οποία είχε υποτιμήσει  την πρώτη φορά που βρέθηκε μαζί της. Ήταν όμως το ίδια καλή με τη μάνα της, και ακόμα και τον ίδιο με την τόση εμπειρία άφηνε άφωνο, με το τι πράγματα ήταν πρόθυμη να κάνει για να ευχαριστηθούν το σεξ. Λογάριασε λίγο το ενδεχόμενο ότι δεν ήταν καλή ιδέα να δίνει τόσο θάρρος στην μικρή, αν το μάθαινε η μάνα της θα το έπαιρνε σαν προσβολή. Τι κακό και αυτό με τις γυναίκες, να ενοχοποιούν την ευχαρίστηση και να παίρνουν στραβά την προσφορά του να κρατάει ικανοποιημένη όλη την οικογένεια, είπε χαμογελώντας ειρωνικά με αυτή τη σκέψη. Πριν το σκεφτεί περισσότερο και το μετανιώσει, κάλεσε τον αριθμό της Ελένης και κανόνισαν να συναντηθούν στο διαμέρισμα του. Σε δέκα λεπτά η Ελένη του χτύπαγε το κουδούνι, η πόρτα άνοιγε και εκείνη χιμούσε μέσα, τον έσπρωχνε μέχρι τον καναπέ και καθισμένη στην αγκαλιά του αντάλλασαν παθιασμένα φιλιά στο στόμα ενώ τριβόταν επάνω του…

 

Ô

 

Καθισμένη στον καναπέ της κοίταζε το χαρτί με τα αποτελέσματα που είχε πάρει από το γυναικολόγο, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι ήταν έγκυος, κράτησε το κεφάλι μέσα στα χέρια της, τι θα έκανε; Ήρθε στο μυαλό της η συζήτηση που είχε δυο μέρες πριν με την Ελένη. Τι είχε λοιπόν σκοπό να κάνει, μπορεί σε εκείνη να είχε πει ότι ήθελε να κρατήσει το παιδί, όμως ήταν έτοιμη για τόσες ευθύνες; Στην σκέψη της Ελένης και μόνο, ένιωσε το αίμα της να ανεβαίνει στο κεφάλι, ειλικρινά πως δεν είχε καταλάβει τόσο καιρό τι ύπουλο φίδι ήταν, και καλά ήθελε να της επισημάνει τις δυσκολίες, όμως δεν ήταν μόνο τα λόγια που εξαπόλυσε, αλλά ο τρόπος που το έκανε. Δεν της παράθετε, ως κάποιος αντικειμενικός θεατής, τα ενδεχόμενα αλλά αντιθέτως την κατηγορούσε ότι σκοπός της ήταν να τυλίξει το Νίκο, λες και η ίδια δεν γνώριζε ότι ο Νίκος απλά δεν τυλιγόταν, ήταν σαν το αεράκι που δεν πιάνεται, και εκείνη είχε επιθυμήσει να γευτεί, να αισθανθεί εκείνο το περαστικό αεράκι γιατί με το πέρασμα του είχε νιώσει την καρδιά της να χτυπάει και να την ενημερώνει ότι είναι ζωντανή. Δεν υπήρχε αμφιβολία λοιπόν, η φίλη της ήταν απλώς μια κομπλεξική, ζηλιάρα, που επειδή τύχαινε να είναι η κόρη του δημάρχου και εκείνης της βρώμας της Αντιγόνης, δε θεωρούσε ικανή μιαν άλλη κοπέλα, ακόμα κι αν ήταν φίλη της να έχει κάτι καλύτερο από την ίδια, και η Ελπίδα έβγαινε με έναν από τους πιο περιζήτητους άντρες της χώρας. Θυμήθηκε τις κατηγορίες της, ότι η Χριστίνα έβγαινε με το Δημοσθένη, όλα ψέματα, μάλλον ήξερε ότι έβγαινε με το Γιάννη και απλά της το είχε πει για να την ενοχλήσει και να δημιουργήσει προστριβές στην σχέση με τη φίλη της. Βέβαια για την ώρα δεν μπορούσε να μιλήσει με την Χριστίνα, δεν ήθελε να της ξεφύγει κάποιο κουτσομπολιό και να φτάσει στα αυτιά του Δημοσθένη. Αποφάσισε να επιστρέψει στα προβλήματα της, άλλωστε και ο Δημοσθένης πλέον την πλήγωνε, μάλλον έφταιγε που τα πράγματα με το Νίκο δεν είχαν πάει και τόσο καλά, αλλιώς ούτε που θα νοιαζόταν για το με ποια ήταν και τι έκανε ο πρώην της. Πόσο εγωίστρια! Μόνη της τα είχε χαλάσει όλα κι όμως ήταν έτοιμη να ρίξει τις ευθύνες προς κάθε κατεύθυνση προκειμένου να μην αναγνωρίσει τα σφάλματα της.

Το Νίκο είχε να τον δει από το επόμενο πρωινό του πανηγυριού, είχε φύγει και δεν είχαν ειδωθεί ούτε είχαν μιλήσει για τρεις περίπου ημέρες, μόνο ένα μήνυμα είχαν ανταλλάξει που της έλεγε ότι είχε πολλή δουλειά και δε θα βρίσκονταν. Δεν την είχε απασχολήσει πολύ η σιωπή του, είχε να αντιμετωπίσει και εκείνη τα δικά της, πιθανόν να είχε ενοχληθεί από την επιμονή της να καταγγείλουν το Δημοσθένη και επειδή πίστευε ότι κάτι είχε κάνει για να επιμένει να μην πάνε στην αστυνομία, όμως δεν μπορούσε να φανταστεί τι μπορεί να ήταν αυτό. Όπως και να είχε, οι τρεις αυτές μέρες της είχαν δώσει τον χρόνο που χρειαζόταν για να σκεφτεί διάφορα, να κάνει τις εξετάσεις και να αποφασίσει πως έπρεπε να κινηθεί, συν την έκπληξη που της είχε προκληθεί από την αντίδραση της Ελένης όταν έμαθε για την εγκυμοσύνη. Όμως παρά του ότι γνώριζε από το πρωί ότι ήταν έγκυος, δεν είχε καταφέρει να πάρει κάποια απόφαση. Αλλά όσο και αν το καθυστερούσε δεν μπορούσε να το αποφεύγει για πάντα, έπρεπε να ενημερώσει το Νίκο για την κατάσταση της, ήξερε ότι δεν μπορούσε να περιμένει πολλά από εκείνον, όμως όταν θα πέρναγε η πρώτη έκπληξη ίσως να μην ήταν τόσο άσχημη η αντίδραση του. Όπως και να είχε η αβεβαιότητα που την ταλάνιζε ήταν χειρότερη και όταν έπρεπε να πάρει κάποιος δύσκολες απο­φά­σεις καλό θα ήταν να το κάνει μια και έξω. Την βδέλλα που έχει κολλήσει επάνω σου και σου πίνει το αίμα δεν θα την βγάλεις απαλά από το δέρμα σου, θα την τραβήξεις απότομα με αποτέλεσμα να πονέσεις, όμως θα σταματήσει να σου ρουφάει το αίμα.

Έφτασε έξω από την πολυκατοικία του την ώρα που μια κοπέλα έβγαινε και έτσι εκείνη μπήκε χωρίς να χτυπήσει το κουδούνι, ανέβηκε ως τον όροφο του. Αφού στάθηκε μια στιγμή, πρόσεξε από μια χαραμάδα ότι η πόρτα ήταν ανοιχτή, ενώ έφτασαν ευχαριστημένες φωνές ως εκείνη, με συγκρατημένη την ανάσα της, έσπρωξε την πόρτα και μπήκε μέσα, προχώρησε μέχρι το καθιστικό που έβλεπε φως αναμμένο. Στάθηκε στο κατώφλι προσπαθώντας να αντιληφθεί το μέγεθος της προδοσίας, τώρα πλέον τα καταλάβαινε όλα, πόσο καιρό συνέβαινε αυτό πίσω από την πλάτη της. Ο Νίκος καθιστός και η Ελένη να ανεβοκατεβαίνει επάνω του, φωνάζοντας, με τα μάτια κλειστά και ένα χαμόγελο ευχαρίστησης. Με την οργή να την κατακλύζει όρμησε πάνω τους και άρπαξε τη φίλη της από το μαλλί αναγκάζοντας τη να τραβηχτεί από την αγκαλιά του άντρα που περίμενε το παιδί του, η Ελένη από το ξαφνικό και ανεπιθύμητο χώρισμα άνοιξε τα μάτια της και είδε το χέρι της Ελπίδας να έρχεται καταπάνω της και να την χτυπάει χωρίς σταματημό. Ο Νίκος μπήκε ανάμεσα τους να τις χωρίσει, η Ελένη κρύφτηκε από πίσω του για να αποφύγει τα χτυπήματα της, γυμνή και ευάλωτη δεν μπορούσε να αντιδράσει στην οργή της μαινάδας που είχε μετατραπεί η Ελπίδα. Ο Νίκος αφού δέχτηκε γρατσουνιές και κάποια χτυπήματα, που μετά το ξύλο που έφαγε στο πανηγύρι του φάνηκαν όμοια με χάδι, κατάφερε να συγκρατήσει τα χέρια της Ελπίδας. Την κοίταξε προσεχτικά, τα μάτια της ήταν δακρυσμένα όμως αντανακλούσαν την απόγνωση και την οργή μέσα τους, τόσο για εκείνον όσο και για τη φίλη της, το στήθος της ανεβοκατέβαινε από τις γρήγορες αναπνοές που έπαιρνε.

-Άφησε με. Τον διέταξε με ήσυχη αλλά αποφασιστική φωνή.

-Θα σε αφήσω, Ελένη μάζεψε τα ρούχα σου, ντύσου και φύγε.

-Γιατί να φύγει, ας μείνει να απολαύει τη συνέχεια.

-Δεν είναι θέμα της Ελένης.

-Κάνεις λάθος, είναι περισσότερο θέμα της Ελένης από ότι είναι δικό σου. Πόσο καιρό συμβαίνει αυτό; Πες το.

-Είναι πρώτη φορά! Είπε ο Νίκος που δεν ήθελε να δώσει μεγαλύτερη έκταση στο θέμα, καλύτερα να πίστευε ότι παρασύρθηκαν μια φορά. Όμως η Ελένη θυμωμένη από το ξύλο που είχε φάει είχε άλλη γνώμη.

-Γιατί της λες ψέματα; Πρώτη φορά συνέβη στην Αθήνα, όταν πήγα να ψάξω για σχολή, βρεθήκαμε εκεί τυχαία και πηδηχτήκαμε.

-Σκάσε, της είπε ο Νίκος εκνευρισμένος, ενώ η Ελπίδα με τα δάκρυα να κυλάνε από τα μάτια της κουνούσε το κεφάλι της καταφατικά σα να τα καταλάβαινε όλα πια. Ντύσου και εξαφανίσου, είπε στην Ελένη, ενώ άφηνε ελεύθερα τα χέρια της κοπέλας του, έτσι αποδυναμωμένη που ήταν.

-Δεν μπορείς να κρατήσεις του πουλί μέσα στο βρακί σου, γι αυτό σε άφησε η άλλη, έτσι δεν είναι;

-Μην μπλέκεις τις ιστορίες, εκείνη δεν είναι καλύτερη από εμένα.

-Ω, αλήθεια και τότε τι ήρθες εδώ και την κυνηγάς; Ναι, Ελένη μου, είπε στη φίλη της που τους κοίταζε παραξενεμένη ενώ ντυνόταν, μη νομίζεις ότι επειδή τον έχασα εγώ τον κέρδισες εσύ, γι’ άλλη καίγεται ο αγαπημένος μας και δέρνεται στα πανηγύρια για τα μάτια της, ή μάλλον τον δέρνουν, είπε για να τον χτυπήσει εκεί που θα τον πονούσε.

-Δεν ξέρεις τι λες!

-Τι έκανες στο κορίτσι Νίκο; Δεν έχω ξαναδεί τόσο έξω φρενών το Δημοσθένη…

-Μην αρχίζεις πάλι Ελπίδα, ότι και να έγινε ανάμεσα στο κορίτσι και σε εμένα δε σε αφορά.

-Φυσικά, όπως δε με αφορά ότι πήδαγες εμένα και τη φίλη μου και ποιος ξέρει ποια άλλη όλον αυτό τον καιρό που είμαστε μαζί.

-Μη μου το παίζεις αθώα εμένα, ή νομίζεις ότι δεν ξέρω και τα δικά σου; Τον κοίταξε απορημένη και περίμενε να ακούσει για ποιο πράγμα την κατηγορούσε. Είσαι έγκυος έτσι; Πότε είχες σκοπό να μου το πεις;

-Γι αυτό ήρθα, είπε και του έδωσε το χαρτί του γιατρού. Αν και αυτό δε νομίζω ότι αλλάζει κάτι, όπως είναι τα πράγματα.

-Ώστε είναι αλήθεια; Είπε κοιτάζοντας τα αποτελέσματα, και αφού το τσαλάκωσε το πέταξε στο πρόσωπο της. Έχεις δίκιο σε τίποτα δεν αλλάζει, δε θέλω παιδιά Ελπίδα, ή μάλλον για να το θέσω πιο σωστά, δε θέλω παιδί από εσένα Ελπίδα.

-Είμαστε σύμφωνοι, ούτε εγώ θέλω παιδί από εσένα Νίκο, και αν μέχρι τώρα είχα αμφιβολίες και δεν ήθελα να θυσιάσω αυτό το αθώο πλάσμα, τρέμω μόνο και με την ιδέα να το φέρω στον κόσμο και να έχει τα γονίδια σου. Δε θέλω να σε ξαναδώ μπροστά μου, ούτε εσένα, είπε κοιτάζοντας την Ελένη, το καλό που σου θέλω να φύ­γεις από την Άρτα το συντομότερο δυνατό, και να πας όπου διάολο θες για να σπου­δά­σεις, αν και έχεις έμφυτο το ταλέντο της πόρνης, θα πας μπροστά αναμφίβολα.

-Δε σου επιτρέπω…

-Έχουμε ξεπεράσει πλέον το στάδιο αν μου επιτρέπεις ή δε μου επιτρέπεις, αν δω κάποιον μπροστά μου να ξέρετε ότι δεν το έχω σε τίποτα να δημιουργήσω σκάνδαλο. Τσουλίτσα. Γι αυτό καλό θα ήταν όταν με συναντάτε να στρίβετε.

-Έχεις θράσος! Σχολίασε ο Νίκος.

-Μιλάς εσύ για θράσος, αλήθεια πως θα φαινόταν στην Αντιγόνη αν μάθαινε ότι πηδιέσαι με την κόρη της.

-Γιατί μπλέκεις τη μάνα μου;

-Γιατί άραγε; Είπε η Ελπίδα και έστριψε να φύγει. 

 

Ô

 

Έκλαιγε δυο ώρες ασταμάτητα επάνω στο κρεβάτι της, έφερνε και ξανάφερνε στη μνήμη της όλα όσα είχαν προηγηθεί στο σπίτι του Νίκου, πάνω και από το ότι τον βρήκε να είναι με την καλύτερη της φίλη, την πόνεσε περισσότερο το γεγονός ότι της πέταξε το χαρτί με τα αποτελέσματα στο πρόσωπο, και ότι της είπε ότι δεν ήθελε το παιδί της. Πως μπορούσε να εξακολουθήσει να ζει στην ίδια πόλη με τον κίνδυνο να τους δει ανά πάσα στιγμή. Ίσως έπρεπε να παραδειγματιστεί από την άλλη και να φύγει μακριά του, στην Άρτα δεν είχε τίποτε να την κρατάει, ήταν η πόλη της, είχε εκεί τους γονείς της, όμως ούτε εργαζόταν, ούτε είχε κάποια υποχρέωση, καλύτερα να έφευγε για την Αθήνα, να πήγαινε στον αδερφό της, ο οποίος εργαζόταν σε μια εταιρεία. Εκεί θα έβρισκε ησυχία, θα έβαζε τα πράγματα σε μια σειρά, και θα είχε έναν άνθρωπο να του μιλήσει, να τον εμπιστευτεί και να την στηρίξει χωρίς τις φωνές και τις υστερίες που θα της έβαζε η μάνα της όταν μάθαινε ότι είναι έγκυος, ήδη είχαν στήσει καυγά επειδή χώρισε με το Δημοσθένη, που να μάθαινε ότι περίμενε το παιδί κάποιου άλλου. Ό,τι απόφαση ήταν να πάρει, ήθελε να την πάρει από μόνη της και νηφάλια, δεν ήθελε να την πιέσει κανείς. Με τον Πέτρο παρά τη διαφορά της ηλικίας που είχαν ήταν αρκετά δεμένοι, πάντα σε εκείνον έτρεχε να μιλήσει και να του πει τα μυστικά της, ήταν η καλύτερη λύση. Ίσως να έβρισκε μάλιστα μια δουλειά και να έμενε πάντα στη μεγάλη και αχανή πόλη. Κατέβασε μια βαλίτσα και άρχισε να τη γεμίζει με ρούχα και προσωπικά αντικείμενα. Ύστερα μπήκε στο internet και έψαξε για τα δρομολόγια του ΚΤΕΛ, θα έφευγε με το πρώτο πρωινό. Μέχρι τις έξι που θα καλούσε ταξί για να φύγει από το σπίτι ήταν πολλές οι ώρες και ήξερε ότι θα τις περάσει ξάγρυπνη. Δεν έκανε καν την προσπάθεια να ξαπλώσει στο κρεβάτι της, έμεινε καθισμένη σε μια καρέκλα, με την βαλίτσα μπροστά της και μια τσάντα ώμου δίπλα της να περιμένει να φτάσει η ώρα για να φύγει.      

 

 

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ

 

Δυο μήνες μετά…

Είχε εγκατασταθεί για τα καλά στο σπίτι του Δημοσθένη η Μάρθα, όλα τα προσωπικά της αντικείμενα, ρούχα, cds, βιβλία, και ο υπολογιστής της είχαν βρει το χώρο τους. Στο εγκαταλελειμμένο διαμέρισμα της οδού Πέτρας, από το οποίο σχεδόν δεν περνούσε, είχαν παραμείνει τα έπιπλα της, όμως εξακολουθούσε να πληρώνει το νοίκι. Ποιος θα το φανταζόταν όταν πριν από έξι μήνες που πάταγε για πρώτη φορά το πόδι της στην Άρτα με σκοπό να βρει ησυχία και να σκεφτεί τι θα έκανε με τους δύο άντρες που παίδευε και την παίδευαν ότι μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα θα είχε αλλάξει τόσο πολύ η ζωή της. Θα ήταν μόνιμη κάτοικος Άρτας, και θα είχε γνωρίσει τον πιο καταπληκτικό άντρα και μάλιστα θα είχε μετακομίσει στο σπίτι του σε λιγότερο από τέσσερις μήνες σχέσης.  

Τα κακώς κείμενα προσπαθούσε να μην τα σκέφτεται και να μην τους δίνει ιδιαίτερη σημασία, όπως για παράδειγμα το ότι η μάνα της είχε εξαγριωθεί όταν έμαθε ότι θα συζούσε με τον νταή, όπως συνήθιζε να χαρακτηρίζει το Δημοσθένη και δεν είχε δεχτεί να τον γνωρίσει, αντιθέτως με τον πατέρα της, ο οποίος είχε συμπαθήσει το νεαρό άντρα που αγαπούσε η κόρη του και τον ενέκρινε. Βέβαια αυτά ήταν ψιλά γράμματα για την κυρία Αγγελική, αλλά όπως λέει και η παροιμία την οποία ανέφερε συχνά ο πατέρας της «Σαν θέλει η νύφη και ο γαμπρός…», μόνο που στη συγκεκριμένη περίπτωση την τύφλα την είχε η πεθερά. Ο Νίκος συνέχιζε να κάνει τα δικά του, όμως μάλλον είχε μπλεχτεί με τα έργα στην πόλη οπότε δεν του έμενε και πολύ καιρός με τις μηχανορραφίες που έπρεπε να σκαρώνει για να κρατιέται ικανοποιημένος ο πατέρας του. Δε φαινόταν βέβαια να τα καταφέρνει και ιδιαίτερα καλά, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ο Πέτρος Χαΐτογλου έπρεπε να τους ξελασπώνει όπως έκανε εκείνη μόλις την ώρα στην τηλεόραση. Άντε να δικαιολογήσει το γκρέμισμα ολόκληρου γεφυριού και να αποδείξει ότι δεν ήταν αναμειγμένη η επιχείρηση του, αλλά ότι ήταν προβοκάτσια.

Ίσως έπρεπε να πάρει τη φιλενάδα της στην Αθήνα να της πει τα καθέκαστα, είχαν καιρό να μιλήσουν και η ίδια γνώριζε από πρώτο χέρι όλο το παρασκήνιο της απόπειρας να γκρεμίσουν το γεφύρι. Έριξε μια ματιά στο σωρό με τα πιάτα που ήταν στο νεροχύτη, ύστερα στο ρολόι στον τοίχο, είχε ώρες μπροστά της μέχρι να επιστρέψει ο Δημοσθένης από το συνεργείο. Αν μιλούσε μια ωρούλα με την Ξένια θα πρόφταινε να πλύνει και τα πιάτα, κατά τα άλλα το σπίτι ήταν σε καλή κατάσταση ή έστω υποφερτή. Τώρα βέβαια για το μια ωρούλα είχε κάποιες αμφιβολίες, όταν μιλούσαν με την Ξένια δεν τους έφταναν μέρες όχι ώρες, πόσο μάλλον τώρα που είχε όγκο πληροφοριών για τη φίλη της. «Ω δε βαριέσαι», σκέφτηκε στο τέλος, «τα πλένω το βράδυ αφού θα έχουμε φάει, γιατί να κάνω διπλό κόπο». Είπε και παίρνοντας το κινητό της κάθισε στον καναπέ με μια κούπα ζεστό κακάο να αχνίζει μπροστά της.

Στο δεύτερο χτύπημα η Ξένια απάντησε. «Φτιάξε καφέ και κάτσε να μιλήσουμε!» πρόσταξε η Μάρθα, όμως η φίλη της έπινε ήδη τον απογευματινό της Νες, οπότε αφού αντάλλαξαν τα αρχικά τους νέα, η Μάρθα μπήκε στο κυρίως θέμα. Ο Νίκος Χαΐτογλου όπου κι αν πήγαινε έφερνε την καταστροφή, πιθανόν βέβαια να μην ήταν εντελώς δική του η ευθύνη, αφού ο άπληστος πατέρας του είχε ως πολιτική να ξοδεύει το λιγότερο δυνατό. Το ποσοστό των εργατών στα έργα ήταν 80 % αλλοδαποί, παρά την κρίση και την ανεργία, προτιμούσε να έχει ξένους εργάτες και όπως όλα έδειχναν όχι μετανάστες οι οποίοι ζούσαν ήδη στην φτωχή πλέον Ελλάδα, αλλά άτομα που έφερνε η επιχείρησή του για όσο διαρκούσε η δουλειά κα μετά τους έστελνε πίσω. Η πηγή της ήταν ένας εργάτης των έργων, ο οποίος είχε γνωριστεί με το Δημοσθένη, και του είχε πει ότι ζούσε στην Αλβανία, όμως είχε έρθει στην Ελλάδα μόνο για όσο καιρό θα τον χρειάζονταν στα έργα. «Και όπως όλα δείχνουν έχει μεγάλο στόμα» σχολίασε η Ξένια, «Ευτυχώς για εμάς και τον πολιτισμό της πόλης», πρόσθεσε η Μάρθα, του ξέφυγε λοιπόν, ότι κανονίζανε να ρίξουν ένα γεφύρι, όταν κατάλαβε την γκάφα του πήγε να το μαζέψει, όμως πλέον ήταν αργά. Ο Δημοσθένης τον πίεσε και αφού του υποσχέθηκε ότι δε θα αποκάλυπτε την πηγή του, του τα είπε όλα. Ο δήμαρχος του διπλανού δήμου, είχε απαιτήσει να προσέξουν το γεφύρι ώστε να δώσει τη συγκατάθεση του να συνεχιστούν τα έργα. Χωρίς να κάνει ενδελεχή έλεγχο για το ήθος του Βαγγέλη Βλάχου και κάτω από την πίεση του χρόνου ο Νίκος προφανώς αναγκάστηκε να συμφωνήσει, όμως με απώτερο σκοπό να τον ξεγελάσει και να το γκρεμίσουν χωρίς τη συγκατάθεση του. Οι μόνοι τρόποι που υπήρχαν ήταν, ή να αφήσουν τα νερά από το φράγμα να ξεχυθούν και να το παρασύρουν, όμως υπάρχει φύλακας και δεν ήταν βέβαιοι ότι θα ήθελε να χάσει τη δουλειά του αν δεν την έκανε σωστά, όσο καλή κι αν ήταν η αμοιβή που θα του έδιναν ή να βάλουν εκρηκτικά. Αυτό αποκάλυψε ο Armando, το προηγούμενο βράδυ που συναντήθηκαν έξω και ο Δημοσθένης προσφέρθηκε να τον κεράσει μια μπύρα. «Εύκολα εξαγοράζετε αυτός!» σχολίασε πάλι η Ξένια που δεν μπορούσε να κρατήσει το στόμα της κλειστό. «Μα δεν ακούς τι σου λέω, του ξέφυγε πάνω στη συζήτηση!» «Ή που δεν το άντεχε η συνείδηση του και σας το έφτυσε και καλά αυθόρμητα!»

-Έφτυσε;

-Χρησιμοποιώ αγγλικούς ιδιωματισμούς στα ελληνικά. Αν μου ταιριάζουν!

-Τέλος πάντων! Είπε η Μάρθα και συνέχισε. Αφού πέρασαν από το σπίτι να πάρει τη φωτογραφική μηχανή και τον εξοπλισμό της έφυγαν για το χωριό που μένει ο δήμαρχος. Εκείνη πήγε στο γεφύρι και τους περίμενε τραβώντας φωτογραφίες ενώ ο Δημοσθένης πήγε στο σπίτι του δημάρχου να τον ενημερώσει. Ο δήμαρχος πήρε μαζί τους κι άλλους κάτοικους και πήγανε στο γεφύρι όπου έβαζε τα εκρηκτικά ένας ψηλός, γεροδεμένος και πραγματικός νταής -όχι ιμιτασιόν σαν το Δημοσθένη όπως επέμενε η μάνα της να τον χαρακτηρίζει, επειδή είχε φαγωθεί ντε και καλά να ξανασμίξει με τον πλούσιο Νίκο-. Όμως πρόλαβαν και ήρθαν οι άλλοι, δημιουργήθηκε συμπλοκή, πυροβολισμοί και άλλα τέτοια, κάποιος από αυτούς που συνόδευαν το δήμαρχο, έκοψε τα καλώδια που ένωναν τον πυροκροτητή με τα εκρηκτικά, ο δήμαρχος τραυμάτισε τον νταή ο οποίος αντί να το βάλει στα πόδια ήθελε όπως όλα έδειχναν να τελειώσει τη δουλειά με κάθε κόστος. Προφανώς θα ήταν πολλά τα χρήματα που του είχαν υποσχεθεί, σιγά μην έπαιζε το κεφάλι του κορώνα γράμματα επειδή ήταν θέμα τιμής. Αποτέλεσμα πάντως ήταν ότι υπήρχε και μια μικρότερη ποσότητα εκρηκτικών στην βάση του γεφυριού που δεν είχαν αποσυνδεθεί και ο νταής πάτησε τον πυροκροτητή και κομμάτια από το γεφύρι γκρεμίστηκαν και βούλιαξαν στο ποτάμι, ο δήμαρχος, από αυτούς τους έντιμους και του περήφανους που πιστεύεις ότι υπάρχουν μόνο στα βιβλία, ήταν πάνω στο γεφύρι και έπεσε μέσα στο ποτάμι, ευτυχώς δεν έπαθε κάτι ιδιαίτερο, απλά τραυματίστηκε.

-Και το γεφύρι;

-Έπαθε κάποιες ζημιές αλλά δεν γκρεμίστηκε ολοσχερώς. Αν μπεις στο δημοσιογραφικό site θα δεις πολλές φωτογραφίες. Εγώ της τράβηξα. Σχολίασε η Μάρθα και ακούστηκε σαν παιδάκι που περιμένει μπράβο.

-Για μένα δεν έχεις τίποτα;

-Αν δεν πληρωθώ δεν μπορώ να σου δώσω υλικό. Λυπάμαι.

-Καλά θα μιλήσω με τον αρχισυντάκτη.

-Πάντως επειδή είμαι επαγγελματίες τις καλές τις έδωσα στη δουλειά μου, κάνω καθαρά πράγματα εγώ.

-Τίποτα δεν πήρες από το Νίκο! Την πείραξε η Ξένια και ξεκίνησε να της λέει που την είχε οδηγήσει η έρευνα της. Ο Πέτρος Χαΐτογλου με τον Χριστόφορο Κοσυφάκη είχαν φιλίες από τα παλιά. Είχαν τελειώσει το ίδιο πανεπιστήμιο, επιπλέον πίσω από την στήριξη του Κοσυφάκη όλα έδειχναν τον κύριο μέτοχο της «HIGH Α.Ε.», στην ουσία ήταν κοινό μυστικό στους δημοσιογραφικούς κύκλους. Πολύ πιθανόν, ο ίδιος ο δήμαρχος να είχε δώσει την πρόταση της Κοινοπραξίας στο παλιό φίλο και συμφοιτητή του με αντάλλαγμα την υποστήριξη του για μια θέση στο κοινοβούλιο. Η Ξένια είχε προσπαθήσει να έρθει σε επαφή και με όσους της είχε υποδείξει η Μάρθα από την HIGH Α.Ε., όμως κανείς δεν ήξερε ή τουλάχιστον δεν έδωσε πληροφορίες για το πώς πήραν τη δουλειά και γιατί δεν έκαναν την πρόταση νωρίτερα, χωρίς να περιμένουν να φτάσει η μέρα πριν από την εκπνοή του διαγωνισμού. Η απάντηση που έλαβε ήταν ότι αφενός είχαν άλλες δουλειές στα σκαριά πιο επείγουσες και αφετέρου ετοίμαζαν μια πολύ καλή πρόταση, οπότε έπρεπε να κάνουν έρευνα αν τους συνέφερε.

-Δεν έχουμε τίποτα στα χέρια μας, ώστε να μπορέσουμε να τους κατηγορή­σου­με για το διαγωνισμό. Πάντως θα κάτσω μόλις κλείσουμε να γράψω ένα άρθρο με όσα μου ανέφερες. Πολλές λεπτομέρειες, κρίμα να μην αναφερθούν αφού είχαμε δικό μας άνθρωπο παρόν στο ατυχές εγχείρημα του.

-Οπότε μάλλον θα αναγκαστώ να πλύνω τα πιάτα! Σχολίασε η Μάρθα.

-Πιάτα;

-Ναι, άφησα τα πιάτα να με περιμένουν στο νεροχύτη, αλλά αφού εσύ θες να γράψεις το άρθρο σου, πρέπει και εγώ να κάτσω να συμμαζέψω το χάλι του νεροχύτη.

-Βρε ακαμάτρα, τα ίδια κάνεις και στο φτωχό το Δημοσθένη. Γυρνάει από τη δουλειά κουρασμένος και πρέπει να αναλάβει και την καθαριότητα του σπιτιού;

-Και πριν μετακομίσω εκείνος τα έκανε όλα.

-Πριν μετακομίσεις υποθέτω ότι δε θα είχε τόση ακαταστασία το διαμέρισμα του, είσαι η βασίλισσα του Άνω κάτω.

-Ευχαριστώ για τις φιλοφρονήσεις σου, αλλά εσύ δεν είχες να γράψεις ένα άρθρο;

-Φυσικά, όπως και εσύ να πλύνεις κάποια πιάτα!

-Σπαστικιά, μουρμούρισε αφού έκλεισε το τηλέφωνο πρώτα.

 

Ô

 

Έξω φρενών ήταν ο Νίκος με τα τελευταία συμβάντα και το σκάνδαλο που ξέσπασε στο γεφύρι. Ήταν εντελώς άχρηστος εκείνος που είχε αναλάβει τη δουλειά, αντί να φύγει, μόλις κατάλαβε ότι πλησίαζε κόσμος, έκανε τραμπουκισμούς και ευτυχώς που δεν υπήρξαν θύματα γιατί τώρα μπορεί να το σκέπαζε ο πατέρας του με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, αλλά αν είχε σκοτωθεί ο Βαγγέλης Βλάχος, η υπόθεση θα έπαιρνε το δρόμο της δικαιοσύνης και πώς να καλύψεις ένα φόνο. Ακόμα και όσοι από το δικαστικό σώμα κλείνουν τα μάτια και εξαγοράζονται, πως θα μπορούσαν να μείνουν αδιάφοροι μπροστά σε ένα θάνατο, πως θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν στους συναδέλφους τους, όταν ένας άνθρωπος έχανε τη ζωή του. Άσε που το ένα φέρνει το άλλο και μπορεί να αποκαλύπτονταν και όλα όσα είχε κάνει η εταιρεία του για να αναλάβει τη δουλειά εις βάρος της Πανηπειρωτικής Κοινοπραξίας. Όταν υπάρχουν λεφτά πληρώνουν και κρύβουν από το φως τις βρωμιές, όμως υπάρχει και ένας ακόμα άγραφος κανόνας. «Κάνε όσο το δυνατόν πιο αθόρυβα και άοσμα τις βρωμιές σου για να μπορέσουμε κι εμείς να σε καλύψουμε». Αν είχε φύγει ο ηλίθιος, αντί να επιμείνει στην αποστολή του, θα είχαν την υποψία, ή και τη βεβαιότητα κάποιοι αλλά δε θα μπορούσε να τους κατηγορήσει κανείς αφού οι υπόνοιες δεν είναι ποτέ αρκετές.

Άκουσε το λογύδριο του μεγάλου Πέτρου Χαΐτογλου που άχρηστο τον ανέβαζε, άχρηστο τον κατέβαζε και του υποσχέθηκε ότι θα τα διόρθωνε όλα, αλλά μόνο ο πατέρας του μπορούσε να τα βγάλει πέρα με τα Μ.Μ.Ε.. Ευτυχώς τουλάχιστον ο ηλίθιος ο εργάτης είχε καταφέρει να ξεφύγει, όμως έπρεπε πάση θυσία να τον βρουν οι ίδιοι, πριν τις αρχές και τους ντόπιους. Οι έρευνες του Αλέξανδρου είχαν αποβεί άκαρπες, όμως αφού του χρωστούσαν μισθούς και την αμοιβή του για τη βρώμικη δουλειά, δεν έπρεπε να ανησυχούν, θα επέστρεφε. Η συνάντηση του με το Βαγγέλη Βλάχο, ήταν χειρότερη από ότι την περίμενε, τον βρήκε με το χέρι στο γύψο, στην αυλή του να πίνει τσίπουρο, μόλις είδε το Νίκο, το βλέμμα του αγρίεψε, όμως περίμενε να ακούσει ό,τι είχε να του πει, ο παρατρεχάμενος του μέγα Χαΐτογλου. Αφού δεν ανάλαβε καμία ευθύνη εκ μέρους της εταιρείας και ισχυρίστηκε ότι δεν είχε ιδέα ποιος και γιατί μπορεί να ήθελε να γκρεμίσει το γεφύρι, ψέλλισε μόνο κάποιες δικαιολογίες που είχε πει ο πατέρας του στα κανάλια, στο τέλος του έκανε την πρόταση του. Αφού το γεφύρι ήταν ήδη μισοκατεστραμμένο, να το γκρέμιζαν ώστε να συνεχιστούν τα έργα, δε δίστασε μάλιστα να αναφερθεί και για την κάπως δύσκολη οικονομική κατάσταση που περνούσε εκείνη την περίοδο ο δήμαρχος. Κάτι που έκανε θηρίο το Βλάχο, ο οποίος δε δίστασε και του έχυσε το τσίπουρο του στο πρόσωπο, και του απάντησε ότι δεν ξεπουλάνε όλοι τον πολιτισμό τους για λίγα χρήματα. Η απαίτηση του ήταν να φτιαχτούν όλες οι ζημιές από το γεφύρι, ο Νίκος δεν είχε άλλη επιλογή, αφού και ο πατέρας του στο τηλέφωνο του είπε να δεχτεί ότι και να ζητήσει ο Βλάχος. Η «HIGH» θα ξόδευε ένα σωρό χρήματα και τα έργα θα πήγαιναν πίσω. Στο τέλος έφυγε με σκυμμένο το κεφάλι νιώθοντας ντροπή. Ενώ άκουσε το δήμαρχο να λέει στη γυναίκα του να του ξαναγεμίσει το ποτήρι με τσίπουρο, γιατί το άλλο το είχε χαραμίσει στο πρόσωπο του επισκέπτη του.

Κοίταξε την τηλεόραση και είδε τον πατέρα του να κάνει δηλώσεις, ανέβασε λίγο τον ήχο για να τον ακούσει να λέει, «Έμαθα γι αυτή την υπόθεση στην οποία εμπλέκεται ένας προβοκάτορας. Ο αλλοδαπός εργάτης , μέλος ξένης εθνικιστικής οργάνωσης παρείσφρησε στην εταιρεία μας με απώτερο σκοπό να εγκληματήσει κατά της πατρίδας μας. Καταστρέφοντας ένα από τα ιστορικά μας μνημεία».

-Δηλαδή λέτε ότι είναι προβοκάτσια; Ρώτησε ένας από τους δημοσιογράφους.

-Αδιαμφισβήτητα! Ήταν η τελευταία του κουβέντα, πριν η σύνδεση επιστρέ­ψει πίσω στο στούντιο. Ο Νίκος έκλεισε την τηλεόραση και ακούμπησε το κεφάλι του πίσω στον καναπέ. Είχε τόσους μήνες στην Άρτα και ένιωθε ότι είχε βαλτώσει, τίποτα δεν πήγαινε όπως το επιθυμούσε. Η Μάρθα που ήταν ο πρωταρχικός του σκοπός, όχι απλά δεν ήθελε να γυρίσει σε εκείνον, αλλά κάθε φορά που τύχαινε να συναντηθούν δεν του έκρυβε την αποστροφή της, ίσως τελικά τα είχε κάνει χειρότερα τα πράγματα με το να μιλήσει στους δικούς της. Στη δουλειά έβρισκε συνέχεια εμπόδια τα οποία έπρεπε να ξεπεράσει, όμως να που δεν ξεπερνιούνταν όλα, επιπλέον είχε την γκρίνια του πατέρα του που μόνο να διατάζει ήξερε και υπέθετε ότι εκείνος θα τα κατάφερνε καλύτερα, «έξω από τον χορό»...

Το μυαλό του πήγε στην Ελπίδα, λες και είχε ανοίξει η γη και την είχε καταπιεί, από εκείνο το βράδυ που τον είχε πιάσει με την Ελένη, δεν την είχε συναντήσει πουθενά, κάπου θα βρισκόταν και θα έγλυφε τις πληγές από τη διπλή προδοσία, αναρωτιόταν αν τελικά είχε ρίξει το παιδί. Με την Ελένη δεν είχαν ξαναβρεθεί, αν και το πρώτο διάστημα είχε γίνει φορτική, η μικρή είχε την εντύπωση ότι θα την έπαιρνε από το χέρι και θα την παρουσίαζε στον κόσμο ως το κορίτσι του, τώρα που από τη μέση είχε βγει η Ελπίδα, να δεις που εκείνη είχε αφήσει επίτηδες ανοιχτή την πόρτα για να τους πιάσουν στα πράσα. Όμως ο Νίκος δεν είχε καμία τέτοια διάθεση, και ο λόγος δεν ήταν αποκλειστικά η Αντιγόνη ή τα αισθήματα του για τη Μάρθα, αλλά η ίδια η Ελένη, ήταν καλή μόνο για πήδημα, ούτε μια συζήτηση δεν μπορούσε να ανοίξει μαζί της. Είχε αλαζονεία, ψωροπερηφάνια και νόμιζε ότι ήταν κάτι καλύτερο από αυτό που στην πραγματικότητα ήταν, τίποτα. Το απόλυτο τίποτα ήταν αυτό το κορίτσι. Όσο για τις σπουδές που έλεγε ότι θα έκανε, άφηνε για άλλη μια φορά τον χρόνο να κυλάει, λέγοντας ότι θέλει να είναι σίγουρη για το ποιο επαγγελματικό δρόμο θα ακολουθούσε. Αντιθέτως, με τη μάνα της μικρής συναντιόνταν συχνά, είτε στην Αθήνα, είτε στο γραφείο του, ώρες που ο δήμαρχος είχε δουλειές. Εκείνη πήγαινε και στο σπίτι του όταν ο Χριστόφορος έλειπε στην Αθήνα, μια φορά τον είχαν παρακολουθήσει μαζί σε μια εκπομπή που ήταν καλεσμένος να μιλάει για την πολιτική του σταδιοδρομία και να λέει όλες αυτές τις ανοησίες που μόνο ένας πολιτικός μπορεί να ξεστομίσει δίχως κόπο. Όταν βαρέθηκαν να τον ακούν, αφού οι ίδιοι δεν χρειάζονταν υποσχέσεις, ούτε ενδιαφέρονταν για το πολιτικό του πρόγραμμα, έβαλαν mute στον ήχο και με ανοιχτή την τηλεόραση άρχισαν να κάνουν έρωτα. Αυτή λοιπόν ήταν η ζωή του τους τελευταίους μήνες, να εξυπηρετεί τα συμφέροντα του πατέρα του, τρέχοντας για να μην τον απογοητεύσει, και όπως όλα έδειχναν χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, να δέχεται μόνο την αποστροφή της γυναίκας που αγαπούσε, να αγνοεί αν μια από τις ερωμένες του παρέμενε έγκυος στο παιδί του ή είχε πάρει τη σωστή απόφαση με το να κάνει έκτρωση, και να προσπαθεί να αποφύγει την κόρη του δημάρχου την ώρα που πήδαγε τη μάνα της. «Τέλεια» μουρμούρισε και κατέβασε το ουίσκι που είχε στο ποτήρι του.   

       

Ô

 

Είναι περίεργο πως το ασυνείδητο κάποιες φορές ενημερώνει το συνειδητό για κάτι που είδε ή άκουσε όμως δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία την στιγμή που συνέβη . Το προηγούμενο απόγευμα η Μάρθα επέμενε να του δείξει κάποιες από τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει από τα έργα, γιατί σε κάποιες από αυτές κάπου στο βάθος ήταν το συνεργείο του. Σε μια από όλες, στο σημείο των έργων φαινόταν κάποιες κολόνες, που είχαν ξεθαφτεί ο Δημοσθένης της ζήτησε να κάνει ζουμ για να δει καλύ­τε­ρα, η ανάλυση ήταν εκπληκτική λόγω της επαγγελματικής κάμερας όμως μόλις έπεσε το βλέμμα του στο ρολόι, στην κάτω δεξιά πλευρά της οθόνης και αντιλήφθηκε ότι είχε καθυστερήσει για τη δουλειά, έδωσε ένα βιαστικό φιλί στο μάγουλο της κοπέλας του, άρπαξε το μπουφάν και έφυγε. Το βράδυ που επέστρεψε από τη δουλειά, δεν είχε διαθέση για φωτογραφίες, στην πραγματικότητα τις είχε ήδη ξεχάσει. Αφού έκανε ένα μπάνιο, έφαγαν και ξάπλωσαν στο κρεβάτι να χαζέψουν τηλεό­ρα­ση, το πρόγραμμα ήταν απελπιστικά βαρετό με τις τόσες επαναλήψεις και τα ανού­σια talk show του. Η Μάρθα που έβαζε κρέμα σώματος στα πόδια της, θυμήθηκε τις φωτογραφίες και του είπε ότι είχε καταλήξει ότι εκείνες οι κολώνες πρέπει να ήταν κάποιο διαφημιστικό τρικ του Νίκου το οποίο θα είχε αποτύχει, όμως ο Δημο­σθέ­νης είχε βάλει το κεφάλι του στο λαιμό της και τη φίλαγε, μην ακούγοντας στην ουσία τι του έλεγε αφού είχε άλλα πράγματα κατά νου για να περάσουν την βραδιά τους.

Τη νύχτα όμως μέσα στον ύπνο του, το ασυνείδητο είχε σπρώξει τις εικόνες στο όνειρο και ο Δημοσθένης αν και κοιμισμένος έσπαγε το κεφάλι του να θυμηθεί που είχε ξαναδεί αυτές τις κολόνες. Η απάντηση ήρθε μόλις άνοιξε τα μάτια του, δίπλα του η Μάρθα κοιμόταν και το ηλεκτρονικό ξυπνητήρι δίπλα του τον ενημέρωνε ότι η ώρα ήταν μόλις τρεις. Είχε δύο επιλογές ή να γυρίσει πλευρό και να προσπαθήσει να ξανακοιμηθεί, αγνοώντας για την ώρα όλα όσα είχε αντιληφθεί κατά τη διάρκεια του ολιγόωρου ύπνου του ή να σηκωθεί να ρίξει μια ματιά στις φωτογραφίες που του είχε δείξει η Μάρθα και στα βιβλία του από το πανεπιστήμιο. Γνωρίζοντας ήδη ότι όταν κάτι τον έτρωγε, δεν υπήρχε περίπτωση να καταφέρει να κοιμηθεί, πέταξε τα σκεπά­σμα­τα και σηκώθηκε. Αφού έκλεισε την πόρτα για να μην ενοχλήσει τη Μάρθα άνοι­ξε τον υπολογιστή κι άρχισε να ψάχνει τη βιβλιοθήκη που υπήρχε στο καθιστικό, βρή­κε ένα βιβλίο και έκατσε στον υπολογιστή, ευτυχώς η Μάρθα αφηρημένη είχε αφήσει την κάρτα μνήμη στον υπολογιστή οπότε δεν σπατάλησε χρόνο ψάχνοντας και γι αυτή.

Δυο ώρες αργότερα, βουτηγμένο μέσα στο βιβλίο και με ανοιχτό τον υπολογιστή τον βρήκε η Μάρθα που είχε ξυπνήσει και τον έψαχνε.

-Τι συμβαίνει; Έχεις αϋπνίες; Τον ρώτησε και έσκυψε από πάνω του να τον αγκαλιάσει.

-Κοίτα, είπε και της έδειξε το βιβλίο που ήταν ανοιχτό μπροστά του καθώς και ένα μεγάλο φύλλο χαρτί.

-Τι είναι αυτό;

-Σχέδιο κατά προσέγγιση πως ήταν το παλάτι του Πύρου τα μακρινά εκείνα χρόνια. Ο Πύρος μένοντας πλέον μόνος, χωρίς ανταγωνιστές, μεταφέρει την πρωτεύ­ου­σα του κράτους του στην Αμβρακία, που την εξωραΐζει με αρκετά έργα και ιδρύει νομισματοκοπείο…

-Μάθημα ιστορίας στις πέντε τα ξημερώματα, δε νομίζω ότι έχω μυαλό να σε προσέξω, όταν είχαμε πρώτη ώρα στο σχολείο θεωρητικά μαθήματα η διπλανή μου με σκούνταγε για να μην αποκοιμηθώ… Για μια στιγμή… θέλεις να πεις;

-Οι κολόνες αυτές έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά, όπως αναφέρεται στο βιβλίο που μου είχε δώσει ο καθηγητής μου στη σχολή. Από αυτό το βιβλίο είχα σχεδιάσει εδώ και χρόνια την εικόνα αυτή για το παλάτι του Πύρου. Επίσης πριν από 40 χρόνια ένας αρχαιολόγος έψαχνε για το παλάτι, πιστεύοντας ότι βρίσκετε σε αυτή την περιοχή, αλλά οι ανασκαφές έγιναν λίγο μακρύτερα από το σημείο που έχεις τραβήξει τις φωτογραφίες!       

-Δηλαδή μιλάμε για αρχαία;

-Για αρχαία μιλάμε σίγουρα, δεν ξέρουμε όμως αν είναι το παλάτι του βασιλιά Πύρου ή όχι, αν ναι, μιλάμε για μια απ’ τις μεγαλύτερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις.

-Έτσι εξηγείτε και το γιατί η περιοχή επικαλύφθηκε και πάλι με χώμα, όμως τώρα τι κάνουμε;

-Δεν πρέπει να κάνουμε βεβιασμένες ενέργειες, όμως αν προσπαθούν να το καλύψουν πρέπει να κινηθούμε γρήγορα.

-Αν μιλήσουμε στο δήμαρχο;

-Είναι μια λύση αλλά παίζονται πολλά, άλλωστε έχει καλές σχέσεις με τους Χαΐτογλου.

-Αυτό όμως θα είναι προς όφελος του. Ο Δημοσθένης αρκέστηκε να ανασηκώσει τους ώμους του, ύστερα αφού αποσύνδεσε τον υπολογιστή, έκλεισε το βιβλίο, πήρε τη Μάρθα από το χέρι και την οδήγησε στο δωμάτιο.

-Φοβάμαι πολύ ότι ξαγρύπνησα μετά από αυτές τις ανακαλύψεις. Σχολίασε εκείνη. 

 

Ô

 

Ο Νίκος ένιωθε να σηκώνει στους ώμους του το βάρος ενός βράχου. Όλα μαζί του είχαν πέσει, για αρχή το γκρέμισμα του γεφυριού, κάτι και που δεν έγινε και τους εξέθεσε, χωρίς να σκεφτεί την οικονομική ζημιά για την εταιρεία του. Από την άλλη τα ευρήματα που βρέθηκαν στην περιοχή των έργων, τα οποία είχαν σκεπαστεί με χώμα, αλλά ακόμα δεν είχαν ρίξει από πάνω το τσιμέντο ώστε να επιστρέψουν πίσω στη λήθη της ιστορίας και εκείνος να συνεχίσει τα έργα χωρίς άλλες καθυστερήσεις και παραπανίσια έξοδα. Όμως όλο κάτι συνέβαινε και καθυστερούσαν και κυρίως το γκρέμισμα του γεφυριού , που τους δημιούργησε τόσα προβλήματα. Και να που με τις καθυστερήσεις ο Χριστόφορος το είχε πληροφορηθεί και τον έπαιρνε τηλέφωνο για να τον ενημερώσει. Η ανησυχία του δεν ήταν βέβαια ο δήμαρχος, ο οποίος χόρευε σε όποιον σκοπό του χτυπούσε ο ίδιος και ο πατέρας του με την υπόσχεση ότι θα γίνει βουλευτής, αλλά μη μαθευτεί παραέξω και αρχίσουν οι Αρτινοί να δημιουργούν προβλήματα, οι οποίοι σίγουρα θα θέλανε να έρθει στο φως μια τόσο μεγάλη αρχαιολογική ανακάλυψη κάνοντας την πόλη τους επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Επίσης αν κάποιος δημοσιογράφος ανακάλυπτε το θέμα όλα θα πήγαιναν περίπατο και κάθε μέρα καθυστέρησης ήταν χρήματα που ξοδεύονταν, ενώ θα έπρεπε να αλλάξουν ολόκληρο το αρχικό τους σχέδιο αφού η περιοχή που είχε οριστεί να γίνει το έργο θα ήταν προστατευόμενος αρχαιολογικός χώρος.

Στο μεταξύ ο εργάτης που τα είχε κάνει θάλασσα, όπως είχε υποθέσει ο Νίκος,  επέστρεψε αφού καταλάγιασε κάπως η αναμπουμπούλα, ο Αλέξανδρος του έδωσε τα ημερομίσθια που του όφειλαν όμως εκείνος επέμενε ότι ήθελε να πάρει το ποσό για το γεφύρι, είχε διακινδυνέψει τη ζωή του ισχυρίστηκε αν και αυτό που κατάφερε ήταν να καταστρέψει τη φήμη της εταιρείας. Ο Αλέξανδρος του έκλεισε ραντεβού μια άλλη μέρα και ο Νίκος αποφάσισε να καλέσει την αστυνομία, ήταν ο λόγος ενός ξένου ενάντια στο δικό του, θα τον κατηγορούσαν ότι τους εκβίαζε ότι θα πει ψέματα στην αστυνομία, όμως επειδή εκείνος δεν είχε τίποτα να φοβάται, αφού όλα αυτά ήταν ψέματα κάποιου που απλά όταν μύριζε χρήμα ενεργούσε χωρίς εντολή ώστε κατέληξε να κάνει μια τόσο αποτρόπαια πράξη ενάντια στον ελληνικό πολιτισμό, που ούτε θα διανοούνταν ποτέ οι επικεφαλείς της HIGH Α.Ε. να δώσουν ανάλογη εντολή. Κάποιοι θα τον πίστευαν, κάποιοι όχι, όμως εκείνος θα είχε καθαρίσει κάπως την σκόνη από τη φήμη της επιχείρησης. Τελικά ο αλλοδαπός δεν εμφανίστηκε και ο Νίκος με τους αστυνομικούς έμειναν άδικα να τον περιμένουν να φανεί. Να τους είχε πάρει είδηση άραγε, αν ναι, ίσως να φοβόταν και να μην επέστρεφε, αλλά πάλι ήταν πολλά χρήματα τα 9000 ευρώ και ο τύπος αρκετά νταής για να τα παραβλέψει, άσε που θα του κρατούσε κακία για τα χαστούκια που του είχε δώσει τότε στον καυγά. Καλό θα ήταν να φυλάγετε. Τελικά ένα βράδυ που ο Νίκος ήταν ακόμα στο εργοτάξιο, ο Αλί εμφανίστηκε ζητώντας τα χρήματα του, το ξύλο όπως έδειχνε το είχε ξεχάσει αλλά τα λεφτά του τα ήθελε. Ο Νίκος σχολίασε ότι λεφτά παίρνει κάποιος όταν φέρνει εις πέρας τη δουλειά και όχι όταν εν ολίγοις τα έχει κάνει σκατά, όπως τα είχε κάνει εκείνος που με την απόπειρα να γκρεμίσει τελικά το γεφύρι, είχε προκαλέσει ζημιά στην εταιρεία. Όμως δέχτηκε να τον πληρώσει αλλά του ζήτησε να πάει κάποια άλλη μέρα, αφού δεν είχε επάνω του τόσα χρήματα, στον τέλος τον άφησε να πιστεύει ότι μπορεί να του έδινε κάποιες άλλες ‘’δουλειές’’, αλλά ήθελε πρώτα να το σκεφτεί, αφού στην πρώτη απόπειρα δεν είχε αποδειχτεί και τόσο αποτελεσματικός.

 

Ô

 

Επιστρέφοντας η Μάρθα στο σπίτι από τη δουλειά, βρήκε το Δημοσθένη να βάζει ρούχα μέσα σε ένα σακβουαγιάζ. Θα έφευγε για την Αθήνα, να μιλήσει με την υπεύθυνους της αρχαιολογίας, αφού μετά τη συζήτησή του με το δήμαρχο αντιλήφθηκε πως δεν ήταν πρόθυμος να κάνει κάτι για το θέμα που προέκυψε με τα αρχαία ευρήματα στην περιοχή των έργων. Το σχόλιο του στην πρόταση ότι δεν είχε να χάσει κάτι αν το ερευνούσε, ήταν ότι θα έχανε την αξιοπιστία του. Το συμπέρασμα του Δημοσθένη ήταν ότι αν είχαν αρχίσει να καλύπτουν ήδη την περιοχή με χώμα, σύντομα θα έθαβαν τα ευρήματα κάτω από τόνους τσιμέντο και μετά δε θα κατάφερναν να αποδείξουν τίποτα. Επιπλέον αν ίσχυαν αυτά που είχε ακούσει η Μάρθα ότι το έργο το ανέλαβε η HIGH Α.Ε. επειδή ήξερε εκ των έσω την καλύτερη πρόταση της Κοινοπραξίας, τότε πιθανόν να ήταν και ο ίδιος ο δήμαρχος μπλεγμένος, ύστερα μάλιστα από την συχνή παρουσία του στα κανάλια και δεδομένου ότι οι πληροφορίες της Ξένιας ήταν σωστές ότι τον στήριζε ο Πέτρος Χαΐτογλου, τότε δε θα είχε καμία διάθεση να τα βάλει με τον υποστηρικτή του που προωθούσε την κοινοβουλευτική του υποψηφιότητα.

Η Μάρθα σιωπηλή τον άκουγε σκεφτική και συμφωνούσε μαζί του, όμως έπρεπε και η ίδια να κάνει κάτι. Αφού αποχαιρετίστηκαν με ένα φιλί και την υπόσχεση ότι ύστερα από μια δυο μέρες θα ήταν πίσω στην Άρτα, τηλεφώνησε στην Ξένια, η βοήθεια μιας φίλης και μάλιστα δημοσιογράφου είναι πάντοτε σημαντική. Αφού της έθεσε το θέμα με όλες τις λεπτομέρειες, της έστειλε με email  τη φωτογραφία και το σχέδιο που είχε κάνει ως φοιτητής ο Δημοσθένης για το πώς θα ήταν το παλάτι του βασιλιά Πύρου σε περίπτωση ανακάλυψης του. Η Ξένια συμφώνησε να ελέγξει το υλικό που θα της έστελνε αμέσως μόλις το λάβαινε και θα μιλούσε με τον αρχισυντάκτη, η πίεση από τα Μ.Μ.Ε. είναι πάντοτε πολύ ισχυρή, αν σκεφτεί κανείς μάλιστα ότι δεν είναι λίγες οι φορές που ρίχνουν κυβερνήσεις.

      

Ô

 

Ο Χριστόφορος ακούμπησε την πλάτη πίσω στη δερμάτινη πολυθρόνα που καθόταν, και άρχισε να ζυγίζει τα υπέρ και τα κατά. Αδιαμφισβήτητα μια αρχαιολογική ανακάλυψη του επιπέδου του παλατιού του ηπειρώτη βασιλιά Πύρου, επί των ημερών του ως δημάρχου της περιοχής θα μπορούσε να τον ευνοήσει κερδίζοντας επιπλέον δημοσιότητα, αίγλη και μαζί με αυτά και ψήφους στις ερχόμενες εκλογές. Από αυτή την ιστορία μόνο κερδισμένος θα έβγαινε, από την άλλη οι υποστηρικτές του θέλανε να αποφύγουν την οποιαδήποτε δημοσιότητα του θέματος, που θα τους ανάγκαζε να ξοδέψουν πολλά, μα πάρα πολλά χρήματα πηγαίνοντας πίσω τα έργα. Τόσο ο γιός όσο και ο πατέρας γνώριζαν για τα ευρήματα, αν και δεν φαντάζονταν την αξία τους, αλλά ούτε τους ένοιαζε και του το είχαν κρατήσει κρυφό, συγκεκριμένα ο Πέτρος θέλοντας να του δείξει τη δυσαρέσκεια του και να τον συγκρατήσει από τη διάθεση να εκμεταλλευτεί το συμβάν, του είχε πει στην τηλεφωνική τους συνομιλία ότι ο τόπος βρωμούσε από αρχαιολογικές ανακαλύψεις. Οι ισχυροί του παρελθόντος έκαναν της ζωή τους πάντα με γνώμονα την εξουσία. Και η συμβουλή του ήταν να κάνει κι εκείνος το ίδιο και να μην ξεχνάει τους στόχους του, που μόνο με τη βοήθεια του ίδιου, του μέγα Πέτρου Χαΐτογλου, μπορούσε να πραγματοποιήσει… οπότε ο Αθηναίος φίλος του ήταν ξεκάθαρος, δεν του επέτρεπε να αποκαλύψει οτιδήποτε για τα ευρήματα, πιθανόν να έπαυε την υποστήριξη του αν δεν τον σαμπόταρε κιόλας, παρά που ο Χριστόφορος του είχε δώσει το έργο και τη δουλειά στην πόλη του. Και αν μια στιγμή οι ισχυροί υποκρίνονται ότι σου χρωστάν ευγνωμοσύνη, το αμέσως επόμενο λεπτό αν δεν τους κάνεις τα χατίρια, σε καίνε.

«Είμαστε αναλώσιμοι στα χέρια των ισχυρών» είπε ειρωνικά γελώντας ανάβοντας ένα πούρο, αφού από καιρό είχε διαλέξει και ο ίδιος το στρατόπεδο του.     

 

Ô

 

Μόλις η Ξένια είχε έτοιμο το θέμα που της ζήτησε η Μάρθα σηκώθηκε και πήγε στο γραφείο του αρχισυντάκτη. Όταν της έδωσε την άδεια να περάσει, άνοιξε την πόρτα και στάθηκε μπροστά του. Εκείνος κοιτώντας τον υπολογιστή του, έριξε μια βιαστική ματιά να δει ποιος μπήκε και έστρεψε την προσοχή του πάλι στην οθόνη, η Ξένια σιωπηλή περίμενε χωρίς να μιλάει, θέλοντας να του δώσει να καταλάβει ότι χρειαζόταν την απόλυτη προσοχή του. Ο Αρχισυντάκτης την κοίταξε και της έκανε νόημα να μιλήσει, ενώ κοίταξε πάλι στο πρόγραμμα που δούλευε. Η Ξένια με το θάρρος του συνεργάτη που εργάζεται χρόνια στην εφημερίδα και γνωρίζει την αξία της, έσκυψε πάνω από το γραφείο και έσβησε την οθόνη.

-Τόσο σοβαρό είναι; Είπε και την κοίταξε.

-Κάτι παραπάνω από σημαντικό, είναι ένα θέμα που γνωρίζουμε ελάχιστοι και η εφημερίδα θα έχει την αποκλειστικότητα, ενώ θα έχει την ευκαιρία να λάβει μια θέση στην ιστορία.

-Πολύ βαρύγδουπος ο λόγος σου, τι συμβαίνει Ξένια;

-Έχω πληροφορίες ότι στην Άρτα, στα έργα που έχει αναλάβει η HIGH Α.Ε. έχει ανακαλυφθεί το παλάτι του Πύρου, μια από τις πιο σημαντικές ανακαλύψεις της εποχής μας. Μέχρι στιγμής κρατείται κρυφό, αλλά είναι σίγουρο ότι σύντομα θα βγει στην επιφάνια. Πρέπει να είμαστε οι πρώτοι, να ’χουμε την αποκλειστικότητα, πριν το μυριστούν κι άλλοι.

-Και η πηγή σου είναι έγκυρη; Ρώτησε ο αρχισυντάκτης. Η Ξένια χωρίς να το σκεφτεί, πήγε από την άλλη πλευρά του γραφείου, άνοιξε την οθόνη και μπήκε στο site της ηλεκτρονικής εφημερίδας που εργαζόταν η Μάρθα, βρήκε το απόσπασμα που έψαχνε και τον άφησε να το διαβάσει.

-Μα εδώ δεν αναφέρει τίποτα συγκεκριμένο, είναι ένα ιστορικό της πόλης.

-Γιατί δεν έχουν τη δύναμη να σηκώσουν τόσο βάρος. Όμως δες εδώ, τύπωσα μια φωτογραφία που μου έστειλαν, η οποία τραβήχτηκε στα έργα και αυτό το σχέδιο που έχει γίνει κατά προσέγγιση από πληροφορίες βιβλίων για το πώς ήταν το παλάτι του Πύρου. Κοίταζε με ενδιαφέρον το υλικό που ήταν απλωμένο μπροστά του όταν η πόρτα χτύπησε και ο Στέφανος έκανε την είσοδο του.

-Μπορείς να έρθεις αργότερα; Τον έδιωξε ο αρχισυντάκτης, εκείνος αν και απρόθυμα κούνησε το κεφάλι του καταφατικά και βγήκε έξω. Στην Ξένια ξέφυγε ένα χαιρέκακο χαμόγελο, αδιαμφισβήτητα είχε πάει για να δει τι λέγανε τόση ώρα, για άλλη μια φορά έκανε τον κατάσκοπο, μήπως μπορέσει να υπερβεί με ένα καλύτερο άρθρο, με ένα μεγαλύτερο σκάνδαλο. Ο αρχισυντάκτης γύρισε και κοίταξε την Ξένια σκεπτικός.

-Καλά όλα αυτά, αλλά θα πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα. Ενώ πάμε για αποκλειστικό μπορεί να πέσουμε σε φιάσκο. Κι η εφημερίδα μας αν είναι κάτι που φημίζεται είναι η εγκυρότητα της.

-Το ξέρω, αλλά πρέπει να τους προλάβουμε!

-Καταλαβαίνω, θέλεις μια μεγάλη επιτυχία με την υπογραφή σου.

-Είναι κι αυτό!

-Τι να σου πω, γράψε ένα άρθρο και φερ’ το μου. Θα κρατήσω χώρο για το αυριανό φύλλο. Δε σου εγγυούμαι τίποτα.

-Το ’χω έτοιμο είπε και του έδωσε το τυπωμένο χαρτί από τον εκτυπωτή της, σου το έχω στείλει ήδη και σε email.

-Πότε κιόλας! Καλά, θα το δημοσιεύσουμε αλλά θα ’χει την υπογραφή σου. Για οποιοδήποτε φιάσκο θα το πληρώσεις εσύ που θα πρέπει να τα μαζέψεις. Ελπίζω να μην εκτεθούμε.

-Μην ανησυχείς, δεν έχουμε να φοβόμαστε τίποτα. Μπορείς να χρησιμοποιήσεις και τη φωτογραφία καθώς και το σχέδιο, σου τα έχω επισυνάψει στο ίδιο email. Βγαίνοντας από το γραφείο του αρχισυντάκτη, η Ξένια προχώρησε αγέρωχη μέχρι να μπει στο δικό της και να βουλιάξει στη θέση της, ήταν το βλέμμα του Στέφανου που δεν την άφηνε από τα μάτια του, της άρεσε και της ίδια να δίνει την εικόνα της σίγουρης δημοσιογράφου με αυτοπεποίθηση, όμως γνώριζε πολύ καλά ότι διακινδύ­νευε τη δουλειά της και τη δημοσιογραφική της εγκυρότητα με κάποια στοιχεία που ήταν ελάχιστα και εντελώς αβέβαια, τα οποία στηριζόταν πάνω στην πίστη του Δημοσθένη, ο οποίος είχε πάρει το πτυχίο αλλά δεν είχε εργαστεί ποτέ ως αρχαιολό­γος. «Όλα καλά!» θέλησε να δώσει στον εαυτό της κουράγιο, ήλπιζε στο site που εργαζόταν η φίλη της να υπήρχε ελεύθερη θέση καθαρίστριας να βγάζει το μεροκάματο, αν τελικά τίποτα δεν πήγαινε καλά. Από την άλλη αν όντως ήταν το παλάτι του Πύρου θαμμένο εκεί, άξιζε το ρίσκο!   

 

Ô

 

Με την εφημερίδα «ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΩΝ» ανά χείρας, ο Δημοσθένης μπήκε στο γραφείο του διευθυντή της αρχαιολογίας. Στο εξώφυλλο της κεντρικό θέμα είχε τη πιθανή ανακάλυψη του παλατιού και με μεγάλα κεφαλαία γράμματα έγραφε, «ΜΕΓΑΛΗ ΑΡΧΑΙΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΣΤΗΝ ΑΡΤΑ;» ενώ με μικρότερα ως υπότιτλος ακολουθούσε «ΙΣΩΣ ΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ ΠΥΡΟΥ ΝΑ ΑΝΑΚΑΛΥΦΤΕΙ». Ο διευθυντής δεν έδειξε ιδιαίτερα ενθουσιασμένος από τους τίτλους, οι δημοσιογράφοι είναι γεννημένοι για να υπερβάλουν, προκειμένου να ξεπουλήσουν την πραμάτεια τους. «Όμως»…, στάθηκε ο διευθυντής μια στιγμή πριν προχωρήσει, κοιτώντας το Δημοσθένη, εμπιστευόταν τα δικά του λόγια αλλά και της κυρίας Αλεξάνδρου, επιπλέον ως αρχαιολόγος ήταν υποχρεωμένος να ελέγξει αν οι υποψίες του ήταν σωστές και επρόκειτο όντως για αρχαία, ακόμα και αν δεν ήταν το παλάτι του βασιλιά Πύρου. Έτσι την επόμενη μέρα ένα κλιμάκιο με επικεφαλή τη Δάφνη Αλεξάνδρου, θα ανέβαινε στην Άρτα για να ξεκινήσει τις ανασκαφές. Ο Δημοσθένης ικανοποιημένος σηκώθηκε από τη θέση του, δίνοντας του το χέρι και ευχαριστώντας τον.

Βγαίνοντας από το κτήριο, τηλεφώνησε στη Μάρθα, η οποία έβλεπε τις δηλώσεις του Χριστόφορου στα κανάλια. Αμέσως μόλις πήρε διαστάσεις η πιθανή ανακάλυψη ο δήμαρχος εκμεταλλεύτηκε τη δημοσιότητα και άρχισε να μιλάει με ενθουσιασμό. Τα είπε αυτά στο Δημοσθένη ο οποίος προτίμησε να μην τα σχολιάσει και της ανέφερε ότι θα ανέβαινε την επόμενη μέρα στην Άρτα μαζί με ένα αρχαιολογικό κλιμάκιο και θα ξεκινούσαν οι ανασκαφές. Ακόμα και αν δεν επρόκειτο για το βασιλικό παλάτι του Πύρου αλλά για κάτι μικρότερο, έπρεπε να βγει στο φως από την στιγμή που ήταν αρχαιολογικό εύρημα. Φυσικά το χέρι της είχε βάλει και η Ξένια που μέσω της εφημερίδας της άσκησε πίεση, τώρα δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητο το εύρημα, κι αν όλα πήγαιναν καλά θα ήταν μια σημαντική ανακάλυψη που θα υπογράμμιζε για άλλη μια φορά τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.

-Ξέρεις, του είπε δειλά η Μάρθα, έκανα και εγώ κάτι!

-Σαν τι; τη ρώτησε προσπαθώντας να κρύψει την ανησυχία του.

-Ένα απειλητικό τηλεφώνημα ότι υπάρχει βόμβα στην περιοχή που γίνονται τα έργα, θέλησα να τους καθυστερήσω επειδή ο Νίκος ήταν έτοιμος να σκεπάσει την περιοχή με τσιμέντο.

-Μάρθα σου έχω πει ποτέ πόσο πολύ σε αγαπάω;

-Άσε με να το σκεφτώ, όχι είναι η πρώτη φορά που το ακούω από εσένα.

-Συγνώμη μωρό μου, είμαι απαράδεκτος, αυτή τη λέξη έπρεπε να στην πω από κοντά, τουλάχιστον την πρώτη φορά.

-Δεν πειράζει, μόλις έρθεις θα σε βάλω να μου την πεις κι από κοντά!

Ô

 

Ο αρχισυντάκτης ήταν στο γραφείο του και περίμενε την Ξένια, είχε δώσει εντολή μόλις έφτανε να πάει αμέσως στο γραφείο του. Αντιθέτως με όταν είχε δώσει την άδεια του για το δημοσίευμα, τώρα φαινόταν να κάθετε σε αναμμένα κάρβουνα, ίσως ήταν υπερβολή που είχε αφήσει το κεντρικό θέμα για ένα αμφιβόλου ποιότητας και αξίας εύρημα. Το να αναφερθεί πρώτη η εφημερίδα για κάτι τόσο σπουδαίο ήταν σημαντικό αλλά αν απλά είχαν ξεγελαστεί. Άλλωστε όπως του είχε επισημάνει και ο Στέφανος, ήξεραν όλοι πόσο ενθουσιώδης ήταν η Ξένια και επιπλέον αναρωτιόταν ποια ήταν η πηγή της που δεν ήθελε να αποκαλύψει. Από την άλλη η εφημερίδα τους είχε γίνει ανάρπαστη, κουρασμένοι οι έλληνες να διαβάζουν για μειώσεις σε μισθούς, περικοπές σε συντάξεις και ολοένα περισσότερους φόρους, για γερμανικές κυβερνή­σεις οικονομικής κατοχής και πρωθυπουργούς που όλο ’ταζαν προεκλογικά και τα έστριβαν στην πορεία ενώ τους κύκλωναν μεγάλα σκάνδαλα, και με την ανεργία να παραμένει στα ύψη, η υπόνοια και μόνο μιας τόσο μεγάλης ανακάλυψης ήταν μια ευχάριστη αλλαγή. Ο εκδότης τον είχε συγχαρεί για την αντίληψη του, όμως ο ίδιος δεν ησύχαζε. Η ευθύνη τώρα ήταν μεγαλύτερη, άλλωστε έτσι είναι οι εκδότες, σε συγχαίρουν στις επιτυχίες, σε απολύουν στις αποτυχίες. Η πόρτα του γραφείου του χτύπησε και η Ξένια μπήκε.

-Φεύγεις για Άρτα! της ανακοίνωσε πριν εκείνη προλάβει να αρθρώσει λέξη.

-Εντάξει, συμφώνησε. Θα έμαθες ότι ανέβηκε σήμερα στην Άρτα αρχαιολογικό κλιμάκιο για να ελέγξει αυτό που βρέθηκε.

-Ναι, αλλά αυτό δεν αρκεί. Φοβάμαι ότι βιαστήκαμε να μιλήσουμε για μια τόσο μεγάλη αρχαιολογική ανακάλυψη.

-Μα δε μιλήσαμε με βεβαιότητα, η φράση τελειώνει με ερωτηματικό, και όποιος γνωρίζει ελληνικά μπορεί να καταλάβει το νόημα του ερωτηματικού, προφέροντας σωστά την φράση του τίτλου.

-Το ξέρουμε και οι δύο πολύ καλά, ότι για τους δημοσιογράφους το ερωτηματικό δεν έχει την ίδια βαρύτητα με των υπόλοιπων επαγγελματιών. Είναι περισσότερο ένα τρικ, ώστε αν κάτι πάει στραβά να μπορούμε να το χρησιμοποιή­σουμε έπειτα προς υπεράσπιση μας. Όπως και να έχει, αν τελικά δεν ανακαλυφτεί στην Άρτα κάτι τόσο σπουδαίο όσο το παλάτι του Πύρου, το στραπάτσο της εφημερίδας μας θα είναι μεγάλο, κανείς δε θα θυμάται το ερωτηματικό και τα κόμματα, αλλά την ουσία της δημοσίευσης.

-Τέλος πάντων, δεν μπορώ να καταλάβω ως προς τι τόσος πανικός, μόνο και μόνο που ανέβηκε η αρχαιολογία στην Άρτα μετράει υπέρ μας.

-Και αν δεν βρεθεί τελικά τίποτα θα μετρήσει εναντίον μας.

-Μήπως γνωρίζεις κάτι και δε μου το λες; Τον ρώτησε καχύποπτα η Ξένια.

-Ό,τι ξέρω επί του θέματος, είναι όλα όσα εσύ μου έχεις αναφέρει. Τέλος πάντων ας μην καθυστερούμε, εσύ σήμερα κιόλας φεύγεις για Άρτα.

-Πόσο θα μείνω;

-Όσο χρειαστεί! Κι αν τα νέα δεν είναι τα επιθυμητά, πέσε από το γεφύρι, μην επιστρέψεις πίσω.

-Αυτό είναι εντολή η συμβουλή;

-Λύση.

Τι στην ευχή τον είχε πανικοβάλει τόσο, η Ξένια αδυνατούσε να καταλάβει, το κακό ήταν ότι ενώ εκείνη το πρωί είχε ξυπνήσει αισιόδοξη και ικανοποιημένη, μετά τη συνάντηση τους είχε καταφέρει να την παρασύρει και την ίδια στον πανικό. Κι αν το παλάτι δεν βρισκόταν τελικά, αν ο Δημοσθένης είχε κάνει λάθος. Είχε να ασχοληθεί με την αρχαιολογία από τότε που τελείωσε τις σπουδές του και πήρε το πτυχίο του, αν αυτό ήταν απλός ένας ευσεβής πόθος!; Όμως είχε δει και η ίδια καθαρά τη φωτογραφία, εκείνο δεν μπορεί να ήταν κάτι άλλο από κολώνες. «Όλα καλά θα πήγαιναν!» επανέλαβε στον εαυτό της και πήρε μια βαθιά ανάσα πριν βάλει μπρος το αυτοκίνητο. Και για να πάνε όλα καλά έπρεπε να σκέφτεται η ίδια θετικά, οπότε ας τσέκα­ρε λίγο τα υπερ. Πηγαίνοντας στην Άρτα θα άλλαζε παραστάσεις, θα έπαυε για λίγο να ασχολείται με όλα αυτά τα άχαρα θέματα που είχαν φέρει το έρεβος στην χώρα της τα τελευταία 8 χρόνια, θα συναντιόταν με την κολλητή της και ίσως να είχε την ευκαιρία να ελέγξει και την άλλη υπόθεση, αν τελικά όντως ο δήμαρχος είχε πουλήσει το διαγωνισμό στην HIGH Α.Ε. με αντίτιμο την προώθηση του. Τέλεια σκέφτηκε, στην Αθήνα δεν είχε καταφέρει και πολλά. «Και θα δεις το Βασίλη!» πετάχτηκε μιαν άλλη εσωτερική φωνούλα να προσθέσει. «Φυσικά κι αυτός, ίσως είναι πιο πρόθυμος να με βοηθήσει αυτή τη φορά», προσπάθησε να ξεγελάσει τον εαυτό της για το ενδιαφέρον της.

 

Ô

 

Με το που έφτασε το κλιμάκιο της αρχαιολογίας στην πόλη, ο δήμαρχος παρέδωσε την άδεια που είχε ζητήσει ο διευθυντής να είναι έτοιμη και πήγε να τους υποδείξει το μέρος που θα γινόταν οι ανασκαφές. Χωρίς να χάσουν χρόνο, αφού ξεκουράστηκαν για ελάχιστη ώρα, δίνοντας την πολυτέλεια του γεύματος στους εαυτούς τους, πήγαν στο σημείο και ξεκίνησαν τις ανασκαφές. Εκτός από το συνεργείο και την παρουσία του Δημοσθένη και της Μάρθας ένα σωρό περίεργοι, όπως συμβαίνει σε αντίστοιχες περιπτώσεις, είχαν μαζευτεί για να δούνε αν είχε βρεθεί κάτι. Η Ξένια έχοντας φτάσει στην Άρτα, περνώντας από το σημείο, κατάλαβε από το πλήθος του κόσμου που ήταν μαζεμένο, ότι μάλλον είχε ξεκινήσει η διαδικασία να έρθει στο φως το αρχαίο εύρημα. Πάρκαρε και βγήκε από το αμάξι της πλησιάζοντας τον κόσμο. Η Μάρθα με τη φωτογραφική τραβούσε φωτογραφίες από το χώρο για το site όπου εργαζόταν, μόλις την είδε, κατέβασε την κάμερα που ήταν περασμένη στο λαιμό της και πλησίασε τη φίλη της.

-Τι γίνεται; Τη ρώτησε η δημοσιογράφος και τη φίλησε. Βρήκανε τίποτα;

-Μόλις ξεκίνησαν, φαντάζομαι όσο και να τους ευνοήσει η τύχη δε θα έχουμε αποτελέσματα από την πρώτη μέρα, φρόντισε ο Νίκος που σκέπασε πάλι την περιοχή με χώμα. Εσύ όμως;

-Με έστειλαν να καλύψω το θέμα, αφού ήμουν εκείνη που το δημοσιοποίησε και πήρε εκτάσεις.

-Τέλεια! Είπε και χαμογέλασε. Θα μείνεις σε εμάς!

-Δεν κατάλαβες, θα μείνω σε ξενοδοχείο, ας πληρώσει και η εφημερίδα τα εκτός έδρας, τόσα φύλλα πούλησε με το άρθρο μου.

-Κλείσε δωμάτιο να πληρώνει η εφημερίδα και να πηγαίνεις μόνο κάθε πρωί για να παίρνεις το πρωινό σου.

-Καλή είσαι εσύ!

-Επίσης υπάρχει και η γκαρσονιέρα που νοικιάζω από όταν ήρθα, δεν την ξενοίκιασα απ’ όταν μετακόμισα στο Δημοσθένη.

-Γιατί όχι;

-Ασφαλιστική δικλίδα. Γνωριζόμαστε τόσο λίγο καιρό, καλό να κρατάω μια πισινή.

-Ξέρεις πολύ καλά ότι αυτό δεν έχει σχέση με τον χρόνο, μπορεί κάποιος να είναι παντρεμένος είκοσι χρόνια και παραπάνω και να χωρίσει, οπότε μάλλον είναι θέμα προσωπικών ανασφαλειών. Σωστά ή μήπως έχεις σκοπό να κρατήσεις το σπίτι νοικιασμένο για την υπόλοιπη ζωή σου;

-Ίσως να έχεις δίκιο, όμως όσο νιώθω καλά με το να το κρατάω θα το κάνω.

-Μάλλον θα πληρώνεσαι καλά στο site, ελπίζω να έχει θέση ελεύθερη και για δημοσιογράφο.

-Γιατί; Πες μου ότι θα έρθεις να μείνεις Άρτα να είμαστε μαζί;

-Ξέρεις ότι τέτοια θυσία ούτε πεσμένη στα πατώματα για άντρα, δε θα την έκανα. Βέβαια αν μείνω άνεργη, παίζει πολύ το ενδεχόμενο να έρθω εδώ αν μου βρεις μια δουλειά. Έχεις και το διαμέρισμα κρατημένο, μια χαρά, όλα έτοιμα!

-Γιατί τόση απαισιοδοξία;

-Δεν ξέρω, απλά ο αρχισυντάκτης κάθετε σε αναμμένα κάρβουνα, δείχνει μια ξαφνική ανασφάλεια που αναφερθήκαμε στο θέμα των ευρημάτων στην περιοχή πρώτοι χωρίς επίσημη πληροφόρηση.

-Ήθελα να ήξερα πως στην ευχή πήρε τη θέση του αρχισυντάκτη, όταν δεν τολμάει να πάρει ρίσκα!

-Αδιαμφισβήτητα είναι ένας καλός δημοσιογράφος, ποτέ δεν εκτέθηκε με το να γράψει κάτι πριν να το ελέγξει διεξοδικά, και επίσης δημόσιες σχέσεις.

-Και καλό γλείψιμο… πρόσθεσε η Μάρθα.

-Ελπίζω να αναφέρεσαι στο ότι είναι κόλακας και όχι σε κάτι πιο πονηρό, δε θα το συγχωρούσα ποτέ στο δημοσιογραφικό μου δαιμόνιο αν μου έχει ξεφύγει κάτι τέτοιο. Πάντως νομίζω ότι τον έχει τρομοκρατήσει και ο Στέφανος. Το φυσάει και δεν κρυώ­νει που πήγε πρώτη σε πωλήσεις η εφημερίδα με δικό μου θέμα. Και ίσως να μου βγει και σε καλό όλη αυτή η αβεβαιότητα, αλλιώς ξέρεις έτσι όπως τα έχουν κάνει πλακάκια αυτοί οι δύο, δεν το είχε σε τίποτα να στείλει εκείνον εδώ αντί για εμένα.

-Δε μου έφτανε ο ένας πρώην, να έρθει κι ο άλλος!.

Ο Δημοσθένης πλησίασε τα κορίτσια και χαιρέτησε τη φίλη της Μάρθας. Της ήταν ευγνώμον για το άρθρο που είχε ετοιμάσει για την εφημερίδα, όσο και να μην το είχε παραδεχτεί ο διευθυντής της αρχαιολογίας, ήταν ένα μέσο πίεσης το δημοσίευμα και μάλιστα πιο ισχυρό από τα λόγια κάποιου παλιού φοιτητή του. Η Ξένια κούνησε το κεφάλι της, δεν ήθελε να αγχώσει περισσότερο το Δημοσθένη με το να επωμιστεί και το δικό της βάρος σε περίπτωση αυταπάτης, ήταν μεγάλη η αγωνία του για να βγει αληθινός και να μην έχει υποπέσει σε σφάλμα, είχε μεγάλες προσδοκίες λόγω του αρχαιολογικού του φιλότιμου. Μπορεί να μην το έδειχνε, αλλά εκείνη αντιλαμβανόταν την απογοήτευση του με το να μην ακολουθήσει την καριέρα που είχε ονειρευτεί, το πτυχίο που του χρησίμευε πλέον ως διακοσμητικό, δεν έγραφε απλά λίαν καλός, αλλά άριστος! Αν όντως είχε δίκιο και αποκαλυπτόταν κάτω από τόνους χώμα το παλάτι του Πύρου θα ήταν για εκείνον μια αναγνώριση προς τον ίδιο του τον εαυτό, αφού εκείνος θα ήταν ο πρώτος που το αντιλήφθηκε και έμμεσα θα συνέβαλε στην αρχαιολογική ανακάλυψη. Και ποιος ήξερε, μπορεί να το έπαιρνε απόφαση και έστω και με καθυστέρηση να επέστρεφε στο δρόμο της αρχαιολογίας.

Μέσα από το πλήθος ξεχώρισε το Βασίλη που άνοιγε δρόμο για να περάσει, η Ξένια έστριψε διακριτικά το κεφάλι της αλλού, δεν ήθελε να καταλάβει ότι τον είχε δει. Άλλωστε είχε να τον συναντήσει από το βράδυ που είχε γίνει το πανηγύρι, είχαν περάσει πάνω από δυόμιση μήνες πλέον, συν ότι δεν τα είχαν πάει καλά στη συζήτηση για το αν κάποιος από το δήμο ήταν μπλεγμένος στο θέμα του διαγωνισμού. Ποιος ξέρει, μπορεί να ήταν και ο ίδιος μπλεγμένος, σκέφτηκε η Ξένια, όπως κατάλαβε, είχε σε μεγάλη εκτίμηση το δήμαρχο και απ’ ότι είχε ακούσει και ο Κοσυφάκης τον συμπαθούσε εξίσου. 

Αφού χαιρέτησε με τη σειρά του το ζευγάρι, ρώτησε πως πήγαιναν οι έρευνες, για να πάρει ένα ενοχλημένο και ακατανόητο βλέμμα από το Δημοσθένη προτού εκείνος απομα­κρυν­θεί, ενώ και η Μάρθα ζήτησε συγνώμη και έφυγε για να συνεχίσει να τραβάει φωτογραφίες. Μένοντας μόνος με την Ξένια, στράφηκε και τη ρώτησε.

-Μπορείς να μου πεις εσύ τι έπαθαν και οι δυο τους;

-Φυσικά. Η Μάρθα πήγε να βγάλει φωτογραφίες τις οποίες πρέπει να παραδώσει άμεσα στη δουλειά της και ο Δημοσθένης είναι τέρμα αγχωμένος, ώστε πλέον του είναι ιδιαίτερα δύσκολο να απαντάει στην ίδια ερώτηση που του έχει κάνει όποιος έχει περάσει από εδώ. Επιπροσθέτως μόλις ξεκίνησαν την έρευνα, οπότε λογικά να μην έχουμε αποτέλεσμα από την πρώτη μέρα, άλλωστε ο Νοέμβρης έχει ήδη μπει και ο καιρός δεν ευνοεί το όλο εγχείρημα.

-Ήθελα απλά να μου απαντήσεις, όχι να μου βγάλεις δελτίο τύπου.

-Η δύναμη της συνήθειας, του απάντησε χαμογελώντας.

-Καλό θα ήταν να την αφήνεις κάπου, κάπου στην άκρη τη δουλειά σου, δε λέω έχει ενδιαφέρον, ειδικά το κομμάτι που κάνεις έρευνα για να βγάλεις λαγό από το καπέλο του μάγου…

-Μπερδεύεις τη δημοσιογραφία με τους ταχυδακτυλουργούς και τους κασκαντέρ, όπως φαίνεται. Σχολίασε εκνευρισμένη η Ξένια, και έβαλε νοερά «X» δίπλα από το κουτάκι με το όνομα Βασίλης, που ξεκινώντας από την Αθήνα, το είχε καταχωρήσει στα θετικά.

-Συγνώμη δεν είχα σκοπό να σε προσβάλω. Όμως νιώθω ότι μετά από τη συζήτηση που είχαμε και στη δυσπιστία μου να πιστέψω σε όσα αναφέρθηκες, είσαι απόμακρη.

-Αρχικά είμαι απόμακρη επειδή δε σε γνωρίζω, έχουμε συναντηθεί ελάχιστες φορές, δεύτερον θεωρώ απολύτως φυσιολογικό να δείχνεις δύσπιστος απέναντι σε μία δημοσιογράφο, αλλά όχι σε έναν πολιτικό. Του είπε ενοχλημένη.

-Κάνεις σαν παιδί το ξέρεις; Μη δίνοντας του καμία απάντηση εκείνος συνέχισε. Αρχικά έπρεπε να σου είμαι θυμωμένος που προσπάθησες να με χρησιμοποιήσεις. Εκείνη ανασήκωσε το φρύδι της και τον κοίταξε. Μη με κοιτάζεις έτσι, κανονικά ούτε να σου μιλάω δε θα έπρεπε.

-Δε σε υποχρεώνει κανείς! Σχολίασε και κοίταξε αλλού, και τι σημαίνει ότι προσπάθησα να σε χρησιμοποιήσω;

-Προσπάθησες να μου αποσπάσεις πληροφορίες, για τον…, ξέρεις ποιον, είπε σιγανά κοιτάζοντας τον κόσμο, να δει αν κάποιος τους είχε ακούσει.

-Έφτασε μέχρι τα αυτιά μου μια πληροφορία και ήθελα να δω αν κάποιος γνωρίζει κάτι.

-Η πληροφορία σου ήταν λανθασμένη.

-Ωραία, τότε γιατί το συζητάμε;

-Γιατί μου αρέσεις και πρέπει να λυθεί αυτό το θέμα. Η Ξένια τον κοίταξε με έκπληξη.

-Το λες πάντα έτσι απότομα;

-Ναι, κι αν είχα το email σου θα σου έστελνα ποιήματα! Είπε και βάλανε και οι δυο τα γέλια. Μπορεί να μην σου έστελνα ακριβώς υψηλή ποίηση, όπως Ελύτη ή Καβά­φη, Αραγκόν ή Χικμέτ, όμως θα μπορούσα να σου στείλω ένα Κιάμο για παράδειγμα.

-Για το Θεό μόνο Ρέμο μη μου στείλεις!

-Αν και δεν καταλαβαίνω τι έχει ο Αντώνης, αφού το ξέρω θα τον αποφύγω.

-Οπότε να φανταστώ ότι είσαι ο κλασσικός ελληνάρας, με πρώτο τραπέζι πίστα, λουλούδια απλωμένα πάνω στο τραπέζι λες και είναι επιτάφιος και τα πιάτα να φεύγουν προς κάθε κατεύθυνση όταν έρχεσαι σε κέφι.

-Όταν είσαι καψούρης αυτά, εδώ που τα λέμε ο Μότσαρτ και ο Μπετόβεν δεν ενδείκνυνται σε τέτοιες περιστάσεις.

-Κι εσύ είσαι καψούρης; Είπε κοιτώντας αλλού.

-Μπορώ να γίνω.

-Αυτό που με φοβίζει είναι ότι μπορεί να γίνεις με ιδιαίτερη ευκολία.

-Είσαι πολύ δύσπιστη, ποιος φταίει γι αυτό;

-Δεν μπορεί να είσαι μόνο εσύ δύσπιστος απέναντι μου!

-Σε επαγγελματικό επίπεδο μόνο.

-Όλα αυτά αποτελούν ένα πακέτο. Και δε σου κρύβω το ότι επιμένεις τόσο πολύ στην αθωότητα, του ξέρεις ποιου, σχολίασε ειρωνικά η Ξένια, με κάνει να πιστεύω ότι ξέρεις κάτι και προσπαθείς απλά να πείσεις εμένα για το αντίθετο, οπότε πρόσεξε το παιχνιδάκι που ξεκινάς να παίξεις μαζί μου, μπορεί να σου βγει και σε κακό.

-Πόσο θα καθίσεις στην Άρτα, Ξένια; ρώτησε ο Βασίλης ήρεμα.

-Δεν έχω ιδέα, για την ώρα η ενημέρωση που έχω είναι μέχρι να ανακαλυφτεί το παλάτι.

-Οπότε μπορεί αύριο το πρωί να φύγεις;

-Αύριο δε νομίζω, όμως είπαμε από τι θα εξαρτηθεί.

-ΟΚ θα εκμεταλλευτώ τον χρόνο και ίσως να βάλω ένα χεράκι για να καθυστερήσει αυτή η ανακάλυψη. Της ψιθύρισε στο αυτί.

-Δε φοβάσαι ότι με τέτοιου είδους δηλώσεις, μπορεί να δεις το όνομα σου σε άρθρο της εφημερίδας μου;

-Όταν τους εξηγήσω ότι εσύ ήσουν ο λόγος που το έκανα, θα με δικαιολογήσουν. Είπε κοιτώντας τη στα μάτια.              

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ

 

Ένα μήνα αργότερα…

« ΣΥΝΕΧΙΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΤΟΥ ΠΥΡΟΥ, ΑΚΑΡΠΕΣ ΜΕΧΡΙ ΣΤΙΓΜΗΣ».

«ΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΤΟΥ ΠΥΡΟΥ, ΟΝΕΙΡΟ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΗΠΕΙΡΩΤΕΣ».

 

Ένας μήνας είχε περάσει που είχαν ξεκινήσει οι ανασκαφές και τίποτα δεν είχε βρεθεί, προκαλώντας απογοήτευση στο Δημοσθένη. Η Ξένια κάθε φορά που μιλούσε με τον αρχισυντάκτη της στην Αθήνα καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα, αλλά παρά την πίεση που ένιωθε προτιμούσε να το κρατήσει για τον εαυτό της, μη θέλοντας να επιβαρύνει και με επιπλέον άγχος το Δημοσθένη, του οποίου, όπως όλα έδειχναν, το όνειρο είχε ισοπεδωθεί. Η Μάρθα προσπαθούσε να είναι ενθαρρυντική διατηρώντας τις ελπίδες της ενώ ο Γιάννης έφερνε πέρα μόνος του τη δουλειά στο συνεργείο τις περισσότερες μέρες. Τέλος η Δάφνη συνέχιζε να κάνει τη δουλειά της, μην έχοντας όμως κανένα αποτέλεσμα. Στο άλλο στρατόπεδο ο Νίκος έκανε υπομονή μέχρι να ξεκουμπιστεί από την Άρτα το αρχαιολογικό κλιμάκιο ώστε να μπορέσει να συνεχίσει τη δουλειά του όπως ακριβώς είχε σχεδιάσει. Ο Χριστόφορος δεν του είχε παραχωρήσει άδεια ώστε να ρίξει τσιμέντο στην περιοχή, όσο βρίσκονταν εκεί τουλάχιστον η αρχαιολόγος. Δεν ήθελε να αρχίσουν να τον κατηγορούν οι πολιτικοί του αντίπαλοι ότι βιάστηκε να θάψει τα αρχαία, αν κάποιος στο μεταξύ υποψιαζόταν την παγίδα που είχε στήσει με τη συμβουλή του Πέτρου Χαΐτογλου στους αρχαιολόγους, αυτό θα είχε αρνητικό αντίκτυπο στην καριέρα του, αν ανακαλύπτονταν αρχαία και ειδικότερα από την περίοδο του Βασιλιά Πύρου, που θα προσέφεραν ανάπτυξη στην περιοχή. Ο Νίκος ήταν υποψιασμένος από την στάση του δημάρχου, αλλά μετά την πανωλεθρία που είχε υποστεί με την αποτυχημένη απόπειρα της κατεδάφισης του γεφυριού στο διπλανό δήμο, αποφάσισε να μην κάνει κάτι που θα έφερνε σε ακόμα πιο δυσχερή κατάσταση την εταιρεία του πατέρα του, αρκετά είχε αμαυρωθεί η φήμη της, άλλωστε σύντομα θα έφευγαν, αφού είχαν σκάψει όλη την περιοχή που τους είχε υποδείξει ο δήμαρχος, και ύστερα ούτε γάτα, ούτε ζημιά. 

 

Ô

 

Κάτι δεν κόλλαγε σε όλα αυτά, αν όχι το παλάτι έπρεπε τουλάχιστον να είχαν βρεθεί εκείνες οι κολόνες που υπήρχαν στη φωτογραφία που είχαν δημοσιεύσει. Κάποιος συνάδελφος της από άλλη εφημερίδα, είχε αφήσει υπονοούμενο ότι πρόκειται για φωτομοντάζ, το ίδιο θα πίστευε και η Ξένια αν δεν γνώριζε ότι η φωτογράφος ήταν η Μάρθα. Η οποία όμως δε θα είχε κανένα λόγο να παίξει τέτοιο παιχνίδι στις πλάτες του Δημοσθένη, εκτός κι αν ήταν μια μάταιη και κάπως σουρεαλιστική προσπάθεια να διώξει το Νίκο από την περιοχή. Όμως πάλι δε θα άφηνε τόσο κόσμο να εκτεθεί για ένα αμφίβολο ενδεχόμενο, άλλωστε ήξερε πως δούλευε το σύστημα και η εταιρεία δε θα αποσυρόταν από τα έργα τόσο εύκολα. Εκτός κι αν ήθελε να διώξει μόνο το Νίκο, τον οποίο θα αντικαθιστούσε κάποιος άλλος από την HIGH. Αυτό είχε μια λογική, όμως θα ήταν ικανή ποτέ η Μάρθα, με την οποία γνωρίζονταν από τα δεκαοχτώ τους, να παίξει τέτοιο παιχνίδι και να μπλέξει άτομα που υποστήριζε ότι αγαπούσε μόνο και μόνο για να διώξει μακριά τον πρώην αγαπημένο της, φέρνοντας τέτοια αναστάτωση σε ολόκληρη την περιοχή, κάτι τέτοιο θα θύμιζε περισσότερο ηρωίδα αστυνομικού μυθιστορήματος παρά την κολλητή της. Επιπροσθέτως δεν θα είχε ποτέ ικανή τη Μάρθα για κάτι τέτοιο γιατί θα έπρεπε να είχε κάνει μεγάλη έρευνα και εκείνη πάντοτε στα μισά τα παράταγε, επειδή κουραζόταν, δεν είχε τόση υπομονή και ειδικά αν απαιτούταν να ασχοληθεί με ένα τομέα για τον οποίο δεν είχε καμία απολύτως γνώση. «Κι αν;» αναρωτήθηκε. Ο Νίκος την είχε κακοποιήσει και επιπλέον της δημιουργούσε ένα σωρό προβλήματα, αντί να εξαφανιστεί από προσώπου γης μετά από αυτό που της είχε κάνει. Οπότε υπήρχε το κίνητρο, επιπλέον ο Δημοσθένης ήταν αρχαιολόγος, μπορεί να της είχε αναφέρει το παλάτι του Πύρου και ότι πολύ θα επιθυμούσε να είχε βρεθεί. Ή πάλι μπορεί κάποια στιγμή που τακτοποιούσε, -σε αυτή την σκέψη η Ξένια έκανε ένα μορφασμό-, να είχε πέσει πάνω στο σχέδιο που είχε κάνει εκείνος φοιτητής και να το ανέφερε στο Δημοσθένη, ο τελευταίος να της είπε κάτι και να την έβαλε σε σκέψεις. Υπερβολικό της φαινόταν κι αυτό το σενάριο, για τη Μάρθα πιο εύκολο θα ήταν να σηκώσει ένα όπλο και να πυροβολήσει το Νίκο κι ύστερα να πάει να σκάψει ένα τάφο και να τον χώσει· που φυσικά θα την έπιαναν για δύο λόγους, πρώτον επειδή θα έβαζε σταυρό πάνω από τον τάφο με το όνομα και τις ημερομηνίες γέννησης και θανάτου, οπότε το πτώμα θα βρισκόταν άμεσα και δεύτερον ενώ θα ήθελε να δώσει την εντύπωση ότι εξαφανίστηκε θα είχε αφήσει παντού στο χώρο τα αίματα του, γιατί σιγά μην ανησυχούσε για σφουγγάρισμα, αλλά και τα δαχτυλικά της αποτυπώματα γιατί απλά  θα είχε ξεχάσει να βάλει γάντια. Ωραία πράγματα πίστευε για τη φίλη της, ή την είχε για πολύ δαιμονικό μυαλό που έστηνε τέτοιες μηχανορραφίες ή για παντελώς ηλίθια. Πήρε το κινητό της και τηλεφώνησε στο Δημοσθένη να του εκφράσει την απορία της για το πώς οι κολόνες δεν είχαν βρεθεί πουθενά με την ελπίδα να μην κάψει τη φίλη της η οποία έπαιζε στα δάχτυλα προγράμματα επεξεργασίας φωτογραφίας.  

 

Ô

 

Με την επισήμανση της Ξένιας, ο Δημοσθένης συνειδητοποίησε το αυτονόητο, το οποίο τόσο καιρό βρισκόταν μπροστά στα μάτια τους και κανείς δεν το είχε αντιληφθεί. Άφησε το Γιάννη πίσω του να γκρινιάζει, λέγοντας του μόνο ότι από αυτό κρέμονταν ολόκληρη η ιστορία του τόπου τους και έφυγε για το σπίτι. Βρήκε τις φωτογραφίες, έψαξε τους χάρτες και VOILA, να που ήταν το λάθος.

Κρατώντας όσα χρειαζόταν στα χέρια του, έφτασε στην πόρτα την ώρα που έμπαινε η Μάρθα, με τη βιασύνη που είχε δεν μπόρεσε να αποφύγει τη σύγκρουση και χτύπησε τη Μάρθα κατά λάθος στο χέρι. Εκείνη αφού έτριψε τον ώμο της τον ρώτησε που πήγαινε, της απάντησε ότι δε θα καθυστερούσε και αφού της έδωσε ένα πεταχτό φιλί στα χείλη εξαφανίστηκε. Δυο ώρες αργότερα και αφού η Ξένια την ειδοποίησε να ανοίξει την τηλεόραση, είδε τη Δάφνη να δίνει συνέντευξη τύπου.

«Μας μένει ακόμα μια εβδομάδα, μέχρι στιγμής οι προσπάθειες ήτανε άκαρπες. Πιστεύουμε όμως, ύστερα από συγκεκριμένες έρευνες, ότι αυτό οφείλετε στο ότι ψάχνουμε σε λάθος περιοχή. Το παλάτι πρέπει να βρίσκεται κάπου βορειοδυτικά της περιοχής που ψάχνουμε και σήμερα θα ζητήσουμε άδεια από το δήμαρχο, την οποία δεν πιστεύουμε ότι θα μας αρνηθεί, και θα συνεχίσουμε εκεί τις ανασκαφές». Ένας δημοσιογράφος πήρε το λόγο και ρώτησε.

-Ένα χιλιόμετρο βορειοδυτικά, νομίζω, ότι γίνονται τα τουριστικά έργα!

-Ο πολιτισμός προέχει, άλλωστε αυτό θα αναδείξει την περιοχή σας!

-Πότε θα συναντήσετε το δήμαρχο;

-Σήμερα κιόλας!

 

Ô

 

Σφυρίζοντας ανακουφισμένος ο Δημοσθένης μπήκε στο διαμέρισμα. Η Μάρθα τον κοίταξε στα μάτια και ενώ αν δεν είχε ακούσει τη Δάφνη να μιλάει στα κανάλια, θα ήταν ικανή να του κάνει μεγάλη σκηνή για την αργοπορία του, μόλις τον είδε απλά τον ρώτησε τι σήμαινε αυτό.

-Σήμαινε ότι η περιοχή των ανασκαφών με αυτή που βρίσκονται οι κολόνες είναι διαφορετικές. Είπε και σηκώνοντας την από τον καναπέ, την τράβηξε στο γραφείο, άνοιξε τον υπολογιστή, την έβαλε να καθίσει στην αγκαλιά του και της έδειξε τις φωτογραφίες που εκείνη είχε τραβήξει. Πρόσεξε εδώ, βλέπεις; Αυτή είναι η φωτογραφία με τις κολόνες. Φαίνονται μόνο οι κολόνες δεν διακρίνεται η περιοχή, αντιθέτως με αυτή τη φωτογραφία που δεν της είχαμε δώσει τόση σημασία, προσκολλημένοι στο δέντρο και όχι στο δάσος, όπου φαίνονται οι χώροι που υπήρχαν οι κολόνες, καθώς επίσης και σε ποια περιοχή βρίσκονται. Τώρα κοίτα το χάρτη, η περιοχή των ανασκαφών με αυτή που βρίσκονται οι κολόνες δεν είναι η ίδια.

-Που σημαίνει;

-Πως η περιοχή που υπέδειξε ο δήμαρχος στους αρχαιολόγους είναι λανθασμένη και απέχει περίπου ένα χιλιόμετρο.

-Και γιατί δεν το καταλάβαμε τόσο καιρό;

-Γιατί προσωπικά ήμουνα απογοητευμένος που δεν είχαμε αποτελέσματα, δείξαμε υπερβολική εμπιστοσύνη στο δήμαρχο, όταν έπρεπε να φανταστούμε ότι εκείνος θα ενδιαφερόταν να προφυλάξει τα συμφέροντα της εταιρείας του Χαΐτογλού, την οποία φυσικά και δε συνέφερε να αλλάξουν την πορεία των έργων τους χάνοντας χρήματα και χρόνο. Και να σου πω ούτε θα το είχαμε καταλάβει, αν δεν το συνειδητοποιούσε η Ξένια, ώστε να κάνει την παρατήρηση, την οποία τη βοήθησε ένα άρθρο συναδέρφου που σχολίαζε ότι η φωτογραφία που είχε δημοσιεύσει η εφημερίδα της ήταν φωτομοντάζ.

-Ε! όχι να μου βγει και το όνομα ότι είμαι απατεώνας! Σχολίασε η Μάρθα.

-Αυτό ακριβώς είπε και η Ξένια, ότι αν δεν ήξερε ότι η φωτογραφία προερχόταν από εσένα θα πίστευε και εκείνη ότι κάποιος είχε κάνει μοντάζ. Αλλιώς δεν υπήρχε καμία δικαιολογία, τουλάχιστον θα έπρεπε να έχουν βρεθεί οι κολόνες που φαίνονται στη φωτογραφία. Το τηλέφωνο του χτύπησε, ανασήκωσε λίγο τη Μάρθα για να το τραβήξει από την τσέπη του και την έβαλε πάλι να κάτσει στην αγκαλιά του.

-Έλα Δάφνη, την πήρες την άδεια;

-Με το πρώτο, αν και ο δήμαρχος με επέπληξε που δεν τον ενημέρωσα πριν τη συνέντευξη.

-Δεν πειράζει, θα του περάσει. Πότε αρχίζετε;

-Αύριο! Μόλις έκλεισαν το τηλέφωνο, πρόσεξε ότι η Μάρθα τον κοίταζε παράξενα. Της έκανε νόημα τι συνέβαινε και εκείνη έκανε να ανασηκωθεί από τα πόδια του, όμως πρόλαβε και την κράτησε από το χέρι.

-Τι συμβαίνει; Μη μου πεις ότι ζηλεύεις τη Δάφνη;

-Τη Δάφνη όχι.

-Τότε ποια;

-Την αρχαιολογία! είπε και τον έκανε να βάλει τα γέλια.

 

Ô

 

Η φωνή της Ξένιας όταν τηλεφώνησε στον αρχισυντάκτη της εκείνο το μεσημέρι έκρυβε κάτι παραπάνω από θρίαμβο. Ευρήματα από το παλάτι του Πύρου είχαν έρθει στο φως μόλις πέντε ημέρες από την στιγμή που το κλιμάκιο άλλαξε την περιοχή των ανασκαφών. Ανακούφιση και ενθουσιασμός επικρατούσε στην πόλη, όλοι οι ντόπιοι το είχαν πιστέψει και το είχαν επιθυμήσει, είτε για λόγους κερδοσκοπικούς, αλλά κυρίως η πλειοψηφία νιώθοντας να φουντώνει μέσα της το αίσθημα της εθνικής περηφάνιας που καταγόταν από τα μέρη του Πύρου. Οι δημοσιογράφοι με το που έγινε γνωστό έσπευσαν να πάρουν τις δηλώσεις της αρχαιολόγου Αλεξάνδρου. Μόλις εμφανίστηκε ο δήμαρχος στην περιοχή η Δάφνη δεν του επέτρεψε να πλησιάσει περισσότερο απ’ ότι στους δημοσιογράφους, όμως εκείνος δεν το έβαλε κάτω.

«Εκπληκτικό, ένα θαύμα, ένα θαύμα για την Ήπειρο, σας ευχαριστώ πολύ, η συνεργασία σας ήταν πολύτιμη. Αλλά όπως έγραψε και ο Paulo Coelho, όταν θέλεις κάτι πάρα πολύ, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να το αποκτήσεις και πάλι ως εκπρόσωπος της Άρτας, σας ευχαριστώ».  

-Καλά δεν καταλαβαίνει ο δήμαρχος σου ότι αυτή η φράση του Coelho, εκτός από ξεπερασμένη είναι κλισέ; Μουρμούρισε στο Βασίλη που είχε συνοδέψει το δήμαρχο και πήγε και στάθηκε δίπλα της, μόλις την είδε.

-Πρέπει να πάψεις να μου τη λες για το δήμαρχο, είμαι ένας άλλος άνθρωπος.

-Αλήθεια, εσύ τι απόφθεγμα θα χρησιμοποιούσες, άσε με να φανταστώ, κάτι από σκυλάδικο; 

-Σταμάτα πια να το κάνεις αυτό, δεν κατορθώνεις να μου γίνεις αποκρουστική, αντιθέτως σε βρίσκω ιδιαίτερα ελκυστική, για ένα χέρι ξύλο.

-Δεν ήξερα ότι δέρνετε στην Άρτα τις γυναίκες.

-Μόνο όταν έχουνε μεγάλη γλώσσα, αλλά μη φανταστείς ότι θα ήταν από το ξύλο που δε θα σου άρεσε.

-Δε μου αρέσει κανενός είδους βία, επιπλέον αρχίζεις και γίνεσαι χειρότερος από τον πολιτικό με τα ποιήματα.

-Σταμάτα τώρα να ακούσουμε τι έχει να πει ο δήμαρχος.

«Από την πρώτη στιγμή, ήμουν σίγουρος, και γι’ αυτό τόσο προσωπικά όσο κι ως εκπρόσωπος των Αρταίων, έκανα τα αδύνατα δυνατά για να στηρίξω αυτή την προσπάθεια! Σας ευχαριστώ όλους!»

 

Ô

 

Όσο και να μην ήθελε να το δείξει ο Χριστόφορος, δεν μπορούσε να κρύψει την ικανοποίηση από την εύρεση του παλατιού, κάτι που έδινε στα νεύρα του Νίκου, όμως δεν μπορούσε να κάνει και τίποτα, εκτός από το να αναθεματίζει την ώρα και την στιγμή που ανέβηκε σε εκείνη την πόλη για τις δουλειές. Γιατί να αναλάβει εκείνος την ευθύνη των έργων; Φυσικά αυτά τα πάθαινε εξαιτίας της Μάρθας που συνέχιζε τη ζωούλα της με τον μέτριο μηχανικό αυτοκινήτων ή έπρεπε πλέον να τον θεωρεί αρχαιολόγο λόγω της ανάμειξης του στην ανακάλυψη. Αν δεν ήταν εκείνος δε θα είχε έρθει κλιμάκιο στην Άρτα και φυσικά με την βοήθεια της Ξένιας, κάποια υπόσχεση είχε δώσει εκείνο το κορίτσι να τον καταστρέφει. Έπρεπε να είχε αφήσει τη θέση του σε άλλον μήνες τώρα. Βέβαια όταν πριν από καιρό και μετά το δυσάρεστο περιστατικό, είχε επισημάνει στον πατέρα του ότι ίσως ήταν η ώρα να επιστρέψει στην Αθήνα και να τον αντικαταστήσει κάποιος άλλος, ο Πέτρος Χαΐτογλου είχε αρνηθεί και είχε σχολιάσει ότι δε θα ήταν καλό για τις δουλειές τους. Προφανώς κι ο  σκοπός του ήταν να τον σκληραγωγήσει και να τον αναγκάσει να βρει λύσεις, όμως όποιες και όσες λύσεις και αν είχε βρει δεν ήταν αρκετές ώστε να αποφύγουν τις κακοτοπιές, αντιθέτως δημιουργούσαν μεγαλύτερα προβλήματα.

 

Ô

 

Στο σπίτι τους ο Χριστόφορος με την Αντιγόνη, είχαν αποσυρθεί στο δωμάτιο τους και συζητούσαν. Η Αντιγόνη βρισκόταν ήδη ξαπλωμένη στο κρεβάτι έχοντας ακουμπισμένο ένα βιβλίο ανοιχτό πάνω στο σεντόνι που την σκέπαζε, ο Χριστόφορος ξεντυνόταν για να πέσει δίπλα της.

-Πολύ κουραστική μέρα η σημερινή, αύριο όλες οι εφημερίδες θα γράφουνε για την πόλη μας και για την ανακάλυψη μέρους του παλατιού.

-Έχουμε την τιμητική μας. Σχολίασε και η Αντιγόνη.

-Δε γίνονται κάθε μέρα τέτοιες ανακαλύψεις. Από τη στιγμή που έγινε γνωστό έχουν σπάσει τα τηλέφωνα. Ούτε που ξέρεις πόσες συνεντεύξεις έχω κανονίσει για το τριήμερο που έρχεται.       

-Τυχερός είσαι που η ανακάλυψη έγινε επί των ημερών σου!

-Έχω άστρο. Σχολίασε γελώντας ο δήμαρχος.

-Στο Χαΐτογλου όμως πως του φάνηκε η ανακάλυψη; Του σταμάτησαν τα έργα.

-Επιπλέον του ανεβαίνει και το κόστος!

-Μιλήσατε;

-Ναι, τηλεφωνικός με τον Πέτρο. Δεν μπορούσε να μου προσάψει κάτι. Τον βοήθησα ως εκεί που δεν έπαιρνε. Τι άλλο να κάνω; Να κρύψω το παλάτι όταν έχει εμπλακεί ο τύπος, η αρχαιολογία και χίλιοι δυο τοπικοί παράγοντες που πίεζαν.

-Γιατί, σου καταλόγισε κάτι;

-Δε θα μπορούσε!

-Πάντως σε καλό θα μας βγει!

-Πράγματι, την καλύτερη στιγμή έγινε αυτή η ανακάλυψη. Λίγο πριν τις εκλογές τα φώτα της δημοσιότητας θα στραφούν προς εμένα. Θα χειριστώ το θέμα έτσι που θα κερδίσω δημοσιότητα και ψήφους που δεν περίμενα!

-Όσο γι αυτό είμαι σίγουρη!

-Είναι καλύτερα που έγιναν έτσι τα πράγματα, αυτό που έχει σημασία ξέρεις είναι να χειρίζεσαι την κάθε κατάσταση υπέρ σου, όποια κι αν είναι αυτή!

 

Ô

 

Το ίδιο βράδυ της ανακάλυψης του παλατιού, ο Δημοσθένης ενθουσιασμένος αποφάσισε να βγάλει τα κορίτσια έξω και να τους κάνει το τραπέζι σε ένα μαγαζί δίπλα στο γεφύρι. Η Ξένια την επόμενη μέρα θα επέστρεφε στην Αθήνα, την χρειαζόταν πίσω όπως της ανακοίνωσε ο αρχισυντάκτης της ανακουφισμένος. Άλλωστε το μεγάλο μπαμ είχε γίνει με την ανακάλυψη, είχαν καταφέρει να βουλώσουν τα στόματα των δημοσιογράφων των ανταγωνιστικών εφημερίδων, ειδικά εκείνου του ξινού που είχε χαρακτηρίσει τη φωτογραφία φωτομοντάζ, και έτσι τρέχανε όλοι πλέον στην Άρτα να πάρουνε λίγα ψίχουλα από τη δόξα της δικής τους εφημερίδας, που πρώτη είχε δημοσιεύσει το θέμα. Ήταν καιρός όμως εκείνη να επιστρέψει, στην Άρτα θα πήγαινε να καλύψει το γεγονός κάποιος νεότερος δημοσιογράφος. Η Ξένια απογοητεύτηκε μόλις άκουσε τα νέα, πάνω που θα χαλάρωνε και θα ευχαριστιόταν τη διαμονή της στην πόλη, εκείνη θα επέστρεφε πίσω, ζήτησε όμως στο Δημοσθένη να την κρατάει ενήμερη γιατί δεν ήθελε να της ξεφύγει τίποτα αφήνοντας το στην τύχη και στον καινούργιο που θα στέλνανε. Ήθελε να ξέρει και την παραμικρή λεπτομέρεια και υποσχέθηκε ότι στο παραμικρό στραβοπάτημα του αντικαταστάτη της θα ανέβαινε εκείνη πάλι στην Άρτα.

Όπως όλα έδειχναν όμως και η Δάφνη σύντομα θα επέστρεφε στην Αθήνα, και θα αναλάμβανε άλλος να συνεχίσει τις ανασκαφές, αφού είχε αφήσει εκκρεμότητες στην πρωτεύουσα και είχε ανέβει στην Άρτα με δική της ευθύνη. Εμπιστευόταν απόλυτα την κρίση του καλύτερου και πιο επιμελή φοιτητή του πανεπιστημίου, κατά τη διάρκεια τουλάχιστον των δικών τους ακαδημαϊκών ετών.

-Και ποιος θα ανέβει στη θέση σου;

-Κάποιος καθηγητής, ίσως και ο ίδιος ο Αθανασίου.

-Ωραία, με εκείνο το ανθρωπάκι θα έχω να κάνω τώρα, που δεν παίρνει ποτέ ρίσκα!

-Περίεργο πάντως, όλα τα ανθρωπάκια, αν κρίνω και από το δικό μου τον αρχισυντάκτη, κατέχουν ισχυρές θέσεις.

-Ευθύνονται οι θεωρητικές τους περγαμηνές. Σχολίασε ο Δήμος.

-Για να λέμε την αλήθεια, ίσως έχει σχέση και με το ποιοι είναι υποψήφιοι για αυτές τις θέσεις. Κανέναν από τους τρεις σας δεν μπορώ να φανταστώ καθισμένο πίσω από ένα γραφείο, είσαστε άνθρωποι της δράσης. Για την Ξένια δε μιλάω, όμως και εσύ Δάφνη, τι προτιμάς, τη βεβαιότητα του γραφείου ή το να κάνεις ανασκαφές και να φέρνεις στο φως αρχαίους κόσμους;

-Δεν το συζητάμε καν, σχολίασε η αρχαιολόγος, δε μου αρέσουν οι γραφειοκρατικές ασχολίες. Αλλά ας μην είμαστε άδικοι, φέρουν πολλές ευθύνες αυτοί οι άνθρωποι, παίζουν το κεφάλι τους.

-Γι αυτό ακριβώς και είναι σε αυτή τη θέση, δεν τους υποχρέωσε κανείς! σχολίασε η Ξένια, και συγκατένευσε και ο Δημοσθένης.

-Δεν ξέρω αν είναι εποχές να παίζεις το κεφάλι σου, σχολίασε ήσυχα η Δάφνη.

-Ίσα ίσα, αυτές είναι οι εποχές που πρέπει να διακινδυνεύεις! Οι παλιές εποχές που ήταν καλές και στραβοπάτημα να έκανες όλοι το ξεχνούσαν ή σε χτυπούσαν φιλικά στην πλάτη χαμογελώντας σου καθησυχαστικά ότι δε συμβαίνει τίποτα. Όμως τώρα χρειάζεται να παλέψεις και εδώ θα φανούν οι πραγματικοί ιδεαλιστές, και κυρίως όταν αφορά τον ιερό χώρο της εργασίας, εκτός κι αν το βλέπεις αποκλειστικά ως ένα μέσο να βγάζεις το ψωμί σου.

-Ηρέμισε Ξένια, δεν έχουμε κανέναν αγώνα. Σχολίασε η Μάρθα.

-Είσαι σίγουρη; Εμείς μπορεί να έχουμε βολευτεί, έχουμε δουλειά και κυρίως κάνουμε αυτό που γουστάρουμε, ρώτα όσους έφυγαν ή εκείνους που δεν έχουν να ταΐσουν τα παιδιά τους ή τους εαυτούς τους.

-Πως την πήγες εκεί την κουβέντα;

-Απλά είμαι μια γυναίκα με πάθος, είπε και γέλασαν όλοι στο τραπέζι.

-Πάντως για να λέμε την αλήθεια. σε αυτό που είπες πριν μωρό μου, είπε ο Δημοσθένης, η Ξένια πρόσεξε τη Δάφνη που τράβηξε το βλέμμα της αμήχανα αλλού, εγώ δεν μπορώ να θεωρούμε ως άνθρωπος της δράσης, έμεινα στο συνεργείο και παράτησα τον σκοπό μου.

-Έχεις λάθος σε αυτό, μόλις εμφανίστηκε ανάγκη, ποιος ήταν εκείνος που ανέλαβε να ταρακουνήσει τα νερά!

-Εγώ, πετάχτηκε από τη γωνιά της η Ξένια.

-Φυσικά και εσύ, αλλά αν δεν ήταν ο Δημοσθένης, θα είχε την υπογραφή σου ένα τόσο μεγάλο θέμα για την Ήπειρο και ολόκληρη την Ελλάδα;

-Και τι βγαίνει από αυτό, όλη τη δόξα θα την επωμιστεί ο δήμαρχος, του οποίου το όνομα μέχρι και στα βιβλία της ιστορίας θα αναφέρεται, ενώ οι υπόλοιποι ούτε στις υποσημειώσεις.

-Προσωπικά μάλλον θα αναφερθώ στα πανεπιστημιακά, αρχαιολογικά βιβλία, ανέφερε πειραχτικά η Δάφνη.

-Μόνο εμένα και το Δημοσθένη θα φάει η αφάνεια, είπε με στόμφο η Ξένια.

-Για μισό λεπτό, χρειάζομαι και εγώ μέρος της αναγνώρισης, έστω μέσα από την παρέα μας, δηλαδή δε συνέφερα τίποτα εγώ που τράβηξα τις φωτογραφίες;

-Όχι, ήταν καθαρά θέμα τύχης. Πρόλαβε η Ξένια το Δημοσθένη που την κοίταζε μελιστάλαχτα. Κι αν το πάμε έτσι, θα ζητήσει μερίδιο και η HIGH, που έσκαψε πρώτη για τα έργα και βρέθηκαν οι κολόνες…

-Και μετά τους έριξε χώμα για να τα καλύψει. Σχολίασε ενοχλημένος ο Δημοσθένης.

-Έχουμε ένα σπουδαίο λόγο για να τους το αρνηθούμε, έχουμε αρχίσει να μαζευόμαστε πολλοί.

-Σημασία έχει το ότι το παλάτι βγήκε στην επιφάνεια. Εμείς σήμερα είμαστε εδώ, αύριο δεν είμαστε, ο πολιτισμός μας όμως; Θα υπάρχει πάντα το εύρημα να επιδεικνύει ποιοι ήμασταν και να μας σπρώχνει να γίνουμε ακόμα καλύτεροι.

-Τώρα σοβαρά έχεις δει πολλούς νεοέλληνες να ενδιαφέρονται να γίνουνε καλύτεροι, όλοι στηριζόμαστε στο ποιοι ήταν οι προγονοί μας.

-Δε συμφωνώ απόλυτα, είναι άνθρωποι που δεν είχαν ευκαιρίες.

-Και αυτοί που είχαν την ευκαιρία να γίνουν μεγάλοι και σπουδαίοι προσπάθησαν να το θάψουν και να το τσιμεντάρουν.

-Μιλάμε για ανθρώπους και όχι για υπανθρώπους.

-Ξέρεις τι φήμη και σεβασμό χαίρονται αυτοί οι υπάνθρωποι;

-Φαντάζομαι, αλλά δεν πρέπει να το κρίνουμε από εκεί.

-Δεν πρέπει αλλά από εκεί κρίνεται… όλοι τους κάνουν υποκλίσεις, ο Χαΐτογλου είναι ικανός να ανεβοκατεβάσει κυβερνήσεις. Γιατί; Γιατί έχει φράγκα και γι’ αυτό το λόγο ανθρώπους πρόθυμους να τον υπηρετήσουν. Εδώ ολόκληρος δήμαρχος που είχε συμφέρον από την ανακάλυψη και έκανε ότι ήθελε ο μέγας Πέτρος Χαΐτογλου.

-Παιδιά δεν αλλάζουμε θέμα, μας κοιτάζουν. Σχολίασε η Μάρθα.

-Δεν πειράζει ας μάθουν και αυτοί τι κουμάσι είναι ο δήμαρχος τους.

-Μόνο αυτός είναι; Ο άλλος που θα τον αντικαταστήσει τι θα είναι; Είπε η Μάρθα για να πάρει το λόγο η Δάφνη.

-Όλοι έχουμε δίκιο, όμως ο Δημοσθένης και απ’ ότι βλέπω και η Ξένια είναι άνθρωποι με πάθος. Πάντως Δήμο, ειλικρινά ήταν κρίμα που τα παράτησες, ήσουν ο καλύτερος στην σχολή μας, έπρεπε να προσπαθήσεις περισσότερο!

-Δεν είχα την ευκαιρία, όμως δε με πειράζει, είμαι καλά εδώ, με αυτά που έχω και κάνω.

-Μωρό μου, σχολίασε η Μάρθα, προκαλώντας ελαφρύ κοκκίνισμα στη Δάφνη, μπορεί να είναι αυτή η ευκαιρία σου, κι αν όντως το επιθυμείς εγώ θα σε στηρίξω, είπε σφίγγοντας του το χέρι.

-Δεν χάνεις κάτι να δοκιμάσεις. Σχολίασε σε πιο ήπιο τόνο και η Ξένια.

-Νομίζω ότι επιβάλλεται, συμφώνησε και η Δάφνη.

-Δεν παίζω είσαστε τρεις και είμαι ένας, δεν μπορώ να τα βάλω μαζί σας.

-Τότε υποσχέσου ότι θα προσπαθήσεις.

-Είμαι κομματάκι πιωμένος οπότε δε θα πιάνεται. Κι ας αλλάξουμε συζήτηση γιατί με κάνετε να νιώθω αμήχανα. Η παρέα χαλάρωσε και άλλαξε θέμα, ο Δημοσθένης αφηγήθηκε στην ομήγυρη την ιστορία του γεφυριού, Ο θρύλος γύρω από το γεφύρι της Άρτας κρύβει μια ιστορική αλήθεια, χρόνια πριν, κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, ζητήθηκε η βοήθεια από τους κάτοικους της περιοχής για να χτιστεί το γεφύρι ώστε να περάσει ένα μεγάλο τμήμα του τούρκικου στρατού, πολλοί κάτοικοι προκειμένου να κερδίσουν κάποια εύνοια εμφανίστηκαν και ισχυρίστηκαν ότι γνώριζαν από κτίσιμο, μαθαίνοντας όμως ότι από εκεί θα περνούσε το τούρκικο τμήμα του στρατού, ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ γκρεμιζόταν, όχι μόνο του όμως αλλά με τη βοήθεια εκείνων που το χτίζανε την ημέρα, όπως τους ορμήνευε η εθνική τους συνείδηση. Όταν οι Τούρκοι θέλησαν να μάθουν για ποιο λόγο καθυστερούσε να χτιστεί το γεφύρι, εκείνοι απάντησαν ότι ήταν στοιχειωμένο, με την ελπίδα να επιστρέψουν πίσω οι τούρκοι ή να μην το περάσουν. Ο τούρκος διοικητής διέταξε να συλλάβουν το πρωτομάστορα και τη γυναίκα του για να τους θανατώσουν αναγκάζοντας τους υπόλοιπους που συμμετείχαν στη κτίση να φοβηθούν για την ζωή τους και να φτιάξουν ένα γερό γεφύρι. Χτίζοντας το, το συνόδευαν με κατάρες, «Ως τρέμει το καρυόφυλλο, να τρέμει το γιοφύρι, κι ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες.» Ύστερα όμως από την επανάσταση του 1821, και περιμένοντας τη σειρά τους για την απελευθέρωση από τον ελληνικό στρατό οι κατάρες γίνανε ευχές. «Αν τρέμουν τ’ άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι, κι αν πέφτουν τ’ άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες, τί έχω αδελφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει». Βέβαια υπήρχε και η εκδοχή ότι το μέρος εκείνο τα παλιά χρόνια ήταν τελωνείο, το γεφύρι σε αντίθεση με αυτά που έλεγαν οι θρύλοι, το είχε χτίσει ένας γέροντας, δηλαδή όχι ο ίδιος, τον είχαν βοηθήσει οι κάτοικοι για να περάσει το χρυσάφι του απέναντι χωρίς να το περάσει πρώτα από το τελωνείο για να πληρώσει φόρους.  

 

Ô

 

Είχαν περάσει μόλις λίγες ημέρες από την ανακάλυψη του Παλατιού του Βασιλιά Πύρου, και όλα είχαν αρχίσει να μπαίνουν σε τάξη στην καθημερινότητα της Μάρθας και του Δημοσθένη. Προς μεγάλη ανακούφιση του Γιάννη, είχε επιστρέψει στο συνεργείο το αφεντικό του και έτσι δεν αναγκαζόταν να κάνει όλη τη δουλειά μόνος του, αν και χειρότερο από το ότι είχε φορτωθεί δουλειά δύο ατόμων ήταν η παρουσία του μεγάλου αφεντικού, ο οποίος ανησυχώντας μην πάει το συνεργείο στο βρόντο με τις αρχαιολογικές ευαισθησίες του γιού του, έκανε συχνές επισκέψεις για να ελέγχει το Γιάννη αν έκανε καλά τη δουλειά του. Όσο και να συμπαθούσε τον υπάλληλο του, δεν μπορούσε να αποφύγει τη μοίρα των εργοδοτών που θέλουν να πιστεύουν ότι χωρίς τη δική τους παρουσία η δουλειά δε θα γίνει σωστά. Ο Δημοσθένης εξακολουθούσε να επισκέπτεται συχνά τις ανασκαφές, αφού του είχε παραχωρήσει άδεια ο διευθυντής της Αρχαιολογίας, αναγνωρίζοντας του πόσο καίρια ήταν η συνεισφορά του στο να ανακαλυφτεί το παλάτι. Τόσο όταν αντιλήφθηκε βλέποντας απλά μια φωτογραφία περί τίνος πρόκειται, αλλά και όταν όλα έδειχναν μάταια και οι ανασκαφές σύντομα θα σταμάταγαν, εκείνος ήταν που είχε συνειδητοποιήσει ότι παιδεύονταν σε λάθος περιοχή. Παρά την άδεια που είχε και το ότι με όσες πληροφορίες μάθαινε, εκτός από τις απόρρητες, ενημέρωνε την Ξένια στην Αθήνα, προτιμούσε να βρίσκετε στην δουλειά και να επισκέπτεται τις ανασκαφές πριν ή μετά τη δουλειά.   

Επαναλάμβανε συχνά στον εαυτό του, ότι πλέον η ζωή του είχε χαράξει πορεία, και δεν μπορούσε να αρχίσει να ονειρεύεται ανασκαφές και αρχαίους κόσμους, όταν μάλιστα ήταν τόσο δύσκολοι οι καιροί και η δουλειά του πήγαινε τόσο καλά. Ήταν ικανοποιημένος και ευτυχισμένος με το ότι είχε έστω για μια φορά την ευκαιρία να συμμετέχει σε μια αρχαιολογική ανακάλυψη και μάλιστα τόσο σπουδαία. Όμως παρά τις συμβουλές της Δάφνης και της Μάρθας η οποία τον στήριζε, εκείνος θα έμενε στην περιοχή του, θα συνέχιζε με τη δουλειά του πατέρα του και αν όλα πήγαιναν όπως επιθυμούσε θα παντρευόταν κάποια στιγμή με τη Μάρθα και θα έκανε οικογένεια.

«Μήπως βιάζεσαι λιγάκι;» συγκράτησε τον εαυτό του, με τη Μάρθα όσο καλά και αν πήγαιναν τα πράγματα, γνωρίζονταν λίγο καιρό. Με την Ελπίδα που είχαν τρία χρόνια σχέση και δεν δέχτηκε την πρόταση του, η Μάρθα γιατί να πει το ναι. «Μήπως τελικά είμαι μανιακός με το γάμο και την οικογένεια;» αναρωτήθηκε, όσο βαριά και αν είχε πάρει σε πρώτη φάση τον χωρισμό του με την Ελπίδα, δεν άργησε να μπει σε μια νέα σχέση με μια άλλη γυναίκα, η οποία επίσης είχε ένα ανακατεμένο παρελθόν και ένα πρώην πάνω από το κεφάλι της. Όμως αυτό δεν είχε καμία σχέση με τους πρώην τους, αλλά με τον ίδιο και τη Μάρθα. Όσο ήταν με την Ελπίδα πράγματι πίστευε ότι ήταν ερωτευμένος, και ότι ήθελε να είναι μαζί της, και αν εκείνη είχε πει το ναι, ακόμα θα το πίστευε. Όμως μπαίνοντας σε μια νέα σχέση με τη Μάρθα, πλέον ένιωθε ικανός να δει τη διαφορά. Όλα μαζί της ήταν πιο έντονα, πιο πολύχρωμα. Η Ελπίδα ήταν η ρουτίνα του, η Μάρθα ήταν …, δεν έβρισκε με ποια λέξη μπορούσε να συγκρίνει αυτό που ένιωθε για την κοπέλα που μοιράζονταν πλέον το ίδιο κρεβάτι, το σπίτι, τη ζωή του, που εκείνη είχε κρατήσει ως ασφαλιστική δικλί­δα ένα διαμέρισμα στο οποίο ήταν βέβαιος πως ποτέ δεν πάταγε, γιατί όσο κι αν ήθελε να φαίνετε ανέμελη, ήταν ένα παιδί που τη φόβιζαν και την κλείδωναν τα δικά της σφάλματα.

Κι όλα αυτά που είχε μέσα του δεν μπορούσε να τα εκμυστηρευτεί σε κανέναν, ούτε καν στο Γιάννη, που ήταν κάτι παραπάνω από φίλος του. Γιατί αν προσπαθούσε να εξηγήσει τα αισθήματα με λόγια, εκείνος θα προσπαθούσε να τον συνετίσει πάλι με λόγια. Αν του έλεγε ότι η Ελπίδα ήταν η ρουτίνα του, εκείνος θα σχολίαζε ότι η Μάρθα διατηρεί την ευχαρίστηση και τον ενθουσιασμό που έχει ο έρωτας τον πρώτο καιρό, άλλωστε τώρα γνωρίζονταν, τι κι αν εκείνος ένοιωθε ότι την γνώριζε από πάντα και ότι εκείνη περίμενε. Σε αυτό ο φίλος του θα τον έβγαζε ψεύτη, αφού ήδη είχε κάνει πρόταση σε άλλη, μόλις λίγες εβδομάδες πριν την γνωρίσει. Όσο για τις ανασφάλειες της Μάρθας, θα σχολίαζε ότι θα έτρωγε δεύτερη χυλόπιτα αφού για να νιώθει ανασφάλειες δε θα ένιωθε και έτοιμη. Κι αν όντως πρότεινε γάμο στη Μάρθα και εκείνη του έλεγε όχι, τι θα έκανε; Θα χώριζε ή θα περίμενε να αλλάξει γνώμη. Στην Ελπίδα δεν είχε δώσει ευκαιρία, όσο κι αν εκείνη επέμενε ότι δεν υπήρχε λόγος να χωρίσουν, επειδή δεν ήθελε να παντρευτεί. Όσο και αν το σκεφτόταν ποτέ τελικά δεν κατάφερνε να βγάλει κάποιο συμπέρασμα και να πάρει μια απόφαση.

 

Ô

 

Για άλλη μια μέρα η Μάρθα στάλθηκε στις ανασκαφές για να καλύψει ένα ακόμα άρθρο του site, που αναφερόταν στο παλάτι του Πύρου, μπορεί πανελληνίως να είχε κατακάτσει κάπως το θέμα, όμως δε συνέβαινε το ίδιο και στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου, όπου οι αναγνώστες θέλανε να μαθαίνουνε πως πήγαινε η πορεία των ανασκαφών. Το κινητό της χτύπησε όταν εκείνη ακόμα κοιμόταν και αφού ο Δημοσθένης είχε φύγει για το συνεργείο. Ο αρχισυντάκτης του site της το ζήτησε και εκείνη δεν μπορούσε να το αρνηθεί, αντιθέτως ήταν ιδιαίτερα ευγενική όσο κι αν μέσα της έβραζε αφού ήθελε να μείνει στο κρεβάτι μέχρι να επιστρέψει ο καλός της από τη δουλειά. Έξω είχε συννεφιά και αναρωτιόταν τι δουλειά μπορούσε να κάνει κάποιος στις ανασκαφές με αυτό τον καιρό. Στην Άρτα από όταν ξεκινήσουν τα πρωτοβρόχια, οι βροχές κάνουν την εμφάνισή τους συχνά πυκνά μέχρι το Πάσχα, ακόμα κι όταν εκείνο πέφτει Μάη. Κακόκεφα ντύθηκε, αγνοώντας το πρωινό με την επιθυμία να επιστρέ­ψει όσο το δυνατόν πιο σύντομα και αφού τράβαγε βιαστικά λίγες φωτογραφίες για να συνοδέψουν το άρθρο. Σκέφτηκε πως καλό θα ήταν να τραβήξει πολλές φωτογραφίες, για να έχει κάβα ο δημοσιογράφος και να μην τη ζαλίζουν κάθε λίγο και λιγάκι με νέες φωτογραφίες από τα ευρήματα. Αφού έβαλε ένα ζεστό παλτό, άρπαξε τα κλειδιά του αυτοκινήτου και την κάμερα και έφυγε.

 

Ô

 

Έφτασε στην περιοχή και ως δημοσιογράφος πέρασε για να τραβήξει τις φωτογραφίες, νυσταγμένη και κακόκεφη από το έκτακτο που είχε προκύψει. Μόλις τελείωσε, γυρνώντας να φύγει έπεσε πάνω σε έναν άντρα που μόλις είχε έρθει.

-Συγνώμη, είπε χωρίς να κάνει τον κόπο να τον κοιτάξει.

-Μάρθα! Άκουσε μια γνώριμη φωνή να λέει με έκπληξη. Ώστε εσύ ήσουν η μυστική πηγή πληροφοριών της Ξένιας. Κλείνοντας για μια στιγμή τα μάτια της από τη δυσαρέσκεια που της προκαλούσε η έκπληξη, σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε.

-Στέφανε! Τι στην ευχή θα γέμιζε η Άρτα με τους πρώην της, ήταν κανένας άλλος να έρθει; Αχ! αμάν βρε Δημοσθένη, τον ασκό του Αιόλου άνοιξες με αυτή την ανακάλυψη, πρόλαβε να σκεφτεί πριν συνεχίσει ο πρώην της να μιλάει.

-Ώστε η Άρτα ήταν ο κρυφός προορισμός σου όταν έφυγες και μας παράτησες. Να σου πω το σκέφτηκα κάποια στιγμή, αλλά θεωρούσα ότι δε θα έκανες κάτι τόσο τετριμμένο όπως το να επιστρέψεις εκεί απ’ όπου ξεκίνησες. Πίστευα ότι η επαρχία είχε τελειώσει μια για πάντα για σένα. Θεωρούσα ότι θα βρισκόσουν στη Θεσσαλονίκη ή κάπου στο εξωτερικό να κυνηγάς το όνειρο σου ως καλλιτέχνης, αλλά να ακόμα μια φορά που με εκπλήσσεις και δεν μπορώ να πω με τον καλύτερο τρόπο.

-Πρέπει να σε απασχόλησε πολύ ο προορισμός μου.

-Μπα, μην το λες, απλά ήταν ένας ακόμα γρίφος από αυτούς που μου αρέσουν να λύνω.  

-Τι γυρεύεις εδώ;

-Ήθελα απλά να πάρω μια ιδέα με το τι συμβαίνει στην Άρτα και έχει γίνει το επίκεντρο του ενδιαφέροντος.

-Ανακάλυψη ολόκληρου παλατιού, λίγο σου φαίνεται;

-Ολόκληρο παλάτι δεν είναι, κάτι συντρίμμια έχουν απομείνει.

-Παραμένουν όμως μεγάλης πολιτιστικής αξίας.

-Ναι, είπε αφηρημένος και φάνηκε κάτι να σκέφτεται. Έχει αναλάβει τα έργα η HIGH Α.Ε. αν δεν κάνω λάθος, είπε κοιτώντας την διερευνητικά.

-Δεν κάνεις λάθος. Απάντησε η Μάρθα που καταλάβαινε που το πήγαινε.

-Στο σκάνδαλο που έγινε προ μηνών με το γεφύρι, νομίζω ότι ήταν μπλεγμένο και το όνομα του καλού σου, του γιού Χαΐτογλου.

-Πράγματι. Συμφώνησε ψυχρά.

-Ώστε να υποθέσω ότι είστε μαζί;

-Δεν είμαστε μαζί. Ήρθε μετά από εμένα και με βρήκε εδώ.

-Και τα ξαναβρήκατε;

-Όχι, δεν τα ξαναβρήκαμε. Με το Νίκο χώρισα οριστικά και αμετάκλητα, όπως χώρισα και με εσένα, ήταν λάθος μου και το έχω παραδεχτεί, αλλά πλέον δεν έχω λόγο να δικαιολογούμε για κάτι που συνέβη στο παρελθόν και το έχω αφήσει πίσω. Εκείνος κούνησε το κεφάλι του και έβγαλε ένα τσιγάρο από το πακέτο του.

-Πότε θα φύγεις; Τον ρώτησε.

-Βιάζεσαι να με ξεφορτωθείς; Όταν δεν του απάντησε συνέχισε, λέω αύριο το μεσημέρι. Μήπως θα ήθελες να βρεθούμε για έναν καφέ;

-Έχω σχέδια. Καλή διαμονή, είπε και γυρνώντας του την πλάτη έφυγε.  

 

Ô

 

Έξω φρενών έγινε η Ξένια μόλις ενημερώθηκε ότι ο Στέφανος βρισκόταν στην Άρτα και μάλιστα στην περιοχή των αρχαιολογικών ευρημάτων. Ώστε γι’ αυτό είχαν αποτραβήξει την ίδια από την Άρτα, για να πάει εκεί ο κολλητός του αρχισυντάκτη της και να συνεχίσει τη δική της δουλειά. Μπήκε στα γραφεία της εφημερίδας και χωρίς να μιλήσει σε κανέναν, τράβηξε απευθείας για το γραφείο του αρχισυντάκτη, στο οποίο μπήκε χωρίς καν να χτυπήσει την πόρτα. Όταν άρχισε να του λέει ότι είναι απαράδεκτος με το να στείλει κάποιον άλλο στην πόλη, όταν εκείνη είχε φέρει στο φως το θέμα με το αρχαίο παλάτι, και η εφημερίδα τους ήταν για πάνω από ένα μήνα πρώτη σε πωλήσεις, ο αρχισυντάκτης έμεινε να την κοιτάζει σαστισμένος. Λέξη δεν καταλάβαινε απ’ όσα του έλεγε.

-Αφού σε ενημέρωσα ότι θα πήγαινε άλλος στη θέση σου, ένας νέος δημοσιογράφος, με λιγότερη πείρα από τι δική σου. Είσαι από τις καλύτερες εδώ μέσα, γιατί να σε κρατάω εκεί από την στιγμή που η ανακάλυψη έγινε, το πρώτο μπαμ ξέσπασε, τελείωσε.

-Μα καλά νομίζεις ότι δεν ξέρω, στην Άρτα δεν είναι ένας νέος δημοσιογράφος, αλλά ο Στέφανος.

-Ποιος; Τη ρώτησε και φάνηκε ότι δεν γνώριζε τίποτα. Αρνήθηκε κάθε ανάμειξη με το ότι ο συνάδελφος της βρισκόταν στην Άρτα, μάλλον είχε πάρει μόνος του την πρωτοβουλία να ανέβει στην πόλη, εντελώς ανεπίσημα. Ήδη βρισκόταν κάποιος άλλος εκεί, για να καλύψει το θέμα. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι λόγο είχε ο Στέφανος να βρίσκεται στην Άρτα. Η Ξένια ήδη φανταζόταν, αλλά μετά το πρώτο ξέσπασμα προτίμησε να το κρατήσει για τον εαυτό της και να εξηγηθεί με το Στέφανο μόλις εκείνος επέστρεφε. Από το πρίσμα πάντως του αρχισυντάκτη, είχε δίκιο που την είχε αποτραβήξει από την περιοχή, το πρώτο ξέσπασμα είχε γίνει με το να ανακαλυφτεί το παλάτι, από εκείνη την στιγμή και έπειτα το θέμα δεν έκανε την εντύπωση που έκανε τον πρώτο καιρό στο αναγνωστικό κοινό, και είχε αφήσει την Ξένια στην περιοχή όλες τις πρώτες ημέρες. Με την υπόσχεση ότι αν κάτι άλλο καινούργιο ερχόταν στο φως, θα έσπευδε να στείλει εκείνη πίσω για να το καλύψει, η Ξένια αποχώρησε από το γραφείο του μην μπορώντας να κάνει και κάτι άλλο.

Όμως με το Στέφανο δεν είχε τελειώσει, σίγουρα είχε ανέβει για να την κατασκοπεύσει. Κι αυτό που την εκνεύριζε περισσότερο ήταν ότι παρά τις προσπάθειες της δεν είχε καταφέρει να βρει κανένα στοιχείο για το πώς ήταν εμπλεκόμενος ο δήμαρχος με το ότι πήρε τη δουλειά η HIGH Α.Ε., όσο κι αν το έτρεξε. Το ότι τον πρώτο μήνα δεν είχε βρεθεί κανένα ίχνος του παλατιού της άφηνε ελεύθερο χρόνο για να ψάξει την εμπλοκή του δημάρχου στο διαγωνισμό και για το πώς διέρρευσε η πρόταση της κοινοπραξίας. Είχε κάνει ακόμα και αυτό που της είχε προτείνει ο Βασίλης, προσπάθησε να μάθει αν κάποιος από την ίδια την Κοινοπραξία ανέλαβε να στείλει την πρόταση της στον Χαΐτογλου. Μίλησε ξανά με τον πρόεδρο της κοινοπραξίας και εκείνος τη διαβεβαίωσε ότι μόνο δυο άνθρωποι γνώριζαν την πρόταση, ο ίδιος και ο γιος του, ο οποίος αναγκάστηκε να φύγει στο εξωτερικό για να εργαστεί αφού η εταιρεία είχε βαρέσει κανόνι. Πόσο αφελής θα ήταν να δώσει την πρόταση ο γιός, αν εξαγοραζόταν, όσο φιλόδοξος και να ήταν, δε θα ήθελε να στενοχωρήσει τον πατέρα του, ο οποίος είχε εύθραυστη υγεία και θα χειροτέρευε με την καταστροφή της επιχείρησης του.

Ήταν βέβαιη πως είχε γίνει ανομία στη διεξαγωγή του διαγωνισμού, αλλά κανείς άνθρωπος δεν μπορεί, όσο καλά και να το σχεδιάσει, να κάνει το τέλειο έγκλημα. Όμως κάτι έχανε στην εικόνα, όπως είχε πει και ο Δημοσθένης στην περίπτωση του παλατιού, τόσο καιρό προσπαθώντας να δουν το δέντρο και έχαναν το δάσος. Το πιο πιθανό είναι οι συμφωνίες να είχαν γίνει κατ ιδίαν. Όπως και το ότι η πρόταση της Κοινοπραξίας να έφτασε στα χέρια του Χαΐτογλου δια χειρός, και όχι μέσω φαξ ή κούριερ. Είχαν φυλάξει για τα καλά τα νώτα τους οι δυο μεγάλοι άντρες των επιχειρήσεων και της πολιτικής. Πιθανόν ο Κοσυφάκης να ήθελε να δώσει την πρόταση ο ίδιος για να κερδίσει μια πιο άμεση διαβεβαίωση από τον πατέρα του Νίκου ότι θα προωθήσει την πολιτική του καριέρα. Ή μπορεί να το είχε πάει κάποιο τσιράκι του, ο Βασίλης για παράδειγμα, ο οποίος καιγόταν για την αθωότητα του δημάρχου του και όλα του φαινόταν σωστά και λογικά. Όμως οι υποθέσεις της και η απουσία αποδείξεων δε θα τη βοηθούσαν να γράψει το άρθρο. Μόνο στη περίπτωση του γεφυριού είχε καταφέρει να ξετινάξει το Νίκο και την επιχείρηση, του το χρώσταγε μετά την άνανδρη συμπεριφορά του απέναντι στη Μάρθα. Μήπως της είχε γίνει εμμονή και έπρεπε να χαλαρώσει λίγο. Η ζωή της είχε καταντήσει να είναι μόνο ένα πράγμα, δουλειά. Πάντως μια φορά ο Στέφανος μόλις θα επέστρεφε δε θα την γλίτωνε.

Ίσως ο Στέφανος να ήταν η λύση που έψαχνε. Εκείνος δεν κόλλαγε πουθενά, έβγαζε τη δουλειά εις πέρας ακόμα και με άνομους τρόπους. Με λίγα λόγια δε διέφερε και  πολύ από το Νίκο. Αν του ζητούσε βοήθεια, μόνο και μόνο που θα μάθαινε ότι πρόκειται για τον πρώην αντίζηλο του, θα δεχόταν να συμβάλει ξετινάζοντας τον, για να αποδείξει στην πρώην του, ότι μέτραγε πολύ περισσότερο από τον οικονομημένο και επιπλέον δεν ήταν παιδί του μπαμπά του αλλά αυτοδημιούργητος. Θα άντεχε όμως να συνεργαστεί μαζί του, κι αν στο τέλος μπλεκόταν και το όνομα του Βασίλη. Όχι, αυτό η Ξένια δε θα το ήθελε με τίποτα, γιατί όσο αρπαχτικό ήταν ο Νίκος και ο πατέρας του άλλο τόσο ήταν κι ο Στέφανος, και γνώριζε από πρώτο χέρι ότι ήταν φορές που έλεγε ονόματα μόνο για εντυπωσιασμό, αφήνοντας αιχμές για κάποιους που μπορεί να μην ήταν καν αναμειγμένοι, και αν κάτι ειπωθεί στον Τύπο, άντε μετά να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας. Όχι καλύτερα να τον άφηνε εκτός. Δεν ήθελε να ανοίξει το κουτί της Πανδώρας, άλλωστε όπως και να είχε το πράγμα, τη δουλειά θα την τελείωνε η HIGH Α.Ε. αφού η Κοινοπραξία με το ζόρι στεκόταν πλέον στα πόδια της. Κι αφού δεν υπήρχαν χειροπιαστές αποδείξεις, δεν μπορείς απλά να χτυπάς τον τοίχο για να φοβηθούν τα ποντίκια, γιατί σε αυτή την περίπτωση, το πιο πιθανό είναι τα ποντίκια να μείνουν μέσα κάνοντας για λίγο ησυχία και το μόνο που να έχεις καταφέρει είναι να σε πονέσει το χέρι.

     

Ô

 

Ήταν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι και την κρατούσε στην αγκαλιά του, η Μάρθα με κλειστά τα μάτια της, είχε ακουμπισμένο το κεφάλι της πάνω στο στήθος του, ενώ το χέρι της χάιδευε το στομάχι του. Έσκυψε και της έδωσε ένα φιλί στην κορυφή του κεφαλιού και την άκουσε να γουργουρίζει ευχαριστημένη.

-Όμορφα δεν είναι; Σχολίασε για να συμφωνήσει εκείνος μαζί της.  

-Μάρθα να σου κάνω μια υποθετική ερώτηση;

-Πόσο υποθετική;

-Την αλήθεια; Ένιωσε μια κίνηση του κεφαλιού της, πάνω στο στήθος του, που υποδήλωνε ναι. Θα εξαρτηθεί από την απάντηση σου!

-Να την ακούσω.

-Θα με παντρευόσουν;

-Άσε μου δυο λεπτά να το σκεφτώ… Δεδομένου, ότι τριτώνει το θέμα με τις προτάσεις γάμου, και αν έλεγα και σε αυτή την περίπτωση όχι, θα έπρεπε να ψάχνω το πιο ψηλό ράφι για να πάω να καθίσω λόγω της αχαριστίας μου, ναι θα σε παντρευόμουν.

-Γι αυτό θα με παντρευόσουν; Την ρώτησε παραξενεμένος.

-Λίγο το έχεις μωρό μου, να ακούς για εφτά ζωές την γκρίνια της κυρίας Αγγελικής, επειδή έμεινα ανύπαντρη; Αλλά δεν την έχεις γνωρίσει και δεν ξέρεις! 

-Υπέροχα! Τον άκουσε να λέει παριστάνοντας τον απογοητευμένο.

-Η αλήθεια είναι ότι θα σε παντρευόμουν για έναν ακόμα λόγο, ο οποίος είναι πιο λάθος από τον προηγούμενο.

-Δηλαδή;

-Το ότι είμαι ερωτευμένη μαζί σου!

-Αλήθεια; Ρώτησε χαμογελώντας. Και γιατί είναι ο έρωτας λάθος λόγος;

-Γιατί μωρό μου, ο έρωτας σε καμία περίπτωση δε φημίζεται για την αντικειμενικότητα του, είναι σαν να προσπαθείς να οδηγήσεις μεθυσμένος, πόσες ελπίδες έχεις να φτάσεις στον προορισμό σου ζωντανός και χωρίς να τραυματίσεις κάποιον. Φαντάσου να πρέπει να κάνεις κι ολόκληρο ταξίδι από πάνω, ενώ στις φλέβες σου κυλάει καθαρό αλκοόλ

-Έτσι όπως το θέτεις ακούγεται σωστό, όμως προσωπικά αυτό το ταξίδι, μόνο ‘‘μεθυσμένος’’ θα ήθελα να το κάνω.

-Οπότε να περιμένω να επιστρέψεις τις επόμενες μέρες με ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα που θα κρύβουν ένα μονόπετρο μέσα, ή μήπως το δαχτυλίδι θα είναι στο ποτήρι με τη σαμπάνια, ή ίσως μέσα σε μια σοκολατίνα από το ζαχαροπλαστείο απέναντι. Άρχισε να ρωτάει με ενθουσιασμό.

-Ψάξε, ψάξε δε θα το βρεις!

-Και τι σημαίνει αυτό.

-Ότι αυτοί οι τρόποι είναι ξεπερασμένοι, ειδικά αυτός με τα τριαντάφυλλα δεν έχει και μεγάλα ποσοστά επιτυχίας, και ότι στην τελική σου έχω ήδη δώσει ένα μονόπετρο, αγάπη μου δεν έχω χρυσοχοΐο να αγοράζω συνέχεια μονόπετρα.

-Έτσι και καταλάβω ότι ο λόγος που θες να με παντρευτείς είναι επειδή μου έχεις δώσει ήδη το δαχτυλίδι, φυλάξου κύριε Σιώζο,  και εγώ δεν ξέρω τι θα γίνει.

-Μα πρέπει κάποιος σε αυτό το γάμο να είναι πρακτικός, δε συμφωνείς αγάπη μου; Η Μάρθα ανασηκώθηκε από το στήθος του ξαφνικά και τον κοίταξε στα μάτια, εκείνος ανησύχησε ότι το αστείο του δεν είχε πιάσει και σκεφτόταν να του επιτεθεί.

-Ναι!

-Ναι;

-Ναι, θα σε παντρευόμουν, και δε θα χρειαζόμουν άλλο δαχτυλίδι, ούτε σαμπάνιες, λουλούδια και γλυκά για να πειστώ να το κάνω. Μόνο να με κρατάς στην αγκαλιά σου τα βράδια και να με νανουρίζεις. Και ξέρεις και κάτι, αν είναι κάτι να συμβεί καλύτερα να μην καθυστερεί. Αφού έμεινε για λίγο να την κοιτάζει προσπαθώντας να καταλάβει αν εννοούσε αυτά που του έλεγε ή τον πέρναγε από κάποιο περίεργο θηλυκό τεστ, από αυτά που περνάν οι γυναίκες τους άντρες και μάλιστα με τόση μαεστρία ώστε εκείνοι να μην καταλαβαίνουν την ώρα που συμβαίνει, ότι δίνουν εξετάσεις, ο Δημοσθένης χαμογέλασε πονηρά.

-Ναι! Της είπε.

-Τι ναι, τον ρώτησε εκείνη απορημένη.

-Θα σε παντρευτώ, ή μήπως έκανα λάθος και αυτό το ‘‘αν είναι κάτι να συμβεί καλύτερα να μην καθυστερεί’’, δεν ήταν πρόταση για να παντρευτούμε;

-Ίσως και να ήταν, όμως δε θέλω να πιστεύεις ότι ανήκω στην κατηγορία των γυναικών που πετάνε την σκούφια τους για γάμο, και θα έλεγα ναι σε οποιονδήποτε.

-Το ξέρω μωρό μου, εδώ αρνήθηκες ολόκληρο Χαΐτογλου, με επιχείρηση του μπαμπά του.

-Ακριβώς, αλλά αυτόν ας μην τον ξανά αναφέρουμε.

-Δεν είχα σκοπό, είπε και τη βούτηξε ρίχνοντας την στο στρώμα.

Το επόμενο πρωί ο Δημοσθένης ξύπνησε με ιδιαίτερα καλή διάθεση για να πάει στη δουλειά, αφού έδωσε ένα φιλί στην γυμνή πλάτη της Μάρθας που εξακολουθούσε να κοιμάται, βγήκε από το δωμάτιο τραβώντας την πόρτα. Κι ενώ όλες τις προηγούμενες μέρες, από την στιγμή που είχε ξεκινήσει η συγκατοίκηση τους, προσπαθούσε, αν και δεν το κατάφερνε με ιδιαίτερη επιτυχία, να κάνει ησυχία, μετά το ναι της Μάρθας ήταν τόση η ευτυχία του, που ενώ ετοιμαζόταν, δεν σταμάταγε να σφυρίζει ένα σκοπό, είτε ήταν στην κουζίνα, είτε στο μπάνιο. Η Μάρθα κουρασμένη προσπάθησε να καλύψει τον ήχο από το σφύριγμα με το να βάλει το μαξιλάρι του πάνω από το κεφάλι της, όταν αναγνώρισε τον σκοπό από το τραγούδι που εκείνος σφύριζε με τόσο κέφι.

«Πλάκα μου κάνεις!» σκέφτηκε και σηκώθηκε. Βρήκε το Δημοσθένη στηριγμένο στο νεροχύτη, να κρατάει μια κούπα με καφέ.

-Μωρό μου σηκώθηκες; Είπε και της χάρισε το πιο πλατύ του χαμόγελο.

-Μόλις πριν από λίγες ώρες δέχτηκα να σε παντρευτώ, και εσύ απ όλα τα τραγούδια του ελληνικού και του παγκόσμιου ρεπερτορίου, επέλεξες να σφυρίξεις τον σκοπό από το, «Θα ζήσω ελεύθερο πουλί και όχι κορόιδο στο κλουβί, και ότι από κανάρα σε κανάρα θα πετάς!», τον είδε που το σκεφτόταν λίγο, πριν συνειδητοποιήσει τη γκάφα του, και κάνει ένα μορφασμό, δεν τον άφησε όμως να αρθρώσει λέξη, μόλις άνοιξε το στόμα του.

-Τι έχει στη συνέχεια το ρεπερτόριο, «Το κοίτα Μιχάλη μου το χάλι μου, κι ας τα παντρέματα παιδέματα;» Το νου σου Δημοσθένη…, είπε και του γύρισε την πλάτη για να επιστρέψει στο δωμάτιο.

Αφού παρέμεινε για λίγο σιωπηλός, πίνοντας τον καφέ του, πήρε το μπουφάν και έφτασε ως την έξοδο, μόλις άνοιξε την πόρτα στάθηκε για λίγο και άρχισε να σφυρίζει τον σκοπό από «Το κοίτα Μιχάλη μου το χάλι μου», μόλις άκουσε την πόρτα του δωματίου να ανοίγει, εκείνος τράβηξε την εξώπορτα και κατέβηκε βιαστικά την σκάλα, γελώντας.

 

Ô

 

Η γνωριμία με τα πεθερικά του άφησε στο Δημοσθένη ανάμεικτες εντυπώσεις, από τη μια ο πατέρας της Μάρθας ο οποίος είχε δείξει ικανοποίηση και χαρά όταν τον είχε γνωρίσει και φαινόταν ότι τον συμπαθούσε. Μόλις δε η Μάρθα ανέφερε ότι η ανακάλυψη του παλατιού έγινε εξαιτίας του, μιας και εκείνος είχε αναγνωρίσει από μια φωτογραφία που είχε η ίδια τραβήξει στα έργα, ότι εκείνα που φαίνονταν ήταν αρχαίες κολόνες και έκανε το παν για να έρθει το παλάτι στην επιφάνεια, ο Περικλής ενθουσιάστηκε ακόμα περισσότερο. Άρχισε να κάνει ερωτήσεις για τα ευρήματα, τις οποίες ο Δημοσθένης του εξήγησε, χωρίς να χρησιμοποιεί άγνωστους όρους για έναν απλό άνθρωπο που έχει περάσει όλη του τη ζωή στα χωράφια.

Αντιθέτως με τον Περικλή που είχε δείξει ότι τον ενέκρινε για την κόρη του από την πρώτη φορά που είχαν συναντηθεί, η μητέρα της Μάρθας ήταν στρυφνή και σοβαρή απέναντι του, ίσα που του απεύθυνε το λόγο, και αυτό μόνο στην περίπτωση που της έλεγε καλά λόγια για τα φαγητά της, αφού κι ο Δημοσθένης τα είχε βρει σκούρα με την Αγγελική και δεν ήξερε τι άλλο μπορούσε να πει για να ανοίξει κουβέντα μαζί της. Βλέποντας τα άγρια βλέμματα που έριχνε η κόρη στη μητέρα της, κατάλαβε σε πόσο πιο δύσκολη θέση ήταν κι από τον ίδιο η Μάρθα. Όταν την είχε πάει να γνωρίσει τους δικούς του, της φέρθηκαν και οι δύο άψογα και η Μάρθα έδειξε ενθουσιασμένη από τα δικά της πεθερικά. Φυσικά ο Δημοσθένης γνώριζε ποιος ήταν ο λόγος που η Αγγελική είχε κατεβασμένα μούτρα με την γνωριμία του και για άλλη μια φορά την ευθύνη έφερε ο Νίκος Χαΐτογλου. Υπό άλλες συνθήκες η Αγγελική θα πέταγε την σκούφια της αν πήγαινε κάποιος για την μικρή κόρη της, πόσες φορές δεν την είχε φάει ότι είχε φτάσει η ώρα να κάνει δική της οικογένεια, άλλωστε από τα δεκαοχτώ της είχε βαλθεί να την παντρέψει με το Σωτηράκη, όπως έλεγε κοροϊδευτικά η Μάρθα για το προξενιό της μάνας της. Ο Σωτηράκης λοιπόν είχε κάποια περιουσία, το ίδιο όμως και ο Δημοσθένης, αλλά κανείς από τους δυο τους, δεν διέθετε την πλειοψηφία των μετοχών σε μεγάλη κατασκευαστική επιχείρηση και φυσικά το επίθετο Χαΐτογλου. Επιπλέον ο Νίκος είχε καταφέρει να ρίξει λάσπη πάνω στο Δημοσθένη μετά το περιστατικό στο πανηγύρι, είχε ξεχάσει όμως να πει τον ακριβή λόγο που του είχε επιτεθεί, όταν φέρθηκε με τόσο άνανδρο τρόπο στην κοπέλα που ισχυριζόταν ότι αγαπούσε, όταν την βίαζε ψυχικά και σωματικά. Αυτά βέβαια δεν τα ήξερε η μητέρα της Μάρθας και δεν είχε την εξουσιοδότηση να της τα αποκαλύψει εκείνος. Άσχετο αν του την έδινε στα νεύρα, όσο καλά κι αν προσπαθούσε να το κρύψει, η συμπεριφορά της Αγγελικής που είχε μεγαλοπιαστεί και ήθελε γαμπρό επιχειρηματία.

Από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας τους εκείνη ήταν ψυχρή, μόλις τη ρώτησε «Τι κάνετε»; η απάντηση της ήταν «Μαγειρεύω», είδε τη Μάρθα να χάνει το χρώμα της, ενώ ο πατέρας δίπλα της, κούνησε ειρωνικά κεφάλι και χέρι και μουρμούρισε «Τι κάνεις Γιάννη, κουκιά σπέρνω»! Ενώ στο σχόλιο του συζύγου της, ότι ο Δημοσθένης δε θα πρέπει να τον αποκαλεί κύριο Περικλή, αλλά πατέρα, εκείνη πρόλαβε το Δημοσθένη, λέγοντας ότι πατέρας και μητέρα είναι αυτοί που σε γεννάνε. Για να αποφύγει τον καυγά που ετοιμαζόταν να ξεσπάσει, αφού είδε τη Μάρθα να αρχίζει να φορτώνει, γέλασε με το σχόλιο της πεθεράς του, και ακολούθησε βιαστικά στο αίθριο τον Περικλή, αλλά πρόλαβε και πήρε το αυτί του κάποιες από τις κουβέντες της Μάρθας, οι οποίες είχαν ξεφύγει πιο δυνατά, όσο κι αν προσπάθησε εκείνη να συγκρατήσει τη φωνή της χαμηλά, όμως τα νεύρα δεν της το επέτρεψαν.

-Εσύ μάλλον δεν είσαι μάνα, αλλά κακιά μητριά, και κάνε μια προσπάθεια όσο είμαστε εδώ να είσαι ευγενική. Ειδάλλως δε θα με ξαναδείς. Δεν επέτρεψε καμία δικαιολογία και με αυτό τον τρόπο η Μάρθα έδωσε τελεσίγραφο στη μητέρα της, ότι έπρεπε να πάρει απόφαση ότι από εδώ και στο εξής θα την έβλεπε πάντοτε μαζί του.

Μόλις φύγανε από το πατρικό της, φτάνοντας στην έξοδο του χωριού, η Μάρθα σταμάτησε το αυτοκίνητο στην άκρη και αναστέναξε.

-Συγνώμη μωρό μου!

-Για τί πράγμα αγάπη μου; ρώτησε παριστάνοντας τον ανήξερο εκείνος.

-Για τη συμπεριφορά της μάνας μου.

-Δεν πειράζει καρδιά μου, σκέψου μόνο πόσα γέλια θα κάνουμε όταν περάσουν τα χρόνια και σκεφτόμαστε τη σημερινή μέρα και τις θανατηφόρες ατάκες.

-Έχεις σκοπό να γελάς δηλαδή με τη μανούλα μου;

-Μόνο αν γελάς κι εσύ μαζί μου. Μα είναι δυνατόν, στο τι κάνετε, να απαντήσει μαγειρεύω. Η Μάρθα ξέσπασε σε δυνατά γέλια.

-Ο πατέρας μου ήταν καλύτερος με το τι κάνεις Γιάννη; Κουκιά σπέρνω. Αχ! Θεέ μου, είπε σκουπίζοντας τα μάτια της που είχαν δακρύσει από τα γέλια.

-Θες να οδηγήσω εγώ; Τη ρώτησε.

-Ναι, δέχτηκε εκείνη και βγήκαν από το αυτοκίνητο για να αλλάξουν θέσεις, μόλις η Μάρθα πήγε να τον προσπεράσει εκείνος την έπιασε από το χέρι και τραβώντας την πάνω του της έδωσε ένα φιλί στο στόμα. Ύστερα αφού χαμογέλασαν μπήκαν στο αμάξι. Γιατί χαμογελάς; Τον ρώτησε κοιτώντας τον, ενώ είχε καθίσει αναπαυτικά στη θέση του συνοδηγού.

-Σκέφτομαι τι άλλες παροιμίες θα μπορούσε να πει ο πατέρας στη μητέρα σου. Να μια καλή για παράδειγμα. Σαν θέλει η νύφη και ο γαμπρός…

-Στενοχωρήθηκες;

-Όχι, δε θα το έλεγα, αλλά δεν είναι και ευχάριστο να μην σε εγκρίνει η πεθερά σου.

-Αφού σε εγκρίνει η νύφη αγάπη μου, τι σε νοιάζει για την πεθερά!

-Αυτό έλειπε, να μην άρεσα ούτε στη νύφη και να ετοιμάζομαι για γάμο.

-Και στην τελική τι είναι πιο σημαντικό να αρέσεις στη νύφη ή στην πεθερά;

-Αν κρίνω από την τύχη του Σωτηράκη, που είχε στο πλευρό του τη μεγάλη δύναμη που ονομάζεται πεθερά και πάραυτα δεν κατάφερε τίποτα… μάλλον να αρέσω στη νύφη!

-Αν θες τουλάχιστον να γίνει ο γάμος, Μιχάλη μου.

-Μιχάλη μου; είπε και της έριξε μια βιαστική ματιά πριν ξανακοιτάξει τον δρόμο.

-Νομίζεις ότι δε σε άκουσα τις προάλλες που άλλαξες ρεπερτόριο στο σφύριγμα. Ο Δημοσθένης έβαλε τα γέλια.

-Ναι, γέλα, γέλα… του είπε γλυκά, χαϊδεύοντας του το μάγουλο.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ

Επτά μήνες αργότερα…

 

Οι πρώτοι εφτά μήνες του έτους, είχαν κυλήσει πολύ γρήγορα, από τη μία οι προσπάθειες να φέρουν στο φώς το παλάτι του Πύρου, παρά τις αρχικές τρικλοποδιές που μπήκαν από την HIGH Α.Ε. και το δήμαρχο, και από την άλλη οι προετοιμασίες του γάμου, με το τρέξιμο που απαιτεί η μέρα από το ζευγάρι για να είναι όλα στην εντέλεια. Μια εβδομάδα τους έμενε και όμως η Μάρθα πάντα έβρισκε κάτι να αλλάξει, κάτι να διορθώσει. «Οι γυναίκες είναι εμμονικές με την ημέρα του γάμου τους»! σχολίαζε ο Δημοσθένης στο Γιάννη, «Τι να κάνουν κι αυτές οι καημένες, έχουν μάθει από μικρά κοριτσάκια να την ονειρεύονται». Από την πλευρά του ο Δημοσθένης είχε αναπτύξει μια εντελώς διαφορετική θεωρία, με λίγα λόγια ήταν ένα τεστ που περνάνε οι μελλοντικοί σύζυγοι ώστε να είναι σίγουρες εκείνες, ότι ο καλός τους θα αντέξει να σηκώσει το βάρος του έγγαμου βίου, μέχρι να τους χωρίσει ο θάνατος. «Εσύ φαγώθηκες φίλε μου να παντρευτείς!», τον πείραζε ο Γιάννης και ο Δημοσθένης εξηγούσε ότι εκείνον δεν τον αφορούσε η ημέρα της τελετής και του πανηγυριού που θα ακολουθούσε μετά, αλλά το έπειτα, το να είναι μαζί.

-Ούτως ή άλλως μαζί της ήσουν.

-Είναι αλλιώς.

-Πάντως μη νομίζεις ότι κι εγώ ως κουμπάρος έχω πολύ λιγότερα τρεχάματα. Άσε που με αυτή που έχω μπλέξει με τρέχει αριστερά και δεξιά να δούμε το ένα και το άλλο.

-Σε έχει βάλει το Χριστινάκι να κάνεις πρόβα για τα δικά σας;

-Ας την ενημερώσει κάποιος ότι θα αργήσουν τα δικά μας! Ο Δημοσθένης χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι του.

-Πάντως τι να σου πω αδέρφι, το βλέπω στη δεξίωση μετά το γάμο να πέφτω ξερός πάνω στο γαμήλιο τραπέζι και ενώ οι άλλοι θα χορεύουν και θα το γλεντάνε εγώ να κοιμάμαι, ούτε την πρώτη νύχτα δεν ξέρω αν θα καταφέρω να τιμήσω.

-Μην ακούω τέτοια, την πρώτη νύχτα απαιτείται να την τιμήσεις.

-Μη νομίζεις ότι θα έχω και πολύ καλές αποδόσεις!

-Αυτά αφορούν τη νύφη, κανόνισε μόνο μην την επόμενη μέρα του γάμου, τρέχετε για διαζύγιο.

-Λες και δεν ξέρει ότι είμαι δυναμίτης!

-Όχι, δεν το ξέρω, από πού να το ξέρω;

-Άντε ρε βλάκα!

-Άντε δυναμίτη, πάμε για δουλειά τώρα, δεν ξεκίνησε ακόμα η γαμήλια άδεια σου.

 

Ô

 

Παραμονές του γάμου… 

Με κλειστά τα μάτια, σάλεψε λίγο πάνω στο στρώμα, τεντώνοντας το σώμα της ενώ χασμουρήθηκε. Τα βλέφαρα της άνοιξαν για να δει δίπλα της το Δημοσθένη, να στηρίζεται στο χέρι του και να την κοιτάζει χαμογελώντας. Χωρίς να του πει τίποτα, τον πλησίασε και αφού έδεσε τα χέρια της γύρω από το κορμί του, ακούμπησε το κεφάλι της κάτω από το δικό του και ξαναέκλεισε τα μάτια της. Τον άκουσε να μουρμουράει κάτι, όμως εκείνη δεν ήθελε να ξεκολλήσει από πάνω του. Ύστερα πέρασε και τα δικά του χέρια γύρω από το κορμί της, σφίγγοντας την ακόμα περισσότερο πάνω του.

-Θα μου λείψεις απόψε. Της είπε σιγά, ακουμπώντας τα χείλη του στο αυτί της.

-Γιατί που θα πας; Τον ρώτησε, σηκώνοντας το κεφάλι της για να συναντήσει το στόμα της το δικό του.

-Θα μείνω στο πατρικό μου, βλέπεις το έθιμο απαιτεί το βράδυ, παραμονές του γάμου να μη συναντηθεί το ζευγάρι.

-Ηλίθια έθιμα! Μουρμούρισε η Μάρθα και χαμήλωσε το κεφάλι της πάλι για να ακουμπήσει στο στήθος του. Και γιατί πρέπει να υπακούσουμε στο έθιμο υπάρχουν τόσα άλλα που δεν ακολουθούμε.

-Ας ακολουθήσουμε και τα υπόλοιπα τότε. Τι λες μεθαύριο το πρωί να βγάλουμε το σεντόνι.

-Που να τρέχουμε να σφάζουμε κοκόρια!

-Κόκκινο μανό δεν έχεις;

-Ούτε να μου αναφέρουν δε θέλω ένα έθιμο που υποβίβαζε τόσο πολύ το γυναικείο φύλο και τις επιθυμίες του.

-Ξύπνησα τη φεμινίστρια μέσα σου μωρό μου;

-Δεν έχει κοιμηθεί και ποτέ. Το ότι κάποτε, και που δυστυχώς ακόμα και σήμερα σε κάποια μέρη, διατηρούνται σκουριασμένες αντιλήψεις, που θεωρούν ότι οι γυναίκες δεν είναι ακριβώς άνθρωποι αλλά υποκείμενα αντρικής εκμετάλλευσης μόνο και μόνο εξαιτίας της μυϊκής υπεροχής του ανδρικού φύλου, με τρελαίνει.

-Δυστυχώς δε θα πάψουν να υπάρχουν όσο κάποιοι επιτρέπουν να διαιωνίζονται τέτοιες αντιλήψεις για τα προσωπικά τους οφέλη, και χωρίζουν τους ανθρώπους, ανάλογα με το φύλο, το χρώμα, τις φυλές, τις σεξουαλικές προτιμήσεις, το ανθρώπινο είδος θα διασπάται και θα μάχεται.

-Το κακό είναι ότι ενώ έχουν αυτοί το πρόβλημα που το κάνουν, ξαφνικά το θέμα μετακινείται και γίνεται πρόβλημα για τους υπόλοιπους. Πόσες φορές όταν μια γυναίκα πέφτει θύμα κακοποίησης δε θα σχολιάσουν κάποιοι, ακόμα και άλλες γυναίκες, ότι τα ήθελε ο κώλος της και καλά έπαθε. Όταν θα πάει στην αστυνομία να καταγγείλει την κακοποίηση της, πόσοι από τους αστυνομικούς δε θα την κοιτάξουν υπεροπτικά, ώστε να την κάνουν να ντραπεί.

-Μάρθα τι σε βασανίζει; Είπε και ανασήκωσε το πρόσωπο της για να την κοιτάξει. Εκείνη αναστέναξε.

-Τίποτα, μου φτάνει που είσαι εδώ!

-Καρδιά μου, μήπως πρέπει να μιλήσεις σε κάποιον, δε θέλω να σε πιέσω, θέλω απλά να το σκεφτείς. Το να το πεις στην Ξένια και να το παραδεχτείς σε εμένα, ίσως δε σε έχει βοηθήσει να το ξεπεράσεις. Ίσως να έπρεπε να δεις κάποιον ειδικό.

-Φοβάμαι, ότι θα ξανασυμβεί Δημοσθένη, είπε και σφίχτηκε επάνω του.

-Δε θα τολμήσει! Μην ανησυχείς.

-Αύριο που θα ετοιμαστείς; Ρώτησε για να αλλάξει θέμα.

-Στο πατρικό μου, η μάνα μου ούτε να ακούσει δε θέλει να βγω γαμπρός από άλλο σπίτι.

-Οπότε μέχρι να παντρευτούμε έχω στη διάθεση μου δύο σπίτια.

-Ακριβώς, όμως τι έχεις σκοπό να κάνεις, θα περάσεις το βράδυ σου με το να πηγαινοέρχεσαι από το ένα στο άλλο;

-Δεν έχω αποφασίσει τι θα κάνω, αν και φοβάμαι ότι κάτι κανονίζει η Χριστίνα με την Ξένια, δε βλέπω να περνάω ήσυχα το βράδυ μου. Πολύ φοβάμαι ότι θα τηρήσουμε τα αμερικάνικα έθιμα!

-Θα έχει και αντρικό στριπτίζ;

-Ελπίζω πως όχι, ειδικά αν το έχει κανονίσει η Τζέιν της παρέας, θα μου κουβαλήσει τον Ταρζάν…

-Η Τζέιν να υποθέσω ότι είναι η Ξένια; Καλά ο Ταρζάν δε θα έχει και πολλά να βγάλει. Πάντως δεν την είχα και τόσο kinky την κουμπάρα!

-Δεν έχεις μπει στο δωμάτιο της γι αυτό!

-Σοβαρά τώρα;

-Όχι βέβαια, απλά ήθελα να δω αν θα τσιμπήσεις.

-Πότε έρχεται η Ξένια;

-Σήμερα. Φαντάζομαι ότι είναι ήδη στον δρόμο.

 

Ô

 

Το μόνο που θα επιθυμούσε η Μάρθα για εκείνο το βράδυ ήταν να μείνει στο διαμέρισμα της και να χαζέψει τηλεόραση στον καναπέ. Το ότι θα παντρευόταν την επόμενη ημέρα δε σήμαινε ότι από εκεί και στο εξής θα έμενε κλεισμένη στο σπίτι να υπηρετεί τον άντρα αφέντη. Και έπειτα από τα στέφανα θα ήταν ελεύθερη να απολαμβάνει εξόδους με ή χωρίς το σύζυγο της. Από την άλλη και να έκανε τη μεγάλη έξοδο όπως την χαρακτήριζε η Ξένια, η οποία είχε παρασύρει και το μικρό και αθώο Χριστινάκι, δε σήμαινε ότι θα είχε το ελεύθερο να ξελογιαστεί από έναν άλλον άντρα και να κάνει το κέφι της μαζί του έστω για μία βραδιά. Άλλωστε το είχε δοκιμάσει μια φορά στο παρελθόν, όχι και με ιδιαίτερη επιτυχία, αφού η περιπέτεια με το συνάδελφο της είχε καταλήξει σε σχέση, χωρίς να έχει δώσει πρώτα το πασαπόρτι στον άντρα που είχαν δεσμό για πάνω από ένα χρόνο. Αντί όμως να σκέφτεται τα παλιά που την είχαν φέρει σε δυσμενή θέση, και είχε εγκαταλείψει την Αθήνα, ας εστίαζε στο ότι τελικά όλα είχαν γίνει για καλό, αφού εντελώς απρόσμενα βρέθηκε με τον ιδανικό άντρα που ήταν στα μάτια της ο Δημοσθένης. Άλλωστε και να συναντούσε κάποιον εκείνο το βράδυ, ο οποίος θα προσπαθούσε να την ξελογιάσει, δεν υπήρχε περίπτωση να το καταφέρει, αφού γνώριζε ότι ο άνθρωπος της ήταν ο αυριανός της σύζυγος με το νόμο Θεού και ανθρώπων.

Η Ξένια μόλις έφτασε στην Άρτα, πέρασε από τη Μάρθα για να πάρει τα κλειδιά από το διαμέρισμα ώστε να πάει να μείνει εκεί, αφού της το είχε παραχωρήσει η φίλη της. Τελικά αν και της έδωσε τα κλειδιά τα οποία και έβαλε αμέσως στην τσάντα της, της πρότεινε να μείνει μαζί της, αφού ο Δημοσθένης θα έμενε στο πατρικό του μέχρι την ώρα που θα πήγαινε στην εκκλησία. Δεν ήταν καθόλου άσχημη η ιδέα να έχουν μια τελευταία ευκαιρία να περάσουν όπως όταν έμεναν μαζί στην Αθήνα. «Εξαιρείτε η πάστρα», προσπάθησε να ξεκαθαρίσει η Ξένια. «Αυτό θα το έλεγα κι εγώ, δε θέλω να σε βλέπω να γυρνάς όλη τη μέρα δεξιά και αριστερά και να συμμαζεύεις τα πράγματα αλλάζοντας τους θέση». Αφού η φίλη της έκανε ένα μπάνιο και ξάπλωσε για μεσημέρι, σηκώθηκε κεφάτη και έφυγε δίνοντας διαταγή στη Μάρθα όταν θα επέστρεφε να είναι έτοιμη για τη μεγάλη έξοδο. Η νύφη δεν πρόλαβε να διαμαρτυρηθεί, αφού η Ξένια είχε προλάβει να βγει από το σπίτι για κάποιο κρυφό ραντεβού. Αφού έκανε ένα ντους, βγήκε από το μπάνιο τόσο χαλαρή που το μόνο που ήθελε ήταν να πέσει να κοιμηθεί μέχρι το επόμενο πρωί που θα ξεκινούσαν οι ετοιμασίες. Τελικά άνοιξε την τηλεόραση και χάζευε τις επαναλήψεις που έβαζαν τα κανάλια για το καλοκαίρι.

Η πόρτα άνοιξε και η Ξένια μπήκε με τη συνοδεία της Χριστίνας.

-Τώρα σοβαρά! Ήταν το μόνο που είπε η Ξένια ρίχνοντας της ένα από εκείνα τα βλέμματα με τα οποία την κεραυνοβολούσε όταν έμεναν μαζί και δε συμφωνούσαν σε κάτι.    

-Πρέπει να ξεκουραστώ, το ξενύχτι θα κουράσει την επιδερμίδα μου και θέλω να φαίνομαι φρέσκια αύριο στο γάμο. Γιατί δε μένουμε εδώ, μπορούμε να κάνουμε τόσα πράγματα.

-Όπως; Να σκουπίσουμε, μάλλον άσε, βρήκα κάτι πιο διασκεδαστικό, να φτιάξουμε κέικ, γεμίζοντας την κουζίνα με αλεύρι που θα πετάμε η μία στην άλλη. Οπότε να σκουπίσουμε μετά.

-Η αλήθεια είναι ότι δε θα με πείραζε να φτιάξεις ένα από εκείνα τα υπέροχα κέικ με τη ρευστή σοκολάτα να ρέει από μέσα. Ένα ακόμα άγριο βλέμμα της Ξένιας έκανε τη Μάρθα να συνετιστεί. Θα μπορούσαμε να παίξουμε επιτραπέζια.

-Σοβαρά τώρα, με ξέρεις εμένα από τους ανθρώπους που παίζουν επιτραπέζια;

-Όχι ε;

-Δεν ήξερα να κουβαλήσω και τις Barbie μου. Ακούς εκεί επιτραπέζια, που μόλις ακούω ότι σε κάποιον αρέσει να παίζει trivial τον φαντάζομαι καλυμμένο με ιστό αράχνης.

-Η αλήθεια είναι ότι εσύ μισούσες τα επιτραπέζια ανέκαθεν. Μπορούμε να νοικιάσουμε μια ταινία και να τη δούμε.

-Μάρθα, δε θα το πω δεύτερη φορά, θα πάω τώρα μέσα να ετοιμαστώ, σε ένα τέταρτο το καλό που σου θέλω να είσαι έτοιμη. Αύριο μετά το γάμο δε θα έχουμε την ευκαιρία να ειδωθούμε. Φεύγεις για Μάλτα, οπότε τις λίγες μέρες που εγώ θα είμαι εδώ εσύ θα είσαι αλλού, οπότε σήκω να ετοιμαστείς, αμέσως.

-Οπότε δεν τον γλιτώνω τον Ταρζάν!

-Τον ποιον;

 

Ô

 

Τελικά προς μεγάλη ανακούφιση της Μάρθας η Ξένια δεν είχε κανονίσει τίποτα, αντιθέτως πήγαν σε ένα απλό μπαράκι, με χαμηλωμένη τη μουσική και τα φώτα. Διάλεξαν ένα τραπέζι το οποίο ήταν ελεύθερο και κάθισαν παραγγέλνοντας η καθεμία τους από ένα δυνατό κοκτέιλ. Η Μάρθα κοίταξε το δερμάτινο καναπέ που κύκλωνε το τραπέζι τους, σίγουρα μετά το ποτό που της είχε παραγγείλει η Ξένια θα έπεφτε ξερή σε αυτόν για να κοιμηθεί. Τι παράξενο κι αυτό, ενώ πίστευε ότι θα είναι σε υπερένταση και δε θα μπορεί να κλείσει μάτι όλη νύχτα, η μοναδική της επιθυμία, απ’ όταν χωρίστηκαν το πρωί με το Δημοσθένη κι αφού απόλαυσαν για μια τελευταία φορά το προγαμιαίο σεξ, ήταν να παραμείνει ξαπλωμένη στο κρεβάτι τους και να σκέφτεται τον αρραβωνιαστικό της. Κι ενώ όλα κυλούσαν ήσυχα, με χαλαρές κουβέντες ανάμεσα στα κορίτσια, ξαφνικά τα φώτα έσβησαν και η μουσική από το HOT STUFF άρχισε να παίζει στα ηχεία, από την εισαγωγή η Μάρθα ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι ενώ ήξερε τι έπρεπε να περιμένει, όταν ένας προβολέας άναψε και πάνω στο τραπέζι τους βρέθηκε ένας άντρας.

Με το ένα του πόδι να πατάει πάνω σε ένα λάστιχο αυτοκινήτου που είχε βρεθεί κι αυτό μαζί του πάνω στο τραπέζι, φορώντας μια τζιν ολόσωμη φόρμα κι από μέσα ένα άσπρο μπλουζάκι, που φαινόταν να είναι λερωμένο από γράσο, με τη μια τιράντα ήδη λυμένη να κρέμεται από τη φόρμα εργασίας, και κρατώντας στο δεξί του χέρι ένα γρύλο, ο νεαρός άντρας χτυπούσε ρυθμικά το πόδι του πάνω στο λάστιχο πριν αρχίσει να λικνίζεται, ενώ κατέβαζε το πάνω μέρος της φόρμας ως το παντελόνι και με μια βιαστική κίνηση αφαιρούσε το μπλουζάκι του, για να φανεί το καλογυμνασμένο του κορμί. Η Μάρθα ένιωσε τα μάγουλα της να κοκκινίζουν, ενώ κάπως έτσι πρέπει να ένιωθε και η Χριστίνα που ντρεπόταν να κοιτάξει τον χορευτή, η μόνη που είχε ένα αυτάρεσκο χαμόγελο που είχε καταφέρει να το οργανώσει όλο αυτό τόσο καλά παρά τις λίγες ώρες που βρισκόταν στην Άρτα, ήταν η Ξένια. Το άσπρο μπλουζάκι μόλις βγήκε κατέληξε στη Μάρθα, η οποία αμήχανα το πήρε και το δίπλωσε αφήνοντας το δίπλα της, προκαλώντας έναν ειρωνικό μορφασμό στη δημοσιογράφο. Αφού πήδηξε από το τραπέζι, παραμένοντας όμως γύρω από αυτό, έκανε τις φιγούρες του αφαιρώντας και την υπόλοιπο στολή εργασίας. Παραμένοντας μόνο με ένα σέξι εσώρουχο, και έχοντας περάσει τα χέρια του πίσω από το κεφάλι του λικνιζόταν  μπροστά από τη Μάρθα, η οποία δεν ήξερε προς τα πού να στρέψει το κεφάλι της από την αμηχανία. Σε μια προσπάθεια του χορευτή να πιάσει το χέρι της Μάρθας και να το ακουμπήσει πάνω στον εσώρουχό του, εκείνη το τράβηξε, προκαλώντας του ένα μειδίαμα. Αφού τελείωσε το μαρτυρικό τραγούδι με διάρκεια κάτι λιγότερο των τεσσάρων λεπτών, που της νύφης της φάνηκε αιώνας, ο χορευτής πήρε το χέρι της Μάρθας και το φίλησε, και μέσα σε χειροκροτήματα από το γυναικείο κοινό του μαγαζιού, αφού μάζεψε τα πράγματα του ξεκίνησε να φύγει, για να τον φωνάξει πίσω η Ξένια να πάρει τον ξεχασμένο γρύλο του.

-Είσαι τρελή! Της είπε κατακόκκινη η Μάρθα!

-Απαιτείται φιλενάδα, τι μόνο το Δημοσθένη θα αφήσουμε να απολαμβάνει βρώμικο σεξ παραμονές του γάμου σας!

-Ο Δημοσθένης δε θα κάνει τίποτα παραμονές του γάμου του.

-Όχι το αγοράκι μου, θα είναι στο κρεβατάκι του τέτοια ώρα και αφού θα το σκεπάσει η μαμά του και θα το σταυρώσει, θα κλείσει τα ματάκια του και θα δει αθώα όνειρα με αρκουδάκια, γλειφιτζούρια και ζαχαρωτά. Ειρωνεύτηκε η δημοσιογράφος.

-Όχι, θα δει βρώμικα πράγματα αλλά θα τα κάνει με εμένα! Γιατί επέλεξες ο χορευτής να είναι ντυμένος μηχανικός αυτοκινήτων;

-Γιατί κοπέλα μου έχεις πάθει εξάρτηση με το Δημοσθένη, οπότε μιας και λόγω εθίμου δεν μπορούσαμε να έχουμε τον ίδιο, σκέφτηκα να μην ξεφύγω πολύ από το σενάριο.

-Μπορούσες να βάλεις αρχαιολόγο, σχολίασε ήρεμα η Χριστίνα.

-Καλώς την, να που ξύπνησε και το μικρό. Είπε η Μάρθα ενοχλημένη.

-Αρχαιολόγο! Που να κουβαλάει αγάλματα ο άνθρωπος… θα πάθαινε κοίλη και θα θεωρούταν εργατικό ατύχημα.

-Μπορούσε να έχει μικρά, συμβολικά του θεού Διόνυσου ή του Γανυμήδη…

-Λίγες ώρες πέρασε μαζί σου και άκου τι λέει! Έφριξε η Μάρθα από τα πειράγματα που της έκαναν τα δύο κορίτσια.

-Αρχαιολόγο, μπορεί να έχουν βάλει στο αντρικό πάρτι, αν ήμουνα Γιάννης θα το σκεφτόμουν.

-Δηλαδή θα δουν κι εκείνοι στριπτίζ; αναρωτήθηκε ενοχλημένη η Χριστίνα. Η Ξένια πίνοντας το ποτό της, της έριξε μια ματιά ειρωνικής κατανόησης, ενώ μόλις πρόσεξε το βλέμμα της Μάρθας που κοίταζε κάπου πίσω της το ακολούθησε για να δει το Βασίλη να στηρίζετε πάνω στην πλάτη του δερμάτινου καναπέ και να τις ακούει να μιλάνε.

-Εργένικο παρτάκι; Ρώτησε.

-Κι εσείς εδώ; Ρώτησε τρομοκρατημένη η Χριστίνα.

-Από πότε μου μιλάς στον πληθυντικό Χριστίνα; Και χωρίς να περιμένει απάντηση έστρεψε την προσοχή του στην Ξένια. Ώστε αυτά κανονίζει η κουμπάρα πίσω από την πλάτη του κουμπάρου;

Η Ξένια πίνοντας μια γερή γουλιά από το ποτό της ανασήκωσε απλά ειρωνικά το φρύδι της.

-Καλά, εσύ γιατί δεν είσαι με τους άλλους; Τον ρώτησε η Μάρθα, γνωρίζοντας το πόσο καλή σχέση είχε με το Δημοσθένη ο ξάδερφος του.

-Δεν ξέρω αν θα έκαναν κάτι. Το πιο πιθανό να είναι με το Γιάννη να τρώνε σουβλάκια, να πίνουνε μπύρες και να λέει ο ξάδερφος μου το πόσο ευτυχισμένο τον κάνεις, σχολίασε προκαλώντας ένα χαμόγελο στη Μάρθα. Εγώ χωράω στην παρέα σας ή δε θέλετε άντρες ανάμεσα σας.

-Οι άντρες είναι πάντοτε ευχάριστη και επιθυμητή συντροφιά. είπε η Μάρθα και εκείνος μην χάνοντας την ευκαιρία κάθισε δίπλα στην Ξένια, αναγκάζοντας την να κάτσει πιο μέσα στον καναπέ. Ενώ τα δυο κορίτσια συζητούσαν μαζί, η Ξένια γύρισε και έριξε ένα ενοχλημένο βλέμμα στο Βασίλη.

-Γιατί κατηγορούμε αυτή τη φορά;

-Αυτή τη φορά; Την προηγούμενη γιατί κατηγορήθηκες;

-Για συγκάλυψη και συμμετοχή στη διαφθορά;

-Δεν ξέρω τι ρόλο έπαιξες στο διαγωνισμό, όμως τώρα σε έστειλε ο Δημοσθένης για να μας επιβλέπεις, όμως το καλό κομμάτι δεν μπόρεσες να το εμποδίσεις. Του είπε έχοντας ανασηκωμένο το κεφάλι παραπάνω από το κανονικό.

-Ήξερε ο Δημοσθένης ότι θα είσαστε εδώ;

-Είναι ένα θέμα που πρέπει να το εξετάσω.

-Φαντάζομαι ότι στο δικό σου εργένικο πάρτι ο στρίπερ θα είναι ντυμένος αστυνομικός. Από το δυνατό γέλιο που έβαλε, ο Βασίλης κατάλαβε ότι η Ξένια είχε μεθύσει, μόλις έσκυψε στο αυτί και του ψιθύρισε ότι προτιμάει εκείνη να ντύνετε αστυνομικός και να τιμωρεί τα άτακτα αγόρια, όταν το απαιτεί η περίσταση, αφήνοντας σεξουαλικό υπονοούμενο, εκείνος βεβαιώθηκε ότι είχε πιει πολύ και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αν δεν έφευγαν σύντομα, στο γάμο η κουμπάρα θα είχε φρικτό πονοκέφαλο. Με ένα βλέμμα που αντάλλαξε με τη Μάρθα εκείνη κατάλαβε, οπότε με το δικαίωμα της νύφης που ήθελε να είναι όμορφη και φρέσκια τη μέρα του γάμου της, ανάγκασε την παρέα να αποχωρήσει από το μπαρ.  

  

Ô

 

 Αφού συνόδεψαν τη Χριστίνα στο σπίτι της, τα κορίτσια πήραν τον δρόμο της επιστροφής. Φτάνοντας η Μάρθα βοήθησε την Ξένια να ανέβει τις σκάλες, ξεκλείδωσε την πόρτα και μπήκαν, στο σπίτι επικρατούσε η απόλυτη ησυχία και συσκότιση. Άναψε τα φώτα και άφησε την Ξένια να πάει πρώτη στο μπάνιο, ενώ η ίδια κάθισε σε μια πολυθρόνα, το ρολόι απέναντι της έδειχνε μόλις μία μετά τα μεσάνυχτα. Κοίτα που μέσα σε δύο μόλις ώρες, έφυγαν, πήγαν στο μπαρ, ήπιαν τα ποτά τους, -η Ξένια πρέπει να ήπιε κάτι παραπάνω- και απόλαυσαν αντρικό στριπτίζ το οποίο έπρεπε να παραδεχτεί ότι ήταν πολύ καλό, και αν δεν ήταν η ίδια η νύφη ίσως να το είχε απολαύσει περισσότερο. Τελικά ο γάμος λειτουργούσε ανασταλτικά επάνω της, ήλπιζε μόνο να είναι κάτι το παροδικό και σύντομα να έβρισκε τον παλιό εαυτό της, τις σκέψεις της διέκοψε η πόρτα της τουαλέτας που άνοιξε και βγήκε η Ξένια.

-Πάω για ύπνο, θα ήθελα πολύ να σου κάνω παρέα, αλλά το ταξίδι με έχει κάνει κουρέλι. Να με ξυπνήσεις όταν θα φεύγετε με το Δημοσθένη για Μάλτα.

-Θες να μου πεις ότι δε θα έρθεις στο γάμο;

-Είναι κι αυτό, το ξέχασα, τότε να με ξυπνήσεις είκοσι λεπτά πριν φύγουμε για την εκκλησία, είπε και σηκώνοντας το χέρι της προς χαιρετισμό, εξαφανίστηκε  στο δωμάτιο.

Όταν ετοιμάστηκε και η Μάρθα, κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο της, ανοίγοντας την πόρτα, έψαξε στα τυφλά τον διακόπτη για να ανάψει το φως, μόλις αντιλήφθηκε άλλη μια παρουσία στο δωμάτιο ακούμπησε το χέρι στο στήθος, στο μέρος της καρδιάς της και έκανε ένα βήμα πίσω. Ο Δημοσθένης ήταν ξαπλωμένος κάτω από τα σκεπάσματα και την κοιτούσε χαμογελαστός. Αφού του έριξε ένα άγριο βλέμμα, για την τρομάρα που της είχε προκαλέσει, τον ρώτησε τι γύρευε εκεί. Ο αρραβωνιαστικός της, αρκέστηκε να τραβήξει το σκέπασμα από την πλευρά της και να της κάνει νόημα να πάει κοντά του. Η Μάρθα έβγαλε τα ρούχα της και μένοντας με τα εσώρουχα, επιτρέποντας του να χαζέψει για λίγο το κορμί της πήγε και ξάπλωσε δίπλα του. Χωρίς προλόγους την άρπαξε και την κόλλησε πάνω του φιλώντας την παντού, ενώ της αφαιρούσε τα εσώρουχα.

-Πιο σιγά, θα ξυπνήσει η Ξένια!

-Δεν ξυπνάει ούτε με σειρήνες πολέμου αυτή τώρα! Είπε και την έσφιξε ακόμα περισσότερο επάνω του.

Λίγη ώρα αργότερα και αφού η αναπνοή τους είχε επανέρθει, η Μάρθα τον ρώτησε τι απέγινε το έθιμο που εκείνος επέμενε να κρατήσουν. Ο Δημοσθένης αφού χαμογέλασε πονηρά, σχολίασε ότι αφού στο γάμο τους τήρησαν τα αμερικάνικα έθιμα, μάλλον επιτρεπόταν να είναι λίγες ώρες μαζί με τη νύφη παραμονές του μυστηρίου, πριν συνεχίσει η Μάρθα ένιωσε να τη δαγκώνει η ζήλεια που και εκείνος είχε παρακολουθήσει μια άλλη γυναίκα να γδύνετε μπροστά του, την οποία θα του την είχε κανονίσει ο άθλιος κουμπάρος. Στη συνέχεια της φράσης του όμως κατάλαβε ότι αναφερόταν στο νεαρό χορευτή που ήταν ντυμένος μηχανικός αυτοκινήτων και τον είχε παρακολουθήσει η ίδια με τις φίλες της να λικνίζεται. «Είναι μεγάλο καρφί ο Βασίλης», σχολίασε εκείνη, για να διαφωνήσει μαζί της, και να της εξηγήσει ότι απλά είχε παίξει το ρόλο του κατάσκοπου. Ο Δημοσθένης με την αντροπαρέα του, ήταν στο απέναντι μπαρ, από εκείνο που είχαν καταλήξει η νύφη με τη μικρή της παρέα, αλλά αδιαμφισβήτητα πιο οργανωμένη από τη δική τους. Ο καθένας από τη συντροφιά νόμιζε ότι είχε αναλάβει το θέμα του στριπτίζ κάποιος άλλος. Και ενώ όλοι σιωπηλά αδημονούσαν να εμφανιστεί η νοσοκόμα, «ΝΟΣΟΚΟΜΑ» σχολίασε η Μάρθα, «μήπως πρέπει να κρατήσω σημειώσεις;», ο γαμπρός γέλασε  αλλά με ένα σκούντημα της Μάρθας συνέχισε τη διήγηση του. Ξαφνικά δημιουργήθηκε αναταραχή στο απέναντι μπαρ, και από κάποιους θαμώνες του έμαθαν τι συνέβαινε, μόλις άκουσαν ότι πρόκειται για γυναικείο, εργένικο πάρτι, κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και αποφασίστηκε να σταλεί ο Βασίλης για την επιχείρηση κατασκοπείας. Ο Γιάννης ήθελε να πάει ο ίδιος και να σύρει την Χριστίνα από τα μαλλιά έξω αν ήταν όντως η δικιά τους παρέα. «Α! τον βάρβαρο» σχολίασε η Μάρθα, τελικά ο μόνος που μπορούσε να είναι πιο ψύχραιμος και να μην καρφωθεί αλλά και να πλησιάσει αρκετά την παρέα των κοριτσιών, χωρίς φόβο αφού δεν υπήρχε ερωτική σχέση με κάποια εξ αυτών, ήταν ο Βασίλης, ο οποίος αποδείχτηκε ακόμα πιο ιδανικός για τα καθήκοντα που είχε αναλάβει, αφού όχι απλά είχε πάρει την πληροφορία που ήθελαν, αλλά κατάφερε μέσα σε ελάχιστο χρόνο να τις διώξει.

-Ώστε είχε δίκιο η Ξένια, όταν ισχυρίστηκε ότι ήταν γι’ αυτό τον σκοπό εκεί ο Βασίλης και ότι όλα όσα έλεγε ήταν φαμφάρες.

-Δημοσιογραφικό δαιμόνιο η κουμπάρα!

-Μας πήρε τα αυτιά η κουμπάρα όταν γυρίζαμε. Αλλά εσύ τι κάνεις εδώ; Γιατί το σχολάσατε τόσο γρήγορα;

-Ντροπιασμένοι που μας είχατε βάλει τα γυαλιά και αφού αποκαλύφτηκε ότι καμιά νοσοκόμα δε θα εμφανιζόταν στο τραπέζι μας, να τα πετάξει όλα και να μείνει μόνο με το λευκές διχτυωτές κάλτσες, τις ψηλοτάκουνες γόβες και τις ζαρτιέρες, σπάσαμε κι εμείς.

-Δε θα χρειαστείς ένεση κάποια στιγμή μωρό μου, θα δεις τι καλά που θα περάσεις!

-Γιατί να χρειαστώ ένεση αγάπη μου, είμαι υγιέστατος.

-Θα μείνεις εδώ; Τον ρώτησε μην αντέχοντας να ακούει άλλα για ξανθές νοσοκόμες και χασμουρήθηκε.

-Λίγο ακόμα, να μη μάθω για τις εντυπώσεις σού από το νεαρό συνάδελφο;

-Ήταν πολύ καλός, σχολίασε νυσταγμένη, αλλά όχι καλύτερος από εσένα.

-Φυσικά, έχεις το κορμί δίπλα σου, και θα κάθεσαι να ασχολείσαι με πιτσιρίκια;

-Μην το λες, έχουν και τα πιτσιρίκια την χάρη τους. Πάντως θα ήθελα να μου κάνεις και εσύ κάποια στιγμή στριπτίζ.

-Αλήθεια; Η Μάρθα μισοκοιμισμένη απάντησε με έναν ελαφρύ αναστεναγμό, εντάξει μωρό μου στο ταξίδι του μέλιτος θα πάρω μαζί και την στολή εργασίας και θα τα πετάξω όλα για εσένα, και το εσώρουχο, δε θα κάνω εγώ μισές δουλειές, αυτά η Μάρθα δεν ήταν σίγουρη αν τα ονειρεύτηκε ή τα άκουσε στα αλήθεια, η τελευταία κουβέντα που θυμόταν από εκείνον, ενώ ήταν ξαπλωμένη στην αγκαλιά του, ήταν «κοιμήσου».   

 

Το επόμενο πρωί, όταν ξύπνησε ο Δημοσθένης έλειπε από το πλευρό της, ενώ από την κουζίνα ακούγονταν διάφοροι θόρυβοι. Με την ελπίδα ότι δεν είχε φύγει για το πατρικό του η Μάρθα σηκώθηκε και πήγε να τον συναντήσει, προς μεγάλη της απογοήτευση όμως βρήκε την Ξένια η οποία ήδη έπινε καφέ, ενώ ετοίμαζε κέικ με ρευστή σοκολάτα. Η Μάρθα την πλησίασε και της έδωσε ένα φιλί.

-Σηκώθηκες; Σε λίγο θα ερχόμουν μέσα να σε ξυπνήσω. Είπε εκείνη και της χαμογέλασε για την χαζοχαρούμενη έκφραση που είχε στο πρόσωπο της. Καλά το έλεγα εγώ ότι ο έρωτας αποβλακώνει.

-Είναι υπέροχη αυτή η αποβλάκωση δε νομίζεις;

-Για όσο κρατάει η ψευδαίσθηση…

-Βρε Ξένια, μήπως ήρθε η ώρα να το ξεχάσεις, είσαι μια χαρά κοπέλα, υπάρχουν πολλοί άντρες που θα τα έδιναν όλα για σένα, γιατί έχεις κολλήσει στο παρελθόν;

-Μην ξανακάνουμε πάλι αυτή την κουβέντα, έχει ζεστό νερό για μπάνιο.

-Ο καημένος ο Βασίλης ξεροσταλιάζει για σένα.

-Μην ξανακούσω γι αυτό τον σπιούνο, ή νομίζεις ότι ήμουνα τόσο μεθυσμένη που δεν άκουσα το Δημοσθένη χθες το βράδυ που γυρίσαμε.

-Πάω για μπάνιο, είπε η Μάρθα και εξαφανίστηκε ντροπιασμένη.

 

Ô

 

Το χτένισμα της νύφης ήταν ένας μεγαλοπρεπής κότσος, που στεκόταν σαν κορόνα πάνω από το κεφάλι της. Είχε αρέσει στο Δημοσθένη όταν το είχε κάνει στη δεξίωση του δημάρχου. Η Ξένια μπήκε μέσα στο δωμάτιο και άρχισε κάτι να ψάχνει ανοίγοντας τα φύλλα από τις ντουλάπες.

-Μα τι ψάχνεις; Τη ρώτησε η Μάρθα που την έβλεπε από τον καθρέφτη, ενώ η κομμώτρια άδειαζε πάνω στα μαλλιά της ένα ολόκληρο μπουκάλι λακ για να κρατηθεί στη θέση του ο κότσος.

-Το νυφικό σου. Που στην ευχή το έχεις καταχωνιάσει για να μην το δει ο γαμπρός;

-Αμάν, το νυφικό! είπε και πετάχτηκε σαν ελατήριο από την καρέκλα της.

-Πες μου ότι ξέχασες το βασικότερο για την ημέρα του γάμου.

-Όχι, απλά το έχω στο διαμέρισμα μου, το άφησα εκεί γιατί ο Δημοσθένης σκαλίζει πολύ.

-Μικρό το κακό, ερωτευμένο μου, που στην προκειμένη είναι συνώνυμο του αφηρημένου. Πάω να το πάρω.

-Όχι άσε, θα πάω εγώ, εσύ μείνε να σε χτενίσει η κομμώτρια, έχουμε λίγο χρόνο μπροστά μας.

-Είσαι τρελή, θα αφήσω τη νύφη να τρέχει τη μέρα του γάμου της.

-Αν δεν τρέξει η νύφη τη μέρα του γάμου της, ποιος θα τρέξει, κάτσε και πάω εγώ. Αν έρθει η μακιγιέζ πριν έρθω, κάτσε και να σε βάψει.

-Δεν πιστεύω να έχεις σκοπό να το σκάσεις…

-Από το Δημοσθένη ποτέ! Της φώναξε ενώ άρπαζε τα κλειδιά της και έκλεινε πίσω της την πόρτα με δύναμη.

Σε λιγότερο από δέκα λεπτά πάρκαρε κάτω από το διαμέρισμα της, βιαστικά ανέβηκε και αφού μπήκε στο σπιτι κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο για να πάρει το νυφικό, το οποίο ήταν μέσα σε θήκη, αφού άνοιξε το φερμουάρ για να είναι βέβαιη ότι δεν έκανε λάθος μέσα στη βιασύνη της, το ξεκρέμασε και κατευθύνονταν προς την πόρτα, όταν άκουσε το κουδούνι να χτυπάει. Άφησε το νυφικό πάνω σε μια πολυθρόνα και πήγε να δει ποιος ήταν, με την ιδέα ότι μάλλον πρόκειται για κάποιον καλεσμένο που είχε φέρει  δώρο για το γάμο.

Μόλις βρέθηκε απέναντι από το Νίκο, ένιωσε το αίμα της να παγώνει, το άσχημο προαίσθημα που είχε τόσες μέρες και προσπαθούσε να αγνοήσει, επιβεβαιωνόταν. Έκανε ένα βήμα πίσω και ο Νίκος προχώρησε, σπρώχνοντας την πόρτα πίσω του να κλείσει, ακούμπησε την ανθοδέσμη με τα λουλούδια που κρατούσε πάνω σε ένα τραπεζάκι. Η Μάρθα οπισθοχωρούσε, ενώ το μυαλό της ήταν γεμάτο από εκείνες τις εικόνες, του προηγούμενου καλοκαιριού. Το να βρίσκεται μαζί του και μάλιστα στον ίδιο χώρο που την είχε βιάσει, της δημιουργούσε ανησυχία ενώ δεν της επέτρεπε να αντιδράσει λογικά, όπως το να φωνάξει ή να του επιτεθεί.

-Με φοβάσαι; Τη ρώτησε απορημένος. Η Μάρθα προτίμησε να μη μιλήσει, και εκείνος ξεκίνησε να της λέει όλα όσα επαναλάμβανε τόσο καιρό στο μυαλό του. Εξήγησε μου για ποιο λόγο τον παντρεύεσαι; Ειλικρινά πιστεύεις ότι αυτός είναι άντρας για εσένα; Εγώ τα παράτησα όλα και βρίσκομαι εδώ, για να είμαι κοντά σου, παρά τα όσα έκανες στην Αθήνα που με κορόιδευες, που βρισκόσουν και με άλλον, κι όμως το έκανα στην άκρη επειδή σε αγαπάω. Εκείνος τι έκανε για εσένα; Μίλα μου, είπε και αρπάζοντας την από τα μπράτσα την ταρακούνησε για να την κάνει να αντιδράσει.

-Νίκο, ψέλλισε το όνομα του και ύστερα παίρνοντας δύναμη από την ίδια της τη φωνή συνέχισε, δεν χρειάζεται κάποιες φορές να κάνεις τόσα πολλά, το να αγαπάς τον άλλον βγαίνει χωρίς κόπο, έτσι συμβαίνει με εμένα και το Δημοσθένη, εσύ έκανες πάρα πολλά χωρίς λόγο, χωρίς να σου ζητηθούν, ενώ ακόμα και τώρα έρχεσαι να μου υπενθυμίσεις ότι σε κορόιδευα, για κάτι το οποίο σου ζήτησα συγνώμη τόσες φορές, κι όμως είσαι εδώ και μου το χτυπάς, ενώ με έχεις διαβάλει σε όσους το δυνατό περισσότερους. Δεν μπορούμε να είμαστε μαζί, αν ένιωθα για σένα ότι για το Δημοσθένη, δε θα σε είχα απατήσει, δε θα έλεγα όχι στην πρόταση σου, θα ήμασταν τώρα μαζί. Όμως ούτε εσύ έχεις τα αισθήματα που ισχυρίζεσαι στον εαυτό σου ότι έχεις για εμένα. Η απόρριψη σε πονάει και σε τροφοδοτεί να επιμένεις, είναι ο τρόπος σου να με εκδικηθείς.

-Κοίτα με στα μάτια και πες μου ότι δε με αγαπάς! Την προκάλεσε.

-Γιατί δε με κοιτάς εσύ στα μάτια να μου πεις ότι με αγαπάς; Είπε ενώ εκείνος την κοίταξε παραξενεμένος.

 

Ô

 

Η Ξένια πηγαινοερχόταν νευρικά στο διαμέρισμα ενώ κοίταξε για άλλη μια φορά το ρολόι της, κι αυτό το κορίτσι να μην απαντάει στο κινητό του. Το κουδούνι χτύπησε και έτρεξε να ανοίξει, στην πόρτα εμφανίστηκαν οι γονείς της Μάρθας προς μεγάλη απογοήτευση της. Αφού συστήθηκε τους είπε να καθίσουν ενημερώνοντας τους ότι η νύφη είχε πάει να πάρει το νυφικό της και ότι δε θα αργούσε, αφού μίλησε στη μακιγιέζ ζητώντας της να περιμένει, μην αντέχοντας άλλο την αναμονή καθώς η ώρα περνούσε, τσέκαρε την τσάντα της να δει αν είχε τα κλειδιά από το διαμέρισμα της φίλης της και έφυγε λέγοντας μια δικαιολογία.

Φτάνοντας κάτω από την πολυκατοικία, είδε το αυτοκίνητο της Μάρθας με αναμμένα τα αλάρμ να αναβοσβήνουν. Πάρκαρε, βγήκε από το αυτοκίνητο και προσπαθώντας να ανακτήσει την ψυχραιμία της, αφού ανησυχούσε για το τι θα συναντούσε στο διαμέρισμα, ξεκλείδωσε την εξώπορτα και μπήκε, νιώθοντας στην καρδιά της το φόβο και έχοντας στο μυαλό της τα χειρότερα.     

-Κι όμως Μάρθα, σε αγαπώ. Είπε κοιτώντας την στα μάτια. Τώρα η σειρά σου, την προκάλεσε.

-Δε σε αγαπώ Νίκο, ίσως κάποτε να ένιωσα κάτι, όμως… το χέρι του που χτύπησε στον τοίχο, δίπλα ακριβώς από το κεφάλι της, την έκανε να σωπάσει και να σφιχτεί.

-Λες ψέματα. Δε γίνεται να μη με αγαπάς. Ήρθα στην Άρτα και έχω φάει σκατά, από τη φίλη σου και τον αρραβωνιαστικό σου, που πήγαν τις δουλειές μου πίσω, και το ανέχτηκα. Για ποιον λες Μάρθα; Και ήρθα για σένα, αλλιώς κάποιος άλλος θα ήταν εδώ από την εταιρεία και θα ανεχόταν τις προσβολές του Πέτρου Χαΐτογλου.

-Λυπάμαι!

-Και εσύ είσαι έτοιμη να παντρευτείς κάποιον άλλον, με μια βίαιη κίνηση την άρπαξε από το πιγούνι και φέρνοντας το κεφάλι του κοντά στο δικό της την πρόσταξε να τον φιλήσει. Φίλα με και αν νιώθεις το ίδιο όπως πριν θα σε αφήσω να παντρευτείς το φλώρο σου. Η πόρτα άνοιξε απότομα και η Μάρθα πίσω από το Νίκο είδε την Ξένια να μπαίνει.

-Τι γυρεύεις εσύ εδώ; Τον ρώτησε με φωνή που έτρεμε από οργή η δημοσιογράφος.

-Πάνω που ετοιμαζόμουνα να σε ρωτήσω το ίδιο.

-Μάρθα έλα εδώ. Διέταξε η Ξένια, όμως ένα δυνατό κράτημα από το Νίκο την εμπόδισε να προχωρήσει.

-Δεν έχει να πάει πουθενά.

-Δεν ανέχεσαι να χάνεις Νίκο, έτσι δεν είναι, όμως ήρθε η ώρα να το πάρεις απόφαση, αυτό το παιχνίδι το έχεις χάσει καιρό τώρα, σταμάτα να τη βασανίζεις αν ισχυρίζεσαι ότι την αγαπάς.

-Φίλα με. Στράφηκε προς τη Μάρθα που τον κοίταγε με παγωμένο βλέμμα.

-Πως τολμάς και της ζητάς κάτι τέτοιο, όταν ένα χρόνο πριν σε αυτό ακριβώς το δωμάτιο τη βίασες. Θα έπρεπε κάθε φορά που την αντίκριζες να αλλάζεις δρόμο και εσύ έχεις το θράσος να της ζητάς να σε φιλήσει, λίγη ώρα πριν το γάμο της. Τελείωσε Νίκο, διάλεξε άλλον άντρα, η Μάρθα ένιωσε το χέρι του να χαλαρώνει το κράτημα, τράβηξε το δικό της και με βιαστικά βήματα έφτασε ως την πόρτα, έτοιμη να το βάλει στα πόδια, η Ξένια τη συγκράτησε και πηγαίνοντας προς την πολυθρόνα πήρε το νυφικό και της το έδωσε, εκείνη κούνησε το κεφάλι της και έφυγε.

Ο Νίκος έχοντας γυρισμένη την πλάτη του, προς τα δύο κορίτσια, προσπαθούσε να ανακτήσει τη δική του ψυχραιμία, κοιτώντας έξω από την μπαλκονόπορτα τον δρόμο, από εκεί είδε τη Μάρθα να βάζει προσεχτικά το φόρεμα στις πίσω θέσεις του αυτοκινήτου, λες και πλέον το μόνο που είχε σημασία ήταν να μην είναι τσαλακωμένο όταν θα το φόραγε στο γάμο της, και ύστερα να κάθετε στη θέση του οδηγού και να βάζει μπρος να φύγει. Η φωνή της Ξένιας πίσω του, τον επανέφερε.

-Επειδή θέλω να κλειδώσω μήπως να έφευγες τώρα, δε θα είχα κανένα πρόβλημα να σε αφήσω εδώ, όμως επειδή έχω σκοπό να επιστρέψω το βράδυ, και δε θέλω να σε βρω, μήπως; Είπε και του έκανε νόημα προς την έξοδο. Ο Νίκος την κοίταξε και προχώρησε προς το μέρος της, μόλις έφτασε μπροστά της στάθηκε και την κοίταξε.

-Θα μου το πληρώσεις αυτό!

-Κάποια άλλη στιγμή όμως γιατί τώρα έχω μια υποχρέωση, παντρεύεται η καλύτερη μου φίλη και είμαι η κουμπάρα, είπε κάνοντας τον να γίνει κόκκινος από τα νεύρα του. Αφού έσφιξε τα χείλη του σε μια προσπάθεια ειρωνικού χαμόγελου, έφυγε αφήνοντας την Ξένια να κλειδώσει.

 

Φτάνοντας στο σπίτι η Μάρθα περίμενε την Ξένια ενώ έτρεμε από την ένταση που της είχε προκαλέσει το περιστατικό με το Νίκο, εκείνος δεν είχε σκοπό να τους αφήσει ήσυχους. Ίσως κάποια στιγμή έπρεπε να μιλήσει στο Δημοσθένη, αλλά θα γινόταν έξω φρενών και αυτό δεν το ήθελε κανένας, θα προσπαθούσε να λύσει το θέμα και μπορεί να είχαν ακόμα πιο δυσάρεστα αποτελέσματα, προτιμότερο θα ήταν να τον αγνοήσουν. Η Ξένια φτάνοντας πάρκαρε πίσω της, βγήκε και πλησίασε το παρκαρισμένο αυτοκίνητο, χτυπώντας της την οροφή για να την επαναφέρει στην πραγματικότητα που ήταν ότι ο Δημοσθένης μαζί με τους καλεσμένους θα στήνονταν για τα καλά έξω από την εκκλησία. Είχανε κάτι λιγότερο από μισή ώρα να τη βάψουν και να τη ντύσουν.

-Τι θα κάνουμε Ξένια;

-Τι τι θα κάνουμε; Θα πάμε να ετοιμαστείς, δοκιμάζοντας τα νεύρα του γαμπρού που θα σε περιμένει στην εκκλησία για καμία ώρα, ακούγοντας τη μουρμούρα των παπάδων, ύστερα θα πάμε στο γλέντι και έπειτα φεύγετε για Μάλτα.

-Και όταν γυρίσουμε;

-Θα είστε παντρεμένοι. Μπορεί και εκείνος να το πάρει απόφαση. Όμως ένα, ένα να μας ανησυχεί. Ευτυχώς η πολύ λακ έκανε τη δουλειά της και το χτένισμα έχει διατηρήσει τη μεγαλοπρέπεια του. Οπότε πάμε να βαφτείς και να ντυθείς, είναι και οι γονείς σου επάνω. Είπε και έκανε το πρώτο βήμα να προχωρήσει όταν ένιωσε τη Μάρθα να δένει τα χέρια γύρω της και να την αγκαλιάζει. Ηρέμισε κορίτσι μου, μην το αφήνεις να σου χαλάσει τη μέρα. Που είναι εκείνο το αποβλακωμένο ύφος της ευτυχίας που είχες όταν ξύπνησες. Πάμε; Η Μάρθα κούνησε καταφατικά το κεφάλι της και ξεκίνησε δίπλα στην Ξένια.

-Το νυφικό! της θύμισε η δημοσιογράφος με το σύνηθες υπεροπτικό της ύφος.

    

Ô

 

Στην εκκλησία έφτασε με ένα τέταρτο καθυστέρηση, κάτι που επιτρέπεται στη νύφη, αλλά όχι και στην κουμπάρα. Ανεβαίνοντας στο σπίτι του Δημοσθένη, η Μάρθα αφέθηκε στα χέρια της μακιγιέζ, ενώ η Ξένια αφού φρεσκάρισε μόνη της το μακιγιάζ και τη γενικότερη κατάσταση της, φόρεσε το φόρεμα της, ενώ ρώτησε τη νύφη αν χρειαζόταν τη βοήθεια της για να φορέσει το νυφικό. Με την υπόσχεση της αισθητικού ότι θα βοηθούσε εκείνη σε ό,τι χρειαζόταν τη νύφη, πήρε την Αγγελική από την κρεβατοκάμαρα που επέμενε να μάθει που βρισκόταν και γιατί φαινόταν αναστατωμένη και έφυγε μαζί της για την εκκλησία αφήνοντας τη Μάρθα όσο ήρεμη μπορούσε να είναι με τον χρόνο να την πιέζει, για να ετοιμαστεί. Φυσικά η Αγγελική αποφάσισε να ξεδιαλύνει την κατάσταση ρωτώντας τη Ξένια, η οποία ήταν προγραμματισμένη να βρίσκει καλές δικαιολογίες. Προφασίστηκε λοιπόν ότι όταν η Μάρθα αποφάσισε να κάνει μια γρήγορη πρόβα στο νυφικό της, πρόσεξε ότι υπήρχε ένα μικρό πρόβλημα στο φερμουάρ και ότι ήθελε λίγο μπάλωμα, έξω φρενών επικοινώνησε με τον υπεύθυνο του μαγαζιού όπου προσφέρθηκε να βρεθούνε στη μπουτίκ να της το φτιάξει η μοδίστρα. Ύστερα μίλησε με την Ξένια, και της ζήτησε να πάει στη θέση της να περιμένει ώστε να προλάβει εκείνη να ετοιμαστεί, όμως τελικά μέχρι η κουμπάρα να βρει το στενό που βρισκόταν η μπουτίκ, το ελάττωμα είχε διορθωθεί, και έτσι επέστρεψαν μαζί. Η Αγγελική την κοίταξε για λίγο με υποψία, όμως η Ξένια η οποία για την ώρα είχε περάσει χειρότερα μέσα στη μέρα, δεν έδωσε σημασία, παραμένοντας ψύχραιμη να κοιτάζει τον δρόμο, ενώ ευχόταν σιωπηλά να ήταν το τελευταίο που θα έπρεπε να αντιμετωπίσει για το υπόλοιπο τουλάχιστον του ίδιου χρόνου.

Φτάνοντας όμως στην εκκλησία, όλοι ήταν αναστατωμένοι με την απουσία της κουμπάρας, η οποία μπορεί να ήταν η καλύτερη φίλη της νύφης, όμως έπρεπε να είναι στην εκκλησία στο πλευρό του γαμπρού. Επίσης η απουσία της μητέρας της νύφης, δεν φαινόταν καλός οιωνός. Μόλις πάρκαρε και βγήκε από το αυτοκίνητο, ανέβηκε τα σκαλοπάτια χαμογελώντας με κόπο, στον γαμπρό που την κοίταζε αναστατωμένος, ο εγκέφαλος της την προειδοποιούσε να στρίψει και να φύγει όμως δεν υπήρχε άλλος να σώσει την κατάσταση και να δικαιολογήσει τη νύφη που θα καθυστερούσε παραπάνω από το επιτρεπτό τέταρτο. Ο Δημοσθένης αφού φίλησε την πεθερά του, η οποία βιάστηκε να πάει στην άλλη της κόρη, έδωσε ένα χαρτάκι στην Ξένια που έγραφε:

«Είσαι σίγουρος ότι θα έρθει η καλή σου, και ότι δεν το έβαλε στα πόδια τη μέρα του γάμου σας, κάνοντας σε ρεζίλι στους δικούς σου;»

Αφού αναστέναξε η Ξένια, αποφάσισε ότι η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση και ότι ήταν μια καλή ευκαιρία να ξεσπάσει λίγο τα νεύρα και την ένταση της. Στράφηκε και κοίταξε το Δημοσθένη και με χαμηλή αλλά ψυχρή φωνή τον ρώτησε.

-Δεν είσαι Δημοσθένη; Γιατί αν δεν είσαι, να την πάρω τηλέφωνο να της πω ότι δεν υπάρχει λόγος να έρθει.

-Ποιος το έστειλε Ξένια;

-Δε φαντάζεσαι ποιος μπορεί να στο έστειλε;

-Και πως ήξερε…

-Πόνταρε στη δικιά μου αργοπορία, βοηθούσα τη Μάρθα με ένα πρόβλημα που δημιουργήθηκε στο νυφικό, η αργοπορία της κουμπάρας προκαλεί περισσότερο από της νύφης, και να φανταστείς ότι δεν ήθελα καν να κλέψω την παράσταση.

-Είσαι τόσο όμορφη που θα την κλέψεις ούτως ή άλλως. Σχολίασε ο Γιάννης, καθώς δεχόταν επικριτικές ματιές από το γαμπρό, την Ξένια αλλά και την Χριστίνα. Είπα απλά να κάνω μια φιλοφρόνηση στην κουμπάρα. Θέλησε να δικαιολογηθεί.

-Θα έρθει δηλαδή;

-Άκου Δημοσθένη, τη Μάρθα την ξέρω δέκα χρόνια, και έχω γνωρίσει ανθρώπους που έχουν περάσει από τη ζωή της, ποτέ δεν την είδα να λάμπει όμως τόσο όσο όταν είναι δίπλα σου, μου έχει πάρει τα αυτιά με την πάρτη σου. Ακόμα και εχθές στην έξοδο μας, για εσένα μιλούσε και επίσης ξέρεις καλύτερα από εμένα τι συνέβη μετά…

-Τι συνέβη μετά; Ρώτησε ο Γιάννης.

-Σου φάνηκε να έχει καμία αμφιβολία για το γάμο σας; ρώτησε. Ο Δημοσθένης αρκέστηκε να κάνει ένα αρνητικό νεύμα με το κεφάλι.

-Ωραία, είπε και έριξε μια ματιά γύρω της για να δει το βλέμμα του Βασίλη κολλημένο στα πόδια της. Βλέπω είναι και ο κατάσκοπος εδώ. Σχολίασε, αλα­φραί­νοντας την ατμόσφαιρα. Δεν είχαν περάσει δέκα λεπτά από την εμφάνιση της κουμπάρας, όταν χαρούμενα κορναρίσματα ακούστηκαν και κάποιοι από τους καλεσμένους άρχισαν να φωνάζουν ότι ήρθε η νύφη. Καθώς ο σοφέρ την έχει φέρει από το αντίθετο ρεύμα, απέναντι από την εκκλησία που την περίμενε ο γαμπρός, ο πατέρας της ζήτησε να κάνουν τον κύκλο του τετραγώνου ώστε να έρθουν μπροστά. Η Μάρθα όμως μετά από την αργοπορία της, ζήτησε να σταματήσουν μιας και δεν υπήρχε λόγος, για περαιτέρω καθυστέρηση. Ο οδηγός όπως ήταν η επιθυμία της σταμάτησε και εκείνη μην περιμένοντας τον πατέρα της βγήκε από το αυτοκίνητο. Μόλις τον αντίκρισε να στέκεται στα σκαλιά και να την περιμένει, ξαφνικά τα πάντα έχασαν τη σημασία τους, ο κόσμος γύρω δεν υπήρχε, μόνο εκείνος και εκείνη και ήθελε να βρεθεί με μιας στην αγκαλιά του, ζαλισμένη και από την ένταση όλως όσων είχαν συμβεί, η Μάρθα έκανε να περάσει τον δρόμο χωρίς να κοιτάξει για τη διέλευση άλλων αυτοκινήτων, όταν ακούστηκε ένα απότομο φρενάρισμα. Ο χρόνος για λίγο σταμάτησε, ενώ όλοι έμειναν παγωμένοι στις θέσεις τους. Ο Νίκος που παρακολουθούσε μέσα από το αυτοκίνητο του, όσα εξελίσσονταν μπρο­στά του, ανασηκώθηκε στη θέση του. Η Μάρθα ένιωσε τα χέρια του πατέρα της να ακουμπάν τους ώμους της, ενώ το επόμενο δευτερόλεπτο ήταν ο Δημοσθένης στο πλευρό της και τη ρωτούσε αν ήταν καλά, μόλις άνοιξε τα μάτια της, αντίκρισε το φοβι­σμένο πρόσωπο του οδηγού που την κοίταζε από το τζάμι του αυτοκινήτου, ενώ εκείνη ακουμπούσε και τα δυο της χέρια στο παρμπρίζ. Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά στο Δημοσθένη ενώ μπήκε στην αγκαλιά του, προσπαθώντας να συγκρα­τήσει τα δάκρια που ήταν έτοιμα να ξεγλιστρήσουν από τα μάτια στα μάγουλα της.

-Πάμε να παντρευτούμε τώρα; Τη ρώτησε χαμογελώντας, εκείνη κούνησε το κεφάλι της άλλη μια φορά καταφατικά και αφού κράτησε το χέρι του Δημοσθένη, προχώρησε στο πλάι του, ενώ πίσω ο πατέρα της τους ακολουθούσε. Ο Βασίλης από το προαύλιο της εκκλησίας, χειροκρότησε πρώτος το ζευγάρι, έτσι προέτρεψε και τους υπόλοιπους καλεσμένους να ενθαρρύνουν τη Μάρθα και το Δημοσθένη με αυτό τον τρόπο να αφήσουν πίσω την κακιά στιγμή. Φτάνοντας στην Ξένια εκείνη έδωσε την ανθοδέσμη στο Δημοσθένη, ώστε να την προσφέρει με τη σειρά του στη νύφη πριν μπουν στην εκκλησία.

Τρία τέταρτα μετά όλοι είχαν ξεχάσει το ατυχές περιστατικό και εύχονταν στο ζευγάρι, αγάπη, υγεία, ευτυχία, καλούς απογόνους, βίος ανθόσπαρτων, και ό,τι άλλο εύχονται στους γάμους. Βγαίνοντας από την εκκλησία η νύφη κατέβηκε τα σκαλιά και στάθηκε με την πλάτη στους καλεσμένους της, έτοιμη να πετάξει την ανθοδέσμη. Σε μια άκρη η Ξένια προσπαθούσε να αποφύγει την τύχη του να είναι η επόμενη που θα φορέσει κουλούρα. Όταν ο Βασίλης πήγε και στάθηκε δίπλα της για να της μιλήσει, προσπαθώντας να τον αποφύγει μπήκε πιο μέσα αλλά ο Βασίλης την ακολούθησε, μην δίνοντας προσοχή στη νύφη και στην ιερή στιγμή του πετάγματος της ανθοδέσμης, Ξαφνικά κάτι τους ήρθε από τον ουρανό και οι δύο μαζί αντανακλαστικά το πιάσανε ενώ ερχόταν κατά πάνω τους. Κοιτάχτηκαν στα μάτια ενώ οι υπόλοιποι παρευρισκόμενοι, εκτός από τα κορίτσια που ήθελαν την ανθοδέσμη, γέλασαν, ο Βασίλης χαμογέλασε στην Ξένια και της άφησε τα λουλούδια στα χέρια, πηγαίνοντας στο Γιάννη που σφύριζε ανακουφισμένος που δεν ήταν η Χριστίνα η τυχερή, καθώς εκείνη τον αγριοκοίταζε.

-Δηλαδή για να καταλάβω, την ανθοδέσμη την έπιασε η κουμπάρα και εσύ την κουμπάρα;

-Άντε ρε! Σχολίασε ο Βασίλης ρίχνοντας όμως συχνά ματιές στην Ξένια.

-Και δε μας λες Χριστινάκι, το στριπτίζ ήταν απολαυστικό εχθές;

-Πολύ, αφού λέω να ξαναπάω. Είπε και γυρίζοντας του την πλάτη πήγε στην Ξένια.

-Ξύπνησε και η Χριστίνα.

-Άρπα την.

-Εσύ Βασίλη μη χαίρεσαι πολύ, γιατί θα τα βρεις σκούρα με την Ξένια.

 

Ô

 

Μόλις τους είδε να μπαίνουν στην εκκλησία, ο Νίκος έβαλε μπρος στη μηχανή του αυτοκινήτου και έφυγε. Πήγε σε ένα καφέ μπαρ και άρχισε να παραγγέλνει το ένα ποτό πίσω από το άλλο, το κορίτσι πίσω από την μπάρα τον κοίταζε περίεργα αλλά τον σέρβιρε χωρίς να σχολιάζει, τέσσερις ώρες μετά έφυγε και πήγε στο σπίτι του να συνεχίσει το γλέντι του για το γάμο της Μάρθας. Μόλις έφτασε πήρε το μπουκάλι με το ουίσκι, κι αφού γέμισε ένα ποτήρι το άφησε πάνω στο τραπέζι του καθιστικού, κάθισε στο διθέσιο δερμάτινο καναπέ, εκεί που τον είχε πετύχει η Ελπίδα με την Ελένη και που ήταν το μέρος όπου προτιμούσε να πηδάει την κυρία δημάρχου. Ακούμπησε το κεφάλι του πίσω και άνοιξε τα χέρια του ακουμπώντας τα μαξιλάρια του καναπέ δεξιά και αριστερά του. «Όλα είχαν τελειώσει», του το είχε πει και η Ξένια, έμενε μόνο να το πάρει απόφαση. «Η Ξένια»! μουρμούρισε με μίσος το όνομα της κοπέλας. Ήταν η πηγή όλων των κακών που του είχαν συμβεί, από την αρχή της σχέσης του με τη Μάρθα, εκείνη δεν τον είχε συμπαθήσει, πιθανόν να είχε την ευθύνη για το ότι η φιλενάδα της είχε μπλέξει και με άλλον άντρα, αδιαμφισβήτητα τη χειραγωγούσε. Εκείνη την έκανε να πει όχι, εκείνη την έδιωξε μακριά του. Εκείνη δεν έχανε την ευκαιρία να τον διαβάλει, με τα σκληρά άρθρα και την κριτική της για το περιστατικό του γεφυριού, εκείνη είχε συμβάλει στο να έρθουν στο φως τα ευρήματα από το αρχαίο παλάτι, εκείνη προσπαθούσε να φέρει και στο φως το πώς η HIGH Α.Ε. είχε πάρει τα έργα. Μα φυσικά αυτή ήταν, και εκείνος ήξερε που να την χτυπήσει, πως δεν το είχε σκεφτεί νωρίτερα. Όλα θα έμπαιναν στη θέση τους, δεν είχε καταλάβει πόσο επικίνδυνη ήταν, όμως και εκείνη, η υπεύθυνη για τη δυστυχία και τις αποτυχίες του, δεν ήξερε πόσο επικίνδυνος μπορούσε να γίνει ο ίδιος. Μέχρι στιγμής της είχε φερθεί πολύ ευγενικά, όμως τώρα θα γνώριζε τον άλλο Νίκο, εκείνον που μπορεί να υποψιαζόταν ότι υπάρχει αλλά δεν τον είχε γνωρίσει ακόμα. Κατέβασε το περιεχόμενο από το ποτήρι που κρατούσε. Έπρεπε να τα σκεφτεί όλα το επόμενο πρωί, που θα ήταν σε θέση να τα εξετάσει και να τα οργανώσει. Ύστερα αφού αναστέναξε, σηκώθηκε από τον καναπέ, και σβήνοντας το χαμηλό φως του πορτατίφ, πήγε στο δωμάτιο του να κοιμηθεί.   

 

Ô

 

Μόλις είχε βάλει την Ξένια να ξαπλώσει στο διπλό κρεβάτι μόνη της, ήταν αρκετά μεθυσμένη, δεν ήθελε να θεωρήσει το επόμενο πρωί ότι την εκμεταλλεύτηκε λόγω της κατάστασης της, παρά τα παρακάλια της να μείνει μαζί της στο κρεβάτι. Εκείνος τη βοήθησε να βγάλει το φόρεμα και τα πέδιλα της και να ξαπλώσει, ενώ προσπαθούσε να αποφύγει τα σουφρωμένα χείλη της που ήθελαν να του υποδείξουν το παράπονο της. Την ώρα που εκείνος έψαχνε να βρει ένα σεντόνι για να την σκεπάσει, η Ξένια ήδη είχε αποκοιμηθεί, βλέποντας την κοιμισμένη ήθελε να ακουμπήσει το χέρι του στα πλευρά της και να την αγγίξει, όμως κατάφερε να συγκρατήσει τον εαυτό του. Ειλικρινά δεν είχε καταλάβει πως του είχε συμβεί αυτό το πράγμα. Την ήξερε λιγότερο από ένα χρόνο, την είχε δει πολύ λίγες φορές κι όμως κάθε φορά που την έβλεπε ένιωθε την καρδιά του έτοιμη να βγει από το στήθος του, από την ένταση των χτύπων της. Την πρώτη φορά ήταν στο σπίτι της Μάρθας, όταν είχε πάει να πάρει τις φωτογραφίες για την έκθεση, και ύστερα το ίδιο βράδυ που πήγε να τους συναντήσει. Του άρεσε να την ακούει να μιλάει, να γελάει να την βλέπει να χαμογελάει ή ακόμα και να εκνευρίζετε. Ακόμα κι όταν εκείνη τον εκνεύριζε, θύμωνε στην αρχή, όμως του περνούσε γρήγορα.

Και έπειτα εχθές το βράδυ που τη συνάντησε στο μπαρ που είχε οργανώσει το εργένικο πάρτι της φίλης της, κόντεψε να πάθει έμφραγμα όταν κατάλαβε ότι ήταν εκείνη που είχε φέρει τον στρίπερ, ήταν άτακτο όπως όλα έδειχναν κορίτσι, και ποτέ του δεν καθόταν ήσυχά. Το κακό μαζί της ήταν ότι θεωρούσε ότι ο ίδιος άνηκε στο αντίπαλο στρατόπεδο, και ότι είχε κάποια σχέση με το διαγωνισμό που κέρδισε η  HIGH Α.Ε. και δεν ανέλαβε τα έργα η Πανηπειρωτική Κοινοπραξία. Δεν είχε πάει καλά εκείνη η κουβέντα τους, ίσως έφταιγε που είχε ακούσει και ο ίδιος τις φήμες, οπότε προκαταλήφθηκε αρνητικά όταν την άκουσε να τον ρωτάει γι’ αυτά. Η αλήθεια ήταν ότι τον είχε βάλει σε πειρασμό και είχε αρχίσει να ανακατώνει διάφορα στο αρχείο του δημάρχου, που θα μαρτυρούσαν την εμπλοκή του, όμως ένα χρόνο μετά προς μεγάλη του ανακούφιση δεν είχε καταφέρει να βρει τίποτα που να επιβεβαιώνει τις υποψίες της. Αποφάσισε να μην της το αναφέρει γιατί ούτως ή άλλως δε θα τον πίστευε, πεπεισμένη όπως ήταν ότι ο Χριστόφορος είχε βάλει το χέρι του στο να νοθέψει το διαγωνισμό υπέρ του Χαΐτογλου, θα τον κατηγορούσε για άλλη μια φορά ότι κάλυπτε το δήμαρχο. Έτσι προτίμησε απλά να την πειράζει, αφού του άρεσε να την τσιγκλάει, «Μπράβο μάγκα μου, επιστροφή στο λύκειο», είπε στον εαυτό του.

Το προηγούμενο βράδυ λοιπόν, παρά το ενοχλημένο υφάκι που υιοθέτησε για να αντιμετωπίσει την παρουσία του στο δικό τους εργένικο πάρτι, μπορούσε να διακρίνει ο έμπειρος γυναικοκατακτητής ότι έκρυβε κάτι περισσότερο και αυτό σίγουρα δεν ήταν αποστροφή. Μετά το γάμο, αυτός το μόνο που ήθελε ήταν να την πάρει στην αγκαλιά του και να την κάνει να ησυχάσει. Χωρίς αμφιβολία και ύστερα από το παραλίγο δυστύχημα της νύφης, η μέρα ήταν γεμάτη ένταση για την Ξένια. Φαινόταν στο βλέμμα της και στο ότι αδημονούσε να τελειώσει επιτέλους με αυτό το γάμο, στο τέλος ρίχτηκε στο ποτό, με σκοπό να χαλαρώσει, και τα κατάφερε. Θυμήθηκε το δήθεν τυχαίο άγγιγμα τους κάτω από το τραπέζι όταν της έπεσε μια πετσέτα που έσκυψαν και οι δύο να την πιάσουν, του είχε επιτρέψει να της χαϊδέψει το χέρι, και ύστερα όταν ήταν έτοιμος ο Γιάννης να πάρει την Χριστίνα και την Ξένια να φύγουν, ο Βασίλης προσφέρθηκε, μάλλον καλύτερα επέβαλε να πάει εκείνος την Ξένια στο κατάλυμα της. Ο Γιάννης του έριξε ένα βλέμμα και του έκανε νόημα να έχει το νου του, και έφυγε με το κορίτσι του. Η Ξένια δε θυμόταν που έπρεπε να μείνει, αν και κάτι του έλεγε ότι μάλλον προοριζόταν για το διαμέρισμα της Μάρθας, αφού το ζευγάρι θα έπρεπε να μείνει μόνο του την πρώτη νύχτα του γάμου του, ακόμα κι αν ήταν μόνο για να κοιμηθεί, ύστερα από τόση ταλαιπωρία. Οπότε αποφάσισε να την πάρει στο δικό του διαμέρισμα, μόνο για να έχει την ευτυχία να τη δει το πρωί.

 

Την είχε βοηθήσει να καθίσει δίπλα του στη θέση του συνοδηγού, και την είχε δέσει με τη ζώνη του αυτοκινήτου, γιατί αν την άφηνε να την βρει μόνη της, δεν θα τα κατάφερνε ούτε στο τέλος της διαδρομης. Ύστερα ξεκίνησαν και εκείνη παρέμεινε σιωπηλή έχοντας κλείσει τα μάτια της, στην πορεία και αφού της έριχνε βιαστικές ματιές, δεν μπόρεσε να αντισταθεί στον πειρασμό, με την πρώτη ευκαιρία στάθμευσε κάπου πρόχειρα και αφού άναψε αλάρμ έσκυψε και τη φίλησε. Εκείνη παραμένοντας με κλειστά τα μάτια, ανταποκρίθηκε στο φιλί του, και μάλιστα λες και είχε πλήρης διαύγεια πέρασε το χέρι της πίσω από το κεφάλι του, χαϊδεύοντας τα μαλλιά του. Ο Βασίλης δεν ήθελε πολύ για να χάσει τον έλεγχο και να προχωρήσει, τραβήχτηκε και φορώντας πάλι τη ζώνη του ξεκίνησε. Φιλούσε υπέροχα, το θέμα ήταν ότι όταν συνερχόταν και το θυμόταν τι θα πίστευε για εκείνον ακόμα και αν δεν του έλεγε τίποτα, και δεύτερον αν δεν υπήρχε συνέχεια, πως θα ξεχνούσε το φιλί της. «Σαν κοριτσάκι σκέφτεσαι»! τον μάλωσε το αρσενικό μέσα του. Έγειρε πίσω στον καναπέ και έκλεισε τα μάτια του, με την εικόνα της ημίγυμνης Ξένιας να βρίσκεται στο κρεβάτι του τον πήρε ο ύπνος. 

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟΤΡΙΤΟ

           

Μόλις άνοιξε τα μάτια της η Ξένια το επόμενο πρωί, δεν αναγνώρισε τίποτα από το δωμάτιο που βρισκόταν, αφού ανασήκωσε το σεντόνι για να δει ότι φορούσε τουλάχιστον τα εσώρουχα, άρχισε να ψάχνει για το φόρεμα της το οποίο ήταν ακουμπισμένο με τάξη πάνω σε μια καρέκλα, το βλέμμα της τράβηξε μια κορνίζα που ήταν ακουμπισμένη στο κομοδίνο με τη φωτογραφία του ένοχου. «Μα φυσικά», σκέφτηκε, ο Βασίλης το προηγούμενο βράδυ είχε προσφερθεί να την πάει εκείνος στο διαμέρισμα της Μάρθας. Θυμήθηκε όταν νωρίτερα της είχε πέσει η πετσέτα και έσκυψαν μαζί για να τη σηκώσουν, όταν της άγγιξε το χέρι και ύστερα της χάιδεψε τα δάχτυλα, ήταν σα να είχε ηλεκτριστεί ολόκληρη. Όμως που βρισκόταν τώρα ο Βασίλης, και γιατί η ίδια δεν ήταν στης Μάρθας. Κανένας θόρυβος δεν ακουγόταν από τα άλλα δωμάτια. Να είχε συμβεί κάτι μεταξύ τους το προηγούμενο βράδυ, είναι εύκολο να γδύσεις μια γυναίκα, δεν είναι όμως το ίδιος εύκολο να την ξαναντύσεις αναίσθητη. Αλλά κι ο Βασίλης δεν της έδινε την εντύπωση τέτοιου τύπου. Έριξε το βλέμμα της στην καρέκλα με το φόρεμα, τελικά άνοιξε την ντουλάπα και φόρεσε ένα από τα πουκάμισα του, ύστερα περπατώντας στις μύτες των ποδιών άρχισε να ψάχνει για το μπάνιο. Βρίσκοντας το μπήκε και κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη για να τρομάξει από την εμφάνιση της, το πρόσωπο της ήταν γεμάτο μουτζούρες από τα καλλυντικά. «Θα τρομάξει κόσμος αν κυκλοφορήσω έτσι έξω», σκέφτηκε και άρχισε να ψάχνει στα ντουλάπια για σαπούνι ώστε να καθαρίσει το πρόσωπο της με ουδέτερο ph, ενώ ένιωσε ιδιαίτερα τυχερή μόλις βρήκε στοματικό διάλειμμα.

Νιώθοντας ανανεωμένη βγήκε από το μπάνιο και πήγε στην κουζίνα για να ετοιμάσει πρωινό. Έριξε μια ματιά στο καθιστικό, είδε το Βασίλη μπρούμυτα να κοιμάται του καλού καιρού, πάνω σε έναν, όχι και τόσο αναπαυτικό καναπέ. Ύστερα αφού του τράβηξε την πόρτα για να μην τον ξυπνήσει, πήγε στην κουζίνα και άρχισε να ανοιγοκλείνει τα ντουλάπια για να δει τι υπήρχε και τι μπορούσε να φτιάξει για να ευχαριστήσει για την φιλοξενία τον οικοδεσπότη της, μισή ώρα αργότερα έσπρωχνε την πόρτα κρατώντας έναν δίσκο που είχε πάνω καφέ και ζεστά κρουασάν με σοκολάτα ενώ στο φούρνο ψηνόταν το κέικ. Ακούμπησε το δίσκο στο τραπέζι και τον σκούντηξε. Ο Βασίλης με μισόκλειστα μάτια την κοίταξε.

-Καλημέρα, της είπε με βραχνή φωνή από τον ύπνο. Τι φοράς; Τη ρώτησε μόλις είδε το ανοιχτό γαλάζιο πουκάμισο του.

-Ένα από τα ρούχα σου, μην ανησυχείς θα στο αφήσω φεύγοντας.

-Γιατί που θα πας; Είπε και τεντώθηκε.

-Γιατί κοιμήθηκες εδώ; Τον ρώτησε για να αλλάξει θέμα.

-Ήταν πιασμένο το κρεβάτι μου της είπε κλείνοντας της το μάτι.

-Αν με είχες πάει στο διαμέρισμα της Μάρθας δε θα είχες κάνει τόσο άβολο ύπνο.

-Βασικά δεν ήξερα αν είχες κλειδιά και ένας κύριος δεν επιτρέπεται να ψάχνει τα προσωπικά αντικείμενα μιας κυρίας, όταν εκείνη δεν είναι σε θέση να του δώσει την πληροφορία. Είπε και ανασηκώθηκε.

-Θα μπορούσα να κοιμηθώ εγώ στον καναπέ και εσύ στο κρεβάτι σου.

-Τι είδους οικοδεσπότης θα ήμουνα αν δεν είχα φερθεί όπως απαιτεί ο ξένιος Δίας στη φιλοξενούμενη μου! Τι μυρίζει τόσο όμορφα; Η Ξένια του γύρισε την πλάτη και σκύβοντας λίγο, πήρε το δίσκο από το τραπεζάκι, επιτρέποντας στο Βασίλη να χαζέψει τα γυμνά μέλη του κορμιού της.

-Πάντως, είπε έχοντας του ακόμα γυρισμένη την πλάτη, θα μπορούσες να ξαπλώσεις μαζί μου στο κρεβάτι.

-Δε θα σε πείραζε;

-Εμένα γιατί, δεν φτάνει που θα σε ξεβόλευα…

-Πως θα με ξεβόλευες δηλαδή;

-Αλλιώς να κοιμάσαι μόνος σου κι αλλιώς με άλλον. Είπε και ακούμπησε το δίσκο πάνω στα πόδια του.

-Είναι διπλό το κρεβάτι αν δεν πρόσεξες και ως γνωστόν τα διπλά κρεβάτια είναι για δύο.

-Τότε φρόντισε να το γεμίσεις. Του είπε όσο πιο αθώα μπορούσε, κοιτώντας τον στα μάτια.

-Ά έτσι! Η Ξένια αρκέστηκε στο να ανασηκώσει τον ένα της ώμο.

-Βάζεις λίγο το δίσκο πάλι στο τραπεζάκι!

-Δε θα φας; Είπε και πήρε τον δίσκο.

-Πως θα φάω μετά όμως…

-Μετά από τι; με ένα απότομο τράβηγμα από το χέρι την έριξε επάνω του και παίρνοντας τα μαλλιά από το πρόσωπο της, τη φίλησε στο στόμα.

 

Ô

 

Καθισμένος μέσα στο κοντέινερ που χρησίμευε ως γραφείο του εργοδηγού, ο Νίκος σκεφτόταν πως όλα του είχαν πάει χάλια σε εκείνη την παρακμιακή, επαρχιακή πόλη. Το δυστύχημα να βρεθούν αρχαία, μέσα στην περιοχή των εργων, είχε κάνει ακόμα πιο δυσμενή την κατάσταση, έτσι ο Νίκος έβρισκε χίλιους λόγους να καταριέται την πόλη και τους απανταχού αρτινούς. Λεφτά χάνονταν ενώ κάθε τρεις και λίγο είχε την αρχαιολογία να του κάνει κουμάντο στη δουλειά του. Είχε ακουμπήσει το κεφάλι μέσα στα χέρια του και κοίταζε τα χαρτιά που ήταν σκορπισμένα πάνω στο γραφείο, όταν η πόρτα άνοιξε απότομα πίσω του. Γύρισε νευριασμένος έτοιμος να βάλει τις φωνές στον οποιονδήποτε είχε την αγένεια να κλωτσάει την πόρτα και να τον βγάζει από τους στοχασμούς του, όταν μπροστά του αντίκρισε τον υπεύθυνο για τη στραβή δουλειά στο γεφύρι πριν από κάποιους μήνες.

-Εσύ μου έλειπες, μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του.

-Τι έγινε αφεντικό, δε θα με χαιρετήσεις; Τον ειρωνεύτηκε ο άλλος.

- Τι θες πάλι εδώ;

-Νομίζατε ότι θα τελειώνατε έτσι εύκολα μαζί μου. Πίσω από τον εργάτη εμφανίστηκε ο Αλέξανδρος.

-Έμαθα πως με πουλήσατε, συνέχισε κοιτώντας μία το Νίκο και μια τον Αλέξανδρο. Γι αυτό προσέξτε, θέλω δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ για να εξαφανιστώ, αλλιώς θα μιλήσω στους δημοσιογράφους και στην αστυνομία για τις κομπίνες σας. Και ξέρετε ότι δε σας συμφέρει.

-Μας απειλείς; Τον ρώτησε ψύχραιμα ο Νίκος.

-Γιατί όχι;

-Εντάξει λοιπόν, θα σου δώσουμε τα λεφτά, αύριο το βράδυ στο ποτάμι εκεί που φορτώνουμε τα χαλίκια.

-Όχι, αύριο το βράδυ, απόψε. Επέμεινε ο εργάτης.

-Είσαι και βιαστικός. Σχολίασε αδιάφορα ο Νίκος.

-Δεν έχω περιθώρια, όπως ούτε και εσύ!

-Εντάξει, είπε με απάθεια ο Νίκος, απόψε το βράδυ. Ο εργάτης κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και προσπερνώντας τον Αλέξανδρο, έφτασε στην πόρτα όπου τους έριξε ένα ακόμα βλέμμα πριν βγει και φύγει.

-Τελικά μας την έφερε. Σχολίασε ο Αλέξανδρος.

-Κανείς δεν την φέρνει σε εμένα, πόσο μάλλον ένας φτωχό-διάβολος, ξεστόμισε ο Νίκος, περισσότερο για να πείσει τον εαυτό του παρά τον συνομιλητή του. Αλλά έτσι όπως τα κάνατε…, συνέχισε θέλοντας να ξεσπάσει σε κάποιον, κι ο παχυλός μισθός του Αλέξανδρου σήκωνε και δυο τρεις προσβολές. Τέλος πάντων, συνέχισε πιο ήσυχα, φώναξε τον συμπατριώτη του, και τον Ηρακλή να του πάνε τα λεφτά.

-Δε θα του τα πας εσύ; Ρώτησε παραξενεμένος ο Αλέξανδρος.

-Δε θέλω παρτίδες με τον παλιό πούστη, άλλωστε έχω καλύτερα πράγματα να κάνω. Είπε και βγήκε από το κοντέινερ.    

Από τη μία δυσάρεστη συνάντηση στην άλλη έπεφτε ο Νίκος εκείνη την ημέρα. Φτάνοντας στο γραφείο του, βρήκε να τον περιμένει ο πατέρας του, ο οποίος ήθελε να ενημερωθεί από κοντά τι συνέβαινε στα έργα στην Άρτα. Αφού ο γιός έδωσε πλήρη αναφορά, όπως κάνει κάθε υφιστάμενος στον προϊστάμενο του, ξέσπασε για την κατάσταση που επικρατούσε στην περιοχή. Επέμενε να ρωτάει τον πατέρα του γιατί να μπλεχτούν και στα τουριστικά έργα και να μην παραμείνουν στα αρχικά τους σχέδια που ήταν οι δρόμοι. Ο Πέτρος παρέμενε σιωπηλός, κοιτώντας επικριτικά το Νίκο, έβγαλε ήρεμα ένα πούρο από την εσωτερική τσέπη του σακακιού του και αφού το ξετύλιξε το ακούμπησε στα χείλη του και το άναψε. Εξέπνευσε τον καπνό, γεμίζοντας τον χώρο με τη βαριά οσμή του και ύστερα απευθύνθηκε στο γιο του λες και απευθυνόταν σε έφηβο, που αποκλειστικά για λόγους αντίδρασης δεν θέλει να καταλάβει το αυτονόητο.

Ήταν μια εξίσωση, απλά μαθηματικά, που θα τους έφερνε χρήματα. Η Άρτα όπως και ολόκληρη η επαρχία που ο Νίκος σνόμπαρε, ήταν παρθένες περιοχές που αναπτύσσονταν μέρα με τη μέρα, και σύντομα θα αναπτύσσονταν με υψηλούς ρυθμούς και θα πέφτανε πολλά χρήματα εκεί, οπότε όφελος της HIGH Α.Ε. ήταν να βρίσκετε εκεί από την αρχή και να μην πηγαίνει εκ των υστέρων. Και για μια ακόμα φορά, του διηγήθηκε την ιστορία για την πρώτη δουλειά που ο νεαρός τότε Πέτρος Χαΐτογλου, φιλόδοξος και χωρίς ίχνος σνομπισμού για ό,τι του υποσχόταν χρήμα και φήμη ανέλαβε μια δουλειά σε ένα κατσικοχώρι. Έτσι έχτισε τη φήμη του και αυγάτισε την παρακμάζουσα εκείνη την εποχή, περιουσία του πατέρα του.  

Βαριεστημένος ο Νίκος είχε καθίσει παραιτημένος σε μια καρέκλα, και για άλλη μια φορά στα τριανταπέντε χρόνια της ζωής του άκουγε την ίδια ιστορία, αποφεύγοντας να εκφραστεί για να μην εκνευρισει τον πατέρα του. Αφού τελείωσε ο Πέτρος, εξήγησε στο γιο του, ότι ο λόγος που βρισκόταν στην πόλη, εκτός από το να επιτηρήσει μόνος του τα έργα ήταν να συναντηθεί με τον Χριστόφορο ώστε να συνεταιριστούν και στα νέα τουριστικά.

-Δεν ξέρω αν θα αναλάβουμε τη δουλειά που επιθυμείς, αλλά θέλω να ξέρεις, ότι εγώ δεν είμαι πρόθυμος να παραμείνω στην Άρτα για πολύ ακόμα.

-Σου πέρασε ο ενθουσιασμός όπως φαίνεται, δε μου κάνει εντύπωση.

-Ας τραβούσες τα ζόρια που τράβηξα εγώ εδώ πέρα, και θα μου έλεγες έπειτα αν θα πέρναγε ο ενθουσιασμός και σε εσένα.

-Έχεις δίκιο, στα σαράντα και βάλε χρόνια της καριέρας μου, εγώ δεν αντιμετώπισα ποτέ δυσκολίες. Σχολίασε ειρωνικά ο πατέρας του. Νίκο είσαι πολύ κακομαθημένος, με το που βρίσκεις μια δυσκολία θες να τα παρατήσεις.

-Κάνεις μεγάλο λάθος, εκεί πεισμώνω περισσότερο και επιμένω, όμως και οι αντοχές έχουν τα όρια τους. Θέλω να φύγω από αυτή την πόλη και να μη γυρίσω ποτέ πίσω.

-Νόμιζα ότι περνούσες καλά, τέλος πάντων ας είναι, δε θα επιμείνω, μπορείς να επιστρέψεις στην Αθήνα, τα έργα θα τα αναλάβει ο Καρανικολής. Ως πιο έμπειρος, βέβαια δεν μπορείς να ρίξεις μαύρη πέτρα πίσω σου, θα έχεις μια υψηλή εποπτεία και κάπου κάπου θα κάνεις και από καμία επίσκεψη.

-Καλά θα δούμε. Είπε ο Νίκος για να αποφύγει την επιπλέον συζήτηση.

 

Ô

 

Βαρίδια είχαν αρχίσει να του γίνονται ο Πέτρος Χαΐτογλου και ο γιος του, του Χριστόφορου, όλο του ζητούσαν και εκείνος δεν μπορούσε να τους το αρνηθεί, αφού τον είχαν στηρίξει και με το παραπάνω στην προεκλογική του εκστρατεία. Βέβαια αυτό που δεν καταλάβαιναν ή δεν ενδιαφέρονταν να καταλάβουν ήταν ότι αυτά που εκείνοι απαιτούσαν θα είχαν κόστος για τον ίδιο. Με το να τους δώσει την πρόταση της Πανηπειρωτικής Κοινοπραξίας για να κάνουν ύστερα τη δική τους, το να αγνοήσει τα αρχαία ευρήματα και να προσπαθήσει να ξεγελάσει τις αρχαιολογικές αρχές ως προς το σημείο που βρέθηκαν οι αρχαίες κολόνες, και επιπλέον τώρα να απαιτούν να πάρουν επιπλέον μερίδιο από τα τουριστικά έργα τα οποία ήταν δουλειά που θα αναλάμβανε εξολοκλήρου ο δήμος του. Από την άλλη ο μεγάλος Πέτρος Χαΐτογλου, τον είχε βοηθήσει με τις γνωριμίες του, και με την συχνές του εμφανίσεις στην τηλεόραση, όμως δεν διακινδύνευε τίποτα με αυτή την παρασκηνιακή στήριξη στο Χριστόφορο.

Βέβαια αν δεν ήθελε να είναι αγνώμον έπρεπε να παραδεχτεί ότι είχε καταφέρει πολλά με τη στήριξη του Πέτρου. Αφού ο πιο δημοφιλής βουλευτής της Άρτας είχε μεταφερθεί στο επικρατείας, προκειμένου να μείνει χώρος για το Χριστόφορο στο ψηφοδέλτιο. Έτερον εκάτερον, σκέφτηκε, αφού χωρίς τον Χριστόφορο η δουλειά θα είχε πάει στα χέρια της Πανηπειρωτικής Κοινοπραξίας, οπότε δεν χρώσταγε απολύτως τίποτα, όπως τον είχαν χρησιμοποιήσει για τη δουλειά τους, τους είχε χρησιμοποιήσει με τη σειρά του για να αναδυθεί και να μπει στο κοινοβούλιο. Έπρεπε όμως μέχρι να γίνουν οι εκλογές να συνεχίσει να πηγαίνει με τα νερά τους, δεν μπορούσε να το διακινδυνέψει τώρα. Οι εκλογές είχαν οριστεί για τις αρχές του Σεπτέμβρη, σε λιγότερο από ένα μήνα. Ίσως είχε έρθει η ώρα να αντικατασταθεί και ο ίδιος με κάποιον της απόλυτης εμπιστοσύνης του, οπότε να μπορεί να τον χρησιμοποιεί όταν θα προέκυπτε ανάγκη. Πολλοί οι μνηστήρες για τη θέση που θα άδειαζε αν εκείνος εκλεγόταν βουλευτής, ίσως να έπρεπε να έχει μια συνάντηση μαζί τους για να δει ποιοι του ήταν πιστοί, πριν στηρίξει τον αντικαταστάτη του.

 

Ô

 

Τελικά η Ξένια του είχε βάλει για τα καλά το μικρόβιο της αμφιβολίας όσον αφορούσε το πώς ανέλαβε τα έργα η HIGH Α.Ε., ακόμα και που είχε ψάξει και δεν είχε βρει τίποτα το μεμπτό, μόλις είδε το Χριστόφορο να  βγαίνει από το γραφείο του με τον Πέτρο Χαΐτογλού, και να χτυπάνε φιλικά ο ένας την πλάτη του άλλου γελώντας, στο μυαλό του Βασίλη σήμανε συναγερμός. Κι ενώ προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του ότι έφταιγε ότι ήταν μέχρι τρέλας ερωτευμένος με τη δημοσιογράφο, όταν άκουσε τη στιχομυθία των δύο αντρών άρχισε να υποψιάζεται ότι τελικά δεν ήταν απλά ένα μεγάλο θέμα που είχε δημιουργήσει αυθαίρετα η Ξένια για να το κυνηγήσει, αλλά αντιθέτως είχε σοβαρούς λόγους να τους υποψιάζεται. Άλλωστε ούτε πρώτη φορά ούτε η τελευταία ήταν που συνέβαιναν αυτά ανάμεσα σε κρατικούς φορείς και σε μεγάλους επιχειρηματίες της χώρας. Άκουσε ξεκάθαρα τον Πέτρο Χαΐτογλου να λέει στο δήμαρχο ότι ο δήμος δεν επρόκειτο να επιβαρυνθεί. Και ότι έπρεπε να βρει τρόπο να γίνουν συνέταιροι και πάλι πριν ξεκινήσει η διαδικασία των τουριστικών. Ενώ του επισήμαινε ότι ήταν συνεργάτες και ότι του χρωστούσε που του είχε ανοίξει διάπλατα τις πόρτες για το κοινοβούλιο. Και όταν ο Χριστόφορος τον ρώτησε με ποιο τρόπο, εκείνος χαμήλωσε τη φωνή του, αλλά ο Βασίλης στεκόταν αρκετά κοντά για να ακούσει όταν του είπε ότι «Τον τρόπο τον είχε βρει πριν από λίγο μόνος του». Αυτό που έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στο Βασίλη ήταν που γινόταν η κουβέντα μπροστά του, που στην τελική ο εργολάβος δεν ήξερε ούτε ποιος ήταν, ούτε τι στήριζε. Άραγε ήθελε να εκβιάσει το Χριστόφορο με αυτό τον ανόητο τρόπο εκθέτοντας τον ή αδιαφορούσε πλήρως και θεωρούσε τον εαυτό του ανέγγιχτο. Τι θα μπορούσε όμως να πει κι εκείνος χωρίς αποδείξεις, ήταν απλά κουβέντες που ειπώθηκαν και χάθηκαν. Και θα ήταν ο λόγος του Βασίλη απέναντι σε δύο ‘‘σπουδαίους’’ άντρες, που θα τον κατηγορούσαν ότι τους συκοφαντούσε. Επιπλέον κι ο ίδιος χρωστούσε στο Χριστόφορο την στήριξη του όλα αυτά τα χρόνια, με το δικό του ψηφοδέλτιο είχε κατέβει και είχε εκλεγεί στο δημοτικό συμβούλιο. Να μιλούσε στην Ξένια ή θα την έβαζε σε πειρασμό να αναζητήσει διάφορα, δημιουργώντας μπελάδες και στους δύο τους. Σίγουρα το κορίτσι του θα τα έκανε άνω κάτω με την έρευνα, γιατί πέρα από ερωτευμένη και φλογερή γυναίκα ήταν δημοσιογράφος. Ας περίμενε λίγο και γινόταν αργότερα επίορκος εξαιτίας του έρωτα, σκέφτηκε γελώντας με τον εαυτό του και την κατάντια που τον είχε φέρει εκείνη.    

 

Ô

 

Ούτε ο Ηρακλής μα ούτε κι ο Armando, είχαν εμφανιστεί το πρωί στη δουλειά, ο Αλέξανδρος άφησε λίγη ώρα να περάσει με την ελπίδα μήπως και εμφανιστεί κάποιος από τους δύο και κάλεσε στα κινητά τους, το ένα χτύπαγε μα κανείς δεν απαντούσε και το άλλο φαινόταν κατειλημμένο. Να δεις που κάτι τους είχε συμβεί. Ήταν και οι δύο συνεπείς στην εργασία τους και δεν μπορούσε να θεωρήσει απλά ως σύμπτωση την ταυτόχρονη απουσία τους, λίγες ώρες μετά τη συνάντηση τους με τον επικίνδυνο εκβιαστή. Αναθεμάτισε την τύχη του, μόλις είχε πάρει τη δουλειά ένιωσε τυχερός και ενθουσιασμένος που είχε βρει κάτι με τόσες καλές απολαβές, όμως το ένα σκάνδαλο ξεσπούσε μετά το άλλο. Δεν ήταν η πρώτη φορά που είχε εργαστεί με αντίστοιχα αφεντικά όμως ίσως τους συγκεκριμένους να μην τους είχε κρίνει σωστά, άλλωστε πόσες φορές δεν είχε διευκολύνει τα σχέδια του Νίκου. Ένιωθε τυχερός με το γεγονός ότι το αφεντικό τον εμπιστευόταν και τον έβαζε να κάνει την βρώμικη δουλειά, αλλά ήταν ώρα να καταλάβει ότι τα δικά τους συμφέροντα εξυπηρετούσαν και ότι ο ίδιος για τους Χαΐτογλου δεν ήταν παρά ένας ακόμα αναλώσιμος εργαζόμενος. Όσο καλά κι αν έκανε τη δουλειά του, με την κρίση θα υπήρχαν χιλιάδες που θα την έκαναν εξίσου καλά με εκείνον. Κάθισε και τα μέτρησε όλα, μία η επιθυμία του Νίκου να γκρεμίσουν το γεφύρι, ύστερα να σκεπάσουν με τσιμέντο τα αρχαία, οι εκβιασμοί του αλλοδαπού εργάτη, και τώρα η εξαφάνιση δύο εργατών. Πόσες ακόμα βρωμιές θα αναγκαζόταν να καλύψει, στο τέλος θα βρισκόταν μπλεγμένος και θα πλήρωνε τη νύφη ο ίδιος. Κανείς δε θα δεχόταν τη δικαιολογία ότι ακολουθούσε απλά διαταγές, γιατί όσοι θα τον κατηγορούσαν για συνεργία δε θα σκέφτονταν τις ανάγκες που έπρεπε να καλύψει και ότι στην ουσία ήταν μονόδρομος αν δεν ήθελε να ξαναβρεθεί άνεργος. Κι αν σε κάποιους η συνείδηση δεν ήταν σύμφωνη, εκείνου η συνείδηση συμφωνούσε με το να μην πεινάει, κι αφού η κρίση δεν δημιουργεί ευκαιρίες, τη μία που βρήκε την άρπαξε όπως ο ναυαγός θα άρπαζε τη σανίδα σωτηρίας. Κι ενώ μια φωνή μέσα του φώναζε όχι, εκείνος φρόντιζε να μην την ακούει. Κι όταν έπρεπε να δείχνει θλιμμένος και σοβαρός με τις ατυχίες του αφεντικού του, μια φωνή μέσα του πανηγύριζε που δεν γκρεμίστηκε το γεφύρι και που βγήκαν στη φόρα τελικά τα αρχαία. Μια ζωή διχασμένος, με το ένα πρέπει που συγκρούεται με το άλλο, έτσι όμως δεν ήταν ολόκληρη η χώρα, για πολλά χρόνια. Η πόρτα άνοιξε και μπήκε ο Νίκος, γύρισε με την ελπίδα ότι θα είχε εμφανιστεί ο ένας από τους δύο εξαφανισμένους εργάτες, όμως και το ίδιο το αφεντικό δεν ήταν άσχημη εναλλακτική, έπρεπε να τον ενημερώσει ώστε να πάρει αποφάσεις. Ο Νίκος δε φάνηκε και πολύ πρόθυμος να πάει στην αστυνομία, ίσως έπρεπε να περιμένουν μια ημέρα, ο Armando μπορεί να είχε επιστρέψει μαζί με τον άλλον στην πατρίδα του, όσο για τον Ηρακλή μπορεί απλά να του είχε τύχει κάτι. Τελικά όμως η ανησυχία του Αλέξανδρου και οι διαβεβαιώσεις ότι ήταν πάντα και οι δυο τους πολύ συνεπείς στις υποχρεώσεις τους, κι αν δεν πήγαιναν τουλάχιστον θα φρόντιζαν να ενημερώσουν, ανάγκασαν το Νίκο να αποφασίσει να πάει στην αστυνομία, με την ανησυχία και μόνο μήπως είχε μπλεξίματα αν είχε συμβεί πράγματι κάτι. Και ενώ ο Αλέξανδρος περίμενε ότι θα έστελνε εκείνον στο τμήμα, εξεπλάγη  μόλις του είπε ότι θα το αναλάμβανε ο ίδιος.

 

Ô

 

Μόλις έφτασε στην αστυνομία, ο υπεύθυνος δεν τον άφησε να περιμένει σχεδόν καθόλου. Ψύχραιμος ο Νίκος κάθισε απέναντι στον αστυνομικό και του εξήγησε την κατάσταση.

-Καλημέρα κύριε διευθυντή, ήρθα να σας κάνω μια καταγγελία!

-Παρακαλώ κύριε Χαΐτογλου.

-Οι συνεργάτες μου, ο Ηρακλής Ελευθεριάδης και ένας από την Αλβανία εξαφανίστηκαν από χτες το απόγευμα.

-Πως δηλαδή;

-Έφυγαν μαζί, ο Armando θα συναντούσε τον Αλί, ήταν συγγενείς νομίζω, κι εγώ του έδωσα ένα ποσό γύρω στα 1500 ευρώ  για να το δώσει στον Αλί. Ήταν λεφτά που είχε δουλέψει και του χρωστούσα.

-Μα καταζητούταν!

-Το ξέρω, κι εγώ ήμουν αυτός που σας ειδοποίησα, μα άλλο το ένα κι άλλο το άλλο. Τα λεφτά αυτά ήταν δουλεμένα. Δε θέλω να υπάρχουν εκκρεμότητες τέτοιου είδους.

-Αφελέστατο και παρακινδυνευμένο… με τέτοιες κινήσεις θέτεται σε κίνδυνο το όνομα σας. Όσον αφορά τους συνεργάτες σας, δυστυχώς ο Armando βρέθηκε κάπου στις εκβολές του ποταμού.

-Θεέ μου! Κι ο Ηρακλής;

-Οι αστυνομικές αρχές διερευνούν την υπόθεση, τώρα που με ενημερώσατε και για την παρουσία του δεύτερου προσώπου θα εντείνω τις έρευνες. Αλλά θέλω τη συνεργασία σας.

-Μα βέβαια.

Βγαίνοντας από το αστυνομικό τμήμα ο Νίκος δεν είχε καμία διάθεση να επιστρέψει στο εργοτάξιο ή στο γραφείο του, άλλωστε ο πατέρας του ήταν ακόμα στην Άρτα, ας αναλάμβανε εκείνος λίγο τα ηνία, όπως του άρεσε. Τελικά τα πράγματα στην Άρτα είχαν περιπλεχτεί πολύ, να ένας ακόμα λόγος που απαιτούσε την επιστροφή του στην Αθήνα. Δεν άντεχε άλλο αυτή την πόλη, από εδώ και στο εξής θα αναλάμβανε δουλειές μόνο στην Αθήνα και θα επισκεπτόταν μόνο ευρωπαϊκές πρωτεύουσες για διακοπές, δεν την πάλευε άλλο με τη μιζέρια της ελληνικής επαρχίας. Μέχρι τα τέλη του Σεπτέμβρη ήλπιζε ότι όλα θα τελείωναν και θα επέστρεφε στη βάση του. Ένα χρόνο άδεια θα απαιτούσε πριν επιστρέψει στην εργασία του.

Περπατώντας αφηρημένος στον πεζόδρομο του φάνηκε κάποια στιγμή σα να είδε μπροστά του την Ελπίδα, όμως το κορίτσι που τόσο της έμοιαζε, του γύρισε την πλάτη και προχώρησε προς άλλη κατεύθυνση. Όταν την είδε να στρίβει στο πρώτο στενό, κάτι τον έσπρωξε να την ακολουθήσει. Λίγα βήματα απόστασης και φώναξε το όνομα της. Εκείνη σταμάτησε όμως δε γύρισε προς το μέρος του, τον άφησε να πάει να σταθεί εκείνος μπροστά της. Το βλέμμα που κάρφωσε επάνω του ήταν γεμάτο με θυμό και μίσος, σε αντίθεση με το μελιστάλαχτο τρόπο που τον κοίταγε ένα χρόνο νωρίτερα. Αποφάσισε να το αγνοήσει και να της μιλήσει.

-Ώστε εσύ είσαι! Είσαι καλά; Τη ρώτησε σα να ήταν απλά μια φίλη που είχε καιρό να τη συναντήσει. Εκείνη ανασήκωσε απλά το φρύδι της.

-Προσπάθησες να με αποφύγεις πριν από λίγο ή μου φάνηκε;

-Ναι, όμως μετά σκέφτηκα ότι αν κάποιος πρέπει να κρύβεται αυτός είσαι εσύ και όχι εγώ.

-Μου είσαι ακόμα θυμωμένη!

-Μα γιατί το λες αυτό; Τον ρώτησε ειρωνικά. Επειδή ήσουν μαζί μου κυνηγώντας άλλες ή επειδή πηδιόσουν με την καλύτερη μου φίλη;

-Θες να πάμε για ένα καφέ; Ρώτησε ψύχραιμα ο Νίκος.

-Δε νομίζω ότι υπάρχει κάποιος λόγος.

-Έχεις δίκιο να μου είσαι θυμωμένη, όμως έχω αλλάξει.

-Μόνο που δε με αφορά αν έχεις αλλάξει, πλέον δε μας δεσμεύει απολύτως τίποτα. Τα κοριτσίστικά μου αισθήματα εξαφανίστηκαν μέσα σε μια νύχτα και εγώ αποφάσισα να μεγαλώσω και να αναλάβω τις ευθύνες μου.

-Θα μου πεις τουλάχιστον που εξαφανίστηκες για ένα χρόνο;

-Αφού δε σε νοιάζει γιατί παριστάνεις ότι ενδιαφέρεσαι για το που μπορεί να βρισκόμουν για ένα χρόνο. Α! ναι φυσικά για να έχεις να κουτσομπολεύεις με τη φίλη μου, μετά το σεξ.

-Μια φορά συνέβη με την Ελένη.

-Δε με απασχολεί ούτε τι κάνεις εσύ, ούτε τι κάνει εκείνη. Το έχω αφήσει πίσω μου.

-Από το ύφος σου δε φαίνεται να το έχεις αφήσει πίσω.

-Δε μου έκανες και λίγο κακό.

-Το παιδί; Τη ρώτησε στο τέλος.

-Ποιο παιδί; Τον ρώτησε αδιάφορα η Ελπίδα.

-Ήσουν έγκυος, έτσι ισχυρίστηκες την τελευταία φορά που βρεθήκαμε.

-Δεν υπάρχει τίποτα να σε απασχολεί Νίκο που να έχει σχέση με εμένα.

-Να υποθέσω ότι το έριξες.

-Υπέθεσε ό,τι θες.  

-Μην παίζεις μαζί μου γαμώτο.

-Δε θα είχα ποτέ την ίδια επιτυχία που είχες εσύ όταν έπαιζες μαζί μου, αν το επιχειρούσα.

-Το έριξες έτσι; Το κούνημα του κεφαλιού και ο αναστεναγμός της Ελπίδας δεν άφησαν πολλά περιθώρια στο Νίκο από το να σκεφτεί ότι είχε κάνει έκτρωση. Καλύτερα έτσι! Είπε στο τέλος για να πει κάτι.

-Για ποιον καλύτερα Νίκο, για εκείνο ή για σένα; Τον ρώτησε θυμωμένη η Ελπίδα, άσε δε με ενδιαφέρει να μάθω, είπε μόλις τον είδε να ανοίγει στο στόμα του και να προσπαθεί να πει κάτι, και χωρίς να περιμένει κάτι άλλο, συνέχισε τον δρόμο της.

Το κινητό του άρχισε να χτυπάει ως αντιπερισπασμός στα όλα όσα είχαν ειπωθεί με την πρώην κοπέλα του. Και να δεις που εκείνη τον είχε αγαπήσει περισσότερο από τη Μάρθα, και όμως εκείνος άφησε την αγάπη της να πάει στράφι για μια ψευδαίσθηση και για τον εγωισμό του. Στο τηλέφωνο ήταν ο Αλέξανδρος, μόλις είχε πληροφορηθεί για το θάνατο του Armando και ήταν σοκαρισμένος, στο εργοτάξιο τον περίμενε ο πατέρας του, αφού ο Νίκος έκλεισε το τηλέφωνο, με ένα δυνατό αναστεναγμό άφησε όλο τον αέρα να βγει από μέσα του.

Μόλις έφτασε στο εργοτάξιο, κατευθύνθηκε προς το κοντέινερ να συναντήσει τον πατέρα του, ο Αλέξανδρος ήταν έξω και επιτηρούσε τις εργασίες συμμετέχοντας και ο ίδιος, είτε επειδή υπήρχε έλλειψη εργατικού δυναμικού αφού τόσο ο Ηρακλής όσο και ο Armando ήταν από τους πιο φιλότιμους εργαζόμενους του, είτε εργαζόταν για να αποσπάσει το μυαλό του από το θάνατο του εργάτη. Πλησίασε το Νίκο μόλις τον είδε να καταφτάνει και αντάλλαξαν λίγες κουβέντες εκφράζοντας την ανησυχία του για την τύχη του Ηρακλή. Παριστάνοντας τον ψύχραιμο ο Νίκος, του είπε ότι από εδώ και στο εξής όλα ήταν δουλειά της αστυνομίας και ότι αν εμφανιζόταν ο Αλί έπρεπε να ενημερωθούν αμέσως, ύστερα έφυγε να πάει να συναντήσει τον πατέρα του. Ο Πέτρος κοίταζε κάτι χαρτιά, μόλις εμφανίστηκε ο Νίκος τον ενημέρωσε ότι είχε στριμώξει το δήμαρχο για να τους δοθούν άλλα δύο μεγάλα έργα στην περιοχή, ο γιος του εξέφρασε πάλι την επιθυμία του να φύγει από την Άρτα και να αναλάβει άλλος τη δουλειά, ο Πέτρος κουρασμένος να ακούει τα παράπονα του γιου του, συμφώνησε με τον όρο όμως πρώτα να τελειώσει τις υποχρεώσεις με τα έργα που είχε αναλάβει να φέρει εις πέρας. Με πρόχειρους υπολογισμούς ο Νίκος κατέληξε ότι θα παρέμενε στην Άρτα από τρεις ως έξι μήνες. Με λίγα λόγια θα έβγαζε το έτος στην Άρτα και με την σκέψη κόντεψε να εκραγεί, για ποιο λόγο ο πατέρας του επέμενε να τον κρατάει πίσω, μήπως έπρεπε απλά να βάλει τα δυνατά του να μην καθυστερήσουν άλλο ούτε μέρα τα έργα. Το δεύτερο θέμα ήταν το πτώμα του εργάτη που βρέθηκε στις εκβολές του ποταμού.

-Γιατί δε μου πες τίποτα Νίκο, έπρεπε να τα μάθω όλα αυτά από άλλους;

-Δεν το θεώρησα απαραίτητο. Άλλωστε δεν έχει καμιά σχέση με μας. Θα είχε διαφορές με τους συμπατριώτες του…

-Κι ο Ηρακλής που αγνοείται;

-Δεν ξέρουμε τι συνέβη με αυτόν.

-Ναι κι ένας άλλος αλβανός που κατά τύχη εργάζεται για εμάς, εξαφανίστηκε.

-Μα γι αυτόν δεν γνωρίζει κανένας τίποτα, κι έφυγε από τη δούλεψη μας αρκετό καιρό πριν.

-Άκουσε Νίκο, είπε ο Πέτρος κουνώντας το χέρι του πατρικά αλλά επιβλητικά, θέλω να γνωρίζω οτιδήποτε αφορά τις επιχειρήσεις μου. Κι επιπλέον δεν είναι ό,τι καλύτερο να βρίσκεται νεκρός ένας από τους εργάτες σου κι ένας άλλος να αγνοείται. Ξέρεις πως τα κακά στόματα μπορεί να πουν πολλά.

-Μα τι να πουν, αφού δεν έχουν σχέση με μας!

-Αυτό δεν έχει καμιά σημασία. Λοιπόν οτιδήποτε άλλο συμβεί θέλω να με κρατάς ενήμερο. Δεν είναι ώρα για λάθη, τώρα που πάμε να ανοίξουμε κι άλλες δουλειές στην περιοχή.      

 

Ô

 

Προτίμησε η συνάντηση με κάποια από τα τρία μέλη του δημοτικού συμβουλίου της παράταξης του να γίνει στο πολιτικό γραφείο του. Θα είχε περισσότερη ησυχία και διακριτικότητα εκεί απ’ ότι στο δημαρχείο ή σε ένα καφέ. Δέκα λεπτά από το ορισμένο ραντεβού, όλοι ήταν παρόντες, αφού μίλησαν λίγο για την εκλογική αναμέτρηση του Σεπτεμβρίου, και ότι τα πράγματα φαίνονταν δύσκολα μιας και τα γκάλοπ δεν έδειχναν μεγαλύτερη διαφορά από 2% ο Χριστόφορος έθεσε το θέμα της συνάντησης του. Αρκετά από τα μέλη περίμεναν να ακούσουν ότι είχε αποφασίσει να παραιτηθεί από δήμαρχος και να αναλάβει εξολοκλήρου το χρίσμα κάποιος άλλος, παρά τη δυσανασχέτηση τους δεν έδειξαν κάτι, άλλωστε έπρεπε να είναι προετοιμασμένοι, ο Χριστόφορος Κοσυφάκης δε θα ήταν διατεθειμένος να χάσει τη θέση του δημάρχου, αν δεν ήταν βέβαιος ότι είχε μια θέση στο κοινοβούλιο.

Ούτε λίγο ούτε πολύ ρωτούσε τα πιο αγαπητά και έμπιστα μέλη του δημοτικού συμβουλίου, όπως τους χαρακτήρισε, πως θα μπορούσαν να δώσουν τα νέα τουριστικά έργα της πόλης ξανά στην HIGH Α.Ε.. Οι δύο αρκέστηκαν να κουνήσουν το κεφάλι τους με κατανόηση, μόνο ένας παρέμενε σιωπηλός στην καρέκλα του, με την σκέψη ότι οι φήμες που είχαν διαρρεύσει από την Πανηπειρωτική Κοινοπραξία δεν ήταν όπως όλα έδειχναν κακεντρέχειες λόγω της απογοήτευσης του προέδρου για την επικείμενη καταστροφή της επιχείρησης του.

Ο Χριστόφορος καθισμένος στη θέση του εξηγούσε τα οφέλη που θα είχαν αν η HIGH Α.Ε. αναλάμβανε εκ νέου τα έργα. Ήταν μια μεγάλη επιχείρηση και ο ίδιος ο Πέτρος Χαΐτογλου του είχε εκφράσει ενδιαφέρον να αναλάβει τα οδικά έργα που θα συνέδεαν την πόλη με τα τουριστικά και το φράγμα στο ποτάμι. Μέχρι στιγμής όλα είχαν πάει πολύ καλά με τη συνεργασία τους. Τα έργα προχωρούσανε μέσα στα χρονοδιαγράμματα, και το καλύτερο θα ήταν να γίνει απευθείας ανάθεση. Όλοι κατένευσαν θετικά για να δείξουν ότι συμφωνούσαν με το δήμαρχο, μόνο ένας πήρε το λόγο και εξέφρασε τη διαφωνία του, αλλά και αυτός σε ήπιο τόνο.

-Αυτό κύριε Κοσυφάκη φοβάμαι ότι είναι αδύνατο, θα πυροδοτήσει αμέσως αντιδράσεις απ’ την αντιπολίτευση και τους τοπικούς φορείς. Θα θεωρηθεί ότι είναι σκάνδαλο να ανατεθούν τα έργα χωρίς διαγωνισμό. Αφήστε  που νομίζω στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι παράτυπο.

-Τίποτα δεν είναι παράτυπο. Υπάρχει ρήτρα στην πρώτη σύμβαση ότι θα μπορούσαν να του ανατεθούν κι άλλα έργα που θα σχετίζονται με τα τουριστικά. Τουλάχιστον για την περίπτωση του οδικού δικτύου, είναι καθόλα νόμιμο.

-Ακόμα κι έτσι να είναι, υπάρχει πρόβλημα με το φράγμα το οποίο δεν σχετίζεται άμεσα με τα τουριστικά.

-Δε θέλω να φανώ πιεστικός, αλλά θεωρώ ότι είναι αναγκαίο να δοθούν τα έργα στον Χαΐτογλου, ένα άτομο που μας έχει βοηθήσει κι είναι διατεθειμένος να μας βοηθήσει ακόμα περισσότερο. Δε θα πρέπει αν είμαστε αγνώμονες .

-Θα δώσουμε στο νομικό τμήμα το συμβόλαιο να το εξετάσει και θα μας πουν εκείνοι, φαντάζομαι είναι πιο γνώστες από τον κύριο Κόνστα, σχολίασε με κακεντρέχεια και ειρωνεία ένας άλλος από τους παρευρισκόμενους, ο οποίος είχε από κοντά τον Χριστόφορο αφού απέβλεπε στη θέση του δημάρχου αν εκείνος εκλεγόταν στο κοινοβούλιο. Μη δίνοντας σημασία στο σχόλιο του συνεργάτη του, ο Βασίλης συνέχισε. 

-Ας υποθέσουμε ότι το οδικό δίκτυο περιλαμβάνεται στο πρώτο συμβόλαιο που έχει υπογράψει ο δήμος μας, οπότε θα μπορούσαμε να του αναθέσουμε το έργο. Με το φράγμα όμως θα δημιουργηθεί πρόβλημα.

- Το φράγμα τον ενδιαφέρει περισσότερο!

-Η Πανηπειρωτική θα μας πιέσει αρκετά και θα ελέγξει το κάθε τι… ήδη βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού. Αυτή τη δουλειά περιμένει για να ανακάμψει αλλά θεωρώ ότι και εμείς από την πλευρά μας, ως ηπειρώτες πρέπει να βοηθήσουμε την Κοινοπραξία, η οποία δίνει ψωμί σε τόσα νοικοκυριά με εργάτες από την Άρτα και της ευρύτερη περιοχή της ηπείρου.

-Τα πράγματα είναι απλά, θα δώσουμε κάποια μικρά περιφερειακά έργα στην Πανηπειρωτική ώστε να τους βοηθήσουμε να σταθούν στα πόδια τους. Και στη συνέχεια θα κάνουμε διαγωνισμό για το φράγμα και όποιος κάνει την καλύτερη προσφορά ας πάρει και τη δουλειά με το φράγμα. Όλοι συμφώνησαν και αφού συζήτησαν λίγο ακόμα περί ανέμων και υδάτων η συνάντηση διαλύθηκε.

 

Ô

 

Το βράδυ ο Βασίλης είχε αράξει μπροστά από την τηλεόραση, όμως το μόνο που δεν έκανε ήταν να παρακολουθεί το πρόγραμμα κονσέρβα που προβαλλόταν. Μόλις είχε χάσει την ευκαιρία του να γίνει δήμαρχος, μέχρι τότε ο Χριστόφορος του έδειχνε εμπιστοσύνη και φαινόταν ότι τον προτιμούσε από κάποιους άλλους που είχαν ήδη εκφράσει τη διάθεση τους να κατέβουν υποψήφιοι αν ο Κοσυφάκης άφηνε ελεύθερη τη θέση του δημάρχου. Εκτός των άλλων η Ξένια αποδεικνυόταν σωστή με τις υποψίες της. «Τι τα θες», μάλωσε τον εαυτό του, αφού κι εκείνος μπορεί να μην είχε θελήσει να το παραδεχτεί αλλά υποψιαζόταν πως το μεγάλο ψάρι είχε φάει το μικρό, και η HIGH είχε βγει νικήτρια στον πρώτο διαγωνισμό για τα τουριστικά και πως θα έβγαινε πάλι νικήτρια στα έργα για το φράγμα. Απλά όσο δεν υπήρχαν αποδείξεις μπορούσε να αγνοεί το κόλπο και να κοιμάται με ήσυχη τη συνείδηση του. Δεν τον πείραζε και τόσο που είχε χάσει την ευκαιρία να γίνει δήμαρχος, άλλωστε αυτός είχε οράματα για την περιοχή του που η πολιτική τελικά δεν τα χωρούσε, μάλιστα από το απόγευμα και ύστερα σκεφτόταν να μην κατέβει ούτε καν ως  δημοτικός σύμβουλος. Τι θα έκανε όμως, θα τα έλεγε όλα αυτά στο κορίτσι του και δαιμόνια δημοσιογράφο ή θα άναβε φωτιές στα μπατζάκια του αν το έκανε. Αναμφίβολα όλο και κάποιο άρθρο θα σκάρωνε μόλις εκείνος θα έστριβε την πλάτη του. Είχαν περάσει μόλις λίγες μέρες που είχαν χωριστεί και ήδη του έλειπε. Του είχε υποσχεθεί όμως ότι τέλη Αυγούστου που θα έπαιρνε την άδεια της, θα την περνούσαν ολόκληρη μαζί όπου εκείνος ήθελε. Πήρε το κινητό και της τηλεφώνησε, στο δεύτερο χτύπημα άκουσε τη φωνή της να του απαντάει.

-Μωρό μου, μου έλειψες ήταν η πρώτη φράση που της είπε, και αμέσως φασκέλωσε τον εαυτό του, ήταν πολύ μικρό χρονικό διάστημα μαζί για να εκφράζεται με αυτό τον τρόπο.

-Και εμένα μου έλειψες. Όμως δε σε ακούω και πολύ κεφάτο.

-Απλά είμαι κουρασμένος. Της είπε.

-Μόνο αυτό;

-Μόλις έχασα την ευκαιρία να γίνω δήμαρχος.

-Δεν ήξερα ότι είχες τέτοιες φιλοδοξίες. Και πως την έχασες;

-Ποια;

-Την ευκαιρία!

-Λέω να σου πω από κοντά το Σαββατοκύριακο που θα κατέβω Αθήνα.

-Αλήθεια θα κατέβεις; Τον ρώτησε δύσπιστα.

-Ναι, αν με θες μέσα στα πόδια σου;

-Είναι κάποιου είδους υπονοούμενο.

-Κανένα υπονοούμενο το λέω ξεκάθαρα.

-Ντροπή σου, του είπε γελώντας. Οπότε να φτιάξω πρόγραμμα για το που θα σε κυκλοφορήσω στην πόλη αν είναι.

-Δεν χρειάζεται. Εγώ λέω να κλειδωθούμε στο διαμέρισμα σου.

-Μου αρέσει που το λες τόσο ανοιχτά ότι με βλέπεις μόνο ως σεξουαλικό αντικείμενο, όμως μήπως να κάνουμε και τίποτε άλλο εκτός από σεξ.

-Μην ανησυχείς, δε θα βαρεθούμε, ξέρω άπειρες στάσεις. Σιωπή έπεσε από την άλλη γραμμή του τηλεφώνου, επιτέλους είχε καταφέρει να φέρει σε αμηχανία και να αποστομώσει τη δημοσιογράφο. Το δυνατό του γέλιο τη συνέφερε κάπως. Πες μου μόνο ότι κοκκίνισες.

-Όχι απλά το είχα κάνει εικόνα. Αυτή τη φορά σάστισε εκείνος.

-Σταμάτα, αλλιώς δε θα περιμένω την Παρασκευή να κατέβω Αθήνα.

-Εσύ το ξεκίνησες. Αφού φλυάρησαν λίγο ακόμα, έκλεισαν το τηλέφωνο καληνυχτίζοντας ο ένας τον άλλον. Η σκέψη του Βασίλη επέστρεψε στην απογευματινή συζήτηση «Θα κάνουμε διαγωνισμό για το φράγμα και όποιος κάνει την καλύτερη προσφορά ας πάρει και τη δουλειά», έφερε τα λόγια του Χριστόφορου στην μνήμη του. Αυτό δεν εννοούσε άλλωστε ο Χριστόφορος όταν έλεγε ότι η καλύτερη πρόταση θα πάρει τη δουλειά, πως θα την έπαιρνε τελικά και πάλι η HIGH Α.Ε. άλλωστε είχε τον τρόπο να ενημερώσει αυτός τη HIGH Α.Ε. για την πρόταση της Πανηπειρωτικής Κοινοπραξίας, εκτός κι αν η κοινοπραξία παρέδιδε την τελευταία στιγμή την πρόταση της. Δεν ήταν κακή ιδέα, ο Χριστόφορος ήθελε να κλείσει το στόμα των υπεύθυνων της κοινοπραξίας με κάποια μικρά περιφερειακά έργα, όμως ίσως με αυτό τον τρόπο κατάφερνε να πάρει και το φράγμα ή τουλάχιστον να κάνει ακόμα πιο χαμηλή προσφορά ο κολοσσός των κατασκευαστικών με το φόβο ότι η Κοινοπραξία είχε ακόμα καλύτερη πρόταση. Ίσως αυτό άξιζε να το συζητήσει με την Ξένια στα διαλλείματα που θα έκαναν για να πάρουν μια ανάσα πριν ξεκινήσουν πάλι.

«Να δεις», κατέληξε, «ότι για αυτό μας κάλεσε στο γραφείο του ο Κοσυφάκης, αποκλείεται να μην ήξερε από μόνος του πώς να δώσει τα έργα στο φίλο του τον Χαΐτογλου, όμως ήθελε να εξακριβώσει ποιος από τους αντικαταστάτες του θα του ήταν πιο πιστός ώστε να χορεύει στο ρυθμό που θα του χτυπούσε το ντέφι ο μελλοντικός βουλευτής, όταν χρειαζόταν τη βοήθεια του».

 

Ô

 

Μόλις την είδε μέσα από το τζάμι της βιτρίνας, αποφάσισε να μπει στο μαγαζί με τα γυναικεία εσώρουχα. Έριξε μια ματιά πίσω από την πλάτη της στα κλασσικά εσώρουχα που κοιτούσε, καμία σχέση με εκείνα που φορούσε όταν ήταν μαζί του. Ώρα ήταν να ακούσει ότι την είχε σπρώξει στο μοναχισμό, θα ήταν καταστροφή μια τόσο όμορφη γυναίκα, πραγματικό ηφαίστειο στο κρεβάτι να κρύψει την ομορφιά της κάτω από τα ράσα. «Θύμισε μου γιατί χωρίσατε;» έκανε νοερά την ερώτηση στον εαυτό του, «ίσως επειδή είχες άλλες προτεραιότητες και πήδαγες την καλύτερη της φίλη, και τη μάνα της φίλης της», αλλά αυτό μάλλον εκείνη δεν το ήξερε, τουλάχιστον όχι με βεβαιότητα. Η Ελπίδα προχώρησε ενώ ο Νίκος έμεινε σκεφτικός να κοιτάει ένα σέξι σετ εσωρούχων, με στρινγκ κιλοτάκι. Μια από τι πωλήτριες τον πλησίασε και τον ρώτησε αν ήθελε βοήθεια, εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι του, ενώ είδε την Ελπίδα να στρέφεται και να τον κοιτάει. Τα χαρακτηριστικά της αλλοιώθηκαν από ένα μορφασμό, η ηρεμία με μιας είχε εξαφανιστεί από το πρόσωπο της.      

-Όχι, περιμένω τη δεσποινίς, είπε ο Νίκος γνέφοντας με το κεφάλι του προς την Ελπίδα. Και παίρνοντας αθώο ύφος άρχισε να χαζεύει τα εσώρουχα. Κρατούσε ένα μικροσκοπικό κιλοτάκι, όταν τον πλησίασε και του το πήρε από τα χέρια, βάζοντας το στη θέση του.

-Γιατί μου το πήρες; Την ρώτησε σαν κακομαθημένο πεντάχρονο, σουφρώνοντας τα χείλη του.

-Θες να με κάνεις ρεζίλι; Τον ρώτησε κοιτώντας τον στα μάτια θυμωμένη. Ο Νίκος αρκέστηκε να σηκώσει τα χέρια του. Γυρνώντας του την πλάτη βγήκε από το μαγαζί, εκείνος την ακολούθησε, το κορίτσι συνέχισε να περπατάει χωρίς να του δίνει σημασία. Για λίγο συνέχισαν να περπατάνε πλάι πλάι χωρίς να μιλάνε, ο καθένας βυθισμένος στις δικές του σκέψεις. Όταν εκείνη σταμάτησε απότομα και γύρισε και τον κοίταξε.

-Τι θέλεις;

-Μια ευκαιρία!

-Μια ευκαιρία για ποιο πράγμα;

-Δεν ξέρω, απλά θέλω να μου δώσεις μια ευκαιρία για να σου αποδείξω ότι άλλαξα.

-Μόνο που άλλαξα και εγώ Νίκο, δε θα είμαι πια η ίδια.

-Δε με πειράζει.

-Δε συγχωρώ την απιστία, και εσύ με απάτησες με την καλύτερη φίλη μου, πως θες να το ξεχάσω αυτό και να κάνω ότι δε συνέβη ποτέ;

-Έχεις δίκιο, κι ίσως να μην έχω ούτε καν δικαίωμα να δικαιολογηθώ, όμως μάθε ότι όταν μας πέτυχες ήταν η πρώτη φορά που συνέβη, και η τελευταία. Εμφανίστηκε στο διαμέρισμα μου, δεν μπορούσα να τη διώξω, ο πατέρας της ήταν ο δήμαρχος και συνεργάτης μου, είπε ότι ήθελε να μου πει κάτι που με αφορούσε και έτσι με ενημέρωσε ότι ήσουν έγκυος, είχα θυμώσει μαζί σου, που δε μου το είχες πει, πίστεψα ότι ήθελες να με φέρεις προ τετελεσμένων, μου ρίχτηκε και δεν το σκέφτηκα πολύ. Θα σου μιλούσα όταν θα είχες ηρεμίσει, όμως ήταν σαν να άνοιξε η γη και να σε κατάπιε.   

-Δεν περιμένεις να σε καταλάβω Νίκο, το ότι πηδήχτηκες με την Ελένη ήταν το κερασάκι στην τούρτα, μέχρι τότε έκανα υπομονή ή νομίζεις ότι δεν καταλάβαινα ότι πολιορκούσες την πρώην σου, ή νομίζεις ότι δεν έμαθα ότι πλέον είναι παντρεμένη  με το Δημοσθένη; Τι έγινε Νίκο, έπεσε αυλαία σε εκείνο το εργάκι και σκέφτηκες να ξαναπιάσεις το δικό μας από εκεί που είχε μείνει; Είπες λόγια που δε λέγονται, με κατηγόρησες, με ανάγκασες να ρίξω το παιδί, με ρωτάς πως πέρασα όλον αυτό τον καιρό μακριά από την οικογένεια μου προσπαθώντας να συνέρθω, όταν εσύ πηδιόσουν με τη μία και με την άλλη, όταν προσπαθούσες να κερδίσεις τη Μάρθα, όμως εκείνη έκανε τη σωστή επιλογή γιατί σε ήξερε όπως δε σε ήξερα εγώ, όμως σε έμαθα. Πώς να σε συγχωρέσω, όταν εγώ προσπαθούσα να συνέρθω και να αποφασίσω τι θα κάνω με τη ζωή μου, εσύ πηδιόσουν με τη μία και την άλλη στην Άρτα, και δεν το θεωρώ διόλου απίθανο εκτός από την κόρη να πήγες και με τη μάνα.

-Μη λες βλακείες τώρα! Είπε απαξιωτικά μήπως της βγάλει την ιδέα από το μυαλό.

-Δε με νοιάζει, ίσα ίσα που θα με ευχαριστούσε αν το μάθαινα, θα άξιζε και στις δυο τους.

-Έχεις πράγματι αλλάξει. Την κοίταξε ο Νίκος.

-Θαύμασε το έργο σου λοιπόν. Είπε και του γύρισε την πλάτη.

-Δεν τελειώσαμε Ελπίδα.

-Φυσικά και τελειώσαμε Νίκο. Μην πας να παίξεις δεύτερη φορά το ίδιο εργάκι, δεν έπιασε με τη Μάρθα και νομίζεις ότι θα καταφέρεις περισσότερα με εμένα; Προσπάθησε με την Ελένη, ίσως να έχεις περισσότερη τύχη. Είπε και απομακρύνθηκε με γρήγορο βήμα.

-Κι όμως δεν τελειώσαμε. Είπε χαμηλόφωνα.

 

Ô

 

«Ώστε δεν τελείωσαν», σκέφτηκε ενοχλημένη η Ελένη που είχε παρακολουθήσει την σκηνή στον πεζόδρομο. Η παλιά της φίλη είχε επιστρέψει και ο Νίκος τι έκανε; Την παρακαλούσε. Έπεφτε λοιπόν τόσο χαμηλά ο Νίκος Χαΐτογλου με το να παρακαλάει μια γυναίκα. Ο βαρύς άντρας που την είχε περιφρονήσει σε τέτοιο βαθμό, εκείνη την Ελένη Κοσυφάκη, έπεφτε στα πόδια μιας δευτεροκλασάτης, που ένα χρόνο πριν απειλούσε Θεούς και δαίμονες, όταν είχε μάθει ότι είχε μείνει έγκυος στο παιδί του. Κρίμα δεν τον είχε εκτιμήσει καθόλου σωστά, αν ήξερε ότι έπεφτε τόσο χαμηλά ούτε δεύτερη ματιά δε θα του είχε ρίξει. Δεν μπορούσε βέβαια να αρνηθεί ότι είχαν περάσει καλά τότε στην Αθήνα, και θα πέρναγαν καλά και στην Άρτα αν δεν τους είχε διακόψει η Ελπίδα, όμως το γεγονός να περιφρονεί την ίδια και να χάνει τα μυαλά του μόλις είδε την πρώην κοπέλα του, τον είχε ρίξει στα μάτια της. Τι στην ευχή είχε η Ελπίδα που έκανε τους άντρες να τη θέλουν τόσο πολύ πια, πάντα κυκλοφορούσε με τους καλύτερους, από το σχολείο, αλλά και αργότερα, ο Δημοσθένης ήταν ένας πολύ ωραίος άντρας και πάνω που χώρισε μαζί του, πήγε και έπεσε απάνω στο Νίκο. Ο καλύτερος όλων, μάλλον έτσι πίστευε πριν δει με τα ίδια της τα μάτια όσα διαδραματίστηκαν λίγη ώρα νωρίτερα. Τελικά το σκληρό αντράκι ήταν μόνο η επικάλυψη. Δεν έπρεπε να τη νοιάζει, άλλωστε αρχές Σεπτέμβρη εκείνη θα έφευγε για το εξωτερικό, θα πήγαινε στην Ιταλία ή στην Αγγλία να σπουδάσει αρχιτεκτονική εσωτερικών χώρων, και έτσι θα άφηνε πίσω της όλους τους κατεστραμμένους. Μπορεί μέχρι πριν λίγη ώρα να μην ήταν ακόμα σίγουρη αλλά πλέον το είχε αποφασίσει, από την στιγμή μάλιστα που η Ελπίδα είχε επιστρέψει, δεν τις χωρούσε και τις δύο η Άρτα. Άλλωστε να κάνει τι, να μείνει να τους δει να σμίγουν, να της τρίψουν την ήττα της στα μούτρα. Γιατί όσο και να προσπαθούσε να το παίξει ανεξάρτητη η φιλενάδα της, το Νίκο τον είχε ερωτευτεί πραγματικά, και η Ελένη το είχε αναγνωρίσει στα λόγια, στο βλέμμα της όταν μιλούσε για εκείνον. Για κανέναν άλλον άλλωστε δε θα είχε δείξει την υπομονή που είχε δείξει στο Χαΐτογλου, οπότε με μικρή πολιορκία η πόλη θα έπεφτε και θα ξεχνούσε και τις απιστίες και τις προσβολές του. Όμως μια άλλη σκέψη την έκαιγε περισσότερο, να είχε βάση αυτό που είπε για τη μάνα της και το Νίκο. Εκείνος φυσικά το αρνήθηκε, αλλά είχε δει πως τον έτρωγε η μητέρα της με τα μάτια, και ο Νίκος ήταν πραγματικά τόσο ανήθικος που δε θα δίσταζε. Όμως έχει διαφορά το να σου αρέσει κάποιος από το να κάνεις κάτι μαζί του, άλλωστε εκτός ότι δε θα πίστευε κάτι τέτοιο για τη μητέρα της ήταν και η θέση του πατέρα που θα την συγκρατούσε. Πως θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο στον Χριστόφορο, ο φόβος και μόνο μήπως κυκλοφορούσαν τέτοιου είδους φήμες θα ήταν αρκετός για να την αποτρέψει. Αν ήθελε να φύγει όπως το είχε σκοπό δεν έπρεπε να την απασχολούν τέτοια θέματα, αντιθέτως έπρεπε να αποφασίσει ποια από όλες ήταν η καλύτερη σχολή και να βιαστεί να κάνει τα χαρτιά της για να φύγει. Όμως θα άξιζε ένα μάθημα στο Νίκο, έτσι για να τη θυμάται, πριν εκείνη φύγει για κάποια άλλη ευρωπαϊκή χώρα!

 

Ô

 

Κουρασμένος είχε καθίσει στο δερμάτινο καναπέ, και είχε ακουμπήσει το κεφάλι στα χέρια του, μόλις είχε πληροφορηθεί από την αστυνομία ότι είχε βρεθεί και το πτώμα του Ηρακλή. Η Σκέψη του πέταξε στην Ελπίδα, σκούρα τα πράγματα με την πιτσιρίκα, όμως προτιμούσε να σκέφτεται εκείνη από τις δουλειές και τα προβλήματα του, μαζί και τους δυο νεκρούς που είχαν αφήσει πίσω τους οι δικές του υποθέσεις. Το κουδούνι χτύπησε, κουρασμένος σηκώθηκε να ανοίξει την πόρτα για να έρθει αντιμέτωπος με την Αντιγόνη.

-Εσύ μου έλειπες! Της είπε θέλοντας να δείξει τη κακή διάθεση του, εκείνη τον παραμέρισε και πέρασε μέσα στο διαμέρισμα.

-Ωραία υποδοχή, εγώ φταίω που σε σκέφτομαι. Είπε και κούνησε το πακεταρισμένο φαγητό που κρατούσε.

-Τον εαυτό σου σκέφτηκες! Σχολίασε ο Νίκος ενοχλημένος που δεν τον άφηνε ήσυχο στις σκέψεις του.

-Τι έγινε, έχουμε νευράκια; Ρώτησε απότομα όμως μετανιώνοντας άλλαξε αμέσως ύφος. Μη φοβάσαι και ξέρω τον τρόπο να σε ηρεμήσω. Είπε και πλησιάζοντας τον προσπάθησε να τον χαϊδέψει, όμως εκείνος απέκρουσε το χέρι της, σπρώχνοντας το.   

-Τι έφερες για φαγητό; Είπε στρέφοντας την προσοχή του στις σακούλες. 

-Πεινάς; Σου άνοιξα την όρεξη; Είπε προσπαθώντας να συνεχίσει το ερωτικό της παιχνίδι.

-Εσύ μόνο να μου την κόψεις μπορείς! Είπε απροκάλυπτα ο Νίκος.  

-Άκου να σου πω, αρκετή υπομονή έκανα, θα μου πεις τι συμβαίνει; Τον ρώτησε εκνευρισμένη.

-Δε θέλω να σε ξαναδώ. Της είπε ήρεμα κοιτώντας την στα μάτια.

-Τι είπες;

-Δεν καταλαβαίνεις ελληνικά! Τέρμα, ως εδώ ήταν η ιστορία μας, βαρέθηκα.

-Ούτε να το σκεφτείς. Καλύτερα να με σκοτώσεις. Ήταν η απάντηση της, ενώ ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα.

-Μπορείς να πάψεις να μυξοκλαίς; Σε ξέρω καλά, το μόνο που σε νοιάζει είναι που θα χάσεις ένα παιχνιδάκι με το οποίο περνάς καλά μαζί του.

-Τι έγινε, βρήκες καμιά άλλη να πηδάς και με βαρέθηκες;

-Ναι, μια πολύ πιο νέα και όμορφη.

-Κτήνος, είσαι ένας τιποτένιος. Είπε και άρχισε να τον χτυπάει ενώ ο Νίκος της κράτησε τα χέρια  Αξία σου δίνω που είμαι μαζί σου! Το ειρωνικό βλέμμα του ήταν χειρότερο από τα σκληρά του λόγια. Γι αυτό δε μένει καμιά γυναίκα μαζί σου. Γιατί είσαι ένα σκουπίδι!

-Σκάσε. Και πριν προλάβει να ελέγξει το χέρι του, του ξέφυγε ένα δυνατό χαστούκι, προκαλώντας της σοκ. Μόλις είδε την οργή να εμφανίζεται και πάλι στα μάτια της ο Νίκος δεν περίμενε άλλο, την άρπαξε σφιχτά από το μπράτσο και την οδήγησε ως την πόρτα του διαμερίσματος, εκείνη προσπάθησε να απελευθερωθεί από το δυνατό του κράτημα όμως δεν τα κατάφερε. Εξαφανίσου από μπροστά μου! ήταν τα τελευταία του λόγια πριν την σπρώξει και την πετάξει έξω από το διαμέρισμα. Η γειτόνισσα από το διπλανό διαμέρισμα στεκόταν έξω από την πόρτα της κρατώντας σακούλες από ψώνια και προσπαθώντας να ξεκλειδώσει, όταν η Αντιγόνη σωριάστηκε στο πάτωμα του κοινόχρηστου, η πόρτα του Νίκου έκλεισε απότομα χωρίς να πάρει είδηση ότι κάποιος ήταν μάρτυρας της συμπεριφοράς του, η Αντιγόνη σηκώθηκε από το πάτωμα ντροπιασμένη και με όση αξιοπρέπεια της επέτρεπε η σκηνή που είχε προηγηθεί κατέβηκε τις σκάλες.    

 

Ô

 

Όλα ήταν τόσο υπέροχα στη Μάλτα, αυτό το ταξίδι θα έμενε ανεξίτηλο στην μνήμη της. Το να είναι μόνη με το Δημοσθένη, μακριά από τα προβλήματα της καθημερινότητας, να χαίρονται την αγάπη τους, την ησυχία, τη μεσόγειο και τον ήλιο. Τι άλλο θα μπορούσε να θέλει από τη ζωή της. Μήπως έπρεπε να βρουν έναν τρόπο να γίνουν μόνιμοι κάτοικοι Μάλτας. Γύρισε στο πλάι και τον κοίταξε που κοιμόταν, άγγιξε ελαφρά τα μαλλιά του με τα δάχτυλα της, εκείνος σάλεψε όμως δεν ξύπνησε. Θυμήθηκε την πρώτη μέρα που έφτασαν στο νησί, με το που μπήκαν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου το πρώτο που επιθύμησαν και οι δύο ήταν να βάλουν τα μαγιό τους και να πάνε απευθείας στη θάλασσα, μόλις την είδε στην παραλία να βγάζει το παρεό, και να μένει με τα δυο μικροσκοπικά κομμάτια του μαγιό, κόντεψε να μείνει. Ενώ έριχνε άγριες ματιές γύρω του, αν τύχαινε και έβλεπε κάποιον να  την κοιτάζει. «Το κόκκινο είναι το χρώμα σου» σχολίασε «αλλά αυτό το μαγιό δεν το ξαναφοράς σε ανοιχτό χώρο με άλλους ανθρώπους γύρω»!

«Γιατί;» τον ρώτησε δήθεν αθώα εκείνη, ενώ του έδινε το αντηλιακό για να της το απλώσει στην πλάτη. Μόλις ξάπλωσε μπρούμυτα εκείνος έριξε το παρεό πάνω της για να μη φαίνονται τα οπίσθια της.

-Είσαι πολύ συντηρητικός. Το ξέρεις; Σχολίασε γελώντας.

-Ως έλληνας, ναι είμαι!

-Ξέχασες στην Πάργα; Γυμνοί σχεδόν μπήκαμε στη θάλασσα.

-Μπήκαμε με τα εσώρουχα και ήταν βράδυ, δε έβλεπε κανείς κάτι περισσότερο από τις φιγούρες μας. Ελπίζω να έχεις φέρει κι άλλο μαγιό μαζί σου αλλιώς δε θα σε ξαναδεί η θάλασσα όσο είμαστε εδώ.

-Δεν είναι κρίμα βρε Δημοσθένη καινούργιο μαγιό να μην το ξαναφορέσω;

-Ποιος είπε ότι δε θα το ξαναφορέσεις, αλλά όταν είμαστε μόνοι μας, στο σπίτι μας ή στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. 

-Ώστε σου αρέσει!

-Πολύ, τόσο που σκέφτομαι, να πάρω τα πράγματα μας και εσένα και να επιστρέψουμε στο δωμάτιο μας και να μην βγούμε άλλο από εκεί μέσα μέχρι να φτάσει η μέρα να επιστρέψουμε στην Ελλάδα. Θα σου κάνω και τη χάρη να μην βγάλεις από πάνω σου το μαγιό.

-Αμάν πια! Άμα κάνεις έτσι με εμένα, φαντάσου να κάνουμε κόρη πως θα κάνεις;

-Μην ανησυχείς. Θα της φέρω δασκάλους στο σπίτι και δε θα την βλέπει ο ήλιος.

-Σταμάτα με φοβίζεις.

-Μα ξέρεις τι τέρατα κυκλοφορούν…

Η αλήθεια ήταν ότι μετά από μια βουτιά που κράτησε το πολύ δέκα λεπτά την πήρε και επέστρεψαν στο δωμάτιο τους. Όμως δεν τη δυσαρέστησε αφού κι εκείνη την ίδια επιθυμία είχε, να απομονωθούν και να χαρούν ο ένας τον άλλον. Την επόμενη μέρα μόλις ξαναέβαλε το κόκκινο μαγιό, εκείνος την κούνησε αρνητικά το κεφάλι.

-Αν θες να δεις θάλασσα να πας να το αλλάξεις αμέσως αλλιώς θα σε κρατήσω αιχμάλωτη εδώ μέσα.

-Αμάν βρε Δημοσθένη, λες και δεν υπάρχουν άλλες γυναίκες στην παραλία, όλοι εμένα κοιτάνε.

-Μπορεί να μην σε κοιτάνε όλοι, σε κοιτάνε όμως αρκετοί. Αλλά μη νομίζεις και εγώ άντρας είμαι και μόνο στη θέα σου, ξεχνάω τη θάλασσα και θέλω μόνο ένα πράγμα, οπότε για να μην κλειστούμε εδώ μέσα και γίνεις σκλάβα του σεξ, πήγαινε και άλλαξε.

-Ολόσωμο δεν πήρα μαζί μου.

-Δεν πειράζει, θα σου δώσω εγώ μια μπλούζα μου να βάλεις από πάνω. Είπε και της έκλεισε πειραχτικά το μάτι.

Όλα ήταν όμορφα στη Μάλτα, στο ταξίδι του μέλιτος, όμως όλα ήταν όμορφα ακριβώς επειδή δε θα κρατούσαν για πάντα. Οι μέρες είχαν περάσει πολύ γρήγορα και εκείνοι το επόμενο πρωί θα επέστρεφαν στην πατρίδα και στην καθημερινότητα. Επιπλέον κάτι ακαθόριστο προειδοποιούσε τη Μάρθα ότι θα επέστρεφαν σε νέους μπελάδες. Και ότι η ηρεμία τους θα ταραζόταν και πάλι. Άραγε ο Νίκος είχε βάλει μυαλό ή θα συνέχιζε τα ίδια και μάλιστα με περισσότερο πείσμα. Ο καιρός είχε αποδείξει ότι τίποτα δεν τον συγκρατούσε, είχε καταφύγει σε ακρότητες στην προσπάθεια του να την εκδικηθεί και να την ξανακερδίσει. Δεν ήταν και λίγα τα όσα είχε περάσει εξαιτίας του, μέχρι και την ημέρα του γάμου είχε παρουσιαστεί μπροστά της και αν δεν είχε πάει η Ξένια και εκείνη δεν ήξερε τι θα ήταν ικανός για άλλη μια φορά να κάνει. Είχε κολλήσει σε αυτά που ήθελε να πιστεύει και δεν την άκουγε ό,τι και να του έλεγε. Ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που φοβόταν την επιστροφή τους. Ο Δημοσθένης άνοιξε τα μάτια του και την κοίταξε.

-Γιατί δεν κοιμάσαι;

-Σε αγαπώ, ήταν το μόνο που βρήκε να του πει.

-Κι εγώ σ’ αγαπώ. Της απάντησε και την έσφιξε επάνω στο κορμί του.    

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟΤΕΤΑΡΤΟ

           

Καθόταν στο γραφείο του δημάρχου και απαντούσε στα email που αφορούσαν τα πολιτιστικά. Ο Χριστόφορος δεν τα πήγαινε και τόσο καλά με τις νέες τεχνολογίες οπότε επέτρεπε στο Βασίλη όταν υπήρχαν μηνύματα στο ηλεκτρονικό του ταχυδρομείο να απαντάει από το γραφείο του, άλλωστε όπως ήταν το μότο του, «ΚΑΘΑΡΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ, ΑΣΤΡΑΠΕΣ ΔΕ ΦΟΒΑΤΑΙ», και αφού δεν είχε τίποτα να κρύψει επέτρεπε σε κάποιους από τους υπαλλήλους του δημαρχείου, που ήταν της απόλυτης εμπιστοσύνης του να κάθονται στο γραφείο του και να εργάζονται στον υπολογιστή του. Φεύγοντας από το γραφείο ο Κοσυφάκης, στάθηκε για λίγο στην πόρτα, κοίταξε το Βασίλη και χαμογελώντας του είπε, «Άντε να συνηθίζεις κιόλας», επιτρέποντας στο Βασίλη να σκεφτεί ότι ίσως να μην είχαν τελειώσει όλα στη διαδοχή του δημάρχου, παρά του ότι δεν είχε υποστηρίξει την άποψη να δώσουν και τα νέα έργα στη HIGH A.E. Ίσως πάλι να ήθελε να τον καλοπιάσει επειδή ήταν ο μόνος που δεν είχε δείξει να συμφωνεί με την απευθείας ανάθεση των έργων στην αθηναϊκή εταιρεία. Αποφάσισε ότι ήταν καλύτερα να μην το σκέφτεται, ό,τι ήταν να γίνει θα γινόταν.

Τελειώνοντας με τις απαντήσεις των email μετά από ένα περίπου τέταρτο, πρόσεξε ότι στα spam υποδεικνυόταν ο αριθμός 1 οπότε μάλλον κάποιο email είχε πάει στον υπολογιστή και το είχε αφήσει αδιάβαστο ο δήμαρχος. Μπήκε στα spam να τσεκάρει μήπως το μήνυμα αφορούσε τα πολιτιστικά. Τίτλος μηνύματος δεν υπήρχε, όμως ο αποστολέας φαινόταν πως ήταν ο Νίκος Χαΐτογλου. Χωρίς να το σκεφτεί πολύ, το άνοιξε για να το διαβάσει.

«Όλα έγιναν καθαρά, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας για τίποτα. Όπως και να έχει, ο δημοσιογράφος θα πάρει απόψε από άνθρωπο μας τα στοιχεία που ψάχνει για την έρευνα του».     

Διάβασε και ξαναδιάβασε το email, αλλά κάτι δεν του κόλλαγε, σε ποιον δημοσιογράφο άραγε να αναφερόταν και σε ποια έρευνα. Κοίταξε να δει την ώρα αποστολής, μισή ώρα πριν πάει εκείνος στο γραφείο. Τι στοιχεία μπορούσαν να δώσουν και σε ποιο δημοσιογράφο, σίγουρα σε κάποιον δικό τους, δεν ήταν άγνωστο άλλωστε ότι ο εργολάβος είχε μετοχές σε ιδιωτικά κανάλια και στρατιά δημοσιογράφων να υπηρετούν τα συμφέροντα του. Μια σκέψη πέρασε από το μυαλό του που τον πανικόβαλε, το μήνυμα ήταν διφορούμενο, αν δημοσιογράφο εννοούσαν την Ξένια, εκείνη του είχε πει ότι είχε προσπαθήσει να προσεγγίσει υπαλλήλους της HIGH A.E., αν το είχαν μάθει και της έστηναν παγίδα. Έκανε print screen την οθόνη με το μήνυμα και έστειλε email στον δικό του ηλεκτρονικό λογαριασμό. Ύστερα το διέγραψε από τα εξερχόμενα και από τα διαγραμμένα και βγήκε να τηλεφωνήσει στην Ξένια.   

-Έλα μωρό μου! την άκουσε να του λέει χαρούμενη.

-Τι κάνεις; Τη ρώτησε εκείνος.

-Μια χαρά. Συνέβη κάτι; Σε ακούω πάλι αναστατωμένο ή ακόμα δεν συνήρθες από την απογοήτευση που έχασες την καρέκλα του δημάρχου, πάντως να ξέρεις, ότι αν έκανες παρανομίες θα με έβρισκες μπροστά σου.

-Δεν αμφιβάλλω, όμως δε μου λες μωρό μου, μήπως σε πήρε κάποιος τηλέφωνο για το θέμα που ερευνάς;

-Για ποιο απ’ όλα; Τον ρώτησε αθώα εκείνη.

-Για εκείνο που ρωτούσες και εμένα.

-Όχι. Γιατί;

-Μάλλον λάθος συναγερμός. Θα τα πούμε το βράδυ που θα έρθω στην Αθήνα.

-Τι ώρα να σε περιμένω; Αχ! μωρό μου περίμενε, έχω κλήση σε αναμονή από άγνωστο αριθμό. Είπε και πέρασε τη δική του γραμμή στην αναμονή αφήνοντας τον να ακούει το κομμάτι μουσικής. Ύστερα από αρκετή ώρα η φωνή της ακούστηκε παραξενεμένη, ενώ ο Βασίλης με ανυπομονησία περίμενε να την ακούσει.

-Δε θα το πιστέψεις, με πήραν μόλις από εκεί που μου είπες. Κάποιος θέλει να μου δώσει στοιχεία για τα έργα στην Άρτα.

-Ξένια μην πας!

-Μα είναι μεγάλη ευκαιρία.

-Σε παρακαλώ, είναι παγίδα. Θα σου εξηγήσω από  κοντά, πάω να δηλώσω άδεια και έρχομαι Αθήνα. Σε παρακαλώ μην κάνεις τίποτα μέχρι να έρθω. Δεν την άφησε να απαντήσει, επέστρεψε στο γραφείο του να τσεκάρει αν έλαβε το email, και αφού έκλεισε τον υπολογιστή και ενημέρωσε ότι έπρεπε να φύγει για κάποια οικογενειακά θέματα που προέκυψαν, μπήκε στο αμάξι του και ξεκίνησε για την Αθήνα.

    

Ô

 

Αν δεν ήταν η ομοιότητα της γυναίκας που του άνοιξε την εξώπορτα με την Ελπίδα, μόλις άκουσε το κλάμα του μωρού, θα είχε ζητήσει συγνώμη και θα είχε στρίψει να φύγει. Η γυναίκα παρέμενε στην πόρτα να τον κοιτάει, περιμένοντας να της πει κάτι. Ο Νίκος εκπλήσσοντας τον ίδιο του τον εαυτό την παραμέρισε και πέρασε στο εσωτερικό του σπιτιού, μη δίνοντας σημασία στις διαμαρτυρίες της γυναίκας που τον ακολουθούσε και απαιτούσε να βγει έξω, ακολουθώντας το κλάμα του μωρού έφτασε έξω από μια κλειστεί πόρτα, και κατέβασε το πόμολο για να μπει. Στο κέντρο του δωματίου στεκόταν η Ελπίδα με ένα βρέφος στην αγκαλιά της, που προσπαθούσε να το κάνει να ησυχάσει. Μόλις τον είδε μπροστά της στην αρχή σάστισε αλλά αμέσως επανέκτησε την ψυχραιμία της, ρίχνοντας του ένα ψυχρό βλέμμα.

-Τι θες εσύ εδώ;

-Τι είναι αυτό που κρατάς; Τη ρώτησε μην ξέροντας πώς να εκφραστεί.

-Με τι σου μοιάζει; Τον ρώτησε ειρωνικά η Ελπίδα, και κούνησε πιο έντονα το παιδί που έκλαιγε ακόμα πιο δυνατά από πριν.

-Δεν το έριξες;

-Τι θες Νίκο;

-Δε μου απάντησες!

-Δεν φέρεις καμία ευθύνη εσύ, όλες τις ευθύνες τις φέρνω εγώ για το γιο μου, κατάλαβες;

-Όχι, δεν κατάλαβα.

-Μην ανησυχείτε κύριε Χαΐτογλου. Άλλωστε δεν είναι δικό σας παιδί.

-Δε σε πιστεύω. 

-Τι θα γίνει με εσένα, όταν ήμουνα έγκυος δεν πίστευες ότι το παιδί ήταν δικό σου, τώρα που σου λέω εκείνο που πίστευες τότε, πάλι δεν το δέχεσαι. Έριχνες ανάθεμα και σε εμένα και στο παιδί…

-Από την στιγμή που το παιδί γεννήθηκε όλα αλλάζουν.

-Θα προτιμούσες δηλαδή να το έχω ρίξει;

-Δε θα προτιμούσα τίποτα. Όμως από την στιγμή που υπάρχει ένα παιδί που μπορεί να είναι δικό μου… απαιτώ να κάνουμε τεστ DNA.

-Δε νομίζω ότι είσαι σε θέση να απαιτείς το οτιδήποτε. Άλλωστε δε σε έχει ανάγκη.

-Νομίζω ότι είμαι σε θέση και μπορώ να το επιβάλλω.

-Κι αν είναι, τι θα γίνει;

-Θα το αναγνωρίσω.

-Δεν έχουμε ανάγκη ούτε το όνομα σας ούτε τα λεφτά σας κύριε Χαΐτογλου.

-Ηρέμισε Ελπίδα, δεν το κάνω για σένα. Κι αν είσαι καλή μάνα πρέπει να βάλεις πάνω από τον εγωισμό σου το καλό του παιδιού.

-Και να γίνει σαν εσένα; Τον ρώτησε ειρωνικά. Το μωρό είχε σταματήσει το κλάμα κοιτώντας με δακρυσμένα ματάκια τη μητέρα του, που κάθε λίγο ακουμπούσε τα χείλη της στο προσωπάκι του.  

-Κοίτα δε θα το συζητήσω άλλο, αύριο θα πάμε σε κλινική για το τεστ. Και ύστερα θα δούμε τι θα γίνει. Είπε και της γύρισε την πλάτη ξεκινώντας να φύγει, η φωνή της τον σταμάτησε.

-Ήθελα να ήξερα, αν η Μάρθα δεν είχε παντρευτεί θα ήσουν τόσο γενναιόδωρος με το παιδί.

-Ναι. Απάντησε μονολεκτικά πριν φύγει, αν και η αλήθεια ήταν ότι δεν ήξερε. Από την στιγμή που εκείνη παρέμενε με το Δημοσθένη, παντρεμένοι ή ανύπαντροι μάλλον θα το έκανε, αν όμως είχε καταφέρει τον αρχικό του σκοπό που ήταν να την ξανακερδίσει, δεν ήταν βέβαιος ότι θα απαιτούσε τεστ πατρότητας και να προχωρήσει στην αναγνώριση του παιδιού. Θα δημιουργούσε μάλλον χάσμα στην σχέση του με τη Μάρθα αν είχε παιδί με κάποιαν άλλη, που θα το είχε κάνει μάλιστα την περίοδο που θα προσπαθούσε να την ξανακερδίσει, όμως τι τα σκεφτόταν, το θέμα Μάρθα είχε λυθεί μια για πάντα. Είχε κάνει τις επιλογές της και δεν είχε καταφέρει να της αλλάξει γνώμη. Απορούσε πλέον και που είχε βάλει τον εαυτό του σε αυτή τη διαδικασία.     

 

Ô

 

Ήταν ξαπλωμένη στη θέση του συνοδηγού, δίπλα της ο Δημοσθένης οδηγούσε το αυτοκίνητο, σήκωσε το χέρι της και χάιδεψε τα μαλλιά του, εκείνος χαμογέλασε έχοντας καρφωμένα τα μάτια του στον δρόμο.

-Ξύπνησες;

-Ναι. Σε πόση ώρα φτάνουμε στην Άρτα.

-Μόλις περάσαμε τη γέφυρα του Ρίο, σε μιάμιση ωρούλα περίπου θα είμαστε σπίτι. Γιατί όμως δε μείναμε στην Αθήνα, στην Ξένια όπως ήταν το αρχικό σχέδιο;

-Θα κατέβαινε ο Βασίλης, οπότε καλό θα ήταν να μείνουν μόνοι τους.

-Ποιος Βασίλης; Ρώτησε και της έριξε μια βιαστική ματιά.

-Καλά μωρό μου έχεις πλήρη μεσάνυχτα. Ο ξάδερφος σου με την κολλητή μου είναι μαζί.

-Από πότε;

-Από το επόμενο πρωινό του γάμου μας.

-Σοβαρά; Νόμιζα ότι αντιπαθούσαν ο ένας τον άλλον.

-Έτσι είναι τα μεγάλα πάθη.

-Δηλαδή το δικό μας που υπήρξε η αμοιβαία συμπάθεια από την αρχή είναι μικρό πάθος;

-Όχι, αλλά τώρα μιλάμε για την Ξένια, που έχει αρχή να περνάει σαράντα κύματα τους άντρες πριν ηρεμίσει και τους εμπιστευτεί. Αν και δε νομίζω ότι θα εμπιστευτεί ποτέ απόλυτα κάποιον.

-Το καλό που της θέλω να μην παιδέψει το ξαδερφάκι μου.

-Νομίζω ότι του αρέσει.

-Και ζήτησε να μην περάσουμε από εκεί;

-Όχι, απλά ανέφερε ότι θα περάσει κι ο Βασίλης, έτσι το έμαθα κι εγώ, μάλλον το είπε για να μην ξαφνιαστούμε όταν πηγαίναμε σπίτι. Αλλά μετά σκέφτηκα ότι καλό θα ήταν να τους δώσουμε τον χρόνο να μείνουν μόνοι τους, άλλωστε αυτός στην Άρτα η Ξένια στην Αθήνα, δεν είναι ότι βρίσκονται όποια ώρα θέλουν μαζί.

-Δεν έχεις άδικο. Είναι ωραίο ζευγάρι, αλλά δεν ξέρω πως θα τα καταφέρουν με το θέμα της απόστασης.

-Είναι Καλοκαίρι, οπότε μάλλον θα κανονίσουν να πάνε κάπου μαζί. Εσύ να δούμε που θα με πας.

-Δε σε πήγα;

-Δεν πιάνεται ήταν υποχρεωτικό το ταξίδι του γάμου. Έχω δυο εβδομάδες ακόμα άδεια και λέω να την πάρω στις αρχές του Σεπτέμβρη.

-Μην ανησυχείς μωρό μου το έχω σκεφτεί.

-Αλήθεια αγάπη μου, που;

-Στο χωριό, στους γονείς σου, να σε δουν κιόλας.

-Άντε ρε βλάκα, καταξοδεύτηκες! Ο Δημοσθένης γέλασε δυνατά και η Μάρθα κατέληξε ότι ήταν ο πιο όμορφος ήχος που είχε ακούσει στη ζωή της.

-Σκεφτόμουν ότι ήρθε η ώρα να ξενοικιάσω το διαμέρισμα. Δε νομίζω ότι υπάρχει λόγος να πληρώνουμε νοίκι.

-Επιτέλους αποφάσισες να με εμπιστευτείς;

-Μα αγάπη μου δεν ήταν ότι δε σε εμπιστευόμουν ο λόγος που κράτησα το διαμέρισμα.

-Αλλά;

-Ήμασταν λίγο καιρό μαζί και το να συγκατοικήσουμε ήταν μεγάλο βήμα. Αν δε λειτουργούσε θα πήγαινα να μείνω στη μάνα μου ή στο θείο μου; Ή σκέψου ότι μαλώναμε, μπορεί να θύμωνα τόσο που να μην ήθελα να σε βλέπω στα μάτια μου για λίγες μέρες, τι θα έκανα θα πήγαινα στο θείο μου, με κίνδυνο να διαρρεύσει ο καυγάς μας  και να επιτρέψω σε τρίτους να μπλέκονται στην σχέση μας.

-Με τρομοκρατεί που είχες σκεφτεί τέτοια σενάρια, και ότι ήθελες να τα έχεις όλα υπό τον έλεγχο σου. Και τώρα τι άλλαξε;

-Όπως και να έχει τώρα είσαι άντρας μου.

-Κορώνα στο κεφάλι σου; Θα κάνεις δηλαδή ό,τι σου λέω;

-Όχι μωρό μου, εσύ θα κάνεις ό,τι σου λέω.

-Μα ποιος επιτέλους είναι ο άντρας του σπιτιού, το αφεντικό;

-Αδιαμφισβήτητα ο άντρας του σπιτιού είσαι εσύ, το αφεντικό όμως είμαι εγώ! Οπότε, πρέπει να ξεκινήσουμε να μαζεύουμε τα πράγματα από το διαμέρισμα και να βρούμε που θα βάλουμε τα έπιπλα μου.

-Όλα; Τη ρώτησε τρομαγμένος.  

-Και τώρα μπορείς να βρεις εκείνο το φίλο σου το Μιχάλη και να του πεις να αφήσει τα παντρέματα, μπερδέματα.

-Δεν το πιστεύω ότι μου το κρατάς ακόμα…

 

Ô

 

Η Ξένια καθόταν αντικριστά στο Βασίλη που της έλεγε για το email που διάβασε στον υπολογιστή του Χριστόφορου. Χίλιες σκέψεις την έκαναν να μη δέχεται αυτά που άκουγε. Κι αν απλά είχαν μάθει ότι κάποιος ήταν διατεθειμένος να της δώσει στοιχεία και το είχαν στήσει στο Βασίλη να δει δήθεν το email, και επιπλέον πως μπορούσε να είναι βέβαιη για εκείνον. Αν ήταν στο κόλπο να την εμποδίσει να πάρει τα στοιχεία που θα της έδινε ο πληροφοριοδότης της. Μπήκε στον υπολογιστή της και της έδειξε το  email που είχε στείλε στον εαυτό του με το print screen από το μήνυμα του Νίκου στον δήμαρχο. Δεν καταλάβαινε γιατί να μπει σε τέτοιον κόπο ο Νίκος, γιατί να της δώσει ψεύτικα στοιχεία, που θα τον κατηγορούσαν για τις δουλειές του. Από την άλλη όμως πως μπορούσε να ξέρει εκ των προτέρων ο νεαρός Χαΐτογλου ότι κάποιος από την εταιρεία του θα έδινε πληροφορίες στη δημοσιογράφο αν δεν ήταν ήδη στημένο, άλλωστε τσεκάροντας την ώρα που έστειλε εκείνος το μήνυμα στον Κοσυφάκη και την ώρα που είχε λάβει η ίδια την κλήση υπήρχε διαφορά πάνω από μισή ώρα, επιπλέον δεν κόλλαγε και τόσο αυτό που έγραφε. Όλα έγιναν καθαρά, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας, αλλά θα δώσουν στοιχεία σε δημοσιογράφο για να συνεχίσει την έρευνα του. Κοίταξε δύσπιστα το Βασίλη που προσπαθούσε να διαβάσει τις σκέψεις της, όμως όχι όπως ένας άνθρωπος που θέλει να καλύψει τις βρωμιές του, αλλά σαν κάποιος που ανησυχούσε πραγματικά για εκείνη. Άλλωστε ήταν παρακινδυνευμένο να μπλεχτεί τόσο άμεσα. Αν της έβγαινε και εκείνος σκάρτος δε θα ξανά πίστευε ούτε σε χίλιες ζωές στο αντρικό φύλο. Από τη μία η μεγάλη ευκαιρία και από την άλλη ο κίνδυνος να πέσει σε παγίδα. Η δημοσιογραφική της ιδιότητα επέμενε να παραβλέψει τα επιχειρήματα που της είχε δώσει ο Βασίλης και να πάει στο προκαθορισμένο ραντεβού, όμως είχαν αρχίσει να της  δημιουργούνται αμφιβολίες.

-Δεν ξέρω, είναι ένα συνονθύλευμα οι σκέψεις μου, έχω μπερδευτεί.

-Άσε με τουλάχιστον να έρθω μαζί σου. Της είπε ο Βασίλης. Έπρεπε άραγε να τον εμπιστευτεί, αν έπαιρνε τα στοιχεία τι θα μπορούσε να κάνει αυτός, και πόσο απροκάλυπτα θα έδειχνε το ρόλο που έπαιξε με το να εμφανιστεί στο ραντεβού και να τους εμποδίσει. Γνώριζε ότι η Μάρθα και ο Δημοσθένης ήταν ενημερωμένοι ότι θα πήγαινε εκεί, πως θα δικαιολογούταν αν πάθαινε κάτι εκείνη. Να τα είχαν σκεφτεί όλα τόσο καλά. Γιατί να μην μπορεί να τον εμπιστευτεί, σκέφτηκε απογοητευμένη. Στην σκέψη της ήρθαν τα λόγια του Νίκου, τη μέρα του γάμου της Μάρθας, όταν εμπόδισε το κάθαρμα να καταστρέψει το γάμο της κολλητής της, «Θα μου το πληρώσεις αυτό», μήπως αυτό εννοούσε. Κοίταξε πάλι τον άντρα που δεν είχε πάρει τα μάτια του από πάνω της.

-Δεν ξέρω Βασίλη, είπε για να τον δοκιμάσει, κι αν είχαν σκοπό να δεις το μήνυμα, για να με εμποδίσεις. Μπορεί να ξέρουν ότι είμαστε μαζί.

-Δε νομίζω να ξέρει κανείς για εμάς, όμως δε σου κάνει εντύπωση που ξέρανε πριν ακόμα σου τηλεφωνήσει ο πληροφοριοδότης ότι κάποιος θα σου δώσει στοιχεία για την έρευνα, αν όντως κάποιος ήταν διατεθειμένος γιατί να μην βγάλουν απευθείας εκείνον από τη μέση, και να στήσουν κάτι τέτοιο, κι αν εγώ δεν έβλεπα το email, είχε έρθει ώρα πριν μπω στον υπολογιστή του δημάρχου.

-Και τι ανάγκη είχε να στείλει ένα τέτοιο μήνυμα ο Νίκος στο δήμαρχο; Θα μπορούσε να το δει ο οποιοσδήποτε.

-Ο Νίκος μπορεί να μην γνωρίζει για το χούι του δημάρχου να μας αφήνει να εργαζόμαστε στο προσωπικό του email.

-Μπορεί να το έβλεπε η γραμματέας του.

-Γι αυτό είναι γραμμένο έτσι. Για να μην τους συνδέσει κάποιος αν συμβεί το οτιδήποτε.

-Ακριβώς, μου δένει τα χέρια, δεν μπορώ να γράψω κάτι.

Το σκέφτηκε λίγο και σήκωσε το κεφάλι του κοιτώντας την στα μάτια.

-Θα μπορέσεις να μου βρεις καμιά δουλειά στην Αθήνα αν μείνω άνεργος;

-Πως θα μείνεις άνεργος η σύμβαση σου δεν είναι μόνιμου;

-Ακόμα χειρότερα, θα με βγάλουν αμέσως από τη μέση.

-Τι συμβαίνει Βασίλη τι ξέρεις;

-Αν σου πω, θα μου υποσχεθείς ότι δε θα πας πουθενά.

-Εξαρτάται από τι έχεις να μου πεις. Ο Βασίλης αφού ξεφύσησε άρχισε να της λέει για τη συνάντηση στο γραφείο του Χριστόφορου. Η ώρα ήταν περασμένη όταν χτύπησε το κινητό της, κοίταξε το Βασίλη και απάντησε. Αν δεν την είχαν πάρει τηλέφωνο θα είχε μετανιώσει που δεν είχε πάει στη συνάντηση, ένας σωστός πληροφοριοδότης που θα έφευγε την ίδια κιόλας μέρα για το εξωτερικό, όπως είχε ισχυριστεί, θέλοντας να της επισημάνει τη μοναδική της ευκαιρία να πάρει στα χέρια της τα στοιχεία που επιθυμούσε, μετά τη μη παρουσία της στο ραντεβού, δε θα ριψοκινδύνευε να επικοινωνήσει μαζί της, δίνοντας της δεύτερη ευκαιρία να πάρει τα στοιχεία από κάποιον άλλον έμπιστο δικό του άνθρωπο, οπότε ήταν κάποιος ο οποίος είχε πάρει την εντολή να φέρει εις πέρας την αποστολή του. Ο Βασίλης την άκουσε να ανανεώνει το ραντεβού της και δεν πίστευε στα αυτιά του, κούνησε το κεφάλι του αποδοκιμαστικά και περίμενε να κλείσει το τηλέφωνο για να της τα πει ένα χεράκι, δεν πρόλαβε να μιλήσει όμως, όταν έκλεισε το τηλέφωνο εκείνη σηκώθηκε και του έδωσε ένα φιλί στο στόμα και του είπε ότι είχε δίκιο. Ύστερα του εξήγησε γιατί συμφώνησε να βρεθούν.

-Απλά κερδίζω χρόνο. Του είπε. Δεν πρέπει να υποψιαστούν ότι ξέρω. Τώρα τι θα κάνουμε με την Κοινοπραξία;

-Δεν ξέρω, εγώ έλεγα να τους ενημερώσουμε να μη δώσουν την πρόταση τους παρά την τελευταία μέρα, έτσι θα καθυστερήσουμε τον Χαΐτογλου και μπορεί να πάρει τη δουλειά η κοινοπραξία. Βέβαια αν πιστεύεις ότι με το άρθρο θα καταφέρεις περισσότερα.

-Δυστυχώς τα άρθρα αναστατώνουν και φέρνουν αποτελέσματα όταν συμφέρει τους μεγάλους επιχειρηματίες και τους πολιτικάντηδες, ειδάλλως απλώς ενημερώνουν χωρίς κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Επίσης δεν γλίτωσα εγώ για να χάσω εσένα.

-Τι εννοείς;

-Ότι δε θέλω να σε πειράξουν. Και οι υποψίες θα πέσουν όλες επάνω σου. Οπότε όταν ανέβω Άρτα θα ενημερώσω τον πρόεδρο της κοινοπραξίας και ύστερα θα δούμε τι θα κάνουμε με το άρθρο. Ο Βασίλης την κοίταξε ανακουφισμένος.

-Οπότε τι λες τώρα να μου δείξεις μία από τις πολλές στάσεις που είχες σκοπό γι’ αυτό το Σαββατοκύριακο, τον ρώτησε κοιτώντας τον πονηρά.

-Νηστικό αρκούδι δεν χορεύει. Την πείραξε εκείνος. 

-Αν ψάξεις στα ντουλάπια κάπου θα βρεις μέλι αρκούδι, του είπε και σηκώθηκε από τη θέση της, εγώ μια φορά σε περιμένω στο δωμάτιο για να δω πως χορεύεις. Είπε και έφυγε χαμογελώντας.

 

Ô

 

Μόλις πήραν λίγο αίμα από το παιδί, η Ελπίδα έριξε ένα περιφρονητικό βλέμμα στο Νίκο, και αγκαλιάζοντας το γιο της, που έκλαιγε από το τσίμπημα της βελόνας, χωρίς να πει κουβέντα τον πήρε και έφυγαν. Αφού ο Νίκος ρώτησε τη νοσηλεύτρια πότε θα έβγαιναν τα αποτελέσματα, έφυγε και εκείνος για να επιστρέψει στο σπίτι του. Κάθισε λίγο και αναρωτήθηκε τη ματαιότητα της πράξης του, ήταν βέβαιος ότι ο μικρός ήταν γιός του, παρά τα όσα τον βόλευαν να πιστεύει για εκείνη, ήξερε ότι δε θα πήγαινε ποτέ με άλλον άντρα. Μάλλον ήθελε απλά λίγο χρόνο για να χωνέψει ότι είχε παιδί. Τελικά όσο κι αν δεν το πίστευε στην αρχή, δεν του ήταν και τόσο αποκρουστική η ιδέα να έχει ένα γιό, το αντίθετο μάλιστα. Έψαξε κάτι κάρτες που είχε πάνω στο γραφείο του, βρήκε κάποια από συμβολαιογράφο και του τηλεφώνησε, έκλεισε ραντεβού για τη Δευτέρα το απόγευμα. Ήθελε να αφήσει πρώτα να βγουν τα αποτελέσματα και το ίδιο απόγευμα να ετοιμάσει τα χαρτιά για την αναγνώριση του παιδιού. Δεν μπορεί η Ελπίδα θα λογικευόταν και θα επέτρεπε στο γιο της το πατρώνυμο. Άλλωστε από μόνο του το επίθετο Χαΐτογλου αργότερα θα του άνοιγε πολλές πόρτες. Σε μια παρόρμηση έδωσε εντολή στο συμβολαιογράφο να έχει έτοιμα τα χαρτιά το απόγευμα που θα πήγαινε να τα υπογράψει, του έδωσε τα δικά του στοιχεία και το ονοματεπώνυμο της Ελπίδας, αριθμό ταυτότητας και κάποια άλλα που δεν μπορούσε να γνωρίζει θα του τα έλεγε τη μέρα που θα πήγαινε να υπογράψουν. Τώρα είχε μόνο να περιμένει να πάρει τα αποτελέσματα.

Όλα καλά με το γιο του, με τη μάνα όμως τι θα έκανε; Πριν μάθει για το παιδί σκεφτόταν να τη διεκδικήσει, αλλά ήταν η Ελπίδα αυτό που εκείνος ήθελε και χρειαζόταν; Από τη μία έκανε του κεφαλιού της και προσπάθησε να του κρατήσει κρυφή την ύπαρξη του παιδιού, από την άλλη όμως δεν έπρεπε να την κατηγορεί, ο ίδιος ήταν υπεύθυνος για την στάση της, επιπλέον είχε δείξει ανεξαρτησία και αποφασιστικότητα. Ίσως να ήταν αυτό που χρειαζόταν, όμως όσο κι αν φαινόταν περίεργο η παρουσία του παιδιού περισσότερο θα την δυσκόλευε να τον εμπιστευτεί παρά θα τον βοηθούσε. Έπρεπε να δείξει υπομονή για να την κερδίσει. Επιπλέον έπρεπε να την πείσει ότι δεν την ήθελε για το παιδί αλλά για εκείνη. Καλά γι’ αυτό δε θα έπρεπε να έχει αμφιβολία, δεν ήταν τύπος που τον τύλιγες με μια εγκυμοσύνη ή ένα παιδί.

Τη Δευτέρα το πρωί πήγε στην κλινική, μόλις ο γιατρός του έδωσε το χαρτί με τα αποτελέσματα τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη και τον άφησε μόνο του. Εκείνος με τρεμάμενα χέρια άνοιξε το φάκελο, όταν είδε ότι το DNA του παιδιού συνέπιπτε με το δικό του χαμογέλασε ανακουφισμένος. Ούτε που μπορούσε να φανταστεί νωρίτερα πόσο ήθελε να ήταν δικός του γιός, μόνο την στιγμή που ήρθε  αντιμέτωπος με την αμφιβολία κατάλαβε το μέγεθος του λάθους του όταν απαιτούσε από την Ελπίδα να κάνει έκτρωση. Βγαίνοντας από την κλινική τηλεφώνησε στην Ελπίδα, μόλις εκείνη απάντησε, η πρώτη του θριαμβευτική φράση ήταν. «Είναι γιος μου»!

-Δεν αμφέβαλα. Απάντησε εκείνη αδιάφορα.

-Θες να σου κάνω το τραπέζι το μεσημέρι;

-Για ποιο λόγο;

-Δεν ξέρω, απάντησε με ειλικρίνεια, για να μην φάω μόνος μου.

-Τι έγινε σε παράτησαν όλες οι ερωμένες σου;

-Εγώ τις παράτησα.

-Για να βρεις καινούργιες!

-Έλα δε θα με αφήσεις τέτοια μέρα να φάω μόνος μου, αποφάσισε να μη δώσει απάντηση στις κακεντρέχειες της. Θα πεθάνω από την πείνα και θα έχεις τύψεις.

-Κακό σκυλί ψόφο δεν έχει. Σχολίασε αδιάφορα η Ελπίδα.

-Ευχαριστώ για το κολακευτικό σου σχόλιο και κυρίως για την ειλικρίνεια σου. Θα έρθεις;  Η Ελπίδα έμεινε σιωπηλή, στο τέλος αναστέναξε, ένιωθε να κάμπτεται η αντίσταση της.

-Καλύτερα όχι.

-Καλύτερα για ποιον;

-Για όλους.

-Καλά δε θα σε πιέσω. Όμως το απόγευμα να έρθεις στο συμβολαιογράφο να υπογράψεις το χαρτί της αναγνώρισης του παιδιού. Την άκουσε να αναστενάζει.

-Τι έχεις σκοπό να κάνεις Νίκο; Θα βάλεις τα λεφτά σου μπροστά να μου πάρεις το παιδί που δεν ήθελες;

-Δε θα έκανα ποτέ κάτι τέτοιο. Το παιδί είναι καλύτερα να είναι με τη μητέρα του Ελπίδα, το ξέρω αυτό από πρώτο χέρι, όμως και εσύ πρέπει να καταλάβεις ότι δεν μπορείς να μου στερήσεις το δικαίωμα να το βλέπω. Την άκουσε που προσπάθησε να συγκρατήσει τους λυγμούς της. Ελπίδα, της είπε καθησυχαστικά, καταλαβαίνω ότι δεν μπορείς να μου έχεις εμπιστοσύνη όμως δε θέλω να βλάψω ούτε εσένα ούτε το γιο μας.

-Εντάξει θα έρθω το απόγευμα να υπογράψω. Όμως θέλω ένα χαρτί ότι δε θα απαιτήσεις την κηδεμονία του.

-Αν σε κάνει να νιώθεις πιο ήσυχη. Γιατί δεν πάμε να φάμε μαζί και να κουβεντιάσουμε, είμαι σίγουρος ότι θα συνεννοηθούμε, άλλωστε και οι δύο θέλουμε το ίδιο πράγμα, το καλύτερο για το παιδί.

-Ίσως μια άλλη φορά Νίκο, πρέπει να τον ταΐσω τώρα. Θα τα πούμε το απόγευμα στο συμβολαιογράφο. Γεια. Είπε και τον έκλεισε βιαστικά.  

 

Ô

 

Μόλις άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος της Μάρθας με τις κούτες και μια ταινία συσκευασίας περασμένη σαν βραχιόλι στο χέρι του, αναστέναξε. Ευτυχώς ήταν Τετάρτη και δεν έπρεπε να πάει στο συνεργείο το απόγευμα, αφού στάθηκε για λίγο μπροστά από την κλειστή πόρτα αναρωτήθηκε από πιο δωμάτιο θα έπρεπε να ξεκινήσει, για τα μικροπράγματα. Πήγε πρώτα στο δωμάτιο κι άνοιξε ντουλάπες και συρτάρια, όλα έλειπαν, φυσικά ό,τι υπάρχει στο δωμάτιο είναι το πρώτο που θα πάρει μαζί της μια γυναίκα όταν μετακομίσει, και η Μάρθα ενώ στην αρχή είχε πάρει λίγα ρούχα, με τον καιρό κατάφερε να μεταφέρει όλα τα αντικείμενα πλην των επίπλων στο διαμέρισμα του. Και τώρα έκαναν κατάληψη στα δικά του συρτάρια και τις ντουλάπες, σκέφτηκε περισσότερο με ικανοποίηση παρά με δυσαρέσκεια. Αφού πήρε κάποια μικρά διακοσμητικά από τον τραπέζι του καθρέφτη και κάποια αρώματα που είχαν παραμείνει εκεί, τα κουβάλησε μέχρι το καθιστικό ώστε να φτιάξει το κουτί και να τα τοποθετήσει μέσα προσεχτικά όπως τον είχε διατάξει η σύζυγος του.

Ανασήκωσε το κεφάλι του από το κουτί και έριξε το βλέμμα του γύρω στον χώρο, όταν τα μάτια του έπεσαν πάνω σε μια μαραμένη ανθοδέσμη που ήταν παρατημένη πάνω σε ένα τραπεζάκι, δίπλα στην εξώπορτα. Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς τα εκεί παραξενεμένος, πήρε την ακριβή ανθοδέσμη και την κοίταξε, από κάτω υπήρχε ένας φάκελος που έγραφε μόνο το όνομα της Μάρθας, αλλά είχε παραμείνει κλειστός. Έσκισε το φάκελο και έβγαλε το περιεχόμενο του, δυο εισιτήρια με προορισμό τη Γαλλία και μια κάρτα με ευχές, άνοιξε την κάρτα και ξεκίνησε να τη διαβάζει.

 

 «Αγαπημένη μου ,

 από την στιγμή που σε γνώρισα,

 ονειρευόμουν την ώρα που θα σε παντρευόμουν,

 εσύ όμως διάλεξες κάποιον άλλον για άντρα σου ,

 παρ’ ότι έγινε εγώ δε σου κρατάω καμία κακία ,

και εύχομαι να σε κάνει ευτυχισμένη .

Και για να αρχίσει όμορφα ο έγγαμος βίος σας ,

σας προσφέρω σαν δώρο του γάμου σας

δυο αεροπορικά εισιτήρια για το Παρίσι.

(με ανοιχτές ημερομηνίες)

Θέλω να ξέρεις ότι θα σ’ αγαπώ .

                      Για πάντα δικός σου Νίκος»

 

 

-Πάλι αυτός; Σκέφτηκε ο Δημοσθένης εξαγριωμένος. Έβαλε την κάρτα και τα εισιτήρια για το Παρίσι στην τσέπη του παντελονιού του και βγήκε από το διαμέρισμα κλειδώνοντας πίσω του την πόρτα.

 

Ô

 

Μπαίνοντας στο διώροφο που στεγαζόταν το γραφείο, ο Δημοσθένης δεν έβλεπε μπροστά του από το θυμό. Στην σκάλα έπεσε σχεδόν πάνω στη γραμματέα του Νίκου στην οποία δεν έδωσε καμία σημασία, παρά το επικριτικό και ενοχλημένο ύφος που του έριξε. Όμως έπρεπε από ώρα να είχε επιστρέψει στο σπίτι της, έτσι προτίμησε να τον ψέλνει σε όλη τη διαδρομή της επιστροφής, από το να χασομερήσει ζητώντας του το λόγο ή να τον ρωτήσει ποιος είναι και τι γύρευε. Φτάνοντας έξω από το γραφείο του Νίκου, τον άκουσε μέσα να συνομιλεί με κάποιον, χωρίς να νοιαστεί, έσπρωξε την πόρτα με φούρια και μπήκε μέσα. Ο Νίκος κρατώντας το ακουστικό του τηλεφώνου στο χέρι του τον κοίταξε έκπληκτος. Αφού του έκανε νόημα να περιμένει, ζήτησε συγνώμη από το συνομιλητή του και ενημερώνοντας τον ότι θα μιλήσουν αργότερα γιατί προέκυψε κάτι επείγον, τον έκλεισε.

-Τι συμβαίνει; Ως προς τι όλος αυτός ο εκνευρισμός και ο τσαμπουκάς, δεν πάει καλά ο έγγαμος βίος;

-Μπορείς να μου εξηγήσεις τι είναι αυτό; Τον ρώτησε πετώντας του την κάρτα και τα εισιτήρια πάνω στο γραφείο.

-Δυο εισιτήρια για την πόλη του φωτός, και μια κάρτα με ευχές για το γάμο σας.

-Έτσι εύχεσαι εσύ, προσπαθώντας να χαλάσεις τους γάμους; Ή νομίζεις ότι δεν κατάλαβα ότι εσύ ήσουν αυτός που μου έστειλε το ραβασάκι που σχολίαζε ότι πολύ αργεί η νύφη. Ο Νίκος με το ψύχραιμο, σχεδόν αδιάφορο ύφος του, τον κοίταζε στα μάτια.

-Ήρθε τελικά;

-Εκεί ήσουν δεν είδες;

-Είδα! Σου είπε και για ποιο λόγο καθυστέρησε, ή σε άφησε να πιστεύεις ότι ήταν απλά το παραδοσιακό στήσιμο του γαμπρού στην εκκλησία. Μα κάθισε μην στέκεσαι όρθιος, του είπε και του έδειξε την καρέκλα ενώ εκείνος ακούμπησε πίσω στη δική του.

-Δεν ήρθα εδώ για να καθίσω, ούτε για να μιλήσουμε.

-Αλλά για να με δείρεις πάλι; Το συνηθίζεται εσείς σε αυτή την πόλη να πιάνεστε στα χέρια ε; Όπως στο πανηγύρι.

-Ξέρεις ακριβώς γιατί σε έδειρα πέρσι στο πανηγύρι. Όπως ξέρεις ότι η πράξη σου ήταν άνανδρη.

-Ενώ εσύ που με χτύπησες, περνιέσαι για αντρας;

-Εγώ δεν τα έβαλα με γυναίκα. Όπως έκανες εσύ όταν βίασες τη Μάρθα, είπε και ο θυμός θόλωσε το μυαλό του.

-Δε θα το αρνηθώ, έγινε χωρίς να το καταλάβω, ξέρουμε και οι δύο ότι η Μάρθα με τη συμπεριφορά της προκαλεί τέτοιες συμπεριφορές, λέει ότι δε θέλει αλλά θέλει.

-Είσαι άρρωστος και κάθαρμα…

 -Αφού το λες εσύ… ξέρεις η έλλειψη εμπιστοσύνης σε ένα γάμο δεν βγαίνει σε  καλό.

-Έχω εμπιστοσύνη στη σύζυγό μου, σε σένα δεν έχω!

-Και πιστεύεις ότι στα έχει πει όλα, όπως για παράδειγμα γιατί καθυστέρησε να έρθει, που και με ποιον ήταν; Να σου πω ή δε θες να μάθεις; Ήταν εκεί που βρήκες τα λουλούδια με την κάρτα και τα εισιτήρια. Ήμασταν μαζί στο διαμέρισμα της και αν δεν είχε έρθει η κουμπάρα σου δεν ξέρω αν θα είχε έρθει στο γάμο σας ή θα είχε διαλέξει εμένα. Αλλά βλέπεις άλλη μια φορά έπρεπε να επιλέξει τι θα πει ο κόσμος, άλλωστε ο καλός Σαμαρείτης είναι προτιμότερος για σύζυγος από το κακό παιδί που μας αγαπάει αλλά δε μας κάνει κι όλα τα χατίρια όπως το να μας είναι απολύτως πιστός, ή νομίζεις ότι με άφησε για κάποιο άλλο λόγο από αυτόν;

-Αν θυμάμαι καλά εκείνη σε απάταγε, έτσι είχες ισχυριστεί τη φορά που ήρθες στο συνεργείο μου για να της ρίξεις λάσπη.

-Ίσως επειδή ήθελε να με εκδικηθεί. Να μου κάνει ό,τι της έκανα. Ίσως πάλι επειδή για τη Μάρθα όλοι οι άντρες είναι παιχνίδια στα χέρια της για να περνάει την ώρα της. Όμως φίλε μου, ειλικρινά κουράστηκα, οπότε νιώσε ασφάλεια δεν υπάρχει περίπτωση να την ξαναενοχλήσω. Άλλαξα ρότα, η γυναικούλα σου δε με ενδιαφέρει άλλο. Δεν μπορώ και δε θέλω να κυνηγάω μια γυναίκα που με χρησιμοποιούσε για να καλύψει τις ορέξεις της.

-Λες ότι δεν ενδιαφέρεσαι για τη Μάρθα, κι όμως όση ώρα είμαι εδώ δεν κάνεις τίποτε άλλο από το να την κατηγορείς και να προσπαθείς να με στρέψεις εναντίον της, και ξέρεις γιατί, από ζήλια. Λοιπόν μάθε κάτι, αν εσένα σου φέρθηκε πρόστυχα, όπως ισχυρίζεσαι, εμένα μου έχει φερθεί σαν κυρία, και είναι κυρία.

-Αν έτσι σε βολεύει να πιστεύεις, ποιος είμαι εγώ να σε βγάλω από την πλάνη σου; Ο Δημοσθένης γύρισε την πλάτη του έτοιμος να φύγει. Καλό σου βράδυ και τους χαιρετισμούς μου στη Μάρθα, βιάστηκε να τον χαιρετήσει ο Νίκος. Ούτε που κατάλαβε πότε έστριψε ο Δημοσθένης που ήταν έτοιμος να φύγει και του έριξε μια γροθιά στο πρόσωπο.

-Αν μας ξαναενοχλήσεις είσαι νεκρός! Ήταν τα τελευταία λόγια του Δημοσθένη πριν βγει έξω και βροντήσει δυνατά πίσω του την πόρτα.   

 

Ô

 

Εντύπωση της έκανε που δεν τον βρήκε στο διαμέρισμα της όταν πήγε μετά τη δουλειά η Μάρθα, κουβαλώντας ζεστές ιταλικές πίτσες για να φάνε εκεί, ώστε να τελειώσουν με το συμμάζεμα των μικροπραγμάτων. Αφού φώναξε και κοίταξε γύρω της τον χώρο, έβαλε τις πίτσες στο φούρνο, ανάβοντας τον ώστε να διατηρηθούν ζεστές. Όταν πρόσεξε το ανοιχτό κουτί με τα πράγματα, την έκανε να απορήσει ακόμα περισσότερο, αφού όλα έδειχναν ότι είχε περάσει από το σπίτι, όμως για κάποιο λόγο είχε ξαναφύγει, μάλλον θα είχε πεταχτεί κάπου και θα επέστρεφε, με αυτή την σκέψη, άνοιξε τα ντουλάπια της κουζίνας και άρχισε να βγάζει και να ακουμπάει πάνω στο νεροχύτη πιάτα, ποτήρια και διάφορα άλλα σκεύη. Είχε περάσει μισή ώρα και εκείνος δεν είχε εμφανιστεί, η Μάρθα έβγαλε τη μια πίτσα από το φούρνο, την άνοιξε και πήρε ένα κομμάτι ενώ άρχισε να αμπαλάρει τα γυαλικά με χαρτί και τα τοποθετούσε στα κουτιά που είχε φτιάξει μόνη της με την ταινία συσκευασίας. Άκουσε τα κλειδιά και τον είδε να μπαίνει.

-Που είσαι μωρό μου; τον ρώτησε και του έδειξε το κουτί με την πίτσα. Έφερα να φάμε, αλλά δεν άντεχα άλλο να σε περιμένω, πεινάω σαν λύκος.   

-Είναι έτοιμα αυτά; Να τα πάω στο αυτοκίνητο να αδειάσουμε το χώρο.

-Κάτσε λίγο αγάπη μου, ακόμα δεν ήρθες να κατεβάσεις πράγματα κάτω. Άλλωστε δεν έδωσα τέτοια διαταγή, του είπε χαμογελώντας. Παρατημένος κάθισε στην πολυθρόνα και την κοίταζε που πήγε και του έφερε δυο κομμάτια πίτσα και ένα αναψυκτικό. Φάε αυτό και θα σου βάλω κι άλλο, είπε χαϊδεύοντας τον ενώ κάθισε στα πόδια του.

-Δεν πεινάω.

-Θα φας! Αλλιώς θα τις φάω και τις δυο μόνη μου και δεν ξέρω πόσα χιλιόμετρα θα πρέπει να κάνω για να κάψω τις θερμίδες ύστερα.

-Είπα και εγώ ότι νοιάζεσαι για μένα.

-Αμφιβάλεις; Θες να πάμε μέσα που υπάρχει κρεβάτι να σου δείξω πόσο νοιάζομαι για σένα;

-Και τα πράγματα;

-Τα πράγματα δεν πάνε πουθενά, εδώ θα μείνουν, κάτσε μόνο να βάλω την πίτσα στο φούρνο γιατί μετά δε θα τρώγεται.

 

Ô

 

Μπλοκαρισμένος από τη συζήτηση που είχε προηγηθεί με το Νίκο, ο Δημοσθένης ξάπλωσε στο πλευρό της Μάρθας δίχως να την αγγίξει. Από ώρα φαινόταν ενοχλημένος και σκεφτικός, όμως το πρωί που είχε φύγει για τη δουλειά του ήταν μια χαρά, τι στην ευχή είχε μεσολαβήσει. Χωρίς να πει κουβέντα σηκώθηκε από το κρεβάτι και ντύθηκε.

-Δήμο τι σου συμβαίνει; Τον ρώτησε λυπημένη η Μάρθα από τη στάση του.

-Είμαι κουρασμένος.

-Μουτρωμένος θα έλεγα εγώ ότι είσαι.

-Μάρθα γιατί άργησες να έρθεις στο γάμο μας;

-Όλες οι νύφες δεν αργούν; Θέλησε να αστειευτεί όμως βλέποντας το πρόσωπο του, μετάνιωσε για το αστείο.

-Η Ξένια μου είπε ότι υπήρξε πρόβλημα με το νυφικό. Έμεινε για λίγο σιωπηλή φέρνοντας την σκηνή στο μυαλό της.

-Η αλήθεια είναι ότι το φόρεμα το είχα ξεχάσει εδώ, και το θυμήθηκα μια ώρα πριν το μυστήριο, ήρθα να το πάρω, φεύγοντας με περίμενε ο Νίκος. Προτίμησε την αλήθεια από ένα ανόητο και αδιέξοδο ψέμα. Φοβήθηκα ότι θα ξανασυνέβαινε, ότι ήρθε να με τιμωρήσει που σε παντρευόμουν. Άρχισε να μου μιλάει, δεν καταλάβαινα τι μου έλεγε, δεν άκουγα τίποτα, φοβόμουν, ήμασταν στον ίδιο χώρο, εγώ και εκείνος μόνοι. Λίγα λεπτά νωρίτερα ένιωθα ευτυχισμένη. Σκηνές από εκείνο το βράδυ επαναλαμβάνονταν στο μυαλό μου, ούτε που κατάλαβα ότι είχα αργήσει, εκείνος μόνο μιλούσε, η πόρτα άνοιξε και η Ξένια εμφανίστηκε, ο Νίκος δεν ήθελε να με αφήσει, όμως εκείνη τον έπεισε, έφυγα χωρίς το νυφικό μόνο και μόνο για να ξεφύγω, η Ξένια ήταν πιο ψύχραιμη, μου είπε να πάρω το φόρεμα και να επιστρέψω στο σπίτι μας, ενώ έμεινε πίσω να ελέγχει μάλλον το Νίκο, μόλις βγήκα από την πολυκατοικία μπόρεσα να σκεφτώ ψύχραιμα, το γάμο μας, εσένα. Μπήκα στο αυτοκίνητο και πήγα στο σπίτι, δεν μπορούσα παρά να αργήσω. Από τα μάτια της Μάρθας έτρεχαν δάκρια στα μάγουλα της, ενώ ο Δημοσθένης είχε πεισθεί περισσότερο από τον τρόπο που το διηγούταν παρά από τα ίδια τα λόγια της, αν ισχυριζόταν και εκείνη τη δικαιολογία της Ξένιας τα πράγματα θα ήταν άσχημα, το ότι η περιγραφή της συνέπιπτε με του Νίκου, και κυρίως με την παρουσία της ανθοδέσμης στο διαμέρισμα έδειχνε ότι έλεγε την αλήθεια.

-Γιατί δε μου το είπες;

-Ήταν η μέρα του γάμου μας Δημοσθένη, δεν ήθελα να δημιουργήσω προβλήματα, ούτε να αναλωνόμαστε σε εκείνον όταν υπάρχει το εμείς.

-Και μετά;

-Μετά περνούσαμε τόσο καλά, δεν ήθελα να το χαλάσω. Σε αγαπώ Δημοσθένη, έχω κάνει λάθη και τα έχω παραδεχτεί, αλλά εσένα σε αγαπώ και φοβάμαι ότι θα σε χάσω επειδή έκανα κάποτε λάθη. Ο Δήμος κάθισε δίπλα της και την αγκάλιασε, ανάλαφρος που είχε ακούσει την αλήθεια από τα χείλη της.

-Δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα Μάρθα και εγώ σε αγαπώ. Όμως όταν υπάρχει πρόβλημα πρέπει να μου το λες, γι’ αυτό είμαστε μαζί για να τα αντιμετωπίζουμε όλα από κοινού. Εκείνη κούνησε καταφατικά το κεφάλι της και σφίχτηκε επάνω του. Σταμάτα να κλαις, τώρα. Είπε και τη φίλησε πρώτα στα υγρά της μάγουλα, ύστερα στο στόμα της και όλο προχωρούσε ανάλαφρος και σίγουρος για τον εαυτό του αλλά και για την πίστη της γυναίκας του.

 

Ô

 

Έφερνε και ξανάφερνε τα τελευταία του λόγια στο μυαλό της, «Θα καθυστερήσω λίγο, περίπου μια ωρούλα, συγνώμη, προέκυψε κάτι απρόοπτο. Τι λες να τα πούμε απευθείας στο εστιατόριο. Ανυπομονώ να σε δω»! Ο αιώνιος Νίκος τίποτα δεν είχε αλλάξει παρά τις υποσχέσεις του. Και τώρα καθόταν μόνη της σε ένα τραπέζι ακριβού εστιατορίου κλεισμένο στο όνομα του, πίνοντας ανθρακούχο νερό και περιμένοντας τον, ενώ έπρεπε να αντιμετωπίζει τα αδιάκριτα βλέμματα των γύρω της και να έχει συντροφιά τα λόγια του, που τα γύριζε στην μνήμη της. Δεν είχε την ευγένεια να την πάρει τηλέφωνο να της το ακυρώσει και ούτε είχε απαντήσει στην κλήση ή στο μήνυμα της. Θυμήθηκε τη συνάντηση τους την προηγούμενη εβδομάδα στο συμβολαιογράφο για την αναγνώριση του γιου της. Το χαρτί που τη διαβεβαίωνε ότι δε θα ζητούσε την κηδεμονία του γιου τους, ήταν κι αυτό έτοιμο. Βγαίνοντας από το γραφείο ένιωθε έστω κι αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί. Ο Νίκος της πρότεινε να πάνε να φάνε κάτι, προσπάθησε να το αρνηθεί, μα ήταν τόση η επιμονή του που τελικά αναγκάστηκε να τον ακολουθήσει. Αφού παρήγγειλαν είπε ότι είχε να της κάνει μια πρόταση, αν ήθελε μπορούσε να επιστρέψει μαζί του στην Αθήνα, θα έπιανε δουλειά ως λογίστρια, όπως έγραφε και το χαρτί από τη σχολή που είχε τελειώσει, στην επιχείρηση του πατέρα του. Η Ελπίδα τον κοίταξε δύσπιστα, ο Νίκος δε δίστασε να της εξηγήσει ποιοί ήταν οι λόγοι που της το πρότεινε. Φυσικά ο γιος του, με αυτόν τον τρόπο μπορούσε να τους βοηθήσει να σταθούν στα πόδια τους, χωρίς να έχουν τον ίδιο ιδιαίτερη ανάγκη, φυσικά ήταν πρόθυμος να ενισχύσει το γιο του οικονομικά, ακόμα και αν προτιμούσε να παραμείνουν στην Άρτα. Εκτός όμως από το μικρό και την οικονομική ευημερία της μητέρας του, ήθελε να κερδίσει την εμπιστοσύνη της ίδιας, θα της έδινε τον χρόνο που θα χρειαζόταν γιατί αναγνώριζε ότι εκείνος ευθυνόταν για τα περισσότερα από τα όσα είχε περάσει. Όμως την ήθελε πίσω.

-Κι αν γνωρίσω κάποιον άλλον και τον αγαπήσω.

-Αν είναι από την επιχείρηση μου θα τον απολύσω, είπε και της χαμογέλασε, αλλιώς δε θα επέμβω, θα σε αφήσω να γίνεις ευτυχισμένη με όποιον πιστεύεις ότι μπορεί να σε κάνει, όμως αυτό και πάλι δε σημαίνει ότι δε θα σε διεκδικήσω.

-Και θα παίξεις καθαρά;

-Μα γλυκιά μου, στον έρωτα και στον πόλεμο όλα επιτρέπονται. Είπε και σήκωσε το ποτήρι του για να ευχηθεί στην υγεία της. Της έδινε όσο χρόνο ήθελε για να του απαντήσει. Εκείνο το πρωί του είχε τηλεφωνήσει για να του πει ότι δέχεται με τους όρους της, εκείνος της ζήτησε να βρεθούν το βράδυ και να τα πουν όλα αναλυτικά κι από κοντά, τελικά λίγη ώρα πριν το καθορισμένο ραντεβού, την είχε πάρει για να το αναβάλουν για καμιά ώρα και τελικά έδωσαν ραντεβού απευθείας στο εστιατόριο, αλλά να που τον περίμενε εδώ και μια ώρα και εκείνος ακόμα δεν είχε εμφανιστεί. «Όχι που θα άλλαζε τόσο εύκολα», είπε κατεβάζοντας τις τελευταίες γουλιές από το νερό της. Τι ήταν αυτό που την ενοχλούσε και έκανε τα μάτια της να καίνε από τα δάκρια που προσπαθούσε να συγκρατήσει; Το ότι τον είχε πιστέψει κι όσο κι αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί, είχε αρχίσει ήδη να ονειρεύεται το κοινό τους μέλλον. Κι όμως να που με κάποια άλλη είχε μπλέξει και την άφηνε να περιμένει, αλλιώς θα είχε πάρει τουλάχιστον τηλέφωνο για να την ενημερώσει. Ζήτησε το λογαριασμό και πλήρωσε ντροπιασμένη, πήρε τα πράγματα της και κατευθύνθηκε προς την έξοδο περνώντας υπερήφανα μπροστά από τους πελάτες του εστιατορίου και βγήκε από το μαγαζί. Ευτυχώς ο πατέρας της, της είχε δώσει το αυτοκίνητο του, μιας και το εστιατόριο ήταν προς Φιλιππιάδα. Έπρεπε να πάει να τον βρει, έπρεπε να δει με τα μάτια της ότι ήταν με άλλη γυναίκα ώστε να πάψει να έχει ψευδαισθήσεις για κοινό μέλλον, να ήταν άραγε με την Ελένη ή με τη μάνα της, αναρωτήθηκε. Πρώτα θα πήγαινε στο γραφείο του κι αν δεν ήταν εκεί θα έφευγε για το διαμέρισμα. Η ιστορία άραγε θα επαναλαμβανόταν; Πέρασε την κύρια είσοδο του κτηρίου και ανέβηκε την σκάλα, έφτασε έξω από το γραφείο του, ο προθάλαμος ήταν άδειος όμως στο γραφείο του Νίκου έφεγγε ένα χαμηλό φως. Η Ελπίδα αναρωτήθηκε μήπως πράγματι είχε ξεχαστεί με τη δουλειά, έσπρωξε την πόρτα περιμένοντας να τον δει να κάθετε και να διαβάζει κάποια έγγραφα ενώ θα την κοίταζε ξαφνιασμένος που δεν είχε καταλάβει ότι η ώρα είχε περάσει. Τελικά στο γραφείο δεν καθόταν κανείς, προχώρησε προς τα εκεί με σκοπό να κλείσει το φως, όταν ξεχώρισε ότι δίπλα από το βαρύ έπιπλο υπήρχε μια λίμνη αίματος. Με αργά και διστακτικά βήματα, κρατώντας την ανάσα της, προχώρησε, με την ελπίδα να μην συμβαίνει αυτό που φοβόταν και να μη βρίσκεται εκεί ο Νίκος. Μόλις είδε το ξαπλωμένο μπρούμυτα σώμα και το πρόσωπο του γυρισμένο στο πλάι, έπεσε στα γόνατα δίπλα του, μην μπορώντας να αντιδράσει από το σοκ. Το κινητό της χτύπησε, βγάζοντας την από το λήθαργο, περίμενε να τελειώσει η μάνα της την κλήση, και ύστερα ειδοποίησε από το τηλέφωνο της, την αστυνομία κλαίγοντας δυνατά και προσπαθώντας να μιλήσει καταπίνοντας τους λυγμούς της.

   

Ô

 

Η Αντιγόνη καθόταν στον καναπέ και ξεφύλλιζε ένα περιοδικό μόδας, το τραπέζι για το δείπνο ήταν από ώρα στρωμένο όμως ο Χριστόφορος δεν είχε επιστρέψει ακόμα, πριν από λίγη ώρα που είχε τηλεφωνήσει στο δημαρχείο, επειδή το κινητό του ήταν απενεργοποιημένο, η γραμματέας την είχε συνδέσει μαζί του και της είπε ότι δε θα αργούσε. Το κινητό της χτύπησε, κοίταξε την οθόνη του και αναγνώρισε τον αριθμό του δημαρχείου.

-Έλα αγάπη μου, που είσαι, είπες ότι θα γυρίσεις και έχει περάσει πόση ώρα.

-Λυπάμαι Αντιγόνη αλλά έμπλεξα, θα αργήσω, φάτε εσείς.

-Γιατί τι συνέβη; Η Ελένη που καθόταν απέναντι της ανασήκωσε το κεφάλι της και την κοίταξε.

-Ο Νίκος Χαΐτογλου, βρέθηκε νεκρός στο γραφείο του, δολοφονήθηκε… Αντιγόνη είσαι εκεί;

-Ναι, είπε. Απλώς το σοκ.

-Καταλαβαίνω, για όλους μας ήταν σοκαριστικό. Σε κλείνω, θα περιμένω τον πατέρα του που έρχεται στην πόλη, θα τα πούμε αργότερα.

-Τι έπαθες εσύ; Γιατί έχασες το χρώμα σου; Τη ρώτησε κάπως απότομα η Ελένη.

-Ο Νίκος είναι νεκρός, βρέθηκε δολοφονημένος στο γραφείο του. Η κόρη της έμεινε για λίγο σιωπηλή, προσπαθώντας να διαβάσει το ταραγμένο πρόσωπο της μητέρας, τα τραβηγμένα χαρακτηριστικά μαρτυρούσαν απόγνωση.

-Επόμενο, τέτοιο κάθαρμα που ήταν, και μεταξύ μας του άξιζε. Σχολίασε στο τέλος αδιάφορα. Η Αντιγόνη κοίταξε απότομα την Ελένη, το πρόσωπο της ήταν ψύχραιμο, καμία συμπόνια, απλά αδιαφορία.

-Μα πως μπορείς να το λες, ένα νέος άνθρωπος βρέθηκε δολοφονημένος, ήταν συνεργάτης του πατέρα σου και εσύ λες ότι του άξιζε. Φώναξε θυμωμένη.

-Ο πατέρας μου πρέπει να προσέχει με ποιους συνεργάζεται, πάω στο δωμάτιο να ετοιμάσω τα πράγματα μου.

-Ποια πράγματα τι λες τώρα;

-Τις βαλίτσες μου, αύριο φεύγω για Αθήνα και μεθαύριο για τη Ρώμη.

-Μα δε θα έφευγες σε δύο εβδομάδες;

-Γιατί να καθυστερήσω. Όσο νωρίτερα τόσο καλύτερα. Είπε και άφησε μόνη της την Αντιγόνη.     

 

Ô

 

Όσο και να προσπαθούσε να διατηρήσει την ψυχραιμία του ο Πέτρος Χαΐτογλου, μόλις βρέθηκε στο νεκροτομείο και αντίκρισε το νεκρό σώμα του γιο του, τα γόνατα του λύγισαν και αν δεν βρισκόταν δίπλα του ο Χριστόφορος να τον συγκρατήσει, θα είχε πέσει κάτω. Με τη βοήθεια του υπεύθυνου τον έβγαλαν από την παγωμένη αίθουσα και τον έβαλαν να καθίσει σε μια καρέκλα στο ιατρείο, οι δημοσιογράφοι είχαν μαζευτεί και ο Πέτρος δεν ήταν έτοιμος να αντιμετωπίσει τις ερωτήσεις και να κάνει δηλώσεις για το δολοφονημένο γιο του. Μέχρι εκείνη την αναθεματισμένη μέρα, πάντα ήταν ψύχραιμος να αντιμετωπίζει αυτά τα όρνεα, και να κάνει δηλώσεις, να προσπαθεί να διορθώσει τα σφάλματα του γιου του, που έπεφτε από τη μία γκάφα στην άλλη και εξέθετε την επιχείρηση του. Μπορεί να τον μάλωνε, πίστευε ότι θα έπρεπε να είναι σκληρός και αμείλικτος μαζί του γιατί έπρεπε να μάθει, δεν ήθελε όταν θα αποσυρόταν εκείνος, ο γιος του να καταστρέψει την αυτοκρατορία που είχε χτίσει. Πάντοτε του φερόταν σα να ήταν παιδί, κι όμως ο Νίκος ακόμα και αν δεν τα είχε καταφέρει, έπρεπε να παραδεχτεί ότι δεν τον είχαν βοηθήσει οι συνθήκες, συνεχώς ήταν σαν κάποιος να του έβαζε τρικλοποδιά. Είχε ακολουθήσει τις δικές του διδαχές και έκανε ότι θα έκανε και ο ίδιος, όμως ποιος να περίμενε από τη μία να μαθευτεί ότι το γεφύρι στο διπλανό δήμο θα γκρεμιζόταν πριν αυτό συμβεί  και πολύ περισσότερο ότι θα ανακαλυπτόταν το παλάτι του Πύρου. Αν δεν είχε να αντιμετωπίσει αυτά τα δυο μεγάλα θέματα όλα θα είχαν γίνει εντάξει, οι φήμες που κυκλοφορούσαν για τον παράνομο διαγωνισμό δεν τους ανησυχούσαν, ήταν χρόνια στον χώρο και πάντοτε αφηνόταν αιχμές με τον έναν και με τον άλλον τρόπο γι’ αυτούς που τελικά είχαν αναλάβει μεγάλα έργα και διαχειρίζονταν ευρωπαϊκά κονδύλια. Κι όμως προσπάθησε να τα αντιμετωπίσει, κι από πάνω είχε την σκληρή κριτική τη δική του, του μεγάλου, αλάνθαστου Πέτρου Χαΐτογλου.

-Κάτι τέτοιες στιγμές καταλαβαίνεις πόσο αδύναμος είσαι, πόσο μικρός. Μουρμούρισε κι ο Χριστόφορος του έσφιξε τον ώμο.

-Για ποιόν δούλευα εγώ τόσα χρόνια, για ποιόν; Είπε και έστρεψε να κοιτάξει το πρόσωπο του παλιού του συμφοιτητή για να πάρει κουράγιο από κάποιον. Μόνο λύπη διάβασε στα χαρακτηριστικά του και τη δική του αδυναμία να τον βοηθήσει.

-Εμείς οι δυο, σπουδαίοι άντρες, που κόβαμε και ράβαμε τόσο καιρό, πως μπορούμε να το διορθώσουμε αυτό που συνέβη στο παιδί μου Χριστόφορε;

-Μη με ρωτάς φίλε μου, δεν έχω να σου δώσω απαντήσεις, είμαι όσο ανίκανος είσαι και εσύ.

 

Ô

 

Κόντευε να σπάσει το κεφάλι της από τις τόσες πληροφορίες. Μόλις έμαθε ότι η Ελπίδα ήταν αυτή που είχε βρει νεκρό το Νίκο Χαΐτογλου, ξαφνιάστηκε. Δεν είχε ιδέα ότι βρισκόταν στην πόλη τους, είχε περάσει περίπου ένας χρόνος που δεν την είχε δει, νόμιζε ότι είχε φύγει και δεν είχε επιστρέψει και να που τώρα μάθαινε ότι εκείνη ήταν που ειδοποίησε την αστυνομία. Ένιωσε αμηχανία δεν ήξερε πως έπρεπε να συμπεριφερθεί, ρώτησε το Γιάννη και της είπε να κάνει όπως ένιωθε. Με την Ελπίδα ήταν για πολλά χρόνια φίλες, ύστερα απομακρύνθηκαν και δεν ήξερε για ποιο λόγο, απλά μάλλον, επειδή συμβαίνει. Είχαν μπει νέα πρόσωπα στη ζωή τους, από την άλλη έριχνε μερίδιο ευθύνης και στην Ελένη, ένιωθε ότι ήταν δύσπιστη απέναντι της και προσπαθούσε να στρέψει εναντίον της την Ελπίδα, είχε θυμώσει η Χριστίνα όμως δεν είχε σκοπό να ξεκαθαρίσει τη θέση της για τον απλό λόγο ότι δεν ευθυνόταν εκείνη για κάτι, έτσι ξέκοψαν. Όμως τώρα περνούσε μια δύσκολη φάση και σα φίλη έπρεπε να βρεθεί κοντά της. Δε θα της έκανε εντύπωση πάντως αν ήταν δύσπιστη απέναντι της.

Πέρασε από το σπίτι των γονιών της φίλης της για να μάθει ότι ζούσε μαζί τους. Η Ελπίδα δέχτηκε να τη δει, η Χριστίνα ένιωσε λύπη μόλις είδε την άλλοτε χαρούμενη κοπέλα να έχει μείνει η σκιά του εαυτού της. Αφού την αγκάλιασε έβαλε τα κλάματα και έπειτα άρχισε να μιλάει, ήθελε να τα βγάλει όλα από μέσα της. Όλα κι από την αρχή. Σιωπηλή η Χριστίνα κάθισε δίπλα της, κρατώντας της τα χέρια και ακούγοντας την. Έμαθε για το ότι η Ελένη ήταν ερωμένη του Νίκου όταν εκείνος διατηρούσε ακόμα σχέσεις με  η Ελπίδα, ότι η φίλη της την είχε προδώσει μαρτυρώντας στο Νίκο ότι περίμενε το παιδί του, ότι εκείνη ύστερα έφυγε από την Άρτα, είχε πάει στην Αθήνα με σκοπό να κάνει έκτρωση όμως δεν μπόρεσε, τελικά την στήριξε ο αδερφός της αλλά και οι γονείς της μετά το πρώτο σοκ. Υποσχέθηκε ότι θα αναλάβει κάθε ευθύνη και δε θα τους γινόταν βάρος, όμως οι γονείς συνήθως δείχνουν κατανόηση αφού μέχρι στιγμής και τελειώνοντας οι  δικές της οικονομίες εξακολουθούσαν να την στηρίζουν. Επέστρεψε στην Άρτα μην ξέροντας τι να κάνει, δεν είχε σκοπό να μπλέξει πάλι με το Νίκο, όμως τον έφερε ο δρόμος μπροστά της, προσπάθησε να τον αποφύγει, όμως εκείνος επέμενε, φαινόταν ότι είχε αλλάξει, είχε ζητήσει συγνώμη κι όταν από λάθος έμαθε για την ύπαρξη του γιου του ανέλαβε κάθε ευθύνη. Της πρότεινε να της προσφέρει δουλειά και λόγω της δύσκολης κατάστασης της, είχε αποφασίσει μετά από συζητήσεις με τους δικούς της και σκέψη να δεχτεί, τα πράγματα δεν ήταν ανθηρά στην χώρα ώστε να ελπίζει ότι θα βρει κάτι άλλο. Και ενώ είχαν συμφωνήσει να βρεθούν για να του δώσει απάντηση, εκείνος βρέθηκε νεκρός. Έμαθε ακόμα και για την σχέση του με τη Μάρθα και έτσι όλα μπήκαν σε μια σειρά, κατάλαβε επιτέλους η Χριστίνα γιατί ο Δημοσθένης είχε δείρει στο πανηγύρι το Νίκο, δεν ήταν τελικά ο λόγος η Ελπίδα, όπως είχε υποθέσει στην αρχή.

Μόνη της στο σπίτι θυμήθηκε ότι εκείνο το απόγευμα είχε δει τόσο την Ελένη όσο και τη Μάρθα κοντά στο γραφείο του Νίκου, να ήταν σύμπτωση ή να είχε μια από τις δυο τους κάποια σχέση. Στις κουβέντες με το Γιάννη έμαθε ότι τόσο η Μάρθα όσο και ο Δημοσθένης είχαν ξαφνιαστεί από το θάνατο του Νίκου, μόλις εκείνη ανέφερε τον καυγά στο πανηγύρι, ο Γιάννης σχολίασε ότι του άξιζε το ξύλο που είχε φάει, όμως όταν τον ρώτησε το λόγο, δε δέχτηκε να αναφέρει περισσότερα γιατί όπως ισχυρίστηκε ήταν ένα προσωπικό ζήτημα άλλων ανθρώπων και δεν είχε δικαίωμα να τους κουτσομπολεύει. Μόλις η Χριστίνα έβγαλε το συμπέρασμα ότι αφού τους δημιουργούσε προβλήματα δε θα ήταν και τόσο στενοχωρημένοι για το θάνατο του Νίκου, και ίσως μάλιστα να τους είχε βολέψει, αφήνοντας υπονοούμενα για την ενοχή τους, ο Γιάννης την κοίταξε έκπληκτος και θυμωμένος έφυγε από το σπίτι της, λέγοντας ότι δεν πάει καθόλου καλά. Είχαν ψυχρανθεί μεταξύ τους για πολλές μέρες, τελικά πάλι εκείνη θα έπρεπε να ρίξει τα μούτρα της με το γαϊδούρι και τον ισχυρογνώμον που είχε μπλέξει.

    

Ô

 

Δυο νεκροί εργάτες και τώρα ο Νίκος Χαΐτογλου, όλα έδειχναν ότι ο ένοχος ήταν εκείνος ο αλλοδαπός εργάτης που μόνο προβλήματα δημιουργούσε στο αφεντικό του, με πρώτο και καλύτερο την πτώση του γεφυριού. Βέβαια ο αστυνομικός δεν ήταν κανένας χθεσινός να πιστεύει ότι είχε αποπειραθεί να γκρεμίσει το γεφύρι δίχως να έχει πάρει εντολές. Για ποιο λόγο άλλωστε; Προβοκάτσιες κλπ που ισχυριζόταν ο Πέτρος Χαΐτογλου, εκείνος τις άκουγε βερεσέ. Από την άλλη εκτός από το κίνητρο τίποτε άλλο δε μαρτυρούσε ότι εκείνος είχε κάνει το φόνο. Και για να έχει κίνητρο σημαίνει ότι ένιωθε προδομένος, οπότε ερχόταν πάλι στο ίδιο συμπέρασμα, όμως δεν ήταν δική του αρμοδιότητα να ελέγξει τις ζημιές του γεφυριού, άλλωστε είχαν αποκατασταθεί και πλέον ούτε γάτα ούτε ζημιά. Όμως μόνο ο εργάτης είχε κίνητρο; Ένα σωρό γυναίκες πηγαινοερχόταν στη ζωή του πλούσιου γόη. Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι έγκλημα πάθους, άλλωστε το μεγαλύτερο ποσοστό των εγκλημάτων, είναι πάθους. Άρχισε να κοιτάει τα προσωπικά αντικείμενα του θύματος, ανάμεσα τους ήταν και μια ευχετήρια κάρτα γάμου, την οποία υπόγραφε ο ίδιος, μαζί και δυο εισιτήρια για Παρίσι. Δεν τα είχε στείλει ποτέ άραγε ή του επιστράφηκαν;  

 

Ô

 

Ο Χριστόφορος μπήκε στο δωμάτιο της Ελένης, εκείνη ήταν ήδη όρθια, παράξενο αν σκεφτόταν κανείς τι ώρα αποχωριζόταν συνήθως το κρεβάτι της, με τα ξενύχτια και το κλαμπ. Δυο τεράστιες βαλίτσες και μια μικρότερη τσάντα ώμου ήταν δίπλα στην πόρτα.

-Μου είπε η μητέρα σου την απόφαση που πήρες για να φύγεις.

-Ναι, είπε η Ελένη συνεχίζοντας να κοιτάζει τον εαυτό της στο μεγάλο καθρέφτη απλώνοντας το μακιγιάζ της. Έχω πολλές δουλειές να κάνω, δεν μπορώ να τα αφήσω όλα για την τελευταία στιγμή.

-Μα έχεις χρόνο μπροστά σου.

-Όχι, είπε απότομα, και ύστερα συνέχισε πιο μαλακά. Δεδομένου του πόσου τεμπέλα είμαι. Σχολίασε γελώντας βεβιασμένα.

-Μόνο γι αυτό το λόγο;

-Γιατί άλλο;

-Κοίτα, δεν έχω χρόνο να ασχοληθώ μαζί σας, μα μη νομίζεις πως δεν ξέρω τι συμβαίνει σε αυτό το σπίτι. Αν είσαι φοβισμένη, αν θέλεις να ξεφύγεις κάντο. Αν πάλι το κάνεις δίχως λόγο, καλύτερα να μείνεις να δείξεις σε όλους ότι δεν έχεις τίποτα να φοβηθείς!

-Τι εννοείς; Τον ρώτησε τρομοκρατημένη.

-Τίποτα, τίποτα το ιδιαίτερο αγάπη μου…

-Θα φύγω.

-Αφού το αποφάσισες, θα επιστρέψεις για τις εκλογές;

-Δεν μπορώ να σου το υποσχεθώ, πάντως θα προσπαθήσω.

-Ευχήσου μου τότε καλή επιτυχία.

-Σ’ αγαπάω μπαμπά, είπε και σηκώθηκε για να τον αγκαλιάσει, καλή επιτυχία!

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟΠΕΜΠΤΟ

 

Καθισμένος στο διαμέρισμα του γιού του ο Πέτρος Χαΐτογλου, δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει αυτό που μόλις είχε διαβάσει στο διπλωμένο χαρτί από το νοσοκομείο που βρήκε μέσα σε ένα από τα συρτάρια του Νίκου. Στην αρχή θεώρησε ότι πρόκειται για ιατρικές εξετάσεις, όμως τελικά ήταν το θετικό τεστ πατρότητας που αποδείκνυε ότι ο Νίκος ήταν πατέρας ενός αγοριού. Έμεινε για λίγο σαστισμένος προσπαθώντας να χωνέψει τα νέα, ο γιός του πριν δολοφονηθεί είχε γίνει πατέρας. Η ύπαρξη του εγγονού του δε μετρίασε τον πόνο για τον χαμό του μοναχογιού του, όμως τον ανακούφισε κάπως, άλλωστε τώρα είχε με κάτι να απασχοληθεί, όσο οι έρευνες συνεχίζονταν και ήταν να ψάξει να βρει τη μητέρα και το παιδί. Άρχισε να ανοίγει τα συρτάρια του γραφείου για να καταλήξει να βρει φωτοτυπίες από ένα έγγραφο αναγνώρισης τέκνου, φτιαγμένο σε συμβολαιογράφο, σε αυτό αναφερόταν το όνομα και η διεύθυνση της μητέρας. Κοίταξε το ρολόι, ήταν πολύ αργά για επισκέψεις η μία μετά τα μεσάνυχτα, άλλωστε υπήρχε και μωρό στο σπίτι. Έφερε στο μυαλό του την πληροφορία ότι κάποια Ελπίδα είχε βρει το γιο του δολοφονημένο, όμως μια άλλη σκέψη διέκοψε την προηγούμενη, αν ο Νίκος είχε παιδί και το γνώριζε, ο ίδιος γιατί δεν είχε ιδέα. Κοίταξε την ημερομηνία στο συμβόλαιο, είχαν περάσει μόλις δεκαπέντε μέρες από την αναγνώριση του παιδιού, προφανώς θα ήθελε να τον ενημερώσει από κοντά, πάντα έτσι έκανε ο Νίκος, τα σπουδαία δεν ήθελε να τα λέει από το τηλέφωνο, και αδιαμφισβήτητα η γέννηση ενός παιδιού ήταν ένα σπουδαίο γεγονός, όμως αυτή η συνάντηση ανάμεσα σε πατέρα και γιο δε συνέβη ποτέ αφού κάποιος κακοποιός διέκοψε τη ζωή του, για κάποιες χιλιάδες ευρώ. Αλήθεια πως θα έπαιρνε το νέο, αν δεν είχε προηγηθεί η δολοφονία του Νίκου; Σηκώθηκε από τη θέση του και πλησίασε το μπαρ, γέμισε ένα ποτήρι με ουίσκι και κάθισε να το πιει, τι σημασία είχε πως θα έπαιρνε υπό άλλες συνθήκες τη γέννηση του εγγονού του. Ήταν κάτι που δεν άλλαζε, μπορεί βέβαια να ήθελε για το παιδί του μια νύφη πλούσια της σειράς τους, όμως δεν ήταν και ο αυστηρός πατέρας του παλιού ασπρόμαυρου κινηματογράφου, που αν δεν γινόταν το δικό του, θα αποκλήρωνε το παιδί του, άλλωστε αυτό που τον ενδιέφερε ήταν να νοικοκυρευτεί και να βάλει μυαλό, όμως και αυτό πια δεν έπαιζε κανένα ρόλο, αφού ο μονάκριβος του ήταν νεκρός από σφαίρες στην καρδιά και στο κεφάλι.

Άφησε το ποτήρι με το ουίσκι μισογεμάτο πάνω στο τραπεζάκι, και πήγε στο δωμάτιο για να ξαπλώσει στο κρεβάτι του Νίκου. Η αστυνομία είχε κάνει και στο διαμέρισμα έρευνα, πήρε ό,τι θεώρησε ότι θα μπορούσε να της φανεί χρήσιμο και έπειτα άφησε το διαμέρισμα στη διάθεση του πατέρα του θύματος. Ο Χριστόφορος ξάπλωσε στα καθαρά σεντόνια, για κάποιο άγνωστο λόγο τα χρησιμοποιημένα σεντόνια είχαν καταλήξει σε κάποιο αστυνομικό εργαστήριο. «Τι εξευτελισμός»! σκέφτηκε πριν κλείσει τα μάτια του και αποκοιμηθεί, κρυφά ικανοποιημένος που η αστυνομία δε θα άφηνε τίποτα στην τύχη ακόμα κι αν ήταν βέβαιο ότι ο φονιάς του γιού του ήταν ο αλλοδαπός εργάτης.  

Ô

 

Κάποιοι είχαν μιλήσει, η αστυνομία γνώριζε τα πάντα για την σχέση του Δημοσθένη με το θύμα. Ακόμα και για τον καυγά στο πανηγύρι ήξεραν, ένα χρόνο νωρίτερα και φυσικά για το ότι η Μάρθα με το Νίκο στο παρελθόν είχαν ερωτική σχέση, όμως όλα αυτά πριν έρθει στην Άρτα να ζήσει και γνωριστούν. Ο αστυνομικός επέμενε να ρωτάει πράγματα γύρω από την παλιά σχέση της Μάρθας με το θύμα, όμως ο Δημοσθένης δεν ήξερε να του πει, το μόνο που γνώριζε ήταν ότι ενοχλούσε τη Μάρθα και προσπαθούσε να την πείσει να τα βρουν. Στην ερώτηση του αστυνομικού πως ένιωθε για εκείνες τις πιέσεις ο ίδιος, ο Δημοσθένης ανασήκωσε τους ώμους του, «Η Μάρθα δεν ήταν ιδιοκτησία μου, αν ήθελε να είναι μαζί του είχε το ελεύθερο, όμως εκείνη ήθελε να είναι μαζί μου». «Γι αυτό άλλωστε σας παντρεύτηκε». Σχολίασε ο αστυνομικός και ο Δημοσθένης ένιωσε ότι κάποια παγίδα του έστηνε, όμως δεν μπορούσε να δώσει άλλη απάντηση από «Σωστά»! Η κάρτα που είχε βρει στο διαμέρισμα της Μάρθας με ευχές από το Νίκο μπήκε στο οπτικό πεδίο του Δημοσθένη όταν του την άπλωσε ο ανακριτής. Τον ρώτησε αν την αναγνώριζε και εκείνος δεν μπορούσε παρά να πει την αλήθεια.

-Την βρήκα στο διαμέρισμα της Μάρθας, όταν πήγα να πακετάρω τα πράγματα της για τη μετακόμιση, ήταν κάτω από μια ανθοδέσμη.

-Είχε και δυο εισιτήρια μέσα. Πρόσθεσε ο ανακριτής.

-Για Παρίσι, το ξέρω.

-Μου εξηγείται πως βρέθηκαν από το διαμέρισμα της συζύγου σας στο γραφείο του θύματος;

-Εγώ του τα πήγα. Έπρεπε να του ξεκαθαρίσω κάποια πράγματα, τώρα ήμασταν παντρεμένοι, δεν μπορούσε να επεμβαίνει στη ζωή μας και να μας ενοχλεί, έπρεπε να πάρει απόφαση ότι αυτό που είχε με τη Μάρθα είχε τελειώσει.

-Το ότι είσαστε παντρεμένοι αλλάζει τα δικαιώματα της συζύγου σας για ελεύθερη βούληση;

-Θέλετε να το συζητήσουμε κοινωνιολογικά ή θεολογικά; Τον ειρωνεύτηκε ο Δημοσθένης.

-Όπως σας βολεύει, εμένα με ενδιαφέρει απλώς να ακούσω τις απόψεις σας. Είπε και κάθισε στη θέση του περιμένοντας να ακούσει τι είχε να πει ο Δημοσθένης.

-Το ότι παντρευτήκαμε δεν στερεί τις ελευθερίες σε κανέναν από τους δυο μας, όμως αυτό δε σημαίνει ότι μπορούμε να ζούμε σα να μην υπάρχει ο ένας στη ζωή του άλλου. Επιπλέον έχω εμπιστοσύνη στη σύζυγο μου, και αυτό που με ενδιέφερε, όπως και εσάς φαντάζομαι και οποιονδήποτε άνθρωπο πάνω στη γη, είναι να μην ενοχλούν αυτούς που αγαπώ. Και ο σκοπός του Νίκου από την στιγμή που πάτησε το πόδι του στην Άρτα ήταν να ενοχλεί τη Μάρθα, επειδή τον χώρισε.

-Οπότε μου λέτε ότι πήρε βαριά το χωρισμό.

-Ο εγωισμός του θα έφταιγε.

-Γιατί το λέτε αυτό;

-Δε μου δίνει την εντύπωση ότι αγαπάει κάποιος πραγματικά όταν προσπαθεί να κάνει τη ζωή του άλλου ποδήλατο.

-Και πότε τον συναντήσατε τελευταία φορά;

-Δέκα μέρες πριν μάθουμε για τη δολοφονία του. Όταν πήγα να του δώσω την κάρτα και τα εισιτήρια, και να του εξηγήσω ότι έπρεπε να πάψει το παιχνίδι του αφήνοντας μας ήσυχους.

-Σε τι τόνο έγινε η συζήτηση ανάμεσα σας;

-Όχι και σε πολύ ήπιο. Εκείνος με ειρωνευόταν προσπαθώντας να ρίξει λάσπες στη Μάρθα για άλλη μια φορά.

-Το είχε κάνει και στο παρελθόν;

-Φυσικά.

-Και εσείς;

-Του μίλησα σε έντονο τόνο.

-Έπεσε και ξύλο.

-Του έδωσα μια γροθιά αλλά τον πήρε ξώφαλτσα.

-Για την ώρα είστε ελεύθερος, όμως μην απομακρυνθείτε από την Άρτα, μπορεί να σας ξαναχρειαστούμε.

 

Ô

 

Ο Πέτρος για πρώτη φορά στη ζωή του, μετά από πολλά χρόνια ένιωσε τρελό χτυποκάρδι όταν χτύπησε την πόρτα της Ελπίδας. Ένα νεαρό κορίτσι καταβεβλημένο, φορώντας μαύρα και με κατακόκκινα από το κλάμα μάτια, του άνοιξε την πόρτα. Του έκανε ευχάριστη εντύπωση που και κάποιος άλλος εκτός από τον ίδιο πενθούσε για την απώλεια του Νίκου, άκουγε τα θερμά συλλυπητήρια που του δίνανε ακόμα και άγνωστοι στον δρόμο, είχε τη συμπαράσταση γνωστών και φίλων και όμως αντιλαμβανόταν ότι όλα αυτά τα λόγια δεν ήταν παρά κούφια. Και να τώρα μπροστά του ένα νέο, όμορφο κορίτσι που πενθούσε ειλικρινά. Κοίταξε απορημένη τον Πέτρο που το βλέμμα του την εξερευνούσε. Όταν τον ρώτησε τι ήθελε, άπλωσε το χέρι του και της συστήθηκε, τα χείλη της δημιούργησαν το σχήμα από ένα άηχο «Ο» και εκείνος επιβεβαίωσε την σκέψη της ότι ήταν ο πατέρας του Νίκου και όπως όλα έδειχναν παππούς του γιού της. Η Ελπίδα τον προσκάλεσε να περάσει. Το μωρό κοιμόταν όμως μπορούσε να το δει, φτάνει να μην της το ξύπναγε, ήταν πολύ ανήσυχο και μάλλον έφταιγε η ίδια. Ο Πέτρος την ακολούθησε μέσα στο σπίτι, τον εγγονό του μπορούσε να το δει και αργότερα, δεν ήθελε να τον ξυπνήσουν, ήθελε όμως να μιλήσει μαζί της, να μάθει όσα πιο πολλά μπορούσε για εκείνη και για το γιο του. Είδε ότι το κορίτσι ήρθε σε δύσκολη θέση και κατάλαβε ότι μάλλον είχαν χωρίσει, η πρώτη ερώτηση που του ήρθε στο μυαλό ήταν «Τότε γιατί πενθείς»; όμως τη συγκράτησε. Ο ίδιος δε θα έκλαιγε ποτέ για μια πρώην ή έναν άνθρωπο που χάθηκε από τη ζωή του, αλλά οι γυναίκες είναι περίεργα πλάσματα. Από την Ελπίδα έμαθε ότι με το Νίκο είχαν σχέση ένα χρόνο νωρίτερα, εκείνος δεν την έπαιρνε στα σοβαρά, και εκείνη αν και το καταλάβαινε εθελοτυφλούσε για να είναι μαζί του, όταν έμεινε έγκυος εκείνος είχε πιστέψει ότι το έκανε για να τον τυλίξει, και αρνήθηκε κάθε σχέση με την ίδια και το παιδί. Τότε αναγκάστηκε να πάει στην Αθήνα αποφασισμένη να το ρίξει όπως της είχε ζητήσει ο Νίκος, όμως δεν τα κατάφερε, επέστρεψε στην Άρτα, δεν είχε σκοπό να τον ενημερώσει για την ύπαρξη του, όμως πόσο μυστικό μπορεί να μείνει ένα παιδί, ειδικά από την στιγμή που εκείνος άρχισε να προσπαθεί να την πλησιάσει. Μόλις αντιλήφθηκε την ύπαρξη του, ζήτησε τεστ πατρότητας, παρά τις δικές της διαβεβαιώσεις ότι δεν ήταν εκείνος ο πατέρας. Το τεστ έγινε και αποδείχτηκε ότι ήταν γιός του. Ο Πέτρος τη ρώτησε αν είχαν σκοπό να παντρευτούν, όμως η Ελπίδα το αρνήθηκε, δεν είχε τεθεί κανένα τέτοιο θέμα ανάμεσα τους, ούτε εκείνη ήθελε, δεν είχε περάσει καλά μακριά του και δεν μπορούσε να μπει στη ίδια δοκιμασία όταν αργά ή γρήγορα θα ξεκινούσε πάλι τα ίδια λόγω της άστατης συμπεριφοράς του με τις γυναίκες.

-Ώστε χωρίσατε εξαιτίας κάποιας άλλης. Ποια είναι;

-Δεν ήταν μία, και όπως σας είπα δε με πήρε ποτέ στα σοβαρά, οπότε δεν έφταιγαν οι άλλες, κύριε Χαΐτογλου. Το κλάμα του μωρού ακούστηκε βγάζοντας την Ελπίδα από τη δύσκολη θέση, πήγε και τον πήρε στην αγκαλιά της και το παρουσίασε στον παππού του. Μόλις ο Πέτρος άπλωσε τα χέρια του, ο μπέμπης γύρισε το κεφαλάκι του από την άλλη πλευρά, δείχνοντας ότι δεν είχε διάθεση για γνωριμίες με κάποιον ξένο. Αφού ρώτησε την οικονομική της κατάσταση, και έμαθε ότι είναι άνεργη της είπε ότι μπορούσε ο ίδιος να την αποκαταστήσει οικονομικά, η Ελπίδα προσβεβλημένη αρνήθηκε, δεν είχε φέρει στη ζωή ένα παιδί για να εκμεταλλευτεί την οικογένεια του πατέρα του, όταν πήρε την απόφαση να το φέρει στον κόσμο αναλάμβανε κάθε ευθύνη που αφορούσε το παιδί εξολοκλήρου.

-Θα με αφήσεις τουλάχιστον να σε βοηθήσω με δουλειά; Η Ελπίδα τον κοίταξε αναστενάζοντας, και ο Πέτρος τη ρώτησε αν είχε σπουδάσει κάτι.       

 

Ô

 

Πάνω κάτω τα ίδια με το Δημοσθένη ρωτήθηκε και η Μάρθα, μόνο που δεν είχε ιδέα για τη συνάντηση του συζύγου της με το θύμα, δέκα μέρες πριν βρεθεί νεκρός. Τη ρώτησε και για την κάρτα την οποία έβλεπε πρώτη φορά. Ύστερα θυμήθηκε όταν βρέθηκε με το Νίκο στην πόρτα του διαμερίσματος της και ότι εκείνος κρατούσε μια ανθοδέσμη αλλά δεν είχε δει να κρατάει κάτι άλλο, ύστερα με την εμφάνιση της Ξένιας εκείνη έφυγε και τα λουλούδια τα είδε όταν πήγε να πακετάρει τα πράγματα για τη μετακόμιση.

-Και τι έγιναν τα λουλούδια;

-Τα πέταξα.

-Ποια ήταν τα συναισθήματα σας για το θύμα;

-Τι εννοείται;

-Νομίζω ότι ήταν σαφής η ερώτηση μου.

-Προσπαθούσα να τον αποφεύγω, όμως αν βάλει κάτι στο μυαλό του ο Νίκος. Αν έβαζε, συγνώμη. Θυμός, θύμωνα που δε με άφηνε σε ησυχία.

-Έχετε άλλοθι για τη μέρα της δολοφονίας;

-Ήμουν στη δουλειά, και έπειτα με το σύζυγο μου.

-Και απ’ όταν παντρευτήκατε δε σας ξαναενόχλησε;

-Το λίγο καιρό που επιστρέψαμε από το ταξίδι του γάμου, όχι.

-Γιατί λέτε ψέματα, αφού μιλήσατε στο τηλέφωνο λίγες ώρες πριν βρεθεί νεκρός.

-Με κάλεσε, όμως δεν πήγα, ήθελα να τον αποφεύγω, όχι να τον πλησιάζω.

-Σίγουρα; Γιατί η πόλη είναι μικρή, μπορεί να σας είδε κάποιος.

-Σίγουρα.

-Για την ώρα είστε ελεύθερη. Όμως όπως είπα και στο σύζυγο σας μη φύγετε από την πόλη, μπορεί να σας ξαναχρειαστούμε. Η Μάρθα κούνησε καταφατικά το κεφάλι της και σηκώθηκε βιαστικά να φύγει.     

-Πως σου φαίνεται; Τον ρώτησε ένας συνάδελφος του μόλις εκείνη έφυγε.

-Κι αυτή κι ο άντρας της έχουν κίνητρο, όσο για το άλλοθι που δίνουν ο ένας στον άλλον δε με πείθει. Από την άλλη, και το κίνητρο τους, δεν ξέρω αν είναι τόσο ισχυρό για φόνο, ήταν και νιόπαντροι. Στην πόρτα του γραφείου βρέθηκαν δακτυλικά αποτυπώματα του συζύγου, δικά της όμως πουθενά.

-Μπορεί να φορούσε γάντια.

-Αύγουστο μήνα;  

-Αυτός που το έκανε το είχε αποφασίσει, δε θα γέμιζε τον χώρο με τα αποτυπώματα του. Απάντησε ανασηκώνοντας του ώμους του. Αποτυπώματα του εργάτη;

-Ναι βρέθηκαν, όμως τα περισσότερα είναι μισοσβησμένα από άλλα αποτυπώματα πιο φρέσκα.  

         

Ô

 

Ο Στέφανος οδηγώντας το αμάξι του για να ανέβει στην Άρτα θυμήθηκε τα λόγια του αρχισυντάκτη και γέλασε. «Θέλετε να πάτε όλοι σας διακοπές, αλλά δεν ξέρω για ποιο λόγο ακριβώς προτιμάτε την Άρτα»! Η Ξένια είχε ήδη ανέβει στην πόλη για να καλύψει το θέμα της δολοφονίας του γιού Χαΐτογλου, στο πρόσφατο παρελθόν είχε αναλάβει μια σειρά άρθρων που αφορούσαν την Άρτα και θεωρήθηκε η καταλληλότερη, και αν ο ίδιος θυμόταν καλά, μερικά από τα άρθρα της αφορούσαν την αποτυχημένη απόπειρα κάποιου από την εταιρεία HIGH Α.Ε. να γκρεμίσει ένα γεφύρι. Ο Χαΐτογλου δεν είχε αναλάβει την ευθύνη, και είχε ισχυριστεί προβοκάτσια, όμως είχε δώσει γερή αποζημίωση για να αποκατασταθούν οι ζημιές στο γεφύρι, με τη δικαιολογία ότι αφού ο εργάτης εργαζόταν για την εταιρεία του, έπρεπε να βοηθήσει στην αποκατάσταση ενός ηπειρώτικου στολιδιού. Όμως έντεκα στις δέκα η εμπειρία του Στέφανου έλεγε ότι όταν ένας πλούσιος βάζει το χέρι του στην τσέπη για να αποκαταστήσει κάποια ζημιά χωρίς να του το έχουν επιβάλει, πάει να πει ότι είχε τη φωλιά του λερωμένη, οπότε προτιμούσε να προπληρώσει από το κίνδυνο να αρχίσουν οι έρευνες και να βγουν διάφορα στη φόρα και να δυσφημιστεί. Για το γόητρο του Στέφανου, ένας έμπειρος δημοσιογράφος, σαν τον ίδιο δε θα επέτρεπε στο Ξενάκι να εκμεταλλευτεί τη μερίδα του λέοντος με το συγκεκριμένο θέμα, που ήταν ό,τι πιο σημαντικό συνέβαινε στην χώρα, μέσα στην κρίση. Είχε βαρεθεί να γράφει για αυξήσεις σε φόρους, μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις, και κάποια σκάνδαλα τα οποία μόλις που προλάβαιναν να τα μυριστούν, αφού οι υπεύθυνοι και οι δημοσιογραφίσκοι τους είχαν τον τρόπο να τα κρύβουν κάτω από το χαλί, κατευθύνοντας τους πολίτες, αν και οι πολίτες είχαν αρχίσει να ξυπνάνε σε μεγάλο ποσοστό, όμως και πάλι ήταν ανίκανοι να κάνουν κάτι. Η σκέψη του πήγε πάλι στην Ξένια, δεν έπρεπε να την αφήσει μόνη της να αναλάβει τέτοιο θέμα, υπήρχε κίνδυνος να τα κάνει μούσκεμα. Αλήθεια αν συναντούσε τη Μάρθα θα έπρεπε να της δώσει συλλυπητήρια, πώς να ένιωθε που ήταν νεκρός ο πρώην εραστής της, ή μήπως δεν ήταν πρώην και πράγματι είχαν φύγει μαζί για την Άρτα μιας και θα αναλάμβανε εκεί δουλειές. Την προηγούμενη φορά που είχε ανέβει στην Άρτα δεν είχε τον καιρό να το ψάξει, όμως θα ενδιαφερόταν να μάθει αν η Μάρθα πλέον είχε μείνει μόνη της χωρίς τον πλούσιο εραστή της.         

 

Ô

 

Άκουγε την πολιτική συζήτηση που είχε στήσει ο πατέρας του με το Γιάννη, και δεν του έκανε καρδιά να μπει μέσα στο συνεργείο. Με τη δολοφονία του Νίκου είχαν βρει το μπελά τους, πάνω που πήγαιναν να ησυχάσουν φτου κι από την αρχή. Και ένα όνομα είχαν οι μπελάδες τους, Νίκος, ζωντανός ή νεκρός έβρισκε τον τρόπο να τρυπώνει ανάμεσα τους. Με το θάνατο του η Μάρθα είχε αλλάξει, ξεχνούσε όσα της είχε κάνει, τελικά μήπως είχε δίκιο ο αντεραστής του και η σύζυγος του απλά όλον αυτό τον καιρό ψευδόταν, μήπως ο ίδιος έπαιζε το ρόλο του καλού Σαμαρείτη που είναι καταλληλότερος για σύζυγος, αλλά η καρδιά της θα ήταν πάντοτε στον άλλον. Στον χαμένο για πάντα εραστή! Μέσα η συζήτηση είχε φουντώσει για τα καλά, ο πατέρας υποστήριζε την υποψηφιότητα του Κοσυφάκη προσπαθώντας να πείσει τον Γιάννη, που ήταν πέρα για πέρα δύσπιστος και έκανε αιχμηρά σχόλια με ανάλαφρο όμως ύφος, για να αποφύγει τον καυγά με το μεγάλο αφεντικό.   

-Δεν πιστεύεις σε καμιά βελτίωση; Ρωτούσε ο Αντώνης.

-Κοροϊδευόμαστε, όλοι λόγια είναι, κι όταν τα καταφέρουν και μπουν στη βουλή ποιος θα καταφέρει να τσεπώσει περισσότερα. Σχολίαζε ο Γιάννης.

-Κι αν βγει ο Κοσυφάκης, δεν πιστεύεις ότι θα μας αντιπροσωπεύσει σωστά στο κοινοβούλιο; Επέμενε ο πατέρας του.

-Τον είδαμε και τον Κοσυφάκη τόσα χρόνια που ήταν δήμαρχος. Έκανε όσα και οι προηγούμενοι. Συνέχιζε την κουβέντα δουλεύοντας. 

-Και τα έργα που έκανε τον τελευταίο χρόνο;

-Ποιά έργα, από τους λόγους που έβγαζε δεν έκανε ούτε το ένα πέμπτο του προγράμματος του.

-Και τα τουριστικά;

-Αυτά θα γίνονταν έτσι κι αλλιώς, άλλωστε ήταν από κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης  αλλά τι άλλο;

-Και τα αρχαία;

-Τα αρχαία, δουλειά του γιου σου, αν δεν ήταν αυτός να τραβήξει την προσοχή της αρχαιολογίας το παλάτι θα έμενε θαμμένο, όπως τόσους αιώνες.

-Ξέρεις κάτι όμως Γιάννη, τα τουριστικά και το πάθος του γιου μου θα τον βάλουνε στο κοινοβούλιο, έχει πείσει όλη την Άρτα. Συμφώνησε στο τέλος ο Αντώνης.

-Δυστυχώς. Από την άλλη βέβαια δεν πειράζει, αφού γίνανε οι δουλειές σωστά, ας μπει κι ο Κοσυφάκης στη βουλή, ένας ακόμα στους τρακόσους.

-Καλά τα λες.

-Εγώ καλά τα λέω, μα ποιος με ακούει;

 

Ô

 

Η Μάρθα παρακολουθούσε την Ξένια να πηγαινοέρχεται πέρα δώθε νευριασμένη. Ήταν έξω φρενών μόλις είδε το Στέφανο μπροστά της, με εκείνο το ειρωνικό γελάκι του να της ανακοινώνει ότι πήγε εκ μέρους της εφημερίδας για να καλύψει τις έρευνες της αστυνομίας. Αφού ήταν εκείνη εκεί, τι δουλειά είχε κι ο Στέφανος. Δεν μπορούσε να το δεχτεί, είχε αποδείξει και με το παραπάνω την αξία της τόσα χρόνια, αλλά όταν ένας δημοσιογράφος είναι κώλος και βρακί με τον αρχισυντάκτη παίρνει πάντα τις καλύτερες δουλειές. Το άλλο που το βάζεις, μόλις είδε το Βασίλη τον κοίταξε αφ’ υψηλού. «Όλους αφ ’υψηλού τους κοίταγε ο Στέφανος». Σχολίασε η Μάρθα, με αποτέλεσμα να τη θυμηθεί η Ξένια και να της τα ψάλει για τους πρώην της, που πήγαινε και τους έβρισκε, η Μάρθα χαμογελώντας σχολίασε ότι το καλό πράγμα αργεί και ότι ο Δημοσθένης ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε ποτέ να συναντήσει, η δημοσιογράφος συγκατένευσε και κάθισε δίπλα της κουρασμένη.

-Απ’ όταν συνέβη το περιστατικό με τη δολοφονία, δε μιλήσαμε. Είσαι καλά;

Δεν ήξερε ακριβώς τι να πει, ήταν στιγμές που ένιωθε πιο ήρεμη αλλά ούτε η ίδια δεν ήθελε να το παραδεχτεί, από την άλλη δεν καταλάβαινε το νόημα του να σκοτώσει κάποιος το Νίκο, όταν τη ρώτησε η Ξένια για τον αλλοδαπό εργάτη που τον εκβίαζε, η Μάρθα ανασήκωσε τους ώμους της. Ούτε αυτό έβγαζε κάποιο νόημα, αν όντως ο Νίκος έδινε χρήματα σε εκείνον, δε θα είχε να κερδίσει τίποτα από το θάνατο του, η πηγή εσόδων του θα στέρευε με μιας. Κι αν απλά ήθελε να τον εκδικηθεί, ρώτησε η Ξένια, αν δεν του έδινε πλέον χρήματα. Δεν ήξερε τι να απαντήσει. Πάντως ο πρώην της είχε άσχημη κατάληξη και δεν ήξερε αν του άξιζε. Ένα περιφρονητικό γέλιο ξέφυγε από τα χείλη της Ξένιας.

-Πίστεψε με, ό,τι κι αν έπαθε ο ίδιος το προκάλεσε. Ή νομίζεις ότι ο Νίκος δεν ήταν μπλεγμένος πουθενά; Η Μάρθα την κοίταξε αλλά προτίμησε να μη σχολιάσει, η φίλη της ποτέ δεν είχε συμπαθήσει ιδιαίτερα το Νίκο, κι όπως όλα έδειχναν είχε δίκιο, βέβαια το να θεωρεί ότι του άξιζε, πήγαινε πολύ, σε ποιον αξίζει κάτι τέτοιο. «Σε έναν άντρα που σε βίασε», της υπενθύμισε ο εαυτός της, «που έκανε τα πάντα για να σε χωρίσει από τον άντρα που αγαπάς, που σε διέβαλε στον κύκλο σου και που αν δεν επενέβαινε η Ξένια δε θα δίσταζε να σε κακοποιήσει σεξουαλικά και δεύτερη φορά». Όμως τι ατυχία να τον δολοφονήσουν λίγο καιρό αφού επέστρεψαν εκείνη με το Δημοσθένη από το ταξίδι του μέλιτος. «Βλέπεις δεν είχες συμφωνήσει με το δολοφόνο να το κάνει όταν θα λείπατε ακόμα στη Μάλτα», τίναξε το κεφάλι της για να διακόψει τις σκέψεις της…

-Τι συμβαίνει; Τη ρώτησε η Ξένια που είδε την απότομη κίνηση.

-Συνάντησα και εγώ τον Στέφανο, μου έδωσε και τα συλλυπητήρια του για τη δολοφονία του Νίκου, ύστερα απόρησε που με είδε να φοράω βέρα.

-Δεν το άφησε ασχολίαστο φαντάζομαι!

-Ξέρεις εσύ το Στέφανο να αφήνει τίποτα ασχολίαστο; Η Ξένια κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. Έκανε κάποια σχόλια τα οποία ’κρυβαν ειρωνεία, προτίμησα να μην του δώσω σημασία. Τι ατυχία κι αυτή, πάνω που θα γλιτώναμε από το Νίκο μιας και τα έργα στην πόλη τέλειωναν, σκοτώνεται, γεμίζοντας μας με έννοιες και φέρνοντας μου στην πόλη το άλλο μου λάθος.

-Πρώτον τι σε κάνει να πιστεύεις ότι ο Νίκος θα έφευγε, ο Βασίλης μου είπε ότι η HIGH Α.Ε. ήθελε να αναλάβει και άλλα έργα στην πόλη, και ήδη τα είχαν συμφωνήσει με το δήμαρχο.

-Αυτόν το Κοσυφάκη θα τον μαυρίσω στις εκλογές. Είπε νευριασμένη η Μάρθα και σηκώθηκε από τη θέση της.

-Όσο για το Στέφανο, συνέχισε χαμογελώντας η Ξένια, εδώ που τα λέμε όταν τα έμπλεκε μαζί σου, ήξερε ότι υπήρχε άλλος άντρας στη ζωή σου, οπότε δεν έχει δικαίωμα να ζητάει τα ρέστα.

-Ναι, αλλά του είχα πει…

-Βρε Μάρθα, τόσο δαιμόνιος δημοσιογράφος και να μην υποψιαστεί όταν εσύ εξαφανιζόσουν και δεν του απάνταγες στο τηλέφωνο ότι κάτι άλλο έπαιζε στη ζωή σου, παράλληλα με εκείνον; Του άρεσε που σε έκλεβε από τον άλλον, αυτό είναι…

 

Ô

 

Ο ανακριτής έβγαλε τα γυαλιά του και αφού τα καθάρισε με ένα πανάκι, τα σταθεροποίησε πάλι πάνω στη μύτη του. Όλοι στην πόλη του υποδείκνυαν ως ένοχο για το φόνο του Νίκου Χαΐτογλου τον αλλοδαπό υπάλληλο που είχε αποπειραθεί να γκρεμίσει το γεφύρι στο διπλανό δήμο, και όπως ισχυρίζονταν οι συνεργάτες του θύματος, μια απόπειρα αποκλειστικά δικής του πρωτοβουλίας. Εκτός όμως από την απόπειρα κατά των μνημείων της περιοχής, καταζητούταν για δυο φόνους εργατών, ενός ομοεθνή του και ενός έλληνα, βέβαια εκτός από ενδείξεις κανείς δεν μπορούσε να είναι απόλυτα σίγουρος ότι εκείνος είχε σκοτώσει τους συναδέλφους του, από την άλλη, εκείνοι πήγαν να τον συναντήσουν και την επόμενη μέρα βρέθηκαν νεκροί. Επιπλέον στο γραφείο του θύματος υπήρχαν δακτυλικά αποτυπώματα αλλά είχε βρεθεί και η ταμπακιέρα του, την οποία είχαν αναγνωρίσει αρκετοί από τους εργάτες ότι άνηκε στον καταζητούμενο συνάδελφο τους. Κι όμως στον ίδιο κάτι δεν κόλλαγε. Αρχικά πολλές γυναίκες πηγαινοερχόταν στη ζωή του Νίκου, και όπως όλα έδειχναν όλες είχαν κίνητρα, ακόμα και η κλαίουσα η οποία ειδοποίησε ότι τον βρήκε στο γραφείο του νεκρό, μπορεί να υποκρινόταν ότι πενθούσε για το χαμό του πατέρα του γιου της. Σύμφωνα με μαρτυρίες της γειτόνισσας, -πάντα ήταν η αδυναμία του οι αδιάκριτες γειτόνισσες, φτάνει να μην έμεναν δίπλα στο δικό του διαμέρισμα- η κλαίουσα δεν είχε χωρίσει και πολύ ομαλά με το νεαρό Χαΐτογλου, αλλά είχε ξεσπάσει μέγας καυγάς, αφού τον βρήκε στο διαμέρισμα του με άλλη γυναίκα, και απ’ ότι είχε ακούσει και καταλάβει από τις φωνές τους πρέπει να τον βρήκε με γνωστή αν όχι με φίλη της. Όταν ο ίδιος ρώτησε την κλαίουσα, η οποία στο όνομα και μόνο του θύματος βούρκωνε, το λόγο που είχε χωρίσει με το θύμα, του απάντησε ότι είχε μείνει έγκυος και εκείνος ήθελε να το ρίξει, κάτι που δεν επιθυμούσε η ίδια. Ρωτώντας την για τις φίλες της, απάντησε ότι δεν είχε φίλες αλλά γνωστές, και ως μοναδική που είχε σχέσεις υπέδειξε κάποια Χριστίνα. Η οποία όμως με τη σειρά της είπε ότι την περίοδο που η Ελπίδα εξαφανίστηκε και όπως έμαθε ύστερα βρισκόταν στην Αθήνα για να γεννήσει το παιδί της, έκανε παρέα με την Ελένη Κοσυφάκη την κόρη του δημάρχου και υποψήφιου βουλευτή, η οποία την επόμενη μέρα της δολοφονίας έφυγε από την Ελλάδα για σπουδές, όπως ισχυρίστηκαν οι γονείς της, μήπως ήταν κάπως εσπευσμένη η φυγή της, μήπως είχε κάτι να κρύψει. Από την άλλη, στην κουβέντα που είχε με τη γειτόνισσα έμαθε ότι ο Νίκος είχε λίγες μέρες πριν το θάνατο του, έναν άσχημο καυγά με την Αντιγόνη Κοσυφάκη, μητέρα της Ελένης, όπως του αποκάλυψε η γειτόνισσα, εκείνη επέστρεφε από τα ψώνια όταν άνοιξε η πόρτα και η σύζυγος του δημάρχου βρέθηκε φαρδιά πλατιά ξαπλωμένη στον κοινόχρηστο. Για να έχεις τέτοιο θράσος με γυναίκα, η εμπειρία του έλεγε ότι πρέπει να ήταν μια πολύ φορτική ερωμένη, για οποιονδήποτε άλλο λόγο θα είχε να κάνει με το σύζυγο της για την προσβολή που είχε κάνει στη γυναίκα του. Όσον αφορούσε την πρώην του σχέση, υπήρχε μάρτυρας που την είχε δει έξω από το γραφείο του θύματος λίγη ώρα πριν την εξακριβωμένη ώρα θανάτου από τον ιατροδικαστή, όμως ούτε στο διαμέρισμα του, ούτε στο γραφείο είχαν βρεθεί αποτυπώματα δικά της. Όμως το διαμέρισμα της θα μπορούσε να είναι μια ωραία ερωτική φωλιά για εκείνη και το Δον Ζουάν της πόλης, και με το σύζυγο να μην υποψιάζεται τι συνέβαινε κυριολεκτικά κάτω από τη μύτη του. Βέβαια όσοι ρωτήθηκαν, ισχυρίζονταν ότι η Μάρθα δεν ήθελε καμία σχέση με το Νίκο, αντιθέτως εκείνος την κυνηγούσε και πολλές φορές την έφερνε στα όρια της. Μήπως αυτή τη φορά τα είχε ξεπεράσει; Το μυαλό του επέστρεψε στην Ελπίδα, ήταν η μόνη που είχε αδιάσειστο άλλοθι, όμως στον ίδιο αυτό δεν έλεγε απολύτως τίποτα, ήταν τόσο εκκωφαντικά ισχυρό, που το ένστικτο του τον προειδοποιούσε ότι κάτι δεν κόλλαγε. Αν είχε κάνει άλλος τη δουλειά για εκείνη, παίρνοντας εκδίκηση, έβγαινε από τη μέση ο κληρονόμος του Πέτρου Χαΐτογλου και εκείνος έβρισκε κάποιο άλλο πρόσωπο για να τον παρηγορήσει για την απώλεια του μοναχογιού του, που ήταν ο εγγονός του, τόση σύμπτωση να γίνει το τεστ πατρότητας και τα χαρτιά δέκα μέρες πριν πεθάνει! Κι από ότι μάθαινε ο ίδιος ο Χαΐτογλου είχε πλησιάσει την Ελπίδα με την επιθυμία να γνωρίσει τον εγγονό του, αν το είχε κάνει εκείνη τα είχε σχεδιάσει όλα τέλεια. Τέλος στον κατάλογο των υπόπτων έμενε ο Δημοσθένης, σύζυγος της πρώην του θύματος, αλλά επίσης πρώην της μητέρας του παιδιού του Νίκου Χαΐτογλου. Πολύ περίπλοκη ήταν αυτή η ιστορία, θα μπορούσε να θέλει να τον εκδικηθεί από δυο πλευρές. Ίσως να έπρεπε να καλέσει τη μητέρα της Ελένης για μια συζήτηση, εκείνη και η κόρη της, ήταν οι μόνες που δεν είχε δει. Ακόμα και ο ίδιος ο δήμαρχος είχε περάσει ως συνεργάτης του Νίκου για μια τυπική συζήτηση μαζί του, για να δώσει όσες πληροφορίες μπορούσε, βοηθώντας τις αρχές με την έρευνα τους.

 

Ô

 

Η Αντιγόνη ξαφνιάστηκε όταν έμαθε ότι έπρεπε να επισκεφτεί τον ανακριτή. Ποιος μπορεί να τους είχε οδηγήσει ως εκείνη, δεν πρόσεχαν και πολύ καθώς φαίνεται, είχε χάσει τα μυαλά της μαζί του, για ένα καθίκι που της φέρθηκε με τον χειρότερο τρόπο. Βέβαια ίσως να ήθελαν να της κάνουν απλά κάποιες τυπικές ερωτήσεις, επειδή τύχαινε να τον ξέρει μέσω του συζύγου της. Ο Χριστόφορος διάβαζε το λόγο του, για να είναι έτοιμος για τη μεγάλη ομιλία, όταν πρόσεξε τη σιωπηλή Αντιγόνη να κοιτάει γύρω της σαν χαμένη, αλλά στην ουσία χωρίς να βλέπει. Άφησε τα χαρτιά του πάνω στο τραπεζάκι και τη ρώτησε τι της συνέβαινε.

-Με κάλεσε ο εισαγγελέας για ανάκριση, και την Ελένη. Είπε αφού δεν μπορούσε να του το κρατήσει κρυφό.

-Και τι σχέση έχετε εσείς με αυτό;

-Δεν ξέρω, ίσως επειδή τον είχαμε δει κάποιες φορές.

-Και τι σχέση έχει αυτό; Ρώτησε εκείνος μην μπορώντας να κρύψει τον εκνευρισμό του. Αυτό μας έλειπε λίγο πριν τις εκλογές… Τώρα που και το παραμι­κρό παίζει ρόλο. Πρόσεχε Αντιγόνη, πρόσεχε τι θα πεις.

-Τι να πω! Μουρμούρισε εκείνη και σηκώθηκε να φύγει γιατί δεν άντεχε να επιβαρύνεται και με τα νεύρα του άντρα της.

 

Ô

 

Αυτό κι αν ήταν άνω ποταμών, η εφημερίδα της είχε αποφασίσει να τη φιμώσει, μα φυσικά αφού είχε πάει στην Άρτα ο μέγας δημοσιογράφος, γιατί να δώσουν σημασία στα δικά της άρθρα. Της έδωσαν οδηγίες ότι καλό θα ήταν να αποφεύγει να γράφει άρθρα τα οποία θα κατηγορούν το νεκρό διάδοχο της αυτοκρατορίας των εργολάβων και ότι θα έπρεπε να μείνει πιστή στο ρεπορτάζ βασισμένη στα στοιχεία που συνέλεγαν οι αστυνομικές αρχές και να μην κατηγορεί το Νίκο για δολοπλοκίες, όπως τον τρόπο που πήρε τα έργα στην περιοχή και ότι ήταν εκείνος που είχε αναθέσει στον αλλοδαπό εργάτη να γκρεμίσει το γεφύρι, άλλωστε αυτά ανήκαν στο παρελθόν, η HIGH είχε δώσει τις απαιτούμενες εξηγήσεις, που είχαν γίνει δεκτές και το θέμα είχε κλείσει. Δεν χρειαζόταν να εκθέτει τον εαυτό της και την εφημερίδα.

-Πόσες φορές σας εξέθεσα; Ήταν η ερώτηση της στον αρχισυντάκτη. Εγώ δεν έφερα το θέμα με τα αρχαία, και τότε διστάσατε να μου δώσετε την άδεια.

-Δεν είναι το ίδιο, δεν καταλαβαίνεις, βρέθηκε νεκρός Ξένια, και οι νεκροί δικαιώνονται, δεν μπορούμε να τον κατηγορούμε, θα στρέψουμε την κοινή γνώμη εναντίον μας. Άλλωστε πριν από ένα χρόνο σε είχα αφήσει να δημοσιεύσεις τα άρθρα για το γεφύρι.

-Κι αν σου φέρω αποδείξεις; Έμεινε για λίγο σιωπηλός.

-Δεν ξέρω, έχω εντολές από άνωθεν, είπε στο τέλος. Μιλάμε για το νεκρό γιο ενός ισχυρού άντρα.

-Μπορεί αυτά τα άρθρα να φέρουν στο φως τον ένοχο; Είπε σε μια ύστατη προσπάθεια να τον πείσει.

-Πως, πετώντας λάσπες στο νεκρό;

-Δεν γράφω απλώς φήμες με σκοπό να τον διασύρω.

-Όμως έτσι φαίνεται. Οπότε συγκεντρώσου στο να μαθαίνεις λεπτομέρειες από την αστυνομία.

-Και να πάρω τη δουλειά του συναδέρφου μου; σχολίασε ειρωνικά την παρουσία του Στέφανου εκεί.

-Τότε επέστρεψε πίσω. Η Ξένια προτίμησε να κλείσει το τηλέφωνο από το να αρχίσει να βρίζει τον αρχισυντάκτη της, κι αν την ρωτούσε γιατί το έκανε θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι δεν είχε σήμα.   

 

Ô

 

Κάθισε απέναντι από τον ανακριτή και ένιωσε σαν να καθόταν στην ηλεκτρική καρέκλα, αφού πήρε την άδεια να καπνίσει έβγαλε ένα τσιγάρο από το πακέτο της, το οποίο και έσπευσε να της ανάψει ο άντρας πίσω από το γραφείο. Εκείνη του χαμογέλασε και τον κοίταξε στα μάτια περιμένοντας.

-Γνωρίζατε το Νίκο Χαΐτογλου, κυρία Κοσυφάκη;

-Τον είχα δει κάποιες φορές, σε κοινωνικές συγκεντρώσεις λόγω του συζύγου μου.

-Η κόρη σας τον γνώριζε;

-Η Ελένη; Δεν καταλαβαίνω!

-Ναι, η κόρη σας, γνώριζε το Νίκο Χαΐτογλου;

-Νομίζω πως ναι, τον είχε συναντήσει όπως κι εγώ.

-Όπως και ’σεις ή μήπως είχαν πιο στενή σχέση. Μήπως ήταν φίλοι;

-Ήταν σε πιο κοντινή ηλικία… Ίσως όπως είναι φυσικό να είχαν φιλικές σχέσεις, λόγω ηλικίας. Άλλωστε η Ελένη ήταν φίλη και με την Ελπίδα το κορίτσι του Νίκου. Οπότε μπορεί να είχαν συναντηθεί περισσότερες φορές λόγω κοινών παρεών στην πόλη. Μα γιατί τα ρωτάτε όλα αυτά;

-Θέλω να μάθω για το θύμα, όσο περισσότερα γίνεται… ξέρετε ο Νίκος Χαΐτογλου ήταν ένας bon viver, που τα όρια της πόλης δεν τον χώραγαν και για το λόγο αυτό είχε συνάψει σχέση με πολλές γυναίκες ακόμα και με παντρεμένες, της υψηλής κοινωνίας… Θα ’λεγε κανείς ότι πήγαινε γυρεύοντας!

Η Αντιγόνη δεν κατάφερε να συγκρατήσει το βλέμμα της σταθερό στα καστανά μάτια πίσω από τα γυαλιά, αντιθέτως το χαμήλωσε κοιτώντας την καύτρα από το τσιγάρο της που καιγόταν.  

-Είστε ελεύθερη κυρία. Και ενημερώστε την κόρη σας πως ο τρόπος που έφυγε μου κίνησε τις υποψίες. Δεν ήταν πολύ έξυπνο.

-Η κόρη μου πήγε για σπουδές στην Ιταλία. Βιάστηκε να δικαιολογήσει την Ελένη η μητέρα της.

-Εντάξει κυρία Κοσυφάκη, μπορείτε να πηγαίνετε!

 

Ô

 

Μπαίνοντας η Αντιγόνη στο σπίτι άκουσε τον Χριστόφορο να απαγγέλει με στόμφο την ομιλία του κλεισμένος στο γραφείο του. «Συμπολίτες και συμπολίτισσες, φίλες και φίλοι, σήμερα βρίσκομαι κοντά σας για να κλείσουμε μια συμφωνία, να δημιουργήσουμε ένα κοινωνικό συμβόλαιο, για το αύριο, για το μέλλον της Ηπείρου…

…Σαν δήμαρχος έκανα ότι πέρασε από το χέρι μου. Η Άρτα δεν είναι η ίδια, τα τουριστικά, οι υποθέσεις στο δήμο, μα πάνω από όλα το παλάτι του Πύρου, του ηγέτη της Ηπείρου, του ηγέτη της Άρτας, που ανοίγει τις Πύλες της Ιστορίας μας και της γνώσης, που ανοίγει τις Πύλες του πολιτισμού μας. Δίνει πλέον άλλη δύναμη στην περιοχή μας και οικονομικά οφέλη. Τώρα λοιπόν από ένα άλλο πόστο, ένα άλλο μετερίζι. Ζητώ την ψήφο σας για να σας υπηρετήσω και να κάνω ότι περνάει από το χέρι μου, για σας τους Ηπειρώτες τους αδερφούς και τα παιδιά μου».

Παράτησε την τσάντα της πάνω σε μια πολυθρόνα και γέμισε ένα ποτήρι με ποτό, είχε τρομάξει πολύ που την είχε καλέσει η αστυνομία, όμως όπως φαινόταν ήταν μια τυπική υπόθεση και όποιος είχε τύχει να μιλήσει έστω και μια φορά μαζί του θα καλούταν από τις αρχές, άλλωστε ο Νίκος δεν ήταν κάποιος τυχαίος. Για μια στιγμή είχε ανησυχήσει ότι είχαν πληροφορηθεί για την παρουσία της στο διαμέρισμα του από τη γειτόνισσα που ήταν μάρτυρας όταν την πέταξε το καθίκι από το σπίτι του, μπορεί να μην ήταν αρκετό να τη συνδέσουν και με το φόνο, όμως πως θα το δικαιολογούσε στον Χριστόφορο, άσε το σκάνδαλο που θα ξέσπαγε πριν από τις εκλογές. Θυμήθηκε τη μέρα της κηδείας όταν εκείνη άθελα της δάκρυσε για το θάνατο του Νίκου, ο Χριστόφορος την κοίταξε δύσπιστα και σχολίασε ότι ήταν λυπηρό ως γεγονός ο θάνατος του Νίκου, όμως και το να κλαίει το έβρισκε υπερβολικό. Φαντάσου να μάθαινε ότι εκείνη και ο Νίκος…, σίγουρα θα τον απογοήτευε πολύ μια τέτοια πληροφορία. Πάντοτε ήταν προσεχτική με τις σχέσεις που σύναπτε, είχε και τον Τάκη στην Αθήνα, όμως ο νεαρός συνεργάτης του συζύγου της την είχε κάνει να ξεχνάει να παίρνει προφυλάξεις, ήταν ικανή να παρατήσει το συζυγικό κρεβάτι μέσα στη νύχτα και να τρέξει κοντά του, αν της το ζητούσε, όμως εκείνος δεν είχε τέτοιες απαιτήσεις, περνούσε το χρόνο του μακριά της με άλλες, και αυτό ως ένα σημείο την εξαγρίωνε, να ξέρει ότι ήταν για παράδειγμα με την Ελπίδα. Όταν εκείνη της άδειασε τη γωνιά με την εξαφάνιση της, είχε περισσότερες ευκαιρίες να τον απολαμβάνει με την ψευδαίσθηση ότι δεν τον μοιραζόταν με άλλη. Είχε ενδιαφερθεί να μάθει τι είχε απογίνει η Ελπίδα, όμως το Νίκο απέφυγε να τον ρωτήσει και η Ελένη όταν τη ρώτησε πρώτα ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της, και ύστερα έκανε μια κίνηση με το χέρι δίπλα από το κεφάλι της, που υποδήλωνε ότι η φίλη της μάλλον τα είχε χάσει. Άραγε έπρεπε να της κάνουν εντύπωση οι ερωτήσεις που της απεύθυνε ο ανακριτής για την Ελένη, ήταν κάτι παραπάνω από αιχμή το σχόλιο για τη φυγή της; Όμως ήταν δυνατόν ο Νίκος να έχει ερωτική σχέση και με την κόρη της. Ω! αν ήταν έτσι του άξιζε αυτό που είχε πάθει. Δεν μπορούσε να το πιστέψει, ο εραστής της να πηγαίνει και με την κόρη της; Όχι αποκλείεται, είπε και τράβηξε μια γερή ρουφηξιά από το τσιγάρο της. Θυμήθηκε τα λόγια της κόρης της όταν της είπε ότι βρέθηκε δολοφονημένος, «ήταν κάθαρμα και του άξιζε», ή κάτι παρεμφερές, για ποιο λόγο να αντιπαθεί το Νίκο, μήπως επειδή είχε φερθεί σκάρτα στη φιλενάδα της, πάλι όμως η Ελένη δεν έδειχνε ότι νοιαζόταν πλέον για την Ελπίδα, και η αναχώρηση της για Ρώμη, μήπως παραήταν ξαφνική. Δεν είχε πει τίποτα ότι θα έφευγε και ξαφνικά μάζεψε δυο βαλίτσες πράγματα και το επόμενο πρωί έφυγε για Αθήνα, τόσο εσπευσμένα. Να είχε δίκιο ο ανακριτής που την υποψιαζόταν, εκτός κι αν η Ελένη γνώριζε ότι η μητέρα της ήταν ερωμένη του Νίκου και γι’ αυτό τον αντιπαθούσε, μα πως μπορεί να συνέβαινε κάτι τέτοιο και αν ίσχυε η υποψία της ποιος άλλος μπορεί να το ήξερε. Κι αυτή η σπόντα του αστυνόμου, ότι ο Νίκος ήταν ένας bon viver και ότι τα στενά όρια της πόλης δεν τον χωρούσαν και ότι είχε συνάψει σχέσεις με πολλές γυναίκες παντρεμένες και μάλιστα της υψηλής κοινωνίας, την σκιαγραφούσε ο αστυνομικός ή είχε και άλλες σχέσεις με παντρεμένες ο Νίκος, πρώτη φορά που ήλπιζε να μην ήταν η μοναδική του ερωμένη.       

Καθισμένη σε μια πολυθρόνα με το λευκό ταγέρ της, γερμένη ελαφρώς μπροστά, με τα πόδια σταυροπόδι και το χέρι που κρατούσε το τσιγάρο να ακουμπάει στο γόνατο της, την βρήκε ο Χριστόφορος μόλις βγήκε από το γραφείο του. Μόλις την άγγιξε στον ώμο, εκείνη τινάχτηκε ενώ η στάχτη από το ξεχασμένο τσιγάρο της έπεσε στο πάτωμα. Ο σύζυγος της την κοίταξε απορημένος, εκείνη του χαμογέλασε βεβιασμένα και ο Χριστόφορος κάθισε απέναντι της, τη ρώτησε πώς πήγε η συνάντηση με τον ανακριτή. Η Αντιγόνη του διηγήθηκε μέσες άκρες τι ρωτήθηκε αποφεύγοντας να μεταφέρει τα σχόλια του για τις παντρεμένες γυναίκες της καλής κοινωνίας που ήταν ερωμένες του θύματος, όπως είχε σχολιάσει ο ανακριτής, δεν ήταν ώρα να του βάλει υποψίες.

-Μην ανησυχείς, ήταν απλά ανάκριση ρουτίνας, είπε και έσκυψε μπροστά για να ακουμπήσει το πόδι της γυναίκας του. Μίλησα με τον Πέτρο, όλα δείχνουν ως ένοχο τον αλλοδαπό εργάτη που σκότωσε τους άλλους δύο. Βρέθηκαν τα δαχτυλικά του αποτυπώματα και η ταμπακιέρα του στο γραφείο του Νίκου, πεσμένη σε έναν καναπέ, δίπλα από το μαξιλάρι. Η Αντιγόνη άφησε έναν αναστεναγμό να της ξεφύγει. Τι συμβαίνει αγάπη μου, πολύ σε έχει αναστατώσει ο χαμός του Νίκου.

-Από μόνο του είναι ένα πολύ θλιβερό γεγονός Χριστόφορε, είπε και έσφιξε το χέρι του, όμως δεν σου κρύβω ότι με ανησύχησε που με κάλεσαν στο τμήμα, φταίει που ο ανακριτής έδειχνε να υποπτεύεται την Ελένη.

-Την Ελένη; Από πού κι ως που;

-Δεν ξέρω, μάλλον ο τρόπος που έφυγε έβαλε σε υποψίες την αστυνομία.

-Μα τι δουλειά μπορεί να είχε το παιδί μου με το Νίκο;

-Δεν ξέρω, δεν είπε κάτι πιο συγκεκριμένο, μόνο γενικόλογα.

-Παλιές, παραδοσιακές τακτικές, τρομοκρατούν τον κόσμο για να δουν αν θα μάθουν κάτι, πάντως είναι απαράδεχτοι, μόλις κλείσει η υπόθεση θα παραπονεθώ στον αρχηγό της αστυνομίας, όσο για τον κύριο ανακριτή, αν το κόμμα μας κάνει κυβέρνηση θα βρεθεί με επίδομα ανεργίας. Σχολίασε εξαγριωμένος ο Χριστόφορος.

-Αγάπη μου, δεν χρειάζεται να το τραβάμε στα άκρα.

-Έφυγε για σπουδές το κορίτσι μου και αυτός να βρει την ευκαιρία να το κατηγορήσει. Απαράδεκτος.

-Χριστόφορε ηρέμισε, τη δουλειά του κάνει, και ο τρόπος που έφυγε η Ελένη προκάλεσε ακόμα και σε εμένα την ίδια απορία, άλλωστε μεταξύ μας η κόρη μας δεν είχε σκοπό να φύγει πριν μπει ο Σεπτέμβρης.

-Σε λίγες μέρες μπαίνει ο Σεπτέμβρης… κι άλλωστε γιατί να έχει σχέση η Ελένη με τη δολοφονία του Νίκου; Έβαλε το χέρι μπροστά από το στόμα του σκεπτικός. Αντιγόνη να σε ρωτήσω κάτι;

-Ό,τι θες καλέ μου. Του απάντησε εκείνη προσπαθώντας να κρύψει το τρέμουλο στο δικό της χέρι.

-Όσο να ’ναι, είσαι η μητέρα της, ξέρεις περισσότερα από εμένα που η πολιτική μου τρώει πολύ χρόνο. Τον κοίταξε και περίμενε. Ποια ήταν η σχέση της Ελένης με την Ελπίδα τον τελευταίο καιρό; Αυτό το κορίτσι ερχόταν συχνά στο σπίτι μας και ξαφνικά εξαφανίστηκε, σα να άνοιξε η γη και να την κατάπιε, τι έγινε;

-Δεν ξέρω αγάπη μου, είπε και αναστέναξε, είναι αλήθεια ότι με την Ελπίδα η σχέση της κόρης μας ήταν πολύ στενή, όποτε τη ρωτούσα που ήταν, βρισκόταν με τη φιλενάδα της, αλλά πάλι τα κορίτσια σε αυτή την ηλικία μπορεί να πουν και ψέματα.

-Τι εννοείς;

-Μπορεί να μην ήταν πάντοτε με την Ελπίδα, μπορεί να έβλεπε κάποιον νεαρό κρυφά.

-Και γιατί να το κάνει κρυφά;

-Μπορεί να φοβόταν ότι δε θα τον εγκρίνεις. Όσο για την Ελπίδα κάποια στιγμή που έπαψα να την βλέπω να μας επισκέπτεται, ρώτησα την Ελένη και μου έδωσε να καταλάβω ότι τα είχαν σπάσει οι δυο τους. Δεν ρώτησα ούτε πως, ούτε γιατί;

-Το ξέρεις ότι η Ελπίδα ήταν εκείνη που βρήκε το Νίκο νεκρό; Και ότι έκανε το παιδί του;

-Ήξερα ότι εκείνη τον είχε βρει, αλλά δεν είχα ακούσει τίποτα για παιδί.

-Το γνωρίζουμε πολλοί λίγοι, εγώ το έμαθα από τον Πέτρο.

-Τι σχέση έχει όμως αυτό με την Ελένη;

-Δεν ξέρω, για να την υποψιάζονται, ίσως να έχουν κάποιο λόγο, μήπως μάλωσαν εξαιτίας του Νίκου με τη φιλενάδα της.

-Να έπαιζε σε διπλό ταμπλό;

-Ξέρω εγώ, πάντως πρέπει να παραδεχτείς ότι το ματάκι του έπαιζε. Δε θα μου φαινόταν και απίθανο.

-Μα με την καλύτερη φίλη της κοπέλας του; σχολίασε εκνευρισμένη εκείνη.

-Καλά δεν πήγαιναν και για γάμο. Δε μου φαίνεται απίθανο να έμπλεξε και με την Ελένη τέτοιος Καζανόβας που ήταν. Και τώρα που το σκέφτομαι δε μου φαίνεται καθόλου, απίθανο, το αντίθετο, η Αντιγόνη τον κάρφωσε με το βλέμμα της. Όμως από το να τα φτιάξεις με το αγόρι της καλύτερης σου φίλης μέχρι να φτάσεις σε φόνο, όχι αποκλείεται… εκείνος ο εργάτης το έκανε, δεν υπάρχει αμφιβολία, θα εκβίαζε το Νίκο, εκείνος θα αποφάσισε να μην υποκύψει και όταν θα είδε ότι οι συνάδελφοι του δεν του πήγαν τα χρήματα που είχε ζητήσει από το αφεντικό του θα τους καθάρισε και μόλις μπόρεσε επέστρεψε στην Άρτα για εκείνον.

-Και τους άλλους γιατί να τους σκοτώσει, δεν είχε λόγο;

-Δεν ξέρω πως μπορεί να λειτουργεί το μυαλό ενός εγκληματία, μπορεί απλά να ήταν μια προειδοποίηση, αλλά για μισό λεπτό, υπονοείς ότι δεν το έκανε ο εργάτης;

-Δεν υπονοώ τίποτα Χριστόφορε, όμως απορώ γιατί η κόρη μας έφυγε σαν κυνηγημένη. Για να κινήσει υποψίες;

-Τι υποψίες να κινήσει Αντιγόνη, μήπως τους είχε δει και κανείς μαζί στην πόλη. Ότι έκανε μαζί του το έκανε κρυφά. Ούτε εσύ η ίδια που ήσουν μάνα της δεν το πήρες είδηση, όπως ισχυρίζεσαι. Μπορεί απλά να φοβήθηκε, αν όντως είχαν σχέση, μπορεί να ανησύχησε ότι κάποιοι θα το εκμεταλλεύονταν για να με δυσφημίσουν, λίγο πριν εκλεγώ βουλευτής. Η κόρη υποψήφιου βουλευτή να είναι μπλεγμένη σε υπόθεση φόνου, τους βγάζουν για λιγότερα από τις λίστες και τα ψηφοδέλτια, κάποιος μπορεί να κάνει μια άστοχη δήλωση κι αυτό αρκεί για να βρεθεί εκτός ψηφοδελτίων, φαντάσου ο πιο στενός συγγενής σου να είναι ύποπτος φόνου, για να με προστατέψει έφυγε το κορίτσι μου από τη χώρα, είμαι βέβαιος.

-Και με αυτό τον τρόπο σε προστάτεψε;

-Πάλι τα ίδια… δε θέλω να ακούσω άλλη κουβέντα η κόρη μας είναι αθώα. Είπε και έφυγε εκνευρισμένος από το σαλόνι, αφήνοντας τη μόνη να κατεβάζει με μιας το ποτό, αδειάζοντας το ποτήρι της. Κάτι δεν κόλλαγε στη συμπεριφορά της κόρης της, από την πρώτη στιγμή της είχε κάνει εντύπωση, όμως με το χαμό που έφερε ο θάνατος του Νίκου και τον πόνο που της προκάλεσε δεν έδωσε τη σημασία που έπρεπε, ίσως να φοβήθηκε να το σκεφτεί περισσότερο. Τα σκληρά της λόγια μαρτυρούσαν αντιπάθεια, αν όχι μίσος, και τι λόγο μπορεί να είχε εκείνη να τον μισεί, ή που γνώριζε ότι η μητέρα της ήταν ερωμένη του, ή είχαν υπάρξει εραστές. Εκτός κι αν του την είχε πέσει και εκείνος την είχε απορρίψει. Χαμογέλασε ειρωνικά για την σκέψη της, θα τη βόλευε κάτι τέτοιο, θα την έδινε για άλλη μια φορά την ψευδαίσθηση ότι ο νεκρός εραστής της δεν ήταν τόσο κάθαρμα όσο είχε αποδειχτεί. Αλήθεια όμως, από τις δυο επικρατέστερες επιλογές ποια ήταν προτιμότερη, να έχει συνάψει ερωτική σχέση και με την Ελένη το κάθαρμα, ή η κόρη της να γνώριζε για εκείνη και το Νίκο. Έτσι όπως είχαν γίνει τα πράγματα μάλλον το πρώτο. Κι αν; αναρωτήθηκε μένοντας για λίγο ακίνητη να εξετάζει μια τρίτη πιθανότητα, αν η Ελένη είχε σχέση με τον εραστή της και κάποια στιγμή έμαθε ότι εκείνος πήγαινε και με την Αντιγόνη. Εδώ η ίδια και παρά το γεγονός ότι πλέον ήταν νεκρός, τον καταριόταν και από μια σκοπιά είχε αρχίσει να ευχαριστιέται για το θάνατο του, αν ζούσε πως θα αντιδρούσε; Μήπως η Ελένη ξεπέρασε τα όρια της και του έδωσε αυτό που του άξιζε, σαν πολύ ψύχραιμα δεν είχε πάρει το νέο του θανάτου του.

-Βρήκες καμιά γκόμενα Νικολάκη;

-Ναι, μια πιο νέα και πιο όμορφη από εσένα. Παίχτηκε στο μυαλό της το καρέ από την τελευταία τους συνάντηση, μήπως στην πιο νέα και όμορφη αναφερόταν στην ίδια της την κόρη. «Κάθαρμα» είπε και ήταν έτοιμη να πετάξει το κρυστάλλινο ποτήρι από τα νεύρα της, όταν άκουσε τη φωνή του Χριστόφορου να τη φωνάζει από το δωμάτιο τους.

 

Ô

 

Ήταν λάθος της να συμφωνήσει να πάει να τον συναντήσει και μάλιστα στο γραφείο του, το ήξερε όταν τελικά δέχτηκε, το ήξερε όταν ανέβαινε την σκάλα για να φτάσει στο γραφείο του, το γνώριζε όταν είδε ότι δεν ήταν κανένας στο προθάλαμο, όταν χτύπησε την πόρτα του γραφείου του και άκουσε από μέσα τη βραχνή φωνή του να την καλεί να περάσει προσφωνώντας την αγάπη του. Κι όμως ενώ ήξερε ότι έπρεπε να κάνει μεταβολή και να φύγει έσπρωξε την πόρτα και μπήκε, αφού είχε πάει έπρεπε να τελειώσει μια για πάντα μαζί του, και εκείνος της είχε υποσχεθεί ότι θα ήταν η τελευταία φορά που θα την ενοχλούσε. Τι μπορούσε να κάνει πια, από το να περιμένει το τέλος να έρθει. Μόλις στάθηκε μπροστά του, τον είδε να σηκώνεται από τη θέση του και να της χαμογελάει, είχε τα κακά του τα χάλια, ποτέ πριν δεν τον είχε ξαναδεί έτσι. Αξύριστο, με μαλλιά ανακατωμένα και ρούχα τσαλακωμένα.

-Ήρθες! Είπε και η φωνή του έκρυβε ένταση.

-Τι θες Νίκο;

-Ούτε για μια στιγμή δεν πίστεψα ότι έπαψες να με αγαπάς.

-Δεν είμαι γι αυτό εδώ, είπες ότι ήταν ανάγκη.

-Δε σου είπα ψέματα. Όμως άσε με λίγο να αποτυπώσω τη μορφή σου, είσαι τόσο όμορφη, είπε και έκανε να την πλησιάσει.

-Μη με πλησιάζεις. Του είπε νευρικά εκείνη κάνοντας ένα βήμα πίσω, και αναγκάζοντας τον να σταθεί στη θέση του.

-Τόσο πολύ λοιπόν με σιχαίνεσαι;

-Ξεχνάς όσα μου έχεις κάνει;

-Όχι, δεν ξεχνάω, όμως ξεχνάς εσύ τα όσα μου έχεις κάνει. Η φωνή του έκρυβε κατηγορία. Εκείνη έστριψε έτοιμη να φύγει.

-Ήτανε λάθος μου που ήρθα. Είπε κουνώντας απογοητευμένη το κεφάλι της, η αγωνία στη φωνή του διέκοψε την κίνηση της.

-Σε παρακαλώ μη φεύγεις, σε χρειάζομαι.

-Δε με χρειάζεσαι. Άλλωστε έμαθα ότι έχεις γιο με άλλη, μήπως θα το διαψεύσεις;

-Πως το έμαθες;

-Η πόλη είναι μικρή, τα νέα μαθαίνονται γρήγορα.

-Τέλος πάντων, ναι ισχύει, δε θα το διαψεύσω, αλλά δε σε έφερα εδώ για να σου ανακοινώσω ότι έκανα παιδί με άλλη.

-Και το έκανες την ώρα που δήθεν με διεκδικούσες.

-Ζηλεύεις; Τη ρώτησε απορημένος.

-Όχι βέβαια.

-Κι όμως ζηλεύεις! Είπε γέρνοντας λίγο λοξά το κεφάλι του και χαμογελώντας ικανοποιημένος, το χαμόγελο του θριάμβου την έκανε να τα βλέπει όλα κόκκινα από θυμό. Όμως πρέπει να παραδεχτείς, δεν μπορούσα να μένω μόνος μου όσο εσύ ήσουν με τον άλλον, δεν είχα σκοπό να μονάσω, έπρεπε κάπως να περνάω τον καιρό μου και ήταν πολλές οι πρόθυμες, κι από το να προσβάλω τον εαυτό μου και την ηλικία μου με το να ικανοποιώ μόνος τον εαυτό μου, είπα να εκμεταλλευτώ τις πρόθυμες κοπέλες του τόπου.

-Με αηδιάζεις, πάντα το έκανες.

-Δεν έλεγες το ίδιο παλιότερα.

-Λέγε τι με ήθελες, δεν έχω όλο τον χρόνο του κόσμου στη διάθεση μου.

-Φυσικά είναι και ο αντρούλης σου που σε περιμένει στη φωλίτσα σας.

-Αυτό ήταν τελείωσε, φεύγω.

-Όχι, περίμενε. Είναι σημαντικό. Είπε κάνοντας την δεύτερη φορά να σταματήσει. Απειλείται η ζωή μου.

-Από ποιον; Ρώτησε, κοιτάζοντας τον δύσπιστα.

-Τον τελευταίο καιρό λαβαίνω απειλητικά μηνύματα, μου τηλεφωνούν και μου το κλείνουν. Δεν ξέρω ποιος είναι αν και υποψιάζομαι.

-Και γιατί δεν ενημερώνεις την αστυνομία, εγώ τι μπορώ να κάνω;

-Σε έχω ανάγκη δεν τον καταλαβαίνεις, είσαι ο μόνος άνθρωπος που νιώθω δικό μου, εσύ κι ο πατέρας μου, όμως σε εκείνον δεν μπορώ να μιλήσω, θα με χαρακτηρίσει δειλό, πάντοτε ο ίδιος, σκληρός κι αμείλικτος με το γιο του ο Πέτρος Χαΐτογλου.

-Ίσως να μην έχει κι άδικο ο πατέρας σου.

-Σε παρακαλώ όχι κι εσύ! Δεν ξέρω τι να κάνω, έχω να κοιμηθώ τόσες νύχτες!

-Υποψιάζεσαι κάποιον είπες. Ποιος είναι αυτός;

-Ο σύζυγος σου.

-Σίγουρα είσαι τρελός, δεν ξέρεις τι σου γίνεται. Ο σύζυγος μου δεν είναι ικανός να σκοτώσει ούτε μυρμήγκι.

-Μυρμήγκι μπορεί όχι, εμένα όμως, ξεχνάς …

-Τον προκάλεσες…

-Το ξέσπασμα του ήταν ιδιαίτερα βίαιο.  Σου είπε, ήρθε πριν κάποιες μέρες και με βρήκε, στεκόταν ακριβώς εκεί που είσαι εσύ τώρα.

-Και τι σημαίνει αυτό;

-Με απείλησε ότι θα με σκοτώσει.

-Δε σημαίνει απολύτως τίποτα, λόγια του αέρα, και τώρα ας μιλήσουμε για τη μητέρα του παιδιού σου.

-Τι με αυτή; Ρώτησε εκείνος ενώ συνοφρυώθηκε.

-Την αγαπάς;

-Εσύ θες να την αγαπάω;

-Εγώ θέλω την ησυχία μου και όσο ζεις δε θα μπορέσω να την έχω. Και με μια γρήγορη κίνηση, έβγαλε από την τσάντα της ένα μικρό περίστροφο, το οποίο μέχρι εκείνη την στιγμή δεν γνώριζε ότι κουβαλούσε μαζί της. Ο πρώην εραστής της, έκανε δυο βήματα τρομοκρατημένος πίσω, κουνώντας αρνητικά το κεφάλι του, κάτι της έλεγε μα εκείνη δεν τον άκουγε. Ύστερα ήρθαν οι πυροβολισμοί, όλες οι σφαίρες που μέχρι πριν από λίγο βρίσκονταν στο μικρό, φονικό μπιμπελό, βρισκόταν σφηνωμένες στα ζωτικά όργανα του εραστή της, ο οποίος έπεσε με θόρυβο στο πάτωμα άψυχος, ενώ μια λίμνη από αίμα άρχισε να απλώνεται στο παρκέ. 

 

Άνοιξε απότομα τα μάτια της, και είδε πάνω από το κεφάλι της το Δημοσθένη, πήρε βαθιές ανάσες, ενώ εκείνος την κοίταζε ανήσυχος.

-Τι συνέβη; Τον ρώτησε τρομαγμένη από τον εφιάλτη της ακόμα.

-Έβλεπες όνειρο, της απάντησε εκείνος και χάιδεψε τα μαλλιά της. Η Μάρθα χωρίς να το θέλει άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Έλα μωρό μου απλά ένα όνειρο ήταν, θέλησε να την καθησυχάσει εκείνος.

-Δεν είναι όνειρο ο θάνατος του Νίκου, Δημοσθένη. Απάντησε εκείνη. Αν δεν ήμουν εγώ εκείνος θα ζούσε, αν δεν είχα έρθει στην Άρτα εκείνος θα ήταν στην Αθήνα ζωντανός.

-Αν δεν είχες έρθει στην Άρτα Μάρθα, εμείς οι δύο το πιο πιθανό να μην είχαμε γνωριστεί, και θα ήμασταν υποχρεωμένοι να ζούμε χωρίς πραγματική αγάπη. Όσο για το Νίκο, δεν τον κάλεσες εσύ στην Άρτα, σε κυνήγησε ως εδώ, ούτε εσύ ήσουν εκείνη που του είπες τι να κάνει και τι να μην κάνει, και ξέρουμε και οι δυο πολύ καλά ότι οι πράξεις του στην περιοχή μας δεν θα μείνουν αξιομνημόνευτες. Ποιος ξέρει που ήταν μπλεγμένος.

-Όμως δεν του άξιζε αυτό που του συνέβη.

-Σε κανέναν δεν αξίζει μωρό μου.

-Δημοσθένη φοβάμαι. Είπε και σφίχτηκε επάνω του.

-Μη φοβάσαι, είμαι εγώ εδώ για σένα!

-Δεν ήθελα να του συμβεί κάτι κακό.

-Το ξέρω, ξάπλωσε τώρα και προσπάθησε να ηρεμίσεις.

 

Ô

 

Ήταν σχεδόν μεσημέρι όταν το κινητό άρχισε να χτυπάει πάνω στο κομοδίνο της, η Μάρθα άνοιξε τα μάτια και είδε τον ήλιο να μπαίνει από τις γρίλιες. Κοίταξε να δει ποιος την καλούσε, φυσικά από το δημοσιογραφικό site, ποιος άλλος που θα την ήξερε δε θα σεβόταν τον κυριακάτικο ύπνο της. Ανασηκώθηκε στη θέση της, έβαλε ένα μαξιλάρι πίσω για να ακουμπήσει και απάντησε νυσταγμένα στο τηλέφωνο, ύστερα από τον εφιάλτη είχε καταφέρει να κοιμηθεί χωρίς όνειρα και ήταν ακριβώς αυτό που της χρειαζόταν. Ο αρχισυντάκτης της είπε ότι έπρεπε να πάει αμέσως στον ποτάμι, βρέθηκε το πτώμα ενός άντρα σε προχωρημένη σήψη και είχε κυκλοφορήσει η φήμη ότι πρόκειται για τον ύποπτο για τη δολοφονία του Νίκου Χαΐτογλου. Το έντονο ύφος του συνομιλητή της που τη ρώταγε αν άκουσε τι της είπε, τη συνέφερε από το σοκ, απάντησε ότι σε πέντε λεπτά θα βρισκόταν στον Άραχθο και έκλεισε το τηλέφωνο, μην μπορώντας να υπολογίσει πόσο θα επηρέαζε αυτό που μόλις συνέβη τη ζωή τη δική της και του Δημοσθένη.    

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟΕΚΤΟ

 

Το ιατροδικαστικό πόρισμα αποδείκνυε αυτό που ήδη ο ανακριτής είχε υποψιαστεί, ο πρώτος ύποπτος για φόνο ήταν δολοφονημένος πριν κάποιος άλλος πυροβολήσει και σκοτώσει το Νίκο Χαΐτογλου. Τελικά το ένστικτο του που τον προειδοποιούσε ότι κάτι άλλο από το προφανές είχε συμβεί στην περίπτωση του εργολάβου, δεν τον είχε προδώσει. Βέβαια λόγω του ότι ήταν μπλεγμένη η οικογένεια του δημάρχου και πλέον βουλευτή, πιεζόταν να κλείσει την υπόθεση άρον άρον, για να μην ξεσπάσει κάποιο σκάνδαλο. Όμως το ότι ο ιατροδικαστής είχε αποφανθεί ότι ο Αλί ήταν δολοφονημένος την ίδια μέρα με τους άλλους δυο εργάτες, πλέον του έλυναν τα χέρια, και ήξερε μάλιστα από πού έπρεπε να ξεκινήσει να ψάχνει. Από το χαρέμι των γυναικών του θύματος.

Ο φόνος σε καμία περίπτωση δεν ήταν αυθόρμητο γεγονός αλλά προσχεδιασμένος, όποιος τον είχε κάνει, γνώριζε ότι ο Χαΐτογλου οπλοφορούσε, και μάλιστα γνώριζε που είχε το όπλο, αφού το θύμα δολοφονήθηκε από το ίδιο του το περίστροφο, το οποίο ο δολοφόνος είχε εγκαταλείψει πάνω στο γραφείο. Ίσως ήταν κι αυτό που δεν κολλούσε από την αρχή στο μυαλό του ανακριτή, για το ότι το φόνο είχε κάνει κάποιος επικίνδυνος κακοποιός, όπως είχε πληροφορηθεί από τις αρχές της γειτονικής χώρας, ότι ήταν ο Αλί. Άμα επισκεπτόταν το θύμα του δε θα πήγαινε άοπλος και ούτε θα περίμενε να πάρει το όπλο του Χαΐτογλου για να τον σκοτώσει. Άλλωστε το θύμα δε θα είχε την αφέλεια ώστε ένας επικίνδυνος συνεργάτης του να γνωρίζει για την κατοχή του όπλου, το οποίο μπορεί να είχε προμηθευτεί για να προστατευτεί από αυτόν. Ούτε όμως και ο εκβιαστής θα ενδιαφερόταν να μη μαθευτεί ότι εκείνος είχε κάνει το φόνο.  

Από την άλλη αν κάποιος ο οποίος είχε λόγους να αντιπαθεί το Νίκο Χαΐτογλου και ήθελε να τον βγάλει από το παιχνίδι, αλλά ήταν ένα καθημερινό πρόσωπο το να τρέχει να προμηθευτεί όπλο, θα ήταν δύσκολο και επικίνδυνο. Αν το έπαιρνε νόμιμα η έρευνα της βαλλιστικής θα τον υποδείκνυε αμέσως ως ένοχο, ενώ ως απλός πολίτης δεν θα γνώριζε τη μαύρη αγορά και από πού θα μπορούσε να το προμηθευτεί. Το περίστροφο του θύματος του έλυνε όλα τα προβλήματα. Μάλιστα το είχε παρατήσει πάνω στο γραφείο καθαρό από κάθε αποτύπωμα, γιατί δεν τον ενδιέφερε να το κρύψει από κάποιον. Τι πιο έξυπνο, περιγελούσε το θύμα και την αστυνομία εμμέσως, αφού γνώριζε τα αποτελέσματα της βαλλιστικής, ενώ ταυτόχρονα δεν χρειαζόταν να το ξεφορτωθεί. Και ποιος άλλος από μια ερωμένη θα γνώριζε ότι είχε όπλο ο εραστής της και το μέρος που το έκρυβε.

-Οπότε, από πού ξεκινάμε; Ρώτησε τον εαυτό του ο ανακριτής. Τέσσερις γυναίκες που έχουν και οι τέσσερις κίνητρα. Η μητέρα του γιου του βρισκόταν εκεί λίγα λεπτά πριν καλέσει την αστυνομία, αν αντί για να κλαίει, όπως υποστήριζε είχε τον χρόνο να διορθώσει ένα δυο πραγματάκια που μπορεί να της είχαν ξεφύγει!

 

Ô

 

Δεν έμενε άλλη επιλογή στη Μάρθα από το να πει την αλήθεια, ο ανακριτής της εξήγησε ότι ο εργάτης ήταν νεκρός πριν από το Νίκο, οπότε κάτι άλλο συνέβαινε, εκτός κι αν το μένος για τον εργοδότη του ήταν τόσο μεγάλο, που του προκάλεσε μια μικρή νεκρανάσταση αρκετή για να δολοφονήσει το Χαΐτογλου, και ύστερα να επιστρέψει στο μέρος που βρέθηκε. Θα είχε και μια λογική άλλωστε γιατί καθυστέρησαν να βρουν το πτώμα του τόσο καιρό και μάλιστα Αύγουστο μήνα.

-Οπότε μήπως θέλετε να μας εξηγήσετε τι γυρεύατε κοντά στον τόπο του εγκλήματος, την ώρα που έγινε ο φόνος, μιας και υπάρχουν μάρτυρες που διαβεβαιώνουν ότι σας είδαν. Τη ρώτησε κοιτώντας την στα μάτια. Η Μάρθα άφησε έναν αναστεναγμό και ξεκίνησε με ήρεμη φωνή να μιλάει.

-Πράγματι ήμουν κοντά στο γραφείο αλλά ουδέποτε μπήκα μέσα. Μετά το τηλεφώνημα και ενώ ο Νίκος  μου φαίνονταν ιδιαίτερα παράξενος, ξεκίνησα να πάω στο γραφείο του. Έφτασα ως την είσοδο του κτηρίου, έκανα ένα βήμα προς τη σκάλα που οδηγούσε στο γραφείο αλλά δίστασα, ένα περίεργο αίσθημα με πλημμύρησε, αισθάνθηκα ότι δεν έπρεπε να τον συναντήσω, τουλάχιστον όχι κρυφά από το σύζυγο μου. Έκανα μεταβολή λοιπόν και έφυγα αμέσως.

-Και τι σας έκανε να φτάσετε ως εκεί;

-Ούτε εγώ ξέρω πώς να το εξηγήσω! Ο Νίκος πάντα με τον τρόπο του, ασκούσε κάποια περίεργη επιρροή επάνω μου. Άλλες φορές της αγάπης, άλλες του φόβου, του πανικού, της συμπόνιας.

-Κι αυτή τη φορά ποιο ήταν το συναίσθημα που σας έκανε να φτάσετε ως εκεί;

-Της συμπόνιας. Όταν μου μίλησε στο τηλέφωνο παρά του ότι ήταν και πάλι προκλητικός ως ένα βαθμό μου φάνηκε καταβεβλημένος. Έμοιαζε με έναν άνθρωπο που είχε ανάγκη να μου μιλήσει. Βέβαια φτάνοντας ως εκεί κατάλαβα πως δεν έκανα το σωστό.

-Και πως μπορώ να σας πιστέψω κυρία μου, όταν η συμπεριφορά σας είναι τόσο μπερδεμένη που καλά καλά ούτε εσείς μπορείτε να ξεκαθαρίσετε!

-Υπάρχει κάποιος που με είδε.

-Μόνο μη μου πείτε ο σύζυγος σας, έχουμε ελέγξει το άλλοθι του, ήταν στη δουλειά, την ώρα που εσείς είχατε σκοπό να συναντήσετε τον πρώην σας.

…………

-Ήταν χαμένη όταν την έπιασα από τον ώμο για να την προφτάσω.

-Και είστε βέβαιος ότι δεν μπήκε στο γραφείο του δολοφονημένου.

-Όσο σίγουρος είναι κάποιος που βλέπει ένα γεγονός με τα μάτια του. Απάντησε ο Βασίλης με την ηρεμία που έχει ο άνθρωπος που λέει την αλήθεια.

-Έχετε να προσθέσετε κάτι άλλο;

-Όχι, αν δεν έχετε εσείς να με ρωτήσετε κάτι.

-Κύριε Κόνστα, είστε συνεργάτης με τον κύριο Κοσυφάκη, το βουλευτή;

-Ναι, ήμασταν στο δήμο, όμως τώρα μάλλον προτίθεται να παραιτηθεί ώστε να αναλάβει τα καθήκοντα του αποκλειστικά ως βουλευτής, θα είναι δύσκολο να διατηρήσει τη δημαρχεία, πολλές υποχρεώσεις και τα δύο πόστα όπως καταλαβαίνετε.

-Φυσικά, η παροιμία λέει ότι δεν χωράνε δυο καρπούζια κάτω από την ίδια μασχάλη. Είπε κουνώντας το κεφάλι του καταφατικά.

-Η λαϊκή σοφία του λαού μας.

-Γνωρίζετε την οικογένεια του, εννοώ προσωπικά;

-Ναι, τους ξέρω.

-Γνωρίζετε μήπως αν η κόρη του επέστρεψε από την Ιταλία;

-Μα μόλις πήγε, δε νομίζω ότι θα επιστρέψει πριν από τα Χριστούγεννα.

-Παράξενο που δεν έμεινε ως τις εκλογές, να δώσει και την ψήφο στον πατέρα της, δε συμφωνείτε;

-Ποιος ξέρει; Σχολίασε ο Βασίλης, αφού τον ευχαρίστησε ο ανακριτής, σηκώθηκε να φύγει, όμως πριν ανοίξει την πόρτα δίστασε.

-Συμβαίνει κάτι; Τον ρώτησε ο ανακριτής που πρόσεξε το δισταγμό του Βασίλη.

-Ναι, θυμήθηκα κάτι, δεν το είχα συνδυάσει, όμως μιας και το αναφέρατε… ο ανακριτής τον κοίταξε περιμένοντας να μιλήσει… την ώρα που μιλούσα με τη Μάρθα είδα την Ελένη, την κόρη του κυρίου Κοσυφάκη να βγαίνει από το γραφείο του θύματος.

-Μάλιστα. Της αναφέρατε ότι την είδατε;

-Όχι, δεν πρόλαβα, την επόμενη μέρα έφυγε για Ιταλία. Όμως νομίζω ότι με είδε, την ώρα που την κοίταξα, κοντοστάθηκε και κοίταξε προς το μέρος μας, ύστερα γύρισε το κεφάλι της απότομα και έφυγε γρήγορα προς άλλη κατεύθυνση. Δεν έδωσα σημασία, ήταν βλέπεται και η στενή σχέση τους λόγω της συνεργασίας του δημάρχου με το Νίκο Χαΐτογλου.

«Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο στενή», σκέφτηκε ο ανακριτής. Αφού ευχαρίστησε το Βασίλη για τη συνεργασία, του έδωσε το ελεύθερο να φύγει.

 

Ô

 

Παρά τα καθησυχαστικά λόγια του συζύγου της, ότι δεν είχε να φοβάται τίποτα, από την στιγμή άλλωστε που ο ίδιος είχε εκλεχθεί βουλευτής, η Αντιγόνη ένιωθε μεγάλη νευρικότητα με τη δεύτερη κλήση από τον ανακριτή. Ένα προαίσθημα την προειδοποιούσε ότι μετά από αυτή τη συνάντηση η ζωή της θα άλλαζε, τα μεγαλεία για το βουλευτιλίκι του συζύγου της εκείνη δε θα τα απολάμβανε, ενώ από πρώτη κυρία της πόλης της Άρτας, θα την περιφρονούσε πλέον μέχρι και ο τελευταίος πολίτης του δήμου τους. Ο ανακριτής που είχε βρει χαριτωμένη την παρατήρηση που είχε κάνει στη Μάρθα για τη πιθανή και σύντομη νεκρανάσταση του εργάτη, αποφάσισε να την χρησιμοποιήσει και στην Αντιγόνη. Εκείνη αναδεύτηκε στη θέση της ενοχλημένη, ίσως είχε έρθει η ώρα να μιλήσει, αλλά πάλι κάτι την εμπόδιζε, ένα τελευταίο ίχνος ελπίδας που αργόσβηνε πριν χαθεί για πάντα. Βλέποντας τη σιωπηλή να καπνίζει το τσιγάρο της ο ανακριτής αποφάσισε να κάνει κατά μέτωπο επίθεση, ρωτώντας την για την κόρη της. Ψύχραιμα όπως και την πρώτη φορά του απάντησε ότι δεν μπορούσε να παρατήσει τις σπουδές της, και να χάνει τον χρόνο της με ανακρίσεις επειδή έτυχε κάποιος γνωστός της να δολοφονηθεί.

-Φοβάμαι ότι κάνετε λάθος! Όταν μας καλεί ένας δημόσιος φορέας είμαστε υποχρεωμένοι να παρατήσουμε ό,τι κι αν κάνουμε και να πάμε να βοηθήσουμε τις αρχές. Πόσο μάλλον όταν ο πατέρας μας είναι εκπρόσωπος της πολιτείας. Άλλωστε μιλάμε για το ότι ένας άνθρωπος έχασε τη ζωή του, δε νομίζω ότι οι σπουδές έρχονται σε προτεραιότητα από το ζωή. Τέλος πάντων ας είναι, έχουμε επικοινωνήσει με τις τοπικές αρχές της Ιταλίας και είναι ήδη καθοδόν να βρουν την κόρη σας.

-Γιατί τόση επιμονή με την Ελένη, δεν καταλαβαίνω, είπε και κοίταξε με μάτια που έκαιγαν τον ανακριτή.

-Είναι η υπ’ αριθμόν ένα ύποπτος για το φόνο του κυρίου Νίκου Χαΐτογλου.

-Μπα, κι από πού βγάλατε αυτό το αυθαίρετο συμπέρασμα; Ρώτησε μην μπορώντας να συγκρατήσει τα νεύρα της ενώ σηκώθηκε όρθια.

-Υπάρχουν μάρτυρες που την είδαν, στον τόπο του εγκλήματος την ώρα που συνέβη. Η Αντιγόνη ζαλισμένη κρατήθηκε από την καρέκλα για να μην πέσει, ο ανακριτής βρέθηκε στο πλευρό της και τη βοήθησε να καθίσει. Θέλετε λίγο νερό, τη ρώτησε ανήσυχος.

-Ποιος είπε ότι την είδε;

-Ξέρετε ότι αυτό δεν μπορώ να σας το πω.

-Δεν μπορείτε να στέκεστε απλά και μόνο σε ένα μάρτυρα που μπορεί να καλύπτεται ο ίδιος πίσω από τη μαρτυρία του.

-Καθόλου. Η κόρη σας είχε κίνητρο, όμως εκτός από τη μαρτυρία υπάρχουν και τα δαχτυλικά της αποτυπώματα στον χώρο, μπορεί να καθάρισε το περίστροφο όμως όχι και τα υπόλοιπα.

-Δε σας φαίνεται παράξενο αν είχε καθαρίσει τα δαχτυλικά της αποτυπώματα από το πιστόλι να τα είχε αφήσει αλλού στο γραφείο.

-Καθόλου, όμως δεν είναι μόνο αυτά…

-Πέφτετε έξω κύριε ανακριτή. Η Ελένη δεν σκότωσε κανέναν, πήγε απλά να συναντήσει το κάθαρμα στο γραφείο του.

-Και εσείς πως το ξέρετε;

-Το ξέρω.

-Δε με βοηθάτε.

-Γνωρίζετε ήδη ότι ο Χαΐτογλου τα είχε με την κόρη μου κρυφά, όμως εκτός από την κόρη μου τα είχε και με εμένα. Εσείς θα το αφήνατε έτσι αυτό;

-Τι προσπαθείτε να μου πείτε;

-Ότι έχετε μπροστά σας αυτόν που γυρεύετε.

-Δεν καταλαβαίνετε κάτι κυρία Κοσυφάκη, δε γυρεύω να κλείσω τον οποιοδήποτε στη φυλακή, γυρεύω να βρω τον ένοχο. Γνωρίζουμε για εσάς και το μακαρίτη, όπως γνωρίζαμε και την σχέση της κόρης σας μαζί του, όπως και το ότι διατηρούσε σχέση μαζί του πριν εκείνος χωρίσει με την κολλητή φίλη της, όταν τους έπιασε στα πράσα. Ξέρουμε ότι και εσείς τον επισκεφτήκατε τη μέρα εκείνη, όμως μετά από εσάς ήρθε ο συνεργάτης του. Φεύγοντας εσείς, ο Νίκος Χαΐτογλου ήταν ζωντανός…

-Μετά την πρώτη επίσκεψή… απάντησε ψύχραιμα εκείνη.

-Υπήρξε και δεύτερη; Ρώτησε και την κοίταξε προσπαθώντας να διαβάσει στα μάτια της αν έλεγε την αλήθεια. Μόλις εκείνη συγκατένευσε θετικά κάθισε στη θέση του να ακούσει όσα είχε να του πει.

-Είδα την Ελένη να μπαίνει στο γραφείο, μπήκα και εγώ, από την πίσω πόρτα όμως, από εκεί με φυγάδευε κάποιες φορές ο Νίκος. Είδα την κόρη μου να φιλιέται μαζί του. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Ήθελε μάνα και κόρη, τώρα φιλιόταν μαζί της και το βράδυ είχε ραντεβού μαζί μου. Η Αντιγόνη συνέχισε να μιλάει με την αδιαφορία του ανθρώπου που πλέον ό,τι και να πει, ό,τι και να κάνει δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα, όλα είχαν δρομολογηθεί. Είπε όσα ήξερε και όσα είχε ακούσει από περιγραφές. Ύστερα ομολόγησε και ένα γεγονός που έκαιγε το Νίκο, και στο οποίο η ίδια ήταν μάρτυρας. Τον εργάτη που όλοι υποψιάζονταν ως ένοχο, μέχρι να βρεθεί το πτώμα του, ο Νίκος τον είχε δολοφονήσει.

Είχαν δώσει ερωτικό ραντεβού. Ο ανακριτής τη διέκοψε λέγοντας της ότι εκείνη με το θύμα, σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες, είχαν χωρίσει. Εκείνη κοιτώντας τον προκλητικά τον ρώτησε αν τη θεωρούσε γυναίκα που κάποιος θα τη χώριζε εύκολα, μόλις τον είδε να καταπίνει και να της κάνει νόημα να συνεχίσει χωρίς να μιλήσει, ένιωσε μια μικρή νίκη για τη γυναικεία της φιλαρέσκεια. Η αλήθεια ήταν ότι δεν είχε κανένα ραντεβού μαζί του, από την στιγμή που είχε επιστρέψει η Ελπίδα το έπαιζε φρόνιμος σε μια προσπάθεια να την ξανακερδίσει, όπως όλα έδειχναν είχε γίνει το προσωπικό του στοίχημα, το ότι είχε κάνει το παιδί του το έμαθε αργότερα, και έτσι του έδωσε κάποιο ελαφρυντικό. Ήταν με το αυτοκίνητο του συζύγου της, μόλις είδε το αμάξι του τον ακολούθησε κρατώντας μια μικρή απόσταση, δεν γνώριζε ακόμα την επιστροφή της Ελπίδας, άλλωστε η γυναικεία της περιέργεια την έκανε να θέλει να δει την αντίζηλο της. Κατευθύνθηκαν σε μια ερημική τοποθεσία, εκείνος πάρκαρε κρύβοντας το αμάξι του, το ίδιο έκανα και εκείνη με το φόβο μην τη δει, όμως με ένα ζευγάρι κιάλια νυκτός που υπήρχε στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου, λόγω του ότι ο σύζυγος της ήταν κυνηγός, είδε ό,τι συνέβη. Στην αρχή εμφανίστηκε ο άντρας ο οποίος, καταζητούταν για το φόνο του Νίκου, τον είχε αναγνωρίσει από μια φωτογραφία του σε κάποια εφημερίδα. Ο άντρας περίμενε κάτι, λίγο αργότερα εμφανίστηκε ένα αυτοκίνητο από το οποίο βγήκαν δύο άλλοι, αντάλλαξαν κάποιες κουβέντες και κατέβηκαν στο ποτάμι. Στη συνέχεια ακούστηκαν δύο πυροβολισμοί. Μετά ο καταζητούμενος ανέβηκε στον δρόμο. Όλη εκείνη την ώρα ο Νίκος παρακολουθούσε από ψηλά την σκηνή, πλησίασε τον Αλί και τον πυροβόλησε από κοντινή απόσταση στη συνέχεια κατέβηκε στο ποτάμι, τραβώντας μαζί του το πτώμα, λίγη ώρα αργότερα ακούστηκε ένας πυροβολισμός και στη συνέχεια ο Νίκος ανέβηκε πάλι στον δρόμο πήρε το αυτοκίνητο του και έφυγε. Στην προσωπική απορία του ανακριτή πως μπορούσε να συνεχίζει να έχει σχέση με έναν άντρα που γνώριζε ότι είχε δολοφονήσει εν ψυχρώ, η Αντιγόνη ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της. Στο κρεβάτι ήταν πολύ καλός, άλλωστε δε θα τον παντρευόταν, σύζυγο είχε ήδη.

 

Ô

 

Σκάνδαλο ξέσπασε μόλις μαθεύτηκε ότι βρέθηκε η δολοφόνος του Νίκου Χαΐτογλου, και ότι δεν ήταν άλλη από τη σύζυγο του συνεργάτη του και δημάρχου της πόλης Χριστόφορου Κοσυφάκη, η οποία είχε συνάψει ερωτική σχέση με το θύμα. Ο Χριστόφορος ο οποίος βρισκόταν στην Αθήνα, προσπαθούσε να αποφύγει τους δημοσιογράφους οι οποίοι ενδιαφέρονταν να μάθουν για το αν ο ίδιος είχε γνώση, για τα αισθήματα του και οι ερωτήσεις τους θύμιζαν περισσότερο να έχουν σχέση με  κουτσομπολιό, παρά με δημοσιογραφία. Εκείνος σιωπηλός και κάτωχρος έσκυβε το κεφάλι και προχωρούσε, δίνοντας υπόσχεση στον εαυτό του να είναι η πρώτη και τελευταία φορά που ένιωθε ντροπή και έσκυβε το κεφάλι μπροστά σε αυτά τα τρωκτικά τους δημοσιογράφους, όμως ήταν ένας ρόλος και αφού έτυχε να του ανατεθεί, έπρεπε να τον παίξει μέχρι τέλους. Ο επόμενος που περίμενε στην ουρά για να μπει στο κοινοβούλιο, έτριβε τα χέρια του περιμένοντας την παραίτηση του βουλευτή, όμως ο Χριστόφορος δεν έβαζε τίποτα πάνω από την πολιτική του σταδιοδρομία, είχε κάνει πολλά για να μπει στους τριακόσιους εκλεγμένους για να παραιτηθεί επειδή εκείνο το πλουσιόπαιδο είχε αποπλανήσει τη γυναίκα του, κάποιο λόγο θα είχε για να αναγκαστεί να φτάσει τόσο μακριά. Αυτές δεν ήταν σκέψεις που θα έπρεπε να τις εκφράζει δημόσια, ούτε καν σε ανθρώπους της απολύτου εμπιστοσύνης του. Εφόσον ο πατέρας του πλουσιόπαιδου ήταν εκείνος που τον είχε βοηθήσει να φτάσει ως τα βουλευτικά έδρανα, τι κι αν ο ίδιος πίστευε ότι ο Νίκος πήγαινε γυρεύοντας. Κουρασμένος από τις απαιτήσεις των δημοσιογράφων, ζήτησε από την προσωπική του γραμματέα, μια τριαντάρα όλο χυμούς και σκέρτσο ξανθιά κοπέλα, να γράψει ένα δελτίο τύπου και να το στείλει στις εφημερίδες.

«Με τη σύζυγο μου Αντιγόνη, βρισκόμασταν εδώ και πολύ καιρό σε διάσταση, οι προσπάθειες μας να κρατήσουμε  ζωντανό το γάμο μας, ήταν άκαρπες. Δεν ξέρω τι δράμα παίχτηκε στην σχέση της με το συνεργάτη μου, αλλά γνωρίζοντας την καλά και τιμώντας την, το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι είναι ένας άνθρωπος ευγενής, και ότι μου φαίνεται αδιανόητο που έφτασε σε αυτό το σημείο. Ζητώ δημόσια συγνώμη από τον Πέτρο Χαΐτογλου, νιώθοντας εν μέρει ότι φέρω κάποιο ποσοστό ευθύνης σε όλη αυτή την υπόθεση, αφού το θύμα ήταν συνεργάτης μου και η θύτης η πρώην σύζυγος μου». Μόλις τελείωσε την επιστολή, χαζεύοντας τα πόδια της γραμματέως του, τη ρώτησε αν θα ήθελε να πάνε κάποιο βράδυ να της κάνει το τραπέζι, εκείνη του χαμογέλασε και του απάντησε με νόημα ότι ήταν στη διάθεση του, ότι κι αν την χρειαζόταν. 

 

Ô

 

Καθισμένοι στην αυλή στο πατρικό της Μάρθας, συζητούσαν για το σκάνδαλο, ποιος θα το περίμενε ότι η γυναίκα του δημάρχου είχε κάνει τελικά το φόνο. Φανερά ανακουφισμένος ο Δημοσθένης κρατώντας στην αγκαλιά του τη Μάρθα συμφωνούσε σε ότι κι αν έλεγαν τα πεθερικά του. «Άδικα σας τρέχανε και εσάς», σχολίαζε η πεθερά του, «αλλά κι αυτή, δεν της έφτανε ο άντρας της ήθελε και εραστή!», «Έτσι είναι», σχολίαζε και ο πατέρας της, «αν κάνεις ένα γάμο από συμφέρον, σύντομα θα αρχίσεις κάποια πράγματα να τα ζητάς αλλού για να καλυφτείς», και έτσι έμαθαν για τον πρώτο αρραβωνιαστικό της Αντιγόνης, που τον παράτησε για τα μάτια του πλούσιου και πιθανού δημάρχου. Η Αγγελική σηκώθηκε και πήγε και έφερε τα πιάτα να στρώσουν έξω στην αυλή να φάνε, αν και Σεπτέμβρης είχε καλό καιρό ακόμα.

-Άντε, τώρα που όλα τελείωσαν καλά, να βάλετε μπροστά και για κανένα μικρό. Είπε η μάνα της βγαίνοντας στην αυλή φορτωμένη με δυο πιάτα.

-Μόνο ένα; Ρώτησε ο Δημοσθένης.

-Ας ξεκινήσουμε πρώτα με ένα αγάπη μου κι ύστερα βλέπουμε.

-Α! Μάρθα, δε μας τα λες καλά, με ένα παιδί θα μείνετε;

-Να ξεκινήσουν πρώτα με ένα είπε η κοπέλα.

-Τα παιδιά είναι ζωή, χαρά!

-Αλήθεια λες, γιατί τόσο καιρό άλλη εντύπωση μου είχες δώσει, ότι τα παιδιά είναι βάσανα. Ο πατέρας της με το Δημοσθένη βήξανε για να μην τους ξεφύγει το γέλιο που προσπαθούσαν να συγκρατήσουν κάθε φορά που ξεκινούσε η λογομαχία ανάμεσα σε μάνα και κόρη.

-Εντάξει, η αλήθεια είναι ότι έχουν και βάσανα για να τα αναστήσεις!

- Ώστε δεν είναι τα ίδια βάσανα;

-Θες να ακούσεις την αλήθεια;

-Πολύ.

-Εσύ κι η αδερφή σου ήσασταν οι ίδιες βάσανα, με τη διαφορά ότι εσύ έχεις παραμείνει. Σχολίασε εκνευρισμένη η Αγγελική.

-Ευχαριστώ μαμά, με συγκινείς!

-Ας αλλάξουμε θέμα γιατί θα αρχίσει ο εμφύλιος. Προσπάθησε να τις διακόψει ο πατέρας.

-Όταν θα κάνεις δικά σου παιδιά τότε θα καταλάβεις τη μάνα σου.

-Και τα βάσανα της! σχολίασε η Μάρθα κάνοντας το σύζυγο και τον πατέρα της να ξεσπάσουν στα γέλια παρασέρνοντας και την ίδια.

-Με κοροϊδεύεται; Ρώτησε η Αγγελική σοβαρά έχοντας ακουμπήσει το χέρι  στη μέση της.

 

Ô

 

Όλα τα περίμενε από το αφεντικό του, όμως ότι εκείνος δολοφόνησε τον Αλί και ότι όπως έγραφαν και οι εφημερίδες, πρέπει να αποτελείωσε και τον άμοιρο τον Αρμάντο, δεν το χωρούσε το μυαλό του. Αν ήταν ποτέ δυνατό; Κι όμως να που ήταν, τίποτα δε σταμάταγε το Νίκο παρά μόνο ο θάνατος. Μπορούσε να φανταστεί ότι εκεί που υπήρχαν τα πολλά χρήματα πολλές φορές υπήρχε βρωμιά, αλλά συνήθως βάζουνε άλλους να κάνουνε τη δουλειά και δεν παίρνουν οι ίδιοι όπλα να καθαρίσουν. Μάλλον δεν θα ήθελε να διακινδυνέψει να βρεθεί άλλος εκβιαστής και αποφάσισε να κάνει τη δουλειά μόνος τους, παστρικά και αντρίκια, σκέφτηκε με ειρωνεία ο εργοδηγός. Θυμήθηκε ότι ενώ ο ίδιος ήταν ανήσυχος για την τύχη του Ηρακλή και του Αρμάντο, ο Νίκος παρέμενε ψύχραιμος, ενώ δε δίστασε να του εκμυστηρευτεί ότι ο φάκελος δεν εμπεριείχε χρήματα, αλλά φωτοτυπημένα χαρτονομίσματα. Ο Αλέξανδρος αυτό που σκέφτηκε την ώρα που το άκουσε ήταν ότι με τέτοιο μέγεθος βλακείας του Νίκου, έθετε τους πάντες στο εργοτάξιο σε κίνδυνο, όμως προτίμησε να μην πει τίποτα στο αφεντικό του, δεν ήταν από εκείνους που ανεχόταν τέτοιου είδους υποδείξεις και μάλιστα στον τόνο που ήταν έτοιμος να του μιλήσει, κατάφερε έτσι να σφίξει τα χείλη του και να αποχωρίσει. Δεν ξαφνιάστηκε όταν έμαθε ότι βρέθηκε νεκρός ο Αρμάντο, όμως στενοχωρήθηκε, ενώ ήλπιζε ότι ο Ηρακλής έστω και τραυματισμένος θα είχε γλιτώσει, όμως σύντομα βρέθηκε και το δικό του πτώμα. Όταν δολοφονήθηκε και ο ίδιος ο Νίκος στο γραφείο του, έβαζε το χέρι του στη φωτιά ότι το είχε βρει από τον Αλί μετά από την απάτη που του έπαιξε, και αν δεν βρισκόταν και το δικό του πτώμα στο τέλος, καμία ομολογία δε θα τον έπειθε ότι ο Αλί ήταν αθώος. Αλλά να που τα φαινόμενα απατούν και δολοφόνος ήταν μια κυρία της καλής κοινωνίας, με τίτλους και αίγλη. Βέβαια ο ίδιος είχε ωφεληθεί από την όλη κατάσταση, αφού ο Πέτρος Χαΐτογλου τον όρισε υπεύθυνο στα έργα, μέχρι τουλάχιστον να έβλεπαν τι θα γινόταν κι αν θα πήγαινε κάποιος άλλος στην περιοχή στη θέση του γιου του. Αν τα κατάφερνε και έμενε ικανοποιημένος ο Χαΐτογλου, ο Αλέξανδρος θα είχε αποκατασταθεί επαγγελματικά.       

 

Ô

 

Κι όμως ο ανακριτής, παρά το γεγονός ότι είχε λύσει την υπόθεση της δολοφονίας του Νίκου Χαΐτογλου, δεν ένιωθε βέβαιος ότι όλα ήταν σωστά, είχε το προαίσθημα ότι κάτι του είχε ξεφύγει, και ότι υπήρχε μεγάλη πιθανότητα η Αντιγόνη Χαΐτογλου να μην ήταν πράγματι η δολοφόνος του εραστή της. Το πιο πιθανό σενάριο ήταν να ήθελε να καλύψει την κόρη της, βέβαια είχε το κίνητρο, δεν είναι και λίγο να μαθαίνεις ότι ο εραστής σου έχει σχέση με την κόρη σου. Αν όντως ήθελε να καλύψει το παιδί της, έφερε ο ίδιος μεγάλο μέρος της ευθύνης, δεν έπρεπε να της είχε αποκαλύψει ότι είχε επικοινωνήσει με την αστυνομία της γειτονικής χώρας, αυτό θα ήταν ένα μέτρο πίεσης για κάθε γονιό που θέλει να σώσει το παιδί του. Τι μπορούσε όμως να κάνει γι αυτό. Από την άλλη στην αναπαράσταση που έδωσαν στον τόπο του εγκλήματος η Αντιγόνη Κοσυφάκη, είχε περιγράψει την σκηνή με κάθε λεπτομέρεια και τους είχε λύσει και κάποιες απορίες που είχαν, ενώ δεν είχε πέσει σε καμία από τις παγίδες που της είχε στήσει, προσπαθώντας να αποδείξει την υποψία του ότι εκείνη ήταν αθώα και απλά κάλυπτε την Ελένη. Μήπως απλά ήταν κοντόφθαλμος και δεν ήθελε να δει πέρα από αυτό που πίστευε.

Κι όμως την ώρα που η αυτοαποκαλούμενη θύτης περιέγραφε, ενώ κάποιοι συνάδερφοι του, που είχαν πάει να κάνουν τη δουλειά τους, περισσότερο με τη διάθεση του δημοσίου υπαλλήλου που συμπληρώνει χαρτιά παρά του δημόσιου λειτουργού, που το επάγγελμα του έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από άλλα, ο ίδιος είχε την εντύπωση ότι η Κοσυφάκη απλά έλεγε το μάθημα της, και ήθελε να τελειώνει το συντομότερο όπως ο μαθητής περιμένει το διάλλειμα ή το σχόλασμα. Να υπήρχε περίπτωση άραγε να κάλυπτε κάποιον άλλον εκτός την κόρη της, μήπως είχε πέσει και η ίδια θύμα εκβιασμού. Όμως με τι μπορούσαν να την εκβιάζουν, με το να ομολογήσει, ξεσκεπάστηκε η σχέση της με τον Νίκο Χαΐτογλου και ήταν κάτι που την έφερνε σε δυσμένεια. Ίσως θεωρούσε ότι η ζωή της μετά από αυτό είχε τελειώσει, οπότε έδινε τη δική της να γλιτώσει την κόρη της ώστε να μην καταστραφεί. Το μεγάλο κρίμα ήταν, ότι ενώ η Αντιγόνη είχε βοηθήσει να λυθεί η άλλη υπόθεση με τη δολοφονία των τριών εργατών, κάτι το οποίο στο δικαστήριο θα έπρεπε να λειτουργήσει προς όφελος της, στη δική της περίπτωση θα ήταν η ταφόπλακα της αφού ο θιγμένος πατέρας του θύματος εκτός ότι είχε χάσει από τα χέρια της το μοναχογιό του, δε θα μπορούσε να ανεχτεί ότι έριξε λάσπη στην μνήμη του γιού του με το να του φορτώσει δυο φόνους. Σίγουρα θα έβαζε όποιον ήξερε να θάψει για πάντα στη φυλακή την Αντιγόνη Κοσυφάκη.

Σε συζητήσεις με κάποιους φίλους και συναδέλφους του, εκφράζοντας τις αμφιβολίες του για το αν πράγματι η Αντιγόνη ήταν τελικά η δολοφόνος του Δον Ζουάν της Ηπείρου, εκείνοι εξέφρασαν το πόσο άσχημο θα ήταν για εκείνον αν τελικά αποκαλύπτονταν ότι η Αντιγόνη ήταν αθώα, και ότι ο ίδιος είχε πέσει θύμα πλάνης. Όμως αυτό δεν ήταν κάτι που τον ανησυχούσε ιδιαίτερα, από τη στιγμή μάλιστα που η ίδια είχε ομολογήσει. Το πραγματικό δυστύχημα θα ήταν όμως αν όντως αθώα σάπιζε στη φυλακή για κάποιου άλλου το έγκλημα. Χωρίς να το λέει δυνατά τα έβαζε με τον εαυτό του που την είχε πιέσει λέγοντας της ότι η κόρη της ήταν ύποπτη για το φόνο, και ότι η ελληνική αστυνομία είχε έρθει σε επαφή με τις ιταλικές αρχές για να εντοπίσουν την Ελένη στο πανεπιστήμιο της. Από την άλλη είχε μάθει ότι η Ελένη είχε επιστρέψει στην Ελλάδα με σκοπό να συναντήσει τη μητέρα της, μήπως τελικά ήταν αθώα η κόρη, ή από την στιγμή που είχε ομολογήσει η μητέρα της δεν ένιωθε πλέον καμία ανησυχία και είχε επιστρέψει για να την ευχαριστήσει ή και να την βρίσει ακόμα επειδή τα είχε με τον εραστή της. Άβυσσος η ψυχή των γυναικών. Όταν εξέφραζε την υποψία του ότι τελικά το φόνο πρέπει να τον είχε κάνει η Ελένη, συνάδελφοί του τον συμβούλευαν να μη σκαλίσει άλλο την υπόθεση ειδικά από την στιγμή που υπήρχε η ομολογία της μητέρας της. Ο Χριστόφορος Κοσυφάκης πλέον ήταν βουλευτής και δε θα άφηνε να μπλεχτεί και το όνομα της κόρης του στην υπόθεση, άλλωστε πόσα σκάνδαλα να άντεχε η πολιτική του καριέρα όταν είναι μπλεγμένο το όνομα της οικογενείας του και μάλιστα σε υπόθεση φόνου. Και αν για την ώρα μπόρεσε να δικαιολογήσει τη σχέση με τη γυναίκα του και το κέρατο που έφαγε με το να πει ότι ήταν σε διάσταση, για την κόρη τι θα αναγκαζόταν να πει, ότι ήταν νόθα; «Το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να αφήσεις την υπόθεση όπως έχει», τον συμβούλευαν χτυπώντας τον φιλικά στην πλάτη και εκείνος παραμένοντας σκεφτικός κουνούσε το κεφάλι του καταφατικά.    

 

Ô

 

Μια άλλη γυναίκα από την Αντιγόνη αντίκρισε ο Χριστόφορος όταν την επισκέφτηκε στη φυλακή. Κουρασμένη έσερνε τα βήματα της, αφηρημένη και αποκλεισμένη στις δικές της σκέψεις. Δεν ήξερε αν έπρεπε να νιώσει συμπόνια ή αν της άξιζε μετά από την απιστία της. Δεν ήταν όμως εκεί για να την κρίνει, έπρεπε να μιλήσει μαζί της, άλλωστε ό,τι είχε γίνει δεν άλλαζε. Μόλις σήκωσε τα μάτια της και τον αντίκρισε να την περιμένει, το ύφος της άλλαξε, το βλέμμα της απέκτησε ζωή, και ανασηκώνοντας το κορμί της, με σίγουρα και σταθερά βήματα τον πλησίασε και κάθισε απέναντι του.

-Ήρθες; Ήταν η πρώτη της λέξη.

-Δεν μπορούσα να το αποφύγω, έπρεπε να μιλήσουμε.

-Θα μπορούσες απλώς να είχες στείλει τους αντιπροσώπους σου, όμως εσύ είσαι εδώ.

-Αντιγόνη είμαι πληγωμένος από την προδοσία σου, φαντάζομαι ότι το ξέρεις, όμως έχουμε ένα κοινό παρελθόν και έχουμε κάνει και μια κόρη μαζί. Εκείνη αρκέστηκε να κουνήσει καταφατικά το κεφάλι της, επιτρέποντας στο Χριστόφορο να συνεχίσει. Για αρχή θέλω να σε ενημερώσω ότι έβαλα τους δικηγόρους μας να ετοιμάσουν τα χαρτιά του διαζυγίου. Εντός των ημερών θα σε επισκεφτούν για να τα υπογράψεις.

-Φυσικά. Ψέλλισε εκείνη.

-Για να σώσω ό,τι μπορούσα από την όλη κατάσταση που μας έφερε αυτό το δυσμενές γεγονός, ισχυρίστηκα ότι ήμασταν σε διάσταση, προσπαθώντας να κρατήσουμε το γάμο μας ζωντανό, κάτι που δε συνέβη τελικά. Προσπάθησα με την στάση μου να δικαιολογή­σω και εσένα και την απιστία σου με το συνεργάτη μου.    

-Το γνωρίζω ήδη, το διάβασα σε κάποια εφημερίδα.

-Πολύ ωραία. Θέλω να ξέρεις ότι παρά τα όσα βγήκανε στη φόρα, εγώ Αντιγόνη θα σταθώ στο πλευρό σου.  Άνθρωποι είμαστε, όλοι κάνουμε σφάλματα κι έχουμε δικαίωμα στη συγχώρεση. Την υπεράσπιση σου θα την αναλάβει ο Τσίνος, θα έχεις τους καλύτερους δικηγόρους. Η Αντιγόνη κούνησε πάλι καταφατικά το κεφάλι της. Η κατηγορία είναι βαριά. Ίσως κάτσεις αρκετά χρόνια στη φυλακή αλλά και πάλι κάτι θα κάνουμε!

-Χριστόφορε, πρέπει να σου μιλήσω, είπε κοιτώντας δεξιά και αριστερά.

-Πες μου!

-Δεν σκότωσα εγώ το Νίκο.

-Δεν καταλαβαίνω, τότε γιατί ομολόγησες;

-Για να καλύψω την Ελένη, αυτή τον σκότωσε.

-Στο είπε; Τη ρώτησε ανήσυχος εκείνος.

-Όχι .     

-Τότε, πως το ξέρεις ;

-Η στάση της φυγής της, ο εισαγγελέας είχε μαζέψει πολλά στοιχεία εναντίον της κόρης μας.

-Και γιατί να το κάνει αυτό;

-Γιατί ο συνεργάτης σου είχε σχέση και με την κόρη μας.

-Λυπάμαι που το λέω, αλλά τότε του άξιζε. Ύστερα κοιτώντας με οίκτο την Αντιγόνη, ακούμπησε το χέρι της και με πολιτικό στόμφο είπε. Είσαι σπουδαία γυναίκα!

-Μπορεί να ’μαι ότι είμαι, αλλά η μοναχοκόρη μου, είναι πάνω απ’ όλους κι από όλα.

-Και τώρα; Θα μείνεις πολλά χρόνια στη φυλακή, θα σηκώσεις αυτό το βάρος;

-Δε μου μένει άλλη επιλογή.

-Εντάξει! Θα ’ναι σαν μια δοκιμασία, μια τιμωρία για να εξιλεωθείς απ’ τα σφάλματα σου! Πάντως εγώ θα είμαι δίπλα σου, ίσως στο παρασκήνιο αλλά θα σε στηρίξω. Εκείνη κούνησε καταφατικά το κεφάλι της ενώ δάκρυα είχαν γεμίσει τα μάτια της, ύστερα έσφιξε το χέρι του, και του ψέλλισε κάτι που θύμιζε ευχαριστώ.    

 

Ô

 

Όλα άνω κάτω είχαν έρθει στη ζωή της από την στιγμή που είχε δολοφονηθεί ο Νίκος και τον είχε βρει η ίδια νεκρό στο γραφείο του. Πάλι, αν ήθελε να είναι ειλικρινής, όλα είχαν έρθει άνω κάτω στη ζωή της από τη μέρα που είχε γνωρίσει το Νίκο. Μέχρι τότε ήταν ξεκάθαρο μέσα της το τι ήθελε και το τι δεν ήθελε. Η σχέση της με το τότε αγόρι της είχα καταντήσει μια σύμβαση, τον άφηνε να ονειρεύεται και να συζητάει για παιδιά και γάμο ενώ εκείνη απλά ήταν αλλού, σε έναν νοερό εραστή, όπως αυτούς που διάβαζε στα βιβλία ή έβλεπε στις ταινίες. Τον αγαπούσε το Δημοσθένη και όπως είναι γνωστό μόνο όταν χάνεις κάτι το εκτιμάς, κι ενώ ήταν δίπλα σε κάποιον που της πρόσφερε την ασφάλεια που επιθυμεί κάθε γυναίκα εκείνη δεν έμενε ικανοποιημένη, ήθελε το κάτι άλλο, το κάτι διαφορετικό. Τελικά ήταν αναμενόμενο, αφού δεν κάνανε μαζί όνειρα και σχέδια, να του πει ένα μεγαλοπρεπές όχι στην πρόταση που της έκανε να τον παντρευτεί. Αναρωτήθηκε ενώ κοιτούσε το γιο της αν το είχε μετανιώσει, όμως όχι, δεν το είχε μετανιώσει, ο Δημοσθένης άνηκε στη Μάρθα, όπως και όποιος άλλος άντρας τη γνώριζε, σκέφτηκε ειρωνικά. Αλλά κι ο Δημοσθένης να ήταν, δε θα μπορούσε να την εμποδίσει από το να μπλέξει με το Νίκο, από την πρώτη στιγμή που τον είδε, ένιωσε ότι ήταν αυτός που περίμενε, μόνο που εκείνος βάλθηκε να την πείσει για το αντίθετο. Μία κυνηγούσε τη Μάρθα απροκάλυπτα, την άλλη πήγαινε με όποια του κουνιόταν, ύστερα η Ελένη και τελικά όπως σωστά υποψιαζόταν η κυρία δημάρχου που έφτασε ως το φόνο, εξαιτίας του. Παραδόξως δεν την κατηγορούσε, ο Νίκος έφερνε τις γυναίκες στα όρια τους, είχε ταλέντο και σε αυτό. Πάλεψε πολύ με τον εαυτό της για το αν έπρεπε να  κρατήσει το παιδί του, η λογική της υποδείκνυε ότι έπρεπε να κάνει έκτρωση, αλλά δεν το ήθελε, έφτασε μέχρι το καθορισμένο ραντεβού στο γυναικολόγο, όμως το μετάνιωσε, ζήτησε συγνώμη στον αδερφό της επιστρέφοντας κλαίγοντας στο σπίτι, εκείνος τη χάιδεψε και της είπε ότι θα ήταν στο πλάι της και θα την στήριζε. Οι γονείς της άργησαν να μάθουν για τον εγγονό τους, ενώ όταν επέστρεφε στην Άρτα είχε σκοπό να μείνει λίγο στην πόλη, να ψάξει για κάποια δουλειά ώστε να κρατάει η μητέρα της τον μικρό και αν δεν τα κατάφερνε να έφευγε πάλι για την Αθήνα. Τελικά ο Νίκος έμαθε για το παιδί, και την εξέπληξε που δεν την επέκρινε για την απόφαση της, αντιθέτως μετά από το τεστ πατρότητας το αναγνώρισε ενώ ήθελε να αναλάβει την ευθύνη. Κι όμως πέρα από το παιδί φερόταν και στην ίδια διαφορετικά. Κι όχι με το σεβασμό που έπρεπε να δείχνει στη μητέρα του παιδιού του, αλλά και στην ίδια ως γυναίκα, της είχε πει ξεκάθαρα ότι την ήθελε πίσω, όχι για το παιδί μα για την ίδια. Και ότι θα της έδινε όσο χρόνο χρειαζόταν για να κερδίσει πάλι την εμπιστοσύνη της, πως όμως με το να συναντιέται κρυφά με την Αντιγόνη; Της είχε πει ότι θα επέστρεφε στην Αθήνα και ότι αν ήθελε θα μπορούσε να δουλέψει και εκείνη μαζί του στην εταιρεία του πατέρα του ως λογίστρια. Ήταν τότε που έμενε άγρυπνη τα βράδια και τον σκεφτόταν, όμως δεν τολμούσε να αφεθεί και να πιστέψει ότι ο Νίκος είχε αλλάξει και είχε γίνει εκείνος που επιθυμούσε. Και ύστερα μια στιγμή ήταν αρκετή και ’μειναν όλα στη μέση χωρίς ελπίδα αποκατάστασης αυτή τη φορά.

Ο πατέρας του Νίκου της είχε φερθεί πολύ εντάξει, και την πρόταση που της είχε κάνει νωρίτερα ο γιός, της την επανέλαβε και ο Πέτρος. Μπορούσε να εργαστεί στην επιχείρηση του ως λογίστρια, όμως η Ελπίδα δίσταζε να δεχθεί, τι δουλειά είχε εκείνη να είναι με την οικογένεια του Νίκου, όταν εκείνος ήταν απών. Ήταν και οι γονείς της που της έλεγαν ότι μπορεί μεν να ήταν μια καλή ευκαιρία, όμως αν πήγαινε να μείνει στο σπίτι του Πέτρου Χαΐτογλου, θα ήταν σα να δέσμευε το μέλλον της. Μπορεί τώρα να ήταν νωρίς αλλά αργότερα αν γνώριζε κάποιον και ήθελε να φτιάξει τη ζωή της, θα είχε να αντιμετωπίσει τη δυσαρέσκεια του πατέρα του Νίκου, δε θα επέτρεπε να ζει ο εγγονός του με τον οποιονδήποτε, και θα προσπαθούσε να την ελέγχει. Σωστά της ακουγόταν αυτά που της έλεγαν, με το μυαλό της, όμως ένιωθε ότι η καρδιά της δεν είχε χώρο παρά μόνο για το γιο της, αλλά και πάλι να φύγει από τους δικούς της για να πάει να ζήσει στην Αθήνα, δεν την ικανοποιούσε σαν εναλλακτική. Ο Πέτρος τότε της πρότεινε κάτι άλλο, η HIGH Α.Ε. είχε αναλάβει εκ νέου έργα στην περιοχή, υπεύθυνος θα ήταν κάποιος Αλέξανδρος, συνεργάτης του γιου του, θα μπορούσε να συνεργάζεται μαζί του και να αναλάβει να ενημερώνει τον ίδιο για τα οικονομικά θέματα της εταιρίας στην περιοχή. Η Ελπίδα και πάλι δίστασε όμως μην έχοντας εναλλακτικές τελικά δέχτηκε. Όταν τελείωναν οι δουλειές στην Άρτα, περίμενε εκείνη και τον εγγονό του στην Αθήνα, της είπε σφίγγοντας της το χέρι και κλείνοντας την, μετά από ένα μικρό δισταγμό, στην αγκαλιά του.     

 

Ô

 

Καθόταν σε μια άβολη καρέκλα και περίμενε να εμφανιστεί η μητέρα της κουνώντας νευρικά το πόδι. Την είδε να εμφανίζεται με τη συνοδεία μιας αστυνομικού, με τη φόρμα των κρατούμενων, χωρίς μέικ απ και άλλα φκιασίδια και τα μαλλιά της πιασμένα ψηλά σε ένα κότσο. Μόλις έκατσε απέναντι της προσπάθησε να αναγνωρίσει στη γυναίκα εκείνη, την άλλη, που για ολόκληρη την ως τότε ζωή της, ζούσε στην σκιά της. Τα χείλη της συσπάστηκαν σε κάτι που θύμιζε τρομαγμένο χαμόγελο, όμως η Ελένη παρέμεινε συνοφρυωμένη.    

-Ελένη, τι γυρεύεις εδώ; Τη ρώτησε τελικά.

-Το ίδιο θέλω να ρωτήσω και εγώ εσένα.

-Πότε ήρθες από την Ιταλία; Τη ρώτησε θέλοντας να αποφύγει το θέμα, με το φόβο μην τις ακούσει κανείς.

-Έχω λίγες μέρες.

-Πως το έμαθες;

-Περίμενες ότι θα έμενε για πολύ καιρό κρυφό;

-Δεν έπρεπε να έρθεις.

-Δεν ήθελες να σε δω έτσι!

-Κανένας δε θέλει να τον βλέπει το παιδί του σε τέτοια κατάσταση!

-Εσύ έφερες τον εαυτό σου σε αυτή την κατάσταση, γι’ αυτό λοιπόν να μην κατηγορείς κανέναν άλλο.

-Μα δεν κατηγόρησα κανένα. Σχολίασε απολογητικά η Αντιγόνη.

-Γιατί μητέρα;

-Δεν υπήρχε άλλη διέξοδος.

-Πόσο καιρό είχατε σχέση;

-Αρκετό.

-Τότε που πήγαμε στην Αθήνα, ήσασταν μαζί; Η Αντιγόνη χαμήλωσε το κεφάλι της χωρίς να απαντήσει. Δεν χρειάζεται να μου απαντήσεις, κατάλαβα. Και έλεγες σε όλους μας ψέματα, όλοι σε θεωρούσαμε υπόδειγμα συζύγου, και εσύ πηδιόσουνα με ένα πιτσιρικά.

-Σε παρακαλώ Ελένη, είμαι η μητέρα σου και οφείλεις να με σέβεσαι, σ’ αρέσει δε σ’ αρέσει! Απάντησε εκείνη έχοντας αρχίσει να χάνει την ψυχραιμία της.

-Ούτε εσύ με σεβάστηκες!

-Άκου Ελένη, σε όλα όσα λες έχεις δίκιο, μα δε θέλω να καταλήξει άσχημα η συνάντηση μας. Το μέρος μπορεί να μην είναι το πιο κατάλληλο για να συζητήσουμε ψύχραιμα, μα είμαι η μητέρα σου, και παρά την πικρία που έχεις σ’ αγαπώ. Άλλωστε όλα για σένα τα έκανα .

-Όλα για εμένα! Για εμένα έκανες σχέση με το Νίκο; ρώτησε εκείνη θυμωμένη.

-Σταμάτα σε παρακαλώ εδώ, η κουβέντα αυτή δεν έχει καμία ουσία.

-Δε σ’ αρέσει να απολογείσαι;

-Γι αυτό ήρθες εδώ, για να με κατηγορήσεις; Εγώ νόμιζα ότι ενδιαφέρθηκες μια φορά για τη μάνα σου και ήρθες να με δεις από πόνο και τύψεις.

-Εγώ να έχω τύψεις, για ποιο λόγο;

-Σε παρακαλώ Ελένη, έχεις βγει εκτός εαυτού.

-Πες μου τουλάχιστον γιατί το έκανες; Γιατί τον σκότωσες; Τη ρώτησε δακρυσμένη.

-Φύγε σε παρακαλώ, φύγε τώρα. Είπε και σηκώθηκε από τη θέση της αφήνοντας την κόρη της να την κοιτάζει έκπληκτη από το ξέσπασμα της οργής της. Πριν τις πλησιάσει η αστυνομικός, η Ελένη σηκώθηκε και εκείνη όρθια και γυρίζοντας την πλάτη της στην Αντιγόνη, έφυγε. 

 

Ô

 

Κουρασμένη από το ταξίδι της για το διήμερο στην Άρτα η Ξένια παράτησε τη βαλίτσα της στην είσοδο του διαμερίσματος και ξάπλωσε στον καναπέ. Μέχρι που θα πήγαινε αυτό. Να πηγαινοέρχεται στην Άρτα για να έχουν ζήτημα σαράντα οχτώ ώρες να τις περάσουν μαζί. Περισσότερο άδειαζαν οι μπαταρίες της παρά γέμιζαν με αυτό τον τρόπο. Ευτυχώς την ερχόμενη εβδομάδα θα έπαιρνε την καθυστερημένη της άδεια, και θα πήγαινε τρεις συνεχόμενες εβδομάδες να τις περάσει μαζί του. Όμως και αυτές οι τρεις εβδομάδες κάποτε θα τελείωναν, και έπειτα τι; Θυμήθηκε τη συζήτηση που είχε με τη φίλη της για τον Βασίλη. Κάθονταν στο σπίτι και τα λέγανε όπως παλιά, χωρίς τους άντρες παρόντες να τους διακόπτουν. Η Μάρθα είχε πάρει ένα ολόκληρο κουτί με σοκολατάκια στα χέρια της όπου τα κατέβαζε σχεδόν αμάσητα, αποτέλεσμα αφού το άδειασε πρώτα, να αρχίσει να παραπονιέται ότι ανακατεύεται. Πάντα ήταν λιχούδα αυτή η κοπέλα, όμως είχε ξεπεράσει κάθε προηγούμενο εκείνη τη μέρα. Ύστερα πίνοντας σόδα η Μάρθα και μια παγωμένη η Ξένια άρχισαν να λένε τα δικά τους. Η φίλη της πλέον ως παντρεμένη παραδέχτηκε ότι δεν είχε να εκμυστηρευτεί και πολλά. Ύστερα από πολύ καιρό ήταν ήρεμη και ένιωθε πλήρης στο πλευρό του συζύγου της, όμως με εκείνη και το Βασίλη τι θα γινόταν. Η Ξένια κατέβασε μια γερή γουλιά από την μπίρα της και ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της, ήταν πολύ λίγο καιρό μαζί, οπότε για την ώρα δεν μπορούσαν παρά να συνεχίσουν έτσι.

-Με τη δουλειά; Ρώτησε η Μάρθα, ήταν πράγματι ώρες ώρες που ένιωθε ότι ήθελε να τα βροντήξει όλα να τους δώσει και ένα φάσκελο και να φύγει, από την άλλη δεν ήθελε να δώσει αυτή την χαρά σε κανέναν εκεί μέσα. Ο Στέφανος το περίμενε πως και πως, έτσι όπως ήταν ανταγωνιστικός και ήθελε να πιστεύει ότι ήταν το μεγάλο αστέρι της εφημερίδας, καθώς όλη την προηγούμενη χρονιά και κυρίως με τα άρθρα της για την ανεύρεση του παλατιού του Πύρρου, του το είχε χαλάσει λιγουλάκι η Ξένια το παραμύθι. «Γι αυτό άλλωστε ήρθε και στην Άρτα τώρα με τη δολοφονία του Νίκου, ήξερε ότι κάλυπτα ήδη εγώ το θέμα».

-Γι’ αυτό δεν είμαι σίγουρη, μάλλον περισσότερο ήθελε να δει πως ήμουν εγώ μετά το θάνατο του Νίκου, είχε την εντύπωση ότι ήμουνα ακόμα μαζί του, όταν έμαθε ότι παντρεύτηκα κάποιον άλλον από τον εύπορο εργολάβο δεν κατάφερε να κρύψει το ξάφνιασμα του.

-Και πάλι δεν παντρεύτηκες κάποιον τυχαίο, αλλά εκείνον που αντιλήφθηκε ότι οι κολόνες ήταν το παλάτι.

-Αυτά αποτελούν ψιλά γράμματα για το Στέφανο. Όμως ας τον αφήσουμε αυτόν, εσύ με τον Βασίλη τι θα κάνεις;

-Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο από αυτό που ήδη κάνουμε. Επανέλαβε κουρασμένα η Ξένια.

-Δεν είναι εξοντωτικό; 

-Είναι, κυρίως όταν πρέπει να χωριστούμε για να βρεθούμε μετά από πέντε μέρες, άσε που μπορεί να τύχει κάτι και να μη συναντηθούμε καν. Όμως δε γίνεται αλλιώς. Έχω χτίσει μια καριέρα στην Αθήνα, έχω μια καλή δουλειά σε μια δύσκολη εποχή και μάλιστα μια δουλειά που πάντα ονειρευόμουνα, τι μπορώ να κάνω, να τα παρατήσω όλα και να έρθω στην Άρτα να κάνω τι; Θα βρω δουλειά στην καλύτερη περίπτωση σε μια τοπική εφημερίδα ή κανάλι, όταν εργάζομαι σε μια από τις πρώτες σε φύλλα εφημερίδες της χώρας. Και ας υποθέσουμε ότι το κάνω, αν τελικά δεν τα καταφέρουμε με το Βασίλη, στο τέλος θα μείνω να μουντζώνω τον εαυτό μου.

-Γιατί παίρνεις πάντοτε το χειρότερο σενάριο ως το επικρατέστερο;

-Δεν το παίρνω ως επικρατέστερο, όμως είναι ένα ενδεχόμενο, με πολλές πιθανότητες να συμβεί.

-Τι να σου πω εσύ ξέρεις, όμως ο Βασίλης είναι καλό παιδί.

-Αυτό δε μας βεβαιώνει ότι όλα ανάμεσα μας θα είναι μέλι γάλα. Στο τέλος η Μάρθα αρκέστηκε να ανασηκώσει τους ώμους της, ψάχνοντας ένα άλλο θέμα συζήτησης, βλέποντας τη στενοχώρια της φίλης της, μέχρι που η Ξένια την κοίταξε με απορία και τη ρώτησε.

-Μήπως έχεις καμιά ιδέα γιατί ο Βασίλης την πρώτη φορά που μπήκε στο δωμάτιο μου, με ρώτησε που είχα κρύψει τις αφίσες του Ταρζάν; Η Μάρθα προσποιούμενη τη σοβαρή κούνησε αρνητικά το κεφάλι της και άλλαξε βιαστικά θέμα. 

Διχασμένη από τα θέλω της η Ξένια σηκώθηκε από τον καναπέ, πήγε να κάνει ένα μπάνιο και να ξαπλώσει, έπρεπε να γεμίσει τις μπαταρίες της μέχρι το ερχόμενο Σαββατοκύριακο που θα τον ξανασυναντούσε.

   

Ô

 

Μουτρωμένη η Ελένη έφτιαχνε τα πράγματα της για να επιστρέψει πίσω στη Ρώμη, παρά την επιθυμία της να μείνει στην Ελλάδα. Ο πατέρας της είχε γίνει  ξεκάθαρος ότι έπρεπε να φύγει, δεν την ήθελε όπως φαίνεται στα πόδια του. Λογικό, σκέφτηκε με κακεντρέχεια, ενώ δίπλωνε μια μπλούζα για να τη βάλει στη βαλίτσα. Είχε ήδη το βάρος μιας φυλακισμένης συζύγου με την κατηγορία για φόνο, μια τεμπέλα κόρη θα ήταν το κερασάκι στην τούρτα για τους δημοσιογράφους. Αναρωτήθηκε αν ο πατέρας της γνώριζε για τη δική της σχέση με το Νίκο, δεν ήξερε πως δεν είχε διαρρεύσει στον τύπο αυτή η πληροφορία, όμως όταν του είπε ότι είδε την Ελπίδα στον δρόμο, και ντροπιασμένη άλλαξε δρόμο, λόγω της μητέρας της η απάντηση του Χριστόφορου, αν και φαινομενικά αδιάφορη ήταν επικριτική. «Θα έχεις κι άλλους λόγους για να ντρέπεσαι να δεις τη φίλη σου, δε νομίζω να ευθύνεται αποκλειστικά η μητέρα σου».

Μόλις έμαθε ότι είχε επισκεφτεί την Αντιγόνη στη φυλακή, την κοίταξε δύσπιστα και τη ρώτησε τι συζήτησαν, εκείνη προσπάθησε να του εξηγήσει ότι δεν έστεκε καλά στα μυαλά της, και ότι καλό θα ήταν να στηριχτεί εκεί η υπεράσπιση. Εκείνος απάντησε ότι δεν θα υποδείκνυαν σε έναν από τους πιο φημισμένους και καλύτερους ποινικούς δικηγόρους της χώρας πως να κάνει τη δουλειά του. Προσπάθησε να του εξηγήσει τα ακαταλόγιστα που της έλεγε, ενώ στο τέλος την έδιωξε βάζοντας της τις φωνές μπροστά σε όλους. Ο πατέρας της υποστήριξε ότι εξακολουθούσε να αγαπάει την Αντιγόνη, και ότι αν δεν ήταν η ανδρική περηφάνια του, θα παραιτούταν από βουλευτής και θα στεκόταν στο πλευρό της. Αλλά ακόμα και έτσι θα έκανε ό,τι καλύτερο για εκείνη, για να βγει το συντομότερο δυνατό από τη φυλακή όμως δε θα ήταν εύκολο, όσο κι αν είχε ισχυρούς φίλους, ο Πέτρος Χαΐτογλου είχε ισχυρότερους, και θα έκανε τα πάντα να τη δει να σαπίζει στη φυλακή για το θάνατο του γιου του, είχε μια συνάντηση μαζί του και ήταν όλο κατηγορίες και θυμό με ολόκληρη την οικογένεια.

-Δεν έφταιγε μόνο η μητέρα, έφταιγε και ο Νίκος. Και αν θες να ξέρεις του άξιζε αυτό που έπαθε. Είπε η Ελένη σε έντονο ύφος.

-Δε μου αρέσει να σε ακούω να μιλάς έτσι, και σε παρακαλώ πολύ να μην τα λες αυτά έξω από το σπίτι μας, θα σε ακούσει κανείς και θα βάλει πράγματα με το μυαλό του.

-Τι πράγματα;

-Μην κάνεις σαν παιδάκι, είσαι μεγάλη κοπέλα. Και φάε επιτέλους!

-Τι πράγματα; Επανέλαβε η Ελένη απορημένη.

-Το βάλατε σκοπό να με τρελάνετε μάνα και κόρη. Είπε και σπρώχνοντας πίσω την καρέκλα του, σηκώθηκε και έφυγε από το τραπέζι.

 

Ô

 

Ο Χριστόφορος απομονώθηκε στο δωμάτιο του. Μετά το φόνο του Νίκου είχε χάσει έναν ισχυρό φίλο. Αν και ο ίδιος είχε φανεί εντάξει στο μέρος της συμφωνίας τους, έχοντας κάνει τα αδύνατα για να αναλάβει τελικά τις δουλειές στην Άρτα ο παλιός φίλος και συμφοιτητής του. Τι ατυχία όμως να βρεθεί το πτώμα του εργάτη, τον οποίο ο ίδιος ο Νίκος είχε δολοφονήσει, αλλιώς οι υποψίες θα είχαν μείνει εκεί και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Αν δεν είχαν γίνει οι εκλογές, να δεις που θα έπαυε να τον στηρίζει ο Πέτρος Χαΐτογλου μετά την ομολογία της Αντιγόνης. Ήδη είχε γίνει επικριτικός μαζί του, δεν τον ενδιέφερε και πολύ ότι είχε ξεκινήσει τις διαδικασίες για το διαζύγιο. Ο Χριστόφορος στην προσπάθεια να υπερασπιστεί τον εαυτό του, σχολίασε ότι δεν ήταν η γυναίκα του εκείνη που δολοφόνησε το γιο του, αλλά στην ουσία μια ερωμένη είχε δολοφονήσει τον εραστή της. Αυτό δεν αφορούσε τη μεταξύ τους σχέση.  

Όμως πέρα από το πένθος του για τη δολοφονία του γιου του, τα είχε βάλει με την Αντιγόνη και για έναν ακόμα λόγο. Το ότι είχε ρίξει λάσπες και είχε κηλιδώσει την μνήμη του γιου του με το να καταθέσει ότι ο Νίκος ήταν δολοφόνος εκείνου του εκβιαστή. Ο Χριστόφορος μπορούσε να καταλάβει τα όσα του έλεγε για τον πόνο που του είχε προκαλέσει ο θάνατος του Νίκου, ότι δε θα είχε την ευκαιρία να δει ξανά το γιο του, και ότι ακόμα κι αν ο εγγονός του απάλυνε κάπως τον πόνο του, δε θα κατάφερνε ποτέ να του τον εξαλείψει. Για αυτό που δεν ήταν βέβαιος ήταν αν όντως ο Πέτρος πίστευε ότι ο Νίκος δεν ήταν ικανός να δολοφονήσει ή απλά δεν του άρεσε που είχε αμαυρωθεί το όνομα του. Κατέληξε στο δεύτερο, τελικά από την όλη ιστορία κανενός η φήμη δεν κατάφερε να βγει αλώβητη.

        

Ô

 

Μπήκε με τόση φούρια ο Δημοσθένης στο σπίτι, που δεν πρόσεξε ούτε τα αναμμένα κεριά ούτε το στρωμένο τραπέζι. Αντιθέτως έσπρωξε την πόρτα πίσω του και άναψε τη φώτα φωνάζοντας τη Μάρθα. Χαμογελαστή και με ένα λευκό φόρεμα με κεντημένες χάντρες, που είχαν αγοράσει, στη Μάλτα εμφανίστηκε στην πόρτα. Εκείνος χωρίς να δώσει σημασία στο πόσο όμορφη ήταν, απογοητεύοντας την μιας και είχε περάσει αρκετές ώρες με το να ετοιμάζεται, πήγε και την αγκάλιασε σηκώνοντας την στον αέρα. «Να δεις που τον ενημέρωσε ο γιατρός», σκέφτηκε απογοητευμένη αφού εκείνη ήθελε να του αναγγείλει τα νέα για τον ερχομό του πρώτου τους παιδιού.  

-Θα σε βγάλω έξω.

-Γιατί; τον ρώτησε παραξενεμένη.

-Γιατί έχω υπέροχα νέα να σου αναγγείλω, πήγαινε να ετοιμαστείς, να πάω και εγώ να κάνω ένα μπάνιο.

-Δημοσθένη ηρέμησε. Έχω ήδη μαγειρέψει. Είπε και του έδειξε το τραπέζι, επίσης είμαι ήδη έτοιμη και σε περίμενα. Συνειδητοποιώντας τα λόγια της στράφηκε και κοίταξε προς το τραπέζι με τα αναμμένα κεριά και ύστερα εκείνη και το λευκό της φόρεμα.

-Μα είσαι εκθαμβωτική. Είπε παρατηρώντας την.

-Όχι τόσο, ώστε να το προσέξεις χωρίς να στο πω. Του είπε πεισμωμένη.

-Καλά, πάω να κάνω ένα ντους, και θα έρθω να φάω ό,τι καλό τέλος πάντων ετοίμασες, σχολίασε αυθόρμητα και έφυγε προς το μπάνιο αφήνοντας τη Μάρθα να συλλογίζεται ό,τι το έκανε όλο και καλύτερο. Μην έχοντας τίποτε άλλο να κάνει κάθισε στο τραπέζι να τον περιμένει, ακούγοντας τα νερά του ντους να τρέχουν κι εκείνον να σφυρίζει κεφάτα. Λίγη ώρα αργότερα φορώντας ένα καλό παντελόνι και ένα λευκό πουκάμισο με τα δύο πάνω κουμπιά ξεκούμπωτα, και με τα μαλλιά του σκούρα και βρεγμένα από το ντους, πήγε να τη συναντήσει στο καθιστικό χαμογελώντας της.

-Πολλές επισημότητες βλέπω, σου είπε κάποιος κάτι;

-Κάποιος μου είπε κάτι, εσένα;

-Φυσικά. Κρασί; Τη ρώτησε και ανοίγοντας το μπουκάλι, γέμισε με κόκκινο κρασί τα ποτήρια τους, ενώ η Μάρθα σηκώθηκε να βάλει από ένα γενναιόδωρο κομμάτι παστίτσιο στο κάθε πιάτο. Αφού ο Δημοσθένης έφαγε την πρώτη μπουκιά, επιδοκίμασε, η διάθεση της Μάρθας είχε πέσει, ήθελε να τον παρατήσει στην τραπεζαρία και να πάει να ξαπλώσει στο κρεβάτι και να τον κλειδώσει έξω αναγκάζοντας τον να κοιμηθεί μόνος του στον καναπέ, όσο για τον γιατρό θα τον έπαιρνε και εκείνον να του τα ψάλει ένα χεράκι, κανονικά η εγκυμοσύνη δεν άνηκε στο ιατρικό απόρρητο;

-Δε θα μου πεις συγχαρητήρια; Τη ρώτησε χαμογελώντας ανακατεύοντας τη σαλάτα.

-Γιατί να σου πω συγχαρητήρια, μήπως είσαι ο πρώτος άντρας που το καταφέρνει! Την κοίταξε παραξενεμένος.

-Δεν ξέρω, γενικά νομίζω πως όχι, αλλά πάλι το δικό μου θα είναι ξεχωριστό. Μήπως είχε πάει σε καμιά χαρτορίχτρα και του είπε ότι το παιδί τους θα έμπαινε στη ΝΑΣΑ, ή θα έπαιρνε κάποιο νόμπελ, μάλλον όχι, για το σύζυγο της πιο σημαντικό θα ήταν να βρεθεί ο τάφος του Μέγα Αλέξανδρου, το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δία και να επιστρέψουν τα αγάλματα από την Αγγλία. Μα το φαντάζεσαι… συνέχισε μη δίνοντας σημασία στο ειρωνικό ύφος της καθώς εκείνος έτρωγε και εκείνη έπινε το κρασί της. Ο ίδιος ο δήμος θα με χρηματοδοτήσει να γράψω το βιβλίο για το παλάτι του Πύρρου και να σχεδιάσω το site, εντάξει αυτό με γραφίστα, όμως εγώ θα υποδείξω πως θα είναι το site, που θα αναφέρεται στο παλάτι του Πύρρου, στις ανασκαφές και σε όλα τα άλλα. Σκέφτομαι να προσθέσω και το όνομα της Ξένιας, περιλαμβάνοντας και τα άρθρα της, τόση βοήθεια μας πρόσφερε. Η Μάρθα άφησε το ποτήρι της και τον άκουγε με προσοχή.

-Σου πρότειναν να φτιάξεις το site και να γράψεις βιβλίο για το παλάτι; Ο Δημοσθένης που είχε γεμίσει το στόμα του με μια μεγάλη μπουκιά παστίτσιο, κούνησε το κεφάλι του καταφατικά χαμογελώντας της με κλειστά χείλη.

-Μωρό μου συγχαρητήρια, είπε και σηκώθηκε από τη θέση της, για να πάει να τον φιλήσει και να τον αγκαλιάσει.

-Μα καλά εσύ δεν είπες ότι το ήξερες; Είπε και την κοίταξε.

-Άλλο πράγμα ήξερα εγώ και για άλλο πράγμα όλες αυτές οι ετοιμασίες.

-Τι είναι; τη ρώτησε και αφήνοντας τα μαχαιροπίρουνα μέσα στο πιάτο του, την έβαλε να καθίσει στην αγκαλιά του.

-Τίποτα τόσο σημαντικό όσο το βιβλίο και το site! Του είπε θέλοντας να παραστήσει την αδιάφορη.

-Τι; τη ξαναρώτησε.

-Να απλά ελπίζω ότι στους επόμενους εφτά περίπου μήνες να έχεις προλάβει να γράψεις το βιβλίο και να ετοιμάσεις το site, γιατί από εκεί και ύστερα θα μας περιμένουν ξενύχτια.

-Γιατί;

-Δεν είναι όλα τα μωρά ήρεμα το βράδυ, θέλουν γάλα, άλλαγμα, έχουν κολικούς. Την κοίταξε προσπαθώντας να καταλάβει τι του λέει. Απηυδισμένη, έκανε ένα γύρο τα μάτια της. Σου πήρε το μυαλό η δόξα και δε καταλαβαίνεις αυτό που προσπαθώ να σου πω, είμαι έγκυος.

-Αλήθεια; Τη ρώτησε κοιτάζοντας την έκπληκτος.

-Εσύ τι λες, να σου κάνω πλάκα;

-Αν μου κάνεις πλάκα δε θα στο συγχωρήσω ποτέ.

-Αν με κορόιδεψε ο γυναικολόγος…

-Αγάπη μου, είπε και την έσφιξε επάνω του, φιλώντας την.

 

Ô

 

Από τη μία ήταν κρίμα που το πτώμα του εργάτη είχε βρεθεί στο ποτάμι, την ημέρα των εκλογών. Όλα ήταν ρευστά και όλοι πλέον μπαίνανε στο χορό για το ποιος ήταν τελικά ο δολοφόνος του Νίκου, όμως έπρεπε να παραδεχτεί ότι του είχε έρθει κουτί που η Αντιγόνη αποφάσισε να θυσιαστεί για το καλό της κόρης της. Με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια, αλήθεια πως του το είχε πει ο Νίκος την ώρα που τον είδε απέναντι του να κρατάει το δικό του όπλο… αναμφίβολα δεν περίμενε ότι θα είχε το σθένος να πυροβολήσει, όμως όταν σημαδεύεις κάποιον και μάλιστα ισχυρό δεν μπορείς να κάνεις κάτι άλλο από το να πατήσεις την σκανδάλη, αλλιώς είσαι χαμένος και όλοι σου οι κόποι θα έχουν πάει στράφι.

Αν και του έκανε εντύπωση που τον είδε να μπαίνει από την κρυφή είσοδο, διατήρησε την ψυχραιμία και την αδιαφορία του, ρωτώντας τον απλά «Πως κι από δω»; Συζήτησαν λίγο για τις κοινές τους υποθέσεις και ύστερα σηκώθηκε δίνοντας την εντύπωση ότι θα έφευγε, ύστερα στράφηκε προς το θύμα και εραστή της γυναίκας του, με παρατεταμένο το δικό του περίστροφο, ένα TAURUS 85VTA VIEW. Του το είχε δείξει μια φορά και είχε δει που το είχε βάλει, θεωρούσε ότι δεν είχε κανένα λόγο να φοβάται το Χριστόφορο, βλέπεις έπρεπε να χρωστάει αιώνια ευγνωμοσύνη στον ίδιο και στον πατέρα του που κάνανε τα πάντα για να τον βάλουν στο κοινοβούλιο, όμως και εκείνος είχε ξεπληρώσει από πλευράς του. Είχαν κερδίσει πολλά χρήματα μέσω των έργων στην περιοχή του, δεν έφταιγε ο ίδιος αν η απληστία τους, τους έκανε να πέφτουν από το ένα σφάλμα στο άλλο, και επίσης δε θυμότανε ότι η Αντιγόνη ήταν μέρος της συμφωνίας για τη στήριξη του.

Δεν ήξερε αν ήταν η αγάπη του για τη σύζυγο του που τον έσπρωξε να δολοφονήσει τον εραστή της, ή το ότι δεν του άρεσε να τον κοροϊδεύουν και μάλιστα με αυτόν τον τρόπο. Όταν ψύχραιμος ο Νίκος σχολίασε ότι δεν καταλάβαινε, ενώ είχε ανασηκωθεί από τη θέση του, ο Χριστόφορος του απάντησε.

-Εσύ έχεις σαν όπλο τη γοητεία σου, εγώ πάλι ακολούθησα την παραδοσιακή άμυνα.

-Άμυνα; Για ποιο λόγο;

-Νομίζατε ότι κοιμόμουν όρθιος, ότι δεν είχα καταλάβει τίποτα για την σχέση σας. Με περάσατε για τελείως ηλίθιο. Ήξερα για σένα και την κόρη μου… όπως ήξερα για σένα και τη γυναίκα μου.

-Τι είναι αυτά που λες;

-Άσε αυτό το αθώο ύφος Νίκο, δεν περνάει σε εμένα, δε θα χάσω τα λόγια μου μαζί σου, τα ξέρω όλα και δεν μπορείς να μου αρνηθείς τίποτα. 

-Μπορεί να έχεις δίκιο, όμως τι θα κερδίσεις, είσαι ένα βήμα πριν από το κοινοβούλιο, ξέρουμε όλοι μας καλά ότι θα μπεις. Αν με σκοτώσεις το όνειρο παραμένει όνειρο που εσύ θα το κάνεις κλεισμένος πίσω από κάγκελα. Ή νομίζεις ότι θα σου επιστρέψει ο πατέρας μου να την γλιτώσεις. Άλλωστε σε είχα για ένα σοβαρό άνθρωπο αριστοκρατικής καταγωγής, όλα τα υπόλοιπα είναι για τους μικροαστούς, γούσταρα τη γυναίκα σου όπως εκείνη εμένα, και ναι μόλις είδα το πράσινο φως προχώρησα, και εσύ τώρα θες να εκδικηθείς για την τιμή σου; Όλα αυτά είναι πράγματα με τα οποία ζυμώνονται οι χαμηλές τάξεις, όπως η τιμή και η αγάπη στην πατρίδα, μόνο αυτοί νοιάζονται για τέτοια θέματα, εμείς είμαστε από άλλη πάστα φτιαγμένοι, άνθρωποι φιλόδοξοι, το μόνο που μας ενδιαφέρει είναι να περνάμε καλά και να πετυχαίνουμε τον κάθε μας στόχο, γιατί λοιπόν να καταστρέψεις μια λαμπρή καριέρα για να με σκοτώσεις και να σαπίσεις στη φυλακή.

 -Ξέρεις κάτι Νίκο, με έχεις πείσει! Του απάντησε όλο ειρωνεία, αν και συμφωνούσε εν μέρει με αυτά που έλεγε. Όμως το θέμα είναι ότι αφού σήκωσα όπλο εναντίον σου, πρέπει να πετύχω τον στόχο μου πατώντας την σκανδάλη, αν θέλω να μπω στο κοινοβούλιο και να μη μου δείξει την έξοδο ο πατέρας σου. Και ύστερα ο πυροβολισμός. Κι άλλος, κι άλλος… έπρεπε να είναι σίγουρος ότι έκανε παστρικές δουλειές.

Τελικά και οι δύο είχαν πληρώσει για την κοροϊδία τους, γιατί αυτό ήταν που τον είχε ενοχλήσει στην απιστία της Αντιγόνης. Αν και δεν είχε σκοπό να την κλείσει στη φυλακή, βέβαια κάποια στιγμή θα ζήταγε διαζύγιο, όμως είχε αρχίσει να τον εκνευρίσει η στάση της, το βουβό πένθος για τον εραστή της. Ήταν έξυπνο από μέρους του όταν την είδε να φοβάται ότι η Ελένη ήταν εκείνη που δολοφόνησε τον εραστή που μοιράζονταν μάνα και κόρη, να της δημιουργήσει ακόμα μεγαλύτερη αβεβαιότητα για την αθωότητα της Ελένης με τη δική του στάση. Δίνοντάς της πληροφορίες, που δήθεν πήρε από τον Πέτρο Χαΐτογλου. Έτσι την χειραγώγησε και όταν βρέθηκε ο υπ’ αριθμόν ένα ύποπτος νεκρός, είχε ήδη έτοιμο το θύμα του. Βέβαια θα μπορούσε να είχε κατηγορηθεί η Ελένη στη θέση της μάνας της, και αλήθεια τότε τι θα έκανε, θα έπαιρνε την ευθύνη ή θα άφηνε την κόρη του στη φυλακή, ούτε να το σκεφτεί δεν ήθελε έτσι διέκοψε τη ροή της σκέψης του εκεί. Η Ελένη είχε επιστρέψει στη Ρώμη, η μάνα της ήταν φυλακή και ο Νίκος θαμμένος, ενώ ο ίδιος απολάμβανε τους κόπους του ως βουλευτής. Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του. Κοίταξε το ρολόι του, σε λίγη ώρα θα τον επισκεπτόταν η νεαρή γραμματέας σπίτι του για να της κάνει το τραπέζι, προφανώς μετά θα περνούσαν και σε άλλα έπιπλα και δωμάτια του σπιτιού, φαινόταν πολύ πρόθυμο κορίτσι, σίγουρα θα πήγαινε μπροστά.

ΤΕΛΟΣ ΚΑΛΟ, ΟΛΑ ΚΑΛΑ! Σκέφτηκε ικανοποιημένος καθώς πήγαινε στην κουζίνα να επιτηρήσει τις ετοιμασίες της μαγείρισσας.

 

ΤΕΛΟΣ 

 

 

 

Διαβάστε  επίσης: