Αpheresis

Συγγραφέας: Ανδρεάνα Σαπρίκη

 

Μέσα σε αυτό το δωμάτιο, μπροστά σε αυτή την οθόνη με τα χιλιάδες σύμβολα να ξεπετάγονται σαν νότες ενός τραγουδιού. Εδώ περνώ τη ζωή μου. Πότε ήταν η τελευταία φορά που έκανα έρωτα; Εικόνες ξεθωριασμένες σαν φθινοπωρινά φύλλα. Εγκαταλελειμμένες. Βουβές. Άλλη μια μέρα σε αυτήν εδώ την καρέκλα να βοηθώ αρπακτικά. Ντρινννννν!

«Ναι;» «Κύριε Τάλκερ οι μετοχές σας είναι σε άνοδο. Μην ανησυχείτε το κέρδος είναι σίγουρο».

Ντρινννν!

«Ναι;» «Κύριε Μπερνς έχουμε πρόβλημα, πρέπει να πουλήσουμε αμέσως».

Αυτή είναι η ζωή μου. Σε μια γκρι ζώνη του πλανήτη. Χωρίς χλωρίδα. Χωρίς πανίδα. Φροντίσαμε να εξαλείψουμε τις υποδεέστερες μορφές ζωής σε μια προσπάθειά μας να αποδείξουμε ότι είμαστε ανώτερο είδος. Τρεφόμαστε με χάπια. Ο καφές μας είναι χάπι που διαλύεται στο νερό. Έχουμε καταφέρει να αντικαταστήσουμε με χάπια ακόμα και την ηδονή που προσφέρει ο έρωτας. Είμαστε αυτάρκεις. Κάθε χρόνο κάποιες από μας κληρώνονται για να γίνουν μητέρες. Μόνο τότε ζευγαρώνουμε. Μετά τη γέννα δε βλέπουμε ποτέ τα παιδιά μας. Τα αναλαμβάνει μια ειδική μονάδα εκπαίδευσης. Μας αφαιρούν το δικαίωμα του γονέα. Μας θεωρούν ανεπαρκείς. Στην αρχή αντιδράσαμε. Να νιώθεις ότι είσαι μία μηχανή αναπαραγωγής; Καθόλου ευχάριστο συναίσθημα. Έγιναν επεισόδια. Χωρίς αποτέλεσμα. Με τον καιρό, όμως, συνηθίσαμε. Όλα τα συνηθίζεις με τον καιρό. Μετά δε σε νοιάζει.  Με λένε Φοίβη και εργάζομαι στον Χρηματοοικονομικό τομέα.

Ντρινννννν! Ένας ήχος αλλιώτικος, ξεχαρβαλωμένος. Αναπήδησα στην καρέκλα μου, δεν ήμουν συνηθισμένη στο άκουσμά του. Δε θυμάμαι πότε χτύπησε τελευταία φορά. Σηκώθηκα κι έστρεψα το βλέμμα μου στην κλειστή πόρτα. Κοντοστάθηκα. Ο ήχος επέμενε. Κοίταξα από το ματάκι και την είδα. Είχε περάσει καιρός από την τελευταία φορά. Αλήθεια πόσο καιρό είχα να βγω από αυτό τo διαμέρισμα; Όψη χλωμή, χαμόγελο σβησμένο. Απαλές ρυτίδες στο μέτωπο. Μόλις άνοιξα την πόρτα, όρμησε μέσα και με αγκάλιασε.

« Γιατί δε σηκώνεις το τηλέφωνο;» είπε.

Βρήκα κάποια ανόητη δικαιολογία, τι θα μπορούσα να πω άραγε; Ο κατήφορος είχε αρχίσει εδώ και καιρό. Η μοναξιά είχε τρυπώσει ύπουλα μέσα μου, είχε ροκανίσει κάθε επιθυμία μου για συναναστροφή με τον έξω κόσμο.

«Θέλεις καφέ;» τη ρώτησα σε μια προσπάθεια να ζεστάνω το κλίμα.

«Όχι!» ούρλιαξε, σχεδόν έντρομη.

Απόρησα, δε θυμόμουν να είχε ποτέ τόσο ακραίες αντιδράσεις.

«Έχω καρκίνο», είπε κοφτά.

Δύο λέξεις μόνο ήταν ικανές να αναποδογυρίσουν τον κόσμο μου. Να κλέψουν μέσα από τα χέρια μου την ικανότητα να ελέγχω τα πάντα.                             

«Μα πώς; Νόμιζα πως αυτή η μορφή δυσπλασίας έχει εξαλειφθεί».

«Ο καφές!» είπε. Δεν το άκουσες στις ειδήσεις; Αυτή η παρτίδα χαπιών αποσύρθηκε χτες. Δώδεκα κρούσματα, ανάμεσα τους κι εγώ. Στήθος. Για μένα υπάρχει ελπίδα. Για κάποιους άλλους είναι πολύ αργά. Δε θα τα καταφέρουν».

Είχα παγώσει. Λέξη δε βγήκε από το στόμα μου. Μόλις είχα συνειδητοποιήσει ότι ήμουν τρωτή, σε έναν κόσμο που με είχαν εκπαιδεύσει να είμαι άτρωτη. Η φωνή της διέκοψε τις σκέψεις μου.

«Απλά ήθελα να το ξέρεις», είπε κι έφυγε, χωρίς να με κοιτάξει. Δεν ήθελε να τη δω να κλαίει.

Έμεινα πίσω να αιωρούμαι στο κενό. Το αγαπούσα το κενό. Πάντα το γέμιζα με ό,τι μου άρεσε. Όχι τώρα, όμως. Τώρα έπρεπε να αφαιρέσω.         

Έτρεξα  στα ράφια και άρχισα να πετάω με μανία όλα τα βάζα με τα

χάπια του καφέ. Άρχισα να ουρλιάζω με δύναμη, δεν άντεχα αυτή τη βίαιη εισβολή στη ροή της καθημερινότητάς μου. Δάκρυα αυλάκωναν το πρόσωπό μου, πόσα χρόνια είχα να κλάψω; Εικόνες θολές, ένα παιδικό δωμάτιο, κάποιο χέρι κράταγε το δικό μου. Πετάχτηκα πάνω, δεν έπρεπε να επιτρέψω στον εαυτό μου να αισθανθεί, τα συναισθήματα διώκονταν ποινικά. Υπήρχε όριο μέχρι που μπορούσαμε να αισθανθούμε. Όριο στον πόνο, όριο στις αναμνήσεις, όριο στο θυμό, όριο στο φόβο. Μόνο στον έρωτα δεν υπήρχε όριο. Δεν υπήρχε λόγος, άλλωστε. Είχε εξαλειφθεί προ πολλού. Στόχος τους η πλήρης εξάλειψη των συναισθημάτων. Αντιστάθηκα σθεναρά. Κι όσο προσπαθούσα να κρατήσω τον έλεγχο, τόσο ο έλεγχος χανόταν. Κι όσο προσπαθούσα να συγκρατήσω τα δάκρυα, τόσο εκείνα ξεχύνονταν ξεδιάντροπα, χωρίς κανένα έλεος.

Ξύπνησα στο πάτωμα, όλο το σώμα μου πονούσε. Σηκώθηκα με δυσκολία και με βήματα αργά πήγα στο μπάνιο. Το είδωλό μου απεικονιζόταν σε έναν ολόσωμο καθρέφτη. Χωρίς να χάσω καιρό έβγαλα την μπλούζα μου και έμεινα μισόγυμνη να κοιτάζω το στήθος μου. Άρχισα να το ψηλαφίζω, ήρεμα στην αρχή. Τίποτα. Όλα έδειχναν φυσιολογικά. Έβγαλα και τα υπόλοιπα ρούχα μου και μπήκα στο ντους. Άρχισα να τρίβω όλο μου το σώμα με μανία. Έπρεπε να προλάβω.

Ο ήχος της κλήσης συντονιζόταν με τον ήχο της καρδιάς μου που κόντευε να σπάσει.

«Ο δόκτωρ Σκαρφ; Ονομάζομαι Φοίβη και χρειάζομαι τη βοήθειά σας.. όχι δεν μπορώ να σας μιλήσω από δω, πρέπει να σας δω άμεσα, χρεώστε την επίσκεψη όσο θέλετε, δεν υπάρχει θέμα».

Οι ώρες κυλούσαν αργά μπροστά στην τεράστια οθόνη κι εκείνος καθυστερούσε. Είχα καλύψει όλες τις κάμερες, κανείς δεν έπρεπε να καταλάβει πως είχα ξεπεράσει όλα τα όρια, θα με έπιαναν. Αυτή τη φορά ο ήχος του ξεχαρβαλωμένου κουδουνιού, φώτισε το πρόσωπό μου. Έτρεξα προς την πόρτα. Στεκόταν μπροστά μου ψηλός, επιβλητικός, με πρόσωπο ανέκφραστο και μια ουλή στο μάγουλο. Σχεδόν τρομακτικός.

«Σας ακούω», είπε χωρίς περιστροφές.

«Θέλω να αφαιρέσω το στήθος μου », είπα χωρίς να διστάσω στιγμή. «Ε… χμ... και τα δύο δηλαδή», συνέχισα.

Εκείνος με κοίταξε κι ένα μοχθηρό χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη του.

«Ξέρετε, είναι μια επέμβαση που δεν με αφορά, δεν υπάρχει κέρδος. Τo στήθος σας δε χρησιμεύει σε τίποτα ».

Είχα βουρκώσει. Δεν μπορούσα να τον αφήσω να φύγει. Έπρεπε να βάλω τα δυνατά μου να τον πείσω. Έπρεπε να το ξεφορτωθώ.

« θα σας δώσω όσα χρήματα θέλετε. Αν πουλούσατε ένα νεφρό πόσα θα βγάζατε; Ε ,λοιπόν, θα σας δώσω τα ίδια και περισσότερα!»

Δε χρειάστηκε να επιμείνω. Ο Δόκτωρ Σκαρφ αγαπούσε το χρήμα.

Τις επόμενες μέρες άρχισα σιγά σιγά να επανέρχομαι. Η περιοχή του στήθους μου ήταν τυλιγμένη ακόμα με γάζες, αλλά τουλάχιστον μπορούσα να δουλέψω. Είχε αφαιρεθεί όλο. Είχα σωθεί. Ο ήχος του τηλεφώνου διέκοψε τις σκέψεις μου.

«Έλα! Πώς είσαι;»

Τα λόγια της πάγωσαν το αίμα μου.

«Τι εννοείς έκανε μετάσταση στο ήπαρ;»  

Παράτησα το ακουστικό κι έτρεξα έντρομη στο μπάνιο. Έβγαλα με  νευρικές κινήσεις τα ρούχα μου κι άρχισα να ψαχουλεύω την κοιλιά μου από άκρη σε άκρη κλαίγοντας.

«Φύγε από μέσα μου! Φύγε! Φύγε!» ούρλιαξα. «Πού είσαι; Πού έχεις κρυφτεί; Θα σε βρω! Θα σε βρω και θα σε ξεριζώσω! »

Δεν έπρεπε να χάσω άλλο χρόνο. Έπρεπε να βγει από μέσα μου. Δεν με ένοιαζε τίποτε άλλο. Το μόνο που ήθελα ήταν να είμαι καθαρή. Σχημάτισα τον αριθμό τηλεφώνου.

« Γιατρέ, ελάτε αμέσως, πονάω πρέπει να το βγάλετε. Γρήγορα! » Η ερώτηση του γιατρού καθόλου δεν με πτόησε. « Ναι, ναι βγάλτε και δύο δεν με ενδιαφέρει!»

Την επόμενη μέρα ξύπνησα με βαριά διάθεση. Κι, όμως, θα έπρεπε να χαίρομαι. Είχα αφαιρέσει ό,τι χρειαζόταν. O γιατρός είπε ότι οι πιθανότητες είχαν εκμηδενιστεί. Όμως, κάτι με έτρωγε. Αδυνατούσα να τον εμπιστευτώ. Τι ήταν άλλωστε; Ένας έμπορος οργάνων. Αφαιρούσε και πρόσθετε. Πώς θα σιγουρευόμουν ότι είχα σωθεί;

Οι μέρες περνούσαν, οι πληγές επουλώνονταν, αλλά εγώ δεν μπορούσα να ησυχάσω. Ο φόβος είχε τρυπώσει μέσα μου, ένιωθα ότι κάτι ακόμα υπήρχε στην κοιλιά μου. Κάτι απροσδιόριστο που καραδοκούσε να βρει τη σωστή στιγμή και να με αφανίσει. Είχα κόψει όλα τα χάπια. Τρεφόμουν με κονσέρβες που είχα βρει στη μαύρη αγορά και τις είχα χρυσοπληρώσει. Απομεινάρια του παρελθόντος.

Και μια νύχτα συνέβη. Ένας πόνος στην κοιλιά ήταν η αιτία να επιβεβαιωθεί ο εφιάλτης μου. Ένας πόνος που παλιά δε θα είχε καμία σημασία, τώρα είχε γίνει η αιτία να ξυπνήσουν οι δαίμονές μου. Ήταν όλοι εκεί, απέναντί μου και με περιγελούσαν. Πετάχτηκα από το κρεβάτι κι έκατσα λίγο στην άκρη του. Οι φλέβες σφυροκοπούσαν στους κροτάφους μου.

« Είμαι καθαρή, είμαι καθαρή! », άρχισα να επαναλαμβάνω με σιγανή φωνή, θέλοντας να καθησυχάσω τον εαυτό μου. Ο πόνος δεν υποχωρούσε κι έτρεξα στο μπάνιο. Έβγαλα βιαστικά τα ρούχα μου και τα πέταξα σε μια άκρη. Άρχισα να ρίχνω καυτό νερό πάνω μου. Σε λίγο ο έλεγχος χάθηκε και άρχισα να τρίβω και να ξύνω με μανία όλο μου το σώμα, σχεδόν τρέμοντας. Μια αδέξια κίνηση ήταν αρκετή. Σκοτάδι.

Ξύπνησα στο θάλαμο ενός Νοσοκομείου. Δίπλα μου ακουγόταν ο ήχος ενός παλμογράφου. Το χέρι μου ήταν συνδεδεμένο με έναν ορό. Προσπάθησα να κουνηθώ, αλλά ήταν αδύνατον. Όλο μου το σώμα πονούσε. Ξαφνικά άκουσα βήματα και την πόρτα να ανοίγει. Ένας άντρας γύρω στα σαράντα με κοιτούσε χαμογελαστός.

«Γεια σου Φοίβη. Είχες ένα ατύχημα. Τίποτα το σοβαρό .Μια μικρή διάσειση. Αυτά είναι τα καλά νέα. Τα κακά νέα είναι ότι  σου κάναμε εξετάσεις και ανακαλύψαμε ότι σου έλειπαν κάποια  ζωτικά όργανα και το στήθος σου. Ευτυχώς βρέθηκε αμέσως δότης και τα όργανα   αντικαταστάθηκαν. Το στήθος σου αναπλάστηκε. Αφαιρέσαμε το κόστος από το λογαριασμό σου. Σε λίγες μέρες θα πάρεις εξιτήριο ».

 

TEΛΟΣ

 

της ίδιας στο ArtScript