Αν είναι η Αγάπη Αμαρτία

 

της Σίας Στεφανοπούλου

 

Ενότητα Πρώτη

I

Είχε δέκα λεπτά μέχρι το ραντεβού με το επόμενο ζευγάρι, γέμισε την κούπα με καφέ από την καφετιέρα και πήγε και κάθισε στην καρέκλα, ακουμπώντας αναπαυτικά την πλάτη πίσω. Πάλι η ίδια σκέψη τριβέλιζε το μυαλό, ήταν αντιφατικό να συμβουλεύει τα ζευγάρια πως θα σώσουν τη σχέση τους όταν σαν άτομο είχε αποτύχει στη δική του σχέση και τα χαρτιά του διαζυγίου περίμεναν στο σπίτι. Η προσωπική αυτή αποτυχία υπό κανονικούς και αντικειμενικούς όρους δε σήμαινε αποτυχία και στην επαγγελματική σταδιοδρομία; Πως ένας άνθρωπος που δεν τα έχει καταφέρει ο ίδιος, θέλει να έχει τον τίτλο του σύμβουλου γάμου, πως θα τον κοίταζαν οι πελάτες του αν γνώριζαν ότι τα είχε κάνει θάλασσα; Μήπως έπρεπε να βρει κάποιο άλλο επάγγελμα, ώστε να είναι έντιμος απέναντι σε όσους ζητάν συμβουλές από το πρόσωπο του; Η πόρτα χτύπησε και αφού η γραμματέας ενημέρωσε για την παρουσία του ζευγαριού που είχε καταφτάσει, σηκώθηκε από το γραφείο για να τους υποδεχτεί. 

 

Ζευγάρι Πρώτο (Βαγγέλης-Ζωή)

«Είναι η πρώτη μας συνεδρία, οπότε θα ξεκινήσουμε από τα εύκολα…» είπε ύστερα από τις συστάσεις.

«Δηλαδή από το ποιο είναι το πρόβλημα;» ρώτησε η σύζυγος.

«Όχι, ακριβώς… δεν ξεκινάω ποτέ τόσο επιθετικά τις συνεδρίες που κάνω με τα ζευγάρια. Το πρόβλημα θα αποκαλυφθεί με το πέρασμα των συνεδριών».

«Κρίμα, γιατί έχω ειλικρινά μεγάλη απορία για να καταλάβω κι εγώ ο ίδιος ποιο είναι το θέμα και με τραβολογά η σύζυγος μου σε σύμβουλους και ψυχιάτρους».

Η Ζωή αναστέναξε κοιτάζοντας τον άνθρωπο απέναντι της με απογοήτευση.

«Ειλικρινά δεν ξέρω αν έχει αποτελέσματα τελικά όλο αυτό».

«Να φροντίσεις να έχει, γιατί αλλιώς δεν παίρνεις δεκάρα τσακιστή από εμένα», είπε απειλητικά ο σύζυγος στο σύμβουλο.

«Το θέμα δεν είμαι εγώ. Είναι πόσο είστε εσείς ανοικτοί να αντιμετωπίσετε τα θέματα που έχει ο γάμος σας και να αφουγκραστείτε τους προβληματισμούς ο ένας του άλλου».

«Να αφουγκραστώ!» Αναμάσησε στα δόντια του τη λέξη, να μην τη γνώριζε άραγε ή να του έκανε εντύπωση η χρήση της; «Ας αφουγκραστώ λοιπόν», είπε στο τέλος και περίμενε για την επόμενη οδηγία. «Από πού θα ξεκινήσουμε;»

«Θα ήθελα να θυμηθείτε τον πρώτο καιρό που γνωριστήκατε!»

«Όταν έγινε γκόμενα μου;» Ρώτησε ο άντρας προκαλώντας τη σιωπηλή δυσανασχέτηση της γυναικός του.

«Και πριν από αυτό αν μπορείτε, όταν γνωριστήκατε».

«Ωραία, θα μιλήσω εγώ». Πήρε από μόνος του το λόγο ο άντρας. «Την είχα μπανίσει στη γειτονιά…»

«Την είχα δει…» θέλησε να τον διορθώσει η γυναίκα του.

«Έστω… την είχα δει… επέστρεφα από τη δουλειά και κόντεψα να τρακάρω…»  είπε και έκανε με τα χέρια του νοερά το σχήμα ενός γυναικείου κορμιού με καμπύλες.

«Τι δουλειά κάνετε;»

«Αντρική!»

«Τι εννοείτε αντρική;»

«Είναι οδηγός φορτηγού». Πήρε το λόγο η γυναίκα του, με την ελπίδα να σταματήσει την κατρακύλα της συζήτησης.

«Το είχα δει από καιρό το κοριτσάκι, είχα δει τον κώλο της και ζαλίστηκα λέμε, αλλά πολλές φορές τα πίσω φανάρια σε μπερδεύουν, βλέπεις την πρόσοψη και σκέφτεσαι ότι αν βάλεις φουστάνι θα είσαι πιο όμορφος από την τυχαία γκόμενα που είδες στο δρόμο. Μόλις προσπέρασα κοίταξα από τον καθρέφτη και είδα ότι τόσο από πίσω όσο και από μπροστά το μωρό έλεγε».

«Και εσείς;» απεύθυνε το λόγο στη Ζωή.

«Αυτή ούτε που να με φτύσει», συνέχισε ο σύζυγος. «Τι που της κόρναρα με το αμάξι… τι που της σφύριζα, σημασία η κυρία, λες και είχαμε φάει σκορδαλιά και της βρωμάγαμε».

«Ζωή;» της έδωσε το λόγο.

«Αρχικά την πρώτη φορά που μου κόρναρε, κόντεψα να πάω από την καρδιά μου, βλέπεται η κόρνα του φορτηγού είναι πιο βαριά από των επιβατικών αυτοκινήτων, σκέφτηκα «Παναγιά μου» με πάτησε νταλίκα, ως εδώ ήταν, ούτε τη μάνα μου θα ξαναδώ, ούτε τα αδέρφια και τον πατέρα μου, ούτε οικογένεια θα κάνω».

«Οικογένεια έκανες!»

«Ζωή;»

«Τρόμαξα πολύ, όσον αφορά τα σφυρίγματα δεν έδωσα σημασία, οποιοσδήποτε μπορεί να σου σφυρίξει, αυτό δε λέει τίποτα».

«Εδώ που τα λέμε δεν είναι και καμιά εύκολη, της το παραδέχομαι και της βγάζω και το καπέλο, είναι κυρία και έχει σταθεί στο πλευρό μου, ισάξια και έντιμα!»

«Και πως συνεχίστηκε το κόρτε;»

«Το ποιο;»

«Το φλερτ».

«Α! Εγώ πείσμωσα, είχα βάλει αμέτι μου χαμέτι μου αυτό το κωλαράκι, και ό,τι άλλο, απόκρυφο και μη, να το κάνω δικό μου. Και όχι μόνο το έκανα δικό μου το διατήρησα κιόλας!»

«Τι εννοείται όταν λέτε ότι το διατηρήσατε;»

«Ότι το σεβάστηκα και το πήρα με παπά και με κουμπάρο, δεν το είχα μόνο για να παίζω, την έκανα κυρία».

«Κυρία ήμουν, δε χρειαζόμουν εσένα να με κάνεις».

«Δε λέω, ότι ήταν ήταν!»

«Την κάνατε κυρία, για ποιο λόγο;»

«Τι σημαίνει πάλι αυτό;»

«Εννοώ ότι την παντρευτήκατε επειδή την αγαπήσατε και δε θα μπορούσατε να ζήσετε χωρίς εκείνη ή επειδή ήταν κυρία και θέλατε δίπλα σας κάποια έντιμη που δε θα γυρνάει στις κόρνες των αυτοκινήτων και τα σφυρίγματα των οδηγών;»

«Αν πω και για τα δύο πειράζει;»

«Τίποτα δεν πειράζει, εδώ είμαστε για να συζητάμε τα συναισθήματα μας».

«Ε λοιπόν και για τα δύο. Βλέπεις άντρας είμαι και πριν από τη Ζωή είχα σχετιστεί με πολλές γυναίκες. Κάποιες τις ερωτεύτηκα, κάποιες άλλες απλά τις καψουρεύτηκα. Όμως δε θα τις παντρευόμουν, κι ας κάνανε καλό σεξ, καλύτερο από τη Ζωή, που εγώ τη μύησα στα άδυτα του κόσμου του σεξ».

«Μήπως ήταν αυτός ο λόγος που την παντρευτήκατε;»

«Ποιος;»

«Η απειρία της».

«Όχι, ξέρεις πόσες έχει ξεπαρθενιάσει ο Βαγγέλης. Αν ήταν να τις παντρευόμουν όλες, θα είχα χαρέμι».

«Ώστε τόσες πολλές;» Τον ειρωνεύτηκε η Ζωή!

«Φυσικά».

«Τελικά η μισή πόλη περίμενε τον Τατσόπουλο και η υπόλοιπη τον άντρα μου».  

«Είπατε πριν πως η Ζωή έχει σταθεί στο πλάι σας έντιμα και ισάξια, τι εννοούσατε με αυτό;»

«Ότι έχω το κούτελο μου καθαρό, μπορώ να περνάω από τις πόρτες και να μη βρίσκω».

«Και εσείς, έχετε σταθεί έντιμα και ισάξια στο πλευρό της συζύγου σας;»

«Τι ρωτάτε τώρα!»

«Αν της είσαστε πιστός;»

«Δε μου λέτε doctor, μήπως ανήκετε στο φεμινιστικό κίνημα;»

«Τι σημαίνει αυτό;»

«Ότι ο άντρας πρέπει να είναι αρσενικό».

«Ποια όρια μπορεί να ξεπερνάει το αρσενικό, που δεν έχει το δικαίωμα να κάνει το ίδιο η γυναίκα;»

«Ότι στο σπίτι πρέπει να είναι αφεντικό, να γαμάει και να δέρνει».

Η Ζωή έκανε ένα καθησυχαστικό νεύμα που σήμαινε ότι δεν είχε σηκώσει χέρι επάνω της ο σύντροφος της, στο ανήσυχο αλά Dr.  βλέμμα.

«Ε τι κι αν έχω πάει κάποιες φορές με άλλες γυναίκες, δε σημαίνει τίποτα, άντρας είμαι».

«Ένα δικαίωμα που φυσικά δεν έχει η σύζυγος».

«Όχι βέβαια, σκεφτείτε το απλά, έναν άντρα τον λένε κερατά, μια γυναίκα δεν τη λένε όμως. Άσε που αν έναν άντρα  πάει με άλλες θα τον πούνε μάγκα, ενώ μια γυναίκα πόρνη».

«Αυτά είναι ξεπερασμένα στερεότυπα. Όμως Ζωή, εσύ τι γνώμη έχεις γι’ αυτά που λέει ο σύζυγος σου;»

«Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα. Αυτά που λέει ο άντρας μου».

«Κι αυτά που κάνει;»

«Εδώ είναι ένα θέμα».

 

Σημειώσεις: Βαγγέλης, πρόκειται περί παρλαπίπα.(σίγουρα αυτός δεν είναι επιστημονικός όρος, όμως κατά πόσο και ο Βαγγέλης θα μπορούσε να θεωρηθεί επιστημονικό δείγμα). Προφανώς μικρή σεξουαλική εμπειρία, πριν γνωρίσει τη Ζωή, ίσως να είναι και η πρώτη γυναίκα που πήγε, τώρα όσον αφορά τα υπόλοιπα για τις γυναίκες που την απατάει, διάθεση ανύψωσης αυτοπεποίθησης και να παίξει ένα ρόλο, στο μυαλό του, που δεν έχει στην πραγματικότητα. Ζωή, ευγενική και υπομονετική, ενοχλείται όμως από τις κουβέντες που λέει ο άντρας της, νιώθει ότι την κάνει ρεζίλι, ίσως να προτιμούσε να τα κάνει και να μην τα λέει.   

 

 

II

Ήρθε μια νεαρή γυναίκα σήμερα από το γραφείο που κάνω τις συνεδρίες μου. Την είδα πως κοίταζε τον προθάλαμο όπου περιμένουν τα ζευγάρια και ήταν σαν να καθρεφτίστηκε μέσα στα μάτια της το χάος που επικρατεί στη ζωή μου. Με το επικείμενο διαζύγιο να γεμίζει το κεφάλι μου τις περισσότερες ώρες, έχω αναβάλλει να διεκπεραιώσω πολλές δουλειές που μένουν σε εκκρεμότητα και αυτό φυσικά είναι εις βάρος μου, καθώς και εις βάρος της δουλειάς μου. Όμως πώς να καταφέρει τα πάντα ένα άτομο. Η γραμματέας μου λόγω κάποιων επιπλοκών στην εγκυμοσύνη της έπρεπε να πάρει άδεια και να μείνει στο κρεβάτι της μέχρι τη γέννηση του παιδιού της, όλο αυτό ήταν κάπως ξαφνικό και εγώ δεν ασχολήθηκα και πολύ με το να βρω κάποια να την αντικαταστήσω. Προσπαθώντας να φτιάξω τον καφέ μου δέχτηκα να με απασχολήσει για ένα ζήτημα της.

«Υπάρχει κάποιο θέμα με το σύντροφο σας;» τη ρώτησα και μου φάνηκε σαν να κάγχασε στην ερώτηση μου, ύστερα έβηξε και αφού ίσιωσε αμήχανα το πουκάμισο που φορούσε πάνω από ένα τζιν παντελόνι, μου είπε τι επιθυμούσε.

«Ξέρετε έχω τελειώσει ψυχολογία στο Πάντειο. Αλλά όπως συμβαίνει συχνά και τον τελευταίο καιρό όλο και συχνότερα, δεν έχω καταφέρει να βρω δουλειά στο αντικείμενο μου όσο κι αν προσπάθησα. Δουλεύω σε μια εταιρεία που δίνει λύσεις για προβλήματα τραπεζικών καρτών… τέλος πάντων», διέκοψε τον εαυτό της όταν με είδε να την κοιτάζω με απορία «ήθελα να μου επιτρέψετε κάποιες φορές να έρχομαι εδώ και να είμαι κάποιου είδους σιωπηλός βοηθός σας, στην ουσία παρατηρητής, σκέφτομαι να κάνω κάποιο μεταπτυχιακό που να έχει σχέση με τη συντροφικότητα…» εξήγησε πριν μείνει σιωπηλή, αναμένοντας την απάντηση μου.

Κοίταξα το καρνέ με τα ραντεβού μου. Δεν είχα πολύ χρόνο, όμως ίσως να μπορούσε να γίνει μια πολύ πρόθυμη βοηθός η οποία θα αναλάμβανε και την γραμματειακή υποστήριξη, «το τερπνόν επί του ωφελίμου». Και είναι εποχή που προσφέρονται πολλοί νέοι στις ποίκιλες «ορέξεις και ανάγκες» των αφεντικών τους, μη με παρεξηγήσετε δεν το εννοώ πονηρά, όμως αν μπορείς να απασχολήσεις έναν εργαζόμενο –πολυεργαλείο, για ποιο λόγο να απασχολείς παραπάνω;

«Στείλε μου το βιογραφικό σου» της είπα και εκεί κάπου σταμάτησε η κουβέντα, αφού χτύπησε το κουδούνι.    

 

Ζευγάρι Δεύτερο (Νάσια - Ηλίας)

Καθόμουν απέναντι στο ζευγάρι που έβλεπα για πρώτη φορά. Εκείνη ήταν μια εντυπωσιακή ψηλή και μελαχρινή γυναίκα, εκείνος ήταν απλά συμπαθητικός, θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος, πως μια τέτοια γυναίκα σχετίστηκε ερωτικά με έναν τέτοιον άντρα.

«Μιλήστε μου λίγο για εσάς! Με τι ασχολείστε;»

«Δουλεύω στις εκδόσεις!» Είπε εκείνη, «σε μια θέση με πολλές ευθύνες…»

«Και υπερβολικές ώρες εργασίες», συμπλήρωσε ο άντρας, προκαλώντας έναν ανεπαίσθητο μορφασμό από μέρους της γυναίκας του.

«Και εσείς;» τον ρώτησα.

«Οικιακά!» απάντησε εκείνος.

«Πολύ ωραία!» σχολίασα εγώ, περισσότερο επειδή ένιωσα ότι έπρεπε να πω κάτι.

«Βρίσκετε;» με ρώτησε ειρωνικά ο Ηλίας, όπως συμβουλεύτηκα τα χαρτιά μου.

«Φαντάζομαι δε χρειάζεται να σας αναφέρουμε καν το πρόβλημα, θα το έχετε ήδη καταλάβει», μίλησε η Νάσια (όπως ξανά συμβουλεύτηκα τα χαρτιά μου) και δεν μπόρεσα να αντιληφθώ καθαρά το ύφος της. 

«Κοιτάξτε, πριν πάμε στο πρόβλημα όπως το αναφέρετε, θέλω να γνωριστούμε λίγο καλύτερα, να μου μιλήσετε για εσάς και για το πώς ξεκίνησε η σχέση σας, ας θυμηθούμε τα όμορφα πράγματα, είναι ένας τρόπος να αντιληφθούμε τι σας ένωσε κατά το παρελθόν».

«Πολύ ρομαντική προσέγγιση», είπε πάλι η Νάσια και προχώρησε, «μη φανταστείτε ότι είναι κάτι ιδιαίτερα ρομαντικό, το αντίθετο θα έλεγα. Γνωριστήκαμε μέσω ενός κοινωνικού δικτύου γνωριμιών. Είχαμε κοινούς φίλους, είδε τη φωτογραφία μου και μου έκανε αίτηση φιλίας. Και εγώ από ευγένεια δέχτηκα».

«Δηλαδή δε σας άρεσε η δική του όψη;»

«Πρώτον, για φωτογραφία είχε ένα Λαμπραντόρ, τι ακριβώς να μου αρέσει; Η αλήθεια ήταν ότι σκέφτηκα για να μη δείχνει τη φάτσα του θα είναι εντελώς για τα μπάζα ο τύπος, όμως είναι προτιμότερο να βάζει φωτογραφία σκύλου, αρκούδας, λιονταριού, τυφλοπόντικα παρά φωτογραφία κάποιου άλλου και να φτιάχνει ψεύτικο προφίλ».

«Δεν είχα ανάγκη για ψεύτικο προφίλ», αμύνθηκε ο Ηλίας.

«Όχι δεν είχες! Ήσουν αυτός που είσαι από την πρώτη στιγμή που γνωριστήκαμε».

«Δεν μπορείς να με κατηγορείς γι’ αυτό».

«Ποτέ δε σε κατηγόρησα γι’ αυτό!»

«Μιλάς όμως σαν να με κατηγορείς!»

«Συνηθίζεις να παρεξηγείς το ύφος μου».

«Είναι που μου μιλάς σαν να είμαι υφιστάμενος σου!»

«Είναι που συμπεριφέρεσαι σαν να θες αύξηση, χωρίς να τη δικαιούσαι».

«Ας βάλουμε μια άνω τελεία».  Διέκοψα για να μη συνεχίσουν να πετάνε κακίες ο ένας στον άλλον, ενώ σκέφτηκα μήπως έπρεπε να τους δώσω απευθείας την κάρτα ενός δικηγόρου, να γλιτώσουν χρόνο και χρήμα τα οποία θα έχανα εγώ, τουλάχιστον το χρήμα, ενώ θα κέρδιζα χρόνο για περισσότερη μεμψιμοιρία. Ας προσπαθήσω έπεισα τον εαυτό μου, ίσως να μετρήσει στο κάρμα μου και να γυρίσει πίσω σε εμένα το έτερον μου ήμισυ, αν καταφέρω να τους τα βρω. Αν και ποιο πιθανό να ανταμειβόμουν σε μια άλλη ζωή. «Νάσια, να υποθέσω ότι είναι πολύ σημαντική η δουλειά σου για εσένα».   

«Και βέβαια είναι, για ποιον δεν είναι άλλωστε;»

«Για πολλούς ανθρώπους που θα προτιμούσαν να έχουν περισσότερο χρόνο για τον εαυτό τους από το να τον σπαταλάνε σε μια εργασία που δεν τους γεμίζει!»

«Α! δεν ήξερα ότι γνωρίζεστε ήδη». Σχολίασε βλοσυρά. Ο Ηλίας αρκέστηκε να κουνήσει απλά το κεφάλι του απογοητευμένος χωρίς να μιλήσει όμως. «Λοιπόν ναι, περνάω καλά στη δουλειά μου, μου αρέσει να έχω τις ευθύνες που έχω και να τις φέρνω εις πέρας. Με συμπληρώνει η εργασία μου, αλλά και να μην εργαζόμουν εκεί που εργάζομαι και να μην ήμουν στη θέση που ήμουν, θα φρόντιζα να εργάζομαι ώστε να είμαι ανεξάρτητη και να μην έχω ανάγκη κανέναν». Είπε απότομα και απνευστί λες και απολογούταν σε ένα αόρατο δικαστήριο. «Από παιδί έκανα δουλειές του ποδαριού για να κερδίζω το χαρτζιλίκι μου, ποτέ δε με χάιδεψε κανείς και δεν πήρα κάτι χωρίς να το αξίζω, μέχρι και σήμερα ό,τι έχω κερδίσει είναι από τη δουλειά μου».

«Ηλία…» δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω την ερώτηση μου όταν εκείνος με διέκοψε.

«Είμαι εντελώς διαφορετικής φιλοσοφίας από αυτήν της γυναίκας μου, φυσικά και πιστεύω στην εργασία, αλλά νιώθω ότι ισχύει και αυτό που λένε ότι η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη. Επίσης και εδώ ας με συγχωρέσει η Νάσια, πιστεύω ότι ένας άνθρωπος που κάνει οικιακά δε σημαίνει ότι δεν προσφέρει, μπορεί να μην προσφέρει στο ΑΕΠ της χώρας του, αλλά προσφέρει στην οικογένεια του. Τα παλιά χρόνια, ειδικά για εμάς που ζήσαμε και μεγαλώσαμε στην επαρχία, ήταν αυτονόητο ότι έπρεπε να γίνονται οι δουλειές του σπιτιού από τη μητέρα μας, όμως δεν είναι και αυτές τόσο εύκολες που νομίζουν όσοι δεν καταπιάνονται μαζί τους. Το να διατηρείς το σπίτι σε τάξη και καθαρό συμπεριλαμβάνει ένα σωρό άλλες εργασίες που τρώνε χρόνο. Σκούπισμα, ξεσκόνισμα, σφουγγάρισμα, πλύσιμο τα χαλιά, πλύσιμο τα πιάτα, γιατί δεν μπαίνουν όλα μέσα στο πλυντήριο, άσε που τα κάνει χάλια και τους αφήνει υπολείμματα, σε τι τραπέζι θα εμφανίσω τέτοια πιάτα, όταν η Νάσια καλεί συνεργάτες της από τη δουλειά. Έπειτα να μαγειρέψεις, να έχεις καθαρά και σιδερωμένα τα ρούχα και πόσα άλλα πράγματα τα οποία δε θα αναφέρω καν».

«Δεν υποτίμησα ποτέ τη συμβολή σου, εσύ θες να νιώθεις έτσι!»

«Τι δουλειές έχεις κάνει Ηλία;»

«Είχα καταπιαστεί με διάφορα πράγματα, κυρίως αγροτικές δουλειές, έπειτα ήρθα στην Αθήνα αλλά και πάλι έκανα δουλειές του ποδαριού».

«Δεν είχες ποτέ κάποια όνειρα για κάποια επαγγελματική σταδιοδρομία;»

«Θα μου άρεσε να κάνω ίσως κάποια πράγματα, όπως το να ανοίξω ένα δικό μου εστιατόριο, αλλά και πάλι δεν ξέρω αν θα άντεχα όλη αυτή την πίεση που περνάνε οι σεφ».

«Δε νομίζω ότι θα είχες ιδιαίτερη πίεση αν άνοιγες μια ψησταριά, δεν έχουν ιδιαίτερη πίεση υποθέτω αυτά τα μαγαζιά, όπως έχουν για παράδειγμα τα gourmet εστιατόρια», σχολίασε η Νάσια.

«Ίσως», το δέχτηκε εκείνος, «μπορεί να το δοκιμάσω κάποια στιγμή».

«Καλό θα σου έκανε, να βγεις και λίγο από το σπίτι».

«Τι άλλο θα σου άρεσε;» Μίλησα και αμέσως ένιωσα σαν να ήμουν σύμβουλος εργασίας και όχι γάμου.

«Θα μου άρεσε να παίζω σε ταινίες, μου έχουν πει ότι μοιάζω με τον George Clooney και τον Tom Crouse», ένας αναστεναγμός ξέφυγε από τα χείλη της γυναίκας του, που αν δεν είχα την εμπειρία να ελέγχω τις εκφράσεις και τα αισθήματα μου με όλα αυτά που είχα ακούσει κατά καιρούς λόγω του επαγγέλματος μου, θα άφηνα και εγώ έναν αναστεναγμό να συνοδέψει τον δικό της. «Όμως τώρα ο κινηματογράφος στην Ελλάδα είναι πειραματικός και δεν έχει την αίγλη του αμερικάνικου, εγώ τις ξένες γλώσσες δεν τις καλομιλώ, οπότε μπορώ να ονειρεύομαι μόνο καθώς είμαι στο σπίτι και η τηλεόραση με συντροφεύει όσο κάνω τις δουλειές μου και όσο περιμένω τη Νάσια να επιστρέψει από τον εκδοτικό».   

«Πολύ ωραία! Και τώρα θέλω να επιστρέψουμε στο αίτημα φιλίας το οποίο και δέχτηκες».

«Και το οποίο μας έφερε και ως εδώ!»

«Πιστεύεις ότι αν ήσουν με κάποιον άλλον…»

«Αν ήμουν με κάποιον άλλον, δε θα το συζητούσα, θα είχα πάρει διαζύγιο ήδη. Δεν ήμουν και καμιά πρωτάρα όταν γίναμε, ας το πούμε φίλοι και αρχίσαμε την επικοινωνία. Οι περισσότεροι άνθρωποι γνωρίζουν το σύντροφο τους στο χώρο εργασίας τους, έτσι και εγώ είχα γνωρίσει κάποιους στη δουλειά, αλλά ξέρετε πως είναι οι άντρες τώρα, είναι τόσο ανταγωνιστικοί που δεν μπορεί να ανεχτεί ο εγωισμός τους μια γυναίκα να είναι καλύτερη από εκείνους στη δουλειά, και αυτό προκαλεί θέματα στη σχέση, τσακωμούς, εντάσεις και όλα αυτά. Οπότε είχα αποφασίσει καλύτερα μόνη μου παρά με κάποιον που ξυπνώ το φαλλοκράτη μέσα του, λόγω εργασίας. Άλλωστε όπως εκείνοι δεν μπορούσαν να δεχτούν να είμαι εγώ ανώτερη τους στην ιεραρχία στη δουλειά και εγώ δεν μπορώ να δεχτώ από την πλευρά μου το λόγο που δεν μπορούν να αποδεχτούν κάποιον άλλον που δουλεύει σαν σκυλί και είναι καλύτερος από τους ίδιους, μόνο και μόνο επειδή είναι γυναίκα. Είχα προτιμήσει λοιπόν κατά κάποιο τρόπο να μονάσω, όχι κυριολεκτικά φυσικά. Όμως όχι άλλες σχέσεις, όλα επιδερμικά. Άλλωστε είμαι υπέρμαχος του καλύτερα μόνος σου παρά με κακή παρέα! Και σε όλα αυτά τα κοινωνικά δίκτυα μη νομίζετε ότι έμπαινα επειδή ψαχνόμουν, και με τον Ηλία απλά έτυχε, απλά είχα ανάγκη από επικοινωνία, να μιλήσω με λίγους φίλους μου, γιατί μπορεί να βγάζει διάφορα συμπεράσματα τώρα ο σύζυγος μου, όμως δεν είναι ακριβώς έτσι, όταν σηκώνεσαι το πρωί και επιστρέφεις σπίτι σου μόλις λίγες ώρες για ύπνο, δεν έχεις χρόνο να βγεις, να διασκεδάσεις, κι όμως σαν άνθρωπος είχα και εγώ ανάγκη την ανθρώπινη επαφή. Γι’ αυτό έμπαινα σε όλα αυτά τα κοινωνικά δίκτυα τα οποία και κοροϊδεύω και γνωρίζω πόσους κινδύνους κρύβουν. Και σε γενικές γραμμές θεωρώ ότι έκανα σωστή χρήση».

«Εκτός από εμένα».

«Ποτέ δε σε θεώρησα λάθος».

 

Σημειώσεις: Δυναμική και αποφασιστική, δεν αφήνει τίποτα στην τύχη, είναι καριερίστρια  και έχει επισκιάσει τον άντρα της, όμως δεν είναι βέβαιο ότι και εκείνος δεν παίζει το ρόλο που επιθυμούσε στην ιστορία. Σουφραζέτα με όλη τη σημασία της έννοιας!  

 

 

III

Βγαίνοντας από τη συνάντηση με το ζευγάρι που γνωρίστηκε διαδικτυακά βρήκα ακουμπισμένο ένα φύλλο χαρτί, διπλωμένο στη μέση, πάνω στη βάση της οθόνης του υπολογιστή. Αφού τους συνόδευσα ως την πόρτα, πήγα και πήρα το χαρτί να δω αν ήταν κάποιο σημείωμα ξεχασμένο από καιρό που δεν είχα προσέξει μέσα στην αφηρημάδα μου από τη μέρα που με είχε εγκαταλείψει η γραμματέας μου, για οικογενειακούς λόγους υγείας. Δύο σε ένα!

Μόλις το ξεδίπλωσα αντιλήφθηκα ότι δεν ήταν παρά ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα από το κορίτσι που είχε έρθει να μου ζητήσει να γίνει ένα είδος βοηθού μου. Δεν έγραφε πολλά, ούτε καν το όνομα της δεν είχε γράψει στο χαρτί, άραγε να το είχε ξεχάσει ή να είχε την ψευδαίσθηση ότι θα το θυμόμουν επειδή μου είχε συστηθεί. Είχε αποφοιτήσει με Λίαν Καλώς από το Πάντειο στο τμήμα Ψυχολογίας και μιλούσε γαλλικά  C1 και είχε βεβαίωση χρήσης υπολογιστών σε όλα τα προγράμματα του Office. Από κάτω είχε σημειώσει το τηλέφωνο και το email της και αυτό ήταν όλο. Τι συμπεράσματα έπρεπε να βγάλει ένα ξεφτέρι σαν εμένα για την προχειρότητα του βιογραφικού της, ότι ήταν τσαπατσούλα, ότι δεν έψαχνε για δουλειά, ή ότι ήταν σύντομη, περιεκτική και εύστοχη μη θέλοντας να με βαρύνει με υπερβολικές πληροφορίες όπως θα έκανε οποιοσδήποτε άλλος υποψήφιος στη θέση της. Μήπως απλά με είχε ψυχαναλύσει και είχε καταλάβει ότι δεν ήμουν και για πολλά πολλά τη συγκεκριμένη φάση. Αν ήταν πάντως τόσο φειδωλή και στα λόγια όσο στο βιογραφικό της, ήταν αυτό που μου χρειαζόταν. –Αν και δε μου είχε φανεί και τόσο, όταν ήταν εδώ-. Για την ώρα ήταν η καλύτερη λύση που είχα για αντικατάσταση γραμματέως, γιατί με τη βραδύτητα που με είχε πιάσει αποκλείεται να έμπαινα καν στον κόπο να βάλω αγγελία σε εφημερίδα. Ήταν τόσο απότομη η αυτόβουλη απομάκρυνση της γραμματέως μου από τα καθήκοντα της, που δεν είχε προλάβει να αναλάβει την αντικατάσταση της. Όμως πάνω από όλα η υγεία.      

 

Ζευγάρι Τρίτο (Δέσποινα –Ξενοφώντας)

Παρέμεινα μέσα στη σιωπή να τους παρατηρώ, προσπαθώντας να βρω κάτι πρωτότυπο να πω ώστε να μην επαναλαμβάνω τα ίδια σαν αυτόματος τηλεφωνητής. Όχι ότι θα είχε και καμία σημασία για εκείνους, αφού δε θα τα είχαν ακούσει ξανά από τα χείλη μου, απλά δεν άντεχα να ακούσω τον εαυτό μου για άλλη μια φορά να λέει ακριβώς τις ίδιες ατάκες στην πρώτη συνεδρία. Ίσως να χρειαζόμουν επειγόντως διακοπές και ξεκούραση, να αποτραβηχτώ σε ένα ερημικό νησί και να κάθομαι κάτω από τον ήλιο προσπαθώντας να εκκενώσω το μυαλό μου από τα προσωπικά και ξένα θέματα, συγκεντρώνοντας όλες μου τις σκέψεις στις αναπνοές μου και στο γεγονός ότι ζω. Η σιωπή τραβούσε σε μάκρος και πρόσεξα το ζευγάρι να ανταλλάσει απορημένες ματιές, πίεσα τον εαυτό μου να σκεφτεί κάτι να πει, έστω και κάτι που στα αυτιά μου θα ακουγόταν φρικιαστικά κλισέ.

«Εγώ καταλαβαίνω!» μίλησε η γυναίκα, «καταλαβαίνω γιατί με τα χρόνια στο πλάι του συντρόφου μου έχω μάθει να αφουγκράζομαι τις σιωπές». Χαμογέλασα αμήχανα και περίμενα να συνεχίσει, γιατί ήθελα να αποφύγω να ακούσω την ίδια τη φωνή μου, αργότερα, ίσως αργότερα να μιλούσα. «Δίνετε το χρόνο που χρειαζόμαστε για να καταλάβουμε και εμείς οι ίδιοι για ποιο λόγο είμαστε εδώ και τι ζητάμε». Έριξα το βλέμμα μου στο σύντροφο της, ούτε μια έκφραση δεν είχε αλλάξει το πρόσωπο του, εκτός από τις απορημένες ματιές που είχαν προηγηθεί, έμενε ανέκφραστος. «Όμως να σας πω την αλήθεια δεν ξέρω πια αν μετά από τόσο παρατεταμένη σιωπή που έχω βιώσει την εκτιμώ κιόλας! Δεν μπορώ να πω ότι όταν επιστρέφω στο σπίτι από μια θορυβώδη μέρα στο κέντρο της Αθήνας δε θέλω λίγα λεπτά ησυχίας, όμως υπάρχει και μουσική, όχι θορυβώδη κομμάτια, που τα ακούς και θες να φωνάξεις όπα ή να αρχίσεις να χτυπιέσαι από την ένταση, αλλά γαλήνια μουσική που ηρεμεί τα νεύρα». 

«Δε νομίζω ότι είμαστε εδώ για να μιλήσουμε για τη μουσική» Τη διέκοψε ο σύζυγος της.

«Δε μιλάω για τη μουσική κάλε μου», τόνισε κάπως ειρωνικά η γυναίκα, «αναφέρομαι στην ησυχία, στο απόλυτο κενό της ανυπαρξίας των αισθημάτων σου, που έχει αρχίσει να μοιάζει με τον Άδη και να με κάνει να απορώ αν είμαι ζωντανή ή νεκρή».

Με το που άνοιξε το στόμα της εξέφρασε τη δυσαρέσκεια της. Συνήθως τα ζευγάρια που έφταναν ως εμένα, στην αρχή τουλάχιστον, προσπαθούσαν να είναι πιο ευγενικά μεταξύ τους και να βρουν έναν πιο ήπιο τρόπο να εκφράσουν αυτό που τους ενοχλούσε στο σύντροφο τους. Αν όχι, ήταν πιο πιθανό να προσπεράσουν την πόρτα του συμβούλου και να περάσουν αμέσως το κατώφλι του δικηγόρου.

«Και επειδή μου το έχεις κάνει ξεκάθαρο ότι ζωή δεν είναι μόνο να είσαι ερωτευμένος και μέσα σε σχέση, εννοώ αν έχω πεθάνει μέσα στην καρδιά σου Ξενοφώντα!»

«Δεν έχεις πεθάνει!» Της είπε σιγά, αλλά ήταν σαν να απαντούσε ότι είχε διεκπεραιώσει απλά ένα καθήκον.

«Τότε ίσως πρέπει να αρχίσω να αναρωτιέμαι για το αντίθετο». Σχολίασε εκείνη!

«Αυτό πρέπει να το ρωτήσεις στον εαυτό σου Δέσποινα», της είπε ήρεμα ο άντρας της.

Έβαζα στοίχημα ότι το συγκεκριμένο ζευγάρι θα το έβλεπα πρώτη και τελευταία φορά, και επειδή ξαφνικά ένιωσα ταύτιση, λόγω του σχεδόν τετελεσμένου της κατάστασης τους, το έβαλα πείσμα να σώσω τη σχέση τους, θα ήταν μια δικαίωση, μια νεκρανάσταση του δικού μου γάμου. Μήπως να έβαζα ένα ανόητο στοίχημα σαν αυτά που έβαζα με τον εαυτό μου στην παιδική και στην εφηβική ηλικία και που δεν είχαν καμιά ουσιαστική υπόσταση. Αν σωζόταν η σχέση τους θα σωζόταν και η δική μου. Βέβαια αυτό το στοίχημα σαν σκέψη και μόνο είχε ήδη δυο αρνητικά, ότι αν η σχέση μου δεν σωζόταν αυτομάτως θα καταστρεφόταν και η δική τους, έτσι που γινόταν αλληλένδετες με μια αόρατη μοιραία κλωστή κρυμμένη στους εγκεφαλικούς νευρώνες μου και δεύτερον ότι υπήρχε κίνδυνος να μη δείξω το ίδιο ενδιαφέρον για τα υπόλοιπα ζευγάρια που είχαν φτάσει σε εμένα με τον ίδιο σκοπό, να τους σώσω. Άλλωστε υπήρχε και κάτι άλλο, αν αυτοί είχαν φτάσει ως εμένα μόνο και μόνο για να τους δώσω τη δικαιολογία που χρειαζόταν για να χωρίσουν, τότε ο δικός μου ‘‘τελειωμένος’’ γάμος δεν είχε καμία πιθανότητα ανάκαμψης!

«Πως γνωριστήκατε;» είπα απότομα, τραβώντας τα βλέμματα τους επάνω μου, που μέχρι εκείνη την στιγμή κοιτούσαν σε εντελώς διαφορετικές κατευθύνσεις.

«Μην φανταστείτε, δεν είναι κάτι εξεζητημένο, μάλλον πεζό θα το έλεγε κανείς!»

«Σημασία δεν έχει τόσο ο τρόπος, όλες οι ερωτικές ιστορίες είναι γεμάτες με κλισέ φράσεις, συνηθισμένους καυγάδες, χιλιοειπωμένες ατάκες. Η πρωτοτυπία, αμφίβολο και για εκεί πλέον, υπάρχει στις ταινίες και στα βιβλία. Αυτό που θέλω εγώ είναι να θυμηθείτε την σπίθα, πως ξεχωρίσατε ο ένας τον άλλον, όταν συνειδητοποιήσατε ότι ‘Αυτό είναι το άλλο μου μισό’. Οπότε ποιος θα προτιμούσε να ξεκινήσει!» Η Δέσποινα στράφηκε και κοίταξε το σύζυγο της, έστρεψα και εγώ το βλέμμα μου σε εκείνον, όμως παρέμεινε σιωπηλός και ατάραχος. Η γυναίκα αναστέναξε και πήρε το λόγο.

«Δεν υπάρχουν πολλές επιλογές, αν θέλετε την αντρική εκδοχή της ιστορίας, λυπάμαι αλλά σήμερα δεν είναι διαθέσιμη. Οπότε θα αρκεστείτε στη δική μου».

«Μιλήστε εσείς, και όπου θέλει ο σύντροφος σας θα μπορεί να προσθέτει τα σχόλια του!»

«Πολύ αμφιβάλω. Λοιπόν εργαζόμαστε στην ίδια επιχείρηση, συγκεκριμένα είναι πολυεθνική. Σε μια τέτοια επιχείρηση, είναι φυσικό να μην ξέρεις όλους τους συναδέλφους σου στα γραφεία. Άλλωστε είναι μεγάλες οι εγκαταστάσεις. Ένα βράδυ Παρασκευής μετά τη δουλειά και ύστερα από πρόσκληση μιας φίλης μου, δέχτηκα να πάω να πιω ένα ποτό μαζί της και με κάποιους άλλους συναδέλφους. Το βράδυ μου έπειτα από τόσες ώρες εργασίας είχε ναυαγήσει, κανένα σχέδιο δε θα ήταν εφικτό να πραγματοποιηθεί και εγώ ήμουν κουρασμένη για οτιδήποτε άλλο, ήξερα ότι θα έφτανα στο σπίτι, θα έκανα ένα μπάνιο, και θα αποκοιμιόμουν μπροστά από την τηλεόραση τσιμπώντας το φαγητό μου, οπότε ένα ποτάκι πριν αποτραβηχτώ στο σπίτι μου δε θα ήταν κακό, να δω και λίγο κόσμο εκτός γραφείου. Την ακολούθησα λοιπόν σε ένα μπαράκι. Τώρα αν θέλω να ακριβολογώ δεν ήταν και αυτό που εννοούμε μπαράκι, χαμηλός φωτισμός, μουσική και η καθιερωμένη εικόνα ενός τέτοιου χώρου, έδινε περισσότερο την εικόνα της καντίνας. Ή μάλλον να το θέσω πιο σωστά, έδινε την εικόνα μιας οποιαδήποτε οικιακής κουζίνας, ένας ενιαίος χώρος, πλούσιος σε φωτισμό, με μεγάλα τραπέζια, και ένα μπαρ που από πίσω σέρβιραν ποτά. Οι σερβιτόρες μου θύμιζαν τις ξαδέρφες μου στο χωριό που σε γάμους και γιορτές, όταν έρχεται κόσμος στο σπίτι τους, σερβίρουν τα γλυκά και τους καφέδες. Τέλος πάντων μπαράκι με την έννοια που το ξέρουμε σίγουρα δεν ήταν. Φυσικά ο Ξενοφώντας θεωρεί ότι ήταν εναλλακτικό, και εφόσον σέρβιραν ποτά, ήταν και μπαρ. Βέβαια αν ήθελες να παραγγείλεις να φας, μπορούσες, όχι φαγητό εστιατορίου, φαγητό φαστφουντάδικου, κανένα σάντουιτς, άντε και καμιά σαλάτα».

«Ναι, κατάλαβα», είπα για να βάλω φρένο στις λεπτομέρειες του χώρου.

«Πήγαμε με τη φίλη μου και συναντήσαμε κάποιους άλλους συναδέλφους, δεν τους γνώριζα όλους, στην πραγματικότητα δε γνώριζα τον Ξενοφώντα και έναν άλλο από το τμήμα του. Δυο άλλα αγόρια που ήταν στην παρέα τα ήξερα και μια κοπέλα τουλάχιστον φυσιογνωμικά».

«Τι εντύπωση σου έκανε ο Ξενοφώντας;»

«Ήταν μυστηριώδης, αυτή ήταν η γοητεία του, καθόταν σε μια γωνιά, αμίλητος, όπως και τώρα δηλαδή, αυτό δεν άλλαξε και πολύ με τον καιρό. Έπινε το ουίσκι του και παρακολουθούσε την παρέα μέσα από τους καπνούς των τσιγάρων του. Όλοι μιλούσαν αντάλλασαν γνώμες, έκαναν ελαφρύ κουτσομπολιό για συναδέλφους και αφεντικά και εκείνος παρέμενε σιωπηλός να αντλεί σαν σφουγγάρι αυτά που λέμε, ή πολύ απλά μπορεί να αδιαφορούσε και να έβρισκε ποταπά τα όσα συζητούσαμε».

«Τι εντύπωση έκανε σε εσένα όλο αυτό, σε ενόχλησε;»

«Όχι, το αντίθετο μάλιστα. Μου αρέσουν οι μυστηριώδεις άντρες, που δεν κάθονται όλοι την ώρα να μιλάνε για τον εαυτό τους, να περιαυτολογούν και να καυχιούνται. Έδινε την εικόνα παλιάς κοπής άντρα και ξέρετε ότι έχει αρχίσει να απουσιάζει αυτό το είδος αντρών από την κοινωνία μας».

«Οπότε θα έλεγες ότι σε γοήτευσε;»

«Μου τράβηξε το ενδιαφέρον, αλλά έτσι αποκομμένος όπως ήταν δεν μπορούσα να τον πλησιάσω, τι να πεις με κάποιον που απαντούσε μονολεκτικά όταν του ζητούσαν τη γνώμη του».

«Και εσείς Ξενοφώντα;» του μίλησα στον πληθυντικό διότι δεν ήταν βέβαιο ότι είχα κερδίσει το δικαίωμα να του απευθύνω το λόγο στον ενικό.

«Εγώ;»

«Πως σας φάνηκε η Δέσποινα; Σαν ένα χαμόγελο να τρεμόπαιξε στα χείλη του, όχι ειρωνικό, αλλά σαν μια αναλαμπή από το παρελθόν».

«Μια χαρά», είπε στο τέλος.

«Μόνο αυτό;» επέμεινα.

«Χρειάζεσαι χρόνο για να γνωρίσεις έναν άνθρωπο».

«Και τώρα;» τον προκάλεσα να πει κάτι παραπάνω, έτσι για να ικανοποιήσω τη Δέσποινα αλλά και την περιέργεια μου.

«Είμαστε μαζί πάνω από δέκα χρόνια, αυτό θα λέει κάτι από μόνο του».

«Και το ότι βρισκόμαστε εδώ κάτι λέει από μόνο του», μίλησε εκνευρισμένη η Δέσποινα.

«Όλα τα ζευγάρια περνάνε κρίσεις».

 

Σημειώσεις: Η Δέσποινα νιώθει μοναξιά, ότι δεν έχει την αμέριστη προσοχή του άντρα της, αυτό την κάνει νευρική αν όχι, χειρότερα ακόμα, νευρωτική. Πρέπει να είναι μεγαλωμένη με παραμύθια και με ρομαντικές ταινίες, το ότι γνωριστήκαν σε ένα ποταπό μπαρ που έδινε την εικόνα μιας καντίνας, χαράματα στην εθνική έπειτα από ξενύχτι, την κάνει να νιώθει ότι απουσιάζει από τη σχέση τους η μαγεία. Ασυνείδητα πιθανόν να θεωρεί ότι αυτό ευθύνεται που η σχέση τους δεν πάει τόσο καλά, δεν είχε τα φόντα από την έναρξη της. Όμως προσωπικά πιστεύω ότι η ίδια πέφτει σε μια παγίδα, σπρώχνοντας τη σχέση της και μαζί και τον Ξενοφώντα…, όλη αυτή η αρνητική της προδιάθεση απέναντι στο σύντροφο της, προεξοφλώντας το πώς θα συμπεριφερθεί, ίσως να προδιαθέτει και τον ίδιο να συμπεριφέρεται με τον τρόπο που του υποδεικνύει ακριβώς για το λόγο ότι ξέρει ότι δεν είναι και ο θεμιτός από πλευρά της. Πρέπει να τους δώσω να καταλάβουν ότι θα χάσουν και οι δύο αν συνεχίσουν ο ένας να δίνει το ρόλο και ο άλλος να τον παίζει.      

 

 

Ενότητα δεύτερη

Ι

Αντικειμενικότητα! Από αυτή τη λέξη προσπαθούσε να κρατηθεί, ώστε να συνεχίσει να συμβουλεύει τα ζευγάρια. Αυτός που είναι έξω από το χορό, όπως λέει και η παροιμία… μπορεί πιο εύκολα να δει τι είναι αυτό που προκαλεί σύγχυση σε δυο ερωτευμένους ανθρώπους και να τους συμβουλέψει αντικειμενικά, πιο ορθά μάλιστα απ’ όσο θα το έκανε ένας φίλος. Ο φίλος γνωρίζει τους ήρωες του δράματος, ξέρει, επηρεάζεται από την προσωπική του οπτική, μπορεί να βαρύνει τη ζυγαριά από τη μία ή από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί να είναι απόλυτα αντικειμενικός. Όμως ένας άνθρωπος που είναι επαγγελματίας, που δεν έχει αισθήματα θετικά ή αρνητικά για κάποιο από τα δύο μέλη, αυτός  θα βοηθήσει, άλλωστε αυτός είναι ο αντικειμενικός σκοπός του. Τι κι αν τα δικά σου προσωπικά πήγαιναν κατά διαόλου, επειδή εξαιτίας λάθος χειρισμών κατάφερες να φτάσεις τη σχέση σου σε τέλμα, και πώς να πείσεις πια το σύντροφο σου ότι μπορείτε να ξαναπροσπαθήσετε, όταν για κάποια χρόνια, θεωρώντας δεδομένο το έτερον σου ήμισυ, είχε ρίξει όλο του το βάρος σε άλλα πράγματα…    

 

Ζευγάρι Πρώτο (Βαγγέλης – Ζωή)

«Στην προηγούμενη συνεδρία Ζωή, ο Βαγγέλης μας μίλησε για το πώς του τράβηξες την προσοχή την πρώτη φορά που σε είδε, επίσης μας είπε ότι δεν του έδωσες και πολύ σημασία, τι ήταν τελικά αυτό που σε προκάλεσε να του δώσεις μια ευκαιρία και να καταλήξεις παντρεμένη μαζί του;»

«Η ομορφιά μου!»

«Ζωή;»

«Ίσως πρέπει να το σκεφτώ λιγάκι!»

«Θα το θέσω αλλιώς, ποιο θεωρείς ότι είναι το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του;»

«Πιστεύω, νιώθω, ότι μπορεί μια γυναίκα να στηριχτεί επάνω του. Και δεν αναφέρομαι φυσικά στη σωματική του διάπλαση! Είναι ένας μικρός γίγαντας, αυτό είναι οφθαλμοφανές, όμως και σαν χαρακτήρας είναι ένας άντρας που μπορείς να του έχεις εμπιστοσύνη, ξέρεις ότι δε θα σε κρεμάσει».

«Νιώθεις ασφαλής μαζί του!»

«Ναι, νομίζω ότι το θέσατε σωστά».

«Από την πρώτη φορά λοιπόν που σου έπιασε την κουβέντα σου ενέπνευσε ασφάλεια;»

«Δεν τον ήξερα, δεν μπορεί να σου εμπνεύσει ασφάλεια ένας άνθρωπος που δεν ξέρεις!»

«Τότε;»

«Η αλήθεια είναι ότι ήταν κάπως επίμονος, αν δεν είχε επιμείνει, δε θα είχαμε καταλήξει μαζί, πιστεύω. Όμως ο Βαγγέλης δεν το έβαζε κάτω! Ήταν βλέπετε και που εγώ…»

«Ναι;» Η Ζωή στράφηκε και κοίταξε δίπλα της το Βαγγέλη, εκείνος φαινόταν να μην την προσέχει, αλλά σαν να προσπαθούσε να αντιληφθεί τι απεικόνιζε ένας πίνακας ζωγραφικής, πίσω από το άτομο που είχαν απέναντι τους και τους έπαιρνε ένα είδος ερωτικής συνέντευξης.

«Εκείνη την περίοδο είχα βγει από μια δύσκολη σχέση!»

«Από ποια άποψη δύσκολη;»

«Ήταν ένας τύπος που … δεν μπορούσες να βασιστείς πάνω του, όχι για τα σημαντικά, ούτε για τα ελάχιστα, με θυμόταν βάσει του προγράμματος του, κλείναμε ραντεβού να συναντηθούμε και δεν εμφανιζόταν, ούτε τηλεφωνούσε να το ακυρώσει ή να ζητήσει συγγνώμη, είχα παιδευτεί πολύ μαζί του, έπρεπε να βάλω ένα τέλος, ένα τέλος για μένα, να μην περιμένω πια, αν με καταλαβαίνεται».

«Και είδες όλο αυτό το ενδιαφέρον σαν μια ευκαιρία;»

«Ναι! Ήταν ένα είδος έμμεσης εκδίκησης. Ή μάλλον όχι, εκδίκηση θα ήταν αν ήξερε ότι εκείνος θα νοιαζόταν, όμως δεν είναι ωραίο να υπάρχει κάποιος που νοιάζεται για σένα και στο δείχνει;»

«Συγνώμη που σας διακόπτω, αλλά μήπως θα μπορούσα να πάω προς νερού μου, ή μήπως θα χαλάσω τη συνάντηση;»

«Μπορείς να πας. Στο διάδρομο η πρώτη πόρτα δεξιά».

«Μερσί!»

«Ζωή, μιας και μείναμε μόνοι θα ήθελα να μου επιτρέψεις μια ερώτηση, φυσικά αν δε θες  μπορείς να μην απαντήσεις…»

«Νομίζω ότι ξέρω τι θα με ρωτήσετε!» είπε χαμογελώντας συνεσταλμένα! «Όμως προχωρήστε!»

«Η σχέση σου με αυτόν τον άλλον τύπο, ήταν πλατωνική;»

«Δεν είναι αστείο, πως οι σιωπές μας μπορούν να αποκαλύψουν περισσότερα πράγματα από ότι εμείς οι ίδιοι».

«Τι εννοείς με αυτό;»

«Ότι σήμερα ο Βαγγέλης δε μιλάει πολύ, έχω πάρει εγώ το λόγο και δεν μπορεί να μην έχετε αντιληφθεί το πόσο έχει βαρεθεί που δεν είναι σε θέση να πει τις δικές του αντρικές κουβέντες, να καυχηθεί για τις κατακτήσεις του. Δεν μπορεί θα έχετε βγάλει πολλά συμπεράσματα από τη στάση του!» Προσπάθησε να τη διακόψει και να φέρει την κουβέντα πάλι σε εκείνη, όμως του έδωσε την απάντηση αποφασιστικά και γρήγορα σαν να ήταν μια ηρωική πράξη! «Όχι, δεν ήταν πλατωνική… ήταν ολοκληρωμένη. Τώρα θα αναρωτιέστε πως στην ευχή πίστεψε ότι ήταν ο πρώτος μου, δεν του το είπα εγώ, μόνος του το έβγαλε το συμπέρασμα, απλά εγώ χωρίς ποτέ να το παραδεχτώ, δεν το αρνήθηκα κιόλας!»

«Θεωρείς ότι μια γυναίκα πρέπει να πάει μόνο με έναν άντρα σε όλη της τη ζωή. Αυτόν που πρόκειται να παντρευτεί;»

«Όχι, δεν το θεωρώ. Αλλά σε κάποιους αρέσει!»

«Και ο Βαγγέλης είναι από αυτούς τους άντρες!»

«Δεν πιστεύω ότι θα με παρατούσε αν ήξερε ότι είχα κάποιους δεσμούς πριν από εκείνον, αλλά με εμπιστεύεται περισσότερο τώρα!»

«Έχεις ανάγκη αυτή την εμπιστοσύνη από μέρους του;»

«Όλοι δεν έχουμε ανάγκη να μας εμπιστεύονται;»

«Ναι, αλλά κάποιοι την έχουν περισσότερο από κάποιους άλλους και φυσικά για διαφορετικούς λόγους».

«Όχι, δεν έχω στρέψει την προσοχή μου σε άλλον άντρα όλα αυτά τα χρόνια και δεν έχω σκοπό να το κάνω, άλλωστε είμαι φύση μονογαμική».

«Και το ότι ο άντρας σου, μιλάει για άλλες γυναίκες με τόση άνεση;»

«Μιλάει, μόνο μιλάει, δεν μπορώ να πιστέψω ότι έχει πάει. Θα τον έβλεπα και δε θα το πίστευα. Νομίζω ότι απλά ισοβαθμεί με τις κουβέντες τα όσα δεν έχει κάνει, αλλά έχει γεμίσει το μυαλό του ότι είναι υποχρεωμένος να κάνει ως άντρας. Βλέπετε κάνει και ένα αντρικό επάγγελμα, πλαισιωμένο από άντρες που όλη την ώρα καυχιούνται και μετράν το μέγεθος τους, όχι κυριολεκτικά, θέλω να πιστεύω».

«Καταλαβαίνω, το μετράνε με το να λένε με πόσες πήγαν».

«Ακριβώς».

«Γύρισα κι εγώ». Είπε ο Βαγγέλης μπαίνοντας και παίρνοντας θέση στην πολυθρόνα δίπλα στη Ζωή!

«Ώστε αυτό που άντλησες από το Βαγγέλη ήταν ένας άντρας που ενέπνεε εμπιστοσύνη».

«Ακριβώς, και είναι βλέπετε ένα χάρισμα απαραίτητο και δυσεύρετο πλέον στους άντρες».

«Οπότε δε μιλάμε για έναν έρωτα με την πρώτη ματιά!»

«Όχι!»

«Ναι! Για μένα ναι, το είπα και χθες!»

«Κάποιος πρέπει να κάνει την αρχή, κάποιος πρέπει να μαγευτεί και να ρίξει τα δίχτυα του».

«Ή να σηκώσει το γερανό του, βλέπετε δεν είμαι ψαράς!»

«Να σηκώσει το γερανό του!»

«Δεν είναι υπονοούμενο, αλλά βλέπετε υπάρχει ένας μηχανισμός, κυρίως στις νταλίκες, που πατάς και ανεβαίνει η πίσω πόρτα, βοηθάει στη φόρτωση και την εκφόρτωση, λόγω επαγγέλματος ταυτίζομαι περισσότερο με αυτό απ’ ότι με δίχτυα και ψαράδες».

«Βαγγέλη νιώθω ότι η δουλειά σου είναι ιδιαιτέρως σημαντική για σένα!»

«Φυσικά και είναι. Πρώτον με αυτή ζω την οικογένεια μου».

«Αν δεν οδηγούσες φορτηγό, πως θα φανταζόσουν τον εαυτό σου, να κάνει τι;»

«Τίποτα!»

«Τίποτα;»

«Εννοώ ότι δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου να κάνει κάτι άλλο. Έκανε και ο πατέρας μου το ίδιο επάγγελμα, οπότε κατά κάποιο τρόπο είχε δρομολογηθεί η επαγγελματική μου σταδιοδρομία από νωρίς».

«Θα πρέπει να είναι κουραστικό επάγγελμα και αν κάνεις και μακρινά ταξίδια».

«Δε λέτε τίποτα, είναι φορές που έχω να δω την οικογένεια μου μέρες».

«Και δε σου λείπουν!»

«Όλα μια ιδέα είναι!»

«Τουλάχιστον σε ικανοποιεί το επάγγελμα σου;»

«Φυσικά, δεν είμαι από αυτούς που μεμψιμοιρούν, το αντίθετο μπαίνω στο αυτοκίνητο μου και είναι σαν να απογειώνομαι, σαν να είμαι σε αεροδιάδρομο και είμαι έτοιμος να πετάξω».

«Χαίρομαι που το ακούω».

«Μπορεί να μην το βλέπουν όλοι έτσι, αλλά είναι απελευθερωτικό, όχι τόσο βέβαια όταν κολλάς στην κίνηση».

«Ζωή, θέλω να θυμηθείς ποιο ήταν το πρώτο θέμα συζήτησης σας όταν βγήκατε οι δυο σας!»

«Όταν δε μου έλεγε πόσο όμορφη είμαι, μου μιλούσε για τη δουλειά του, καρμπυρατέρ, τσιμούχες, φλάντζες, αμπραγιάζ…»

«Είναι ένα ουδέτερο θέμα το επάγγελμα να ξεκινήσεις μια συζήτηση και να δώσεις στοιχεία για τον εαυτό σου!» 

Σημειώσεις: ύστερα και από την «ομολογία» της Ζωής ότι ο Βαγγέλης δεν ήταν ο πρώτος άντρας με τον οποίο έκανε έρωτα βεβαιώθηκα ότι πριν από τη σχέση τους δεν είχε πάει με άλλη γυναίκα, δεν είμαι βέβαιος αν έχει συμβεί το ίδιο και μετά. Το ότι όση ώρα μιλούσε η Ζωή για την προηγούμενη σχέση της, πιστεύω ότι η αδιαφορία του ήταν τεχνητή. Δεν θέλει να ακούει τη γυναίκα του να μιλάει για πρώην, δεν το αντέχει, προφανώς η επίσκεψη του στην τουαλέτα να ήταν πρόσχημα για να μην ακούσει τη συνέχεια και να αποφύγει αυτό που υποψιάζεται, ότι δηλαδή δεν ήταν ο πρώτος.       

      

 

ΙΙ    

Ήρθε στην ώρα της στο ραντεβού μας, ούτε που ήξερα τι έπρεπε να τη ρωτήσω, απλά μόλις την είδα ήθελα να της φωνάξω ανακουφισμένος ένα «προσλαμβάνεσαι» και να απαλλαχτώ από όλες αυτές τις γραμματειακές αηδίες που έπρεπε να διεκπεραιώνω και που απλά είχα προτιμήσει να εγκαταλείψω, πέρα από το να ακούω τον τηλεφωνητή ώστε να δέχομαι νέους πελάτες, δηλαδή ζευγάρια με προβλήματα επικοινωνίας ή απώλεια ενδιαφέροντος. Μόλις της έκανα λόγο για δουλειά δεν την είδα να ενθουσιάζεται, άλλωστε δεν έψαχνε για δουλειά, ήθελε να κάνει απλά το μεταπτυχιακό της.

«Θεωρώ», της είπα αυστηρά σαν ένας άνθρωπος που γνώριζε το κύρος του και συγχρόνως ένοιωθα προσβεβλημένος που δεν το αντιλαμβανόταν και η ίδια, «ότι σου δίνω μια ευκαιρία να ασχοληθείς με το αντικείμενο σου!»

«Μέσω της γραμματειακής υποστήριξης;» με ρώτησε το θρασίμι!

«Κοίτα χρειάζομαι γραμματειακή υποστήριξη όπως λες κι εσύ. Όμως τι νομίζεις ακριβώς, ότι θα σε παίρνω μαζί μου στις συναντήσεις με τα ζευγάρια να ακούς αυτά που μου εμπιστεύονται; Δε νομίζω ότι είναι διαθέσιμοι να τα συζητήσουν με δυο, εδώ είναι δύσκολο να εμπιστευτούν εμένα».

«Και τότε πως θα γίνει;» με ρώτησε.

«Θα μπορώ να συζητάω έπειτα μαζί σου, και ανώνυμα φυσικά κάποιες περιπτώσεις που έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και που θα σε βοηθούσαν να κάνεις την εργασία σου!»

«Το μεταπτυχιακό!»  με διόρθωσε. Ύστερα σώπασε και έπειτα συνέχισε. «Συγγνώμη γενικά δε μου είναι εύκολο να κάνω μεγάλες αλλαγές τόσο απότομα. Και σε μια δύσκολη εποχή είναι δύσκολο να αφήνεις μια δουλειά σίγουρη για κάτι άλλο».

«Μια δουλειά που δε σου αρέσει».

«Δε μου αρέσει αλλά μου πληρώνει λογαριασμούς, φαΐ και άλλες ανάγκες».

«Οπότε μου λες όχι;»

«Θέλω λίγο χρόνο, να το ζυγίσω. Και ύστερα θα σας πω».  

«Πόσα χρόνια είσαι με τον ίδιο άντρα;» τη ρώτησα ξαφνιάζοντας την.

«Δεν είμαστε πολύ καιρό μαζί».

«Θα έλεγε κανείς…»

«Με χώρισε… ο άντρας που ήθελα και δεν ήθελα να είμαι μαζί του με χώρισε!»

 

Ζευγάρι Δεύτερο (Νάσια - Ηλίας)

«Τώρα θέλω να πάμε στη μέρα του πρώτου σας ραντεβού!» Ήταν μια προσπάθεια από μέρους μου να τους οδηγήσω σε όμορφες αναμνήσεις, θυμίζοντας τους πόσα τους ένωναν αντί για το τι μπορεί να τους χώριζε!

«Θα σας πω», πήρε το λόγο ο Ηλίας αυτή τη φορά πρώτος, «επειδή έμενα στην επαρχία και η σύντροφος μου στην Αθήνα δεν ήταν εύκολο για εμάς να συναντηθούμε από κοντά, στην αρχή κάναμε chat και συζητούσαμε ενώ κάποια στιγμή ξεκινήσαμε να επικοινωνούμε μέσω Skype».

«Ήταν πιο εύκολο και δεν πιανόταν το χέρι μας στο πληκτρολόγιο», συμπλήρωσε η Νάσια!

«Αυτός ήταν ο λόγος. Δεν ήταν επειδή θέλατε να δείτε ο ένας τον άλλον; Να ακούσετε τη φωνή, να δείτε τις αντιδράσεις του;»

«Είχαμε δει φωτογραφίες!»

«Και πάλι δεν είναι το ίδιο. Αλλά τέλος πάντων, δεν έχει τόση σημασία, ας πάμε λοιπόν όταν ήρθατε πρώτη φορά σε επικοινωνία μέσω Skype. Σκεφτήκατε ότι η εικόνα που βλέπετε ανταποκρινόταν σε αυτό που επιθυμούσατε;»

«Για εμένα σίγουρα. Και ακόμα περισσότερο», μίλησε σαν ερωτευμένος έφηβος ο Ηλίας. «Ήταν εκτός από όμορφη, γλυκιά, έξυπνη, γελούσε και σχηματίζονταν λακκάκια στα μάγουλα της!»

Έστρεψα το βλέμμα μου στη Νάσια, αρκέστηκε απλά να ανασηκώσει αδιάφορα τους ώμους της, ήθελα να της πω ότι «Προφανώς αυτός ο άντρας που κάθεται δίπλα σου σήμερα και δεν του ρίχνεις ούτε ματιά κάποτε σε έκανε να γελάς!» όμως δεν είπα τίποτα, άλλωστε ο ρόλος μου δεν ήταν να ρίχνω λάδι στη φωτιά, το αντίθετο.

«Νάσια, ποιο θεωρείς ότι είναι το μεγαλύτερο προτέρημα του συντρόφου σου;»

«Να το σκεφτώ! Πιστεύω το ότι δεν είναι ανταγωνιστικός!»

«Θα έχεις γνωρίσει πολλούς ανταγωνιστικούς ανθρώπους στη ζωή σου!» έκανα το σχολιασμό.

«Η καθημερινότητα μου, έλα μια μέρα από τη δουλειά για να τους δεις μαζεμένους όλους σε έναν εκδοτικό όμιλο! Φυσικά και στις άλλες επιχειρήσεις λίγο πολύ τα ίδια έχουν!»

«Εσένα ποια είναι η σχέση σου με τον ανταγωνισμό;»

«Θες δε θες γίνεται κομμάτι του χαρακτήρα σου, αν έχεις μια δουλειά σαν και τη δική μου και ειδικά μια θέση που όλοι την εποφθαλμιούν, ακόμα και ο θυρωρός του κτηρίου, που λέει ο λόγος φυσικά, εκείνον το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να βγει μια ώρα αρχύτερα στη σύνταξη». 

«Οπότε να υποθέσω ότι με τα χρόνια έχεις γίνει και εσύ ανταγωνιστική;»

«Μόνο στη δουλειά μου! Και όχι επειδή μου αρέσει, αν και το μεγάλο αφεντικό θεωρεί ότι ο ανταγωνισμός σε κάνει να αποδίδεις καλύτερα, προσωπικά πιστεύω στον συναγωνισμό, μικρότερη πίστευα και στην ομαδικότητα, αλλά ξύπνησα κάπως άτσαλα από όλο αυτό. Αλλά μιας και με ρώτησες είχα κάνα δυο φίλες ανταγωνιστικές, στην αρχή είχε πλάκα αλλά με αυτή τη δουλειά, θέλω τις λίγες ελεύθερες ώρες μου, να τις περνάω ήσυχα και όχι πως θα ανταγωνίζομαι το σύντροφο μου ή τις φίλες μου, άσχετες με το χώρο εργασίας μου».

«Μίλησε μου Ηλία για όταν πρωτοήρθες στην Αθήνα!»

«Στην Αθήνα ήρθα με σκοπό να γνωρίσω τη Νάσια, δεν ήξερα όμως αν κι εκείνη επιθυμούσε μια συνάντηση από κοντά, οπότε αποφάσισα ερχόμενος εδώ να μείνω σε ένα φίλο μου και να ψάξω μήπως έβρισκα για μια δουλειά στην Αθήνα. Ξέρω ότι δεν είναι εύκολες οι σχέσεις εξ αποστάσεως».

«Εγώ πάλι δεν έχω πρόβλημα με τις σχέσεις εξ αποστάσεως», σχολίασε η Νάσια, ψυχρά. Προφανώς και ήταν ιδιαίτερα ανεξάρτητος χαρακτήρας και πάνω από τη φροντίδα προτιμούσε την ησυχία της. Για ποιο λόγο όμως είχε υποκύψει στην επιθυμία του Ηλία και είχαν συγκατοικήσει.

«Βρήκες κάτι;»

«Δυστυχώς δεν είχα τα προσόντα, είμαι ένα παιδί που μεγάλωσε στην επαρχία και που δεν έχει ανώτερες σπουδές. Έχω τελειώσει το λύκειο, αλλά δεν είχα πάει σε κάποιο έστω ΙΕΚ, να αποκτήσω κάποια ειδικότητα, οπότε τα μόνα που έβρισκα ήταν δουλειές του ποδαριού που και πάλι λόγω ηλικίας προτιμούσαν σύντομα νεώτερες ηλικίες».

«Πόσο κράτησε αυτή η αναζήτηση πριν αναφέρεις στη Νάσια ότι βρισκόσουν στην Αθήνα ή μήπως της το είπες πριν έρθεις;»

«Όχι, είχα ήδη ένα μήνα στην Αθήνα και είχα πιάσει δουλειά για κάποιες ώρες σε ένα ιχθυοπωλείο. Ίσα να βγάζω τα έξοδα μου. Κάποια στιγμή σε μια συνομιλία μας, πρόσεξε ότι το ντεκόρ του τοίχου πίσω μου ήταν διαφορετικό από αυτό που έβλεπε συνήθως και με ρώτησε που ήμουν. Τότε της είπα ότι βρισκόμουν στην Αθήνα».

«Πως πήρες το γεγονός ότι βρισκόταν εδώ;» τη ρώτησα και ένιωσα περισσότερο σαν ανακριτής από ότι σαν σύμβουλος. Μήπως έψαχνα να βρω σημάδια και ίχνη της δικής μου προβληματικής σχέσης μέσω των άλλων, μήπως έπρεπε να ξανασκεφτώ το ενδεχόμενο να αλλάξω δουλειά, ίσως θα έπρεπε να πάω να εργαστώ στην πολυεθνική για λίγους μήνες και να λύνω προβλήματα τραπεζικών καρτών;

«Εξεπλάγην! Δεν περίμενα να έρθει χωρίς να μου το πει!»

«Ευχάριστη ή δυσάρεστη έκπληξη;»

«Ούτε το ένα ούτε το άλλο! Το πρόγραμμα μου ήταν αρκετά βαρύ και έπρεπε να δω, αν μου ζητούσε να βρεθούμε πότε θα τον συναντούσα».

«Και περιττό να πω, μίλησε ο Ηλίας, ότι το πρόγραμμα της από τότε ποτέ δεν ελάφρυνε. Διακοπές πάμε και είναι όλη την ώρα στα τηλέφωνα».

«Έχω θέση ευθύνης, πρέπει να ελέγχω τους υφιστάμενους μου να κάνουν σωστά τη δουλειά τους, αν όχι και που λείπω ποιος νομίζεις ότι θα επωμιστεί την ευθύνη; Ή πιστεύεις ότι όλα κυλάνε ρολόι χωρίς εμένα εκεί;»

«Νιώθεις ικανοποιημένη που σε έχουν ανάγκη;»

«Μην κοροϊδευόμαστε, αν και δυσκολεύτηκα να το παραδεχτώ, κανείς αναντικατάστατος. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που θα έκαναν εξίσου καλή δουλειά με τη δική μου, καλύτερη μπορεί όχι, αλλά το ίδιο σίγουρα. Φτάνει να έχεις το νου σου».

«Νιώθω Νάσια, ότι έχεις αρπαχτεί από την εργασία σου σε μεγάλο βαθμό, νομίζω ότι ίσως θα ήταν καλό να συζητήσουμε κάποια στιγμή ιδιαιτέρως αν προτιμάς αυτή σου την εξάρτηση από τη εργασία σου!»

«Δε νομίζω ότι έχω κάτι ιδιαίτερο να συζητήσω γι’ αυτό και κυρίως ιδιαιτέρως. Μπορώ να σας πω γιατί μου συμβαίνει εδώ και τώρα με δυο λέξεις».

«Αν δεν έχεις πρόβλημα θα ήθελα να σε ακούσω».

«Πέρα από το ότι είναι καλό για μια γυναίκα να είναι ανεξάρτητη και αυτό νομίζω πλέον δεν είναι κανείς σε θέση να το αρνηθεί. Όταν ήμουν μικρή μεγάλωσα με μια μητέρα που έτρεμε κάθε μήνα για το αν θα της δώσει τη διατροφή ο πατέρας μου ή αν θα της την καθυστερήσει. Είχε παντρευτεί μικρή από έρωτα, και δεν είχε δώσει στον εαυτό της τα εφόδια που χρειαζόταν για να έχει μια αξιοπρεπής επαγγελματική σταδιοδρομία, δούλευε πάρα πολλές ώρες, χωρίς ασφάλεια και έπαιρνε ψίχουλα. Οπότε αγαπητέ Φρόιντ, από εκεί ίσως πηγάζει η πηγή του κακού με την αφοσίωση μου στην εργασία μου και τη μόνιμη ανησυχία μου, μήπως και πέσω από ένα καριερίστικο θρόνο, που αγωνίστηκα πολύ για να κατακτήσω».      

«Ποιο είναι το πιο όμορφο χαρακτηριστικό του Ηλία, στην εμφάνιση του;» άλλαξα θέμα για να ελαφρύνω το κλίμα.

«Νομίζω ότι έχει όμορφα χέρια, αν και του τα έχουν φάει οι χλωρίνες, δεν προτιμάει τα γάντια, πολλές φορές τα αγνοεί και κάνει τις δουλειές με γυμνά χέρια».

«Μα δε σου άρεσε όταν μύριζαν λάστιχο», διαμαρτυρήθηκε ο Ηλίας.

«Και στο πρόσωπο του;»

«Έχει καθαρό βλέμμα και πολύ ωραία αυτιά. Δεν έχει μεγάλα, αλλά μικρά σαν κοχύλια». Ο Ηλίας έπιασε ενστικτωδώς τον κρόταφο του και ταξίδεψε την παλάμη του ως πίσω στο κεφάλι περνώντας πάνω από το αριστερό αυτί του.

«Ηλία, εσύ τι έχεις να πεις για την εξωτερική εμφάνιση της Νάσιας!»

«Είναι πολλή όμορφη, έχει ωραίο σώμα, όμορφα μάτια, υπέροχο χαμόγελο, κελαριστό γέλιο».

«Και σαν χαρακτήρας;»

«Δείχνει μεγάλη υπομονή!»

Σημειώσεις: Εξισορροπεί το ιδιαίτερα ανταγωνιστικό εργασιακό της περιβάλλον με ένα σύζυγο που δεν τον ενδιαφέρει ο ανταγωνισμός, αυτό έχει ανάγκη από έναν άντρα και αυτό παίρνει από τον Ηλία, αν και θα μπορούσε να επιβιώσει και μόνη της, σαν μοναχικός λύκος, χωρίς ανάγκη για αγέλη. Φτάνει να μη χάσει την ανεξαρτησία της.   

 

 

III

Αφού έφυγε το ζευγάρι από το γραφείο μου, βγήκα και εγώ έξω για να φτιάξω καφέ στην καφετιέρα, αν και δεν ήταν σίγουρο ότι είχε καφέ σε κάποιο από τα ντουλάπια μου, ήταν κάτι που υπενθύμιζα πάντα στον εαυτό μου τις τελευταίες μέρες φεύγοντας από το γραφείο, το να αγοράσω δηλαδή καφέ, κάτι  το οποίο ξέχναγα μόλις έμπαινα στο ασανσέρ. Σαν κάτι να είχε αλλάξει εκεί έξω, καθαρός αέρας είχε πλημμυρίσει το χώρο, ενώ από κάπου μύριζε λεβάντα. Τα περιο­δι­κά πάνω στο τραπέζι ήταν τακτοποιημένα και τα μαξιλάρια από τον καναπέ όλα στη θέση τους. Μήπως είχε επιστρέψει η γραμματέας μου; Ήλπιζα να ήταν όλα καλά και να μην είχε συμ­βεί το χειρότερο σενάριο για εκείνη και τον άντρα της. Από τη μικρή πορτούλα που οδη­γού­σε στο κουζινάκι εμφανίστηκε η ανώνυμη υποψήφια γραμματέας μου. Ώστε εδώ ήταν, μήπως τελικά είχε αποφασίσει να μείνει; Αν και τώρα καιγόμουν να τη ρωτήσω κάτι άλλο.

«Τι πρόβλημα είχε το ζευγάρι που έφυγε;» με ρώτησε δήθεν αδιάφορα. (καλώς την κατάσκοπο) σκέφτηκα.

«Ξέρεις, δε θα γίνεται έτσι το πράγμα αν αποφασίσεις να μείνεις!» θέλησα να της εξηγήσω με τη διάθεση ότι οι καλοί λογαριασμοί, κάνουν και τις καλές συνεργασίες.

«Και όταν γυρίσει η γραμματέας σας εγώ τι θα απογίνω αν αφήσω τη δουλειά μου, ο νόμος την καλύπτει!»

«Μην ανησυχείς», της είπα, «θα πάρω εγώ άδεια και θα αναλάβεις τους πελάτες!»

«Αλήθεια;»

«Φυσικά και όχι! Όμως κάτι θα βρούμε να κάνεις!»

«Είναι πολύ γενικό και αβέβαιο αυτό που λέτε», μου είπε σκεπτική και κάθισε στον καναπέ. Κάθισα απέναντι της.

«Πες μου όμως, τι εννοούσες όταν είπες ο άντρας που ήθελες και δεν ήθελες να είσαι μαζί του». Εκείνη αναστέναξε, από τη μία φαινόταν ότι ήθελε να το συζητήσει αλλά από την άλλη της ήταν δύσκολο να ανοιχτεί για τα προσωπικά της στο πιθανό αφεντικό της.

«Είναι μεγάλη ιστορία», αρκέστηκε να πει τελικά.  

«Έχω την αίσθηση ότι αυτός ο άντρας είναι ο λόγος που είσαι εδώ τώρα, ψάχνεις να βρεις τι σου συμβαίνει. Γιατί δεν έχεις ξεπεράσει κάποιον που στην ουσία μπορεί και να μην τον ήθελες».

«Δεν είναι ότι δεν τον ήθελα, είναι ότι δεν ήξερα πόσο τον ήθελα».

«Θες να μου μιλήσεις γι’ αυτό;»

«Δεν ξέρω αν θέλω να σας μιλήσω».

«Ωραία τότε πες μου τι πιστεύεις εσύ για τις σχέσεις…»

«Θα βοηθήσει κάπου;»

«Να δω αν ταιριάζουν τα χνώτα μας, ο κάθε θεραπευτής – σύμβουλος ακολουθεί άλλες μεθόδους».

«Κι εσείς ποια μέθοδο χρησιμοποιείται;»

«Προσπαθώ να υπενθυμίσω στα ζευγάρια πρώτα από όλα για ποιο λόγο βρέθηκαν μαζί, να νοσταλγήσουν αυτό που είχαν. Νομίζω ότι είναι πιο αποτελεσματικό, αν όχι και πάντα».

«Πότε δεν είναι αποτελεσματικό;»

«Όταν έρχονται αποφασισμένοι να χωρίσουν!» Το κουδούνι όμως μας διέκοψε, και εγώ πειθήνια, σαν να επρόκειτο για τη συνέχεια των μαθημάτων επέστρεψα πίσω από το θρανίο μου, δηλαδή το γραφείο μου, περιμένοντας το ζευγάρι!

 

Ζευγάρι Τρίτο (Δέσποινα – Ξενοφώντας)

«Θα προτιμούσα σήμερα να συνεχίσει τη διήγηση ο Ξενοφώντας, αν είστε και εσείς σύμφωνοι!»

«Από εμένα κανένα πρόβλημα!» συμφώνησε η Δέσποινα.

«Και εγώ είμαι σύμφωνος με αυτό, μάλιστα σκεφτόμουν να ζητήσω από μόνος μου το λόγο!»

«Αυτό κι αν είναι νέο!» ειρωνεύτηκε η Δέσποινα.

Με ένα νεύμα του κεφαλιού τον προέτρεψα να συνεχίσει.

«Στο μπαράκι που συναντηθήκαμε εκείνη την πρώτη φορά με τη μέλλουσα σύζυγο μου, συνήθιζα να πηγαίνω κάθε απόγευμα, σχεδόν βράδυ μετά τη δουλειά και  να κερνάω ένα ποτό τον εαυτό μου, πριν επιστρέψω στο σπίτι, ήταν ένας ελαφρύς τρόπος εκτόνωσης. Δεν ξέρω αν σας συμβαίνει να κουβαλάτε τις υποθέσεις από τη δουλειά στο σπίτι». Έγνεψα καταφατικά το κεφάλι ότι αντιλαμβανόμουν εκατό τις εκατό τι εννοούσε. «Μια ενδιάμεση στάση και η απόλαυση μικρής ποσότητας αλκοόλ παίρνοντας όσο χρόνο χρειαζόμουν κάθε φορά, ήταν μια ανάπαυλα. Στην αρχή έκανα απογραφή της μέρας, έπειτα σκεφτόμουν τι εκκρεμότητες θα είχα να διεκπεραιώσω την επόμενη στο γραφείο και τέλος ανάλογα με τη διάθεση μου αποφάσιζα για το πώς θα περνούσα το υπόλοιπο της βραδιάς μου. Θα συναντιόμουν με κάποιον φίλο, θα πήγαινα απευθείας στο σπίτι, θα κατέληγα στον κινηματογράφο, οπότε απλά έκανα σχέδια, και μπορώ να πω ότι ήταν η πιο ξεκούραστη ώρα της ημέρας, λες και όλα τα λεπτά που περνούσαν καθημερινά ήταν για να καταλήξουν σε αυτή την ώρα στο παρακμιακό μη φαντεζί μπαράκι στη γωνία του τετραγώνου που βρισκόταν τα κτήρια της δουλειάς μου. Έτσι και εκείνο το απόγευμα κατέληξα στο ίδιο μέ­ρος μόνος μου να φτιάχνω το πρόγραμμα μου και να σκέφτομαι τι ανακουφιστικό ήταν που είχα μπροστά μου ολόκληρο σαββατοκύριακο. Μόνο που για μια ατυχή σύμπτωση, κατέλη­ξαν εκεί και κάποιοι συνάδελφοι μου και ήρθαν απευθείας στο τραπέζι μου. Φυσικά αν και πάνω απ’ όλα επιθυμούσα την ησυχία μου δεν μπορούσα να φανώ αγενής και να τους πω να μου αδειάσουν τη γωνιά, αντιθέτως αποφάσισα να τελειώσω στα γρήγορα το ποτό μου και να φύγω από το οχυρό που μου είχαν καταπατήσει οι θορυβώδεις συνάδελφοι με τις φωνές και τα γέλια τους και τις ανούσιες κουβέντες τους».

«Επιτέλους έμαθα τι γνώμη έχεις για εμένα!» είπε παρεξηγημένη η Δέσποινα και αναρωτήθηκα αν όντως ήταν ενοχλημένη ή παρεξηγήθηκε επίτηδες. Ο Ξενοφώντας αγνόησε τη στάση της και συνέχισε.

«Αφού έμεινα για λίγο με τους συναδέλφους, έτοιμος για άσπρο πάτο, πέρασαν το κατώφλι του οχυρού μου δυο κορίτσια, και αναγνώρισα με τη μία ότι ήμουν κατά κράτος νικημένος και ότι το οχυρό μόλις είχε πέσει στα χέρια του εχθρού και εγώ θα μεταβαλλόμουν από ελεύθερος άνθρωπος σε αιχμάλωτο και δυστυχισμένο».

«Ώρες ώρες απορώ γιατί δεν έχεις ακολουθήσει στρατιωτική καριέρα».

«Θέλω να ακούσεις προσεχτικά όσα λέει ο σύζυγος σου, ίσως νιώσεις τη μαγεία του μέρους που έχεις απομυθοποιήσει». Αυτό στην πραγματικότητα ήταν κόντρα στο ρόλο και στη στάση που είχα απέναντι στα ζευγάρια. Έπρεπε να παραμένω κατά κύριο λόγο σιωπηλός παρατηρητής, προτρέποντας τους να μιλήσουν και να αντιληφθούν μόνοι τους μέσα από τα λεγόμενα τους την πραγματικότητα, το να επισημαίνω την αδιαφορία του ενός από τους δύο, ήταν σαν να κάνω ξεκάθαρο στο σύντροφο ότι ο άνθρωπος του είχε χάσει το ενδιαφέρον του, και όταν αυτό είναι τόσο ξεκάθαρο σε ένα αντικειμενικό κριτή, δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο από τον άμεσα ενδιαφερόμενο.

«Υπήρχαν δυο στρατηγικές που μου έμεναν να ακολουθήσω». Έριξα μια ματιά στη γυναίκα και είδα να σουφρώνει ειρωνικά τα χείλη της. «Είτε θα έφευγα τρέχοντας για να σωθώ, κάτι που δε θα ήταν και πολύ ορθό από στρατηγικής πλευράς, μιας και γύρω μου υπήρχαν συνάδελφοι που ψάχνανε την ευκαιρία να βρουν κάτι να σε κουτσομπολέψουν και να σου κολλήσουν παρατσούκλι ή να παραμείνω και να ψάξω να βρω τα ελαττώματα του εχθρού».

«Αυτό είναι το πρόβλημα, με έβλεπες πάντα σαν εχθρό! Τώρα μπορώ να καταλάβω τη μετέπειτα στάση σου».

«Αυτό προσπαθώ να εξηγήσω, δε σε έβλεπα σαν εχθρό, το αντίθετο, όμως όταν έρχεται έτσι απροσδόκητα ο έρωτας και εσύ είσαι κλεισμένος για χρόνια μέσα στο κουκούλι σου και έχεις συμφιλιωθεί με τη μοναξιά σου, είναι λίγο δύσκολο να θες να χάσεις την ηρεμία σου και να επιτρέψεις κάποιον άλλο να μπει στη ζωή σου και να σου φέρει τα πάνω κάτω».

«Και τότε γιατί με παρομοιάζεις με εχθρό;»

«Γιατί αυτή τη στιγμή αυτή την εικόνα δίνεις!» της απάντησε και αυτός θυμωμένος.

«Συνέχισε Ξενοφώντα».     

«Ας συνεχίσει η Δέσποινα, δεν κρατιέται να μιλήσει».

«Πες με και φλύαρη!»

«Δε σε λέω τίποτα», της απάντησε με συγκρατημένη οργή.

«Όμως έμεινες;» έστρεψα την ερώτηση σε εκείνον για να συνεχίσει να μιλάει.

«Έμεινα, παρήγγειλα και δεύτερο ποτήρι με ουίσκι, και έμεινα πίσω από τους καπνούς να ακούω και να παρακολουθώ το κάθε τι που έλεγαν, προσπαθώντας να βρω τα αδύναμα σημεία της γυναίκας που με κράτησε στη συντροφιά παρά την αρχική μου επιθυμία».

«Και τι συμπεράσματα λοιπόν έβγαλες, γιατί για να προχωρήσατε μαζί, δεν μπορεί καλά πράγματα θα αποκόμισες από εκείνη!»

«Ήταν το ακριβώς αντίθετο από εμένα, όμως δεν ήταν κάτι που με απωθούσε, το αντίθετο, ήταν ένας μαγνήτης που με έλκυε, ήταν πολυλογού, ενθουσιώδης, διψασμένη για ζωή, συμμετείχε στην παρέα, δε ντρεπόταν να πει τη γνώμη της και πρόσεξα ότι πίσω από τον καπνό του τσιγάρου μου, μου έριχνε ματιές σαν να ήθελε να διαβάσει μέσα μου!»

«Όμως εσύ δε μου την έκανες τη χάρη», διέκοψε το λόγο του εκείνη, ο Ξενοφώντας ακούμπησε χαλαρωμένος στη ράχη της πολυθρόνας του επιτρέποντας της να πάρει το λόγο, ήταν βέβαιο πλέον ότι δε θα μιλούσε άλλο, η Δέσποινα του είχε αντλήσει όλη τη διάθεση, οπότε άφησα και εγώ εκείνη να μιλήσει, άλλωστε αν δεν ξέσπαγε λιγάκι μπροστά μου υπήρχε κίνδυνος κρεβατομουρμούρας όταν θα επέστρεφαν στο σπίτι και γκρίνιας.

«Πως συνεχίζει λοιπόν η ιστορία;» ρώτησα για να φανεί ότι της δίνω το λόγο να συνεχίσει, ώστε να έχει την ικανοποίηση ότι είχε την άδεια μας. Κάποιες φορές πρέπει να συμπεριφερόμαστε στους ενήλικους σαν να είναι παιδιά. Μήπως δεν είναι άλλωστε;

«Δε μίλησε πολύ εκείνο το βράδυ, με κόπο κερδίζαμε και από κάποια κουβέντα του, όμως παρέμενε γοητευτικός. Στο τέλος η ώρα είχε περάσει και η παρέα είχε αρχίσει να σπάει, οπότε αναγκαστικά έφυγα και εγώ αφήνοντας τον πίσω μου. Δεν μπορώ να πω ότι δεν τον σκέφτηκα αρκετές φορές μέσα στο σαββατοκύριακο που μεσολάβησε, όμως από την άλλη δε μου είχε δώσει και κάποιο σημάδι ότι ενδιαφερόταν για κοινωνικοποίηση!»

«Τι σημαίνει αυτό πάλι;» αναρωτήθηκε εκείνος θιγμένος.

«Όμως από τη Δευτέρα που επέστρεψα στη δουλειά, αναπολώντας το Σαββατοκύριακο που είχε περάσει, ξαφνικά άρχισα να τον βλέπω συνέχεια μπροστά μου. Και ενώ μέχρι πρότινος ήταν ένας συνάδελφος που είτε δεν τον είχα προσέξει, είτε δεν τον είχα δει ποτέ άλλοτε, ξα­φ­νικά ήταν το άτομο που έβλεπα όλο και πιο συχνά μπροστά μου εκτός από τους συνα­δέ­λφους του τμήματος μου. Τον πετύχαινα στο ασανσέρ, στους διαδρόμους, στο καπνι­στήριο, στο χώρο που κάναμε διάλειμμα, στην υποδοχή. Παντού μπροστά μου ο κύριος Ξενοφών».

«Δε φαντάζομαι ότι θες να πεις ότι είχα προετοιμάσει όλες αυτές τις συναντήσεις».

«Μακάρι να είχες προετοιμάσει έστω τις μισές».

«Που ξέρεις κούκλα μου, μπορεί να τις προετοίμασε η μοίρα για εμάς!»

Σημειώσεις: Η Δέσποινα σχεδόν αποτρέπει το Ξενοφώντα να μιλάει, έχει συνηθίσει από τη σιωπή του και από τη μία τον κατηγορεί αλλά όταν εκείνος πάει να αρθρώσει λέξη τον αποτρέπει με τη στάση της. Άλλο ένα μείον της σχέσης τους ότι απόλυτη στα συμπεράσματα της δεν ακούει αυτά που της λέει, ακόμα και όταν εκείνος μιλάει ποιητικά προσθέτοντας μαγεία στα λεγόμενα του, δεν αντιλαμβάνεται την αλληγορία τους. Πρέπει να την κάνω να ακούσει αυτά που έχει να της πει. Έτσι ίσως σώσουν τη σχέση τους. 

 

 

Ενότητα Τρίτη

 

Ι

Αντικειμενικότητα λοιπόν, αυτό είναι που λείπει από τις προσωπικές μας σχέσεις. Τα συμφέροντας μας, η ιδιοσυγκρασία μας σαν χαρακτήρες μπορούν να φέρουν μια σχέση σε αδιέξοδο. Και για να είμαστε και απόλυτα ειλικρινείς καμίας σχέση δεν είναι αλτρουιστική, όλοι κάτι πάντοτε περιμένουμε από τους άλλους, οι γονείς προσφέρουν στα παιδιά αλλά και από εκείνα ζητούν αγάπη και σεβασμό, οι φίλοι βλέπουν κάτι στο άτομο που θέλουν κοντά τους για να του εκμυστηρεύονται τα μυστικά τους ή να ξοδεύουν τον πολύτιμο και σπάνιο χρόνο τους μαζί. Αν αυτό που αποζητάς από τον άλλον είναι υλικό ή κάποιου είδους εξυπηρέτηση, τότε με μιας θεωρείσαι συμφεροντολόγος, όμως ακόμα κι όταν ζητάς την ηθική υποστήριξη του, τις συμβουλές του (που ανάλογα με το πόσο πειθήνιος είσαι ο ίδιος ή πόσο χειριστικός ο άλλος θα τις λάβεις υπόψη σου ή θα τις αγνοήσεις), κι αυτό δεν είναι ένα είδος αλισβερίσι. Το ότι υπάρχει κάποιος να σε ακούσει όταν έχεις ανάγκη, αντί να μιλάς απλά στα ντουβάρια γύρω σου, δεν είναι σαν να κοιτάς το συμφέρον σου; Θυμήθηκε όταν κάποτε, πριν γίνει σύμβουλος γάμου, που έκανε συνεδρίες με ασθενείς, κάποιος ασθενής του είχε πει, ότι είχε ένα φίλο που του τηλεφωνούσε και τον θυμόταν μόνο αν κάτι δυσάρεστο του συνέβαινε, τις υπόλοιπες ώρες ήταν έξω και ξεσάλωνε με άλλες παρέες, χωρίς ποτέ να τον προσκαλέσει. Ο ίδιος τον άκουγε με υπομονή και του έλεγε καθησυχαστικά και παρηγορητικά λόγια. Όμως κάποτε μετά από το τηλεφώνημα συνειδητοποίησε ότι ποτέ ο φίλος του δεν τον είχε ρωτήσει το απλό «Εσύ; Είσαι καλά; Πως κυλάει η ζωή σου;» και ο λόγος δεν ήταν ότι γνώριζε, ο λόγος ήταν ότι δεν ενδιαφερόταν. –Δε ζητούσε κι αυτός ένα είδος εξυπηρέτησης μοιράζοντας κατά καιρούς το βάρος της δυστυχίας του;-    

 

Ζευγάρι Πρώτο (Βαγγέλης – Ζωή)

«Στην προηγούμενη συνεδρία η Ζωή είπε κάτι πολύ όμορφο για το Βαγγέλη, ότι ήταν ένας άντρας στον οποίο μπορούσε να στηριχτεί και γι’ αυτό το λόγο αποφάσισε να προχωρήσει μαζί του σε σχέση παρά την αρχική της αδιαφορία. Εσύ Βαγγέλη, τι σε έκανε να προχωρήσεις μαζί της!»

«Μα δεν είναι οφθαλμοφανές!» είπε και έδειξε τη Ζωή από πάνω ως κάτω.

«Τι είναι οφθαλμοφανές;»

«Είναι μια κούκλα! Έπειτα από δέκα χρόνια μαζί και δυο γέννες δεν έχει αλλάξει καθόλου».

«Είναι τόσο σημαντική λοιπόν η εμφάνιση για εσένα;»

«Από το να έχω στο πλευρό μου μια πατσαβούρα που να ντρέπομαι να κυκλοφορήσω μαζί της».

«Πιστεύεις λοιπόν ότι η εμφάνιση είναι αρκετή να κρατήσει ένα ζευγάρι μαζί;»

«Κοίτα, να σου πω, στον άντρα δε μετράει τόσο η εμφάνιση, όχι ότι είναι και κακό να είναι κάποιος ωραίος, αλλά στη γυναίκα είναι βασικό. Επίσης ήταν ένα καρπερό χωράφι!»

«Τι σημαίνει αυτό;»

«Ότι έκανε παιδιά! Τι να κάνεις μια στέρφα; Τη γλεντάς και την αφήνεις, ο γάμος είναι για να κάνουμε οικογένεια και οικογένεια δίχως παιδιά δεν υφίσταται».

«Δηλαδή αν αγαπούσες κάποια που δε σου χάριζε παιδιά, θα την εγκατέλειπες;»

«Δε θα την παντρευόμουν καν».

«Δε σε καταλαβαίνω, τι είχες σκοπό να κάνεις δηλαδή, να της κάνεις γυναικολογικές εξετάσεις να δεις αν μπορούσε να κάνει παιδιά;»  

«Υπάρχουν πιο εύκολοι και εγγυημένοι τρόποι».   

«Όπως;»

«Το να την αφήσεις έγκυο!»

«Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ πριν ότι μπορεί να συμβεί αυτό!»

«Μα γιατί, συμβαίνει χρόνια αυτό!»

«Συνήθως κατηγορούσαν τις γυναίκες ότι προσπαθούσαν να τυλίξουν έτσι τους άντρες ώστε να τους υποχρεώσουν να τις παντρευτούν».

«Αυτές που πήγαιναν με πολλούς και δεν ήξεραν ποιανού ήταν το παιδί που κουβαλούσαν, όμως η Ζωή ήταν άμεμπτου ηθικής!»

«Οπότε, εκτός από την εμφάνιση της, είναι και ηθική!»

«Φυσικά, τι να την κάνω μια του δρόμου! Αλλά αυτά εξυπακούονται».

«Οπότε καταλαβαίνετε ότι ήμουνα έγκυος όταν παντρεύτηκα», μίλησε η Ζωή.

«Νιώθεις άσχημα γι’ αυτό;»

«Στην αρχή ένοιωθα, τώρα όμως δε θα άλλαζα για τίποτα τον πρωτότοκο».

«Άλλωστε εντός γάμου έγινε». Διόρθωσε ο Βαγγέλης. «Ήμασταν και αρραβωνιασμένοι τότε, δεν ήταν ότι ήμουνα ο οποιοσδήποτε που βρέθηκε στο δρόμο σου».

«Πότε σκέφτηκες το πλάνο της εγκυμοσύνης;»

«Πάντα το σκεφτόμουν, απλά το έβαλα μπρος όταν πλέον είχαμε αρραβωνιαστεί, και είχαν ξεκινήσει να δρομολογούνται κάποια πράγματα για το γάμο».

«Κι αν δεν έμενε έγκυος;» -ήξερε ότι ήταν λάθος αυτό που έκανε αλλά είχε πραγματικά απορία, αν και μπορούσε να στοιχίσει το χωρισμό στο ζευγάρι-

«Δεν ξέρω, θα επέμενα».

«Με ποιο τρόπο; Μπορεί να υπάρχουν πολλοί λόγοι για το ότι μια γυναίκα δε μένει έγκυος. Μπορεί να επρόκειτο για μια μικρή ανωμαλία, που με κάποια αγωγή θα ξεπερνιόταν, ή μπορεί πολύ απλά να ευθύνεται ο σύζυγος».

«Έχω αποδείξει περίτρανα ότι είμαι καρπερός. Έκανα παιδιά δεν έκανα;»

«Γόνιμος!» Διόρθωσε χαμηλόφωνα, «το ίδιο και η Ζωή!»

«Γι’ αυτό και είμαστε μαζί».

«Ζωή, σου είχε πει ξανά ότι σε είχε αφήσει έγκυο επί τούτου;»

«Πρώτη φορά το άκουσα. Νόμιζα ότι απλά είχαμε ένα ατύχημα με το προφυλακτικό. Δεν είχα φανταστεί ότι είχε προμηθευτεί χαλασμένα προφυλακτικά». 

«Πως νοιώθεις γι’ αυτό;»

«Σαν την καλή μας αγελάδα!»

Έμειναν για λίγο σιωπηλοί. Ο Βαγγέλης ικανοποιημένος από τη «συνομωσία» του, η Ζωή απογοητευμένη και ο άνθρωπος που είχε κλιθεί να τους συμβουλέψει, να βρει από πού θα το πιάσει.

«Ας αφήσουμε αυτό το ατυχές συμβάν…»

«Ατυχές συμβάν ο γιος μας;»

«Ατυχές συμβάν ο τρόπος που το χειρίστηκες», μίλησε η Ζωή με ελεγχόμενη οργή.

«Ας πάμε λοιπόν στον έγγαμο βίο σας! Ζωή είσαι ικανοποιημένη από το Βαγγέλη; Νιώθεις ότι είναι άντρας στον οποίο και μπορείς να στηριχτείς;»

«Δεν μπορώ να πω ότι έχω κάποιο σοβαρό παράπονο. Μέχρι τη σημερινή αποκάλυψη τουλάχιστον την οποία και πρέπει λίγο να επεξεργαστώ και να χωνέψω».

«Εσύ Βαγγέλη, είσαι ικανοποιημένος από τη Ζωή;»

«Φυσικά, τα ίδια θα ξαναλέμε, παραμένει μια κούκλα, μου έχει χαρίσει δυο υπέροχα παιδιά, είναι κυρία με «ΚΑΠΑ» κεφαλαίο. Είναι παραδοσιακή».

«Παραδοσιακή; Από ποια άποψη;»

«Κάνει τις δουλειές του σπιτιού, φροντίζει να μεγαλώνουν καλά τα παιδιά μας, δέχτηκε να πάρουν τα παιδιά τα ονόματα των γονιών μου».

«Αυτό εννοείς!»

«Λίγο σας φαίνεται, τώρα τελευταία οι γυναίκες έχουν σηκώσει κεφάλι. Είναι σαν να σηκώνονται τα πόδια να χτυπήσουν τον εγκέφαλο, ο οποίος κρύβεται εδώ μέσα, είπε χτυπώντας ελαφρά το κεφάλι του, με τα δάχτυλα του. Όχι στις πατούσες! Και το σωστό και το όμορφο ένα είναι, να παίρνουν τα παιδιά το όνομα των γονιών του άντρα. Αυτή είναι η παράδοση, Βαγγέλη ‘λεγαν τον παππού μου, Βαγγέλη με ‘βγαλαν οι γονείς μου, έβγαλα λοιπόν κι εγώ τα δικά μου παιδιά στους δικούς μου γονείς».

«Δεν είναι μόνο δικά σου τα παιδιά!»

«Αν κάνουμε τρίτο ας δώσει το όνομα του πατέρα ή της μάνας της, ό,τι βγει τέλος πάντων».

«Ζωή, πες μου εσύ, τι είναι αυτό που σας οδήγησε να ψάξετε για κάποιον να σας συμβουλέψει για το γάμο!»

«Της Ζωής της αρέσουν τα εναλλακτικά πράγματα, όλη την ώρα διαβάζει βιβλία για τα παιδιά και τις σχέσεις, πηγαίνει σε κάτι κουλτουριάρικες παραστάσεις που θες απλά να χτυπήσεις το κεφάλι σου στον τοίχο και η αγαπημένη της ταινία ήταν το Dogville, ένα μαύρο πράγμα που για σπίτια είχε τετράγωνα ζωγραφισμένα με κιμωλία. Γιατί να δω μια ταινία αν δεν έχει πιστολίδι, ωραίες γκόμενες και τέλος πάντων να βλέπεις τοπία να ανοίγει το μάτι σου, όχι ένα μαύρο συφοριασμένο πράγμα».

«Ζωή;»

«Θα σας πω, ο τρόπος που εκφράζεται και μάλιστα μπροστά σε τρίτους, όπως καλή ώρα, με κάνει να νιώθω άβολα. Στην πραγματικότητα δεν είναι τόσο… όσο φαίνεται, με καταλαβαίνετε!»

«Όχι», πετάχτηκε ο Βαγγέλης.

«Προσπαθεί να επιβάλει τη γνώμη του, μόνο όταν είναι μπροστά άλλοι, μου κόβει το χώρο που χρειάζομαι, είναι φορές που νιώθω ότι θα πάθω ασφυξία ή κρίση πανικού, δε θέλω να διαφωνήσω μπροστά του όχι επειδή είμαι παραδοσιακή, όπως λέει, αλλά δε θέλω να νιώ­σει εκτεθειμένος και αυτή την υπομονή την κάνω επειδή τον αγαπώ και τον σέβομαι, αλλά είναι φορές που νιώθω να λυγίζω κάτω από το βάρος των όσων λέει. Εκθέτει τον εαυτό του και προσβάλει και εμένα. Δε μου λέει φυσικά κανείς τίποτα αλλά νιώθω τα βλέμματα τους, απορημένα, εξοργισμένα, με συγκατάβαση. Δε θέλω να με κοιτάνε έτσι απλά και μόνο επειδή δεν τον ξέρουν πραγματικά γιατί προσπαθεί να βγάλει προς τα έξω ότι πιο, ας το πω μάγκικο, μπορεί να έχει μάθει από τη δουλειά και τις συναναστροφές του. Θα προτιμούσα να είναι πιο απλός και συζητήσιμος. Να μη μιλάει τη γλώσσα της Τρούμπας».

«Βαγγέλη;»

«Τι πάλι;»

«Δεν τελείωσα. Δεν είναι μισογύνης, όμως αντιμετωπίζει τις γυναίκες σαν να αποτελούν απειλή για εκείνον. Είτε θα έρθει κάποιος στο σπίτι μας και θα αρνηθεί να του μιλήσει, είτε θα γίνει σχεδόν είρων και πνεύμα αντιλογίας κι αυτό γιατί έτσι νομίζει ότι δε θα του πάρουν τον αέρα».

 

Σημειώσεις: Όταν ο Βαγγέλης θέλησε να κολακέψει τη γυναίκα του ότι παραμένει όμορφη, όπως όταν τη γνώρισε, εκείνη δεν αντέδρασε καθόλου. Επιπλέον δεν πιστεύω ότι σε καμία περίπτωση την άφησε έγκυο πριν από το γάμο για να δει αν μπορεί να κάνει παιδιά, πιο πιθανό σενάριο να νιώθει ότι ήταν ένα εγχείρημα να τον δεσμεύσει η Ζωή, μπορεί να τον πείραξε κάποιος φίλος του με κουβέντες, και να σκαρφίστηκε αυτή την ιστορία για να μη φαίνεται στα μάτια φίλων, συγγενών, γνωστών και του κύκλου του γενικά, κορόιδο. Όμως ήταν απλά ένα ατύχημα και η Ζωή που τον πίστεψε, νιώθει πλέον μειωμένη σαν προσωπικότητα.    

 

 

II

Όλα ξεκίνησαν όταν δέχτηκα μια κλήση στη δουλειά, «Με λένε Αλεξία, και όχι… δεν μπορώ να πω ότι είμαι καλά». Συνήθης αντίδραση όταν η χρεωστική σου κάρτα μπλοκάρει και δεν μπορείς να τραβήξεις χρήματα, όμως γι’ αυτό είμαστε εμείς εδώ. 24 ώρες το εικοσιτετράωρο, εφτά ημέρες την εβδομάδα πρόθυμοι να βοηθήσουμε όποιον έχει πρόβλημα, προτείνοντας λύσεις ώστε να το αντιμετωπίσει, φτάνει να επικοινωνήσει μαζί μας μέσω της τηλεφωνικής γραμμής.

Το κωδικό μου όνομα είναι ο αριθμός 0028. Φοράω μια στέκα γύρω από το κεφάλι μου, που δεν είναι τίποτε άλλο από ακουστικό και μικρόφωνο τηλεφώνου. Όταν γυαλίζομαι στην οθόνη του υπολογιστή μου νομίζω ότι μου πάει, είναι ένα ωραίο αξεσουάρ για το μαλλί μου, όταν έχω φροντίσει να το ισιώσω. Πήγα να ανοίξω το στόμα μου να καθησυχάσω την πελάτισσα της τράπεζας ότι σίγουρα θα βρούμε μια λύση και να μου εξηγήσει που αντιμετωπίζει το πρόβλημα, όταν εκείνη μίλησε πάλι πρώτη.

«Αυτός ο άντρας θα με τρελάνει» !

«Ορίστε»; ρώτησα, αφού δεν ήμουν βέβαιη ότι άκουσα καλά. Μήπως ήταν κάποιου είδους βίτσιο να λέει την κάρτα της «άντρα» επειδή είχε συνηθίσει να της τα ακουμπάνε (Οκ, φαλλοκρατικό στερεότυπο)  ή μήπως της είχε κάνει δώρο κάποιος άντρας μια πιστωτική και τώρα της την είχε ακυρώσει.

«Λένε ότι μια απιστία κάπου κάπου δε βλάπτει, φτάνει να μην το μάθει ο σύντροφος σου. Έτσι αποφάσισα, δηλαδή αφέθηκα, να παρασυρθώ. Ο τύπος ήταν γνωστός, δεν μπορώ, δε μου το επιτρέπει η διαγωγή μου να πάω με κάποιον εντελώς άγνωστο. Ο τύπος είναι ένα κάθαρμα. Είναι και όλα αυτά τα αστυνομικά μυθιστορήματα, με τους φόνους και οι σειρές στην τηλεόραση με τους δολοφόνους… Τέλος πάντων. Ο τύπος είχε γυναίκα και την απάταγε, και μάλιστα το δήλωνε ικανοποιημένος και περήφανος. Η γυναίκα απηύδησε, πόσο κέρατο να αντέξει ο άνθρωπος πια, θα της πάει και καμιά αρρώστια στο σπίτι, είχαν και παιδιά και τον χώρισε. Δε νομίζω ότι τον πείραξε και πολύ, σίγουρα ενόχλησε τον εγωισμό του, αλλά ως εκεί. Η σχέση η δική μου, μετράει δέκα χρόνια, χρειαζόμουν κάτι να με ανανεώσει και ναι αυτός ήταν ο πιο κατάλληλος. Σεξ χωρίς δεσμεύσεις και με τέτοιο βιο­γραφικό είναι πράγματι καλός. Ξέρει που να αγγίξει, τι να πει για να σε φτιάξει κλπ κλπ.»

«Συγνώμη», θέλησα να τη διακόψω

«Δεν τελείωσα» σχολίασε νευριασμένη και συνέχισε «Ήταν ο ιδανικός και ναι με ανεβασμένη την αυτοπεποίθηση άρχισε και η σχέση μου να πηγαίνει καλύτερα, η μόνιμη εννοώ. Με τον άλλον το βλάκα, αυτόν το χωρισμένο είχαμε ξεκαθαρίσει από την αρχή ότι έξω από το κρεβάτι θα είναι σαν να μη γνωριζόμαστε, η σχέση μας θα είναι τυπική. Είναι μόνο ένα κρεβάτι, όπως είμαι και εγώ άλλωστε για εκείνον».

«Και πότε ξεκίνησε το πρόβλημα»; τη ρώτησα και εγώ απορημένη, αγνοώντας ότι η τηλεφωνική μας συνομιλία ηχογραφούταν.

 «Ξεκίνησε από όταν άρχισε να μου στέλνει λουλούδια στη δουλειά, να με παίρνει τηλέ­φωνο στο κινητό χωρίς να μου μιλάει, με απόκρυψη, σίγουρα αυτός είναι. Και κάθε φορά που με βλέπει να μου δηλώνει ότι είμαι η γυναίκα της ζωής του. Με λίγες λέξεις Φούμαρα», ξεφώνισε μέσα στο αυτί μου. «Αφού το είχαμε ξεκαθαρίσει γιατί έχει βάλει σκοπό να με μπερδέψει!»

 

Ζευγάρι Δεύτερο (Νάσια – Ηλίας)

«Την περασμένη φορά ο χρόνος μας τελείωσε ενώ θα μου μιλούσατε για την πρώτη συνάντηση σας από κοντά».

«Τίποτα το ευφάνταστο, βρεθήκαμε έξω για ένα ποτό και έπειτα ο καθένας στο σπίτι του, ήταν αρκετά κουρασμένη και δεν ήθελα να επιμείνω για παράταση της βραδιάς μας».

«Πως σου φάνηκε από κοντά;»

«Όμορφη και κουρασμένη».

«Και εσένα Νάσια;»

«Ευγενικός!»

«Τίποτε άλλο; Τι συζητήσατε;»

«Η Νάσια μου μιλούσε για τη δουλειά της και τις απαιτήσεις».

«Και εσύ;»

«Εκείνος άκουγε. Είναι καλός ακροατής».

«Είχες προβλήματα με τη δουλειά;»

«Όχι. Απλά με τόσες ώρες εργασίας δεν έχω και πολλά άλλα ενδιαφέροντα. Τώρα που το σκέφτομαι πρέπει να είμαι πολύ βαρετός άνθρωπος».

«Ηλία, εσένα σου έδωσε την αίσθηση ότι ήθελε να ξαναβρεθείτε;»

«Αλήθεια δεν ξέρω, πάντως όταν τη ρώτησα αν θα μπορούσα να την επισκεφτώ στο σπίτι της και να της μαγειρέψω κάτι, ήταν θετική, αυτό το πήρα ως καλό σημάδι το οποίο και δεν άφησα ανεκμετάλλευτο. Και η αλήθεια είναι ότι πήγα για μια δίωρη, το πολύ τρίωρη επίσκεψη και κατέληξα να μείνω ενάμιση μήνα μαζί της. Στην πρώτη φάση».

«Συγκατοικήσατε;»

«Ανεπίσημα εντελώς». Σχολίασε η Νάσια. «Το επόμενο πρωί που έφυγα τον άφησα να κοιμάται και το βραδάκι που επέστρεψα από τη δουλειά τον βρήκα σε ένα μεταμορφωμένο σπίτι και στην κουζίνα να μαγειρεύεται σπιτικό φαγητό».

«Και έτσι έμεινα! Εκείνη εργαζόταν και εγώ ως κάποιου είδους ανταπόδοση ανέλαβα να φέρνω βόλτα τις δουλειές του σπιτιού και παράλληλα να ψάχνω εργασία. Όμως δεν έβρισκα τίποτα που να μου ταιριάζει ή που να με κρατάνε τα αφεντικά. Τελικά μιας και δεν ήθελα να της γίνομαι βάρος, αποφάσισα να επιστρέψω στη γενέτειρα μου».

«Πως ένοιωσες όταν έφυγες;»

«Σαν να έφευγα από το σπίτι μου!»

«Και εσύ Νάσια, πως ένοιωσες όταν επέστρεψες και δεν τον βρήκες στο σπίτι;»

«Ήταν ανάμεικτα τα συναισθήματα, αρχικά πήρα το χώρο μου πίσω, γιατί ως εργένισσα είχα συνηθίσει να ζω μόνη και ήταν και μια προσωπική μου επιλογή. Άλλωστε νομίζω ότι έχω ξαναπεί ότι καλύτερα μόνος σου παρά με κακή παρέα. Και φυσικά δεν αναφέρομαι στον Ηλία, από την άλλη βέβαια είχε αρχίσει να μου αρέσει και όλη αυτή η συνθήκη συντροφικότητας, να επιστρέφω στο σπίτι και να βρίσκω κάποιον να με περιμένει».

«Συνειδητοποίησες τι έχανες όλα αυτά τα χρόνια;»

«Όχι ακριβώς, δε νομίζω ότι έχανα και κάτι. Γιατί αν δε βρεθεί ο σωστός, ας μην επαναλαμβάνομαι όμως».

«Κρατήσατε επικοινωνία όσο ήσουν στον τόπο σου;»

«Ναι, μιλούσαμε συχνά είτε στα κοινωνικά δίκτυα, είτε μέσω Skype. Είχα αρχίσει να σκέφτομαι το ενδεχόμενο να επιστρέψω, αν η Αθήνα δεν έχει δουλειές φανταστείτε ότι η επαρχία είναι σε ακόμα χειρότερη μοίρα, εκτός κι αν δουλεύεις τη γη, αλλά δεν είναι αυτή η δουλειά για μένα». 

«Εσύ Νάσια, τι σκεφτόσουν την περίοδο που έλειπε και τον έβλεπες μέσω μιας οθόνης υπολογιστή;»

«Σκεφτόμουν ότι μπορούσε να έρθει να μείνει μαζί μου, βγάζω αρκετά χρήματα από τη δουλειά μου για να ζούμε καλά. Όμως δεν τόλμησα να του το πω, είναι βλέπετε και ο αντρικός εγωισμός στη μέση, φοβήθηκα μη θιχτεί, δεν ήξερα ότι δεν είχε τέτοιου είδους ευαισθησίες ο Ηλίας».

«Επέστρεψα και πήγα απευθείας να μείνω μαζί της, δεν την είχα ενημερώσει και αναγκάστηκα να την περιμένω έξω από το κατώφλι της σαν το αδέσποτο μέχρι να γυρίσει. Όμως νομίζω ότι άξιζε την αναμονή η έκπληξη της. Έτσι ξεκίνησε μια νέα περίοδος συμβίωσης για εμάς τους δύο που κράτησε μέχρι τώρα».

«Δουλειά να υποθέσω ότι δε βρήκες;»

«Η αλήθεια είναι ότι είχα καταπιαστεί για τα καλά με το σπίτι, επέστρεψα και λίγο πριν να μπει το καλοκαίρι, οπότε καταπιάστηκα με το να καθαρίσω τα χαλιά και να βρω που θα τα αποθηκεύσω. Ήταν και καλοκαιράκι,  άφησα να έρθει το φθινόπωρο».

«Το φθινόπωρο μπήκε και ο Ηλίας άρχισε να μεμψιμοιρεί που δεν έβρισκε τίποτα καθώς πρέπει να απασχοληθεί, του είπα και εγώ να αφήσει τις γκρίνιες σε αυτούς που δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα, και να σταματήσει να κλαίγεται, εμείς μια χαρά τα καταφέρναμε και μάλιστα πλουσιοπάροχα. Και το καλό μας το φαγητό το είχαμε, και το ποτάκι μας θα το πίναμε σε κάποιο μπαράκι κάποιο Σάββατο βράδυ, και κινηματογράφο μπορεί να πηγαίναμε αν θέλαμε να δούμε κάποια ταινία, και τα τσιγάρα του τα είχε να καπνίζει και το γλυκάκι μας θα το τρώγαμε».

«Και έπειτα από αυτό;»

«Έπειτα από αυτό ηρέμισε και σταμάτησε την γκρίνια, τακτοποιούσε και φρόντιζε το σπίτι, είχε αναλάβει τα πάντα μέσα και έξω από αυτό, υποχρεώσεις που εγώ ακόμα και όταν σκέφτομαι ότι πρέπει να γίνουν, κουράζομαι, ενώ εκείνος έχει ιδιαίτερο ταλέντο σε αυτές. Πήγαινε στο σούπερ μάρκετ και στη λαϊκή και γέμιζε τα ντουλάπια και το ψυγείο, πλήρωνε τους λογαριασμούς, μαγείρευε και καθάριζε, τα ρούχα μου για πρώτη φορά ήταν τόσο καλά σιδερωμένα, τα πάντα στο σπίτι στη σωστή τους θέση, που κάποιες φορές ομολογώ αδυνατούσα να τα βρω και γενικά η ζωή κυλούσε άνετα και για τους δυο μας. Ή τουλάχιστον έτσι πίστευα».

«Όπως μου τα λέτε, εσείς είστε ένα αξιοζήλευτο ζευγάρι, έχετε ταιριάξει απόλυτα στην καθημερινότητα σας, αν μου επιτρέπετε τη φράση, κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι ένα πράγμα. Που λοιπόν βρίσκετε το πρόβλημα;»

«Ειλικρινά δεν έχω καταλάβει;» σχολίασε η Νάσια.

«Ηλία;»

«Μα δεν το έχετε καταλάβει ακόμα, και ρωτάω εσένα Νάσια, που είσαι η σύντροφος μου!»

«Ομολογώ πως δεν το έχω καταλάβει, τώρα τελευταία γκρινιάζεις ολοένα και πιο συχνά και δεν ξέρω το λόγο».

«Με παραμελείς;»

«Ορίστε;» ρώτησε η Νάσια και με κόπο συγκρατήθηκα να μη ρωτήσω το ίδιο πράγμα.

«Αυτό ακριβώς που άκουσες. Με παραμελείς! Εσύ είσαι στη δουλειά σου και εγώ μόνος μου στο σπίτι να ασχολούμαι με χλωρίνες και απορρυπαντικά».

«Όπως το είπες, είμαι στη δουλειά, όχι σε διασκέδαση, και εργάζομαι για να έχουμε όλες αυτές τις ανέσεις που έχουμε».

«Θα μπορούσες όμως να εργάζεσαι λιγότερες ώρες!»

«Α ναι, ποιος βάζει αυτές τις ιδέες στο μυαλουδάκι σου;»

«Εντάξει, μπορώ να καταλάβω ότι έχεις θέση ευθύνης στον όμιλο και ότι το 8ωρο δεν είναι αρκετό να διεκπεραιώσεις όλες αυτές τις ευθύνες, αλλά θα μπορούσες να φεύγεις μισή ώρα νωρίτερα από τη δουλειά σου, κι αν δεν μπορείς κάθε μέρα, τουλάχιστον τις Παρασκευές να εργάζεσαι σαν άνθρωπος, αντί να πηγαίνεις και τα Σάββατα».

Σημειώσεις: Έχουν αφομοιωθεί στους ρόλους τους πλήρως, το μέλος της οικογένειας με τον τίτλο του κουβαλητή, και το άλλο που παραμένει στο σπίτι, σχεδόν αποκλεισμένο από τους κύκλους του συντρόφου του και αρχίζει να νιώθει μοναξιά και παραμελημένο. Δεν  μου είναι όμως ακόμη ξεκάθαρο,  αν ο Ηλίας έχει χειριστεί τη Νάσια, αν και έξυπνη γυναίκα, φέρνοντας την εκεί που θέλει, και προσλαμβάνοντας τον κατά κάποιο τρόπο σαν οικιακό σύζυγο που αναλαμβάνει  τις δουλειές ή η Νάσια τον τοποθέτησε σε αυτό το ρόλο για να δείξει ότι όλοι κάνουν για όλα και να ρίξει τις φυλετικές ταμπέλες. Θα δείξει! 

 

 

III

Η ανώνυμη πλέον υπάλληλος συνέχισε τη διήγηση του παράξενου τηλεφωνήματος, από εκεί που είχε σταματήσει.  «Γιατί νιώθετε μπερδεμένη;»

«Ε»;

«Είπατε ότι είστε μπερδεμένη».

«Είπα ότι έχει βάλει σκοπό να με μπερδέψει».

«Και τα έχει καταφέρει;» πήγα από άλλη οδό την ερώτηση μου. Κοτζάμ ψυχολογία στο Πάντειο είχα σπουδάσει, άσχετο που δούλευα ως τηλεφωνήτρια. Ουδέν μονιμότερο του προσωρινού.

«Δεν ξέρω»!

«Δεν ξέρετε»;

«Ίσως, λίγο. Είναι κολακευτικό να σας δηλώνει κάποιος ότι βρήκε σε εσάς ότι δεν έχει βρει σε καμία άλλη, ότι σας θέλει δίπλα του και θα ξεχάσει τις απιστίες. Σε ιντριγκάρει, θες να … να δοκιμάσεις να δεις αν λέει αλήθεια, αλλά την ίδια ώρα ξέρεις ότι μόλις του πεις οκ, θα σε απατήσει το επόμενο δευτερόλεπτό με την ‘‘καλύτερη’’ σου λύκο-φίλη»

«Και ο άλλος;» ρώτησα.

«Ποιος άλλος;»

«Ο σύντροφος σας».

«Α, αυτός» δεν τα έβλεπα και πολύ καλά τα πράγματα για το νόμιμο. «Είναι τρυφερός, ευγενικός…»

«Πως νιώθετε;» τη διέκοψα.

«Τον αγαπάω!»

«Υπάρχουν πολλών ειδών αγάπες. Η αδερφική, ερωτική…»

«Εντάξει το έπιασα. Είχαμε βαλτώσει, γι’ αυτό και αποφάσισα να πάω με έναν άλλο άντρα, για να μου δώσει την αυτοπεποίθηση που είχε αρχίσει να μου λείπει, τόσες ώρες στη δου­λειά, μετά στο σπίτι να κάνω τα οικιακά. Χρειαζόμουν κάτι να με ταρακουνήσει. Με φλέρ­τα­ρε και είπα «μήπως», ήταν όλα ξεκάθαρα. Μου το είχε εξηγήσει άλλωστε, ότι δεν κάνει για μόνιμες σχέσεις, του απάντησα ότι τη μόνιμη σχέση την είχα στο σπίτι, δυο μόνιμες είναι πολ­λές. Γελάσαμε με το σχόλιο, «Με δυο μόνιμες μπορεί να χρειαστείς και τρίτον να σε ανεβάσει αν και η δική μας βαλτώσει». Του είπα ότι το πρόβλημα θα λυνόταν εύκολα, αφού θα τον αντάλλασα με τον καινούργιο. Φυσικά δεν είχα σκοπό να μπω για τα καλά στο σπορ της απιστίας, μια φορά ήταν αρκετή. Εκείνος έκανε μια γκριμάτσα αλλά δεν έδωσα σημα­σία. Και όντως με έκανε πιο παρορμητική στο κρεβάτι με το σύντροφο μου, αλλά τώρα έχει αρχίσει να με μπερδεύει».

«Τι σκέφτεστε να κάνετε;» τη ρώτησα.

«Ω δεν ξέρω!»! Σχολίασε λυπημένα «Ξέρω ότι αν του δώσω την ευκαιρία που θέλει εγώ θα βγω η χαμένη. Ίσως να βουλιάξω στα λιμνάζοντα νερά μου. Τέλος πάντως, ότι και να γίνει δεν ήρθε και το τέλος της ζωής, ελπίζω να μη φτάσει στο στάδιο να με σκοτώσει».

«Σας το εύχομαι». Σκέφτηκα, όμως προτίμησα να μη μιλήσω.

 

Ζευγάρι τρίτο (Δέσποινα – Ξενοφώντας)

Με είχε προβληματίσει το σχόλιο της νέας γραμματέας μου, αν και δεν το θεωρούσα κι ακριβώς αυθαίρετο. Τα εγκλήματα πάθους αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία των εγκλημάτων στον πλανήτη γη, αν εξαιρέσουμε τους πολέμους που και εκεί για εγκλήματα πρόκειται. Για ποιο λόγο όμως πίστευε από μια αφήγηση μιας απλής απιστίας ότι θα μπορούσε η Αλεξία, αν θυμόμουν σωστά το όνομα της, να δολοφονηθεί από τον εραστή της;  Ή μήπως τελικά μέσα στη σύγχυση της θα ήταν εκείνη που θα έκανε το φόνο λόγω της πίεσης που της ασκούσε ο άπιστος εραστής; Κοίταξα το ζευγάρι που είχα απέναντι μου και αναρωτήθηκα αν εκείνοι θα μπορούσαν να σκοτώσουν για χάρη ο ένας του άλλου, αν για παράδειγμα η Δέσποινα είχε βρει κάποιον άλλον που τη γέμιζε και της αύξανε την αυτοπεποίθηση που της στερούσε η στάση του συντρόφου της, ο Ξενοφώντας θα το έπαιρνε ψύχραιμα ή το καλά κρυμμένο του πάθος για εκείνη, θα τον εξωθούσε στα άκρα;

«Είστε καλά;» Άκουσα να με ρωτάει ο Ξενοφώντας με πραγματική ανησυχία, ίσως να είχε μάθει να διαβάζει τις σιωπές, αφού έπασχε από αυτή την ίωση όπως τον κατηγορούσε η σύζυγος του.

«Συγνώμη;» Ίσα που πρόλαβα να πω, πριν πάρει πάλι το λόγο η Δέσποινα.

«Περιμένει να συνεχίσουμε την ιστορία μας, το ερωτικό μας στόρι», είπε και δεν έκρυψε ένα ίχνος ειρωνείας.

«Αυτό είναι αλήθεια!» συμπλήρωσα εγώ, και της έδωσα το λόγο, προσπαθώντας να αποφύγω το εξεταστικό βλέμμα του συντρόφου της, ένοιωθα λες και με διάβαζε και ειλικρινά δεν θα έπρεπε να διαβάσει ούτε λέξη από αυτά που σκεφτόμουν, για το δικό του καλό.

«Δεν είχα δώσει και μεγάλη σημασία λοιπόν στις συναντήσεις μας, άλλωστε δεν ήταν ότι είχαμε ανταλλάξει και πολλές κουβέντες σε αυτές τις συναντήσεις. Ένα γεια του έλεγα, χάριν ευγενείας, πίστευα ότι αδιαφορούσε για μένα και δεν υπήρχε λόγος να γίνομαι φορτική, άλλωστε όπως λέει και η παροιμία, το μοναστήρι να είναι καλά και από καλογέρους…»  και μου έδειξε με τη χαρακτηριστική χειρονομία ενώνοντας τα δάχτυλα της, «σωρός». «Ένα μεσημέρι στο διάλλειμα από τα καθήκοντα μου, ίσα να τσιμπήσω κάτι και ενώ βρισκόμασταν στο κυλικείο με ένα συνάδερφο και συζητούσαμε για κάτι παραγγελίες εμβολίων που μας είχαν κάνει από ένα νοσοκομείο, πρόσεξα τον Ξενοφώντα να κάθεται μόνος του σε ένα τραπέζι καπνίζοντας ένα τσιγάρο και να μας παρατηρεί πίσω από την κουρτίνα που είχαν σχηματίσει οι καπνοί. Το βλέμμα του ήταν σκοτεινό και αναρωτήθηκα για ποιο λόγο με κοίταζε, προσπάθησα να πάρω τα μάτια μου από πάνω του, αλλά τον ξανακοίταξα για να διακρίνω ότι φαινόταν ενοχλημένος. Από εκείνη τη μέρα και έπειτα κάθε φορά που συναντιόμασταν γινόταν όλο και πιο ομιλητικός μαζί μου, ευγενική από τη φύση μου αλλά και από υποχρέωση μιας και βρισκόμασταν στο χώρο εργασίας του χάριζα και εγώ την προσοχή μου και απαντούσα στις ερωτήσεις του».

«Έτσι όπως μου τα λες νοιώθω σαν να είχες χάσει το ενδιαφέρον σου;»

«Μακάρι να το είχα χάσει, δε θα βρισκόμασταν εδώ τώρα, όμως δεν μπορώ από το να παραδεχτώ ότι το ένστικτο μου με προειδοποιούσε, ήταν σαν ένα μόνιμο καμπανάκι, τι καμπανάκι, σειρήνα πυροσβεστικού οχήματος, να χτυπάει κάθε φορά που μου έπιανε την κουβέντα, μου έριχνε το δόλωμα και με άφηνε έπειτα να μιλάω εγώ».

«Δεν ήταν και δύσκολο», αντί γι’ αυτό όμως είπα, «Θα ήθελε να σε γνωρίσει!»

«Συζήτηση με το να μιλάει ένας δε γίνεται. Όμως τι τα θέλετε, δεν άκουσα το ένστικτο μου και αποφάσισα να δεχτώ να πάμε για ένα ποτό κάποιο απόγευμα μετά το σχόλασμα».

«Δείχνεις να το έχεις μετανιώσει!» είπε παίρνοντας το εξεταστικό βλέμμα του από πάνω μου και κοιτώντας τη σύντροφο του. Η Δέσποινα συνέχισε την αφήγηση της χωρίς να δώσει σημασία ή να απαντήσει στο σχόλιο του.

«Βέβαια δεν κρύβω ότι κρατούσα μικρό καλάθι από εκείνη την έξοδο, μάλλον πήγαινα καχύποπτη, γοητευμένη μεν με το μυστηριώδη χαρακτήρα του, αλλά καχύποπτη».  

«Τι σας τράβηξε στη Δέσποινα;»

«Το σύνολο! Έμοιαζε με κάτι εξαίσιο στα μάτια μου, σαν ένα μικρό σπάνιο πουλί που χρειαζόταν φροντίδα και προστασία».

«Έχετε την ίδια άποψη και έπειτα από τα χρόνια που είστε μαζί;»

«Η αλήθεια είναι ότι είναι πολύ πιο ανεξάρτητη απ’ όσο πίστευα, είναι ένα είδος χαμαιλέοντα, μπορεί να προσαρμοστεί σε κάθε περιβάλλον, εκτός απ’ ότι φαίνεται στο δικό μου».

«Και εσείς Δέσποινα;» Πρόλαβα την απάντηση της, μιας και ήταν έτοιμη να πετάξει κάτι προσβλητικό στα μούτρα του συντρόφου της. Τι εικόνα έχει στα μάτια σας ο Ξενοφώντας μετά από τα χρόνια που έχετε περάσει μαζί;»

«Είναι πιο κλειστός απ’ ότι είχα πιστέψει στην αρχή. Δε λέω ωραίο το μυστήριο, αλλά κάποια στιγμή έχεις ανάγκη να πεις και πέντε πράγματα, να σου ανοιχτεί, να ξέρεις ότι ο άλλος σου ανήκει, όχι φυσικά σαν αντικείμενο, αλλά ότι μπορείς να στηριχτείς πάνω του αλλά και εκείνος να σου δείξει ότι θα στηριχτεί σε εσένα αν χρειαστεί. Καλή η σιωπή όταν κοιμόμαστε, όχι όμως και όλες τις ώρες».

«Οι άντρες από τη φύση τους δε μιλάνε τόσο πολύ όσο οι γυναίκες, και όταν έχουν προβλήματα δεν τα μοιράζονται με τους άλλους, παίρνουν τις αποφάσεις τους και τις ανακοινώνουν, αντιθέτως οι γυναίκες γυρνάνε δεξιά και αριστερά συζητώντας τα θέματα του με φίλες κι ακόμα απλές γνωστές, κάνοντας ένα είδος έρευνα αγοράς, ακούνε όλες τις απόψεις για να καταλήξουν στην αρχική τη δική τους, ίσως κάπως πιο διαστρεβλωμένη, από τις συμβουλές που έχουν δεχτεί ως εκείνη τη στιγμή».

«Είναι λάθος ο αντρικός τρόπος!»

«Κανένας τρόπος δεν είναι λάθος, απλά είναι διαφορετικοί. Και τελικά τι συνέβη σε εκείνο το πρώτο ραντεβού; Κατέληξε κάπου;»

«Πήγαμε σε ένα ιδιαίτερο, εναλλακτικό μέρος από αυτά που συχνάζει ο Ξενοφώντας για να πιούμε ένα ποτό. Αν και φειδωλός, ήταν πιο φλύαρος από ότι συνήθως. Προσπαθούσα και εγώ να αντλήσω πληροφορίες για εκείνον, δεν ήθελα ξαφνικά να μάθω ότι ήταν παντρεμένος με παιδιά. Μιλήσαμε λοιπόν περί ανέμων και υδάτων, μου ανέφερε μάλιστα ότι γράφει και στιχάκια, οπότε στήριξα στην καλλιτεχνική του φύση αυτή την απομάκρυνση από τα εγκόσμια και την αυτόβουλη αδιαφορία για εμάς τους κοινούς θνητούς, που μόνο φαν κλαμπ σε κάποιο αστέρα της ποπ θα μπορούσαμε να αποτελούμε. Και μόλις ήπιαμε τα ποτά μας, και με την κουβέντα να αρχίζει να βαλτώνει αποφασίσαμε να φύγουμε από εκεί. Στον καθαρό αέρα όμως έφτιαξε λίγο το κέφι του και άρχισε να μου απαγγέλει στίχους».

«Δικούς του; Μα αυτό ήταν μεγάλο βήμα!» επιδοκίμασα εγώ.

«Όχι δικούς του, άλλων πιο επιφανών συναδέλφων του! Παρασυρμένη και εγώ από τη λυρικότητα των στίχων, αυθόρμητα και αγνοώντας παντελώς τις σειρήνες πολέμου που ηχούσαν μέσα στο μυαλό μου, έπιασα μέσα στα χέρια μου το κεφάλι του και τον φίλησα στο στόμα. Και ευτυχώς ανταποκρίθηκε γιατί αλλιώς δε θα είχα πέτρα να κρυφτώ. Και έπειτα…» είπε κάνοντας μια δραματική παύση γεμάτη σασπένς, «έπειτα με ρώτησε τι σήμαινε αυτό;» Γύρισα και τον κοίταξα με λύπη, βλέποντας ότι στριφογύριζε ένα χαρτομάντιλο μέσα στα δάχτυλα του, το οποίο είχε κοπεί σε κομμάτια. Η ανάμνηση του προκαλούσε τόση νευρικότητα ή μήπως ήταν κάτι άλλο.

«Και τι του απάντησες;»

«Ότι σημαίνει, ό,τι εμείς θέλουμε να σημαίνει! Αν δε θέλει μπορεί να μη σημαίνει και τίποτα, αν πάλι θέλει μπορεί να σημαίνει τα πάντα. Και για πρώτη φορά ίσως έκανε κάτι αυθόρμητο. Με τράβηξε στην αγκαλιά του και με ξαναφίλησε, παίρνοντας την πρωτοβουλία, και εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα ότι μπήκε το νερό στο αυλάκι επιτέλους».     

Σημειώσεις: Νιώθω ότι ο Ξενοφώντας είναι ένας άνθρωπος με μεγάλη αντίληψη, σε κοιτάζει στα μάτια και είναι δύσκολο να του κρυφτείς, φοβάμαι μήπως κατάφερε και αποκρυπτογράφησε τις αρνητικές σκέψεις που έκανα για εκείνον και το μέλλον της σχέσης του με τη Δέσποινα. Επιπλέον είναι αρκετά ανασφαλής και σήμερα ήταν υπερβολικά νευρικός, μπορεί λόγω της διήγησης της Δέσποινας αλλά ίσως να είδε τη σκιά να περνάει από τα μάτια μου, όταν τους κοίταζα χωρίς να αρθρώνω λέξη, ίσως την επόμενη φορά, να μην αφήσω μεγάλα διαστήματα σιωπής, τα συμπεράσματα να τα αφήσω για το τέλος. Πάντως η εντύπωση που έχω για τη Δέσποινα ότι απατάει το σύντροφο της παραμένει, το ότι δε δίνει σημασία σε αυτά που είπε στην προηγούμενη συνεδρία, ότι τα αγνοεί επιδεικτικά, αρχίζω να έχω το προαίσθημα ότι ο λόγος των συνεδριών είναι για να εξηγήσει για ποιο λόγο φεύγει. Όλες αυτές οι ειρωνείες, τα καυστικά σχόλια, η επίμονη κώφωση, με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι υπάρχει άλλος και όχι ότι κουράστηκε από τον Ξενοφώντα.

 

 

Ενότητα Τέταρτη

 

Ι

Οπότε αν δεν μπορείς να είσαι αντικειμενικός παρά να επηρεάζεσαι από συμφέροντα, μικρο­εγωισμούς και τα συναισθήματα σου στις σχέσεις σου με τους γονείς, τους φίλους, τα αδέρφια σου, τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο πολύπλοκα με τις ερωτικές σου σχέσεις. Για­τί από το σύντροφο σου πάντα ζητάς το κάτι παραπάνω, επιθυμείς να τον ικανοποιείς αλλά αποζητάς την ικανοποίηση, να σε στηρίζει στις αποφάσεις σου και να σε λαμβάνει υπόψη του στις δικές του, να σε συμβουλεύει και να σε ακούει. Ή να σε αφήνει στην ερημιά και στην ησυχία σου όταν αυτό επιθυμείς. Και τα πράγματα σίγουρα είναι πιο σοβαρά όταν έχει περάσει ο πρώτος καιρός των ερώτων, όπου κινείσαι σαν υπνωτισμένος από τον φτερωτό Θεό. Όταν η συνήθεια και η καθημερινότητα έχουν εισχωρήσει για τα καλά μέσα στη σχέση που απειλούν να τη διαλύσουν. Κάποιοι μένουν από συνήθεια μαζί, κάποιοι επειδή τρέφονται από το παρελθόν και από μια πλαστή εικόνα του συντρόφου τους για το πώς είναι, κάποιοι για τα παιδιά. Όμως ακόμα και σε αυτές τις περιπτώσεις όπου ο γάμος δε διαλύεται, δε σημαίνει ότι έχεις κάνει και ένα επιτυχημένο γάμο. Ποια είναι λοιπόν η επιτυχία ενός γάμου; Μα να είσαι ευτυχισμένος με την παρουσία του άλλου στη ζωή σου, στα ανθρώπινα βέβαια δεδομένα και να είναι αμοιβαίο ότι δεν μπορούν να ζήσουν ο ένας με την απουσία του άλλου. Όμως αυτή η γνώση έρχεται στους ανθρώπους κάποιες φορές όταν πλέον είναι αργά!   

 

Ζευγάρι Πρώτο (Βαγγέλης – Ζωή)

«Στην προηγούμενη συνάντηση μας η Ζωή εξέφρασε ένα παράπονο από το Βαγγέλη! Όταν επιστρέψατε στο σπίτι σας, το συζητήσατε οι δυο σας;»

«Όχι», είπε η Ζωή ενώ ο Βαγγέλης παραμένει σιωπηλός με τα χέρια σταυρωμένα κάτω από το στήθος.

«Γιατί όχι;»

«Δε μου μιλάει παρά μόνο για τα απαραίτητα;»

«Όπως;»

«Αν έχει φαγητό, αν έχω ανάψει το θερμοσίφωνα για να κάνει μπάνιο και άλλα τέτοια».

«Βαγγέλη;»

«Είπε ότι όταν μιλάω την κάνω να ντρέπεται, οπότε και εγώ αποφάσισα να μη μιλήσω άλλο».

«Παιδιαρίζεις!»

«Ώστε τώρα παιδιαρίζω, ενώ πριν ήμουνα φαλλοκράτης». 

«Μα όταν μιλάς υποτιμητικά για τις γυναίκες τι είσαι;»

«Πες μου μια φορά που σε υποτίμησα; Δε σε έχω κορόνα στο κεφάλι μου;»

«Όταν λες ότι ανάμεσα στα ταξίδια σου βρίσκεσαι και με άλλες που μόλις σε δουν πέφτουν ανάσκελα και σου ανοίγουν τα πόδια…»

«Α στα πρόλαβαν βλέπω. Και στην τελική τι σημασία έχει τι είπα, αυτά είναι κουβέντες μεταξύ αντρών».

«Οι οποίες διαρρέουν και με κάνουν να ντρέπομαι».

«Ποιους ακριβώς να ντρέπεσαι;»

«Τον κύκλο μας!»

«Που αποτελείται από τους συγγενείς, τα αδέρφια και τους φίλους σου, οι οποίοι ποτέ δε με συμπάθησαν!»

«Αποτελείται και από τους δικούς σου φίλους και συγγενείς, Βαγγέλη, όχι μόνο από τους δικούς μου, δε σε ξέκοψα από την οικογένεια σου!»

«Φυσικά, αφού δε θα σου το επέτρεπα».

«Μα δεν το είχα ποτέ σκοπό». 

«Ας ηρεμίσουμε λίγο!» συμβούλεψε το ουδέτερο πρόσωπο. «Αρχικά θέλω να σας κάνω κάτι ξεκάθαρο, γιατί ο καθένας βλέπει τα πράγματα από την προσωπική του πλευρά όμως δεν αντιλαμβάνεται και του συντρόφου του. Το ότι βρίσκεστε εδώ απέναντι μου, και αυτή είναι η τέταρτη συνεδρία μας, σημαίνει ένα πράγμα. Πέρα από τις διαφορές σας ή αυτά που θεωρείται εσείς ως ελαττώματα στο γάμο σας, το κρατούμενο είναι ένα. Ότι ενδιαφέρεστε και οι δύο, για να τον αφήσετε να χαλάσει, ήρθατε σε εμένα για να σας δώσω τη λύση, όμως της λύση θα τη δώσετε οι ίδιοι στον εαυτό σας και στη σχέση σας».

«Α υπέροχα! Καρπώνεσαι τα χρήματα που βγάζω και δε τα διαθέτω στην οικογένεια μου, αλλά οποιαδήποτε αποτυχία να συνεννοηθώ με τη γυναίκα μου, θα είναι δικό μου φταίξιμο».

«Δεν είπα ποτέ αυτό! Όμως πρέπει να μάθουμε να ακούμε τι μας λέει ο άλλος, τουλάχιστον αν αυτός ο άλλος μας ενδιαφέρει!»

«Πες μου τώρα ότι δε με ενδιαφέρει και η γυναίκα μου!»

«Άκουσε την, προσπαθεί κάτι να σου πει».

«Την άκουσα, λέει ότι τη νοιάζει περισσότερο η ξένη γνώμη από τη δική μου».

«Δεν είπα ποτέ αυτό. Αυτό που ζητάω εγώ είναι να μην εκθέτεις τον εαυτό σου μπροστά σε τρίτους, προσπαθώντας να κομπάσεις για το πόσο μάγκας είσαι και πόσες κατακτήσεις έχεις. Αν θες να τις έχεις, έχε τες. Αρκεί να μην φτάνει στα δικά μου αυτιά από καλοθελητές. Από κανέναν, θέλω να πιστεύω ότι ο άντρας μου αγαπάει μόνο εμένα και δεν έχει ανάγκη καμία άλλη για να τον επιβεβαιώσει, τι δεν μπορείς να καταλάβεις από αυτό;»

«Πιστεύεις Ζωή ότι οι φήμες που έφτασαν ως εσένα ευσταθούν;»

«Εν μέρει! Πιστεύω δηλαδή ότι όντως είπε σε κάποιους για άλλες γυναίκες που σχετίζεται μαζί τους, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι το κάνει κιόλας!» Έμεινε για λίγο σιωπηλή κοιτώντας τα χέρια της. «Δεν πιστεύω ότι με απατάει, τι να πω μπορεί απλά να εθελοτυφλώ, νιώθω ότι έχει τη διάθεση βάσει λανθασμένων αντρικών προτύπων να καυχηθεί για τον εαυτό του, να κάνει κάποιου είδους επίδειξη, όμως αυτό δε με κάνει να νιώθω καλύτερα, να μη ντρέ­πο­μαι. Γιατί εγώ τον αγαπάω. Έχω χτίσει μια ζωή μαζί του, μια οικογένεια. Είναι το οχυρό μου όταν επιστρέφω στο σπίτι από μια δύσκολη μέρα στη δουλειά, είναι αυτός που γεμίζει τις μπαταρίες μου ακόμα και όταν τον βλέπω να χαζεύει τηλεόραση με τα παιδιά όταν εγώ κάνω οικιακές δουλειές, είναι ο λόγος που παίρνω δύναμη και θέλω να είναι όλα στην εντέλεια στο σπίτι μας αντί να ξεκουραστώ μια ώρα γυρίζοντας στο σπίτι ή να κοιμηθώ μια ώρα παραπάνω τα σαββατοκύριακα».

«Δε σε βοηθάει με κάποιες δουλειές του σπιτιού;»

«Δε με πειράζει αυτό!» σχολίασε η Ζωή παραμένοντας με το κεφάλι χαμηλωμένο.

«Αν σε βοηθούσε θα τον απέρριπτες;»

«Όχι, φυσικά και όχι, δε θεωρώ ότι είναι μειονεκτικό για έναν άντρα να βοηθάει στις δουλειές του σπιτιού, αλλά αν δε θέλει να το κάνει, δε θα του το χρεώσω κιόλας».

«Εσείς οι δύο έχετε βαλθεί να μα κάνετε χλεχλέ, και κυρίως εσείς γιατρέ!»

«Μην παίρνεις αμυντική στάση, εμείς απλά συζητάμε. Άκουσε την απλά και πράξε αναλόγως. Και επίσης αν έχεις αντίθετη γνώμη μπορείς να την εκφράσεις».

«Για αρχή ποτέ δε ζήτησε βοήθεια στις δουλειές, νόμιζα ότι τα κατάφερνε μόνη της σε όλα, δεν ήθελα να τις ανακατώνω το νοικοκυριό, η μητέρα μου πάντα αυτό μου έλεγε, ότι της τα ανακατώνω όλα και προτιμότερο θα ήταν να κάθομαι και να βλέπω τηλεόραση ή να πηγαί­νω βόλτες στο δρόμο. Έπειτα είμαι λίγες ώρες στο σπίτι μας, κουρασμένος, αλλά αν χρεια­στεί βοήθεια ας μου τη ζητήσει».

«Κάποιες φορές είναι πιο σημαντικό να προσφέρουμε χωρίς να μας το ζητάνε. Άλλωστε αν έχω καταλάβει σωστά η Ζωή δε νιώθει μειονεκτικά για το ότι δε τη βοηθάς στις δουλειές, αλλά για τη στάση σου μπροστά σε άλλους».

«Γι’ αυτό δεν φταίω εγώ, φταίνε τα αδέρφια της που την επηρεάζουν. Ποτέ τους δε με συμπάθησαν!»

«Σε αποδέχτηκαν γιατί ήμουν ευτυχισμένη κοντά σου».

«Ναι αλλά δε με συμπάθησαν».    

«Πώς να σε συμπαθήσουν όταν έρχονται στο σπίτι μας για επίσκεψη και δεν τους χαιρετάς καν. Όταν συναντιόμαστε σε σπίτια κοινών γνωστών και σε ακούν να υπερηφανεύεσαι για τις κατακτήσεις σου, για το ότι «Εγώ τη Ζωή την έχω σήκω πάνω κάτσε κάτω» και όταν λες ένα σωρό για τις γυναίκες, ειλικρινά ποιος νομίζεις ότι σε συμπαθεί με αυτή σου τη στάση;»

«Θα μου πεις ότι ντρέπονται και αυτοί για λογαριασμό μου;»

«Θα σου πω ότι έχουν αρχίσει να αμφιβάλουν ότι είμαι πράγματι ευτυχισμένη μαζί σου».

«Πες μου ότι σου είπαν να με παρατήσεις;»

«Δε μου έχουν πει κάτι τέτοιο, γιατί δεν τους έχω αφήσει περιθώρια, αλλά να είσαι σίγουρος ότι αν έφευγα θα με στήριζαν».

«Φυσικά, μακριά από εμένα και θα είσαι οπουδήποτε καλύτερα».

«Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί έχουμε αναμείξει τρίτους στην κουβέντα μας». 

«Γιατί από την αρχή αυτοί ήταν το θέμα μας, οι τρίτοι», είπε αμυντικά ο Βαγγέλης.

«Τώρα όμως εσύ προσωποποιείς αυτούς τους τρίτους. Δεν τους αφήνεις απλά ως ιδέα, ως κάτι άυλο».

«Μα δεν έχουμε να φοβόμαστε τίποτα από το άυλο. Από αυτούς που έχουν ύλη έχουμε να φοβόμαστε και κυρίως γλώσσα».

«Μα η δική σου η γλώσσα δημιουργεί τα προβλήματα, εσύ δίνεις τροφή για σχόλια γιατί δεν καταλαβαίνεις αυτό που προσπαθώ να σου πω».

«Εντάξει λοιπόν δε σε συνοδεύω ξανά πουθενά, θα πηγαίνεις στους δικούς σου μόνη σου και εγώ στους δικούς μου μόνος μου».

«Δεν είμαι ούτε χήρα ούτε ζωντοχήρα για να πηγαίνω μόνη μου όταν με καλούν κάπου».

«Ας ηρεμίσουμε», διέκοψε την κουβέντα που πήγε να ξεστομίσει ο Βαγγέλης. «Έχουμε εκτροχιαστεί. Πρέπει να δεχόμαστε την κριτική».

«Από ποιον;»

«Από τη γυναίκα σου, σου έχει εκφράσει ένα προβληματισμό της, και πίστεψε με είναι κα­λύ­τερο από το να το κρατήσει μέσα της γιατί αυτό θα διαβρώσει τη σχέση σας και με τον και­ρό θα τη διαλύσει. Δεν πιστεύω ότι επιθυμείς να γίνει αυτό. Πριν από λίγη μόλις ώρα η γυναίκα σου εξέφρασε την αγάπη της, ότι είσαι ο άνθρωπος που της δίνει δύναμη, γιατί δε στέκεσαι κυρίως σε αυτό και επιμένεις να μείνεις αμετακίνητος στον τρόπο συμπεριφοράς σου;»

«Δε μου αρέσει να μου λένε τι θα κάνω και πως θα το κάνω, πως θα μιλάω και τι θα λέω».

«Προφανώς κάτι έχω κάνει λάθος τότε, δεν μπορούμε να συνεχίσουμε μαζί. Ίσως να είναι προτιμότερο να συνεχίσετε με κάποιον άλλο σύμβουλο».

«Σιγά μην ξαναπάω σε σύμβουλο να περάσω την ίδια ταπείνωση από την αρχή», φώναξε και σηκώθηκε από τη θέση του αρπάζοντας το μπουφάν του και βγαίνοντας από το γραφείο.

«Συγνώμη», ζήτησε η Ζωή και σηκώθηκε να ακολουθήσει το σύζυγο της.

Σημειώσεις: Προσπάθησα λίγο να εκβιάσω την κατάσταση ώστε να ηρεμίσει ο Βαγγέλης αλλά δεν είναι σίγουρο ότι πήγε και πολύ καλά, αυτό που κατάφερα μάλλον είναι ότι τον απ­άλλαξα από μια δύσκολη για εκείνον κατάσταση. Επειδή όλα αυτά ήταν πολύ καινούργια για εκείνον για την ώρα δεν έχει καταφέρει να τα αντιμετωπίσει. Αν δεν αλλάξει όμως τακτική θα τη χάσει τη Ζωή. Έχει δείξει μεγάλη υπομονή ως τα τώρα. Επειδή όμως  πιστεύω ότι στην πραγματικότητα νοιάζεται για εκείνη, σταδιακά θα αλλάξει συμπεριφορά και θα αρχίσει να σκέφτεται πριν μιλήσει. Στην ουσία αυτό του ζητάει και η γυναίκα του ευγενικά. Αν όχι, σύντομα αν δε χρειαστεί σύμβουλο θα χρειαστεί δικηγόρο.      

 

 

ΙΙ

Αν και συγχυσμένος από την τροπή που είχε πάρει η συζήτηση με τον πολλά βαρύ και όχι Βαγγέλη, αποφάσισα να αγνοήσω τις ερωτήσεις της γραμματέως μου για ποιο λόγο ο κύριος έφυγε χωρίς να πληρώσει, αρκέστηκα μόνο να την ενημερώσω να ζητάει τα χρήματα προκαταβολικά, έπειτα για να ηρεμίσω και να χαλαρώσω για το επόμενο ραντεβού, τη ρώτησα για αυτό που συζητούσαμε μια εβδομάδα νωρίτερα, για το τηλεφώνημα της Αλέξιας, στην πολυεθνική που εργαζόταν.

«Τι ήταν αυτό που σε έκανε να πιστεύεις ότι μπορεί να την σκοτώσει ο εραστής της;»

«Μα ο αντρικός εγωισμός φυσικά. «Δε σε έχω εγώ δε θα σε έχει κανένας!» Πάντως εκείνη ακριβώς  η συζήτηση με την Αλεξία με έβαλε σε σκέψεις, γενικά στο θέμα των σχέσεων και του έρωτα. Πιστεύω λοιπόν, αν και μπορεί να είναι και λανθασμένο, ότι όλοι μας λίγο πολύ έχουμε πέσει θύματα του έρωτα, είτε ανεκπλήρωτου, είτε εκπληρωμένου. Είναι αναπόφευκτο. Τι είναι αυτό όμως που φέρνει δυο ανθρώπους κοντά ή τι είναι αυτό που κάνει κάποιον να κολλάει με κάποιον άλλον. Γύρω μας κυκλοφορούν παντού αταίριαστα ζευγάρια. Και δεν αναφέρομαι στα εξωτερικά χαρακτηριστικά, όπως γιατί εκείνη η δίμετρη κούκλα τα έχει με εκείνον το κοντόχοντρο τύπο που μοιάζει με νονό της νύχτας. Όχι, όχι, αναφέρομαι σε πιο ουσιαστικά θέματα όπως ο χαρακτήρας, ο τρόπος που βλέπει κάποιος τον κόσμο, που αντιλαμβάνεται τα πράγματα».

Έκανε μια παύση και συνέχισε, αρχίζοντας να εκμυστηρεύεται πιο προσωπικά…

«Τις προάλλες πέρασε κάποιος που έμοιαζε με τον πρώην μου, ένοιωσα την καρδιά μου να χτυπά με την ελπίδα ότι μπορεί να ήταν εκείνος, μήπως μου ρίξει έστω μια ματιά, μου κάνει ένα νεύμα. Όμως όχι δεν ήταν εκείνος. Λίγο πριν χωρίσουμε είχα φτάσει στο στάδιο να θέλω να χτυπήσω το κεφάλι μου στον τοίχο, να θέλω να του ρίξω χαστούκι, κράταγα το χέρι του όταν περπατούσαμε στο δρόμο και αναρωτιόμουν «Μα τι στο διάολο κάνω εγώ με αυτόν τον τύπο». Δεν ξέρω αν σκεφτόταν τα ίδια ή απλά ένοιωσε τα δικά μου αισθήματα, το αποτέλεσμα ήταν να με χωρίσει εκείνος και να βρεθώ ξαπλωμένη στο κρεβάτι, ανόρεχτη και κλαψιάρα, που τον είχα χάσει. Που είχα χάσει κάτι που στην ουσία δεν ήθελα. Ή μήπως το ήθελα και δεν ήξερα ότι το ήθελα. Όλοι οι φίλοι μου κατέληγαν να μου λένε ότι ήταν θέμα εγωισμού και όμως έχουν περάσει δύο χρόνια και εγώ έχω  το μυαλό μου σε εκείνον με όποιον και αν κάνω  σχέση. Τι στην ευχή μου συμβαίνει  λοιπόν;»

Είχα φτάσει άραγε στη ρίζα του προβλήματος, όμως μια εξομολόγηση είναι πολλά παραπάνω και το κουδούνι χτυπούσε, ένα ακόμα ζευγάρι ερχόταν να ζητήσει τις συμβουλές μου.

«Θα συνεχίσουνε» μετά της είπα, και της έκανα νόημα να ανοίξει το κουδούνι ενώ έμπαινα στο γραφείο μου, ώστε να δώσω την εικόνα του απασχολημένου.   

 

Ζευγάρι Δεύτερο (Νάσια – Ηλίας)

«Το πρόβλημα σας το αντιμετωπίζουν πολλά σύγχρονα ζευγάρια, με τις υποχρεώσεις και τις δουλειές, βλέπονται όλο και πιο σπάνια. Δεν έχουν χρόνο να κάνουν μαζί πολλά πράγματα και οι περισσότεροι βλέπουν το σπίτι σαν ένα χώρο ξεκούρασης και ανάπαυσης όχι ως ένα μέρος που συναντούν αγαπημένα τους πρόσωπα».

«Αυτός δεν είναι ο ρόλος του σπιτιού, ένα οχυρό να ξεκουράζεσαι και να αποκόβεσαι από τον έξω κόσμο;»

«Στα λόγια μου έρχεσαι», σχολίασε ο Ηλίας. «Όμως εσύ ακόμα και όταν βρίσκεσαι στο σπίτι προτιμάς να κάθεσαι στον υπολογιστή και να κάνεις δουλειά για τον εκδοτικό».

«Για να έχεις τη φυσική μου παρουσία, εσύ το ζήτησες».

«Πέρα από τη φυσική σου παρουσία χρειάζομαι και την προσοχή σου, την παρέα σου, την κουβέντα σου, να κάτσουμε να φάμε μαζί, να δούμε ένα έργο στην τηλεόραση μαζί, έστω αυτό, αντιθέτως μένω παραγκωνισμένος στο σπίτι…»

«Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί όταν στη μέση είναι η δουλειά ενός άντρα δεν το κάνει κανείς θέμα και όταν είναι η δουλειά μιας γυναίκας πέφτουν όλοι να τη φάνε. Όλα αυτά είναι στερεότυπα».

«Σε ποιον αναφέρεσαι Νάσια;»

«Σε όλους, τα ίδια ακούω από τη μητέρα μου, τα ίδια και από την πεθερά μου, μέχρι και ο πατέρας μου που μας παράτησε αυτά μου λέει, «Υπομονή, υπομονή ο Ηλίας, αλλά θα τον χάσεις»! όμως και η μάνα μου έκανε υπομονή με εσένα και τελικά εκείνη σε έχασε».

«Πως νιώθεις γι’ αυτό;»

«Που εγκατέλειψε ο πατέρας μου τη μητέρα μου; Δεν είναι πρόβλημα μου, ούτε μου έχει μείνει κάποιο παιδικό τραύμα, αλλά δεν μπορώ να ακούω κήρυγμα από εκείνον».

«Μπορείς να αφήσεις στην άκρη τους άλλους και να συγκεντρωθείς σε εμένα;»

«Όχι δεν μπορώ, γιατί δεν επιτρέπεις εσύ να το κάνω. Κάνεις όλη την ώρα παράπονα στους άλλους, δίνοντας την εικόνα του καλού, του υπομονετικού, που με φροντίζει, και όλοι θεωρούν τα χειρότερα για εμένα, εσύ έχεις στρέψει όλον αυτό τον κόσμο εναντίον μου. Δεν υπάρχει ούτε ένας άνθρωπος από το φιλικό και συγγενικό μας περιβάλλον που να πει ότι καλός και ο Ηλίας αλλά και η Νάσια ξεπατώνεται στη δουλειά, κανείς δε μου το αναγνωρίζει. Αντιθέτως είναι της άποψης ότι δεν αναγνωρίζω τίποτα και ότι παίρνω πολύ σοβαρά τον εαυτό μου, και ειδικά αυτό το τελευταίο είναι πολύ ενοχλητικό… δούλεψα σκληρά για να φτάσω εκεί που έφτασα και δε θα επιτρέψω να το υποτιμάει κανείς».

«Μα δεν το υποτίμησα».

«Το κάνεις μέσα από τους άλλους!»

«Δεν ήταν ο σκοπός μου λυπάμαι. Εγώ το μόνο που θέλω είναι η συντροφιά σου, άλλωστε δεν είμαι μόνο εγώ, είναι και το παιδί!»

«Το παιδί το πήραμε ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, για να κρατάει σε εσένα συντροφιά και να μη νιώθεις μόνος, άλλωστε κάθε φορά που το πλησιάζω γρυλίζει».

«Αφού δε σε έχει γνωρίσει, με τόσες ώρες απουσίας!»

«Μόνο που εγώ αγοράζω τις κονσέρβες του».

«Το ξέρω πολύ καλά Νάσια ότι εσύ μας ταΐζεις και τους δύο, αν θες να καταλήξουμε πάλι σε αυτό!»

«Σας παρακαλώ, ας ρίξουμε τους τόνους. Δεν είστε εδώ για να μαλώνετε. Είστε εδώ επειδή θέλετε να βρείτε μια κοινή οδό για να είστε μαζί. Δεν πιστεύω να βρίσκεται εδώ κάποιος με το ζόρι;»

«Αυτό που προσπαθώ να εξηγήσω σε όλους είναι ότι όχι δουλειά, όχι λεφτά!» Συνέχισε η Νάσια επιμένοντας να λέει τα δικά της, αδιαφορώντας για τις προσπάθειες συμφιλίωσης! Όμως αμέσως έστρεψε την προσοχή της σε εμένα ώστε να διακόψει αυτό που ξεκινούσε ο Ηλίας να πει. «Βρίσκομαι εδώ επειδή πράγματι θέλω να προσπαθήσω, δεν ήταν δική μου ιδέα…»

«Αλλά τώρα θα πεις ότι εσύ πληρώνεις τις συνεδρίες μας!»

«Και ομολογώ ότι δε θα ερχόμουν αν δεν επέμενε, όμως πλέον νιώθω σαν να με βάζει απέναντι από έναν ακόμα δικαστή για να με δικάσει επειδή εργάζομαι πολλές ώρες, γιατί τον τελευταίο καιρό νιώθω σαν να προσπαθεί να μου επιβληθεί μέσω των άλλων. Ότι βρίσκομαι πάντα απέναντι από κάποιον που δεν εγκρίνει τις πράξεις και τον τρόπο ζωής μου, λες και κάνω κάτι κακό ή ανήθικο, ε λοιπόν γι’ αυτό έφαγα τα χρόνια μου στο πανεπιστήμιο και για τον ίδιο λόγο δουλεύω τόσες ώρες, για να μην μπορεί να μου επιβληθεί κανείς».

«Ηλία, καταλαβαίνεις όσα λέει η Νάσια;»

«Ναι, φυσικά και τα καταλαβαίνω αν και με μετράει λάθος, δεν έχω σκοπό να την βάλω απέναντι σε κανέναν».

«Νάσια;»

«Δεν έχω κάτι άλλο να προσθέσω, είπα όσα νιώθω, γι’ αυτό δεν είμαστε άλλωστε εδώ;»

«Ας στραφούμε λοιπόν στις ανάγκες που έχει ο καθένας από εσάς! Νάσια, θες να ξεκινήσεις;»

«Νομίζω ότι ήταν ξεκάθαρο τι έχω ανάγκη».

«Ας πω εγώ τότε!» πρότεινε ο Ηλίας, και μου φάνηκε σχεδόν αδιάφορος για όσα είχε πει νωρίτερα η σύντροφος του.

«Παρακαλώ…» είπα και του έδωσα το λόγο.

«Θέλω να κάνουμε ένα παιδί!» Η Νάσια στράφηκε και τον κοίταξε.

«Και το κουτάβι τι θα το κάνουμε, θα το πετάξουμε στο δρόμο, σαν να είναι κανένα αδέσποτο;»

«Το ένα δεν αναιρεί το άλλο. Όμως κατάλαβε με και εσύ, θέλω να έχω κάτι δικό σου και δικό μου, να φροντίζω ένα κομμάτι από εσένα, αφού λείπεις τόσες ώρες». Η Νάσια αναστέναξε και έμεινε να το σκέφτεται. Πήγα να τους πω ότι έπρεπε να πάρουν το χρόνο τους, να το σκεφτούν και να το συζητήσουν πριν πάρουν μια οριστική απόφαση, όμως με πρόλαβε η φωνή της.

«Αν κάνουμε παιδί, θα με αφήσεις ήσυχη μετά, θα πάψεις να γκρινιάζεις για το παραμικρό;»

«Το αντιμετωπίζεις με λάθος τρόπο, μιλάμε για παιδί, για ένα παιδί δικό σου και δικό μου, όχι για ένα συμβόλαιο συμφιλίωσης». Και ξαφνικά ξέσπασε μιλώντας δυνατά, κάνοντας με να αναρωτηθώ όταν χτύπησε νωρίτερα το κουδούνι, αν είχε φτάσει το ζευγάρι της επόμενης συνεδρίας. Θα θεωρούταν ανικανότητα από την πλευρά μου, που δεν μπορούσα να κατευνάσω τις εντάσεις ανάμεσα στα ζευγάρια; Λες να έφευγαν τρέχοντας; «Μα τι γυναίκα είσαι επιτέλους; Κάτω από πόσους τόνους χαρτιού έχει θαφτεί το μητρικό σου ένστικτο; Νόμιζα ότι όλες οι γυναίκες θέλανε να κρατήσουν ένα παιδί δικό τους στην αγκαλιά τους!»

«Θα βγήκε φαίνεται χαλασμένη η συγκεκριμένη παρτίδα», απάντησε ειρωνικά στα λόγια του. «Σύζυγος, ερωμένη, μητέρα, επιτυχημένη επαγγελματίας και άλλα τόσα που ζητάτε από τη σύγχρονη γυναίκα εσείς οι άντρες…, προφανώς θα ξέχασαν να περάσουν στο λογισμικό μου τη μητρική λειτουργία. Οπότε αν θες παιδί, πρέπει να το φροντίσεις και να αρχίζεις να συνεισφέρεις στα έξοδα του». Του απάντησε ψυχρά κάνοντας τον να τα χάσει, και να ψελλίσει κάτι σαν «Μα…»

«Δεν χρειάζεται να μου απαντήσεις τώρα, πάρε το χρόνο σου, σκέψου το!» Ολοκλήρωσε και σηκώθηκε ψυχρά από τη θέση της, φόρεσε το παλτό και πέρασε την τσάντα στον ώμο της, κάνοντας μια αλησμόνητη και θαυμαστή έξοδο από το γραφείο μου. Με σκυμμένο το κεφάλι την ακολούθησε, όπως χρόνια νωρίτερα μια αδύναμη γυναίκα θα ακολουθούσε το σύζυγο και αφέντη της, μετά από ένα ανεπίτρεπτο ξέσπασμα.

Σημειώσεις: Αναρωτήθηκα μήπως τελικά η έλλειψη του Ηλία, ή έστω αυτό που θεωρούσε εκείνος ως έλλειψη και που δεν ταίριαζε με το κλασσικό πατριαρχικό στερεότυπο, ότι ο άντρας φέρνει τα λεφτά στο σπίτι, ήταν ο λόγος που τον έσπρωχνε να συμπεριφέρεται με χειριστικό τρόπο στον κύκλο τους προσπαθώντας να κερδίσει την εύνοια των υπολοίπων ενάντια στη σύντροφο του, μήπως είχε μετατραπεί η σχέση τους στο μυαλό του, σε ανταγωνισμό. Είτε πάλι μπορεί να ανησυχούσε ότι η Νάσια θα τον έκανε πέρα, ήταν πολλή ανεξάρτητη για τα γούστα του, αν και σίγουρα μέχρι τότε ήταν κάτι που τον είχε βολέψει. Αν τον έκανε πέρα λοιπόν σίγουρα θα είχε πρόβλημα, θα ήταν σαν ένας εργαζόμενος που τα έπαιρνε μαύρα και που δε φαινόταν πουθενά ότι εργαζόταν στην επιχείρηση οπότε σε περίπτωση απόλυσης δε θα είχε ούτε τα ένσημα για σύνταξη, ούτε δικαίωμα αποζημίωσης ή επίδομα ανεργίας, ένα παιδί όμως θα τον εξασφάλιζε, αφού αυτός θα ήταν που θα το μεγάλωνε. Μήπως βλέπει το μελλοντικό γιο ή κόρη του σαν μια επιχειρηματική συμφωνία; Εκτός κι αν ήθελε τόσο πολύ να διαιωνίσει το είδος.   

 

 

III

«Ωραία», είπα όπως κάθισα απέναντι από τη γραμματέα μου, από την έξω πλευρά του γραφείου της, αφού έλεγξα αν βρισκόταν κάποιος στο σαλονάκι των επισκεπτών. Ευτυχώς δεν είχε έρθει κανείς, όχι μόνο επειδή είχα αποφύγει ένα είδος επαγγελματικού διασυρμού, αλλά κυρίως επειδή χρειαζόμουν λίγα λεπτά ανάπαυλα από τα ξένα προβλήματα που με πλήρωναν να τα ακούω!

Μπορούμε κάλλιστα να μετατρέψουμε το ιατρείο για ζευγάρια που ψάχνουν λόγο να χωρίσουν και να συνεργαστούμε με δικηγορικά γραφεία διαζυγίων. Ελπίζω να είναι επικερδής επιχείρηση, αλλιώς εκτός από τη φήμη μου σε λίγο θα καταστραφώ και οικονομικά αν δε βρω κάτι άλλο σύντομα να απασχοληθώ εργασιακά.

«Τι τους συνέβη;»

«Τα συνηθισμένα!»

«Ποια είναι τα συνηθισμένα;»

«Τι να σου πω κορίτσι μου, μήπως ξέρω κι εγώ. Μέχρι πρότινος πίστευα ότι όταν δίνεις συμβουλές στους άλλους είναι πιο εύκολο να είναι αποδοτικές, βλέπεις ως μέρος του προβλήματος γίνεσαι έρμαιο των συναισθημάτων σου, όμως τώρα βλέπω ότι είτε παρακολουθείς, είτε συμμετέχεις το ίδιο δύσκολο είναι. Μίλησε μου όμως για τον πρώην σου, έχω μια ακόμα θεωρία, θέλω να εξακριβώσω αν έχω δίκιο».

«Τι είδους θεωρία;»

 Σταύρωσα τα χέρια και έμεινα να την κοιτάω χωρίς να μιλάω.

«Τι να πω για τον πρώην μου, τι άλλο να πω δηλαδή;»

«Πες μου τι σε συμβούλεψαν οι φίλοι σου;»

«Νομίζω ότι έχω κάτι πάνω σε αυτό», ανακοίνωσε ευχαριστημένη.  «Μιας και το μοντέλο του ανεξίτηλου πρώην μου δεν είναι από αυτά που ο Θεός όταν έφτιαξε, έσπασε το καλούπι, κυκλοφορούν πολλοί σαν εκείνον εκεί έξω. Τι μπορεί λοιπόν να σημαίνει αυτό, ότι ο Θεός λάτρεψε αυτόν τον τύπο και έφτιαξε διάφορους σαν κι εκείνον να κυκλοφορούν, ή μήπως δεν το λάτρεψε κι απλά έχει ως σκοπό του να με παιδεύει; Μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου να πιστεύω ότι ολόκληρος Θεός ασχολείται μαζί μου, αντί να σταματήσει κάποιο από τα δεινά που συμβαίνουν στον πλανήτη, έτσι δεν είναι; Ας επιστρέψω λοιπόν στο θέμα του πρώην και των σωσιών του. Μια φίλη μου αντιπρότεινε λοιπόν, αφού κυκλοφορούν σε πληθώρα εκεί έξω, διάφοροι τύποι σαν αυτόν να βρω κάποιον αντι-Εραστή! Τι σημαίνει αυτό· μα να βρω κάποιον σαν τον πρώην μου. Έτσι κάθε φορά που εντοπίζαμε κάποιον όμοιο του δίναμε και ένα τίτλο, ο φαγανός αντι-Εραστής, είχε λίγα παχάκια παραπάνω. Ο γυμνασμένος αντι-Εραστής, ο γείτονας αντι-Εραστής. Τελικά κατέληξα ότι καλό θα ήταν για να ηρεμίσει το κεφάλι μου αν μπορούσα να τους μαζέψω όλους αυτούς να βρω και τον πρώην μου, που δεν αφήνει γυναίκα για γυναίκα να μην την πάρει αγκαλιά, αυτό ήταν κάτι που πολύ με ενοχλούσε όταν ήμασταν μαζί, να τους φυλακίσω όλους σε μια μάντρα και να γράψω σε μια ταμπέλα με καλλιγραφικά γράμματα «Μια μάντρα αρχίδια». Συγνώμη, αυτό μου ξέφυγε. Πάντως είναι ένα θέμα που πάντα με προβλημάτιζε, πως έναν άνθρωπο που κάποτε ερωτευτήκαμε και συνυπάρξαμε μαζί του, φτάνουμε στο σημείο να τον μισούμε. Φταίμε εμείς ή εκείνος; Εμείς και οι προσδοκίες μας ή εκείνος και η καφρίλα του;»

«Όταν λύσεις το γρίφο, πες μου κι εμένα», είπα καθώς σηκωνόμουν για να επιστρέψω στο γραφείο, αφού το κουδούνι της εξώπορτας με επανέφερε στην τάξη.

 

Ζευγάρι τρίτο (Δέσποινα – Ξενοφώντας )

Δεν υπήρχαν περιθώρια για προλογικές σιωπές, δεν είχε αποδώσει άλλωστε κάποιο κέρδος στην προηγούμενη επίσκεψη του ζευγαριού, αντιθέτως είχε κάνει κάπως νευρικό τον Ξενοφώντα. Άραγε σήμερα με τι διάθεση θα έκανε την εμφάνιση του; Μπορούσα να του καταλογίσω τουλάχιστον το χαρακτηριστικό του κυκλοθυμικού, αντιθέτως η Δέσποινα είχε βρει την ισορροπία της με το να κατηγορεί για τα πάντα το σύντροφο της.

«Σήμερα θέλω να μου εξηγήσετε τι άλλαξε στην πορεία της σχέσης σας;» Μπήκα σχεδόν απευθείας στο θέμα.

«Χα», κάγχασε η Δέσποινα, «αυτό ακριβώς είναι το θέμα, ότι δεν έχει αλλάξει τίποτα. Το μοτίβο του δεσμού αυτού είναι μια κρύο, μια ζέστη. Μία με θέλει, μία δε με θέλει. Στην αρχή σκέφτηκα ότι συμπεριφερόταν με αυτό τον τρόπο για να μην τον θεωρήσω δεδομένο, ξέρετε από αυτά που συμβουλεύουν κυρίως τα γυναικεία περιοδικά, τι πρέπει να κάνετε για να μη σας θεωρήσει δεδομένη ο σύντροφος σας, και γράφουν ένα σωρό παπάντζες που βγάζουν από το μυαλό τους και εμείς οι κυράτσες προσπαθούμε να τις ακολουθήσουμε για να μη χάσουμε το κελεπούρι. Όμως μπα, πλέον είμαι σίγουρη ότι δε με θέλει, όταν λέει ότι δε με θέλει».    

«Δεν είπα ποτέ ότι δε σε θέλω», αντέδρασε ο Ξενοφώντας προκαλώντας την έκπληξη της Δέσποινας και το δικό μου ενδιαφέρον.

«Το λέει η στάση σου!» του αντιγύρισε εκείνη.

«Αυτό που δε θες να καταλάβεις είναι ότι κάποιες φορές είμαι απασχολημένος!»

«Στα λόγια μου έρχεσαι!»

«Τον τελευταίον καιρό προσπαθείς να διαστρεβλώσεις αυτά που λέω».

«Κάνεις λάθος, τον τελευταίο καιρό απλά μεταφράζω την στάση σου απέναντι μου».

«Η οποία είναι…;»

«Η οποία είναι να γεμίζεις τα κενά σου μαζί μου, αλλά κατά τα άλλα προτιμάς να ασχολείσαι με άλλα πράγματα, με το να γράψεις το ποιητικό σου έπος, με το να διαβάσεις ένα βιβλίο, με το να δεις τους φίλους σου, με το να κάνεις έρευνα για τη συνέχεια του ποιήματος σου, ακόμα και για τη δουλειά ενδιαφέρεσαι περισσότερο απ’ ότι για εμένα».

«Ξέρεις ότι η δουλειά είναι μια υποχρέωση που δεν μπορώ να αποφύγω, αν θέλω να συνεχίσω να πληρώνω τις υποχρεώσεις μου, να έχω στέγη πάνω από το κεφάλι μου, και τροφή για το σώμα και το πνεύμα».

«Αυτό που ξέρω εγώ είναι ότι με αντιμετωπίζεις σαν εκκρεμότητα. Δε ζούμε πια μαζί σαν ζευγάρι, ζούμε απλά σαν συγκάτοικοι. Ο καθένας έχει τη ζωή του, αυτό πίστευα ότι θα άλλαζε όταν θα συγκατοικούσαμε, θα είχαμε περισσότερες ώρες να τις περνάμε μαζί, αλλά τελικά τα πράγματα χειροτέρεψαν».

«Από ποια άποψη έγιναν χειρότερα;» ρώτησα.

«Πριν, όταν συναντιόμασταν τουλάχιστον τις λίγες ώρες που ήμασταν μαζί μέσα στη μέρα ή ακόμα και πιο αραιά μέσα στην εβδομάδα, αυτές οι ώρες ήταν αφιερωμένες σε εμένα! Τώρα ακόμα και όταν είμαστε μαζί, είναι απασχολημένος με κάτι άλλο, με αντιμετωπίζει σαν να είμαι η προσωποποίηση της καθημερινότητας του, μοιράζει το χρόνο του στη δουλειά και στην τέχνη του και εμείς συναντιόμαστε απλώς στο κρεβάτι, όταν είναι να ξαπλώσουμε για να κοιμηθούμε. Άσε που κι εκεί κουβαλάει μαζί του κι από ένα βιβλίο, γιατί όπως λέει είναι η μόνη ώρα που έχει ελεύθερη για να μπορέσει να απολαύσει την ανάγνωση ενός καλού βιβλίου και να χαλαρώσει και αφήνει το φως αναμμένο για μια ώρα και πλέον μέχρι να διαβάσει καμιά εκατοσταριά σελίδες από το βιβλίο του, παραμένοντας εγώ άγρυπνη στο κρεβάτι».

«Αν μου το είχες πει, ότι σε ενοχλούσα, θα έμενα να διαβάζω στο καθιστικό».

«Να βλέπετε, αυτό είναι το θέμα, να μην ενοχλήσει τον ύπνο μου, όχι να με κρατήσει ξάγρυπνη». 

«Μα γιατί να το κάνω αυτό, αφού το επόμενο πρωί έχεις δουλειά και είσαι ήδη κουρασμένη;»

«Υπάρχουν και άλλοι τρόποι να γεμίσεις τις μπαταρίες μου, εκτός από τον ύπνο».  

«Καταλαβαίνω που το πας, και ειλικρινά δε φανταζόμουν να έχεις παράπονο και από αυτόν τον τομέα».

«Δεν είμαι ένα κομμάτι κρέας Ξενοφώντα και η ερωτική πράξη έχει καταντήσει μια τυπική διαδικασία».

(Φάουλ, χτύπημα κάτω από τη μέση, αν θες να προσβάλεις έναν άντρα σχολίασε την ερωτική σου ζωή μαζί του).

«Δε βοηθάς και εσύ ιδιαίτερα, όταν ξαπλώνεις ανάσκελα και ανοίγεις τα πόδια, περιμένοντας να τελειώσω για να κάνεις ζάπινγκ στα αγαπημένα σου προγράμματα στην τηλεόραση».

«Ποια τηλεόραση με δουλεύεις, μήπως έχει πρόγραμμα της προκοπής αυτή η τηλεόραση; Το χάλι της ελληνικής τηλεόρασης μπορεί να συγκριθεί μόνο με το χάλι της ελληνικής πολιτικής κατάστασης, ανεξάρτητα με το ποιος κυβερνάει και με το ποιος κάνει αντιπολίτευση».

«Προφανώς μας αξίζει σαν λαός και η τηλεόραση μας και η πολιτικοί μας!»

«Ενδιαφέροντα αυτά που λέτε, αλλά νομίζω ότι ξεφεύγουμε από το θέμα».

«Τι να πω, σκέφτομαι να μην σπάσω ακόμα την οθόνη μου. Άλλωστε δεν έχω και άλλη συντροφιά έξω από την τηλεόραση και τα σκουπίδια της».

«Μπορείς να διαβάσεις ένα βιβλίο, να ακούσεις μουσική, να βγεις με τις φίλες σου!»

«Ποια στιγμή ακριβώς θα διαβάσω το βιβλίο, όταν ασχολούμαι με τα οικιακά;»

«Δεν μπορείς να με κατηγορήσεις και γι’ αυτό, ότι δε σε βοηθάω».

«Μα τα κάνεις τόσο άτσαλα που πρέπει να τα ξανακάνω».

«Αυτό είναι δικό σου σφάλμα, εγώ προσπαθώ».

«Μόνο μέσα από την προσπάθεια θα μάθει και θα καλυτερέψει, αν έπειτα ξανακάνεις εσύ αυτό που έχει ήδη κάνει, δε θα προσπαθήσει ξανά», είπα σε ήρεμο τόνο.

«Άλλωστε τόσες φορές σου έχω πει να σε συνοδέψω και δε θες να έρθω μαζί σου στις εξόδους σου, προφανώς περνάς καλύτερα με τη νέα φιλενάδα σου, εκτός κι αν φοβάσαι ότι θα μπλέξω μαζί της και θα σε παρατήσω».

«Φυσικά», απάντησε κάπως μουδιασμένη και ύστερα πρόσθεσε «δεν έχεις διαβάσει ερωτικές ιστορίες στα διάφορα μαγκαζίνο, όλες οι φιλενάδες έχουν ερωτική σχέση με τους άντρες των κολλητών τους;»

«Δεν είμαι από αυτούς, και το ξέρεις! Και τι κάνεις παρέα μαζί με τύπισσες που κοιτάνε να σου φάνε τον άντρα και να σε κερατώσουν;»

«Γιατί είμαι κοινωνικό ον και έχω ανάγκη τη συντροφιά του είδους μου».

«Από εδώ και πέρα θα σου κρατάω εγώ συντροφιά!» της είπε αποφασιστικά.

«Και το ποιητικό σου έπος;»

«Θα το παρατήσω, ποιος άλλωστε θα το εκδώσει, έχει ένα ελάττωμα το βιβλίο και ένα ο συγγραφέας του».

«Δε μου αρέσει να μιλάς έτσι για το βιβλίο σου και για εσένα, έχεις κάνει πολλή δουλειά και σκληρή. Και σε τι ελαττώματα αναφέρεσαι;»

«Το βιβλίο είναι ποίηση και ο δημιουργός του δεν είναι τηλεπερσόνα, δεν έχει σχέση με τα ΜΜΕ και δεν έχει καμία απολύτως φήμη. Καταδικασμένο από την αρχή να μην κάνει εμπορική επιτυχία σε κανέναν μπακαλοεκδοτικό οίκο της συμφοράς».

«Επιχειρήσεις είναι κι αυτές», προσπάθησε να τους δικαιολογήσει η Δέσποινα.

«Τελικά τι θα κάνετε;» ρώτησα εγώ συγχυσμένος που ένιωθα να χάνω το ταλέντο μου στο να αντιλαμβάνομαι τι λένε οι άλλοι μπροστά μου.

«Θα κάνω λίγη υπομονή ακόμα να τελειώσει το βιβλίο του, άλλωστε δε σου έμεινε πολύ, έτσι δεν είναι;» Εκείνος με ένα κούνημα του κεφαλιού του επιβεβαίωσε αυτό που τον ρώτησε η Δέσποινα «και έπειτα θα δούμε, αν συνεχίσει να με αφήνει στο περιθώριο, ο χωρισμός θα είναι μονόδρομος, αλλιώς είμαι πρόθυμη να ξαναπροσπαθήσουμε, άλλωστε γι’ αυτό δεν ήρθαμε εδώ, να μιλήσουμε, να αδειάσει η δεξαμενή του θυμού και να ηρεμίσουμε;»

«Μα εκείνος είναι πρόθυμος να αφήσει από τώρα το βιβλίο του;»

«Δεν μπορώ να δεχτώ τέτοια θησεία από μέρους του, δεν είναι σοφό, αργότερα θα με κατηγορεί ότι δεν τον άφησα να ολοκληρώσει το ποίημα του, αυτό αργά ή γρήγορα θα μας φέρει σε χειρότερη ρήξη. Κι όσο για το βιβλίο, δεν πειράζει, θα πάει από εκδοτικό σε εκδοτικό, κι αν το απορρίψουν σε όλους θα το ανεβάσουμε σε ένα καλλιτεχνικό site ώστε να εκπληρώσει τον προορισμό του σαν λογοτέχνημα!»

«Ξέρεις κανένα καλό;»

«Μα φυσικά. Το ArtScript».

«Ίσως να το στείλουμε απευθείας στο site, μπορεί να μην έχουμε κέρδος, αλλά δε θα πληρώσουμε κιόλας να μας το δημοσιεύσουν». 

«Δύσκολα χρόνια περνάνε πια και οι καλλιτέχνες!».

«Μαύρες εποχές, αν δε γεννιόταν όταν έπρεπε, ούτε Καραγάτση θα είχε η Ελλάδα ούτε Καζαντζάκη, όσο για τα ιερά τέρατα της ποίησης μας, Ρίτσο, Ελύτη, Σεφέρη και τόσους άλλους, δε θέλω ούτε να σκεφτώ τη μοίρα των λαμπρών αυτών ποιημάτων τους».

Σημειώσεις: Η συνεδρία μας τελείωσε με φιλολογική συζήτηση και ήταν σαν για πρώτη φορά μετά από καιρό να μπήκε το νερό στο αυλάκι. Ήταν το πρώτο ζευγάρι που ήρθε με το διαζύγιο στο χέρι, για να τα βρει τελικά ακριβώς πριν το σφύριγμα του διαιτητή. Φυσικά κάποια από τα λεγόμενα τους τα μετάφρασα εντελώς διαφορετικά απ’ ότι ειπωθήκαν. Η Δέσποινα έδινε το χρόνο στο Ξενοφώντα (που για πρώτη φορά ερχόταν στη συνάντηση τόσο μαχητικός) να ολοκληρώσει το έπος του, ώστε να πάρει και εκείνη τον κατάλληλο χρόνο για να αποχαιρετήσει και να δώσει ένα τέλος στη σχέση της με το τρίτο πρόσωπο. Από την πλευρά του ο Ξενοφώντας εθελοτυφλούσε αλλά έδωσε με τις μπηχτές του (διόλου επιστημονικός όρος, πρέπει να το παραδεχτώ), στη Δέσποινα να καταλάβει ότι υποψιαζόταν για το τι είδους ‘‘φίλη’’ πρόκειται όταν βγαίνει έξω χωρίς αυτόν. Βέβαια αυτή την επιπλέον συντροφιά της συζύγου του, την εξοικονομούσε σε χρόνο για να τελειώσει το έργο του. Και μην το ψάχνετε γιατί οι καλλιτέχνες είναι πολύ ιδιαίτερα και παράξενα πλάσματα. Ίσως να μην είχε άδικο η Δέσποινα όταν ένιωθε παραγκωνισμένη και ότι έβαζε το έργο του πάνω από εκείνη, άλλωστε οι καλλιτέχνες θεωρούν ότι ο σκοπός της ζωής τους είναι να παράγουν τέχνη, πνευματική τροφή για τους συνανθρώπους τους, που επιμένουν όμως να βλέπουν φτηνά προγράμματα στην τηλεόραση που κάνουν πουρέ τα μυαλά τους. Φυσικά δεν πίστευα ότι είχε σωθεί και η δική μου σχέση επειδή είχε σωθεί η δική τους, παρά το αρχικό, προσωπικό μου στοίχημα. Απλά ήταν ένα κίνητρο να βάλω τα δυνατά μου.

 

Όπως και να είχε με όλα αυτά, που σας παράθεσα και άλλα ακόμα που δεν έχω αναφέρει ο εγκέφαλος μου ήταν έτοιμος για ένα δυνατό Bearn out, δεδομένου και του προσωπικού μου δράματος. Οι διακοπές αν και εφικτές μιας και είχε μπει για τα καλά το καλοκαίρι δε θα ήταν αυτές που θα με βοηθήσουν να επιστρέψω πιο δυνατά στον εργασιακό μου στίβο. Από τη μία χρειαζόμουν συνεδρίες με κάποιο συνάδελφο, ψυχολόγο, και από την άλλη μετά τις διακοπές να εργαστώ για σύντομο χρονικό διάστημα σε κάποιο άλλο επάγγελμα που να μη μας κάνει, θέλοντας και μη, μέρος του προβλήματος. Άραγε θα ήταν εύκολο να μάθω τι συμβαίνει με τις τραπεζικές συναλλαγές των καρτών ώστε να αρχίσω να δίνω εκεί τις συμβουλές μου; Και ποιος θα αναλάμβανε τις συνεδρίες; Μήπως  η νέα, που δεν είχα συγκρατήσει το όνομα της - άραγε ήταν τόσο δύσκολο ή τόσο κοινό-, η γραμματέας μου θα μπορούσε να αναλάβει τους πελάτες μου για όσο καιρό θα απουσίαζα, αυτό βέβαια θα ήταν δίκοπο μαχαίρι, αν δεν τα κατάφερνε θα κατέφευγαν όλοι σε συναδέλφους μου, αν ναι, έπειτα μπορεί να προτιμούσαν εκείνη. Ας είναι, ας δείξω πίστη στον εαυτό μου κι ας κάνω κάτι διαφορετικό, μέχρι να γίνει βαρετό.

-Γραμμή 0035, πείτε μου πως μπορώ να σας εξυπηρετήσω!

ΤΕΛΟΣ

Σίας Στεφανοπούλου

 

Υ.Γ.: Απλά νιώθω την ανάγκη να ενημερώσω ότι η νουβέλα «Αν είναι η αγάπη αμαρτία» είναι ένα κείμενο χωρίς κανένα επιστημονικό αντίκρισμα. Με το σύζυγο μου δεν έχει χρειαστεί να κάνουμε συνεδρίες –για την ώρα τα βρίσκουμε μόνοι μας με όλους τους πιθανούς τρόπους ,«πολιτισμένους και μη» χωρίς τη διαμεσολάβηση κανενός-. Οι ήρωες αν και είναι φανταστικοί, όλο και κάπου πάτησα για να δώσω υπόσταση στις ιστορίες, ειδικά στους αντρικούς χαρακτήρες. Η ιστορία έχει να κάνει αποκλειστικά με το πώς βλέπω εγώ τα πράγματα και φυσικά γράφτηκε για ψυχαγωγικούς λόγους. Ελπίζω όσοι διαβάσατε τη νουβέλα να την ευχαριστηθείτε και να γελάσετε ή ό,τι θέλετε τέλος πάντων. Ευχαριστώ το ArtScript που μου δίνει την ευκαιρία να κάνω το ψώνιο μου, χωρίς να χρειάζεται να πληρώσω τους εκδοτικούς που εποφθαλμιούν σε αυτό, καθώς οι ‘‘μεγάλοι’’ εκδοτικοί έχουν ‘‘κλεισμένο’’ και ‘‘περιορισμένο’’ πρόγραμμα.     

Σ.Σ.

 

 

Διαβάστε επίσης: