Αλπική ζώνη

 
της Ανδρεάνας Σαπρίκη

 

Ήταν Αύγουστος. Οι αχτίδες χόρευαν μπροστά στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου δυσκολεύοντας την ορατότητά μου. Δίπλα μου ο Αλέξης λαγοκοιμόταν.

«Ξύπνα!» ούρλιαξα.

«Φτάσαμε κιόλας;» είπε εκείνος και τεντώθηκε, αφήνοντας ένα χασμουρητό.

Περνούσαμε από τις Μελάτες, ένα χωριουδάκι που δίπλα του ρέει ο  Άραχθος.

«Σε μισή ώρα» απάντησα.

Καθώς ανηφορίζαμε, η θαμνώδης βλάστηση έδινε τη θέση της στα πρώτα έλατα. Τα νερά του ποταμού λαμπύριζαν κάτω από τον πρωινό ήλιο.

«Πρόσεχε!» φώναξε ο Αλέξης.

Μπροστά μου τρία μικρά αγριογούρουνα διέσχιζαν τον δρόμο. Σταμάτησα για να περάσουν και λίγο πριν πατήσω γκάζι, ο Αλέξης στρίγκλισε πάλι. «H μάνα!»

Ένας μεγαλόσωμος σκούρος καφέ όγκος πρόβαλε μέσα από τους θάμνους και ακολούθησε τα μικρά της.

«Ουφ! Ευτυχώς δεν τη χτύπησες! Θα μας κατέστρεφε το αμάξι!» είπε, χωρίς κανένα ίχνος ευαισθησίας.

Του έριξα μια λοξή ματιά και ξεκίνησα απότομα.

 

Σε λίγο φτάσαμε στο Βουργαρέλι, ένα χωριό στις παρυφές των Τζουμέρκων. Μετά από μια καμπή του δρόμου αποκαλύφτηκε μπροστά μας η «Κόκκινη Εκκλησιά», το στολίδι της περιοχής, απομεινάρι των Βυζαντινών χρόνων. Έκανα μια μικρή στάση κι άρχισα να τη φωτογραφίζω συνεπαρμένη, αγνοώντας τη βαριεστημένη φάτσα του Αλέξη.

 

Λίγο αργότερα, με τη βοήθεια των ντόπιων, φτάσαμε στη βρύση «Κρυστάλλω». Δίπλα στα νερά της πηγής μας περίμενε η «ταξιδιωτική ομάδα». Κάθε Αύγουστο ανακαλύπταμε και μια καινούρια γωνιά της Ελλάδας.

«Άντε επιτέλους, αργήσατε!» είπε ο Ηλίας και με έσφιξε στην αγκαλιά του. Δίπλα του το ανιψάκι μου απορροφημένο από το κινητό του, δεν μας αντιλήφθηκε καν.

 

Εξαίφνης, πρόβαλε μια σακαράκα, ένα αγροτικό που μετρούσε ώρες ζωής, πριν γίνει ένα μάτσο παλιοσίδερα. Παγώσαμε.

«Αυτό είναι το τέσσερα επί τέσσερα;» είπε ένας από την παρέα. 

Ο οδηγός μας, Φώτη τον έλεγαν, μας καλοδέχτηκε. Στο θέση του συνοδηγού καθόταν ο ηλικιωμένος πατέρας του, ο μπάρμπα Μήτσος. Ο Φώτης κατέβασε την πόρτα της καρότσας και μας έγνεψε να ανέβουμε.

«Μη φοβάστε ρε, αυτά τα βουνά είναι το σπίτι μου» είπε σαν να μάντεψε τις σκέψεις μας.

 

Αρχίσαμε να ανηφορίζουμε το βουνό και σε λίγο στρίψαμε σε έναν κατσικόδρομο. Η σακαράκα τρανταζόταν με τέτοια ορμή, που έπρεπε να γραπωνόμαστε με όλη μας τη δύναμη από τα κάγκελα της καρότσας. Όσο ανεβαίναμε, κλείναμε τα μάτια μας στη θέα του γκρεμού που απλωνόταν από κάτω μας.

«Τραυματικό ρε φίλε!» μονολογούσε ο μικρός που παράτησε το κινητό και γαντζώθηκε από τη βερμούδα του πατέρα του.

 

Έσκυψα κι έριξα μια ματιά στον οδηγό. Ο αθεόφοβος, με το ένα χέρι οδηγούσε και με το άλλο έπινε μπύρα! Έκλεισα τα μάτια  και ζάρωσα σε μια γωνιά περιμένοντας τα χειρότερα. Ο Αλέξης, χοντρόπετσος ως συνήθως, είχε πιάσει συζήτηση με κάποιον.

 

Σε λίγο το τοπίο άρχισε να αλλάζει. Τα έλατα έδωσαν τη θέση τους στην αλπική ζώνη.

«Μάγκες, περάσαμε τα χίλια εφτακόσια μέτρα» είπε ο Ηλίας.

Πέτρες λευκές, πέτρες μαύρες, το σεληνιακό τοπίο μας άφησε όλους άφωνους. Η έκπληξη επισκίασε το φόβο και μαγεμένοι κοιτάζαμε το θαύμα της φύσης που αποκαλυπτόταν μπροστά μας γυμνό, χωρίς περιττά στολίδια. Φυσούσε ένα ελαφρύ αεράκι, που έδινε στο τοπίο μια αλλόκοτη όψη. Το χέρι μου είχε κολλήσει στη φωτογραφική μηχανή.

«Ελβετία και βλακείες… εδώ είναι οι πραγματικές Άλπεις!» σχολίασε κάποιος.

 

Μετά από ώρα φτάσαμε στο τέλος του κατσικόδρομου. Κατεβήκαμε όλοι μουδιασμένοι και πήραμε τα σακίδιά μας.

«Μην ξεχάσετε να βάλετε αντηλιακό, θα πάθετε εγκαύματα!» είπε ο Φώτης.

Μπροστά μας απλωνόταν ένα οροπέδιο με χαμηλή βλάστηση και απέναντι η Πυραμίδα ή Καταφίδι, η ψηλότερη βουνοκορφή των Τζουμέρκων.

«Ένα τσιγάρο δρόμος από εδώ είναι η κορυφή. Δύο χιλιάδες τριακόσια ενενήντα τρία μέτρα» συνέχισε ο Φώτης.

«Ουάου!» αναφώνησε ο μικρός, που ξαφνικά ζωήρεψε. 

 

Όταν φτάσαμε στη στάνη του μπάρμπα Μήτσου, μας περίμεναν καμιά δεκαριά νοματαίοι. Ακούγονταν παραδοσιακά τραγούδια και κάποιοι γύριζαν σούβλες με αρνιά. Δίπλα, ένα τραπέζι γεμάτο με  εδέσματα. Μπλατσαριά, γλυκιά κολοκυθόπιτα με σταφίδες, κασιόπιτα, τυριά και κοκορέτσι. Σε ένα βαρέλι γεμάτο βουνίσιο νερό υπήρχαν μπύρες και αναψυκτικά. Οι φιλόξενοι Ηπειρώτες επί το έργον.

«Μπούζι!» είπε ο μικρός που τόλμησε να βάλει το χέρι του μέσα στο βαρέλι.

 

Σε λίγο παρέλασαν μπροστά μας τα ζωντανά. Ο Αντρέας, ένας γίγαντας με στριφτό μουστάκι τα έβγαλε να βοσκήσουν. Πρόβατα, κατσίκια πάνω σε απόκρημνα βράχια, μεγαλόσωμοι ποιμενικοί σκύλοι και βουκολικά κουδουνίσματα, συναρμολογούσαν ένα συναρπαστικό παζλ.

 

Μετά το φαγητό, οι ντόπιοι επιδόθηκαν σε διαγωνισμό φιγούρας τσάμικου. Οι ώρες κυλούσαν ευχάριστα, οι ωραίοι αυτοί άνθρωποι μας διασκέδαζαν με τις ευφάνταστες ιστορίες τους. 

 

Ατενίζοντας το πρωτόγνωρο τοπίο, διέκρινα πάνω σε ένα λοφίσκο μια παμπάλαια καρέκλα. Έμοιαζε με ξεχασμένο θρόνο ενός εκλιπόντα μονάρχη. Ο μπάρμπα Μήτσος σηκώθηκε από το σκαμνάκι του κι άρχισε να βαδίζει προς τα εκεί.

«Πατέρα κάτσε κάτω, μην έχουμε άλλα!» είπε ο Φώτης και προσπάθησε να τον εμποδίσει. Ο γέρος, αγέρωχος κίνησε για τον λόφο και σε λίγο θρονιάστηκε στην καρέκλα.

 

Τον πλησίασα και του ζήτησα να τον φωτογραφίσω.

«Κοπελιά, από εννιά χρονών κάθομαι εδώ και αγναντεύω!» είπε. Κι ύστερα με κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια: «Αν στη ζωή σου δεν κάνεις αυτό που γουστάρεις, περνάς απ’ όξω».

Τα λόγια του γέρου  με ξάφνιασαν, ξύπνησαν μέσα μου ένα  ηφαίστειο, που καιρό τώρα,  ερήμην μου σιγόκαιγε.

«Από μικρός ανέβαινα στην κορφή! Από κει ψηλά ο κόσμος φαινόταν μικρός σαν κουκίδα. Κουκίδες είμαστε και εμείς στον χάρτη του σύμπαντος. Στιγμές είναι η ζωή, να είσαι ελεύθερη σαν το αεράκι που φυσάει!» συνέχισε, αγγίζοντας της ψυχής μου χορδές ανέγγιχτες.

 

Κοιταχτήκαμε σιωπηλοί. Ήταν σαν να είχε υπογραφεί μεταξύ μας ένα μυστικό συμβόλαιο. Ένα συμβόλαιο πολύ ισχυρό. Χωρίς συμβολαιογράφο. Χωρίς μάρτυρες.

Εξαίφνης, μπλε σύννεφα  μαζεύτηκαν στον ουρανό.

«Πρέπει να φύγετε, κάθε απόγευμα ρίχνει καρέκλες» είπε ο Αντρέας.

Η κατάβαση ήταν λιγότερο οδυνηρή, το μυαλό μας επεξεργαζόταν τις εικόνες, τους ανθρώπους και τις όμορφες ιστορίες τους.

 

Το επόμενο διάστημα, χώρισα με τον Αλέξη και μετακόμισα στο Βερολίνο, όπου ασχολήθηκα με τον έρωτα της ζωής μου. Τη φωτογραφία. Κάθε Αύγουστο, όμως, ανέβαινα εκεί ψηλά, στη στάνη του μπάρμπα Μήτσου.

 

ΤΕΛΟΣ

 

Διαβάστε επίσης: