ΑΓΑΠΕΣ ΠΟΥ ΞΕΘΩΡΙΑΣΕ Ο ΗΛΙΟΣ

του Μάξιμου Ιεροφάντη
 

Μέρος I

 

(1) Η αναμονή

 

Στο σπίτι ακούγονταν μονάχα τα νευρικά βήματα απ’ το στρωτό παπούτσι που φόραγε στα πόδια της η νεαρή κοπέλα. Πρέπει να είχε διανύσει αρκετά χιλιόμετρα μέσα στο δωμάτιό, το βήμα της διέκοψε ο ήχος του τηλεφώνου. Αυτή την κλήση ήταν που περίμενε ώρες τώρα. Θα μπορούσε βέβαια να είχε τηλεφωνήσει πρώτη κι όλα να είχαν τελειώσει, αλλά αρκετά είχε υποχωρήσει τόσα χρόνια – και πέραν τούτου, για έναν εγωισμό ζούμε- αν κι εδώ που τα λέμε τον δικό της τον είχε τσαλαπατήσει αρκετές φορές, είχε κάνει πολλές παραχωρήσεις και είχε θυσιάσει αρκετά πράγματα. Ε, ακόμα καλύτερα θα έλεγε ένας αντικειμενικός παρατηρητής,  αφού τόσες φορές υποχώρησε, το να πάρει την πρωτοβουλία να κάνει πρώτη ένα τηλεφώνημα δεν ήταν κάτι τόσο σημαντικό. Για εκείνη όμως φαίνεται πως ήταν.

«Παρακαλώ!»

«Έλα αγάπη μου!» ακούστηκε απ’ την άλλη πλευρά της γραμμής.

«Ξέρεις πόσες ώρες περιμένω να μου τηλεφωνήσεις; Να γνωρίζω αν θα ετοιμάσω τα πράγματά μου ή όχι!»

«Ό,τι και να πεις έχεις δίκιο», απ’ τον τόνο της φωνής του κι από τα συμφραζόμενα φαινόταν πως υπήρχαν και χειρότερα νέα.

«Έλα πες μου, μη μασάς τα λόγια σου».

«Ξέρω πως ακυρώσαμε πολλές φορές αυτό το ταξίδι και είναι σημαντικό για εσένα, αλλά δεν μπορούμε να φύγουμε, έχω πολλή δουλειά στην εταιρία. Θα περάσω αύριο το βράδυ από το σπίτι να τα πούμε».

«Όχι, Κώστα, να μην περάσεις από πουθενά, εγώ θα πάω αυτό το ταξίδι κι ας είναι να το κάνω μόνη μου».

«Καρδιά μου μια αναβολή για την επόμενη βδομάδα είναι μόνο, τίποτα περισσότερο. Ξέρω πως το ήθελες πολύ, όπως κι εγώ άλλωστε, που θα πας μόνη σου;»

«Μήπως θες να βρω παρέα;»

«Έλα μη λες αηδίες τώρα».

«Εγώ η εσύ; Τέλος πάντων δε χρειάζεται να συζητάμε άλλο, μη μου τηλεφωνήσεις, εγώ θα λείπω το Σαββατοκύριακο».

«Με ποιόν θα πάς; Με αυτόν τον γελοίο τον Αριστοτέλη; Που σε ξεμυαλίζει. Από όταν μπήκε στη ζωή μας την έχει κάνει μπάχαλο. Πρόσεχε! Θα μάθω αν πήγατε μαζί με το κωλόπαιδο και θα γίνει χαμός».

«Η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση; Πρώτα από όλα ο Αριστοτέλης δεν μπήκε στη ζωή μας και δεν είναι κωλόπαιδο. Αν πάλι κρίνεις από τον εαυτό σου … πρόβλημά σου. Και μη ρίχνεις τις ευθύνες για τη σχέση μας σε τρίτους».

«Καλά καλά, σε καθοδηγεί χωρίς να το καταλαβαίνεις… αλλά έννοια του».

«Είσαι εκνευρισμένος καλύτερα να τα πούμε μιαν άλλη στιγμή, όταν γυρίσω ίσως, καληνύχτα!»

«Καληνύχτα να πας όπου θες, νομίζεις πως θα σκάσω;»

Τα νευρικά βήματα ξεκίνησαν πάλι στο δωμάτιο της Μαργαρίτας, που δεν ανεχόταν πια τέτοιες συμπεριφορές. Ήταν μαζί τόσα χρόνια, υποχωρούσε πάντα. Πολλές φορές έβλεπε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, αλλά δεν μπορούσε να χωρίσει από αυτόν τον άντρα – παρά τα συνεχή προβλήματα –  ένιωθε εξαρτημένη. Δεν μπορούσε να προχωρήσει. Απ’ την αρχή της γνωριμίας τους ήταν ο ισχυρός, γινόταν πάντα το δικό του. Η Μαργαρίτα είχε αποκλειστεί από όλους, φίλους, συγγενείς. Ακόμα και με τους δικούς της είχε προβλήματα, όταν την έβαλε να φύγει από το σπίτι της. Βέβαια επειδή εκείνη ποτέ δε θα δεχόταν να τη συντηρεί ο Κώστας κι επειδή αγαπούσε πολύ τη μητέρα της, νοίκιασε ένα διαμέρισμα στην ίδια πολυκατοικία που έμεναν οι δικοί της. Πόσες φορές δεν τσακώθηκε με τον πατέρα της για αυτό και πόσες φορές όταν ο πατέρας της έκανε εφόδους στο σπίτι, ο Κώστας πήδαγε από τα μπαλκόνια για να ξεφύγει. Μα πάντα τα κατάφερνε, βλέπεται ήταν ένας αρκετά ώριμος άντρας, όντας στην πέμπτη δεκαετία της ζωής του, που ήξερε να αποφεύγει τις κακοτοπιές. Ο μόνος που έμενε δίπλα της απ’ το παρελθόν, ήταν ο Αριστοτέλης και αυτό ήταν ένα αγκάθι για τον Κώστα. Κάθε φορά που την πλήγωνε, κάθε φορά που ήταν μόνη της, ο Αριστοτέλης βρισκόταν εκεί, δίπλα της! Τη γνώρισε λίγο πριν μπει στη ζωή της ο Κώστας, έφυγε για σπουδές στο εξωτερικό και μέχρι να επιστρέψει, ο Κώστας, ο οποίος είχε δίκιο πως ο αντίζηλος του την έβλεπε ερωτικά, την είχε κατακτήσει.

 

Ναι απ’ την πρώτη στιγμή την είχε ερωτευτεί, για αυτό και όλες οι σχέσεις του κατέληγαν σε ναυάγιο. Αλλά ως εκεί, στεκόταν δίπλα της σαν φίλος, σαν συμπαραστάτης και η Μαργαρίτα τον αγαπούσε και τον δεχόταν σαν στήριγμα. Κι ας καταλάβαινε μερικές φορές πως τον πλήγωναν τα βάσανά της. Ο Αριστοτέλης  δεν μπορούσε να εξηγήσει λογικά γιατί αφού συνέχεια πληγωνόταν έμενε με τον Κώστα. Αλλά από την άλλη συλλογιζόταν πως κι ο ίδιος έμενε χρόνια τώρα δίπλα της καταστρέφοντας κάθε του σχέση, δεν έφευγε από την πόλη για να είναι δίπλα της, όταν θα τον χρειαζόταν. Μια φορά που η προστατευόμενή του έκλαιγε στην αγκαλιά του τον ρώτησε, «Γιατί έφυγες από τη ζωή μου τότε; Ίσως όλα να ήταν αλλιώς», η απάντηση ήταν, «Δεν ξέρω». Αν και πίστευε πως και πίσω να είχε μείνει η κατάληξη θα ήταν η ίδια. Η Μαργαρίτα να αγαπήσει τον Κώστα.

Οι δυο τους πριν γίνουν φίλοι είχαν συναντηθεί δυο φορές ακόμα στην ζωή τους. Η πρώτη ήταν στην Ακρόπολη, όταν τα σχολεία τους πήγαν εκδρομή, ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο όταν το σχολείο του Αριστοτέλη αποχωρούσε, ενώ το δικό της έφτανε. Η δεύτερη ήταν στα κεντρικά ταχυδρομεία, όταν τέλειωσαν το σχολείο. Εκείνος ήταν πίσω της. Ο Αριστοτέλης ταχυδρομούσε σε ένα πανεπιστήμιο του εξωτερικό για να πάρει πληροφορίες για κάποιες σχολές. Εκείνη έστελνε ένα γράμμα σε μια φίλη της, που τώρα πια δε μιλάνε, όπως συμβαίνει με όλους τους γνωστούς της. Η τρίτη και καθοριστική συνάντηση έγινε όταν εκείνος έκανε την πρακτική του στην τράπεζα και το γραφείο της Μαργαρίτας συνεργαζόταν με αυτήν, έχοντας πάρει εργολαβικά κάποιες λογιστικές εργασίες. Έξι μήνες είχαν γίνει αχώριστοι, κι από εκεί και ύστερα για πάντα. Αν κι αυτή η λέξη δεν άρεσε καθόλου στη Μαργαρίτα, αφού κάθε φορά που την έλεγε κάτι χανόταν απ’ τη ζωή της.

 

Κλείνοντας το τηλέφωνο, άρχισε να χτυπάει νευρικά το πόδι της κατά την προσφιλή της συνήθεια και να παίζει με ένα χαρτάκι. «Εγώ θα λείπω το Σαββατοκύριακο» ψέλλισε. «Και πού να πάω μόνη μου; Το πολύ πολύ να κλειστώ στο σπίτι μου, όπως κάνω τόσες φορές που με αφήνει μόνη, χωρίς να ξέρω που είναι. Τι θέλει από μένα; Αν μ’ αγαπά… αν κι αυτό μου το ’χει αποδείξει, όταν αρρώστησε η μαμά μου και ήταν εκεί, όταν είχα δύσκολες στιγμές κι ήταν δίπλα μου». Είχε αρχίσει να νιώθει αδύναμο τον εαυτό της για να σκεφτεί λογικά και να πάρει κάποια απόφαση. Αισθανόταν μόνη και εξαρτημένη, έπρεπε να βρει τρόπο ν’ αντιδράσει. Τότε ανακάλυψε πως το χαρτάκι που είχε αρχίσει να σκίζει νευρικά, ήταν αυτό που της είχε δώσει ο Αριστοτέλης, ένα ωραία σχεδιασμένο διαφημιστικό για ένα μοτέλ, που της είχε προτείνει να επισκεφτούνε, αν και ήξερε πως η Μαργαρίτα θα το αρνούταν. Άρχισε τότε να το διαβάζει, ενώ κοίταζε τις εικόνες.

«Αν σας έχει κουράσει ο τρόπος που ζείτε, τα όνειρά σας αποδεικνύονται ο χειρότερος εφιάλτης σας, ένα απέραντο κενό πλημμυρίζει την ψυχή σας, τότε πάρτε την απόφαση και ελάτε στο ‘Μοτέλ Ευαρέσκεια’. Έναν ξεχωριστό χώρο στην αγκαλιά της φύσης, γεμάτο από ευγενείς πινελιές του ανθρώπου… Με τις πολυμορφικές βραδιές τέχνης, τη συζήτηση-αποφόρτιση, αλλά και τη φιλική επαφή με το προσωπικό και τους άλλους θαμώνες του μοτέλ θα ανακαλύψετε ξανά τα θέλω σας, τις αλήθειες και τα ψεύδη που σας περιβάλουν και θα πάρετε τις αποφάσεις που πραγματικά εσείς θα θέλατε για τη ζωή σας. Απαλλαγμένοι από κάθε είδους εξαρτήσεις… γιατί εξάρτηση δε μας δημιουργεί μόνο το τσιγάρο».

Στην αρχή η Μαργαρίτα χαμογέλασε, ήταν αρκετά ρεαλίστρια, ένα κορίτσι της εποχής του, που ανατρίχιαζε με όλες αυτές τις «αρλούμπες». Θα προτιμούσε βέβαια σε κάποιους κρυφούς της πόθους να είναι ιστορικός ή να κάνει κάτι πιο δημιουργικό από το να ασχολείται με τα λογιστικά, αλλά ως εκεί. Σηκώθηκε έκανε μια δυο διαδρομές κατά την προσφιλή της συνήθεια, χτύπησε το πόδι μια δυο φορές και άρπαξε το τηλέφωνο, έπαιξε λίγο μαζί του, το ακούμπησε στα χείλη της, έξυσε το κεφάλι της με αυτό και τελικά μηχανικά σχημάτισε τον αριθμό του.      

«Καλησπέρα Αριστοτέλη! Ελπίζω να μην ενοχλώ».

«Το ξέρεις πως δεν το κάνεις».

«Είδα αυτό το διαφημιστικό για το μοτέλ, έχεις πάει;»

«Ναι έχω πάει μια φορά, είναι πολύ όμορφο και βρίσκεται μέσα στο πράσινο δίπλα σε μια υπέροχη λίμνη».

«Και τι βραδιές είναι αυτές που διοργανώνονται;»

«Κοίτα μπορείς να πας ως απλός επισκέπτης του μοτέλ ή να λάβεις μέρος σε τέτοιες βραδιές, που μέσω της τέχνης, του ψυχοδράματος, των παιχνιδιών ρόλων, άλλα και της συζήτησης με τους υπόλοιπους επισκέπτες να αποφορτιστείς απ’ τα προβλήματά σου. Η ιδιοκτήτρια του μοτέλ η Αντιγόνη ήταν φοιτήτρια ψυχολογίας ώσπου τα εγκατέλειψε. Από ότι λέγεται είχε γνωρίσει έναν άντρα που έγινε τροχοπέδη στη ζωή της, αυτή βέβαια τον αγαπούσε μέχρι τη στιγμή που έμαθε την αλήθεια. Υπήρχε ένα ψέμα που στήριξε όλη της τη ζωή, μετά νοσηλεύτηκε και η ίδια σε κάποια κλινική νομίζω, όταν βγήκε έριξε μαύρη πέτρα σε όλα και δημιούργησε αυτόν το χώρο. Είναι αξιόλογη γυναίκα αλλά ποτέ από τότε δεν μπόρεσε να εμπιστευτεί κάποιον πραγματικά και να ζήσει για πολύ καιρό μαζί του».

«Και πηγαίνει κόσμος εκεί;»

«Εσύ τι λες; Με τόσα προβλήματα γύρω μας! Πάντα έχει επισκέπτες. Η λέξη μοτέλ είναι πολύ πιο διακριτική από αυτήν του ιδρύματος. Αρκετοί που θα ήθελαν να πάνε σε κάποιον ειδικό προτιμούν να επισκεφτούν την Αντιγόνη για να εκτονωθούν, χωρίς να κολλήσουν τη ρετσινιά του τρελού. Μέσω της συζήτησης και της τέχνης καταφέρνει ό,τι καταφέρνει. Βέβαια η Αντιγόνη δε διατείνεται πως είναι ειδικός, παρά του ότι πήρε το πτυχίο της».

«Η ίδια όμως δεν μπόρεσε να ξεπεράσει το δικό της τραύμα!»

«Μερικά τραύματα δε θεραπεύονται ποτέ. Μπορείς όμως να σταματήσεις τη γάγγραινα πριν επηρεάσει ολόκληρο το σώμα σου».

«Εσύ γιατί πήγες εκεί για να μην κολλήσεις τη ρετσινιά του τρελού;»

«Εμένα με ξέρεις μου αρέσουν τέτοιου είδους χώροι. Μα εσύ γιατί ρωτάς; Θες να πάμε αύριο;»

«Ναι, σε περιμένω το πρωί γύρω στις έξι».

«Θα είμαι εκεί», απάντησε ο Αριστοτέλης και έκλεισε το τηλέφωνο, πριν η συνομιλήτριά του αλλάξει γνώμη.

 

Ούτε κατάλαβε πως συμφώνησε, ούτε θα το φανταζόταν πριν λίγες ώρες ότι θα πήγαινε με τον Αριστοτέλη στο ‘Μοτέλ Ευαρέσκεια’. Άρχισε να αισθάνεται ενοχές, μήπως είχε δίκιο τελικά ο Κώστας, ότι δηλαδή κάτι τρέχει με τους δυο τους. Τι βλακείες ήτα αυτές; Θα μπορούσε την ίδια στιγμή να πάρει τηλέφωνο και να το ακυρώσει, μα θα πλήγωνε για μια ακόμη φορά το φίλο της. Ας ήταν, το ’χε πάρει απόφαση θα έφευγε για δυο μέρες  μακριά απ’ τα προβλήματα και θα πήγαινε κάπου, που κάτω από άλλες συνθήκες δε θα της πέρναγε ούτε καν απ’ το μυαλό να πάει. Ίσως να ήταν μοιραίο να αναβληθεί το ταξίδι συλλογίστηκε, για να επισκεφτεί αυτό το μέρος. Άλλωστε θα ήθελε πολύ να μάθει την ιστορία της Αντιγόνης. Δε σκέφτηκε άλλο και πήγε να ετοιμαστεί. Είχε πάψει πλέον η νευρικότητα να τη συνοδεύει, δεν χτύπαγε το πόδι της, ούτε πηγαινοέρχονταν στο δωμάτιο άσκοπα.

 

 

(2) Μοτέλ Ευαρέσκεια

 

Οι τροχοί ρόλαραν επί αρκετή ώρα στην εθνική οδό, ώσπου το αυτοκίνητο έστριψε και μπήκε σε ένα τοπικό οδικό δίκτυο. Μέχρι εκείνη τη στιγμή οι δυο τους δεν είχαν βγάλει λέξη. Ήταν αρκετά πρωί άλλωστε και κανένας από τους δύο δεν έπαιρνε την πρωτοβουλία να χαλάσει τις σκέψεις του άλλου, έτσι προτιμούσαν τη σιωπή.

«Τι γυρεύω δίπλα της;» αναλογίστηκε ο Αριστοτέλης, που πριν δυο βδομάδες τα είχε χαλάσει με την τελευταία του σχέση. Όχι γιατί δεν ήταν όμορφη, όχι γιατί τον απατούσε, όχι γιατί δεν την αγάπαγε, με τον τρόπο του,  όπως θα έλεγε και η Μαργαρίτα για να δικαιολογήσει τους πάντες. Αλλά γιατί αγάπαγε κάποια άλλη περισσότερο, που ανάθεμα, το ήξερε πως δε θα την είχε ποτέ. Ήθελε να είναι ειλικρινής με τους ανθρώπους που είχε απέναντί του, γιατί τους θεωρούσε σημαντικούς  κι όπως και οι βασιλιάδες της Περσίας πίστευε πως πλούτος ειν’ οι άνθρωποι, οι βασιλιάδες για τους δικούς τους λόγους κι ο Αριστοτέλης για τους δικούς του. Οι βασιλείς για να καλλιεργούν τη γη και να εισπράττουν από αυτούς, ο Αριστοτέλης γιατί τους θεωρούσε σημαντικούς για τη ζωή του σαν οντότητες γεμάτες συναισθήματα. Ούτε η δουλειά, ούτε οι φιλοδοξίες δεν ήταν σημαντικές για αυτόν, όσο ο άνθρωπος. Έτσι ήταν ειλικρινής με τους άλλους, αν και το ήξερε πως μερικές φορές ακόμα κι αυτό δεν είναι τόσο έντιμο, αφού αποποιείσαι των ευθυνών σου και τις φορτώνεις στους ώμους των άλλων. Βέβαια ακόμα και για αυτό είχε κατηγορηθεί παλιότερα όταν κάποια γυναίκα που μπήκε στη ζωή του με έναν απλό φιλοσοφικό στοχασμό του εξήγησε πως αυτό που κάνει είναι άδικο διότι μεταβάλει τους όρους του παιχνιδιού. Για παράδειγμα όταν έλεγε σε μια γυναίκα πως θα είναι μαζί της για μια νύχτα ή ότι της κάνει έρωτα διότι τον ελκύει απλά σωματικά –ότι πιο φυσικό δηλαδή- και δεν μπορεί να της πει πως την αγαπάει, ούτε να της υποσχεθεί τίποτα, τότε αυτό σημαίνει πως αποποιείται των ευθυνών του, που ρίχνει εξ’ ολοκλήρου σε αυτές. Το σύνηθες είναι ένας άνδρας να πει ψέματα σε μια γυναίκα, να τη φλομώσει με φούμαρα και κούφιες λέξεις. Εκείνη να κάνει πως τον πιστεύει, αν και στο πίσω μέρος του μυαλού της, όπως λένε και οι επιστήμονες θα υπάρχει πάντα η αμφιβολία. Και όταν εκείνος το αποφασίσει, το άλλο βράδυ ή μετά από έναν μήνα να της πει «Τελειώσαμε!»  Οπότε εκείνη θα τον πει «τομάρι», «αλήτη», «ψεύτη», άτομο που δεν άξιζε να είναι μαζί του. Θα φωνάξει θα βρίσει, θα εκτονωθεί, θα παίξει εν’ ολίγοις τον ρόλο της και θα προχωρήσει παρακάτω, αναφωνώντας την βαθυστόχαστη επιστημονική της ανακάλυψη, ότι «Όλοι οι άνδρες είναι γουρούνια». Παρά του ότι τις περισσότερες φορές θα ξέρει από την αρχή που έμπλεξε, μα θα δικαιολογηθεί πως ξεγελάστηκε. Θα είναι λοιπόν το θύμα, κι όπως κάθε θύμα θα έχει το άλλοθι της. «Τώρα μας μπέρδεψες» του είχε πει, και την μπέρδεψε διότι απ’ την αρχή έπαιξε  με ανοιχτά χαρτιά, δεν την άφησε να γίνει το θύμα, αυτό που την είχε μάθει η κοινωνία τους. Αλλά της προσέδωσε το ρόλο της ώριμης, χειραφετημένης γυναίκας, που θα έκανε αυτό που ήθελε, χωρίς καμιά πίεση και χωρίς κανένα άλλοθι. Αυτό δηλαδή που είχε κάνει ο Αριστοτέλης από τη στιγμή που γύρισε από το εξωτερικό. Είχε αποφασίσει να είναι δίπλα στην Μαργαρίτα, που αγαπούσε τόσο. Σαν φίλος, αφού δεν μπορούσε αλλιώς.

Η Μαργαρίτα προσπαθούσε να κατευνάσει τις ενοχές που την πλημμύριζαν για το ταξίδι αυτό με την παρέα ενός άνδρα. «Αφού είναι απλά φίλος μου. Αν ήθελε θα ήταν ο Κώστας  μαζί μου, άλλωστε εγώ ποτέ δεν τον απάτησα, βέβαια κι αυτός το ίδιο μου λέει. Όταν όμως ανακάλυψα τα όσα μου είχε αποκρύψει, μια μικρή απάτη δεν ήταν κι αυτή; Βέβαια είχε δικαιολογία και μου εξήγησε τότε. Όμως αυτός έχει το πρόβλημα πάλι, εγώ θα πάω στο μοτέλ απλά με έναν φίλο για να ξεφύγω από το άγχος, που μου δημιούργησε». Οι ενοχές ήταν κάτι που την έπνιγαν κατά καιρούς, ακόμα και για πράγματα που δεν ευθυνόταν η ίδια. Καλλιεργήθηκαν από το σπίτι της, όπως στα περισσότερα παιδιά για το φαΐ που δεν έφαγαν, για τα μαθήματα που δεν έκαναν, για να είναι οι γονείς ευχαριστημένοι χωρίς να κουράζονται ιδιαίτερα. Τώρα είχε βρει έναν τρόπο να αλαφρώνει από αυτές, από μικρή έβρισκε τρόπους να το σκάει από το σπίτι. Όταν τριγύριζε μόνη ή με τις φίλες της ένιωθε απόλυτα ελεύθερη.

Ήταν μια γυναίκα που θα προτιμούσε την αλήθεια και να βουτηχτεί μετά στην αμαρτία, αλλά το χειρότερο που της συνέβαινε ήταν η αμφιβολία. Συνέχεια έρχονταν στοιχεία για τον καλό της, χωρίς ποτέ να μπορεί να τα εξακριβώσει. Αυτός της έδινε όρκους πίστης χρόνια τώρα, αλλά πολλές φορές ένιωθε πως ήταν μακριά της. Με την μοναδική αυτή διαίσθηση που έχουν οι γυναίκες να διαισθάνονται πράγματα. Αλλά απ’ την άλλη ποτέ δεν είχε αποδείξεις, ή ίσως δεν τις έβλεπε, άλλωστε ήταν δίπλα του τόσα χρόνια και μέρος του χαρακτήρα της είχε δημιουργηθεί από αυτόν. Ίσως αυτό ήταν το λάθος της, που του έδωσε τόσο χώρο στη ζωή της, που αποποιήθηκε τον δικό της ζωτικό χώρο. Που δεν έβαλε όρια. Κόντευαν όμως έξι χρόνια που ήταν μαζί, αν κάτι συνέβαινε θα το είχε ανακαλύψει, αν δεν την ήθελε θα την είχε αφήσει, όμως γιατί ποτέ δεν επισημοποίησε τη σχέση τους. Όχι, όχι δε ζητούσε γάμο, αλλά τουλάχιστον να ζήσουν μαζί, να μην κρύβονται. Βέβαια της άρεσαν και οι κοινωνιολογικές ηλιθιότητες που την είχε φλομώσει, ότι ο γάμος είναι θεσμός του κράτους και της εκκλησίας για να κρατάει δέσμιους  τους ανθρώπους, ότι ο γάμος δεν κάνει την ευτυχία και χίλια δυο ακόμα σοφίσματα. Όμως γιατί να ζουν κρυφά, ας ζούσαν μαζί χωρίς γάμο. Ας ήταν τα βράδια στο προσκεφάλι της. Ας πήγαιναν σαν άνθρωποι διακοπές μαζί, κι όχι βέβαια αυτά τα λίγα χαζά τριήμερα, στα ίδια μέρη, που εδώ και καιρό είχαν γίνει θεσμός για να μην του γκρινιάζει.

Οι σκέψεις τους διακόπηκαν από το φρενάρισμα, που έκανε ο Αριστοτέλης για να  μην πατήσει την αθώα χελώνα που βρέθηκε μπροστά του. Σε λίγο  κόντευαν να φτάσουν. Το τοπίο ήταν μαγευτικό μέσα στις συστάδες των δέντρων, ενώ γύρω τους το τριφύλλι και τα άλλα χόρτα δημιουργούσαν μια πράσινη θάλασσα.

«Τι έγινε», ρώτησε η Μαργαρίτα.

«Παραλίγο να σκοτώσω το ζωντανό», της είπε και βγαίνοντας από το αμάξι του, πήρε τη χελώνα στα χέρια του και την τοποθέτησε στην άκρη του δρόμου.

«Να πλύνεις τα χέρια σου», του φώναξε η Μαργαρίτα.

Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και κατευθύνθηκε προς την πηγή που βρισκόταν μπροστά του. Βγήκε και η συνοδοιπόρος του από το αυτοκίνητο και τον πλησίασε.

«Είναι πολύ όμορφα, πραγματικά».

«Σαν εσένα… και που να δεις στο μοτέλ, υπάρχει και μια λίμνη».

«Μου αρέσουν πολύ τα μέρη, που εμπεριέχουν το υγρό στοιχείο».

«Κάποιος μύθος λέει πως η καταγωγή μας είναι από τη θάλασσα».

«Ίσως, αλλά ποτέ δε θα το μάθουμε στα σίγουρα».

Ο Αριστοτέλης θα ήθελε πολύ να τη ρωτήσει τι έγινε πως πήρε την απόφαση να τον ακολουθήσει, αν και στην πραγματικότητα αυτός την ακολούθησε. Γιατί δεν ήταν μαζί με τον Κώστα; Άραγε να τσακώθηκαν ξανά; Όμως  δεν ήθελε να χαλάσει αυτές τις στιγμές βάζοντας άλλους ανάμεσά τους και προτίμησε να την παρατηρήσει για λίγο ακόμα, με το βλέμμα που είχε μόνο για αυτήν, ενώ εκείνη έπαιζε με το υγρό στοιχείο. Οποιοσδήποτε θα καταλάβαινε ότι το βλέμμα του, ήταν το βλέμμα ενός ερωτευμένου.

«Λοιπόν πάμε;» τη ρώτησε, ενώ εκείνη συνέχισε να αγγίζει το τρεχούμενο νερό.

«Ναι», του απάντησε και του έριξε μια χούφτα νερό.

Εκείνος ανταπέδωσε και για αρκετή ώρα συνέχισαν αυτό το παιχνίδι. Ένα παιχνίδι ερωτικό, που εκτόνωνε, αλλά και συγκάλυπτε τον έρωτά τους, γιατί ναι και η Μαργαρίτα ήταν ερωτευμένη μαζί του. Κι ο έρωτας πολλές φορές βρίσκει τα δικά του κανάλια για να εκτονωθεί. Το τυχαίο άγγιγμα, το πιτσίλισμα με το νερό, οι δήθεν καυγάδες, ακόμα και το μίσος. Ναι πολλές φορές παίρνει κι αυτή τη μορφή, όμως για αυτούς τους δύο ήταν όλα τόσο γλυκά, απλά και ρομαντικά, που δε θα έμπαινε ανάμεσά τους. Ξαφνικά η Μαργαρίτα γλίστρησε και βρέθηκε στο κενό, ο Αριστοτέλης με μια γρήγορη κίνηση, που θα ζήλευε και αιλουροειδές, πετάχτηκε και την έπιασε στον αέρα, κλείνοντάς την στην αγκαλιά του.

«Πρόσεχε καρδούλα μου! Πρόσεχε!» μπόρεσε να ψελλίσει ενώ αν συνέχιζε θα της έλεγε, πως την αγαπάει, πως αν του πάθαινε κάτι δε θα μπορούσε να ζήσει. Πως αν δεν ήταν τόσο κουτός και της είχε μιλήσει πριν φύγει, θα ήταν δική του τώρα, χωρίς τόση θλίψη. Όχι, δεν μπορούσε να τη βλέπει στη θλίψη. Ήθελε μόνο γελαστή να τη βλέπει. Η Μαργαρίτα όταν ξέσφιξαν οι αγκαλιές του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο, του είπε «Ευχαριστώ»,  κι ενώ πήγαινε προς το αυτοκίνητο, τον μπουγέλωσε πάλι, βάζοντας τα γέλια.

 

 

(3) Πρώτη εξερεύνηση

 

Ο χώρος της άρεσε πολύ κι έτσι ξέχασε όλους της τους ενδοιασμούς γύρω από το ταξίδι. Το μοτέλ βρισκόταν σε ένα ίσωμα στην πλαγιά του βουνού. Περιτριγυρισμένο από δέντρα είχε μια υπέροχη θέα προς μακρινά χωριά, ενώ το ποτάμι που κατέβαινε απ’ την άλλη μεριά της λίμνης, βρισκόταν μόλις λίγα μέτρα μπροστά του και το έκανε ξεχωριστό ποτίζοντας τη γη και χαρίζοντάς της πράσινο.

 

Το μοτέλ ήταν εξίσου όμορφο, τη διακόσμηση αυτού την είχε αναλάβει εξ’ ολοκλήρου η ίδια η Αντιγόνη, η οποία παλιότερα επισκεπτόταν χώρες της Άπω Ανατολής, αλλά και του δυτικού κόσμου και έφερε μαζί της έμπνευση και αντικείμενα απ’ αυτές. Ο εξωτερικός χώρος ήταν απλός αφού η ιδιοκτήτρια δεν ήθελε να αλώσει το φυσικό τοπίο, ακόμα και οι πάγκοι και τα τραπέζια ήταν από κορμούς δέντρων, κατόπιν κάποιας επεξεργασίας. Ο εσωτερικός χώρος όμως είχε καλαίσθητους πίνακες, καλλιτεχνικές πινελιές τόσο στα έπιπλα όσο και στα σκεύη. Στους δύο πάνω ορόφους βρίσκονταν τα δωμάτια. Στο ισόγειο, που ήταν αρκετά μεγάλο, υπήρχε το εστιατόριο, το οποίο ήταν έτσι διαμορφωμένο, έχοντας έναν κενό χώρο στη μέση, ούτως ώστε όλοι να μπορούν να επικοινωνούν μεταξύ τους στις βραδινές συζητήσεις. Επίσης υπήρχε μία ακόμα αίθουσα η οποία ήταν αμφιθεατρική και στην οποία κάποιοι ειδικοί επιστήμονες και όχι η ίδια η Αντιγόνη είχαν την επίβλεψη και οι θαμώνες έπαιζαν διάφορους ρόλους, που δεν μπορούσαν να παίξουν στη ζωή τους και τους εξέφραζαν στη σκηνή. Η Μαργαρίτα ήθελε πολύ να γνωρίσει την Αντιγόνη. Φτάνοντας την είδε στο παράθυρο της σοφίτας στην οποία διέμενε, να καπνίζει το τσιγάρο της βλέποντας προς τα χωριά που απλώνονταν μπροστά από το μοτέλ. Δεν κατάλαβε αν κοίταζε ασυναίσθητα προς αυτά ή αν είχε κάτι στο μυαλό της.

 

Είχαν τοποθετήσει τα πράγματά τους στα δωμάτια. Δύο ξεχωριστά είχε κλείσει ο Αριστοτέλης. Αφού ξεκουράστηκαν για λίγο, κατέβηκαν για έναν περίπατο. Η Μαργαρίτα ανυπομονούσε να έρθει το βράδυ, να δει τι γίνεται σε αυτόν τον χώρο και πολύ περισσότερο της είχε μπει στο μυαλό να γνωρίσει την Αντιγόνη και να μάθει την ιστορία της. Μα πως όμως θα εμπιστευόταν σε μια ξένη τα προσωπικά της και πως της καρφώθηκε ετούτη η παράλογη ιδέα; Μέχρι πριν λίγες ώρες δεν ήθελε τίποτε άλλο παρά να είναι με τον Κώστα και να ζήσει το όνειρό της. Τι συνέβαινε και ήθελε να μάθει μια ιστορία που στο κάτω κάτω δεν την ενδιέφερε κιόλας! Μια γυναίκα που προδόθηκε από κάποιον άντρα, όπως τόσες και τόσες κι έφτιαξε ετούτον δω τον τόπο αναψυχής για την ίδια μάλλον, παρά για τους άλλους. Αν και τα ερωτήματα της ήταν σωστά, ούτε καν της πέρασε από το μυαλό, ότι δεν ήθελε να ακούσει την ιστορία της Αντιγόνης, αλλά  τη δική της ιστορία. Αυτό που το φυλλάδιο έγραφε ως τον χειρότερο εφιάλτη ή με άλλα λόγια να πει η ίδια τη δική της ιστορία, που στα μάτια της όσο περνούσε η ώρα δεν της φάνταζε και τόσο τρομερή.

 

Περπατούσαν με το φίλο της περιμετρικά της λίμνης και συζητούσαν για διάφορα ασήμαντα θέματα, όπως κάνουν τα περισσότερα ζευγάρια, μόνο που αυτοί δεν ήταν ζευγάρι. Ήταν φίλοι.

         

«Ξέρεις τι λέει ο Βιτγκενστάιν για τους φίλους;» τη ρώτησε ο Αριστοτέλης.

«Τι;» αντιρώτησε, ενώ ισορροπούσε πάνω σε έναν κορμό δέντρου.

«Ότι είναι κάποιος με τον οποίο μπορείς να λες ανοησίες με τη σέσουλα».

«Μπα δε νομίζω πως έχει δίκιο, ή τουλάχιστον όχι ολοκληρωτικό. Ο φίλος είναι αυτός πού παίρνει το ρίσκο να γίνει επικίνδυνος».

«Δηλαδή;»

«Δηλαδή που μπορεί να λέτε σαχλαμάρες με τη σέσουλα, αλλά την ίδια στιγμή ρισκάρει να σου πει την αλήθεια γυμνή, να σου δείξει που υπάρχει αυτό που εσύ δε βλέπεις, ακόμα κι αν χάσει τη φιλία σου για πάντα. Και εκτός από αυτό βέβαια να δέχεται και τη βοήθειά σου. Γιατί μια φιλία αν δεν είναι αμφίδρομη και ανιδιοτελής δεν είναι φιλία».

«Δε θα διαφωνήσω μαζί σου, άλλωστε όλες οι σχέσεις πρέπει να είναι αμφίδρομες. Όσο για το ανιδιοτελής, δεν ξέρω. Ακόμα και το ότι αισθάνεσαι καλά με τον άλλον δίπλα σου ως φίλο, ίσως κρύβει μια μικρή ιδιοτέλεια».

«Μπορεί! Να, βλέπεις ήρθαμε στο ψυχοθεραπευτικό μοτέλ και αρχίσαμε κι εμείς», του είπε ενώ κατέβηκε απ’ τον κορμό κι άρχισε να πετάει πετραδάκια στη λίμνη, την ίδια στιγμή που ένα αγροτικό αυτοκίνητο, φορτωμένο με ξύλα έφτασε στην είσοδο του μοτέλ, κι ένας άνδρας γύρω στα σαράντα άρχισε να ξεφορτώνει τα ξύλα. Η Αντιγόνη πήγε κοντά του, του χάιδεψε το χέρι και του πρόσφερε ένα ποτήρι με κάποιο ποτό. Η Μαργαρίτα συνέχισε να πετάει πετραδάκια στη λίμνη, αλλά απορροφήθηκε απ’ τη συνάντηση των δύο με αποτέλεσμα να μην ακούσει τον Αριστοτέλη που την προέτρεψε να μη λέει έτσι το μοτέλ γιατί καθόλου δε θα άρεσε στην ιδιοκτήτριά του.

«Για πες μου για την Αντιγόνη! Μόνη της μου είπες ότι διαχειρίζεται τα πάντα εδώ; Και γιατί εγκατέλειψε τα εγκόσμια;»

 

Κι άρχισε να ακούει σε επανάληψη τη διήγηση του φίλου της. Η Αντιγόνη ήταν ακόμη μικρή, όταν γνώρισε κάποιον άνδρα. Οι γονείς της πλούσιοι, από γνωστό τζάκι συμπάθησαν τον νεαρό και άλλωστε ποτέ δε χάλαγαν τα χατίρια της μοναχοκόρης τους. Πέρασε κάποια χρόνια ευτυχισμένη και στη συνέχεια άρχισαν οι συμφορές. Αρρώστησε ο πατέρας της και πέθανε, έμαθε κάτι για τον νεαρό και χώρισαν. Έμεινε με τη μάνα της, εγκατέλειψε το μεγάλο αρχοντικό της πόλης της και ήρθε εδώ που έφτιαξε τούτο το μοτέλ. Πριν λίγα χρόνια πέθανε και η μάνα της με τον καημό πως η Αντιγόνη έμεινε μόνη. Βέβαια όλα αυτά τα ήξερε από κουτσομπολιά της περιοχής και τίποτα επιβεβαιωμένο δεν υπήρχε. Παρέλειψε βέβαια να αναφέρει στη φίλη του κι ένιωσε λίγο άσχημα, αφού δεν της εκμυστηρεύτηκε όλη την αλήθεια, ότι ανάμεσα στους πολλούς άνδρες που γνώρισε και συνδέθηκε μαζί τους υπήρξε και ένας που προσπάθησε πολύ για αυτήν και έμεινε δίπλα της αρκετά χρόνια, αλλά τελικά ούτε με αυτόν δεν ευδοκίμησε η σχέση.   

 

 

(4) Ομαδική συνεδρία

 

Το δείπνο είχε ετοιμαστεί. Τα γκαρσόνια εξυπηρετούσαν τους πελάτες, που απολάμβαναν το φαγητό τους, πριν έρθει η ώρα της συζήτησης μεταξύ τους. Η Αντιγόνη καθόταν κι αυτή στην αρχή του κύκλου των τραπεζιών. Αφού τελείωσε το γεύμα επισκέφθηκε ένα ένα τα τραπέζια των θαμώνων, περνώντας κι από το γνωστό μας ζευγάρι, ανταλλάσοντας μόνο μια χειραψία, αφού η Μαργαρίτα ήταν αρκετά κλειστή. Στη συνέχεια κι αφού ξεκινούσε κάποιο θέμα πήγαινε στην μέση του κύκλου για να τη βλέπουν όλοι και καλούσε αυτόν που το άνοιξε να συζητήσει με τους υπολοίπους ή αν ο θαμώνας ήτανε ντροπαλός, έλεγε περιληπτικά αυτή το θέμα κι άρχιζε η συζήτηση. Πλαφόν δεν υπήρχε στα θέματα, μπορούσε ο καθένας να πει την άποψη του από τα συναισθήματά του για τον σύντροφό του ή τις κοινωνικές αντιλήψεις για την ομοφυλοφιλία, μέχρι το ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να κάνεις έρωτα και την ηδονή που δίνει το χάδι στην κλειτορίδα. Στη συζήτηση λάμβαναν μέρος σχεδόν όλοι.

 

Υπήρχε στην παρέα ένας άνδρας που έπιασε τη σύζυγό του την ώρα της πράξης με κάποιον άλλον, την έδιωξε από κοντά του, αλλά τώρα το είχε μετανιώσει. Υπήρχε μια μάνα που η κόρη της πήγε σε μοναστήρι όταν σκοτώθηκε ο καλός της. Μία κυρία που ζούσε με έναν άνδρα για κάποια χρόνια, χώρισε να παντρευτεί κάποιον άλλον, αλλά στην τελευταία ερωτική επαφή με τον πρώτο της σύζυγο έμεινε έγκυος, παντρεύτηκε αυτόν που αγαπούσε, ο οποίος αναγνώρισε και το παιδί, χωρίς ο πραγματικός του πατέρας να γνωρίζει το παραμικρό. Κάποια γυναίκα που ενώ ο σύζυγός της την έδερνε δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από δίπλα του, κι ένας άντρας ο οποίος παρά του ότι γνώριζε πως η γυναίκα του τον απατά με έναν λοχαγό, φρόντιζε να μη μετατεθεί γιατί άκουσε στο τηλέφωνο ότι θα τον ακολουθούσε. Ανάμεσα σε αυτούς υπήρχαν και κάποια ζευγάρια που απλά ήθελαν να μάθουν για τη ζωή από τα λάθη των άλλων για να μην τα κάνουν και οι ίδιοι, όντας στο ξεκίνημα της σχέσης τους.

 

Η Μαργαρίτα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρακολούθησε δύο άλλες ιστορίες. Η πρώτη ενός άνδρα που έμαθε ότι η γυναίκα του τον απατά με κάποιον άλλο. Δεν ήταν παντρεμένοι ακόμα, αλλά από εκείνη τη στιγμή έδειξε τον καλύτερό του εαυτό μέχρι που παντρεύτηκαν και έβγαλε τον άλλο απ’ τη ζωή της γυναίκας του. Κάθε φορά όμως που της έκανε έρωτα, αισθανόταν πως την εκδικούταν, γινόταν βίαιος και κάποιες φορές τη χτύπαγε. Έπαιρνε εκδίκηση με αυτόν τον τρόπο και ένιωθε ότι ταπεινώνοντάς την, ανακτά την αξιοπρέπειά του. Η δεύτερη ιστορία ήταν μιας γυναίκας η οποία παντρεύτηκε από έρωτα τον άνδρα της, όμως με τον καιρό κατάλαβε πως δε συνέβαινε το ίδιο κι από την πλευρά του. Πέρασε χρόνια στο πλευρό του, αλλά εκείνος αδιαφορούσε για την αγάπη της, για όσα του πρόσφερε. Δεν έπαιρνε όμως την απόφαση να χωρίσουν γιατί φοβόταν μην τον χάσει. Ήξερε όμως την αλήθεια πως ποτέ δεν ήταν δικός της, κι αυτό την πλήγωνε.

 

«Μα αν δε σας αγαπά, γιατί μείνατε κοντά του;» ρώτησε η Μαργαρίτα που για πρώτη φορά μπήκε στη συζήτηση.

«Νόμιζα πως θα τον ζεστάνω με την δικιά μου αγάπη και κάποια στιγμή θα με αγαπήσει και αυτός».

«Δεν ξέρω, καλά στην αρχή ήταν η ελπίδα, μετά όμως;»

«Η ελπίδα είναι πολύ ύπουλη», συμπλήρωσε ο Αριστοτέλης, «για αυτό πεθαίνει άλλωστε τελευταία, μετά κι από αυτόν που την έχει».

«Μήπως έχετε ακουστά την λέξη εξάρτηση;» ρώτησε η Αντιγόνη τη Μαργαρίτα που σιώπησε.

 

Μερικές φορές αισθανόταν και η ίδια πως δεν μπορούσε να αλλάξει τη ρότα της. Όταν έπιασε τον Κώστα στα πράσα, όταν έμαθε πως της απέκρυψε μέρος της αλήθειας. Αλλά εξάρτηση μέχρι που; Αν καταλάβαινε πως δεν την αγαπάει, πως δε θέλει να είναι μαζί της θα τον άφηνε ήσυχο και θα κοίταζε να βρει αλλού την ευτυχία ή μήπως όχι; Προσπάθησε να σκεφτεί τη ζωή της χωρίς εκείνον. Άρχισε να παγώνει το αίμα της. Θυμήθηκε τότε που της είπε, «Αφού δεν μπορείς να είσαι μαζί μου χωρίζουμε!» Ένιωθε απαίσια για μια βδομάδα και δεν έτρωγε τίποτα, μέχρι που  ξανασμίξανε και βρήκε πάλι την όρεξή της. Μα όχι, ο  Κώστας την αγαπούσε, της το είχε αποδείξει. Και γιατί έλειπε από εκεί; Μα είχε δουλειές . Όμως γιατί της έκανε η περίεργη τούτη γυναίκα αυτή την ερώτηση; Σίγουρα ήταν προβολή, κάπου το είχε διαβάσει αυτό. Σίγουρα αναφερόταν στην ίδια και προσπάθησε να το φορτώσει σε εκείνη.

 

Η βραδιά για τους περισσότερους τέλειωσε λίγο μετά από αυτήν τη συζήτηση. Στο χώρο έμειναν οι δυο φίλοι, που σε λίγο πλησίασε κοντά τους η Αντιγόνη με ένα μπουκάλι κρασί.

 

«Πρώτη φορά έρχεστε σε αυτό το μέρος; Εσάς νεαρέ σας θυμάμαι έχετε ξανάρθει».

«Ναι πρώτη φορά, αρκετά ενδιαφέρουσα η συζήτηση, όμως για εσάς δεν είναι κουραστικό κάθε φορά να ακούτε τις ίδιες συζητήσεις;»

«Ποτέ δεν είναι οι ίδιες, αν ξανακάνουμε ακόμα και την προηγούμενη συζήτηση, αυτή θα ξαναγραφτεί απ’ την αρχή».

«Ίσως και να έχετε δίκιο».

«Θα προτιμούσα να με λέτε Αντιγόνη, κι εγώ εσάς με το μικρό σας, αν δε σας πειράζει φυσικά».

«Αντιθέτως, μάλιστα βρίσκω αυτόν τον πληθυντικό αρκετά παγερό. Μαργαρίτα».

«Είδα ότι είχες ενστάσεις πριν, όσον αφορά τη φίλη μας. Είσαι τόσο απόλυτη και στη ζωή σου;»

«Η αλήθεια είναι πως έχω κάνει και εγώ τις υποχωρήσεις μου, αλλά μου φάνηκε η επιμονή της σε όλη αυτή τη σχέση που δεν είχε αντίκρισμα, παρατραβηγμένη».

«Αν δεν είσαι στο χορό, λέει μια παροιμία, πολλά τραγούδια ξέρεις. Για παράδειγμα αυτό που εσύ λες υποχωρήσεις που έκανες, μπορεί να είναι ήδη αρκετές και ίσως να είχες κάνει και εσύ περισσότερες, αν ήταν διαφορετικά τα γεγονότα και οι καταστάσεις. Άλλωστε αυτό το σαράκι  του λίγο λίγο είναι άκρως επικίνδυνο».

«Δε θα πρέπει να ξεχνάτε, ξεχνάς πως ο καθένας μας είναι μια διαφορετική προσωπικότητα και λειτουργεί διαφορετικά, μα για πες μου εσύ δεν εξαρτήθηκες ποτέ από κανέναν;»

«Με την έννοια που το λες εσύ, όχι! Δηλαδή δεν έτρεχα πίσω από κάποιον όπως ανέφερε προηγουμένως η κυρία, αλλά με κάποια άλλη μορφή ίσως ναι. Για παράδειγμα διώχνεις κάποιον με το όποιο κόστος και μετά αισθάνεσαι το στερητικό σύνδρομο σε ολόκληρο το είναι σου. Πάντως όπως είπες και εσύ ο κάθε ένας λειτουργεί διαφορετικά».

«Για να μπω κι εγώ στη συζήτησή σας, θεωρώ πολύ πιο επίπονα όλα αυτά για μια γυναίκα η οποία ζει –παρά τις προόδους- σε μια κοινωνία φτιαγμένη από άνδρες για άνδρες και φέρει πίσω της μια κληρονομιά χιλιετιών επί της πατριαρχίας».

«Αυτό Αριστοτέλη όμως αν ειδωθεί κάτω από ένα διαφορετικό πρίσμα δείχνει και τη δυναμική που έχει η γυναίκα. Εφόσον κατάφερε να επιβιώνει με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο. Βέβαια σε αυτό που λες θα διαφωνήσω. Είτε άνδρας είσαι είτε γυναίκα ο πόνος είναι ίδιος, όταν προέρχεται από τον έρωτα, απ’ την αγάπη ή την προδοσία. Η μόνη διαφορά είναι πως για τους μεν άντρες είναι πιο δύσκολο να φτάσουν ως εκεί, γιατί προστατεύονται μέσα απ’ το κοινωνικό πλέγμα».

«Ένας άνδρας με έναν άτυχο γάμο και μια γυναίκα θα έχουν διαφορετική αντιμετώπιση», συμπλήρωσε η Αντιγόνη.

«Προσωπικά πιστεύω πως ό,τι χειρότερο είναι να σε εξαπατήσουν. Να η γυναίκα που ακούσαμε πριν γνώριζε την αλήθεια. Το να σου πουν όμως ψέματα είναι ό,τι χειρότερο, διότι δεν μπορείς να αντιδράσεις».

«Μπορείς να εξαπατηθείς με πολλούς τρόπους Μαργαρίτα, δε χρειάζεται καν ο άλλος να σου πει τίποτα. Άλλωστε αν όλοι έλεγαν την αλήθεια θα ήταν σαν ένα παιχνίδι εκ τον προτέρων στημένο και δε θα είχε κανένα ενδιαφέρον. Αν δεν υπήρχε το ψέμα δε θα φάνταζε τόσο σπουδαία μπροστά μας η αλήθεια, κι ούτε θα συζητούσαμε για αυτήν».

Ο Αριστοτέλης πήρε τον λόγο, θέλοντας να μιλήσει ξανά από τη μεριά του άντρα. « Έχετε σκεφτεί πως οι άντρες φοβούνται τις γυναίκες και ίσως λόγω αυτού πολλές φορές καταφεύγουν στο ψέμα;»

«Τι εννοείς;»

«Ότι με όλο αυτό το παραμύθι περί του ισχυρού φύλλου, ο άντρας είναι αναγκασμένος ακόμα κι αν φοβάται, κι αν έχει ανασφάλειές να παίξει το ρόλο του. Μέσα στην κοινωνία θα πρέπει να είναι ο δυνατός αλλιώς θα είναι κατακριτέος κι από άντρες κι από γυναίκες. Δηλαδή αυτός που έχει να χάσει είναι αυτός που έχει, αυτός  που δεν έχει να χάσει τίποτα, στην προκειμένη περίπτωση η γυναίκα, μπορεί ευκολότερα να είναι ειλικρινής. Κι ας το δούμε κι αλλιώς, ακόμα και στην πρώτη του φορά  ο άνδρας είναι αυτός που τα χάνει απέναντι στο όμορφο λουλούδι της γυναίκας. Αυτός έχει το φόβο μην τον πουν ανίκανο ακόμα και η κοπέλα που βρίσκεται απέναντί του. Το αντίθετο δε θα συμβεί!»

«Δεν ήξερα ότι είχες τέτοιο πρόβλημα Αρίστο», είπε η Μαργαρίτα και γέλασε.

«Πολύ φροϋδικό μου ακούγεται αυτό και μοιάζει και κάπως φαλλοκρατικό θα έλεγα. Ο φόβος τους πέους και άλλα μυθεύματα»,  συμπλήρωσε η Αντιγόνη.

Χαμογέλασαν και οι τρεις και συνέχισαν να πίνουν το κρασί τους. Η Αντιγόνη σηκώθηκε καληνυχτίζοντας το ζευγάρι και ρωτώντας αν θα τους έβλεπε και την επόμενη βραδιά εκεί. Η απάντηση που έλαβε ήταν θετική.

«Εμένα πάντως μου έκανε εντύπωση ο άλλος ο τύπος, ο οποίος τιμωρούσε τη γυναίκα του κάνοντάς της έρωτα».

«Τι θα σου έκανε εντύπωση; Σαδιστή! Αυτός πάντως δεν έπρεπε να έρθει εδώ το καλύτερο που θα είχε να κάνει θα ήταν να επισκεφτεί έναν καλό ψυχίατρο».

 

 

(5) Ένα μυστήριο

 

Παρά το κρασί, αλλά και τη δροσιά που είχε το μέρος εκείνο το πρωινό, η Μαργαρίτα είχε σηκωθεί από νωρίς, κι έκανε έναν περίπατο στη λίμνη μόνη της. Αν ήταν στην πόλη τώρα θα κοιμόταν του καλού καιρού και θα σιχτίριζε όποιον της χάλαγε τον ύπνο. Λίγο αργότερα είδε τον άνδρα, που την προηγούμενη μέρα ξεφόρτωνε ξύλα, να πηγαίνει στο μοτέλ από ένα μονοπάτι. Ανασηκώθηκε για λίγο από τη θέση της και παρατήρησε τις κινήσεις του, που ήταν αργές, όπως των ανθρώπων που έχουν συμβιβαστεί με τον χρόνο και δε βιάζονται γιατί δεν έχουν ή δεν θέλουν να κερδίσουν τίποτα. Προχώρησε φτάνοντας στο προαύλιο του μοτέλ, συνάντησε την Αντιγόνη, που φαινόταν να τον καρτερεί υπομονετικά  αν και ήταν αρκετά νωρίς. Εκείνος της έδωσε την τσάντα με τα ψώνια κι εκείνη ένα χάδι στον ώμο, που το δέχθηκε γέρνοντας το κεφάλι, αγγίζοντας το πρόσωπό του στο χέρι της, που απομακρυνόταν αργά. Στη συνέχεια η γυναίκα πήγε την τσάντα μέσα και όταν βγήκε κρατούσε δυο κούπες, έκατσαν σε έναν απ’ τους κορμούς κι άρχισαν να συζητάνε, ενώ έσφιγγαν κάθε τόσο τα πανωφόρια στο σώμα τους. Όταν τέλειωσαν χώρισαν μ’ ένα φιλικό άγγιγμα, ο ένας προς το μονοπάτι και η άλλη προς το μοτέλ. Αυτή η συνάντηση, όπως και της προηγούμενης μέρας έκανε την περιέργεια της Μαργαρίτας να φουντώσει, αφού όπως πίστευε έκρυβε κάτι άλλο, δεν ήταν αμιγώς επαγγελματική, δεν ήταν μια συνάντηση δυο φίλων. Ήταν μια ιερή πράξη, ήταν μια ιεροτελεστία  ανάμεσα σε αυτούς τους δύο αγνώστους της. Κι αν ήταν έτσι; Κι αν είχε δίκιο; Εκείνη τι την ένοιαζε; Μα όχι, και βέβαια την ένοιαζε. Δεν ήρθε τυχαία ως εδώ, δεν άφησε τον καλό της, ακολουθώντας τον Αριστοτέλη ως εδώ μόνο και μόνο για να χαλαρώσει δυο μέρες! Έπρεπε να μάθει τι ενώνει ετούτους τους δυο ανθρώπους. Κι αύριο το πρωί θα ήταν εκεί παράμερα να τους παρακολουθήσει. Μα αύριο το πρωί θα έπρεπε να έχουν φύγει. Ας έφευγε εκείνος αν ήθελε, η Μαργαρίτα είχε πάρει την απόφασή της. Πίστευε πως δεν είχε φτάσει ως εκεί τυχαία, ήθελε να μάθει για την Αντιγόνη και για αυτόν τον άνδρα που επί δύο πρωινά βρίσκονταν στο μοτέλ. Σκεφτόταν πως ίσως ήταν παράλογο, αλλά και με τη λογική τι κέρδισε; Ίσως ήταν απλά ένα τυχαίο περιστατικό. Ας ήταν δεν είχε να χάσει τίποτα.

 

Τις σκέψεις της διέκοψε ο Αριστοτέλη, που είχε ξυπνήσει και την έψαχνε;

«Καλημέρα, νόμιζα πως είχες φύγει». 

«Που να πάω;»

«Ξέρω κι εγώ, φοβήθηκα πως τα μάζεψες κι επέστρεψες πίσω».

«Μπα μάλλον το αντίθετο θα συμβεί».

«Τι εννοείς;»

«Ότι αποφάσισα να παρατείνω τη διαμονή μου μερικές μέρες ακόμα. Αν θες κι εσύ μπορείς να μείνεις μαζί μου».

«Ε, αν μου το χες πει νωρίτερα… τώρα είναι δύσκολο να κρεμάσω τους συναδέλφους μου».

«Είδες λοιπόν που στο είπα, ότι μάλλον το αντίθετο θα συμβεί;»

 

Συνέχισαν τη συζήτησή τους κάνοντας τον κύκλο της λίμνης. Όταν η Μαργαρίτα εξήγησε τους λόγους που ήθελε να παρατείνει τη διαμονή της, ο συνοδός της είχε αντιρρήσεις, μα δεν τις εξέφρασε. Τη ρώτησε απλώς πως θα μάθαινε για όλα αυτά, αφού η μόνος που θα μπορούσε να της πει ήταν η Αντιγόνη.

«Ακριβώς η Αντιγόνη θα μου πει για όλα αυτά που θέλω να μάθω».

«Μήπως είναι λίγο αγενές να τη ρωτήσεις για πράγματα προσωπικά της, που στο κάτω κάτω δεν σε αφορούν».

«Και βέβαια με αφορούν, αλλιώς δε θα ήμουν εδώ. Άλλωστε θα είμαι διακριτική».

«Θα πρέπει να σε προειδοποιήσω πως η Αντιγόνη, παρά του ότι είναι αρκετά συμπαθητική δεν της αρέσει να μιλάει για τον εαυτό της. Μερικά πράγματα τα έχει για την ίδια και δεν της αρέσει να τα μοιράζεται με άλλους, μπορεί να γίνει αρκετά επιθετική».

«Αμάν βρε Αριστοτέλη, μερικές φορές είσαι τόσο τυπικός, που πιστεύω πως ποτέ δε θα μπορούσαμε να είμαστε μαζί, άλλωστε μια φορά την έχεις δει την Αντιγόνη μόνο, πως βγάζεις τέτοια συμπεράσματα».

«Ξέχασέ το, κάνε αυτό που θες να κάνεις», της απάντησε κι άρχισε να κλωτσάει κάτι βοτσαλάκια μπροστά του. Τον στεναχώρησε αυτό που του είπε, ότι δε θα μπορούσαν ποτέ να είναι μαζί. Το ήξερε, αλλά δεν ήθελε να του το πει, όχι εκείνες τις δυο μέρες. Όμως και πάλι δεν αντιμίλησε, τι θα μπορούσε να πει;

 

Το ίδιο βράδυ στο μοτέλ υπήρχαν κάποιοι από τους θαμώνες της προηγούμενης νύχτας, αλλά και κάποιοι καινούργιοι. Η συζήτηση άνοιξε όταν ένα νεαρό ζευγάρι ομολόγησε τον έρωτά του μπροστά σε όλους και ανακοίνωσε την απόφασή του να παντρευτεί και να ζήσει μαζί.

«Ζήτω ο έρωτας», αναφώνησε μια γυναίκα, που καθόταν μόνη της και δεν είχε μιλήσει ούτε την προηγούμενη, ούτε μέχρι εκείνη τη στιγμή, υψώνοντας στον αέρα το ποτήρι με το νερό που κράταγε μπροστά της.

 

Η Αντιγόνη κατάλαβε αμέσως πως αυτή η γυναίκα ήθελε να μιλήσει, είχε ωριμάσει μέσα της όπως το καλό κρασί στο βαρέλι η απόφαση, που ήρθε η ώρα να το πιουν. Δεν έχασε χρόνο και έβγαλε τη γυναίκα στο βήμα για να εξιστορήσει την ιστορία της. Δεν ήταν από εκεί κοντά. Ζούσε σε μια απομακρυσμένη πόλη, όπως τόσες και τόσες σπουδαίες γυναίκες, που κανείς άλλος δεν ασχολείται σοβαρά μαζί τους, εκτός κάποιων αλκοολικών συγγραφέων για να γεμίσουν τις λευκές τους σελίδες με μαύρα στίγματα. Όταν πια μεγάλωσε και οι δικοί της, της πρότειναν να παντρευτεί με έναν νέο της περιοχής, εκείνη μη γνωρίζοντας τίποτε άλλο και μην έχοντας άλλους προορισμούς δέχθηκε. Ήταν τυχερή ο άνδρας της την αγάπαγε και ήταν καλός νοικοκύρης. Ήταν όμως και άτυχη γιατί δεν ήταν ευτυχισμένη. Περνούσε ο καιρός δίπλα του και το μόνο που υπήρχε ήταν ένα κενό. Ούτε η ίδια ήξερε το γιατί. Όλοι της έλεγαν πως έπρεπε να είναι ευτυχισμένη, κι αυτή το ίδιο πίστευε, αλλά δεν ήταν. Ούτε καν δυστυχισμένη. Μόνο ένα κενό γέμιζε τα σωθικά της. Τότε αποφάσισαν με τον άντρα της, παρά του ότι δεν καταλάβαινε απ’ όλα αυτά, να πάει σε έναν ψυχολόγο. Όχι εκεί κοντά, σε άλλη πόλη. Γιατί υπήρχε πάντα ο φόβος να της κολλήσουν τη ρετσινιά της τρελής.

 

Με τον ψυχολόγο συζήτησαν δυο τρεις φορές και τότε εκείνος τόλμησε να της πει τι πίστευε. Το πρόβλημα ήταν ο σύζυγός της, αυτός ο καλός άνθρωπος, ο νοικοκύρης. Δεν τον αγάπαγε, δεν μπορούσε να είναι ευτυχισμένη. Είχε κάνει λάθος κι όταν βιάστηκε να παντρευτεί και τώρα που ήταν μαζί του. Ε, τότε ήταν που δεν άκουγε τίποτα. «Ο άντρας της, αυτός ο άγιος άνθρωπος; Τι έλεγε τούτο δω το ανθρωπάκι: Πως τολμούσε να καταφερθεί εναντίον του; Να της γκρεμίσει ο,τι έχτιζε τόσα χρόνια; Επειδή έκατσε περισσότερο καιρό από άλλους στα θρανία νόμιζε πως είχε μάθει να διαβάζει τις ψυχές των ανθρώπων; Ο παππούλης στο χωριό της είχε πει πως αυτός ο άνθρωπος θα την κάνει ευτυχισμένη. Τι χάλευε ετούτο το παιδαρέλι; Άντε τυχερός ήταν που δεν θα τα έλεγε στον άνδρα της να τον τουλουμιάσει». Γύρισε λοιπόν στον τόπο της και στην αγκαλιά του. Αποφάσισαν να κάνουν και δυο παιδιά για να ολοκληρώσουν την ευτυχία τους. Ήρθαν τα παιδιά, ισορρόπησε λίγο η συμπεριφορά της, αφού τα παιδιά έγιναν το στήριγμά της και όλοι όσοι την ήξεραν έλεγαν, « Είδες τι έφταιγε; Τώρα που έχει τα παιδιά της είναι όλα μια χαρά». Όμως και πάλι δεν ήταν ευτυχισμένη, πάλευε μέσα της. Περνούσαν τα χρόνια κι αυτή πάλευε με τον εαυτό της, είχε συμβιβαστεί βέβαια πως έτσι είναι η ζωή και συνέχιζε στο αβάσταχτο κενό της. Ώσπου την έπιασαν εκείνη οι ανυπόφοροι πονοκέφαλοι και εκείνη η αδυναμία στα πόδια, που έμοιαζε με επιληψία και στα καλά καθούμενα έπεφτε κάτω. Γιατροί, νοσοκομεία, καμιά διάγνωση. Δεν υπήρχε παθολογικό πρόβλημα. Δεν υπήρχε γιατρειά. Γυρίζοντας πίσω για μια ακόμα φορά άρχισε να σκέφτεται τα λόγια του ψυχολόγου. «Όχι, όχι», είπε στην αρχή. «Ίσως και κάπου να ’χε δίκιο, τόσα χρόνια σπουδές», σκέφτηκε στην συνέχεια. «Αν τον είχα ακούσει τότε, όλα θα ήταν αλλιώς», κατέληξε. Έριξε όλο της το βάρος στα παιδιά της και άρχισε να διαβάζει θεωρητικά βιβλία, κυρίως ψυχολογίας, με αυτόν τον τρόπο απάντησε στην υστερία της. Μια ολόκληρη βιβλιοθήκη από τέτοια βιβλία υπήρχε στο σπίτι της, μεγαλύτερη σε τίτλους, από της δημοτικής βιβλιοθήκης του τόπου της. Όλα αυτά φαίνονταν περίεργα στο σύζυγό της, αλλά δεν έλεγε τίποτα, αφού τα ήθελε εκείνη. Είχε αρκετή κατανόηση, αλλά ούτε αυτό μπορούσε να της απολέσει το κενό. Τώρα πια ο σύζυγός της είχε πεθάνει, τα παιδιά της είχαν φύγει από κοντά της και ζούσε μόνη. Όταν έμαθε για αυτό το μέρος, το έβαλε σκοπό να το επισκεφτεί.

«Εσείς τι λέτε;» ρώτησε η Αντιγόνη τους θαμώνες.

«Πιστεύω ότι όλα αυτά είναι τυχερά, μπορεί να είσαι με κάποιον από έρωτα και να αποδειχθεί καλός ή κακός. Μπορεί να είσαι με κάποιον από προξενιό ή χωρίς να είσαι ερωτευμένος και να αποδειχθεί καλός ή κακός», είπε μια άλλη γυναίκα της παρέας.

«Όταν υπάρχει ένα λάθος στη ζωή σου, καλύτερα να είναι δικό σου κι όχι των άλλων. Πρώτον γιατί το βάρος είναι αβάσταχτο και δεύτερον γιατί απ’ το δικό σου λάθος μαθαίνεις, το διορθώνεις ή δεν το ξανακάνεις. Αν το λάθος είναι των άλλων, τότε δε μαθαίνεις ποτέ. Έτσι δεν έμαθα κι εγώ κι έμεινα δίπλα του ως το τέλος».

«Τουλάχιστον θα πρέπει να σκέπτεστε ότι ήταν ένα άτομο καλό και με κατανόηση  όπως μας είπατε», πρόσθεσε ο Αριστοτέλης και συμπλήρωσε η προηγούμενη κυρία.

«Άλλωστε με τον καιρό μαθαίνεις να αγαπάς αυτόν που είναι δίπλα σου».

«Έχετε δίκιο έμαθα να τον αγαπάω, απλά όμως γιατί έπρεπε. Θα μπορούσα να συμβιβασθώ για να γίνω δήθεν ευτυχισμένη;  Είναι όμως διαφορετικό να μαθαίνεις τον άλλο, όταν υπάρχει υπόβαθρο και διαφορετικό να προσπαθείς απλά γιατί πρέπει. Όσο για το ότι ήταν ένας άνθρωπος με κατανόηση, μπορεί να ακουστεί άδικο, αλλά ίσως κι αυτό ήταν το κακό. Η κατανόησή του με έκανε να μη φεύγω από δίπλα του, να έχω ενοχές που δεν ήμουν ευτυχισμένη, ενοχές για όλα αυτά που έκανε  για εμένα. Το αποτέλεσμα εγώ να ζω σε ένα αβάσταχτο κενό και αυτός να ζει με μια γυναίκα που ποτέ δεν τον αγάπησε σαν εραστή, ποτέ δεν τον αγάπησε αυθόρμητα, απλά έμαθε να τον αγαπάει ή καλύτερα να τον συμπονά».

 

Το κλίμα είχε βαρύνει αρκετά όταν το λόγο πήρε άλλη μια κυρία, που είχε μιλήσει και την προηγούμενη βραδιά. Αγαπούσε το σύζυγό της μα εκείνος όχι.

«Είναι εξίσου επώδυνο, όταν αυτός που αγαπάς δεν ενδιαφέρεται για εσένα. Όταν είναι μονόπλευρη η αγάπη. Τώρα το βλέπω κι εγώ ξεκάθαρα πως όταν δεν είναι αμφίδρομη η αγάπη δεν αξίζει. Δεν μπορείς με το ζόρι να κάνεις τον άλλο να σε αγαπήσει. Σίγουρα όμως απ’ την πλευρά μου αισθάνομαι καλά, ότι έκανα ό,τι μπορούσα για αυτή τη σχέση».

«Δεν είναι συνήθως φρόνιμο να δίνεις τα πάντα στον άλλο, να αφήνεσαι πάνω του, να μην κρατάς τίποτα για σένα», είπε η Αντιγόνη.

Η συζήτηση σταμάτησε για λίγο, αφού κανένας άλλος δεν πήρε το λόγο, όλοι γύρισαν στα τραπέζια τους και τσιμπολογούσαν. Η Μαργαρίτα ρώτησε τον Αριστοτέλη.

«Γιατί το είπε αυτό το τελευταίο η Αντιγόνη;»

«Που να ξέρω; Πήγαινε να τη ρωτήσεις!»

«Καλά πάω», του απάντησε και σηκώθηκε χωρίς να έχει την πρόθεση να φτάσει ως αυτήν.

«Τρελάθηκες;» της είπε και την τράβηξε από το χέρι.

«Καλά όταν σε πιάνουν κάτι τέτοια και γίνεσαι τόσο απότομος τς τς τς!»

«Κοίτα δεν ξέρω τι μπορεί να ήθελε να πει, μπορεί να ήθελε να πει κάτι μπορεί και τίποτα, αλλά το θεωρώ αγένεια να τη ρωτήσεις στα καλά καθούμενα κάτι τέτοιο».

 

Οι δυο τους συνέχισαν τη συζήτηση ενώ στο κέντρο της αίθουσας ανέβηκε ο κύριος, που το προηγούμενο βράδυ μιλώντας αποκάλυψε ότι έδιωξε τη σύντροφό του όταν την έπιασε να κάνει έρωτα με κάποιον άλλον άνδρα. Όμως την αγαπούσε, όμως την ήθελε. Δεν τη συγχώρεσε τότε. Ίσως και τώρα ο εγωισμός να μην τον άφηνε να δώσει συγχώρεση, αφού όλο αυτό ήταν μία μεγάλη προδοσία για τον ίδιο. Όμως την ποθούσε, τη ζητούσε, την αγάπαγε. Κι εκείνη δεν τον αρνήθηκε ποτέ, αν και τον απάτησε. Λίγο το ποτό, λίγο η συναισθηματική του φόρτιση τον έκαναν να θέσει ένα φιλοσοφικό ερώτημα. «Που ανήκει κάποιος;»

«Μα στον εαυτό του», απάντησε η Αντιγόνη γελώντας με αυτό το ερώτημα.

Τότε ήταν που σηκώθηκε όρθιος ο Αριστοτέλης και πήρε το λόγο.

«Έλα τώρα Αντιγόνη, νομίζω πως καταλαβαίνεις τι εννοεί ο συνομιλητής μας, και βέβαια όπως είπες ο καθένας ορίζει κι ανήκει στον εαυτό του! Το ερώτημα όμως του συνομιλητή μας είναι άλλο. Ανήκει κάποιος στο νόμιμο σύζυγο του ή όχι;»

Η Αντιγόνη πλησίασε τον Αριστοτέλη και του είπε σιγά στο αυτί

«Κρασί δεν πίνεις; Τι έπαθες; Μήπως σου έπεσε στάχτη μέσα;»

«Όχι μα βλέπω ότι δεν τραβάει σήμερα η ομάδα σου και προσπαθώ να την ξυπνήσω από τον λήθαργο».

«Καλά αν είναι έτσι κάνε όπως νομίζεις».

«Πράγματι αυτό ήταν το ερώτημά μου».

«Λοιπόν θα σας απαντήσω απλά, χωρίς πολλές φιοριτούρες. Ανήκουμε σε αυτόν που αγαπάμε. Τα χαρτιά, τα συμβόλαια δεν έχουν καμιά σημασία, άλλωστε σπάνε κι αυτά, όπως κι ο λόγος. Η κυρία εδώ που μας διηγήθηκε την ιστορία της, νομίζετε ότι ανήκε στο σύζυγό της; Κάποιος που είναι παντρεμένος  και αγαπάει κάποια άλλη νομίζετε ότι ανήκει στην σύζυγό του; Μπορεί να ζει με αυτήν, αλλά όχι δεν της ανήκει. Διαθέτει την καρδιά και τον εαυτό του σε αυτήν που πραγματικά αγαπάει. Η Μαρία Αντουανέτα, την πάντρεψαν στην ηλικία των δέκα πέντε χρονών με εκείνον τον λίγο έως πολύ γελοίο διάδοχο και μετέπειτα βασιλιά Λουδοβίκο τον ΙΣΤ΄, όμως ποτέ δεν τον αγάπησε, ποτέ δεν τον ένιωσε. Ο πραγματικός της έρωτας ήταν ένας ευγενής Σουηδός, ο Χανς Άξελ φον Φέρσεν , όπως έγραψαν και οι tabloid εφημερίδες της εποχής. Αυτός την προστάτευε, αυτός την αγαπούσε. Αυτόν αγαπούσε. Σε αυτόν δινόταν με όλη τη δύναμη της ψυχής της. Εσείς αγαπάτε αυτή τη γυναίκα, σε αυτήν ανήκετε. Και τώρα να σας πω κι εγώ το μυστικό μου».

Η Μαργαρίτα ταράχτηκε. «Ήταν μεθυσμένος; Δεν ήξερε. Θα αποκάλυπτε το μυστικό του κάτι που θα αφορούσε κι εκείνη;»

«Εγώ αγαπάω μια γυναίκα με όλο μου το είναι, ανήκω σε αυτήν. Εκείνη δεν με αγαπάει, ανήκει σε κάποιον άλλο. Συμβαίνουν κι αυτά δε θα πρέπει να μας φοβίζουν». Τελειώνοντας το ρεσιτάλ του κι επιστρέφοντας στο τραπέζι του, η αίθουσα  ξέσπασε σε χειροκρότημα. Η Μαργαρίτα δεν τον κοίταζε στα μάτια. Εκείνος την κοίταζε με τον δικό του τρόπο, που όποιος τον έβλεπε θα καταλάβαινε τι αισθανόταν για αυτήν τη γυναίκα, που βρισκόταν μπροστά του σαν την πηγή για τον διψασμένο. Σε λίγο έφτασε ένα μπουκάλι κρασί κερασμένο από την οικοδέσποινα. Κι ένα χαρτάκι που έγραφε «Πραγματικά τους ξύπνησες».

 

Στη συνέχεια τον λόγο πήρε ο νεαρός που στην αρχή της βραδιάς ανακοίνωσε με την καλή του, πόσο ερωτευμένος ήταν. Για να θέσει κι αυτός με τη σειρά του ένα ακόμα φιλοσοφικό ερώτημα.

«Τι είναι ο έρωτας; Ελευθερία ή σκλαβιά;»

«Για τον ερωτευμένο ελευθερία, για αυτούς που τον βλέπουν, αντικρίζουν μια σκλαβιά. Ο έρωτας είν’ απελευθερωτικός από κάθε τι γύρω του, όμως πάντα εξουσιάζεσαι από το υποκείμενο του πόθου του», απάντησε η Αντιγόνη.

«Κι αυτός που είναι ερωτευμένος μαζί σου σε θέλει πάντα μόνο για αυτόν, υποχείριό του. Σε πιέζει. Όχι γιατί το θέλει, μα γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Βλέπει την αλήθεια δεν είναι τυφλός, αλλά είναι έρμαιο στο πάθος του. Θυμήσου τι είπε η Ιουλιέτα στο Ρωμαίο, πως αν ήταν πουλάκι αυτός στα χέρια της θα τον κράταγε τόσο σφιχτά που άθελά της θα τον έπνιγε», πρόσθεσε ο Αριστοτέλης, που ομολογουμένως είχε αρκετή όρεξη για συζήτηση εκείνο το βράδυ.

«Μα αυτό δεν είναι καλό, όλο αυτό σε καταστρέφει»,  είπε ο νεαρός.

«Δίκιο έχεις, μα αν ο έρωτας είναι αμφίδρομος, ο ένας χαρίζει την ελευθερία του στον άλλο, με αντάλλαγμα τη σκλαβιά του άλλου», συμπλήρωσε η Αντιγόνη.

«Πάντα υπάρχει ένα παιχνίδι εξουσίας στον έρωτα από τις δυο πλευρές, καλό είναι να ισορροπεί κάπου όλο αυτό. Υπάρχουν δυο θεωρίες η μία λέει ότι το κτήμα για να καλλιεργηθεί πρέπει να το εξουσιάζει ο αμπελουργός για να αναπτυχθεί και να μην αφήνεται στη μοίρα του. Η άλλη λέει ότι το πουλί σαν το φυλακίσεις στο  κλουβί και δεν τ’ αφήσεις ελεύθερο, αδυνατεί η φύση του και δεν μπορεί να πετάξει».

«Εγώ προτιμάω τη δεύτερη θεωρία», είπε απότομα ο νεαρός.

«Εσύ κάτσε στα αυγά σου», του φώναξε η σύντροφός του.

«Είδες;» του είπε  ο Αριστοτέλης, γυρίζοντας στο τραπέζι του και συνεχίζοντας προς τη Μαργαρίτα, «κι εγώ πάντως είμαι υπέρ της δεύτερης θεωρίας, ο άλλος πρέπει να είναι ελεύθερος δίπλα σου. Τι αξία έχει η σκλαβιά».

«Εσύ πολλά ξέρεις για τον έρωτα απόψε», του απάντησε εκείνη, συνεχίζοντας να αποφεύγει να τον κοιτάξει  στα μάτια. 

 

Τελικά η Μαργαρίτα θα έμενε για λίγες μέρες ακόμα στο μοτέλ, είχε κανονίσει για άδεια, ενώ δε σκεφτόταν να τηλεφωνήσει στον Κώστα πριν γυρίσει πίσω, αφού γνώριζε πως θα πήγαινε να τη βρει και δεν το ήθελε τουλάχιστον όχι πριν ηρεμήσει η ίδια και μάθει αυτά που έκρυβε η Αντιγόνη. Ο Αριστοτέλης νωρίς το πρωί θα έφευγε, αν και ήθελε πολύ να μείνει μαζί της. Της υποσχέθηκε όμως να πάει να την πάρει όταν θα αποφάσιζε να γυρίσει πίσω.

Αντάλλαξαν από ένα φιλί στον διάδρομο και προχώρησαν προς τα δωμάτιά τους. Η Μαργαρίτα πριν κλείσει την πόρτα της του φώναξε.

«Αριστοτέλη…»

«Έλα καλή μου!»

«Κι εγώ σ’ αγαπάω», και ύστερα κρύφτηκε στο δωμάτιό της, από φόβο μην πει περισσότερα, γνωρίζοντας πως ο Αριστοτέλης δε θα της χτύπαγε την πόρτα, πάντα κύριος. Άλλωστε εκείνη τη βραδιά ήταν ευτυχισμένος!

 

 

(6) Η έναρξη μια φιλίας

 

Δεν είχε βγει ακόμα ο ήλιος όταν το αυτοκίνητο του Αριστοτέλη ράγιζε, όπως το διαμάντι το γυαλί, τη νυχτερινή ηρεμία. Στο μοτέλ δυο δωμάτια είχαν ανάψει τα φώτα. Το ένα ήταν της οικοδέσποινας, το άλλο ήταν της Μαργαρίτας, η οποία αφού ντύθηκε γρήγορα γρήγορα και χτένισε βιαστικά τα μαλλιά της, κατέβηκε και βγήκε στο προαύλιο, δεν ήθελε να παραλείψει κανένα μέρος από την παρακολούθηση που είχε στο νου της να κάνει. Με αργά βήματα προχώρησε προς τη λίμνη. Θεωρούσε κατάλληλο το σημείο για τον σκοπό της, αλλά φοβόταν να πάει μες στο σκοτάδι μόνη της ως εκεί. Τελικά πήρε την απόφαση να σταθεί κάπου στο ενδιάμεσο του προορισμού της μέχρι να σπάσει το σκοτάδι απ’ το πρώτο φανέρωμα του ήλιου. Έμεινε μόνη της λοιπόν κι έσφιγγε το πανωφόρι νευρικά στο σώμα της, αφού κρύωνε όχι μόνο από την πρωινή  υγρασία, αλλά και από το φόβο του εγχειρήματός της. Τι χάλευε τώρα μες στην ερημιά, να μάθει τι και για ποιόν; Αυτή είχε τα δικά της, μήπως όμως για αυτά τα δικά της έμενε εκεί; Για να μιλήσει με τον τρόπο της σε ετούτη εδώ την άγνωστη γυναίκα; Στους δικούς της δεν τολμούσε να τα πει, για να μην εκθέσει τον Κώστα. Στον Αριστοτέλη είχε πει μέσες άκρες, αλλά η Αντιγόνη ήταν μια ξένη, θα μπορούσε να της πει ό,τι ήθελε χωρίς να φοβάται ότι θα ανακατευτεί στη ζωή της. Εκτός από αυτό όμως ένιωθε πως και η Αντιγόνη είχε να της πει κάτι που ήθελε να ακούσει. Ακουμπούσε στον κορμό ενός δένδρου και έσκαβε με το παπούτσι της το νοτισμένο χώμα. Δεν ήταν ποτέ σίγουρη για ό,τι έκανε, ούτε τώρα ήταν πως κάνει το σωστό κι ότι ετούτη η παρακολούθηση είχε κάποιο νόημα, όμως ήταν κάτι που ήθελε και σκέφτηκε πως ήταν η πρώτη φορά που δεν είχε να ακούσει κανέναν, ούτε τους δικούς της, ούτε τον σύντροφό της, ούτε τον φίλο της. Θα προχωρούσε λοιπόν σε αυτό που είχε αποφασίσει, αυτό που παρά το φόβο της, κι από τον φόβο της, την γέμιζε με ένα περίεργο συναίσθημα και μια επιθυμία να το φέρει σε πέρας.

 

Δεν κατάλαβε πως είχε πια ξημερώσει, κι ότι θα φαινόταν από το σημείο εκείνο, παρά μόνο όταν άκουσε ένα αυτοκίνητο να πλησιάζει. Ήταν το αγροτικό αυτοκίνητο του άντρα που ερχόταν κάθε πρωί. Δεν είχε κάνει λάθος, κάποια σχέση είχε με το μοτέλ και την ιδιοκτήτριά του, που αμέσως μόλις έφτασε παρουσιάστηκε στο προαύλιο, κι έκατσε μαζί του σε έναν από τους κορμούς. Παρότι βρισκόταν αρκετά κοντά, διακινδυνεύοντας να την ανακαλύψουν δε μετακινήθηκε, θέλοντας να δει καλύτερα τους πρωταγωνιστές. Άλλωστε αν την έβλεπαν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί ότι γυρνούσε από τον πρωινό της περίπατο. Δεν μπορούσε βέβαια να ακούσει κάτι, έβλεπε όμως καθαρά τις εκφράσεις των δυο, που έπιναν το ρόφημά τους. Έβλεπε το βλέμμα του Νίκου γεμάτο πόθο και αγάπη για τη γυναίκα αυτή. Έβλεπε το βλέμμα της γυναίκας γεμάτο συμπάθεια για τον Νίκο και μια απίστευτη οικειότητα των κορμιών τους, που μπορεί να μην είχαν αγγίξει καθόλου το ένα το άλλο, αλλά απαντούσαν στις κινήσεις του άλλου, όπως δυο σώματα που γνωρίζονται. Είναι αυτή η οικειότητα που υπάρχει σε δυο σώματα που γνωρίζουν το ένα το άλλο, που λατρεύουν το ένα το άλλο, κι ακόμα κι αν δεν μιλάνε οι άνθρωποι, αυτά επικοινωνούνε μεταξύ τους. Κι αυτό μπορούσε να το διακρίνει η Μαργαρίτα, όπως κι εκείνο το βλέμμα του Νίκου, το γεμάτο έρωτα. «Ωραίο παιδί», σκέφτηκε. Και συνέχισε να σκέφτεται για αρκετή ώρα αφότου οι δυο παρακολουθούμενοι είχαν χωρίσει. Προσπαθούσε να κολλήσει τα κομμάτια της ιστορίας, που της είχε πει ο Αριστοτέλης. Μα ετούτος ο άνδρας της φαινόταν να νοιάζεται πολύ για την Αντιγόνη, δεν πρέπει να ήταν αυτός που την πλήγωσε. Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να ανοίξει τη συζήτηση μαζί της, παρά του ότι όμως της φαινόταν εύκολο θεωρητικά, στην πράξη της ήταν πολύ δύσκολο. Το μεσημέρι βγήκε στην αυλή του μοτέλ που η Αντιγόνη κάπνιζε το τσιγάρο της.

«Όμορφη μέρα», ξεκίνησε την κουβέντα η Μαργαρίτα.

«Όλες οι μέρες είναι όμορφες, αρκεί να μπορείς να τις εκτιμήσεις».

«Δίκιο έχεις».

«Μμ! Εσένα όμως κάτι σε βασανίζει, έτσι δεν είναι;»

«Ε, όχι κάτι σημαντικό», απάντησε χαμογελώντας.

«Μακάρι, πρέπει να πάω στην κουζίνα να επιβλέψω για το δείπνο», είπε η Αντιγόνη κι αφού τίναξε το τσιγάρο της, την άφησε μόνη να καταστρώνει σχέδια για την επόμενη συνάντησή τους, που παρά τις φιλότιμες προσπάθειές της, πραγματοποιήθηκε στο δείπνου. Οι δυο τους όμως και πάλι δε συναντήθηκαν παρά ελάχιστα λεπτά και τα όσα είπαν ήταν τόσο τυπικά που μάλλον απομάκρυναν τη Μαργαρίτα από τον στόχο της.

 

Το πρωινό της επόμενης μέρας οι τρεις τους έπαιξαν το ίδιο παιχνίδι, οι δυο κάθονταν στο προαύλιο και συζητήσουν, κι εκείνη τους παρακολουθούσε από απόσταση. Όταν ο Νίκος έφυγε η Μαργαρίτα θεώρησε κατάλληλη τη στιγμή να εμφανιστεί στην Αντιγόνη και να αρχίσει τη συζήτηση, αφού την καλημέρισε άρχισε να της λέει για το όμορφο πρωινό και για τον άνδρα που είδε μαζί της.

«Τι θέλεις από μένα; Μάθε πως δεν μου αρέσει να μπλέκονται στα πόδια μου. Μη νομίζεις πως δε σε είδα και χτες και σήμερα πως μας παρακολουθούσες. Εγώ γνωρίζω την κάθε πιθαμή γης σε αυτό το μέρος, δε θα μπορούσες να με ξεγελάσεις». Ήταν η απάντηση της οικοδέσποινας, που άφησε άφωνη την Μαργαρίτα. Ως εδώ ήταν λοιπόν, το σχέδιό της είχε αποτύχει πριν καλά καλά αρχίσει. Και χωρίς να μάθει τίποτα. Τι ντροπή! Μα δεν την ένοιαζε αυτό, αλλά ότι έκανε λάθος. Μα πως μπόρεσε να πιστέψει πως αυτή η συνάντηση θα ήταν μοιραία κι ότι θα μπορούσε να μάθει κάτι που θα την ενδιέφερε;

 

Ανέβηκε στο δωμάτιό της κι άρχισε να μαζεύει τα πράγματά της. Ήταν θυμωμένη με τον εαυτό της, όχι τόσο για αυτό που έκανε, αλλά γιατί ήταν η πρώτη φορά που δεν είχε επιχειρήματα να υπερασπιστεί τον εαυτό της και έβλεπε πως η Αντιγόνη είχε δίκιο. «Χαζή, χαζή», μονολογούσε, «όπου και να πας προβλήματα δημιουργείς στη ζωή σου». Κατέβασε τη βαλίτσα στη ρεσεψιόν και χτύπησε το κουδουνάκι που υπήρχε εκεί για να παρουσιαστεί κάποιος από το μοτέλ. Αυτή ήταν η Αντιγόνη.

«Τι θα ήθελες;»

«Θα μπορούσες να μου καλέσεις ένα ράδιο ταξί;»

«Και βέβαια», απάντησε και σήκωσε το ακουστικό. «Μα γιατί φεύγεις κιόλας δε θα ήθελες να μείνεις λίγες μέρες ακόμα; Θα μπορούσαμε να πούμε πολλά  εμείς οι δυο, ίσως να γινόμασταν και φίλες, αν και δεν έχω γυναίκες φίλες», και κατέβασε το ακουστικό λέγοντας πως το κέντρο είναι κατειλημμένο.

«Ούτε εγώ», απάντησε η Μαργαρίτα.

«Τι ούτε εσύ;»

«Ούτε εγώ κάνω γυναίκες φίλες»,  απάντησε απότομα  θέλοντας να πάρει μια μικρή ρεβάνς.

«Αυτό έχει ενδιαφέρον, ας προσπαθήσουμε λοιπόν να γίνουμε φίλες μεταξύ μας. Δυο γυναίκες που δεν πιστεύουν στη γυναικεία φιλία να γίνουν φίλες. Μα για πες μου μήπως σου έκλεψε καμία φίλη τον άντρα;»

«Όχι βέβαια», απάντησε με σιγουριά και ανωτερότητα, «μήπως εσένα;»

«Ούτε εμένα, έλα ας πάμε μια βόλτα, τα πράγματα θα σου τα πάει πάνω η Λιάνα… Λιάνα!» και παίρνοντας απ’ το χέρι τη Μαργαρίτα σχεδόν τραβώντας την, κατευθύνθηκαν προς τη λίμνη.

 

Ξεκίνησαν να προχωράνε προς τη λίμνη με αργά βήματα, σαν δυο φίλες που γνωρίζονταν από το παρελθόν και ήθελαν να παρατείνουν τον χρόνο που η μία θα βρισκόταν δίπλα στην άλλη, σαν κάτι να τις συνέδεε. Ένα παλιό και ένοχο μυστικό. Είναι αυτό που πολλές  φορές σαν αόρατη δύναμη συνδέει δύο ανθρώπους, χωρίς καν να το γνωρίζουν οι ίδιοι. Τα ίδια βιώματα, ένας χώρος που επισκέφθηκαν την ίδια στιγμή και οι δύο χωρίς να το ξέρουν.  Ένα παρόμοιο ψυχικό τραύμα, ίσως τίποτα από όλα αυτά, που οι λογοτεχνίζοντες χρησιμοποιούν στα γραπτά τους για να γεμίσουν τις σελίδες τους. Απλά και μόνο μια φυσική έλξη, μια συμπάθεια. «Συμπάθεια» ήταν και η λέξη που χρησιμοποίησε η Αντιγόνη, η οποία θέλησε να κρατήσει περισσότερο την Μαργαρίτα στο μοτέλ, ύστερα από το ξέσπασμά της, μη θέλοντας να την αφήσει να φύγει έχοντας άσχημα συναισθήματα από αυτό, που ο σκοπός του ήταν εντελώς διαφορετικός.

«Σε συμπαθώ αρκετά, παρότι σε γνωρίζω ελάχιστα, για να μην πω καθόλου και δε θα ήθελα να χωριστούμε έτσι, παρά που δεν μου άρεσε καθόλου αυτό που έκανες».

Η Μαργαρίτα δεν έλεγε τίποτα, όπως έκανε συνήθως όταν ήταν ένοχη, εκτός αυτού είχε πεισμώσει κιόλας. Πιο πολύ με τον εαυτό της που την έφερε σε αυτή τη θέση, αλλά μιας και δεν μπορούσε να τα βάλει με την ίδια, αντανακλούσε με την παθητικότητά της αυτή, όλη της την επιθετικότητα στην Αντιγόνη, η οποία αντιλαμβανόταν το δύσκολο χαρακτήρα της συνομιλήτριάς της, συνέχισε όμως την προσπάθειά μέχρι τη στιγμή που παραπατώντας βρέθηκε μέσα στη λίμνη και παρά του ότι ήταν δεινή κολυμβήτρια δεν έκανε καμιά προσπάθεια να βγει παρά βάλθηκε να καλεί σε βοήθεια. Τότε ήταν που η Μαργαρίτα χωρίς να το πολυσκεφτεί βούτηξε, όπως ήταν για να την σώσει και να την βγάλει έξω. Το κόλπο της Αντιγόνης τελικά έπιασε τόπο, η Μαργαρίτα ξέχασε τα πείσματα μετά τη βουτιά, κι όταν οι δυο γυναίκες βγήκαν στην όχθη, άρχισαν να συζητάνε σαν καλές φίλες.

«Σε ευχαριστώ πολύ, δεν ξέρω πως παραπάτησα. Ξέρεις πολύ καλό κολύμπι».

«Πήγαινα στον ναυτικό όμιλο απ’ τα έξι μου, καλά λένε πως το κολύμπι δεν το ξεχνάς όσα χρόνια κι αν περάσουν».

«Τώρα που με έσωσες μία φορά είσαι υπεύθυνη για μένα, έτσι λένε οι  κινέζοι».

Η Μαργαρίτα γέλασε,

«Γιατί γελάς;»

«Δεν ξέρω τι λένε οι κινέζοι, αλλά εγώ δεν μπορώ να σώσω τον εαυτό μου, θα αρχίσω να σώζω τους άλλους;»

«Πολλή απογοήτευση διακρίνω, γιατί; Μια χαρά κοπέλα είσαι. Έλα σήκω να πάμε να αλλάξουμε γιατί θα κρυώσουμε και δεν ακούω τίποτα. Τώρα πια είσαι φιλοξενούμενή μου».

«Αντιγόνη… θέλω να σου ζητήσω συγγνώμη».

«Μην το σκέφτεσαι».

«Θέλω να ξέρεις πως κι εγώ σε συμπάθησα… αισθάνομαι από την πρώτη στιγμή που σε είδα ότι έχουμε κάτι κοινό και για αυτό ίσως συμπεριφέρθηκα κάπως αλλόκοτα».

«Καλά, κάλα ανέβα στο δωμάτιό σου να αλλάξεις, η Λιάνα πήγε τα πράγματά σου στο δωμάτιο. Θα λείψω για λίγες ώρες. Το βράδυ όμως που θα είμαστε μόνες θα τα πούμε όλα».

 

Ανεβαίνοντας στο δωμάτιο είχε ξεχάσει ήδη όσα είχαν συμβεί το πρωί και την απογοήτευσή της για την ανικανότητά της να μάθει για το μυστήριο που έκρυβε η γυναίκα του ‘Μοτέλ Ευαρέσκεια’. Μάλιστα άρχισε να σπαταλάει τη σκέψη της πάνω σε μια πρόταση του ψυχαναλυτή Adler που πάντα την προβλημάτιζε όταν είχε κάποιο δίλημμα, και που πάντα την οδηγούσε σε αδιέξοδο. Η πρόταση αυτή είχε ως εξής. Ένας άνθρωπος κάθεται στην άκρη ενός ποταμού, όταν ακούει τις κραυγές ενός παιδιού που πνίγεται καλεί σε βοήθεια. Στην περίπτωση που ο άνθρωπος δε βουτήξει θεωρείται δειλός κατά τον Adler, αφού φοβήθηκε μήπως πνιγεί, στην περίπτωση όμως που βουτήξει προς διάσωση του μικρού παιδιού, πάλι θεωρείται δειλός, αφού δεν μπόρεσε να ξεπεράσει το συναίσθημα του να προσφέρει βοήθεια στο παιδί που κινδυνεύει. Τελικά ήταν μια δειλή, σκέφτηκε. Μα ό,τι και να έκανε πάλι δειλή δε θα ήταν; Ποτέ δεν μπόρεσε να βγάλει άκρη με αυτή την πρόταση, ούτε τώρα που τη ζούσε στην κυριολεξία. Μάλιστα της είχε γίνει έμμονη ιδέα τα τελευταία χρόνια και όποτε είχε να διαλέξει ανάμεσα σε δύο καταστάσεις την κυρίευε ο φόβος και η αμφιβολία, δεν έβγαζε άκρη και στο μυαλό της ερχόταν αυτή η πρόταση. Προτιμούσε να παίρνουν οι άλλοι αποφάσεις για αυτήν. Ήταν πιο εύκολο. Ακόμα δεν είχε ξεκαθαρίσει γιατί έκανε αυτό το ταξίδι. Κατά τον Adler, δηλαδή κατά την ίδια, αν δεν το έκανε θα ήταν δειλή, αφού θα ανεχόταν την κατάσταση με τον Κώστα και δε θα έκανε αυτό που ήθελε. Τώρα πάλι που έκανε το ταξίδι δειλή ένιωθε, που δεν έκατσε να υπομείνει το μαρτύριο της μοναξιάς και τα θέλω του Κώστα.

«Παναγίτσα μου θα τρελαθώ σε λίγο», αναφώνησε κι έκλεισε τα μάτια της με πείσμα για να κοιμηθεί και να ξεχάσει. Κάτι που έκανε συχνά τον τελευταίο καιρό, με αρκετή επιτυχία μάλιστα, αφού είχε παραιτηθεί από πολλά στη ζωή της κι έβρισκε στον ύπνο ό,τι η στρουθοκάμηλος στην άμμο.

 

Ξύπνησε όταν είχε ήδη πέσει το φως της μέρας και σε λίγο άκουσε την πόρτα της να χτυπάει. Ήταν η φωνή της Λιάνας που της ανακοίνωσε ότι το δείπνο ήταν έτοιμο».

«Πω πω! πάλι κοιμήθηκα πολύ!»

Ξαφνικά θυμήθηκε τα συμβάντα της ημέρας κι ότι θα την περίμενε η Αντιγόνη για το δείπνο, πετάχτηκε αμέσως πάνω για να ετοιμαστεί, διότι δεν ήθελε με τίποτα να χάσει αυτή τη συνάντηση και να μάθει για την ιδιοκτήτρια, αυτά που ήθελε.

 

 

(7) Εξομολόγηση

 

Όταν κατέβηκε η Αντιγόνη ήδη την περίμενε σε ένα από τα τραπέζια, που βρισκόταν δίπλα στο τζάκι. Δεν υπήρχαν άλλοι στην σάλα. Τις καθημερινές πολλές  μέρες το μοτέλ ήταν άδειο.

«Κάθισε».

«Ευχαριστώ!»

«Πήρα την πρωτοβουλία να παραγγείλω εγώ».

«Εσύ είσαι η οικοδέσποινα».

«Το κρασί αυτό είναι πάνω από δεκαπέντε ετών, άνοιξα το βαρέλι ειδικά για σένα, είναι όσο και το μοτέλ».

«Ευχαριστώ, μεγάλη μου τιμή».

«Ξέρεις δεν έχω πολλούς φίλους, για να πω την αλήθεια πάνε χρόνια που δεν κάνω φιλίες. Εννοώ βαθιές. Είμαι αρκετά προσεχτική με τους ανθρώπους. Με τον ρυθμό αυτό δε θα άνοιγα ποτέ το βαρέλι, που το κράταγα για μια ειδική περίσταση».

«Εγώ είμαι η ειδική περίσταση;»

«Ναι», αποκρίθηκε πίνοντας μια γουλιά.

«Ευχαριστώ και πάλι. Η αλήθεια είναι πως κι εγώ είμαι δύσπιστη τα τελευταία χρόνια με τους ανθρώπους».

«Να, ένα κοινό μας».

«Δεν ήμουν πάντα έτσι», βιάστηκε να συμπληρώσει φοβούμενη μήπως η συνομιλήτριά της την περάσει για καμιά υποχόνδρια.

«Το ξέρω, φαίνεται στα μάτια και στους τρόπους σου, πως δεν είσαι καμιά αντικοινωνική γυναίκα. Ας πιούμε λοιπόν στη φιλία μας ή καλύτερα στην προσπάθεια του να γίνουμε φίλες».

 

Ύψωσαν τα ποτήρια τους και κοίταξαν η μια στα μάτια της άλλης.

«Λοιπόν;» είπε η Αντιγόνη.

«Λοιπόν τι;»

«Τώρα δεν εμπιστεύεσαι τους ανθρώπους, θα έχεις φίλους όμως από το παρελθόν».

Η Μαργαρίτα δεν απάντησε αμέσως λες και ήθελε να μετρήσει έναν προς έναν τους φίλους της, για να μη δώσει λάθος νούμερο. Είχε μείνει με υψωμένο το ποτήρι και προσπαθούσε, αλλά μάταια.

«Κανέναν», απάντησε.

«Μα πως;»

«Κάποια στιγμή αποκόπηκα από όλους».

«Εγώ πάντως πιστεύω πως δεν μου λες όλη την αλήθεια, είμαι σίγουρη πως έχεις. Για παράδειγμα ο Αριστοτέλης δεν είναι φίλος σου;»

Στο άκουσμα του ονόματος αυτού η Μαργαρίτα ταράχτηκε. Και βέβαια δεν ήταν απλά φίλος της, ήταν κάτι παραπάνω. Ένας πολύτιμος άνθρωπος για τη ζωή της. Τον είχε γνωρίσει πριν από τον Κώστα, της συμπαραστεκόταν πάντα και τον αγαπούσε. Και τώρα τούτη εδώ τη ρωτούσε για εκείνον. Μάλιστα είχε έρθει και μόνος του εδώ παλιότερα και φαίνεται να γνωρίζονταν. Λες να ήταν ερωμένη του; Και πως έτσι αδιάντροπα την έφερε αντιμέτωπη με αυτήν; Σίγουρα ήταν ερωμένη του! Τώρα εξηγούνταν όλα, γιατί την έφερε εδώ, γιατί δεν ήθελε να της πει περισσότερα. Ήταν έξαλλη σαν την ερωτευμένη γυναίκα που βλέπει μπροστά της την αντίζηλό της και θέλει να την  εξαφανίσει. Αυτή ήταν η αρχή και το τέλος της φιλίας τους. Την είχε πλημμυρίσει η ζήλια. Η ζήλια μιας ερωτευμένης. Κι άλλες φορές είχε ακούσει για γυναίκες που ήταν μαζί του, αλλά πρώτη φορά έβλεπε κάποια από αυτές.

«Ναι ο Αριστοτέλης είναι καλός μου φίλος, ίσως ο μοναδικός και με αγαπάει πολύ. Εσύ τον ξέρεις καλά;»

«Όσο μπορείς να ξέρεις κάποιον, που έρχεται δυο τρεις φορές στο μοτέλ σου. Αλλά είναι ένας άνθρωπος που ξεχωρίζει. Και πρέπει να σε αγαπάει πολύ».

«Ναι έτσι είναι», είπε με αίσθημα υπεροχής. Τελικά ίσως δεν ήταν εραστές. Άλλωστε δεν θα την πήγαινε στην ερωμένη του.

«Σου τηλεφώνησε την ώρα που κοιμόσουν, αλλά προφανώς δεν άκουσες το τηλέφωνο, μίλησε με τη Λιάνα που του είπε ότι είσαι καλά».

 

Η συζήτηση συνεχίστηκε για πολύ ώρα με γενικής φύσεως θέματα, αφού καμία δεν έπαιρνε την πρωτοβουλία να ανακινήσει σοβαρότερα. Απ’ τη μια γιατί δεν ήθελαν να φανούν αγενείς κι απ’ την άλλη γιατί δεν ήξεραν αν είναι έτοιμες να μιλήσουν για όσα τους φόβιζαν. Τελικά πήρε την απόφαση η Αντιγόνη ως μεγαλύτερη και εμπειρότερη.

«Είσαι πολύ όμορφη κοπέλα».

«Υπερβολές».

«Όχι, η αλήθεια είναι, άλλωστε φαίνεται αυτό από τα βλέμματα των ανδρών πάνω σου».

«Μου το λέει και ο Αριστοτέλης μερικές φορές, αλλά δε νομίζω. Υπάρχουν πολύ καλύτερες από μένα».

«Μετριοφροσύνη ή φόβος;»

«Ίσως το δεύτερο, γιατί η αλήθεια είναι ότι δεν έχω πάντα μεγάλη αυτοπεποίθηση».

«Αυτοεκτίμηση;»

«Μου φαίνεται ότι με πέρασες για καμιά παλαβή και με ψυχαναλύεις. Όχι δεν έχω πρόβλημα αυτοεκτίμησης», είπε η Μαργαρίτα χαμογελώντας.

«Συγγνώμη αν σε πείραξε!»

«Όχι δε με πείραξε, ρώτα με ό,τι θέλεις».

«Ήθελα να σε ρωτήσω αν έχεις κάποιον δεσμό».

«Πρόσεξε γιατί θα σε παρεξηγήσω, μετά από τέτοιο γεύμα, τέτοιες περιποιήσεις, οι ερωτήσεις αυτές είναι επικίνδυνες».

Γέλασαν και οι δυο. Το χιούμορ που είχε περίσσιο η Μαργαρίτα της χρησίμευε ως ασπίδα. Αλλά με την Αντιγόνη τα πράγματα ήταν δύσκολα. Γιατί επανέλαβε την ερώτησή της.

«Ναι», απάντησε κοφτά, θέλοντας να ανακόψει την πορεία της συζήτησης. Εδώ είχαν έρθει να μιλήσουν για την Αντιγόνη, κι όχι για την ίδια, μα κουβέντες σαν κι αυτές ποτέ δεν ξέρεις που μπορεί να καταλήξουν. «Ας είναι!» δεν είχε να κρύψει τίποτα, τουλάχιστον όχι  από μια άγνωστη που ζούσε με τους λύκους, απομακρυσμένη από τους ανθρώπους που την απογοήτευσαν. Κι αυτή βέβαια ήταν απομακρυσμένη από τους ανθρώπους, παρά του ότι ζούσε στην πόλη, αλλά δεν είχε και παρέα τους λύκους!

«Δεν είναι ο Αριστοτέλης έτσι ή κάνω λάθος;»

«Δεν κάνεις λάθος, ο Αριστοτέλης είναι φίλος μου. Ο δεσμός μου είναι ο Κώστας».

«Που από ό,τι καταλαβαίνω έχετε προβλήματα, για να έρχεσαι εδώ με κάποιον φίλο».

«Γιατί το λες αυτό; Όλα τα μοντέρνα ζευγάρια δεν κάνουν χωριστά διακοπές με τους φίλους τους;»

«Ναι, αλλά εσύ δεν είσαι και τόσο μοντέρνο κορίτσι;»

«Φαίνεται ε;» ρώτησε, κατεβάζοντας μια γουλιά.

 

Παρά του ότι η Μαργαρίτα προσπαθούσε να μην πει τίποτα για τη σχέση της, κάτι που έκανε εδώ και χρόνια όχι μόνο από τακτ, αλλά κι επειδή ο σύντροφός της δεν ήθελε «να δημοσιοποιούν την αγάπη τους», όπως έλεγε, βρέθηκε να εξιστορεί στην άγνωστη τούτη γυναίκα, τι είχε συμβεί τα χρόνια αυτά που ήταν μαζί του. Αρχικά έλεγε την ιστορία της όπως την έβλεπε η ίδια κι όχι όπως ήταν στην πραγματικότητα, ή καλύτερα όπως θα ήθελε να είναι. «Εκείνος την αγαπούσε με τον τρόπο του». Ήταν γλυκός και προστατευτικός μαζί της. «Δεν θα την άφηνε ποτέ», όπως της είχε πει. Τη λάτρευε και πολλές φορές το είχε αποδείξει, με τον τρόπο του πάντα.

Η Μαργαρίτα σιγά σιγά και ασυναίσθητα άρχισε να μιλάει για την ζωή της, ξεκίνησε από τα παιδικά της χρόνια και τους δικούς της, λες και ήθελε να δώσει στην Αντιγόνη μια πλήρης εικόνα για αυτήν. Η Αντιγόνη απ’ την πλευρά της ρουφούσε τα όσα της έλεγε χωρίς καμιά διακοπή που θα μπορούσε να σπάσει τον ειρμό της συνομιλήτριάς της.      

 

«Οι γονείς μου παντρεύτηκαν από έρωτα, η μητέρα μου ήταν περιζήτητη. Είχε πολλές προτάσεις από γειτονόπουλα ώστε να την κάνουν σύζυγό τους. Αλλά αφού για κανέναν τους δεν ένιωθε τίποτα σε κανένα δεν είπε το «ναι». Ο πατέρας μου που πήγαινε τα καλοκαίρια στο χωριό, είχε να εμφανιστεί αρκετά χρόνια γιατί έφτιαχνε με τον αδελφό του που ζούσε στην Αυστραλία μια επιχείρηση, που είχε σχέση με τις διεθνείς μεταφορές. Εκείνο το καλοκαίρι που ήρθε στο χωριό συνάντησε τη μάνα μου στο πανηγύρι, όλο το βράδυ την έφερνε βόλτα για να καταφέρει να μιλήσει μαζί της. Είχε χάσει τα μυαλά του από την ομορφιά της, αλλά και της μαμάς μου της άρεσε πολύ. Ήταν ψηλός και γεροδεμένος. Τελικά όταν μαζί με τις φίλες της πήγε πίσω από την εκκλησία για να καπνίσουν, εμφανίστηκε μπροστά τους. Στην αρχή τα έχασε «Έχεις ένα τσιγάρο;» τη ρώτησε. Τελικά τη λύση την έδωσε μια φίλη της, που ήταν πιο πεπειραμένη στα αγόρια και πήρε τις άλλες για να αφήσει τα ζευγάρι μόνο του να μιλήσει. Ο πατέρας μου στην προσπάθειά του να  εντυπωσιάσει τη μητέρα μου, αλλά και να μην φανεί εξυπνάκιας, μπέρδευε συνεχώς τα λόγια του. Η μητέρα μου όμως ήδη τον είχε ερωτευθεί. Συζήτησαν, τα είπανε και αποφάσισαν ότι θέλουν να ζήσουν μαζί. Ο πατέρας μου όμως της εξήγησε πως έπρεπε να κάνει υπομονή και να τον περιμένει δυο χρόνια, διότι θα έπρεπε να δουλέψει σκληρά για να ξεχρεώσει το δάνειο της καινούργιας του επιχείρησης και θα έλειπε αρκετό καιρό στην Αθήνα και στην Αυστραλία. Ίσως να μην μπορούσαν καν να ξαναβρεθούν για τα επόμενα δύο χρόνια. Τελικά αποφάσισαν να προσπαθήσουν. Εκείνος εργαζόταν σκληρά για να δημιουργήσει την επιχείρησή του και η μητέρα μου αρνιόταν τον έναν γαμπρό μετά τον άλλο, παρά τις πιέσεις τον δικών της. Ακόμα κι ένας βουλευτής τη ζήτησε, που αργότερα έγινε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, αλλά η μαμά μου τίποτα, έμενε πιστή στον όρκο της. Στα δυόμισι εκείνα χρόνια κατάφεραν να συναντηθούνε μόνο μία φορά. Τον υπόλοιπο καιρό επικοινωνούσαν με γράμματα, που διακινούσε η φίλη της και κάποιες φορές μιλούσαν στο τηλέφωνο, όταν βέβαια η μαμά μου πήγαινε στο διπλανό χωριό, αφού το τηλέφωνο στο δικό τους, ήταν δημόσιο και βρισκόταν στο μπακάλικο και αν την έβλεπαν να μιλάει από αυτό θα γίνονταν σούσουρο και όλα θα έφταναν στα αυτιά του παππού μου.

Τελικά ο πατέρας μου τήρησε την υπόσχεσή του και ήρθε στο χωριό με το καινούργιο του αυτοκίνητο. Χωρίς να χάσει χρόνο πήγε στο σπίτι της μάνας μου και τη ζήτησε σε γάμο. Που όπως ήταν φυσικό του απάντησε «ναι». Όλοι είχαν να λένε για το γάμο αυτό στην περιοχή.

Μετά το γάμο οι δικοί μου εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, που ήταν και η έδρα των επιχειρήσεων του πατέρα μου, ο οποίος ήθελε πολλά παιδιά, η μητέρα μου πίστευε πως ο αριθμός «δύο» ήταν ο ιδανικός. Έκαναν όμως μόνο εμένα. Υπήρξε κάποιο πρόβλημα υγείας, κι έτσι δεν απέκτησα αδέλφια. Έριξαν όλη τους την αγάπη σε μένα και ίσως για τον λόγο αυτό με κακομάθανε κιόλας. Μερικές φορές σκέφτομαι πως με έκαναν άβουλη, αφού ρίχνανε την προσοχή τους όλη σε εμένα, κι αφού ποτέ δεν μου έλειπε τίποτα. Έτσι ακόμα και σήμερα πολλές φορές στις σχέσεις μου, περιμένω από τους άλλους να πάρουν πρωτοβουλίες. Κι όταν νιώθω πως δε μου δίνουν όλη τους την αγάπη στεναχωριέμαι και θα μπορούσα να πω πως ζηλεύω εύκολα. Θυμάμαι μια φορά τη νονά μου η οποία ήταν ιδιαίτερα φιλική με τον πατέρα μου σε βαθμό εξοργιστικό, αντί να αντιδράσει η μάνα μου ανέλαβα εγώ για λογαριασμό της την εκδίκηση και όταν ήρθε στο δωμάτιό μου είχα δέσει έναν διαφανή σπάγκο από την πόρτα στο πόδι του κρεβατιού μου και η καημένη έπεσε κι έσπασε τα μούτρα της, και να φανταστείς ότι ήμουν δώδεκα χρονών. Σε μεγαλύτερη ηλικία έμπλεξα το αλάτι με τη ζάχαρη στο σπίτι της και η καημένη έτρεχε στο μπάνιο για να ξεράσει.

 

Οι γονείς μου επειδή είχαμε την οικονομική άνεση, έκαναν διάφορα τρικ και πολλές φορές μου δημιουργούσαν τεχνικές στερήσεις. Άλλωστε το χαρτζιλίκι μου ήταν πάντα όσο και της πλειοψηφίας των παιδιών του σχολείου. Μπορώ να πω πως και τα παιδικά μου χρόνια, αλλά και τα εφηβικά μου ήταν αρκετά όμορφα. Το μόνο άσχημο ήταν η κατά διαστήματα απουσία του πατέρα μου, ο οποίος αναγκαζόταν να λείπει αρκετό καιρό στην Αυστραλία ή και σε πόλεις της Ελλάδας, με αποτέλεσμα να τον θεωρώ υπεύθυνο για τη στέρησή του και να δένομε όλο και περισσότερο με τη μητέρα μου. Βέβαια και εκείνη τυραννιόταν αρκετά από την έλλειψή του, μιας και τον αγαπούσε πολύ, όπως κι εκείνος άλλωστε και έτσι δενόταν μαζί μου όλο και πιο πολύ και πολλές φορές με κακομάθαινε. Ακόμα και σήμερα ο πατέρας μου λείπει αρκετό καιρό από το σπίτι και η έλλειψή του μου στοιχίζει, ακόμα κι αν ξέρω τους λόγους, έχω τα ίδια συναισθήματα και πολλές φορές τσακώνομαι μαζί του, με διάφορα προσχήματα, αλλά πάντα για τον ίδιο λόγο. Ο ίδιος ισχυρίζεται και ίσως είναι αλήθεια πως όταν έφτιαξαν την επιχείρηση με τον αδελφό του, δεν είχε γνωρίσει τη μητέρα μου και δεν σκόπευε να γυρίσει Ελλάδα, τελικά κράτησε το πόστο της Αθήνας, αλλά ο θείος μου, δεν τον αποδέσμευε από την επιχείρηση της Αυστραλίας, εκτός και του την παραχωρούσε, ενώ θα κρατούσε και μερίδιο στην Ελλάδα, οπότε ο πατέρας μου μη θέλοντας να είναι ο ριγμένος, αλλά ούτε να εμπλακεί σε δικαστικό αγώνα που θα τίναζε την επιχείρηση στον αέρα, με αβέβαια αποτελέσματα, αναγκάστηκε να πηγαινοέρχεται Ελλάδα, Αυστραλία, ενώ κάποια στιγμή σκέφτηκε να μετακομίσουμε όλοι στην μακρινή ήπειρο, αλλά και πάλι θα ήταν αναγκασμένος να έρχεται μόνος του στην Ελλάδα, οπότε μείναμε εδώ. Δηλαδή εμείς. Η μητέρα μου βέβαια, πνεύμα νηφαλιότητας, προσπαθεί να μας τα συμβιβάσει, αλλά το χάσμα που έχει δημιουργηθεί ανάμεσά μας πάντα θα υπάρχει παρά την μεγάλη αγάπη που τρέφει ο ένας για τον άλλον. Ίσως μας είναι και αναγκαίο πλέον. Μια συνήθεια, που όχι απλά δεν μπορούμε να κόψουμε, αλλά μας είναι και απαραίτητη.

«Θα πρέπει να ’χα πολλούς θαυμαστές στο σχολείο. Ναι τώρα που το θυμάμαι! Στο δημοτικό ήταν ο Βαγγέλης ένα γειτονόπουλο που κάθε πρωί από την πέμπτη έως και την έκτη δημοτικού μου άφηνε ένα γαρίφαλο πάνω στο θρανίο μου. Ήταν ωραίο παιδί, αλλά ποτέ δεν του έδωσα σημασία. Στο γυμνάσιο άλλαξε σχολείο κι έτσι ο Βαγγέλης βγήκε από τη ζωή μου. Στο γυμνάσιο τα αγόρια έκαναν καλλιστεία τις ώρες τον βαρετών μαθημάτων. Με είχαν ανακηρύξει ‘μις τάξη’. Ο πρόεδρος της τάξης και ο απουσιολόγος με διεκδικούσαν με μένος. Μέχρι και στα χέρια πιάστηκαν για πάρτι μου, αλλά εγώ είχα ερωτευτεί τον γυμναστή. Τελειώνοντας το σχολείο είχα μια παιδική σχέση, ξέρεις τώρα… με τον Σπύρο. Ο Σπύρος έκανε όλα μου τα χατίρια, από ότι θυμάμαι φιλούσε πολύ ωραία. Όταν χωρίσαμε είχε τρελαθεί. Μυαλό για τίποτα δεν είχε παρά για εμένα. Μέχρι και στο σπίτι μου ήρθε να με ζητήσει από τον πατέρα μου. Τελικά καλά λένε πως τα αγόρια αυτής της ηλικίας είναι επιπόλαια. Εγώ φοβήθηκα ότι θα φύγει με τις κλωτσιές από τις σκάλες, αλλά ο πατέρας μου έδειξε κατανόηση. Βλέπεις ήξερε από τις λαβωματιές του έρωτα και ο ίδιος.

 

‘Νομίζω είστε πολύ μικροί ακόμα και οι δύο. Η ζωή είναι μπροστά σας. Θα γνωρίσεις κι άλλες κοπέλες κι αν τελικά είναι γραπτό θα παντρευτείτε κάποια μέρα… αλλά για τώρα δεν το βλέπω. Άντε πήγαινε τώρα παιδί μου γιατί θα ανησυχούνε και οι δικοί σου’, του είπε.

Αφού τακτοποίησε τον Σπύρο, φώναξε εμένα στο γραφείο του.

‘Τι του ’κανες του παιδιού μωρή’,  μου είπε λίγο σοβαρά, λίγο αστεία’.

‘Εγώ; Που να ξέρω;’

‘Καλά, καλά’, μονολόγησε και με άφησε να φύγω. 

Έκτοτε και για κάνα εξάμηνο έλεγε και ξανάλεγε στη μάνα μου για να πειράξει εμένα περισσότερο. ‘Ακούς εκεί να θέλει και παντρολογήματα! Αλλά φαντάζομαι τι του έκανε η κόρη μας. Βρε λες να του ’κανε μάγια;’ 

Το αστείο έπαψε όταν έφυγε για την Αυστραλία και πάλι. Ο Σπύρος όμως δεν έλεγε να με ξεχάσει. Τι λουλούδια μου έστελνε! Τι καρδούλες ζωγράφιζε με σπρέι κάτω από το σπίτι μου! Με αποκορύφωμα αυτό που έκανε έξω από μια ταβέρνα, που είχα πάει με τις φίλες μου. Ήρθε με την παρέα του, πρέπει να ομολογήσω ότι ήπιε αρκετά κι έτσι κατέφτασε στο τραπέζι μας, γονάτισε μπροστά μου και προσφέροντάς μου ένα λουλούδι μου ζήτησε επανασύνδεση. Είχα γίνει κόκκινη από ντροπή, όλο το μαγαζί μας κοίταζε και γέλαγε. Τελικά κι ενώ βγήκαμε έξω να πάρουμε ταξί, προσφέρθηκε να μας πάει αυτός στο σπίτι. Όταν του το αρνήθηκα είπε ότι αφού δεν μπορώ να έχω εσένα, ας μην έχω τίποτα. Κι αν το πιστεύεις, έβαλε φωτιά στο αυτοκίνητό του! Μαζεύτηκε η τροχαία η πυροσβεστική, ένας Θεός ξέρει πως τον ξέμπλεξαν οι δικοί του από τα χειρότερα. Δεν πέρασε στις εξετάσεις και οι γονείς του τον έστειλαν στο εξωτερικό για σπουδές για να γλιτώσει από ’μένα. Ήταν καλό παιδί ο Σπύρος και με αγαπούσε, μακάρι να ήμουν μαζί του θα είχα γλιτώσει από πολλά.

 

Προσωπικά δεν ήθελα να δώσω εξετάσεις, παρότι είχα κάνει μια καλή προετοιμασία και οι καθηγητές μου πίστευαν σε εμένα. Εκεί ξέσπασε άλλη μια κόντρα με τον πατέρα μου. Η αλήθεια είναι πως δεν ήθελα να δώσω εξετάσεις γιατί ο πατέρας μου θα έλειπε πάλι επί μακρόν στο εξωτερικό. Του ζήτησα να μείνει στην Αθήνα, αλλά όπως μου είπε δεν μπορούσε. Θεώρησα απίστευτο και επιπόλαιο να μην μείνει μαζί μου να μου συμπαρασταθεί. Θέλησα να τον εκδικηθώ με αυτόν τον τρόπο. Διάβαζα ως και λίγες μέρες πριν τις εξετάσεις, όταν του ανακοίνωσα στο τηλέφωνο ότι δεν θα διαγωνισθώ, αλλά θα γραφτώ σε μια σχολή λογιστικής και θα βγάλω πολύ γρηγορότερα λεφτά από ότι τα άλλα παιδιά, του σηκώθηκε το αίμα στο κεφάλι. Ανώριμη με έλεγε, προσπαθούσε να με μεταπείσει, αλλά μάταια. Είχα πάρει την απόφασή μου. Έκανε να μου μιλήσει πέντε ολόκληρους μήνες, στο τηλέφωνο δε με ζητούσε, κι ακόμα κι όταν γύρισε μου κρατούσε μούτρα. Εγώ γράφτηκα σε μια σχολή λογιστικών και τελείωσα με άριστα και υποτροφία. Καμιά φορά τώρα που το σκέφτομαι λέω πως αδίκησα τον εαυτό μου με την εμμονή μου αυτή να εκδικηθώ τον πατέρα μου, αφού θα μπορούσα να περάσω σε όποιο τμήμα ήθελα. Κρίμα! Βέβαια από την άλλη δεν έχω παράπονο έπιασα αμέσως δουλειά σε μια εταιρία, που με θεωρούσε χρήσιμη και με έστελνε συχνά πυκνά σε σεμινάρια στο εξωτερικό και στο εσωτερικό για την μετεξέλιξή μου. Βέβαια τι καριέρα να κάνεις ως λογιστής, κάποιας σχολής; Αλλά και πάλι εμένα δε με πειράζει γιατί δεν είμαι καριερίστρια, αλλά υπήρχε πάντα και η προοπτική της οικογενειακής εταιρίας.

Είχα πιάσει τρεις μήνες δουλειά και τίποτα το διαφορετικό δεν είχε συμβεί στη ζωή μου, τότε ήταν που με έστειλαν στην τράπεζα που εργαζόταν ο Αριστοτέλης, ως αντιπρόσωπο της εταιρίας για να συνεργαστώ μαζί τους. Την πρώτη βδομάδα ήμουν μουδιασμένη, ώσπου εμφανίστηκε ο Αριστοτέλης. Εκείνο το εξάμηνο περάσαμε καταπληκτικά  γίναμε αχώριστοι φίλοι, ο χρόνος κυλούσε γρήγορα, δε χόρταινε ο ένας την παρέα του άλλου. Ο Αρίστος είχε πολύ χιούμορ, κάτι που εκτιμώ ιδιαίτερα στους ανθρώπους. Κάναμε παρέα και εκτός δουλειάς, ερχόταν και στο σπίτι μου μερικές φορές, οι δικοί μου τον συμπαθούσαν πολύ. Ήταν ένα διάστημα που είχε ησυχάσει ο πατέρας μου από εμένα. Ό,τι και να έκανε δεν με απασχολούσε, ο Αριστοτέλης ήταν η συντροφιά μου, μου συμπαραστεκόταν. Δε ρωτούσε, αλλά του έλεγα μόνη μου οτιδήποτε με απασχολούσε. Μερικές φορές δε με καταλάβαινε, αλλά πάντα με ένιωθε και μου έλεγε τη γνώμη του. Το εξάμηνο αυτό πέρασε, εγώ γύρισα στην εταιρία. Ο Αριστοτέλης μετά από έναν μήνα έφυγε για την Αμερική με υποτροφία. Μερικές φορές ένιωθα πως κάτι ήθελε να μου πει αλλά σταμάταγε, ίσως ήταν η υποτροφία και η απομάκρυνσή του από την Ελλάδα, που τον σταμάταγαν. Ποτέ δεν μου είπε τελικά.

Με τη φυγή του φορτώθηκα πάλι στον πατέρα μου. Πρέπει να ομολογήσω πως εκείνη την περίοδο δέχτηκε όλες τις παραξενιές μου. Αλλά όχι για πολύ, έναν μήνα μετά τον Αριστοτέλη έφυγε και αυτός για την Αυστραλία, για μια ακόμη φορά. Έναν χρόνο έκανε να γυρίσει. Ο αδελφός του είχε εισαχθεί σε νοσοκομείο και ανέλαβε τη διαχείριση της εταιρίας εκεί. Εδώ έλεγε υπήρχαν δικοί του άνθρωποι, εκεί πώς να εμπιστευτεί τους ξένους;  Και για τους ξένους παράτησε πάλι εμένα μόνη μου. Το μόνο που μου έμεινε ήταν η αλληλογραφία που είχα με τον Αριστοτέλη. Στην αρχή γράμματα προς το τέλος e-mail. Εκείνος πάντα ρομαντικός πίστευε πως η απόσταση δε μειώνει το δέσιμο ανάμεσα σε δυο ανθρώπους και τα συναισθήματα όταν εκείνα υπάρχουν. Εγώ ορθολογίστρια ή πεζή όπως μου έλεγε δεν τον πίστευα. Αλλά η συχνότητα των μηνυμάτων έμεινε μεταξύ μας αναλλοίωτη.

 

 

(8) Ο έρωτας

 

Εκείνη την περίοδο μπήκε στη ζωή μου ένας άλλος σημαντικός άντρας, που ως σήμερα κρατάει τα ηνία της. Κώστα τον λένε. Για να πω την αλήθεια τότε δε θα πίστευα πως θα είχα κάτι μαζί του. Ήρθε στην εταιρία που δούλευα μαζί με έναν φίλο του, ήθελε να αναλάβουμε τα λογιστικά βιβλία της εταιρίας του. Εκείνο το πρωινό ήμουν μόνη στο γραφείο, οι υπόλοιποι έλειπαν. Αργότερα μου εκμυστηρεύτηκε ότι με είχε δει στην τράπεζα που εργαζόταν ο Αριστοτέλης, όταν πήγε να σηκώσει χρήματα. Είχε μια επιχείρηση που έφτιαχνε ρούχα. Έκανε εξαγωγές περισσότερο, και ήταν πιο γνωστή στην Ιταλία. Στην τράπεζα ούτε καν τον είχα προσέξει και ήταν μάλλον φυσικό, αφού θα δούλευα με τον Αριστοτέλη. Τις δυο φορές που ήρθε στο λογιστικό γραφείο έτυχε να είμαι μόνη, και δεν μπορούσα να του δώσω τις κατάλληλες πληροφορίες, έκτοτε αποφάσισε να απευθυνθεί σε άλλη εταιρία, αλλά μου έδωσε την κάρτα με το κινητό του τηλέφωνο, σε περίπτωση που τον χρειαστώ σε οτιδήποτε. Ήταν πολύ ευγενικός και σε καμιά περίπτωση δεν προσπαθούσε να φανεί έξυπνος. Τελικά η μοιραία μέρα της συνάντησής μας ήταν η μέρα του ατυχήματός μου. Εκείνο το απόγευμα φεύγοντας από τη δουλειά ένα μηχανάκι έπεσε πάνω μου, ο ασυνείδητος αναβάτης με εγκατέλειψε εκεί, αφού ανέπτυξε ταχύτητα και χάθηκε, είχα χτυπήσει το πόδι. Βρισκόμουν πεσμένη στον δρόμο, ενώ είχε ήδη νυχτώσει. Τότε εμφανίστηκε ο Κώστας με το αυτοκίνητό του. Εγώ του ζήτησα να με πάει σπίτι μου, αλλά εκείνος με πήρε στην αγκαλιά του, με τακτοποίησε στα πίσω καθίσματα του αυτοκινήτου του και με πήγε στο νοσοκομείο. Φαινόταν πολύ ανήσυχος για την υγεία μου. Στο νοσοκομείο έμεινα μια βραδιά. Ειδοποίησε τη μητέρα μου και στην συνέχεια πήγε στο σπίτι για να την φέρει στο νοσοκομείο, όλο το βράδυ δεν το κούνησε ρούπι από εκεί.

‘Δεν θα πάτε σπίτι σας;’ τον ρώτησα.

‘Δε με περιμένει κανείς, είμαι μόνος σε αυτή τη ζωή από όταν πέθαναν οι γονείς μου’.

 

Κοιμήθηκε για λίγο σε ένα από τα άδεια κρεβάτια του νοσοκομείου. Την άλλη μέρα με πήγε στο σπίτι μαζί με τη μαμά μου. Ο πατέρας μου βέβαια έλειπε, δεν είχε γυρίσει ακόμα από το επαγγελματικό του ταξίδι. Ενώ θα έπρεπε να είναι εκεί, στο σπίτι του δίπλα μου! Αλλά για άλλη μια φορά απουσίαζε όταν τον χρειαζόμουν. Πήρα δυο βδομάδες άδεια από τη δουλειά. Κάθε βράδυ ο Κώστας με έπαιρνε στο τηλέφωνο να μάθει τι κάνω. Μιλάγαμε ώρες. Η μητέρα μου τον είχε συμπαθήσει πολύ. Αφού μου είχε συμπαρασταθεί τη δύσκολη εκείνη στιγμή. Μια ανθοδέσμη λουλούδια ήρθε την πρώτη μέρα που γύρισα σπίτι. Ήταν από εκείνον. Τα λουλούδια αρέσουν στις γυναίκες λένε. Εμένα δε με συνέπαιρναν ποτέ, αλλά η κίνηση αυτή του Κώστα με συγκίνησε, έδειχνε έναν ευαίσθητο και ευγενικό άνθρωπο, που έμελλε να γεμίσει τα κενά της ζωής μου. Μια μέρα πριν την επιστροφή μου στη δουλειά ήρθε σπίτι. Κάτσαμε στο δωμάτιο μου για τρία τέταρτα περίπου.  Συζητούσαμε για διάφορα, μου μίλησε λίγο για την ζωή του. Ήταν ανύπαντρος, οι γονείς του είχαν πεθάνει λίγα χρόνια πριν κι από τότε είχε έναν αδελφό μόνο, που ήταν αξιωματικός του ελληνικού στρατού στον Έβρο. Ταγματάρχης μου είπε. Ο Κώστας ήταν ωραίος άνδρας, ψηλός κι αδύνατος. Τα μαλλιά του είχαν αρχίσει να γκριζάρουν. Ήταν τριάντα έξι ετών κι εγώ κόντευα τα είκοσι ένα. Μερικές φορές αναλογίζομε μήπως έψαχνα τον πατέρα μου στο πρόσωπό του. Αλλά δεν τον κυνήγησα εγώ, κι ούτε καν θα φανταζόμουν τότε ότι θα τα έφτιαχνα μαζί του.

 

Για κάποιους μήνες βγαίναμε σαν φίλοι, μου μίλαγε για τη ζωή του και για τις επιχειρήσεις του. Εγώ του έλεγα τα μυστικά μου για την οικογένειά μου, τον πατέρα μου τη σχέση που είχα μαζί του. Αρχικά βλεπόμασταν τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα, με τον καιρό έγιναν δύο και τρεις οι φορές, ενώ μιλούσαμε και στα τηλέφωνα. Κάποιες φορές ερχόταν και στο σπίτι μας. Ο πατέρας μου ήδη είχε γυρίσει, δεν ήθελα να του μιλήσω, γιατί φοβήθηκα πως θα ήταν αντίθετος στη σχέση μας. Θα τον θεωρούσε αρκετά μεγάλο. Βλεπόμασταν λοιπόν μόνο στη δουλειά μου, από εκεί ερχόταν και με έπαιρνε. Τηλεφωνιόμασταν στα κινητά και όταν βγαίναμε βράδυ έλεγα πως θα πήγαινα με μια φίλη μου. Βέβαια δεν μου είχε ζητήσει ακόμα να κάνουμε σχέση, απλά εγώ για να μην μπλεχτεί ο πατέρας μου και θέλοντας να τον προστατέψω δεν ανέφερα την ύπαρξή του. Δεν είχε καμία αντίρρηση κι ο ίδιος και το κρατήσαμε κρυφό. Τελικά ένα βράδυ που βγήκαμε έξω στον γυρισμό μου ζήτησε να γίνουμε ζευγάρι και μου έσκασε ένα φιλί στα χείλη, λίγο πριν βγω από το αυτοκίνητό του. Περίμενα καιρό να κάνει αυτή την κίνηση κάποια στιγμή, αλλά τα έχασα. Δεν ήμουν προετοιμασμένη. Το ίδιο εκείνο βράδυ θέλησε να μου κάνει έρωτα. Όταν του εξήγησα πως δεν είχα πάει ποτέ με άντρα, τα έχασε. Πίστευε πως ήμουν μια γυναίκα με αρκετές εμπειρίες στον τομέα αυτό. Θες επειδή στην εποχή μου τα κορίτσια ανέπτυσσαν νωρίτερα την σεξουαλικότητά τους από ότι στη δική του, θες επειδή είχα αρκετό αέρα. Ίσως και για τους δυο λόγους μαζί. Τελικά με γύρισε σπίτι μου χωρίς να πει τίποτα, μου χάιδεψε τα μαλλιά και με χαιρέτισε. Έκανα μια βδομάδα να τον δω, ούτε αυτός μου τηλεφωνούσε, ούτε εγώ έπαιρνα την πρωτοβουλία. Αν ήθελε ας έπαιρνε εκείνος σκέφτηκα. Φαίνεται θα ήθελε απλά να παίξει μαζί μου και κόμπλαρε. Σκεφτόμουν πως έληξε άδοξα η σχέση μας πριν καλά καλά ξεκινήσει.

Ήρθε από τη δουλειά μου μια βδομάδα μετά, ήταν μεσημέρι και μου πρότεινε να πάμε για φαΐ. Δυσκολεύτηκε αρκετά να αρχίσει την συζήτηση. Παρά την εμπειρία του λόγω ηλικίας, ξεροκατάπινε σαν μικρό παιδάκι. Άλλωστε σε μερικά θέματα ποτέ δεν παίζει ρόλο η ηλικία. Μου εξήγησε τελικά πως πραγματικά φοβήθηκε λίγο που δεν είχα πάει ποτέ πριν με κάποιον άντρα, γιατί αυτή η στιγμή είναι σημαντική για μια γυναίκα και παρά του ότι με έβλεπε σοβαρά από την πρώτη στιγμή ήθελε χρόνο για να σκεφτεί μόνος του. Ήθελε να είναι απόλυτα σίγουρος. Προβληματιζόταν αν ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για μένα. Δεν ήθελε να με πληγώσει για τον λόγο αυτό προτίμησε να χαθεί για αυτή τη μια βδομάδα, χωρίς να έχει καμιά επαφή μαζί μου, ξέροντας βέβαια ότι αυτό θα με στεναχωρήσει, αλλά ήθελε να βεβαιωθεί για τη συνέχεια. Μου ζήτησε να κάνουμε σχέση και να προχωρήσουμε αργά, ανάλογα με τους ρυθμούς μου. Δε χρειαζόταν να του απαντήσω αμέσως, είχα μπροστά μου μια ολόκληρη βδομάδα, δε θα με ενοχλούσε καθόλου έως τότε. Θα περίμενε καρτερικά αυτή τη μία βδομάδα. Όταν θα έληγε η διορία μου θα ερχόταν στο γραφείο να πάμε έναν περίπατο και να του ανακοινώσω την απόφασή μου. Δεν είχα να αποφασίσω τίποτα ήταν τόσο γλυκός, μου ενέπνεε εμπιστοσύνη, ήταν προστατευτικός. Σε αντίθεση με τον πατέρα μου, που οι συχνές απουσίες του μου γεννούσαν ανασφάλεια. Θα του έλεγα ναι αμέσως, αν δε μεσολαβούσε ο εγωισμός. Μια βδομάδα εσύ κύριε, μια βδομάδα κι εγώ. Και πράγματι παρά του ότι ήθελα να του τηλεφωνήσω, κράτησα μια ολόκληρη εβδομάδα, αφού άντεξε αυτός θα άντεχα κι εγώ. Μίλησα και με τη μαμά μου, ήθελα να με συμβουλέψει. Άλλωστε τα περισσότερα κορίτσια παίρνουν τη συμβουλή της μαμά τους σε αυτό το θέμα, κυρίως όταν είναι η πρώτη τους φορά. Όχι πως οι γονείς πάντα συμβουλεύουν με τον καλύτερο τρόπο τα παιδιά τους, είναι πολλές φορές που ξέρω γονείς να έχουν συμβουλέψει με τον χειρότερο τρόπο, όχι για άλλο λόγο, μα ξεγελιούνται και οι ίδιοι. Η μητέρα μου συμπαθούσε τον Κώστα. ‘Εσύ θα αποφασίσεις για αυτό το θέμα’, μου απάντησε, ‘δεν κρύβω βέβαια πως είναι συμπαθητικός άνθρωπος, αλλά θα πρέπει να υπολογίσεις και τη διαφορά ηλικίας που σας χωρίζει’. Ποια διαφορά; Που αυτή την έβλεπα ως θετικό, άλλωστε τα αγόρια της ηλικίας μου ήταν ανώριμα, το αντίκριζα στο γραφείο, στη γειτονιά, στους συγγενείς και στον δρόμο. Ο Κώστας ήταν μια χαρά. Ζήτησα από τη μαμά μου να μην πει τίποτα στον πατέρα μου. Αυτή δεν το δέχθηκε στην αρχή, πίστευε πως ο πατέρας μου έπρεπε να μάθει για τον κύριο αυτό. Αλλά εγώ της το απαγόρευσα. Τελικά το δέχθηκε, αλλά μου έλεγε συνεχώς, ‘δεν είπα ποτέ ψέματα στον πατέρα σου και τώρα κοίτα τι με βάζεις να κάνω’. ‘Δεν είναι ψέμα’, της απαντούσα, ‘είναι κάτι προσωπικό μου που δε θέλω να μάθει, άλλωστε κι εσύ το έμαθες επειδή στο εμπιστεύτηκα εγώ, μη με προδώσεις’. Η τελευταία μου λέξη, δοσμένη με κάποια πονηριά ήταν αρκετή να της κλείσει το στόμα, ακόμα κι αν ήθελε να μιλήσει στον πατέρα μου. ‘Αχ! σαν το μάθει, θα γίνουμε από δυο χωριά, θα με χωρίσει και το κρίμα στο λαιμό σου’, έλεγε και ξανάλεγε. Πραγματικά η μητέρα μου δεν έκρυβε τίποτα από εκείνον, συζητούσε τα πάντα μαζί. Κι αυτό το μυστικό που κρατάει για πολύ καιρό, θα την έκανε συνεχώς να νιώθει ενοχές απέναντί του.

 

Η μεγάλη μέρα λοιπόν είχε φτάσει. Πήγα στο γραφείο και περίμενα  Δεν είχα μυαλό για δουλειά, ήμουν συνεχώς αφηρημένη. Κοίταζα το ρολόι, που ήταν λες κι είχε κολλήσει. Δεν ήρθε νωρίς όπως την προηγούμενη βδομάδα λες και ήθελε να με τιμωρήσει που δεν είχα καμία επικοινωνία μαζί του όλες αυτές τις μέρες. Κάποια στιγμή νόμισα πως δε θα έρθει. Όταν τον είδα να μπαίνει ρίχτηκα με τα μούτρα στα χαρτιά μου, τάχα πως δούλευα. Ενώ η καρδιά μου κόντευε να σπάσει.

‘Γεια σου’, μου είπε.

‘Γεια, μισό λεπτό να τελειώσω και θα φύγουμε’, απάντησα.

Πήγαμε στο λόφο του Φιλοπάππου, εκεί τελικά, αφού τον παίδεψα λίγη ώρα του ανακοίνωσα την απόφασή μου να γίνουμε ζευγάρι. Με έπιασε στην αγκαλιά του και με έσφιξε, μου έδωσε ένα γλυκό φιλί και στη συνέχεια με σήκωσε ψηλά. Μου άρεσε πολύ που τα έκανε όλα αυτά για μένα. Ήταν τόσο παθιασμένος. Βέβαια εγώ είχα γνωρίσει τέτοιες δόξες και με τον Σπύρο κοτζάμ αυτοκίνητο είχε κάψει για ’μένα. Αλλά εκείνο ήταν ένα πάθος επιπόλαιο, ενώ αυτό ήταν ένα συνειδητοποιημένο. Ώριμο, που ήξερε τι ήθελε και δεν είχε σχέση με τα παιδιαρίσματα του Σπύρου. Εκείνη τη μέρα είχα αφεθεί τελείως στα φιλιά του. Ήταν ένας πολύ έμπειρος άνδρας, όπως κατάλαβα και στη συνέχεια, αν και δεν είχα ασφαλώς μέτρο σύγκρισης, όπως άλλες φίλες μου, που γνώριζαν τον έρωτα με αρκετά αγόρια και έκαναν συγκρίσεις για το ποιος είναι καλύτερος, ποιος είναι πιο έμπειρος και ποιος ξέρει τις καλύτερες στάσεις. Βέβαια εγώ ποτέ δε συμμετείχα σε τέτοιες συζητήσεις ούτε με φίλες, ούτε με συναδέλφους στο γραφείο, απλά άκουγα και χαμογελούσα. Ακόμα και τώρα που είμαι με τον Κώστα ποτέ δε σχολιάζω τις ερωτικές μας περιπτύξεις, αισθάνομαι αρκετά άβολα. Δεν είναι του χαρακτήρα μου, νιώθω ότι μειώνω όλη αυτή την ιερότητα του έρωτα και θέλω να κρατάω για μένα και τον σύντροφό μου αυτές τις στιγμές.

Θυμάμαι ακόμα και την πρώτη εκείνη μέρα, τον ρωτούσα συνέχεια για τις άλλες γυναίκες της ζωής του. Με κάθε μία που μου ανέφερε ζήλευα. Τώρα ήταν δικός μου, μόνο δικός μου, ζήλευα ακόμα και το παρελθόν του. Βέβαια μου έκανε εντύπωση, που ένας άντρας στην ηλικία του ήταν ανύπανδρος ακόμα. Αυτό ήταν κατάλοιπο από τον μπαμπά μου ‘Κάποιο λάκκο έχει η φάβα’, έλεγε για αντίστοιχες περιπτώσεις. Ο Κώστας όμως είχε εξήγηση. Από τη μία είχε ρίξει όλο του το βάρος στις επιχειρήσεις του, από την άλλη στις όποιες του σχέσεις ήταν άτυχος, πολλές από τις γυναίκες του δεν τον σεβάστηκαν και του έλεγαν ψέματα. Ψέμα, κάτι που μισούσε ιδιαίτερα στους ανθρώπους ο Κώστας. Ακόμα και στην πρώτη του σχέση, όταν ακόμα πήγαινε σχολείο, το κορίτσι που λάτρευε και είχε κάνει τα πάντα για αυτό, βοηθώντας το με κάθε τρόπο, τα έφτιαξε με τον καλύτερό του φίλο, κι όχι μόνο αυτό, αλλά του έλεγε και ψέματα. Από τότε ήταν πολύ επιφυλακτικός με τις γυναίκες κι όχι άδικα από ότι πίστευε, αλλά και με τους φίλους του ήταν πολύ προσεκτικός. Σε μένα διάκρινε μες απ’ τα μάτια μου την ειλικρίνεια.

Ήταν πολύ αξιοπρεπής και με σεβάστηκε απόλυτα. Όλα γίνονταν με τους ρυθμούς μου. Ποτέ δεν με πίεσε, συζητάγαμε για τον έρωτα, με ρώταγε αν ήμουν έτοιμη, αλλά ήταν πολύ προσεκτικός για να μην αισθανθώ άβολα. Μερικές φορές πήγαμε σε ξενοδοχεία, ήταν δική του ιδέα για να ξελυθώ. Κοιμόμασταν μαζί και δε με άγγιζε, τουλάχιστον στην αρχή. Πήγαμε μαζί διακοπές στην Κρήτη δυο βδομάδες, σε περίοδο που ο πατέρας μου έλειπε ασφαλώς. Ακόμα κι εκεί δεκαπέντε μέρες στο ίδιο δωμάτιο, στο ίδιο κρεβάτι, ήταν πολύ προσεκτικός. Ήμασταν κοντά ένα χρόνο μαζί για να φτάσουμε να κάνουμε έρωτα. Δέκα μήνες και δέκα μέρες.

Ο πρώτος μας χρόνος είχε κυλήσει έτσι. Ήμουν πολύ ευχαριστημένη που τον είχα γνωρίσει, πέταγα στα σύννεφα. Δε σκεφτόμουν τίποτα, ήμουν σίγουρη για την αγάπη μου. Απ’ τη στιγμή μάλιστα που κάναμε έρωτα, ήμασταν ολοκληρωτικά ένα, γιατί όπως λέει κι ο Ελύτης ‘Η επαφή δυο σωμάτων είναι κι αυτή σημαντική’. Ο Αριστοτέλης μου το ’χει πει αυτό μαζί με τόσα άλλα. Και πραγματικά από τη στιγμή που ήμασταν και σωματικά μαζί, τον αισθανόμουν τόσο δικό μου. Κομμάτι του είναι μου. Όλον αυτό τον χρόνο βέβαια προσέχαμε ιδιαίτερα να μην πέσουμε σε αδιάκριτα βλέμματα. Ήμασταν ο ένας για τον άλλο. Αυτός δούλευε, πήγαινε στο ξενοδοχείο του ή ερχόταν σε εμένα. Ζούσε σε ξενοδοχείο, δεν είχε δικό του διαμέρισμα. Το θεωρούσε άσκοπο να μένει μόνος του σε κάποιο σπίτι, το ξενοδοχείο ήταν ό,τι καλύτερο. Το συγύριζαν άλλοι. Βέβαια βρισκόταν στην άλλη άκρη της πόλης κι αυτό δυσκόλευε τις συναντήσεις μας, που γινόταν στην περιοχή μου, στο αυτοκίνητο, σε ξενοδοχεία και κάποιες φορές στο σπίτι μου όσο έλειπαν οι δικοί μου, ή μάλλον ο πατέρας μου. Του ζήτησα να αλλάξει ξενοδοχείο και να έρθει σε κάποιο που θα ήταν κοντά μου, αλλά ούτε λόγος, ήταν χρόνια πελάτης τους και η επιχείρησή του ήταν δίπλα. Εγώ απ’ την πλευρά μου δουλειά, σπίτι και τανάπαλιν. Άρχισα να αποκόβομαι από τις φίλες και τους φίλους μου και ή ήμουν μαζί του ή τον σκεφτόμουν.

 

Ο Κώστας ήταν αρκετά ζηλιάρης. Κι ένας από τους λόγους που έπαψα να βγαίνω μόνη μου ήταν ότι δεν άντεχα τις ανακρίσεις του. Βέβαια το κόκκινο πανί για αυτόν ήταν ο Αριστοτέλης, μιλούσα συχνά για τον Αρίστο και ο Κώστας κοκκίνιζε. Στην αρχή δεν μου έλεγε τίποτα, προσπαθούσε να με ψαρέψει, να μάθει τη σχέση που είχα μαζί του. Στη συνέχεια αρχίσαμε να τσακωνόμαστε κιόλας για ένα πρόσωπο που βρισκόταν στην άλλη άκρη της γης. ‘Και πότε θα έρθει;’ με ρωτούσε. ‘Ξέρω εγώ; Σε δυο, τρία χρόνια πιστεύω, αν δεν μείνει εκεί’. Αυτό τον ανακούφιζε κάπως. Στην αρχή δε με πείραζε η υπερβολή του αυτή, αλλά σιγά σιγά μου έσπαγε τα νεύρα. Αφού έφτασε στο σημείο να με ρωτήσει αν είχα κοιμηθεί με τον Αριστοτέλη κι εφόσον ήξερε πως ήταν ο πρώτος μου ερωτικός παρτενέρ. ‘Δεν ξέρω, ίσως να είχατε απλά σχέση, που δεν ολοκληρώθηκε και δεν μου το λες, υπάρχουν πολλοί τρόποι να κάνετε έρωτα’. Διανύαμε τον δεύτερο χρόνο μας όταν μου το είπε αυτό. Δεν απάντησα του άνοιξα την πόρτα και τον έδιωξα. Με έπαιρνε όλο το βράδυ τηλέφωνο, δεν το σήκωνα. Το πρωί ήταν έξω από το γραφείο μου, έδειχνε ξενυχτισμένος. Στεκόταν στο πεζοδρόμιο με μια ανθοδέσμη λουλούδια. Όλα κόκκινα. Μου ζήτησε συγγνώμη, παραδέχτηκε ότι ζήλευε επειδή με αγαπούσε. Τον συγχώρεσα και πραγματικά από τότε μετρίασε τη ζήλια του, τουλάχιστον στο να την εμφανίζει σε ότι είχε σχέση με τον Αριστοτέλη, που άλλωστε βρισκόταν μακριά, αλλά δεν άφηνε άλλον άνδρα να με πλησιάσει. Μια φορά που ένας συνάδελφος έτυχε να με φλερτάρει και τον άκουσε, τον έπιασε από τους γιακάδες και του είπε πως δε χρειάζομαι κομπλιμέντα. Απ’ τη μία με ενοχλούσε όλο αυτό, απ’ την άλλη όμως –χωρίς να του το λέω βέβαια-, όλη αυτή η προστατευτικότητα που μου παρείχε με ενθουσίαζε.

Όταν ήμουν μόνη μου σκεφτόμουν όλη αυτή την ιστορία της παρθενιάς, όταν μια γυναίκα δεν έχει πάει με άλλον άνδρα, ο σύντροφός της μπορεί να την ελέγξει την πρώτη της φορά. Εν’ αντιθέσει με τον άνδρα. Όταν όμως απολέσει την ιδιότητά της αυτή τότε αποκτάει τα προνόμια του άνδρα, μπορεί να πάει με όποιον θέλει χωρίς να μπορεί να την ελέγξει ο σύντροφός της. Μερικές φορές θλιβόμουνα, αφού ο Κώστας μου είχε πει αυτά για τον Αριστοτέλη ενώ ήξερε ότι ήταν ο πρώτος μου σύντροφος, τι θα μπορούσε να σκέφτεται τώρα που είμαστε μαζί και δεν μπορούσε να με ελέγξει. Χίλια δυο θα μπορούσε να βάλει με το νου του.

Για να είμαι ειλικρινής, κι ο δεύτερος χρόνος μας ήταν υπέροχος, όλα αυτά τα ψεγάδια ζήλιας άρχισαν να εμφανίζονται σταδιακά και αργά, αλλά και πάλι δεν επισκίαζαν τη σχέση μας, αφού είχαμε πολύ καλή χημεία. Πάντα μαλάκωνε ο ένας τον άλλο μέσα στην αγκαλιά του. Και η δεύτερη χρονιά μας ήταν κλεισμένη μέσα στην ευτυχία. Μάλιστα εκείνη πήγαμε ταξίδι στο Παρίσι. Δεν είχα ταξιδέψει ποτέ στη Γαλλία. Το δύσκολο βέβαια δεν ήτανε αυτό, αλλά να φύγω χωρίς να μάθει τίποτα ο πατέρας μου. Για να γίνει αυτό έπρεπε να φύγει πρώτα για την Αυστραλία, αλλά έλα που εκείνη τη χρονιά έμεινε αρκετό καιρό μαζί μας. Από τη στιγμή που μου το ανακοίνωσε μέτραγα μία μία τις μέρες πότε θα φύγει τελικά. Τον ρωτούσα συχνά μέχρι που φοβήθηκα μην αντιληφθεί τίποτα. ‘Εσύ βάλθηκες να με διώξεις φέτος’, μου ’λεγε. Τελικά ογδόντα δύο μέρες μέτρησα μέχρι να το κάνει. Κι έτσι βρήκαμε ευκαιρία κι εμείς να πάμε στο Παρίσι. Δυο βδομάδες περάσαμε υπέροχα. Φωτογραφηθήκαμε παντού, ανεβήκαμε στον πύργο του Άιφελ, με το ασανσέρ που ξεκινούσε από τη βάση του, ήπιαμε καφέ στη συνοικία Σεν Ζερμαίν, που όπως μου είπε στο παρελθόν ήταν τόπος συνάντησης των διανοούμενων. Επισκεφθήκαμε το Λούβρο, η Μόνα Λίζα  δεν με εντυπωσίασε, περισσότερο μου άρεσε το Musee d’ Orsay, ένα ιμπρεσιονιστικό μουσείο στην ανατολική όχθη του Σηκουάνα, το οποίο στεγαζόταν σε έναν παλιό σιδηροδρομικό σταθμό. Παίξαμε κυνηγητό στη λεωφόρο Σαν Ελιζέ, κάτω απ’ την αψίδα του θριάμβου, την οποία είχε κατασκευάσει ο Ναπολέων για να τιμήσει τις στρατιωτικές του επιτυχίες. Με έπιανε, με άφηνε και πάλι απ’ την αρχή, όπως ο Ναπολέων την τύχη. Δεξιά της Σαν Ελιζέ τα κορυφαία ονόματα της μόδας. Ψωνίσαμε από τη λεωφόρο Μοντέιν, που υπήρχαν οι πιο γνωστοί οίκοι, αλλά ταυτόχρονα πήγαμε και στο Τρουά, που απείχε 90 λεπτά από το Παρίσι και υπάρχει ένα στοκαντζίδικο με ρούχα των επώνυμων οίκων, στο 1/10 της τιμής τους, λόγω της δουλειάς του το ήξερε ο Κώστας. Βέβαια δε γινόταν να φύγουμε, χωρίς να κάνουμε νυχτερινή βαρκάδα στον ποταμό Σηκουάνα και να μην περάσουμε απ’ το νησάκι ΙΙΙ de la Cite, που βρισκόταν μέσα στη λίμνη, κάτω από μια γέφυρα και θεωρούταν ότι από εκεί ξεκίνησε η δημιουργία της πόλης. Γύρισα πίσω με εννιά φιλμ των 36 λήψεων.

‘Σου άρεσε;’ με ρώταγε.

‘Ναι!’

‘Είσαι ευτυχισμένη;’

‘Ναι!’

‘Την επόμενη φορά θα σε πάω αλλού’.

‘Στο Μιλάνο που είναι το ατελιέ’, του είπα και για λίγο σάστισε.

‘Θες να δεις το ατελιέ μου;’

‘Φυσικά, ό,τι έχει σχέση με εσένα’.

‘Θα σε πάω τότε στο Μιλάνο’.

 

Μου είχε κάνει εντύπωση ο τρόπος που αντέδρασε όταν του είπα να επισκεφθούμε το Μιλάνο, που τελικά πήγαμε δυο χρόνια αργότερα. Αλλά συνήθιζε να με αφήνει έξω από τη δουλειά του. Όταν μάλιστα του ζήτησα να φτιάχνω εγώ τα λογιστικά βιβλία της εταιρίας του, ούτε να το ακούσει δεν ήθελε, προτιμούσε όπως μου είπε να μην μπλέξουμε τα προσωπικά μας με τα επαγγελματικά, γιατί όλα αυτά οδηγούσαν σε φθορά τη σχέση. Το είχε δει πολλές φορές να συμβαίνει σε γνωστούς του και δεν ήθελε να πάθουμε το ίδιο. Ακόμα κι αν είχε αναλάβει η εταιρία μου τις υποθέσεις του, εφόσον έκανε σχέση μαζί μου θα άλλαζε εταιρία μου είπε. Άλλωστε ο λόγος που τελικά δε συμφώνησε με την εταιρία που εργαζόμουν, ήμουν εγώ και το ότι σκόπευε να μου ζητήσει να γίνουμε ζευγάρι. Ήταν απόλυτος σε κάτι τέτοια. Αφού να φανταστείς δε με είχε πάρει ποτέ στην Θεσσαλονίκη που πήγαινε συχνά πυκνά και είχε το παράρτημα της εταιρίας του. Τελικά στη Θεσσαλονίκη πήγα μαζί του μετά από πολλές παραινέσεις μου την τρίτη μας χρονιά.

Όταν αγαπάς κάποιον με το πέρασμα του χρόνου θες να είσαι συνέχεια μαζί του. Αυτό επιθυμούσα κι εγώ. Αλλά όσο πέρναγε ο καιρός η κατάσταση παρέμενε στάσιμη. Ή βρισκόμασταν στο ξενοδοχείο του ή ερχόταν με το αμάξι στο σπίτι μου και πηγαίναμε βόλτες μερικές φορές, τις υπόλοιπες μέρες ένα δύο τηλέφωνα τίποτα παραπάνω. Τα είχε ρίξει όλα στη δουλειά του. Η εταιρία του η «EVENT» όλο και μεγάλωνε κι αυτός έλειπε συνέχεια Μιλάνο, Θεσσαλονίκη τις πιο πολλές φορές, αλλά κι όταν ήταν εδώ έπρεπε να διοικήσει τη συνεχώς αναπτυσσόμενη εταιρία του, οπότε εξοικονομούσε χρόνο από το χρόνο που είχε για μένα. Βέβαια δεν έχω παράπονο, όταν τον χρειαζόμουνα ήταν παρών. Ακόμα και στη Θεσσαλονίκη να βρισκόταν, ερχόταν κοντά μου να με βοηθήσει, όπως τότε που έπεσε η μητέρα μου από τις σκάλες. Ήταν στο αεροδρόμιο, έπρεπε να πάει Θεσσαλονίκη. Τα παράτησε όλα και μες σε λίγη ώρα βρέθηκε στο σπίτι μου. Σκέφθηκα ότι έπρεπε να έτρεχε σαν τρελός. Πήρε τη μαμά και πήγαμε στο νοσοκομείο. Άλλη μια φορά που ο μπαμπάς έλειπε. Και δεν ήταν η μόνη φορά αυτή που συνέδραμε την οικογένειά μου. Εγώ όμως δεν μπορούσα να ζω έτσι. Τρία χρόνια ήμασταν μαζί, ούτε ένα, ούτε δύο. Τον ήθελα περισσότερο. Τότε ήταν που σκέφτηκε να νοικιάσω ένα σπίτι και να μένουμε μαζί, τουλάχιστον τις μέρες που δε θα έλειπε για δουλειές. ‘Θα αστειεύεσαι βέβαια να αφήσω τους δικούς μου και να έρχεσαι κι εσύ όποτε θες;’  Είχαμε φτάσει σε αδιέξοδο. Μου πρότεινε να μου νοικιάσει αυτός, αλλά ούτε λόγος. Δεν ήμουν καμιά μετρέσα να με βάλει σε γκαρσονιέρα. Τελικά βρήκα τη λύση για να συμβιβάσω και τον πατέρα μου, που ούτε λόγος να φύγω από το σπίτι, ανύπαντρη. Νοίκιασα ένα διαμέρισμα κάτω από το δικό μας, με δικά μου πάντα λεφτά. Ο πατέρας μου παρά του ότι είχαμε την οικονομική ευχέρεια δεν καταλάβαινε τη χρηστικότητα του νέου μου σπιτιού, αφού είχαμε αρκετό χώρο στον επάνω όροφο, τελικά δε μου είπε τίποτε άλλο και συμβιβάστηκε. Με αυτή τη λύση συμβιβάστηκα κι εγώ, συμβιβάστηκε κι ο Κώστας. Τώρα είχαμε τον χώρο μας. Μετά από τρία χρόνια γνωριμίας μπορούσαμε να ζούμε μαζί. Κυρίως βέβαια τον καιρό που έλειπε ο πατέρας μου και δεν έλειπε ο ίδιος. Και κλεφτά όσες φορές ήταν ο πατέρας μου εκεί. Πόσες και πόσες τραγελαφικές ιστορίες δεν μπορώ να σου διηγηθώ για αυτόν τον χώρο. Διότι ο πατέρας μου κάτι υποπτευόταν και πολλές φορές έκανε εφόδους στο διαμέρισμά μου. Ο Κώστας κοκορευόταν πως δεν τον φοβάται κι ότι αν μας έπιανε θα του έλεγε πως αγαπιόμασταν. Σε καμιά περίπτωση δεν το εννοούσε όμως. Αφού μάλιστα όλος αυτός ο μυστικισμός και το κρυφτούλι που είχα ξεκινήσει εγώ, ενισχυόταν απ’ τον ίδιο και πολλές φορές νόμιζα ότι κάτι ήθελε να κρύψει.

Θυμάμαι μια φορά είχε έρθει από νωρίς στο σπίτι. Μαγείρεψα, φάγαμε και ήταν η ώρα που αρχίσαμε τις τρυφεράδες. Είχε βγάλει τα ρούχα του και με κρατούσε στην αγκαλιά του.

‘Σε αγαπάω’, μου είπε.

‘Το ξέρω, φοβάμαι όμως, αν ο πατέρας μου μάθει για μας…’

‘Έλα βρε κουτό, ακόμα και τώρα να χτυπήσει την πόρτα και να μας βρει μαζί μη φοβάσαι, θα του πω πόσο σε αγαπάω και θα το καταλάβει’, μου είπε και φούσκωσε σαν το παγώνι, μέχρι που η πόρτα χτύπησε κι ακούστηκε η φωνή του πατέρα μου, είχε επιστρέψει νωρίτερα από το ταξίδι του, θέλοντας να μας κάνει έκπληξη.

Το παγώνι έτρεχε έντρομο δεξιά κι αριστερά, ψάχνοντας τα ρούχα του και τσαλακώνοντας τα φτερά του, ενώ ο οίστρος του είχε εξαφανιστεί. ‘Τι ήθελα και μίλαγα’, μονολογούσε. Παρά την τραγικότητα της στιγμής είχα λυθεί στα γέλια. Ο Κώστας μάζεψε ό,τι μπόρεσε, φόρεσε το παντελόνι του, αφήνοντας τα εσώρουχά του σουβενίρ σε εμένα και έφυγε τρέχοντας, από το μπαλκόνι. Είχε καταστρώσει σχέδιο διαφυγής απ’ την πρώτη μέρα που ήρθε στο σπίτι. Το διαμέρισμα βρισκόταν στον δεύτερο όροφο και από την πίσω μεριά το διαμέρισμα του πρώτου δεν είχε μπαλκόνι. Ο καλός μου με το που ερχόταν να με δει, το πρώτο που έκανε ήταν να δένει έναν γάντζο στα κάγκελα του μπαλκονιού μου για παν ενδεχόμενο. Και να που του χρειάστηκε, πιάστηκε από αυτόν και κατέβηκε στον κήπο. Από εκεί έτρεξε στο αυτοκίνητό του μισοντυμένος. Έκτοτε χρησιμοποίησε πολλές φορές τον γάντζο, αφού πλέον είχε προμηθευτεί και γάντια, γιατί την πρώτη φορά έκοψε τα χέρια του. Μια φορά τον ξέχασα εκεί και έτυχε να δει το σκοινί  να κρέμεται στον κήπο ο πατέρας μου. Φοβήθηκε πως κάποιος ήθελε να ανέβει για να διαρρήξει το δωμάτιό μου, αλλά δικαιολογήθηκα πως τοποθέτησα εγώ το σκοινί για να το δέσω κι απ’ την άλλη μεριά για να απλώνω τα ρούχα, αλλά το ξέχασα και έπεσε κάτω. ‘Μάζεψέ το μην το δει κάνας ανώμαλος και του μπουν ιδέες’ μου είπε.

Μερικές φορές χαιρόμουν με όλα αυτά που πάθαινε, παρά του ότι τον αγαπούσα πολύ. Ήταν μια μικρή Θεία εκδίκηση. Όπως τότε που θέλησε για άλλη μια φορά να αναφερθεί στον πατέρα μου. Ήμασταν σε μια καφετέρια και είχαμε παραγγείλει παγωτό. Άρχισε πάλι να φουσκώνει σαν παγώνι και να λέει τα δικά του, μέχρι που είδε έναν άνδρα που έμοιαζε στον πατέρα μου να πλησιάζει. Ταράχτηκε, έκανε περίεργες κινήσεις και λέγοντας μου ‘σε αγαπάω, θα τα πούμε σύντομα’, φόρεσε τα γυαλιά μου από τη βιασύνη του, πήρε το παγωτό που βρισκόταν μέσα σε ένα ποτήρι κι έφυγε τρέχοντας. Άρχισαν να τον κυνηγάν τα γκαρσόνια κι αυτός όσο τους άκουγε φοβόταν πως ήταν ο πατέρας μου και οι φίλοι  του, που θελαν να τον ξυλοφορτώσουν. Λες και είχε όρεξη ο πατέρας μου για τέτοια. Ακόμα γελάω όταν το θυμάμαι, παρότι έγινα κι εγώ εν μέρει ρεζίλι. Ευτυχώς που είχα λεφτά και πλήρωσα τα παγωτά! Εκείνο το βράδυ μίλησα με τον Αριστοτέλη στο τηλέφωνο, του είπα όσα έγιναν, μου είπε να προσέχω. Του φάνηκαν περίεργα όλα αυτά. ‘Αφού σε αγαπάει τι κρύβεται; Εκτός και κρύβει κάποιο μυστικό’. Με προβλημάτισαν είναι η αλήθεια τα τελευταία λόγια του Αριστοτέλη, αλλά τι μυστικό να έκρυβε ο καημένος, που είχε μαραζώσει στη δουλειά. Ούτε να βγει έξω δεν μπορούσε τα βράδια από την κούραση.

 

Τελικά με πήρε μαζί του στη Θεσσαλονίκη μετά από αυτό το περιστατικό να περάσουμε λίγο μαζί, χωρίς άγχος. Στον πατέρα μου είπα πως θα πήγαινα με κάτι συναδέλφους. Δεν είχα ξαναπάει στη συμπρωτεύουσα, αλλά μου άρεσε πολύ, άλλωστε ο Κώστας την επισκεπτόταν συνέχεια και ήταν πολύ καλός ξεναγός. Την πρώτη μέρα περάσαμε από την «ENENT». Αν και το κύριο μέρος της επιχείρησης, όπως μου είχε πει βρισκόταν εκεί, δε βρήκα αρκετά μεγάλο τον χώρο. Όλα τα ρούχα είχαν τα ταμπελάκια με τη φίρμα της εταιρίας «EVENT», ελάχιστα είχαν την φίρμα «Κ&G». Ήταν μια νέα εταιρία που τους έστειλε δείγματα γιατί ο Κώστας ήθελε να την εξαγοράσουν και βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις. Την επιχείρησή του επισκεφτήκαμε μόνο εκείνη την μέρα, όλες τις υπόλοιπες τις αφιέρωσε σε εμένα πλην ενός πρωινού.

‘Μακάρι να ήμασταν έτσι συνέχεια’, του είπα.

‘Ε, Δικαιούται και το αφεντικό διακοπές, εσύ τι λες;’

Στη Θεσσαλονίκη μου ανέπτυξε και τη θεωρία του περί γάμου. Ο οποίος ήταν ένας αστικός θεσμός, που χαλιναγωγούσε τον άνθρωπο και τον έβαζε σε καλούπια. ‘Καλά δεν ήμαστε κι έτσι;’ με ρώταγε, ‘σαν παντρευτούμε τι θα αλλάξει;’, ‘Αν θέλω να σε απατήσω το κάνω είτε είμαστε παντρεμένοι είτε όχι. Σημασία έχει να είμαστε μαζί’. Βέβαια αυτά μου τα έλεγε καιρό, αλλά περισσότερο σαν θεωρίες, εκείνη τη φορά έμοιαζε όμως να εννοεί τη θεωρία του, να απευθύνεται σε εμένα, σε εμάς. Ίσως ένιωθε πως ήμαστε αρκετό καιρό μαζί και έπρεπε κάτι να μου πει. ‘Μήπως θέλεις να χωρίσουμε;’ τον ρώτησα. ‘Όχι, όχι’, μου απάντησε και έκανε σαν τρελός. Ποτέ δε με ενδιέφερε ο γάμος, όπως τον βλέπουν πολλές άλλες κοπέλες, ούτε θα έφτανα στο σημείο να πιέσω έναν άντρα να με παντρευτεί, αν δεν με ήθελε ποιος ο λόγος να είμαι μαζί του. Επιπλέον είχα μάθει από τους δικούς μου, πως οι άνθρωποι παντρεύονται και ζουν μαζί επειδή το θέλουν, τότε μόνο είναι ευτυχισμένοι κι όχι γιατί τους το επιβάλουν. Από τη στιγμή εκείνη όμως κάτι άρχισε να με κατάτρωει και ήθελα πολύ να τον κάνω να με ζητήσει σε γάμο. Άλλωστε η μητέρα μου άρχισε να με ψέλνει και φοβόταν πως θα έσπαγε ο διάολος το ποδάρι του και κάτι θα μάθαινε ο πατέρας μου για το δεσμό μου. Αλλά κι εγώ πλέον ήθελα να ’χουμε κάτι πιο επίσημο, όχι γάμο, όχι αρραβώνες αλλά ίσως ήταν ανάγκη να επισημοποιήσουμε τον δεσμό μας κατά κάποιο τρόπο. Όλα αυτά του τα εξήγησα και ο Κώστας φαίνεται ότι τα κατάλαβε, έτσι άρχισε τις κινήσεις καλής θέλησης με πρώτη και καλύτερη αυτή της γνωριμίας μου με τον αδελφό του. Μια μέρα πριν φύγουμε από τη νύφη του Βορρά, ένας άντρας γύρω στα σαράντα, με στολή ταγματάρχη, όπως μου εξήγησε ο καλός μου, ήρθε στο τραπέζι μας.

 

 

(9) Οι αρραβώνες

 

Ο Κώστας είχε χάσει και τους δυο του γονείς πριν γνωριστούμε, δεν είχε άλλους συγγενείς, αφού οι δικοί του δεν είχαν αδέλφια και δεν είχε σχέσεις με μακρινά ξαδέλφια. Μόνο ο αδελφός του ο Στράτος υπήρχε στη ζωή του, μου είχε μιλήσει για αυτόν αρκετές φορές, αλλά ποτέ δεν τον είχα συναντήσει. ‘Δεν μπορούσα να έρθω νωρίτερα, βρισκόμουν σε άσκηση  και τώρα ήρθα για δουλειά της υπηρεσίας στη Θεσσαλονίκη και είμαι σκαστός. Μπράβο αδελφέ πολύ καλή επιλογή, πρέπει να είσαι εξαιρετική κοπέλα για να κλέψεις την καρδιά του αδελφού μου’. Αυτά κι άλλα έλεγε ο Στράτος, ο οποίος ήταν λίγο μεγαλύτερος από τον αδελφό του και χωρισμένος. Η γυναίκα του και το παιδί του ζούσαν στην Κρήτη. Τελικά αποχαιρετιστήκαμε, αφήνοντας ανοικτή μια επίσκεψη του Στράτου στην Αθήνα που πολύ ευγενικά δέχτηκε. Όταν χωριστήκαμε ρώτησα τον Κώστα γιατί όταν πήγαμε στην Κρήτη δεν επισκέφθηκε την ανιψιά του, κι εκείνος μου εξήγησε πως η νύφη του είναι μια αχώνευτη γυναίκα, που δεν του αρέσει καθόλου η παρέα της και είναι αρκετά επιθετική. Τον μάλωσα και του είπα ότι όσο επιθετική κι αν ήταν θα έπρεπε να πάει να δει την ανιψιά του που είναι αίμα του, ‘Άμα ξαναπάμε Κρήτη θα την επισκεφτούμε μαζί και θα δούμε ποιος είναι και ποιος δεν είναι επιθετικός’. Μετά από αυτό τον ρώτησα αν θα ήθελε ένα παιδί. Στην ερώτησή μου σάστισε. ‘Και βέβαια!’ μου απάντησε κάπως απότομα, και συνεχίζοντας μου πρότεινε να κάνουμε μαζί ένα παιδί όταν θα είμαι έτοιμη, δε μου διευκρίνισε όμως εντός ή εκτός γάμου. Όταν τέθηκε το ερώτημα, η απάντηση ήταν και πάλι ασαφής.

 

Περιμέναμε τον Στράτο στο σπίτι μας, δυο μήνες αργότερα. Μιας και έλειπε ο πατέρας μου, ο Κώστας πρότεινε το τραπέζι να γίνει στο πατρικό μας για να έχει μεγαλύτερη επισημότητα και να γνωρίσει η μαμά μου τον μοναδικό συγγενή του. Ως καλός στρατιωτικός, καραβανάς όπως θα έλεγε ο πατέρας μου, ήταν έξω από την πόρτα μας ακριβώς την ώρα που ορίστηκε η επίσκεψη.

 

Ήταν ευδιάθετος άνθρωπος και η μητέρα μου τον συμπάθησε αμέσως, ήταν κι αυτός όπως ο αδελφός του ένα άτομο που σου ενέπνεε εμπιστοσύνη. Μιλούσε συνεχώς για τον Κώστα και το πόσο συμπαραστάθηκε στους δικούς τους, τις δύσκολες ώρες που εκείνος λόγω της υπηρεσίας του δεν μπορούσε να είναι συνεχώς παρόν, και πως ο αδελφός του τον βοήθησε να φτιάξει το σπίτι του στον Έβρο. Για την προσωπική του ζωή, ούτε λέξη.

 

Όταν έφυγε για τον Έβρο  επέστρεψε άλλη μια φορά στην Αθήνα να μας δει. Έκτοτε μόνο μερικά τηλέφωνα αραιά και που έκανε στον Κώστα, κι έτσι μαθαίνουμε νέα του. Όσο για εμάς η ζωή συνεχιζόταν με τους ίδιους ακριβώς ρυθμούς που υπήρχαν και πριν. Το κρυφτούλι με τον μπαμπά, οι συναντήσεις μας τα βράδια και κάποια μεσημέρια για φαΐ. Η δικιά μου κούραση μεγάλωσε από όλη αυτή την κατάσταση, που πέρα από τη γνωριμία μας με τον αδελφό του δεν άλλαξε τίποτα, εκτός από την επιστροφή του Αριστοτέλη στην Ελλάδα, που πλέον έγινε ο πιο κοντινός μου άνθρωπος, μετά τον Κώστα φυσικά. Του εξιστόρησα όλη την ιστορία μου. Το πόσο τυχερή ήμουν που γνώρισα αυτόν τον άνθρωπο, αλλά του ζήτησα και μια μεγάλη χάρη να μιλάμε στα τηλέφωνα και να μην κάνει αισθητή την παρουσία του, γιατί θα ενοχλούταν ο Κώστας. Δεν έβρισκε λογικό το αίτημά μου, αλλά αφού του το ζήτησα, δε μου το αρνήθηκε. Η παρουσία του με έκανε πιο γλυκιά και στη σχέση μου με τον Κώστα, δεν τον ενοχλούσα πια τόσο πολύ. Είχα ξανά τον έμπιστό μου εδώ. Βέβαια όπως μου εξήγησε έπρεπε να φύγει ξανά για μικρό χρονικό διάστημα, αλλά το είχε πάρει απόφαση να εγκατασταθεί στην πατρίδα. Στην πρώτη μας συνάντηση με ρώτησε ‘Τον αγαπάς;’ η απάντηση φυσικά ήταν καταφατική και τότε ο Αριστοτέλης με αγκάλιασε και μου είπε ‘Χαίρομαι για σένα’.

 

Εκείνη την περίοδο ήταν που ο Κώστας πήρε πρωτοβουλίες, ένα βράδυ ήρθε σπίτι μου και μου είπε ότι παρά τις όποιες θεωρίες του είχε πάρει μια απόφαση, ήθελε να με αρραβωνιαστεί και μου έδειξε τις δυο βέρες με τα ονόματά μας που είχε αγοράσει ο ίδιος. Πραγματικά έμεινα άναυδη και συγκινημένη ταυτόχρονα. Δεν ήταν κάτι που επιζητούσα, αλλά μου άρεσε υπερβολικά ήταν μια ένδειξη της αγάπης του, που είχε αρχίσει να ατονεί το τελευταίο διάστημα. Οι αρραβώνες βέβαια θα ήταν μυστικοί, ούτε λόγος για παρουσία του πατέρα μου. Άλλωστε έπρεπε να ζήσουμε πριν μας επιβάλουν οι άλλοι τον γάμο, άσε που όπως μου είπε κι εγώ πίστευα, μπορεί να είχε αντίρρηση, κι αντί να πάμε για μαλλί να βγούμε κουρεμένοι. ‘Ας τον αφήσουμε έξω απ’ τον χορό κι ας τον φέρουμε προ τετελεσμένων’. Το δύσκολο ήταν να πείσουμε τη μητέρα μου.

 

‘Ε, όχι δα, να μην το ξέρει ο πατέρας σου, αφού θα αρραβωνιαστείτε καιρός του είναι να το μάθει. Καλά τι με βάζεις να κάνω πάλι; Θέλεις να με σκοτώσει;’

‘Έλα μαμά δε θα το μάθει, όταν έρθει η ώρα κάνουμε αρραβώνες και γάμο μαζί κι όλα μια χαρά. Δε χρειάζεται να μάθει για τούτον τον αρραβώνα’.

‘Τι πράγματα μωρέ είναι τούτα που μου λέτε; Διπλοί αρραβώνες, μυστικοί αρραβώνες. Σε αγαπάει ή δε σε αγαπάει; Άντε πολύ τράβηξε τ’ αστείο, μην τραβήξω εγώ κάνα αυτί’.

 

Με τούτα και με τ’ άλλα τελικά την πείσαμε, πήγαμε στο ξωκλήσι του προφήτη Ηλία στον Πειραιά. Ο Κώστας, η υποφαινόμενη, ο αδελφός του και η μαμά μου και κάναμε τους αρραβώνες. Ύστερα πήγαμε σε ένα ταβερνάκι και το γλεντήσαμε με την απουσία πάντα του πατέρα μου, που έλειπε στην Αυστραλία. Ήταν η πρώτη φορά σε όλη αυτή τη σχέση, που είχα νιώσει άσχημα για τον μπαμπά μου. Η μητέρα μου είχε δίκιο, ήταν άδικο που δε βρισκόταν σε ένα τέτοιο γεγονός. Άλλωστε με αγάπαγε πολύ και ήμουν η μονάκριβη κόρη του, αλλά είχε συμβεί και δεν μπορούσαμε να του το πούμε εκ των υστέρων.

 

Οι αρραβώνες έγιναν και τελείωσαν, ουσιαστικά τίποτα δεν άλλαξε στη ζωή μας. Αλλά εγώ έβλεπα διαφορετικά τα πράγματα. Ο Κώστας συνέχισε να φεύγει και να έρχεται, εγώ στο σπίτι και την δουλειά, αλλά και με σύμβουλό μου τον Αριστοτέλη, που ποτέ δεν άκουσα. Ο αρραβώνας όμως τα είχε κάνει όλα πιο γλυκά και τον Κώστα πιο απαιτητικό. Δεν ήθελε να δουλεύω, μου πρότεινε να με συντηρεί αυτός, αλλά εγώ ήμουν ανένδοτη. Ο πατέρας μου με είχε μάθει καλά πως μια γυναίκα που δεν εργάζεται είναι υποχείριο και κτήμα του άνδρα της, δεν μπορεί να ξεφύγει απ’ τη σκλαβιά της όταν τη νιώσει. Ο άνδρα της μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, να την εγκαταλείψει ακόμα και να την χτυπήσει, χωρίς αυτή να μπορεί να αντιδράσει. Παρά του ότι κι ο ίδιος είχε μια γυναίκα που δεν εργαζόταν, δεν ήθελε η κόρη του να βρίσκεται έρμαιο στα χέρια ενός άνδρα . Τελικά μιας και είδε ότι δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση υποχώρησε, αλλά συχνά πυκνά επανέφερε το θέμα και μου έλεγε ότι όταν παντρευτούμε δεν υπάρχει περίπτωση να δουλεύω. Θα πρέπει να ασχολούμαι μόνο με την ανατροφή του παιδιού μας.

 

Διανύαμε το πέμπτο έτος της σχέσης μας και παρά τις όποιες δυσκολίες αντιμετωπίζαμε, όλα έδειχναν αισιόδοξα και ήμουν ευτυχισμένη που ο Κώστας είχε μπει στη ζωή μου. Μπορεί αυτή η λέξη να είναι ύβρις, αλλά εγώ πολλές φορές ένιωθα έτσι. Υπήρξαν βέβαια και υπάρχουν πολλές δυσκολίες, αλλά πιο ζευγάρι δεν έχει! Εκεί που όμως όλα φαινόταν να κυλούν ήρεμα, άρχισαν να μπαίνουν υποψίες στο μυαλό μου. Όχι δεν άλλαξε η συμπεριφορά του, όχι δεν συνέβη κάτι τραγικό, κάποια λόγια του Αριστοτέλη σε συνδυασμό με κάποια αντικείμενα στο σακάκι του αρραβωνιαστικού μου, ήταν αρκετά! Μήπως ήταν απλά η ζήλια μου; Μήπως με επηρέασαν τα λόγια του φίλου μου; Και που ήταν ο Αριστοτέλης τώρα που τον χρειαζόμουν; Είχε φύγει κι αυτός. Στη μητέρα μου δεν ήθελα να μιλήσω. Ίσως δεν ήταν τίποτα σοβαρό. Ποιος ο λόγος να την ανησυχήσω; Στον μπαμπάς μου ήταν αργά να του μιλήσω. ‘Καλά έπαθες αφού δεν με εμπιστεύτηκες’, θα μου έλεγε και με το δίκιο του. Μόνη έπρεπε να εξιχνιάσω την υπόθεση αυτή.

 

Θα αναρωτιέσαι τι συνέβη Αντιγόνη, δε θα το πιστέψεις! Ένα πρωί καθώς τακτοποιούσα τα ρούχα του, βρήκα στην τσέπη του τρία τέσσερα κοκαλάκια, που συνηθίζουν να φοράν τα κοριτσάκια και οι μικρούλες. Μοβ, ροζ, μπλε. Τι τα ήθελε ετούτα εδώ αναρωτήθηκα. Να τα δώσει σε εμένα δε νομίζω. Να τα έβαλε στην τσέπη του καμιά γκόμενα για να μας χωρίσει αναρωτιόμουν, το είχα ακούσει στο γραφείο που το είχε κάνει μια συνάδελφος για να χωρίσει κάποιον που ήθελε. Πήρα το τηλέφωνο και σχημάτισα τον αριθμό του. Αμέσως το έκλεισα. Όχι θα τον άφηνα να γυρίσει σπίτι και θα κανονιζόμασταν. Μα τι σαχλαμάρες σκέφτηκα θα έπρεπε να φανώ ψύχραιμη και έξυπνη. Δεν έπρεπε να με τουμπάρει. Άλλωστε τρία κοκαλάκια δεν αποδεικνύουν τίποτα σκεφτόμουν και θα μπορούσε να μου πει όποιο ψέμα του έρχονταν στο μυαλό. Αν κι ως τότε δεν μου ’χε πει ποτέ ψέματα, ή τουλάχιστον έτσι μου ορκιζόταν. Μα γιατί μου είπε ο Αριστοτέλης από όσα του ανέφερα για αυτόν,  ότι κάτι δεν του πάει καλά, σαν να κρύβει ένα μυστικό ο σύντροφός μου; Μήπως έβλεπαν κάτι διαφορετικό οι άλλοι απ’ αυτό που έβλεπα εγώ; Άρχισα να κάνω σαν σπαστικό. Γύρναγα πέρα δώθε. Αυτή ήταν μια κίνηση που με έκανε να εκτονώνομαι και εκνεύριζε ιδιαίτερα τον Κώστα. Μόνο ο Αριστοτέλης την έβρισκε χαριτωμένη. Κρατούσα τα κοκαλάκια στα χέρια μου. Τα έβαλα στην μύτη μου και προσπαθούσα να τα μυρίσω. ‘Μυρίζουν γυναίκα’, είπα. Μα βέβαια μύριζαν γυναίκα, υπήρχε περίπτωση να τα φοράει άντρας τούτα τα αντικείμενα . Εκτός κι ο καλός μου έκανε παρέα με ομοφυλόφιλους. Μέσα σε όλα αυτά δεν είχα χάσει το χιούμορ μου, αλλά κόντευα να χάσω το μυαλό μου. Έβαλα ξανά τα κοκαλάκια στην τσέπη του σακακιού του, το τακτοποίησα και πήγα στην κουζίνα να πλύνω τα πιάτα, προετοίμαζα το σκηνικό που έπρεπε να με βρει. Χτύπησε το τηλέφωνο, ήταν εκείνος περίμενε στην είσοδο να του δώσω σήμα ότι ο πατέρας μου λείπει για να ανέβει. Με βρήκε να πλένω τα πιάτα.

 

‘Τι κάνει η αγάπη μου;’ με ρώτησε, ‘δε σε βλέπω πολύ καλά;’

‘Έχω λίγο πονοκέφαλο’.

‘Κρίμα και ήθελα να βγούμε απόψε με κάτι φίλους μου’.

 

Τον τελευταίο καιρό είχαμε αρχίσει να βγαίνουμε περισσότερο τα βράδια με φίλους και συνεργάτες του. Σε όλους έλεγε ότι ήμουν η αρραβωνιαστικιά του. Το έλεγε και το ξανάλεγε σε τέτοιο βαθμό πια που με εκνεύριζε. ‘Είμαι κουρασμένη’, απάντησα μιας και δεν είχα καμιά όρεξη, μα όχι έπρεπε να φανώ έξυπνη, κι αμέσως κατέστρωσα σχέδιο και συμπλήρωσα, ‘Ίσως να  μου έκανε καλό να πάρω λίγο αέρα’. Ο Κώστας μου πρότεινε να ξεκουραστώ κι ανέλαβε αυτός το πλύσιμο. Πήγα στο δωμάτιο, ξάπλωσα και κατέστρωσα το σχέδιό μου. Το μυαλό μου μια έπαιρνε το μέρος του και μια ήταν εναντίον του. ‘Μήπως τον αδικώ’, ‘Αλλά πάλι τι θέλουν τα κοκαλάκια στην τσέπη του;’ σκεφτόμουν όσο ήμουν ξαπλωμένη. Εκείνος δεν ήθελε να με ενοχλήσει για να μην επηρεάσει τον πονοκέφαλό μου και ξάπλωσε στον καναπέ, μέχρι την ώρα που βγήκα από το δωμάτιο. Καθόταν στον καναπέ και μου χαμογέλασε ‘Πως είσαι;’ ρώτησε. ‘Καλύτερα’, απάντησα και κατευθύνθηκα στο μπάνιο.

 

Ετοιμάστηκα και έγινα όσο πιο όμορφη μπορούσα εκείνο το βραδύ. Ο Κώστας προτιμούσε να διαλέγει μόνος τα ρούχα του και κατόπιν να ρωτάει τη γνώμη μου, που τις περισσότερες φορές ήταν επαινετική. Εκείνο το βράδυ όμως τον φώναξα εγώ να αλλάξει και του έβγαλα το συγκεκριμένο σακάκι για να φορέσει. Ήρθε από πίσω μου με αγκάλιασε και με φίλησε. Ήθελα πολύ να του δώσω ένα χαστούκι και να απομακρυνθώ μα η κίνησή μου αυτή θα ματαίωνε τα σχέδιά μου. Μετέθεσα την επιθυμία μου για αργότερα, τον φίλησα κι εγώ και του πρότεινα να ετοιμαστεί γρήγορα για να μην αργήσουμε.

 

Στο δείπνο βρισκόταν ένα φιλικό του ζευγάρι, τον σύζυγο τον ήξερε από το στρατό. Η γυναίκα του ήταν αρκετά εκνευριστική και επιδείκνυε συνέχεια τη γοητεία της με διάφορα τινάγματα του μπούστου της, με κινήσεις για να τακτοποιήσει τα μαλλιά της. Δεν έδινα πολύ σημασία παρότι τον πολιορκούσε όλο το βράδυ κι ο άντρας της ο μούχλας, υπεράνω! Δε θα μου έκανε εντύπωση αν του τα φόραγε, αλλά όχι με τον Κώστα. Δεν επενέβαινα στο φλερτ. Δεν ήθελα να χαλάσω την ατμόσφαιρα. Λίγο πριν φύγουμε έθεσα το σχέδιό μου σε εφαρμογή, έκανα πως λερώθηκα και ζήτησα από τον Κώστα το μαντήλι του, υποδεικνύοντας την δεξιά τσέπη του σακακιού του, εκείνη δηλαδή που μέσα βρισκόταν τα κοκαλάκια . Ο Κώστας όλο ευγένεια προσφέρθηκε να με εξυπηρετήσει βουτώντας το χέρι του στην τσέπη, ξαφνικά κι ενόσω επεξεργαζόταν τα σκληρά αντικείμενα χλόμιασε, έβγαλε το χέρι του γρήγορα λες και το χτύπησε ρεύμα υψηλής τάσης και άρχισε να ψάχνει τις εσωτερικές του τσέπες, τελικά κατέληξε στην αριστερή του και μου έδωσε το μαντήλι του, που εγώ είχα τοποθετήσει εκεί, υποδεικνύοντάς του όμως την αντίθετη τσέπη για να ελέγξω τις αντιδράσεις του. Το χρόνο που μεσολάβησε μέχρι να φύγουμε είχε χάσει το κέφι του, δεν μιλούσε και απαντούσε μόνο στις ερωτήσεις που του έκανε η άλλη γυναίκα της συντροφιάς, ξερά και παθητικά χωρίς να ακούει κατά βάθος τη συζήτηση του τραπεζιού. Ήταν ένοχος, είχα πειστεί, αλλά σε τι; Ο ίδιος προσπαθούσε να καταλάβει αν είχα δει τα κοκαλάκια ή ήταν τυχαία η όλη σκηνή. Θα τον άφηνα να ξεροψηθεί και να φέρει μόνος του τη συζήτηση εκεί που ήθελα. Εγώ δε θα ρωτούσα τίποτα, ούτε στο τραπέζι, ούτε στο αυτοκίνητο.

 

Στη διαδρομή ήθελε να ανοίξει τη συζήτηση μα δεν ήξερε πως. Έβλεπα που προσπαθούσε να με ρωτήσει κάτι. Τελικά φτάνοντας σπίτι κι εφόσον είχαμε αλλάξει με ρώτησε αν εγώ τοποθέτησα το μαντήλι στην τσέπη του. ‘Ναι’, απάντησα αδιάφορα, στη συνέχεια μου είπε ότι μπέρδεψα τις τσέπες, ήταν στην αριστερή. ‘Καλά δεν έγινε και τίποτα, το έβαλα πριν καιρό’, του απάντησα και συνέχισα να ξεφυλλίζω αδιάφορα το περιοδικό που κρατούσα στα χέρια μου. Αφήνοντάς το πιάστηκα τρυφερά γύρω του, τον φίλησα και του είπα πως πάω να κοιμηθώ γιατί είχα ακόμα λίγο πονοκέφαλο. Ο πονοκέφαλος βέβαια ήταν πρόσχημα. Λίγη ώρα αργότερα ήρθε και πλάγιασε κι εκείνος δίπλα μου.

 

Το πρωί έφτασε μαρτυρικά, ένα ένα μετρούσα τα δευτερόλεπτα  Πάντα έφευγε νωρίτερα από μένα για τη δουλειά του. Περίμενα πως και πώς να φύγει. Είχα ανοιχτά τα μάτια και κοίταζα τις κινήσεις του. Κάθε φορά που γύριζε προς το μέρος μου τα έκλεινα. Με αποχαιρέτησε με ένα τρυφερό φιλί, εμένα μου θύμιζε εκείνο του Ιούδα. Τεντώθηκα και γύρισα πλευρό. Όταν άκουσα την πόρτα να κλείνει, πετάχτηκα πάνω έτρεξα να βεβαιωθώ πως είχε φύγει κι έπειτα τρέχοντας κατευθύνθηκα προς την ντουλάπα. Άπλωσα το χέρι μου στη τσέπη του σακακιού του, τώρα θα μάθαινα την αλήθεια. Έψαξα στη δεξιά  τσέπη. Δε βρήκα τίποτα, έπειτα στην αριστερή και στις εσωτερικές. Δεν βρήκα επίσης τίποτα. Τα κοκαλάκια είχαν κάνει φτερά. Αυτό ήταν απόδειξη της ενοχής του για μένα. Βιάστηκε να τα ξεφορτωθεί με την ελπίδα να μην τα έχω ανακαλύψει. Γιατί άραγε; Ποτέ δεν είχα αντιληφθεί ότι με εξαπατούσε, τώρα ένιωθα πολύ άσχημα. Έπρεπε όμως να σιγουρευτώ. Να ξέρω τι υπήρχε. Ίσως κάποια μικρούλα, ίσως κάποια γυναίκα από το παρελθόν του. Ίσως κάποια απ’ αυτές στη δουλειά του, για αυτό δεν ήθελε να πηγαίνω συχνά εκεί.

 

Για τις επόμενες τρεις μέρες δε συναντηθήκαμε, είχε πολλή δουλειά όπως μου είπε. Εγώ έβραζα στο ζουμί μου και αναρωτιόμουν τι κρυβόταν πίσω από τα κοκαλάκια. Έπρεπε να βρω κι άλλα στοιχεία, αλλά με ποιον τρόπο; Αποφάσισα να συνεχίσω την τακτική μου να μην του δείξω ότι είχα καταλάβει το οτιδήποτε, να του σβήσω ακόμα και την παραμικρή υποψία για τα κοκαλάκια και να ψάχνω τα πράγματά του. Επί δυο μήνες δεν κατάφερα τίποτα. Κοίταζα στην τσάντα του, έψαξα στο δωμάτιο του στο ξενοδοχείο, μύριζα τα πουκάμισά του και ό,τι μπορεί να βάλει ο νους σου. Χρησιμοποίησα όλους τους γυναικείους τρόπους, που σιχαινόμουν. Ίσως είχα κάνει λάθος ή ήξερε να κρύβεται τόσο καλά. Είχα αποφασίσει να λήξω το θέμα ξεχνώντας το. Δεν μπορούσα να χαλάσω τη σχέση μας για κάτι τόσο επιπόλαιο, εκείνη όμως τη στιγμή ένα ακόμα ασήμαντο γεγονός προστέθηκε. Μια μέρα γύρισε γεμάτος χρυσόσκονη. Όταν τον ρώτησα τι είναι αυτό, μου δικαιολογήθηκε ότι βάζουν σε κάποιες μπλούζες χρυσόσκονη, επειδή είναι της μόδας. Δεν ξέρω γιατί, αλλά δεν τον πίστεψα Αντιγόνη. Ίσως από τον τρόπο που μου το είπε. Έναν τρόπο που έκρυβε ενοχή.

 

Όταν ο Κώστας πήγε να κάνει μπάνιο έκανα κάτι τελείως ανορθολογικό, βλέποντας τα κλειδιά του αυτοκινήτου του στο τραπέζι τα άρπαξα και πήγα στο αυτοκίνητό του. Μόνο εκεί δεν είχα ψάξει. Κοίταξα στο ντουλαπάκι, τίποτα το ύποπτο, χαρτομάντιλα, άδειες αυτοκινήτου και κάποια καρτελάκια ρούχων με τη φίρμα «Κ&G», κοίταξα κάτω απ’ τα καθίσματα, δεν υπήρχε τίποτα. Έφτασα τελικά στο πορτμπαγκάζ. Υπήρχε ένας φάκελος και ένα πακέτο τυλιγμένο. Κοίταξα τον φάκελο, κάτι χαρτιά της δουλειάς του μάλλον, έπιασα στα χέρια μου το πακέτο, άρχισα να το ξετυλίγω με τρόπο ώστε να μπορέσω να το τυλίξω και πάλι. Μέσα σε αυτό υπήρχε μια μίνι φούστα ροζ χρώματος, με μια ασημένια αλυσίδα στην δεξιά πλευρά της και χρυσόσκονη από κάτω. Κράταγα τη φούστα ενώ είχα ακουμπήσει στο ανοιχτό πορτμπαγκάζ. Μια φούστα που φοράνε μικρές κοπέλες. ‘Δεν φτάνει που με απατά, το κάνει και με κάποια μικρούλα, με βαρέθηκε βλέπεις ο κύριος’, μονολόγησα. Και γιατί δεν μου το λέει καθαρά να χωρίσουμε σκεφτόμουν. Μήπως είναι κάτι άλλο έβαλα με το νου μου, μα αν ήταν κάτι άλλο δε θα είχε μυστικά από μένα. Δεν θα μου έλεγε ότι η χρυσόσκονη ήταν από τη δουλειά του. Ακριβή φούστα και σίγουρα δεν ήταν για μένα. Δεν μου άρεσε το χρώμα και το ήξερε, δε συνήθιζε τέτοια δώρα σε ανύποπτο χρόνο. Τύλιξα το πακέτο του, όσο καλύτερα μπορούσα, έκλεισα το αυτοκίνητο και γύρισα πίσω. Αργά δε με ένοιαζε καθόλου αν θα καταλάβαινε ότι ανακάλυψα την απάτη του, ήμουν εξουθενωμένη. Είχε αργήσει όμως στο μπάνιο, κι έτσι πρόλαβα να γυρίσω και να βάλω τα κλειδιά στο σημείο που τα βρήκα.

 

Βγαίνοντας από το μπάνιο κατάλαβε πως κάτι είχα, εγώ δεν ήθελα συζήτηση, δεν ήθελα τίποτα. Όταν με ρώτησε τι συμβαίνει, του είπα απλά ότι έρχεται ο πατέρας μου σε λίγο. Ήξερα την αντίδρασή του, τα μάζεψε γρήγορα και βιαστικά και εξαφανίστηκε, αφού πρώτα μου είπε ότι σε λίγο καιρό θα πάψουν όλα αυτά και να μη στεναχωριέμαι. Έκλεισε την πόρτα κι έμεινα μόνη μου. Δεν είχα δυνάμεις να σκεφτώ, ακούμπησα το κεφάλι μου στο τραπέζι και ξέσπασα σε κλάματα. Είχε αρχίσει να ξεθεμελιώνεται ολόκληρος ο κόσμος μου.

 

Το επόμενο πρωί δεν πήγα στη δουλειά, ήμουν χάλια και πήρα άδεια. Δεν ήξερα τι συμβαίνει σκεφτόμουν πόσα ψέματα μπορεί να μου είχε πει, που μπορεί να πήγαινε όλες αυτές τις μέρες, όλα αυτά τα χρόνια που δεν ήταν μαζί μου. Έμεινα στο κρεβάτι όλη μέρα μια έκλαιγα, μια σταμάταγα. Ούτε την επόμενη πήγα στη δουλειά, αλλά αποφάσισα να ανακαλύψω με ποια με απατούσε. Δεν ξόδεψα τα χρόνια μου δίπλα του για να τελειώσουμε έτσι. Κι αν ήταν άντρας στο κάτω κάτω ας μου έλεγε ότι δε θέλει να είναι μαζί μου και να μη με κοροϊδεύει. Την τρίτη μέρα που ήρθε στο σπίτι δεν είπα τίποτα, αλλά δεν μπόρεσα να μην είμαι ψυχρή, δεν ήθελα βέβαια να του αποκαλύψω το λόγο, προφασίστηκα πως με είχε κουράσει όλο αυτό, πως έπρεπε να ξεκαθαρίσει τη θέση του και τέλος πάντων δεν μπορούμε μια ζωή να κρυβόμαστε από τον πατέρα μου. Είχε εκνευριστεί, μου είπε ότι δεν το περίμενε από μένα να τον πιέζω και έφυγε. Μένοντας μόνη τα μάτια μου είχαν γεμίσει δάκρυα. Λίγο αργότερα με πήρε τηλέφωνο λες και δε συνέβαινε τίποτα και μου είπε πως θα λείπει για τις επόμενες τρεις μέρες. Θα πήγαινε στη Θεσσαλονίκη. Έψαξα στην ντουλάπα τα ρούχα που άφησε εκεί πριν φύγει. Μια κάρτα υπήρχε στην τσέπη του. Μια κάρτα από ένα ζαχαροπλαστείο. Σκέφτηκα πως θα τα είχε φτιάξει με καμιά από το μαγαζί. Κοίταξα τη διεύθυνση, δεν ήταν πολύ μακριά από το σπίτι μου. Το ήξερα το ζαχαροπλαστείο είχαμε πάει και μαζί να πάρουμε γλυκά μερικές φορές. Η κάρτα έγραφε μια ημερομηνία, της επόμενης μέρας, ένα όνομα Φανή και ήταν για παραγγελία τούρτας. Ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη, μα αγαπάει και τον νοικοκύρη σκέφτηκα. Ώστε Φανή τη λένε την αντίζηλο. Κι αύριο είναι η μεγάλη μέρα, φαίνεται πως με τον καυγά μας, εκνευρίστηκε και ξέχασε την κάρτα στο παντελόνι του, στην πίσω τσέπη. Σκέφτηκα για μια στιγμή μήπως Φανή ήταν η υπάλληλος και η τούρτα ήταν για εμάς, αλλά κανείς μας και κανείς από τους γνωστούς μας δεν είχε γενέθλια εκείνες τις μέρες. Πήρα τηλέφωνο στον αριθμό του ζαχαροπλαστείου, μια γυναικεία φωνή το σήκωσε. ‘Τη Φανή θα ήθελα’, ‘Λάθος’, ήταν η απάντηση. Καμία Φανή λοιπόν δεν υπήρχε στο ζαχαροπλαστείο.

 

Το επόμενο πρωί την είχα στήσει έξω απ’ το γραφείο του. Είχα δανειστεί το αυτοκίνητο μιας φίλης, το είχα αράξει στο απέναντι πεζοδρόμιο και τον περίμενα. Όπως είχα προβλέψει ήρθε στο γραφείο στην ώρα του. Έσκυψα για να μη με δει. Περίμενα να περάσουν οι ώρες. Κατά τη μία κατέβηκε, μπήκε στο αυτοκίνητό του και ξεκίνησε, όχι για το αεροδρόμιο αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ήμουν στην ίδια λωρίδα πίσω του, αφήνοντας δυο τρία αυτοκίνητα ανάμεσά μας. Όσο προχώραγε τόσο κατευθυνόταν προς το σπίτι μου. Δεν ερχόταν όμως σε εμένα. Προσέγγιζε το ζαχαροπλαστείο. Σταμάτησε, σταμάτησα κι εγώ αρκετά πιο πίσω. Όταν κατέβηκε πέρασα μπροστά από το μαγαζί να δω τη συμπεριφορά του. Ήταν η τυπική συμπεριφορά ενός πελάτη. Προχώρησα ένα στενό πιο πάνω και τον περίμενα να ξεκινήσει. Ευχόμουν να στρίψει στο στενό μου, όλα να ήταν μια παρεξήγηση και να έρθει στο σπίτι για να μου φέρει την τούρτα, κι όλα να γίνουν όπως πριν. Έστριψε στο αντίθετο στενό, τον ακολούθησα. Μέσα στα στενά τον έχασα, άρχισα να κάνω τυφλές διαδρομές γύρω γύρω, ώσπου είδα το αυτοκίνητό του παρκαρισμένο έξω από ένα λύκειο.

         

Σταμάτησα κι εγώ και βγήκα από το αυτοκίνητο προς αναζήτησή του. ‘Που να πήγε τώρα’, αναρωτήθηκα. Η ώρα πλησίαζε δυο, προχωρούσα όταν είδα τον Κώστα μέσα σε ένα σχολείο να κοίταζε το ρολόι του. Πλησίασα στα κάγκελα και τον παρακολούθησα. Σε λίγο το κουδούνι χτύπησε, προχώρησα ακόμα περισσότερο όταν τα παιδιά πλημμύρισαν τον χώρο και δεν υπήρχε φόβος να με δει. Περίμενα να δω ποια θα κατέβει να τον συνοδέψει, κάποια φιλόλογος με  τα γυαλάκια της, καμιά μαθηματικός με ταγέρ ή κάποια καλλίγραμμη γυμνάστρια. Βέβαια, εγώ δεν είχα σπουδάσει, αυτός θα προτιμούσε τις μορφωμένες, αφού είχε τελειώσει τη Φιλοσοφική, κι ας μην ασχολήθηκε ποτέ επαγγελματικά με αυτήν. Ήμουν αρκετά κοντά του. Όταν είδα μια μαθήτρια να πέφτει στην αγκαλιά του και να του λέει ‘Τα κατάφερες μπαμπά και ήρθες;’ Εκείνη η λέξη αντηχούσε συνεχώς στα αυτιά μου, άρχισα να ζαλίζομαι, έχασα το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου. ‘Μπαμπά’, ‘Μπαμπά’. Γυρίζοντας για να φύγουν έπεσε πάνω μου. Τα έχασε, δεν ήξερε τι να πει, αυτός ο τόσο έξυπνος και λαλίστατος είχε καταπιεί τη γλώσσα του. Κοίταζε μια τη Φανή και μια εμένα. ‘Κάτσε να σου εξηγήσω’, μου είπε. Αν έχεις τον Θεό σου ήθελε να μου εξηγήσει. Τι ήθελε να μου πει; Αφού τα είδα όλα με τα μάτια μου, τι άλλο να μου εξηγήσει ήταν παντρεμένος με παιδί και μου έλεγε ένα σωρό βλακείες τόσα χρόνια. ‘Μπαμπά έλα πάμε’, του έλεγε το σκατόπαιδο. Σηκώθηκα κι έφυγα δίχως άλλο, εκείνος έμεινε στη μέση του σχολείου με την κόρη του και με κοίταζε να απομακρύνομαι.

 

Σε όλη τη διαδρομή έκλαιγα, πήγα στο σπίτι της μητέρας μου, έπεσα στην αγκαλιά της και έκλαιγα χωρίς να της μιλάω, μόνο έκλαιγα. Τρεις μέρες έκανα να μιλήσω και να εξηγήσω στη μητέρα μου τι είχε συμβεί. Η μητέρα μου άρχισε να βρίζει. Αυτός ούτε φωνή ούτε ακρόαση, είχε εξαφανιστεί. Εγώ πάλι δεν πήγα στη δουλειά για μια βδομάδα μου ήταν αδύνατον. Ζαλιζόμουν, δεν ήθελα να ακούσω κανέναν και είχα αρχίσει να τα χάνω, δε μιλούσα λογικά, δεν καταλάβαινα τι μου έλεγαν, έκανα εμετό και συνεχώς στο μυαλό μου γύριζε εκείνη η λέξη που ακούστηκε από το στόμα της κόρης του. ‘Μπαμπά!’ Ήταν η πιο αγαπημένη μου λέξη, κι έγινε η πιο μισητή, καταραμένη. Άρχισα να μισώ τη Φανή κι ακόμα και σήμερα μου τη δίνει στα νεύρα. Ο Αριστοτέλης όταν έμαθε την ιστορία μου είπε πως εγώ χτυπάω τον γάιδαρο, αντί να μισήσω τον Κώστα, μίσησα την μικρή, που στο κάτω κάτω δεν μου έφταιγε σε τίποτα. Αλλά εκείνον δεν μπορούσα να τον μισήσω, κι έτσι μίσησα τη Φανή.

         

Ο πατέρας μου έλειπε πάλι εκείνη την περίοδο, και καλύτερα γιατί δε θα μπορούσα να του κρυφτώ. Για μια βδομάδα δεν έκανε καμία προσπάθεια να επικοινωνήσει μαζί μου. Την όγδοη μέρα το τηλέφωνο χτύπησε. Η μητέρα μου είπε πως με ζητούσε μια κοπέλα. Απ’ τη δουλειά σκέφτηκα. Απ’ ην άλλη πλευρά της γραμμής, ακούστηκε μια γλυκιά, ψιλή κι ευγενική φωνή.

 

‘Η κυρία Μαργαρίτα;’ 

‘Η ίδια’, απάντησα στην άγνωστη φωνή, που ήταν της Φανής.

 

Την είχε βάλει ο πατέρας της να μου τηλεφωνήσει. Ειλικρινά δεν ήξερα πώς να αντιδράσω, την άκουγα να μου μιλάει και μια νευρικότητα είχε αρχίσει να με καταλαμβάνει. Μου είπε πως τα πράγματα δεν ήταν όπως τα έβλεπα και καλό θα ήταν να συναντήσω τον πατέρα της να μου εξηγήσει. Καμιά άλλη γυναίκα δεν υπήρχε στη ζωή του εκτός από την ίδια. Την άκουγα και είχα αρχίσει να τρελαίνομαι ακόμα περισσότερο, η ίδια του η κόρη είτε με την παραίνεση του είτε όχι μου τηλεφωνούσε για να τα ξαναβρούμε, αυτό ήταν εξωφρενικό. Και βέβαια δεν θα τον συναντούσα και φυσικά δε θα του μίλαγα ποτέ ξανά κι ας ήξερα πως κι εγώ θα πέθαινα. Τότε ήταν που χρησιμοποίησε το τελευταίο  επιχείρημα. Ο Κώστας είχε τρακάρει και ήταν στο νοσοκομείο, ίσως να είχε κάνει και απόπειρα αυτοκτονίας. Για εμένα! Αφού από την ώρα που τον ανακάλυψα είχε τρελαθεί και ο τρόπος που έγινε το ατύχημα ήταν περίεργος. Πήρε το αμάξι του το πρωί, οδηγούσε σε έναν δρόμο που δεν έχει ιδιαίτερη κίνηση, σε έναν λόφο ξέφυγε από την πορεία του. Έμεινα με το ακουστικό στο χέρι, δεν μπορούσα να αντιδράσω. Άκουγα τη φωνή στην άλλη γραμμή να  ρωτάει αν έκλεισα , το μόνο που ρώτησα ήταν που τον έχουν. Άλλαξα γρήγορα, βγήκα στο δρόμο, πήρα ένα ταξί και έφυγα για το νοσοκομείο, χωρίς να σκεφτώ τίποτα, με είχαν πλημμυρίσει ενοχές. Από θύμα έγινα θύτης. ‘Γιατί Θεέ μου; Τι τα ήθελα εγώ αυτά;! Εγώ έφταιγα’. Την ώρα που πήγα δεν επιτρέπονταν επισκέψεις, αλλά η νοσηλεύτρια με ένα γενναιόδωρο πουρμπουάρ με άφησε να περάσω. Ο Κώστας δεν κοιμότανε, με περίμενε, ‘Ήξερα ότι θα έρθεις’ μου είπε, ‘σε περίμενα’. Εγώ ξεχύθηκα πάνω του, δεν σκέφτηκα τίποτα, με έκλεισε στην αγκαλιά του. ‘Σε αγαπάω πολύ’, μου είπε, ‘είναι άδικο’, ‘Σςςς!’ του είπα και του έκλεισα το στόμα. Ο Κώστας είχε πάθει το ατύχημα την τρίτη μέρα του παροδικού και ανύπαρκτου τελικά χωρισμού μας. Ευτυχώς δε χτύπησε τόσο σοβαρά, παρά του ότι το αυτοκίνητό του έγινε πολτός από λαμαρίνες. Ήθελε πολύ να μου πει την ιστορία του, να μου εξηγήσει τι συνέβαινε με την Φανή, δεν ήθελα η συζήτηση αυτή να γίνει εκεί γιατί θεωρούσα ότι είχε πλεονέκτημα, και ήταν η μόνη προσπάθεια και το μόνο που πέτυχα για να αντισταθώ. Εκείνος επέμενε, αλλά του υποσχέθηκα να μιλήσουμε όταν βγει από το νοσοκομείο. Όλο το βράδυ έμεινα μαζί του καθώς εκείνος κοιμόταν. Έφυγα το πρωί, ο Κώστας μου είπε ότι θα έβγαινε την επόμενη μέρα, αλλά οι γιατροί έκριναν ικανοποιητική την κατάσταση της υγείας του και τον άφησαν το ίδιο πρωινό, μόλις βγήκε με πήρε τηλέφωνο. Εγώ επέμενα να έρθει σπίτι μου να τον νοσηλεύσω για τις μέρες που οι γιατροί του σύστησαν ξεκούραση, μου απάντησε όμως πως θα προτιμούσε να μείνει λίγες μέρες μόνος του για να σκεφτεί καλύτερα, αλλά θα έπρεπε να συναντηθούμε σύντομα για να μιλήσουμε. Δεν είχα αντίρρηση, καταλάβαινα άλλωστε πως είχε οικογένεια, κι όλα μεταξύ μας είχαν τελειώσει ήθελε δεν ήθελε, θα μπορούσαμε απλά να μείνουμε δυο φίλοι.

         

Η συνάντησή μας προτιμήθηκε να γίνει σε κάποιον ουδέτερο χώρο, έτσι βρεθήκαμε σε ένα καφέ, ο καθένας πήγε με το δικό του αυτοκίνητο πρώτος έφτασε αυτός και με περίμενε, έχοντας παραγγείλει και για μένα, ξέροντας τόσα χρόνια τις συνήθειες μου, όπως και εγώ τις δικές του. Στην αρχή ήμασταν και οι δύο αμήχανοι, είπαμε τα τυπικά ‘τι κάνεις’, ‘με τη δουλειά;’. Ήταν λες και βρισκόμασταν πρώτη φορά μόνοι μας. Μετά από αρκετή ώρα ο Κώστας μου είπε την ιστορία του, που σχετιζόταν με τη Φανή. Είχε παντρευτεί σε μικρή ηλικία, γύρω στα είκοσι πέντε του, μια γυναίκα που ήταν τρία χρόνια μικρότερη, την αγάπησε πολύ. Γνωρίζονταν από το σχολείο. Είχαν σχέση εφτά χρόνια πριν παντρευτούν. Ήταν ευτυχισμένος, όλα κυλούσαν όμορφα στη ζωή του, αυτός τα πήγαινε καλά με την επιχείρησή του, που στην αρχή δεν ήταν τόσο μεγάλη, γεννήθηκε η κόρη τους, σκόπευαν να κάνουν κι άλλο παιδί, αλλά δεν ήταν τυχεροί! Η γυναίκα του πέθανε τον τέταρτο χρόνο του γάμου τους, είχε μια ασθένεια που δεν κοιτάει νέους και γέρους, δεν κοιτάει αν έχεις παιδιά ή όχι, δε ρωτάει αν σε αγαπάνε, κι αν θα πληγωθούν τόσοι με το θάνατό σου. Ο καρκίνος την πήρε μακριά του, αφήνοντάς του ένα κορίτσι στην αγκαλιά, μόλις δύο ετών. Είχε χάσει το μυαλό του, δεν ήθελε να ξέρει τίποτα και για κανέναν. Στην αρχή τη Φανή την είχαν οι δικοί του, αφού πεθερό δεν είχε γνωρίσει και η μάνα της συζύγου του δεν ήταν σε θέση, μετά τον θάνατο της κόρης της. Όταν πέθαναν και οι δικοί του τότε του έμεινε η Φανή, δεν αισθανόταν πολύ καλά μαζί της, στην αρχή του θύμιζε τη γυναίκα του που ήθελε να ξεχάσει, μέχρι και σε ψυχολόγους είχε πάει. Όταν πέθαναν οι γονείς του τελικά αγόρασε ένα σπίτι στο όνομα της Φανής, η οποία ζούσε με μια γυναίκα εσώκλειστη, που την προσέλαβε να μένει στο σπίτι και να φροντίζει τη Φανή. Ο ίδιος έμενε στο ξενοδοχείο και πήγαινε ορισμένες φορές στο σπίτι για να βλέπει την κόρη του. Ίσως φαινόταν άθλιος πατέρας σε μένα μου είπε, αλλά δεν άντεχε τον πόνο. Ήταν δίπλα της όποτε τον χρειαζόταν, είχαν μια πολύ καλή σχέση, κι η κόρη του ήταν πανέξυπνη και τον αγαπούσε. Αλλά είχε αποφασίσει να ζει με αυτόν τον τρόπο. Τον κοιτούσα με απορία, ‘Ώστε της Φανής τα κοκαλάκια, ώστε της Φανής η μπλούζα, ώστε για τη Φανής η απουσία του από δίπλα μου’. Είχα αρχίσει να μισώ αυτό το κορίτσι, αντί να το συμπονώ για τη μοίρα του, όπως θα ήταν το φυσικό. Αλλά μεταβίβαζα όλη μου την εχθρότητα για το ψέμα του, πάνω της. Επιπλέον την θεωρούσα υπεύθυνη για όλα αυτά που είχα στερηθεί μαζί του. Μου εξήγησε άλλωστε πως δεν ήθελε να πληγώσει την κόρη του με έναν άλλο γάμο, για τον λόγο αυτό δεν προχωρούσε σε γάμο μαζί μου. Αν και πίστευε πως δεν χρειάζεται γάμος για να είναι δυο άνθρωποι μαζί. Αρκεί να αγαπιούνται όλα τα άλλα είναι χαρτιά.

 

‘Γιατί μου είπες ψέματα;’ τον ρώτησα, ‘εσύ δεν τα απεχθανόσουνα όταν στα έλεγαν οι άλλοι, γιατί δεν μου είπες την αλήθεια;’ 

‘Ήσουν σημαντική για μένα και δεν ήθελα να σε χάσω, αν σου έλεγα την αλήθεια από την αρχή δε θα ήθελες να είσαι μαζί μου’, απάντησε με το κεφάλι του σκυμμένο.

‘Κι αυτό νομίζεις πως σε απαλλάσσει των ευθυνών σου;’ 

‘Όχι’ μου απάντησε.

‘Κι εντάξει καταλαβαίνω πως δεν μου είπες την αλήθεια στην αρχή, αλλά τον δεύτερο χρόνο, τον τρίτο, τον τέταρτο, τον πέμπτο;’

‘Φοβόμουν μη σε χάσω,’ μου απάντησε πάλι.

‘Και ήταν καλύτερα που το έμαθα με αυτόν τον τρόπο; Πώς να σε εμπιστευτώ ξανά, που όταν φοβάσαι θα μου λες ψέματα; Πώς να εμπιστευτώ έναν άνδρα που δεν τολμάει να πει την αλήθεια;’

 

Σιωπή, όσο μου μίλησες εσύ, μου μίλησε κι αυτός, καθόμασταν στο τραπέζι για αρκετή ώρα σαν μουγκοί. Όλη εκείνη την ώρα που βρισκόμασταν έτσι τα συναισθήματά μου ήταν μπερδεμένα, από την μια τον λυπόμουν και τον συμπονούσα μαζί κι απ’ την άλλη ήμουν θυμωμένη που με κορόιδεψε και δε μου είπε την αλήθεια για τη ζωή του. Μάλιστα για ένα θέμα, που είχε να κάνει άμεσα με το μέλλον μου και τις επιλογές μου, επιπλέον δεν μπορούσα ούτε να σκεφτώ, ούτε να πάρω αποφάσεις εκείνες τις στιγμές. Ήξερα πως θα ήταν δύσκολο να απομακρυνθώ από τον Κώστα, αλλά από την άλλη τα πράγματα θα περιέπλεκαν με την εμφάνιση της κόρης του, με τα θέλω του, με τη δική του συμπεριφορά . Η Φανή θα στεκόταν τροχοπέδη σε πολλά πράγματα, δε θα άφηνε τη σχέση να προχωρήσει και να εξελιχθεί φυσιολογικά, ήδη το είχε κάνει. Άλλωστε στο σημείο που είχαμε φτάσει, σε εκείνη οφειλόταν. Ήθελα να είμαι μαζί του, αλλά δεν ήξερα πια αν θα μπορούσαμε και δεν ήμουν διατεθειμένη για νέες θυσίες, για υποχωρήσεις και για να κάνω το οτιδήποτε για να είμαστε μαζί. Η έτσι τουλάχιστον νόμιζα τότε, αφού η συνήθεια ή η σχέση μαζί του μου είχε γίνει απαραίτητη όπως φαίνεται. Δυο άνθρωποι που σμίγουν τα σώματα και τις ψυχές τους είναι δύσκολο να χωρίσουν και σίγουρα όχι χωρίς κόστος, ακόμα κι αν ο άλλος σου κάνει το μεγαλύτερο κακό, ακόμα κι αν το καταλαβαίνεις δυσκολεύεσαι να ξεφύγεις, τον αγαπάς κι ακόμα κι αυτό το μίσος, συμβαίνει να είναι μια αντιστροφή της αγάπης, που ο νους μας εφευρίσκει για να ξεφύγουμε. Εμένα όμως όλο το μίσος διοχετεύτηκε προς την κόρη του. Τώρα καταλάβαινα αυτό που ο Αριστοτέλης μου έλεγε, πως το άγγιγμα δυο σωμάτων είναι κι αυτό σημαντικό, κι εγώ το ήξερα καλά. Ο Αρίστος πιστεύει πως και μια ερωτική νύχτα με έναν άλλο άνθρωπο μας σημαδεύει, αφού τα ψυχικά και συναισθηματικά φορτία που δημιουργούνται και μεταφέρονται είναι υπερβολικά μεγάλα, σαν αέρας δέκα μποφόρ, σαν σεισμική δόνηση, σαν παλίρροια. Ακόμα κι αν δεν το παραδέχονται κάποιοι, ακόμα κι αν δεν το συνειδητοποιούν οι συνευρέσεις τους σημαδεύουν για όλη τους τη ζωή.

 

Τι ωραία που τα έλεγε ο Αριστοτέλης, ο καλός μου φίλος και σύμβουλος, που ποτέ δε ζήτησε ανταλλάγματα, αλλά εκείνη την περίοδο δεν είχε γυρίσει ακόμα. Στις τηλεφωνικές μας επικοινωνίες καταλάβαινε πως κάτι είχα, αλλά δεν μπορούσα να του πω όλα όσα συνέβησαν από το τηλέφωνο. Κι έτσι τις ίδιες σκέψεις που έκανα στο καφέ, τις έκανα και τις επόμενες μέρες μόνη στο σπίτι μου. Μια αποφάσιζα το ένα, μια το άλλο. Αναρωτιόμουν μήπως ήμουν εξαρτημένη και σκεφτόμουν προς τη μία κατεύθυνση, μετά μήπως ήταν άδικο να αφήσω τόσα χρόνια να πάνε χαμένα. Φεύγοντας από το καφέ, ο Κώστας με ρώτησε αν ήθελα να με πάει σπίτι, του απάντησα αρνητικά, είχα πάρει το δικό μου αμάξι άλλωστε. Τότε με τράβηξε τρυφερά προς το  καινούργιο του αυτοκίνητό, δεν κατάλαβα τον λόγο σκέφτηκα πως ήθελε να με φιλήσει ή κάτι τέτοιο. Όταν τον ρώτησα μου έκανε μόνο ένα νεύμα να τον ακολουθήσω, φτάνοντας στο αμάξι του είδα μέσα τη Φανή. Δυο ώρες που ήμασταν στην καφετέρια η Φανή περίμενε στο αυτοκίνητο, βλέποντάς την στην αρχή τα έχασα και στην συνέχεια θύμωσα. Τι την ήθελε μαζί του σκέφτηκα, μήπως φανταζόταν πως εγώ θα γινόμουν η μητριά της και η Φανή θα έβρισκε στο πρόσωπό μου τη χαμένη της μητέρα; Αν ήταν δυνατόν, πρέπει να ήταν πολύ άρρωστος, άλλωστε και να το ήθελα με την κόρη του δε μας χώριζε ούτε μια δεκαετία, πήγαινε στο λύκειο  και δε θα μπορούσα να παίξω αυτόν τον ρόλο, αλλά ούτε και τη φίλη της να κάνω. Θυμήθηκα τη μαμά μου τότε που σε κάποια μας συζήτηση μου είπε ότι θα μπορούσα να είμαι κόρη του. Της έκανε ένα νεύμα και η Φανή βγήκε από το αυτοκίνητο και ήρθε δίπλα μου. ‘Τα είπατε;’ ρώτησε. Στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς το μέρος μου, επιβεβαιώνοντάς μου τα όσα μου είπε ο πατέρας της για το πόσο με αγαπάει και πως και η ίδια ελπίζει να μην πάρω βιαστικές αποφάσεις που θα στοιχίσουν στον πατέρα της. Τονίζοντας κάπως εκβιαστικά αυτό το σημείο, για να μου θυμίσει  προφανώς το ατύχημα που πριν λίγες μέρες του είχε συμβεί. Τη θεώρησα θρασεία, αλλά δεν είπα τίποτα, φαίνεται ότι τον αγαπούσε πολύ και θα έκανε ό,τι της έλεγε. Μα δε μου φάνηκε και αρκετά έξυπνη από το γεγονός ότι ήρθε να μου μιλήσει, σαν χαζό μου έμοιαζε εξαιτίας ότι με ένα νεύμα υπάκουσε, ήρθε να μου πει αυτά που έπρεπε και στη συνέχεια με ένα χάδι του πατέρα της οπισθοχώρησε στο αυτοκίνητο.

 

‘Πότε θα τα ξαναπούμε;’ με ρώτησε καθώς μπήκα στο αυτοκίνητό μου.

‘Δεν ξέρω θα τηλεφωνηθούμε’, απάντησα και δεν ξέχασα να συμπληρώσω πως δεν ήθελα να ξαναφέρει το μαλακισμένο μπροστά μου.

 

Παρότι έβριζα την κόρη του δεν έδειξε να τον ενοχλεί ιδιαίτερα, απλώς με επέπληξε με το ύφος του. Ο πατέρας μου κι ο κάθε φυσιολογικός πατέρας σκεφτόμουν πως θα αντιδρούσε διαφορετικά όταν βρίζουν την κόρη του. Φαντάστηκα ότι λόγω του κακού κλίματος μεταξύ μας, κι επειδή με αγαπούσε δεν θέλησε να ανοίξει καυγά. Πάτησα το γκάζι κι έφυγα.

 

Ο Αριστοτέλης ήρθε να με επισκεφτεί με το που επέστρεψε από το εξωτερικό, θα έμενε στην Ελλάδα τώρα και δε θα έφευγε. Ήταν μεγάλη η χαρά μου. Έμεινε στο σπίτι μου όλο το βράδυ, Σχεδόν δεν κοιμηθήκαμε καθόλου, ο ύπνος μας βρήκε το πρωί, αφού του διηγήθηκα ό,τι μου είχε συμβεί, κι αυτός με άκουγε και μου χάιδευε τα μαλλιά, όταν βέβαια το είπα στον Κώστα έγινε μαινόμενος ταύρος, αλλά δε με ένοιαζε κιόλας, ήδη είχε επιστρέψει  ο πατέρας μου και ήταν δύσκολο να έρχεται στο σπίτι. Ήταν η πρώτη φορά που μίλαγα σε κάποιον τόσο ανοιχτά για τον Κώστα εκτός από τη μαμά μου φυσικά, δεν ήθελα να χαλάσω το image του και υπέμενα τα πάντα, αλλά ο κόμπος είχε φτάσει στο χτένι και ο καημός μου στα χείλη, κι ήθελα να μιλήσω σε κάποιον, κι ο πιο κατάλληλος ήταν ο καλός μου φίλος. Βέβαια μέχρι να επιστρέψει εγώ με τον Κώστα ήμασταν πάλι μαζί. Έτσι απλά, θες από συνήθεια, θες από την επιμονή του, θες γιατί έλειπαν όλοι από τη ζωή μου και ήμουν μόνη και τον είχα ανάγκη; Ήδη είχα αποξενωθεί από τους φίλους μου, ενώ ο πατέρας μου κι ο Αριστοτέλης απουσίαζαν εκείνη την περίοδο. Ίσως πάλι απλά επειδή τον αγαπούσα, το ψέμα του βέβαια ήταν ασυγχώρητο, αλλά μπορούσα να καταλάβω τους λόγους που δε μου είχε πει την αλήθεια. Ο Αριστοτέλης βέβαια δε συμφωνούσε με τον τρόπο που γύρισα, καταθέτοντας τα όπλα, χωρίς να επιβάλω τους όρους μου, κι ίσως είχε δίκιο. Αλλά ήταν πλέον αργά, ήμασταν και πάλι μαζί χωρίς να έχει αλλάξει τίποτα. Ίσα ίσα που τώρα λόγω της κόρης του και αφού γνώριζα τι συνέβαινε, εμφανιζόταν κι εξαφανιζόταν όποτε ήθελε. ‘Σήμερα δε θα έρθω, θα πάω στη Φανή’. Εκτός από τα ταξίδια στο εξωτερικό και στη Θεσσαλονίκη ήταν και η κόρη του που τον έκλεβε από εμένα.

 

Μπορεί να μην είχα γίνει η μητριά της Φανής, αλλά ένιωθα σαν να ήμουν χρόνια παντρεμένη μαζί του, ήμουν αρκετά κουρασμένη από την όλη κατάσταση. Είχα όλες τις υποχρεώσεις μιας συζύγου, αλλά κανένα προνόμιο. Με την αποκάλυψη της αλήθεια τίποτα δεν ήταν όπως πριν τα τεσσερισήμισι ευτυχισμένα πρώτα χρόνια, παρά τις όποιες δυσκολίες είχαμε περάσει. Εδώ κι ενάμιση χρόνο τα πράγματα έχουν αρχίσει να μαυρίζουν. Τον αγαπάω δεν το αρνούμαι και αυτός το ίδιο, περνάμε και καλές στιγμές, αλλά όλα αυτά τα σκιάζουν η κόρη του και η αδυναμία του να πάρει αποφάσεις. Όσον αφορά την κόρη του, τη βρίζω συνεχώς μπροστά του και δεν έχουμε καμιά επαφή, αλλά ο ίδιος δεν αντιδρά λες και με αφήνει να εκτονώνομαι με αυτόν τον τρόπο. Αλλά από την άλλη τι να του πεις τώρα, η Φανή έχει χίλια δυο ψυχολογικά και δε θέλει να της ανακόψει τις σχολικές επιδόσεις. Κι εκτός από αυτό μου λέει ότι του έρχεται πρώτο στο μυαλό, ότι αν παντρευτούμε δε θα δουλεύω, κι άλλα τέτοια, ενώ εδώ δεν έχουμε ξεκαθαρίσει τίποτα για γάμο.

 

 

(10) Ταξίδι στο Μιλάνο

 

Στο τέλος του πέμπτου μας έτους, κάνοντας μια κίνηση καλής θέλησης με πήρε μαζί του στην Ιταλία, στο Μιλάνο μόνοι εμείς οι δυο. Πρέπει να παραδεχτώ ότι ήταν μια καλή σκέψη. Χωρίς τα προβλήματα και κανέναν άλλον δίπλα μας, ξαναγυρίσαμε στα πρώτα μας χρόνια. Είναι αρκετά τρυφερός όταν θέλει κι όταν μπορεί, τον αγαπάω πολύ και μια αγκαλιά του είναι αρκετή να μου φτιάξει τη διάθεση. Φτάσαμε αεροπορικός στην πόλη, ο Κώστας προτιμούσε το καράβι, κι από εκεί οδικός, αλλά μου φαινόταν αρκετά κουραστικό, έτσι επιλέχθηκε το αεροπλάνο. Το ταξίδι ήταν και επαγγελματικό, εκεί είχε το υποκατάστημα της «EVENT» και ήθελε να ελέγξει κάποια πράγματα, όπως μου είπε. Δυο μέρες ασχολήθηκε μα την επιχείρησή του,  από αυτές μια μέρα περάσαμε από το κατάστημα της «EVENT» και μια εκεί που γινόταν η παραγωγή των ρούχων. Όλοι γύρω μου μίλαγαν ιταλικά και έτρεχαν, ο Κώστας όμως ήταν δίπλα μου συνέχεια και μου εξηγούσε όλα όσα ήθελα να μάθω. Και στους δυο χώρους καθίσαμε από λίγο, αφού ήθελε να έχουμε χρόνο για εμάς. Μου χάρισε και μια πολυτελή τουαλέτα στο ταξίδι μας από το κατάστημά του στο Μιλάνο, που δεν κυκλοφορούσε στην Ελλάδα. Τις υπόλοιπες μέρες τις περάσαμε γυρίζοντας την πόλη και στο ξενοδοχείο μας. Για τρεις μέρες πήγαμε και στην Βενετία ήταν εκπληκτικά μέσα στα κανάλια, στις γόνδολες μου άρεσε πάρα πολύ, κι ο καλός μου ήταν συνεχώς δίπλα μου. Πολλές φορές συλλογίζομαι πως θα ήθελα να είχαμε μείνει στην Ιταλία για πάντα. Γιατί εκεί γύρισαν όλα πίσω, κανένας καυγάς, κανένας να μας ενοχλήσει. Εκείνος κι εγώ όπως θα ήθελα να ήμασταν, συνεχώς μαζί. Όμως όπως όλα τα ωραία έτσι κι αυτό έφτασε στο τέλος του κι εμείς επιστρέψαμε πίσω.

 

Όλα ήταν όπως πριν, λες και δεν είχαμε κάνει αυτό το ταξίδι, βέβαια είχαμε περισσότερες αντοχές και ελπίζαμε, αλλά τίποτα δεν πήγαινε μπροστά, τίποτα δεν άλλαζε. Βρισκόμασταν στο ίδιο τέλμα. Κι εκτός από αυτό μια μέρα ανακάλυψα ότι με παρακολουθούσε. Μου είχε τηλεφωνήσει ο Αριστοτέλης το προηγούμενο βράδυ. Μιλήσαμε λίγη ώρα, ενώ ο Κώστας ήταν στο σπίτι. Το επόμενο πρωί δεν πήγα στη δουλειά μου. Η εταιρία μου με έστειλε σε μια εξωτερική υπόθεση. Ξαφνικά αντιλήφθηκα ένα αυτοκίνητο να με ακολουθεί, δεν πίστευα ότι ήταν αυτός, γιατί δεν είχε το δικό του αμάξι. Ακόμα και στο γυρισμό με ακολουθούσε. Τότε πάρκαρα δίπλα σε ένα αυτοκίνητο της αστυνομίας και ανέφερα το γεγονός. Τον σταμάτησαν να πάρουν τα στοιχεία του. Ρεζίλι γίναμε. ‘Δεν την παρακολουθώ’ τους είπε, ‘τη γνωρίζω την κυρία’. Λέγοντάς τους όμως ότι με γνωρίζει έγινα κόκκινη από ντροπή. Ποιος ξέρει τι θα νόμισαν οι άνθρωποι, πως ήμουν καμιά του δρόμου και με παρακολουθεί ο άντρας μου. Οι αστυνόμοι πάντως του κράτησαν τα στοιχεία, κι εγώ έκανα μια βδομάδα να του μιλήσω, αφού πρώτα είχαμε άλλον έναν μεγάλο καυγά. Ήταν πραγματικά προκλητικός. Ενώ αυτός είχε λερωμένη τη φωλιά του, ενώ τόσα χρόνια -διανύαμε το έκτο έτος της σχέσης μας- ούτε μια φορά δεν του έδωσα δικαιώματα, έφτασε στο σημείο να με παρακολουθεί. Ίσως επειδή ζούσε αυτός έτσι, νόμιζε πως γυρνάω κι εγώ με τον έναν και τον άλλο. Ξέρω πως όλα είναι δούναι και λαβείν, ακόμα και στις σχέσεις. Ο καθένας παίρνει πολλές φορές κάτι διαφορετικό από τον άλλο, αλλά στη δικιά μας περίπτωση και σιγά σιγά, άρχισαν όλα να προσφέρονται από τη δικιά μου πλευρά. Γνωρίζω επίσης, πως όλα έχουν κόστος. Η απόλαυση, η αγάπη, η αγκαλιά. Αλλά το κόστος για μένα άρχισε να γίνεται μεγάλο. Όταν αγαπάς κάποιον θέλεις να μοιράζεσαι μαζί του όσον το δυνατόν περισσότερο χρόνο, αλλά στην περίπτωσή μας όσο πέρναγε ο καιρός, ο χρόνος μεταξύ μας γινόταν όλο και πιο λίγος, με διάφορες αφορμές. Ακόμα και πριν λίγες μέρες είχαμε κανονίσει να βγούμε έξω, και μου τηλεφώνησε να μου πει πως δεν μπορεί. Ίσως φαίνεται απλό, δεν είναι όμως γιατί δε ζούμε μαζί ενώ έχουμε σχέση έξι χρόνια. Δε συνέβη πρώτη φορά, εγώ πρέπει να πηγαίνω όπου θέλει, αυτός μόνο όταν έχει ελεύθερο χρόνο, αλλιώς δεν πρέπει να πηγαίνω ή αν πάω μόνη μου, τσακωνόμαστε.  Όπως θα συμβεί και τώρα που θα γυρίσω, δεν τον συνήθισα σε τόσο μακρόχρονη απουσία, αλλά δεν άντεχα. Αποφάσισα να έρθω εδώ με κάποιον που με εκτιμάει και με σέβεται. Τόσες φορές μου πρότεινε να πάμε μια εκδρομή και αρνήθηκα για να μην χαλάσω τη ζαχαρένια του Κώστα, αλλά ως εδώ, αρκετά! Ο πατέρας μου τον τελευταίο καιρό ήδη υποπτεύεται πράγματα, δεν είναι δα χαζός, ένα κορίτσι στην ηλικία μου, συνέχεια μόνο!

 

Πριν λίγες μέρες παραλίγο να πέσουμε πάνω του. Αυτό ξέχασα να στο πω, άλλη μια περιπέτεια του Κώστα. Με γύριζε στο σπίτι, όπως κάνει συνήθως για να πάει στην κόρη του. Άφησε το αμάξι για να με συνοδέψει μέχρι την πόρτα μου, τότε κατέβαινε ο πατέρας μου. Όταν τον είδε σκαρφάλωσε σε ένα δέντρο, ο πατέρας μου με αντίκρισε μόνη, πλησίασε να με ρωτήσει, που είχα πάει. Εγώ συζητούσα μαζί του κάτω από το δέντρο, κι εκείνος ήταν σκαρφαλωμένος πάνω, γραπωμένος σαν τη γάτα. Μισή ώρα έκατσε εκεί, γιατί ο πατέρας μου είχε όρεξη για κουβέντα. Τελικά κι όταν προχωρήσαμε λίγο πιο πέρα, ο Κώστας δεν άντεξε άλλο και έσκασε στο χώμα. Όταν το αντιλήφθηκε ο πατέρας μου, νόμισε ότι ήταν κάποιος κλέφτης, τον πήρε στο κυνηγητό. Ο δικός μου βέβαια, λαγός, είχε εξασκηθεί βλέπεις. Του πέταξε κάτι πέτρες που βρήκε μπροστά του. ‘Έπρεπε να ’χω την καραμπίνα’, του φώναξε, ‘να σε τακτοποιήσω’ και μετά με άρχισε στις συμβουλές και μου είπε να έρχεται να με παίρνει όταν γυρίζω μόνη μου. ‘Είδες μικρό μου σου χρειάζεται ένας άνδρας, καιρός σου να παντρευτείς κι εσύ’. Δεν έφτανε αυτό βέβαια, όταν μιλήσαμε στο τηλέφωνο αργότερα ο Κώστας μου έβαλε τις φωνές που δεν πήρα νωρίτερα τον πατέρα μου από εκεί και υπέστη όλα αυτά. ‘Καλά να πάθεις’, του απάντησα, ‘σου άξιζε’. Και πράγματι του άξιζε. Την επόμενη μέρα όμως τον λυπήθηκα γιατί οι πέτρες του πατέρα μου βρήκαν στόχο και το κεφάλι του είχε δυο μεγάλα καρούμπαλα. ‘Είδες τι έπαθα για σένα;’, ‘Δεν πειράζει, ίσως βάλεις μυαλό και δεν το έπαθες για μένα’, του απάντησα αν και δεν έβαλε, αφού λίγες μέρες αργότερα άρχισε να μου λέει για την κόρη του και τον ρόλο που πρέπει να παίξει στη ζωή μας.

         

Τον τελευταίο καιρό όμως υπάρχει κι άλλος ένας παράγοντας που δυσκολεύει την πρόσβασή του στο σπίτι μου. Οι γείτονες τον βλέπουν χρόνια να μπαινοβγαίνει κι άρχισαν τα σχόλια για το παλικάρι που έρχεται στην πολυκατοικία μας. Έτσι ήμαστε ακόμα πιο προσεκτικοί. Σε καμία περίπτωση δε θα ήθελα ο πατέρας μου να μάθει κάτι με αυτόν τον τρόπο, αλλά όπως λέει κι ο Αριστοτέλης δεν μπορώ να κρύβομαι έπ’ άπειρο, όσο περνάει ο καιρός τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες να ανακαλύψει την αλήθεια με τον πιο άσχημο τρόπο».

         

«Αυτή είναι η ιστορία μου Αντιγόνη. Δεν ξέρω ίσως να έχεις ακούσει πάρα πολλές και να σου φαίνεται μικρή κι ασήμαντη, αλλά όταν τη ζεις δεν είναι έτσι. Είμαι με αυτόν τον άνδρα, τον αγαπάω, τον θέλω, έχω αφεθεί πάνω του, αλλά τα πράγματα δεν πάνε όπως θα ήθελα».

Η Αντιγόνη σηκώθηκε πήρε ένα πακέτο τσιγάρα απ’ το διπλανό τραπέζι και έφερε ένα μπουκάλι κρασί ακόμα. Στη συνέχεια πήγε στο τζάκι, κι ανακάτεψε τα λιγοστά κάρβουνα που είχαν μείνει, κι απ’ αυτά άναψε το τσιγάρο της. Έδειχνε αρκετά προβληματισμένη και το μυαλό της ταξίδευε μακριά, δεν είχε ανοίξει ακόμα το στόμα της. Έβαλε κρασί στα ποτήρια και είπε.

«Είναι από το ίδιο βαρέλι, πως σου φαίνεται;»

«Εξαιρετικό!»

«Το πιο πολύ κρασί το αγοράζουμε, αλλά έχω κι ένα αμπέλι, που φτιάχνω το κρασί αυτό. Με τα κλίματα τα καταφέρνεις καλύτερα πολλές φορές, παρά με τους ανθρώπους».

«Δεν έχεις άδικο».

«Την άκουσα με ενδιαφέρον την ιστορία σου, σίγουρα υπάρχουν κι άλλες, αλλά αυτή λόγω του ψέματος μου θύμισε την ιστορία μια άλλης κοπέλας».

«Φαίνεται είναι παρόμοιες όλες οι ιστορίες», παρατήρησε η Μαργαρίτα.

«Κάπως έτσι είναι, πράγματι!»

«Όλοι τους λένε τα ίδια ψέματα».

«Όχι όλοι, αλλά σίγουρα πολλοί».

«Στην περίπτωσή μου φταίω κι εγώ».

«Είναι αστείο ο ειλικρινής να φταίει, αυτός που λέει την αλήθεια, κι ο κίβδηλος να περνιέται για έξυπνος».

«Έτσι φαίνεται πως είναι όμως».

«Τελικά δικαιούμαστε να λέμε ψέματα μερικές φορές; Εσύ τι λες Μαργαρίτα;»

«Δεν ξέρω αν είναι δικαίωμα, αλλά σίγουρα κάποιοι τα χρησιμοποιούνε. Μάλλον η ερώτησή σου έχει υποκειμενική απάντηση».

«Αν αρχίσουμε έτσι δε θα καταλήξουμε πουθενά, θα πρέπει να υπάρχει σαφής ορισμός του πότε πρέπει, κι αν πρέπει να λέμε ψέματα και πότε όχι, αλλιώς ο καθένας μέσα από τον υποκειμενισμό θα λέει ότι δικαιούται να λέει ψέματα για λογαριασμό του».

«Ίσως σε περιπτώσεις όπως αυτή του γιατρού, που δε λέει την αλήθεια στον μελλοθάνατο ασθενή».

«Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση πιστεύω πως δικαιούται ο ασθενής να μάθει την αλήθεια, για να τακτοποιήσει τις τελευταίες λεπτομέρειες της ζωής του. Αλλά έτσι όπως το ορίζεις, ο γιατρός δεν ευνοείται από το ψέμα, κι αυτό είναι ξεκάθαρο».

«Σίγουρα».

«Στην δικιά σου περίπτωση όμως ο Κώστας ωφελήθηκε από το ψέμα που σου είπε».

«Έτσι φαίνεται».

«Τελικά δεν κατάλαβα Μαργαρίτα γιατί έμεινες σε αυτή τη σχέση, εκτός από το ψέμα και την εξαπάτηση που δέχθηκες και το θεωρώ πολύ σημαντικό, η σχέση αυτή δε σου προσφέρει τίποτα».

«Ίσως φοβήθηκα και δεν ήθελα να τη χαλάσω τόσο εύκολα. Ήθελα να δώσω μια ευκαιρία ακόμα. Εσύ θα χώριζες για ένα τέτοιο ψέμα;»

«Με τη σημερινή μου γνώση, θα χώριζα και με μικρότερο».

Η Μαργαρίτα δε μίλησε, ήπιε μια γουλιά από το κρασί της και περίμενε την επόμενη φράση».

«Όταν κάποιος σου πει ένα ψέμα και το συγχωρήσεις τόσο απλά, μετά θα έρθει το δεύτερο, το τρίτο, αν δεν σου έχει πει κι άλλα. Συμφωνώ πάντως με τον Αριστοτέλη που σου είπε ότι δεν έπρεπε να γυρίσεις άνευ όρων. Του έδωσες τη δυνατότητα να πιστεύει πως θα ανεχτείς τα πάντα, δικαίωσες το ψέμα του και τον έκανες να νιώσει και έξυπνος».

«Δεν είναι ακριβώς έτσι», απάντησε νιώθοντας επιθετική την Αντιγόνη και συνεχίζοντας, «ξέρει πως αν δεν αλλάξουν τα πράγματα θα με χάσει».

«Δεν το δείχνει, από όσα μου είπες».

«Ήταν και το ατύχημά του!»

«Στη θέση σου, ας είχε πάθει και χειρότερα δε θα με ένοιαζε, άλλωστε πιστεύω πως αυτό είναι το άλλοθί σου, θα γύριζες ούτως ή άλλως. Τόσα σου έκανε και εσύ επιμένεις. Μόνο με την κόρη του τα βάζεις, που δε φταίει σε τίποτα στο κάτω κάτω».

«Μου δίνεις ένα τσιγάρο;»

«Καπνίζεις;»

«Όχι!» απάντησε και ξέσπασαν και οι δυο σε γέλια. Πήρε το τσιγάρο και το τοποθέτησε στα χείλη της. Μετά έξυσε νευρικά το κεφάλι της. Στη συνέχεια σηκώθηκε κι άρχισε να πηγαινοέρχεται, αφήνοντας την Αντιγόνη να κάθεται. Όταν την έπιανε το νευρικό της δεν την ένοιαζε όποιος και να ’τανε μπροστά. Τα λόγια της Αντιγόνης την έβαλαν σε σκέψεις, ίσως είχε δίκιο, ίσως έκανε λάθος να γυρίσει έτσι, και ευθυνόταν εξ’ ολοκλήρου η ίδια για την κατάστασή της. Βέβαια το ήξερε κατά βάθος, αλλά προτιμούσε να μην το σκέφτεται, όπως και τα υπόλοιπα.

 

«Να σε ρωτήσω κάτι ακόμα προσωπικό;»

«Ελεύθερα», απάντησε η Μαργαρίτα, χρησιμοποιώντας μια έκφραση που συνήθως έλεγε ο πατέρας της.

«Ο Αριστοτέλης τι ρόλο παίζει στη ζωή σου;»

«Είναι ένας καλός μου φίλος».

«Αυτό το κατάλαβα, αλλά αν δε σε πειράζει ήθελα να σε ρωτήσω αν κάτι ερωτικό κρύβεται πίσω από τη σχέση σας».

«Δεν σου κρύβω πως είχαμε έρθει πολύ κοντά πριν φύγει για το εξωτερικό. Αν δεν έφευγε ίσως να ήμασταν ζευγάρι τώρα. Δε συνέβη ποτέ κάτι μεταξύ μας και είμαστε απλά φίλοι».

«Μερικές φορές φοβάμαι πως αγαπάμε ανθρώπους που δεν το αξίζουν».

«Ο Αριστοτέλης λέει πως πάντα μας δίνεται μια δεύτερη ευκαιρία, αρκεί να τη δούμε και να την αρπάξουμε».

«Ο Αριστοτέλης τη βρήκε τη δεύτερη ευκαιρία του;»

«Ε, γιατί το λες αυτό; Σου είπε κάτι;», ρώτησε αμήχανα.

«Μερικά πράγματα που φαίνονται, δε χρειάζεται να στα επιβεβαιώσουν οι άλλοι».

Η Μαργαρίτα έκατσε στη θέση της, απέναντι απ’ την Αντιγόνη κι  αρπάζοντας το ποτήρι της άρχισε να λέει με περισσό ζήλο, λες και ήθελε να το πιστέψει και η ίδια, «Δεν είναι όμως όλα τόσο άσχημα με τον Κώστα, γελάω μαζί του περνάω καλά…» Η Αντιγόνη τα ήξερε αυτά τα είχε ζήσει και η ίδια στη δικιά της ζωή, τα είχε ακούσει στις ιστορίες ανθρώπων σε εκείνη τη σάλα. Παρόμοιες ή και πιο επίπονες από αυτήν της Μαργαρίτας. Ιστορίες γεμάτες προδοσία, ψέματα, ενοχές που σημάδεψαν τις ζωές των πρωταγωνιστών τους. Όμως η συγκεκριμένη ιστορία και αυτό το ψέμα την έκανε να νιώσει πως κάτι κοινό είχε με την νέα της φίλη. Όταν η Μαργαρίτα τελείωσε με την απολογία της ρώτησε τη συνοδοιπόρο της βραδιάς εκείνης αν θα της έλεγε τη δικιά της ιστορία.

«Και βέβαια θα στην πω, τι διάολο φίλες είμαστε. Αλλά όχι σήμερα, γιατί η δικιά μου ιστορία είναι πολύ μεγάλη και θα μας πάρει αρκετό χρόνο και ήδη κοντεύει να ξημερώσει. Βλέπεις είμαι και μεγαλύτερη, δεν έχω τόσες αντοχές».

«Έχει σχέση με τον Νίκο;»

«Όχι, ο Νίκος δεν ήταν ο πρωταγωνιστής στην ιστορία μου, αν και θα έπρεπε, ο Νίκος είναι ένας καλός φίλος, που έμαθε να με στηρίζει κι έμαθα να τον έχω δίπλα μου».

«Πρέπει να σε αγαπάει πολύ».

«Αλήθεια είναι, μερικά πράγματα δεν κρύβονται και δεν πρέπει ούτε να τα κρύβουμε, ούτε να τα καταπιέζουμε».

«Φαίνεται από τον τρόπο που σε κοιτάζει».

«Μοιάζει στον τρόπο που με κοίταζε ο πατέρας μου, γεμάτος στοργή. Τον αγαπάω κι εγώ εξίσου το ίδιο μα δεν μπόρεσα να του δώσω ποτέ όσα θα ήθελε, όχι γιατί δεν ήθελα, αλλά γιατί δεν μπορούσα».

«Περίεργα μου τα λες». 

«Περίεργα είναι, κι όχι απ’ το κρασί, αλλά απ’ την ίδια τη φύση του ανθρώπου, όμως ξημέρωσε ας πάμε να ξαπλώσουμε, αύριο δεν έχουμε κρατήσεις και μπορούμε να τα πούμε όλα. Άντε πήγαινε στο δωμάτιό σου, εγώ θα περιμένω να έρθει ο Νίκος, στο λέω για να σου φύγει η απορία και να μην στήσεις καραούλι, και έπειτα θα πάω και εγώ να πλαγιάσω για λίγο».

 

 

(11) Μια ήρεμη μέρα

 

Κόντευε μεσημέρι όταν άνοιξε τα μάτια της. Είχε κοιμηθεί αρκετά ώστε να νιώθει ξεκούραστη, αλλά προτίμησε να μείνει λίγη ώρα ακόμα ξαπλωμένη, άλλωστε έπρεπε να γυρίσει στην πόλη ξανά και με τη δουλειά, δε θα είχε κάθε μέρα την πολυτέλεια αυτή, του να μένει ξαπλωμένη δίχως λόγο στο κρεβάτι της. Κουκουλώθηκε λοιπόν κι άρχισε να τρίβει απαλά, αλλά νευρικά το στρώμα. Θυμήθηκε την συζήτηση που είχε με την Αντιγόνη την προηγούμενη βραδιά, ήταν η πρώτη φορά που είχε πει σε κάποιον ολοκληρωμένα την ιστορία της, αλλά δεν την πείραζε, ίσα ίσα την ευχαριστούσε, άλλωστε ήταν δυο ξένες μέχρι εκείνη τη στιγμή και δε θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την ιστορία της προς όφελος της, σκέφτηκε. Η εξομολόγηση σε έναν άγνωστο είναι ό,τι το καλύτερο, έτσι όπως οι άντρες λένε τη θλιβερή τους ιστορία σε κάποια barwoman ή κάποια γυναίκα που ψωνίζουν σε ένα μπαρ και δεν ξαναβλέπουν ποτέ ξανά στη ζωή τους.

 

Σήμερα όμως ήταν η μεγάλη βραδιά, θα της εξομολογούταν η Αντιγόνη την δικιά της ιστορία, όπως της είχε υποσχεθεί το προηγούμενο βράδυ. Ποιος ξέρει βέβαια αν θα τολμούσε να της έλεγε την αληθινή της ιστορία, ή την ιστορία κάποιας από τις γυναίκες που επισκέπτονταν το μοτέλ και της εξομολογούνταν τα βάσανά τους. Δεν την πείραζε όμως. Ακόμα κι αν δεν μάθαινε κάτι για την νέα της φίλη, αισθανόταν ικανοποιημένη που κατάφερε και μοιράσθηκε μαζί της, όλα αυτά που έθαβε τόσα χρόνια μέσα της και τα αφηγούταν μόνο αποσπασματικά στην μητέρα της και τον Αριστοτέλη. «Τι να κάνει ο Αριστοτέλης;» συλλογίστηκε και συνέχισε τις σκέψεις της, πως έκανε πολύ καλά που αποφάσισε τελικά να ακούσει τη συμβουλή του και να τον ακολουθήσει ως εκεί, μακριά απ’ το σπίτι της.

Καθώς καθόταν ξαπλωμένη, έδωσε ένα σάλτο και πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι, αφήνοντας τα στρωσίδια πίσω της. Άνοιξε το ραδιόφωνο που υπήρχε στο κομοδίνο  κι άρχισε να λικνίζει το σώμα της στο ρυθμό της μουσικής. Δεν ήταν ακριβώς χορός αυτό που έκανε, αλλά κινήσεις που ταίριαζαν στον ήχο που άκουγε, ενώ με τα χέρια της άγγιζε το σώμα της. Την ευχαριστούσαν πολύ οι κινήσεις αυτές και συνέχισε ακόμα για αρκετά κομμάτια, ασυναίσθητα, χωρίς να έχει καμιά σκέψη στο μυαλό της. Κινούταν απαλά και γλυκά κι άρχισε να κάνει ρυθμικά βήματα στο δωμάτιο, όπως η πεταλούδα στη φύση. Κάποια στιγμή βρέθηκε μπροστά στον καθρέφτη, συνέχισε χωρίς καμιά διακοπή, γύριζε το σώμα της προς όλες τις πλευρές για να το δει, κι όταν το κομμάτι στο ανοικτό ράδιο έγινε πιο slow, έβγαλε το μπλουζάκι που φορούσε, αφήνοντάς το να πέσει στο πάτωμα και αποκαλύπτοντας το πλούσιο και τρυφερό στήθος της, έδειξε αμήχανη μα εκτίμησε ιδιαίτερα αυτό που έβλεπε, στη συνέχεια έβγαλε και το κιλοτάκι της κι έμεινε γυμνή απέναντι στον καθρέπτη. Αυτή και η λικνιζόμενη φιγούρα της μόνες τους. Ήταν η πρώτη φορά μετά από καιρό που έβλεπε το σώμα της έτσι και το εκτιμούσε πάρα πολύ. Όχι πως δεν βρισκόταν γυμνή μπροστά σε έναν καθρέπτη, αλλά ποτέ δεν έβλεπε το σώμα της με αυτόν τον τρόπο. Τον τελευταίο καιρό στεκόταν ελάχιστα, απλά και μόνο για να ετοιμαστεί μπροστά του, άλλωστε υποτιμούσε τις σωματικές της ικανότητες. Μα αυτό που έβλεπε τώρα μπροστά της μετά από τόσο καιρό, και έχοντας βρεθεί χωρίς έγνοιες στο κεφάλι της, ήταν κάτι πολύ όμορφο που την έκανε να νιώθει ευχάριστα. Είχε καιρό να νιώσει όμορφα μόνη της, έπρεπε να είναι κάποιος άλλος μαζί της για να νιώθει καλά, τις μοναχικές της ώρες απλά σκεφτόταν προβλήματα και περίμενε κάποιον να έρθει. Μα δεν μπορείς να είσαι ευτυχισμένος με τους άλλους, όταν δεν μπορείς να είσαι και μόνη σου! Δεν σταμάτησε να κοιτάζει το σώμα της και να αγγίζει ένα ένα τα σημεία του, απαλά και τρυφερά όπως μια γυναίκα μπορεί και κάνει για τον εαυτό της, ο λαιμός της, το πρόσωπό της, η κοιλιά της, το αιδοίο της, οι γλουτοί της, οι γάμπες, οι μηροί, οι αστράγαλοι, τα δάχτυλά της.

Έσκυψε λίγο, μπροστά στον καθρέφτη κι άρχισε να δοκιμάζει εκφράσεις του προσώπου, φούσκωνε τα μάγουλα, μετά έβγαζε τη γλώσσα της, διπλωμένη, αριστερά, δεξιά. Γούρλωσε τα μάτια της,  έβαλε το δάκτυλο στο στόμα κάνοντας αισθησιακές κινήσεις, μετά προσπάθησε να κάνει αντιδράσεις που χρησιμοποιούσε καθημερινά, θυμός, χαρά, θλίψη, γέλιο, με το τελευταίο δοκίμασε πολλά. Τελικά ανακάλυπτε πως δεν είχαν άδικο οι άντρες που την πείραζαν στο δρόμο και την έκαναν να θυμώνει, είχε δίκιο ο Αριστοτέλης που της έλεγε ότι είναι όμορφη.

«Είμαι όμορφη!» παραδέχτηκε.

Προχώρησε προς το παράθυρο, αφήνοντας τον καθρέφτη πίσω της. Γυμνή όπως ήταν τράβηξε την κουρτίνα, με το ρίσκο να την δει όποιος βρισκόταν έξω και κοίταζε το παράθυρό της. Ήξερε πως δεν υπήρχε κανείς στο ξενοδοχείο, πλην των δυο γυναικών και έτσι το ρίσκο ήταν μικρό, άλλωστε κανένας δεν ανέβαινε δίχως λόγο εκεί. Δέχτηκε τον ήλιο πάνω της, όπως τον δέχεται ο ανθός. Η μέρα  ήταν πολύ γλυκιά, φώτιζε όλο το τοπίο και το σώμα της από το ύψος του στήθους και πάνω, έκανε μια περιστροφή για να την κυκλώσει και να τον δεχθεί παντού, όπως η ερωτευμένη τον εραστή της, σήκωσε εναλλάξ τα πόδια της για να τα αγγίξει και να της τα ευλογήσει, πήρε διάφορες στάσεις για να φωτιστεί παντού από αυτόν, στη συνέχεια έκανε μια αγκαλιά για να τον κρατήσει. Μια ιδέα πέρασε από το μυαλό της σαν αστραπή εν αιθρία. Πόσο θα ήθελε να βγει γυμνή έξω, στο υπέροχο αυτό τοπίο που φωτιζόταν από τον ήλιο και να συνεχίσει τις χορευτικές της κινήσεις. Άπλωσε τα χέρια της στην οροφή του παραθύρου και τέντωσε το στήθος της, ώσπου οι ρώγες της άγγιξαν στο ζεστό απ’ τον ήλιο τζάμι, πίεσε λίγο ακόμα το στήθος της και στην συνέχεια το απομάκρυνε γρήγορα, φοβούμενη μην τυχών τη δει κάποιος, ήταν μεσημέρι, αλλά ίσως ο Νίκος είχε πάει να επισκεφτεί την Αντιγόνη και θα ένιωθε μεγάλη ντροπή να την δει γυμνή, ακόμα κι αν το σώμα της ήταν ένα έργο τέχνης.

Σε λίγο βρέθηκε στο μπάνιο, άνοιξε το ντους και αφέθηκε στην αγκαλιά του νερού. Δεν είχε πάψει να κινείται στον ρυθμό του ραδιοφώνου, ενώ άφηνε το νερό να της πάρει όλες τις έγνοιες. Με άδειο το μυαλό της συνέχισε για αρκετή ώρα στο μπάνιο και δε θα το έλεγε να βγει, αν δεν ήθελε τόσο πολύ να κάνει μια βόλτα, πιο μακρινή απ’ τη συνηθισμένη, αφού τόσες μέρες δεν είχε φύγει από τον περιβάλλοντα χώρο του μοτέλ.

 

Όταν κατέβηκε κάτω, η Αντιγόνη έλειπε. Είχε πάει στην πόλη για να κανονίσει κάποιες δουλειές του μοτέλ. Τότε πήρε τον δρόμο και προχωρούσε προς την πόλη, ήταν αρκετά μακριά βέβαια και δεν υπήρχε περίπτωση να φτάσει γρήγορα, αλλά δεν την ένοιαζε κιόλας ήθελε να απολαύσει το τοπίο και να περπατήσει μόνη της στον ήλιο, αυτό και έκανε. Ελπίζοντας βέβαια πως δε θα συναντήσει στον δρόμο της κάποιον λύκο ή κάποιο άλλο επικίνδυνο ζώο. Σκόπευε να πάρει τη δημοσιά, αλλά τελικά προτίμησε να ακολουθήσει ένα ρεματάκι μέσα στο δάσος, που ο Αριστοτέλης της είχε πει πως κόβουν δρόμο και φτάνουν σε παρακάτω σημείο της δημοσιάς. Κακά τα ψέματα δεν ήταν παιδί της φύσης, αλλά ό,τι είχε να κάνει με το νερό την μάγευε χειμώνα, καλοκαίρι. Η θάλασσα, οι λίμνες, τα ποτάμια, τα ρέματα. Ήταν λες κι είχε γεννηθεί απ’ τα νερά. Κόλλαγε σαν μαγνήτης πάνω τους. Στη διαδρομή σταμάταγε έριχνε ξυλαράκια μέσα στο ρέμα και τα ακολουθούσε, αφού πρώτα με τη φαντασία της τα έκανε πειρατικά, εμπορικά πλοία, χωρίς όμως να πλέξει άλλη ιστορία πάνω τους. Τελικά κάποια στιγμή βγήκε πάλι στον δημόσιο δρόμο, από εκείνο το σημείο φαινόταν η πόλη. Θα ήθελε να φτάσει ως εκεί, αλλά ήταν πολύ μακριά. Θα περπατούσε λίγο ακόμα και θα επέστρεφε πίσω. Καθώς προχωρούσε σε ένα κτήμα είδε ένα αμάξι. Θυμήθηκε τον ιδιοκτήτη του, που εκείνη την ώρα φόρτωνε ξύλα. Πλησίασε δειλά προς το μέρος του.

«Γεια σου!»

Ο άνδρας γύρισε προς το μέρος της, διακόπτοντας για λίγο την εργασία του. Βλέποντάς την χαμογέλασε.

«Γεια σου!» απάντησε, αν και σάστισε που την είδε εκεί.

«Εσύ δεν είσαι ο Νίκος της Αντιγόνης;» τον ρώτησε.

Ο άντρας γέλασε. «Ναι, κατά μια άποψη».

«Δε σε πείραξε!» συνέχισε η Μαργαρίτα, προσπαθώντας να διορθώσει το ατόπημά της.

«Όχι, αλλά που το ξέρεις;»

«Σας έχω δει μερικές φορές στο μοτέλ».

«Α, είσαι εσύ που μας παρακολουθούσες».

«Σου το ’πε η Αντιγόνη;» ρώτησε κοκκινίζοντας.

«Όχι, σε είδα τόσες φορές που μας παρακολουθούσες, ξέρεις εμείς οι άνθρωποι της φύσης έχουμε τις ιδιότητες και τα ένστικτα των άγριων ζώων, καταλαβαίνουμε σε απόσταση μεγάλη τους άλλους, ειδικά στο δικό μας περιβάλλον. Πάντως δεν είπα τίποτα στην Αντιγόνη δεν ήθελα να θυμώσει μαζί σου», της είπε χαμογελώντας και φόρτωσε τα τελευταία κούτσουρα στο φορτηγό.

«Το ξέρει». 

«Δεν αμφιβάλω! Δεν της ξεφεύγει τίποτα. Τι κάνεις όμως εδώ;»

«Στο μοτέλ ή στο χωράφι σου;»

«Στο χωράφι».

«Ήθελα να κατέβω στην πόλη».

«Μμ, Μεγάλη απόφαση».

«Ναι, βλέπω ότι είναι μακριά».

«Αν θέλεις μπορώ να σε πετάξω εγώ ως εκεί. Ο δρόμος μου είναι άλλωστε. Μα δε θα επιστρέψω ξανά σήμερα, οπότε θα πρέπει να βρεις άλλο μεταφορικό για τον γυρισμό».

«Δεν πειράζει, θα γυρίσω με ταξί».

«Εντάξει τότε, ανέβα πάνω».

 

Στην αρχή της διαδρομής δεν αντάλλαξαν ούτε μια λέξη, άφησαν το κασετόφωνο να καλύπτει τη σιωπή. Ο Νίκος πρόσεχε το δρόμο και η Μαργαρίτα χάζευε τη διαδρομή, που πριν λίγες μέρες είχε κάνει αντίστροφα με τον Αριστοτέλη.

«Που μένεις, στην πόλη;» τον ρώτησε.

«Όχι ακριβώς, λίγο πιο έξω, σ’ ένα χωριό πριν μπούμε σε αυτήν, όπως κατεβαίνουμε».

«Από δω είσαι; Βέβαια από δω θα είσαι τι βλακείες ρωτάω!»

«Μπα μην το λες, η μητέρα μου είναι από δω, αλλά ζω χρόνια τώρα σε ετούτον τον τόπο, κανείς δεν ξέρει από πού θα ξεκινήσει και που θα καταλήξει και για αυτό η ζωή μας είναι και όμορφη, γιατί είναι απρόβλεπτη».

Η Μαργαρίτα κούνησε το κεφάλι. Δεν κατάλαβε ακριβώς, αλλά σίγουρα τα λόγια του είχαν σχέση με την ιστορία τους με την Αντιγόνη. Συνέχισαν τη συζήτηση ως το τέλος της διαδρομής, πλέον μιλούσαν γενικά για τον τόπο του και τις καλλιέργειες. Ήξερε πάρα πολλά για τη γη και τα χώματα. Από όταν πήρε την απόφαση να ασχοληθεί με τη φύση έκανε σπουδές και παρήγαγε πολλά απ’ τα προϊόντα του με βιολογικό τρόπο, στέλνοντας ακόμα και σε καταστήματα στην Αθήνα. Ήταν καλλιεργημένο άτομο και της έκανε καλή εντύπωση. Αυτά σε συνδυασμό με την υπομονή του ήταν οι παράγοντες, που τον έκαναν φίλο της Αντιγόνης.

«Φτάσαμε, θες να σε πάω κάπου συγκεκριμένα;» τη ρώτησε.

«Όχι, ευχαριστώ πολύ, μια χαρά είν’ εδώ», απάντησε και κατέβηκε από το αυτοκίνητο.

 

Είχε φτάσει ήδη το απόγευμα, δεν γνώριζε την πόλη, έβαλε τα χέρια της στην τσέπη και προχωρούσε στο πεζοδρόμιο, ενώ στο δρόμο δίπλα της πέρναγαν τα αυτοκίνητα. Δε σκεφτόταν τίποτα, άφησε το είναι της να κινηθεί ελεύθερα, χωρίς να το καταπιέζει με σκέψεις. Ήδη είχαν ανάψει τα πρώτα φώτα των δρόμων. Συνέχισε να περπατάει προς το κέντρο, στον πεζόδρομο της πόλης, χαζεύοντας τις βιτρίνες. Κοίταζε τα ρούχα και τα κοσμήματα με μόνο κριτήριο την ομορφιά τους, τίποτα περισσότερο, στεκόταν μπροστά τους χωρίς να σκέφτεται, παρά μόνο αισθανόταν όμορφα. Συνεχίζοντας τη διαδρομή της συνάντησε έναν τηλεφωνικό θάλαμο, ήδη είχε πέσει το σκοτάδι. Πλησίασε, άγγιξε την εξωτερική του μεριά. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα, την έκλεισε κι άρχισε να σχηματίζει έναν αριθμό αρκετές φορές, χωρίς να βάλει στη σχισμή την τηλεκάρτα. Τι να έκανε τώρα ο Κώστας μοναχός του; Την σκεφτόταν; Πόσο θα ήθελε να είναι μαζί του, να την κρατάει αγκαλιά. Δεν ήταν τόσο αργά θα έπαιρνε το επόμενο λεωφορείο και σε λίγες ώρες θα ήταν κοντά του. Μα πάλι έπρεπε να μείνει εκεί. Να ακούσει την ιστορία της φίλης της. Κι αν δεν την άκουγε όμως δεν έτρεχε και τίποτα. Αυτή κατάφερε να πει αυτά που ήθελε, αυτά που δεν έλεγε σε κανέναν. Όχι όμως δεν έπρεπε να γυρίσει ηττημένη πίσω, να πέσει στην αγκαλιά του έτσι απλά. Έβαλε την τηλεκάρτα στη σχισμή του τηλεφώνου, θα τον έπαιρνε τηλέφωνο να μάθει τουλάχιστον τι κάνει. Της έλειπε πολύ, δεν ήθελε να το κρύψει από τον εαυτό της και δεν υπήρχε λόγος. Σχημάτισε το νούμερό του. Ήθελε να ακούσει τη φωνή του, να του μιλήσει.

«Παρακαλώ;» ακούστηκε στο τηλέφωνο, «Παρακαλώ ποιος είναι; Απαντήστε!»

Αμέσως κατέβασε το ακουστικό, αν του μίλαγε, αν τη ρώταγε που είναι δε θα μπορούσε να του πει ψέματα, κι έτσι θα μάθαινε που βρίσκεται  και ίσως ερχόταν κιόλας ως εκεί. Τον άκουσε, ήταν καλά κι αυτό ήταν αρκετό, άλλωστε θα τον έβλεπε σύντομα, κι επιπλέον κι αυτός ποτέ δεν τη σκέφτηκε όταν έφευγε, κι έκανε μέρες να επικοινωνήσει μαζί της με διάφορα προσχήματα. Τα δάχτυλά της σχημάτισαν έναν άλλο αριθμό. Η φωνή που  ακούστηκε από το ακουστικό ήταν του Αριστοτέλη, που πολύ χάρηκε με την κλήση της.

«Σου τηλεφώνησα κι εγώ χτες και σήμερα το απόγευμα στο μοτέλ, αλλά έλειπες».

«Το ξέρω».

Μίλαγαν για αρκετή ώρα, η Μαργαρίτα συνεχώς γέλαγε ή χαμογέλαγε. Η τηλεκάρτα τελείωσε. Πήγε ως το περίπτερο και πήρε μια δεύτερη. Μα κάποιος άλλος πρόλαβε τον θάλαμο, μέχρι να τελειώσει άρχισε να πηγαίνει πάνω κάτω νευρικά, χωρίς να νοιάζεται για τον νεαρό που την κοίταζε όσο μιλούσε. Όταν ελευθερώθηκε το τηλέφωνο μπήκε ξανά στο θάλαμο και τηλεφώνησε στον Αριστοτέλη. Μίλησαν αρκετά, λέγοντας χίλια δυο άσχετα πράγματα. Τίποτα το συγκεκριμένο και το ουσιαστικό, απλά για να ακούει ο ένας τη φωνή του άλλου, κι ήταν και οι δυο χαρούμενοι.  Η τηλεκάρτα θα τελείωνε.

«Τελειώνει η κάρτα σε λίγο, θα τα πούμε όταν επιστρέψω».

«Πότε θα γυρίσεις, ή σε συνεπήρε η ζωή στο βουνό;»

«Όχι δα, με ξέρεις τώρα. Μεθαύριο το πρωί θα έχω επιστρέψει».

«Θέλεις να έρθω να σε πάρω;»

«Όχι, θα κατέβω μόνη μου, δε χρειάζεται».

«Καλά Μαργαρίτα, σε αγαπάω να προσέχεις».

«Κι εγώ σε αγαπάω, να προσέχεις κι εσύ».

 

 

(12) Η Αντιγόνη ανοίγεται

 

Όταν άνοιξε η πόρτα του μοτέλ και μπήκε σε αυτό η Μαργαρίτα, η Αντιγόνη την κοίταξε με προσποιητά περίεργο ύφος και της είπε.

«Εγώ νόμιζα πως έφυγες!»

«Όχι δα, αφού τα πράγματά μου είναι πάνω».

«Ξέρεις πόσοι μου αφήνουνε τα πράγματά τους και το σκάνε;»

Γέλασαν και οι δυο.

«Ανησύχησα γιατί άργησες, με ενημέρωσε ο Νίκος ότι κατέβηκες στην πόλη, τουλάχιστον πέρασες καλά;»

«Όμορφα, χαιρετίσματα από τον Αριστοτέλη, πάω να ετοιμαστώ  και θα κατέβω για το δείπνο. Τι ώρα είναι;»

«Καλόμαθες εσύ μου φαίνεται. Δεν έχει δείπνο σήμερα, άργησες να έρθεις», απάντησε η Αντιγόνη.

«Καλά», είπε η Μαργαρίτα και έφυγε προς τις σκάλες.

«Σε ένα τέταρτο να ’σαι κάτω μικρή».

 

Σε ένα τέταρτο ήταν κάτω, είχε πολλή ενέργεια, είχε φουσκώσει ύπνο όλες αυτές τις μέρες και ήθελε να ακούσει επιτέλους την ιστορία αυτή της Αντιγόνης, που  ο Αριστοτέλης της είχε πει ως ενός σημείου, και μόνο περιληπτικά.

Το τραπέζι ήταν έτοιμο στο ίδιο μέρος, που ήταν και την προηγούμενη βραδιά. Η ιδιοκτήτρια περίμενε την φίλη της, που μόλις κατέβαινε τις σκάλες, ακριβώς στην ώρα της.

«Έλα κάθισε».

«Ευχαριστώ!»

«Πως πέρασες στην πόλη;»

«Καλά, με πήγε ο Νίκος ως εκεί. Φαίνεται καλός άνθρωπος και ξέρει πολλά για τα κτήματα».

«Ναι, ασχολείται και με βιολογικές καλλιέργειες, ήταν από τους πρώτους που το έκανε σοβαρά, μάλιστα κάθε χρόνο τον καλούνε σε συνέδρια του εξωτερικού να μιλήσει για το θέμα. Πέρυσι είχε πάει στο Μοντραγκόν. Μέχρι και το υπουργείο τον ζήτησε να πάει στην Αθήνα για να συντονίζει από εκεί κοινοτικά θέματα, που έχουν να κάνουν με τις βιολογικές καλλιέργειες και το περιβάλλον, μα προτίμησε να μείνει εδώ, στη γη του. Η μόνη παραχώρηση που έκανε ήταν να δίνει τις γνώσεις του στη Νομαρχία. Κι αυτό δεν το κάνει υστερόβουλα, αποσκοπώντας κάπου, αλλά επειδή βλέπει σοβαρά τη δουλειά του. Τα τελευταία χρόνια έχει βγάλει πολλά χρήματα από τις ασχολίες του, τον προτιμούν οι καλύτερες εταιρίες και τα πιο γνωστά βιολογικά καταστήματα στην Αθήνα, αλλά και στο εξωτερικό. Υπάρχει μεγάλη ζήτηση γύρω απ’ τα προϊόντα του, πράγμα που ανεβάζει την τιμή. Μάλιστα έχει δικτυωθεί και στο ιντερνέτ και δουλεύει μέσω αυτού. Ο Νίκος με βοήθησε και με τη δική μου ιστοσελίδα, δική του ιδέα ήταν και αύξησε την πελατεία του μοτέλ κατά 15%. Είναι ευρηματικός και σπουδαίος σε αυτό που κάνει. Ήταν σίγουρο ότι θα πάει μπροστά. Πάντα τον εμπιστευόμουν».

«Τον θαυμάζεις!»

«Είναι από τους ανθρώπους που αξίζουν το θαυμασμό, και ναι τον θαυμάζω κι εγώ».

«Από την πρώτη στιγμή που σας είδα ένιωσα πως ταιριάζετε, πως είστε ένα. Τον αγαπάς;»

«Πως το εννοείς αυτό;»

«Με τον τρόπο που μπορεί κάποιος να το εννοήσει. Τον αγαπάς;»

«Και βέβαια είναι ο δικός μου άνθρωπος, ο πρώτος που με στήριξε όταν ήρθα εδώ, αν δεν ήταν αυτός δεν ξέρω αν θα τα είχα καταφέρει».

«Και γιατί δεν είστε μαζί Αντιγόνη;»

«Μα μαζί είμαστε, δε βλέπεις σχεδόν κάθε μέρα είναι εδώ, κι επειδή σήμερα έχασες επεισόδια, σε πληροφορώ πως ο Νίκος με κατέβασε στην πόλη».

«Ξέρεις τι εννοώ».

«Ξέρω. Κοίταξε Μαργαρίτα, μερικά πράγματα όταν δε γίνουν όταν πρέπει δε γίνονται ποτέ. Αν είχε έρθει νωρίτερα στη ζωή μου θα ήμασταν μαζί, όπως το εννοείς, την περίοδο όμως που εμφανίστηκε ήταν αργά. Βλέπεις ο χρόνος εκτός από υποκειμενικός είναι και αμείλικτος. Ένα γεγονός αν συμβεί σήμερα, σε δέκα ή σε εκατό χρόνια, μπορεί να έχει διαφορετική χροιά. Μπορεί σε άλλη εποχή να είναι σημαντικό και σε άλλη ασήμαντο. Μπορεί να φέρει επανάσταση ή να αφήσει τα πράγματα ως έχουν.

«Κι ο Νίκος άφησε τα πράγματα ως είχαν;»

«Όχι, αυτό θα ήταν άδικο να το πω, έπαιξε και παίζει έναν σημαντικό ρόλο στη ζωή μου, αλλά τώρα έμαθα μόνη μου, βασίζομαι στον εαυτό  μου πρώτα και μετά στους άλλους».

«Η ιστορία που θα μου πεις απόψε έχει σχέση με τον Νίκο;»

«Όχι».

«Ήταν κάποιος άλλος δηλαδή που σου σημάδεψε τη ζωή;»

«Ακριβώς, ήταν πολύ εύστοχο το σχόλιό σου, γιατί είναι κάποιοι άνθρωποι που μένουνε στη ζωή σου και κάποιοι άλλοι που απλά στη σημαδεύουν. Το σημάδι αυτό όμως το φέρεις πάνω σου και σου θυμίζει τη στιγμή που έγινε ξανά και ξανά. Ο άνθρωπος για τον οποίο θα σου μιλήσω απόψε και θα σου ανοίξω την καρδιά μου, είναι ένας τέτοιος άνθρωπος».

 

Η Αντιγόνη είχε διώξει όλους από το μοτέλ εκείνο το βράδυ και είχε μείνει μόνη με τη Μαργαρίτα, οι εξομολογήσεις αυτού του τύπου, είναι μια ολόκληρη ιεροτελεστία και το τυπικό ορίζει την εξομολόγηση να την κάνει ένας, βέβαια δεν υπάρχει κάποιος νόμος γραμμένος ή άγραφος, αλλά συνήθως οι άνθρωποι προτιμούν να εξομολογούνται σε ένα άτομο της εμπιστοσύνης τους, αλλιώς δεν μιλάμε για εξομολόγηση, αλλά για θέαμα. Η Αντιγόνη την ιστορία της δεν την είχε εμπιστευτεί σε κανέναν άλλο πλην του Νίκου μέχρι τότε. Βέβαια στην ιδιαίτερη πατρίδα της ήξεραν λίγο πολύ τι είχε συμβεί, ενώ εδώ κανείς άλλος δε γνώριζε την αλήθεια κι όσοι ήξεραν κάτι ήταν από μισόλογα, ενώ υπήρχαν και κάποιοι που έφτιαχναν τις δικές τους ιστορία για την κυρά του μοτέλ, όπως την αποκαλούσαν. Αυτής της γυναίκας είχε πάρει μια μυθική μορφή η ιστορία. Δεν κατέβαινε συχνά στην πόλη, παρά μόνο για δουλειές, ήταν απόμακρη με τον κόσμο, ο Νίκος ήταν ο μόνος που είχε πολλές παρτίδες μαζί της. Ήρθε από το πουθενά στον τόπο τους και έφτιαξε αυτό το μοτέλ στην άκρη του πουθενά, εκεί που κανείς δε θα έπαιρνε το ρίσκο κι όμως πέτυχε. Βέβαια κομμάτι της ιστορίας της πολλοί ήξεραν, αφού τίποτα δεν μένει κρυφό και ιδιαίτερα για άτομα που ενδιαφέρουν τον κόσμο, αλλά η πραγματική της ιστορία, μπερδευόταν με τον μύθο που είχαν πλέξει για αυτήν.

«Θα σου πω λοιπόν Μαργαρίτα την ιστορία μου, που μόνο εσύ θα ξέρεις. Έχεις καταλάβει πως είναι εμπιστευτική και δε θα ήθελα να διαδοθεί. Μα είναι αρκετά μεγάλη και θα μας πάρει ως το πρωί, σε προειδοποιώ».

«Μην ανησυχείς Αντιγόνη, θα σε ακούσω όσο κι αν χρειαστεί».

Έτσι λοιπόν κι αφού γέμισαν τα ποτήρια τους, όπως ακριβώς και το προηγούμενο βράδυ, με το ίδιο κρασί, η Αντιγόνη ξεκίνησε την διήγηση, απ’ τα νεανικά της χρόνια στο νησί της.

 

«Το νησί μου είναι πολύ όμορφο, γειτονεύει με την στεριά και το κυκλώνει η θάλασσα. Έχει ψηλά βουνά, που το χειμώνα τα σκεπάζει το χιόνι και υπέροχες παραλίες. Βέβαια για μένα πάνε χρόνια που το έχω χάσει όπως ο Οδυσσέας την Ιθάκη του. Το νησί μου είναι αυτό των ποιητών. Έχει δώσει τον εθνικό συγγραφέα της Ιαπωνίας, τον Λευκάδιο  Χέρν, τον Βαλαωρίτη, τον Σικελιανό, ένα Νόμπελ που μεσολάβησε η τότε ελληνική κυβέρνηση για να χαθεί, για τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Κι όπως λέει κι ο τελευταίος

 

…Ω χώματα της γης μου!

Χώμα Λευκαδίτικο,

πρωτόχωμα,

τιτάνια ζύμη του κορμιού μου,

του ίδιου μου του ακοίμητου

μυαλού !…

 

«Όπως κατάλαβες είμαι από τη Λευκάδα. Θα αναρωτιέσαι βέβαια, τι θέλει εδώ μια νησιωτοπούλα, μη βιάζεσαι όμως, βάλε κρασί και υπομονή γιατί η ιστορία μου όπως σου είπα είναι μεγάλη».

«Εκεί στο νησί ζούσα με τους δικούς μου, τον πατέρα και την μητέρα μου. Μέναμε στην πόλη. Ο πατέρας μου ασχολούταν με διάφορες επιχειρήσεις, αλλά δεν ήθελε να φύγουμε από το νησί, γιατί αγαπούσε πολύ τον τόπο του. Παρότι είχε πλοία, αυτοκίνητα των Κ.Τ.Ε.Λ. στην κατοχή του και ξενοδοχεία, αγαπούσε πολύ τη γη. Δεν είχε βέβαια ποτέ τόσο χρόνο για να αφοσιωθεί εξολοκλήρου μαζί της, μα δεν άφησε ποτέ την ασχολία του με τα αμπέλια, που προσωπικά ο ίδιος είχε την επίβλεψη. Από τον πατέρα μου έχω κι εγώ αυτό το μεράκι με τα κλίματα. Όταν ασχολούμαι μαζί τους είναι σαν να τον έχω δίπλα μου, ακούω τα λόγια του πως να περιποιηθώ το αμπέλι. Νιώθω πως μου αγγίζει στα χέρια όταν τα δένω, όπως τότε την πρώτη φορά που έδεσα. ‘Με προσοχή, γιατί πονάνε και τα κλίματα’, ‘Τα δικά σου χεράκια είναι ό,τι πρέπει για τα κλίματα’. Όμορφα χρόνια, ξέγνοιαστα, τον είχα δίπλα μου, όπως και τη μητέρα μου. Το ξενοδοχείο μας είχε το όνομά της. Ο πατέρας μου λάτρευε τη λογοτεχνία και την τέχνη γενικότερα, όπως και τη μητέρα μου και εμένα. Στις δωρεές που έκανε σε βιβλιοθήκες, στο μουσείο, μόνο ένας όρος υπήρχε, να αναγράφονται τα ονόματά μας. Της μαμάς και το δικό μου. Το δικό του επίθετο του ήταν αρκετό μαζί με την περηφάνια που έπαιρνε από τις δυο του γυναίκες. Όπως τότε που βάφτισε το νέο μας πλοίο ‘Αντιγόνη’.      

Εκείνο που λάτρευα ειλικρινά ήταν το ποδήλατό μου. Το ροζ εκείνο ποδηλατάκι, που μπροστά του είχε το καλάθι για τα ψώνια. Με αυτό γύριζα όλο το νησί, μια φορά θυμάμαι είχα φτάσει στο Πόρτο Κατσίκι, πολύ γνωστή παραλία σήμερα, στην άλλη άκρη του νησιού, μόνο με το ποδήλατό μου. Είχαμε γίνει ένα, ποδήλατο κι εγώ. Ό,τι δουλειά ήταν να κάνω στην πόλη, μαζί του. Γύριζα με αυτό στις παραλίες και στις ερημιές πολλές φορές για να φωτογραφίσω τα πουλιά που επισκέπτονταν το νησί μας. Η φωτογραφία ήταν μια άλλη αγάπη μου, φωτογράφιζα κάθε τι που υπήρχε με τη φωτογραφική που μου είχε αγοράσει ο πατέρας μου στα δώδεκα, όταν ξεκίνησα το γυμνάσιο. Τα καλοκαίρια τριγυρνούσα με τα άλλα παιδιά στις παραλίες. Χριστούγεννα και Πάσχα λείπαμε με τους δικούς μου στο εξωτερικό συνήθως. Και τους χειμώνες σχολείο, φωτογραφική και ποδήλατο. Εκεί κάπου στα δεκαπέντε αποφάσισα να ασχοληθώ με την ψυχολογία. Ο πατέρας μου από καιρό με ρώταγε τι θα κάνω όταν μεγαλώσω, μια σκέψη μου ήταν η φωτογραφία, δεν τον πείραζε, αφού δεν είχα βιοποριστικό πρόβλημα, αλλά ήθελε να δώσω εξετάσεις και για κάτι άλλο και να μην στηρίζομαι απλά στην περιουσία μας, αλλά να προσπαθήσω, όπως και οι υπόλοιποι άνθρωποι και να τα καταφέρω. Τότε γύρω στα δεκαπέντε ένα περιστατικό στο νοσοκομείο ήταν που με έκανε να διαλέξω την ψυχολογία. Δεν ήταν κάτι πολύ διαδεδομένο τότε στην χώρα και ιδιαίτερα στο νησί μας, που ο κάθε ψυχικά άρρωστος, θεωρούταν απλά τρελός. Υπήρχαν γυναίκες με ψυχολογικά προβλήματα στη γειτονιά, που ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε ούτε ο σύζυγός τους, ούτε ο πατέρας τους για αυτές. Τις θεωρούσαν απλά ζαβές. Στο νοσοκομείο λοιπόν είχε έρθει μια γυναίκα από ένα χωριό η οποία είχε πάθει νευρικό κλονισμό, όταν έμαθε ότι ο γιος της σκοτώθηκε στην Αθήνα. Έκτοτε πάθαινε υστερικές κρίσεις έπεφτε κάτω και δεν μπορούσε να μετακινηθεί, χωρίς να έχει κάποιο παθολογικό πρόβλημα. Στη συνέχεια είχε αναπτύξει μια διπλή προσωπικότητα εκτός από τη δική της ζωή, ζούσε και αυτή της αδελφής της, έβλεπε τον ανιψιό της σαν γιο της και μπέρδευε καταστάσεις. Στο νησί δεν υπήρχε κάποιος ειδικός, πλην του νευρολόγου που συνέστησε στον άνδρα της να την πάνε στην Αθήνα.

‘Αν είχε την κατάλληλη στήριξη από την αρχή ίσως να μην έφτανε ως εδώ’, θυμάμαι είπε στη μητέρα μου.

 

Τότε πήρα την απόφαση να γίνω ψυχολόγος και να μείνω στο νησί, παρέχοντας τις υπηρεσίες μου στους κατοίκους του. Γυρίζοντας στο σπίτι έτρεξα στο γραφείο του πατέρα μου, που τον βρήκα να διαβάζει τις σημειώσεις του και του είπα ‘Μπαμπά, ξέρω τι θα γίνω’. Εκείνος ανασήκωσε το βλέμμα του, μου έγνεψε να κάτσω στην πολυθρόνα απέναντί του, έβαλε έναν συνδετήρα στις σημειώσεις του και με ρώτησε τι αποφάσισα. ‘Ψυχολόγος’, του απάντησα. Σηκώθηκε τότε από την καρέκλα του, πήρε ένα μολύβι κι άρχισε να το παίζει στα χέρια του. Με πλησίασε, μου έκανε μια μεγάλη αγκαλιά και με φίλησε. Φαινόταν ότι του άρεσε η απόφασή μου και την έβρισκε ώριμη. Για αρκετή ώρα κάτσαμε στο γραφείο και συζητούσαμε επί του θέματος, μέχρι που η μαμά μας διέκοψε, γιατί είχε έρθει η ώρα του φαγητού.

Η μητέρα μου ήταν νοσοκόμα. Εκεί τη γνώρισε ο πατέρας μου στο νοσοκομείο της Λευκάδας, όταν είχε εισαχθεί από κάποια δηλητηρίαση. Άρχισαν να κάνουν παρέα, όταν τον ενημέρωσαν ότι έκαναν δεκτή την αίτησή της να μετατεθεί στην Αθήνα, τότε ο πατέρας μου μην έχοντας άλλη λύση και θέλοντάς την δίπλα του της πρότεινε να παντρευτούν. Η πρόταση έγινε δεκτή, η μητέρα μου σταμάτησε να δουλεύει, κι ασχολήθηκε με το να δίνει βοήθεια σε όσους την είχαν ανάγκη. Έχοντας πρόσβαση, λόγω της λαϊκής της καταγωγής στον ευρύ πληθυσμό του νησιού μάθαινε τις ανάγκες του κόσμου. Μάλιστα είχε λόγο και στο νοσοκομείο, αφού ο πατέρας μου το χρηματοδοτούσε. Παρ’ όλα αυτά ήταν μια χαμηλών τόνων γυναίκα που στεκόταν συνεχώς στο πλάι του πατέρα μου, που τον αγαπούσε αλλά και τον θαύμαζε.

Όλα λοιπόν είχαν οριστεί, όπως έπρεπε κι εγώ άρχισα να διαβάζω περισσότερο και να παίρνω πληροφορίες για το τμήμα Ψυχολογίας και το πώς θα εισαχθώ σε αυτό. Βέβαια ο πατέρας μου είχε πει πως θα μπορούσα να σπουδάσω και στο εξωτερικό. Αλλά εγώ δεν ήθελα εκείνη τη χρονική περίοδο τουλάχιστον να σκέφτομαι πως θα εγκαταλείψω τους δικούς μου και το νησί για κάποια μακρινή χώρα. Όλα στη ζωή μας κυλούσαν φυσιολογικά έως και προβλέψιμα, άλλωστε τι μπορούσε να αλλάξει τόσο δραστικά τις ζωές μας σε εκείνο το νησάκι; Δεν υπήρχαν μεγάλα γεγονότα και φοβερές αναταράξεις που θα τη σημάδευαν. Τουλάχιστον έτσι πίστευα. Όλα κυλούσαν ομαλά, κι εγώ είχα σχεδιάσει τη ζωή μου για τα επόμενα έξι εφτά χρόνια. Θα τελείωνα το σχολείο, θα σπούδαζα και μετά θα επέστρεφα στο νησί, κάποια στιγμή έπρεπε να αναλάβω και τις επιχειρήσεις του πατέρα μου.

‘Κι αν ερωτευθείς κάποιον κατά τη διάρκεια των σπουδών σου και μείνεις μαζί του;’ με ρώταγε ο πατέρας μου.

‘Μην ανησυχείς μπαμπά κανένας δε θα μας χωρίσει’, του απαντούσα.

‘Μην το λες κόρη μου η ζωή είναι απρόβλεπτη, όταν ο άνθρωπος σχεδιάζει, ο Θεός γελά μαζί του’.

Κι είχε τόσο δίκιο, αλλά θα έπαιρνε καιρό για να το καταλάβω.

 

Ήταν Οκτώβριος και πήγαινα στην δευτέρα Λυκείου, όταν ένα παιδί από άλλη πόλη, έκανε την εμφάνισή του στην τάξη μου. Είχε έρθει πρώτος εκείνη τη μέρα και η δασκάλα τον τοποθέτησε σε ένα από τα μπροστινά θρανία. Όταν μπήκα στην τάξη τον παρατήρησα αμέσως. Πήγα στο θρανίο και ρώτησα τη Μυρσίνη ποιος είναι αυτός.

‘Κάνας καινούργιος’, μου απάντησε, ‘κούκλος δεν είναι;’

‘Ε, δεν τον πρόσεξα αρκετά, άνοιξε τώρα το βιβλίο να δούμε που βρισκόμαστε’.

Ήταν πράγματι κούκλος ο Τάκης, τον κοίταζα για αρκετή ώρα και αναρωτιόμουν από πού ήρθε ετούτο το παιδί. Στη Λευκάδα τους ξέραμε όλους. Ακόμα κι από χωρίο να ήταν κάπου θα τον είχε πάρει το μάτι μας, τελικά το μυστήριο λύθηκε όταν μπήκε η φιλόλογος στην τάξη. Ο Τάκης, όπως μας είπε ότι τον έλεγαν ήταν γιος λιμενικού, που πήρε μετάθεση στο νησί μας, κι έτσι θα ήταν ο νέος μας συμμαθητής. Πριν ο πατέρας του υπηρετούσε στην Χαλκίδα. Μα τώρα τον έστειλαν εδώ κι έτσι ο κούκλος όπως είπε η Μυρσίνη θα ήταν στην τάξη μας.

‘Θέλω όλοι να σταθείτε στο πλευρό του γιατί μια τέτοια προσαρμογή είναι δύσκολη’, μας είπε η καθηγήτρια και έκατσε στην έδρα της για να λάβει χώρα το μάθημα.

 

Όλη εκείνη την ώρα δεν πρόσεχα καθόλου, το νεοφερμένο ετούτο παιδί απασχολούσε το μυαλό μου, καθόταν μόνο του, κανένας δεν είχε προσφερθεί να κάτσει μαζί του, ούτε τις επόμενες μέρες. Είχε ένα γλυκό προσωπάκι, που το είχε καρφώσει στην καθηγήτρια, χωρίς να το στρέφει δεξιά κι αριστερά, έδειχνε έτσι την αμηχανία του, ενώ στα άλλα θρανία υπήρχε ο συνηθισμένος ψίθυρος, αυτός καθόταν αμήχανος και κοίταζε την έδρα. Στο διάλειμμα όλοι βγήκαν έξω, ο μόνος που έμεινε στήλη άλατος ήταν ο καινούργιος, όπως τον έλεγαν τα παιδιά της τάξης και τον σχολίαζαν. Μόνος στην τάξη, ξεφύλλιζε τα βιβλία του.

Όταν γύρισα σπίτι ανέφερα στους δικούς μου για τον νέο συμμαθητή μας.

‘Θα είναι ο γιος του καινούργιου, που ήρθε στο λιμενικό’, σχολίασε ο πατέρας μου, ‘Είναι καλό παιδί;’

Όλη εκείνη τη μέρα στο σπίτι μιλούσα για τον Τάκη, κι όταν δε μιλούσα τον σκεφτόμουν. Έδειχνε καλό παιδί κι είχε έρθει από μακριά, σίγουρα θα μπορούσε να μας πει για το μέρος που ζούσε πριν. Την άλλη μέρα και πάλι ήταν μόνος του, χωρίς κανείς να πάρει την πρωτοβουλία να έρθει σε επαφή μαζί του. Τα αγόρια είχαν τα δικά τους εκείνες τις μέρες. Έπαιζαν τα προκριματικά του ποδοσφαιρικού τους πρωταθλήματος και δεν είχαν καιρό για γνωριμίες, αν προκρίνονταν θα έπαιζαν με ομάδες άλλων περιφερειών και είχαν πολλές ελπίδες να φτάσουν στους τελικούς στην Αθήνα, κάτι που δε θα ήταν τόσο δύσκολο, αφού την προηγούμενη  χρονιά κατάφεραν να φτάσουν πολύ κοντά στον στόχο τους. Τα κορίτσια απ’ την πλευρά τους δεν ήταν ότι ντρέπονταν, αλλά δεν ήθελαν να τα κακολογήσουν οι φιλενάδες τους ότι κολλούσαν στον όμορφο που ήρθε στην τάξη,  κι εγώ είχα τα μαθήματά μου, τι με ένοιαζε για τον καινούργιο!

Την τρίτη μέρα του ερχομού του στο πρώτο διάλειμμα τον πλησίασα.

‘Καλημέρα Τάκη, είμαι η Αντιγόνη’.

‘Χαίρω πολύ’, μου απάντησε και μου προέταξε το χέρι.

‘Απ’ τη Χαλκίδα ήρθατε;’

‘Ναι!’

‘Πως σου φαίνεται το νησί μας;’

‘Δεν πρόλαβα να το δω ακόμα’.

Ήταν αρκετά συνεσταλμένος και δεν έδειχνε να έχει πολλή όρεξη για κουβέντα, παρότι ήταν φιλικός.

Φεύγοντας από το σχολείο θέλησα να τον χαιρετίσω και να τον ρωτήσω αν ήθελε να γυρίσουμε μαζί. Μα δεν πρόλαβα μόλις του είπα ‘γεια σου’, με χαιρέτησε και έφυγε βιαστικά. ‘Σκασίλα μου’, μονολόγησα κι εγώ και γύρισα με την κοριτσίστικη παρέα μου στο σπίτι. Πέρασε λίγος καιρός ακόμα που ο Τάκης ήταν απόμακρος και καθόταν μόνος του στο θρανίο. Δεν ήταν πως οι άλλοι δεν τον έκαναν παρέα, αλλά κι ο ίδιος τους απέφευγε, λες και τους θεωρούσε παρακατιανούς όλους όσους συνάντησε εδώ, κι αυτός ήταν ο πρωτευουσιάνος, δεν το έκρυβε πως μόλις τελείωνε το σχολείο, θα έφευγε από το νησί για σπουδές και δε θα γύριζε πίσω. Άλλωστε δεν ήταν η ιδιαίτερη πατρίδα του. Ήταν καλός μαθητής και είχε ένα καλό επίπεδο, αλλά ο εγωισμός του ήταν έκδηλος εκείνες τις πρώτες μέρες. Μιλούσε με κάποιους και με εμένα βέβαια, αλλά τελείως τυπικά. Όλα άλλαξαν στο πάρτι μου, τον κάλεσα στο σπίτι, κι αυτός δέχθηκε ευγενικά την πρότασή μου λέγοντας πως θα έρχονταν εάν προλάβαινε να διαβάσει. ‘Σίγουρα δε θα έρθει σκέφτηκα’. ‘Μα τι πειράζει λες κι ήρθε και πέρυσι και τον είχα συνηθίσει;’

Τελικά διαψεύστηκα, αρκετά αργά, κι αφού όλοι είχαν έρθει κατέφτασε κι ο Τάκης με ένα δώρο για τα γενέθλιά μου.

‘Συγγνώμη που άργησα’, απολογήθηκε, ‘τώρα τα κατάφερα με τα μαθήματα’.

         

Η αλήθεια ήταν πως δεν με ένοιαζε καθόλου που είχε αργήσει, μου αρκούσε που ήταν εκεί, με έκανε να νιώθω ευχάριστα όταν ήμουν δίπλα του. Εκείνο το βράδυ έδειξε έναν διαφορετικό χαρακτήρα. Ήταν αρκετά ομιλητικός κι όλο την ώρα ήταν δίπλα μου και μιλάγαμε. Μάλιστα έμεινε τελευταίος καλεσμένος. Καθόμασταν στην αυλή παρά το κρύο και μιλούσαμε, σε κάποια στιγμή έριξε στους ώμους μου το σακάκι του βλέποντάς με να τρέμω.

‘Χαίρομαι που ήρθες και ήσουν αρκετά ανοιχτός’, του είπα.

‘Ίσως σου έχω δείξει μια διαφορετική εικόνα μου, αλλά όταν δεν ξέρω καλά τους άλλους δεν ανοίγομε, κι εγώ χαίρομαι που είμαι εδώ’.

Κόντευε να ξημερώσει όταν χωριστήκαμε, μιλάγαμε για ό,τι βάζει ο νους σου. Ήταν τόσο όμορφα και γλυκά μαζί του. Την άλλη μέρα αργήσαμε και οι δυο να πάμε σχολείο, ευτυχώς ήταν η τελευταία μέρα της εβδομάδας γιατί η κούραση από το ξενύχτι ήταν εμφανής στα πρόσωπά μας. Το Σαββατοκύριακο το περάσαμε μαζί, κλέβοντας ώρες από τις άλλες μας δραστηριότητες κι αφιερώνοντάς τες ο ένας στον άλλο. Ήταν πράγματι ένα συνεσταλμένο αγόρι, που για αρκετό καιρό ακόμα δεν έκανε πολύ παρέα με άλλους και ήταν πολύ επιφυλακτικός με όλους.

Ο πατέρας μου ήδη από το πρώτο βράδυ παρατήρησε τη φιλία που διαφαινόταν να γεννιέται μεταξύ μας και μου έκανε ένα από τα σχόλιά του. Πάντως ο Τάκης του φαινόταν καλό παιδί και δεν είχε πρόβλημα να κάνει παρέα μαζί μου, άλλωστε ποτέ δε μου είχε βάλει όρια στην επιλογή των φίλων μου. Από τότε γίναμε αχώριστοι, διαβάζαμε μαζί, στο σχολείο περνούσαμε ώρες μαζί, στον ελεύθερο χρόνο μας ήμασταν μαζί.

Με τα κορίτσια είχε αρχίσει να τα πηγαίνει αρκετά καλά, αφού ήμουν εγώ στη μέση και είχε γνωρίσει αρκετά από αυτά, με τα αγόρια όμως το πρόβλημα συνεχιζόταν, όχι μόνο γιατί ασχολούνταν με το ποδόσφαιρο και τα προκριματικά, αλλά γιατί λόγω του ότι έκανε παρέα με τα κορίτσια και ήταν ένα όμορφο παιδί, άρχισαν να τον ζηλεύουν και να τον θέτουν απέναντί τους σαν εχθρό. Σε κάποιες από τις συζητήσεις που είχαμε κάνει μου εκμυστηρεύτηκε πως στη Χαλκίδα έπαιζε μπάλα στην τοπική ομάδα, αυτή ήταν η ευκαιρία. Πήγα στο Βαγγέλη που ήταν ο αρχηγός της ομάδας μας και του πρότεινα να πάρει τον Τάκη. Στην αρχή αρνήθηκε, γιατί όπως είπε η ομάδα ήταν πλήρης.

 

‘Κι ο Αλέξανδρος’ τον ρώτησα, ‘δεν είναι τραυματίας;’ 

‘Καλά εάν είναι και δεν επιστρέψει ο Αλέξανδρος θα τον βάλω στη θέση του, μόνο για σένα όμως το κάνω, σιγά μην ξέρει αυτός από τόπι’.

Τελικά ο Αλέξανδρος δε γύρισε αλλά ο Τάκης ήταν και τυχερός στο επόμενος παιχνίδι στην Πρέβεζα, αρκετά παιδιά είχαν κολλήσει μια ίωση, ήταν αναγκασμένοι να τον πάρουν στην αποστολή. Στο ημίχρονο η ομάδα έχανε ένα – μηδέν. Ο Βαγγέλης τραυματίστηκε, αναγκαστικά μπήκε ο μόνος παίχτης του πάγκου, αυτός ήταν ο Τάκης. Στα είκοσι τελευταία λεπτά τα τρία γκολ του Τάκη, έληξαν το παιχνίδι με τρία –ένα υπέρ της ομάδας μας. Έγινε δημοφιλής σε όλο το σχολείο, οι συμπαίχτες του τον σήκωσαν στα χέρια. Έτσι κι επίσημα κατάφερε να γίνει αποδεκτός από όλα τα παιδιά της τάξης και να ενσωματωθεί σε αυτή λες και δεν ήρθε πρόσφατα στο σχολείο, αλλά σαν να ζούσε από πάντα ανάμεσά μας. Από πάντα ανάμεσά μας νόμιζα πως ζούσε κι εγώ. Δεν είχα κάτι άλλο στο μυαλό μου, μονάχα τον Τάκη. Ό,τι υπήρχε πριν από αυτόν μου φαινόταν πολύ μακρινό, μόνο ό,τι είχε αφετηρία αυτόν ήταν καινούργιο, πρόσφατο στο μυαλό μου.

         

 

(13) Ανοιξιάτικη συγχορδία

 

Όταν ήρθε η άνοιξη πήγαμε να φωτογραφίσουμε την Λευκάδα από ψηλά. Από το  χωριό της Εγκλουβής και το ύψωμα του Άη Λιά, φαίνεται το νησί ως τη θάλασσα. Από τη μεριά βλέπεις τον κόλπο του Βλυχού, το Νυδρί και τα νησάκια που υπάρχουν εκεί, τόσο του ποιητή Βαλαωρίτη, όσο και του Αριστοτέλη Ωνάση, αλλά και το Μεγανήσι, που πάνω του υπάρχει η σπηλιά που κρυβόταν το υποβρύχιο Παπανικολή κατά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Από την άλλη βλέπεις την χώρα. Με ακολουθούσε παντού, το ίδιο και εγώ. Πήγαμε ως εκεί πάνω με τη μοτοσικλέτα που είχε. Στις κοντινές διαδρομές παίρναμε τα ποδήλατα, στις μακρινές παίρναμε τη μοτοσικλέτα. Το Πάσχα εκείνο που κατεβήκαμε στην Αθήνα, μου φάνηκε Μεγάλη Βδομάδα, δεν ήθελα ούτε στιγμή να είμαι χώρια του, περνάγαμε τόσο καλά μαζί στο νησί, τι να κάνω στην Αθήνα;

Το καλοκαίρι ήρθε στο νησί μας και τα σχολεία είχαν κλείσει. Η ομάδα κατάφερε να φτάσει στον τελικό και να κερδίσει το τρόπαιο με ένα μηδέν, με γκολ του Βαγγέλη, μετά από πάσα του Τάκη. Με την κατάκτηση του κυπέλλου και τη λήξη των σχολικών μας υποχρεώσεων οι δυο μας γυρίζαμε συνέχεια στο νησί, μέχρι τότε παρά του ότι ήμασταν πολύ κοντά, δεν είχαμε ανταλλάξει ούτε ένα φιλί. Ο Τάκης ήταν πολύ ευγενικό παιδί και σε καμία περίπτωση δε θέλησε να με φέρει σε δύσκολη θέση, επιπλέον ήταν κι αρκετά συνεσταλμένος, κι αυτό μου άρεσε πολύ. Όταν μιλούσαμε για ερωτικά θέματα κοκκίνιζε. Τον είχα ρωτήσει ένα απόγευμα αν είχε φιλήσει ποτέ κάποιο κορίτσι. Μια συμμαθήτριά του στην Χαλκίδα μου απάντησε και έγινε κόκκινος σαν παπαρούνα. Το πόσο ζήλεψα δε λέγεται, θα ήθελα να ήμουν εγώ η πρώτη κοπέλα που θα είχε φιλήσει.

‘Είχατε σχέση;’ τον ρώτησα.

‘Όχι’, μου απάντησε.

‘Τότε γιατί την φίλησες;’

Χαμογέλασε. ‘Για να δω πως είναι να φιλάς’.

Σε αντίστοιχη ερώτησή του αν εγώ είχα φιληθεί ποτέ, δεν του είπα την αλήθεια γιατί δεν ήθελα να τον κάνω να ζηλέψει. Η αλήθεια ήταν πως όταν είχαμε πάει στο Παρίσι με τον μπαμπά μου πριν τρία χρόνια, με είχε φιλήσει ένα αγόρι,  δυο χρόνια μεγαλύτερό μου, που ήταν γιος ενός γάλλου φίλου του μπαμπά.

Ήταν Ιούλιος και ήμασταν στην παραλία τρία κορίτσια και τρία αγόρια, τα υπόλοιπα παιδιά της παρέας έφυγαν αρκετά νωρίτερα, εμείς οι δυο θέλαμε να μείνουμε κι άλλο, όχι γιατί είχαμε όρεξη για μπάνιο, αλλά θέλαμε να μείνουμε περισσότερη ώρα μαζί, όπως κάθε μέρα. Συζητούσαμε πολύ ώρα και έπαιζε ο ένας με το χέρι του άλλου, κάποια στιγμή τον ρώτησα αν ήθελε να πάμε για μια βουτιά ακόμα πριν φύγουμε, δέχθηκε όπως κάθε τι που του έλεγα τον τελευταίο καιρό, μη θέλοντας να μου χαλάσει χατίρι. Ξεκινήσαμε ο ένας πλάι στον άλλο και φτάσαμε αρκετά μακριά απ’ την ακτή, ο πατέρας μου με είχε μάθει πολύ καλό κολύμπι, αλλά κι ο Τάκης ήταν εξίσου καλός κολυμβητής. Κάποια στιγμή σταματήσαμε στη μέση της θάλασσας, ο ένας αντίκρυ στον άλλο και κοιταζόμασταν. Τα μάτια του με κάρφωναν, τα δικά μου τον λάτρευαν. Προσέγγισε ο ένας τον άλλον, τα χέρια μας πιαστήκανε και τα χείλη μας σμίξανε, ακόμα αισθάνομαι την γεύση εκείνη πάνω στα χείλη μου, ήταν το πρώτο μας φιλί.

‘Σ’ αγαπάω’, μου ψιθύρισε.

‘Κι εγώ σε αγαπάω’, του απάντησα.

Εκείνο το βράδυ δε μιλήσαμε γυρίζοντας σπίτι, ούτε την άλλη μέρα, ο Τάκης είχε εξαφανιστεί. Εμένα έκαιγαν τα χείλη μου και ένιωθα πάνω τους το φιλί του, ήταν τόσο όμορφο. Έκλεινα τα μάτια μου και το έφερνα στο νου μου  ξανά και ξανά, έβαζα τα δάκτυλά μου στα χείλη μου και τα άγγιζα, θέλοντας να αισθανθώ το φιλί του στα δάκτυλά μου. Θέλοντας να καούνε κι αυτά και να μετέχουνε στην όλη ιεροτελεστία.

         

Συναντηθήκαμε την μεθεπόμενη μέρα, μετά από τηλεφώνημά του που μου ζητούσε να βρεθούμε στο κλειστό σχολείο. Πήγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, ήθελα να τον σφίξω πάνω μου και να δεχτώ τα φιλιά του. Ο Τάκης με περίμενε με αναμμένη τη μηχανή, με χάιδεψε και μου έκανε νεύμα να ανέβω πάνω και φύγανε για την παραλία που ήμασταν δυο μέρες πριν.

‘Δεν έχω ξαναπεί σε κάποια κοπέλα σε αγαπάω και θέλω να ξέρω τι σκέφτεσαι για μένα;’

‘Θα έπρεπε να ξέρεις’, του απάντησα.

‘Θέλεις να γίνεις η κοπέλα μου;’ με ρώτησε, ενώ είχε κοκκινίσει πάλι ολόκληρος.

‘Εξαρτάται’ του απάντησα θέλοντας να παίξω λίγο ακόμα με την αγωνία του.

‘Από τι;’ με ρώτησε.

Δε συνέχισα να τον παίζω γιατί φοβήθηκα μην μου πάθει τίποτα, και του απάντησα ‘από τίποτα χαζούλη και βέβαια θέλω’.

Με έκλεισε στην αγκαλιά του και ανταλλάξαμε το δεύτερο φιλί μας, πιο γλυκό και πιο όμορφο από το πρώτο’.

 

Τα σχολεία άρχισαν και πάλι, κανείς δεν ήξερε επίσημα πως ήμαστε ζευγάρι με τον Τάκη, αλλά ο κόσμος το ’χε τούμπανο κι εμείς κρυφό καμάρι, ακόμα και οι καθηγητές γνώριζαν το ότι ήμασταν μαζί. Ακόμα και οι γονείς μας είχαν αρχίσει να γνωρίζουν τι θα συνέβαινε με εμάς τους δυο. Ο πατέρας μου μάλιστα έμαθε, όχι δύσκολα για την οικογένεια του Τάκη. Είχε έναν ακόμα αδελφό που σπούδαζε, ο πατέρας του δεν είχε κάποιο αξίωμα στο λιμενικό, ήταν καλός άνθρωπος, αλλά είχε ένα πάθος, τη χαρτοπαιξία. Στο παρελθόν είχε χάσει αρκετά λεφτά, η μητέρα του ήταν άρρωστη και δε δούλευε. Στηρίζονταν όλοι στον μισθό του πατέρα. Έβαλε και ρώτησαν αν συνεχίζει να παίζει και τώρα στο νησί. Είχε σταματήσει από καιρό, από όταν αρρώστησε η γυναίκα του. Αυτό ήταν ένα καλό σημάδι για τον πατέρα μου, ο οποίος πίστευε ότι είναι πολύ σημαντικό το οικογενειακό περιβάλλον για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα των ανθρώπων.

Εκείνη η χρονιά ήταν πολύ σημαντική και για τους δυο μας, είχαμε ρίξει όλο το βάρος στο διάβασμα, ο Τάκης ήθελε να σπουδάσει διοίκηση επιχειρήσεων, εγώ είχα βάλει ως στόχο την ψυχολογία, πηγαίναμε σχολείο, διαβάζαμε και όποιος χρόνος μας απέμενε ήμασταν μαζί. Κάναμε πολλά όνειρα για τη στιγμή  που θα τελείωναν οι εξετάσεις μας. Αμέτρητες ώρες τις περνούσαμε στην αγκαλιά ο ένας του άλλου και σκεφτόμασταν τους εαυτούς μας όταν τελειώσουμε με τις σπουδές μας. Παρά του ότι όταν ήρθε στη Λευκάδα δεν ήθελε να μείνει στο νησί είχε αλλάξει γνώμη. Σχεδιάζαμε να τελειώσουμε τις σπουδές μας και οι δυο στην ίδια πόλη και μετά να επιστρέψουμε στο νησί να δουλεύουμε ανοίγοντας δικά μας γραφεία. Στη συνέχεια θα κάναμε τρία παιδιά, αφού δεν μου άρεσε που ήμουν μοναχοπαίδι, και θα ζούσαμε ευτυχισμένοι στον τόπο μας. Έμοιαζαν τόσο ωραία όλα αυτά και πραγματικά τόσο κοντινά και εύκολα να επιτευχθούν, βέβαια πάντα με έτρωγε η ανησυχία μήπως ένας από τους δύο δεν τα καταφέρει, αλλά ο Τάκης με καθησύχαζε και μου έλεγε πως ακόμα κι αν συμβεί αυτό δεν πρόκειται να επηρεαστούν τα υπόλοιπα σχέδιά μας. Θα μπορούσαμε να είμαστε μαζί και να ζούμε στο νησί ακόμα και κάνοντας άλλα επαγγέλματα. Εγώ για παράδειγμα θα γινόμουν μια επιτυχημένη φωτογράφος, θα έκανα εκθέσεις και θα δούλευα για λογαριασμό εφημερίδων, κι αυτός θα μπορούσε να μπει στο λιμενικό όπως ο πατέρας του, νησί ήταν εδώ τι στο διάολο, γιατί να τον διώξουνε; Αυτά σχεδιάζαμε μες στην εφηβική μας αφέλεια.

‘Και να σε διώξουν θα βάλει τους γνωστούς του ο πατέρα μου,’ του έλεγα στην αρχή, αλλά έβλεπα πως αυτό τον στεναχωρούσε και πλήγωνε τον εγωισμό του, οπότε δεν αναφέρθηκα ποτέ ξανά στην βοήθεια που θα μπορούσε να έχει από τον πατέρα μου.

Ήταν ο δεύτερος Μάης που ήμασταν μαζί. Σε λίγες μέρες άρχιζαν οι εξετάσεις μας. Τα ψέματα είχαν τελειώσει. Ήταν Σάββατο μεσημέρι τα περισσότερα παιδιά είχαν πάει στο σπίτι τους για διάβασμα εγώ ανέβηκα στην μηχανή του και πήγαμε σε μιαν αμμουδερή ακρογιαλιά που ξέραμε και οι δυο πως δεν πατούσε ψυχή γιατί ήταν απόκρημνη, παρά του ότι ήταν εκπληκτική. Πετάξαμε τις πετσέτες μας και πέσαμε στη θάλασσα, πραγματικά τα χορευτικά μας ήταν υπέροχα μέσα στην αγκαλιά της. Το διασκεδάζαμε τόσο πολύ, ήμασταν πολύ καλοί κολυμβητές κι ο ένας συμπλήρωνε τον άλλον. Όταν βγήκαμε έπεσα ανάσκελα πάνω στην άμμο, θέλοντας να τη νιώσω να αγκαλιάζει το σώμα μου. Ο Τάκης βγήκε σε λίγο κι αυτός από τα νερά και ήρθε δίπλα μου, τα μαλλιά του έσταζαν πάνω μου την αρμύρα της θάλασσας καθώς χάιδευε τα δικά μου μαλλιά και στη συνέχεια το πρόσωπό μου. Το χέρι του συνέχισε την εφόρμηση ξεκινώντας από βορρά προς νότο και κάνοντάς με πιο υγρή κι από τη θάλασσα, αισθανόμουν τόσο έντονα  μόνο που με άγγιζε, με το ελάχιστο των δυνάμεών του ένιωθα τόσο υπέροχα, καταλαβαίνοντας το νόημα της λέξης ευτυχία. Έσκυψε τρυφερά πάνω μου και μου έδωσε ένα από τα φιλιά του στα χείλη, το οποίο μου φάνηκε πιο καυτό και από τον ήλιο που ζεσταίνει τον κόσμο.

‘Κάνε με δική σου’, του ζήτησα.

Ο Τάκης δεν είπε τίποτα, μα δέχτηκε την πρόσκλησή μου. Ήμασταν και οι δυο τόσο ευτυχισμένοι, κυλιόμασταν πάνω στην άμμο, ο καλός μου έμπαινε στο είναι μου και γινόταν δικός μου, καθώς βυθιζόταν όπως η βροχή στο χώμα μέσα μου, ενώ εγώ μια χάιδευα τα μαλλιά του και μια τα δάκτυλά μου βούλιαζαν στην άμμο, που την ένιωθαν ζεστή. Αλλά και η άμμος αν είχε αισθήσεις εκείνη τη στιγμή θα με αισθανόταν ζεστή απάνω της. Όταν τελειώσαμε ήμασταν και οι δυο ξαπλωμένοι, κοιτάζοντας προς τον ήλιο και ευτυχισμένοι ταυτόχρονα. Στην αρχή σιωπούσαμε, θέλαμε να πούμε πολλά μα αφήσαμε να τα νιώσουμε, στη συνέχεια γυρίσαμε στο πλάι κοιτώντας ο ένας στα μάτια του άλλου όπως συνηθίζαμε να κάνουμε. Εκείνος άπλωσε πρώτος το χέρι του και χάιδεψε το πρόσωπό μου λες κι ήθελε να νιώσει ότι ήμουν εκεί εγώ κι ότι δεν τον γελούσε η φαντασία του, του χαμογέλασα κι έκανε και αυτός το ίδιο.

‘Σε αγαπάω’, του είπα.

‘Κι εγώ σε αγαπάω’, μου απάντησε.

‘Τώρα τι θα κάνουμε;’

‘Τι θες να κάνουμε;’

‘Θα ήμαστε μαζί;’

‘Μα και βέβαια, γιατί ρωτάς; Εγώ θέλω να ζήσω μαζί σου, θέλω να είσαι για πάντα δική μου’.

‘Σε αγαπάω’, του επανέλαβα.

Με αγκάλιασε και ζήσαμε για μια ακόμα φορά τον έρωτα. Ήταν υπέροχα, όχι τόσο λόγω της ίδιας της πράξης, αλλά λόγω της αγάπης που είχε ο ένας για τον άλλον. Κι είχε δίκιο η μητέρα μου που με είχε συμβουλέψει να μην ανησυχώ, γιατί θα έβλεπα όταν θα ήμουν έτοιμη, κι όταν θα είμαι με κάποιον που θα αγαπάω ή στιγμή αυτή θα είναι ξεχωριστή. Μείναμε ξαπλωμένοι στην άμμο ως το απόγευμα που γυρίσαμε στα σπίτια μας και το ρίξαμε στο διάβασμα. Βέβαια, τουλάχιστον για μένα ήταν αδύνατον να συγκεντρωθώ και να διαβάσω. Σκεφτόμουν συνέχεια αυτό που είχε συμβεί μεταξύ μας το μεσημέρι. Ήμουν ευτυχισμένη και ήθελα να μοιραστώ με όλον τον κόσμο την ευτυχία μου, αλλά προτίμησα τελικά να την κρατήσω για μένα, μη λέγοντάς το ούτε καν στην μητέρα μου.

 

Οι εξετάσεις μας τελειώσανε, σε λίγες μέρες θα έβγαιναν τα αποτελέσματα. Ο Τάκης ήταν αρκετά αγχωμένος, εγώ ήμουν βέβαιη ότι είχα περάσει, αλλά δεν έλεγα τίποτα, άλλωστε τον έβλεπα λίγο στεναχωρημένο και δεν ήθελα να προτρέχω πριν βγουν τα αποτελέσματα. Ήθελα πολύ να έχουμε περάσει και οι δύο. Ένα απόγευμα που πήγαμε βόλτα με τα ποδήλατα μιλήσαμε για το ενδεχόμενο να μην έχει επιτύχει το στόχο του. Ήθελε πολύ να σπουδάσει οικονομικά και διοίκηση επιχειρήσεων. Αλλά τώρα φοβόταν πολύ πως ίσως δεν τα είχε καταφέρει.

‘Θα μπορούσες να πας έξω,’ του είπα. 

Δεν απάντησε, με κοίταξε περίεργα κι άρχισε να κλωτσάει την ρόδα του ποδηλάτου του.

‘Γιατί δε μιλάς;’ τον ρώτησα.

‘Με κοροϊδεύεις;’ μου απάντησε, ‘ξέρεις πως οι δικοί μου δεν έχουν την οικονομική άνεση’.

Τώρα ήταν η δική μου σειρά να σιωπήσω, σκεφτόμουν κάτι, αλλά

δεν ήθελα να του το πω γιατί φοβόμουν τον τρόπο που θα αντιδρούσε, δεν ήθελα να πληγώσω τον εγωισμό και το φιλότιμο του. Άλλωστε δε γνωρίζαμε τι αποτελέσματα είχε φέρει, κι ακόμα κι αν ήταν αρνητικά, ξέραμε όλοι ότι είχε διαβάσει αρκετά, αλλά η έκτακτη εισαγωγή της μητέρας του στο νοσοκομείο εκείνες τις μέρες των εξετάσεων τον είχε βγάλει από τα νερά του και κάποια λάθη, που μου εκμυστηρεύτηκε πως είχε κάνει στα μαθηματικά ίσως τον είχαν βγάλει από το στόχο του. Τον άφησα να κλωτσάει τη ρόδα του ποδηλάτου, χωρίς να τολμώ να εξωτερικεύσω τις σκέψεις μου.

‘Πάμε;’ με ρώτησε.

‘Ναι πάμε’, απάντησα και ξεκινήσαμε για τη χώρα.

Σε όλη τη διαδρομή ήταν αμίλητος, λίγο πριν φτάσουμε, σταμάτησα απότομα το ποδήλατο, το ίδιο έκανε κι εκείνος και με ρώτησε τι έπαθα.

‘Με αγαπάς;’ του είπα.

‘Πως σου ’ρθε τώρα αυτό;’

‘Σε ρώτησα κάτι’.

‘Φυσικά’

‘Θα μπορούσα να σου δώσω εγώ τα χρήματα που χρειάζονται για να πας στο εξωτερικό’.

Η αντίδρασή του ήταν ακριβώς αυτή που φοβόμουν, κι ο ίδιος ήταν ανένδοτος και ως ενός βαθμού επιθετικός. Δεν μπορούσε να δεχθεί μια τέτοια πρόταση, εκτός του ότι τον προσέβαλε, άλλαζε και την κατάσταση μεταξύ μας, όπως έλεγε. Κουβέντα δεν ήθελε να ακούσει για το θέμα, ‘άλλωστε δεν έχουν βγει ακόμα τα αποτελέσματα, ας μην το γρουσουζεύουμε’, είπα, ‘στα άλλα μαθήματα δεν τα έχεις πάει άσχημα’. Μια υπόθεση ήταν ότι δεν πέρασε, όλα θα τα βλέπαμε όταν ανακοινώνονταν οι βαθμολογίες. Καταλαβαίνοντας βέβαια ότι είχε υψώσει τη φωνή, άφησε το ποδήλατό του, ήρθε δίπλα μου και μου έκανε μια σφιχτή αγκαλιά.

 

Τα αποτελέσματα βγήκαν, εγώ είχα περάσει στο τμήμα Ψυχολογία στην Αθήνα, μετριάστηκε όμως η χαρά μου απ’ τα αποτελέσματα του Τάκη, ο οποίος δεν τα κατάφερε. Γυρίσαμε μαζί στο σπίτι του.

‘Θα κάνω τα χαρτιά μου για το λιμενικό’, μου είπε, αλλά δεν ήταν αυτό που ήθελε.

Μια βδομάδα είχα να τον δω από τότε. Είχε κλειστεί στο σπίτι του και δεν έβγαινε έξω. Το είχε πάρει ως δεδομένο ότι θα πέρναγε στις εξετάσεις και η αποτυχία του τον έκανε να μη θέλει να συναντήσει κανέναν, ούτε καν εμένα. Του τηλεφωνούσα για να βγούμε, αλλά μάταια, ώσπου ένα πρωί πήγα στο σπίτι του και τον πήρα με το ζόρι. Άρχισα την κατήχηση κι εγώ, κάτι που σιχαινόμουν στους άλλους.

‘Τι συμπεριφορά είναι αυτή; Κάνεις σαν μικρό παιδί. Εγώ σε θεωρούσα ώριμο άντρα κι εσύ με την πρώτη αποτυχία κλείνεσαι στο σπίτι σου και δε θέλεις να δεις κανέναν, στεναχωρώντας  όλους εμάς που σε αγαπάμε;’ συνέχισα να τον ψέλνω για αρκετή ώρα.

‘Καλά καλά παραδίνομαι’, μου απάντησε.

Επιστρέψαμε στο σπίτι του το μεσημέρι, τον αποχαιρέτησα και ανανεώσαμε το ραντεβού μας για το επόμενο βράδυ που θα ερχόταν στο δικό μου.  

Έφτασε στην ώρα που είχαμε προγραμματίσει, ήταν πάντα ένας κύριος σε αυτά τα απλά και τυπικά πράγματα. Βγήκαμε στο μπαλκόνι να πιούμε ένα αναψυκτικό και να μιλήσουμε. Η όλη συζήτηση περιστρεφόταν γύρω από θέματα που είχαν να κάνουν με την εισαγωγή μου στη σχολή και το ταξίδι μου στην Αθήνα για να γραφτώ σε αυτήν. Έδειχνε ήρεμος εκείνο το βράδυ λες και είχε πάρει απόφαση ότι θα γινόταν λιμενικός και ασχολούταν εξολοκλήρου με τη δική μου επιτυχία. Περάσαμε αρκετή ώρα μόνοι μας, συζητώντας και κοιτάζοντας προς τη θάλασσα που ήταν ευθεία μπροστά μας. Σε λίγο εμφανίστηκε ο πατέρας μου στο μπαλκόνι και χαιρέτησε τον Τάκη, που πάντα συμπαθούσε και τον έβλεπε με καλό μάτι. Μπορεί να μην είχε την αντίστοιχη οικονομική επιφάνεια με εμάς, αλλά ο πατέρας μου ποτέ δεν τα λογάριαζε αυτά. Καλησπερίστηκαν και τον κάλεσε στο γραφείο του.

‘Να έρθω κι εγώ;’ ρώτησα.

‘Αυτές είναι αντρικές κουβέντες’, μου απάντησε.

 

Τότε ο Τάκης τον ακολούθησε και κλείστηκαν και οι δυο στο γραφείο. Με είχε φάει η αγωνία, άφησα το αναψυκτικό και μπήκα μέσα, πηγαινοερχόμουν έξω από την πόρτα. Αναρωτιόμουν αν ο πατέρας μου θα μπορούσε να τον πείσει για αυτό που δεν πέτυχα εγώ. Να αποδεχτεί τη βοήθειά μας για να σπουδάσει στο εξωτερικό. Βέβαια κι εγώ είχα προσπαθήσει, μα ο πατέρας μου ήταν δεινός συνομιλητής και εύρισκε πάντα δυνατά επιχειρήματα. ‘Τι να κάνουν τόση ώρα εκεί μέσα’, αναρωτιόμουν. Είχα αγχωθεί, δεν ήξερα αν τελικά θα τον έπειθε, κι όσο πέρναγε η ώρα ανησυχούσα περισσότερο μην τυχών και προσβληθεί τόσο ο Τάκης και τσακωθεί με τον πατέρα μου και μετά θα τα έβαζε και με εμένα. Απ’ την άλλη δεν έβρισκα προσβλητική την πρόταση της οικογένειάς μου. Η ώρα κυλούσε και για μένα πιο αργά από ότι για τους δυο άντρες που βρίσκονταν μέσα στο γραφείο. Δεν άντεξα άλλο έβαλα το αυτί μου στην πόρτα μήπως ακούσω τίποτα, αλλά στο δωμάτιο υπήρχε απόλυτη ησυχία. Μετά κοίταξα από την κλειδαρότρυπα, δεν έβλεπα τίποτα, που είχαν χαθεί οι δυο άντρες; Αποφάσισα να μπουκάρω, να μάθω τι είχε συμβεί. Έβαλα το χέρι στο μάνταλο, μα το τράβηξα πάλι αμέσως, ίσως η δική μου παρέμβαση έκανε χειρότερη την κατάσταση. Αφού πια δεν μπορούσα να κάνω τίποτε άλλο παρά να περιμένω, έπεσα εξαντλημένη στον καναπέ του σαλονιού, καρτερώντας να βγουν επιτέλους από το γραφείο και να μάθω. Όταν η πόρτα άνοιξε, βρέθηκα μπροστά τους. Οι δυο άντρες αποχαιρετίστηκαν με γέλια. Ο πατέρας μου τον χτύπησε στην πλάτη κι αυτός τον χαιρέτισε. Πέρασε από μπροστά μου λες κι ήμασταν δυο απλοί γνωστοί.

‘Καλό βράδυ Αντιγόνη’, μου είπε κι έφυγε.

Σίγουρα δεν τα είχαν βρει σκέφτηκα, για αυτό δε με χαιρέτησε όπως τις άλλες φορές. Κι ο πατέρας μου; Καλά τι έπαθε αυτός, δεν έβλεπε την αγωνία που είχα; Τι μου έκλεισε την πόρτα στα μούτρα και χάθηκε πάλι στο γραφείο του αντί να με ενημερώσει; Άλλωστε ήταν μια δική μου υπόθεση, η βοήθεια προς τον Τάκη. Βέβαια ο πατέρας μου δεν ήταν η πρώτη φορά που έδινε τον οβολό του για να συνδράμει στις σπουδές κάποιου, αλλά ήξερε πως ο νέος αυτός με ενδιέφερε. Έπιασα το πόμολο, χωρίς να χτυπήσω και αυτή τη φορά χωρίς δισταγμό μπήκα στο γραφείο, που τον αντίκρισα να μιλάει στο τηλέφωνο πίνοντας ένα ποτήρι κονιάκ, Μου έκανε νόημα να κάτσω. Απ’ τα λίγα που κατάλαβα ο συνομιλητής του ήταν κάποιος στρατιωτικός ιατρός. Όταν έκλεισε το τηλέφωνο και θέλοντας να με πειράξει, βλέποντας την αγωνία μου, άρχισε να μου μιλάει για διάφορα θέματα και για το ταξίδι μου στην Αθήνα, που θα έπρεπε να κάνω μόνη, γιατί ήμουν πια μεγάλη κοπέλα και δεν νοούταν να με τρέχει ο μπαμπάς μου από δω κι από ’κει. Τι στο καλό! Τι θα λέγανε οι συμφοιτητές μου!

‘Ό,τι έχω ωραίο μπαμπά!’

‘Μμ!’

‘Έλα όμως τώρα, πες μου τι έγινε;’

‘Ηρέμησε θα τα πούμε όλα’.

‘Δε δέχτηκε ε; Το ήξερα είναι πολύ εγωιστής’.

Τελικά όμως είχα διαψευστεί, ο πατέρας μου δε δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα να τον πείσει. Στα πρώτα λεπτά της συζήτησης τα είχε καταφέρει, βέβαια έκαναν και μια συμφωνία μεταξύ τους που βοήθησε, ότι το ποσό αυτό θα το ξεχρέωνε μια μέρα ο Τάκης στον πατέρα μου. Κάτι που θεώρησα φυσιολογικό για τον χαρακτήρα του, όμως εκτός από αυτό ο Τάκης είχε ζητήσει και μια ακόμα χάρη από αυτόν, ήθελε να τον βοηθήσει να απαλλαγεί από τον στρατό, παρά του ότι ο δικός του πατέρας το θεωρούσε σημαντικό, ο ίδιος το έβρισκε χάσιμο χρόνου. Ο πατέρας μου δεν είχε πρόβλημα σε αυτό, είχε αρκετές άκρες στο στρατό και θα μπορούσε να το τακτοποιήσει εύκολα, για αυτό άλλωστε μιλούσε με τον στρατιωτικό ιατρό στο τηλέφωνο, για να πάρει τις απαραίτητες πληροφορίες. Μου έκανε εντύπωση η προσπάθειά του να πάρει απαλλαγή. Ποτέ δε μου είχε πει κάτι τέτοιο, κι από τις συζητήσεις μας, δεν ανέφερε κάτι αρνητικό για τη θητεία. Τελικά είχα να μάθω  πολλά ακόμα για τον καλό μου. Στη συνέχεια ο πατέρας μου μου είπε ότι με τη βοήθεια που θα του πρόσφερε θα απομακρυνόταν από εμένα για αρκετά  χρόνια και θα βλεπόμαστε μόνο τα καλοκαίρια. Και λίγο πριν τελειώσουμε τη συζήτηση πρόσθεσε.

‘Είναι καλό παιδί, αλλά πολύ φιλόδοξος. Ίσως αυτό κάποια μέρα του στοιχίσει’.

Δεν κατάλαβα γιατί το έλεγε αυτό, δεν είχα παρατηρήσει ποτέ κάτι τέτοιο, ήθελε βέβαια να πετύχει τους στόχους του, κι ήταν αρκετά υπερήφανος, αλλά φιλόδοξος με την κακή έννοια, όχι δεν είχα ανακαλύψει κάτι τέτοιο. Αυτό που με φόβιζε όμως περισσότερο από όλα τις επόμενες μέρες ήταν η σκέψη, μήπως ο Τάκης  νιώθοντας μειονεκτικά απέναντί μου, τελειώσει τη σχέση μας. Αλλά όχι, ο Τάκης με τον καιρό μου έδειξε ότι τίποτα τέτοιο δε θα συνέβαινε. Ήταν πιο πολύ παρά ποτέ δίπλα μου και σχεδιάσαμε να κατεβούμε ταυτόχρονα στην Αθήνα, εγώ για να γραφτώ στη σχολή μου, κι αυτός για να απαλλαγεί από το στρατό. Βέβαια ο πατέρας του διαφωνούσε με αυτό και τα είχε βάλει  μαζί μου, του έλεγε πως τον σέρνω απ’ τη μύτη, κι ότι θα τον βάλω να φορέσει φούστα. Ήταν ανήκουστο να μην πάει στο στρατό ο γιος του. Έτσι η όλη του συμπάθεια, έγινε εχθρότητα προς εμένα, που δε δίσταζε να την φανερώνει όταν με έβλεπε, γυρίζοντας την πλάτη του ακόμα και την πρώτη φορά που τον χαιρέτισα, μετά τη συμφωνία του Τάκη με τον πατέρα μου, ο οποίος μου είπε. ‘Και να σκεφτείς Μαργαρίτα, εγώ ποτέ δεν του πρότεινα να μην πάει στο στρατό, μόνος του το ζήτησε’.

‘Άς τον! Θα του περάσει’, μου έλεγε ο Τάκης.

 

Με την αγάπη του Τάκη και πλέον τον ορίζοντα τον ονείρων μας ανοιχτό, έπλεα σε πελάγη ευτυχίας και ξεπέρασα τις όποιες παραξενιές του πατέρα του. Βέβαια δεν πήγαινα πια σπίτι του, ερχόταν αυτός στο δικό μου ή συναντιόμασταν έξω. Είχαμε ετοιμάσει το ταξίδι μας για την Αθήνα, όταν μάθαμε πως θα ερχόταν κι ο πατέρας του για να μην αφήσει το γιο του να ξεφύγει από τον στρατό. Ο Τάκης ζήτησε ξανά τη βοήθεια του δικού μου, κι έτσι οι δυο μαζί έστησαν ένα κόλπο να ξεγελάσουν τον στρατό, που θα συμμετείχε άθελά του κι ο πατέρας του.

Ο Τάκης πήγε στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο και  έκανε εξετάσεις που αποδείκνυαν ότι είχε πνευμονία και δεν μπορούσε να στρατευθεί. Οι εξετάσεις όντως έδειχναν πως είχε πνευμονία γιατί είχαν το όνομα του Τάκη, αλλά ήταν κάποιου στρατιώτη που όντως ήταν άρρωστος και τις έδωσε ο φίλος του πατέρα μου σε αυτόν. Όταν έφτασε στην επιτροπή που θα εξέταζε το αίτημά του ο ένας γιατρός από τους τρεις ήταν μιλημένος. Ο Τάκης υποδύθηκε τον βαριά στεναχωρημένο για την ανικανότητά του να υπηρετήσει την πατρίδα. Τότε μπήκε κι ο πατέρας του στο γραφείο που θα έβγαινε η ετυμηγορία και είπε στην επιτροπή ότι ο γιος του δε θέλει να υπηρετήσει και δε θα έπρεπε να τον βγάλουν ανίκανο. Ο Τάκης σύμφωνα με το σχέδιο, πήρε θέση υπέρ του πατέρα του και είπε πως κάποιο λάθος θα είχε γίνει. Ήθελε να υπηρετήσει την πατρίδα του ακόμα και κάτω από αυτές τις συνθήκες. Ή θα ήθελε να επανεξεταστεί σε λίγο καιρό, αφού πνευμονία είχε -και όντως είχε –περάσει πολύ μικρός και τώρα ένιωθε καλά.

‘Καλά θέλετε να δείτε το παιδί σας στον τάφο;’ ρώτησε ένας γιατρός, που είχε δει τις ακτινογραφίες.

Ο δεύτερος είπε, ‘Είναι πολύ συγκινητικό νεαρέ μου που θέλετε να υπηρετήσετε την πατρίδα με όποιο κόστος, αλλά η ζωή σας κινδυνεύει και δεν μπορούμε να υπογράψουμε τη θανατική σας καταδίκη. Εμείς είμαστε γιατροί, όχι δολοφόνοι’.

Ο Τάκης παρακάλεσε λίγο ακόμα, μα η απόφαση ήταν «Γιώτα 5». Πέρασε βέβαια μια ακόμα φορά στο μέλλον από τις υπηρεσίες, ερχόμενος κι απ’ τις σπουδές του, ώσπου  έλαβε την τελεσίδικη απόφαση.

Ο πατέρας του δεν ήταν απολύτως σίγουρος τελικά αν ο γιος του είχε πρόβλημα ή όχι, πάντως στεναχωρήθηκε με αυτό που συνέβη και αισθανόταν ντροπή που ο γιος του ήταν Γιωτάς και δε θα υπηρετούσε την πατρίδα. Μείναμε μαζί στην Αθήνα, ώσπου γράφτηκα στο Πανεπιστήμιο. Στην αρχή πληρώναμε κι οι δυο μισά μισά τα έξοδα του σπιτιού, αλλά σύντομα οι οικονομίες του Τάκη εξαντλήθηκαν, αφού ο πατέρας του δεν του έδωσε ούτε μια δραχμή. Ήθελε να γυρίσουμε πίσω, αφού δεν είχε πια λεφτά και δεν ήθελε να πληρώνω εγώ και για τους δυο μας.

‘Δεν θα το δεχθώ!’, μου είπε.

Τελικά τον έπεισα, αφού σε λίγο καιρό θα έφευγε για το εξωτερικό και δεν θα είχαμε την ευκαιρία να βρισκόμαστε κάθε μέρα.

‘Τέσσερα χρόνια μόνο’, μου είπε.

‘Πως το λες έτσι; Τόσα λίγα είναι τέσσερα χρόνια μακριά μου;’

‘Δεν εννοώ αυτό, αλλά μετά θα είμαστε μια ζωή μαζί’, μου απάντησε.

 

 

(14) Μεταξύ δυο ηπείρων

 

Ήταν η πρώτη φορά που είδα αυτό που είχε ονομάσει ο πατέρας μου φιλοδοξία στον Τάκη. Θα έφευγε να σπουδάσει έτσι απλά. Έβλεπε τα τέσσερα χρόνια που θα ήμασταν χώρια τόσο λίγα. Βέβαια ίσως δεν είχε άδικο με τόσα γεγονότα που θα μεσολαβούσαν. Αλλά τώρα είχε ξαναμπεί στην τροχιά του στόχου του και δεν θα έβγαινε από αυτή αν δεν πετύχαινε. Το μεγαλύτερο σοκ το έπαθα όταν μου αποκάλυψε τη χώρα που θα σπούδαζε. Ήταν η Αμερική. Έμεινα άναυδη. Ούτε Αγγλία, ούτε Γερμανία, ούτε κάποια άλλη Ευρωπαϊκή χώρα όπως πίστευα και θα μπορούσα να πεταχτώ ή να έρθει αυτός μια δυο φορές το χρόνο, αλλά η Αμερική, το ταξίδι ήταν μεγάλο και απαγορευμένο ανά πάσα στιγμή. Δε θέλησα να πω τίποτα, γιατί  φοβήθηκα την αντίδρασή του, ίσως νόμιζε πως επειδή τον χρηματοδοτούσε ο πατέρας μου, θέλω να επεμβαίνω στις σπουδές του και να τον κάνω πιόνι μου.

‘Πως διάλεξες την Αμερική;’ τον ρώτησα μόνο.

‘Μα εκεί υπάρχουν οι καλύτερες οικονομικές σχολές αγάπη μου,’ ήταν η απάντηση, μαζί με ένα ζεστό φιλί.

Εκείνο το βράδυ κάναμε έρωτα, αλλά ήταν η πρώτη φορά που τον ένιωθα μακριά. Είχε φύγει ήδη για την Αμερική παρότι ήταν εκεί. Πρώτη φορά τον ένιωθα τόσο απόμακρο. Κι αυτά τα καταλαβαίνει, ξέρεις καλά μια γυναίκα, αν ο παρτενέρ της είναι εκεί για αυτή και μόνο ή τελεί σε μια τυπική διαδικασία και βρίσκεται κάπου αλλού, μακριά, στην αγκαλιά μιας άλλης γυναίκας, στην αγκαλιά μιας άλλης ηπείρου στην περίπτωσή μου. Αισθανόμουν άβολα και αρκετά στεναχωρημένη. Την άλλη μέρα με ρώτησε,

‘Θα έρχεσαι να με βλέπεις στην Αμερική; Για εμένα θα είναι πιο δύσκολο να επιστρέφω συνέχεια’.

         

Γυρίσαμε στη Λευκάδα, μια βδομάδα μας είχε μείνει πριν φύγει. Τα είχε όλα έτοιμα, διαβατήρια, διάθεση, πανεπιστήμιο. Η δική μου διάθεση αντίθετα δεν ήταν η καλύτερη, αλλά σε δυο βδομάδες θα ξεκίναγαν τα μαθήματά μου. Το μόνο που έμενε ήταν να κανονιστούν τα οικονομικά. Ο Τάκης ενημέρωσε τον πατέρα μου για τα δίδακτρα. Εκείνος υπολόγισε τα ενοίκια, το κόστος της ζωής για να μπορεί να μελετάει απρόσκοπτα ο προστατευόμενός του, χωρίς να σκέφτεται το οικονομικό και του υπολόγισε ένα ποσό τριπλάσιο των διδάκτρων. Δεν του το έδωσε όλο μαζί, αλλά θα το έπαιρνε κάθε μήνα από την τράπεζα που συνεργαζόμασταν στην Αμερική. Το ποσό είχε κατατεθεί όλο αλλά ο πατέρας μου θεωρούσε καλύτερο να το διαχειρίζεται ανά μήνα ο νεαρός φίλος μου για να μην κάνει κάποιο λάθος, παρασυρόμενος από τα λεφτά.

‘Κι όπως είπαμε θα εργαστείς στις εταιρίες μου όταν με το καλό επιστρέψεις, μην τυχών και σε μάθω στους ανταγωνιστές μου, αλίμονό σου!’ είπε με διάθεση χιούμορ ο πατέρας μου.

‘Γιατί που το ’χε να πάει;’ ρώτησα εγώ, πιάνοντάς τον από το χέρι, στο τραπέζι που είχαμε διοργανώσει στο σπίτι μας δυο μέρες πριν φύγει.

         

Στο τραπέζι που ήταν και οι δικοί του καλεσμένοι, παρευρέθηκε μόνο η μητέρα του, ο άντρας της το κράταγε μανιάτικο που ο γιος τους με την βοήθειά μας όπως υποπτευόταν, απαλλάχτηκε των στρατιωτικών του υποχρεώσεων. Δεν είπε πως δεν ήθελε να έρθει, απλά ότι είχε υπηρεσία, μια καλή δικαιολογία όσων δουλεύουν στα σώματα ασφαλείας και θέλουν να πουν ψέματα για να ξεφύγουν. Η μητέρα του με αγαπούσε ιδιαίτερα. Ήταν μια απλή γυναικούλα, που χαιρόταν απλά για την αγάπη που είχα στο γιο της. Ήταν φιλάσθενη και συνέχεια βρισκόταν στα νοσοκομεία. Το τελευταίο μας βράδυ το περάσαμε μόνοι, επισκεφθήκαμε την παραλία που ο ένας είχε παραδοθεί στην αγκαλιά του άλλου. Εκεί που έγινα δικιά του, γυναίκα του κάτω απ’ το φως του ηλίου. Εκείνο το βράδυ είχε πανσέληνο. Ήμασταν αγκαλιασμένοι και τα ‘σ’ αγαπώ’ ακούγονταν και απ’ τους δυο μας. Ένιωθα περίεργα, χαιρόμουν για αυτόν και λυπόμουν ταυτόχρονα για το χωρισμό μας. Με κράταγε σφιχτά στην αγκαλιά του, κι ήλπιζα να μη με αφήσει ή να μου πει ότι δε θα φύγει, ότι άλλαξε απόφαση, ότι θα πάει στο λιμενικό -αν και μετά την απαλλαγή του δε θα μπορούσε-. Ότι θα δουλέψει στην Αθήνα σε καντίνα και θα ήμαστε μαζί. Μα αυτό ήταν το όνειρό του και δεν έπρεπε να του το στερήσω. Όπως κι αυτός δε θα στερούσε το δικό μου. Τέσσερα χρόνια και μετά θα ήμαστε μαζί για μια ζωή, όπως μου υποσχέθηκε. Η άμμος εκείνο το βράδυ, παρά τη ζέστη που είχε ακόμα το νησί μου, φαινόταν παγωμένη.  Εκείνο το βράδυ ο έρωτας που κάναμε δεν ήταν γιορτή, ήταν νεκρική ακολουθία. Καθώς έμπαινε μέσα μου τα μάτια μου ήταν πιο υγρά από την παραλία όλη, έσταζαν τα δάκρυα στην άμμο, τόσο που νόμιζα πως θα δημιουργούνταν ποτάμια που θα άγγιζαν τη θάλασσα. Η κάθε μας λέξη μέσα σε αναφιλητά. Το φεγγάρι χλωμό, τα αστέρια θλιμμένα, καθώς τρεμόσβηναν έμοιαζαν να συμπαραστέκονται κι αυτά, μαζί με τα βότσαλα, τα κοχύλια, την άμμο και τα απαλά κύματα που σιγόκλαιγαν μαζί με τα μάτια μου. Καθώς με χάιδευε, καθώς με φιλούσε, καθώς γινόταν δικός μου, έριχνε πάνω μου τα δάκρια των ματιών του, αργότερα που το σκεφτόμουνα δεν ήξερα αν ήταν επειδή έφευγε, ή γιατί τον παρέσυρα εγώ, όπως ένα αισθηματικό φιλμ τον ευσυγκίνητο θεατή.

Αυτό ήταν, η νεκρική ακολουθία είχε τελειώσει. Την άλλη μέρα τον συνοδέψαμε στην Αθήνα. Την μεθεπόμενη το πρωί βρισκόμασταν στο αεροδρόμιο με τον πατέρα του και τον αποχαιρετούσαμε, κουνώντας του μαντήλια που δεν έβλεπε και εμείς το ξέραμε, αλλά συνεχίζαμε να τα κουνάμε γιατί πιστεύαμε πως ήξερε ότι το κάνουμε όπως, κι ότι τον σκεφτόμαστε. Φύγαμε χωριστά με τον πατέρα του από το αεροδρόμιο, μου είπε ένα ξερό ‘γεια’ και επιβιβάστηκε βιαστικά σε ένα ταξί.

 

Η ζωή χωρίς τον Τάκη ήταν μουντή, οι σπουδές μου δεν ήταν αρκετό αντίβαρο για να μου δώσουν τη χαρά. Είχα συνηθίσει δυο ολόκληρα χρόνια την παρουσία του. Ήταν ο πρώτος μου σύντροφος και ήθελα να είναι και ο μοναδικός. Σε συνδυασμό με την αλλαγή περιβάλλοντος και τον ερχομό μου στην Αθήνα δυσκολεύτηκα πολύ να προσαρμοστώ. Εκτός από το διάβασμα, άρχισα να γυρίζω στην πόλη για να τη μάθω, πολλές φορές έκανα μόνη μου άσκοπες βόλτες εδώ κι εκεί. Κάθε βδομάδα ανταλλάσσαμε επιστολές, κάτι που συνεχίστηκε μέχρι που ο Τάκης επέστρεψε από το εξωτερικό. Πως και πως περίμενα εκείνες τις επιστολές να μάθω νέα του. Φαινόταν ενθουσιασμένος από την πρώτη του βδομάδα κιόλας στο καινούργιο του περιβάλλον, μου έλεγε για τους καθηγητές του, παγκοσμίως γνωστά ονόματα που μέχρι κι εγώ ήξερα, κάποιους, μέσω του τύπου. Μου έλεγε για τους συμφοιτητές του, με τις γυναίκες ζήλευα. Δεν πίστευα πως θα μου ήταν πιστός, παρά του ότι μου το ορκιζότανε . Ήμασταν πολύ μακριά, θα άντεχε ένας άντρας χωρίς σεξ; Ίσως αν με αγαπούσε τόσο πολύ. Με αγαπούσε όμως τόσο; Δεν μπορούσα να δώσω απάντηση. Όταν ήταν κοντά μου πίστευα πως η αγάπη του είναι υπερβολική, αλλά τώρα που ήταν μακριά, άρχισα να αναρωτιέμαι, να φοβάμαι και να νιώθω ανασφαλής πολλές φορές, σε αντίθεση με αυτόν που τάχιστα είχε προσαρμοστεί.

Εκτός από τα γράμματα υπήρχαν και τα τηλέφωνα που έπαιρνε ο ένας τον άλλον. Μιλούσαμε για αρκετή ώρα λες και τηλεφωνούσαμε στο φίλο μας στη διπλανή πόλη. Το αργότερο που επικοινωνούσαμε ήταν κάθε δεύτερο βράδυ. Μου έλεγε συνεχώς πως με σκέφτεται και να μην τον ξεχάσω. Εγώ δε θα τον ξεχνούσα, αυτός όμως;  Όσο ήταν στην γραμμή ήμουν σίγουρη για αυτόν, όταν όμως έκλεινε το τηλέφωνο, κι όσο περνούσε ο χρόνος που είχα να τον ακούσω, φώλιαζε μέσα μου η ανασφάλεια.  Άρχισα να βγαίνω κι εγώ με παρέες, έβλεπα την Μυρσίνη που είχε περάσει στη Γεωπονική. Έκανα φίλους κι απ’ την σχολή μου. Από το πρώτο έτος με πλησίαζαν αρκετά αγόρια ερωτικά, αλλά εγώ είχα ξεκάθαρη στάση απέναντί τους, θες η οικογενειακή μου διαπαιδαγώγηση, θες το ότι τον αγαπούσα τόσο, που ήμουν γεμάτη από αυτόν και δεν αναζητούσα κάτι άλλο για να τον αναπληρώσω. Όταν σε γεμίζει αυτό που έχεις δεν ψάχνεις για κάτι άλλο πιστεύω, αυτό αρχίζει και συμβαίνει όταν δημιουργούνται ρήγματα σε μια σχέση, όταν νιώθεις τον άλλον μακριά σου συναισθηματικά, κυρίως για τις γυναίκες, γιατί την άλλη πλευρά δεν μπορώ να τη γνωρίζω. Για μένα πάντως σίγουρα συνέβαινε αυτό. Είχα πάντα και τη συμπαράσταση του πατέρα μου που ήταν παρών όποτε τον χρειαζόμουνα και στις αρχές με είχε επισκεφθεί πολλές φορές. Έλεγε πως ερχόταν για δουλειές, αλλά το ήξερα πως ερχόταν να δει απλά εμένα, βρίσκοντας αυτή τη δικαιολογία. Ο Τάκης ορισμένες φορές τηλεφωνούσε και στον ίδιο ενημερώνοντάς τον για τις επιδώσεις του και για το επίπεδο των σπουδών που τον είχε ενθουσιάσει. Σε τέσσερα χρόνια θα είχε τελειώσει με τις σπουδές του. Δεν αντιμετώπιζε σπουδαία προβλήματα και ήταν αγαπητός σε πολύ κόσμο. Με τον πατέρα μου είδαμε και τις φωτογραφίες που μας έστειλε από την εκδρομή που είχε πάει με το πανεπιστήμιο. Ήταν τρία αγόρια και δυο κορίτσια. Ήταν πολύ όμορφες και οι δυο κοπέλες .

‘Όμορφες’, μονολόγησα μπροστά στον πατέρα μου.

‘Όχι σαν εσένα’, απάντησε καταλαβαίνοντας τους φόβους μου.

‘Το λες γιατί είμαι κόρη σου’.

‘Το λέω γιατί είναι αλήθεια, ετοιμάσου να σε βγάλω έξω. Να ντυθείς καλά!’

Παρά την έξοδό μας δεν έφευγαν από το μυαλό μου εκείνα τα δυο κορίτσια, που στο γράμμα μου έγραψε ότι ήταν τα girlfriends των δύο του φίλων, αλλά χαζός ήταν να μου ομολογήσει ότι ήταν δικές του φιλενάδες αν αυτό συνέβαινε;

         

Πλησίαζαν Χριστούγεννα, εκείνη την περίοδο μάθαμε πως η μητέρα του ήταν αρκετά άσχημα και θα την φέρνανε από το  νησί στην Αθήνα. Η παλιαρρώστια όπως έλεγε ο άντρας της θα την έτρωγε. Νοσηλεύτηκε στον Άγιο Σάββα αρχικά, ο Τάκης είχε καθημερινή επικοινωνία μαζί μου, για να μαθαίνει νέα της. Ήταν η περίοδος των εξετάσεών του και αποφάσισε να παραμείνει εκεί μέχρι νεοτέρας ενώ ανέλαβα εγώ την μαμά  του. Τρεις φορές την μέρα την επισκεπτόμουν επί πέντε μήνες. Της πήγαινα φαΐ, της έπλενα τα ρούχα, ο άντρας της ήρθε λίγο καιρό και μετά γύρισε πίσω μην μπορώντας να πάρει περισσότερη άδεια.

‘Είσαι πολύ καλό κορίτσι’, μου έλεγε, ‘και χαίρομαι που θα ’χει εσένα ο Τάκης μου τώρα που θα κλείσω τα μάτια μου’.

Το ’χε καταλάβει η καημένη πως ήταν λίγα τα ψωμιά της. Κάναμε άπειρες συζητήσεις στο νοσοκομείο. Μου έλεγε ιστορίες για το γιο της όταν ήταν μικρός, κάτι που με ευχαριστούσε ιδιαίτερα, μου έλεγε για τον άντρα της και πως παντρευτήκανε, με ρώταγε να μάθει νέα του γιου της. Μου είχε κάνει εντύπωση. Εμένα μου τηλεφωνούσε κάθε δεύτερη μέρα στην μητέρα του παρά του ότι ήταν άρρωστη δεν έπαιρνε τηλέφωνο παρά κάθε δέκα μέρες περίπου. Δεν ήθελε να την ενοχλεί μου απάντησε και να τη φοβίσει περισσότερο για την κατάσταση της υγείας της, όταν τον ρώτησα. Εγώ από την πλευρά μου θεωρούσα τον εαυτό μου υποχρεωμένο να την περιποιούμαι, ήταν η μάνα αυτού που αγαπούσα, του άντρα μου και  με ευχαριστούσε εκείνο που έκανα. Με την παρουσία της ήταν σαν να είχα τον Τάκη κοντά μου, έμοιαζαν αρκετά. Μετά το νοσοκομείο την φιλοξένησα στο σπίτι μου.

 

Ο πατέρας μου είχε αντίρρηση με όλα αυτά, είχε παιδιά και σύζυγο δεν ήμουν εγώ υποχρεωμένη να την φορτωθώ μου έλεγε. Και ίσως είχε δίκιο, αλλά εγώ δεν ήθελα να ακούσω τίποτα. Αποτέλεσμα να πάει χαμένη εκείνη η χρονιά για εμένα. Τελικά φτάνοντας το καλοκαίρι δεν είχε καμιά ελπίδα και την πήγανε στο νησί, επέστρεψε κι ο Τάκης από την Αμερική, αλλά και πάλι όλη μας η προσοχή είχε στραφεί επάνω της εγώ είχα περάσει σε δεύτερη μοίρα και το θεωρούσα φυσικό. Τελικά η μητέρα του πέθανε. Ο Τάκης ήταν απαρηγόρητος, έφυγε για το εξωτερικό νωρίτερα από ότι υπολόγιζε, κι εγώ επέστρεψα στην Αθήνα για να κερδίσω το χαμένο έδαφος. Όλα συνεχίστηκαν όπως την πρώτη χρονιά. Τα γράμματα, τα τηλέφωνα, οι εξετάσεις, οι επισκέψεις του πατέρα μου, η απόρριψη άλλων αντρών που εμφανίζονταν στη ζωή μου, η ανασφάλεια και οι φοβίες μου για την τυχών απομάκρυνσή του από εμένα. Ο Τάκης με παρακάλεσε αρκετές φορές να τον επισκεφθώ, αλλά το αρνήθηκα. Το ταξίδι μου αυτό θα μπορούσε να με αποσπάσει  και δεν είχα περιθώρια για άλλη χαμένη χρονιά. Έπρεπε οπωσδήποτε να περάσω όλες τις εξετάσεις το δεύτερο έτος.

Όταν επέστρεψε όλα ήταν όπως πρώτα, λες και δεν είχε λείψει ούτε μέρα, ήταν ευδιάθετος και μου έλεγε συνεχώς πως με αγαπάει. Τις περισσότερες ώρες της ημέρας ήμασταν μαζί. Εκείνο το καλοκαίρι θεώρησα πως ήταν πολύ σεμνός και λανθασμένα τον χαρακτήρισε ο πατέρας μου φιλόδοξο. Αυτό ήταν μια λανθασμένη εκτίμηση. Ένα μεσημέρι ήμασταν στο δωμάτιό του, το οποίο ήταν ως συνήθως ακατάστατο αν δεν του το τακτοποιούσα εγώ.

‘Πάω να κάνω ένα μπάνιο,’ μου είπε.

‘Καλά’, του απάντησα, ‘τότε εγώ θα τακτοποιήσω το δωμάτιο’.

‘Άστο μωρέ, το φτιάχνουμε μετά’.

Όσο ο Τάκης έκανε το μπάνιο του, συγύριζα το δωμάτιο. Το μάτι μου έπεσε σε κάτι βιβλία που ήταν παράταιρα τοποθετημένα, πήρα το ένα στα χέρια μου, μέσα ανακάλυψα πως υπήρχαν κάτι χαρτιά. Ήταν στα Αγγλικά και ήταν από το Πανεπιστήμιό του. Τα πήρα και έκατσα στο κρεβάτι να τα διαβάσω. Ήταν τα αριστεία που πήρε τα δυο τελευταία χρόνια ο Τάκης. Ήταν στους πρώτους του τμήματός του. Δυο χρονιές πρώτος, θα πρέπει να ήταν πολύ ευτυχισμένος, τελικά δεν είχαμε κάνει λάθος που συνδράμαμε στην προσπάθειά του σκέφτηκα. Ήμουν σίγουρη για την πρόοδό του και παρ’ όλα αυτά δεν μου είπε τίποτα.

Όταν βγήκε από το μπάνιο τον ρώτησα γιατί δε μου είχε αναφέρει τίποτα. Η απάντηση ήταν πως δεν είχαν καμιά σημασία όλα αυτά. Πέρυσι εγώ δεν τα είχα καταφέρει και δεν ήθελε να με στεναχωρήσει βάζοντάς με σε μια σύγκριση μαζί του. Φέτος αισθανόταν πιο ώριμος, αυτά τα αριστεία ήταν απλά η απόδειξη της προόδου του, κι όχι ένας τρόπος να υπερηφανεύεται και να κοκορεύεται στους άλλους, μόνο στη μητέρα του το είχε πει πριν πεθάνει.

‘Μα θα χαιρόμουν’, του απάντησα, ‘οτιδήποτε άλλο συμβαίνει στη ζωή σου θέλω να το ξέρω’.

Τότε μου έφερε ένα φάκελο με ορισμένες φωτογραφίες.

‘Ήθελα να στις στείλω, μα προτίμησα να στις φέρω ο ίδιος για να τις δούμε μαζί’.

Ήταν φωτογραφίες από το Πανεπιστήμιο. Από τους προαύλιους χώρους, από τις αίθουσες διδασκαλίας. Με τήβεννο καθώς του παραδίδονταν τα αριστεία. Μου έδειξε και το σπίτι του, ήταν υπέροχο, αλλά σκεφτόταν να το ξενοικιάσει και να μείνει σε ξενοδοχείο όπως μου είπε γιατί θα του ερχότανε πιο φτηνά.

‘Θα έρθεις να με δεις φέτος;’

‘Ναι’, απάντησα, ‘θα έρθω, μου λείπεις πολύ τους χειμώνες!’

Ο Πατέρας μου ενθουσιάστηκε με τα νέα, που του μετέφερα.

‘Ήμουν σίγουρος πως θα τα κατάφερνε, κι έτσι έ; Δεν είπε σε κανέναν για τους επαίνους του. Χαίρομαι για τις επιτυχίες του και για το ότι δε σε διέψευσε’, τα μάτια του όμως πήραν ένα περίεργο σχήμα λες και ήθελαν κάτι άλλο να πουν, λες και σκεφτόταν για το μέλλον το δικό μου και του Τάκη και μελαγχολούσαν.

Τον ρώτησα τι έχει και μου απάντησε πως χαίρεται με την ευτυχία μου, πως είναι σπουδαίο που βρήκα ένα καλό παιδί, κι όταν αυτός και η μαμά μου θα φύγουν θα έχω έναν άνθρωπο που θα είναι εκεί και θα με στηρίζει.

‘Τι είναι αυτά που λες;’ τον μάλωσα.

‘Ε, καλά δε λέω για τώρα, για το μέλλον μετά από χρόνια’.

‘Ποτέ δε θα με αφήσεις’, του είπα και κλείστηκα στην αγκαλιά του, όλο ανησυχία.

‘Καλά ηρέμησε τώρα και πες στο φίλο σου πως αύριο είναι καλεσμένος μας’.

Στο τραπέζι πήρε τους επαίνους του πατέρα μου και στη συνέχεια μια αύξηση στο επίδομα που του έδινε, αυτά ήταν έξτρα από τα υπόλοιπα χρήματα, δε χρειαζόταν να τα επιστρέψει, αλλά όταν γύριζε στην Ελλάδα θα δούλευε στην εταιρία μας. Ήταν μια δίκαιη συμφωνία. Τις υπόλοιπες μέρες μας τις περάσαμε μαζί. Δε φύγαμε από το νησί, θέλαμε και οι δυο τόσο να το χαρούμε, αφού η επιστροφή μας σε αυτό θα γινόταν καιρό αργότερα, ακόμα και για μένα, αφού αποφάσισα τα Χριστούγεννα να τα περάσουμε μαζί. Μερικές φορές νομίζουμε πως όλα πάνε καλά Μαργαρίτα, θεωρούμε πως ο κόσμος όλος είναι στα πόδια μας, η τύχη είναι με το μέρος μας, ο χρόνος κυλάει υπέρ μας, αλλά αυτό είναι απλά μια ψευδαίσθηση. Γεγονότα που δεν ξέρουμε, η άγνοιά μας ή ο κόσμος που βλέπουμε με τα δικά μας μάτια μας κάνουν να επαναπαυτούμε, να κοιμόμαστε ήσυχοι. Έτσι κι εγώ ζούσα το καλύτερό μου καλοκαίρι, τα χρόνια ήταν με το μέρος μου, κι ούτε φανταζόμουν τι μου σχεδίαζε το μέλλον. Ο Τάκης ήταν δίπλα μου και μου ενίσχυε τις ψευδαισθήσεις, για την αγάπη, για τη ζωή, για εμένα. Ο πατέρας μου στυλοβάτης σε κάθε μου προσπάθεια.

 

Η Αμερική μου φάνηκε μεγάλη, απλά μεγάλη. Μεγάλοι δρόμοι, μεγάλα κτίρια, μεγάλα αυτοκίνητα. Όλα σε υπερβολικό βαθμό, όπως και η αγάπη μου για εκείνον. Ήταν η πρώτη φορά που βρισκόμουν σε αυτήν, κι αυτό χάρη στην επιλογή του Τάκη. Μέχρι τότε είχα επισκεφθεί το Παρίσι, το Λονδίνο, τη Ρώμη κι άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, μου φάνηκαν σε αυτή τη σύγκριση πιο μικρές, ζεστές και οικείες. Σίγουρα μεγαλύτερες από το νησί μου, αλλά όχι στη μεγάλη υπερβολή της Αμερικής. Ο Τάκης είχε προσαρμοστεί σε αυτήν τη χώρα από την πρώτη στιγμή.

‘Θα σου αρέσει κι εσένα’, μου είπε ‘μέχρι να φύγεις’.

Και πράγματι έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να είναι η διαμονή μου  αξέχαστη. Το σπίτι του το έβρισκα υπερβολικό για φοιτητή. Είχε δυο ορόφους, αρκετά δωμάτια, δυο λουτρά και ένα πολύ μεγάλο γραφείο, γεμάτο βιβλία και φωτογραφίες μου, ως και σε κάδρο με είχε βάλει. Αυτό ήταν σίγουρα ένα σημείο που άρχισα να σκέφτομαι ξανά πως οι φιλοδοξίες του ήταν υπερβολικές. Δεν έμοιαζε πάντως με το σπίτι που έβλεπα στις φωτογραφίες που μου είχε στείλει

‘Μα βέβαια δεν είναι αυτό’, μου είπε, ‘για αυτό δεν το αναγνωρίζεις, μετακόμισα πρόσφατα εδώ’.

‘Και καλά, γιατί δεν μου είπες τίποτα;’

‘Με τα διαβάσματα και την αγωνία μου το ξέχασα. Το βρήκα σε ευκαιρία και επιπλωμένο. Μάλιστα μου στοιχίζει λιγότερο από το άλλο, που ήταν μικρότερο από το μισό. Εδώ μόνο τα βιβλία είναι δικά μου, τα ρούχα και οι φωτογραφίες σου, που δεν αποχωρίζομαι ποτέ’.

Στην συνέχεια άρχισε να μου λέει ότι η Αμερική είναι η χώρα της ευκαιρίας, κι ότι  εδώ θα έπρεπε να ρίξει το επιχειρηματικό του βάρος ο πατέρας μου, όσο για το σπίτι, το είχε νοικιάσει από τον πατέρα ενός συμφοιτητή του, ο οποίος είχε αρκετά ακίνητα στην περιοχή. Το εγκατέλειψε και μετακόμισε με τη σύζυγό του σε άλλη πολιτεία και δεν ήθελε να το αφήσει σε κακούς νοικάρηδες, έτσι το εμπιστεύτηκε σε εκείνον. Τότε πίστεψα ακόμα περισσότερο στην υπέρμετρη φιλοδοξία του, αλλά δεν ήταν κάτι μεμπτό αυτό, ούτε το έβλεπα κακό. Ξέρεις λένε πως ο κόσμος είναι όπως τον βλέπουμε, διαχέεται από μια υποκειμενικότητα. Το ίδιο αντικείμενο, το ίδιο άτομο εγώ κι εσύ μπορεί να το βλέπουμε τελείως διαφορετικά.  Με τη δική μας ματιά το βοηθάμε περισσότερο να γίνει όπως το βλέπουμε. Έναν ζητιάνο στο δρόμο για παράδειγμα αν εγώ τον βλέπω ως κάποιον πάμπλουτο επιχειρηματία, έτσι θα είναι για εμένα κι έτσι θα τον αντιμετωπίσω. Τον παπά που κλέβει το παγκάρι αν τον θεωρήσω άγιο που απ’ το στέρημά του συμβάλει στην εκκλησιά, αυτό θα γίνει για μένα, έτσι θα τον αντιμετωπίζω κι όλα θα κυλούν όπως τα βλέπω. Οι ψευδαισθήσεις μας βέβαια μας κάνουν πρόσκαιρα  ευτυχισμένους . Με τον καιρό όμως και αποκλεισμένοι από την πραγματικότητα δυο επιλογές υπάρχουν ή να συνεχίσουμε και να οδηγηθούμε στη σχιζοφρένεια ή να δούμε την αλήθεια και να πληγωθούμε. Τότε δεν τα σκεφτόμουν όλα αυτά. Ούτε καν περνούσαν από το μυαλό μου τέτοιες σκέψεις και πως θα μπορούσαν άλλωστε, δεν ήμουν με κάποιον άγνωστο. Ήμουν με τον πιο δικό μου άνθρωπο μετά τους γονείς μου, που με τον καιρό γινόταν όλο και πιο δικός μου.

Το απόγευμα θα πηγαίναμε να φάμε σε ένα εστιατόριο. Ο Τάκης ξεπρόβαλε με ένα τεράστιο αμάξι.

‘Τι είναι αυτό;’ τον ρώτησα, γιατί δεν μου είπε ότι είχε αγοράσει αυτοκίνητο.

Δεν ήταν δικό του μου εξήγησε, το είχε  δανειστεί από έναν φίλο του για τις μέρες που θα ήμουν εκεί. Από αυτό αλλά κι από τη συνάντηση με τους φίλους του συμπέρανα πως ο Τάκης ήταν αρκετά αγαπητός και είχε καταφέρει να προσδεθεί σε κάποιους κύκλους επιφανών ανθρώπων, που τον εκτιμούσαν και τον θεωρούσαν δικό τους κομμάτι. Δεν ήξερα αν έπρεπε να χαρώ ή να φοβηθώ. Οι παρέες του, τα μεγάλα σπίτια, αυτά που μου έλεγε για την Αμερική και τις δουλειές άρχισαν να με φοβίζουν μήπως του καρφώθηκε η ιδέα να μείνει εκεί. Απ’ την άλλη δε μου είχε πει τίποτα καθαρά. Δεν μου είπε πως ήθελε να παραμείνει στην Αμερική.

Στο τραπέζι δεν ήμασταν μόνοι μας, υπήρχαν τρία αγόρια, αμερικανοί. Ο Bill, o Alex και ο George  και δύο κορίτσια η Φρίντα από την Ισπανία και η Αντζολίνα από την Ιταλία. Μου έκανε εντύπωσε που η αντρική συντροφιά ήταν αμιγώς αμερικανική, ίσως του ήταν πιο εύκολο για να μπει στους εκεί κύκλους, όσο για τις γυναίκες της συντροφιάς ήταν απ’ τη μεσόγειο και είχαν έρθει για σπουδές από την πατρίδα τους. Αυτό μου φαινόταν πιο φυσιολογικό, γιατί ήταν πιο οικείοι σε εμάς οι μεσογειακοί λαοί, αλλά και πιο επικίνδυνο για εμένα, αφού οι κοπέλες αυτές ήταν πιο όμορφες απ’ τις αμερικανίδες που μέχρι τότε συναντήσει. Όλη του η πανεπιστημιακοί φίλοι ήταν γύρω στη δικιά μας ηλικία. Στο εστιατόριο φαινόταν αρκετά γνωστός. Με τους τρεις συναδέλφους του άρχισαν να μιλάνε για επιχειρήσεις και για δείκτες. Οι κοπέλες αρχίσαμε να συζητούμε κι εμείς, αρχικά για τις σπουδές μας και κατόπιν για τον τρόπο ζωής στην Αμερική και στην πατρίδα μας. Η Φρίντα ήταν πολύ συμπαθητική, ήταν πολύ ποιοτικό άτομο και πολύ διακριτική με τον Τάκη. Η Ιταλίδα ήταν πολύ διαχυτική με τα αγόρια της παρέας, ειδικά με τον Alex και τον Τάκη. Σκεφτόμουν, ‘Αφού κάνει έτσι τώρα που είμαι εδώ όταν λείπω πως θα συμπεριφέρεται;’ Διατήρησα την ψυχραιμία μου. Θα ήθελα πολύ να κάνω σκηνή την ίδια στιγμή ή στο σπίτι αλλά συγκρατήθηκα, άλλωστε ο Τάκης δεν είχε μάτια για άλλη όλες τις μέρες που ήμουν εκεί. Θα ήταν άδικο, σε λίγο εμφανίστηκε στο τραπέζι μας ένας ακόμα νεαρός, ο Tony όπως μου συστήθηκε. Ήταν πολύ κομψός νέος και φαινόταν να είχε παρτίδες με τον Τάκη. Ήταν πολύ φιλικός μαζί του και όταν έμαθε ποια είμαι μου φίλησε το χέρι. Ο Τάκης μου είπε πως είναι ο γιος του ιδιοκτήτη του σπιτιού που έμενε. Έκατσε για λίγο μαζί μας, αφήνοντας την παρέα του. Άρχισε να πλέκει το εγκώμιο του φίλου του, τόσο το επιστημονικό όσο και το προσωπικό. ‘Εδώ όλοι τον εκτιμάνε’ μου είπε και κατέληξε πως δεν θα τον αφήσουν να φύγει για την Ελλάδα, όταν με το καλό τελειώσει.

‘Ώπα, εδώ είμαστε!’ σκέφτηκα, ‘για να μου το λέει έτσι κατάμουτρα ο φίλος του, το έχουν συζητήσει. Δεν ήταν δικές μου φαντασίες όλα αυτά. Τώρα που θα γυρίζαμε θα μου το ξεφούρνιζε και ο ίδιος’.

Στο σπίτι τίποτα τέτοιο δεν μου ανέφερε. Καθώς αλλάζαμε για να ξαπλώσουμε τον ρώτησα η ίδια αν έχει στο μυαλό του κάτι τέτοιο.

‘Όχι δα’, μου απάντησε. ‘Τέσσερα χρόνια εδώ είναι αρκετά. Μετά επιστροφή στην πατρίδα. Τι τόσο πολύ σου άρεσε σε λίγες μέρες η Αμερική που θες να μείνουμε εδώ; Και τα σχέδιά μας δεν είπαμε ότι θα ζήσουμε στο νησί; Μου τα αλλάζεις τώρα;’

Δεν καταλάβαινα αν μου έλεγε αλήθεια ή αν με δούλευε, αλλά σίγουρα τα λόγια του ήταν πολύ καθησυχαστικά. Η ζωή λένε κάποιοι έχει πολύ μεγαλύτερη φαντασία από εμάς. Η δική μου όμως φαντασία δεν είχε καμιά σχέση με την πραγματικότητα, όπως θα αποδεικνυόταν και στο μέλλον. Καμιά σχέση δεν είχε η πραγματικότητα με όλα αυτά που εγώ έβαζα στο μυαλό μου. Ήταν απλά δικοί μου φόβοι και ανασφάλειες.

Ρώτησα τον Τάκη για την παρέα του, ήθελα να μάθω περισσότερα για αυτούς από όσα συμπέραινα μόνη μου. Δεν είχε αντίρρηση να με διαφωτίσει. Η Αντζολίνα ήταν στο τμήμα του, ήταν η πρώτη που γνώρισε, ένας ανοιχτός άνθρωπος που έκανε παρέα με πολύ κόσμο, δεν ήταν καθόλου συντηρητική, κι όσον αφορά την σεξουαλικότητά της ήταν αμφισεξουαλική, είχε κάνει σχέσεις με πολλές κοπέλες και αγόρια του πανεπιστημίου, συνεχώς έψαχνε για νέες εμπειρίες. Ο Τάκης βέβαια δεν τα καταλάβαινε αυτά. Η Φρίντα έμοιαζε πιο πολύ με εμάς, όπως είχα καταλάβει κι εγώ. Στα μαθήματα δεν τα πήγαινε βέβαια τόσο καλά όσο η ιταλίδα, αλλά είχε υπομονή και μελετούσε πολύ. Τα αγόρια της παρέας, παιδιά της Αμερικής, τα είχε γνωρίσει με τον καιρό. Τον Alex , λόγω της Αντζολίνας, με την οποία είχε σχέση παλιότερα. Αυτό που μου έκανε εντύπωση και τον ρώτησα, ήταν γιατί στην παρέα του δεν υπήρχε ούτε ένας έλληνας, δε σπούδαζαν άλλοι συμπατριώτες μας εκεί; Είχα ακούσει πως στην πολιτεία υπήρχε ελληνική κοινότητα. Για εμένα, αν ήμουν στη θέση του, θα ήταν ένας καλός λόγος η συναναστροφή μαζί τους, να μου θυμίζουν την πατρίδα και το σπίτι μου. Η απάντησή του ήταν πως στο δικό του έτος δεν υπήρχαν έλληνες, σε κάποια μεγαλύτερα ναι, έκανε παρέα με ένα παιδί με ρίζες από τη Θεσσαλονίκη, αλλά έφυγε για μεταπτυχιακό σε άλλη πολιτεία. Από μικρότερα τμήματα δεν έκανε παρέες, αφού είχε πλέον τη δικιά του συντροφιά. Για άλλους ομογενείς μου είπε πως απλά δεν έτυχε, εφόσον οι παρέες του ήταν κυρίως από το πανεπιστήμιο.

         

Το επόμενο πρωινό πήγαμε μαζί ως το Πανεπιστήμιο, απλά για να πάρει τις σημειώσεις. Όταν φτάσαμε βρήκαμε την παρέα στο προαύλιο του κτιρίου, αφού είχαμε αργήσει. Πλησιάσαμε, ο Τάκης τους ρώτησε για το μάθημα, αν ήταν καλός ο καθηγητής, αν προχωρήσανε και τι τους είπε.

‘Ρώτησε που είσαι’, του είπε ο Alex.

‘Μη με κοροϊδεύεις’, του απάντησε ο Τάκης.

‘Καθόλου, ίσα ίσα, φαίνεται πως του έγινες αναντικατάστατος’.

‘Ίσως έπρεπε να έρθεις στο μάθημα’, σχολίασα.

‘Για μια φορά δεν πειράζει, άλλωστε προηγείσαι’.

Αφήσαμε τα παιδιά και πήγαμε σε μια εξοχή, μόνοι μας με το μεγάλο αμάξι του. Το σημείο που με πήγε ήταν αποκομμένο απ’ την υπόλοιπη πόλη η οποία δε φαινόταν. Έμοιαζε λίγο με τους καταρράκτες του νησιού, στο Νυδρί, που πολλές φορές επισκεπτόμασταν σαν ήμασταν σε αυτό. Η  λίμνη όμως που γέμιζαν ήταν εξαιρετικά μεγαλύτερη.

‘Είναι το μόνο μέρος που μοιάζει στο νησί, έρχομαι πολλές φορές μόνος μου από όταν το ανακάλυψα, δε θέλω να το μοιραστώ με άλλους. Κάθε φορά που μελαγχολώ, κάθε φορά που σε αναζητώ έρχομαι εδώ. Μπορεί να είναι νύχτα, μπορεί να είναι ξημέρωμα. Έρχομαι εδώ και σε σκέφτομαι, νιώθω πως είσαι δίπλα μου, πως με αγγίζεις, μου μιλάς, σε αγαπάω Αντιγόνη, κι είναι δύσκολο και για μένα που είμαι μακριά σου. Προσπαθώ να κάνω κάτι, αλλά μετράω μια μια τις μέρες σαν φυλακισμένος. Η μέση έχει περάσει ενάμιση χρόνος έμεινε. Θα περάσει λέω κι αυτός.

 

Γυρίζοντας προς το μέρος του είδα τα μάτια του υγρά. Ήταν η δεύτερη φορά, η πρώτη ήταν όταν αποχωριζόμασταν στη Λευκάδα. Τον πλησίασα, έβγαλα ένα χαρτομάντιλο και του σκούπισα τα δάκρυα, τον πήρα στην αγκαλιά μου και κάτσαμε εκεί ως το απόγευμα.

Την επόμενη πήγαμε για  shopping, όπως έλεγε πια τα ψώνια. Αρχικά περάσαμε από τα βιβλιοπωλεία, κοίταζε το ένα, κοίταζε το άλλο εγχειρίδιο, κόρεσε τη δίψα του αγοράζοντας αρκετά, καθηγητών του κυρίως, όπως μου έλεγε, και με έκανε να καταλάβω το λόγο που έχει τόσα βιβλία στο σπίτι του. Πήγαμε στα αμιγώς γυναικεία καταστήματα, προβάραμε το ένα, προβάραμε το άλλο, ό,τι ήθελα το παίρναμε χωρίς να λογαριάζουμε τα χρήματα. Πήρα και μια αρκετά πολυτελή και επίσημη τουαλέτα, γιατί όπως με ενημέρωσε ο Τάκης ήμασταν καλεσμένοι στο σπίτι ενός καθηγητή του και έπρεπε να πάμε ντυμένοι άψογα. Στο σπίτι γυρίσαμε όταν ήδη τα καταστήματα είχαν κλείσει. Προβάραμε τα ρούχα ξανά ένα ένα το βράδυ. Εκείνος καθόταν στο κρεβάτι, εγώ τα πρόβαρα σαν μοντέλο. Μου έκανε νοήματα να στρίψω, να κατεβάσω λίγο την τιράντα, να πάρω πόζες. Στο τέλος έπεσα εξαντλημένη στην αγκαλιά του.

Η μέρα που θα επισκεπτόμασταν τον καθηγητή του είχε φτάσει. Αγωνιούσα αν θα έκανα καλή εντύπωση.

‘Μην είσαι τσιτωμένη’ μου έλεγε, ‘εσύ έχεις συναντήσει με τον μπαμπά σου τόσους και τόσους σημαντικούς ανθρώπους’.

Πάντα ήξερε τον τρόπο να με ενισχύει και να μου τονώνει την αυτοπεποίθηση. Το ίδιο και εκείνη τη μέρα. Η πρόσκληση ήταν για το βράδυ. Όπως όλοι οι άνθρωποι, που σέβονται τον εαυτό τους  ακολουθήσαμε και εμείς την τελετή προ της επίσκεψης. Ο Τάκης χρησιμοποίησε το ένα μπάνιο, πλύθηκε, ξυρίστηκε, μάλιστα λίγο έλειψε να κάνει περισσότερη ώρα κι από μένα. Εγώ χρησιμοποίησα το άλλο, έκανα μπάνιο, ξύρισα τα πόδια μου, έφτιαξα τα μαλλιά μου, έβαψα τα χείλη μου με lip gloss και έβαλα μάσκαρα. Στη συνέχεια διάλεξα σκουλαρίκια και χρυσαφικά. Όλα έπρεπε να τα κάνω στην εντέλεια. Πήγα στο δωμάτιο και φόρεσα την τουαλέτα που είχαμε αγοράσει. Ήταν ένα μαύρο φόρεμα, το οποίο κρεμόταν από δυο τιράντες ανόμοιου ύψους, πέφτοντας διαγώνια στο στήθος. Στη μέση είχε μια λευκή ζώνη και διάφορα στρας επάνω του, ενώ στη βάση του τσαλάκωνε, σχηματίζοντας διαγώνιο στα πόδια μου προς την αντίθετη πλευρά από αυτή του στήθους. Πάνω από αυτό, θα κάλυπτε τους ώμους μου ένα διάφανο, μαύρο τούλι. Τα πόδια μου έντυναν δυο πέδιλα που έδεναν ως ψηλά στις γάμπες. Ο καλός μου ήταν ήδη έτοιμος, φορούσε ένα πολύ τυπικό κουστούμι, που τον έκανε να φαίνεται μεγαλύτερος από την ηλικία του.

 

Επιβιβαστήκαμε στο αμάξι και ξεκινήσαμε για την οικία του καθηγητή του. Βρισκόταν στην άλλη άκρη της πόλης και θα κάναμε ένα μικρό ταξίδι ως εκεί. Μπήκαμε στην οδό που έμενε ο καθηγητής. Τα σπίτια όλα εκεί ήταν βίλες, με μεγάλους κήπου γύρω τους. Το κάθε σπίτι έπιανε ένα τετράγωνο. Μπροστά τους το οίκημα που έμενε ο σύντροφός μου φαινόταν αρκετά μικρό. Κάπου στη μέση της συνοικίας σταματήσαμε, ήμασταν στον αριθμό του προορισμού μας. Κατεβήκαμε χτυπήσαμε το κουδούνι ενώ είχαμε ανοιχτή τη μηχανή. Σε λίγο ήρθε ένας κύριος καλοντυμένος και μας άνοιξε την πόρτα, οι δυο άντρες αντάλλαξαν χειραψίες, ύστερα ο Τάκης επέστρεψε στο αυτοκίνητο και το πέρασε μέσα στον κήπο. Όταν παρκάραμε κατευθυνθήκαμε προς το σπίτι που μας περίμενε ο κύριος που άνοιξε την σιδερόπορτα και  μια κυρία, ήταν ο καθηγητής του και η σύζυγός του. Μου έκανε εντύπωση που δεν είχαν υπηρέτες σε ένα τόσο μεγάλο σπίτι, αλλά ο Τάκης μου εξήγησε πως ήταν ταπεινοί άνθρωποι που  δεν ήθελαν υπηρετικό προσωπικό, έναν κηπουρό μόνο και για καθαριότητα ερχότανε εταιρία. Ήταν πάντως ιδιαίτερα φιλικοί και ο καθηγητής έδειχνε να εκτιμάει τον καλεσμένο του. Η γυναίκα, η κυρία Τζούλι, είχε φτιάξει μόνη της, πάρα πολλά φαγητά, ανάμεσά τους μουσακά και κεφτεδάκια, για να αισθανόμαστε πιο κοντά στην πατρίδα μας. Ενώ στο πικάπ έπαιζε ένας δίσκος με ελληνική παραδοσιακή μουσική. Περάσαμε αμέσως στο τραπέζι. Ο σύζυγος μας ρώτησε αν τους βρήκαμε εύκολα.

‘Ναι ναι απάντησε ο Τάκης, τόσα χρόνια πια στην πόλη, ξέρω να κινούμε άνετα σε αυτήν’.

‘Αν δεν κάνεις λάθος στη γέφυρα, μετά είναι εύκολο’, συμπλήρωσε ο Peter.

Η συζήτηση συνεχίστηκε κατά την διάρκεια του φαγητού και ο καθηγητής έδειχνε ιδιαίτερα φιλικός. Ήταν βέβαιο ότι εκτιμούσε τον καλό μου, ρωτούσε τη γνώμη του για αρκετά οικονομικά θέματα της αμερικάνικης επικαιρότητας και φαινόταν πως επικροτούσε τις απόψεις του. Εγώ με τη σύζυγό του συζητούσαμε για το πώς μου φαίνεται η Αμερική, καθώς και για τη σχολή μου, που ήταν αρκετά ενδιαφέρουσα αλλά και πολύ ανεπτυγμένη στη χώρα τους. Σε αυτό το σημείο ενδιαφέρθηκε και ο Peter και μπήκε στη συζήτηση. Η ψυχολογία πλέον ήταν αναπόσπαστο κομμάτι στην ζωή τους από χρόνια, όχι μόνο στην καθημερινότητά τους, αλλά και στα οικονομικά. Μεγάλες εταιρίες στελεχώνονταν με εκπαιδευμένο προσωπικό στον τομέα της ψυχολογίας και ενίσχυαν όχι απλά τις πωλήσεις τους, αλλά και την ανάπτυξη αυτών των επιχειρήσεων. Μετά το δείπνο περάσαμε στο σαλόνι για ένα ποτό, η εξειδικευμένη συζήτηση είχε τελειώσει, το ζευγάρι μας είπε πως είχε επισκεφθεί μια φορά την Ελλάδα και τους άρεσε πολύ, θα ήθελε να έρθει ξανά με την πρώτη ευκαιρία. Τόσο εγώ όσο κι ο Τάκης προσφερθήκαμε να τους φιλοξενήσουμε, όποτε αποφάσιζαν να κάνουν αυτό το ταξίδι.

Όταν φύγαμε ήμουν αρκετά κουρασμένη, μου άρεσε ιδιαίτερα η παρέα τους, αλλά σκεφτόμουν πως μας είχαν μείνει ακόμα λίγες μέρες που θα ήμασταν μαζί κι αυτός ήταν ένας ακόμα παράγοντας που με επηρέαζε αρνητικά. Την τελευταία βραδιά της παραμονής μου, μείναμε σπίτι. Δεν είχε κανείς μας όρεξη να αποσπάσει την προσοχή του με τίποτε άλλο, παρά ο ένας με τον άλλο.

 

 

(15) Θανατικό

 

Η Ελλάδα μου έμοιαζε μίζερη χωρίς τον Τάκη, κι ο καιρός μακρινός μέχρι να ξανασμίξουμε. Τελικά και το καλοκαίρι ήρθε, κι εγώ πέρασα τα μαθήματα εκείνη τη χρονιά, και στο νησί ζήσαμε όμορφα μαζί. Ο χωρισμός εκείνου του καλοκαιριού έμοιαζε μικρός και σύντομος, σε λιγότερο του ενός έτους θα ανταμώναμε και πάλι κι αυτή τη φορά θα ήμασταν για πάντα μαζί. Αλλά όπως είχε πει ο πατέρας μου, όταν εμείς κάνουμε σχέδια, ο Θεός γελάει μαζί μας. Τα λόγια του αυτά δεν ήταν τυχαία, όπως τυχαία δεν ήταν και τα όσα μου έλεγε για την στιγμή που θα με άφηνε μόνη μου. Η αιτία ήταν η καρδιά του. Ο πατέρας μου έπαθε έμφραγμα τον Γενάρη.  Εκείνον τον θλιμμένο Γενάρη, τον απαίσιο. Ήταν πρωί και ήμουν στο νησί, σηκώθηκα νωρίς για να διαβάσω για τις εξετάσεις, όταν άκουσα τη μητέρα μου να φωνάζει το όνομά μου βουτηγμένη στον πανικό.

‘Τι είναι;’ ρώτησα,  κι έτρεξα προς το μέρος που άκουσα τη φωνή της.

Τότε είδα τον πατέρα μου πεσμένο στο πάτωμα, δίπλα στην εξώπορτα  που ετοιμαζόταν να διαβεί, αλλά αντί για αυτή, έμελλε να διαβεί μιαν άλλη πόρτα, αυτή της ζωής ή του θανάτου αν προτιμάς.

‘Τον γιατρό γρήγορα’, φώναξα κι έκατσα εγώ δίπλα στον πατέρα μου, κρατώντας του το κεφάλι. Άπλωσε το χέρι του και έσφιξε το δικό μου όσο μπορούσε, πολύ ελαφρά.

‘Να προσέχεις’, ψέλλισε. Έκτοτε ο πατέρας μου δεν ξαναμίλησε ποτέ. Όταν ήρθε ο γιατρός, δεν ξέρω πότε, υποθέτω σύντομα. Ήδη ήταν αργά. Δε θυμάμαι τίποτε από εκείνη τη στιγμή, ο κόσμος έμπαινε κι έβγαινε στο σπίτι μας, εγώ υπήρχα μέσα σε αυτό σαν ένα έπιπλο, δεν καταλάβαινα τίποτα, δε με ένοιαζε να καταλαβαίνω. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ πως θα τον έχανα και πολύ περισσότερο τόσο σύντομα και ξαφνικά. Βέβαια εκείνος το ήξερε όπως και η μητέρα μου τον τελευταίο καιρό, γι’ αυτό μου έλεγε εκείνα τα λόγια. Είχε επισκεφθεί τον γιατρό που του είχε διαγνώσει την αρρώστια του. Εκ των υστέρων έμαθα πως πήγε στο εξωτερικό για θεραπεία, αλλά δεν έπαιρνε, οπότε γύρισε πίσω και περίμενε το μοιραίο προσπαθώντας με γενναιότητα και περηφάνια να προετοιμάσει το μέλλον για εμάς, τη μάνα μου κι εμένα. Αλλά τίποτα δεν μπορείς να προετοιμάσεις, τίποτα τόσο μεγάλο όσο το μέλλον ενός ανθρώπου. Να, μια αρρώστια και χάθηκες. Η μητέρα μου τα άκουσε για τα καλά, όταν με πληροφόρησε πως γνώριζε την αλήθεια.

‘Πριν τρεις μήνες με ενημέρωσε κι εμένα και δεν ήθελε να σου πω τίποτα για να μη στεναχωρηθείς. Δεν ήξερες τον πατέρα σου τώρα; Αφού πήγε στο εξωτερικό χωρίς να μου το πει’.

 

Συνέχισα  να τριγυρίζω στο σπίτι χωρίς να αντιλαμβάνομαι τίποτα, το μόνο που θυμάμαι είναι ότι ο οικογενειακός μας γιατρός μου πρότεινε να μου κάνει μια ηρεμιστική ένεση. Αρνήθηκα, δεν ήθελα. Συνέχισα τις σκέψεις μου, τα έβαλα με τον Θεό. ‘Τι στο διάολο, δεν καταλάβαινε τίποτα; Τι φιλεύσπλαχνος ήταν αυτός δεν καταλάβαινε πόσο σημαντικός είναι ο πατέρας για ένα κορίτσι και ειδικότερα για ένα μοναχοκόριτσο;’ Αντιλαμβανόμουν πως έπρεπε κάποιον να πάρει από ετούτη τη ζωή, θα μπορούσε έστω να πάρει τη μάνα μου, που δε θα είχε και καμία αντίρρηση να πεθάνει στη θέση του. Δεν ήθελα για μέρες να αντιδράσω, καθόμουν κλεισμένη στο δωμάτιό μου, ούτε φαΐ, ούτε τίποτα. Η μάνα μου προσπαθούσε να με βοηθήσει, αλλά και η ίδια ήταν σε δύσκολη κατάσταση. Το χειρότερο ήταν ότι είχα παγώσει δεν μπορούσα να κλάψω, αισθανόμουν ότι είχε χαθεί ο μισός κόσμος, ο κόσμος μου ολόκληρος! Ο Τάκης δεν ενημερώθηκε νωρίς και μέχρι να έρθει είχαν περάσει είκοσι μέρες, δε μπορούσε να κάτσει πολύ. Ήταν αδύνατον τότε να με βοηθήσει οποιοσδήποτε. Έφυγε για να τελειώσει τουλάχιστον εκείνος, γιατί εγώ έχασα ακόμα μια χρονιά. Το καλοκαίρι θα μου ήταν πολυτιμότερη η παρουσία του, τότε δεν είχα δυνάμεις. Ο πατέρας μου τον είχε εκτιμήσει και του είχε πει κάποτε, όπως μου ανέφερε αργότερα μέσες άκρες πράγματα για την υγεία του. Είχε δει πως τον αγαπούσα και πίστευε πως  κι από την μεριά του συνέβαινε το ίδιο. Γνωρίζοντας πως θα πεθάνει, αισθανόταν καλά που εκτός τη μητέρα μου θα είχα και τον Τάκη στο πλευρό μου. Μπορεί να μην πρόλαβε να μας δει επίσημα παντρεμένους, αλλά τουλάχιστον το ήξερε.

 

Ο καιρός περνάει και συνηθίζεις. Όλα συνηθίζονται. Ένας φίλος μου έλεγε, ‘Να μη σου δώσει ο Θεός, όσα μπορείς να υπομείνεις, γιατί είναι πάρα πολλά’. Κι είχε δίκιο. Ο θάνατος του πατέρα μου, τα μαύρα της μάνας μου. Το άνοιγμα της διαθήκης. Όλα ήταν όπως αναμένονταν. Η μητέρα μου κι εγώ οι κληρονόμοι. Ονόματα φίλων που θα μας βοηθούσαν, αλλά επειδή γνώριζε ο πατέρας μου, πως η μητέρα μου δεν ήταν τόσο ισχυρή, έβαζε εμένα ως υπεύθυνη να ελέγχω όλες τις επιχειρήσεις. Η δουλειά αυτή ήταν πολύ δύσκολη, γιατί ο πατέρας μου κατείχε πολλές επιχειρήσεις, χαρτοφυλάκια που μέσα υπήρχαν άλλες εταιρίες, κι ακόμα και συνεργασίες με ξένα τραστ. Τα περισσότερα αυτών τα είχε δημιουργήσει τα τελευταία χρόνια. Θα ήταν πιο εύκολο αν όλα ήταν συγκεντρωμένα. Έλειπε και ο Τάκης εκείνη την περίοδο. Για τον οποίο υπήρχε κάτι στην διαθήκη, που επηρέαζε την είσοδό του στην επιχείρηση. Ο πατέρας μου, πριν ακόμα τη γνωριμία μου μαζί του και παρά του ότι βοηθούσε τους νέους, για να προσλάβει κάποιον σε διοικητική θέση έπρεπε να έχει εργαστεί σε αντίστοιχη θέση για δύο τουλάχιστον χρόνια στον αντίστοιχο τομέα. Αυτό είχε παραμείνει στη διαθήκη ως όρος, έτσι δε θα μπορούσε ο Τάκης γυρίζοντας να ξεκινήσει από την εταιρία μας, αν και όλα αυτά ήταν τυπικά. Μέχρι όμως την επιστροφή του, και μέχρι να κατανοήσουμε τον τρόπο λειτουργίας της επιχείρησης, ήδη χάσαμε κάποιους πελάτες και η οικονομική μας κατάσταση άρχισε να γίνεται προβληματική.

Όταν επέστρεψε από την Αμερική του πρότεινα να δουλέψει άτυπα στην επιχείρηση, το αρνήθηκε.

‘Αφού υπάρχει αυτός ο όρος καλύτερα να τον σεβαστούμε’, μου είπε, ‘αν δεν εργαστώ κάπου αλλού και μείνω στην εταιρία ποτέ δε θα έχω πραγματική προϋπηρεσία, κι αν χρειαστεί να δουλέψω μακριά από τις επιχειρήσεις σας θα είναι δύσκολο να με εμπιστευτούν, άλλωστε σκέφτομαι να προσπαθήσω ανοίγοντας και δικές μου επιχειρήσεις’.

Δεν είχα αντίρρηση αν και εκείνη τη μέρα τσακωθήκαμε γιατί θεώρησα πολύ άσχημο να μη μου δίνει τη βοήθειά του πάνω που την χρειαζόμουν, μετά από τόσα χρόνια που έλειπε κι εγώ τον περίμενα. Ο Τάκης ξέσπασε και με πολύ επιθετικό ύφος μου επισήμανε πως αν έφυγε την ευθύνη την είχα εγώ, εκείνος μου πρότεινε να πάει στο λιμενικό. Δεν ήξερα τί μου χρέωνε. Στην αρχή θεώρησα πως είχε πιστέψει ότι δε θα ήθελα στο πλευρό μου κάποιον που δεν ήταν του επιπέδου μου, μα αυτό δεν έπρεπε να το πιστεύει, αφού οικονομικά δε βρισκόμασταν στο ίδιο επίπεδο, μα του είχα αποδείξει πως δεν με ενδιέφερε. Μετά σκέφτηκα πως ίσως ένιωθε μειονεκτικά που τον είχα βοηθήσει στις σπουδές του, αλλά μου έφυγε αυτή η ιδέα γιατί δεν μου ξανάδειξε κάτι τέτοιο. Ίσως απλά να συνέβησαν αυτά, λόγω του χρόνου που ήμασταν μακριά.

 

Δεν πέρασε πολύς καιρός από την επιστροφή του κι αποφασίσαμε να παντρευτούμε. Θα ήταν ένα κίνητρο για όλους μας και η μητέρα μου θα έπαιρνε ζωή από αυτό. Έτσι τον ίδιο κιόλας εκείνο χρόνο, παντρευτήκαμε. Στο γάμο ήταν πολλοί καλεσμένοι κυρίως από την δική μας πλευρά. Ο πατέρας του είχε φύγει από το νησί, γιατί είχε πάρει μετάθεση, αυτό ήταν καλό για εμάς και ιδιαίτερα για εμένα, αφού με αντιπαθούσε και με έκανε να αισθάνομαι άσχημα ο τρόπος του. Στον γάμο ήρθε και έμεινε σε ξενοδοχείο. Μόνο όμως για τη μέρα του γάμου. Οι προετοιμασίες, ο κόσμος, ο γάμος, οι φωτογραφίες μας έκαναν να ξεφύγουμε, ήμουν και πάλι ευτυχισμένη, που θα ζούσαμε μαζί. Το ίδιο κι εκείνος, έλαμπε ολόκληρος. Οι συμμαθήτριές μου όλες με συγχάρηκαν. Η Μυρσίνη μισό αστεία μισό σοβαρά μου είπε.

‘Είχες δεν είχες μας τον έφαγες. Αν και εγώ τον είχα βάλει στο μάτι πρώτη. Μπράβο σου συγχαρητήρια!’

Όλα τα είχαμε κανονίσει πριν τον γάμο, για αυτό δεν υπήρχαν τριγμοί στη σχέσης μας. Θα μέναμε στο σπίτι μου. Δεν τον πείραζε. Άλλωστε ήταν και η μητέρα μου στη μέση και θα ήταν γελοίο στο νησί να ψάχνουμε για άλλο σπίτι. Το πατρικό μου, δίπλα στην παραλία  ήταν υπεραρκετό. Ακόμα και για το παιδί είχαμε μιλήσει, ο Τάκης δεν ήθελε εκείνη την περίοδο παιδί και τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα. Ήθελε να ξεκαθαρίσει πρώτα με τη δουλειά. Ήθελε να κάνει κάτι, ένα παιδί θα τον εμπόδιζε. Εκεί όμως που υπήρχε αντίθεση μεταξύ μας, ήταν με τις σπουδές μου. Αφού είχε σπουδάσει αυτός και ήμουν παντρεμένη δε χρειαζόταν να συνεχίσω. Άλλωστε στη Λευκάδα δεν είχαν ανάγκη από ψυχολόγο. Για να το ασκήσω θα έπρεπε να πάω στην Αθήνα, κι άλλωστε υπήρχε και η περιουσία μου που έπρεπε να διασώσω.

‘Εγώ θα τελειώσω’, του απάντησα.

‘Μα θα γελάει όλο το νησί μαζί μας. Να είμαστε παντρεμένοι κι εσύ να τρέχεις για σπουδές, κι ύστερα σκέφτηκες και το άλλο; Έχεις ακόμα δυο χρόνια. Πάλι χωρισμένοι θα ζούμε;’

‘Θα μπορούσα να τελειώσω σε περισσότερα χρόνια για να είμαστε μαζί, αλλά σε αυτό είμαι ανυποχώρητη. Θα τελειώσω τις σπουδές μου’.

Την μάχη της σχολής μπορεί να την κέρδισα βέβαια φραστικά, αλλά είχε δίκιο, πρακτικά ήταν αδύνατο για μια γυναίκα παντρεμένη, που ζούσε στη Λευκάδα να τελειώσει τις σπουδές της. Μια οι υποχρεώσεις, μια το ένα, μια το άλλο με έκαναν να αποπροσανατολίζομαι και να χάνω τον στόχο μου. Και η μητέρα μου συμφωνούσε μαζί του. Ήταν άλλων αρχών και διαφορετική από τον πατέρα μου, καλύτερα να καθόμουν στο σπίτι στο πλευρό του άντρα μου. Βέβαια εγώ δεν άκουσα κανέναν από τους δυο τους, αλλά και τα αποτελέσματά μου δεν ήταν τα επιθυμητά.

 

Ένα άλλο θέμα που είχε προκύψει ήταν η εργασία που θα έκανε ο καλός μου. Κατάφερε γρήγορα και επικύρωσε τα χαρτιά του στα ελληνικά. Αλλά παρά ταύτα δεν ήθελε να εργαστεί σε τρίτους. Ήθελε να ανοίξει μια δική του επιχείρηση. Δεν υπήρχαν ιδιωτικές επιχειρήσεις για την αξία του στο νησί και στο ξεκίνημά του δεν ήθελε να αρχίσει από τη δική μου. Τελικά βρήκαμε τη χρυσή τομή. Άνοιξε μια επιχείρηση οικονομικών συμβούλων στη Θεσσαλονίκη, βέβαια επειδή δεν ήταν δυνατόν να δουλεύει ο ίδιο εκεί, προσέλαβε κατόπιν συνεντεύξεων οικονομολόγους της πόλης που δούλευαν για τον ίδιο και ο Τάκης πήγαινε στην επιχείρησή του μερικές φορές τον μήνα. Βέβαια αυτή η δουλειά ήθελε αρκετά χρήματα, ειδικά όπως την είχε σκεφτεί και τα οικονομικά του με την επιστροφή του από την Αμερική όχι απλά δεν ήταν ανθηρά, αλλά δεν υπήρχαν καν. Ένα μεγάλο κτίριο στην Θεσσαλονίκη, έπιπλα, διαρρύθμιση, μισθοί, χρειαζόταν πολλά χρήματα που του έδωσα εγώ. Άλλωστε ζευγάρι ήμασταν και ό,τι έβγαζε θα τα μοιραζόμασταν, πίστευα πως κι αυτός το ίδιο θα έκανε για εμένα, αλλά  και να τα έχανε δε θα καταστρεφόμασταν, μπορεί να μην ήμασταν πάμπλουτοι, αλλά ο πατέρας μου, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια είχε καταφέρει να κάνει μια αρκετά μεγάλη κι αξιοσέβαστη περιουσία. Ο Τάκης επέμενε πως όταν ορθοποδούσε θα μου επέστρεφε το ποσό. Την ίδια στιγμή ο Νομάρχης, γνωρίζοντας τις σπουδές του με πίεζε να του πω να κάνει αίτηση για να τον προσλάβει στη Νομαρχία. Αυτό ήταν κάτι που έβλεπα εγώ αρχικά σαν καλή ιδέα, μιας και δεν ήθελε να εργαστεί στην εταιρία του πατέρα μου. Αλλά και μετά τα μεγαλόπνοα σχέδια της δικής του επιχείρησης, κι από τις πιέσεις του Νομάρχη, αποφασίσαμε να εργαστεί και στη Νομαρχία. Ο Νομάρχης ήταν φίλος του πατέρα μου και θα μπορούσε να μας φανεί χρήσιμος ανά πάσα στιγμή, υπήρχε μια θέση, που οι σπουδές του Τάκη ήταν οι κατάλληλες και ήταν κενή δυο χρόνια. Οι διοικητικές και οικονομικές σπουδές του, ήταν οι κατάλληλες. Στην αρχή ήταν αρνητικός, τότε δεν καταλάβαινα το γιατί; Τελικά για να γίνουν τα πράγματα όπως του έλεγα κι εγώ, πιστεύοντας ότι η τριβή και οι εμπειρίες που θα αποκτούσε στη Νομαρχία θα τον ωφελούσαν, δέχθηκε τελικά με βαριά καρδιά να δουλέψει και εκεί.

 

Η ζωή μας είχε μπει σε έναν δρόμο, κάποιοι θα έλεγαν σε μια ρουτίνα, αλλά όταν υπάρχει αγάπη… Ο Τάκης δούλευε στη Νομαρχία, ό,τι πιο καλό στο νησί για τις γνώσεις του και είχε την επιχείρησή του στη Θεσσαλονίκη. Εγώ έμενα σπίτι, μελετούσα και προσπαθούσα να συντηρήσω τις επιχειρήσεις, που μου είχε αφήσει ο πατέρας μου. Με τον καιρό τα πράγματα πήγαινα αρκετά καλά και ξεπεράσαμε τις αρχικές δυσκολίες, κάνοντας αμοιβαίες υποχωρήσεις σε θέματα όπως των σπουδών μου, άλλωστε όπως είχε πει κι ο καθηγητής του στην Αμερική, οι σπουδές ψυχολογίας είναι σημαντικές για μια επιχείρηση. Βέβαια όταν το έλεγα στον Τάκη, που άρχισε να αντιμετωπίζει κάποια προβλήματα με την δική του επιχείρηση, εκνευριζόταν. Έβγαινε όλο το φιλόδοξο προφίλ του στην επιφάνεια και ένιωθα πως με ανταγωνιζόταν.

‘Ας είχα κι εγώ τα χρήματα που είχες εσύ στο ξεκίνημά σου αγάπη μου και θα μιλούσαμε αλλιώς’, μου έλεγε πικρόχολα.

‘Μα τα έχεις, κι όταν αποφασίσεις να δουλέψεις για εμένα, θα δεις τις δυσκολίες’.

‘Τι θα είσαι προϊσταμένη μου;’ με ρωτούσε.

‘Κατά κάποιον τρόπο!’

‘Δεν ξέρεις πόσο με ερεθίζει’, μου απαντούσε και καταλήγαμε στο κρεβάτι, που λύναμε τις οικονομικές μας ανισότητες, με τον πιο σοσιαλιστικό τρόπο που γνώρισε ποτέ η ιστορία.

 

Φοβόμουν δε στο κρύβω. Φοβόμουν πως η αντιπαλότητά μας, και κυρίως η φιλοδοξία του και το να με τοποθετεί απέναντί του, μπορεί να τέντωναν το σκοινί και να το έσπαγαν. Για τον λόγο αυτό ήμουν ανεκτική και δεν πολυσυζητούσα το θέμα, που δεν υπήρχε από πλευράς μου, αλλά κι εκείνος έδειχνε να με αγαπά και ήξερε πάντα να καταλήγει αυτή τη συζήτηση γλυκά, στο κρεβάτι μας. Τελικά με τον καιρό ανακάλυψα, πως στο κρεβάτι, μάλλον οι διαφορές μας λύνονταν από πλευράς του με έναν καπιταλιστικό τρόπο. Το σίγουρο πάντως ήταν πως λύνονταν και πως το σχοινί δεν έσπασε λόγω αυτού. Η ζωή μας κυλούσε πολύ όμορφα, δεν είχαμε προβλήματα και η όλη υπόθεση με τα εργασιακά μας θέματα δεν μας οδήγησε σε κανένα αδιέξοδο. Ίσως κι επειδή δε συνυπήρχαμε στον ίδιο χώρο επαγγελματικά.

 

Στο ξεκίνημά του τα πήγαινε πολύ καλά στη Νομαρχία, αλλά με τον καιρό έκανε αρκετά λάθη, που αργότερα μου τα χρέωνε λέγοντας πως αυτό συνέβαινε γιατί ήταν μια δουλειά που δεν τον ενδιέφερε. Ο Νομάρχης, ο οποίος με γνώριζε από μικρό κορίτσι μου εμπιστεύτηκε κάποια στιγμή, πως τον τελευταίο καιρό ο Τάκης κάνει απίστευτα σφάλματα, σε μικρά κι ασήμαντα θέματα της δουλειάς του και με ρώτησε αν αντιμετωπίζει προβλήματα προσωπικής φύσεως. Με τρόπο γιατί δεν ήθελα να επεμβαίνω στις δουλειές του τον ρώτησα αν τρέχει τίποτα τον τελευταίο καιρό, ήταν αρκετά έξυπνος για να αντιληφθεί τον λόγο που γινόταν η συζήτηση.

‘Όχι βέβαια’, μου απάντησε, ‘απλά στη νομαρχεία έχω κουραστεί, όλο τα ίδια και τα ίδια ασήμαντα θέματα, τρέχουν και οι δουλειές με το γραφείο μου στη Θεσσαλονίκη, κι έχω χάσει τον εαυτό μου τον τελευταίο καιρό. Σε παραμελώ ε; Συγγνώμη αγάπη μου!’

‘Είσαι πολύ γλυκός δε με παραμελείς, αλλά δε θέλω να κουράζεσαι τόσο’, απάντησα.

‘Δεν ξέρω, σκέφτομαι τον τελευταίο καιρό να φύγω από τη Νομαρχία’.

‘Μα τι λες τώρα!’

‘Σκέφτομαι να ρίξω όλο μου το βάρος στην επιχείρησή μου, άλλωστε η Νομαρχία δεν μου εξασφαλίζει καμιά σπουδαία καριέρα’.

‘Δεν συμφωνώ’, του είπα.

‘Καλά τότε, ίσως όμως αν δούλευα περισσότερες ώρες στο σπίτι, να μπορούσα να χειριστώ καλύτερα τις υποθέσεις, δεν υπάρχει λόγος να βρίσκομαι συνέχεια εκεί’.

Με αυτά και με τα άλλα μίλησα η ίδια στον Νομάρχη και η επιθυμία του Τάκη έγινε πραγματικότητα, έπαιρνε τη δουλειά στο σπίτι, δούλευε με τα τηλέφωνα και από Πέμπτη ως Κυριακή έφευγε για τη Θεσσαλονίκη. Και πράγματι βελτιώθηκαν οι επιδώσεις του και ο Νομάρχης ούτε μου ξαναέκανε παράπονο για τον Τάκη. Απ’ την άλλη, όπως μου έλεγε ο ίδιος, οι δικές του προτάσεις ήταν που έδιναν πλεονέκτημα στη Νομαρχία μας.

 

Εγώ όλο αυτό το διάστημα βρισκόμουν σπίτι, μόνο σε κάποιες εξεταστικές κατέβαινα στο πανεπιστήμιο, αλλά δεν τα πήγαινα καλά, ο Τάκης είχε απαιτήσεις από τη σχέση μας. Η διαχείριση των περιουσιακών μου στοιχείων έπαιρνε χρόνο και έπρεπε να φροντίζω και την μητέρα μου, που μετά το θάνατο του πατέρα μου είχε καταπέσει τελείως, δεν πήγαινε πια σε φιλανθρωπίες, που αναλάμβανα εγώ, δεν ταξίδευε αν δεν την παίρναμε μαζί μας! Σε μια εξεταστική μου, ο Τάκης είχε άδεια, θέλησα να κατέβω στην Αθήνα να δώσω τέσσερα μαθήματα.

‘Ούτε να το σκέφτεσαι’ μου είπε, ‘είν’ ο άντρας σου εδώ κι εσύ θα φύγεις;’ και με έκλεισε στην αγκαλιά του.

Πάντα αισθανόμουν ασφάλεια σε αυτή την αγκαλιά. Μπορούσα να θυσιάσω πολλά πράγματα για την αγάπη  που μου έδειχνε με κάθε τρόπο και σε κάθε στιγμή. Δεν πήγα τελικά στην εξεταστική, όχι γιατί μου το επέβαλε με τη διαταγή του, αλλά γιατί δεν ήθελα να τον στεναχωρήσω και ίσως είχε δίκιο που ήθελε να είμαστε εκείνες τις μέρες μαζί.

 

Ο καιρός περνούσε και ο Τάκης που δούλευε από το σπίτι δέχτηκε ένα τηλεφώνημα. Ήταν από τη Νομαρχία. Του ζητούσαν να προσκομίσει τον τίτλο σπουδών του και την ελληνική επικυρωμένη πράξη. ‘Όταν προσελήφθη, επειδή μπήκε μέσω Νομάρχη δεν του ζητήθηκε τίποτα, κανένα χαρτί, όλοι ξέρανε τι είχε σπουδάσει, τη θέση δεν τη διεκδικούσε κανένας, αλλά ταχτοποιώντας τα αρχεία, ήθελαν αυτά τα χαρτιά. Τον είδα λίγο ταραγμένο να κλείνει το τηλέφωνο.

‘Τι συμβαίνει;’ ρώτησα.

‘Θέλουν τα πτυχία μου, λες και δεν ξέρουν τις σπουδές μου, άκου τώρα!’

‘Τι σε στεναχώρησε σε αυτό;’

‘Όχι, δε με στεναχωρεί, αλλά η αλήθεια είναι πως τσαντίστηκα λίγο, ας μου τα ζητούσανε τότε, που με προσέλαβαν. Άκου τώρα! Έχω όμως όλα τα χαρτιά στη Θεσσαλονίκη, δε φαντάστηκα πως θα τα χρειαζόμουν και τα άφησα εκεί. Θα φύγω σήμερα κιόλας να τακτοποιήσω και κάτι δουλειές και θα επιστρέψω’.

‘Είναι τόσο βιαστικό, να πάρω εγώ το Νομάρχη να του πω’.

‘Δε χρειάζεται αγάπη μου, για τόσο ασήμαντο θέμα να βάζουμε μέσον. Θα πάω εγώ καμιά βδομάδα πάνω και θα τα φέρω’.

‘Τόσο καιρό θα λείψεις!’

‘Μόνο μια βδομάδα!’

‘Δεν ξέρεις πόσο θα μου λείψεις όμως, αν δεν είχα την εξεταστική θα ερχόμουν κι εγώ’.

‘Κάτσε να διαβάσεις, γιατί όλο εξεταστική λες, κι όλο στα πόδια μας είναι’, μου απάντησε και με έκλεισε στην αγκαλιά του.

 

Στη συνέχεια συζητήσαμε το ενδεχόμενο να μεταπηδήσει στις δικές μας επιχειρήσεις. Δεν υπήρχε λόγος να είναι πια στη Νομαρχία. Ήταν η πρώτη φορά που δε φάνηκε να έχει ενδοιασμούς, κι αυτό με ευχαριστούσε πολύ. Ήταν αρκετά ώριμος πίστευα για να παιδιαρίζει.

Έλειψε δέκα μέρες στη Θεσσαλονίκη, όταν επέστρεψε με τα χαρτιά του. Μπήκε στο σπίτι όλο χαρά, φωνάζοντας τα ονόματα της μαμάς μου και το δικό μου. Πρώτη συνάντησε τη μαμά μου, της έδωσε ένα φιλί και τη ρώτησε που είμαι. Ήρθε στον κήπο που συζητούσα με τον κηπουρό, με πήρε στην αγκαλιά του και με σήκωσε ψηλά. Ο κηπουρός αποχώρησε διακριτικά, μπροστά στον αυθορμητισμό του.

‘Τι έγινε;’

‘Σουτ, σουτ’ μου είπε, ‘μη λες τίποτα, θέλω να σε δω, μα εσύ ψήλωσες μια κούκλα έγινες’.

Πήγαμε στο γραφείο να κάτσουμε, έκανε κατά καιρούς τέτοια αυθόρμητα πράγματα, αλλά όχι μετά από ταξίδια. Μου έδειξε τα χαρτιά του.

‘Πάρ’ τα να τα πας αύριο στη Νομαρχία, γιατί εγώ τόσο κουρασμένος που είμαι θα εκμεταλλευτώ την άδεια μου και θα κοιμάμαι όλη μέρα’.

‘Μόνος σου;’

‘Όχι βέβαια, με εσένα καρδούλα μου, αν και εσύ θα κάνεις ένα διάλειμμα να πας τα χαρτιά’.

Του πέταξα μια γόμα στο κεφάλι θυμάμαι, αλλά δεν έχανε την ευφορία του, κατόπιν έμαθα πως πήρε μια πολύ μεγάλη δουλειά και όλα πήγαιναν ρολόι όπως τα είχε προβλέψει. Το επόμενο πρωί πήγα τα χαρτιά στον Νομάρχη, τα πήρε και φώναξε τη γραμματέα του να τα αρχειοθετήσει.

‘Έχουμε καιρό να σε δούμε’ μου είπε.

‘Έχω διαβάσματα αυτόν τον καιρό’.

‘Σε ποιο έτος είσαι;’

‘Στο τρίτο, με τα προβλήματα έχασα χρόνο, αλλά δόξα το Θεό μπήκε στη ζωή μου ο Τάκης, που μου χάρισε πάλι την ευτυχία’.

‘Πράγματι, πολύ καλό παιδί, όλοι έχουν να λένε. Πως τα πάει με τις επιχειρήσεις του στην Βόρεια Ελλάδα;’

‘Πολύ καλά, μάλιστα σκέφτεται να ανοίξει και ένα υποκατάστημα στην Αθήνα’.

‘Μπράβο! Προκομμένος άνθρωπος και μετριόφρον. Να σκεφτείς δε μας ανέφερε τίποτα τέτοιο, αυτό δείχνει και την ποιότητά του. Πάντως θα μπορούσα να του συστήσω κι εγώ γνωστούς μου, από την Αθήνα κυρίως να τους αναλάβει’.

‘Σε ευχαριστώ πολύ. Ξέρεις σε λίγο καιρό σκέφτεται να αφοσιωθεί εξολοκλήρου με τις επιχειρήσεις μας και θα φύγει από τη Νομαρχία’.

‘Κρίμα και τα πηγαίνει τόσο καλά τον τελευταίο καιρό, μας έχει γίνει απαραίτητος. Ελπίζω βέβαια να μην φύγει πριν το ταξίδι μας στο εξωτερικό’.

‘Ποιο εξωτερικό;’

‘Καλά δε σου είπε τίποτα. Ετοιμάσαμε κάποιες προτάσεις για το νησί για να χρηματοδοτηθούν από την Ε.Ο.Κ. Στην αντιπροσωπεία μας θα είναι και ο Τάκης μαζί. Καλά μην του πεις τίποτα. Ίσως στο κρατάει για έκπληξη. Όλο το πρόγραμμα το σχεδίασε ο ίδιος. Είναι σίγουρη η χρηματοδότησή μας’.

 

Όταν γύρισα σπίτι δεν του ανέφερα τίποτα για το ταξίδι, του είπα όμως για τις φιλοφρονήσεις του Νομάρχη και τους πελάτες που θα μπορούσε να του συστήσει όταν θα άνοιγε το γραφείο στην Αθήνα.

 

‘Καλά, κάτσε πρώτα να φτάσουμε ως εκεί, πρέπει να κάνουμε σταθερά βήματα’.

‘Εγώ απ’ την αρχή σου πρότεινα να ξεκινήσεις από την Αθήνα, θα μπορούσα και εγώ να σε βοηθήσω, αλλά εσύ ήσουν πολύ εγωιστής’.

‘Δεν ήμουν εγωιστής αγάπη μου, απλά ήθελα να κάνω μόνος μου κάποια πράγματα, δεν είναι σωστό να στηρίζομαι συνεχώς σε σένα’.

‘Γιατί, εγώ δε στηρίζομαι συνεχώς από εσένα;’

‘Εγώ είμαι άντρας  και δεν είναι το ίδιο. Άλλο συναισθηματική κι άλλο οικονομική στήριξη’.

 

Σε λίγο καιρό μου ανέφερε για το ταξίδι του στις Βρυξέλλες, δεν σκόπευε να με πάρει μαζί του, αλλά ούτε ο ίδιος σκόπευε να πάει. Σκεφτόταν να μπει στο δυναμικό των επιχειρήσεών μου. Δε χρειαζόταν πλέον να εργάζεται στην Νομαρχία. Εκεί διαφωνήσαμε, δεν μπορούσε να τα παρατήσει τώρα, κινδύνευε όλη η χρηματοδότηση που ο ίδιος είχε καταφέρει με τα σχέδιά του να κάνει. Τελικά μετά από δικές μου παραινέσεις αποφάσισε να ακολουθήσει την αποστολή.

Το ταξίδι αυτό διήρκεσε πέντε ημέρες και έμελλε να είναι η αρχή του τέλους μας. Ο Τάκης δεν τα πήγε καθόλου καλά. Έκανε πάρα πολλά λάθη στις διαπραγματεύσεις. Κινδύνευσαν να χάσουν ολόκληρη την χρηματοδότηση. Τελικά χάρη στον Νομάρχη και στα άλλα μέλη της αποστολής κερδήθηκε και μόνο ένα μικρό project απ’ του Τάκη χάθηκε, μαζί με τη χρηματοδότησή του. Όταν γύρισε στο σπίτι έδειχνε ευδιάθετος και δεν μου είπε τίποτα, αλλά πάντα τον καταλάβαινα όταν είχε κάποιο πρόβλημα και δεν ήταν πολύ καλά. Τον ρώτησα τι συνέβαινε, μου απάντησε πως πήγαν τα πράγματα στο ταξίδι, εκτός από τις δικές του ευθύνες. Στο τέλος μου ανακοίνωσε ότι αφού ολοκλήρωσε το έργο του εκεί και πρόσφερε ό,τι μπορούσε το επόμενο κιόλας πρωινό θα παραιτούταν, πράγμα που έκανε.

 

Μετά την παραίτησή του, μου ζήτησε να πάμε ένα ταξίδι στην Ευρώπη. Πήγαμε στη Βιέννη και περάσαμε τις τελευταίες μας ευτυχισμένες μέρες εκεί. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκτός από εμάς τους δυο. Ο Τάκης και η Αντιγόνη, άγνωστοι μέσα στην πόλη αυτή, κάναμε ό,τι τρέλα περνούσε από το μυαλό μας, κυνηγιόμασταν στις πλατείες της πόλης. Φιλιόμασταν στον δρόμο χωρίς να μας νοιάζουν τα βλέμματα των περαστικών. Η σχέση μας είχε αναθερμανθεί σε εκείνο το ταξίδι. Κι όλα θα ήταν διαφορετικά αν ήταν κι αληθινά. Ίσως όμως να μην ήταν όμορφα. Ποιος ξέρει!

 

Άμα τη επιστροφή μας, έπιασε δουλειά στις επιχειρήσεις του πατέρα μου, που πλέον ήταν δικές μου. Έκανε ταξίδια και επίβλεπε τις όποιες εργασίες, ενώ αμειβόταν με έναν καλό μισθό. Ήταν φιλόπονος και γύριζε συνέχεια, πολλές φορές έπαιρνε κι εμένα μαζί του. Θα μπορούσε να αφιερωθεί βέβαια στην δικιά του επιχείρηση, αλλά παρότι πήγαινε καλά, τα κέρδη ακόμα ήταν πενιχρά, αφού οι μισθοί των συμβούλων που είχε επιλέξει ήταν υψηλοί, όπως μου έλεγε και έπρεπε να φτιάξει κάποιο όνομα πρώτα. Σε μια του απουσία, όταν συνάντησα τον φίλο του πατέρα μου, τον Νομάρχη και συζητήσαμε, μου εξήγησε τον λόγο που ο Τάκης είχε γυρίσει έτσι από τις Βρυξέλλες. Η παρουσία του εκεί ήταν καταλυτική για να χάσουν την μία χρηματοδότηση. Ευτυχώς που είχε πάει και ο ίδιος, γιατί αν άφηνε τον Τάκη όπως σκόπευε μόνο του να σηκώσει όλο το φορτίο και να ηγηθεί, θα τα έχαναν όλα.

‘Δεν καταλαβαίνω μερικές φορές…’ μου είπε, ‘τι συμβαίνει. Άλλες φορές, όπως τα προγράμματα που σχεδίασε κάνει εκπληκτικά πράγματα, κι άλλες η επαγγελματική του συμπεριφορά είναι λες και δεν είναι ο ίδιος’.

 

Δεν του ανέφερα τίποτα για τη συνάντηση. Αφού είχε φύγει από τη Νομαρχία, δεν υπήρχε λόγος. Εδώ δε θα αντιμετώπιζε προβλήματα κι άλλωστε η ζωή μας πήγαινε πολύ καλά. Στην επιστροφή όμως του ταξιδιού, μου ανακοίνωσε πως έπρεπε να συνεχίσει τις σπουδές του στο εξωτερικό. Έρεπε να κάνει ένα μεταπτυχιακό, κι όλα αυτά μετά από ένα τηλεφώνημα του Alex, ο οποίος συνέχιζε με τους περισσότερους από την παρέα τις σπουδές. Θύμωσα αλλά περίμενα να ακούσω την πρότασή του. Για να μην φύγει μακριά θα συνέχιζε στην Ιταλία, δυο χρόνια ήταν. Το νησί ήταν κοντά, θα έλειπε κάποιες μέρες, θα ήταν σχεδόν όπως τότε που έλειπε στη Θεσσαλονίκη και θα μπορούσε από εκεί να εργάζεται και σε μια δυο μικρές επιχειρήσεις που είχαμε στην γειτονική χώρα. Τον θεώρησα φοβερά εγωιστή, για να μην πω ανώριμο. Για τις δικές μου σπουδές τα έβλεπε όλα διαφορετικά, αυτός όμως ήθελε να συνεχίσει.

‘Και οι επιχειρήσεις σου, η επέκτασή τους στην Αθήνα;’

‘Η επέκταση μπορεί να περιμένει ένα δυο χρόνια. Την ψηλή εποπτεία θα την έχω εγώ. Μπορώ να πάρω κάποιο συνέταιρο που  θα εργάζεται από κοντά’.

Τελικά έγινε για άλλη μια φορά το δικό του, πήγε στην Ιταλία και γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο, θα ξεκίναγε σε πέντε μήνες τις σπουδές του. Ως τότε θα συνεχίζαμε τη ζωή μας ως είχε.

 

 

(16) Αποκαλύψεις για την Αντιγόνη

 

Ένα πρωινό, ο Νομάρχης κάλεσε τον Τάκη στο γραφείο του, αρκετές ώρες βρισκόταν εκεί, στη συνέχεια μου τηλεφώνησε να πάω κι εγώ, είχε κάτι σημαντικό να μου πει. Του ζήτησα να κάνουμε από το τηλέφωνο τη συζήτηση αυτή ή να τα πούμε κάποια άλλη στιγμή. Έπρεπε να κατέβω στην Αθήνα για τη θερινή εξεταστική, δεν είχα χρόνο. Μου απάντησε ότι ήταν κάτι πολύ σοβαρό και θα έπρεπε να τον επισκεφθώ την ίδια κιόλας στιγμή. Τρομαγμένη από το ύφος του, γρήγορα έφτασα στο γραφείο. Ήθελα πολύ να μάθω τι συμβαίνει. Περπατούσα στον κεντρικό δρόμο από τον Άγιο Μηνά προς τη Νομαρχεία, με ταχύ βήμα. Βέβαια στο νησί είναι όλοι γνωστοί, συνάντησα πολλές συμμαθήτριες και φίλες, που διέκοπταν την πορεία μου. Ήμουν όμως τόσο περίεργη να μάθω τι ήταν αυτό το τόσο σημαντικό, που δεν χωρούσε αναβολή, τις χαιρετούσα βιαστικά και προχωρούσα. Έφτασα επιτέλους στο κτίριο, κι άρχισα να ανεβαίνω τις ξύλινες γυριστές σκάλες του, για να φτάσω ως το γραφείο του Νομάρχη. Αναρωτιόμουν αν στη συνάντησή θα παρευρισκόταν και ο Τάκης. Φτάνοντας στον προθάλαμο η γραμματέας του μου είπε πως ο κύριος Νομάρχης με περιμένει.

Όταν άνοιξα την πόρτα είδα τον Νομάρχη όρθιο με ένα ποτήρι ουίσκι στο χέρι, να κοιτάζει πίσω από την κουρτίνα τον δρόμο. Γύρισε προς το μέρος μου και μου έκανε νεύμα να καθίσω, ενώ αυτός πηγαινοερχόταν. Ήταν αρκετά μυστήριος, στη συνέχεια κατάλαβα τον λόγο. Άρχισε να μου μιλάει και συνέχισε να πηγαινοέρχεται δεν ήξερα τι με ζάλιζε πιο πολύ, τα λόγια του ή η κίνησή του. Όλα όσα μου έλεγε μου φαινόταν απίστευτα. Δεν μπορεί, κάποιο λάθος θα είχε γίνει. Έπρεπε να τα ακούσω κι από τον ίδιο τον Τάκη. Με οδήγησε στο διπλανό γραφείο, που ο Τάκης καθόταν απαθής σε μια καρέκλα. Όταν μπήκαμε μέσα συνέχισε να κοιτάει κάτω, χωρίς να σηκώνει το βλέμμα του. Αυτό το έκανε όταν ο Νομάρχης μας άφησε μόνους. Αλλά δεν ήταν τα δικά του μάτια, το δικό του βλέμμα, ο τρόπος που με κοίταζε τόσα χρόνια.

 

Το ψέμα το φτιάχνει κανείς όπως θέλει, γι’ αυτό είναι και όμορφο. Για τον ίδιο λόγο μας σαγηνεύει. Η αλήθεια δεν κατασκευάζεται γι’ αυτό είναι σκληρή πολλές φορές. Εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα τι προτιμούσα, το ψέμα ή την αλήθεια; Όμως ένα ήταν το σίγουρο χρειαζόμουν να ακούσω κάτι για να πιαστώ. Ο Τάκης όμως, όχι απλά μου επιβεβαίωσε τα όσα μου είπε λίγο νωρίτερα ο Νομάρχης, αλλά μην ξέροντας πόσα γνώριζε και πόσα μου είχε πει, μου εξομολογήθηκε πολλά περισσότερα. Ήταν η πρώτη φορά που μου έλεγε την αλήθεια. Ξεκίνησε λέγοντάς μου πως με αγαπούσε. Όταν έφυγε για την Αμερική σκόπευε να σπουδάσει, αλλά δεν το έκανε. Γράφτηκε στη σχολή για να στείλει τα χαρτιά στον πατέρα μου. Δεν πήγε ποτέ στο πανεπιστήμιο, για τον λόγο αυτό δεν ήθελε να τον επισκεφθώ. Όταν τελικά δεν υπήρχε άλλος τρόπος να το αποφύγει, σκέφτηκε κάτι υπερβολικά έξυπνο και σατανικό, που μόνο ένα διεστραμμένο μυαλό σαν το δικό του θα το σκεφτότανε. Τόσο οι συμφοιτητές του, όσο και οι καθηγητές του που γνώρισα ήταν ερασιτέχνες ηθοποιοί της περιοχής. Τους έντυσε, τους στόλισε, τους έδωσε και ένα χαρτζιλίκι με τα λεφτά που η οικογένειά μου του έστελνε και μου έστησε την παράσταση, που εγώ σαν χαζή έφαγα. Το σπίτι δεν ήταν δικό του. Στην αρχή είχε νοικιάσει ένα, αλλά στη συνέχεια ζούσε σε ξενοδοχείο, μόνο το αυτοκίνητο είχε αγοράσει. Το σπίτι που γνώρισα το έκλεισε για έναν μήνα και του στοίχισε πανάκριβα. Μόνο τις φωτογραφίες μου έβαλε σε αυτό με επιμέλεια και έστησε το σκηνικό.

Τα αριστεία του, που βρήκα δήθεν μόνη μου στο δωμάτιό του, ήταν μια καλοστημένη παγίδα για να τη διηγηθώ στον πατέρα μου και να του αυξήσει το επίδομα. Ήξερε πως μου άρεσαν τα βιβλία με τις φωτογραφίες διάφορων φωτογράφων και για τον λόγο αυτό τα έκρυψε εκεί, αφήνοντας το βιβλίο να προεξέχει λίγο για να το πάρει το μάτι μου. Συνέχιζε να αφηγείται τον τρόπο που με εξαπάτησε ενώ εγώ πια δεν καταλάβαινα αν ήμουν ξύπνια ή αν ζούσα σε ένα όνειρο, έναν τρομερό εφιάλτη, που ήθελα να τελειώσει γρήγορα. Αλλά είχε και συνέχεια κι εγώ άρχισα να ακούω μηχανικά τα όσα μου εξιστορούσε.

 

Φοβόταν ότι θα με έχανε όταν θα γύριζε γιατί αν δούλευε με τον πατέρα μου θα αντιλαμβανόταν τα ψεύδη που μας είχε πει. Ο θάνατός του όμως του είχε έρθει γάντι. Επιστρέφοντας θα δούλευε στις επιχειρήσεις μου και όλα μέλι γάλα. Αλλά ο όρος που υπήρχε στην διαθήκη  του χάλασε τα σχέδια. Μπορεί να επέμενα εγώ να δουλέψει σε αυτές, αλλά η διαθήκη ήταν ξεκάθαρη. Κι όταν αναγκάστηκε να δουλέψει, έχοντας προσπεράσει τους όρους της διαθήκης και πάλι φοβόταν μην τα θαλασσώσει και ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός, αφήνοντας τα τεχνικά θέματα στους ειδικούς. Ήταν ρίσκο να πάει στη Νομαρχία χωρίς γνώσεις και χωρίς πτυχία, για τον λόγο αυτό θέλησε να το αποφύγει, είχε δημιουργήσει και τις δικές του επιχειρήσεις. Κατόπιν των πιέσεών μου όμως, που προέρχονταν από τον ίδιο τον Νομάρχη και βλέποντας πως οι πιέσεις συνεχίζονταν, πλαστογράφησε τα πτυχία και την αναγνώρισή τους και έπιασε τη δουλειά στη Νομαρχία. Το ότι δεν του ζητήθηκαν χαρτιά στην αρχή τον διευκόλυνε, για τον λόγο αυτό ανησύχησε όταν ο Νομάρχης του ζήτησε τα πτυχία για τυπικούς λόγους, έτσι τις μέρες που μου είπε ότι έλειψε στη Θεσσαλονίκη, είχε πάει να συναντήσει έναν πλαστογράφο για να πλαστογραφήσει νέα έγγραφα, πιο αξιόπιστα από τα αυτοσχέδια δικά του, που απλά μας έδειξε. Ο Νομάρχης ποτέ δεν τα έλεγξε όμως! Τα λάθη που έκανε στη δουλειά του ήταν φυσιολογικό να γίνουν από έναν άσχετο στα οικονομικά. Γι’ αυτό ζήτησε να εργάζεται από το σπίτι. Προσέλαβε έναν ειδικό από την Θεσσαλονίκη και του τα έφτιαχνε, όπως και τα προγράμματα που του ζητήθηκαν, έναντι αμοιβής. Όσο για την περιβόητη επιχείρησή του στη Θεσσαλονίκη, έκλεισε σε έναν χρόνο. Μόνο το κτίριο που αγόρασε με τα δικά μου λεφτά του έμεινε. Και τα τόσα φούμαρα που μου έλεγε για επιτυχίες στη δουλειά του και την επέκτασή της στην Αθήνα επίτηδες, όπως μου είπε ήταν για να μου ρίχνει στάχτη στα μάτια. Με τόσες υπερβολές δε θα υποπτευόμουν ποτέ πως μου έλεγε ψέματα. Για τον ίδιο λόγο δεν ήθελε να φτιάξει την επιχείρησή του στην Αθήνα, εκεί υπήρχαν γνωστοί, θα μπορούσα να του έστελνα πελάτες, να μαθεύονταν όλα. Για αυτό δεν ήθελε να εκπροσωπήσει και τη Νομαρχία στην Ε.Ο.Κ. Ήξερε πως δεν μπορούσε να σταθεί εκεί. Κι όταν γύρισε επειδή φοβήθηκε πως θα έκανε και στις επιχειρήσεις μου λάθη, θέλησε να φύγει για την Ιταλία δήθεν για σπουδές, μα στην πραγματικότητα για να με ξεγελάσει για άλλη μια φορά. Μου είπε πως με αγαπούσε και το έκανε για αυτό. Τα μάτια του ήταν απαθέστατα, όπως και ο τρόπος που μου διηγούταν όλα αυτά και εγώ συνέχιζα να βλέπω στο πρόσωπό του έναν ξένο. Όσον αφορά τη Νομαρχία, στην αρχή σκεφτόταν να μείνει για λίγο κι έπειτα να παραιτηθεί, αλλά στη συνέχεια πίστεψε κι ο ίδιος ότι ήταν σημαντικός, γλυκάθηκε από το κύρος που αντλούσε και το καθυστερούσε.

 

Σκεφτόμουν πως ήμουν εντελώς ηλίθια. Αν δεν ήταν ο Νομάρχης ακόμα θα ζούσα μέσα σε ένα ψέμα. Αλλά κι αυτός δεν τον υποψιάστηκε μόνο από τα ψέματά του, αλλά γιατί ένας ξένος συνάδελφός του έκανε λόγο για τα λάθη στον χειρισμό των θεμάτων. Ο Νομάρχης για να δικαιολογήσει τον Τάκη ανέφερε τις σπουδές του. Στην ξένη αντιπροσωπία όμως για κακή του τύχη υπήρχε ένας νεαρός με τις ίδιες σπουδές, στο ίδιο πανεπιστήμιο και στο ίδιο έτος που έλεγε ότι πήρε πτυχίο ο Τάκης. Δεν τον θυμόταν και έβαζε στοίχημα ότι δε φοίτησε μαζί του ποτέ στο ίδιο πανεπιστήμιο. Αυτό έκανε εντύπωση στον Νομάρχη, αλλά συνδυάζοντας και τα λάθη του, έβαλε κάποιους δικούς του να μάθουν αν φοίτησε ποτέ στην Αμερική, στο συγκεκριμένο πανεπιστήμιο. Τελικά όταν βεβαιώθηκε για την αλήθεια  με κάλεσε στο γραφείο του να με ενημερώσει.  Βέβαια δεν ήξερε τίποτε περισσότερο από το ότι δεν σπούδασε ποτέ, κι ότι πλαστογράφησε τα χαρτιά του και μου είπε ψέματα πάνω σε όλα αυτά. Τα υπόλοιπα μου τα ομολόγησε μόνος του ο Τάκης είτε επειδή δεν είχε νόημα πια, αφού αποκαλύφθηκαν όλα ή γιατί πίστευε ότι ο Νομάρχης ήξερε τα πάντα ή γιατί του φαινόταν ευφυέστατο το σχέδιο που είχε καταστρώσει. Δεν άντεχα άλλο στο γραφείο μαζί του, την απάθειά του, τον τρόπο που μου έλεγε πως με αγαπά, τον τρόπο που με κοιτούσε, άνοιξα την πόρτα και βγήκα έξω, χωρίς να τον ρωτήσω τίποτα. Ο Νομάρχης με περίμενε στον προθάλαμο.

‘Κανονικά θα πρέπει να πάει στη δικαιοσύνη’, μου είπε, ‘τι θέλεις να κάνω;’

‘Το καθήκον σου’, του απάντησα και έφυγα.

 

Εκείνη η σκάλα μου έμοιαζε ατελείωτη, κι ο δρόμος από τη Νομαρχία, μέχρι τον Άγιο Μηνά, ατελείωτος. Όλα τα έβλεπα θολά, ζαλιζόμουν και ήθελα να γυρίσω σπίτι. Γνωστοί μου μου μιλούσαν, εγώ δεν απαντούσα σε κανέναν, δεν τους άκουγα ‘Αντιγόνη’, ‘Αντιγόνη…’, ‘Αντιγόνη’ θυμάμαι και μετά φανταζόμουν τον κόσμο δεξιά και αριστερά, πίσω από μπλε κορδέλες, κι εγώ να παρελαύνω και να κουνάν σημαιάκια, παιδιά και μεγάλοι και να φωνάζουν ‘χαζή’, ‘ηλίθια’, ‘αυτή που την κορόιδεψαν’. Και να τραβάω τον δρόμο μόνη μου. ‘Μπαμπάκα’ ψέλλιζα. Σκεφτόμουν αυτά που δεν μου είπε σε εκείνο το γραφείο, ότι από την αρχή ήμουν το θύμα του, ότι ήμουν μια καλή λεία για αυτόν. Από το σχολείο, τις πρώτες μέρες ήταν απόμακρος. Όταν έμαθε ποια είμαι με πλησίασε, γι’ αυτό διάλεξε την Αμερική που ήταν μακριά, έπαιζε τον περήφανο, όμως δέχτηκε αμέσως την  ενίσχυση του πατέρα μου. Δεν με είχε αγαπήσει ποτέ, αλλά δε σεβάστηκε και τα όσα έκανα για αυτόν εγώ και η οικογένειά μου. Αισθανόμουν άσχημα που τον πίστευα, που τον έκλεινα στην αγκαλιά μου, που τον έπαιρνα μέσα μου. Σε κάποια στιγμή σταμάτησα και έκανα εμετό. Αντί το σπίτι μου βρέθηκα κοντά στη θάλασσα, με πήγαν στο σπίτι κάποιοι γνωστοί, η μητέρα μου κάλεσε τον γιατρό, μου έκανε μια ένεση. Είχα πάθει νευρικό κλονισμό.

Θα αναρωτιέσαι αν τον ξαναείδα. Ποτέ! Ο Νομάρχης κάλεσε την αστυνομία. Έβαλα τους δικηγόρους να ασχοληθούν με το διαζύγιο. Δεν ξέρω καν τι έγινε στη δίκη, έμαθα καιρό μετά πως καταδικάστηκε, αλλά είχε καλούς δικηγόρους, και οι συνέπειες δεν ήταν σοβαρές. Μετά χάθηκαν τα ίχνη του. Πέρασε καλά δίπλα μου, του είχε μείνει και το ακίνητο στην Θεσσαλονίκη και φαντάζομαι ό,τι άλλο άρπαξε τόσα χρόνια, για αυτό άλλωστε είχε τη δυνατότητα για καλούς δικηγόρους.

 

Η δική μου ζωή όμως είχε πάει πίσω. Βούλιαζα συνέχεια και αυτό εξαιτίας του, δεν μπορούσα να αντιμετωπίσω την αλήθεια αν και προσπαθούσα. Πως άλλωστε! Δεν μου την είπε καν ο ίδιος, την έμαθα από τρίτους. Ίσως να ήμασταν μαζί ως σήμερα και θα ζούσα μέσα σε ένα απίστευτο ψέμα, ευτυχώς που δεν ήθελε να κάνει παιδιά μαζί μου εκείνη την περίοδο, κάτι που μου πρότεινε, όταν μου είπε και για την Ιταλία. Η κατάστασή μου ήταν πολύ άσχημη, δεν έβγαινα από το σπίτι, καθόμουν στο δωμάτιό μου και έβαφα τους τοίχους. Είχα βρει κάτι πινέλα στη σοφίτα και χρώματα, καθόμουν όρθια δίπλα στον τοίχο και μηχανικά ανεβοκατέβαζα το χέρι, μουντζουρώνοντάς τον. Η μητέρα μου τελικά σε συνεργασία με τον γιατρό αποφάσισαν να με βάλουν σε κάποια κλινική. Επιλέχτηκε η Ελβετία ως χώρα, με συνόδεψε και η μητέρα μου.

 

Έμεινα εκεί έξι μήνες, όταν βγήκα είχα πάψει να κάνω ασυναρτησίες, αλλά αισθανόμουν απαίσια όπως και όταν μπήκα σε αυτήν, ένα κενό. Δεν έβρισκα νόημα σε τίποτα. Το νησί μου που τόσο λάτρευα, είχε γίνει αφόρητο δεν ήταν ότι μου θύμιζε μόνο εκείνον, αλλά ήδη είχε μαθευτεί η ιστορία μου, τα κουτσομπολιά έδιναν και έπαιρναν, για την κοπέλα που κορόιδεψε ένας ξένος, της έφαγε την περιουσία και κλείστηκε σε ψυχιατρείο, τώρα βγήκε αλλά ήταν θεόμουρλη. Εκτός από την αλήθεια ο καθένας έφτιαχνε μια ιστορία και την έλεγε στα καφενεία, στις τράπεζες, στους δρόμους, στις ταβέρνες ακόμα και τα πιο ακραία και ανυπόστατα σενάρια. Λίγοι φίλοι μας μείνανε. Πήραμε την απόφαση να εγκαταλείψουμε το νησί. Κλείσαμε τα παντζούρια, κλείσαμε την βαριά πόρτα, κλείσαμε μέσα τις αναμνήσεις μας και φύγαμε. Στην αρχή νοικιάσαμε ένα σπίτι στον Πειραιά, αλλά δεν μέναμε πολύ καιρό. Τα είχα παρατήσει όλα, ξαναπήρα τη φωτογραφική στα χέρια μου και γυρνούσα στα νησιά, τραβούσα όλες τις παραλίες, κοχύλια, ό,τι έβρισκα. Αυτό μου έδινε κάποια ευχαρίστηση. Δυο χρόνια ζούσα έτσι. Σε αυτό το διάστημα τα πράγματα στις επιχειρήσεις μας πήγαιναν χάλια, αγγίζαμε την οικονομική καταστροφή. Τελικά πουλήσαμε όλη μας την περιουσία και αγόρασα εκτάσεις εδώ. Δεν ήθελα να μένω στην Αθήνα, ούτε μου άρεσε να έχω σχέσεις με την παλιά μου ζωή. Γι’ αυτό δε συνέχισα και το πανεπιστήμιο, που μου έμενε ακόμα ένας χρόνος. Στη συνέχεια πήγαμε στη Γαλλία, που γράφτηκα σε κάποια σεμινάρια ψυχολογίας και έκατσα εκεί ένα χρόνο, πάντα έχοντας τη μητέρα μου μαζί, η οποία δεν περνούσε και τις καλύτερες μέρες της μετά από όλα αυτά. Η υγεία της και η οικονομική μας καταστροφή με έκαναν να αντιδράσω. Ήδη είχαν περάσει περίπου τέσσερα χρόνια από την μέρα που έμαθα την αλήθεια.

 

Αποφάσισα να φτιάξω αυτό το μοτέλ και να δώσω διέξοδο σε  ανθρώπους με προβλήματα. Θεώρησα πως θα ήταν και για μένα καλή η προσέγγιση τέτοιων θεμάτων. Έχω δεκαπέντε χρόνια εδώ κι έχω ηρεμήσει από το παρελθόν μου, όσο μπορεί να ηρεμήσει κανένας μετά από τέτοιο στραπάτσο. Δε σου κρύβω πως θυμάμαι ακόμα πολλές φορές εκείνο το βλέμμα του το γεμάτο απάθεια, το τελευταίο του ‘σ’ αγαπάω’. Κι αναλογίζομαι πως ζούσα τόσα χρόνια με έναν ξένο. Με κάποιον που δεν ήξερα. Εννιά χρόνια σχεδόν μαζί του, εννιά χρόνια στο ψέμα, όλα μου τα σχέδια, όλα μου τα όνειρα, ένα τίποτα. Μετά από όλα αυτά είχα καταρρεύσει. Μετά από τρία χρόνια που ήμουν εδώ, αναγκάστηκα να επισκεφθώ το νησί. Η μητέρα μου ταλαιπωρημένη και στεναχωρημένη τα τελευταία χρόνια της ζωής της, έφυγε από κοντά μου. Η επίσκεψή μου ήταν αστραπιαία, όπως και η κηδεία. Βοήθησαν κάποιοι φίλοι σε αυτό, ο Νομάρχης πρώτος και καλύτερος. Έγινε η κηδεία και έφυγα αμέσως για το μοτέλ. Δεν επισκέφθηκα καν το σπίτι μας, που μένει από τότε κλειστό. Αυτή είναι η ιστορία μου Μαργαρίτα».

 

«Και ο Νίκος;» ρώτησε η Μαργαρίτα, θέλοντας να μάθει και για το σήμερα.

«Μετά τον Τάκη, γνώρισα κι άλλους άντρες που ήμουνα μαζί τους, έναν νέο στις Κυκλάδες, έναν συμφοιτητή στα σεμινάρια στην Γαλλία, ακόμα κι εδώ. Όμως δυσκολευόμουν πια να εμπιστευτώ κάποιον και να τον πάρω στα σοβαρά. Η σχέση μου με αυτόν τον άντρα, άλλαξε τον τρόπο που βλέπω τους άλλους. Ήμουν μαζί του τα εννιά πιο τρυφερά χρόνια της ζωής μου, ακόμα κι αν γνωρίζω με την λογική ότι ο άλλος είναι δίπλα μου και με αγαπάει ανιδιοτελώς. Καλά κατάλαβες πως ο Νίκος ήταν η πιο σημαντική σχέση που είχα μετά τον Τάκη. Απ’ την πρώτη στιγμή που έφτασα εδώ, στάθηκε στο πλάι μου. Με βοήθησε να στήσω ετούτο το μοτέλ, ό,τι κι αν χρειάστηκα ήταν στο πλάι μου. Έγινε φίλος μου και τον εμπιστεύτηκα, λέγοντάς του την αλήθεια για τη ζωή μου. Γίναμε ζευγάρι και κάναμε έρωτα μαζί, αλλά απ’ την αρχή του εξήγησα πως δεν ήθελα δέσμευση. Και δεν μπορούσε να περιμένει τίποτε από μένα. Έμεινε πιστός στο πλάι μου. Η μητέρα μου λίγο πριν κλείσει τα μάτια της μου ζήτησε να παντρευτώ αυτό το παιδί, αλλά εγώ δεν μπορούσα να το κάνω. Είχε καταστραφεί η εμπιστοσύνη μου προς τους άλλους, ακόμα κι αν μου την αποδείκνυαν έμπρακτα.

Ήταν ένα χρόνο μικρότερός μου, η γνωριμία μας έγινε επειδή έχει κι αυτός ένα κτήμα εδώ πάνω. Προσπάθησα να το αγοράσω μα δεν το πουλούσε, αγαπούσε τη γη υπερβολικά σαν τον πατέρα μου. Από τότε γίναμε αχώριστοι. Είναι σημαντικός για μένα, συμπαραστάτης και στήριγμά μου. Μαζί καλλιεργούσαμε τα αμπέλια. Απ’ τον Νίκο προμηθεύομαι τα βιολογικά προϊόντα. Όταν η μητέρα μου πέθανε ήταν στο πλευρό μου.

Η ζωή δίνει πάντα κι άλλες ευκαιρίες, τις αρπάζεις και προχωράς. Εγώ δεν μπόρεσα να προχωρήσω στον συναισθηματικό τομέα. Η πληγή μου ήταν βαθιά.  Βέβαια κατάφερα να αντιδράσω και να βγάλω τον Τάκη απ’ τη ζωή μου μια και καλή, γιατί έχω δει γυναίκες που δεν τα καταφέρνουν, αλλά δεν μπόρεσα να προχωρήσω με κάποιον άλλο άντρα, ούτε με το Νίκο. Η ευκαιρία μου ήρθε, αυτός ο υπέροχος άνθρωπος, μου ζήτησε πολλές φορές να γίνω σύζυγός του και πολλές φορές τον απογοήτευσα. Δεν κατάφερα να κάνω ποτέ αυτό το βήμα προς τα μπρος, που ίσως θα με βοηθούσε να σβήσω όλο το παρελθόν. Ήμασταν χρόνια μαζί και άρχισα να πιστεύω πως τον φθείρω, γιατί ήξερα πως ήθελε οικογένεια και παιδιά. Εγώ δεν μπορούσα να του τα δώσω. Πήρα την απόφαση να χωρίσουμε. Όσο ήταν δίπλα μου δε θα προχωρούσε. Δεν ήθελε, αλλά ήμουν ανένδοτη. Χωρίσαμε, πέρασαν δυο χρόνια και παντρεύτηκε, έχει κι έναν μικρό γιο, αλλά ποτέ δε με αποχωρίστηκε, κάθε πρωινό είναι εδώ μαζί μου. Κι ούτε εγώ του το στερώ γιατί δεν μπορώ αν δεν τον δω. Δεν κρύβω πως τον αγαπάω και γνωρίζω πως κι αυτός εμένα. Μετά τον γάμο του μου ζήτησε να βρω κάποιον άντρα να παντρευτώ ή να ζήσω μαζί του, δεν ήθελε να ξέρει ότι είμαι μόνη μου. Αλλά εγώ δεν μπόρεσα να είμαι μαζί του, θα μπορούσα με κάποιον άλλο; Αυτή είναι και η ιστορία με τον Νίκο. Ή η συναισθηματική μου αχρηστία σε ότι αφορά τους άνδρες. Όταν λοιπόν βρεθεί μπροστά σου κάτι που αξίζει και στο έχει αποδείξει μην το αφήνεις να φύγει. Μπορεί να μην σου δοθεί ξανά η ευκαιρία». 

 

Η Μαργαρίτα δεν ήξερε τι να πει μετά τη διήγηση της φίλης της. Μιλούσαν αρκετές ώρες, τώρα έβαζε στο στόμα της το ποτήρι με το κρασί και την κοίταζε στα μάτια. Άπλωσε το χέρι της και της χάιδεψε τα μαλλιά.

«Είσαι πολύ όμορφη γυναίκα, θα μπορούσες να έχεις φτιάξει τη ζωή σου με πολλούς άντρες, αλλά λυπάμαι πολύ που δεν εμπιστεύτηκες τον Νίκο, που σε αγαπούσε τόσο πολύ».

«Και με αγαπάει, δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς αυτόν, αλλά δεν ήθελα να τον κρατάω στην ασταθή ψυχολογία μου, του έδωσα ό,τι μπορούσα και τον άφησα έξω από τα προβλήματά μου, όσο ήταν δυνατό».

«Δε νομίζω, τα δικά σου προβλήματα θα είναι πάντα και δικά του. Ίσως θα ήταν καλύτερα να σε βοηθάει, ενώ θα είναι και σύντροφός σου».

«Ίσως, αλλά δεν μπορούσα. Όταν χώρισα από τον Τάκη, όλη εκείνη την τετραετία, πέρασα δύσκολα. Στις αρχές δεν έτρωγα, είχα μείνει η μισή. Στη συνέχεια το βάρος του σώματός μου μεταβαλλόταν συνεχώς».

Συνέχισε να της χαϊδεύει τα μαλλιά χωρίς να μιλάνε τώρα, κατέβασε το χέρι της προς το λαιμό της Αντιγόνης, η οποία έγειρε λίγο το κεφάλι της προς το χέρι της Μαργαρίτας.

 

«Τον αγαπάς ακόμα;»

«Ποιόν;»

«Τον Τάκη».

«…Δεν ξέρω, παρά τα όσα τράβηξα, έρχονται φορές που λέω να ’ταν αλλιώς τα πράγματα, όπως πίστευα ότι ήταν. Να ξυπνήσω ένα πρωί και να καταλάβω πως ήταν όλα ένα όνειρο κακό. Να ’μαι στο σπίτι στη Λευκάδα και να είναι δίπλα μου. Όταν έφυγα μετά τις εξηγήσεις του έριξα μαύρη πέτρα πίσω μου, δε θέλησα να τον ξαναδώ, ίσως επειδή ένιωθα αδύναμη και φοβόμουν πως θα λυγίσω σε εκείνα τα ψεύτικα ‘σ’ αγαπώ του’, ίσως η αξιοπρέπειά μου επέβαλε τον δρόμο αυτό για να μη λυγίσω. Αλλά θα πονούσα έτσι κι αλλιώς όποιον δρόμο και να διάλεγα μετά την αποκάλυψη της αλήθειας. Δε νομίζω όμως πως τελικά τον αγαπάω. Δεν ξέρω κι αν τον μίσησα, γιατί όλα ’γιναν άνω κάτω στη ζωή μου. Κατέρρευσε ο κόσμος μου, δεν υπήρχε τίποτα να αγαπήσω ή να μισήσω, τίποτα απολύτως. Ήταν όλα ένα ψέμα κι εγώ χαμένη σε αυτό. Θόλωσα, χάθηκα, έπαθα νευρικό κλονισμό, κατέρρευσε ο κόσμος μου, γιατί τόσα χρόνια ζούσα σε ψευδαισθήσεις και με την αποκάλυψη της αλήθειας, ενώ μέχρι τότε βίωνα την αλήθεια μου, ένιωθα εκείνη τη στιγμή εξαπατημένη, κι ότι δεν είχα ζήσει τίποτα πραγματικό. Πριν τον αγαπούσα. Μετά σίγουρα όχι!»

«Δεν έψαξες όμως για τίποτα, αν υπήρξε άλλη, γιατί συμπεριφέρθηκε έτσι. Κι αυτός δε σε απάτησε ποτέ με κάποια άλλη γυναίκα, από όσο τουλάχιστον ξέρεις!»

«Με απάτησε, και βέβαια, ίσως όχι με γυναίκα -αν κι αυτό δεν το γνωρίζω και δε με νοιάζει να το μάθω- όμως θα ήταν προτιμότερο να με έχει απατήσει με αυτόν τον τρόπο, θα είχε μια δικαιολογία ότι οδηγήθηκε από τα ένστικτά του, ενώ τώρα χρησιμοποίησε τη λογική του για να με απατήσει και εξαπατήσει».

«Έχεις δίκιο! Από τότε που έμαθα κι εγώ την αλήθεια για την κόρη του Κώστα, αισθάνομαι περίεργα. Βέβαια έχει την δικαιολογία πως φοβότανε μη με χάσει, αλλά η απόκρυψη της αλήθειας με έκανε δύσπιστη και έχει ραγίσει το οικοδόμημα της αγάπης μας».

«Το ψέμα είναι ευέλικτο, το φτιάχνει ακριβώς όπως θέλει εκείνος που το ακούει, πίστεψέ με το ξέρω καλά. Ξέρω πως κανείς δεν μπορεί να σε συμβουλέψει, αλλά θα διακινδυνέψω να σου πω κάτι. Δες αν τα πράγματα είναι όπως στα λέει πρώτα και στη συνέχεια αποφάσισε αν δέχεσαι ό,τι ο άλλος μπορεί να σου δώσει. Αν μπορείς και είσαι ικανοποιημένη όλα έχουν καλώς, αν όχι, και θες κάτι διαφορετικό μην περιμένεις να τον αλλάξεις, φύγε. Κι όσο για τον Αριστοτέλη που ο καθένας θα μπορούσε να καταλάβει πως σε αγαπάει, πρόσεχε μην τον χάσεις».

«Πραγματικά δεν ξέρω τι θα αποφασίσω, αλλά τον Κώστα τον αγαπάω. Κι εσύ βέβαια αγαπούσες τον Τάκη…»

«Είναι η δεύτερη φορά που λέω την ιστορία μου σε κάποιον. Η πρώτη ήταν στον Νίκο, δεν ξέρω πως και γιατί, αλλά με εσένα όπως σου ξαναείπα αισθάνομαι κάτι οικείο. Θα ήθελα να σε είχα γνωρίσει παλιότερα».

«Κι εγώ το ίδιο, και χαίρομαι που πήρα την απόφαση να έρθω και να σε γνωρίσω».

«Τελικά θα μείνεις κι άλλες μέρες εδώ;»

«Θα το ήθελα, μα πρέπει να επιστρέψω στη δουλειά και να ξεκαθαρίσω τα πράγματα στην προσωπική μου ζωή».

Οι δυο γυναίκες αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν. Στη συνέχεια, κι ενώ για μια φορά ακόμα τους βρήκε η αυγή, πήγαν στα κρεβάτια τους να ξαπλώσουν. Άλλωστε δεν κινδύνευαν από τα όνειρα. Οι επικίνδυνοι εφιάλτες υπάρχουν στην κανονική ζωή.

 

 

ΜΕΡΟΣ

II

 

(17) Το φιλί του Αριστοτέλη

 

Ο ήλιος είχε σηκωθεί ψηλά, συνοδεύοντας τη μέρα. Η Μαργαρίτα γύριζε απ’ τη δουλειά, όταν μπροστά της πρόβαλε ο Αριστοτέλης με ένα γαρύφαλλο.

«Τι κάνεις εδώ;» τον ρώτησε.

«Σου έφερα ένα γαρύφαλλο».

«Ευχαριστώ, πολύ ευγενικό εκ μέρους σου», είπε και το πήρε στα απαλά δάχτυλά της, ενώ ο Αριστοτέλης πρόλαβε μ’ ένα άγγιγμά του να ξεκλέψει κάτι από την επιδερμίδα της. Προχωρούσαν ο ένας πλάι στον άλλο και συζητάγανε. Εκείνος ήταν αρκετά ευδιάθετος, εκείνη κάπως σφιγμένη. Σκεφτόταν ότι μπορούσε να τους δει ο Κώστας και να γίνει έξαλλος για μια ακόμα φορά. Δεν ήθελε τώρα που τα πράγματα πήγαιναν καλά μεταξύ τους.

«Βέβαια δεν είναι μόνο το γαρύφαλλο ο λόγος που ήρθα ως εδώ».

«Τι άλλο;»

Ο άντρας σοβάρεψε, σήκωσε το δεξί του χέρι κι έξυσε νευρικά το κεφάλι του, τελικά πήρε το θάρρος και μίλησε.

«Σε αγαπάω».

«Ε, το ξέρω».

«Δεν εννοώ αδελφικά, πως το λέει το τραγούδι ‘προσωπικά δεν τρέφω αισθήματα για σένα φιλικά’. Είμαι ερωτευμένος μαζί σου, σε αγαπάω χρόνια και ήθελα να το ξέρεις. Πάει καιρός που συμβαίνει και δεν μπορώ να το κρατάω πια κρυφό μέσα μου. Δε θέλω να χαθώ κάποια μέρα απ’ τη ζωή σου και να μην μάθεις ποτέ πως σε αγάπησα πολύ».

Η Μαργαρίτα χαμογελούσε και έπαψε πια να είναι σφιγμένη, «γαμώτο», σκέφτηκε «γιατί να μη μου έχει μιλήσει νωρίτερα», ενώ τα λόγια του τα ένιωθε σαν χάδι στο αυτί της. Θα προτιμούσε να μιλάει εκείνος συνέχεια, αλλά έπρεπε να γεμίσει τη σιωπή του και πήρε το λόγο.

«Γιατί σκοπεύεις να φύγεις;»

«Ρητορικά μιλάω. Θα μου πεις γιατί σου το λέω τώρα, γιατί αυτή τη στιγμή… δεν ξέρω. Είναι κάτι μέσα μου που μου ζητάει να σου μιλήσω, να σου πω αυτά που αισθάνομαι, θα μπορούσα να σου μιλάω μέρες και νύχτες ολόκληρες για τα συναισθήματά μου, και πάλι δε θα έφταναν για να σου τα πω όλα. Και δε θα σου πω τίποτε άλλο, γιατί δεν έχει σημασία, απλά πως σε αγαπάω πολύ εδώ και χρόνια και θέλω να ’σαι ευτυχισμένη».

Η Μαργαρίτα γύρισε προς το μέρος του, πέρασε το χέρι της πίσω από το λαιμό του και του χάιδεψε τα μαλλιά, εκείνος έσκυψε και της έδωσε ένα απαλό φιλί στο λαιμό, τόσο απαλό, που νόμισε ότι το φαντάστηκε, αλλά όταν γύρισε σπίτι, άγγιζε ξανά και ξανά το σημείο που τη φίλησαν τα χείλη του, έκλεινε τα μάτια της και επαναλάμβανε στην φαντασία της το φιλί του. Ευτυχώς ο Κώστας έφυγε νωρίς πριν αυτή επιστέψει, κι έτσι είχε τον χρόνο να φανταστεί όσες φορές ήθελε εκείνο το φιλί και να ακούσει στα αυτιά της ξανά τα λόγια που βγήκαν απ’ τα χείλη του. Θυμήθηκε και τα λόγια της Αντιγόνης πως δεν έπρεπε να χάσει τον Αριστοτέλη. Και βέβαια δεν έπρεπε να τον χάσει ήταν ο μοναδικός της φίλος. Όμως απ’ την άλλη ίσως θα έπρεπε ως άλλη Αντιγόνη να τον ελευθερώσει από την παρουσία της και να τον αφήσει ελεύθερο να προχωρήσει, να κάνει οικογένεια, γιατί ακόμα κι αν δεν το σκεφτόταν το ήξερε πως για αυτήν η ζωή του ήταν επιπόλαιη, για αυτήν δεν έκανε δεσμούς, αυτήν αγαπούσε. Της το είπε άλλωστε πριν λίγο και της κέντησε στο λαιμό της το σύμβολο της αγάπης του, εκείνο το απαλό φιλάκι, που νόμισε πως απλά φαντάστηκε.

Μα γιατί τώρα, γιατί αυτή τη στιγμή, δεν μπόρεσε να κρατήσει το μυστικό του άλλο και το μοιράστηκε μαζί της; Μήπως ήθελε να φύγει για το εξωτερικό πάλι, αφού της το ’χε υποσχεθεί, πως θα μείνει στην πατρίδα πια. Μήπως σκόπευε να φύγει από τη ζωή της, δεν ήξερε γιατί ένιωσε τώρα την ανάγκη αυτή. Προτίμησε να μην βασανίσει άλλο το μυαλό της με αυτή τη σκέψη και απλά έκλεισε τα μάτια της και συνέχισε να σκέφτεται το φιλί που της είχε χαρίσει ο άνεμος.

 

 

(18) Πατρική ανάκριση

 

Την άλλη μέρα χτύπησε την πόρτα ένας γείτονας, έτρεξε να την ανοίξει μήπως ήταν ο Κώστας, αλλά ήταν απλά ένας ηλικιωμένος.

«Καλησπέρα καλή μου κοπέλα».

«Καλησπέρα σας».

«Μήπως έχετε να μου δανείσετε λίγη ζάχαρη; Ξέμεινα και θέλω να φτιάξω έναν καφέ».

«Βεβαίως», είπε βαριεστημένα η Μαργαρίτα και καθώς πήγε προς την κουζίνα να φέρει τη ζάχαρη, ο ηλικιωμένος πιστρώθηκε* στον καναπέ».

«Κάθισα λίγο γιατί δεν αισθάνθηκα καλά».

«Δεν πειράζει», είπε και συνέχισε ψελλίζοντας, αυτό μου έλειπε να πεθάνει εδώ μέσα ο μπάρμπας.

«Λοιπόν;»

«Τι λοιπόν;»

«Ελπίζω να μη σε διέκοψα από καμία σοβαρή δουλειά».

«Έχω λίγη δουλειά είναι η αλήθεια».

«Ε, δεν πειράζει άμα είναι λίγη, θα την κάνεις αργότερα. Κάτσε να πούμε δυο κουβέντες, μόνος μου εγώ, συγγενείς δεν έχω με ποιον να μιλήσω;»

«Βρε τι είναι τούτος;» σκέφτηκε, «άμα ξανανοίξω εγώ χωρίς να κοιτάξω απ’ το ματάκι! Κακώς μπελάς».

Ο γέρος όμως δεν έδειχνε να πτοείται από την μουγκαμάρα της Μαργαρίτας και τη δυσφορία που είχε ζωγραφιστεί έντονα στο πρόσωπό της.

«Λοιπόν, ελπίζω να μην έχεις παρέα και σε καθυστερώ;»

«Όχι παππού, δεν έχω παρέα».

«Και τι; Τόσο όμορφο κορίτσι, θέλεις να πιστέψω πως είναι μόνο του;»

«Πίστεψε ό,τι θέλεις παππού», απάντησε ξερά.

«Αχ, κόρη μου, αφού είμαι και είμαι εδώ μήπως θα μπορούσες να μου ψήσεις εσύ αυτό το καφεδάκι να τα πούμε κιόλας παρέα;»

Είχε βγει απ’ τα ρούχα της, τι ασυναρτησίες της έλεγε ο γέρος, ας του ψήσω και το καφεδάκι σκέφτηκε να ξεμπερδεύω, γιατί ο παππούς δεν φεύγει σήμερα.

Ο παππούς άρχισε να ρουφάει με έναν εκνευριστικό τρόπο το καφεδάκι του και κοιτούσε ερευνητικά τις πόρτες του σπιτιού, στη συνέχεια, κι αφού είπε ό,τι του ερχότανε στο μυαλό και ιστορίες απ’ τα νιάτα του όπως κάνουν οι περισσότεροι της ηλικίας του, έκανε άλλη μια ερώτηση στη Μαργαρίτα.

«Αυτό το καλόπαιδο, που μπαινοβγαίνει στο σπίτι σου είναι ο δεσμός σου;»

«Τι;»

«Να, μιας και γίναμε φίλοι, ήθελα να σε ρωτήσω εκείνος ο ώριμος κύριος, που σε επισκέπτεται είναι η σχέση σου; Πως το λέτε εσείς οι νέοι».

Δεν πήρε καμιά απάντηση, αλλά είδε το βλέμμα της να αγριεύει, τα μάτια της να πετάνε σπίθες, άφησε το φλιτζάνι του στο τραπεζάκι και σηκώθηκε, πηγαίνοντας προς την πόρτα με την όπισθεν.

«Εγώ πάω κόρη μου τώρα, θα έχεις και δουλειές να μη σε καθυστερώ άλλο, είσαι πολύ καλή κοπέλα και πολύ όμορφη, ο Θεός μαζί σου».

«Ώστε για αυτό είχε μπει εδώ ο σκατόγερος», μονολόγησε, «ήθελε να με ψαρέψει αν ο Κώστας είναι γκόμενός μου ή όχι. Εμ! βέβαια δεν φταίει κανείς άλλος, εγώ που άκουσα τις βλακείες του για συγκατοίκηση και έφυγα απ’ τους γονείς μου νοικιάζοντας σπίτι εδώ, που με γνωρίζουν όλοι, ρεζίλι θα έχω γίνει».

Και μετά θυμήθηκε πως ο γέρος αυτός με κάποιες άλλες συνομήλικες του ήταν το πρακτορείο ειδήσεων της γειτονιάς. Σίγουρα εκείνες τον είχαν βάλει να την ψαρέψει, να μάθουν τι συμβαίνει, αλλά για να ψάχνουν πάει να πει πως γνωρίζουν, πως την κουτσομπολεύουν από καιρό, την έχουν βάλει στο μάτι, κι ίσως να βουίζει όλη η γειτονιά πίσω απ’ τις πλάτες της.

«Φτου σου γκαντεμιά!» φώναξε κι άρπαξε το τηλέφωνο, αυτή τη φορά δε θα της τη γλίτωνε.

Το σήκωσε η κόρη του, που τα έχασε ακούγοντας την εκνευρισμένη φωνή να της λέει, «Δώσε μου τον πατέρα σου σκατόπαιδο». Όταν ο Κώστας πήρε το ακουστικό, άκουσε το ψάλσιμο της ζωής του. Του είπε πως αυτός φταίει γι’ όλα αυτά, το ρεζίλεμα στην γειτονιά, τις περίεργες επισκέψεις στο σπίτι της κι όλα όσα συμβαίνουν στη ζωή της και την στεναχωρούν. Η απάντηση του όμως ήταν αποστομωτική.

«Κι εσύ τι άνοιγες;»

 

Αργά το βράδυ το κουδούνι της ξαναχτύπησε, αυτή την φορά πήγε με αργά βήματα προς την πόρτα και δεν έκανε το λάθος να την ανοίξει πριν κοιτάξει από το ματάκι. Ήταν ο Κώστας, ξεκλείδωσε και τον άφησε να περάσει, εκείνος με το που μπήκε την έκλεισε στην αγκαλιά του.

«Άσε με, άσε με σου λέω», του φώναξε και ξεκόλλησε τα χέρια του από πάνω της.

«Έλα αγάπη μου τι έπαθες, σε νευρίασε ο γέρος».

«Εσύ με νευρίασες».

«Έλα τώρα, εγώ δεν έκανα τίποτα παραδέξου το, τίποτε άλλο παρά να σε αγαπώ. Κι είμαι έτοιμος να κάνω ό,τι μου ζητήσεις, το ξέρεις. Εγώ είμαι εδώ για σένα. Μην τους ακούς, όταν παντρευτούμε θα τους βουλώσουμε τα στόματα».

«Δε θέλω να παντρευτούμε, θέλω να μη με κοροϊδεύεις».

«Μα τι λες τώρα αγάπη μου, εγώ σκόπευα να έρθω σε λίγο καιρό να σε ζητήσω και να παντρευτούμε, τι στο καλό! Τόσο καιρό είμαστε αρραβωνιασμένοι. Απλά να τακτοποιήσω κάποια πράγματα με την κόρη μου και μετά θα είμαστε μαζί».

«Δεν ξέρω τι θα κάνεις, αλλά δεν πάει άλλο, τόσα χρόνια μαζί και να ζούμε χώρια, να έρχεσαι και να φεύγεις σαν τον κλέφτη. Έχεις το παιδί σου, το καταλαβαίνω ας χωρίσουμε αν δεν μπορείς. Δεν πάει άλλο έτσι. Έχεις σκεφτεί ποτέ τι είμαστε; Τίποτα! Ούτε σχέση δεν έχουμε καλά καλά, εκτός και θεωρείς τις έκτακτες εμφανίσεις σου ως σχέση, εγώ να σε περιμένω κι εσύ να είσαι με την κόρη σου ή στις δουλειές σου και να ζούμε χώρια».

«Μα τι λες τώρα αγάπη μου; Εγώ σε αγαπάω και θα δεις, σε λιγότερο από έναν χρόνο θα έρθω στον πατέρα σου να σε ζητήσω».

 

Με αυτά και με τα άλλα την γαλήνεψε για μια ακόμα φορά, γιατί η Μαργαρίτα είχε μάθει  να κάνει υπομονή, να συγχωρεί, να μεταθέτει τις ανάγκες της, να λέει πως αυτή δεν ήθελε να παντρευτεί, δεν ήθελε διαφορετική σχέση κι ότι λέει η αλεπού για όσα δεν φτάνει, είχε μάθει να ελπίζει. Τον τελευταίο καιρό παρότι πίστευε ότι τα πράγματα πηγαίνουν καλύτερα, ήταν απλά γιατί είχε αποδεχθεί την κατάσταση, η οποία μετά την ανακάλυψη της κόρης, γινόταν ακόμα χειρότερη. Τώρα ο Κώστας είχε και άλλοθι, υπήρχε η κόρη του στη μέση που έπρεπε να φροντίζει. Μερικές φορές σκεφτόταν μήπως ήταν εξάρτηση αυτό που ένιωθε κι όχι αγάπη, τόσα χρόνια πια θα ήταν και φυσιολογικό. Βέβαια ο εθισμός είναι κάτι σαν ναρκωτικό δεν είναι πραγματική αγάπη. Η αγάπη είναι το όνειρο που ζεις, η εξάρτηση η ψευδαίσθηση που ζεις. Ήξερε βέβαια πως όλες οι σχέσεις, κι αυτό της το ’χε μάθει ο πατέρας της από παλιά, έχουν ένα δούναι και λαβείν. Οι ερωτικές, οι φιλικές, ένα συναισθηματικό δούνε και λαβείν –αν δεν υποκρύπτεται και τίποτε άλλο- και δεν αρνούταν πως από αυτόν τον άντρα έπαιρνε συναισθήματα, όπως της αγάπης, της τρυφερότητας, της ασφάλειας, και γνώριζε επίσης πως όλες οι σχέσεις ακόμα και οι ερωτικές κρύβουν ένα παιχνίδι εξουσίας, γιατί ποτέ τα δυο μέρη δεν είναι ισοδύναμα και δεχόταν πως στη δική τους σχέση το πάνω χέρι το ’χε ο Κώστας και το αποδεχόταν, αλλά τον τελευταίο καιρό αυτά που έπαιρνε ήταν πολύ λίγα σε σχέση με αυτά που θα χρειαζόταν και η εξουσία του, της είχε γίνει καταπίεση και κατοχή και η Μαργαρίτα δεν άντεχε την καταπίεση. Ήταν η πρώτη φορά που αυτά που της έλεγε ο Κώστας, δεν τη γέμιζαν, ακόμα κι αυτή η λέξη να παντρευτούνε, που εξαπόλυσε για μια ακόμα φορά με τόση ευκολία για να κερδίσει χρόνο.

 

Σαν να μην είχε όλα αυτά, έμαθε κι ο πατέρας της κάτι για την ιστορία της. Δεν της έφτανε ο Κώστας και η προσπάθειά της να βρει μια λύση, τώρα θα είχε και τις πιέσεις του πατέρα της. Στην αρχή τη ρωτούσε αν σκέφτεται να κάνει κάποια σχέση, να παντρευτεί και να δημιουργήσει οικογένεια, δεν ήταν και μικρή, και πράγματι είχε χαλαλίσει τόσα χρόνια μαζί του. Στη συνέχεια της ανέφερε τα κουτσομπολιά που άκουσε στην γειτονιά, για κάποιον ηλικιωμένο που τον βλέπανε μαζί της. Βέβαια δεν ήταν και παππούς, αλλά η γειτονιά δε θέλει και πολύ για να πει τις κακίες της, για να ξεχάσουν τα δικά τους προβλήματα, για να ξεχάσουν τις δικές τους κόρες που πήραν άσχημους, φτωχούς, περίεργους, συζητούσαν για τους άλλους. Θέλοντας να την ψαρέψει περισσότερο, άρχισε τις ερωτήσεις.

«Είναι τουλάχιστον καλό παιδί; Τι δουλειά κάνει; Ελπίζω να μην είναι τόσο παππούλης όσο λένε, τι τον θες να τον γηροκομήσεις; Τι σκέφτεστε, θα παντρευτείτε; Είστε πολύ καιρό μαζί; Γιατί τόσο καιρό δε μου τον γνώρισες; Η μάνα σου τον ξέρει;»

«Τι λες χριστιανέ μου; Δεν υπάρχει κανείς, εκτός και αν λες για τον φίλο μου τον Αριστοτέλη,  αλλά με τον Αρίστο είμαστε μόνο φίλοι».

«Πες μου πως είν’ ο Αριστοτέλης παιδί μου και θα ανοίξω σαμπάνιες. Αυτός μάλιστα είναι καλό παιδί, τον έκοψα εγώ. Λοιπόν ο Αριστοτέλης είναι;»

«Κανένας δεν είναι βρε μπαμπά».

«Ουφ! εσύ θα με σκάσεις. Τι δε με εμπιστεύεσαι! Καλά θα μάθω απ’ τη μάνα σου, δεν μπορεί σε αυτή τα λες όλα».

«Τίποτα δεν ξέρει η μαμά».

«Άρα υπάρχει και δεν μου το λες».

«Τίποτα δεν υπάρχει, για αυτό δεν ξέρει και τίποτα».

«Δεν μπορεί, μαζί τα ψήσατε κάτω από τη μύτη μου, θα της τα ψάλω κι αυτής ένα χεράκι».

«Τι να σου πω; Δεν ξέρει τίποτα».

«Εδώ τα ξέρει όλη η γειτονιά, ακόμα κι αν δεν της είπες τίποτα, θέλω να πιστεύω πως δεν είναι τόσο χαζή να μην πήρε χαμπάρι. Εγώ σε αυτήν σε εμπιστεύτηκα, δε σε πρόσεχε;»

«Δεν είμαι κάνα κοριτσάκι, εντάξει!»

«Καλά θα δεις τι έχει να ακούσει».

 

Πραγματικά όλα τα λούστηκε η μητέρα της Μαργαρίτας. Η κόρη της προσπάθησε να την υπερασπιστεί αλλά που, ο πατέρας της ήταν πυρ και μανία. Να μην του εμπιστευτεί η γυναίκα του τα της κόρης του; Δεν το πίστευε. Τι συνωμοσίες ήταν αυτές! Και ποιος ήταν αυτός ο γέρος που τα έμπλεξε η κόρη του. Τίποτα δεν της πήρε ούτε μια λέξη.

«Η γειτονιά λέει ό,τι θέλει», του απαντούσε.

«Η γειτονιά ξέρει τι λέει, δεν τα βγάζει απ’ το μυαλό της, πως δεν είπε και για σένα;»

«Τι να πει για μένα αγάπη μου;»

«Ότι με απατάς, ότι γυρίζεις… ξέρω κι εγώ; Κάτι!»

«Θεός φυλάξει! Τι είναι αυτά που λες;»

«Ξέρω εγώ τι λέω, κι εσύ ξέρεις, όλοι μας ξέρουμε και για να μην μου λέτε πως έχει η κατάσταση, πάει να πει πως κάποιο λάκκο έχει η φάβα».

 

Και τον πατέρα της τον ζώνανε τα φίδια και καθόταν σ’ αναμμένα κάρβουνα. Κι είχε δίκιο ο άνθρωπος πως κάποιο λάκκο έχει η φάβα και πως ο τύπος που τα είχε η κόρη του δεν ήταν και τίποτα που να αξίζει. Αλλά πώς να μάθαινε. Ο Κώστας πλέον δεν είχε πρόσβαση στο σπίτι, περνούσε από τη δουλειά της κάθε τόσο για να τη συναντήσει και μερικές φορές κι αυτή από το ξενοδοχείο του, αλλά όλη αυτή η πίεση και το κυνηγητό του πατέρα της ηρέμησαν την κατάσταση μεταξύ τους, αφού ο Κώστας ήταν ο κυνηγημένος και η Μαργαρίτα τον είχε υπό την προστασία της και τα όποια τους προβλήματα παραμερίστηκαν για να αντιμετωπίσουν τον κοινό εχθρό, τον μπαμπά της. Που μόλις άκουγε το όνομά του ο Κώστας εξαφανιζόταν, όπως τον παλιό καλό καιρό άλλωστε. Δεν είχε χρόνο για μπλεξίματα. Κανένα μπλέξιμο. Είχε μια κορούλα που έπρεπε να φροντίσει για το μέλλον της. Δεν είχε χρόνο για καυγάδες. Έτσι και τα σχέδια για γάμο παραμερίστηκαν προς το παρόν και βρήκαν θέμα να ασχολούνται.

Όταν επιτέλους ο πατέρας της έφυγε, αφού δεν μπόρεσε να εξιχνιάσει αν τα λόγια της γειτονιάς ήταν αληθινά ή όχι, τα πράγματα επανήλθαν σιγά και σταθερά στην προτέρα κατάσταση.

 

 

(19) Όταν η αλήθεια βγαίνει στο φως

 

Τα πράγματα πολλές φορές, ακόμα κι όταν τα ελέγχουμε δεν έρχονται όπως τα θέλουμε, μια μικρή λεπτομέρεια, μια  μικρή απροσεξία ή ακόμα και ένα τυχαίο γεγονός μπορεί να ανατρέψει τα γεγονότα και να τα φέρει τούμπα. Μετά από αρκετό καιρό, λόγω της παρουσίας του πατέρα της, ο Κώστας πήγε στο σπίτι να πάρει την Μαργαρίτα για να πάνε σε μια ταβέρνα με κάποιους γνωστούς τους. Από την πλευρά του βέβαια γνωστούς. Η βραδιά ήταν πληκτική, η Μαργαρίτα δεν είχε και την καλύτερη διάθεση, όπως συνέβαινε άλλωστε τον τελευταίο καιρό. Στην επιστροφή όταν ο Κώστας σταμάτησε και κατέβηκε από το αυτοκίνητο για να αγοράσει ένα πακέτο τσιγάρα η σύντροφός του άνοιξε το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου για να πάρει ένα χαρτομάντιλο, τότε είδε μια  σακούλα γεμάτη από καρτελάκια  ρούχων, πήρε ένα μηχανικά για να δει τι έγραφε. Ήταν από μια φίρμα ρούχων για κάποιο πρατήριο στη Θεσσαλονίκη, έγραφε πάνω τη διεύθυνση –Εγνατίας 500 – και η κάρτα έγραφε «Κ&G». Κάτι της θύμιζε αυτή η φίρμα, μα βέβαια την είχε δει σε κάποια ρούχα στο πρατήριο του Κώστα στη Θεσσαλονίκη και παλιότερα στο αυτοκίνητό του. Έβαλε το χέρι και τράβηξε κι άλλη κάρτα, κι άλλη, κι άλλη, όλες οι κάρτες ήταν όπως η πρώτη που τράβηξε. Της φάνηκε περίεργο, αφού η εταιρία του Κώστα ήταν η «EVENT», βέβαια της είχε πει ότι θα εξαγόραζε μια μικρότερη εταιρία, όταν πριν χρόνια ξαναβρήκε αυτή τη φίρμα, μα έκτοτε ποτέ δεν της είπε ότι η αγορά αυτή έγινε. Άλλωστε αυτή η διεύθυνση της θύμιζε την διεύθυνση του πρατηρίου του στη Θεσσαλονίκη, που είχαν επισκεφθεί παλιά. Τον είδε να επιστρέφει, έβαλε μια καρτούλα στο τσαντάκι της και έκλεισε το ντουλαπάκι.

«Λοιπόν;»

«Τι λοιπόν;»

«Πήρες τσιγάρα;»

«Για τσιγάρα δεν πήγα; Πήρα… είσαι καλά;»

«Ναι βέβαια», απάντησε λίγο νευρικά και έπιασε κουβέντα για το ζευγάρι που είχαν βγει μαζί και το πόσο βαρετή της ήταν η παρέα τους, αλλά συνεχώς σκεφτόταν αυτήν την κάρτα.

 

Τι στο καλό, έπρεπε να ρωτήσει τον Κώστα αν είχε εξαγοράσει την εταιρία που της είχε πει, αλλά όχι αυτή τη στιγμή γιατί θα μπορούσε να υποπτευτεί ότι είδε την καρτούλα και η ερώτησή της να φανεί εσκεμμένη. Της καρφώθηκε στο μυαλό η ιδέα πως κάτι άλλο συνέβαινε και ότι ο καλός της της είχε κρύψει κι άλλα πράγματα για τη ζωή του. Έπρεπε λοιπόν να καταστρώσει ένα ακόμα σχέδιο και να ανακαλύψει την αλήθεια. Και το έθεσε σε λειτουργία την επόμενη κιόλας μέρα.

 

Το πρωί δεν πήγε στη δουλειά της, επισκέφθηκε το χώρο που ήταν το γραφείο του Κώστα, παρατήρησε για πρώτη φορά πως εξωτερικά του κτιρίου δεν υπήρχε καμία ταμπέλα με την ονομασία «EVENT». Βέβαια αυτό δεν αποδείκνυε και τίποτα, αλλά στη συνέχεια παρατήρησε πως και στην πόρτα του γραφείου δεν υπήρχε κάποια επιγραφή. Χτύπησε το κουδούνι και της άνοιξε η ευγενέστατη γραμματέας του.

«Καλημέρα σας», της είπε.

«Καλημέρα, είναι εδώ ο Κώστας;»

Η γραμματέας απάντησε αρνητικά και πρόσθεσε πως τρέχει σε κάποιες εξωτερικές δουλειές.

«Καλά δεν πειράζει, επειδή έτυχε να περνάω είπα να πω ένα γεια».

«Θέλετε να του πω κάτι;»

«Όχι, θα του τηλεφωνήσω στο κινητό. Ευχαριστώ!»

Τουλάχιστον το γραφείο εσωτερικά, ήταν διακοσμημένο με αφίσες της γνωστής φίρμας και διαφημίσεις με ρούχα που γνωστά μοντέλα πρόβαραν, ενώ δεξιά κι αριστερά υπήρχαν πανιά και υφάσματα. Επιστρέφοντας στο γραφείο της, δέχθηκε το τηλεφώνημά του. Ήθελε να μάθει τι συμβαίνει και αμέσως μόλις τον πληροφόρησε η γραμματέας του, την πήρε να δει τι τρέχει.

«Απλά έλεγα μήπως είχες χρόνο να βρεθούμε το μεσημέρι, να φάμε μαζί. Και για να μην στο πω απ’ το τηλέφωνο σκέφτηκα να έρθω η ίδια να σου κάνω έκπληξη».

«Ω, το μωράκι μου. Κρίμα που δεν με βρήκες τελικά, γι’ αυτό να παίρνεις τηλέφωνο πρώτα να μην έρχεσαι άδικα».

 

Τελικά το γεύμα τους κανονίστηκε, η Μαργαρίτα σκεφτόταν πως ήταν καλύτερα να κουμαντάρει τη συζήτηση για να κερδίσει όσες περισσότερες πληροφορίες χρειαζόταν. Το ότι δεν τον βρήκε εκεί δεν σήμαινε τίποτα, ούτε το καρτελάκι. Αισθανόταν όμως πως θα την οδηγούσαν κάπου όλα αυτά, πως κάτι της έκρυβε. ‘Όταν συναντήθηκαν ήταν διακριτική μαζί του και απόλυτα φυσιολογική, όπως και κατά τη διάρκεια του φαγητού. Συζητούσαν γενικά χωρίς να λένε τίποτα συγκεκριμένο επί του θέματος, την πρωτοβουλία πήρε εκείνη.

«Ωραία γυναίκα η γραμματέας σου».

«Ναι και χρήσιμη συνεργάτης».

«Την έχεις πολλά χρόνια; Δε γνώρισα άλλη εγώ».

«Ναι, εφτά χρόνια, την προσέλαβα λίγο μετά τη γνωριμία μας».

«Ψηλή, με καλλίγραμμα πόδια, περιποιημένα χέρια, πληθωρικό μπούστο κι ωραίο προσωπάκι και τα μαύρα της ίσα μαλλιά της δίνουν έναν ιδιαίτερο αέρα. Νομίζω έχει και πράσινα μάτια;»

«Αλήθεια είναι».

«Μ, Τα πρόσεξες ε; Τα χείλη της τα πρόσεξες; Σαρκώδη, από αυτά που αρέσουν ιδιαίτερα στους άντρες!»

«Που το πας;»

«Δεν το πάω πουθενά, απλά αναρωτιέμαι αν την πήδηξες ποτέ, δεν είναι διαθέσιμη;»

«Τι λες, πας καλά; Η Έλενα είναι συνεργάτης μου», και συνέχισε να τη μαλώνει εκνευρισμένος.

 

Ο πρώτος της στόχος να τον εκνευρίσει είχε επιτευχθεί, τώρα θα συνέχιζε μέχρι να τον φέρει σε τέτοια σύγχυση που όταν μιλήσουν για το άλλο θέμα να μην της πει ψέματα.

«Καλά μπορεί να μην το έκανες ποτέ, αλλά ίσως το σκέφτηκες, ίσως το φαντάστηκες».

«Τι σε έπιασε δεν καταλαβαίνω;»

«Καταλαβαίνεις καλά. Ρωτάω αν κάνοντας έρωτα σε εμένα σκεφτόσουν πως πηδάς την γραμματέα σου. Της πιάνεις τα στήθη, της σκίζεις τα ρούχα, μπαίνεις μέσα της. Είναι ερεθιστικό για τους άντρες να πηδάνε τη γραμματέα τους, κι ύστερα ήμαστε τόσα χρόνια μαζί ίσως να ’χεις βαρεθεί τα ίδια και τα ίδια».

«Πάει εσύ τρελάθηκες», είπε πετώντας την πετσέτα του στο τραπέζι. «Εμένα και την πιο όμορφη γυναίκα στη γη να μου φέρνανε δε θα πήγαινα μαζί της».

«Ψεύτη», είπε πονηρά η Μαργαρίτα.

«Ώστε πιστεύεις πως σου κάνω έρωτα και σκέφτομαι την Έλενα…»

 

Ο διάλογός τους συνεχίστηκε για αρκετή ώρα και πράγματι η γυναικεία πονηριά κατάφερε να τον φέρει στο σημείο που ήθελε. Εκείνος προσπαθούσε να απολογηθεί για κάτι που δεν το περίμενε και τον εκνεύριζε τόσο. Του είχε κάνει και για άλλες σκηνές, μα για την Έλενα ποτέ, αναγκαζόταν να σπαταλήσει φαιά ουσία για ένα θέμα που το θεωρούσε γελοίο. Τελικά η Μαργαρίτα μπήκε στο ψητό και του έκανε την ερώτηση για την «Κ&G» και αν τελικά την είχε εξαγοράσει όπως της είχε πει. Η απάντηση ήταν αρνητική. Αυτό σε συνδυασμό με τα καρτελάκια που βρήκε στο ντουλαπάκι δεν ήταν απλώς ύποπτο, αλλά και ένδειξη για το ψέμα του. Κι ο ίδιος ο Κώστας σκέφτηκε πως θα μπορούσε να της απαντήσει, «ναι» κι έτσι στην περίπτωση που συμβεί οτιδήποτε να έχει άλλοθι, μα ήταν τόσο συγχυσμένος που το πρώτο που σκέφτηκε ήταν να αρνηθεί την όποια του σχέση με την «Κ&G».

 

Τώρα η Μαργαρίτα έπρεπε να ανακαλύψει αν της έλεγε ψέματα ή αλήθεια και για ποιον λόγο. Γιατί το κάθε ψέμα έχει το λόγο του. Μετά από λίγες μέρες επισκέφθηκε και πάλι τον δρόμο που βρισκόταν το γραφείο του, δεν ανέβηκε επάνω, αλλά προχώρησε λίγο πιο κάτω που ήταν το ατελιέ της «EVENT». Μια φορά είχαν πάει μαζί, όλες τις υπόλοιπες τον έβρισκε στο γραφείο, ήταν περίεργος άλλωστε με τη δουλειά του. Πέρασε από έξω, αλλά δεν είδε τίποτα, «Λογικά για να βρίσκεται στον ίδιο δρόμο με το γραφείο του δε θα μου λέει ψέματα όσον αφορά την επωνυμία της εταιρίας» σκέφτηκε, αλλά πρέπει να μάθω τι σχέση έχει με την «Κ&G». Μπήκε σε ένα γραφείο του Ο.Τ.Ε. και πήρε έναν τηλεφωνικό κατάλογο, άρχισε να τον ξεφυλλίζει στα γρήγορα, δεν έβρισκε τίποτα. Έκανε μια δεύτερη προσπάθεια πιο αργά, τελικά το μάτι της έπεσε επάνω στην φίρμα με τα δυο γράμματα. Αντέγραψε τα στοιχεία, τηλέφωνο και διεύθυνση, η οποία βρισκόταν κοντά στην περιοχή που ήταν το γραφείο του, πήρε ένα ταξί και έφτασε ως τη διεύθυνση που βρήκε στον χρυσό οδηγό. Ήταν ακριβώς δυο στενά πίσω από το γραφείο του. Προχώρησε προς την ταμπέλα με τα δυο γράμματα, ξαφνικά είδε τον Κώστα να βγαίνει από εκεί, για να μην έρθουν πρόσωπο με πρόσωπο, έκανε μια κίνηση και χώθηκε στην είσοδο μιας πολυκατοικίας, γυρίζοντας τις πλάτες της προς τον δρόμο.

Από εκείνη τη στιγμή ήταν βέβαιη πως κάτι συνέβαινε, πως της είχε πει κι άλλο ένα ψέμα, κι αυτή το είχε χάψει σαν χάνος. Τώρα όμως ήταν καιρός να μάθει την αλήθεια. Κι αν η αλήθεια ήταν επώδυνη; Μήπως το καλύτερο ήταν να αφήσει τα πράγματα ως είχαν; Όχι, έπρεπε να μάθει το λόγο που κρυβόταν πίσω από αυτό το ψέμα. Τον ενημέρωσε πως θα έλειπε για κάποιες μέρες στο εξωτερικό, για δουλειές της εταιρίας του πατέρα της. Τελικά βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί πίστευε πως κρυβόταν το μυστικό, εκεί στη διεύθυνση της Εγνατίας.

 

Την πρώτη μέρα του ταξιδιού της έμεινε άπραγη, έκατσε στο ξενοδοχείο και σχεδίαζε τις κινήσεις της. Μετά σκεφτόταν το λόγο που είχε φτάσει ως εκεί, τον αγαπούσε και ήθελε να αποδείξει ότι δεν την εξαπάτησε ή μήπως απλά ήθελε να τον χωρίσει και έψαχνε μια αφορμή. Ό,τι και να ήταν απ’ τα δυο σίγουρα δε βρισκόταν και στην καλύτερη κατάστασή της. Είχε εξελιχθεί σε ντετέκτιβ έκανε σαν αυτές τις κυράτσες που παρακολουθούν τους άντρες τους. Ίσως να ήταν φαντασιόπληκτη ή  υστερική ή κάτι από αυτά που άκουγε στην τηλεόραση, από τις εκπομπές που καλούσαν ψυχολόγους και τους έβγαζαν όλους προβληματικούς. Αυτές τις εκπομπές χάζευε και στο ξενοδοχείο. Έκλεισε νευριασμένη την τηλεόραση. «Όλο σαχλαμάρες!» σκέφτηκε. Δεν ήταν του τύπου της αυτά, έπρεπε να πάρει μια απόφαση όπως της είχε πει  και η Αντιγόνη ή τον δεχόταν όπως ήταν με αυτά που της έδινε ή καλύτερα να τον χώριζε. Σκέφτηκε να γυρίσει πίσω, να πάει και να ρωτήσει τον ίδιο να της πει την αλήθεια. Στο τσακ έφτασε μα άλλαξε γνώμη, κι αν της έλεγε ψέματα κι αν την εξαπατούσε! Με τόση αγάπη που του είχε ή εξάρτηση όπως της είχε πει και η Αντιγόνη θα πίστευε και το μεγαλύτερο ψέμα του. Όχι έπρεπε να μάθει την αλήθεια, μόνο τότε θα απαγκιστρωνόταν από αυτόν. Με τέτοιες σκέψεις συνέχισε και την δεύτερη μέρα της, με τη διαφορά ότι τις έκανε στην παραλία και στους δρόμους της πόλης. Ήθελε να τη χτυπήσει λίγο ο αέρας και να σκεφτεί. Πάλι τα ίδια τριβέλιζαν το μυαλό της. Η αλήθεια, το ψέμα, τα χρόνια που πέρασε μαζί του, η φθορά, η φυγή. Δεν έβγαζε άκρη όμως και πάλι. Την τρίτη μέρα πήρε την απόφαση να πάει ως την διεύθυνση που έγραφε η καρτούλα. Προτίμησε να  το κάνει με τα πόδια, αν και ήτανε μακριά από το ξενοδοχείο της, έτσι θα είχε περισσότερο χρόνο να σκεφτεί. Τελικά έφτασε. Ήταν το ίδιο κτίριο, που είχαν πάει μαζί πριν κάποια χρόνια, αλλά αυτή τη φορά ανακαινισμένο και με τη φίρμα «Κ&G». Έκατσε στο απέναντι πεζοδρόμιο και κοίταζε το κτίριο, έκανε ένα βήμα προς τα μπρος κι ένα προς τα πίσω, δεν έπαιρνε την απόφαση να διασχίσει τον δρόμο. Ήταν στηριγμένη σε μια κολώνα για αρκετή ώρα, πρέπει να φαινόταν πως δεν ήταν πολύ καλά και κάποιος περαστικός τη ρώτησε αν χρειαζόταν βοήθεια. Αρνήθηκε ευγενικά. Μερικές φορές, αν όχι τις περισσότερες αυτά που έχουμε μέσα στο μυαλό μας και μας απασχολούν, καθρεφτίζονται στο πρόσωπό μας, κι αν ξέραμε να τα αποκωδικοποιούμε θα μπορούσαμε να διαβάσουμε τις σκέψεις των ανθρώπων. Τελικά και πάλι οπισθοχώρησε, δεν έκανε το δεύτερο βήμα που θα την οδηγούσε στα επόμενα, και στο πρατήριο.

 

Άλλες δυο μέρες τις πέρασε άσκοπα στην πόλη, γύριζε δεξιά κι αριστερά χωρίς καν να σκέφτεται. Πήγαινε σε καφέ και μπαράκια και έβλεπε πως διασκεδάζουν οι άνθρωποι, πίσω απ’ τον καθένα υπήρχε μια διαφορετική ιστορία. Για την δικιά της ιστορία θα νοιαζότανε κανένας,  αναρωτήθηκε. Όπως αναρωτήθηκε κι άλλα πολλά, που δεν είχαν καμιά σχέση βέβαια με όσα την απασχολούσαν. Καθώς γύριζε προς το ξενοδοχείο της συνάντησε έναν τηλεφωνικό θάλαμο, δε σκόπευε να πάρει κάποιον, αλλά οι συναντήσεις αυτές πολλές φορές μας προκαλούν την επιθυμία να τηλεφωνήσουμε σε αγαπημένα μας πρόσωπα, που πεθυμήσαμε. Δεν πάμε επί τούτου σε αυτούς, αλλά επειδή τους συναντάμε, απελευθερώνεται η ανάγκη μας να μιλήσουμε με όλους αυτούς. Έψαξε τις τσέπες της, είχε μια κάρτα, την έβαλε στο θάλαμο και σχημάτισε το νούμερο. Μετά από αρκετά «τουτ- τουτ», που σε βάζουν σε σκέψεις, αν θα το σηκώσει ο άλλος και σου δίνουν το χρόνο να το κλείσεις αν δεν έκανες καλά που τηλεφώνησες, ακούστηκε ο συνομιλητής της.

«Παρακαλώ;»

«Έλα Αριστοτέλη, εγώ είμαι! Τι κάνεις;»

«Μαργαρίτα; Που είσαι;»

«Στη Θεσσαλονίκη!»

«Τυχερή, πήγατε ταξίδι;»

«Όχι μόνη μου είμαι».

«Τι, προβλήματα; Ό,τι και να είναι, αφού είσαι εκεί πάνω διασκέδασέ το. Δεν αξίζει να χαλάς τη ζαχαρένια σου για τίποτα και για κανέναν».

Μίλησαν αρκετή ώρα στο τηλέφωνο, μέχρι που η κάρτα τελείωσε και η συζήτησή τους διακόπηκε απότομα. Γυρίζοντας προς το ξενοδοχείο της, ήταν πιο εύθυμη και μάλιστα άρχισε να τραγουδάει και όσα τραγούδια γνώριζε που είχαν μέσα τους τη λέξη «Θεσσαλονίκη». Την είχε ωφελήσει η συνομιλία της με τον Αριστοτέλη, πάντα με έναν ακαθόριστο τρόπο, κατάφερνε να την κάνει να νιώθει καλά.

 

Το επόμενο πρωί στεκόταν έξω από την διεύθυνση, που βρισκόταν το πρατήριο ρούχων. Ήταν αποφασισμένη και με ένα έτοιμο και ολοκληρωμένο σχέδιο στο μυαλό της. Πέρασε την είσοδο και άρχισε να κοιτάει τα ρούχα ένα προς ένα.

«Θέλετε να σας βοηθήσω;» προσφέρθηκε μία κοπέλα.

«Θα ήθελα να προβάρω μερικά ρούχα».

«Βεβαίως, ποια θα θέλατε;»

Η Μαργαρίτα της υπέδειξε τα ρούχα που ήθελε να δοκιμάσει και όταν τα πήρε πέρασε στο δοκιμαστήριο, κάθε ένα που φόραγε, έβγαινε έξω και κοιταζόταν μπροστά στον καθρέφτη, στη συνέχεια ζήταγε την γνώμη της πωλήτριας και συζητούσαν και διάφορα άλλα θέματα. Για τα ρούχα, για τον πόσο καιρό εργάζεται στο πρατήριο και άλλα τέτοια. Πριν φορέσει το τελευταίο φόρεμα, σωριάστηκε στο δάπεδο. Η κοπέλα της πρόσφερε τις πρώτες βοήθειες και την οδήγησε στο γραφείο για να κάτσει λίγο.

«Είστε καλύτερα;» την ρώτησε.

«Ναι, βέβαια».

 

Στη συνέχεια κι αφού συζήτησαν λίγο ακόμα η κοπέλα αναγκάστηκε να την αφήσει μόνη της, γιατί το μαγαζί είχε αρκετό κόσμο, δεν ήταν τυχαία η στιγμή που υπολόγισε η Μαργαρίτα να κάνει ότι λιποθύμησε! Όταν η υπάλληλος έφυγε από το γραφείο η Μαργαρίτα, πήγε στη βιβλιοθήκη, στο κάτω μέρος υπήρχε ένα ντουλάπι, το άνοιξε. Πήρε ένα ένα τα βιβλία που υπήρχαν σε αυτό. Η τύχη ήταν με το μέρος της. Σε κάποια από αυτά είδε ότι στα ονόματα των δύο ιδιοκτητών, υπήρχε αυτό του Κώστα και ένα άλλο κάποιας Γεωργίας, σε όσα βιβλία υπήρχαν ονόματα ιδιοκτητών ήταν δύο το ένα του Κώστα και το άλλο αυτής της Γεωργίας. Έβαλε γρήγορα τα βιβλία στο ντουλάπι και στη συνέχεια το έκλεισε. Πήγε στην πόρτα και κρυφοκοίταξε αν έρχεται κανείς. Όταν είδε απασχολημένη την κοπέλα, γύρισε στην βιβλιοθήκη και άρχισε να ψάχνει για άλλα ενοχοποιητικά στοιχεία. Τότε είδε μια μικρή, παλιά φωτογραφία. Ήταν ο Κώστας με την κόρη του και μια κυρία. Η φωτογραφία ήταν παλιά, αλλά η ηλικία της κόρης του δε δικαιολογούσε ότι θα μπορούσε η άλλη γυναίκα να είναι η σύζυγος που έχασε, αφού η Φανή έχασε τη μητέρα της σε μικρή ηλικία, και στη φωτογραφία ήταν αρκετά μεγαλύτερη. Άκουσε έναν θόρυβο. Άφησε τη φωτογραφία και έκατσε στην καρέκλα της. Όταν η πωλήτρια μπήκε μέσα τη ρώτησε αν αισθάνεται καλύτερα.

«Ναι, θα κάτσω όμως λίγο ακόμα».

«Όσο θέλετε».

Στη συνέχεια αγόρασε το φόρεμα, που φορούσε προβάροντάς το, ενώ πήρε το παλιό σε μια τσάντα και έφυγε. Δεν είχε το κουράγιο να αλλάξει ρούχα. Χίλιες δυο φοβερές σκέψεις ταλάνιζαν το μυαλό της. Και κυρίως που αποσκοπούσε το ψέμα του Κώστα, γιατί όλα τα ψέματα κάπου αποσκοπούν. Δεν είχε άλλες επιλογές έπρεπε να μάθει αμέσως γυρίζοντας στην Αθήνα. Δεν θα ρώταγε εκείνον, όχι δεν θα του έκανε τη χάρη να του δώσει την ευκαιρία να απολογηθεί.

 

Πήρε τηλέφωνο την κόρη του. Εκείνη σάστισε, γιατί πάντα δεχόταν επιθέσεις από την Μαργαρίτα. Έμαθε που είναι και πήγε και τη βρήκε.

«Θα σε ρωτήσω κάτι», της είπε, «απλά για να μου το επιβεβαιώσεις. Πρόσεχε μη μου πεις ψέματα!»

«Τι θέλεις;»

«Ποια είναι η Γεωργία;» και συνέχισε ονοματίζοντάς της και το επίθετό της, «Αποστόλου».

Η κοπέλα πήγε να φύγει, αλλά η Μαργαρίτα της έπιασε το χέρι, την τράβηξε με βίαιο τρόπο προς το μέρος της και της το λύγισε.

«Μη, με πονάς!»

«Θα σου το σπάσω κωλόπαιδο. Πες μου αμέσως!»

«Η μητέρα μου, η γυναίκα του μπαμπά μου», της απάντησε με μίσος, «κι εσύ μπήκες ανάμεσά τους και μας διέλυσες όλους πόρνη», τα λόγια της έσταζαν μίσος και αποκάλυπταν τα πραγματικά της αισθήματα.

Η Μαργαρίτα τραβήχτηκε σαν χτυπημένη από κεραυνό. Δεν πίστευε στα αυτιά της. Ο Κώστας ήταν παντρεμένος ακόμα, ποτέ δεν είχε πεθάνει η μάνα της. Θεέ μου, δεν ήταν ξύπνια, σίγουρα ονειρευόταν, έβλεπε έναν εφιάλτη. Όχι. όχι δεν είναι αλήθεια, ετούτη η έχιδνα που βρισκόταν μπροστά της δεν της έλεγε την αλήθεια. Τη μισούσε που της έκλεψε τον πατέρα και ήθελε να την τιμωρήσει με αυτό το ψέμα, τα μάτια της όμως έδειχναν πως όσα της είπε ήταν η αλήθεια.

«Τι είπες;»

«Αυτό που άκουσες!»

«Λες ψέματα!»

«Την αλήθεια λέω και το ξέρεις και μην παριστάνεις την αγία, εσύ διέλυσες την οικογένειά μου πόρνη».

Στο άκουσμα αυτής της λέξης ειπωμένης με τόσο μίσος η Μαργαρίτα δεν κρατήθηκε και της άστραψε ένα δυνατό χαστούκι, που έκανε τη μικρή να πιάσει το μάγουλό της. Δε φτάνει την εκμετάλλευση που είχε δεχθεί τόσα χρόνια, τα ψέματα που είχε ακούσει, αλλά την αποκαλούσε και πόρνη, ετούτο το βρωμοκόριτσο.

«Και γιατί μου είπες πως η μητέρα σου πέθανε;»

«Γιατί μου το ζήτησε ο πατέρας μου και δεν ήθελα να τον στεναχωρήσω».

Τώρα ήταν σίγουρη πως αυτά που άκουγε ήταν ένας εφιάλτης, έπιασε το κεφάλι της με τα χέρια  και προσπάθησε να το σταθεροποιήσει, γιατί φοβήθηκε πως θα αποκολλούταν από τη θέση του.

«Χάσου από μπροστά μου και πες του να μην με ξαναενοχλήσει! Άκουσες τι σου είπα;»

Η μικρή έφυγε χωρίς δεύτερη κουβέντα, ενώ η Μαργαρίτα προσπάθησε  να γυρίσει σπίτι της. Σε όλη τη διαδρομή που την έκανε με τα πόδια, αισθανόταν πως άκουγε τους περαστικούς να γελάνε μαζί της, τους γείτονες να συζητάνε μεταξύ τους. «Τη βλέπετε αυτή; Χώρισε ένα παντρεμένο ζευγάρι, ξέρετε πως λέγονται τέτοιες γυναίκες», και στο τέλος την κόρη του να φωνάζει. «Πόρνη, πόρνη, πόρνη...»

Φτάνοντας στο σπίτι έπεσε στο κρεβάτι της κι έκλαιγε, η μητέρα της πήγε δίπλα της, την πήρε στην αγκαλιά της. Η Μαργαρίτα της διηγήθηκε όλα όσα είχαν συμβεί τον τελευταίο καιρό. Ήταν εξαντλημένη. Ξάπλωσε και την πήρε ο ύπνος.

 

 

(20) Νέος έρωτας

 

Είχαν περάσει δυο βδομάδες από εκείνη τη μέρα. Αυτή τη φορά ο χωρισμός της ήταν λιγότερο επώδυνος. Είχε δίπλα της τον Αριστοτέλη, την επόμενη μέρα όλως τυχαίως την επισκέφθηκε ή μάλλον όχι όλως τυχαίως, αλλά θέλοντας να της πει πως σκοπεύει να φύγει από την Ελλάδα. Του είχε γίνει μια σπουδαία πρόταση από το εξωτερικό. Βλέποντας όμως την φίλη του έτσι, τη ρώτησε τι είχε συμβεί και εκείνη του τα διηγήθηκε όλα, από τη στιγμή που βρήκε τις καρτούλες στο αυτοκίνητο του Κώστα. Ο Αριστοτέλης μετάθεσε την απόφασή του και έκτοτε κάθε μέρα την επισκεπτόταν στο σπίτι της, πήγαιναν βόλτες, έβγαιναν για φαγητό. Την αγαπούσε, αχ! πόσο την αγαπούσε και πόσο πληγωνόταν κι ο ίδιος από τα προβλήματά της. Η παρουσία του πάντως δίπλα της ήταν αυτή που είχε συμβάλει στο να ξεπεράσει τον χωρισμό.

Εκείνο το βράδυ, μετά την απογευματινή τους βόλτα πήγαν στο σπίτι του. Ήταν η πρώτη φορά εδώ και τέσσερα χρόνια που επισκεπτόταν το χώρο κάποιου άντρα, η προηγούμενη φορά ήταν το σπίτι του Αριστοτέλη. Έκατσαν στο σαλόνι και ήπιαν ένα αναψυκτικό.

«Πως σου φαίνεται το σπίτι;»

«Ωραίο, εσύ το διακόσμησες; Άσε με να μαντέψω. Η κοπέλα σου ε; Πότε θα μας τη γνωρίσεις, ελπίζω να είναι κάνα καλό κορίτσι και να μην…»

Ο Αριστοτέλης την διέκοψε καθώς έβλεπε να συνεχίζει νευρικά την πρότασή της, της έπιασε τα χέρια και στη συνέχεια της χάιδεψε τα μαλλιά.

«Με κοροϊδεύεις;»

«Γιατί;»

«Γιατί ξέρεις πως δεν υπάρχει καμία κοπέλα, ξέρεις πως σε αγαπάω από την πρώτη στιγμή που σε είδα. Τότε που σε αντίκρισα στο γραφείο μου, στην τράπεζα και έχασα τη γη κάτω απ’ τα πόδια μου, που οι αριθμοί άρχισαν να χορεύουν στα χαρτιά και να μεταβάλλονται σε λουλούδια και καρδούλες. Δεν μπορώ να σου περιγράψω τα συναισθήματά μου, είναι πολύ έντονα και όμορφα όταν είσαι δίπλα μου. Σε αγαπάω Μαργαρίτα!»

 

Εκείνη απλώθηκε προς το μέρος του και του έδωσε ένα γλυκό και απαλό φιλί στον λαιμό, ανταποδίδοντάς του εκείνο που της είχε δώσει αυτός πριν καιρό και την είχε κάνει να το ονειρεύεται πολλές φορές μέχρι και σήμερα. Αυτός έσκυψε αργά τα χείλη του προς τα δικά της και της χάρισε ένα άγγιγμα. Της επανέλαβε πως την αγαπάει, του το ανταπέδωσε. Σε λίγο βρίσκονταν γυμνοί ο ένας απέναντι στον άλλον, σαν δυο δυνάμεις που σε λίγο θα ενώνονταν και θα χώριζαν το κενό που υπήρχε ανάμεσά τους. Την ξάπλωσε στον καναπέ και έπεσε προσεχτικά από πάνω της για να τιμήσει και να ασπαστεί το σώμα της, την ψυχή και την ύπαρξή της. Για να της δώσει να καταλάβει τα συναισθήματά του, αυτά που με τα λόγια δεν μπορούσε. Τη χάιδευε παντού, ενώ ταυτόχρονα της χάριζε  τα φιλιά του. Τα χείλη του ψηλαφούσαν τους πόρους της, τα χέρια του άγγιζαν τους αστραγάλους της, τα στήθη και το αιδοίο της, την πηγή της ζωής.

Τα χείλη του και η γλώσσα, τη φιλούσαν και άγγιζαν τα δάκτυλά της, ενώ ρίγη έρωτα διαπερνούσαν όλα τα σημεία του σώματός της.

«Σ’ αγαπάω!» του είπε.

Συνέχισε περιπολώντας της τα πόδια, όταν έφτασε στην πηγή της ζωής της, ασπάστηκε με προσοχή όλα της τα σημεία, που έσταζαν από ηδονή.

«Κάνε με δική σου αγάπη μου», τον προέτρεψε.

Συνέχισε την ιεροτελεστία του και της ανταπάντησε.

«Είμαι δικός σου καρδιά μου».

Τα αίματα είχαν ανάψει, τα συναισθήματα είχαν ξεχειλίσει, ο ένας ήταν ταυτόχρονα και ο άλλος, τα δάκτυλα, οι αγκώνες, οι πλάτες, οι αναστεναγμοί, οι λαιμοί, οι λυγμοί, τη φιλούσε στη διχάλα του λαιμού, στις γωνίες του προσώπου της.

«Αγάπη μου γιατί δεν εμφανίστηκες νωρίτερα;»

«Συγγνώμη, τώρα θα είμαι δίπλα σου».

Τα χέρια της αρπάζονταν απ’ τις πλάτες του, καθώς βυθιζόταν μέσα της. Καθώς ένιωθε τους χυμούς της να του αποδεικνύουν τα λεγόμενά της, καθώς έβλεπε τον πόθο του, να της μαρτυράει την αλήθεια. Συνέχισαν την προσευχή του έρωτά τους. Ήταν εκεί τα σώματα και οι ψυχές. Αισθάνονταν να αγγίζουν τα ουράνια. Πέος, αιδοίο, μασχάλες, πέλματα, άντρας, γυναίκα, καθημερινότητα, ιερότητα, ψυχές, κάθαρση, αλήθεια, φως. θάλασσα, Αιγαίο, Ιόνιο, ελευθερία, Πίνδος. Τα δάκτυλά του άγγιζαν την κλειτορίδα της. Χιλιάδες φορτιστές έστελναν μηνύματά στον εγκέφαλό της, δεν μπορούσε να αντιδράσει, απολάμβανε! Τα δάκτυλά της άγγιζαν τους όρχεις του, η γλώσσα της μεταλάβαινε τις ρώγες του.

Συνέχεια, έρωτας, ζωή, αποφυγή του θανάτου, ανάταση, φτερά, άγγελοι. Ο καναπές ιερό, άντρας, γυναίκα, στήθη, Ψηλορείτης και πάλι από την αρχή, τίποτα δεν τελειώνει εκατοντάδες διαβιβαστές έστελναν μηνύματα στον εγκέφαλό του.

Άπλωσε τα χέρια του, έπιασε τα στήθη της με τα δάκτυλά του, τα πίεσε, τράβηξε τις ρώγες, τα έκλεισε στις παλάμες του, τα ασπάστηκε. Φωτιά, ιδρώτας, αγάπη, ηρεμία, ένταση, Βεζούβιος, Άνδεις, χαράδρα του Βίκου, τραγούδια, μελωδίες, στίχοι, έναρξη, πρωτόπλαστοι, αρώματα, υπερβολές, μεγαλείο, πάντα, τώρα, γνωρίζω, μαθαίνω.

Φώναζαν και οι δύο, καθώς το χορευτικό τους έφτανε προς το τέλος του, καθώς έπρεπε να πέσει η αυλαία. Είχαν αλλάξει εκατομμύρια θέσεις, το πόδι της ψηλά, το χέρι του στον αστράγαλο, το κεφάλι της σε ανάταση, το άλλο χέρι στο λαιμό της, τα δικά της στο πρόσωπό του, τα δάκτυλα στο στόμα του. Οι φωνές τους, οι πρωτόγονοι ήχοι έφταναν στους ουρανούς.

«Σε αγαπάω, κάνε με δικιά σου», του ψιθύρισε

«Σε λατρεύω, όλο μου το είναι σου ανήκει, σου ανήκει αγάπη μου, σου ανήκει…»

 

Ο ένας έγινε ο άλλος και οι δύο έγιναν ένα, αγκαλιασμένοι, γυμνοί σαν την αλήθεια στον καναπέ και όμορφοι σαν άνθρωποι. Γυρισμένοι στο πλάι, ο ένας να βλέπει τον άλλο. Η γυναίκα να γεννά τον άντρα, ο άντρας να γεννά τη γυναίκα. Με τα σώματά τους να κάνουν καμπύλες, με τα χαμόγελα να ανταποδίδονται, με τα δάχτυλα να παίζουν μεταξύ τους.

Άρχισαν να συζητάνε, να εξομολογούνται. Να του αποκαλύπτει πόσο τη σημάδεψε το φιλί του. Να της εξομολογείται πόσο το ήθελε. Να λένε πόσο το ζητούσαν και οι δυο. Εκείνο το βράδυ έμειναν μαζί, κοιμήθηκε στο σπίτι του. Συνέχισαν να αγαπιούνται μία, δεύτερη, τρίτη, τέταρτη, άπειρες φορές συμπεριλαμβάνοντας ό,τι άφησαν έξω την προηγούμενη, ασπαζόμενοι όλα τα μέλη όπως πρέπει, τιμώντας τα όπως τους αξίζει. Αγαπώντας τα όπως αρμόζει.

 

Το πρωί, έστω και με καθυστέρηση ο Αριστοτέλης πήγε στη δουλειά, η Μαργαρίτα έκανε πρώτη φορά κοπάνα. Κοιμήθηκε ως αργά. Όταν ο καλός της γύρισε είχε ετοιμαστεί για να πάει στο σπίτι της, έλαμπε, έλαμπε ολόκληρη. Όπως μόνο μια γυναίκα λάμπει όταν είναι ευτυχισμένη, όταν την κάνει έτσι ένας άντρας. Κι ο Αριστοτέλης το γνώριζε κι ένιωθε κι αυτός ευτυχισμένος που την έβλεπε σαν αστέρι. Ακόμα και η μητέρα της το κατάλαβε πως η Μαργαρίτα της ήταν καλά, πως ένιωθε διαφορετικά, κι αυτό το όφειλε σε εκείνον. Δε ρώτησε τίποτα, δεν ήθελε να μάθει, αρκεί που την έβλεπε καλά. Είχε φοβηθεί, θυμήθηκε πως είχε κουρελιαστεί την προηγούμενη φορά, πως είχε χαθεί.

Στο μυαλό της υπήρχε μόνο ο Αριστοτέλης, σκεφτόταν συνέχεια τη βραδιά που πέρασαν, τα λόγια που αντάλλαξαν. Τις βραδιές που θα έρθουν. Κι εκείνος καθόταν στον καναπέ του, άγγιζε τον καναπέ, εκεί που το βάρος της είχε πλαγιάσει, εκεί που η ψυχή της είχε απογειωθεί. Άρχισε να κάνει όνειρα. Ήταν πολύ νωρίς, αλλά δεν τον ένοιαζε. Έκανε όνειρα για τους δυο τους. Και η Μαργαρίτα τα αισθανόταν και ένιωθε καλά. Και ήξερε πως δεν ήταν μόνη και γνώριζε πως την αγαπάει αληθινά. Θυμήθηκε το ημερολόγιό της, έτρεξε στο κομοδίνο και το έψαξε. Έβγαλε τετράδια κι άλλα αντικείμενα, τα άφησε σκόρπια στο πάτωμα. Έπιασε στα χέρια της το παλιό της ημερολόγιο, σε αυτό σημείωνε ό,τι σημαντικό της είχε συμβεί. Το είχε ξεχάσει εφτά και κάτι χρόνια εκεί. Τελευταία φορά που είχε γράψει, όταν γνώρισε τον Κώστα. Το πήρε κι έκατσε στο κρεβάτι, το ξεφύλλισε. Ήταν των τελευταίων τάξεων του Λυκείου μέχρι τη γνωριμία της με τον Κώστα. Ήταν αρκετά μεγάλο και κλείδωνε. Άρχισε να βλέπει τι έγραφε. Για το πρώτο της φιλί από τον Φίλιππο, για τον μπαμπά της. Για τον Αριστοτέλη είχε αφιερώσει πολλές σελίδες, τις είχε ξεχάσει. Σε μια απ’ αυτές έγραφε. «Είμαι ερωτευμένη με τον Αριστοτέλη», «Ο Αριστοτέλης με κάνει να γελάω». Σε ένα άλλο σημείο, «Αγαπάω τον Αριστοτέλη». Η τελευταία γραμμένη σελίδα ανήκε σε κάποιον άλλο, που τον είχε από καιρό ξεχασμένο, ένιωθε πως είχαν περάσει χρόνια που τον είχε συναντήσει. Η σελίδα έγραφε, «Γνώρισα έναν γοητευτικό κύριο, το όνομά του είναι Κώστας και μου δημιουργεί το αίσθημα της ασφάλειας». Από τότε το ημερολόγιό της έμενε κλεισμένο στο συρτάρι. Τόσες σελίδες για τον Αριστοτέλη, δυο γραμμές για τον Κώστα, κι όμως τον άφησε να φύγει, δεν τόλμησε κανείς τους τότε να ομολογήσει τα αισθήματά του. Κι ο Κώστας που γέμισε μόνο δυο γραμμές της πήρε εφτά και χρόνια από τη ζωή της. Θυμήθηκε αυτό που έλεγε ο Αριστοτέλης. «Η ζωή είναι τόσο απρόβλεπτη, γι’ αυτό μας αρέσει».

Γύρισε σελίδα κι άρχισε να γράφει, ήταν καιρός να πιάσει πάλι την παλιά της συνήθεια.

 

«Η ζωή είναι απρόβλεπτη, γι’ αυτό μας αρέσει! Φοβόμουν, νόμιζα πως θα χαθώ, τίποτα! Όλα άλλαξαν, αγαπώ, λουλούδια, χρώματα, μουσικές, αρώματα, ήλιος. Όλα μαζί, ψηλά βουνά και ωκεανοί, η αγάπη, ο άνθρωπος, ο άντρας, χώμα, ύπαρξη. Τελείωνα χανόμουνα, προδοσία, χάος όλα είχαν τελειώσει. Τόση κοροϊδία, τόση ψευτιά. Χειμώνας κρύο, χιόνια, παγωνιά, κλεισούρα. Καλοκαίρι, τα χιόνια έλιωσαν, η αγάπη ήρθε, απλώθηκε μέσα στην αγκαλιά μου, με αγκάλιασε, μου ζήτησε να γίνουμε ένα είπα ναι και με έστειλε ψηλά, πολύ ψηλά στα ουράνια, στο σύμπαν, στο διάστημα. Τώρα ξέρω να ξεχωρίζω το αληθινό από το ψεύτικο, δε χρειάζονται πολλά, αισθητήριο, συναίσθημα. Αριστοτέλη σε αγαπάω, το νιώθεις, το αισθάνεσαι σε όλο σου το είναι! Πρώτη φορά νιώθεις έτσι, γυναίκα, σπουδαία. Γιατί κι ο άλλος νιώθει τα ίδια, δε σε αφήνει να πέσεις, σε οδηγεί, σαν το αστέρι της Βηθλεέμ, σου λέει εδώ, στο φωνάζει χωρίς φωνές, στο γράφει δίχως γράμματα. Ρομαντισμοί, ίσως μα ομορφιά συνάμα. Οι πληγές επουλώνονται, οι βαθιές πληγές κλείνουν, όχι, όχι δεν τις επουλώνει ο χρόνος. Τις κλείνει η αγάπη. Κάθεται πάνω τους και δεν υπήρξαν ποτέ. Θαύμα ο έρωτας και η αγάπη. Μη λες κουβέντα, γνωρίζω, παραδίδομαι, μυρίζω, ακούω, αγγίζω, γεύομαι, βλέπω. Σημάδια, σημαδεύω. Τα λόγια του τα έχω εδώ, τα έχω στο αυτί μου όσα μου είπε, κι από κει στο νου και την καρδιά, μου τα ψιθύριζε χτες όλη νύχτα, σιγά, ψιθυριστά, χωρίς ήχους, όπως πρέπει στην αλήθεια. Πως μου τα έλεγε, τι μου έλεγε… Α, ναι Έρωτας ως Θείο μυστήριο, έρωτας ως σεξ. Το δεύτερο ανάγκη, το επιβάλει η φύση, το περιτυλίγει η κοινωνία, μέσω αυτού επιβάλει τον αντρισμό, ιδεολογική κατασκευή. Το πρώτο δε συμβαίνει πάντα, ίσως μερικές φορές στη ζωή! Ο έρωτας που αγγίζει το Θείο, πλημμυρίζει από συναισθήματα. Είναι άγιος… Από όλες τις σχέσεις μας κρατάμε τα καλά στοιχεία και προχωράμε. Τις μοναδικές σχέσεις τις νιώθουμε, μπορεί να αργήσουν. Μοιάζουν με τη μουσική, που ακούμε μια φορά και μαθαίνουμε να την σφυρίζουμε.

Όταν αργούν να έρθουν η φύση μας οδηγεί, σαν τον μουσικό που παίζει με διάφορες κιθάρες τα τραγούδια του, όταν όμως παίξει με αυτήν που θα αγαπήσει, δεν την αποχωρίζεται. Έτσι είναι ο έρωτας. Μαθαίνεις να παίζεις μουσική με διάφορες κιθάρες στα ωδεία, στις σχολές, στο σπίτι. Όταν συναντήσεις όμως τη μία τη μοναδική κιθάρα, τότε παίζεις τις μουσικές που έμαθες με τις άλλες μόνο σε αυτή. Όλες είναι χρήσιμες και οι κακόηχες, γι’ αυτό κρατάμε ό,τι μάθαμε και συνεχίζουμε με την αγαπημένη κιθάρα. Βέβαια κάποιοι είναι τυχεροί, η πρώτη τους κιθάρα είναι και η αγαπημένη… Αριστοτέλη σε αγαπάω, είμαι δική σου… Και πόσο διαφορετική η άποψή του και πόσο γενναία η θέση του. Δεν είναι μια απλή πράξη το να κάνει έρωτα, δεν είναι μια τυπική διαδικασία. Είναι μια Θεία επικοινωνία, που εμπεριέχει και την ψυχαγωγία, που απελευθερώνει χιλιάδες δυνάμεις που κρύβουμε, τεραστίων εντάσεων, γίνεσαι ένα με τον άλλο. Η ευχαρίστηση πρέπει να είναι και για τους δύο, αλλιώς δεν είναι ολοκληρωμένη για κανέναν, είναι μια τελετή. Ένα μυστήριο που ξεκινάει απ’ το σώμα και φτάνει στην ψυχή. «Το άγγιγμα ενός κορμιού είναι κι αυτό βαθύ», μου είπε κι ήταν στίχος του Ελύτη, μου απάγγειλε κι άλλους. Θα τους σημειώσω κι αυτούς στο εξώφυλλο. Και το Kama Sutra ένα ιερό βιβλίο, που διδασκόταν στα σχολεία, ένα βιβλίο του έρωτα, ένα ιερό κινέζικο βιβλίο, που πάει να πει Τραγούδια του Έρωτα στην μετάφρασή του κι όμως οι πραματευτές του έρωτα τ’ αδικούνε, όπως όλοι οι πραματευτές. Αριστοτέλη σε αγαπάω, Αριστοτέλη είμαι δικιά σου».  

 

Ήταν στο διαμέρισμά της και μαγείρευε, το βράδυ θα του έκανε το δείπνο. Η μαμά της, της πρότεινε να την βοηθήσει, αλλά αρνήθηκε. Ήθελε να τα φτιάξει όλα μόνη της. Ξεκίνησε από νωρίς το μεσημέρι τις προετοιμασίες, πήρε τηλέφωνο τον Αριστοτέλη να του το θυμίσει, μα πιο πολύ για να τον ακούσει κι εκείνος βέβαια της επισήμανε πως δε θα ξέχναγε οτιδήποτε είχε σχέση με αυτήν. Ένιωθε πολύ όμορφα,  πήγε στο μπάνιο και έλεγξε τα σύνεργα της ομορφιάς, κερί και ταινίες αποτρίχωσης, τσιμπιδόφρυδο, ένα απαλό κραγιόν. Μετά στο δωμάτιο έλεγξε τα ρούχα, τα σκουλαρίκια, τα παπούτσια, ακόμα και τα εσώρουχα που θα φορούσε για τον καλό της. Όλα ήταν εντάξει.

Ξάπλωσε στο κρεβάτι και τον σκεφτόταν. Ήταν τόσο γλυκός και καλοσυνάτος. Είχε γνωρίσει κατά καιρούς κάποιες από τις παρτενέρ του, προσπάθησε να το διαγράψει από τη μνήμη της αυτό, γιατί έπιασε τον εαυτό της να ζηλεύει, ό,τι κάνανε μαζί το είχε κάνει και σε άλλες, παρά του ότι της είχε πει πως όσα ζούσαν ήταν μοναδικά. Ας σκεφτόταν κάτι πιο όμορφο για να ηρεμήσει. Τι καλύτερο από τα φιλιά του και τα χάδια του, που την έκαναν να νιώσει μοναδική, που την έκαναν γυναίκα με «Γ» κεφαλαίο. Σκεφτόταν συνέχεια τις φορές που είχε μπει μέσα της το πρώτο τους βράδυ, τόσο έντονες, τόσο μοναδικές. Πρέπει να την ήθελε και να την αγάπαγε πολύ για να φτάσει σε τέτοιο αριθμητικό ρεκόρ, αλλά το καλύτερο ήταν ο τρόπος που την άγγιζε, που της δινόταν, που την έκανε δική του. Καθώς σκεφτόταν αυτά, πέρασε το χέρι της μέσα από το παντελόνι της και άρχισε να χαϊδεύει το μαγικό της όργανο, πάνω από το εσώρουχό της προσπαθώντας να νιώσει τον τρόπο που εκείνος την άγγιζε. Με το άλλο της χέρι χάιδευε τα μαλλιά της, ενώ είχε κλείσει τα μάτια της για να φαντάζεται καλύτερα πως τον έχει δίπλα της. Συνέχισε να χαϊδεύεται, ενώ τον έβλεπε εκεί μπροστά της να αγγίζει με τη γλώσσα του ολόκληρο το σώμα της, ξεκινώντας από τον αστράγαλο, μένοντας ώρα στο γόνατό της και συνεχίζοντας στους μηρούς, τους γλουτούς και στο σημείο που την ξετρέλαινε. Δίπλα από τον αφαλό, όταν τον ένιωσε και στο αυτί της άρχισε να χαμογελάει γιατί γαργαλιόταν. Το χέρι της κατέβηκε από τα μαλλιά στο λαιμό, εκεί στη διχάλα που με τόση προσοχή την είχε αγγίξει και στη συνέχεια κατέβηκε στα στήθη της, ενώ το άλλο χέρι είχε περάσει κάτω από το εσώρουχο, που το ένιωθε πλέον υγρό.

Έβαλε τα δάχτυλά της στα χείλια του αιδοίου της και τα χάιδεψε, νιώθοντας όπως τη στιγμή που ο Αριστοτέλης μπήκε μέσα της. Μια μικρή κραυγούλα ηδονής ακούστηκε από τα χείλη της, που τα άγγιξε κι άρχισε να τα τραβάει απαλά και να τα αφήνει, αναπαριστώντας τα φιλιά του καλού της. Το χέρι της συνέχισε να παίζει με το αιδοίο της, ένιωθε πολύ όμορφα, είχε χρόνια να το κάνει και της άρεσε. Το έκανε και τον ονειρευόταν. Με το άλλο της χέρι χάιδεψε ολόκληρο το σώμα της, τους γλουτούς της, την κοιλιά της και άγγιξε πάλι τα στήθη, που αυτή τη φορά τα έπαιζε πιο έντονα, αφού πρώτα είχε βγάλει το μπλουζάκι που φορούσε, ενώ εκείνα αναψοκοκκινισμένα την ευγνωμονούσαν. Τώρα τον έβλεπε πιο έντονα να την αγγίζει με τα χέρια του παντού, να της κατεβάζει το παντελόνι, να της κατεβάζει το εσώρουχο και να αφήνεται  στα χέρια του. Το ένα του χέρι ήταν στον κόλπο της, τον άγγιζε απαλά, το άλλο είχε αφήσει τα στήθη και έδινε χαρά στην κλειτορίδα της. Αυτό το μικρό γαριφαλάκι των γυναικών. Συνέχισε αναπόσπαστη το παιχνίδι. Έβαλε μέρος απ’ την υγρασία της στο μικρό της γαριφαλάκι, που ήτανε έντονα ερεθισμένο και συνέχισε να το ψηλαφίζει, με το δείκτη το χάιδευε γύρω γύρω, με το μεγάλο της δάκτυλο το πίεζε απαλά, ενώ το άλλο χέρι άγγιζε τα χείλη του κόλπου της. Συνέχισε έντονα τις κινήσεις της. Με τον δείκτη και το μεσαίο δάκτυλο να κάνουν κατακόρυφες και κυκλικές κινήσεις, αλλά πιο γρήγορα. Πιο έντονα συνέχισε να τρίβει την κλειτορίδα της, άρχισε να βγάζει ψηλές κραυγίτσες, στην αρχή αργές, μετά πιο γρήγορες, πιο έντονες. Φώναζε δυνατά, καθώς έβλεπε τον καλό της να τελειώνει μέσα της. Τελειώσανε μαζί. Με μια μεγάλη κραυγή, ευχαρίστησης.

 

Άνοιξε τα μάτια της και χαμογέλασε. Ένιωθε πολύ όμορφα και μετά από χρόνια μόνη της ικανοποίηση. Το άξιζε. Φοβήθηκε πως ίσως φώναξε υπερβολικά και την ακούσανε οι γείτονες. Σηκώθηκε γυμνή και με το χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη της, κατευθύνθηκε προς τον ολόσωμο καθρέφτη, που ομολογουμένως είχε καιρό να κοιτάξει. Το σώμα της ήταν ικανοποιητικό. Ο Αρίστος το έβλεπε όμορφο και με λίγη γυμναστική θα γινόταν τέλειο. Άγγιζε τους γλουτούς της, τα στήθη, έπαιρνε πόζες. Χάιδεψε το αιδοίο της, που πριν λίγο της χάρισε τόση χαρά. Έπιασε με τις παλάμες της το σώμα της από τα πέλματα και κατευθυνόμενη προς τα πάνω το άγγιξε όλο. Πήγε προς το παράθυρο, τράβηξε τις κουρτίνες με κίνδυνο να τη δει κάποιος. Ο ήλιος ξεχύθηκε πάνω της. Σαν παθιασμένος άντρας και την άγγιξε σε όλα της τα σημεία. Η Μαργαρίτα του έκανε το χατίρι. Έκανε μια κυκλική κίνηση γύρω από τον εαυτό της, αργή πολύ αργή, ούτως ώστε ο ήλιος να τη χαϊδέψει παντού. Έπιασε το στήθος της από χαμηλά, το ανασήκωσε και το άγγιξε στο τζάμι, στη συνέχεια το άλλο, μετά τοποθέτησε πάνω στο διαφανές υλικό το αιδοίο της. Έπαιξε με το τζάμι, όπως θα έπαιζε με το νερό του καταρράκτη που θα κυλούσε πάνω της. Ο ήλιος συνέχιζε να τη θαυμάζει και να τη χαϊδεύει. Άπλωσε το σώμα της ολόκληρο, τεντώνοντάς το πάνω στο ζεστό, απ’ τις αχτίνες του, υλικό. Ήταν εδώ, προκαλούσε τον ήλιο να της δώσει χαρά, όπως τότε στο μοτέλ. Την άξιζε αυτή τη χαρά. Σήκωσε τα μαλλιά της, τα ανακάτεψε, ένιωσε μια ωραία αίσθηση. Μέχρι εκείνη τη στιγμή κανείς δεν την είχε δει, ο δρόμος ήταν άδειος, άλλωστε απέναντι δεν υπήρχαν κτίρια σε τέτοια απόσταση ώστε να δουν περίεργοι τα προσόντα της και να τα θαυμάσουν. Ξαφνικά είδε έναν περαστικό να κατευθύνεται προς το δρόμο της, οπισθοχώρησε μερικά βήματα και τράβηξε την κουρτίνα μπροστά της. Σίγουρα δεν πρόλαβε να τη δει, ήταν ακόμα στην άκρη του δρόμου. Κι αν την είχε δει; Ίσως τη φανταζόταν το βράδυ, στα όνειρά του. Εκείνη όμως ήξερε σε ποιανού τα όνειρα ήθελε να βρίσκεται. Έπρεπε να καλλωπιστεί, είχε ακόμα χρόνο μέχρι να έρθει ο Αριστοτέλης, αλλά της φαινόταν πολύ λίγος.

 

Ήταν όλα έτοιμα, από στιγμή σε στιγμή θα χτύπαγε το κουδούνι της. Είχε ήδη ντυθεί αλλά σκεφτόταν να περιμένει γυμνή τον καλό της, μόλις ανοίξει την πόρτα να τη δει χωρίς τις καλύπτρες του πολιτισμού. Αληθινή όπως ήρθε στον κόσμο, όπως την είδε το πρώτο φως. Τελικά απέρριψε την σκέψη. Δε φοβήθηκε μήπως φανεί τολμηρή, προτίμησε όμως να αφήσει εκείνον να της αφαιρέσει ένα προς ένα, όλα της τα ενδύματα και να την δει αληθινή μπροστά του. Καθόταν στο σαλόνι, όταν άκουσε τον ήχο του κουδουνιού, παρότι τον περίμενε τρόμαξε, όπως τρομάζει αυτός που προσμένει μα λαχτάρα και ανυπομονησία τον άλλο. Σηκώθηκε γρήγορα και μηχανικά άνοιξε την πόρτα της εξωτερική εισόδου και κατόπιν όταν άκουσε τα βήματά του και την πόρτα του διαμερίσματός της. Ο Αριστοτέλης την έκλεισε στην αγκαλιά του.

 

 

(21) Η επιστροφή του ασώτου

 

Σχεδόν σαράντα μέρες είχαν περάσει από τη στιγμή που ήταν με τον Αριστοτέλη, σχεδόν σαράντα μέρες που έβγαζε από το μυαλό της κάθε τι άλλο. Η μητέρα της την έβλεπε μια χαρά και ήταν ικανοποιημένη, η ίδια τα πήγαινε καλά στη δουλειά της, είχε αρχίσει κι άλλες ασχολίες με την παρότρυνση του καλού της, που βρισκόταν συνεχώς στο πλευρό της. Όλα κυλούσαν ομαλά και  φαινόταν ότι τίποτα δε θα μπορούσε να τα ταράξει. Τίποτα δε θα χαλούσε τη νέα της ζωή. Ώσπου ένα απόγευμα, τελειώνοντας την δουλειά της συνάντησε τον Κώστα στην είσοδο της εταιρίας να την περιμένει. Ήξερε καλά πως έπρεπε να της δώσει χρόνο να ξεθυμάνει η κατάσταση, ήξερε επίσης πως οχτώ χρόνια δεν τελειώνουν από τη μια στιγμή στην άλλη. Η Μαργαρίτα σάστισε για λίγο, έκοψε το βήμα της, δυο σκέψεις και μετά προχώρησε και πάλι. Πέρασε από μπροστά του δίχως να του ρίξει ένα βλέμμα, λες και δεν τον ήξερε, λες και της ήταν τελείως αδιάφορος.

«Μαργαρίτα!» της φώναξε.

Εκείνη προχώρησε χωρίς να δώσει σημασία, λες και δεν είχε ακούσει το όνομά της.

«Μαργαρίτα», επέμεινε ο Κώστας.

Και πάλι δεν έστρεψε προς αυτόν, τότε εκείνος που είχε μείνει αρκετά πίσω της έτρεξε αποφασισμένος προς το μέρος της και την πλησίασε.

«Μαργαρίτα, δε χρειάζεται να συμπεριφέρεσαι σαν μικρό κοριτσάκι. Καταλαβαίνω, δε θες να είμαστε μαζί, θεωρείς ότι σε πρόδωσα, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν μπορούμε να ενδιαφερόμαστε ο ένας για τον άλλον και πως θα γυρνάμε την πλάτη μας όταν συναντιόμαστε».

«Έχεις μούτρα και μιλάς; Τι σόι άνθρωπος είσαι!»

Ο Κώστας είχε κάνει το πρώτο μεγάλο βήμα, είχε μπει ξανά στο παιχνίδι, απ’ τη στιγμή που άρχισε τη συζήτηση μαζί της και το ήξερε. Συνέχισε σε πιο γλυκό ύφος.

«Έχεις δίκιο από την πλευρά σου, αλλά είσαι απόλυτη. Αν με άφηνες να σου μιλήσω θα καταλάβαινες πως δε σε πρόδωσα ποτέ».

«Α, ωραία και η γυναίκα σου τι λέει για αυτά;»

«Δεν ξέρω».

«Δε συζητάτε;»

«Πιστεύω πως θα συμφωνεί μαζί μου».

«Παιδάκι μου πας καθόλου καλά, είσαι ή δεν είσαι παντρεμένος;»

«Ήταν ένα λάθος».

«Αργά το σκέφτηκες».

«Περίμενε να σου εξηγήσω».

«Ωραία έχεις πέντε λεπτά!»

«Πάμε κάπου να κάτσουμε».

«Αν θες μου λες τώρα, ο χρόνος σου περνάει».

«Καλά λοιπόν. Ναι, ήμουν παντρεμένος, αλλά εκτός από την κόρη μου ατύχησα σε όλα τα άλλα στον γάμο μου. Η γυναίκα μου δεν πέθανε ποτέ. Σε αυτό έχεις δίκιο να λες πως σε κορόιδεψα, αλλά για μένα ήταν νεκρή από τότε, τον πρώτο χρόνο του γάμου μας που με απάτησε. Όταν το έμαθα αποφάσισα να χωρίσω, αλλά υπήρχε ήδη η κόρη μου, οπότε μείναμε μαζί στην αρχή για το παιδί και στη συνέχεια με χίλιες αφορμές και κυρίως με την κόρη μας μου έβαζε εμπόδια στο διαζύγιο. Θα έφευγε για το εξωτερικό μου είπε, για τη Γερμανία ή ακόμα και την Αγγλία και θα την έπαιρνε μαζί της. Δεν ήθελα να χάσω την κόρη μου κι έτσι δε ζήτησα μεν διαζύγιο, αλλά δεν ήμασταν και ζευγάρι, ο καθένας μας ζει αλλού και με άλλους. Παράτησα το θέμα του διαζυγίου, που πλέον δεν αρνείται να μου το δώσει, από φόβο».

Η Μαργαρίτα ήταν μπερδεμένη από τα λεγόμενα του Κώστα, ένιωθε πως ίσως τον είχε αδικήσει, αλλά δεν ήθελε να το πιστέψει.

«Και γιατί μου είπες πως πέθανε;»

«Φοβήθηκα μη σε χάσω, έμαθες για το παιδί, αν μάθαινες πως είμαι και παντρεμένος ταυτόχρονα ίσως δε μου έδινες άλλη ευκαιρία. Θα σου το έλεγα βέβαια αλλά δεν πρόλαβα».

«Και η κόρη σου γιατί μου είπε πως της διέλυσα την οικογένεια της; Αν ήσασταν ήδη χώρια;» ρώτησε η Μαργαρίτα, προσπαθώντας να πιαστεί από κάπου για να αποδείξει ότι η αλήθεια δεν ήταν αυτή.

«Ξέρεις τώρα το οιδιπόδειο που έχουν τα κορίτσια με τους μπαμπάδες. Δε σε συμπαθεί, επειδή θεωρεί ότι κλέβεις μέρος της αγάπης μου, που θα έπρεπε να ανήκει σε αυτήν. Ε, δεν καταλαβαίνεις, σκαρφίστηκε όλα αυτά για να μας χωρίσει και τα κατάφερε».

«Δεν το πιστεύω. Δεν το πιστεύω, είμαι σίγουρη ότι πας να με μπερδέψεις».

«Όχι, σου λέω την αλήθεια».

«Έχεις αποδείξεις για όλα αυτά;»

«Τη μεγαλύτερη, να μιλήσεις εσύ η ίδια με τη γυναίκα μου, να σου τα πει και εκείνη. Της μίλησα και δεν έχει αντίρρηση, άλλωστε αποφάσισε πια  να φτιάξει τη ζωή της και δεν έχει κόλλημα μαζί μου».

«Μα τι λες, Τρελάθηκες; Να συναντήσω τη γυναίκα σου εγώ; Τι γνώμη θα σχηματίσει για μένα που θα με θεωρεί πρόστυχη και θα νομίζει πως κάνω σχέσεις με παντρεμένους!»

«Της εξήγησα πως έχει η κατάσταση».

«Πολύ προοδευτική τη βρίσκω, ενώ τόσα χρόνια σε εκβίαζε. Τι να σου πω θα μπορούσες να μου πεις την αλήθεια από την αρχή και να έχουμε ξεμπερδέψει από όλο αυτό. Τώρα είναι πολύ αργά. Αντίο Κώστα, σου εύχομαι κάθε ευτυχία».

 

Με αυτά τα λόγια προχώρησε χωρίς να δώσει άλλη συνέχεια στη συζήτηση. Θλιβόταν βέβαια για όσα είχαν συμβεί και για το ότι θα μπορούσε να έχει άλλη κατάληξη η ιστορία τους, μα με τη συμπεριφορά του και τα ψέματα, όλα είχαν τελειώσει. Ο Κώστας έκανε μια ακόμα προσπάθεια, έτρεξε προς το μέρος της και την έπιασε απ’ το μπράτσο.

«Άσε με, με πονάς».

«Όχι δε σε αφήνω, τουλάχιστον όχι έτσι. Το βλέπω στα μάτια σου, δε με πιστεύεις και ίσως έχεις δίκιο, αλλά δώσε μου μια ευκαιρία. Συνάντησε τη γυναίκα μου. Είναι κρίμα να τελειώσουμε έτσι. Να με θεωρείς ψεύτη. Δεν σε πιέζω να το κάνεις σήμερα. Το τηλέφωνό μου το έχεις, πάρε με όταν είσαι έτοιμη κι έλα να τη συναντήσεις να σου πει κι αυτή την αλήθεια, τουλάχιστον να μη με θεωρείς σκάρτο».

«Δεν έχει σημασία».

«Για μένα έχει, υποσχέσου μου, πως θα το σκεφτείς».

Η Μαργαρίτα κούνησε τους ώμους, «Ίσως», του απάντησε και έφυγε για το σπίτι της. Αυτή τη φορά ο Κώστας δεν την ακολούθησε, αλλά ήταν σίγουρος πως η Μαργαρίτα θα έμπαινε στον πειρασμό να μάθει την αλήθεια.

 

Δεν έπεσε έξω, η Μαργαρίτα είχε μπει στον πειρασμό, όλες τις επόμενες μέρες ήταν μελαγχολική, μπερδεμένη. Αυτό το έβλεπε κι ο Αριστοτέλης, που την ρωτούσε τι είχε, αλλά δεν έπαιρνε απάντηση. Μόνο δικαιολογίες. Η Μαργαρίτα αντιμαχόταν ανάμεσα στο να συναντήσει και στο να μη συναντήσει τη γυναίκα του. Φοβόταν επίσης μήπως η αλήθεια που θα άκουγε δικαίωνε τον Κώστα κι ήταν αυτή υπόλογος απέναντί του. Μήπως τελικά αποδεικνυόταν ότι είχε βιαστεί να φύγει. Μήπως τελικά το είχε πάρει απόφαση πριν μάθει την αλήθεια. Κι αν τελικά την μάθαινε. Τι θα γίνονταν; Τι θα μπορούσε να αλλάξει; Κοίταζε τον Αριστοτέλη και μελαγχολούσε ακόμα περισσότερο, εκείνος ήταν εκεί την αγαπούσε, έτοιμος να κάνει οτιδήποτε κι αυτή να κάθεται και να σκέφτεται τη  συζήτηση που είχε με τον Κώστα και να αμελεί την καινούργια της σχέση, αλλά δεν είχε τις δυνάμεις να τα αντιμετωπίσει όλα. Άρχισε να γίνεται και πάλι μελαγχολική, όπως τότε που έμαθε την πρώτη αλήθεια για την κόρη του. Ήταν εμφανές αυτό σε όλους, στη δουλειά αργούσε, έκανε λάθη, δεν είχε όρεξη να φάει.

 

Ο Αριστοτέλης πήρε την απόφαση να συζητήσει μαζί της, ρώτησε αν ήταν αυτός υπεύθυνος της μελαγχολίας της, αν έκανε κάτι που την πλήγωσε. Μήπως χρειαζόταν βοήθεια. Δεν πήρε καμιά απάντηση, όχι γιατί η Μαργαρίτα δεν ήθελε, αλλά γιατί δεν είχε. Τελικά πήρε την μεγάλη απόφαση, έπρεπε να συναντήσει τη γυναίκα του, τουλάχιστον έτσι θα τελείωναν τα διλήμματά της και θα μπορούσε να αφιερωθεί στη σχέση της, χωρίς να την προβληματίζει το παρελθόν. Μια βδομάδα μετά τηλεφώνησε στον Κώστα και του ζήτησε να κανονίσει το ραντεβού. Την επόμενη κιόλας μέρα το ραντεβού είχε οριστεί. Ο Κώστας πέρασε και την πήρε με το αυτοκίνητό του. Στον δρόμο δεν αντάλλαξαν πολλές κουβέντες, ήταν και οι δυο τους προβληματισμένοι και το αβέβαιο αποτέλεσμα της συνάντησης τους έφερνε αμηχανία. Μόλις έφτασαν ο Κώστας της υπέδειξε το σπίτι, ήταν μια μονοκατοικία με κήπο.

«Σε περιμένει μέσα».

 

Η Μαργαρίτα κατέβηκε και ο Κώστας της είπε ότι θα αναμένει κλήση της, να την επιστρέψει πίσω. Προχώρησε με αργά βήματα λες και φοβόταν αυτή τη συνάντηση, πλησίασε και χτύπησε το κουδούνι, η προαύλια πόρτα άνοιξε. Σε λίγο έφτασε στην είσοδο του σπιτιού, η οποία άνοιξε και ξεπρόβαλε μπροστά της μια όμορφη, ψηλή γυναίκα γύρω στα σαράντα. Λεπτή, όμορφη και αρκετά περιποιημένη. Είχε πολύ τουπέ.

«Θα είσαι η Μαργαρίτα; Πέρασε».

«Κι εσείς η Γεωργία».

«Ας μιλάμε στον ενικό, τον ίδιο άντρα μοιραζόμασταν άλλωστε».

Η Μαργαρίτα προχώρησε από το χωλ προς το σαλόνι και κάθισε σε μια πολυθρόνα, ενώ συνέχισε να παρατηρεί τη σύζυγο του Κώστα. Ήταν πολύ όμορφη πραγματικά, παρά την ηλικία της, που την έμαθε από τον Κώστα, έδειχνε αρκετά μικρότερη. Ακόμα πιο μικρή θα πρέπει να ήταν υπέροχη. Μέχρι να φέρει τους καφέδες η σύζυγος του, η Μαργαρίτα κοίταζε τη διακόσμηση του σπιτιού, καθώς και τις φωτογραφίες που υπήρχαν σε αυτό. Σε μία που ήταν κρεμασμένη στον τοίχο ήταν η Γεωργία με την κόρη της. Σε μια μικρότερη στο σύνθετο, ήταν ο Κώστας με την κόρη του. Σε καμιά φωτογραφία δεν υπήρχε το ζευγάρι μαζί. Η φωτογραφία της Γεωργίας με την κόρη της ήταν πρόσφατη. Σε λίγο επέστρεψε η Γεωργία με τους καφέδες, κι έκατσε απέναντι από την Μαργαρίτα.

«Ελπίζω να σου τον πέτυχα. Ο Κώστας δε με θεωρεί και πολύ καλή νοικοκυρά».

Η Μαργαρίτα κούνησε το κεφάλι ευγενικά, ενώ την ίδια στιγμή κατέφτασε και η κόρη τους, που κατέβηκε από το δωμάτιό της. Χαιρέτησε τυπικά τη φιλοξενούμενη και είπε στη μητέρα της ότι έπρεπε να φύγει. «Ευτυχώς», σκέφτηκε η Μαργαρίτα, που αντιπαθούσε τη μικρή. Όταν οι δυο γυναίκες έμειναν μόνες τους η Γεωργία πήρε την πρωτοβουλία να  μιλήσει και να διηγηθεί την ιστορία της.

 

«Θα ήρθες εδώ να μάθεις την αλήθεια για τον Κώστα και εμένα, για να είμαι ειλικρινής σε βρίσκω αρκετά θρασεία, αλλά εκτιμώ το ότι θέλεις να μάθεις την πραγματικότητα. Απ’ την πλευρά μου δεν ξέρω γιατί κάθομαι εδώ, απέναντί σου για να σου διηγηθώ την ιστορίας μου, ίσως επειδή είμαι ερωτευμένη και λόγω αυτού θέλω να βλέπω και τους άλλους ευτυχισμένους, ίσως λόγω του ότι πρώτη φορά είδα τον Κώστα να αγαπάει κάποια τόσο πολύ και αποφάσισα να σου ομολογήσω την αλήθεια. Ναι, εσένα αγαπάει, όπως αγάπαγε εμένα στο παρελθόν. Η ιστορία μας ξεκίνησε είκοσι χρόνια πριν περίπου. Ο Κώστας ήταν γοητευτικός άνδρας, με είχε ερωτευθεί όπως και εγώ άλλωστε, παντρευτήκαμε και δημιουργήσαμε και μια εταιρία ρούχων, την «Κ&G», από τα αρχικά των μικρών μας ονομάτων. Ήταν αρκετά έξυπνος και η επιχείρησή μας από ένα μικρό μαγαζάκι εξελίχθηκε. Μετά από έναν χρόνο γάμου έμεινα έγκυος, την ίδια όμως στιγμή ήρθε και με βρήκε το παρελθόν μου. Είχα σχέση με έναν άνδρα πριν τον Κώστα που αγαπούσα πολύ, έπρεπε όμως να φύγει για οικογενειακούς λόγους από την Ελλάδα, η μητέρα του δεν ήταν ελληνίδα και ήταν άρρωστη. Τελικά χωρίσαμε, κι εγώ αφού έφυγε γνώρισα τον Κώστα και παντρευτήκαμε. Ο άνθρωπος αυτός όμως επέστρεψε και συνδεθήκαμε πάλι. Ο Κώστας δούλευε, κι εγώ το είχα ρίξει στον έρωτα. Μπορεί να ακούγεται πρόστυχο, αλλά ένιωθα ακόμα πολλά για εκείνον τον άνθρωπο, δεν μπορούσα να τον ξεπεράσω, δεν μπορούσα να αντισταθώ. Ο Κώστας μας έπιασε στα πράσα, όταν έκανα έρωτα μαζί του στο ίδιο μας το κρεβάτι. Αφού με ξεφτίλισε μου ζήτησε διαζύγιο. Εγώ είχα πεισμώσει, γεννήθηκε το παιδί μας, του ζήτησα να μείνουμε μαζί για εκείνο. Συμφώνησε, αλλά δεν είχαμε σχέση. Έκτοτε μου ζητούσε πολλές φορές ακόμα διαζύγιο, αλλά εγώ το αρνούμουν. Ήταν άλλες τα οικονομικά και άλλες το πείσμα η αιτία που δεν του το έδινα, χρησιμοποιούσα και την κόρη μας, που ο Κώστας αγαπούσε πολύ. Ήταν πολύ αξιοπρεπής και αγαπούσε πολύ τα παιδιά, δεν ήθελε να την πληγώσει. Ποτέ δε με συγχώρεσε, παρότι  προσπάθησα. Ο καθένας μετά από κάποιο διάστημα έκανε τη ζωή του, αλλά την ελευθερία του, δεν του έδινα. Τώρα βέβαια τα πράγματα έχουν αλλάξει και δεν είμαι αρνητική σε κάτι τέτοιο. Αυτή είναι η ιστορία μας. Που με κάποιο τρόπο μπλέκεσαι και εσύ τα τελευταία χρόνια. Μου είπε ότι δεν ήξερες την αλήθεια, έτσι δεν είναι;»

«Και βέβαια δεν την ήξερα, μου παρουσιάστηκε ως εργένης, αν το γνώριζα, ποτέ δεν θα μπλεκόμουν σε μια τέτοια ιστορία».

«Και τώρα τι σκέφτεσαι να κάνεις;»

«Δεν υπάρχει τίποτα να κάνω, απλά ήθελα να μάθω την αλήθεια. Μα για να σε ρωτήσω κάτι ακόμα αποφάσισες να του δώσεις διαζύγιο;»

«Ε, πράγματι το συζητάμε τώρα, αλλά μη νομίζεις πως επειδή θέλετε να μείνετε μαζί θα ξεμπερδέψει τόσο εύκολα, υπάρχουν πολλά οικονομικά θέματα που πρέπει να λυθούν για να φτάσουμε στο διαζύγιο».

«Δεν σκοπεύουμε να μείνουμε μαζί».

«Τέλος πάντων, σαν φίλη σου δηλώνω ότι το διαζύγιο δεν είναι μια τόσο εύκολη υπόθεση όταν υπάρχουν οικονομικά θέματα και εγώ δε σκοπεύω να του χαρίσω μια ολόκληρη περιουσία, που κόπιασα και εγώ για να την φτιάξω και να τη χαρεί μαζί σου».

«Εσύ δείχνεις να ζηλεύεις».

«Δεν είναι ζήλια μικρή μου, απλά ό,τι δικαιούμαι δε θα το χαρίσω, άλλωστε δεν έχεις και την καλύτερη εικόνα για την κόρη μου και δε θα ήταν καλό να εξαρτάται από τον οίκτο σου».

«Ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σου», είπε η Μαργαρίτα και σηκώθηκε να φύγει, η Γεωργία την οδήγησε ως την έξοδο. Στο πεζοδρόμιο την περίμενε ο Κώστας που μόλις την είδε πετάχτηκε πάνω και πήγε κοντά της.

«Εντάξει;» τη ρώτησε.

«Εντάξει!»

 

Μπήκαν στο αυτοκίνητο και πήραν τον δρόμο προς το σπίτι της, ο Κώστας θέλοντας να ανοίξει την κουβέντα τη ρώτησε αν η Γεωργία ήταν φιλική ή αν την προσέβαλε στη μεταξύ τους συνάντηση, μετά άρχισε να μιλάει για το διαζύγιο και πως αν ήταν να τελειώνει θα θυσίαζε και ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας του. Φτάνοντας η Μαργαρίτα θέλησε να κατέβει, ο Κώστας της έπιασε το χέρι, την τράβηξε πάνω του και την φίλησε στα χείλη.

«Σε αγαπάω», της είπε, «έχεις δίκιο σου είπα ψέματα, σου ζητάω συγχώρεση και σου υπόσχομαι τέλος τα ψέματα. Έλα να αρχίσουμε ξανά, είναι κρίμα να τελειώσουμε έτσι, σε αγαπάω και με αγαπάς και εσύ. Θα αλλάξουν όλα, θα πάρω διαζύγιο, θα χωρίσω και τυπικά, και όλα θα είναι ανοιχτά για εμάς».

«Δεν ξέρω», ψέλλισε η Μαργαρίτα που τα είχε χαμένα.

«Μην το κάνεις, μη σκοτώσεις έτσι την αγάπη μας, μη με σκοτώσεις έτσι. Δεν έχει κανένα νόημα η ζωή χωρίς εσένα. Ας ξεκινήσουμε απ’ την αρχή και δεν πρόκειται ποτέ πια να σου πω κανένα ψέμα. Ξέρω πως σε πλήγωσα και σου ζητάω συγγνώμη».

«Δεν ξέρω», επανέλαβε η Μαργαρίτα και με μια απότομη κίνηση του έδωσε ένα γρήγορο φιλί, άνοιξε την πόρτα κι άρχισε να τρέχει προς το σπίτι της, φοβούμενη μην μείνει για πάντα εκεί.

 

 

(22) Συγχώρεση και διαζύγιο

 

Η κατάσταση ήταν χειρότερη τώρα που είχε μάθει την αλήθεια, είχε αρχίσει να νιώθει ενοχές για τον Κώστα. Μπορεί να της είπε ένα ψέμα, μπορεί να ήταν ένα μεγάλο ψέμα, μα ήταν και χαζό. Ο λόγος που το είπε ήταν για να μην τη χάσει τελικά, κι όχι για να  την ξεγελάσει. Κι αυτή με την πρώτη ευκαιρία έπεσε στην αγκαλιά κάποιου άλλου, ίσως από καιρό το σχεδίαζε ασυνείδητα, σκέφτηκε και μόλις της δόθηκε η ευκαιρία το εφάρμοσε, πουλώντας τον καλό της, που τόσα είχε κάνει για αυτήν και τόσο την αγαπούσε. Ανάθεμα την ώρα που άκουσε εκείνο το σκατόπαιδο, που την παγίδεψε. Κρίμα που της έδωσε μόνο ένα χαστούκι, της άξιζαν κι άλλα, έπρεπε να την τσακίσει στο ξύλο. Οι ενοχές μεγάλωναν, μέρα με τη μέρα είχε γίνει απότομη, δεν έκανε έρωτα με τον Αριστοτέλη, κι όταν έκανε αισθανόταν αρκετά άσχημα και για τον έναν και για τον άλλον. Ήθελε να ζητήσει συγγνώμη από τον Κώστα. Αυτή ήταν η ένοχη. Έπρεπε να το παλέψει να το πάει ως το τέλος, να μην ακούσει ένα μυξιάρικο. Κόντευε να τρελαθεί. Κάθε μέρα κυλούσε και χειρότερη. Ενοχές για τον Κώστα που δεν πίστεψε, που του συμπεριφέρθηκε έτσι. Ενοχές και για τον Αριστοτέλη, που τον κορόιδευε, κι όσο καλύτερα της συμπεριφερόταν, τόσο χειρότερα ένιωθε. Άρχισε να δικαιολογεί τις πράξεις του πρώην της σιγά σιγά και να τις δικαιώνει. Στη συνέχεια, κι αφού σκεφτόταν μόνο τις καλές τους στιγμές αποδέχτηκε τη συγγνώμη του και βεβαίωσε τον εαυτό της ότι όλα θα άλλαζαν, πως ποτέ ξανά δε θα της έλεγε ψέματα. Στο κάτω κάτω δεν άξιζε να τα τινάξει όλα για ένα μυξιάρικο; Να ορίσει εκείνο τη ζωή της; Όχι απλά μπορούσε να κέρδιζε τον Κώστα, αλλά θα της έδειχνε και ποια έχει το πάνω χέρι.

 

Στον Αριστοτέλη όμως δεν άντεχε να μη λέει την αλήθεια, να κρύβεται και να τον γεμίζει ψέματα, ένιωθε πολύ άσχημα, δεν ήξερε τι να κάνει να γυρίσει πίσω ή να μείνει μαζί του, κι αν γύριζε θα ήταν από αγάπη ή από εγωισμό, να μην χάσει τη μάχη με αυτές τις δύο μέγαιρες που κατέστρεψαν τη ζωή τη δική της, αλλά και του καλού της; Διότι έπαψε να κατηγορεί τον Κώστα και να θέλει να τον τιμωρήσει και όλη αυτή η διάθεση, μετατέθηκε σε δυο άλλα κοντινά του πρόσωπα. Την γυναίκα και την κόρη του. Τελικά πήρε την απόφαση να χωρίσει με τον Αριστοτέλη, δεν ήθελε να του λέει ψέματα και να τον μεταχειρίζεται με αυτόν τον τρόπο. Μπορεί να του ήταν πιστή, αλλά αισθανόταν άσχημα και ένιωθε άπιστη μόνο στη σκέψη να τον εγκαταλείψει ή να συζητά πίσω από την πλάτη του με τον πρώην της. Ένα απόγευμα που ήρθε στο σπίτι, του το ξεφούρνισε. Ήθελε να χωρίσουν. Αισθανόταν πως ίσως έκανε λάθος που έφυγε από τον Κώστα, ήθελε να μείνει μόνη της και να τα βρει με τον εαυτό της. Δεν έπρεπε να τα φτιάξουν αμέσως, αφότου χώρισε. Την ευθύνη την έπαιρνε εξ’ ολοκλήρου η ίδια και βέβαια δεν ήθελε με κανέναν τρόπο λόγω αυτού να χαλάσουν την φιλία τους, πάντα θα ήταν ο δικός της άνθρωπος.

«Μα τι λες;» μπόρεσε να ρωτήσει ο Αριστοτέλης, που νόμισε πως δεν άκουσε καλά. Που από τη μια στιγμή στην άλλη και χωρίς προηγουμένως να έχουνε ποτέ ξανά συζητήσει του ανακοίνωνε τον χωρισμό τους.

«Καλά, όπως θέλεις», της είπε όταν άκουσε ξανά με άλλα λόγια τα όσα προείπε.

 

Τώρα η Μαργαρίτα ήταν πάλι ελεύθερη, αλλά δεν ήθελε να βιαστεί αυτή τη φορά, έπρεπε να σκεφτεί καλά τι θα κάνει. Μπορεί να είχε ξεκαθαρίσει τη θέση της όσον αφορά τον Αριστοτέλη, αλλά δεν έπρεπε να παραδοθεί άνευ όρων στην αγκαλιά του Κώστα. Δεν έκανε αυτή το πρώτο βήμα. Όταν όμως της τηλεφώνησε, δέχτηκε να βρεθούν στο σπίτι της. Στη συνάντηση άκουσε πάλι τις συγγνώμες του αν και δε χρειαζόταν, γιατί είχε πάρει ήδη τις αποφάσεις της. Παραδόθηκε άνευ όρων στα κελεύσματά του. Στο μόνο οχυρό που κράτησε αντίσταση ήταν αυτό της κόρης του και του διαζυγίου. Όσον αφορά την πρώτη δεν ήθελε να ξέρει καν την ύπαρξή της, ποτέ ξανά δεν έπρεπε να αναφέρει μπροστά της το όνομά της, κι αν ήθελε να τη βλέπει βέβαια, δε θα το έκανε παρουσία της. Δεν ήθελε καμία σχέση με το σκατόπαιδο. Όσο για το δεύτερο θέμα ήταν απόλυτη, έπρεπε να χωρίσει.

«Μα και βέβαια αγάπη μου, ήδη διαπραγματεύομαι σχεδόν όλη την εταιρία για να μου το δώσει», της απάντησε.

Μπορεί βέβαια να είχε γυρίσει, αλλά αυτή η επιστροφή δεν έμοιαζε με την προηγούμενη, τα νεύρα ήταν τσιτωμένα και οι όροι που επέβαλε δημιουργούσαν δυο στρατόπεδα που συμβιβάζονται. Στην αγάπη και τον έρωτα όμως όταν και τα δυο μέρη δε συμβιβάζονται άνευ όρων, τα αποτελέσματα δεν είναι τα βέλτιστα Το καλύτερο που μπορεί να συμβαίνει, είναι ανακωχή.

 

Τα πράγματα δε διαφοροποιήθηκαν και πολύ, ακόμα και στη νέα εποχή της σχέσης τους. Αφού δεν είχε πάρει το διαζύγιο, κι αφού συνέχιζε να αντιμετωπίζει προβλήματα με αυτό, δεν μπορούσε να επισημοποιηθεί ο δεσμός τους. Πάλι ζούσαν κρυφά την αγάπη τους, ο ίδιος αναγκαζόταν να λείπει αρκετές ώρες στη δουλειά και στην κόρη του. Το μόνο που είχε πραγματοποιηθεί ήταν να μην υπάρχει καμιά επαφή μεταξύ της Μαργαρίτας και της μικρής. Όλο αυτό έμοιαζε πιο πολύ με μια παρτίδα σκάκι. Όπως όλες όμως οι παρτίδες, αργά ή γρήγορα θα έφτανε στο τέλος της. Κι αφού τα πράγματα ήταν δεδομένα, νικήτρια θα ήταν η Μαργαρίτα και ο Κώστας. Για το λόγο αυτό έκανε και όση υπομονή μπορούσε. Βέβαια κι ο Κώστας είχε πάψει να φανερώνει με τον ίδιο έντονο τρόπο τη ζήλια του.

 

Η Αντιγόνη φτάνοντας στην Αθήνα, επικοινώνησε με τη φίλη της και της ζήτησε να συναντηθούν, είχαν καιρό να τα πουν και ήθελε να μάθει τα νέα της Μαργαρίτας, η οποία μόλις την άκουσε χάρηκε πολύ. Αισθανόταν οικεία μαζί της από την αρχή και πολύ περισσότερο από τη στιγμή που έμαθε πως ο Κώστας ήταν παντρεμένος και της είχε πει ψέματα. Αμέσως είχε σκεφτεί την ιστορία της Αντιγόνης και τη συνέκρινε με τη δικιά της, η οποία ναι μεν έμοιαζε επιφανειακά, αλλά στην ουσία ήταν διαφορετική, αφού  η σχέση του Κώστα με την γυναίκα του υφίστατο  μόνο στα χαρτιά δυο δεκαετίες κοντά, ποτέ δεν την είχε κοροϊδέψει εν αντιθέσει με τη φίλη της, που ο σύζυγός της μπορεί να μην την απάτησε, αλλά την εξαπάτησε.

 

Τελικά συναντήθηκαν στο σπίτι της, μιας και θα την φιλοξενούσε. Και οι δυο φίλες συνέχισαν τη συζήτησή τους από εκεί που την άφησαν όταν ξεχώρισαν στο μοτέλ. Η Αντιγόνη δεν είχε καινούργια νέα για τη ζωή της, όλα ήταν ίδια από τη στιγμή που αποφάσισε να μην ξαναεμπιστευτεί τους άντρες και να ζήσει στο μοτέλ. Την ενδιέφεραν πολύ όμως τα νέα της φίλης της. Η οποία της διηγήθηκε πως είχαν τα πράγματα στη ζωή της όλο αυτό το διάστημα, την αποκάλυψη της αλήθειας, τη σχέση της με τον Αριστοτέλη  και την επανασύνδεση με τον Κώστα.

«Τώρα τον πιστεύεις; Τι άλλαξε και γύρισες;»

«Τίποτα Αντιγόνη, και μερικές φορές πιάνω τον εαυτό μου να μην ξέρει καν τι θέλει».

«Γιατί χώρισες με τον Αριστοτέλη, δε σε γέμιζε;»

«Αντιθέτως ήταν υπέροχος, αλλά μερικές φορές κάνουμε πράξεις που φαίνονται ανόητες στους άλλους. Ίσως φοβήθηκα, ναι φοβήθηκα τη σχέση μου με τον Αριστοτέλη».

«Συχνά φοβόμαστε την αλήθεια και εγώ αυτό έκανα. Οι άνθρωποι προτιμούν ένα καλοδουλεμένο ψέμα, παρά μιαν ακατέργαστη αλήθεια».

«Δεν ξέρω για τους  άλλους, αλλά εγώ φοβήθηκα τον εαυτό μου, την αγάπη του».

«Πληγώθηκε».

«Ξέρω τι σημαίνει να πληγώνεσαι, αλλά καλύτερα στην αρχή, παρά να τον άφηνα να πληγωθεί αργότερα».

«Σε αγαπούσε πολύ, αν θες τη γνώμη μου κακώς τον άφησες».

«Γίνανε όλα τόσο γρήγορα, φοβήθηκα πως θα χαθούμε, όλο αυτό που πέρασα με ανησύχησε ακόμα και στη μεταξύ μας σχέση».

«Ο Αριστοτέλης είχε δεχτεί μια πολύ καλή πρόταση να φύγει για το εξωτερικό πριν τα φτιάξατε, τελικά απάντησε αρνητικά για να μείνει μαζί σου, λες να έκανε κάτι τέτοιο χωρίς λόγο και χωρίς να το σκεφτεί; Δε δείχνει για επιπόλαιος και είναι άνθρωπος που στηρίζει τις επιλογές του».

«Που το ξέρεις εσύ;»

«Συνάντησα και τον ίδιο πριν έρθω εδώ, τώρα έστειλε τα χαρτιά του σε ένα αγγλικό Πανεπιστήμιο, δεν τον χωράει ο τόπος».

Η Μαργαρίτα έπιασε με τα δυο της χέρια το κεφάλι. Τα νέα που της κόμιζε η φίλη της δεν ήταν καθόλου καλά, πάντα ήταν το στήριγμά της και τώρα με τις πράξεις της τον έδιωχνε μακριά. Για αρκετή ώρα έμεινε σιωπηλή στις σκέψεις της και δε μιλούσε στην Αντιγόνη.

«Τουλάχιστον τον πιστεύεις;»

«Ποιόν;» ρώτησε αφηρημένη η Μαργαρίτα.

«Τον Κώστα, φυσικά».

«Στο παιχνίδι της εμπιστοσύνης δεν μπορείς να είσαι ποτέ σίγουρος, βέβαια τι άλλο ψέμα να μου έχει πει στη δική μας ιστορία, ό,τι ήταν να μάθω το έμαθα κι απ’ την άλλη προσπαθεί συνέχεια να είναι μαζί μου και πιστεύει πως με αγαπάει».

«Πιστεύει ή σε αγαπάει;»

«Η αγάπη ως μέρος της αλήθειας είναι υποκειμενική».

«Η αγάπη και η αλήθεια είναι αντικειμενικές ως γεγονότα για εμένα, μπορεί να τις δίνονται διάφορες εκδοχές, αλλά ως γεγονότα είναι αντικειμενικά, δεν μπορείς να αγαπάς και να πληγώνεις κατά συρροή τον άλλο. Τι θα πει υποκειμενικότητα στην αγάπη. Η αγάπη σημαίνει δόσιμο, χωρίς να περιμένεις αντάλλαγμα, την έχεις μέσα σου, είσαι ευτυχισμένος μόνο και μόνο με την προσφορά σου στον άλλο. Δεν τελειώνει, κυλάει στο αίμα σου. Τι είναι, ουράνιο τόξο που εμφανίζεται και χάνεται; Υποκειμενική είναι για αυτούς που δεν τη νιώθουν».

«Και το ψέμα;»

«Κι αυτό αντικειμενικό είναι, όπως η αλήθεια. Σου λένε ψέματα, σου λένε αλήθεια, τόσο απλά. Τώρα ο λόγος και το γιατί εμένα προσωπικά με αφήνουν παγερά αδιάφορη».

«Ίσως να έχεις δίκιο».

«Εσύ πάντως ελπίζεις ακόμα, κι η ελπίδα είναι η μεγαλύτερη παγίδα από όλες, να προσέχεις κοπέλα μου, να προσέχεις».

«Τι να προσέχω;… Δεν ξέρω είμαι συνέχεια μελαγχολική, δεν έχω όρεξη για τίποτα, νιώθω άδεια πολλές φορές, ίσως έχω γίνει καταθλιπτική».

«Όταν σου ζήτησα να συναντηθούμε, μου πρότεινες να βρεθούμε σπίτι σου. Πόσο καιρό έχεις να βγεις έξω; Και δεν εννοώ για τη δουλειά σου».

«Αρκετό».

«Πόσο καιρό έχεις να πας έναν περίπατο στην παραλία, να πάρεις το τραίνο, έστω χωρίς σκοπό και να κάνεις μια διαδρομή, να μπεις σε ένα λεωφορείο και να πας να συναντήσεις μια φίλη σου, να δεις κόσμο;»

 

Είχε αρκετό καιρό, από όταν έσμιξε ξανά μαζί του και σιγά σιγά κι όσο δεν άλλαζε τίποτα κλεινόταν στον εαυτό της και στο σπίτι της κι απομονωνόταν, όπως ποτέ μέχρι τότε δεν είχε κάνει. Η Αντιγόνη είχε δίκιο μα δεν είχε καμιά όρεξη να αρχίσει τις βόλτες, δεν είχε κουράγιο για προσπάθειες.

 

Η Μαργαρίτα σκεφτόταν για μέρες τα λόγια της Αντιγόνης, το ψέμα την αλήθεια. Την ελπίδα της για τη σχέση της με τον Κώστα και την απόφασή της να τον διεκδικήσει μέχρι τέλους, μα πιο πολύ, ότι ο Αριστοτέλης απογοητευμένος πια, σκόπευε να φύγει. Δεν το ήθελε καθόλου κι επιπλέον καταλάβαινε πως η ίδια τον οδήγησε σε αυτή του την απόφαση. Μακάρι τα πράγματα να αλλάζανε, μακάρι να σκεφτότανε διαφορετικά και να έμενε εδώ. Γιατί διαισθανόταν πως θα τον χρειαζόταν, ο καιρός περνούσε, το διαζύγιο πλησίαζε, το πολύ σε μια, δυο εβδομάδες, αλλά η Μαργαρίτα έμοιαζε να ασφυκτιά, εκείνο που νόμιζε ως αγάπη, ίσως ήταν εξάρτηση. Η αγάπη της, όλα όσα πίστευε με τον καιρό άρχισαν να μεταβάλλονται, ένιωθε κενή, απόμακρη από τον Κώστα, με μόνο σκοπό μια άδεια νίκη, επί της γυναίκας του, της κόρης του, κι αυτού του ίδιου. Οι αναβολές, οι επιτυχίες της σε αυτή τη σχέση, που είχε καταντήσει μια μάχη εξουσίας, της είχαν ανοίξει κι αυτής πληγές, σαν τους στρατιώτες που σε μακροχρόνιους πολέμους στα χαρακώματα, αν δεν σκοτώνονταν οδηγούνταν στην τρέλα.

 

Τι είχε κερδίσει, αναρωτιόταν. Τίποτα! Μπορεί ο Κώστας να μην πήγαινε σπίτι του, μπορεί να τον είχε απομακρύνει από την κόρη του, αλλά ούτε και μαζί ζούσαν. Τον πιο πολύ χρόνο ασχολούταν με τη δουλειά του και δεν ήταν μαζί. Εκείνος κρυβόταν. Τσακώνονταν, αποστασιοποιούνταν, βολεύονταν, ίσως και να αγαπιόνταν, αλλά σίγουρα δεν ήταν ευτυχισμένοι, ή τουλάχιστον όχι αυτή. Προσπαθούσε να φανταστεί πως θα ήταν αν θα παντρευόταν με τον Κώστα. Δεν ήξερε, φοβόταν πάλι. Άλλωστε όπως επέμενε κι εκείνος, ο γάμος δεν αλλάζει τίποτα, ό,τι συναισθήματα ένιωθαν τότε θα ένιωθαν και μετά, όπως ήταν τότε θα ήταν και μετά, απλά θα κοιμόνταν περισσότερα βράδια μαζί και αντ’ αυτού θα ’χαναν τη μαγεία του να λείπει ο ένας στον άλλον. Αφού όμως όλα θα ήταν όπως ήταν εκείνη τη στιγμή, όλα θα συνέχιζαν να είναι το ίδιο χάλια, ολόκληρη η ζωή της σε αυτούς τους αναθεματισμένους ρυθμούς. Δεν της άρεσε καθόλου. Μόνο που το σκεφτόταν δεν ήξερε αν έπρεπε να προχωρήσει ή να το βάλει στα πόδια, να απομακρυνθεί, να βρει ένα καταφύγιο. Με τον καιρό και με τη συμπεριφορά του είχε καταφέρει να κλονίσει την πίστη της, είχε καταφέρει να φθείρει την εικόνα του ιδανικού συντρόφου. Απ’ την άλλη όμως ήθελε να ανέβει τον Γολγοθά της ως το τέλος, είχε αρχίσει να σκέφτεται παράλογα, έπρεπε να φτάσει ως το τέλος, τόσα χρόνια μαζί δεν μπορούσε να τα θυσιάσει, ακόμα κι αν το αντίτιμο ήταν η ευτυχία. Μερικές φορές όταν το μυαλό μας φτάνει στην κόψη του ξυραφιού, όταν η σκέψη μας φτάνει στην παραμεθόριο της λογικής, όταν μια συσκότιση πλημμυρίζει το είναι μας, ακόμα κι όταν βλέπουμε το λάθος, ακόμα κι όταν συναισθηματικά δε βολευόμαστε, πάμε καρφί καταπάνω του, μόνο και μόνο για να ικανοποιήσουμε ένα ιδανικό του παρελθόντος, που έχει πεθάνει προ πολλού. Όσο σκεφτόταν τόσο πιο πολύ μπερδευόταν. Ήξερε όμως δύο πράγματα. Πως παρά τα όσα είχαν συμβεί, έτρεφε ακόμα συναισθήματα για τον Κώστα, που στην τελική κρίση στο μυαλό της, του αφαιρούσε τα άσχημα και κρατούσε τις ιδανικές τους στιγμές, έτσι ήθελε να φτάσει ως το τέλος μαζί του κι απ’ την άλλη δεν ήθελε να χάσει την φιλία του Αριστοτέλη. Αν έφευγε πάλι για τα ξένα, θα έχανε τον πολύτιμο φίλο της.

 

Πολλές φορές όμως οι εξελίξεις είναι ραγδαίες, τόσο ραγδαίες μάλιστα που δεν αφήνουν περιθώρια για αποφάσεις. Ο Κώστας ήρθε χαρούμενος στο σπίτι της, την άρπαξε στην αγκαλιά του και την έφερνε βόλτες γύρω γύρω στο δωμάτιο. Εκείνη γελούσε και τον ρωτούσε τι είχε συμβεί.

«Εσύ τι λες;»

«Δεν ξέρω, πες μου εσύ!»

«Τι περιμέναμε τόσο καιρό;»

«Τι;»

«Έλα τώρα Μαργαρίτα, μη με παιδεύεις».

Με αυτά και με τα άλλα, κι  αφού συνέχισαν το παιχνίδι τους για αρκετή ώρα, της ανακοίνωσε πως σε τρεις μέρες, την Παρασκευή το πρωί όλα θα είχαν τελειώσει, θα πήγαιναν με τη Γεωργία να υπογράψουν το διαζύγιο, αφού συμφώνησε τελικά. Βέβαια δεν ξέχασε να σημείωσε πως η γυναίκα του έδειξε ανωτερότητα και μοίρασαν δίκαια την  περιουσία, αφού ήθελε κι αυτή το διαζύγιο, για τους δικούς της λόγους. Εκτός αυτού όμως έστελνε και τους χαιρετισμούς της στη Μαργαρίτα και της εξέφραζε την εκτίμησή της καθώς και το ότι ευχόταν ο Κώστας κι αυτή να ζήσουν ευτυχισμένοι και να μην αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που συνάντησαν οι δυο τους στη σχέση τους.

«Στα αλήθεια είπε όλα αυτά;»

«Μα βέβαια, μπορεί να μου έψησε το ψάρι στα χείλη τόσα χρόνια, μα τέλος καλό, όλα καλά».

«Τελικά είναι μεγαλόψυχη».

«Έλα τώρα, για αυτή θα μιλάμε; Σημασία έχει πως είμαστε ελεύθεροι».

«Όχι ακόμα, απ’ την Παρασκευή,  και μόνο εσύ θα ελευθερωθείς, γιατί εγώ ήμουν πάντα».

«Κυριακή κοντή γιορτή», της είπε και την ξαναπήρε στην αγκαλιά του για μια ακόμα πτήση.

 

Όταν έφυγε ο Κώστα άρχισε να συλλογίζεται πιο εύθυμα το μέλλον της. Τα νέα και ο τρόπος του την έκαναν να το βλέπει πλέον αισιόδοξα και να μη θυμάται τίποτα από το παρελθόν. Την επόμενη μέρα στη δουλειά συνέχισε να είναι αφηρημένη, αυτή τη φορά όμως όχι από αρνητικές σκέψεις, μα από τη χαρά της, γιατί ο καλός της δεν την απογοήτευσε, γιατί προσπάθησε και αποδεσμεύτηκε από το γάμο του. Ειδικά εκείνο που της είπε ότι ακόμα κι αν του ζήταγε όλη την περιουσία τους για να του το δώσει, θα το έκανε για να είναι μαζί, την είχε συγκινήσει. Βέβαια το ίδιο την συγκίνησε και η κατσάδα που είχε ακούσει από τον προϊστάμενο της, τον τελευταίο καιρό συνέχεια δεχόταν επιπλήξεις, κι όχι άδικα, αφού με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο δεν ήταν παρούσα εκεί. Αν και είχε ξεκινήσει με αρκετές δυνατότητες και με τις καλύτερες προοπτικές, με τον καιρό και τα προβλήματα που είχε με τον Κώστα δεν μπόρεσε να εξελιχθεί. Συνεχώς προβιβαζόταν πιο νέες συνάδελφοί της. Αλλά αυτά θα τελείωναν. Τώρα πια όλα θα τελείωναν.

 

Όλο το απόγευμα το πέρασε μόνη της, αφού ο Κώστας έπρεπε να προετοιμάσει τα χαρτιά για το διαζύγιο και αυτές τις μέρες θα έτρεχε, τότε ήταν που άρχισε να σκέφτεται τη γυναίκα του, τελικά ίσως την είχε αδικήσει. Απλά δεν μπόρεσαν να ζήσουν μαζί, απλά ίσως δεν είχαν την κατάλληλη χημεία ή όλες αυτές τις μεταβλητές που οι ψυχολόγοι αναφέρουν για έναν πετυχημένο γάμο. Της ευχήθηκε μάλιστα να ζήσει μαζί του ευτυχισμένα. Έπρεπε κι αυτή με κάποιον τρόπο να ανταποδώσει τις ευχές της, έπρεπε να την ευχαριστήσει που τους έδινε την ευκαιρία να προχωρήσουν. Μπορεί να είχε τους λόγους της, όπως έλεγε ο Κώστας, αλλά  αυτό δε μείωνε τη στάση της. Το τηλέφωνό της δεν το είχε, αλλά θα ήταν και πολύ τυπικό όλο αυτό. Καλύτερα να πήγαινε από κοντά να της εκφράσει τις δικές της ευχές, ως μια μορφή ανταπόδοσης. Σκέφτηκε να τηλεφωνήσει στον Κώστα να την πάει. Μετά το μετάνιωσε. Αυτή ήταν μια γυναικεία υπόθεση, ανάμεσα σε εκείνη και την σε λίγο πρώην γυναίκα του. Ετοιμάστηκε, καλλωπίστηκε, ντύθηκε κατάλληλα για την περίσταση, όπως αρμόζει όταν αποδίδεις τιμές στον αντίπαλο και ξεκίνησε για το σπίτι της.

 

 

(23) Οι μάσκες πέφτουν

 

Ήταν η έκτη φορά που χτυπούσε το κουδούνι χωρίς να πάρει καμιά απάντηση. Ήθελε πολύ να την συναντήσει και είχε κάνει τόσο κόπο να φτάσει ως εκεί, που ήταν κρίμα το ότι δεν την έβρισκε, προσπάθησε άλλη μία φορά και πάλι δεν πήρε καμία απάντηση. Αποφάσισε να φύγει. Θα το έλεγε στον Κώστα και θα την έφερνε ο καλός της όταν θα ήταν και η Γεωργία στο σπίτι ή θα μπορούσε να του ζητήσει το τηλέφωνό της για να κλείσουν ραντεβού. Προχώρησε κοιτάζοντας πίσω. Είχε απομακρυνθεί αρκετά, όταν είδε μια σιλουέτα να περνάει την είσοδο της οικίας της. Κοντοστάθηκε, σε λίγο άναψαν και τα φώτα. Η Μαργαρίτα επέστρεψε προς το σπίτι. Δεν είχε δει καλά τη μορφή, γιατί βρισκόταν μακριά. Σίγουρα ήταν γυναικεία, αλλά ήλπιζε να μην είναι της κόρης του. Πλησίασε και χτύπησε το κουδούνι, σε λίγο η πόρτα άνοιξε. Προχώρησε στον κήπο και έφτασε στην είσοδο του σπιτιού. Τότε της άνοιξε την πόρτα μια άγνωστη γυναίκα, λεπτή,  μελαχρινή, γύρω στα σαράντα, με ίσια κόκκινα μαλλιά. Υπέθεσε πως θα ήταν η υπηρεσία του σπιτιού, που την προηγούμενη φορά έλειπε.

«Θα ήθελα την κυρία Γεωργία».

«Περάστε!» της απάντησε η γυναίκα.

Η Μαργαρίτα προχώρησε όπως και την άλλη φορά στους χώρους του σπιτιού και οδηγήθηκε από την άγνωστη γυναίκα, που την ακολουθούσε στο σαλόνι.

«Θα πάρετε κάτι;» ρώτησε η άγνωστη γυναίκα.

«Όχι ευχαριστώ, ήρθα να συναντήσω την κυρία Γεωργία».

«Και τι την θέλετε;»

«Είναι κάτι προσωπικό».

«Ωραία λοιπόν, σας ακούω».

«Όχι δεν καταλάβατε, ήθελα να μιλήσω προσωπικά με την κυρία Γεωργία, την οικοδέσποινα».

«Εγώ σας κατάλαβα κυρία μου, εσείς φοβάμαι πως έχετε κάποια σύγχυση».

«Ίσως να ξανάρθω κάποια άλλη φορά να βρω την ίδια, μαζί σας δεν μπορώ να συζητήσω αυτά που θέλω να πω σε εκείνη. Δεν πειράζει. Ευχαριστώ πάντως», είπε η Μαργαρίτα και σηκώθηκε να  φύγει.

«Μα τι θέλετε επιτέλους. Εγώ είμαι η Γεωργία και γνωρίζω καλά ποια είστε κι εσείς. Στην αρχή βέβαια δεν ήμουν σίγουρη, είπα δεν μπορεί, τόσο θράσος! Αλλά τώρα σας γνώρισα καλά από τη φωτογραφία που έχει ο Κώστας στο πορτοφόλι του και την επιδεικνύει στους φίλους του, ακόμα και στην κόρη μας».

Η Μαργαρίτα τα έχασε εντελώς, δεν καταλάβαινε τι άκουγε, τι συνέβαινε.

 

«Με κοροϊδεύεται;» είπε. «Εγώ γνωρίζω την σύζυγο του Κώστα, έχω μιλήσει μαζί της. Δεν καταλαβαίνω που αποσκοπεί το παιχνίδι σας, καλύτερα να φύγω, κακώς ήρθα ως εδώ».

«Εγώ σας κοροϊδεύω ή εσείς έρχεστε στο σπίτι μου και δίνετε αυτή την ανόητη παράσταση; Τι θέλετε τέλος πάντων;»

 

Η Μαργαρίτα δεν πίστευε στα αυτιά της και δεν ήθελε να αποδεχτεί αυτά που άκουγε. Αν αυτή ήταν η Γεωργία, ποια ήταν η άλλη που συνάντησε την προηγούμενη φορά;

Η Γεωργία αναγκάστηκε να της δείξει τις φωτογραφίες στον τοίχο, και τα άλμπουμ με την κόρη της και τον Κώστα, καθώς και την ταυτότητά της, αφού δεν πειθόταν αλλιώς η Μαργαρίτα. Όταν επιβεβαίωσε την αλήθεια και είδε πως το κάδρο στον τοίχο και η φωτογραφία της άλλης Γεωργίας με την κόρη της έλειπε από το σύνθετο κατάλαβε την αλήθεια. Άρχισε να χάνει τις αισθήσεις της και πρόλαβε απλά να πέσει πάνω στον καναπέ.

 

Όταν συνήλθε η οικοδέσποινα της έφερε ένα ποτήρι νερό και τη ρώτησε τι ήθελε στο σπίτι της και εκείνη της διηγήθηκε μέσες άκρες τι είχε συμβεί την προηγούμενη φορά και για το επικείμενο διαζύγιο.

«Έφτασε ως εκεί ο αθεόφοβος; Αλλά τι να περιμένει κανείς από του λόγου του. Θα έβαλε καμιά φίλη του να υποδυθεί εμένα. Σας λυπάμαι δεσποινίς μου που μπλέξατε μαζί του. Για να πω την αλήθεια θεωρούσα πως ήσασταν καμιά τσουλίτσα που μπλέκεται με παντρεμένους, κι ως πριν λίγο που σας αναγνώρισα από την φωτογραφία έλεγα το παλιοθήλυκο ήρθε για να δει πως είμαι, αλλά μάλλον είστε κι εσείς ένα θύμα, από αυτά που μου λέτε. Πρέπει να σας κουβάλησε εδώ όταν έλειπα στην Θεσσαλονίκη για δουλειές της εταιρίας μας. Απίστευτο όμως να σας δουλέψει έτσι. Βέβαια δε σας αδικώ, γιατί είναι πολυμήχανος και ξέρει να εκμεταλλεύεται τους ανθρώπους. Η μορφή του και τα λόγια του ξεγελάν, αλλά όταν έχει το πάνω χέρι, δείχνει ποιος είναι πραγματικά».

«Τι να σας πω, συγγνώμη για την αναστάτωση», είπε η Μαργαρίτα που τα είχε χαμένα.

«Μη ζητάς συγγνώμη, μα πες μου κάτι, πόσα χρόνια είστε μαζί;»

«Οχτώ χρόνια!»

«Χμ!» έκανε αφήνοντας ένα χαμόγελο να διαφανεί στα χείλη της, πιο πολύ χολωμένο σκεφτόμενη τον άντρα της, παρά προσβλητικό προς τη συνομιλήτριά της, «Σε κοροϊδεύει οχτώ χρόνια και δεν κατάλαβες τίποτα; Η αλήθεια είναι πως είχα υποψιαστεί πως με απατάει, ήμουν σίγουρη και να πω την αλήθεια σε μισούσα τόσα χρόνια και θεωρούσα πως εσύ ευθυνόσουν για την διάλυση της οικογένειάς μου, αλλά κι εσύ να μην ήσουν, αυτός θα έβρισκε κάνα άλλο κορόιδο και πάλι τα ίδια θα έκανε. Σάμπως είναι η πρώτη φορά που τσιλιμπουρδίζει, αν κι εδώ μιλάμε για ολόκληρη σχέση. Άλλωστε το πρόβλημα δεν ήσουν εσύ, αλλά ο ίδιος ο Κωνσταντίνος. Ήταν η πάστα του τέτοια, ουσιαστικά κατέστρεψε από μόνος του τον γάμο μας, αλλά δεν ήθελα να το αποδεχτώ, δεν ήθελα να το πιστέψω, πίστευα συνεχώς τα ψέματά του, πίστευα συνεχώς αυτό που ήθελα να πιστέψω. Πως θα αλλάξει, πως θα πάνε όλα καλά. Κι όταν είδα ότι τίποτα δε θα αλλάξει, τίποτα δεν θα πάει καλά, έριξα όλες τις ευθύνες στη γυναίκα που τον ξεμυάλισε και τον πήρε μακριά μου. Αν και αυτή ήταν η δικαιολογία μου. Είτε υπήρχε άλλη γυναίκα, είτε δεν υπήρχε ο Κωνσταντίνος δε θα άλλαζε».

 

Η Μαργαρίτα όταν μπόρεσε να ξεπεράσει το αρχικό σοκ, της ζήτησε να της διηγηθεί την ιστορία τους, γιατί ο Κώστας, όπως τον έλεγε αυτή, ο Κωνσταντίνος όπως τον ονομάτιζε η Γεωργία την είχε γεμίσει ένα σωρό ψέματα για τη γυναίκα του, μέχρι και άλλο πρόσωπο της παρουσίασε αντ’ αυτής. Και αφού έφτασε ως εκεί και ανακάλυψε την αλήθεια, θα ήθελε να μάθει από αυτήν τα πραγματικά γεγονότα, γιατί δεν σκόπευε να τον ξαναδεί, κι άλλωστε δεν τον εμπιστευόταν πια.

Η Γεωργία σηκώθηκε από τη θέση της, πήγε για λίγο στην κουζίνα και γύρισε με ένα ποτήρι νερό. Ήπιε μια γουλιά και άρχισε να διηγείται συνοπτικά στη Μαργαρίτα τη ζωή της με τον Κωνσταντίνο.

 

«Ζούσαμε στη Θεσσαλονίκη μαζί με την μητέρα μου, ο πατέρας μου είχε πεθάνει δυο χρόνια νωρίτερα. Αυτό το πλήγμα ήταν φοβερό για μένα. Όπως για κάθε άνθρωπο που χάνει τους γονείς του φαντάζομαι. Είχα ζήσει καλά παιδικά χρόνια. Ο πατέρας μου είχε μια βιοτεχνία ρούχων στην Θεσσαλονίκη, που με τον καιρό είχε αναπτυχθεί αρκετά, δούλευε και η μητέρα μου μαζί του. Όταν τον έχασα, έχασα όλον τον κόσμο. Η μητέρα μου παρά τις δυσκολίες και τον πόνο της συνέχισε να εργάζεται και η επιχείρησή μας τα πήγαινε καλά. Εγώ όμως αισθανόμουν αβάσταχτο το κενό που μου είχε δημιουργήσει ο θάνατος του πατέρα μου. Τότε γνώρισα και τον Κωνσταντίνο. Πάνε είκοσι χρόνια τώρα. Ήταν ένας άνθρωπος γεμάτος δύναμη, που σου ενέπνεε εμπιστοσύνη. Τα λόγια του, το ύφος του με έκαναν να νιώθω ασφαλής δίπλα του. Οι δικοί του είχαν πεθάνει κι αυτοί. Δεν ήταν απ’ την περιοχή, αλλά είχε κάποιους συγγενείς εκεί και προσπαθούσε να κάνει κάποια επιχειρηματικά βήματα, χωρίς μεγάλη επιτυχία, ενώ δούλευε και στον φούρνο ενός συγγενή του.

»Αμέσως γίναμε αχώριστοι, εφτά χρόνια διαφορά είχαμε περίπου. Εγώ ήμουν είκοσι κι εκείνος είκοσι επτά. Με προσέγγισε με αργά βήματα, αλλά σταθερά, αμέσως πλησίασε και τη μητέρα μου και σε λίγο καιρό για να φύγει από τον φούρνο και να μπορούμε να είμαστε περισσότερο χρόνο μαζί, ασχολούταν με το promotion της εταιρίας μας, κάτι που γνώριζε όπως μου είχε πει, αν και δεν είχε κάνει αντίστοιχες σπουδές. Αμέσως κέρδισε και την εμπιστοσύνη της μάνας μου, που τον εκτιμούσε και τον έβλεπε με καλό μάτι από τη στιγμή που κι εγώ είχα αποκτήσει πάλι το γέλιο στη ζωή μου. Πολλές φορές μου έλεγε πως ήθελε να με παντρευτεί, μου άρεσε πολύ και σκεφτόμουν κι εγώ πως θα ήθελα πολύ να είμαι σύζυγός του. Ξέρεις τώρα πως είναι οι γυναίκες και κυρίως στην εποχή μου. Ζουν με το όνειρο του παραμυθιού, το ωραίο πριγκιπόπουλο που θα έρθει καβάλα στο άλογό του ή κάτι τέτοιο και θα σε πάρει στην αγκαλιά του. Αναπαράγονται στο μυαλό μας όλες αυτές οι βλακείες που μας διηγούνται οι δικοί μας για να κοιμηθούμε το βράδυ ή για να φάμε το φαγητό μας. Το ήθελα πολύ, αλλά ήθελα κι άλλο χρόνο. Όχι γιατί θεωρούσα τον εαυτό μου μικρό για κάτι τέτοιο, αλλά γιατί βρισκόμασταν σε μια καμπή στην επιχείρησή μας και ήθελα να βοηθήσω τη μητέρα μου μιας και είχα βρει πάλι τον εαυτό μου. Κι αυτό το χρωστούσα σε εκείνον. Άλλωστε ήθελα να ξεπληρώσω στη μαμά μου όλον αυτό τον καιρό που λόγω του θανάτου του πατέρα μου δεν μπόρεσα να την βοηθήσω. Βέβαια ο Κωνσταντίνος δεν έβλεπε με καλό μάτι το να δουλεύω, αλλά μιας και η επιχείρηση ήταν δικιά μας και η εργασία μου διευθυντική δεν τον πείραζε. Μου ξεκαθάρισε όμως πως όταν παντρευόμασταν δεν ήθελε να συνεχίσω. Τότε δεν ήξερα το γιατί, ίσως με κολάκευε κιόλας. Με τον καιρό κατάλαβα όμως ότι εφόσον θα δούλευε εκείνος στην επιχείρηση και εγώ θα ήμουν ιδιοκτήτρια και προϊσταμένη του κατά κάποιον τρόπο δε θα αισθανόταν και πολύ καλά. Ήταν αρκετά εγωιστής για να ανεχθεί κάτι τέτοιο, θεωρούσε τον εαυτό του μοναδικό, δεν ήθελε να έχει κάποιον άλλο πάνω από το κεφάλι του και ιδιαίτερα εμένα.

»Ένα βράδυ βρεθήκαμε στο σπίτι του. Είχαμε με τον καιρό έρθει σε σεξουαλική επαφή, αφού ήταν πολύ διακριτικός και τρυφερός μαζί μου και μου έδινε χρόνο. Η μητέρα μου φυσικά δεν το ήξερε και επειδή ήταν λίγο μεγάλη και πίστευε άλλα πράγματα θα προτιμούσε να έχουμε ολοκληρωμένες σχέσεις μετά το γάμο μας. Εκείνο το βράδυ που λες, ήθελε πολύ να κάνουμε έρωτα, ξεκινήσαμε τα προκαταρκτικά, αλλά  στην πορεία ανακάλυψε πως δεν είχε προφυλακτικό μαζί του.

«Έλα μια φορά δεν πειράζει», μου είπε.

«Είναι επικίνδυνο», του απάντησα.

«Δε με εμπιστεύεσαι; Ποτέ δε θα έθετα σε κίνδυνο την υγεία σου».

«Δεν είναι αυτό. Ίσως έχουμε κάνα απρόοπτο».

«Έλα βρε κουτό, θα τραβηχτώ νωρίτερα», με διαβεβαίωσε, «κι άλλωστε ακόμα κι αν συνέβαινε κάτι νομίζεις πως δε θα αναλάμβανα τις ευθύνες μου».

»Ήταν τόσο πειστικός και σου ενέπνεε τέτοια εμπιστοσύνη που ακόμα κι αν σου έλεγε να κόψεις το κεφάλι σου και μετά ότι θα το τοποθετούσε στη θέση του, θα τον πίστευες. Ίδιος  ο διάολος στο να σε ξεγελάσει.

»Τελικά αφέθηκα στην αγκαλιά και στα χάδια του, ένιωσα τη φύση του γυμνή να μπαίνει στη δική μου. Ήταν γεμάτος πάθος, έμπαινε μέσα μου και φώναζε όλο χαρά. Τελειώσαμε χωρίς να τραβηχτεί. 

«Δεν έπρεπε», του είπα.

«Τώρα είναι αργά. Μην ανησυχείς όλα θα πάνε καλά».

»Τελικά πράγματι όλα πήγαν καλά και έμεινα έγκυος, που να το πω στη μάνα μου, θα με σκότωνε. Ο Κωνσταντίνος είχε τη λύση.

«Έλα μην μυξοκλαίς. Τι που θα το κάνουμε τώρα το παιδί, τι σε δυο χρόνια. Εσύ δεν ήθελες να με παντρευτείς;»  με ρώτησε.

Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά.

«Ε, κι εγώ το ίδιο. Ποια η διαφορά; Αντί να έρθω σε έναν χρόνο να σε ζητήσω, θα έρθω τώρα».

»Και πράγματι ήρθε να με ζητήσει. Εγώ βέβαια προετοίμασα τη μητέρα μου. Ευτυχώς που η εγκυμοσύνη μου δεν φαινότανε. Ήμουν  δυο μηνών.

«Το πήρες απόφαση λοιπόν κόρη μου;»

«Ναι μαμά. Θέλω να τον παντρευτώ, όπως λέει άλλωστε κι ο Κωνσταντίνος, τι σήμερα τι αύριο;»  είπα στη μητέρα μου.

«Καλά τότε, αφού το θέλεις τόσο πολύ, δεν το κρύβω πως κι εμένα μου είναι συμπαθής αυτός ο νέος και δείχνει ότι σε αγαπάει».

Την ευχαρίστησα και έπεσα στην αγκαλιά της, ήθελα να κλάψω από χαρά και ανακούφιση.

 

»Την επόμενη μέρα κιόλας ήρθε και ο Κωνσταντίνος στη μητέρα μου και ζήτησε επίσημα το χέρι μου. Εκείνη όπως ήταν αναμενόμενο του το έδωσε. Τότε της ξεφούρνισε πως ήθελε ο γάμος να γίνει τον επόμενο μήνα. Η μητέρα μου ρώτησε γιατί τόση βιασύνη. Αλλά ο Κωνσταντίνος  είχε και για αυτό μιαν απάντηση. Επειδή θα έφευγε για το υποκατάστημά μας στο Μιλάνο, που είχε ανοίξει ο πατέρας μου λίγο πριν πεθάνει και θα το αναλάμβανε για κάποιο διάστημα. Ήθελε να συνδυάσει το ταξίδι αυτό με του μέλιτος. Άλλωστε είχε συνηθίσει να είναι συνεχώς μαζί μου και επειδή ήθελε να πάμε παρέα, ήταν φρονιμότερο να γίνει αυτό εφόσον θα ήμασταν στεφανωμένοι κι όχι ανύπαντροι. Να μην λεν κι ότι θέλουν στη γειτονιά και στο μαγαζί. Η μητέρα μου δε συμφωνούσε και πάλι με το να πάμε μαζί στο Μιλάνο με τον Κωνσταντίνο, αλλά από την άλλη τη συγκίνησε η σκέψη του, να μην με εκθέσει και να με παντρευτεί προτού αρχίσουμε να δείχνουμε και επίσημα πως είμαστε ζευγάρι. Έδωσε λοιπόν τη συγκατάθεσή της. Για άλλη μια φορά ο Κωνσταντίνος είχε καταφέρει τον στόχο του. Φύγαμε λοιπόν για την Ιταλία και τον πρώτο μήνα τηλεφωνήσαμε στη μητέρα μου και της είπαμε πως ήμουν έγκυος.

«Έγκυος!» φώναζε ξετρελαμένη από τη χαρά της, «Αχ! να ζούσε ο πατερούλης σου να δεις χαρά».

 

»Κάτσαμε ακόμα ένα μήνα στο μαγαζί μας στο Μιλάνο και γυρίσαμε. Στην Θεσσαλονίκη αφαιρούσαμε συνέχεια τρεις μήνες από την εγκυμοσύνη μου. Όχι πως τον ένοιαζε τόσο μη μαθευτεί τίποτα, όσο γιατί μου υποσχέθηκε ότι θα τα τακτοποιήσει όλα για να μην υπάρξει πρόβλημα για εμένα. Όταν ήρθε η ώρα με το καλό, είπε στη μητέρα μου πως το παιδί ήταν βιαστικό και βγήκε εξαμηνίτικο, μάλιστα είχε πείσει, όχι αφιλοκερδώς βέβαια και τον γιατρό να ισχυριστεί το ίδιο και στην μητέρα μου, που ανησυχούσε η καημένη για την υγεία του, διότι τα εξαμηνίτικα αντιμετωπίζουν πολλά προβλήματα όπως έλεγε, τουλάχιστον στις αρχές.

«Μην ανησυχείς ετούτο δω το κοριτσάκι δε θα αντιμετωπίσει», της έλεγε και γέλαγε.

Χαλάστρα βέβαια πήγε να του κάνει μια νοσηλεύτρια, που ενώ συζητούσε με τη μητέρα μου, η οποία φοβόταν για την υγεία του εξαμηνίτικου της είπε,

«Ποιο είναι εξαμηνίτικο καλέ; Τούτο δω το αγγελουδάκι;»

«Ε, ναι, ποιο άλλο;»

«Μα τι λες κυρά γιαγιά τούτο δω τους έχει πάρει όλους τους μήνες του».

»Εκείνη τη στιγμή μπήκε ο Κωνσταντίνος στη συζήτηση και έμπλεξε την κατάσταση.

«Καλά καλά, άσε μας τώρα. Γίναμε όλοι ίσα κι όμοια δω μέσα, γιατροί και νοσηλευτές», έτσι η νοσοκόμα έφυγε προσβεβλημένη και ο Κωνσταντίνος συνέχισε λέγοντας. «Ακούς εδώ! Καλά μου έλεγε ο γιατρός, ότι ετούτη εδώ είναι βλαμμένη».

»Το μικρό μου κοριτσάκι ήταν το αποκορύφωμα της ευτυχίας μου. Αισθανόμουν υπέροχα όταν έβλεπα αυτό το πλασματάκι στην αγκαλιά μου. Και για τη μητέρα μου ήταν μια από τις πιο σημαντικές στιγμές. Μια γέλαγε και μια έκλαιγε  Γέλαγε που είδε ετούτο εδώ το εγγονάκι, μα έκλαιγε που δεν πρόλαβε να το δει και ο πατέρας μου. Όσες ενοχές είχα για το ψέμα που της είχα πει για την ηλικία του μωρού, μου είχαν περάσει όταν έβλεπα πόση χαρά της είχε δώσει. Άλλωστε είχε δίκιο ο Κωνσταντίνος, «Τι σήμερα, τι αύριο;»

 

»Μετά τη γέννηση της κόρης μας  και την επιμονή του, αποχώρησα από τη δουλεία, τουλάχιστον στην αρχή. Γιατί να μείνω στην επιχείρηση; Θα μπορούσε μια χαρά να τα καταφέρει η μητέρα μου κι ο άντρας μου. Εγώ θα φρόντιζα το σπίτι και το παιδί μας. Ήμουν ευτυχισμένη, κι ο Κωνσταντίνος ήταν συνεχώς στο πλάι μου, βέβαια άρχισαν οι προστριβές με τη μητέρα μου. Εκείνος ήθελε τον απόλυτο έλεγχο της επιχείρησης, αλλά η μητέρα μου δεν τα παρατούσε. Εκεί είχε ζήσει τόσα χρόνια με τον πατέρα μου και αισθανόταν πως θα πρόδιδε τη μνήμη του αν δεν παρέμενε στο πόστο της. Όλα τα λουζόμουν εγώ.

«Πες της να κάτσει στο σπίτι της να ξεκουραστεί, είναι πια μεγάλη γυναίκα και δεν την μπορώ άλλο στα πόδια μου. Άλλωστε καλό θα της κάνει αγάπη μου», μου έλεγε όταν γύριζε σπίτι.

»Στην ίδια δεν έλεγε τίποτα τέτοιο, παρίστανε τον γλυκό, μια φορά μόνο της είπε πως όταν θέλει μπορεί να βασιστεί πάνω του.

 

«Θα το ’χω υπόψη μου γαμπρέ μου, μην ανησυχείς», ήταν η απάντησή της.

»Οι δικές μου προσπάθειες δεν έπιαναν τόπο, μόνο στην αρχή όταν της ζήτησα να μένει περισσότερο μαζί μου για να με βοηθάει με το παιδί έπαψε να πηγαίνει συνέχεια στη βιοτεχνία, που πλέον είχε μεγαλώσει κι άλλο. Μα στη συνέχεια επέστρεψε δριμύτερη. Της ξαναείπα μια δυο φορές να αφήσει τον Κωνσταντίνο και να πάψει να πηγαίνει, αλλά μάταια. Τελικά έπαψα να την ενοχλώ, ενώ έλεγα στον άντρα μου πως της τριβέλιζα συνέχεια τα μυαλά με αυτό το θέμα, μα ήταν ανένδοτη σε ότι είχε να κάνει με την εργασία της στη βιοτεχνία μας.

»Ο Κωνσταντίνος είχε γίνει απότομος, με παραμελούσε και δεν ασχολούταν με τίποτε άλλο, παρά με τη δουλειά και ταξίδια στην Αθήνα και στο Μιλάνο, που τα πράγματα δεν πήγαιναν και τόσο καλά εκείνον τον καιρό. Είχε αλλάξει η συμπεριφορά του, αλλά δεν μου έλεγε τίποτα. Ξαφνικά η μητέρα μου πέθανε, όταν άνοιξε η διαθήκη η περιουσία όλη πέρναγε στα χέρια μου εκτός ενός διαμερίσματος και ενός ποσοστού 10% που άφηνε στην εγγονή της. Τότε έγινε έξαλλος, αισθανόταν πως τον αδίκησε και έβριζε τη νεκρή μητέρα μου. Έγινε ακόμα πιο απόμακρος και έμενε ώρες στο γραφείο. Ίσως αισθανόταν άσχημα, που θα ήταν υπό τον έλεγχό μου. Τελικά μου έκανε μια πρόταση, να βάλει ένα ακίνητο που είχε  και κάποια χρήματα στην επιχείρηση και να πάρει ένα ποσοστό της. Επιπλέον πρότεινε να κλείσουμε το κατάστημα στο Μιλάνο. Για να στηρίξω τη σχέση μας κι επειδή τον αγαπούσα δέχτηκα. Μεταφέραμε την έδρα της εταιρίας σε ένα κτίριο που είχε στο κέντρο της πόλης, έβαλε κι ένα ποσό και του έδωσα κάτι περισσότερο από το ένα τρίτο. Επιπλέον κλείσαμε το κατάστημα στο Μιλάνο. Όπως έμαθα αργότερα αυτό έγινε γιατί ήδη το είχε απομυζήσει, είχε κλέψει από την παραγωγή ως και τις μηχανές, με διπλά βιβλία. Τα λεφτά που έριξε στην επιχείρηση, ήταν από αυτά τα χρήματα και για αυτόν το λόγο έκλεισε το υποκατάστημα για να μη φαίνεται η απατεωνιά του.

»Ήταν υπέρμετρα φιλόδοξος και δεν κρύβω πως με κάποιες καινοτομίες του αυξήθηκε και η παραγωγή και οι πωλήσεις. Τελικά ο στόχος του ήταν η επιχείρηση, εγώ δεν έπαιζα κανέναν ρόλο, είτε ήμουν εγώ είτε κάποια άλλη ήταν το ίδιο. Ήξερε καλά τι έκανε, με βρήκε πάνω στο πένθος μου, όταν ένιωθα ευάλωτη και το εκμεταλλεύτηκε. Κατάλαβα πως για αυτό προσπάθησε να κάνουμε παιδί, για να με δέσει. Είναι άσχημο να ξέρεις πως δε σε αγαπάνε, αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Ένιωθε πάντα μειονεκτικά. Θεωρούσε πως άξιζε κάτι καλύτερο, πως του ήμουνα λίγη. Πως του χρωστούσαν όλοι. Τα έβαζε με την τύχη του. Δεν μπορούσα να καταλάβω την υπέρμετρη φιλοδοξία του. Όταν τον γνώρισα είχε βγει από μια σχέση που όπως μου είπε τον κατέστρεψε, οικονομικά δεν ήταν καλά, οι δικοί του είχαν πεθάνει. Κάποια φορά μου το είπε κατάμουτρα πως δεν ένιωθε τίποτα για μένα. Προσπαθούσα με κάθε τρόπο να τον κερδίσω, να στηρίξω αυτό που πίστευα πως είχαμε, αλλά μάταια. Βέβαια είχε καλμάρει λίγο όταν πήρε το ποσοστό της επιχείρησης, αλλά τίποτα περισσότερο από το να έχουμε μια τυπική σχέση. Ευτυχώς αγάπαγε ιδιαίτερα το παιδί που το προσεταιριζόταν, αλλά όπως κατάλαβα αργότερα, για να το έχει σύμμαχό του.

»Δεν ήταν τυχαίο το ότι δεν ήθελε να πηγαίνω στην επιχείρηση. Δεν ήθελε να έχω κανέναν έλεγχο. Είχε μεγαλεπήβολα σχέδια. Ήθελε να κάνει την «Κ & G» τη μεγαλύτερη εταιρία της χώρας και στη συνέχεια των Βαλκανίων. Μόνο τότε γινόταν τρυφερός. Το όνομα βέβαια της εταιρίας δεν ήταν πάντα αυτό, αλλά σκέφτηκε να βάλουμε τα αρχικά των μικρών μας ονομάτων στη φίρμα, όταν αγόρασε το ποσοστό που σου είπα. Θεωρούσε ότι ήταν αρκετά καλή για να πουλήσει. Αλλά νομίζω πως το έκανε για να βάλει τη δική του σφραγίδα στην ήδη υπάρχουσα φίρμα.

»Πίστευα πως τα πράγματα θα μπορούσαν να αλλάξουν. Εγώ τον αγαπούσα παρά τα όσα είχαν συμβεί. Νόμιζα πως απλά και μόνο συμπεριφερόταν έτσι γιατί πιεζόταν. Μερικές φορές ήταν τρυφερός μαζί μου, μερικές φορές μου ζητούσε συγγνώμη. Κι εγώ τον συγχωρούσα. Τα συναισθήματά μου δε με άφηναν να δω καθαρά. Όπως τότε πριν δώδεκα χρόνια περίπου, που αναγκαστήκαμε να φύγουμε κακήν κακώς και να έρθουμε στην πρωτεύουσα. Ο αθεόφοβος είχε συνάψει σχέση με ένα ανήλικο, όταν το έμαθαν οι δικοί του τρέχαμε και δε φτάναμε, τότε ήρθε κοντά μου, επικαλέστηκε την αγάπη του, ζήτησε την προστασία μου. Τον έκρυψα για να αποφύγουμε τα χειρότερα, έπιασα τη μικρή και την οικογένειά της και τους μίλησα, συμβιβαστήκαμε εξωδικαστικά, μετά ήρθαμε στην Αθήνα. Τώρα πιο ώριμα σκέφτομαι πως ήμουν πολύ χαζή που τότε δεν έφυγα από κοντά του, αλλά ήθελα να πιστέψω πως αυτά που ζήσαμε, αυτά που νόμιζα ήταν αλήθεια. Ήθελα να κάνω τις ψευδαισθήσεις μου πραγματικότητα. Μετά από αυτό το γεγονός ήρθαμε εδώ, που είχα σπίτι και διοικούσαμε από απόσταση την επιχείρηση, μέχρι να μεταφέρουμε τις περισσότερες δραστηριότητες.

»Στην αρχή της μετακόμισης, ήταν αυτός που ήθελα να πιστεύω πως είναι. Ήταν όπως όταν είχαμε γνωριστεί. Νόμιζα πως θα έμενε έτσι. Περνάγαμε πολλές ώρες μαζί, μόνο για τη δουλειά έλειπε. Είχα στεναχωρηθεί που έφυγα από πάνω, μα αφού ήμασταν ξανά ευτυχισμένοι δεν με πείραζε. Όμως σε λίγο καιρό άρχισαν πάλι τα ίδια μόλις έμαθε την πρωτεύουσα, μόλις προσαρμόστηκε σε αυτήν, με άφηνε μόνη και εδώ η μοναξιά μου ήταν αβάσταχτη. Ήμουν σε μια ξένη πόλη, με έναν ξένο άνθρωπο. Η μόνη μου παρηγοριά ήταν η κόρη μου, αλλά κι αυτή με τον καιρό βρήκε τον τρόπο να την προσεταιριστεί. Δεν ξέρω αν της είχε ίχνος αγάπης ή αν απλά είχε βάλει στο μάτι το ποσοστό της. Δεν έφτανε όμως αυτό, αλλά της έλεγε ψέματα και για εμένα. Μου είχε κηρύξει έναν πόλεμο, που δεν ήξερα ότι συνέβαινε, με τρόπαιο το παιδί. Της έλεγε πως εγώ δεν είμαι καλή μαζί του, πως δεν τον αγαπάω και την όρκιζε να μην μου τα πει όλα αυτά. Η κόρη μου με τον καιρό γινόταν όλο και πιο όμοια με εκείνον. Ψέματα, τυφλή υποταγή. Ό,τι της έλεγε το έκανε. Ήταν ικανή να πέσει και στον γκρεμό για τον πατέρα την. Τον κάλυπτε, έλεγε ψέματα σε εμένα και σε άλλους. Με τον καιρό ανακάλυψα πολλές από τις συνεργασίες τους. Κόρη και πατέρας είχαν γίνει ένα αχώριστο δίδυμο στα ψέματα. Κι εγώ έμεινα ακόμα πιο μόνη. Ακόμα και τώρα που μεγάλωσε, με θεωρεί υπεύθυνη για πολλά πράγματα, ζει σε έναν φανταστικό κόσμο σε ό,τι έχει σχέση με εμένα και τον πατέρα της. Και είναι ικανή να βλάψει ανθρώπους για εκείνον. Δε θα μου κάνει εντύπωση αν έχει παίξει ρόλο και στη δική σας σχέση. Αφού καθόταν μαζί και της έδειχνε τις φωτογραφίες, τόσο τη δικιά σας όσο και της ανήλικης που τα είχε στη Θεσσαλονίκη. Τι μπορεί να πει κανείς, για ένα άτομο που δεν προστατεύει ούτε την κόρη του! Βέβαια αυτός καμαρώνει για το κατασκεύασμά του, τη θεωρεί έξυπνη και ευφυή με μεγάλο πλεονέκτημα την πονηριά της. Φταίω κι εγώ που δεν αντέδρασα, που δέχτηκα παθητικά το ρόλο μου, που δεν έσωσα τουλάχιστον την κόρη μου απ’ τα χέρια του, που πίστευα αυτά που ήθελα, κι όχι την αλήθεια.

 

»Τι άλλο να σου πω; Να σου πω ότι κατάλαβα τη σχέση σας; Όχι δεν εννοώ πως ήξερα, μα αντιλαμβανόμουν πως υπήρχε κάποια άλλη γυναίκα στη ζωή του. Πριν οχτώ χρόνια περίπου. Πίστευα πως ήταν απλά μια περιπέτεια, πως με τον τρόπο αυτό επιβεβαίωνε τον αντρισμό του. Δεν έλεγα τίποτα, γιατί ακόμα τον ήθελα και τον αγαπούσα και προτιμούσα να τον μοιράζομαι. Σου φαίνεται παράξενο ε; Δίκιο έχεις κι όμως αυτή είναι η αλήθεια. Προτιμούσα να τον μοιράζομαι απ’ το να τον χάσω και το πιο αστείο ξέρεις ποιο είναι; Σε μισούσα. Ναι μισούσα εσένα αντί να μισώ αυτόν. Όταν η κόρη μου μάλιστα μου είπε πως ο πατέρας της τα έχει με μια μικρούλα σε μίσησα ακόμα περισσότερο, σύγκρινα την ηλικία μου με την δικιά σου. Σε θεωρούσα υπεύθυνη που συνέβησαν όλα αυτά, που τον πήρες μακριά μου. Ήθελα να πιστεύω αυτό, ενώ ήξερα πως ποτέ δε με αγάπησε, πως ποτέ δεν ήταν δικός μου. Τώρα πια για την ιστορία, θέλω να ξέρεις πως δε σε μισώ. Σε λυπάμαι πιο πολύ που έμπλεξες μαζί του. Ποιος ξέρει τι ψέματα θα έχει πει και σε σένα, ο δρόμος του πια είναι προκαθορισμένος. Βέβαια ίσως εσένα να σε αγαπάει περισσότερο από ότι εμένα, που δε με αγάπησε καθόλου.

»Πριν πέντε  χρόνια άρχισα να ξυπνάω από τον λήθαργο. Αυτό έγινε όταν από την υπέρμετρη φιλοδοξία του και τα υπερβολικά του ανοίγματα έθεσε σε κίνδυνο την εταιρία, που ο πατέρας μου με τόσο κόπο μου άφησε. Δεν ήταν ικανοποιημένος με τίποτα. Αυτή ήταν η καταδίκη του, είχε λεφτά, γκόμενες. Ελπίζω να μην σε πειράζει η έκφραση, θα έπρεπε να περνάει καλά, μα ήταν άπληστος και ήταν πάντα δυσαρεστημένος με ό,τι και να είχε. Δεν τον έφτανε τίποτα. Έκανε ταυτόχρονα άνοιγμα στη χώρα και τα Βαλκάνια, η επιχείρηση κόντευε να καταστραφεί. Έπρεπε να χρεοκοπήσουμε για να μη μας πάνε φυλακή ή να χρηματοδοτήσουμε την επιχείρηση. Μου ζήτησε λεφτά. Δεν υπήρχε περίπτωση να του τα δώσω, μα δεν είχα κιόλας το ποσό. Τότε πήρα πρωτοβουλίες, έχοντας σηκωθεί από τον ύπνο, που τόσο καιρό βρισκόμουν. Μου έκλεψε την ευτυχία, μου έκλεψε το παιδί, με έβαλε σε κόντρα με τη μητέρα μου, με έβαλε στο περιθώριο. Δε θα με άφηνε και στον δρόμο. Πήρα την μεγάλη απόφαση και γύρισα στην επιχείρηση. Είχε τις αντιρρήσεις του, αλλά δεν είχε άλλη επιλογή. Ή θα δεχόταν την πρότασή μου ή θα βρισκόταν στον δρόμο. Προτίμησε το πρώτο.

»Ανέλαβα τα ηνία ξανά, έριξα όσο ρευστό διέθετα, μα δεν έφτανε. Έψαχνα να δανειστώ. Μα ποιος δανείζει σε μια εταιρία που χρεοκοπεί; Τελικά ένας φίλος του πατέρα μου με δάνεισε με αντάλλαγμα ένα ποσοστό στην εταιρία. Άρπαξα την ευκαιρία. Για να γίνει αυτό του ζήτησα να παραχωρήσει το ποσοστό του. Δε δέχτηκε. Τότε τον εκβίασα να βρει λύση ειδάλλως θα έκλεινα την επιχείρηση και θα τον απομάκρυνα από τη διοίκηση. Αναγκάστηκε να δεχτεί. Του άφησα ένα δέκα τοις εκατό και επανήλθα στην ηγεσία της εταιρίας. Επέστρεψα ολοκληρωτικά στη δουλειά. Αυτό μου έκανε μεγάλο καλό σε συνδυασμό με τη βοήθεια του νέου μου συνεταίρου και κατάφερα να γλιτώσω την επιχείρησή μου. Τόνωσε ιδιαίτερα την αυτοεκτίμησή μου όλο αυτό. Αλλά ο Κωνσταντίνος έριξε στη μάχη την κόρη μας, που τόσα χρόνια ετοίμαζε για σύμμαχο. Προσπάθησε να με πείσει εκείνη να φύγω από την εταιρία, στην αρχή γλυκά και στη συνέχεια επιθετικά. Δεν υπήρχε περίπτωση. Το επόμενο βήμα μου ήταν η αίτηση διαζυγίου, ο Κωνσταντίνος το αρνήθηκε κατηγορηματικά, έβαλε την κόρη μας να σκηνοθετήσει μια απόπειρα αυτοκτονίας. Απέσυρα την αίτηση, αλλά τίποτα παραπάνω. Μέναμε μαζί όπως πριν. Μου ζήτησε πριν τρία χρόνια για χάρη του παιδιού να τα ξαναβρούμε, δεν αρνήθηκα διότι πίστευα ότι με όλα αυτά που είχαν μεσολαβήσει ίσως άλλαξε. Βαθιά μέσα μου ήλπιζα ακόμα. Αλλά ως εκεί τίποτε περισσότερο. Έκανα την προσπάθεια, αλλά ούτε τα ηνία της επιχείρησης του έδωσα, ούτε άλλες υποχωρήσεις έκανα. Εκείνο το διάστημα τα είχε και μαζί σου. Τελικά παρότι το πάλεψε, το πείραμα απέτυχε. Ήταν καταδικασμένο να αποτύχει. Μας χώριζαν περισσότερα από όσα μας ένωναν. Πιστεύω πως μου έκανε την πρόταση να προσπαθήσουμε, απλά και μόνο για οικονομικούς λόγους και για να με καταφέρει να κερδίσει πίσω την εταιρία. Του είπα, «τέρμα».

»Πριν ενάμιση χρόνο γνώρισα έναν άνθρωπο στη πατρίδα μου, που θέλω να είμαι μαζί του. Ζήτησα εκ νέου διαζύγιο. Κι αν σου λέει πως δεν του το δίνω εγώ μην τον πιστεύεις. Ίσα ίσα που εγώ του το ζήτησα, αλλά εκείνος δεν μου το δίνει, δε νομίζω βέβαια πως με ζηλεύει, αλλά σίγουρα δεν του είναι ευνοϊκά τα πράγματα στην επιχείρηση. Ακόμα και μαζί με την κόρη του θα κατέχει απλά το 20% και δε δικαιούται τίποτε άλλο, αφού τα υπόλοιπα περιουσιακά στοιχεία τα αποκτήσαμε πριν το γάμο. Μου ζητάει απίστευτα πράγματα για να μου το δώσει. Αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να του κάνω το χατίρι.

»Όσο για σένα Μαργαρίτα, Μαργαρίτα δε σε λένε; Μπορώ να σε διαβεβαιώσω πως δε νιώθω τίποτα αρνητικό και δεν σε μισώ πια. Έμαθα απ’ τα λάθη μου, και τώρα κοιτάω μπροστά. Έχω τη δουλειά μου, έχω έναν άνθρωπο που με αγαπά και ενδιαφέρεται πραγματικά για μένα και δε με απασχολεί τίποτα που να έχει σχέση με τον Κωνσταντίνο, όσο για το διαζύγιο, θέλει δεν θέλει κάποια στιγμή θα βγει και θα είναι ελεύθερος. Θα μπορείτε να παντρευτείτε. Κι ελπίζω αφού τον αγαπάς τόσο να ευτυχίσετε».

 

Τα λόγια αυτά ηχούσαν παράξενα στα αυτιά της Μαργαρίτας. Η Γεωργία είχε τη δουλειά της, έναν άνθρωπο που τον αγαπούσε, ενώ αυτή έναν άνθρωπο που της έλεγε μόνο ψέματα. Τόσα ψέματα! Σηκώθηκε με τις λιγοστές δυνάμεις που της είχαν απομείνει. Δεν ήξερε τι να πει. Είχε φτάσει ως εκεί με υπερηφάνεια και ανωτερότητα, να ευχαριστήσει κάποια και έφευγε σμπαραλιασμένη και ταπεινωμένη, υποχρεωμένη να ζητήσει και συγγνώμη επιπλέον.

«Συγγνώμη για την ενόχληση. Κι ευχαριστώ για τις πληροφορίες που μου έδωσες».

«Δεν πειράζει, δεν μου οφείλεις καμία συγγνώμη, περισσότερο μάλλον στον εαυτό σου. Γνώρισα τουλάχιστον από κοντά τη σύντροφο του άντρα μου, ήμουν περίεργη να σε δω από κοντά. Πάντως πρέπει να ομολογήσω πως έχει γούστο. Ήμουν σίγουρη βέβαια, του αρέσουν αυτές οι ηλικίες και είναι εκλεκτικός».

Η Μαργαρίτα δεν απάντησε, απ’ τη μια στιγμή στην άλλη είχε χάσει τον κόσμο της. Προσπαθούσε να συγκεντρωθεί και να αριθμήσει τα ψέματα που της είχε πει, μα δεν μπορούσε.

«Αν έχεις χρόνο σε λίγο θα έρθει κι ο Κωνσταντίνος, είναι η ώρα του, μπορείς να περιμένεις να τον δεις, αν θέλεις», είπε αυτή τη φορά με κάποια δόση ειρωνείας η Γεωργία, που παρά τη μεγαλοψυχία της, έπαιρνε μια μικρή ρεβάνς κι από τους δυο τους. Τώρα που μπορούσε, τώρα που ήταν ελεύθερη και θα έφτιαχνε τη ζωή της μετά από δυο δεκαετίες.

«Εδώ μένει;» ρώτησε με απορία η Μαργαρίτα.

«Φυσικά, εδώ και ενάμιση χρόνο δεν ξεκολλάει. Έχει γίνει σπιτόγατος. Αλλά βέβαια δε μένω εγώ εδώ. Τον περισσότερο καιρό λείπω στη Θεσσαλονίκη».

 

Βρισκόταν μπροστά από την πόρτα, όταν αυτή ξεκλείδωσε και είδε τον Κωνσταντίνο να προβάλει. Μέχρι τότε είχε ακόμα μια μικρή ελπίδα, μήπως αυτή η γυναίκα ήταν κάποια τρελή ή η οικιακή βοηθός ίσως, και της έλεγε ψέματα. Ακόμα κι εκείνη τη στιγμή που όλα ήταν ξεκάθαρα. Όταν όμως η πόρτα άνοιξε οι μάσκες έπεσαν. Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία. Ο Κωνσταντίνος ή Κώστας έστεκε ακούνητος απέναντί της, χωρίς να μπορεί να αντιδράσει. Είχε κοκαλώσει, ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπε άβουλο, ανήμπορο, φοβισμένο. Ήταν η πρώτη φορά που τον θωρούσε όπως ήταν πραγματικά. Προχώρησε προς το μέρος του και τον έφτυσε.

«Μπράβο για τις παραστάσεις σου, δεν ήτανε και λίγες. Λοιπόν θα σου στείλω μια φούστα μου, γιατί δε σου ταιριάζουν τα παντελόνια που φοράς», αυτά ήταν τα λόγια της και τον προσπέρασε, αφήνοντάς τον πίσω, κοκαλωμένο. Ούτε να τρέξει προς το μέρος της, ούτε τίποτα. Η Γεωργία προχώρησε προς το εσωτερικό έχοντας σκάσει στα γέλια. Τελικά η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο. Και το απολαμβάνεις ιδιαίτερα όταν τα έχεις βρει με τον εαυτό σου και είσαι καλά.

 

 

(24) Ρεσιτάλ υποκριτικής

         

‘Την αλήθεια τη φτιάχνεις όπως ακριβώς και το ψέμα’, της είχε πει ο Αριστοτέλης παλιότερα. Ήταν ένας στίχος του Ελύτη. Για αυτό άλλωστε δεν μπορείς να τη διακρίνεις. Όμως δεν μπορείς ή δε θέλεις; Η Μαργαρίτα τι να πρωτοθυμηθεί από τα ψέματά του, που άλλα δεν τα ανακάλυπτε, άλλα τα συγχωρούσε, κι άλλα τα προσπερνούσε. Της τα έλεγε ο Αριστοτέλης, της τα είπε η Αντιγόνη, εκείνη είχε πάρει την απόφαση να φτάσει ως το τέλος, να μη χαραμίσει την ιστορία της με τον Κώστα. Τώρα το γνώριζε πως πέρα από κάθε τι άλλο είχε συναισθήματα για αυτόν, αλλιώς μετά από όλα αυτά δε θα πονούσε, ένιωθε πληγωμένη. Βέβαια δεν ήξερε αν ήταν αγάπη ή εξάρτηση ή και τα δυο μαζί. Αυτό που ήξερε ήταν πως ένιωθε χαζή, πιο χαζή από κάθε άλλη φορά, που ο Κώστας μόνος του ή με την βοήθεια της κόρης του την ξεγέλασαν τόσες φορές.

 

Τώρα τα συνδύαζε όλα, σιγά σιγά έρχονταν στη μνήμη της όλα όσα είχαν συμβεί καθώς έτρεχαν τα δάκρυά της στα μαξιλάρια. Την είχε δει στην τράπεζα που εργαζόταν με τον Αρίστο, αλλά δεν της μίλησε. Στη λογιστική της εταιρία δεν είχε πάει τυχαία, ούτε για καμιά δουλειά. Άλλωστε συνεργαζόταν από χρόνια η «Κ & G» με το μεγαλύτερο λογιστικό γραφείο που θα μπορούσε να συνεργαστεί, όλα ήταν μια πρόφαση για να συναντηθούν. Για να βρει την ευκαιρία να την πλησιάσει. Κι επειδή ήταν απόμακρη και δεν είχε άλλο τρόπο, για να επιταχύνει τα πράγματα, όχι αυτό δεν ήθελε να το πιστέψει η λογική της, όμως εκεί την οδηγούσε. Το ατύχημά της το σκηνοθέτησε, μα και βέβαια πως δεν το σκέφτηκε νωρίτερα. Η μηχανή που την χτύπησε έμοιαζε πολύ με κάποιου φίλου του, που συνάντησαν μετά από καιρό. Για αυτό ήταν και τόσο επιπόλαιο το χτύπημα, για αυτό βρέθηκε σε εκείνο το σημείο. Αλλιώς δεν είχε καμιά δουλειά  εκεί. Ούτε το γραφείο του, ούτε το σπίτι του, τίποτα δεν ήταν εκεί κοντά. Μα πως μπόρεσε να φτάσει ως αυτό το σημείο; Να σκηνοθετήσει κάτι τέτοιο;

Ποτέ δεν ήθελε να μπλέκεται στις δουλειές του. Της έλεγε πως όταν δυο άνθρωποι δουλεύουν μαζί φθείρονται οι σχέσεις τους. Όταν του ζήτησε τα λογιστικά να τα φτιάχνει εκείνη, όχι μόνο αρνήθηκε, αλλά ήταν και επιθετικός. Βέβαια! Αφού η εταιρία δεν ήταν δική του, θα έβλεπε στα έγγραφα το όνομα της γυναίκας του, θα έβλεπε πως η εταιρία του δεν ήταν η «EVENT», αλλά η «Κ & G». Το μόνο που δεν μπορούσε να καταλάβει ήταν γιατί δεν της είπε απ’ την αρχή ότι η επιχείρησή του λέγονταν «Κ & G» αλλά «EVENT». Δεν μπορούσε να αντιληφθεί ακόμα το σκεπτικό του Κώστα, ο οποίος πίστευε πως με τόσο μεγάλα ψέματα δε βάζεις σε υποψία τους άλλους ότι υπάρχει περίπτωση να μην λες την αλήθεια. Τα ψέματά του ήταν μελετημένα. Δεν ήταν τυχαία. Ήταν υπερβολικός σε όλα του. Απ’ τη μια ζούσε το ψέμα του, ήθελε να φαίνεται μεγαλοπρεπής. Ένας σπουδαίος και πετυχημένος επιχειρηματίας.  Ό,τι δεν του έφερνε η ζωή βολικά, το διόρθωνε με τη φαντασία του. Ό,τι θεωρούσε ότι δεν του πήγαινε, το προσημείωνε και το έδινε στους άλλους με τέτοιο τρόπο ώστε να το πιστέψουν. Άλλωστε τα μεγάλα ψέματα δεν μας υποψιάζουν, τα μικρά είναι αυτά που μας βάζουν σε υποψίες. Ένα τόσο μεγάλο ψέμα πιστεύουμε πως δεν θα μπορούσε να στο πει ο άλλος. Και αυτό το γνώριζε καλά ο Κώστας, γιατί το είχε δοκιμάσει και στην Γεωργία τόσα χρόνια. Και για να  περάσεις το ψέμα στον άλλο και να το πιστέψει, πρέπει να το πιστέψεις πρώτα κι εσύ που το λες, κι αυτό το ήξερε. Βέβαια δε γνώριζε ή μάλλον δεν τον ένοιαζε, πως με τον καιρό και ζώντας μέσα στο ίδιο σου το ψέμα, αυτό γίνεται η αλήθεια σου. Αποσπάσαι από την πραγματικότητα και ζεις στις ψευδαισθήσεις σου.

Ήξερε πως ζούσε σε ξενοδοχείο, κρυβόταν όταν έβλεπε τον πατέρα της, δεν πήγαινε στο σπίτι της, παρά μόνο κρυφά και κυρίως όταν εκείνος έλειπε στο εξωτερικό, τι άλλο ήθελε για να καταλάβει πως η συμπεριφορά του ήταν παράξενη; Όλα αυτά τα έκανε επειδή ήταν παντρεμένος και ήθελε και τη γυναίκα του, ήθελε και τη μετρέσα. Άλλωστε δε γνώριζε πολλούς που ζούσαν σε ξενοδοχείο, μάλλον κανέναν. Κανείς άνθρωπος, που αγαπάει κάποιον και δεν ντρέπεται για αυτόν ή δε φοβάται, δεν κρύβεται όταν είναι μαζί του. Όλα αυτά έπρεπε να την έχουν προβληματίσει, μα όταν είσαι ερωτευμένος φοράς παρωπίδες, όταν αγαπάς τον άλλο τον εμπιστεύεσαι τυφλά. Βέβαια είχε και τις αποδείξεις κάποια στιγμή, όταν ανακάλυψε την κόρη του, αλλά τον δικαιολόγησε μετά τα ψέματα που της πούλησε. Όταν ανακάλυψε τη γυναίκα του, που πάλι τον δικαιολόγησε μετά την πλαστοπροσωπία της. Πιάστηκε από αυτά, ήθελε να τα πιστέψει για να μην πάνε χαμένα τόσα χρόνια στη ζωή της. Μα πως μπορείς να εμπιστεύεσαι κάποιον που ανακαλύπτεις πως σου λέει κάθε μέρα κι ένα ψέμα, που σε βάζει να ζεις για χρόνια μέσα σε ένα παραμύθι; Μπορεί να σου πει ποτέ την αλήθεια; Όχι τη φανταστική, την υποκειμενική, αυτή που υπάρχει στο μυαλό του και την χρησιμοποιεί υπέρ του, αλλά την μία και μοναδική αλήθεια. Γιατί βέβαια όσον αφορά τα συναισθήματα, πολλά μπορούν να ειπωθούν κάτι που ο ένας το βλέπει ως αγάπη, ο άλλος μπορεί να το επικαλεστεί ως ψέμα. Όταν όμως μιλάμε για τα γεγονότα, εκεί δε χωράει καμιά υποκειμενικότητα. Ήταν παντρεμένος με παιδί και της έλεγε ψέματα, την ξεγελούσε. Όλα αυτά δεν ήταν στο μυαλό της, όλα αυτά δεν τα φανταζόταν. Ήταν γεγονότα.

 

Θυμήθηκε όταν τον είχε ρωτήσει γιατί δεν παντρεύτηκε κι άρχισε να γελάει, της είχε απαντήσει πως τον πρόδωσε μια γυναίκα πολύ παλιά, κι ήταν επιφυλακτικός πια. Ήταν τόσο καλός στην υποκριτική, που απορούσε πως δεν είχε κάνει καριέρα στο θέατρο. Χαραμιζόταν ως επιχειρηματίας. Το άστρο του θα είχε λάμψει ακόμα και στο Μπρόντγουει ή στο Χόλιγουντ. Μετά θυμήθηκε που της είπε ότι η γυναίκα του είχε πεθάνει, όταν ανακάλυψε την Φανή. Ανακάλυψε και την ύπαρξη της γυναίκας του, που της είπε πως της είχε ζητήσει διαζύγιο και τον εκβίαζε εκείνη με την περιουσία. Ενώ η αλήθεια ήταν πως όταν έφευγε από την ίδια, πήγαινε σπίτι του, στην κόρη και στη σύζυγό του, κοιμόνταν και μαζί, δεν την άφηνε να φύγει.

 

Το δωμάτιο στο ξενοδοχείο το νοίκιασε μόλις τη γνώρισε για να καλύψει ότι δεν είχε σπίτι, γιατί κάποια στιγμή η Μαργαρίτα θα ήθελε να το δει. Και δεν υπήρχε περίπτωση να της πει πως ζούσε στα παγκάκια! Βέβαια η Μαργαρίτα θα μπορούσε να χάψει ακόμα κι αυτό, τόσα είχε πιστέψει, τόσες ευκαιρίες χαράμισε να φτιάξει τη ζωή της για να είναι με αυτόν. Μα ναι, βέβαια! Ήταν επιχειρηματίας, δούλευε όλη μέρα και το βράδυ ξάπλωνε στα παγκάκια, στις πλατείες να ξεκουραστεί. Είχε και μια κουβερτούλα για τις κρύες νύχτες, ενώ όταν έβρεχε κρυβόταν σε κάνα χαρτοκούτι.

«Είσαι τόσο χαζή, που κι αυτό θα το πίστευες αν στο έλεγε», μονολόγησε και πήρε μια βαθιά ανάσα.

Μετά θυμήθηκε το γεγονός του ατυχήματος της μητέρας της, όταν έπεσε από τις σκάλες, που ο Κώστας βρέθηκε αμέσως εκεί ενώ θα ταξίδευε για τη Θεσσαλονίκη. Να κι άλλο ένα ψέμα, τις περισσότερες φορές που την πληροφορούσε ότι έφευγε, απλά καθόταν στο σπίτι του με τους δικούς του, δεν μπορούσε να λείπει συνέχεια, κι έτσι έλεγε στη Μαργαρίτα ότι θα έφευγε για επαγγελματικό ταξίδι. Στο συμβάν με το ατύχημα είχε τύψεις που του χάλασε το ταξίδι, που τον γύρισε πίσω και έβλεπε το γεγονός αυτό αντί για κοροϊδία που ήταν, ως δείγμα της αγάπης του. Πραγματικά ήταν πανούργος, μπορούσε να εκμεταλλευθεί τα πάντα. Έκανε με τον τρόπο του τους πάντες να τον εκτιμούν και όλα να είναι υπέρ του. Δεν ήξερε τι ένιωθε πια για εκείνον. Τον αγαπούσε, τον μισούσε, τον σιχαινόταν, όλα μαζί, τίποτα; Το μόνο που ήξερε ήταν πως της είχαν δοθεί ευκαιρίες να ανακαλύψει την αλήθεια, πως είχε φτάσει πολύ κοντά και κάποιες φορές την ανακάλυψε κιόλας. Μα αυτός ο άνθρωπος δουλεύοντας μεθοδικά, μπαίνοντας στη ζωή της βήμα βήμα, ανακαλύπτοντας τις ανασφάλειές της, τα κενά της, τα προβλήματά της είχε καταφέρει να την υπνωτίσει και να ενεργοποιήσει τα αισθήματά της υπέρ του. Να μην βλέπει τίποτε άλλο εκτός από αυτόν, να μην εμπιστεύεται κανέναν άλλο εκτός από τον ίδιο. Την είχε απομονώσει από όλους, τους φίλους και τους γνωστούς. Είχε κάνει τη ζωή της συνώνυμο με αυτόν. Τις σκέψεις της, μόνο για αυτόν. Είχε απομακρύνει όσους ήταν δίπλα της και για τον λόγο αυτό θύμωνε που δεν μπορούσε να απομακρύνει, να διαλύσει, να βγάλει από τη ζωή της τον Αριστοτέλη. Κι αυτό τον εκνεύριζε γιατί ήταν ένας απρόβλεπτος παράγοντας. Ήταν κάτι που μπορούσε να του χαλάσει τα σχέδια ανά πάσα στιγμή.

 

Το ταξίδι τους στη Θεσσαλονίκη όταν πήγαν μαζί την πρώτη φορά, ήταν κι αυτό καλοσχεδιασμένο. Έξω το εργαστήρι δεν είχε τη φίρμα της εταιρίας και μέσα είχε κατορθώσει ο αθεόφοβος να προμηθευτεί καρτελάκια της «EVENT» και να βάλει στα ρούχα, και για όσα  ταμπελάκια της «Κ & G» βρέθηκαν σε μερικά ρούχα, μπόρεσε να βρει μια δικαιολογία. Το ψέμα αυτό δεν μπόρεσε να καταλάβει γιατί της το είχε πει, δεν εξυπηρετούσε κάτι το ιδιαίτερο σύμφωνα με τη λογική της. Είτε είχε την μία εταιρία, είτε  είχε την άλλη ήταν το ίδιο και το αυτό, ίσα ίσα που η «EVENΤ» ήταν πολύ μεγάλη εταιρία στον χώρο των ρούχων και όλο και κάτι θα μπορούσε να μάθει για τους ιδιοκτήτες της. Μα ακόμα κι αυτό δεν τον φόβισε και της είπε ένα επιπλέον ψέμα. Δεν κατανοούσε, πως όπως κάθε καλός μυθομανής που σέβεται τον εαυτό του φτιάχνει το ψέμα του με επιστημονικό τρόπο. Ξεγελάει τους άλλους από επαγγελματισμό και μόνο, χωρίς να του χρησιμεύει αυτό σε κάτι άμεσο, αλλά τον κάνει να κερδίζει σε εμπειρίες, να πειραματίζεται πάνω στους άλλους, να κερδίζει ικανότητες στο ψέμα. Κι ο αθλητής δεν έχει κάθε μέρα αγώνα, αλλά δεν αφήνει σε αδράνεια το σώμα του, το προπονεί, το γυμνάζει για να είναι έτοιμος την ώρα του αγώνα. Έτσι κι ο Κώστας προπονούσε τον εαυτό του στο ψέμα για να είναι έτοιμος τη στιγμή που θα του χρειαζόταν. Για να μπορεί να αντεπεξέλθει. Άλλωστε για αυτόν όλη αυτή η ιστορία ήταν κάτι πολύ σπουδαίο, με τον καιρό και πηδώντας από το ένα ψέμα στο άλλο είχε γίνει επαγγελματίας ή έτσι θεωρούσε τον εαυτό του, κι αν μπορούσε να επηρεάσει και εξωτερικούς παράγοντες όπως πίστευε, απροσδιόριστους που δεν εξαρτιόνταν από αυτόν δε θα αποτύγχανε ποτέ. Θα μπορούσε να κοροϊδεύει τους πάντες για πάντα. Αυτό βέβαια ήταν και το μεγάλο του μειονέκτημα η υπέρμετρη φιλοδοξία του και η υπερεκτίμηση των ικανοτήτων του.

Όμως όπως κάθε καλός ψεύτης, ζούσε τα ψέματά του. Έφτιαχνε το σενάριό του και το μελετούσε. Ήταν κάτι σαν ηθοποιός ας πούμε. Έβλεπε με ιερότητα και ηδονή το κάθε του ψέμα, κόπιαζε να το στήσει. Έφτιαχνε τα σκηνικά, το σενάριο, έκανε τη σκηνοθεσία, μάθαινε τον ρόλο του. Έτσι και στην υπόθεση της Μαργαρίτας δεν ήταν απλώς τα όποια ψέματα έλεγε που εξυπηρετούσαν τους αντικειμενικούς του  σκοπούς, υπήρχαν κι άλλα που εξυπηρετούσαν τους εικαστικούς του. Ήθελε να βάζει το κάτι παραπάνω, δεν του άρεσε στο σενάριο που είχε στο μυαλό του ότι είχε μια μικρή επιχείρηση ρούχων, έβαλε τον εαυτό του στον ρόλο ενός μεγάλου επιχειρηματία, αυτό έκανε πιο όμορφα τα πράγματα. Τον έκανε το βασιλόπουλο του παραμυθιού, του έδινε μεγαλείο, ακόμα και με το ρίσκο να αποκαλυφθεί. Πίστευε άλλωστε πως θα μπορούσε να το καλύψει, εδώ κάλυπτε άλλα κι άλλα. Και αν ανακαλυπτόταν, απλά θα μετέτρεπε λίγο το σενάριο με το μυαλό του, θα έβρισκε άλλα μονοπάτια, άλλους λόγους. Άλλωστε ήξερε καλά πως όσο πιο μεγάλα ψέματα έλεγε, τόσο πιο δύσκολα θα τον αμφισβητούσαν οι κοινοί θνητοί, που θα έλεγαν «Ε, δεν μπορεί να έχει κατασκευάσει ένα τόσο μεγάλο ψέμα!»

Βέβαια πάντα είχε ένα μειονέκτημα όλη αυτή η μηχανή που έστηνε. Ο θεατρίνος εισέπραττε το χειροκρότημα, ο αθλητής το ίδιο. Για εκείνον όσο πιο τέλειο ήταν το ψέμα του, δεν θα αποκαλυπτόταν ποτέ. Κανείς δε θα του έδινε συγχαρητήρια, κανείς δε θα μάθαινε για το ταλέντο του. Γι’ αυτό, κι αυτός όπως και τα περισσότερα όμοια του άτομα, άφηνε ασυνείδητα, ανοικτά παράθυρα για να αποκαλυφθεί. Διότι μπορεί να ένιωθε χαρά από το πόσο καλός ήταν, αλλά κάποιες στιγμές αισθανόταν κι άσχημα, που δεν είχε κάποιον να συζητήσει για τις επιτυχίες του, δεν είχε κάποιον να του πει «Μπράβο!» να τον θαυμάσει. Συνειδητά προσπαθούσε να καλύψει τα ασυνείδητα λάθη του, προσπαθούσε ακόμα κι αν ανακαλυπτόταν να καλύψει το προηγούμενο ψέμα του με ένα καινούργιο. Εκείνες τις στιγμές βίωνε τη μεγαλύτερη ευτυχία. Γνωστοποιούνταν τα επιτεύγματά του. Άφηνε τους άλλους έκπληκτους, αλλά κατάφερνε πάλι να τους σύρει στο άρμα του και να τους βάλει εκ νέου στο θεατρικό που ανέβαζε κάθε φορά. Με την κάθε αποκάλυψη δεν αισθανόταν πια μόνος, είχε και άλλους κοινωνούς της δράσης του. Έστω και έκπληκτους.

 

Ο αδελφός του ο Ταγματάρχης ήταν ένα ακόμα ψέμα του. Βρήκε ένα γνωστό του, του νοίκιασε μια στολή και όλα ήταν έτοιμα, έστησε το μικρό αυτό σκετσάκι μπροστά της. Αρκετά πετυχημένο βέβαια. Δεν εξαπάτησε όμως μόνο αυτήν, αλλά και τη μητέρα της όταν τον φιλοξένησαν σπίτι τους. Και σαν να μην έφτανε όλο αυτό της αφηγήθηκε και την φανταστική ιστορία με τη γυναίκα και την κόρη του που ζούσαν στην Κρήτη. Βέβαια πως θα μπορούσε να εξιχνιάσει ότι αυτό ήταν κάτι κάλπικο; Το είχε σχεδιάσει τόσο καλά όταν είδε πως η Μαργαρίτα είχε αρχίσει να ασφυκτιά από τη σχέση τους, όταν είδε πως δεν τον έπαιρνε άλλο χρησιμοποίησε το χαρτί αυτό. Παρουσίασε τον αδελφό του, τον μοναδικό του συγγενή, ούτως ώστε να της αποδείξει την αγάπη του, μέσω αυτής της μικρής επισημοποίησης. Όπως και με τους μυστικούς αρραβώνες που σκαρφίστηκε. Ειδικά τους αρραβώνες και τα όσα συνέβησαν εκείνον τον καιρό, η Μαργαρίτα δεν μπορούσε να τα χωνέψει με τίποτα. Έπαιξε μαζί της με κάτι τόσο ιερό. Πραγματικά αυτό αποδείκνυε πως ήταν ένας άνθρωπος δίχως φραγμούς, που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα πάντα για να πετύχει τον σκοπό του. Ήταν ήδη παντρεμένος και την οδήγησε μαζί με τη μητέρα της και τον κάλπικο αδελφό του σε μια εκκλησία για να αρραβωνιαστούν. Και οι άγιοι γιατί δε μεσολάβησαν σκεφτόταν η Μαργαρίτα, γιατί δεν έριξαν φωτιά να τον κάψουν. Τη στιγμή εκείνη ο Κώστας τη θεωρούσε ως τη μέγιστη στην όλη του σκηνοθεσία και από τις πιέσεις της είχε απαλλαγεί και κάτι τόσο ευφυές έκανε. Του είχε περάσει από το μυαλό να στήσει και τον γάμο, αλλά υπήρχαν κάποια αντικειμενικά προβλήματα, όπως ο πατέρας της, που θα έπρεπε να είναι παρών σε μια τέτοια στιγμή και θα του δημιουργούσε προβλήματα. Άλλωστε ήξερε να αποφεύγει τις κακοτοπιές, όπως ο διάβολος το λιβάνι. Τον φοβόταν τον πατέρα της, δεν ήθελε να το ρισκάρει να τον κυνηγάει κάποιος αντάξιός του για το υπόλοιπο της ζωής του. Ήταν προσεκτικός με τα θύματά του, τα μελετούσε καλά για  αρκετό χρόνο και μετά εμφανιζόταν στη ζωή τους. Άλλωστε ο κάθε καλός στρατηγός πριν ξεκινήσει την επίθεσή του, έχει καταστρώσει το σχέδιό του, κι έχει φυλαγμένα τα νώτα του.

 

Στην εποχή της εξιδανίκευσης, που θέλουμε τα πάντα χωρίς ψεγάδια, φτιάχνουμε χωρίς ψεγάδια αυτόν που στέκεται απέναντί μας. Τα ιλουστρασιόν περιοδικά παρουσιάζουν του επώνυμους χωρίς κανένα ελάττωμα, πιο νέους και πιο όμορφους από ότι είναι, τα προϊόντα, ακόμα και τα φτηνά απορρυπαντικά παρουσιάζονται από τη διαφήμιση, μοναδικά χωρίς κανένα ελάττωμα. Τα αντικείμενα, τα πρόσωπα, ακόμα και οι ιδέες εξιδανικεύονται. Έτσι κανένας δε θέλει τον άλλο ακριβώς όπως είναι, τον βελτιώνει στο μυαλό του, τον φέρνει στα μέτρα και στις ανάγκες του, όπως το καταναλωτικό αγαθό. Αυτό έκανε και η Μαργαρίτα με τον Κώστα τον ωραιοποίησε στο μυαλό της, τα γεγονότα κάποια στιγμή της αποδείκνυαν την αλήθεια, όμως εκείνη προτιμούσε να πιστεύει την εικόνα που είχε δημιουργήσει για εκείνον. Η Φανή, η κόρη του ήταν η πρώτη απόδειξη, όταν ανακάλυψε την ύπαρξή της και ότι της την απέκρυβε, όμως ακόμα και τότε που αντέδρασε, που απομακρύνθηκε για λίγο, περίμενε καρτερικά να επιστρέψει, να της πει το ψέμα του. Πως η αλήθεια ήταν υποκειμενική, πως δεν ήταν έτσι όπως την έβλεπε, πως την αγαπούσε, πως υπήρχαν άλλα πράγματα.

Έτσι μόλις άκουσε πως ήταν στο νοσοκομείο άρπαξε την ευκαιρία και πήγε κοντά του, ήταν τόσα χρόνια μαζί, δεν μπορούσε να του γυρίσει τις πλάτες τώρα που την χρειαζόταν. Βέβαια ούτε καν της πέρναγε από το μυαλό, πως το ατύχημά του ήταν σκηνοθετημένο, πως την κόρη του την έβαλε αυτός να της τηλεφωνήσει, πως έφυγε νωρίτερα από την μέρα που της είπε για να μη ρωτήσει τους γιατρούς τι είχε ο καλός της και ανακαλύψει πως το ατύχημά του ήταν επιπόλαιο. Γιατί δεν ήταν κορόιδο να διακινδυνεύσει τη ζωή του για εκείνη. Αλλά αυτά ήταν λεπτομέρειες, της πρόσφερε αυτό που ανέμενε, αφού και η ίδια περίμενε αυτήν την ευκαιρία για να βρεθεί κοντά του, γιατί ήταν εκτός από θύμα και συνένοχος σε όλη αυτή την υπόθεση. Άφησε τον εαυτό της από την αρχή να πιστέψει τα ψέματα, κι έχαψε πολύ εύκολα την ιστορία της νεκρής συζύγου του, κάτι που ο Κώστας ήξερε πολύ καλά πως θα συνέβαινε. Ούτε καν αναρωτήθηκε γιατί να της κρύψει κάτι τέτοιο στην αρχή της γνωριμίας τους. Το ότι ήταν χήρος και είχε μια κόρη δεν ήταν έγκλημα και δε θα την απομάκρυνε από αυτόν. Ίσως να μην της το έλεγε τις πρώτες βδομάδες, αλλά στη συνέχεια δεν ήταν κάτι μεμπτό που θα έθετε σε κίνδυνο τη σχέση τους.

 

Και μετά ήρθε το Μιλάνο, την πήγε να δει το ατελιέ της εταιρίας τους, που είχε κλείσει πάνω από δέκα χρόνια. Γι’ αυτό βέβαια το επισκέφτηκαν μόνο για λίγο και ό,τι ήθελε να της εξηγήσουν, το έκανε μόνος του. Βέβαια το ταξίδι αυτό ήταν ένα ρίσκο, που το ήξερε και ο Κώστας όταν έφτασαν εκεί. Θα μπορούσε απλά να την πάει σε οποιοδήποτε άλλο μέρος ή να μην της αναφέρει καν για την «EVENT», όμως ήθελε να της δείξει με αυτόν τον τρόπο, ότι ήταν μέρος της ζωής του.

Με τον καιρό ανακάλυψε πως το γραφείο που είχε στήσει στο δρόμο μπροστά από το ραφείο της «Κ & G», δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα ψέμα του. Το έστησε εκεί μόλις τη γνώρισε, πήρε μερικές αφίσες και κάποιες διαφημίσεις από την «EVENT», και προσέλαβε την Ελένη που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια γραμματέας, που την πλήρωνε από την εταιρία της γυναίκας του, αλλά την είχε εκεί για βιτρίνα, για να τον καλύπτει σε σχέση με την Μαργαρίτα. Δεν υπήρχε μαρκίζα στο δρόμο, μόνο μέσα υπήρχαν πιστοποιητικά και αφίσες της «EVENΤ». Όταν τηλεφωνούσε πως θα τον επισκεφθεί, φρόντιζε να είναι εκεί, άλλωστε η εταιρία του ήταν μόλις λίγα μέτρα πιο δίπλα και δεν αργούσε να πεταχτεί. Πραγματικά ήταν τρομακτικός ο τρόπος που σκηνοθετούσε όλα αυτά. Βέβαια έκανε ένα λάθος όταν αιφνιδιάστηκε και της αρνήθηκε πως εξαγόρασε την «K & G», αν της είχε πει «ναι» η Μαργαρίτα δε θα έμπαινε στην διαδικασία να ψάξει, παρότι βρήκε τις κάρτες της πραγματικής του εταιρίας στο αυτοκίνητό του. Και με όλα αυτά ανακαλύφθηκε η αλήθεια του, ότι η σύζυγός του δεν είχε πεθάνει κι  ότι ήταν ακόμα παντρεμένος. Μια μικρή αποκάλυψη φάνηκε πιο σημαντική από άλλες μεγαλύτερες, ώστε να γκρεμίσει το φανταστικό οικοδόμημά του.

 

Το δις εξαμαρτείν, ουκ ανδρός σοφού εστίν, και για να το αναφέρουν από παλιά πρέπει να συνέβαινε από τότε. Η Μαργαρίτα έκανε το ίδιο λάθος με την προηγούμενη φορά, περίμενε να της πει ένα ψέμα, του έδωσε την ευκαιρία να απολογηθεί και να πει την υποκειμενική του αλήθεια, όπως την είχε σκηνοθετήσει στο μυαλό του. Είπε πως η γυναίκα του ήταν μέγαιρα, πως δεν του έδινε το διαζύγιο, που θα το έπαιρνε όμως, πως δεν είχαν σχέσεις. Έκλαψε, χτυπήθηκε σαν ήρωας αρχαίας τραγωδίας. Ζήτησε συγχώρεση. Ήξερε πως αυτή η λέξη πιάνει τις περισσότερες φορές. Βρήκε και μάρτυρα για όλα αυτά, όχι βέβαια την κόρη του, που ήταν αφερέγγυα πια, αλλά την ίδια του τη γυναίκα. Δεν έχει σημασία αν δεν ήταν αυτή που παντρεύτηκε, ήταν αυτή που σκέφθηκε στο μυαλό του να της δώσει τον ρόλο. Μια ηθοποιός, μια φίλη του, κάποια που με λεφτά ή άλλο αντάλλαγμα δέχθηκε να συνδράμει στο να κοροϊδέψουν για μια ακόμα φορά τη Μαργαρίτα. Η καημένη, βέβαιη για αυτόν ήταν αδύνατον να της πάει το μυαλό ως εκεί. Πως θα έβαζε κάποια άλλη να παίξει το ρόλο της γυναίκας του για να τον δικαιώσει, χωρίς βέβαια να ρίχνει όλες τις ευθύνες σε αυτήν για να μην φανεί ύποπτη. Το λάθος της όμως δεν ήταν αυτό, αλλά ότι πίστεψε και του άφησε τη δυνατότητα να την κοροϊδέψει ξανά. Μέχρι και τα κάδρα και τις φωτογραφίες είχε φτιάξει στο σπίτι του, με την άγνωστη γυναίκα και την κόρη του για να πείσει τη Μαργαρίτα. Ήταν ένας πραγματικός καλλιτέχνης και το χάρηκε πολύ όταν άκουγε την ηθοποιό του να παίζει το ρόλο της, αφού είχε μπει στο σπίτι από την είσοδο της υπηρεσίας. Θα προτιμούσε βέβαια να παίζει κι αυτόν το ρόλο μόνος του. Φορώντας περούκες και υποδυόμενος τη γυναίκα του, να την ξεγελάσει. Να παίζει διπλό, τριπλό ρόλο αν γινόταν. Μα αφού στην πραγματική ζωή υπήρχε αυτό το μειονέκτημα σε σχέση με το σινεμά δεν μπορούσε να κάνει  αλλιώς.  Έτσι είχε επιστρέψει πίσω, με μεγαλύτερο κόστος αυτή τη φορά, αφήνοντας τον Αριστοτέλη, που ένιωθε τόσο όμορφα δίπλα του και τον αγαπούσε. Αυτό ήταν σίγουρο.

Τώρα λοιπόν βρισκόταν μπροστά στην αλήθεια, ο Κώστας ήταν κάλπικος. Έφτασε στο σημείο να της πει πως θα έπαιρνε το διαζύγιο σε δυο μέρες, πως  η σε λίγο πρώην γυναίκα του της έστελνε τις ευχές της. Η φιλοδοξία του και η σιγουριά του τον πρόδωσαν, δεν υπολόγισε πως η Μαργαρίτα σαν έντιμος αντίπαλος θα πήγαινε ως το σπίτι του να συναντήσει την δήθεν γυναίκα του και εκεί θα ανακάλυπτε την αλήθεια. Όλα τα παρουσίαζε αντίθετα, αυτός διεκδικούσε την περιουσία, όχι η γυναίκα του. Αυτός δεν έδινε το διαζύγιο όχι εκείνη.

 

Ποιος ξέρει τι άλλο έκρυβε αυτός ο άνθρωπος; Ποιος ξέρει αν έψαχνε κι άλλο, τι θα ανακάλυπτε στο παρελθόν του, και στα χρόνια πριν τη γνωρίσει. Αλλά δεν την ένοιαζε αυτό. Ένιωθε μέσα σε όλη της την πίκρα μιαν ανακούφιση, που τουλάχιστον έμαθε την αλήθεια. Θα μπορούσε να ζήσει μαζί του και να μην την μάθει ποτέ. Να παντρευτούν, να κάνουν οικογένεια. Ή να κάνουν παιδί εκτός γάμου, να ζούνε έτσι και να φθείρεται, δίχως να μάθει ποτέ ότι όλα όσα έζησε ήταν ένα ψέμα. Μόνο στη σκέψη αυτή έτρεμε. Θα μπορούσε να είχε συμβεί. Αν δεν έβρισκε τα κοκαλάκια στην τσέπη του. Ή αν ακόμα δεν πήγαινε να ευχαριστήσει τη γυναίκα του, θα ζούσε για πάντα μέσα στο σκοτάδι. Θα πίστευε τα ψέματα που της είπε. Άλλωστε δε θα είχε καμιά επαφή μαζί της, αφού ο Κώστας της ανακοίνωσε πως θα έφευγε για την Θεσσαλονίκη η Γεωργία και το σπίτι θα το πουλάγανε. Οπότε θα πίστευε απλά ότι ήθελε εκείνος να πιστεύει. Ίσως όμως ήταν μια ασυνείδητη αντίδρασή του η τελευταία του υπερβολή, ίσως ο Κώστας είχε την ανάγκη να αποκαλυφθεί το αριστοτεχνικό του ψέμα, διότι ποτέ δεν θα μάθαιναν τα όσα σπουδαία έκανε, ίσως απλά ήταν τυχαίο, ίσως ένας κακός υπολογισμός, που έδωσε όμως την ευκαιρία στη Μαργαρίτα να μην ζήσει μια ψεύτικη ζωή. Στη Μαργαρίτα που μετά το πρώτο του μεγάλο ψέμα είχε πάψει να τον εμπιστευτεί τυφλά, παρά που στο τέλος πάντα κατάφερνε να την ξεγελά. Ένιωθε σαν χαμένη, πονούσε πολύ, το είχε βέβαια ξαναζήσει, αυτή τη φορά όμως είχε χάσει και τον φίλο της, που θα έφευγε για το εξωτερικό. Δεν ήξερε τι να κάνει, να μείνει εκεί να κλαίει τη μοίρα της ή να τον διεκδικήσει; Να τον αφήσει να φύγει ή να τρέξει δίπλα του να ζήσει στην αλήθεια του; Την είχε συγχωρέσει, δεν το ήξερε, αλλά το υποψιαζόταν. Όμως αυτή τη φορά εν αντιθέσει με την πρώτη η επιστροφή της θα έμοιαζε σαν την προσπάθεια του ναυαγού να πιαστεί από την σανίδα. Τον αγάπαγε, αλλά φοβόταν πως ο Αριστοτέλης θα αισθανόταν πικρία. Σαν κάποιος που ήταν δίπλα της απλά στην απέλπιδα προσπάθεια επιβίωσής της, επειδή η πραγματική της αγάπη την πρόδωσε και με τον τρόπο της την έδιωξε. Γιατί να μην μείνει μαζί του; Γιατί να ακούσει τις σειρήνες της εξάρτησης, γιατί να εμπιστευτεί τον Κώστα; Δεν ήξερε τι έπρεπε να αποφασίσει, φοβόταν μήπως αυτά που θα σκεφτόταν ο Αριστοτέλης ήταν αλήθεια. Δεν μπορούσε να κάνει ούτε μπροστά, ούτε πίσω.

 

 

ΜΕΡΟΣ

III

 

(25) Μια νέα ευκαιρία

 

Ο έρωτας είναι πρωτίστως ελκτικός και μετέπειτα γενεσιουργός. Αυτός με την έλξη του ενώνει, και η ένωση αυτή δημιουργεί το καινούργιο, το νέο. Ενώνει δύο άτομα, όχι όμως οποιαδήποτε δύο. Είναι κάτι βαθύ, κάτι μοναδικό, που οδηγεί δυο ανθρώπους έξω απ’ την κοινωνία τους, πάνω απ’ τη φύση τους. Κάπου στο άπειρο, μονάχα αυτούς. Δεν είναι απλά μια σεξουαλική πράξη, που μπορεί να συμβεί σε ένα μπορντέλο, σε μια τουαλέτα κάποιου μπαρ, δεν είναι μια ξεπέτα για να εκτονώσεις τα ένστικτά σου. Είναι κάτι πολύ πιο δυνατό, αυτό που δυο άνθρωποι αισθάνονται την αδυναμία τους μπροστά του, την μοναξιά τους, που όταν λείπει ο άλλος λείπει ο αέρας από γύρω τους, που όταν συναντιούνται τα βλέμματα, εκατομμύρια βολτ εξαπολύονται στην ατμόσφαιρα και ξέρεις την αλήθεια, την καθάρια αλήθεια, πως όλα αρχίζουν και τελειώνουν εδώ. Είναι κάτι δυνατό που το θέλεις πολύ, που το παλεύεις σε αντίθεση με την κοινωνία σου αν χρειαστεί, έστω κι αν το αποτέλεσμα είναι καταδικασμένο εκ των προτέρων, που μπαίνεις στη διαδικασία να το δουλέψεις και με τους πολλαπλασιαστές του, οδηγεί στην αγάπη, μιαν αγάπη σαν αυτή της μάνας προς το παιδί, που εξελίσσεται, που δουλεύεται και γίνεται μοναδική.

Κάποιοι λένε πως ο έρωτας ξεθυμαίνει, χάνεται. Η αλήθεια είναι πως απλά δυναμώνει, πως δεν ξεχωρίζει απ’ την αγάπη. Και οδηγεί στο τέλος και των δυο, όταν χάνεται ο ένας, χάνεται κι ο άλλος, όπως με τον αετό της Δαδιάς, όταν χάνει το ταίρι του, όπως με την Ιουλιέτα, όταν χάνει το Ρωμαίο της, όπως τον γέρο- Εττόρε,  77 ετών σε μια πόλη της Ιταλίας, κοντά στην πόλη του Ρωμαίου,  που όταν πίστεψε πως η γυναίκα του, όντας σε κώμα έξι μήνες δε θα επανέρθει, αυτοκτόνησε. Η Ροζάνα συνήλθε λίγο αργότερα και ζήτησε τον Εττόρε, τραγωδία βγαλμένη απ’ τη λογοτεχνία, λογοτεχνία βγαλμένη από τη ζωή.

Οι πραγματικά ερωτευμένοι δεν έχουν ανάγκη να κάνουν διαφήμιση του έρωτά τους, ζουν σε αυτόν ευτυχισμένοι. Οι αποτυχημένοι του έρωτα αποφασίζουν να στραφούν προς άλλους τομείς, κι επειδή οι ίδιοι δεν μπόρεσαν, διαλαλούν παντού ότι δεν υπάρχει, πως χάνεται σαν την πονηρή αλεπού που δε φτάνει τα σταφύλια. Αυτά πίστευε ο Αριστοτέλης, αλλά δεν τα είπε στην Μαργαρίτα όταν έσπευσε να τον συναντήσει, ύστερα από το νέο του κάλεσμα λίγο μετά τον καινούργιο της χωρισμό. Ο Αριστοτέλης τόλμησε να ρισκάρει για δεύτερη φορά, τώρα που τα πράγματα ήταν πια ξεκάθαρα και η αλήθεια έλαμπε στο μυαλό της σαν τον ήλιο στον καθαρό ουρανό. Το μόνο που της ανέφερε ήταν μια ρήση του Ζ. Π. Σαρτρ, ότι η γυναίκα πρέπει να έχει παρελθόν κι ο άνδρας μέλλον.

 

Όταν έμαθε όλη την αλήθεια η Μαργαρίτα αισθανόταν για άλλη μια φορά πολύ άσχημα, ήταν στη νοητή γραμμή των ορίων της, στο μυαλό της μια θάλασσα γεμάτη λαμπιόνια, που θάμπωναν, που χάνονταν. Όχι, δε θα αυτοκτονούσε, δεν ήταν από αυτά τα άτομα. Όχι, γιατί επηρεαζόταν από την χριστιανική ηθική, ή από κάποια άλλη παράδοση. Μα προτιμούσε να παλεύει, να κερδίζει. Είχε στερηθεί πολλά στο πλευρό του, στο πλευρό κάποιου που δεν άξιζε και πήρε την απόφαση να κερδίσει το χαμένο έδαφος, κι άρχισε από τον Αριστοτέλη που τον αγαπούσε και ήξερε πως κι εκείνος το ίδιο. Που τον ερωτεύτηκε από την πρώτη στιγμή που τον είδε και δεν ήθελε να τον χάσει από απερισκεψία. Τον πλήγωσε βέβαια μία φορά, τον αρνήθηκε για χάρη του Κώστα, δεν ήξερε όμως αν το έκανε επειδή αγαπούσε τον τελευταίο ή από εγωισμό, για να κερδίσει την παρτίδα μαζί του. Σίγουρα είχε συναισθήματα για αυτόν, άλλωστε όπως της είχε μάθει κι ο φίλος της, το άγγιγμα δυο σωμάτων είναι κι αυτό βαθύ, όμως ήθελε πολύ να βγει και νικήτρια σε όλη αυτή τη μάχη με τα χρόνια της που χάνονταν, με τη ζωή που ονειρεύτηκε και δεν της βγήκε με τον άνθρωπο εκείνον που την ξεγέλασε, για να τα ξεπλύνει όλα στην κολυμπήθρα της αλήθειας μαζί του. Μα όχι, όσο προσπαθούσε, τόσο πιο πολύ έφτανε στο πουθενά.

Τώρα ήταν εδώ, αυτό ήξερε μόνο και μπορούσαν και οι δυο μαζί να δουλέψουν την αγάπη τους, να προχωρήσουν. Ο ήλιος την ακολουθούσε πάλι σε κάθε της βήμα, την γέμιζε αισιοδοξία και χαρά, της χάιδευε τα μαλλιά, την άγγιζε στο πρόσωπο, στα χέρια, στα δάχτυλα, στον λαιμό, την έκανε ευτυχισμένη, έλαμπε πάλι όπως παλιά. Ήταν χαρούμενη, στα χείλη της είχε ζωγραφιστεί το χαμόγελο, τα πήγαινε καλύτερα και στη δουλειά. Κέρδιζε λίγο λίγο τη μάχη κι αυτό χάρη στον Αρίστο. Έλαμπε ολόκληρη κάτι που παρατήρησε και ο πατέρας της.

«Τι έχεις εσύ τώρα τελευταία και λάμπεις ολόκληρη;»

Ήταν αδύνατον να το κρύψει, αφού το έβλεπαν όλοι πως ήταν τόσο λαμπερή όσο ποτέ άλλοτε. Η μητέρα της την αντίκριζε και χαιρόταν που δεν είχε μείνει πίσω, που προχωρούσε. Βέβαια δεν έλειπαν και οι φορές που ήταν συννεφιασμένη, όταν σκεφτόταν τον Κώστα και την κοροϊδία του, τον καιρό που έχασε μαζί του. Τώρα όμως ήταν εδώ και είχε αυτά που ήθελε.

 

Είχαν περάσει τέσσερις μήνες από τότε που είχε χωρίσει, εδώ και δυόμισι μήνες βρισκόταν με τον Αρίστο, που ετοιμαζόταν να φύγει εκείνη την περίοδο και ανέβαλε τα πάντα για να μείνει μαζί της, είχε μια καλή δουλειά εδώ και θυσίασε την διεθνή του καριέρα. Άλλωστε πάντα έδινε μεγαλύτερη σημασία στους ανθρώπους, παρά σε οτιδήποτε άλλο  Βέβαια επειδή είχε χρόνο για να απαντήσει για τη θέση, δεν την αρνήθηκε, απλά ανέβαλε την απάντηση. Σκέφτηκε πως ίσως αργότερα έφευγαν μαζί για κάποια χρόνια έξω, αν πάλι αποφάσιζαν να μείνουν πίσω δεν είχε να χάσει τίποτα, θα αρνούταν τότε τη θέση. Ο καιρός όμως πλησίαζε και βλέποντας πως η Μαργαρίτα ήταν ήρεμη και δεν ήθελε να φύγει, δεν της ανέφερε τίποτα για όλα αυτά. Η Μαργαρίτα πάλι του είχε εξομολογηθεί όλη την ιστορία με τον Κώστα, που στο μεγαλύτερό της μέρος την ήξερε ούτως η άλλως, παρά τις όποιες συμβουλές έδιναν οι τηλεοπτικοί ψυχολόγοι, ότι καλό θα ήταν να μην λέμε στο νέο μας σύντροφο για το παρελθόν μας. Άλλωστε είχε από καιρό απαλλαγεί απ’ το να παρακολουθεί ό,τι είχε να κάνει με τις σχέσεις στην τηλεόραση και να νομίζει ότι αναφέρονται σε αυτήν.

 

Ένα πρωί του είπε,

«Ξέρεις ποιον θα ήθελα να δω;»

«Που να ξέρω;»

«Την Αντιγόνη, έχουμε καιρό να μάθουμε νέα της!»

«Τελικά γίνατε καλές φίλες μεταξύ σας».

«Δεν ξέρω, αλλά αισθάνομαι κάτι για αυτήν, απ’ την αρχή της γνωριμίας μας. Ίσως ότι τελικά οι ιστορίες μας ήταν εν μέρει παράλληλες».

«Μμμ, θα μπορούσαμε να πάμε το επόμενο Σαββατοκύριακο αν θες. Η καλύτερα πάρε μερικές μέρες άδεια, να την επισκεφτούμε, να κάτσουμε περισσότερο, να μάθουμε τα νέα της και να ξεκουραστούμε και λίγο, άλλωστε ο καιρός άνοιξε».

«Πολύ καλή ιδέα, θα το φροντίσω…»

 

Μετά από δυο μέρες ο Αριστοτέλης ενημέρωσε τη Μαργαρίτα πως η Αντιγόνη θα ερχόταν στην Αθήνα για δουλειές το επόμενο Σάββατο, οπότε θα μπορούσε να τη συναντήσει και να αναβάλουν το ταξίδι τους για κάποιο από τα Σαββατοκύριακα που θα ακολουθούσαν.

«Ωραία, θα της τηλεφωνήσω λοιπόν για να βρεθούμε».

 

 

(26) Η αρχή του τέλους

 

Το ραντεβού τους είχε κανονιστεί, θα βρίσκονταν κάπου στην Πλάκα για έναν καφέ και στη συνέχεια θα ερχόταν και ο Αριστοτέλης να πάνε για φαΐ. Ξεκινώντας όμως η Μαργαρίτα από το σπίτι της συνάντησε τον Κώστα. Πίστευε πως δε θα τον ξανάβλεπε ποτέ πια στη ζωή της, πως δε θα μάθαινε ποτέ τι κάνει, που είναι, πως ζει, ποια κοροϊδεύει; Να όμως, που  τώρα εμφανίστηκε μπροστά της! Δεν ήταν προετοιμασμένη για αυτή τη συνάντηση. Δεν είχε προετοιμαστεί για το να τον αντιμετωπίσει, τι θα του έλεγε, αν θα του μιλήσει καν. Βέβαια ήξερε πως έχει τον Αριστοτέλη, πως την αγαπούσε, κι αυτή το ίδιο και ήταν δυνατή.

«Καλημέρα», της είπε.

Σκέφτηκε για κάποια κλάσματα του δευτερολέπτου, ποια θα έπρεπε να είναι η αντίδρασή της, αν θα έπρεπε να του μιλήσει ή να τον προσπεράσει χωρίς να του δώσει καμιά σημασία, σαν σε άγνωστο. Όμως κατέληξε στο ότι αυτό θα έδειχνε αδυναμία, έτσι αποφάσισε να τον αντιμετωπίσει, άλλωστε γνώριζε πως ό,τι της έλεγε θα ήταν ψέμα. Αλλά ακόμα κι αν γνωρίζεις πως οι σειρήνες θα σε παρασύρουν, μπορείς να τις αποφύγεις, όταν τις ακούσεις;

«Μη μου πεις πως βρεθήκαμε τυχαία;» του σχολίασε.

«Θα ήταν ψέμα».

«Ένα από τα πολλά που μου είπες».

«Έχεις δίκιο και σου ζητάω συγγνώμη».

«Δεν κάνει τίποτα. Σε ευχαριστώ όμως που με έμαθες να μην εμπιστεύομαι τους ανθρώπους».

«Ούτε εκείνον;»

«Ποιόν λες;»

«Τον Αριστοτέλη, εγώ πάντα το ’λεγα…»

«Μην τον πιάνεις στο στόμα σου!»

«Συγγνώμη έχεις δίκιο, ήθελα απλά να δω πως είσαι. Καλά φαίνεσαι. Ελπίζω να ’σαι ευτυχισμένη».

«Μετά από αυτά που πέρασα καλά είμαι. Εσύ;»

«Καλά κι εγώ», απάντησε μα φαινόταν πως ήταν ψέμα, τόσο απ’ την εμφάνιση του, όσο και από τον τρόπο που το είπε.

Ενώ η συζήτησή τους εξελισσόταν, προχωρούσαν ο ένας πλάι στον άλλο.

«Ξέρεις ήθελα να σου πω και κάτι ακόμα, από καιρό δηλαδή, αλλά δεν ήξερα αν έπρεπε», είπε ο Κώστας.

«Δεν έχω πολύ χρόνο», του απάντησε θέλοντας να αποφύγει να ακούσει τα όσα είχε να της πει.

«Δεν θέλει πολύ χρόνο, δυο λεπτά. Ήθελα να σου ζητήσω συγγνώμη για όσα σου έκανα. Δεν ήταν βέβαια ότι ήθελα να σε κοροϊδέψω, αλλά επειδή ήμουν δειλός, φοβόμουν να σου πω την αλήθεια, γιατί δεν ήθελα να σε χάσω και τελικά το μόνο που κατάφερα ήταν αυτό. Δεν πειράζει όμως, αρκεί να είσαι καλά. Να ξέρεις πάντως ότι σε αγάπησα και ακόμη σε αγαπάω».

 

Η Μαργαρίτα τον άκουγε χωρίς να αρθρώνει λέξη, καθώς περίμενε στην στάση το λεωφορείο. Όταν έφτασε του είπε,

«Αντίο Κώστα, φρόντισε να είσαι καλά».

«Χωρίς εσένα;» της απάντησε σαν να αναρωτιόταν και σαν να έλεγε, «όχι, χωρίς εσένα δεν μπορώ να είμαι καλά».

 

Όταν επιβιβάστηκε στο λεωφορείο, γύρισε προς το μέρος του και τον είδε να σηκώνει σιγά το χέρι και να της κάνει έναν κρυφό χαιρετισμό. Η Μαργαρίτα ανταπέδωσε με ένα νεύμα του κεφαλιού.

 

Ήδη βρισκόταν με την Αντιγόνη και της διηγούταν τη συνάντηση που είχε με τον Κώστα. Της είπε πως τα έχασε, πως ένιωσε περίεργα και πως τον είδε συντετριμμένο, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Του είχε δώσει πολλές ευκαιρίες. Η Αντιγόνη από την πλευρά της, που είχε θάψει μια και καλή στη δική της περίπτωση τον Τάκη, δεν την καταλάβαινε απόλυτα, αλλά έβλεπε πως είχε επηρεαστεί.

«Τι να σου πω! Πιστεύουμε ό,τι θέλουμε, κι όχι ό,τι πραγματικά είναι ο άλλος. Κι εγώ αυτό έκανα με τον Τάκη».

«Ίσως έχεις δίκιο. Μα αν ήταν ειλικρινής ο άλλος όλα θα ήταν πιο εύκολα. Αν μου είχε πει την αλήθεια από την αρχή…»

«Έχεις δίκιο, μα αν όλοι ήταν ειλικρινείς, αν όλοι έλεγαν την αλήθεια, δε θα ξεχώριζε ο αληθινός απ’ το σκάρτο, η αλήθεια από το ψέμα. Θα ήταν όλα εύκολα βέβαια... Τι σκοπεύεις να κάνεις;»

«Δεν έχω να αποφασίσω κάτι!»

«Καλά θα κάνεις για μένα. Ο Αριστοτέλης σε αγαπάει πολύ, μα αν είναι να τον πληγώσεις πάλι, άφησέ τον καλύτερα τώρα».

Μα τι της έλεγε η φίλη της εκείνη τη στιγμή, μπορεί να είχε επηρεαστεί από τη συνάντηση, μα δεν υπήρχε περίπτωση να αλλάξει γνώμη αυτή τη φορά.

Είδαν τον Αριστοτέλη να έρχεται προς το μέρος τους και άλλαξαν κουβέντα. Ενώ δεν πρόσεξαν καθόλου τον άνδρα που καθόταν λίγα τραπέζια πιο πέρα και διάβαζε την εφημερίδα του και τις παρακολουθούσε σαστισμένος. Ήταν ο Κώστας, που δεν ήθελε να πιστέψει ότι την έχασε. Την ήθελε πίσω, του έλειπε. Τόσα χρόνια μαζί της ήταν δύσκολο να την αποχωριστεί και ήταν κι ο εγωισμός του στη μέση.

 

Μετά από δυο μέρες εμφανίστηκε και πάλι μπροστά της. Και πάλι το πρωί, όταν έφευγε από το σπίτι για τη δουλειά της. Ήξερε πως θα την έβρισκε μόνη, αφού παραφύλαγε πολλή ώρα για να βεβαιωθεί πως θα φύγει πρώτα ο Αριστοτέλης.

«Πάλι εδώ;» τον ρώτησε.

«Καλημέρα».

«Καλημέρα, τι θέλεις εδώ; Εμείς οι δυο έχουμε τελειώσει».

«Το πιστεύεις πως μπορούμε να τελειώσουμε εμείς οι δυο;»

«Είσαι τρελός;»

«Εγώ ή εσύ που με την πρώτη δυσκολία με άφησες; Πως μπορείς χωρίς τα φιλία μου, χωρίς τις αγκαλιές μου, χωρίς την αγάπη μου, χωρίς τον έρωτά μου;»

«Είσαι σίγουρα τρελός», του απάντησε καθώς εκείνος την ακολουθούσε.

«Πως μπορείς;»  συνέχισε.

«Όπως κι εσύ…»

«Εγώ δεν μπορώ, εγώ πεθαίνω κάθε μέρα. Σε αγαπάω».

«Η γυναίκα σου τι κάνει;» τον ρώτησε για να ξεφύγει από το επίμονο pressing.

«Δεν υπάρχει γυναίκα».

«Μπα τι σχόλασες κι αυτή την καημένη;»

«Χωρίσαμε», απάντησε και της έδωσε ένα χαρτί που έβγαλε από την τσέπη του.

Η Μαργαρίτα ταράχτηκε για λίγο καθώς πήρε το χαρτί στα χέρια της, αλλά προσπάθησε να το κρύψει.

«Χωρίσαμε, σχεδόν της έδωσα όλη την περιουσία και ξεμπέρδεψα. Η κόρη μου είναι στο πανεπιστήμιο, σπουδάζει σε μιαν άλλη πόλη και δε θα μας ενοχλεί. Σε αγαπάω Μαργαρίτα, πες μου τι θέλεις; Θέλεις να έρθω στον πατέρα σου, θέλεις να παντρευτούμε;» τη ρώτησε κάνοντάς την να μην ξέρει αν ακούει την αλήθεια ή αν παίζει την τελευταία σκηνή πριν πέσει η αυλαία και βάζει τόσο πάθος και τόση δύναμη για να εισπράξει το χειροκρότημα των θεατών.

«Άσε με, είναι πολύ αργά πια», απάντησε και επέστρεψε προς το σπίτι της τρέχοντας. 

 

Δεν μπόρεσε να πάει στη δουλειά της, όλη τη μέρα έμεινε στο κρεβάτι της και έκλαιγε. Την είχε αναστατώσει αυτή η συνάντηση και τα όσα άκουσε. Για τις επόμενες δυο βδομάδες συνέχισε να την ενοχλεί, να την παίρνει τηλέφωνο, να της στέλνει λουλούδια, να της ζητάει συγχώρεση και μια ευκαιρία για να συνεχίσουνε μαζί. Δεν άντεχε άλλο, τα νεύρα της είχαν σπάσει. Άλλες φορές τον έβριζε, άλλες έβαζε τα κλάματα. Κρυβόταν από τον Αριστοτέλη και δεν του αποκάλυπτε την αλήθεια, γιατί δεν ήθελε να τον στεναχωρήσει. Εκείνος όμως καταλάβαινε ότι κάτι είχε συμβεί, πως δεν ήταν όπως πρώτα. Πως ήταν στεναχωρημένη. Δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Ήταν έτοιμος όμως και πάλι να της ανοίξει την πόρτα και να την οδηγήσει στην ελευθερία. Από την άλλη όμως ήξερε πως αν όλα αυτά είχαν σχέση με τον Κώστα μόνο κακά μπορούσαν να της φέρουν.

Τελικά δεν άντεξε την πίεση. Πήρε την απόφαση να φύγει, να μείνει για λίγες μέρες μόνη της, να πάει στο μοτέλ της Αντιγόνης να ξεδιαλύνει τις σκέψεις της, που ο Κώστας πάλι τις είχε μπερδέψει και να πάρει τις οριστικές της αποφάσεις. Άλλωστε απ’ την αρχή δεν είχαν δεσμευτεί σε τίποτα με τον Αριστοτέλη και ήξερε πολύ περισσότερο ότι εκείνος δε θα της θύμωνε. Όταν του το ανακοίνωσε, το μόνο που σκέφτηκε ο Αριστοτέλης ήταν πως πια όλα τέλειωσαν μεταξύ τους, πως έβρισκε έναν τρόπο να αποδράσει αξιοπρεπώς πάλι και αναλογίστηκε πόσο σοφό ήταν το να μην αρνηθεί την πρόταση που του είχε γίνει, άλλωστε του έμεναν πέντε μέρες για να απαντήσει.

«Θέλω να μείνω για λίγο μόνη μου, να ξεκαθαρίσω τα συναισθήματά μου. Θα πάω μάλλον στο μοτέλ. Δεν θέλω να είμαι μαζί σου και να μην είμαι απόλυτα και ξεκάθαρα».

«Φοβάμαι πως κάπου εδώ είναι το τέλος», της απάντησε καθώς έγειρε και τη φίλησε.

«Έλα, μην το λες».

 

 

(27) Το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται

 

Η Μαργαρίτα έφτασε στο μοτέλ που την καλοδέχτηκε η φίλη της. Έμεινε στο ίδιο δωμάτιο που είχε και την προηγούμενη φορά. Ετοίμασε τα ρούχα της και βγήκε στο παράθυρο. Εκεί αντίκρισε την Αντιγόνη με τον πιστό της φίλο Νίκο να πίνουν το ρόφημά τους και να τα λένε. Ήταν πολύ ταιριαστοί, θα άξιζε να είναι ακόμη ζευγάρι. Είχε όμως τόσο μεγάλες πληγές από τον Τάκη, που δεν μπόρεσε ποτέ να τις ξεπεράσει και να ζήσει μαζί του, δεν εμπιστευόταν κανέναν. Ας ήξερε με τη λογική της πως τον Νίκο θα μπορούσε, κι ας ένιωθε τόσα για αυτόν. Την καταλάβαινε βέβαια γιατί και η ίδια ήταν γεμάτη πληγές. Είχε βρεθεί στον δρόμο της ο Αριστοτέλης, που την έκανε ευτυχισμένη, κι αυτή να σκέφτεται αν μπορούσε ή όχι να είναι μαζί του. Σίγουρα τα είχε χάσει. Μα αυτή τη φορά δεν θα έπαιρνε επιπόλαιες αποφάσεις, ό,τι έκανε θα ήταν οριστικό. Είχε μια ευκαιρία βέβαια να γυρίσει στον Κώστα, να κερδίσει την τελική παρτίδα, να ζήσει όσα ονειρεύτηκε, να κερδίσει τα χαμένα χρόνια, δεν ήταν σίγουρη όμως ότι αυτό θα της έδινε χαρά, θα την έκανε ευτυχισμένη. Η παρουσία του όμως τη δυσκόλευε στο να είναι και απόλυτα ευτυχισμένη με τον Αριστοτέλη. Τα συναισθήματά της για τον Κώστα υπήρχαν και τώρα αυτός φαινόταν να έχει κάνει όσα εκείνη ήθελε. Ίσως σε λάθος χρόνο. Μα αν τον απέρριπτε και το μετάνιωνε αργότερα; Φόβος πάλι. Μήπως ήθελε να πιστέψει εκ νέου σε ένα ψέμα; Ο Αριστοτέλης την περίμενε, δεν έπρεπε να τον διαψεύσει. Για μια στιγμή σκέφτηκε τη Γεωργία, τι να είχε κάνει αυτή, έλεγε πως θα προχώραγε τη ζωή της, τελικά να τα κατάφερε; Έκλεισε το παράθυρο και τράβηξε τις κουρτίνες. Την ίδια στιγμή ο Κώστας κρυμμένος πίσω από τα δέντρα την παρακολουθούσε. Δεν καταλάβαινε τι ακριβώς γινόταν, γιατί ταξίδεψε ως εκεί, αλλά πίστευε πως το ταξίδι αυτό θα λειτουργούσε υπέρ του. Μπήκε στο αυτοκίνητο και πήρε το δρόμο της επιστροφής έχοντας στο μυαλό του μια νέα παράσταση.

 

Μερικές φορές η τύχη παίζει σημαντικότερο ρόλο από όσο πιστεύουμε. Η τύχη όχι ως κισμέτ, μα ως στατιστικό γεγονός. Ο Αριστοτέλης σκεφτόταν όλο το βράδυ, σχεδόν έμεινε άυπνος. Το πρωί τηλεφώνησε στη δουλειά του και είπε πως δε θα πάει. Επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητό του και ξεκίνησε για το ‘Mοτέλ Eυαρέσκεια’. Θα της έκανε έκπληξη. Θα την αγκάλιαζε, θα τη φίλαγε, θα της έλεγε πόσο πολύ την αγαπάει, πόσο ερωτευμένος είναι μαζί της, καθώς κι όλα αυτά που ήδη ήξερε και θα της ζητούσε να γυρίσουν πίσω μαζί. Σκεφτόταν συνέχεια την ώρα της συνάντησης. Τις αντιδράσεις της. Αν ήταν σωστό ή όχι. Σε κάποια στιγμή φρέναρε απότομα. Έστριψε το αμάξι και γύρισε πίσω. Δεν έπρεπε να την επηρεάσει, του ζήτησε χρόνο να αποφασίσει θα της τον έδινε. Τρεις μέρες του είχε πει. Η μία είχε περάσει, δύο είχαν μείνει ακόμα. Άλλωστε ό,τι ήθελε να της πει το ήξερε, της το είχε επαναλάβει τόσες φορές, της το είχε δείξει εξίσου πολλές. Γύρισε στο γραφείο του στην τράπεζα. Εκεί τον περίμενε μια έκπληξη. Ήταν ο Κώστας, που ενημερώθηκε πως ο Αριστοτέλης είχε άδεια, αλλά καθυστέρησε να φύγει, φλερτάροντας με μια υπάλληλο. Έτσι συναντήθηκαν.

«Καλημέρα».

«Τι κάνεις εσύ εδώ;»

«Α, ήρθα να πάρω ένα επιχειρηματικό δάνειο, χώρισα και τώρα θέλω να ασχοληθώ με την εμπορία ρούχων και γενικά γυναικείων αξεσουάρ. Μα, δεν σου το είπε η Μαργαρίτα;»

«Κάθισε», είπε ο Αριστοτέλης που στο μυαλό του γυρίζανε τα λόγια του Κώστα, που τα είχε μελετήσει ένα προς ένα για να του τα πει.

 

Η Μαργαρίτα τον είχε συναντήσει, αυτός είχε πάρει διαζύγιο, η Μαργαρίτα δεν του το ανέφερε. Στη συνέχεια της συζήτησης ο Κώστας, άφησε να εννοηθούν κι άλλα αόριστα πράγματα, όπως ότι βρισκόταν σε συ6ζήτηση με τη Μαργαρίτα, ότι την επιχείρηση θα την έκανε με το νέο του ξεκίνημα στη ζωή, ότι είχαν αποφασίσει να ζήσουν μαζί, ότι είχε κερδίσει τη μάχη. Τίποτα αληθινό, μα όλα τόσο πειστικά. Ο Αριστοτέλης πήρε την απόφασή την ίδια νύχτα κιόλας, αν δεν επέστρεφε η Μαργαρίτα και δεν επικοινωνούσε μαζί του μέχρι το επόμενο βράδυ, όλα θα είχαν τελειώσει. Θα δεχόταν τη θέση το μεθεπόμενο πρωινό και θα έφευγε. Δεν του άξιζε τέτοια συμπεριφορά.

 

Ο Κώστας από την πλευρά του επέστρεψε στο μοτέλ και στρατοπέδευσε έξω από αυτό. Είχε ακόμα να κλείσει κι εκεί μια υπόθεση, όταν θα έφευγε η Μαργαρίτα. Έπρεπε να μάθει κάποια πράγματα. Η τρίτη μέρα κύλησε ομαλά. Η Μαργαρίτα εξήγησε τους ενδοιασμούς της στην Αντιγόνη. Δεν της έκρυβε πως είχαν μείνει ακόμα ίχνη αγάπης για τον Κώστα, παρά τα όσα της είχε κάνει, μα οι επιλογές της έγερναν προς τον Αρίστο. Τελικά θα έμενε μόνο αυτό το βράδυ εκεί. Και το πρωί θα επέστρεφε. Θα έκανε μια συζήτηση μαζί του και όλα θα έπαιρναν τον δρόμο τους, θα προχωρούσαν μαζί. Κι αν ποτέ λύγιζε, με την αγάπη του θα τα κατάφερνε.

 

Ο Αριστοτέλης δίχως νέα της, αποφάσισε να της δώσει λίγο χρόνο ακόμα, όσο μπορούσε για να μην υποθηκεύσει τη ζωή του. Δεν είχε νόημα να μείνει πίσω χωρίς την Μαργαρίτα. Η τρίτη μέρα τελείωνε.

 

Το πρωί η Μαργαρίτα επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητο του Νίκου, για να κατέβει ως την πόλη και να πάρει το υπεραστικό για την επιστροφή. Χαιρέτησε την Αντιγόνη και έφυγε. Ακόμη δεν είχε πάρει τις οριστικές της αποφάσεις. Θα έβλεπε και τις αντιδράσεις του Αριστοτέλη, αν μπορούσε να τη στηρίξει, που θα μπορούσε, και πως θα αντιμετώπιζε με τον καιρό την πίεση του Κώστα. Γιατί ήξερε πως θα ζούσε για αρκετό καιρό σε μια συναισθηματική κόλαση, ίσως αν έφευγε με τον Αριστοτέλη όλα να ήταν πιο εύκολα, γιατί αν έμενε εκεί με τις πιέσεις ίσως έκανε εκτός της δική της ζωής, και τη δική του μαύρη. Ένα πράγμα ήξερε πως αν δεν υπήρχε ο Κώστας, θα ήταν χωρίς φόβους με τον Αριστοτέλη. Κι αν ο Αριστοτέλης δεν υπήρχε, παρά τα ψέματα θα γύριζε στον Κώστα. Τώρα όμως υπήρχε ο Αριστοτέλης. Ήταν εδώ και τον αγαπούσε.

 

Καθώς ο Κώστας βεβαιώθηκε πως το αυτοκίνητο είχε απομακρυνθεί και η Μαργαρίτα έφευγε, βγήκε από το αυτοκίνητό του, έκανε μια κίνηση να ξεμουδιάσει και κατευθύνθηκε προς την είσοδο του μοτέλ. Τα βήματά του ήταν αργά λες και σχεδίαζε κάθε του κίνηση, λες και σκηνοθετούσε κάθε του βήμα. Έσπρωξε την πόρτα και μπήκε μέσα, προχώρησε προς τη ρεσεψιόν, που μια γυναίκα τακτοποιούσε τα βιβλία με γυρισμένη προς αυτόν πλάτη. Την κοίταξε καθώς εκείνη δεν τον είχε αντιληφθεί.

«Γεια σας», είπε.

«Γεια σας», απάντησε η γυναικεία φωνή και συμπλήρωσε, «μισό λεπτό, τι θα θέλατε;»

«Ένα δωμάτιο για απόψε».

«Μόνος είστε;»

«Ναι, εντελώς».

Αφού του ανέφερε την τιμή, η Αντιγόνη γύρισε προς το μέρος του και έμεινε άφωνη, σε λίγο βρήκε το κουράγιο να τον προσφωνήσει.

«Τάκη;» ενώ τον άγγιξε στο πρόσωπο.

«Αντιγόνη!»

«Εσύ είσαι;»

«Εγώ», απάντησε.

Η Αντιγόνη τον έβλεπε μετά από περισσότερο από είκοσι χρόνια. Αισθάνθηκε λες και έβλεπε κάποιον παλιό, καλό της φίλο. Όλο το κενό που είχε τόσα χρόνια, γέμιζε από περίεργα και ανάμεικτα συναισθήματα. Δεν πίστευε πως θα τον δει ποτέ ξανά. Δεν ήξερε τι ακριβώς ένιωθε, αν έπρεπε να τον διώξει ή να αντιδράσει βίαια. Προσπαθούσε πάντως να εκμεταλλευτεί αυτές τις στιγμές που βρισκόταν εκεί, απέναντί της και έμοιαζε να ονειρεύεται και προσπάθησε να σκεφτεί πως θα ήταν αν ποτέ δεν είχαν συμβεί όλα αυτά στο παρελθόν και ήταν μαζί σήμερα. Καλοστεκούμενος έδειχνε. Ο χρόνος του φέρθηκε καλά, ρυτίδες λίγες, που του έδιναν μια πρόσθετη γοητεία. Την άγγιξε κι αυτός απαλά στο δέρμα.

«Δεν άλλαξες και πολύ, λες κι ο χρόνος δεν πέρασε από πάνω σου», του είπε και απέφυγε το χάδι του.

«Κι εσύ είσαι το ίδιο όμορφη όπως τότε».

«Το ίδιο κόλακας, δεν άλλαξες καθόλου. Δεν έχω δωμάτια», του είπε ξαφνικά, χωρίς να τη ρωτήσει, ενώ όλο το μοτέλ ήταν άδειο.

«Δεν πειράζει, δεν ήρθα να μείνω μόνο να σε δω λίγο. Αυτό θα αρκούσε».

«Μετά από τόσα χρόνια; Αστείο δεν είναι:»

«Ίσως, μιας και φάνηκα ανάξιος της αγάπης σου. Μα ένα πράγμα θέλω να ξέρεις πως σε αγαπούσα, παρά τα όσα συνέβησαν και ποτέ δε σου κράτησα κακία».

«Αυτό θα έλειπε, αν θυμάμαι καλά εγώ ήμουν το θύμα».

«Και οι δυο ήμασταν θύματα. Παντρεύτηκες;»

«Σε νοιάζει;»

«Απλά μιας και ήρθα ως εδώ θα ήθελα να μάθω κάποια πράγματα για σένα. Έφυγες απ’ το νησί ε; Ωραίο το μοτέλ σου, με τις σπουδές σου τελείωσες ε;»

Η Αντιγόνη γέλασε. «Όχι δεν παντρεύτηκα, δηλαδή όχι άλλη φορά. Εσύ;»

«Ναι, μα δεν τα κατάφερα, δεν μπόρεσα να ξεφύγω από το παρελθόν ποτέ!»

«Παιδιά;»

«Ένα κοριτσάκι».

Ένιωθε να τον μισεί, αγάπαγε τα παιδιά, παρά του ότι έλεγε ψέματα στον κόσμο και τον εαυτό της ότι δεν ένιωθε το μητρικό ένστικτο κι ότι ήταν επιλογή της. Θα ήθελε πολύ ένα παιδί. Ο Τάκης τα είχε καταφέρει σε αυτό. Εκείνη όχι. Τον μισούσε τώρα. Ναι, το κενό που ένιωθε τόσο καιρό μέσα της είχε αντικατασταθεί από το μίσος. Κάτι υπήρχε μέσα της για εκείνον πλέον. Κάποιοι λένε πως μισούμε γιατί αγαπάμε πολύ κάποιους που δεν πρέπει, κι έτσι για να προφυλαχθούμε από αυτούς η αγάπη μας παίρνει μια άλλη μορφή, μια αρνητική, το μίσος, που δεν μας αφήνει έστω και αρνητικά να ξεφύγουμε από αυτούς.

«Να σου ζήσει».

«Ευχαριστώ!»

Ο Τάκης ήθελε πολύ να μάθει πως έγινε αυτό, πως η μοίρα έφερε τόσο κοντά δυο γυναίκες που πέρασε τόσα χρόνια μαζί τους και πίστευε και ο ίδιος ότι τις αγάπησε, όπως μπορούσε να αγαπήσει και ήταν σταθμοί στη ζωή του. Αντίθετα με τη Γεωργία, που δεν ένιωσε τίποτα για εκείνη, που απλά τη χρησιμοποίησε και τη θεωρούσε ανάξιά του. Αυτές τις δυο ένιωθε πως τις λάτρεψε. Θα ήθελε πολύ να είναι κάποια από αυτές στο πλευρό του. Μέσα στο ψέμα που είχε στήσει, μέσα στον κόσμο που είχε πλάσει θα ήθελε μία από τις δυο και ίσως δεν είχε χάσει την ευκαιρία ακόμη. Ήθελε όμως να μάθει αν η μία ήξερε για την ιστορία της άλλης μαζί του. Αρχικά μπήκε με σκοπό να μάθει αν η Μαργαρίτα γνώριζε την αλήθεια, αλλά τώρα το μυαλό του σκεφτόταν πως θα μπορούσε να ξανακερδίσει και την Αντιγόνη. Έπεσε αυτός στο δίλημμα, όμως συνέχισε.

«Γιατί έμεινες μόνη σου;»

«Δεν είμαι μόνη».

«Για μένα; Εγώ το παραδέχομαι δε σε ξεπέρασα ποτέ. Σε αγάπησα πολύ».

«Δεν αγάπησες ποτέ ξανά;»

«Δε θα σου πω ψέματα, άλλη μια φορά. Αγάπησα μια κοπέλα, αλλά και πάλι δεν τα κατάφερα. Στάθηκα άτυχος».

«Λυπάμαι, ελπίζω βέβαια να μην τη φλόμωσες κι αυτήν στα ψέματα».

 

Άπλωσε το χέρι του και της χάιδεψε τα μαλλιά, όπως τότε παλιά που ήταν μαζί. Συνέχισε στο πρόσωπό της.

«Σε αγάπησα πολύ Αντιγόνη, δεν είναι ψέμα αυτό. Ξέρω πως σου έκανα μεγάλο κακό και δεν έχω δικαιολογία, μα μην αμφιβάλεις πως σε αγάπησα». Η Αντιγόνη τον κοίταζε χωρίς να αντιδρά ενώ αισθανόταν όμορφα από το άγγιγμά του. Άκουγε σαν υπνωτισμένη τα λόγια του. Ήταν τόσο όμορφα, σχεδόν λογοτεχνικά. Αναιρούσαν και πάλι την αλήθεια. Όταν αγαπάς πραγματικά μπορεί να κάνεις κακό στον εαυτό σου, όχι όμως στο υποκείμενο της αγάπης σου. Όταν του κάνεις κακό τότε δεν αγαπάς άλλον, παρά μόνο τον εαυτό σου. Η Αντιγόνη συνέχισε να δέχεται την αντιστροφή της πραγματικότητας και τα χείλη του στα δικά της. Την είχε στην αγκαλιά του και τη φύλαγε τρυφερά. Εκείνη είχε κλείσει τα μάτια και ένιωθε πως είχαν ζήσει μαζί τριάντα χρόνια. Πως είχαν οικογένεια, παιδιά. Πως δούλευαν εδώ και αγαπιόντουσαν. Αφέθηκε για λίγο στο φιλί του να ζήσει αυτό που ήθελε. Άνοιξε τα μάτια της και με ένα δυνατό χαστούκι τον απομάκρυνε από δίπλα της σε μια αποκατάσταση της πραγματικότητας. Ο Τάκης έπιασε το μάγουλό του. Τότε άνοιξε και η πόρτα, ήταν η Μαργαρίτα που επέστρεψε, γιατί είχε ξεχάσει το πορτοφόλι της στο δωμάτιο.

«Κώστα τι κάνεις εδώ;» ρώτησε.

«Κώστα!» αναρωτήθηκε η Αντιγόνη.

«Να σου εξηγήσω», είπε ο Κώστας ή Κωνσταντίνος ή Τάκης, που αυτή τη φορά όσο τεχνίτης κι αν ήτανε στο ψέμα, θα έπρεπε να περάσει μια καμήλα μέσα από την τρύπα μιας βελόνας.

«Ναι για εξήγησέ μας», τον προέτρεψε η Αντιγόνη, που παρά το πρώτο σοκ, ανέκτησε γρήγορα τον έλεγχό της.

Τα είχε χάσει δεν ήξερε τι έπρεπε να πει. Σκέφτηκε κάτι αυθόρμητα, αφού έβλεπε να χάνει το παιχνίδι, αφού ήταν αδύνατον να μεταπείσει την Αντιγόνη, αφού πια θα αποκαλυπτόταν. Προτίμησε λοιπόν να ρισκάρει στην πιο σίγουρη. Στη Μαργαρίτα.

«Ήρθα να σε βρω».

«Πες και τα υπόλοιπα που ξέρεις τόσο καλά, πως την αγαπάς και δεν ζεις χωρίς αυτήν, πως κάποια γυναίκα σου κατέστρεψε τη ζωή, αλλιώς θα ζούσες διαφορετικά».

«Γνωρίζεστε;» ρώτησε η Μαργαρίτα.

«Όχι», απάντησε ο Τάκης ή Κώστας.

«Ναι», απάντησε η Αντιγόνη, «ο άνθρωπος που βλέπεις, που σε κοροϊδεύει σχεδόν μια δεκαετία, είναι ο ίδιος άνθρωπος που κορόιδευε και εμένα. Είναι ο Τάκης που σου είπα ή ο Κώστας που μου είπες εσύ».

«Δεν το πιστεύω!»

«Καλά κάνεις αγάπη μου, η γυναίκα είναι τρελή».

«Τρελός είσαι εσύ που νομίζεις πως θα μας κοροϊδέψεις για άλλη μια φορά».

«Μη μιλάς εσύ», της πρότεινε  και την έσπρωξε, «η Αντιγόνη  γλίστρησε και έπεσε πάνω σε κάτι τραπέζια. Πάμε να φύγουμε», είπε στην Μαργαρίτα και την πήρε τραβώντας.

«Δεν πάω πουθενά», φώναζε εκείνη.

 

Τότε άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ο Νίκος, που είδε όλο το ύποπτο σκηνικό, ο Κώστας δεν τον είχε υπολογίσει στο σενάριο, τον είχε ξεχάσει τελείως. Ο Νίκος νομίζοντας πως δέχθηκαν επίθεση για ληστεία το μοτέλ, τράβηξε τη Μαργαρίτα και δίνοντάς του μια γροθιά τον ξάπλωσε κάτω. Ο Κώστας δεν πρόλαβε να αντιδράσει.

«Άσ’ τον δεν αξίζει», του είπε η Αντιγόνη και τον τράβηξε, ο Κώστας σηκώθηκε και όπως μπορούσε κατευθύνθηκε προς την πόρτα.

«Τι έγινε ήρθε να σε ληστέψει; Να καλέσουμε την αστυνομία», είπε ο Νίκος και κατευθύνθηκε προς το τηλέφωνο.

«Άσ’ το τηλέφωνο, είναι ο Τάκης».

«Ποιος Τάκης;»

«Ο πρώην άντρας μου».

«Με δουλεύεις και τι θέλει εδώ;»

«Δεν ξέρω».

«Μου λες αλήθεια;»

«Ναι», απάντησε η Αντιγόνη.

Χρόνια περίμενε αυτή τη στιγμή ο Νίκος, δε θα άφηνε να του ξεφύγει μέσα από τα χέρια του το ρεμάλι. Τον είχε εδώ μπροστά του τώρα. Αν ήταν ένας απλός κλέφτης θα μπορούσε να τον συγχωρήσει, το ότι όμως ήταν ο Τάκης, αυτός που κατέστρεψε τη ζωή της αγαπημένης του δεν μπορούσε. Κατευθύνθηκε προς τον Κώστα.

«Έλα εδώ εσύ!» του φώναξε. Ο άνδρας προσπάθησε  να βγει έξω, αλλά δεν πρόλαβε. Ο Νίκος τον άρπαξε και τον έκανε του αλατιού. Πάρ’ και τούτη, πάρ’ και την άλλη. Τελικά τον σταμάτησε η επέμβαση των δύο γυναικών που φοβήθηκαν μήπως τον σκοτώσει. Τον έπιασε απ’ το σβέρκο και τον πέταξε έξω απ’ το μοτέλ.

«Αν σε ξαναβρώ σε ακτίνα εκατό χιλιομέτρων απ’ το μοτέλ, αυτό που έπαθες σήμερα θα είναι χάδι μπροστά στο ξύλο που θα σου ρίξω, κι αν δεν ήταν οι γυναίκες να σε βγάλουν απ’ τα χέρια μου δε θα γλίτωνες».

 

Ο Κώστας κοντοστάθηκε στην αυλή να πάρει δυο ανάσες, ο Νίκος ήταν τελικά ο απρόβλεπτος παράγοντας, που πάντα φοβόταν. Σε λίγο προχώρησε και έφτασε προς το αμάξι του κατάκοπος. Έβαλε μπρος βρίζοντας και έφυγε.

«Χρόνια ήθελα να το κάνω αυτό».

«Πρώτη φορά σε είδα τόσο βίαιο και δε μου άρεσε καθόλου, τόσα χρόνια σε ξέρω πράο άνθρωπο».

«Τι ήθελε εδώ;»

«Τίποτα, τυχαία βρέθηκε», απάντησε η Αντιγόνη μη θέλοντας να συνεχίσει τη συζήτηση.

«Φαίνεται πως η τύχη ήταν με το μέρος μου. Είσαι καλά Αντιγόνη;»

«Ναι, εντάξει είμαι».

«Εσένα Μαργαρίτα γιατί σε τράβαγε;»

«Τον έβρισα απλά και με έσπρωξε!»

«Λίγες του έριξα. Πάμε τώρα να σε κατεβάσω στην πόλη;»

«… Θα μείνω με την Αντιγόνη σήμερα, νομίζω με χρειάζεται. Θα φύγω αύριο».

«Καλά τότε, σε αφήνω σε καλά χέρια Αντιγόνη, θα τα πούμε μετά».

 

Όταν ο Νίκος έφυγε οι δυο γυναίκες έμειναν σιωπηλές η μία απέναντι στην άλλη. Τώρα καταλάβαιναν τι ήταν αυτό που τις ένωνε, δεν ήταν απλά παράλληλες οι ιστορίες τους. Είχαν την ίδια ιστορία, αγάπησαν και προδόθηκαν από τον ίδιο άντρα. Η μόνη που έλειπε από το πάζλ ήταν η Γεωργία. Το πώς έφτασε ως εκεί ο Κώστας δεν το γνώριζαν. Μετά την παρακολούθηση στην Πλάκα, γνώρισε αμέσως την Αντιγόνη. Δεν καταλάβαινε πως αυτές οι δυο είχαν γνωριστεί, κι αν η μία είχε μιλήσει στην άλλη, και πολύ περισσότερο αν είχαν συνδέσει το πρόσωπό του με τις δύο ιστορίες. Όταν συνέχισε την παρακολούθηση και είδε τη Μαργαρίτα στο μοτέλ, ανακάλυψε και που βρισκόταν η Αντιγόνη. Δυο λόγοι τον έκαναν να αποκαλυφθεί. Ο ένας ότι ήθελε πολύ να μιλήσει στην Αντιγόνη, αφού από τότε στη Νομαρχία δεν μπορέσει να την ξαναδεί. Στην αρχή έψαξε βέβαια, μα έχανε τα ίχνη της συνέχεια. Παρά τα όσα της είχε κάνει ήταν κομμάτι της ζωής του και ήθελε να τη συναντήσει, κι αν γίνονταν να διατηρήσουν επαφή. Η Αντιγόνη όμως γύριζε συνεχώς πριν εγκατασταθεί στο μοτέλ, κι έτσι έχασε τα ίχνη της. Ο άλλος για να μάθει αν οι δυο γυναίκες είχαν ανακαλύψει την αλήθεια.

 

Ο Τάκης ή Κώστας είχε μείνει με το κτίριο της Εγνατίας και κάποια χρήματα που είχε καταφέρει να συγκεντρώσει. Κατόρθωσε να ξεμπλέξει με τα δικαστήρια και τους δικηγόρους σχετικά ανώδυνα, αλλά αυτό του στοίχισε πολλές από τις οικονομίες του, έτσι έπρεπε να βελτιώσει τις συνθήκες για το μέλλον του. Πήγε στη Θεσσαλονίκη, στο άδειο κτίριο της Εγνατίας, που στην αρχή στέγαζε τα λογιστικά του γραφεία και μετά έγινε το πρατήριο της «Κ&G», με αφετηρία αυτό ξεκίνησε τα νέα του σχέδια. Ανακάλυψε τη Γεωργία, από ένα άρθρο σε μια τοπική εφημερίδα, για το ετήσιο μνημόσυνο του πατέρα της. Βρισκόταν σε δυσχερή θέση και δεν είχε το χρόνο να ψάξει για άλλα πιθανά θύματα. Έπρεπε να δράσει άμεσα, έκανε την έρευνά του, διαπίστωσε πως η Γεωργία πληρούσε τις προϋποθέσεις, είχε χάσει τον πατέρα της, ένιωθε μόνη, είχε μια αξιοπρόσεκτη περιουσία, που δεν του αρκούσε βέβαια, αλλά δεν είχε την πολυτέλεια του χρόνου, έτσι εμφανίστηκε μπροστά της, αφού πρώτα έπιασε δουλειά κοντά στην εταιρία της. Ήταν ήδη αρκετά έμπειρος στην απατεωνιά και στο να ξεγελάει τους άλλους. Για τον λόγο αυτό την οδήγησε να κάνει παιδί μαζί του. Όμως ποτέ δεν την αγάπησε, πάντα τη θεωρούσε κατώτερή του. Πολύ λιγότερη από εκείνη που του άξιζε. Οικονομικά δεν είχε τεράστια περιουσία, όση νόμιζε ότι του χρωστούσε η ζωή, και επιπλέον δεν θεωρούσε τον χαρακτήρα της αξιοπρόσεκτο. Μια μικρή κοπελίτσα καμιά σχέση με την Αντιγόνη, που ήξερε τι ήθελε, που του έδινε τόσα, που την αγαπούσε, όπως πίστευε. Για τον λόγο αυτό και ειδικά μετά τον θάνατο της μητέρας της ασχολούταν με οτιδήποτε άλλο και κυρίως με τη δουλειά, για να τα καταφέρει, για να είναι καλά με τη φιλοδοξία του. Πολλές φορές σκεφτόταν την Αντιγόνη και το πόσο θα ήθελε να είναι μαζί της, αλλά δεν είχε χειριστεί τόσο καλά την υπόθεση εκείνη. Θα μπορούσε να συνεχίσει να την κοροϊδεύει και να είναι ακόμα μαζί, αν δεν είχε πάει εκείνο το καταραμένο ταξίδι στις Βρυξέλλες, θα δούλευε στις επιχειρήσεις της και όλα θα ήταν εντάξει. Μετά σκεφτόταν τι καλά θα ήταν να αρπάξει την περιουσία της Γεωργίας και να φτιάξει τη ζωή του μακριά της, αλλά και πάλι η περιουσία της δεν του ήταν αρκετή, κι επιπλέον δεν του ανήκε.

 

Όλα άλλαξαν όταν γνώρισε την Μαργαρίτα, αυτή μάλιστα τη θεωρούσε σπουδαία γυναίκα, μετά την Αντιγόνη ήταν η μόνη που τον γέμιζε, αλλά και πάλι δεν μπόρεσε να ξεφύγει από την πραγματικότητά του και να ζήσει μαζί της αληθινά. Ήθελε όπως και την Αντιγόνη, να την εξουσιάζει και να την εξαπατά, δεν ήθελε να χωρίσει και να χάσει τα προνόμιά του, αλλά ούτε και να την αφήσει, κι αφού του άρεσε το θέατρο συνέχισε να υποδύεται και σε αυτήν ρόλους. Και τώρα που την έχανε οριστικά, είχε πάρει απόφαση να τα παίξει όλα για όλα, να το φτάσει στα άκρα γιατί τον κατέκλυζε το κενό. Γιατί η γυναίκα του τον άφησε και ξεκίναγε πάλι από την αρχή. Έμεινε με μια μικρή περιουσία στα χέρια του, με σύμμαχο την κόρη του, αλλά χωρίς τη Μαργαρίτα. Ήταν αδύνατον να ζήσει χωρίς αυτήν ή χωρίς να την ξανακερδίσει. Δεν το άντεχε!

 

Οι δυο γυναίκες βουβές η μία απέναντι στην άλλη δεν ήξεραν από πού να αρχίσουν και πολύ περισσότερο τι να πουν. Η Μαργαρίτα σκέφτηκε πως κάποτε ζήλεψε και φοβήθηκε πως θα μπορούσε η Αντιγόνη να σχετίζεται με τον Αριστοτέλη, τελικά συνέβαινε το ακριβώς αντίθετο, αυτή σχετιζόταν με τον Κώστα, τον πρώην σύζυγο της Αντιγόνης. Τραγική ειρωνεία! Πήρε το θάρρος η Αντιγόνη όπως συνήθως και μίλησε.

«Τελικά η ζωή είναι απρόβλεπτη, κι όπως θα κατάλαβες κάνει κύκλους. Ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις τι να περιμένεις».

«Τι ήθελε εδώ;»

«Μάλλον τον οδήγησες εσύ».

«Και…»

«Και σαν με βρήκε μετά από τόσα χρόνια με έκλεισε στην αγκαλιά του και με φίλησε».

«Κι εσύ;»

«Τι εγώ; Αν τον συγχώρεσα, αν τον θέλω πάλι; Θα είσαι τρελή αν σκέφτεσαι έτσι. Για μένα πέθανε πριν τριάντα χρόνια. Σήμερα είδα έναν κακό εφιάλτη από το παρελθόν. Είδα κάποιον νεκρό στον ύπνο μου, που σαν ξύπνησα, θυμήθηκα πως έχει πεθάνει πριν πολλά χρόνια. Όπως κατάλαβες ήδη, ο Κώστας είναι το ίδιο πρόσωπο με τον Τάκη».

«Ο Κωνσταντίνος, ο Κώστας, ο Τάκης… Γιατί δε μου είπες ποτέ ότι τον έλεγαν Κώστα».

«Ήξερα το όνομά του, μα από όταν τον γνώρισα τον φώναζαν Τάκη, ποτέ δεν τον είπαμε αλλιώς, ούτε εγώ, ούτε κανείς άλλος, φαίνεται στη συνέχεια προτίμησε να τον λένε Κώστα για να κρύψει τα χνάρια του, ποιος ξέρει! Αλλά και να σου έλεγα, χιλιάδες έχουν το ίδιο όνομα».

«Δεν το πιστεύω, και να σκεφτείς πως μπήκα σε δίλημμα για αυτόν, πως ακόμα και τώρα σκεφτόμουν τρόπους να γυρίσω κοντά του».

«Δεν αγαπάμε πάντα αυτόν που αξίζει την αγάπη μας, αν ήταν έτσι θα ήταν όλα απλά. Αλλά ειλικρινά σε ενδιαφέρει ακόμη; Να σου φέρω κάτι να πιεις, σε βλέπω χλωμή».

«Ευτυχώς που τουλάχιστον δε με εξαπάτησε για μια ακόμα φορά. Ευτυχώς που γύρναγα στον Αριστοτέλη και ήμουν αποφασισμένη να μείνω μαζί του, παρά τα συναισθήματά μου που ήταν μοιρασμένα», έλεγε, χωρίς βέβαια αυτό να είναι και απολύτως πραγματικό.

«Θες να σου φέρω κάτι να πιεις;» την ξαναρώτησε η φίλη της, βλέποντάς την σε αυτή την κατάσταση.

«Ένα ποτήρι νερό».

 

Η Μαργαρίτα καθόταν σε μια καρέκλα και σκεφτόταν όσα είχαν συμβεί τον τελευταίο καιρό και κυρίως τις τελευταίες στιγμές. Με τον Κώστα κάθε στιγμή αποκαλυπτόταν πως η αλήθεια που ήξερες για αυτόν ήταν μισή, κι αυτή τον πίστευε σχεδόν όλες τις φορές. Καλά της έλεγε η Αντιγόνη πως πιστεύουμε αυτό που θέλουμε. Έκατσαν πολλή ώρα μαζί και συζήταγαν για τον Κώστα. Η Αντιγόνη άρχισε να συγυρίζει το μοτέλ, να τακτοποιεί τα τραπέζια και τις καρέκλες γιατί σε λίγο θα έρχονταν πελάτες να κλείσουν δωμάτια. Η Μαργαρίτα ακουμπισμένη στο τραπέζι, έπαιζε με το ποτήρι. Αύριο το πρωί θα ήταν στην αγκαλιά του καλού της όλα θα είχαν τελειώσει.

«Αύριο θα φύγω με το πρωινό».

«Θα πας να τον βρεις;»

«Ναι, του το χρωστάω».

«Καλά θα κάνεις, μα σε αγαπάει και δεν του χρωστάς τίποτα. Η αγάπη δεν είναι αλισβερίσι. Είδες κόλλησα το λεξιλόγιο του Νίκου, μπορεί να χρειάζεται δούναι και λαβείν για να λειτουργήσει, αλλά αν σκέφτεσαι έτσι σίγουρα έχεις χάσει το παιχνίδι, αγαπάς επειδή το θέλεις, το κάνεις για σένα και για κανέναν άλλον Μαργαρίτα».

«Δίκιο έχεις. Τον αγαπάω, απ’ την πρώτη στιγμή τον ερωτεύτηκα και θα είναι άδικο να τον χάσω. Αύριο θα είμαστε μαζί».

«Έξι έχει λεωφορείο», θα πω του Νίκου να σε κατεβάσει.

«Αύριο στις έξι λοιπόν. Αύριο θα είμαστε μαζί».

«Μμ…» μουρμούρισε η Αντιγόνη χαμογελαστή και ικανοποιημένη για την τροπή που θα έπαιρνε η ζωή των φίλων της.

«Θα τον πάρω τηλέφωνο, θα του πω πως τον αγαπάω και να με περιμένει ως αύριο. Τόσο καιρό περίμενε, λίγες ώρες ακόμα δεν είναι τίποτα».

 

Πλησίασε το τηλέφωνο της ρεσεψιόν, σχημάτισε το νούμερο του Αριστοτέλη και κάλεσε τον αριθμό. Η καρδιά της χτύπαγε δυνατά που θα άκουγε ξανά τον Αρίστο της. Κράταγε το ακουστικό στο αυτί της και περίμενε».

«Τι έγινε;» ρώτησε η Αντιγόνη.

«Καλεί, μα δεν το σηκώνει… ίσως κοιμάται!» απάντησε και συνέχισε να κρατάει το ακουστικό σηκωμένο.

 

 

(28) Οι καθυστερήσεις στοιχίζουν

 

Ο Αριστοτέλης εκείνη την τέταρτη μέρα της απουσίας της, έδωσε μια μικρή παράταση ακόμα στη Μαργαρίτα, δεν έκανε καμία βεβιασμένη κίνηση το πρωί. Πήγε στη δουλειά του και περίμενε μήπως του τηλεφωνήσει. Μπορεί να καθυστέρησε να φύγει από το μοτέλ. Θα μπορούσε να της τηλεφωνήσει, χίλιες φορές έβαλε το χέρι του στο τηλέφωνο, αλλά δεν το έκανε. Δεν είχε νόημα να την υπενθυμίσει. Έπρεπε να κάνει μόνη της ό,τι ήταν να κάνει. Η πίεση σε αυτή τη φάση δεν είχε καμιά σημασία. Ήταν θηρίο στο κλουβί. Σε ένα κλουβί χωρίς σιδερένια κάγκελα. Σε ένα κλουβί από πράξεις. Περίμενε. Ήδη είχε λήξει από την προηγούμενη η διορία, που είχε θέσει. Του είχε πει πως θα επέστρεφε την τρίτη μέρα. Ίσως άργησε κι έφυγε με το πρωινό, το μεσημέρι θα ήταν στο σπίτι, θα του τηλεφωνούσε. Την επόμενη το πρωί θα έληγε η διορία του για τη θέση στο Λονδίνο. Εκείνο το εικοσιτετράωρο κυλούσε ανυπόφορα αργά. Και το χειρότερο κανένα νέο δεν ερχόταν. Ήταν νευρικός. Δε δέχτηκε κανένα από τα ραντεβού του. Δεν μπορούσε ούτε να κάτσει. Πήγαινε πέρα δώθε στο γραφείο του νευρικά. Σκεφτόταν τους λίγους μήνες που ζήσανε μαζί και πόσο ευτυχισμένος ήτανε. Έπρεπε να το πάρει απόφαση, όλα είχαν τελειώσει. Το είδε στο βλέμμα του Κώστα, όταν πήγε και τον βρήκε και στις ασαφείς απαντήσεις της Μαργαρίτας. Η ώρα είχε πάει τέσσερις, έπιασε στα χέρια του μια φωτογραφία τους, που εκτεθειμένη καιρό στις ακτίνες του ήλιου, που διαθλώντας το τζάμι έπεφταν πάνω της, και είχε ξεθωριάσει.

«Αχ, βρε Μαργαρίτα», μονολόγησε, την ακούμπησε στη θέση της, πήρε το σακάκι του και έφυγε από το γραφείο.

Ξεκίνησε με το αυτοκίνητό του για μια τελευταία προσπάθεια. Έφτασε στο σπίτι της. Χτύπησε το κουδούνι, μα δεν πήρε καμιά απάντηση. Έκατσε στα σκαλιά να σκεφτεί λίγο, έλυσε την γραβάτα του. Χίλιες ιδέες πέρασαν απ’ το μυαλό του. Ίσως να είχε πάει στο δικό του σπίτι, είχε κλειδιά και το είχε ξανακάνει. Ίσως του ετοίμαζε κάποια έκπληξη. Μπήκε στο αυτοκίνητό του και έφτασε ως εκεί. Ξεκλείδωσε την εξώπορτα. Πάτησε το κουμπί του ασανσέρ, το είχε πάρει κάποιος άλλος. Άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά τρέχοντας, έφτασε στον τρίτο όροφο χωρίς ανάσα. Έβαλε το κλειδί στην πόρτα, άνοιξε ήταν όλα τακτοποιημένα. Δεν φαινόταν να είχε έρθει άλλος πριν από αυτόν.

«Μαργαρίτα… Μαργαρίτα γύρισες;» φώναξε.

Δεν πήρε απάντηση, πήγε και κοίταξε ένα ένα τα δωμάτια. Ήταν όλα άδεια. Ένιωθε πολύ κουρασμένος, έκατσε στον καναπέ του σαλονιού. Δεν είχε νόημα να περιμένει, δε θα γύριζε, αλλά ακόμα κι αν ερχόταν θα ήταν για να του πει πως έκανε λάθος και δεν μπορεί να είναι μαζί του.

«Ας είναι καλά, κι ευτυχισμένη!» μονολόγησε.

Έβγαλε απ’ την τσέπη του τα κλειδιά και το κινητό του. Θα της τηλεφωνούσε αυτός. Τώρα πια είχε παρέλθει η διορία που έβαλαν, δε θα επηρέαζε σε τίποτα το τηλεφώνημά του, τουλάχιστον να ξέρει, να την ακούσει να του λέει αυτά που σκεφτόταν μόνος του. Πήρε βιαστικά στο κινητό της, που ήτανε απενεργοποιημένο λόγω μπαταρίας.

«Αυτό ήταν», σκέφτηκε  πήρε το σακάκι του κι έφυγε από το σπίτι. Μια απάντηση που χρωστούσε για τη δουλειά του τι να την έδινε αύριο τι σήμερα; Σε λίγο το κινητό του χτύπησε. Δεν το σήκωσε όμως παρότι βρισκόταν δίπλα του και τον ενημέρωνε συνεχώς και αρκετές φορές για τις κλήσεις της. Ο Αριστοτέλης όμως δεν μπορούσε να το σηκώσει. Ένα αυτοκίνητο τον είχε χτύπησε στον κεντρικό δρόμο, δίπλα από το σπίτι του καθώς πήγαινε να πάρει το δικό του αμάξι

 

 

ΜΕΡΟΣ

IV

(ΕΠΙΛΟΓΟΣ)

 

(29) Οι πρωταγωνιστές

 

Τελικά η τύχη μερικές φορές ίσως παίζει μεγαλύτερο ρόλο από αυτόν που της δίνουμε. Εμείς σχεδιάζουμε και τα πράγματα από ένα τυχαίο και μόνο συμβάν αλλάζουν. Μπορεί απλά και μόνο ένα γεγονός, αλλά και περισσότερα να διαφοροποιηθούν, όταν ένα τυχαίο συμβάν λειτουργήσει ως ντόμινο. Γι’ αυτό ίσως και οι δυτικές κοινωνίες που παρότι δηλώνουν πως είναι κοινωνίες του προγραμματισμού στους περισσότερους τομείς τα πράγματα γίνονται έξω από τους προγραμματισμούς που κάνουν, μάλλον λόγω των απρόβλεπτων –τυχαίων- παραμέτρων που τις επηρεάζουν. Ας δούμε όμως τι επιπτώσεις είχε εκείνο το ατύχημα στους πρωταγωνιστές τις ιστορίας μας, ας δούμε ποιους επηρέασε και πως τον καθένα, αλλά και τη συνέχεια από το σημείο που συνέβη κι έπειτα.

 

Όπως έμαθα ο Αριστοτέλης δεν πρόλαβε να ακούσει το τηλεφώνημα της Μαργαρίτας, ήδη τον είχε χτυπήσει το αυτοκίνητο, που στη συνέχεια ανέπτυξε μεγάλη ταχύτητα και εξαφανίστηκε. Όχι, μην πάει ο νου σας στο ακραίο σενάριο, άλλωστε δεν είναι όλα ακραία στη ζωή μας, κι αν είναι τις περισσότερες φορές τα κάνουμε εμείς. Δεν ήταν ο Κώστας μέσα στο αυτοκίνητο. Άλλωστε όπως θα έπρεπε να καταλάβετε ο Κώστας προτιμούσε να νικάει τους αντιπάλους του με άλλους τρόπους, να τους ξεγελάει με το ψέμα. Τη δολοφονία τη θεωρούσε τελείως ερασιτεχνικό και πρωτόγονο μέσο. Ο καθένας θα μπορούσε να ξεκάνει στις μέρες μας τον άλλο. Ακόμα και ο πιο αδύναμος τον πιο δυνατό. Η δολοφονία δεν κρύβει καμιά ευφυΐα, ακόμα κι αν δεν πιάσουν τον δράστη ποτέ. Ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να εξαφανίσει από τον μάταιο τούτο κόσμο τον άλλο, με πάμπολλους τρόπους. Ο Κώστας ήθελε με το ψέμα, με την πονηριά του να κερδίζει τον άλλο. Σαν να έπαιζε σε μια σκακιέρα την παρτίδα του, κι αν ο άλλος ήταν πιο καλός παίχτης – που δεν το πίστευε- να υποστεί την ήττα του. Ο Αριστοτέλης λοιπόν σκοτώθηκε στο ατύχημα εκείνο, ενώ δίπλα του χτυπούσε το κινητό του. Ο δράστης δε βρέθηκε ποτέ, κι έτσι από ένα τυχαίο γεγονός βγήκε από την ιστορία μας κι από τη ζωή, αν και αυτό είναι σχετικό όπως θα δούμε.

Ένα τυχαίο γεγονός, μια απόφαση που θα μπορούσε να πάρει νωρίτερα ή αργότερα. Ότι βρέθηκε σε λάθος μέρος τη λάθος στιγμή, ότι η Μαργαρίτα δεν γύρισε στην ώρα της, ότι δεν πρόλαβε να τηλεφωνήσει νωρίτερα, του στέρησαν τη ζωή.

 

 

Η Γεωργία όπως έμαθα πολύ αργότερα, λίγο καιρό μετά το διαζύγιό της παντρεύτηκε τον άντρα που είχε πει στην Μαργαρίτα. Είχε ξεπεράσει τις πληγές που της είχε ανοίξει ο Κωνσταντίνος και κατάφερε να προχωρήσει. Ο νέος της σύζυγος ήταν ένας γενναιόδωρος άντρας που της έδωσε όσα της είχε στερήσει το παρελθόν, που την εκτιμούσε για αυτό που είναι και τη σεβόταν. Μαζί του μπόρεσε να κάνει και ένα παιδί ακόμα. Ένα αγοράκι, που τόσο πολύ ήθελε ο άντρας της και τους έφερε ακόμα πιο κοντά. Με την κόρη της δεν είχε πολλές επαφές, δεν το ήθελε η Φανή που πίστευε τον πατέρα της, ο οποίος ακόμα την κατηγορούσε μπροστά της. Το ότι ζούσε σε άλλη πόλη, λόγω των σπουδών της εξυπηρετούσε την κατάσταση. Βέβαια η μητέρα της τη βοηθούσε οικονομικά και πάντα συμμεριζόταν τις δυσκολίες της. Τώρα διοικούσε μόνη της την «Κ & G» που κατάφερε να μπει στον δρόμο της και πάλι και σιγά σιγά να εξάγει στις γειτονικές χώρες τα προϊόντα της. Η Γεωργία παρά τα χαμένα χρόνια, έπιασε την ευκαιρία της απ’ τα μαλλιά, τον νέο αυτό έρωτα, ξεπέρασε τον Κωνσταντίνο, πήρε την κατάσταση στα χέρια της και κέρδισε όσα η ζωή της χρώσταγε.

 

 

Η Φανή όπως είπαμε έμεινε δεμένη στο άρμα του πατέρα της. Είχε γίνει ένα με αυτόν. Τόσα χρόνια κοντά του είχε μάθει απ’ τα ψέματά του, αλλά πάντα ένιωθε μια έλλειψη. Πάντα της έλειπε, γιατί ποτέ στ’ αλήθεια δεν ήταν κοντά της, πάντα την ήθελε για να την χρησιμοποιεί και να παρουσιάζεται ως καλός οικογενειάρχης. Άλλωστε ακόμα και ο τρόπος που γεννήθηκε δεν ήταν ο πιο κατάλληλος. Δεν ήταν ο τρόπος που ενδείκνυται, να κάνεις παιδιά. Ήταν απλά ένα μέσον πίεσης για να σιγουρέψει τον γάμο του με τη Γεωργία και να βάλει στο χέρι την περιουσία της. Ακόμα και στη γέννησή της την χρησιμοποίησε. Βέβαια έδειχνε πως ενδιαφερόταν για αυτή, αλλά ποτέ στην ουσία δεν την αγάπησε πραγματικά, απλά υπήρχε στη ζωή του. Μπορεί να μην το καταλάβαινε, αλλά ένιωθε την ουσιαστική αδιαφορία του και για αυτό είχε προσκολληθεί σε αυτόν, για να κερδίζει την πατρική στοργή. Κάπως έτσι λοιπόν άρχισαν τα προβλήματα νωρίς στη ζωή της. Τα έφτιαξε αρχικά με έναν καθηγητή του πανεπιστημίου της, ο οποίος την χρησιμοποιούσε και την κορόιδευε. Κι επειδή η ζωή κάνει κύκλους, ήταν παντρεμένος και της έλεγε ψέματα. Όταν το έμαθε, ευτυχώς νωρίς για εκείνη, έπαθε νευρικό κλονισμό και νοσηλεύτηκε για λίγο σε κάποια κλινική. Βέβαια είχε πάρει και η ίδια την κληρονομιά του πατέρα της και έλεγε ψέματα στους γύρω της, μα είχε βρει τον δάσκαλό της με αυτόν τον καθηγητή. Όταν βγήκε από την κλινική πήγε και τον βρήκε. Εκείνος της εξήγησε πως δε σκόπευε να χωρίσει τη γυναίκα του και εφόσον ήθελε να την έχει απλά ερωμένη του δεν τον πείραζε. Η Φανή ίσως εξαρτημένη, ίσως επειδή πίστευε πως θα καταφέρει να τον χωρίσει και να πάρει τον πρώτο ρόλο στη ζωή του, δέχτηκε. Από όσο ξέρω μέχρι σήμερα είναι μαζί. Εξαρτημένη συναισθηματικά από αυτόν. Θες επειδή νιώθει μακριά τη μητέρα της, θες επειδή ο πατέρας της ποτέ δεν ήταν πραγματικά δίπλα της; Θες επειδή έτσι ήταν να γίνει;

 

 

Όσον αφορά την Αντιγόνη είχε λύσει τα θέματα που την απασχολούσαν πολλά χρόνια νωρίτερα. Είχε καταφέρει με τον τρόπο της να προσπεράσει τον Τάκη, αλλά τις πληγές που της άνοιξε όχι εντελώς, είχε σχετιστεί με αρκετούς άνδρες, είχε τον Νίκο στο πλευρό της, αλλά ποτέ δεν μπόρεσε να προχωρήσει παραπέρα στην προσωπική της ζωή. Η ιστορία της και τα ψέματα του Τάκη την έκαναν να μην εμπιστεύεται κανέναν. Με τους συντρόφους της έμενε λίγο καιρό μαζί τους και έπαιρνε την απόφαση να χωρίσουν, γιατί φοβόταν μην πάθει τα ίδια. Μόνο ο Νίκος έπαιξε έναν διαφορετικό, σπουδαίο ρόλο στη ζωή της, αλλά κι αυτόν τον άφησε να φύγει, τον έδιωξε για να προχωρήσει τουλάχιστον τη δική του ζωή, γιατί τον αγάπαγε πραγματικά. Μερικές φορές βέβαια, το μετανιώνει, αλλά νιώθει καλά με τον εαυτό της. Άλλωστε είναι πάντα δίπλα της, εκεί κάθε πρωί κι όποτε τον χρειαστεί. Πολλές φορές θυμάται το ξύλο που έδωσε στον Τάκη και γελάει, το είχε ευχαριστηθεί και εκείνη, αλλά δεν ήθελε να το δείξει μπροστά του και ακόμα και σήμερα δεν το συζήτησε ποτέ μαζί του. Όμως τόσο εκείνη η πρώτη μπουνιά όσο και το υπόλοιπο ξύλο που του έδωσε την ευχαρίστησε.

 

Η Αντιγόνη, μετά τον θάνατο του Αριστοτέλη, που τον θεωρούσε άδικο, καθώς και ό,τι έκανε εκτός από την ίδια στην Μαργαρίτα ο Κώστας, κινητοποιήθηκε ώστε να πάρει μια μικρή εκδίκηση. Μάλιστα στον τομέα που θα τον πλήγωνε ιδιαίτερα και χωρίς να χρειάζεται να εμφανιστεί η ίδια. Έμαθε μέσω ανθρώπων του πατέρα της για τις οικονομικές του δραστηριότητες με τα λεφτά που του έμειναν από την περιουσία της Γεωργίας και βάλθηκε να τον χτυπήσει σε αυτές. Σπατάλησε αρκετά από τα χρήματα που είχε από τον πατέρα της, αλλά κατάφερε να τον φτάσει στο όριο και να τον εξαγοράσει, αφού πρώτα του χρεοκοπήσει την εμπορική εταιρία που έφτιαξε. Κι αυτό με τον ίδιο τρόπο που κι ο ίδιος έκλεισε το εργαστήρι στο Μιλάνο και καρπώθηκε τα λεφτά. Μετά κι από αυτό ήταν εντελώς ήρεμη. Συνέχισε να έχει το ‘Μοτέλ Ευαρέσκεια’ και να το λειτουργεί με μεγάλη επιτυχία, εφόσον η φήμη του είχε διαδοθεί, ενώ δεν ήταν λίγες και οι φορές που την επισκεπτόταν η μοναδική της φίλη, η Μαργαρίτα.

 

Για τον Νίκο δεν μπόρεσα να μάθω κάτι. Πιστεύω όμως πως συνέχισε τη ζωή του όπως έκανε μέχρι τότε, με τα κτήματά του, την οικογένειά του και δίπλα στην Αντιγόνη, που την αγαπούσε πραγματικά, χωρίς ψευτιές. Βρισκόταν στη ζωή της με έναν διαφορετικό τρόπο - και με κάποια κουτσομπολιά που φαντάζομαι πως θα ακούγονταν για τη σχέση τους- κι ακόμα και σήμερα έκανε την Μαργαρίτας να αναρωτιέται αν είχαν ακόμα ερωτικές σχέσεις.

 

 

Ο Κωνσταντίνος ή Κώστας ή Τάκης μετά την αποκάλυψη της αλήθειας στο μοτέλ τις έχασε και τις δύο για πάντα. Βέβαια αυτή που πολιορκούσε ήταν η Μαργαρίτα, αλλά την έχασε πλέον οριστικά με την ολοκληρωτική αποκάλυψη της αλήθειας, όσο και με τον θάνατο του Αριστοτέλη. Η ιστορία της κόρης του τον έκανε να θυμώσει και να στεναχωρηθεί, αλλά ποτέ δεν τόλμησε να συναντήσει τον καθηγητή που την κορόιδευε. Αυτό βέβαια που πάνω από όλα τον έκανε έξαλλο ήταν ο εγωισμός του, αισθανόταν πως ο καθηγητής τον ταπείνωνε με τον τρόπο του, πως η συμπεριφορά του απέναντι στην κόρη του τον έκανε σκουπίδι. Αυτό σε συνδυασμό με την οικονομική καταστροφή που υπέστη τον πλήγωσε πολύ. Νόμιζε πως τον έβλεπαν όλοι και τον λυπόνταν. Τώρα η Γεωργία θα μπορούσε να έρθει και να του πει πως αυτός ήταν  ανάξιός της. Τόσες ευκαιρίες είχε, αλλά απέτυχε σε όλες. Δεν ήταν έτσι, δεν μπορούσε να το αποδεχθεί, απλά ήταν άτυχος!

 

Στον διάολο άλλωστε η Γεωργία, ποτέ δεν την αγάπησε και του έφερε γρουσουζιά στη ζωή του. Αυτός δυο φορές είχε αγαπήσει, ίσως με τον τρόπο του, αλλά δυο φορές ένιωσε το συναίσθημα αυτό, όπως μπορούσε να το νιώσει, η δεύτερη φορά ήταν όταν συνάντησε την Μαργαρίτα. Μα  δεν μπόρεσε να ξεπεράσει το ψέμα, δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τον τρόπο που ζούσε, τη διαστροφή του αυτή, να φτιάχνει τον δικό του κόσμο, τον φανταστικό και να μην αποδέχεται την αλήθεια. Ποτέ δε θα μάθουμε αν έλεγε αλήθεια, αν όντως τις αγάπησε ή αν προσπαθούσε να πείσει και τον ίδιο του τον εαυτό, αν προσπαθούσε να ξεγελάσει και αυτόν και να τον οδηγήσει στο ψέμα. Κάποιες φορές ακόμα κι εγώ τον πίστεψα. Είχε τέτοια ικανότητα να ξεγελάει τους άλλους.  Η Μαργαρίτα, η Αντιγόνη, έβλεπαν την αλήθεια κατάματα και πάλι μπορούσε να τις πείσει πως δεν έχουν δίκιο, πως η αλήθεια είναι το ψέμα που αυτός τους έλεγε. Πάντως σίγουρα έπαιξαν έναν σημαντικό ρόλο στη ζωή του και οι δύο. Ήταν δυο γυναίκες που τις θεωρούσε κτήμα του. Αν ήταν αλλιώς οι συνθήκες, αν τους έλεγε την αλήθεια, αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά, δε γνωρίζουμε πως μπορεί να είχε καταλήξει. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι τις ξεγέλασε, όπως έκανε με όλες παρά το ότι φώναζε πως τις αγαπούσε, παρά το ότι εκείνες τον αγάπησαν υπερβολικά.

 

Άνθρωποι σαν τον Κώστα όμως δεν το βάζουν εύκολα κάτω, παρά τις στεναχώριες του και την εισαγωγή του σε μια κλινική, κάτι που έκανε αυτοβούλως, ίσως γιατί θεωρούσε ότι πράγματι έχει πρόβλημα, όταν κατέρρευσε ο ψεύτικος κόσμος του, ίσως για να το μάθει η Μαργαρίτα που αυτή τη φορά αδιαφόρησε, ξεκίνησε πάλι την παλιά του ζωή. Ήδη από την ψυχολογική κλινική που νοσηλεύτηκε άρχισε να ξεγελάει τους γιατρούς, να εμφανίζεται ως θύμα και μάλιστα να σχετιστεί και με μια ψυχίατρο του νοσηλευτικού ιδρύματος. Στη συνέχεια όμως κι αφού βγήκε γνώρισε μια γυναίκα, γύρω στα εικοσιπέντε, που μόλις τα είχε χαλάσει με το δεσμό της, κι αφού πληρούσε τα κριτήρια που ήθελε, εμφανίστηκε στη ζωή της για να της γεμίσει τα κενά, όχι βέβαια αφιλοκερδώς. Ήδη τον έχει βοηθήσει να ανοίξει τη νέα του επιχείρηση και είχαν αρραβωνιαστεί κρυφά από τον πατέρα της. Όμως αυτή τη φορά σκοπεύει να προχωρήσει και σε γάμο. Άλλωστε η Μαρίνα είναι ανεξάρτητη οικονομικά και οι σχέσεις με τον πατέρα της όχι οι καλύτερες.

 

 

Για το τέλος άφησα την Μαργαρίτα. Η Αντιγόνη της το είχε πει, δε γίνεται πάντα αυτό που θέλουμε την ώρα που το θέλουμε. Δε θέλουμε κάτι σήμερα που το έχουμε, κι αύριο που το ζητάμε ίσως να έχει χαθεί. Πράγματι ταλαντευόταν αρκετό καιρό ανάμεσα στους δύο άνδρες. Πάντα δεχόταν τα ψέματα του Τάκη, ένιωθε υποχρεωμένη απέναντι στη μέχρι τότε κοινή ζωή τους να μείνει μαζί του. Ακόμα κι όταν τα ψέματά του ήταν πασιφανή, αυτή προτιμούσε να τα πιστεύει για να ζήσει μαζί του. Όμως και για τον Αριστοτέλη ένιωθε πολλά. Εκείνος ήταν που την γέμιζε ήλιο τις δυο φορές που ήτανε μαζί, με εκείνον αποφάσισε να ζήσει φεύγοντας από το μοτέλ. Τον σκεφτόταν συνέχεια όταν ήταν με τον Κώστα, μετά την πρώτη τους φορά. Έκανε έρωτα με εκείνον και σκεφτόταν τον Αριστοτέλη πολλές φορές, κι αν δεν ήταν τόσο αξιοπρεπής, κι αν την είχε διεκδικήσει, θα την είχε κατακτήσει από καιρό.

Του τηλεφωνούσε από το μοτέλ και δεν το σήκωνε, είχε αρχίσει να ανησυχεί. «Ίσως θύμωσε αν και δεν το συνηθίζει», είπε στην Αντιγόνη, «Του είπα βέβαια πως θα γύριζα χτες, ίσως νομίζει πως δε θα γυρίσω καθόλου. Μια μέρα έμεινε μακριά του, αύριο θα τον δω». Μια μέρα τόσο σημαντική, ένα τηλεφώνημα που αν είχε γίνει λίγο νωρίτερα ίσως να είχαν αλλάξει όλα. Ίσως να μην έβγαινε από το σπίτι του και τώρα να ζούσαν μαζί, ίσως να πήγαινε να τη βρει και να συνέβαινε το ίδιο, ποτέ δε θα μάθουμε. Γυρίζοντας πίσω έμαθε την αλήθεια, ο Αριστοτέλης είχε σκοτωθεί μια μέρα πριν την επιστροφή της. Τη μέρα που δε σήκωνε το τηλέφωνό του. Με πολύ κόπο κατάφερε να κάνει ένα βήμα μπροστά,  αλλά η τύχη δεν την άφησε να προχωρήσει. Πέρασε μια δύσκολη περίοδο, ένιωθε πως τα έχασε όλα. Μα η ζωή κύκλος είναι και μερικές φορές γενναιόδωρη. Η Μαργαρίτα ήταν έγκυος από τον Αριστοτέλη. Αυτό το γεγονός της απάλυνε τον πόνο του χαμού του. Αποφάσισε να το κρατήσει, ασφαλώς και θα το κρατούσε, κουβαλούσε μέσα της τον Αριστοτέλη, το παιδί του. Ακόμα κι ο πατέρας της τη συμβούλεψε να το κάνει. Αλλά δε χρειαζόταν την παραίνεσή του. Ο Αριστοτέλης θα συνέχιζε μέσω του παιδιού τους.

 

Κατάφερε να ξεπεράσει το παρελθόν της, αλλά μέχρι σήμερα κανένας άντρας δεν μπήκε τόσο βαθιά στην ψυχή της ώστε να μείνει μαζί του. Ο Αριστοτέλης ήταν ο μοναδικός και είχε πεθάνει. Ζούσε όμως με τον γιο τους, που όσο μεγάλωνε του έμοιαζε όλο και πιο πολύ. Οι γονείς της ήταν ευτυχισμένοι με αυτό το παιδάκι. Ο πατέρας της φοβήθηκε πως αυτή θα ήταν η μοναδική ευκαιρία της κόρης του να γίνει μάνα. Όχι επειδή ήταν μεγάλη, αλλά γιατί αγάπαγε τον Αριστοτέλη, κι ο θάνατός του θα την σημάδευε, έβαζε τον εαυτό του στην θέση της. Ήθελε ένα εγγονάκι. Κι αφού ήρθε, θα τη στήριζε με όλες του τις δυνάμεις.

 

Η Μαργαρίτα έπαιζε συχνά με τον ήλιο, τον άφηνε να την αγγίζει και έμαθε και στο παιδί της πόσο σημαντικός είναι για τη ζωή και την ευτυχία των ανθρώπων. Καθόταν πολλές φορές μπροστά στην μπαλκονόπορτα του σπιτιού της, με τον πιτσιρίκο αγκαλιά και έπαιζαν μαζί του. Τους έβλεπα συχνά εκεί τους δυο τους, στεφανωμένους με τις ακτίνες του.

 

Πάντα βέβαια με πιάνει μια μελαγχολία όταν σκέφτομαι τον Αριστοτέλη, γι’ αυτό προτιμώ να ξεχνάω ότι έχει πεθάνει και φαντάζομαι ότι κάθετε στον καναπέ τους και σε λίγο θα προβάλει κι αυτός στο παράθυρο και θα τους πάρει αγκαλιά. Το ίδιο θα συνιστούσα να κάνετε και εσείς, αν η ιστορία που σας διηγήθηκα δε σας ευχαριστεί. Στη λογοτεχνία άλλωστε όλα επιτρέπονται…

 

ΤΕΛΟΣ

 

Διαβάστε επίσης: