Η Ανδρεάνα Σαπρίκη γεννήθηκε στην Άρτα και είναι πτυχιούχος Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού. Εργάζεται ως yoga instructor και παράλληλα ασχολείται  με τη συγγραφή. Είναι μέλος της Ένωσης Σεναριογράφων Ελλάδος. Έχει βραβευτεί δύο φορές στο London Greek Film Festival με το καλύτερο βραβείο σεναρίου μικρού μήκους. Το 2011 για την ταινία "Sleepwalker", όπου συμμετείχε στο σενάριο και το 2013 με το βραβείο καλύτερου σεναρίου για την ταινία "The promise". To 2016 κυκλοφορεί το πρώτο της μυθιστόρημα sci-fi  (Oι τρόφιμοι).

Είναι από τους βασικούς σεναριογράφους της σειράς ντοκιμαντέρ “Από το Μικρό στο Μεγάλο”, που προβλήθηκε στο κανάλι της Βουλής (Παραγωγή  ΕΣΕ). Αυτή τη στιγμή δουλεύει πάνω στο επόμενο βιβλίο της. Το “Άφιξις" είναι το τέταρτο διήγημα που ανεβαίνει στη σελίδα του  Αrtscript. Προηγήθηκαν “Οι  Αγνοούμενοι” το “Apheresis” και το "Lovebird”.

 

 

Άφιξις

Ήταν μια συνηθισμένη μέρα. Περπατούσα βυθισμένη στις σκέψεις μου, καθώς ριπές αέρα μαστίγωναν τα μάγουλά μου, που ήταν παγωμένα εδώ και ώρα. Ο χειμώνας στο νησί δε θύμιζε σε τίποτα τους γεμάτους με τουρίστες πλακόστρωτους δρόμους. Λες και είχε πέσει σε χειμερία νάρκη. Ήταν κι αυτό μια συνθήκη για να μπορέσει να αντέξει τους εντατικούς ρυθμούς του καλοκαιριού. Άρχισα να περπατώ με πιο γρήγορο ρυθμό, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να πολεμήσω το κρύο. Περνώντας έξω από το ταβερνάκι της κυρά Ρηνιώς, διέκρινα λίγους θαμώνες. Η Χάιδω, η μασκότ του μαγαζιού με πλησίασε. Ολόλευκη και στρουμπουλή από τις πολλές λιχουδιές που τη φίλευαν. Κοντοστάθηκα κι εκείνη έτριψε τη μουσούδα της στο πόδι μου. Έσκυψα και τη χάιδεψα κι εκείνη γουργούρισε. Συνέχισα να προχωράω  κι ο αέρας γινόταν όλο και πιο δυνατός. Κατευθύνθηκα στη δεξιά πλευρά του νησιού, στο λιμάνι. Χρόνια τώρα είχα αυτή τη γλυκιά καθημερινή συνήθεια. Το αγαπημένο μου μέρος, στο αγαπημένο μου παγκάκι.

     Πλησιάζοντας την προκυμαία τον είδα. Άλλη μια μέρα που κι εκείνος ήταν εκεί. Καθόταν σε μια δέστρα, δίπλα από το παγκάκι μου. Βυθισμένος στις σκέψεις του. Σκυφτός. Αγνάντευε τη θάλασσα, ακουμπώντας με το χέρι το πηγούνι του. Στεκόταν εκεί ακίνητος σαν τον σκεπτόμενο του Ροντέν. Ντυμένος στα μαύρα με ένα γκρι κασκόλ να σπάει τη μονοτονία.

     Θα έλεγε κανείς πως περιμένει κάποιον. Μόνο που σήμερα δεν είχε άφιξη. Ποτέ δεν έχει αφίξεις τις Δευτέρες. Θα τον έλεγες όμορφο, ή καλύτερα γοητευτικό, όσο μπορούσα να διακρίνω από μακριά τα χαρακτηριστικά του. Τις λίγες φορές που έβγαινε για τρόφιμα κάλυπτε το πρόσωπό του με ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά κι έναν γκρι σκούφο. Τι χρώμα να είχαν τα μάτια του;

     Δεν μιλούσε σε κανέναν. Διάλεγε τα τρόφιμα και άφηνε τα χρήματα, χωρίς να αρθρώνει λέξη. Μια μέρα προσπάθησα να τον πλησιάσω, λέγοντάς του ένα γεια με ένα πλατύ χαμόγελο. Δεν απάντησε. Σαν να μην υπήρχα. Από όταν ήρθε στην πόλη, κανείς δεν έμαθε τίποτα για αυτόν. Μένει στο παλιό αρχοντικό του νησιού. Στο μέρος που γεννήθηκα.

     Ήμουν πολύ μικρή όταν μετακομίσαμε σε ένα μικρό σπιτάκι στην βόρεια πλευρά της χώρας. Από τα λιγοστά που θυμάμαι, ήταν μια δύσκολη περίοδος. Τα ψαροκάικα του πατέρα επέστρεφαν άδεια. Λες και κάποιος είχε εξαφανίσει τα ψάρια. Η μικρή του επιχείρηση δεν άντεξε πολύ. Αναγκαστήκαμε να πουλήσουμε το αρχοντικό σε ένα ζευγάρι, ο πατέρας δεν μπορούσε να το συντηρήσει πια. Προίκα της μητέρας μου, η οποία ήταν γόνος αριστοκρατών. Ερωτεύτηκε τον πατέρα μου και οι γονείς της την ξέγραψαν. Δεν δέχτηκαν ποτέ αυτόν το γάμο. Εκείνη πέθανε στη γέννα, δεν τη γνώρισα ποτέ. Το αρχοντικό κατοικήθηκε για λίγα χρόνια, αλλά μετά το θάνατό τους το προηγούμενο καλοκαίρι, έμεινε έρημο.

Θλιβερή ιστορία. Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα, όταν ξαφνικά μαύρα σύννεφα άρχισαν να μαζεύονται και από την μια στιγμή στην άλλη ο ουρανός σκοτείνιασε. Αμμοθύελλα άρχισε να  αναποδογυρίζει τις ομπρέλες στις παραλίες και να τρέπει σε φυγή τους λουόμενους. Μεγάλα κύματα ύψους δύο μέτρων έφταναν μέχρι τα τραπέζια και τις καρέκλες των μαγαζιών. Οι τουρίστες μάζευαν  άρον άρον τα πράγματά τους κι έτρεχαν να προφυλαχθούν. Όσοι είχαν μικρά παιδιά τα είχαν πάρει αγκαλιά και τα είχαν κρύψει στο στήθος τους. Την επόμενη στιγμή βαριές στάλες βροχής άρχισαν να μαστιγώνουν τα πάντα.

     Η θύελλα κράτησε λίγα λεπτά, ίσα-ίσα  για να προκαλέσει το κακό. Τα σύννεφα άρχισαν να σκορπίζονται με ιλιγγιώδη ταχύτητα και ο ήλιος πρόβαλλε ξανά ζεστός, λαμπερός. Οι άνθρωποι ξεμύτισαν από τις κρυψώνες τους και άρχισαν να κάνουν απολογισμό των ζημιών.

      Σε λίγες ώρες μαθεύτηκαν τα νέα. Το μικρό σκάφος του ζευγαριού έλειπε από το λιμάνι. Μια ομάδα ψαράδων δεν άργησε να το βρει. Αναποδογυρισμένο. Εκείνοι άφαντοι. Μάταια τους έψαχναν, ώσπου μετά από μέρες τα σώματά τους ξεβράστηκαν σε μια παραλία του νησιού.

     Δεν είχαν παιδιά. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Κανείς συγγενής τους δεν παρευρέθηκε στην κηδεία. Κι ούτε είχαμε ακούσει πως είχαν κάποιον συγγενή. Ούτε ποτέ κάποιος είχε έρθει να τους επισκεφτεί. Ποτέ δεν μάθαμε αν κάποιος κληρονόμησε το σπίτι. Μετά  τον πανικό του ατυχήματος το σπίτι παρέμεινε σφραγισμένο.

     Κανείς δεν γνώριζε πότε ακριβώς ήρθε ο άνδρας και πώς μπήκε στο αρχοντικό. Η βαριά σκαλιστή πόρτα ήταν αδύνατο να παραβιαστεί. Αν γινόταν κάτι τέτοιο, θα το είχαμε αντιληφθεί και θα καλούσαμε την αστυνομία. Στο νησί ακούγονταν ψίθυροι. 

Πλησίασα προς το μέρος του και κάθισα στο παγκάκι. Μήπως περιμένει εμένα; αναρωτήθηκα. Κάθε μέρα, ίδια ώρα. Λες να ήταν σύμπτωση; Δεν άντεξα. Μάζεψα όλο το κουράγιο μου και τον πλησίασα.

« Καλησπέρα, είμαι η Ρωξάνη! » είπα, χωρίς να διστάσω.

Εκείνος γύρισε και με κοίταξε σαστισμένος, μάλλον δεν είχε αντιληφθεί τον ερχομό μου. Αισθάνθηκα σαν να τον διέκοπτα από την απόλαυση μιας ωραίας ταινίας.

«Συγγνώμη, δεν ήθελα να ενοχλήσω!» είπα και έκανα να φύγω. Τότε εκείνος έπιασε το χέρι μου και με σταμάτησε. Σηκώθηκε από τη δέστρα και στάθηκε μπροστά μου. Ήταν πρώτη φορά που έβλεπα καθαρά το πρόσωπό του. Γλυκά καστανά μάτια και έντονα χείλη. Με ένα νεύμα μου ζήτησε να τον ακολουθήσω.

     Πέρασαν μερικές στιγμές σιωπής. Τα βήματά μας ήταν τα μόνα που ακούγονταν πάνω στα λιθόστρωτα σοκάκια. Μια αγέλη αδέσποτα σκυλιά μας ακολούθησαν για λίγο. Σιωπηλά κι αυτά. Σαν να ήμασταν όλοι μαζί μέρος μιας τελετής.

     Σε λίγο φτάσαμε μπροστά στην πόρτα του αρχοντικού. Εκείνος την άνοιξε και με μια ελαφριά υπόκλιση μου έκανε νόημα να περάσω. Αμίλητος. Η περιέργεια νίκησε και τον τελευταίο μου δισταγμό. Μετά βίας κατάφερα να αναγνωρίσω το σπίτι. Τα βαριά παλιά έπιπλα είχαν αντικατασταθεί από πιο σύγχρονα και οι τοίχοι του σπιτιού ήταν  ντυμένοι με πιο ζεστά χρώματα.

     Με οδήγησε σε ένα μικρό σαλονάκι, μια ζεστή γωνιά που προφανώς ήταν το μέρος που το ζευγάρι άραζε και έπινε το τσάι, ή τον καφέ του. Έκλεισα τα μάτια και τους φαντάστηκα να κοιτάζουν μέσα από το μεγάλο παράθυρο τον ήλιο να γέρνει στη θάλασσα, αφήνοντας στον ορίζοντα το ίχνος του με λογιών λογιών αποχρώσεις. Μου έκανε νόημα να καθίσω στον καναπέ και εξαφανίστηκε. Σε λίγο επέστρεψε με ένα σερβίτσιο τσαγιού και με σέρβιρε. Συνέχισε να μη μιλάει. Η κατάσταση άρχισε να γίνεται περίεργη.

     Είχα κοκαλώσει στον καναπέ και δεν έβγαζα άχνα. Ήθελα να εξαφανιστώ, χωρίς να πω λέξη, αλλά μια δύναμη με κρατούσε ακίνητη. Ανήμπορη. Το στομάχι μου άρχισε να σφίγγεται. Τον κοίταξα ξανά και το πρόσωπό του για μια στιγμή μου φάνηκε παράξενα οικείο. Λόγια σαν να μην ήταν δικά μου, βγήκαν από τα χείλη μου: «Πώς σε λένε; γιατί δεν μιλάς;»

     Καμία απάντηση. Έκανε μια χειρονομία σαν να μου ζητούσε να περιμένω και ανέβηκε στον πάνω όροφο. Άκουγα τα βήματά του στο ξύλινο πάτωμα και τριγμούς από ένα έπιπλο που άνοιγε. Θα μπορούσα να φύγω, ήταν η πιο κατάλληλη στιγμή, αλλά επέλεξα να μείνω, να μάθω επιτέλους, τι στο καλό συνέβαινε.

     Επέστρεψε κρατώντας έναν μαύρο ντοσιέ γεμάτο έγγραφα. Έβγαλε ένα χαρτί που φαινόταν επίσημο και μου το έδωσε. Άρχισα να το διαβάζω και τα χέρια μου έτρεμαν. Κάθε παράγραφος ξετύλιγε καταστάσεις άγνωστες σε μένα, που είτε μου άρεσε, είτε όχι αφορούσαν μόνο και μόνο εμένα.

     Οι εικόνες περνούσαν από το μυαλό μου διαδοχικά. Ο πατέρας μου να φεύγει για το πρωινό του ψάρεμα. Η ανησυχία μου που αργούσε να γυρίσει. Η χαρά μου που είδα την βάρκα του να δένει λίγο πριν το ξέσπασμα της καταιγίδας. Η χλωμή του όψη. Οι εκδορές στο πρόσωπό του. Η προσπάθειά του να μη δείχνει ταραγμένος.

     Άφησα τρέμοντας το έγγραφο στο μικρό τραπεζάκι μπροστά μου. Ο ήλιος είχε βουλιάξει για τα καλά στην υγρή αγκαλιά της θάλασσας. Εκείνος ήταν απέναντί μου στην πολυθρόνα και με παρατηρούσε.

     «Ποιος είσαι;» τον ρώτησα. Έβγαλε τότε ένα ακόμα έγγραφο από το ντοσιέ και μου το έδωσε. Το πρόσωπό μου σκοτείνιασε. Χωρίς να πω λέξη έφυγα. Άρχισα να τρέχω σαν τρελή. Ανυπομονούσα να φτάσω σπίτι.

     Άνοιξα με ορμή την πόρτα.  Εκείνος καθόταν δίπλα στο τζάκι έχοντας στο χέρι του ένα ποτήρι λευκό κρασί. Η αγαπημένη του βραδινή συνήθεια. Στάθηκα απέναντί του και τον κοίταξα. Έτρεμα ολόκληρη. Στεκόταν  ήρεμος σαν να περίμενε.

     «Ήμουν μαζί του, στο αρχοντικό», είπα περιμένοντας την αντίδρασή του. Όμως εκείνος παρέμενε ήρεμος, σαν να γνώριζε ήδη.

     «Και;» σταμάτησε για λίγο και μετά συνέχισε. «Τώρα ξέρεις». Δεν μπορούσα να πιστέψω αυτές τις λέξεις που αντήχησαν στα αυτιά μου σαν ένας εκνευριστικός βόμβος.

     «Εσύ το έκανες; Πες μου πως είναι ψέματα! Πες μου!» ούρλιαξα.

     «Το είχα υποσχεθεί στη μητέρα σου. Αυτό το σπίτι έπρεπε να μείνει στην οικογένεια. Τους διάλεξα, γιατί μου είχαν πει ότι δεν είχαν παιδιά. Είχαμε υπογράψει συμφωνία, πριν τους πουλήσω το σπίτι. Θα στο μεταβίβαζαν σε περίπτωση θανάτου. Αλλά η διαθήκη αργούσε να υπογραφεί. Πέρασαν μήνες. Μετά χρόνια. Κι εκείνοι έβρισκαν ένα σωρό δικαιολογίες.

     Και τότε αποφάσισα να ψάξω. Θέλω να ξέρεις ένα πράγμα. Όταν κάτι αργεί να γίνει, δεν είναι για καλό. Πλήρωσα κάποιον να ερευνήσει και σύντομα έλαβα τα νέα. Η γυναίκα του είχε ένα παιδί από τον πρώτο της σύζυγο. Και φυσικά το σπίτι θα πήγαινε σε αυτόν. Ήταν ο πιο στενός συγγενής. Θόλωσα. Μου είχαν πει ψέματα.

     Εκείνη τη μέρα δεν πήγα για ψάρεμα. Έμεινα στο καφενείο και έπινα. Κοίταζα απέναντι το δεμένο σκάφος τους και ίσα που κρατιόμουν να μην πάω να το διαλύσω. Τόσο θυμό είχα. Και τότε τους είδα. Μπήκαν στο σκάφος και ανοίχτηκαν. Τους ακολούθησα. Είχαμε ανοιχτεί αρκετά, όταν άρχισα να τους φωνάζω. Πλησίασα το σκάφος τους. Μαλώσαμε. Εκείνος τότε πήδηξε στη βάρκα και πιαστήκαμε στα χέρια. Παλεύαμε ώρα. Η γυναίκα του ούρλιαζε. Μας εκλιπαρούσε να σταματήσουμε. Ξαφνικά σκόνταψα κι έπεσα πάνω στην πρύμνη. Πρέπει να χτύπησα στο κεφάλι. Όλα σκοτείνιασαν.

     Όταν συνήλθα δεν ήταν εκεί, στο ορκίζομαι! Είδα από μακριά τα   σύννεφα. Ναυτικός είμαι. Γνώριζα τι ερχόταν. Έβαλα μπρος τη μηχανή και γύρισα πίσω. Μόλις έδεσα τη βάρκα, κοίταξα προς τη μεριά τους. Το σκάφος τους δεν ήταν εκεί».

     Τον κοίταζα προσπαθώντας να αναλύσω κάθε του έκφραση, να δω ένα σημάδι που θα μου μαρτυρούσε τι είχε συμβεί στη θάλασσα εκείνη τη μέρα. Έπρεπε να τον πιστέψω. Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Τον πλησίασα και του έπιασα το χέρι.

      « Καληνύχτα πατέρα», είπα κι εκείνος κούνησε το κεφάλι του. Η νύχτα πέρασε δύσκολα. Η αμφιβολία ροκάνιζε κάθε γωνιά του μυαλού μου. Στριφογύριζα στο κρεβάτι περιμένοντας να ξημερώσει.

     Η επόμενη μέρα με βρήκε έξω από τη βαριά, ξύλινη πόρτα. Χτύπησα νευρικά το κουδούνι και περίμενα. Εμφανίστηκε στην πόρτα σαστισμένος. Όλα ήταν ξεκάθαρα πια. Σαν το φως του πρωινού. Ποτέ δεν αγάπησα αυτό το σπίτι. Στην δική μου καρδιά υπήρχε χώρος μόνο για το μικρό σπιτάκι στο βορινό κομμάτι της χώρας. Του τα είπα όλα. Για την υπόσχεση του πατέρα μου, για την αθέτηση της συμφωνίας, για τον καυγά. Δεν φάνηκε έκπληκτος. Με κάποιο τρόπο γνώριζε. Δεν με ενδιέφερε να μάθω το πως. Ήθελα να ξέρει ότι είναι ασφαλής. Δεν θα έκανα καμία κίνηση να διεκδικήσω το σπίτι.

     «Θέλω να με επισκέπτεσαι να πίνουμε τσάι βλέποντας το ηλιοβασίλεμα » είπε. Γούρλωσα τα μάτια μου και έμεινα για λίγο παγωμένη.

     «Μιλάς!» είπα, δεν πίστευα στα αυτιά μου.

     «Μερικές φορές διαλέγοντας τη σιωπή, είναι πιο εύκολο να κάνεις τους άλλους να ανοιχτούν. Μαθαίνεις όλα τους τα μυστικά!» είπε και ξεκαρδιστήκαμε και οι δύο στα γέλια. Τι κι αν δεν ήμουν σίγουρη για την αθωότητα του πατέρα μου! Τίποτα δεν θα μπορούσε να αλλάξει ό,τι είχε συμβεί. Μια καινούρια μέρα ξεκινούσε.

 

 

ΤΕΛΟΣ

 

 

Διαβάστε επίσης: