HARDCORE HENRY

Σκηνοθεσία: Ίλια Ναϊσούλερ

Παίζουν: Σάρλτο Κόπλεϊ, Χάλεϊ Μπένετ

 

Το Hardcore Henry εφαρμόζει μια σκηνοθετική τεχνική που το κάνει να ξεχωρίζει πιθανότατα από οτιδήποτε άλλο έχει γυριστεί, χωρίς αυτό να συμβαίνει πάντα προς όφελος του έργου.

 

Η ταινία είναι εξολοκλήρου γυρισμένη από την οπτική γωνία του ήρωα, ένα μοντάζ αποκλειστικά υποκειμενικών πλάνων. Δε βλέπουμε τίποτα άλλο σε όλη τη διάρκεια του έργου πέρα από αυτό που βλέπει ο ίδιος, εκ των πραγμάτων δεν υπάρχουν παράλληλες δράσεις και κυρίως δε βλέπουμε ποτέ αυτούσιο τον ίδιο μέσα από τα μάτια κάποιου άλλου χαρακτήρα.

 

Οι αφηγηματικές προοπτικές που ανοίγει αυτή η τεχνική είναι άπειρες, ο σκηνοθέτης επιλέγει να την αξιοποιήσει για να κάνει μια εντυπωσιακή ταινία δράσης. Και δεν υπάρχει τίποτα κακό σε αυτό, αν η υπερβολική συνέπεια στο μοτίβο που επέλεξε δεν εμπόδιζε το έργο να γίνει μια πιο ολοκληρωμένη ταινία δράσης.

 

Ως τέτοια ξεκινάει εντυπωσιακά. Όταν συνηθίσει το βλέμμα σου και προσανατολιστεί στον χώρο – ή μάλλον σταματήσει να αποζητά αυτή την πολυτέλεια που σου παρέχει η συνηθισμένη αφήγηση της παντογνώστριας κάμερας – συνειδητοποιείς ότι παρακολουθείς τον πιο ρεαλιστικό τρόπο κινηματογράφησης μιας σκηνής δράσης. Οι σφαίρες πέφτουν από παντού χωρίς να βλέπεις ποιος σημαδεύει τον ήρωα, οι γροθιές προσγειώνονται στην κάμερα σχεδόν πριν δεις τον αντίπαλο να σηκώνει το χέρι του, όταν ο ήρωας χάνει την ισορροπία του προλαβαίνεις να δεις πού πέφτει όσο προλαβαίνει κι αυτός. Αποσπασματικά, φευγαλέα, σε πλήρη αισθητηριακή σύγχυση.

 

Κυρίως όμως η ταινία ξεκινάει δυναμικά γιατί η πρώτη σκηνή μετά τους τίτλους αφήνει να εννοηθεί ότι εδώ υπάρχει ένας χαρακτήρας με παρελθόν και κίνητρο και μία πλοκή με μυστήριο, βάθος και συναίσθημα. Βοηθάει η παρουσία της Χάλεϊ Μπένετ, τόσο τρυφερής και όμορφης σε αυτή τη σκηνή που όταν αποκαλύπτει στον Χένρι ότι πριν απολέσει τη μνήμη του ήταν αντρόγυνο, ο θεατής θέλει να αναφωνήσει για λογαριασμό του βουβού Χένρι «πόσο κρίμα που δε σε θυμάμαι». Κι όταν αυτή πολύ νωρίς απάγεται, νομίζεις ότι το σεναριακό μοτίβο του έργου θα είναι το «πόσο θέλω να σε ξαναβρώ».

 

Το έργο αντίθετα αποφασίζει να μείνει τόσο πιστό στη βασική αναφορά του, τα βίντεο γκέιμς, που ακυρώνει την όποια προοπτική γνήσιου συναισθήματος. Και ενώ έτσι δε θα δώσει πάτημα στους διαδικτυακούς γκέιμφρικς που θα έγραφαν εξοργισμένοι στο μπλογκ τους «ναι, αλλά στα βίντεο γκέιμς δε γίνεται αυτό, και ο ήρωας δεν κάνει ποτέ αυτό κλπ κλπ» τελικά στερεί από τους υπόλοιπους την ευκαιρία να δουν μια εξαιρετική ταινία δράσης. Γιατί σε μια εξαιρετική ταινία η δράση έρχεται και σολάρει πάνω στο ίσο που κρατάνε οι χαρακτήρες και η πλοκή. Στο Hardcore Henry το ατελείωτο ξυλίκι καλύπτει σχεδόν τη μισή διάρκεια του έργου και οι σκηνές που προωθούν την πλοκή διαρκούν ελάχιστα, σε συμφωνία μεν με την επιθυμία του γκέιμερ να πηδήξει τις μεταβατικές σκηνές, να πάρει την πληροφορία που χρειάζεται και να συνεχίσει να μακελεύει το σύμπαν αλλά και σε αντίθεση με την ανάγκη του θεατή να πάρουν μια ανάσα οι αισθήσεις του πριν πέσει η επόμενη σφαίρα. Από ένα σημείο και μετά ο εντυπωσιασμός από την κινηματογράφηση έχει παρέλθει και δεν έρχονται πολλά να τον αναπληρώσουν. Δεν έχει και τόσο ενδιαφέρον το να σκοτώνεις τους κακούς που σου πετάγονται από το πουθενά όταν δεν είναι το δικό σου χέρι στο ποντίκι.

 

Ο χαρακτήρας του Τζίμι, του μόνου συμμάχου του Χένρι στην αναζήτησή του, αναλαμβάνει να αναπληρώσει μόνος του οτιδήποτε λείπει από το έργο, το χιούμορ, τη συντροφικότητα, το κίνητρο. Όσο κι αν ο Σάρλτο Κόπλεϊ του District 9 είναι ιδανικό κάστινγκ για αυτό το έργο και κάνει ό,τι μπορεί για να εκπληρώσει αυτή την αποστολή, ο ίδιος ο χαρακτήρας είναι επιφορτισμένος με τόσο πολύπλοκο έργο που τελικά καταντάει εξωφρενικός. Αντίστοιχη κι η παρουσία του Τιμ Ροθ σε μία σκηνή τόσο ξεκομμένη από το σώμα του έργου που αν μου έλεγαν ότι γυρίστηκε μετά το πρώτο screening για να προσδοθεί και ένα ψυχολογικό υπόβαθρο στο όλο οικοδόμημα δε θα έπεφτα από τα σύννεφα.

 

Η πιο χτυπητή αδυναμία του έργου όμως είναι ότι λείπει εξολοκλήρου ο ήρωας. Μπορούμε να κάνουμε άπειρες θεωρητικές συζητήσεις για το πόσο ευλαβικά πρέπει να τηρούνται οι κλασικές αφηγηματικές συμβάσεις, εδώ όμως πρόκειται για έναν πειραματισμό που αφαιρεί από το έργο περισσότερα από όσα του προσθέτει.Ο ήρωας είναι κενός για να μπορεί να ενδυθεί το περιεχόμενο που θα του προσδώσει κάθε θεατής, κάθε θεατής να μπορεί να γίνει ο πρωταγωνιστής του έργου. Ενώ λειτουργεί στην αρχή, από ένα σημείο και μετά απλά παρακολουθείς έναν κενό ήρωα. Αν η ταινία ενδιαφερόταν να αναζητήσει τις αφηγηματικές τεχνικές που θα μας έβαζαν στην ψυχολογία του, αυτό θα είχε έξτρα ενδιαφέρον δεδομένου του αντικειμενικού βαθμού δυσκολίας. Αν αναπτυσσόταν σεναριακά η προοπτική που ανοίγεται πολύ αργά στο έργο, το ενδεχόμενο δηλαδή ο Χένρι να καταφέρει να ανακαλέσει στοιχεία της προηγούμενης ζωής του, η ιστορία θα κέρδιζε σε μυστήριο και βάθος. Αντιθέτως ο σκηνοθέτης επιλέγει συνειδητά ο ήρωας να είναι βουβός και χωρίς μνήμη, γιατί έτσι η ταινία μένει πιστή στον χαρακτήρα κάθε βίντεο γκέιμ: του απόλυτου εκτελεστή που δε χρειάζεται κάποιο άλλο κίνητρο για να σκοτώσει πέρα από ότι κάποιος τού κλικάρει το ποντίκι σαν τρελός.

 

Και τελικά αυτή είναι η εντύπωση που μου άφησε το Hardocore Henry που έγραψε και σκηνοθέτησε ο Ίλια Ναϊσούλερ. Στο έργο περνάει ατόφια όλη η μαεστρία και ο ενθουσιασμός του πιτσιρικά που συμπληρώνει άπειρες εργατοώρες μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή του και περίπου η ίδια ποσότητα σκέψης και προβληματισμού που χρειάζεται για να το κάνεις αυτό.

 

Συνεπώς μάλλον θα περάσετε καλά αν σας αρέσει το ξένοιαστο ξυλίκι και το γκέιμιν, δε θα πήγαινα στη θέση σας αν σας ενδιαφέρει πιο πολύ ένα σχόλιο πάνω στην αναζήτηση της διυποκειμενικότητας και μια φαινομενολογική σπουδή πάνω στην οικοδόμηση της εικόνας μας για τον εξωτερικό κόσμο και του υποκειμένου μέσα σε αυτόν ως αντικείμενο. Ίσως και με καφκικές πινελιές. Ναι, δε θα πήγαινα.

 

Αλέξανδρος Πασπαρδάνης