THEEB

 

Σκηνοθεσία Naji Abu Nowar

Παίζουν: Jacir Eid, Hassan Mutlag, Hussein Salameh, Marji Audeh

 

Στο Theeb του Naji Abu Nowar δεν υπάρχει ούτε μία φάλτσα νότα.

 

Η πλοκή είναι μεστή, το έργο ακολουθεί μεν τους αργούς ρυθμούς της ζωής στην έρημο χωρίς όμως να αφήνει κενά σημεία στη δράση, το ένα γεγονός διαδέχεται το άλλο. Το ιστορικό πλαίσιο και οι προεκτάσεις του δίνονται υπαινικτικά, χωρίς φορεμένες κρίσεις και γενικεύσεις. Οι ερμηνείες των κατά βάση ερασιτεχνών ηθοποιών είναι στεγνές, βουβές και γειωμένες, σε πλήρη αρμονία με το άγονο περιβάλλον. Και όλο αυτό το πλαίσιο συνέχεται από το αφοπλιστικό βλέμμα του μικρού  Jacir Eid Al-Hwietat.  Ο θεατής δεν έχει άλλη επιλογή από το να συμμεριστεί τη μόνιμη συγκρατημένη απορία του και να δει την ιστορία μέσα από τα δικά του μάτια.

 

Η ιστορία διαδραματίζεται κάπου στην υπό οθωμανικό καθεστώς σημερινή Σαουδική Αραβία κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Συνειδητά δεν αναφέρεται τίποτα παραπάνω για αυτή την ιστορική συνθήκη από ό,τι χρειαζόμαστε για να καταλάβουμε τις επιλογές των ηρώων. Πολύ υπαινικτικά και αποσπασματικά αντιλαμβανόμαστε τους συσχετισμούς που φέρνουν τους ήρωες αντιμέτωπους με συνεχή διλήμματα. Ακόμα και η διαφοράς νοοτροπίας των ντόπιων οδηγών από αυτή του αξιωματικού του αγγλικού στρατού – εξαιρετικός ο Τζακ Φοξ με την ανεπιτήδευτη ελαφριά αίσθηση ανωτερότητας του δυτικού αξιωματικού που φέρνει στον ρόλο – είναι λιτή και υπαινικτική, δεν αναλώνεται σε σχόλιο, εξυπηρετεί κι αυτή την προώθηση της δράσης.

 

Κι αυτό γιατί η βασική επιλογή του σκηνοθέτη είναι να βλέπουμε την ιστορία μέσα από τα μάτια του νεαρού ήρωα και να μην αντιλαμβανόμαστε κάτι παραπάνω από ό,τι μπορεί να αντιληφθεί κι αυτός. Ο μικρός Τεέμπ είναι παρών σε κάθε δράση. Ακόμα κι όταν δεν κυριαρχεί στη σκηνή, ακόμα κι όταν οι βεδουίνοι συζητούν με τον αξιωματικό για το τι πρέπει να γίνει, κάπου βρίσκεται ο Τεέμπ και προσπαθεί να κρυφακούσει, πάντα η κίνηση και το ύψος της κάμερας υποδηλώνουν την προσπάθεια του πιτσιρικά να καταλάβει τι αποφασίζουν οι μεγάλοι.

 

Η ταινία θα μπορούσε να ιδωθεί σαν μια ιστορία ενηλικίωσης, δεν είναι όμως ακριβώς αυτό. Στο πρώτο πλάνο του έργου βλέπουμε τον εντεκάχρονο Τεέμπ να μαθαίνει να σημαδεύει με όπλο και πολύ νωρίς μαθαίνουμε ότι ήδη η ζωή του δεν έχει μείνει ανεπηρέαστη από τα ιστορικά γεγονότα.Και μέχρι το τέλος του έργου δε βλέπουμε ακριβώς τον ήρωα να εξελίσσεται, να γίνεται για παράδειγμα από μαλθακός σκληρός κλπ. Ωθείται σε αποφάσεις που δύσκολα θα φανταζόμασταν στην αρχή της ταινίας, αυτές όμως δεν προκύπτουν ως προϊόντα κάποιας αλλαγής στην ψυχοσύνθεσή του. Η ταχύτητα με την οποία του επιτίθεται η ζωή είναι τέτοια που η επεξεργασία των συμβάντων και η άντληση κρίσεων για τον εαυτό του και τον κόσμο είναι πολυτέλεια. Η δράση του αναπροσαρμόζεται κάθε φορά με βάση το πώς θα μπορέσει να επιβιώσει και ποιον θα πρέπει να εμπιστευτεί για αυτό. Δε χρειάζεται καμία ψυχολογική απλούστευση για να δικαιολογηθεί το πορτρέτο του μικρού Τεέμπ, το στοιχειοθετούν αβίαστα η αφιλόξενη έρημος και οι διαρκείς συγκρούσεις που λαμβάνουν χώρα σε αυτή.

 

Αν υπάρχει κάποιο σχόλιο στο έργο είναι τελικά αυτό, ότι αν και βλέπουμε την ιστορία μέσα από τα μάτια ενός εντεκάχρονου παιδιού, σε κανένα σημείο δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι εμείς θα είχαμε κάνει κάτι διαφορετικά. Δε θα είχαμε καμία συμβουλή, κανέναν τρόπο να τον διαφωτίσουμεμέσα από την πιο κατασταλαγμένη εικόνα για τον κόσμο που θεωρούμε πως έχουμε. Κάτι που μάλλον πρέπει να θυμόμαστε κάθε φορά που κρίνουμε αφ’υψηλού και από την ασφάλεια της θέσης μας, αποφάσεις ανθρώπων που ζουν σε ένα αντίστοιχα ασφυκτικό πλαίσιο και οι συνθήκες ζωής τους προσδίδουν σε κάθε τους κίνηση έναν κατεπείγοντα χαρακτήρα.

 

Αλέξανδρος Πασπαρδάνης