THE MAN WHO KNEW INFINITY

 
 

 

Σκηνοθεσία: ΜατΜπράουν

Παίζουν: Ντεβ Πάτελ, Τζέρεμυ Άιρονς

 

 

Η ζωή του Ινδού μαθηματικού Σρινιβάσα Ραμανούτζ αναποτελεί από μόνη της μια συγκλονιστική ιστορία. Μια ενδιαφέρουσα ζωή ως πρώτη ύλη όμως δε συνεπάγεται αυτονόητα και μια δυνατή ταινία. Είναι τόσο συναρπαστική η πορεία του αυτοδίδακτου μαθηματικού με την ασύμμετρα μεγάλη επιρροή αναλογικά με τις κοινωνικές καταβολές του και την ελάχιστη επιστημονική του κατάρτιση, που ο θεατής συγκλονίζεται και μόνο για αυτό τον λόγο.  Αυτό όμως δε σημαίνει ότι η ταινία κερδίζει το στοίχημα κάθε βιογραφίας, να καταφέρει δηλαδή να εντάξει τα τυχαία γεγονότα μιας δοσμένης ζωής σε έναν αφηγηματικό ιστό με συνέπεια και νόημα. Δεν είναι αυτονόητο ότι η αναπαράσταση αυτών των γεγονότων θα αποφέρει ένα κινηματογραφικό έργο κι όχι ένα χρονολόγιο, έστω κι αν οι επιμέρους σκηνές είναι γεμάτες δραματική ένταση. Δεν είναι αυτονόητο ότι η παρουσία του ήρωα μπροστά  από την κάμερα μάς εξασφαλίζει πρόσβαση στις ανησυχίες του και την προσωπική του οπτική.

 

Ο θεατής μπαίνει στον κινηματογράφο προϊδεασμένος ότι κεντρικός χαρακτήρας του έργου είναι προφανώς ο ίδιος ο Ραμανούτζαν. Κι ενώ η κάμερα προσπαθεί όντως να ακολουθήσει το βλέμμα του, αφηγηματικά δε συμβαίνει το ίδιο. Επί της ουσίας ο ήρωας δε μας αποκαλύπτεται σε όλες του τις διαστάσεις και δε διαγράφει κάποια διαδρομή μέχρι το τέλος του έργου. Οι δυσκολίες που περνάει λόγω του πολέμου που ξεσπά κατά τη διαμονή του στην Αγγλία, λόγω της ασθένειάς του και λόγω της καταγωγής και ελλιπούς του μόρφωσης στο ελιτίστικο ακαδημαϊκό περιβάλλον του Κέμπριτζ, δε συνδέονται οργανικά με τη βασική του φιλοδοξία και απλά υποθέτουμε ότι τις βιώνει με τον ίδιο δυσάρεστο τρόπο που θα τις βίωνε κάθε άνθρωπος, όχι ένας συγκεκριμένος χαρακτήρας με ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία.

 

Για τον ίδιο λόγο το έργο πάσχει και σεναριακά, καθώς την απουσία μιας συνολικής οπτικής πάνω στα διακυβεύματα των αποφάσεων του Ραμανούτζαν προσπαθούν να αναπληρώσουν κλισαρισμένοι διάλογοι περί της σύγκρουσης πίστης και λογικής και της αδυναμίας των μαθηματικών νόμων να ερμηνεύσουν την ανθρώπινη ψυχή. Κάποιες στιχομυθίες διασώζονται από τη γραφικότητα, αποκλειστικά χάρη στην παρουσία του Τζέρεμυ Άιρονς που καταφέρνει να δώσει βάρος σε κάθε σκηνή που εμφανίζεται.

 

Και παραδόξως αυτός που πληροί περισσότερο τις προϋποθέσεις ενός κεντρικού ήρωα είναι ακριβώς ο Γκόντφρεϊ Χάρολντ Χάρντι, ο μαθηματικός που έφερε τον Ραμανούτζαν στην Αγγλία και πάλεψε για την αναγνώρισή του. Ο Άιρονς κλέβει με ευκολία την παράσταση όχι τόσο επειδή δείχνει για άλλη μια φορά πόσο έξοχος ηθοποιός είναι αλλά γιατί ο πρωταγωνιστής Ντεβ Πάτελ δεν έχει υποκριτικά να παίξει με πολλά πράγματα πέρα από τη διαρκή αγωνία του για την ακαδημαϊκή του καριέρα και την ταλαιπωρία του από την αρρώστια. Τόσο επιδερμικά φωτίζεται η δική του οπτική στα πράγματα που στη μόνιμη διαφωνία του με τον Χάρντι, σε σχέση με τη σημασία της απόδειξης σε μια προς έκδοση εργασία, δυσκολευόμαστε να μην πάρουμε αβίαστα το μέρος του Χάρντι, ακόμα και να μη θεωρήσουμε σχεδόν ασεβή τη στάση του νεαρού και άσημου Ραμανούτζαν απέναντί του. Ο Χάρντι είναι αυτός που επηρεάζεται από τη σχέση του με τον νεαρό και αλλάζει οπτική στα πράγματα, ο δικός του χαρακτήρας διαγράφει μία διαδρομή μέσα στο έργο, από τις συνομιλίες που έχει με τους συναδέλφους του φωτίζεται περισσότερο η δική του στάση παρά του ίδιου του Ραμανούτζαν. Κι έτσι μοιραία η σκηνοθεσία διχάζεται ασυμβίβαστα ανάμεσα σε μια κάμερα που πασχίζει να αποδώσει το βλέμμα του Ραμανούτζαν και μια αφηγηματική πορεία που μας βάζει περισσότερο στη θέση του Χάρντι.

 

Όταν η σκηνοθεσία δε βασίζεται σε μια πολύ συγκεκριμένη ερμηνεία του σεναρίου που να της υπαγορεύει τα κυρίαρχα μοτίβα που θα ακολουθήσει, αναγκαστικά γίνεται σε μεγάλο βαθμό ακαδημαϊκή. Και ενώ δε λείπει για αυτό κάτι από το αισθητικό κομμάτι, δεν είναι καν άψογη ως τέτοια, αφού το καδράρισμα των πλάνων, ειδικά στις σκηνές που εκτυλίσσονται στην Ινδία, δεν αποφεύγει αρκετές αμηχανίες.

 

Στα έργα του Κρίστοφερ Νόλαν ανεξάρτητα από το αν εξελίσσονται στο διάστημα ή στην Γκόθαμ Σίτυ ενυπάρχει πάντα ένα βασικό ανθρωποκεντρικό μοτίβο: το δίλημμα του ήρωα που ενώ φέρει μια βαθιά αίσθηση αποστολής έχει πλήρη συναίσθηση των θυσιών που πρέπει να κάνει σε προσωπικό επίπεδο. Το ίδιο ερώτημα αιωρείται στο «Τhe man who knew infinity» αλλά δεν τίθεται ποτέ ρητά: τελικά άξιζε κάτω από κάθε πρίσμα το ταξίδι του Ραμανούτζαν στην Αγγλία; Από τη σκοπιά της ιστορίας των μαθηματικών και από τη σκοπιά του Χάρντι που έκανε έναν φίλο και εμπλούτισε τη δική του γνώση και καριέρα η απάντηση είναι αυτονόητη. Με βάση αυτά που αναγκάστηκε να αφήσει πίσω ο Ραμανούτζαν η στάση του ίδιου απέναντι στο ερώτημα έστω και σαν προβληματισμός είναι απούσα. Και ενώ σε μία μόνο στιγμή στο έργο εμφανίζεται να αποδίδει τα βάσανά του σε μια θεϊκή τιμωρία– για την απόφαση του να εγκαταλείψει την Ινδία;– αυτό το κουβάρι δεν ξετυλίγεται ποτέ.

Αλέξανδρος Πασπαρδάνης