Συνήγορος Υπεράσπισης

 

Σκηνοθεσία: Κόρτνεϊ Χαντ

Παίζουν: Γκαμπριέλ Μπάσο, Κιάνου Ριβς, Ρενέ Ζελβέγκερ

 

Ο Συνήγορος Υπεράσπισης είναι ένα αδύναμο δικαστικό δράμα, με ένα σενάριο φορτωμένο ανατροπές ώστε να αποκρύψει κάπως τη δική του ανεπάρκεια και την αντίστοιχη ραθυμία της κινηματογράφησης.

 

Ξεκινάει με κάποια ατμόσφαιρα και το σεναριακό εύρημα που κυριαρχεί στο πρώτο μέρος του έργου αφήνει υποσχέσεις: Ο δικηγόρος Κιάνου Ριβς δεν μπορεί να υπερασπιστεί επαρκώς τον πελάτη του, αφού αυτός του αποκρύπτει τα περιστατικά της δολοφονίας του πατέρα του, για την οποία είναι ο βασικός ύποπτος. Για την ακρίβεια από την ημέρα του θανάτου του πατέρα του έχει πάρει όρκο σιωπής και κανείς δεν μπορεί να του αποσπάσει λέξη.

 

Η συνέχεια είναι αρκετά απρόβλεπτη. Επιτυγχάνει δε εύκολα να είναι απρόβλεπτη αφού οι ανατροπές δε σηματοδοτούν επί της ουσίας τίποτα. Δεν υπογραμμίζουν κάποιο μοτίβο του έργου, προκαλούν έκπληξη αλλά όχι απαραίτητα και ενδιαφέρον. Δε φωτίζουν από άλλη πλευρά κάποιο θέμα, γιατί το έργο δεν έχει θέμα. Τα συμβάντα είναι απλώς συμβάντα, δεν εγγράφονται σε κάποια προβληματική που θα τους έδινε υπόσταση και ενδιαφέρον. Οι χαρακτήρες είναι άνθρωποι με προσωπικά συμφέροντα που δε σηματοδοτούν κάτι έξω από αυτούς.

 

Και ενώ μοιραία μένουν δισδιάστατοι και απλώς διεκπεραιώνονται από τους ηθοποιούς με αναμενόμενο επαγγελματισμό, αυτό που σε κρατάει προσηλωμένο για αρκετή ώρα είναι η παρουσία του Γκαμπριέλ Μπάσο. Ερμηνεύει τη σιωπή του με μια εσωτερική δύναμη που αφήνει μια ελπίδα ότι θα παρακολουθήσεις την ιστορία μιας βίαιης ενηλικίωσης, φέρνει στο μυαλό κάτι από Κύκλο των χαμένων ποιητών και Άρωμα γυναίκας. Έχει χαραχθεί πάνω στο πρότυπο ενός αμλετικού χαρακτήρα, αηδιασμένου από τον κόσμο μετά τον θάνατο του πατέρα του και αποφασισμένου να ακολουθήσει μια δύσκολη διαφορετική πορεία.

 

Όλα αυτά επιτυγχάνονται στα χαρτιά γιατί η συνταγή είναι γνωστή, δεν υπάρχει όμως κάποιο περιρρέον πλαίσιο που να προσεγγίζει στο ελάχιστο τις ελπιδοφόρες αναφορές στις οποίες παραπέμπει ο χαρακτήρας που υποδύεται ο Μπάσο.

 

Εν ολίγοις πρόκειται για ένα έργο που θα έπιανες στο σταρ κατά τις 9 το βράδυ καθημερινής και μπορεί και να το άφηνες να παίζει.

 

Αλέξανδρος Πασπαρδάνης