Sing street

 

Σκηνοθεσία: Τζον Κάρνεϊ

Παίζουν: Φέρντια Γουολς-Πίλο, Κέλλυ Θόρντον

 

Το Sing street είναι μια συμπαθέστατη κομεντί που όμως όσο περνάει η ώρα φορτώνει το σενάριό της με παράλληλα θέματα που δεν προλαβαίνει να αναπτύξει.


Στην αρχή του έργου - τα πρώτα βήματα του Κόνορ στο νέο του σχολείο, η προσπάθειά του να προσαρμοστεί, να έρθει σε επαφή με την κοπέλα που του αρέσει και να στήσει μια μουσική μπάντα από το μηδέν - τα πάντα λειτουργούν στη εντέλεια και μέχρι τη μέση δε σταματάς να χαμογελάς. Το κάστινγκ είναι τέλειο, οι πιτσιρικάδες της μπάντας είναι ξεκαρδιστικοί και το όλο πλαίσιο φέρει τον αβίαστο ρεαλισμό του βρετανικού σινεμά. Και όσο το έργο δεν παίρνει τον εαυτό του τελείως σοβαρά δε σε απασχολεί το πώς ξαφνικά έχουνε μαζευτεί από το πουθενά ένα μάτσο πιτσιρίκια που παίζουν σαν επαγγελματίες και γράφουν τραγουδάρες.

 

Όσο περνάει η ώρα το έργο γίνεται από ιστορία της μπάντας ιστορία του Κόνορ. Και προσπαθεί στο ανάλαφρο πλαίσιο που έχει ορίσει το στήσιμο της πλοκής να χωρέσει βαριά θέματα, όπως η μετανάστευση, η ενηλικίωση, το προβληματικό οικογενειακό περιβάλλον. Εκεί μοιραία περνάς το σενάριο από μεγαλύτερο κόσκινο και δυσκολεύεσαι να αποδεχτείς ότι το Δουβλίνο είναι πολύ μικρό για να χωρέσει τα όνειρα ενός δεκαπεντάχρονου καλλιτέχνη. Ο ίδιος ο χαρακτήρας του Κόνορ δεν είναι αρκετά τρισδιάστατος ώστε να κουβαλήσει όλο το έργο στις πλάτες του. Τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας ανασύρονται ή για να προσφέρουν κάποιο αστείο γκαγκ ή για να υποστηρίξουν τον Κόνορ, ο αδερφός του αναλαμβάνει μόνος του να περάσει στον θεατή την εικόνα ενός ασφυκτικού οικογενειακού περιβάλλοντος και ενός ασφυκτικού Δουβλίνου παρουσιάζοντας τη μετανάστευση ως τη μόνη λύση, από ένα σημείο και μετά τα πάντα γίνονται για να ανοίξει ο δρόμος στον Κόνορ να εγκαταλείψει το Δουβλίνο. Με αυτό το φινάλε όμως δε λυτρώνεται ο θεατής γιατί δεν ένιωσε αρκετά, παρά μόνο προς το τέλος, την εσωτερική ανάγκη του ίδιου του Κόνορ να φύγει.

 

Εν ολίγοις αν και το έργο λειτουργεί πολύ λιγότερο σαν δράμα, δεν αρκείται στο να είναι μια αστεία και γοητευτική νεανική κωμωδία, αφήνοντας τελικά πιο πολύ την αίσθηση ανολοκλήρωτης κωμωδίας παρά δυνατής δραματικής κομεντί.

 

Αλέξανδρος Πασπαρδάνης