Όλοι θέλουν από λίγο!!

 

Σκηνοθεσία: Ρίτσαρντ Λίνκλεϊτερ

Παίζουν: Μπλέικ Τζένερ, Ράιαν Γκούζμαν

 

 

Η αμήχανη στιγμή που δεν μπορείς να γράψεις κριτική γιατί το θέμα του έργου ήταν τόσο έξω από τα ενδιαφέροντά σου που επί της ουσίας νιώθεις πως δεν είδες έργο.

 

Ο Ρίτσαρντ Λίνκλεϊτερ των Πριν το ηλιοβασίλεμα, Βoyhood, Dazed and confused, έχει μία αξιοθαύμαστη ικανότητα να περνάει μια αίσθηση πραγματικής ζωής στα έργα του, αφενός γιατί η κινηματογράφησή του είναι φυσική και αβίαστη και αφετέρου γιατί φαίνεται να μην τον ενδιαφέρει η κατά γράμμα τήρηση των τυπικών προϋποθέσεων ενός σεναρίου, η δομή των τριών πράξεων, η παρεμβολή των κρίσιμων σκηνών κλπ κλπ. Αγαπάει τόσο τους χαρακτήρες του, που τους εμπιστεύεται όλο το έργο. Και όταν σε ενδιαφέρουν αυτά που συζητούν δεν αναζητάς τίποτα άλλο, καμιά ανατροπή, κανένα τραβηγμένο σεναριακό εύρημα.

 

Όλα αυτά όμως δεν παύουν να είναι ιδιότητες της κατασκευής και ενώ και το Everybody wants some είναι εξίσου καλοσκηνοθετημένο και καλοπαιγμένο, από άποψη περιεχομένου σχεδόν δε δικαιολογεί την ύπαρξή του. Παρακολουθούμε λοιπόν μία φοιτητική ομάδα μπέιζμπολ το τριήμερο που μεσολαβεί από την εγκατάστασή της στη φοιτητική εστία μέχρι την έναρξη των μαθημάτων. Το κακό είναι ότι ο Λίνκλεϊτερ μπορεί τόσο πολύ να μπει στην ψυχολογία των ηρώων του, ώστε, όσο ευαίσθητοι και πνευματώδεις ήταν η διάλογοι του ζευγαριού στο Πριν το ηλιοβασίλεμα, τόσο ανεγκέφαλοι είναι οι διάλογοι των βουτηγμένων στην τεστοστερόνη αθλητών του μπέιζμπολ. Τους βλέπουμε για τρεις μέρες να πίνουν, να φλερτάρουν, να είναι ανταγωνιστικοί μεταξύ τους σε ό,τι κάνουν και… και τελείωσε το έργο. Επί μία ώρα περιμένεις να αρχίσει επί τέλους, περιμένεις κάτι να συμβεί, κάτι δυσάρεστο ή τέλος πάντων κάτι που να μπορεί να χαρακτηριστεί «γεγονός». Κάποια στιγμή συνειδητοποιείς ότι δεν έχει άλλο, ότι έτσι θα πάει, και ότι αν δε σε ενδιαφέρει τρελά πόσο ωραία είναι η ζωή των φοιτητών της ομάδας μπέιζμπολ βρίσκεσαι σε λάθος αίθουσα.

 

Εξάλλου, το έργο είναι ειλικρινές με τον θεατή, δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι ο ίδιος ο τίτλος και τα δύο θαυμαστικά που τον συνοδεύουν δεν τον προειδοποίησαν.

 

Αλέξανδρος Πασπαρδάνης