Νυκτόβια πλάσματα

 

Σκηνοθεσία: Τομ Φορντ

Παίζουν: Έιμι Άνταμς, Τζέικ Γκίλενχαλ

 

Τα «Νυκτόβια πλάσματα» είναι μια πραγματικά ξεχωριστή ταινία χάρη στο πρωτότυπο και πολυεπίπεδο σενάριο και την ατμοσφαιρική σκηνοθεσία της.

 

Ενώ η μεταφορά μυθιστορήματος στον κινηματογράφο δεν έχει πάντα τα καλύτερα αποτελέσματα, ενίοτε καταφέρει να προσδώσει ένα διαφορετικό βάθος σε μια τέχνη που ειδικά στην άλλη πλευρά του ατλαντικού επικεντρώνει όλο και περισσότερο στην αμεσότητα της αφήγησης και την καταιγιστική πρόκληση ερεθισμάτων. Η νουβέλα του Όστιν Ράιτ έδωσε τη δυνατότητα στον Τομ Φορντ να πρωτοτυπήσει στη διάρθρωση του σεναρίου και να πειραματιστεί κινηματογραφικά.

 

Η αφήγηση κινείται σε δύο επίπεδα. Η Έιμι Άνταμς υποδύεται μια πετυχημένη γκαλερίστα της οποίας η ζωή στοιχειώνεται από ένα παλιό λάθος. Η ήρεμη θλίψη που προκύπτει από τη μεστή ερμηνεία της και την ατμοσφαιρική φωτογραφία εγκλωβίζει τον θεατή μέσα στη σφαίρα του προβληματισμού της. Τόσο που ένα μέρος του μυαλού του μένει πάντα εκεί, ακόμα και όταν εισάγεται ξαφνικά στο έργο μία τελείως διαφορετική, αυτόνομη ιστορία.

 

Η ιστορία του Τζέικ Γκίλενχαλ εισβάλει βίαια στην οθόνη και το έργο μεταβάλλεται ξαφνικά από εσωτερικό δράμα σε άσκηση σασπένς. Η αστυνομική πλοκή αυτής της ιστορίας είναι τόσο ρεαλιστικά δοσμένη και ο Γκίλενχαλ είναι για μια ακόμα φορά τόσο σπαρακτικός στον ρόλο του που αυτό το παράλληλο σύμπαν του έργου θα αρκούσε από μόνο του για να δώσει ένα πολύ δυνατό δράμα στα πρότυπα του Prisoners.

 

Δεν είναι όμως αυτός ο στόχος του σκηνοθέτη. Το τι συμβαίνει στην ιστορία του Γκίλενχαλ δεν έχει αυτόνομη σημασία, πιο σημαντική είναι η σύνδεσή της με το παρελθόν της Έιμι Άνταμς. Κάθε βράδυ που μένει χωρίς τη συντροφιά του αμελούς συζύγου της και βασανίζεται από αϋπνίες, ξεκινάει για αυτή μια παράλληλη ζωή όσο καταδύεται στις σελίδες του μυθιστορήματος που της αφιέρωσε ο πρώην σύζυγός της. Το τι περιγράφει το μυθιστόρημα από μόνο του δεν είναι σημαντικό, πιο σημαντικό είναι το πώς λειτούργησε το μυαλό του συγγραφέα του, για ποιο λόγο πήρε αυτή ή αυτή την επιλογή, τι παραλληλισμοί προκύπτουν ανάμεσα στα γραφόμενά του και τη δική του ζωή.

 

Το έργο είναι συνεπές σε αυτό το μοτίβο μέχρι το τέλος και προκαλεί τον θεατή να συνδέσει τα κομμάτια του παζλ ενός μυστηρίου όχι αστυνομικού πια αλλά ψυχολογικού. Αν και θα απογοητεύσει κάποιους θεατές που θα αποζημιώνονταν με την αστυνομική πλοκή και μόνο και θα προτιμούσαν μια ταινία με περισσότερες εξάρσεις, άλλοι θα αποζημιωθούν που καταδύθηκαν σε αυτό το ιδιαίτερο σύμπαν βουβής θλίψης που δημιούργησε ο Τομ Φορντ. 

 

Αλέξανδρος Πασπαρδάνης