Moonlight

 
 

Σκηνοθεσία: Μπάρι Τζένκινς

Παίζουν: Μαχερσάλα Αλί, Τρέβαντ Ρόουντς

 

Το αρνητικό με τις πολυσυζητημένες ταινίες είναι ότι προσέρχεσαι με πολλούς προϊδεασμούς στον κινηματογράφο. Ο καλύτερος τρόπος όμως να αποδώσεις δικαιοσύνη στο Moonlight είναι να αφεθείς στους ρυθμούς της αφήγησής του χωρίς να προσπαθείς να το εντάξεις στο ένα ή το άλλο είδος.

 

Ο μικρός Σαϊρόν ζει μόνο με τη μητέρα του σε μια υποβαθμισμένη γειτονιά του Μαϊάμι. Η καθημερινότητά του είναι ναρκοθετημένη, από την εθισμένη στα ναρκωτικά μητέρα του μέχρι τους σκληρούς συμμαθητές του, του είναι δύσκολο να βρει μες στη μέρα μία στιγμή ηρεμίας. Για αυτό και το σπίτι του Χουάν, του άντρα που τον περιμαζεύει όταν τον βρίσκει κυνηγημένο και μόνο, παίρνει για αυτόν χαρακτήρα  καταφυγίου. Στο σύμπαν του έργου όμως δεν υπάρχουν αμιγώς κακοί και αμιγώς καλοί. Πώς να εξηγήσει στον εαυτό του ο μικρός Σαϊρόν, που έχει ταλαιπωρηθεί τόσο από τη ναρκομανή μητέρα του, ότι ο άνθρωπος στον οποίο προσβλέπει για καθοδήγηση είναι έμπορος ναρκωτικών;

 

Κατά τη διάρκεια της ταινίας παρακολουθούμε τον Σαϊρόν σε τρεις διαφορετικές ηλικίες. Η μόνη σταθερά στη ζωή του είναι ο παιδικός και εφηβικός του φίλος, ο Κέβιν. Ο μόνος άνθρωπος που του έδωσε λίγη ευχαρίστηση και τον προέτρεψε να αυτοπροσδιοριστεί, να δει τον κόσμο μέσα από τα δικά του μάτια και μόνο. Όταν πια ξαναπιάνουμε τον Σαϊρόν μετά από χρόνια στην τρίτη φάση της ζωής του, όταν το παρουσιαστικό του και ο τρόπος ζωής του έχουν αλλάξει ριζικά, ο Σαϊρόν ακόμα αναζητεί τον παιδικό του φίλο. Η σκηνή της συνάντησής τους μετά από χρόνια είναι η πιο δυνατή και συγκινητική του έργου, αποκαλύπτοντας σε μία κίνηση όλη τη ζωή του Σαϊρόν, του γκάνγκστερ που έχει αποκτήσει ένα εκφοβιστικό παρουσιαστικό αλλά παραμένει σχεδόν τόσο ευάλωτος όσο στην παιδική του ηλικία.

 

Η σκηνοθεσία προσπαθεί να δώσει από την αρχή το στίγμα μιας ταινίας που ενδιαφέρεται πιο πολύ για τον εσωτερικό ρυθμό του Σαϊρόν παρά για τον αντικειμενικό ρυθμό των γεγονότων. Η διαρκής κίνηση της κάμερας, η έμφαση σε σκηνές μη διαλογικές, η μουσική επένδυση που βγαίνει σε αρκετά πλάνα στο προσκήνιο, προσπαθούν να χρωματίζουν πάντα τα τεκταινόμενα με λίγη από την εσωτερική ματιά του Σαϊρόν. Αυτή η προσπάθεια στην αρχή του έργου είναι στα όρια του να γίνει επιτηδευμένη, το εσωτερικό ταξίδι όμως στο οποίο μας υποβάλει δικαιώνεται όταν πιο κλείνει το έργο και συνειδητοποιείς ότι δεν πρόκειται για ένα έργο που μιλάει για τα γκέτο ή τα ναρκωτικά ή τη σεξουαλική ταυτότητα μόνο, αλλά συνολικά για την προσπάθεια αυτοπροσδιορισμού ενός ανθρώπου.

 

Το τέλος του έργου σε αφήνει με ένα σφίξιμο στο στομάχι όταν συλλαμβάνεις το πορτρέτο του Σαϊρόν στην ολότητά του, ενός ανθρώπου που τελικά έχτισε τη ζωή του αντλώντας μια ταυτότητα αρνητικά, με βάση το τι θα σεβόντουσαν οι αντίπαλοί του, και όχι θετικά, με βάση τους φίλους του και τις δικές του επιθυμίες. Και το έργο γίνεται σπαρακτικό στο τέλος, ακριβώς επειδή η ερμηνεία του Τρέβαντ Ρόουντς αποκαλύπτει μονομιάς μια ολόκληρη ζωή μοναξιάς και απόστασης του Σαϊρόν από τις πραγματικές ανάγκες του.

Αλέξανδρος Πασπαρδάνης