Money Monster

 

Σκηνοθεσία:    Τζόντι Φόστερ

Παίζουν:          Τζακ Ο’ Κόνελ, Τζορτζ Κλούνεϊ, Τζούλια Ρόμπερτς

 

Το money monster είναι ένα τυπικό δημιούργημα προσωπικοτήτων του λεγόμενου “liberal Hollywood”, με όλη την αμεσότητα και το ενδιαφέρον που προσδίδουν στον χειρισμό του θέματος, όσο δύσκολο και πολύπλευρο κι αν είναι αυτό, και αντίστοιχα με όλες τις αδυναμίες που συνεπάγεται η επιμονή στο ψυχαγωγικό αποτέλεσμα ακόμα και μιας ιστορίας ποτισμένης με την απελπισία χιλιάδων ανθρώπων που ζουν έναν μισθό μακριά από την πλήρη εξαθλίωση.

 

Στα θετικά του έργου συγκαταλέγονται το αμείωτο ενδιαφέρον που προκύπτει από το ευρηματικό σενάριο, η νευρική σκηνοθεσία της Τζόντι Φόστερ – αν και μοιραία τα έργα που βασίζονται σε ένα καταιγιστικό μοντάζ είναι σε μεγάλο βαθμό προϊόν της βιρτουόζικης ομάδας τεχνικών που πλαισιώνουν τον σκηνοθέτη – και τον ίδιο τον Κλούνεϊ, ιδανική επιλογή για να υποδυθεί με αρκετή δόση χιούμορ και αυτοσαρκασμού τον κυνικό καριερίστα ώστε να μπορεί να κερδίσει άμεσα τη συμπάθεια του κοινού όταν αυτό χρειαστεί. Τέλος στα θετικά δεν μπορεί να μην προσμετρηθεί καταρχήν η φιλοδοξία του έργου να είναι σεναριακά μια ταινία καταγγελίας που εκφράζει την οπτική του OccupyWall Street.

 

Ό,τι όμως είναι ατού για τον ψυχαγωγικό χαρακτήρα του έργου και προσφέρει στον θεατή μία ταινία που βλέπεται απνευστί, αποβαίνει τελικά σε βάρος της αυθεντικότητας των χαρακτήρων και της βαρύτητας της όποιας καταγγελίας.

 

Το σενάριο δεν είναι απλώς ευρηματικό, είναι υπερβολικά ευρηματικό. Η αδιάκοπη ζωντανή μετάδοση από τις τηλεοπτικές κάμερες, που ακολουθούν την ιστορία από την αρχική εισβολή στο στούντιο μέχρι την αποκάλυψη ενός τεράστιου σκανδάλου, γίνεται εξωφρενική. Ο τρόπος που τα τσακάλια ρεπόρτερ, με προεξάρχουσα την «ικανότατη πλην ανθρώπινη» Τζούλια Ρόμπερτς, καταφέρνουν εντός ολίγων ωρών να ξεσκεπάσουν το σκάνδαλο και κυρίως να προσπεράσουν όλα τα σκαλοπάτια της ιεραρχίας μέχρι τον βασικό υπεύθυνο, υποβιβάζει την καταγγελία σε εφηβική φαντασίωση. Ο χαρακτήρας του Κλούνεϊ όσο περνάει ο χρόνος σταδιακά ξεπλένεται από τις ευθύνες του, επειδή το έργο θέλει να τον καταστήσει θετικό με το ζόρι. Οι λεπτομέρειες που αφορούν τη σχέση του Κλούνεϊ με την Τζούλια Ρόμπερτς δεν προσθέτουν παρά έναν γλυκερό συναισθηματισμό που δεν αφορά καθόλου τον πυρήνα του έργου.

 

Τέλος – το παραπάνω σχόλιο για την τεχνική βιρτουοζιτέ αντίστοιχων έργων δεν έγινε τυχαία – όσο πιο πολύ ένα έργο φιλοδοξεί να γίνει ελκυστικό στο μάτι του ευρέως κοινού, τόσο πιο πολύ δείχνει να ξεφεύγει από τα χέρια του σκηνοθέτη του, το στίγμα του οποίου καταλήγει να αποτυπώνεται αποκλειστικά στη διδασκαλία των ρόλων. Έχει κανείς την αίσθηση ότι το καδράρισμα των πλάνων σε όλα αυτά έργα με τον φρενήρη ρυθμό δε θα διέφερε σημαντικά αν στηνόταν από δέκα διαφορετικούς σκηνοθέτες, ακριβώς επειδή η υπαγωγή τους στο ατομικό όραμα του σκηνοθέτη, με μια συγκεκριμένη αφηγηματική ερμηνεία του σεναρίου, θα στερούσε από την άμεση και την ξεκούραστη πρόσληψή τους. Δεν είναι πολλοί οι Φίντσερ και οι Νόλαν που μπορούν να συνδυάσουν αβίαστα την αφηγηματικότητα με τον εντυπωσιασμό.

 

Αυτό όμως που διασώζεται από την αρχή ως το τέλος του έργου και δεν το αφήνει στιγμή να εκπέσει από ένα μίνιμουμ σοβαρότητας είναι η ερμηνεία του Τζακ Ο’ Κόνελ. Δίνει σάρκα και αυθεντικό συναίσθημα στον πιο χωμάτινο χαρακτήρα του έργου. Η γνήσια απορία του βλέμματός του διασώζει κατά περίεργο τρόπο ολόκληρο το έργο, γιατί καθιστά ως θέμα του όχι το τι αποκαλύπτει η τηλεόραση αλλά το τι είναι η ίδια, όχι τι δημοσιογραφικό έργο προσφέρει το μιντιακό σύστημα αλλά τι συνιστά το ίδιο και τι επίδραση έχει στον μοναδικό άδολο χαρακτήρα του έργου. Ο Ο’ Κόνελ προσδίδει στον ρόλο κάτι από την προϊούσα απελπισία του Αλ Πατσίνο στη «Σκυλίσια μέρα», όσο συνειδητοποιεί σταδιακά ότι τα έχει βάλει με έναν τεράστιο μηχανισμό που τον χειρίζεται πολύ περισσότερο από ό,τι μπορεί ο ίδιος να τον χειραγωγήσει.

 

Αυτό όμως δεν αρκεί από μόνο του. Η ταινία αρνείται σεναριακά να κάνει το εξόφθαλμο σχόλιο που περνάει από το μυαλό όλων των θεατών της: ότι όλη αυτή η συναρπαστική ιστορία του εξαθλιωμένου βιοπαλαιστή, της τρομοκρατικής απειλής, της απόδοσης ευθυνών εκεί που πρέπει, είναι πρώτα και κύρια ένα τεράστιο τηλεοπτικό θέαμα και μετά οτιδήποτε άλλο. Η όποια επίδρασή της στην πολιτική ζωή και η επιρροή της στο τηλεοπτικό κοινό αρχίζει και τελειώνει με το πάτημα του τηλεκοντρόλ. Φυσικά η ταινία αρνείται να ασκήσει αυτή την κριτική στην αισθητικοποίηση κάθε θέματος από τα mainstream μέσα, γιατί ξέρει πολύ καλά ότι αυτή η κριτική θα συμπαρέσερνε κατ' εξοχήν και την ίδια. Και αυτό το εγγενές χαρακτηριστικό αντίστοιχων ταινιών, η θυσία του όποιου σπέρματος αυθεντικότηταςτης αρχικής ιδέας στον βωμό του εντυπωσιασμού, ευθύνεται για τα καλλιτεχνικά όρια τους. Το ότι το “liberal Hollywood” ενδιαφέρεται για παρόμοιες ιστορίες μόνο στον βαθμό που προσφέρουν ένα συναρπαστικό θέαμα δεν μπορεί παρά να γράψει και στο τελικό αποτέλεσμα.Αυτοί οι απόγονοι των παλιών ταινιών καταγγελίας του Σίντνεϊ Λιούμετ, όσο πιο προωθημένοι και τολμηροί γίνονται σεναριακά στην κριτική της εξουσίας, τόσο πιο πολύ εγγράφονται αισθητικά στο σύστημα που καταγγέλλουν.

 

Αλέξανδρος Πασπαρδάνης