LEGO Batman

 
 

Σκηνοθεσία: Κρις Μακέι

Παίζουν: Γουίλ Αρνέτ, Μάικλ Σέρα

 

Ένας από τους χαρακτήρες της πρώτης ταινίας LEGO επιστρέφει και η δεύτερη ταινία κρατά ψηλά τον πήχη αυτής της ξεχωριστής σειράς ανιμέισιον.

 

Οι ταινίες του Κρίστοφερ Νόλαν έχουν αφήσει το στίγμα τους στη μυθολογία του Μπάτμαν και έτσι και αυτή η εκδοχή πατάει πάρα πολύ πάνω στον τρόπο που αποτυπώνονται οι χαρακτήρες στην πρόσφατη τριλογία. Κυρίως όμως δανείζεται το βασικό μοτίβο των ταινιών του Νόλαν, την πάλη ανάμεσα στην ιδιωτική ζωή του ήρωα και την αίσθηση αποστολής που διέπει τη δημόσια ζωή του. Από την αρχή του έργου αποδίδεται με πολύ χιούμορ η ανία της μοναχικότητας του Μπάτμαν σε αντιδιαστολή με τον πολύβουο και γκλαμουράτο βίο τόσο του μασκοφόρου τιμωρού όσο και του πάμπλουτου κοσμοπολίτη Μπρους Γουέιν. Αυτή η αποτύπωση μάλιστα υπογραμμίζει τη μικρότητα και τον εγωκεντρισμό του μοναχικού υπερήρωα, με τον Γουίλ Αρνέτ να προσδίδει στον ρόλο κάτι από τη μιζέρια του Μπότζακ Χόρσμαν. Και με όλες τις παραινέσεις του Άλφρεντ να ξεπεράσει επιτέλους τον φόβο του απέναντι στην προοπτική της οικογένειας, τα πράγματα αλλάζουν πραγματικά όταν ο Μπάτμαν υιοθετεί ένα παιδί χωρίς να το πολυκαταλάβει. Κι έτσι σε αυτή τη νέα του περιπέτεια θα πρέπει να κάνει κάτι πιο δύσκολο από όλες τις προηγούμενες: να μάθει να δουλεύει ομαδικά. Αν προσθέσουμε σε αυτή την πλοκή το παράπονο του Τζόκερ πως ο Μπάτμαν δεν αναγνωρίζει τη σχέση τους, στήνεται το σκηνικό για μια περιπέτεια με άφθονο μελοδραματισμό από κάθε πλευρά.

 

Αυτός ο μελοδραματισμός άλλοτε αξιοποιείται σαν παρωδία και άλλοτε γίνεται μια παγίδα στην οποία το έργο πέφτει σταδιακά μέσα. Όσο πλησιάζουμε προς το τέλος τα πράγματα γίνονται σιγά σιγά προβλέψιμα και το μότο του έργου όλο και πιο συμβατικό. Η δεύτερη ταινία δεν πιάνει τις επιδόσεις του πανέξυπνου φινάλε της πρώτης – δε θα μπορούσε άλλωστε. Μέχρι τότε όμως έχει αποζημιώσει το κοινό με άφθονες εντυπωσιακές και ξεκαρδιστικές σκηνές. Με μία τάση να γίνεται σε σημεία παραφορτωμένο, καθώς είναι στιγμές που συμβαίνουν πιο πολλά από όσα μπορεί να απορροφήσει το μάτι του θεατή – του θεατή που έχει περάσει τα τριάντα τουλάχιστον – ενώ και οι διάλογοι είναι σε κάποια σημεία φορτωμένοι με δευτερεύοντα και πιο συμβατικά αστεία που δεν προσθέτουν πολλά στο χιούμορ του έργου.

 

Σε κάθε περίπτωση όμως πρόκειται για μια επιλογή που θα απολαύσουν οι φαν των ενήλικων ανιμέισιον που και παραμένουν πιστά στον μύθο που πραγματεύονται και δε διστάζουν να τον δουν από μια εναλλακτική οπτική γωνία και να τον παρωδήσουν.

Αλέκανδρος Πασπαρδάνης