Η ομορφότερη εποχή

 

 

Σκηνοθεσία: Κατρίν Κορσινί

Παίζουν: Σεσίλ ντε Φρανς, Ιζιά Ιγκελέν

 

Η «ομορφότερη εποχή» είναι η ιστορία του λεσβιακού έρωτα δύο νεαρών κοριτσιών και της εξέλιξης αυτού του έρωτα από τη μητρόπολη του Παρισιού, όπου γεννήθηκε, στη γαλλική ύπαιθρο.

 

Η Ντελφίν έχει μεγαλώσει σε αγροτικό περιβάλλον χωρίς αυταπάτες για τη σεξουαλική της ταυτότητα. Η μετακόμισή της στην πόλη είναι μια αποκάλυψη για την ίδια. Ταχύτατα συνδέεται με μια ομάδα νεαρών φεμινιστριών και ερωτεύεται την Καρόλ, από τις ηγετικές φυσιογνωμίες της οργάνωσης. Η Καρόλ συνειδητοποιεί την ομοφυλοφιλία της μέσα από την επαφή της με τη Ντελφίν και οι δυο τους ξεκινούν μία σχέση που φαίνεται ότι τίποτα δεν μπορεί να ανακόψει.

 

Ό,τι όμως χαρακτηρίζει την παρισινή μητρόπολη που ζει σε ρυθμούς Μάη του ’68, δεν ισχύει αυτονόητα και στο αγροτικό περιβάλλον όπου ανατράφηκε η Ντελφίν. Όταν ο πατέρας της παθαίνει εγκεφαλικό η Ντελφίν αναγκάζεται να γυρίσει πίσω για να βοηθήσει τη μητέρα της να κρατήσουν το αγρόκτημα και η Καρόλ παίρνει μόνη της τη μεγάλη απόφαση να την ακολουθήσει.

 

Πόσο όμως μπορεί να κρατηθεί κρυφός ο έρωτάς τους, πόση ανοχή μπορεί να δείξει η τοπική κοινωνία, και κυρίως πόσο αποφασισμένη είναι η Ντελφίν να αγνοήσει τις κοινωνικές συμβάσεις, όπως ίσως θα διακήρυσσε με ευκολία κατά τη διαμονή της στο Παρίσι, όταν η επιβίωση στην ανδροκρατούμενη επαρχία και οι δυσκολίες της αγροτικής ζωής ορίζουν ένα πολύ αυστηρό πλαίσιο για τις πράξεις της;

 

Η κινητήρια δύναμη του έργου είναι οι διαφορές που χωρίζουν τελικά τη καθηγήτρια ξένων γλωσσών με τη νεαρή αγρότισσα, όσο και αν σε επίπεδο διακηρύξεων δε φαίνεται να διαφωνούν σε τίποτα. Το έργο βάζει το ζήτημα του φεμινισμού σε μια βάση κοινωνική και εργασιακή και εξετάζει το ζήτημα της επιβίωσης θεωρητικών κατακτήσεων σε διαφορετικά πλαίσια.

 

Αυτό που κάποιοι θα θεωρήσουν δύναμη του έργου, τη φιλοδοξία του να είναι ένα δυνατό σχόλιο με εξωαφηγηματικούς όρους, μπορεί να αποξενώνει άλλους, του γράφοντος συμπεριλαμβανομένου. Η ρητορεία περί αγροτικής μεταρρύθμισης δε συνδέεται οργανικά με τον πυρήνα της δραματουργίας, λειτουργεί πιο πολύ σαν το εξωαφηγηματικό σχόλιο που θα έκανε ένας κοινωνιολόγος κατά την αποτίμηση του έργου και προστίθεται έτσι στα πολλά σημεία όπου δεν καταλαβαίνεις αν τις ατάκες τις λένε οι ηρωίδες ή η σκηνοθέτιδα μέσα από το στόμα τους. Οι ίδιες οι άφθονες ερωτικές σκηνές φαίνονται να είναι πιο πολύ ένα μανιφέστο υπέρ της σεξουαλικής απελευθέρωσης και μια άσκηση εξοικείωσης του κοινού με μια λεσβιακή σεξουαλικότητα απαλλαγμένη από τα συνήθη πατριαρχικά φίλτρα που την ετεροπροσδιορίζουν, παρά αφηγηματικές ενότητες που προσφέρουν κάτι στο χτίσιμο των χαρακτήρων και στην εξέλιξη της ιστορίας. Και πάλι, ό,τι είναι σεβαστό με εξωαφηγηματικούς όρους δεν λειτουργεί κατά ανάγκη προς όφελος το ίδιου του έργου.

 

Πρόκειται λοιπόν για ένα έργο που κάνει τις επιλογές του, που σε στιγμές του συνειδητά προκρίνει τη ρητορεία σε βάρος της δραματουργίας, που αποδέχεται το ενδεχόμενο να αποξενώσει ένα μέρος του κοινού για να ενθουσιάσει ένα άλλο. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για ένα δυνατό δράμα με καλές ερμηνείες, το οποίο ωστόσο δεν αποφεύγει τις φάλτσες νότες.

Αλέξανδρος Πασπαρδάνης