Η Μάγκι Έχει Σχέδιο

 

 

Σκηνοθεσία: Ρεμπέκα Μίλερ

Παίζουν: Γκρέτα Γκέργουικ, Ίθαν Χοκ, Τζούλιαν Μουρ

 

Υπάρχουν κάποια έργα που λειτουργούν κατά περίεργο τρόπο χάρη στα ελαττώματά τους, στον βαθμό που αυτά τα ελαττώματα υπογραμμίζουν το θέμα τους. Το Maggie’s Plan είναι ένα έργο που μιλάει για χαρακτήρες που δεν ξέρουν τι θέλουν και δεν αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους και το κάνει μέσα από ένα σενάριο που δεν έχει αποφασίσει τι θέλει να πει και δεν παίρνει την ευθύνη του να μείνει πιστό σε μια συγκεκριμένη γραμμή. Για να το πω αλλιώς, η Μάγκι έχει σχέδιο, το έργο δεν έχει. Και παρόλα αυτά το συγχωρείς, περίπου όπως συγχωρείς και τους χαρακτήρες του για τις επιπολαιότητές τους.

 

Η Μάγκι έχει πάρει απόφαση ότι δε θα βρει ποτέ κάποιον άντρα να της εκπληρώσει με τον παραδοσιακό τρόπο την επιθυμία της να κάνει παιδί και αποφασίζει να προχωρήσει σε εξωσωματική γονιμοποίηση. Φυσικά κάπου εκεί εμφανίζεται ένας άντρας στη ζωή της, ο Τζον (Ίθαν Χοκ), ο οποίος είναι απογοητευμένος από τον γάμο του και κυρίως τη δύσκολη και απρόβλεπτη γυναίκα του, Τζορτζέτ (Τζούλιαν Μουρ). Συνάπτει σχέση με τη Μάγκι και τρία χρόνια μετά βρίσκουμε το ζευγάρι παντρεμένο πια, με ένα δικό τους κοριτσάκι, συν τα τρία παιδιά του Τζον από τον πρώτο γάμο. Η Μάγκι όμως συνειδητοποιεί ότι ο άντρας που ερωτεύτηκε, ο συγγραφέας ενός γοητευτικού μυθιστορήματος, είναι μόνο αυτό, ο συγγραφέας ενός μυθιστορήματος, με όλο τον ναρκισσισμό και τη μονομανία που αυτό συνεπάγεται. Από ανάγκη διαρκούς επιβεβαίωσης ο Τζον θεωρεί – ή του είναι βολικό να θεωρεί – ότι προσπαθεί πιο πολύ για αυτή τη σχέση όταν είναι αφοσιωμένος στον λόγο που η Μάγκι τον ερωτεύτηκε, το μυθιστόρημά του, παρά βοηθώντας την πιο πρακτικά στην ανατροφή των παιδιών. Η Μάγκι τελικά δυσανασχετεί τόσο που θέλει να αποδεσμευτεί από αυτόν τον γάμο. Και εκεί της αποκαλύπτεται το σχέδιο που με μαγικό τρόπο θα διορθώσει τα πάντα, να ενορχηστρώσει μια επανασύνδεση του Τζον με την Τζορτζέτ.

 

Το έργο είναι αναμφίβολα διασκεδαστικό με την χαλαρή εξέλιξή του και τις αβίαστες ερμηνείες. Τελικά όμως οι ερμηνείες, με την εξαίρεση της Τζούλιαν Μουρ, παραείναι αβίαστες και η εξέλιξη παραείναι χαλαρή. Νιώθεις ότι δεν υπάρχει ειρμός ή μελετημένη έκβαση. Η ίδια η εξωσωματική, με όλη τη σημασία που της επενδύεται, τελικά επηρεάζει ελάχιστα τη ζωή του ερωτικού τριγώνου, πιο πολύ υπάρχει σαν εύρημα για να δικαιολογηθεί η τελευταία σκηνή του έργου και να δοθεί μια υποψία ευρύτερου σχολίου. Δεν είναι καν σίγουρο αν το «σχέδιο» του τίτλου αναφέρεται στην εξωσωματική ή στην επανασύνδεση του Τζον με την Τζορτζέτ, επειδή ακριβώς δεν είναι ξεκάθαρο τι από τα δύο βαραίνει πιο πολύ στο έργο. Από ένα σημείο και μετά τα σεναριακά ευρήματα θυμίζουν έξτρα κεφάλαια σε σειρά με αυτοτελή επεισόδια. Το σχόλιο μάλιστα της Μάγκι για το μυθιστόρημα του Τζον, ότι ξεκινά με νεύρο αλλά τελικά δεν ξέρει τι θέλει να πει με αποτέλεσμα να γίνεται χαοτικό, περιγράφει άριστα και όλο το έργο, τόσο πολύ που σε βάζει σε σκέψεις, μήπως αυτό το χάος είναι ηθελημένο. Τελικά, μάλλον μοιάζει πιο πολύ με αυτοσαρκαστικό σχόλιο της σκηνοθέτιδος, η οποία θυμίζει τους ήρωές της, με τον τρόπο που αυτοί προτιμούν να επιδίδονται σε ομφαλοσκοπικό αυτομαστίγωμα από ό,τι σε αναθεώρηση της στάσης τους.

 

Το καλύτερο πράγμα στο έργο είναι η ερμηνεία της Τζούλιαν Μουρ, η οποία χαίρεται αφάνταστα τον κωμικό της ρόλο και προσφέρει πηγαίο γέλιο με τον τρόπο που ενσαρκώνει την ιδιόρρυθμη ακαδημαϊκό, ξεκαρδιστικά απρόβλεπτη αλλά τελικά και πολύ δοτική και γενναιόδωρη στις σχέσεις της.

 

Η πρωταγωνίστρια, Γκρέτα Γκέργουιγκ, από την άλλη μάλλον προσαρμόζει τον ρόλο στις ευκολίες της. Αξιαγάπητη όπως πάντα, σε προτρέπει να σκεφτείς ότι για μια ακόμη φορά είναι πολύ ταιριαστή για τον ρόλο. Όσο προχωράει το έργο και αποκαλύπτονται κι άλλες πτυχές του χαρακτήρα της – μέσα από το σενάριο και όχι την υποκριτική της – προκύπτει το ερώτημα κατά πόσο τελικά η ίδια φέρνει τους χαρακτήρες στα δικά της μέτρα στερώντας τους διαστάσεις που θα μπορούσαν να έχουν.

 

Φυσικά το βασικό σχόλιο, ότι οι ανασφαλείς, εγωκεντρικοί και επιπόλαιοι ήρωες του έργου δεν έχουν ιδέα τι θέλουν από τη ζωή τους υπογραμμίζεται και με το παραπάνω. Αυτό το σχόλιο όμως δε συνοδεύεται από κάτι πιο βαθύ, όπως στα έργα του Γούντυ Άλεν. Οι χαρακτήρες του έργου δεν προσπαθούν να ξεφύγουν από κάποιο υπαρξιακό κενό, συνειδητό τουλάχιστον, πιο πολύ προσπαθούν να βολέψουν την καθημερινότητά τους. Με τον ίδιο τρόπο που η σκηνοθέτιδα προσπαθεί να βολέψει όπως όπως τη μία σκηνή μετά την άλλη χωρίς να μπορεί η ίδια να εισχωρήσει πιο βαθιά στους χαρακτήρες της.

 

Αν δε χορταίνετε λοιπόν να βλέπετε νεοϋορκέζικες εναλλακτικές κομεντί επειδή σας αρέσει έτσι κι αλλιώς αυτό το στυλ, θα διασκεδάσετε και με αυτή. Αν ψάχνετε κάτι πολύ παραπάνω από στυλ, θα δυσκολευτείτε να το βρείτε.

 

Αλέξανδρος Πασπαρδάνης