Η ΛΗΣΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ > DEN OF THIEVES

Σκηνοθεσία: Κρίστιαν Γκούντενγκαστ

Παίζουν: Τζέραρντ Μπάτλερ, Πάμπλο Σράιμπερ, 50 Σεντ, Έβαν Τζόουνς

 

Λος  Άντζελες : μια πόλη όπου οι ληστείες τραπεζών αποτελούν καθημερινότητα (σύμφωνα με την εισαγωγή της ταινίας), η συμμορία του Μέρριμεν (Πάμπλο Σράιμπερ), μία από τις πιο σκληροπυρηνικές της περιοχής θα επιχειρήσει το ακατόρθωτο, να ληστέψει την Ομοσπονδιακή Αποθεματική Τράπεζα, τη μοναδική που δεν έχει κατορθώσει κανένας να ληστέψει στο παρελθόν. Στο παράτολμο αυτό εγχείρημα ο Μέρριμεν και η συμμορία του θα έχουν αντιπάλους την σκληρή,  ανορθόδοξη επίλεκτη ομάδα του Σερίφη Νικ Φλάναγκαν (Τζέραρντ Μπάντλερ). Οι τελευταίοι θα προσπαθήσουν ακολουθώντας τα στοιχεία και το ένστικτο του Φλάναγκαν να αντιληφθούν γρήγορα τι έχει σχεδιάσει η συμμορία και να το σταματήσουν. Έτσι ξεκινάει ένας αγώνας με αντίπαλο όχι μόνο τον Μέρριμεν και τη συμμορία του αλλά και τον χρόνο. Θα τα καταφέρει ο τραχύς αλλά ικανός Φλάναγκαν να προλάβει να σταματήσει την υλοποίηση των σχεδίων της συμμορίας;

Μία κλασσική ταινία δράσης για τους λάτρεις του είδους. Στα υπέρ της ταινίας οι μη υπερβολικές σκηνές δράσης τύπου Αναλώσιμοι ή Ράμπο, ο σκηνοθέτης δηλαδή επιλέγει σχετικά ρεαλιστικές σκηνές στα σημεία που κορυφώνεται το σασπένς και όχι την κλασσική συνταγή των υπερφυσικών συγκρούσεων που στην πραγματικότητα δεν θα συντελούνταν ποτέ. Επίσης, το χιούμορ που ταιριάζει στον χαρακτήρα του Φλάναγκαν «σπάει» ευχάριστα τη μονοτονία και προσδίδει μια πιο ευχάριστη νότα στην ταινία όπου το χρειάζεται. 

Όμως, η ταινία δεν ξεφεύγει από την πεπατημένη όσο θα μπορούσε. Οι υπερμπρουτάλ φουσκωτοί συμμορίτες και αστυνομικοί οι οποίοι εκπέμπουν ασύστολες ποσότητες τεστοστερόνης (τουλάχιστον γι’ αυτό προσπαθεί να μας πείσει ο σκηνοθέτης), οι γυναίκες που κάνουν την εμφάνιση τους στην ταινία κυρίως ως ιερόδουλες (πλην της γυναίκας του Μπάτλερ) και οι συνεχείς βωμολοχίες αφήνουν ως τελευταία εντύπωση αυτή που αφήνουν και όλες οι άλλες του είδους, μια κενότητα.

Για να περάσει ένα απόγευμα του κάποιος χωρίς να σκέφτεται ιδιαίτερα (ή και καθόλου) θα μπορούσε να αποτελέσει μια επιλογή.

 

Στους κινηματογράφους από 18 Ιανουαρίου

 

                                                                                    Πέννυ Ψαρρά