Highway to Hellas

 

Σκηνοθεσία: Άρον Λίμαν

Παίζουν: Κριστόφ Μαρία Χερμπστ, Άνταμ Μπουσδούκος, Ακύλλας Καραζήσης

 

Γερμανός έρχεται στην Ελλάδα να ελέγξει τα έργα που έγιναν με τα δάνειά του.

 

Αυτά, το υπόλοιπο γράφεται από μόνο του, ο Γερμανός είναι ξενέρωτος, οι Έλληνες πάνε να τον ξεγελάσουν αλλά είναι ψυχάρες, κι αυτός καλούλης είναι τελικά, συρτάκι, τίτλοι τέλους.

 

Πήγα στην αίθουσα χωρίς ίχνος εθνικής ευθιξίας και με διάθεση να συγχωρήσω όλα τα αναμενόμενα στερεότυπα, αν είναι να βγάλουν γέλιο. Αλλά υπάρχει και ένα όριο στο πόσο οριενταλισμό μπορείς να υποστείς σα θεατής, ανεξαρτήτως εθνικότητας. Οι Έλληνες είναι φωνακλάδες, δε χρειάζονται άλλο punchline για να γελάσουν πέρα από τη χαρά της ζωής, σε οτιδήποτε πρακτικό, ακόμα και στα πιο καθημερινά θα τα κάνουν μαντάρα, ο χειρούργος του νησιού μάλιστα είναι ένας μπεκρής με χέρι που τρέμει (ξεκαρδιστικό το πέρασμα του Ερρίκου Λίτση, αποδεικνύει ότι ο δυνατός ηθοποιός μπορεί να επενδύσει με χαρακτήρα κάθε σκηνοθετική καρικατούρα).

 

Και παρόλα αυτά πιο πολύ με ενόχλησαν τα γερμανικά στερεότυπα, στον βαθμό μάλιστα που αφορούν τον πρωταγωνιστή του έργου. Τόσο άδεια πια είναι η ζωή των Γερμανών που επειδή ήρθαν στην Ελλάδα, ήπιαν λίγο παραπάνω και γνώρισαν και μια Ελληνίδα, κατευθείαν μετάνιωσαν που γεννήθηκαν μίζεροι Πρώσοι; Τι διάολο, δεν έχουν αλκοόλ στη Γερμανία; Και τόσο πολύ εκστασιάζονται όταν βλέπουν Έλληνες να τραγουδάνε σε ακατανόητους στίχους; Η επίδραση των Ελλήνων στον Γερμανό έχει βγει από τη φαντασίωση του ενοχλητικού φωνακλά της παρέας που θεωρεί ότι το «πάρε τ 'απάνω σου» είναι παρηγοριά, ότι η ποιότητα ενός αστείου εξαρτάται αποκλειστικά από την ένταση της φωνής και ότι το φορτικό κέρασμα με απώτερο στόχο τη λιποθυμία του ξενέρωτου ξένου σε καθιστά ψυχάρα.

 

Το έργο έχει ένα τεράστιο πρόβλημα που από ένα σημείο και μετά κάνει την παρακολούθησή του μαρτύριο. Δεν χτίζεται καθόλου το δέσιμο του Γερμανού με τους Έλληνες. Το φλερτ του με τη Γιωργία Τσαγκαράκη, δε θα μπορούσε να είναι πιο προσχηματικό, είναι σα να είδαν λίγο πριν το γύρισμα ότι λείπει από το σενάριο το ρομαντικό στοιχείο και να έγραψαν επί τόπου δύο σκηνές. Πότε πρόλαβε αλήθεια ο Γιεργκ να ερωτευτεί την Ελένη; Και πάλι, για να βγάλουμε από τη μέση τη μία πιθανότητα που θα δικαιολογούσε την ταχύτητα του έρωτά του: γυναίκες δεν έχει στη Γερμανία, του τις αποκάλυψε κι αυτές ο ελληνικός ήλιος;

 

Η φιλία του με τον Πάνο είναι εξίσου τσόντα και έχει ως υγιή βάση αποκλειστικά το αλκοόλ. Ο συμπαθέστατος και γοητευτικός Άνταμ Μπουσδούκος άνετα θα έπειθε για τον έξω καρδιά τύπο, αξιαγάπητο με όλα τα ελαττώματά του, αν είχε ένα σενάριο που θα του προσέδιδε περισσότερες ιδιότητες από την τάση του να ξεκαρδίζεται, να τραγουδάει και να χορεύει με μηδενικές αφορμές. Καταραμένη η στιγμή που ο Άντονι Κουίν χόρεψε συρτάκι με τον Άλαν Μπέιτς, από τότε σε κάθε έργο που περιγράφει τη διαμονή κάποιου ξένου στην Ελλάδα, όταν αυτός βλέπει Έλληνες να χορεύουν σηκώνεται από την καρέκλα του σαν υπνωτισμένος και τους συνοδεύει. Με συναίσθηση της αδεξιότητάς του προφανώς αλλά και ανακούφιση που θα σώσει την ψυχή του έστω και στα γεράματα.

 

Εκεί δε που το έργο γίνεται εκνευριστικό είναι όταν η ενοχικότητα του Γερμανού τον κάνει σχεδόν να απολογείται που οι απίστευτες μπαλαφάρες των κατοίκων κόντεψαν να τον ξεκάνουν και του στέρησαν το δάχτυλό του. Δεν μπορώ να σκεφτώ καμία σεναριακή αναγκαιότητα που να δικαιολογεί γιατί ο Γερμανός μπαίνει στο καράβι του γυρισμού με το δάχτυλό του σε μια γυάλα. Αλλά έτσι είναι, you lose a finger, you earn a bride.

 

Και εκεί που το έργο πάει να κλείσει με επιμύθιο «I went to Greece an all I got is my lousy finger in a jar», θυμάται ότι είναι και λίγο ρομαντική κομεντί και ως τέτοια δε θα σεβόταν αρκετά τον εαυτό της αν δεν είχε κάποια εισβολή σε αεροδρόμιο ή κάποιο σάλτο από καράβι. Σε αρμονία με τον άτυπο νόμο που θέλει τους ερωτευμένους να μην μπορούν να παραδεχτούν τα αισθήματά τους αν δεν παρακωλύουν με κάποιον τρόπο την κυκλοφορία.

 

Και αφού πήδηξε στη θάλασσα ο ξενέρωτος Γερμανός, οι Έλληνες θα κολλούσαν; Να μην πηδήξουν όλοι μαζί στη θάλασσα χωρίς κανέναν ιδιαίτερο λόγο; Όλοι οι Έλληνες δεν έχουμε να αφηγηθούμε ιστορίες που πηδήξαμε με τους φίλους μας σε ένα λιμάνι για να γιορτάσουμε τον ελληνικό ήλιο που πάλι στοργικά θα μας στεγνώσει;

 

Σε ό,τι αφορά τη διαπραγμάτευση της κρίσης, παρά τις καλές του προθέσεις, το ρεζουμέ του έργου δεν είναι ό,τι καλύτερο. Επί της ουσίας, οι Γερμανοί έχουν τυπικά δίκιο, έστω κι αποσκοπούν σε οφέλη βασισμένα στο δίκιο τους, αλλά πρέπει να μας συγχωρέσουν γιατί είμαστε συμπαθητικοί και χορευταράδες. Αν δεν πάρουν όλοι ένα αεροπλάνο και μετά ένα καϊκι για να ξεβραστούν σε κάποιο απομακρυσμένο ελληνικό χωριό και να ερωτευτούν την πρώτη γυναίκα που θα δουν, δε γίνεται να τους πείσουμε με τη λογική ότι έχουμε κι εμείς συμπαγή επιχειρήματα. Φανερώνει ενδεχομένως ότι μερίδα των πιο καλοπροαίρετων Γερμανών δε βρίσκει κάποιον πιο πειστικό λόγο να αντιταχθεί στην κυρίαρχη γερμανική αφήγηση πέρα από έναν γενικώς εννοούμενο ουμανισμό.

 

Αναγνωρίζουμε στα θετικά του έργου ότι τουλάχιστον δεν αρνείται την κρίση, η σκηνή που αναφέρεται στις αυτοκτονίες, αν και μοιραία παρεμβάλλεται σα σφήνα για να θιχτεί κι αυτό το ζήτημα, βγάζει μια δύναμη με το καλό παίξιμο των ηθοποιών.

 

Αλλά ας μην κολλήσουμε στο πολιτικό σχόλιο, το μεγάλο πρόβλημα αφηγηματικά είναι ότι δεν μπορείς να κόψεις από τον Ζορμπά τις πέντε σελίδες που ενέγραψε στη μαζική κουλτούρα η κινηματογράφηση του Κακογιάννη και να τις χωρέσεις κακήν κακώς σε ένα έργο όταν δεν υπάρχει τίποτα άλλο από αυτά που κατέστησαν κλασικό το μυθιστόρημα του Καζαντζάκη.

 

Αλέξανδρος Πασπαρδάνης