Hacksaw Ridge

 
 

Σκηνοθεσία: Μελ Γκιμπσον

Παίζουν: Άντριου Γκάρφιλντ, Σαμ Γουόρθινγκτον

 

Δεν υπάρχει απολύτως τίποτα το μεμπτό στο να διασκεδάσει κάποιος με το Hacksaw Ridge. Αρκεί να μην μπει στον πειρασμό να το χαρακτηρίσει αντιπολεμικό ή ουμανιστικό. Ο Μελ Γκίμπσον πήρε την αληθινή ιστορία του πρώτου αντιρρησία συνείδησης που παρασημοφορήθηκε από τον Αμερικανικό στρατό και κατάφερε να φτιάξει ένα εντυπωσιακό, καλογυρισμένο και καλοπαιγμένο μιλιταριστικό παραλήρημα.

 

Ο Ντέσμοντ Ντος (Άντριου Γκάρφιλντ) αφήνει πίσω την αρραβωνιαστικιά και την οικογένειά του για να καταταγεί στον αμερικανικό στρατό και να συνεισφέρει όπως μπορεί στον πόλεμο ενάντια στους Ιάπωνες. Η θρησκευτική του πεποίθηση ωστόσο δεν του επιτρέπει να αγγίξει όπλο. Διεκδικεί τη συμμετοχή του με τους όρους του, μόνο ως μέλος του υγειονομικού σώματος. Με απίστευτη επιμονή καταφέρνει να ξεπεράσει την απέχθεια των ανωτέρων του και την απόλυτη αντίθεσή τους στο να μεταβεί κάποιος άοπλος στην πρώτη γραμμή του πυρός. Στο πεδίο της μάχης όμως η αυταπάρνηση και η πρωτοφανής αίσθηση καθήκοντος του Ντέσμοντ θα κάνει τους αξιωματικούς του να αλλάξουν γνώμη.

 

Ας ξεκινήσουμε με τα θετικά. Το πρώτο μέρος του έργου είναι δραματουργικά συμπαγές και η αποτύπωση της φιλήσυχης ζωής μακριά από τον πόλεμο δημιουργεί μια ισχυρή αντίθεση με τις σκηνές στο πεδίο της μάχης. Η αλήθεια είναι ότι για λόγους σεναριακής οικονομίας το λοβ στόρι ευδοκιμεί λίγο γρήγορα, παρόλα αυτά παραμένει πειστικό. Περισσότερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η σκιαγράφηση του πολυσύνθετου οικογενειακού υποβάθρου του Ντέσμοντ, χάρη κυρίως στην εξαιρετική ερμηνεία του Χιούγκο Γουίβινγκ, στον οποίο αρκεί η ολιγόλεπτη παρουσία του ώστε να κλέψει την παράσταση στην πρώτη πράξη του έργου. Ο χαρακτήρας του πατέρα του Ντέσμοντ συντίθεται από τόσες πολλές αγεφύρωτες αντιθέσεις, ώστε η πειστική απόδοσή του μέσα σε λίγες ατάκες να συνιστά έναν υποκριτικό άθλο που μόνο ένας αντίστοιχα τρισδιάστατος ηθοποιός θα μπορούσε να πετύχει.

 

Η φάση της εκπαίδευσης ξεκινάει με μια ξεκαρδιστική σκηνή, το τυπικό μαζικό ψάρωμα των νεοσύλλεκτων από τον αξιωματικό Βινς Βον, ο οποίος επιδίδεται σε ένα κωμικό ρεσιτάλ. Η χαλαρή διάθεση όμως θα αντιστραφεί πολύ σύντομα για τον Ντέσμοντ. Ο ιδεαλισμός του Ντέσμοντ Ντος βάλλεται με τόσο βάναυσο τρόπο που οποιοσδήποτε λογικός άνθρωπος θα αποφάσιζε να εγκαταλείψει είτε τις πασιφιστικές πεποιθήσεις του είτε τον πόθο του να καταταγεί..

 

Και κάπου εκεί αρχίζει η μάχη με τους Ιάπωνες. Και ο Μελ Γκίμπσον καταφέρνει να ξεπεράσει σε ρεαλισμό και αποτύπωση της φρίκης την περίφημη σκηνή της απόβασης στη Διάσωση του στρατιώτη Ράιαν. Όσο όμως περνάει η ώρα και τα αποδεκατισμένα πτώματα δε σταματάνε, αρχίζεις να έχεις την αίσθηση ότι τη φρίκη του θεατή δεν τη συμμερίζεται ο ίδιος ο Γκίμπσον. Ότι με πρόσχημα τον ρεαλισμό ενδίδει στη διεστραμμένη γοητεία του πολέμου. Και ότι το ανδραγάθημα του Ντέσμοντ Ντος δεν εγγράφεται σε μια προσφορά στην ανθρωπότητα αλλά στη νίκη του αμερικανικού στρατού.

 

Το εν λόγω ανδραγάθημα συνίσταται στην παραμονή του Ντέσμοντ στο πεδίο της μάχης όλη τη νύχτα που διαδέχεται την αιματοχυσία, κατά την οποία κατάφερε ολομόναχος να φυγαδεύσει δεκάδες τραυματίες από το πεδίο της μάχης. Η πράξη αυτή κερδίζει τον σεβασμό των αξιωματικών και τη λατρεία των φαντάρων. Γιατί η μεγαλομανία του Γκίμπσον δε θα ηρεμήσει αν δεν καδράρει τον Ντος σα Μεσσία. Ο πατριωτισμός του δε θα του επιτρέψει να αρκεστεί στην ανθρωπιστική προσφορά του Ντέσμοντ, πρέπει να καταδειχθεί η σημασία αυτής της προσφοράς για τη νίκη των αμερικανών μέσω της πίστης σε μια σχεδόν μεταφυσική υπόσταση της πράξης του. Και παρότι ο ίδιος ο Ντος βοήθησε και κάποιους Ιάπωνες τη νύχτα του ανδραγαθήματός του, ο ίδιος ο Γκίμπσον αρνείται να τους προσδώσει μεγαλύτερο ψυχολογικό βάθος από όσο έχουν τα Ορκ στον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών. Το έργο του Ντέσμοντ Ντος δεν είναι μια προσφορά στην ανθρώπινη ζωή αλλά στην αμερικανική ανθρώπινη ζωή και το παράδειγμά του δε φέρει κάποια αυταξία, η σημασία του έγκειται στη συμβολή του στην αμερικανική επικράτηση. Εξάλλου τόσο πολύ πρέπει να βρεθούν εύληπτοι τρόποι να κινηματογραφηθεί η συμβολή στον πόλεμο ενός άοπλου, που ο Γκίμπσον βάζει τον πρωταγωνιστή του να διώχνει τις χειροβομβίδες μακριά από τους αμερικανούς στρατιώτες είτε με τα χέρια εν είδει μπεϊζμπολίστα είτε με τα πόδια εν είδει ποδοσφαιριστή, με την αργή κίνηση που αρμόζει ακριβώς σε μια αθλητική κάλυψη, σε πλάνα εφηβικής ηρωοποίησης που προκαλούν θυμηδία.

 

Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Μελ Γκίμπσον είναι μεγαλομανής. Και η μεγαλομανία δεν είναι απαραίτητα κάτι αρνητικό, άλλωστε - μεταξύ δημιουργιών άλλων σκηνοθετών - μας έχει δώσει και το έξοχο Apocalypto του ίδιου του Γκίμπσον. Όταν όμως η μεγαλομανία δε συνοδεύεται από καλό γούστο μπορεί πολύ γρήγορα να αποξενώσει τον θεατή. Εντυπωσιακή η κατασκευή του Hacksaw Ridge και σαν επεισόδιο του Game of thrones θα λειτουργούσε μια χαρά. Τώρα που αναφέρεται σε πραγματικά γεγονότα, τώρα που έχει να κάνει με Ιάπωνες κι όχι με Γουάιτ Γουόκερς και κυρίως τώρα που καταπιάνεται με την ιστορία ενός πασιφιστή, μια κριτική δεν μπορεί να μείνει αποκλειστικά στην κατασκευή και να αγνοήσει τον τρόπο με τον οποίο ο Γκίμπσον βιάζει το θέμα του για να χωρέσει στην ιδεολογία του.

 

Αλέξανδρος Πασπαρδάνης