Dr Strange

 

Σκηνοθεσία: Σκοτ Ντέρικσον

Παίζουν: Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, Τίλντα Σουίντον

 

Το Dr Strange εκπληρώνει και με το παραπάνω τις προσδοκίες όσων λατρεύουν τις ταινίες δράσης και ιδίως τις μεταφορές κόμικ στη μεγάλη οθόνη. Κάνει μάλιστα και αρκετή δουλειά ώστε να γοητεύσει και τους υπόλοιπους. Οι πνευματώδεις διάλογοι και το εξαιρετικό καστ μπορεί να σας κρατήσει στην αίθουσα ακόμα και όταν καταλάβετε ότι την περισσότερη ώρα θα βλέπετε μάγους να παίζουν ξύλο.

 

Ο πετυχημένος νευροχειρούργος Στήβεν Στρέιντζ δεν μπορεί πλέον να ελέγξει τα χέρια του μετά από ένα τρομερό αυτοκινητικό δυστύχημα. Η αναζήτηση θεραπείας τον φέρνει στο Νεπάλ, όπου γίνεται δεκτός σε μια περίεργη αποκρυφιστική σχολή. Οι γνώσεις που αποκομίζει ο Στρέιντζ υπερβαίνουν κατά πολύ τον δικό του ορίζοντα κατανόησης και πλέον συνειδητοποιεί ότι δε βρίσκεται εκεί απλώς για να γιατρέψει τα χέρια του αλλά για παίξει τον δικό του ρόλο στη διατήρηση της συμπαντικής ισορροπίας.

 

Αν και η πλοκή από ένα σημείο και μετά είναι αρκετά προβλέψιμη, υπάρχουν δύο στοιχεία που συντηρούν το ενδιαφέρον του θεατή. Το πρώτο είναι το αναπάντεχο χιούμορ των διαλόγων. Γιατί ο Στρέιντζ δεν είναι κάποιο άβγαλτο πιτσιρίκι σε αναζήτηση μέντορα, ώστε μαζί με τις πολεμικές τέχνες να πάρει και μαθήματα ζωής. Είναι ένας κυνικός, επιτυχημένος επαγγελματίας με καυστικό χιούμορ. Και ο τόπος όπου εξελίσσεται το δράμα δεν είναι κάποιο απομονωμένο μαγικό παράλληλο σύμπαν, η δράση μετατοπίζεται συνεχώς από τη σταματημένη στον χρόνο αρχαία βιβλιοθήκη στις σύγχρονες μητροπόλεις.

 

Το δεύτερο στοιχείο είναι τα ειδικά εφέ. Το Dr Strange είναι σαν το Inception που έχει πάρει LSD. Όταν αναμετρώνται οι μάγοι πέρα από τις μπουνιές και τα ξόρκια μπορούν και να επηρεάζουν τις τρεις διαστάσεις του χώρου. Δωμάτια αποσυντίθενται και ολόκληρες πόλεις καμπυλώνονται σε πλάνα που ενίοτε σου ρίχνουν το σαγόνι στο πάτωμα. Σε αντίθεση με Inception όμως που ενέτασσε αυτά τα πλάνα σε ένα γενικότερο πλαίσιο ευπλασίας του υποσυνειδήτου, στο Dr Strange τα εφέ δικαιολογούνται περίπου επειδή «μάγοι είναι, ό,τι θέλουν κάνουν».

 

Όσο περνάει η ώρα, οι αναμετρήσεις των μάγων είναι σχεδόν το μόνο που συμβαίνει στο έργο και το εξαιρετικό καστ δεν μπορεί να κρύψει την απλοϊκότητα της δραματουργίας. Τα τελευταία χρόνια η μεταφορά κόμικ στη μεγάλη οθόνη έχει δείξει ότι μπορεί να προσφέρει σύνθετους χαρακτήρες με υπόσταση και ψυχολογικό βάθος. Στο συγκεκριμένο έργο δε συμβαίνει αυτό, όσο κι αν η αρχή σε προδιαθέτει διαφορετικά. Από ένα σημείο και μετά το έργο μπαίνει στον αυτόματο πιλότο. Οι καλοί είναι καλοί, οι κακοί είναι κακοί, ο Στρέιντζ θα βρει τον δρόμο του στο ενάρετο μονοπάτι και ο κόσμος θα σωθεί.

 

Το Dr Strange λοιπόν με την άφθονη δράση, τα εντυπωσιακά εφέ και το πανέξυπνο χιούμορ είναι εξαιρετικό για τους λάτρεις του είδους και θα αποζημιώσει και κάποιους από τους υπόλοιπους, όχι όμως όσους αναζητούν μια πιο σύνθετη δραματουργία.

Του Αλέξανδρου Πασπαρδάνη