Captain fantastic

 

Σκηνοθεσία: Ματ Ρος

Παίζουν: Βίγκο Μόρτενεν, Τζορτζ ΜακΚέι  

 

Το Captain Fantastic είναι μία ταινία που παίζει με τον θεατή, παίρνοντας για πολλή ώρα το ρίσκο να παρεξηγηθούν οι προθέσεις της.

 

Ο Μπεν και η Λέσλι τρέφουν πολύ αντισυμβατικές ιδέες σχετικά με την ανατροφή των παιδιών τους. Απορρίπτοντας το σύνολο των αξιών της καπιταλιστικής κοινωνίας προτιμούν να ζουν στο δάσος και να εκπαιδεύουν τα παιδιά στο σπίτι, μεταδίδοντάς τους τις αξίες τους. Ο Μπεν συνεχίζει πεισματικά αυτή τη μέθοδο και μετά από την αυτοκτονία της συζύγου του και έρχεται σε διαρκή σύγκρουση με τον περίγυρό του που διαφωνεί με τον τρόπο που έχει επιλέξει να ανατρέφει τα παιδιά του.

 

Για πάρα πολλή ώρα ο θεατής βρίσκεται σε αμηχανία. Ανεξάρτητα αν οι ιδέες από τις οποίες εμφορείται ο Μπεν είναι σωστές στη βάση τους, η εμμονή του σε μια τελικά αντιπαιδαγωγική αποθέωση της θεωρητικής γνώσης σε σχέση με την εμπειρία και η απαξίωση του περίγυρού του και η μεταβίβαση αυτής της περιφρόνησης στα παιδιά του, δημιουργούν αμφίθυμα συναισθήματα στον θεατή. Ο Ματ Ρος όμως δεν είναι ξεκάθαρο αν συμμερίζεται αυτές τις ανησυχίες του. Μέχρι να αντιληφθείς ότι πρόκειται για ένα πιο πολύπλοκο σχόλιο φοβάσαι ότι παρακολουθείς ένα δασκαλίστικο και βερμπαλιστικό πόνημα.

 

Σιγά σιγά τα παιδιά αρχίζουν να εκφράζουν αντιρρήσεις, ο μεγαλύτερος γιος νιώθει ότι έχει δεξιότητες που δε θα του αναγνωριστούν ποτέ μακριά από το επίσημο εκπαιδευτικό σύστημα και κυρίως νιώθει ότι μεταβάλλεται σε ένα ευνουχισμένο ον, πλούσιο σε θεωρητικές γνώσεις και τίποτα παραπάνω.

 

Η αμείλικτη πραγματικότητα κάποια στιγμή προσγειώνει τον Μπεν. Και αποκαλύπτει ως πηγή αυτών των ακράδαντων πεποιθήσεων μια πρωταρχική ανασφάλεια και μια φυγή από τη δύσκολη πραγματικότητα. Ο Βίγκο Μόρτενσεν καταφέρνει να είναι σπαρακτικός χωρίς να καταφεύγει σε υποκριτικές εξάρσεις. Η εικόνα του έρημου πια Μπεν, αφού έχει αποφασίσει να υποχωρήσει και να παραδώσει την κηδεμονία των παιδιών στον πεθερό του, είναι από αυτές τις βουβές τραγωδίες που μένουν χαραγμένες στη μνήμη του θεατή.

 

Τα παιδιά επιστρέφουν, επιδίδονται με τον πατέρα τους σε μια ρελάνς αντισυμβατικών πράξεων και το έργο κλείνει έτσι με έναν ευχάριστο τόνο. Και παρόλα αυτά μια λεπτομέρεια έρχεται και εμποδίζει τον θεατή να ξεχάσει την εικόνα του μοναχικού Μπεν.

 

Στην ουσία πρόκειται για ένα δυνατό προσωπικό δράμα, γύρω από το οποίο υφαίνονται ποικίλες προβληματικές, κοινωνικής δικαιοσύνης, ανυπακοής, ηθικών αξιών, εκπαίδευσης και ανατροφής, οι οποίες όμως δε χάνουν ποτέ τον πυρήνα τους. Αυτό που μένει είναι η προσπάθεια ενός ανθρώπου να συμβιβαστεί με τον χαμό της συντρόφου του και το βάρος της ανατροφής των κοινών τους τέκνων επιλέγοντας επί της ουσίας μια απόδραση, που όσο πιο πεισματική εμφανίζεται τόσο πιο συγκινητική γίνεται.

Αλέξανδρος Πασπαρδάνης