Αόρατος Εχθρός

 

 

Σκηνοθεσία: Γκάβιν Χουντ

Παίζουν: Έλεν Μίρεν, Άαρον Πολ, Αλαν Ρίκμαν

 

Ο «αόρατος εχθρός» είμαι μια κατασκοπευτική περιπέτεια που βλέπεται απνευστί παρά την περιορισμένη δράση της. Αν δεν προβληματιστείς με το αν πρόκειται για μια αντιπροσωπευτική ή εξωραϊστική αναπαράσταση της λήψης αποφάσεων που αφορούν μια αντιτρομοκρατική βομβιστική επίθεση και σε ποιο βαθμό τελικά οι πρωταγωνιστές της επιχείρησης αποτυπώνονται υπερβολικά ιδεαλιστές και τυπικοί, δεν μπορείς να μην αναγνωρίσεις ότι πρόκειται για ένα θρίλερ που με το εξαιρετικό γράψιμο και τις άψογες ερμηνείες του καταφέρνει να μεταθέσει το ενδιαφέρον από το πεδίο της δράσης στο πεδίο της λήψης αποφάσεων παραμένοντας συναρπαστικό και συγκινητικό μέχρι το τέλος.

 

Η συνταγματάρχης Κάθριν Πάουελ (Έλεν Μίρεν) εντοπίζει συγκεντρωμένους τους ηγέτες τρομοκρατών που παρακολουθεί για χρόνια, να προετοιμάζονται για άμεσο τρομοκρατικό χτύπημα με δεκάδες πιθανά θύματα. Η περιοχή ελέγχεται από τους τρομοκράτες καθιστώντας αδύνατη τη σύλληψή τους. Η μόνη επιλογή είναι η φυσική τους εξόντωση με αεροπορική επίθεση. Η σχετική απόφαση μάλιστα πρέπει να ληφθεί άμεσα καθώς οι τρομοκράτες αναμένονται από στιγμή σε στιγμή να εγκαταλείψουν το σπίτι. Μετά από πολλές διεργασίες εξασφαλίζεται η έγκριση όλης της ιεραρχίας, σαφούς στο στρατιωτικό της κομμάτι και δαιδαλώδους στο πολιτικό, καθώς μάλιστα εμπλέκονται και στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές πολίτες περισσοτέρων χωρών. Ένα τυχαίο γεγονός όμως αλλάζει απότομα τις ισορροπίες που αφορούν την επικοινωνιακή απήχηση της επίθεσης και τη νομική κάλυψη που επιτρέπει την πιθανότητα παράπλευρων απωλειών. Μια εννιάχρονη μικροπωλήτρια στήνει τον πάγκο της ακριβώς έξω από το άντρο των τρομοκρατών και η πιθανότητα να πέσει κι η ίδια θύμα της αντιτρομοκρατικής επιχείρησης είναι μεγάλη.

 

Από εκεί και πέρα ξετυλίγεται ένα γαϊτανάκι πυρετωδών διαπραγματεύσεων που αποκαλύπτει την πολυπλοκότητα της λήψης τόσο κρίσιμων αποφάσεων υπό την πίεση χρόνου και τους παράγοντες που την επηρεάζουν, από τις επικοινωνιακές σταθμίσεις των πολιτικών μέχρι τις νομικές ανησυχίες των πιο χαμηλόβαθμων αξιωματικών για τις συνέπειες της δικής τους συμβολής στην επιχείρηση.

 

Το έργο καταφέρνει να κινηματογραφήσει την εξέλιξη της επιχείρησης όπως απαιτεί το θέμα του. Το μοντάζ τηρεί τον ρυθμό που αρμόζει σε μια κατασκοπευτική ταινία που αξιώνει να είναι σοβαρή, νευρικό αλλά όχι καταιγιστικό. Οι διάλογοι και οι ερμηνείες δεν έχουν τις εξάρσεις που έχουμε συνηθίσει σε εύπεπτες κατασκοπευτικές περιπέτειες, δεν υπάρχουν εδώ οργισμένοι δεκάρικοι και συναισθηματικά ξεσπάσματα.

 

Από υποκριτική άποψη δεν υπάρχει σε ολόκληρο το έργο ούτε μια φάλτσα νότα.

Είναι αυτή η ιδιότητα κάποιων Άγγλων και Αμερικάνων ηθοποιών να καταφέρνουν να μαγνητίζουν το βλέμμα σου χωρίς να κάνουν απολύτως τίποτα. Η Έλεν Μίρεν προσδίδει ανεπιτήδευτο κύρος στην ενσάρκωση της υψηλόβαθμης αξιωματικού, δυναμικής και αποφασιστικής, με παρρησία προς τους ανώτερούς της και σεβασμό προς τους κατώτερους. Ο Άλαν Ρίκμαν στο τελευταίο έργο που πρόλαβε να γύρισε σε κερδίζει για μια ακόμα φορά – δυστυχώς την τελευταία – αβίαστα με τη φυσική του ευγένεια σε συνδυασμό με την ήρεμη αγανάκτηση με την οποία αποδίδει τον ρόλο. Συνειδητή εξαίρεση από αυτό το υποκριτικό μοτίβο είναι ο Άαρον Πολ. Η σπαραχτική ευαισθησία του που γνωρίσαμε στο Breaking Bad (όχι όταν τους έλεγε όλους “bitch” αλλά όταν θρηνούσε για τα άδικα θύματα της εγκληματικής του πορείας) τον καθιστά ιδανικό για να αποτελέσει το αντίβαρο στις λιτές, κυνικές ερμηνείες των πολιτικών και στρατιωτικών του καστ.

 

Η αποτίμηση όμως δεν μπορεί να τελειώσει εδώ. Η ταινία επιλέγει να μη μπει βαθύτερα σε μια ιδεολογική ανάλυση του φαινομένου της τρομοκρατίας και της αντιμετώπισής της. Καθαρά κινηματογραφικά η απόφαση είναι δικαιολογημένη. Κανένας βερμπαλισμός, καμιά ενοχική σχετικοποίηση, καμιά αναφορά σε βαθύτερα συμφέροντα δε σε πετάει έξω από την παρακολούθηση της δράσης. Το δραματουργικό πλεονέκτημα όμως δεν την καθιστά κατ’ ανάγκη μια αθώα επιλογή και δεν μπορεί να απομονώσει το έργο από τις ιδεολογικές του προεκτάσεις. Η έμφαση στη μία μόνο από τις αντιμαχόμενες πλευρές χωρίς καμιά αμφισβήτηση των αγνών προθέσεών της συνορεύει με μιλιταριστική προπαγάνδα. Η έλλειψη σχολιασμού μέσα από τη σύμβαση της παντογνώστριας αφήγησης είναι τελικά το μεγαλύτερο σχόλιο από όλα, ένα σχόλιο που ενέχει κινδύνους στον βαθμό που εγείρει αξιώσεις αντικειμενικότητας χωρίς να φωτίζει την ιστορία και από άλλες της, εξίσου υπαρκτές και αντικειμενικές όψεις.

 

Αλέξανδρος Πασπαρδάνης